Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΤΕΧΝΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΑΝ ANΑΝΤΙΣΤΡΕΨΙΜΟΤΗΤΑ



ΤΕΧΝΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΑΝ
ANΑΝΤΙΣΤΡΕΨΙΜΟΤΗΤΑ



Michel Callon

Σύνοψη

Αυτή η εργασία εξερευνά τις ετερογενείς διαδικασίες της κοινωνικής και τεχνολογικής αλλαγής , και συγκεκριμένα τη δυναμική των τέχνο-οικονομικών δικτύων . Ξεκινάει ερμηνεύοντας τον τρόπο με τον οποίο δράστες και μεσάζοντες συγκροτήθηκαν και καθορίζει ο ένας τον άλλο μέσα σε τέτοια δίκτυα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς . Έπειτα εξερεύνα , αφ ’ενός τον τρόπο με τον οποίο μέρη τέτοιον ετερογενών δικτύων συγκλίνουν για να δημιουργήσουν ενοποιημένους χώρους συνδέοντας δυσανάλογα στοιχεία , και αφ ’ετέρου πως μερικοί από αυτούς τους συνδέσμους πετυχαίνουν μακροζωία και σκοπεύουν να σχηματίσουν μελλοντικές διαδικασίες μεταφοράς .

Εισαγωγή



Επιστήμη και τεχνολογία βρίσκονται στην καρδία της κοινωνικής

ασυμμετρίας . Έτσι λοιπόν επιστήμη και τεχνολογία μαζί δημιουργούν συστήματα τα οποία αποκλείουν άλλες επιλογές(1) και παράγουν άλλες καινούργιες , απροσδόκητες και πραγματικά προηγουμένως αδιανόητες επιλογές . Το παιχνίδι της τεχνολογίας δεν τελειώνει ποτέ και τα παρακλάδια της είναι ατελείωτα . Πως όμως θα πρέπει να σκεφτούμε την τεχνολογική αλλαγή ; Και πως συγκεκριμένα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τις διαδικασίες που οικοδομούν και καταστρέφουν τις ασυμμετρίες ; . Κατά τη διάρκεια των 10 τελευταίων ετών κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι έχουν δείξει ότι τα συνήθη μοντέλα της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι ατελή . Η τεχνολογία σπάνια αναπτύσσεται με ένα προβλέψιμο αναπτυσσόμενο σταδιακά τρόπο , μέσα σε ένα σχετικά σταθερό κοινωνικό και βιομηχανικό πλαίσιο ( Forray 1989) .Μοντέλα τα οποία υποθέτουν ότι αυτό δε μπορεί να εξηγήσει το ριζικό και μερικές φορές επαναστατικό χαρακτήρα . Απ ’εναντίας η νέα κοινωνιολογία και οικονομία της τεχνολογίας προτείνουν ότι επιστήμη και τεχνολογία είναι προϊόντα της αλληλεπίδρασης ενός μεγάλου αριθμού διαφορετικών δραστών(3) . Οι ερμηνείες οι οποίες προσφέρονται από τους συγγενικούς δράστες είναι “παραστατικές”. Αποδεικνύουν τους εαυτούς τους με το να μετατρέπουν τον κόσμο σε ομοιότητα με τη δική τους προοπτική στον κόσμο. Με το να σταθεροποιούν τις ερμηνείες τους οι δράστες τελειώνουν δημιουργώντας έναν κόσμο για άλλους ο οποίος μοιάζει σε ένα απόλυτο κόσμο με σταθερά σημεία αναφοράς.

(“παραστατικές” είναι εύλογες πράξεις που στην πραγματικότητα “παραστούν” εκπληρώνουν ότι λένε, ie το προκαλούν να είναι η υπόθεση σταθερά παραδείγματα είναι τα βαφτίσια και η παντρειά).

Μια κοινωνιολογική προσέγγιση πρέπει να εμπλέκεται με το τι οι μηχανικοί και οι επιστήμονες πραγματικά κάνουν, το οποίο συχνά είναι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που λένε ότι κάνουν. (Αυτή είναι μια ειδική υπόθεση ενός πολύ γενικού προβλήματος στην ανθρωπολογία και εθνογραφία, ονομαζόμενο το “κάνω – λεω πρόβλημα”).

Ένα μεγάλο μέρος απ’ την σημερινή κοινωνιολογία έχει μια στατιστική χροιά, ούτος βασισμένη σε ερωτηματολόγιο, σύνθετες συνεντεύξεις και διαφόρων ειδών δημογραφικές επιστήμες. Ενώ φαίνεται να λειτουργεί μάλλον καλά για τον πωλητή σαπουνιού και τους πολιτικούς, δεν θα μας βοηθήσει πολύ στο να καταλάβουμε πως διάφορες τεχνολογίες πήραν το σχήμα που έχουν τώρα. Αλλιώς πως πρέπει να περιγράψουμε και να αναλύσουμε αυτές τις αλληλεπιδράσεις ; Μέχρι τώρα δεν υπάρχει ικανοποιητική απάντηση σ ’αυτή την ερώτηση . Εδώ παρ ’όλα αυτά θέλω να το εξερευνήσω με την εισαγωγή της έννοιας του τεχνοοικονομικού δικτύου ( Τ.Ο.Δ . ). Αυτός είναι ένας όρος τον οποίο θα χρησιμοποιήσω για να περιγράψω ένα συντονισμένο σύνολο από ετερογενείς δράστες οι οποίοι αλληλεπιδρούν περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα για να αναπτύξουν , να παράγουν , να συνεισφέρουν , και να εξαπλώσουν μεθόδους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών . Είναι μερικές φορές πιθανό να προβλέψεις τον τρόπο με τον οποίο ένα Τ.Ο.Δ. θα αναμιχθεί . Το μη σταδιακά αναπτυσσόμενο μοντέλο της τεχνολογικής αλλαγής δεν είναι πάντα λάθος . Αλλά πολύ συχνά οι δράστες έχουν συγκεκριμένους βαθμούς ελευθερίας . Αναπτύσσουν περίπλοκες στρατηγικές και πολλές πιθανές καινοτομίες με απροσδόκητες κοινωνικές και τεχνικές συνέπειες. Η ερώτηση έπειτα είναι πως και γιατί συμβαίνει αυτό . Πως μπορούμε να καταλάβουμε την ριζική δυνατότητα της τεχνολογίας και τη σχέση της με την κοινωνική και οικονομική ασυμμετρία .

Στο μέρος 1 περιγράφω ένα σύνολο από αναλυτικά εργαλεία για εξερεύνηση των μηχανισμών με τους οποίους ετερογενείς εργασίες συνδέονται μεταξύ τους και τις έννοιες των δραστών , μεσαζόντων και ερμηνείας .

Στο μέρος 2 δείχνω πως τα δίκτυα ιδρύθηκαν και εξελίχθηκαν και μίλησαν για σύγκλιση (η οποία ασχολείται με τη συνδεσμολογία ενός ενιαίου διαστήματος για δυσανάλογα στοιχεία )και μονιμότητα (η οποία έχει να κάνει με τη μακροζωία αυτών των συνδέσμων και στην έκταση στην οποία επιτρέπονται ) . Επίσης ασχολούμαι σύντομα με τη δυναμική δικτύων και μελετώ τον τρόπο με τον οποίο τόσο η επίδραση όσο και η δυνατότητα της ποσότητας εξαρτάται από τον χαρακτήρα του δικτύου . Τελικώς στο συμπέρασμα συμφωνώ με το ότι η σχέση μεταξύ της μακρό και της μικρό-κοινωνίας και πολλών εκ των μεγάλων κοινωνικών και τεχνικών ασυμμετριών αντανακλούν δίκτυα ακρίβειας(4)

1.Δράστες και μεσάζοντες

Η ζωή είναι σύνθετη . Αλλά θα ξεκινήσουμε με μια εριστική απλούστευση και θα υποθέσω ότι τα ( Τ.Ο.Δ. ) είναι οργανωμένα γύρω από τρεις διακριτικούς πόλους . Πρώτος είναι ο επιστημονικός ο οποίος παράγει σίγουρη γνώση . Αυτό γίνεται εκεί όπου η επιστημονική έρευνα εξασκείται, για παράδειγμα στα ανεξάρτητα ερευνητικά κέντρα , πανεπιστήμια και σχετικώς βασικά βιομηχανικά κέντρα .

Δεύτερος είναι ένας τεχνικός πόλος ο οποίος συλλαμβάνει μια ιδέα , αναπτύσσει και/ ή τη μετατρέπει σε ανθρώπινα προϊόντα . Τα προϊόντα του συμπεριλαμβάνουν μοντέλα , προϊόντα πιλότους διαγωνισμούς και δοκιμές , πατέντες , νόρμες και τεχνικούς κανόνες και απαντάτε (ο δεύτερος πόλος ) σε βιομηχανικά τεχνικά εργαστήρια , σε ερευνητικές εταιρείες και σε σχέδια πιλότους .

Τρίτος είναι ο πόλος της αγοράς ο οποίος αναφέρεται σε

χρήστες ή καταναλωτές οι οποίοι περισσότερο ή λιγότερο σαφώς παράγουν , εκφράζουν ή ψάχνουν να ικανοποιήσουν ανάγκες ή απαιτήσεις(5) .

Κατά μια έννοια αυτοί οι πόλοι ξεχωριστοί κόσμοι .Τι σχέση έχει ο ερευνητής επιστήμονας ο οποίος δουλεύει για την τέλεια κατασκευή κεραμικών με έναν καταναλωτή ο οποίος ψάχνει να βρει ένα πανίσχυρο αλλά άνετο , οικονομικό και αξιόπιστο αυτοκίνητο ; Κατά κανόνα είναι τόσο διαφορετικοί όσο το τυρί με την κιμωλία . Κατά πράξη όμως είναι συνδεδεμένοι . Η επιστήμονας η οποία ανησυχεί για το τι θα σκεφτούν για τη δουλεία της οι συνάδελφοί της , μηχανικός ο οποίος προσπαθεί να μετατρέψει ένα σχέδιο σε ένα πρωτοποριακό προϊών χωρίς να δώσει πληροφορίες σχετικά με αυτό και ο καταναλωτής –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι αυτοί συνδέονται . Αλλά πως συνδέονται όλοι αυτοί μεταξύ τους ; Πως η επιστήμη ή η τεχνολογία αλληλεπιδρά με την κοινωνία ; Πως καθορίζει το ένα το άλλο ; Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να εντρυφήσουμε στην οικονομία και στην κοινωνιολογία .

Τα οικονομικά μας λένε ότι οι καταστάσεις είναι αυτές οι οποίες φέρουν σε σχέση τους δράστες μεταξύ τους . Για παράδειγμα τα οικονομικά μας λένε ότι ένας καταναλωτής και ένας παραγωγός συσχετίζονται μεσώ ενός προϊόντος ή ένας εργοδότης και ένας εργαζόμενος συνδέονται εξαιτίας του ότι οι ικανότητες του δεύτερου στρατολογούνται και πληρώνονται από τον πρώτο . Έτσι οι οικονομολόγοι αναφέρονται σε μεσάζοντες και αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο το οποίο μπορεί να γενικευθεί . Θα πω λοιπόν ότι ένας μεσάζων είναι οτιδήποτε το οποίο περνά μέσα από τους δράστες και το οποίο καθορίζει τη σχέση μεταξύ τους(6) . Παράδειγμα μεσαζόντων είναι τα επιστημονικά άρθρα , λειτουργικά συστήματα υπολογιστών , “πειθαρχημένα ανθρώπινα σώματα” ,τεχνικά αγαθά ,όργανα , συμβόλαια και λεφτά .

Αντίθετα με τους οικονομολόγους οι κοινωνιολόγοι δεν ξεκινάνε με μια στυλαρισμένη άποψη για τον δράστη . Αλλά υποθέτουν ότι οι δράστες είναι κατανοητοί όταν εισέρχονται σε ένα κοινό χώρο τον οποίο έχουν φτιάξει αυτοί . Για παράδειγμα ο Crosier και ο Friedbery (1977) μίλαγαν για δράστες και συστήματα . Ο Bourdieu (1980) για παράγοντες και πεδία και ο Parson(1977) για ρόλούς και λειτουργικές προϋποθέσεις .

Έτσι με τους διαφορετικούς τους τρόπους οι κοινωνιολόγοι υποθέτουν ότι ο κάθε δράστης περιέχει ένα κρυμμένο αλλά προϋπάρχον κοινωνικό βάρος και αυτός ο παράγοντας δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις σχέσεις μεταξύ των δραστών .

Οι οικονομολόγοι μας διδάσκουν ότι η αλληλεπίδραση περιλαμβάνει την κυκλοφορία των μεσαζόντων . Οι κοινωνιολόγοι μας λένε ότι οι δράστες μπορούν να καθοριστούν σε όρους σχέσεων . Αλλά αυτά είναι δύο κομμάτια από το ίδιο πρόβλημα και αν τα ταιριάξουμε μεταξύ τους βρίσκουμε τη λύση . Αυτό είναι το ότι οι δράστες καθορίζουν ο ένας τον άλλον υπό αλληλεπίδραση – με τους μεσάζοντες που τίθονται σε κυκλοφορία(7).

Ο Latour ισχυρίζεται ότι οι τεχνολόγοι, με το να κάνουν τη δουλειά τους, στην πραγματικότητα κάνουν καλύτερη κοινωνιολογία από ότι οι κλασσικοί κοινωνιολόγοι.

Είναι ενδιαφέρον να αντιπαραθέσουμε την άποψη του ΑΝΤ με την άποψη του “νεκρού μηχανικού σύμπαντος” της κλασσικής μηχανικής. Το σύμπαν του ΑΝΤ είναι πολύ ζωντανό γεμάτο από δράστες και από τις δράσεις τους, γεμάτο από όλα τα είδη αλληλεπιδράσεων τα οποία (συνεχώς) σταθερά επανασχηματίζουν το δίκτυο. Αυτό είναι ένα πολύ μη-κλασσικό σημείο αναφοράς.

Η θεωρία του δικτύου δραστών μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν ένας συστηματικός τρόπος να φανερώσει υποδομές το οποίο συνήθως αφήνεται απ’ έξω από τους “ηρωικούς” υπολογισμούς των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων.

Ο Newton στην πραγματικότητα δεν έδρασε μόνος του με το να δημιουργήσει τη θεωρία της βαρύτητας, είχε ανάγκη από στοιχεία παρατήρησης από τον αστρονόμο Royal, ο John Flamsteed χρειαζόταν δημοσιευμένη υποστήριξη από τη βασιλική κοινωνία και τα μέλη της (κυρίως από τον Edmund Halley) χρειαζόταν την γεωμετρία του Ευκλείδη, την αστρονομία του Kepler, τους μηχανισμούς του Γαλιλαίου, τα δωμάτια, τα εργαστήρια, τα φαγητά, στο Trinity Κολέγιο, ένας βοηθός για να δουλέψει στο εργαστήριο της μυστικής ιδέας της δράσης από απόσταση, και πολλά περισσότερα. Τα ίδια μπορούν να λεχθούν και για οποιοδήποτε επιστημονικό και τεχνολογικό σχέδιο.

1.1 Μεσάζοντες

Ξανά θα απλοποιήσω και θα μιλήσω για τέσσερις κυρίους τρόπους μεσαζόντων . Πρώτος είναι τα κείμενα , ή γενικότερα φιλολογικές επιγραφές (Latour 1980) . Αυτά περιλαμβάνουν αναφορές , βιβλία άρθρα πατέντες και σημειώσεις . Αυτά είναι υλικά για αυτό καταγράφονται και κυκλοφορούν σε χαρτί , δισκέτες υπολογιστών και κασέτες – συγκριτικά μόνιμης εγγραφής , μέσα τα οποία αντέχουν μεταφοράς(8) .

Δεύτερος είναι τα ανθρώπινα προϊόντα.. Αυτά , τα οποία περιλαμβάνούν επιστημονικά όργανα , μηχανές , ρομπότ και καταναλωτικά αγαθά , είναι (συγκριτικά )σταθερά και κατασκευασμένα ομαδικά από όχι ανθρώπινες οντότητες τα οποία μαζί εκπληρούν κύρια καθήκοντα .

Τρίτος προφανώς είναι τα ανθρώπινα όντα , οι ικανότητες , οι γνώσεις και το να ξέρουν πως θα ενσωματωθούν .

Και τέταρτος είναι τα λεφτά και όλοι οι διαφορετικοί του τύποι .

Θέλω τώρα να διαφωνήσω ότι τέτοιοι μεσάζοντες περιγράφουν τα δίκτυά τους σε μια υπό όρους φιλολογική αίσθηση και τα συνθέτουν με το να τους δίνουν φόρμα . Οι μεσάζοντες έτσι ορίζουν και καθορίζουν τον μέσο όρο τον δικτύων που περιγράφουν .

Κείμενα ως δίκτυα


Τα κείμενα είναι ζωτικά σε πολλές περιοχές (τομείς ) της κοινωνικής ζωής , αλλά πουθενά πιο πολύ από ότι στην επιστήμη (Callon et.al.1986,Latour 1989) .Έτσι ένα επιστημονικό κείμενο μπορεί να παρουσιαστεί σαν ένα συνδετικό αντικείμενο με άλλα κείμενα αλλά και φιλολογικές επιγραφές . Η επιλογή του εντύπου , της γλώσσας και του τίτλου είναι οι μέθοδοι με τις οποίες ένα άρθρο προσπαθεί να ορίσει και να φτιάξει ένα ενδιαφέρον κοινό . Η λίστα των συγγραφέων μιλάει για συνεργασία και για τη σημαντική σχέση καθενός εκ των συνεισφερόντων . Εδώ προφανώς είναι η αρχή ενός δικτύου . Αλλά εκείνο το δίκτυο επεκτείνεται σε παραπομπές και αναφορές . Αυτές οι αναφορές είναι αναθεωρημένα κείμενα τα οποία εισέρχονται σε νέες σχέσεις τα οποία αναγνωρίζουν και συνδέουν νέους δράστες μαζί . Λέξεις , ιδέες συλλήψεις και οι φράσεις οι οποίες τους οργανώνουν . Έτσι περιγράφουν έναν ολόκληρο πολιτισμό από ανθρώπινες και μη ανθρώπινες οντότητες . Αλλά μπορεί να είναι ήδη καλά εγκαθιδρυμένα και άλλα καινούργια . Αλλά όλα μαζί καθορίζουν , εξερευνούν , σταθεροποιούν και δοκιμάζουν τις ταυτότητές τους ο ένας εναντίον του άλλου . Ένα κείμενο μπορεί να μιλάει για ηλεκτρόνια , ένζυμα , κυβερνητικές υπηρεσίες , οξείδια , μεθόδους , δοκιμαστικές συμφωνίες , πολυεθνικές εταιρείες και τομείς βιομηχανίας . Αλλά σαν τους ηθοποιούς σε μερικά αμερικανικά διηγήματα που θα μπορούσαν αλλιώς να μην έρθουν σε επαφή οι μοίρες τους , μπλέκονται στα “κοινωνικό-τεχνικά δράματα” περιγράφονται σε επιστημονικά έγγραφα(9) .


Ένα μόνο συμφραζόμενο μπορεί να προκαλέσει αντίθετα αποτελέσματα. Εδώ είναι ηλιθιότητα της αντίληψης του “προϋπάρχοντος συμφραζόμενου”. Οι άνθρωποι λείπουν η εργασία της συμφραζομενοποίησης λείπει το συμφραζόμενο δεν είναι το πνεύμα της εποχής το οποίο θα μπορούσε να διεισδύσει σε όλα τα πράγματα ομοίως.


Στην πραγματικότητα η τροχιά ενός σχεδίου δεν εξαρτάται από το συμφραζόμενο αλλά από τους ανθρώπους που θα κάνουν τη δουλειά της συμφραζομενοποίησης. Συγκεκριμένα αρνείται ότι η κοινωνιολογία μπορεί να επιτύχει ένα σημείο αναφοράς που είναι “αντικειμενικό” μπροστά και πίσω από τα σημεία αναφοράς αυτών που συμμετέχουν – ή μια “αργκό” η οποία μπορεί να εκφράσει τέτοιο σημείο αναφοράς.

Υπάρχει εδώ πραγματικά ένα αιτιολογικός μηχανισμός ο οποίος είναι γνωστός μόνο στους κοινωνιολόγους οι οποίοι θα μπορούσαν να δώσουν την ιστορία ενός τεχνολογικού σχεδίου; ανάγκη η οποία μοιάζει να λείπει πολύ. Όχι οι δράστες προσφέρουν ο ένας στον άλλο μια εκδοχή των δικών τους αναγκών και από αυτό να συμπεράνουν τις στρατηγικές που αποδίδουν ο ένας στον άλλο.

Οι δράστες δημιουργούν την δική του κοινωνία και κοινωνιολογία, τη γλώσσα τους και την “αργκό”.

Υπάρχουν πολλές θεωρίες δράσης όπως υπάρχουν και δράστες.

Στην πολλαπλότητα των δραστών μια νέα πολλαπλότητα προστίθεται που με ενοποιούνται, απλοποιούνται και κάνουν συνεπή την πολλαπλότητα των σημείων αναφοράς, των σκοπών και επιθυμίες έτσι ώστε να επιβάλουν μια και μόνη θεωρία δράσης.


Για να μελετήσεις τεχνολογικά σχέδια θα πρέπει να μετακινηθείς από μια κλασσική κοινωνιολογία – η οποία έχει δημιουργήσει πλαίσια και αναφορές – σε μια συγγενική κοινωνιολογία η οποία έχει κυμαινόμενες παραπομπές.

Με ένα τεχνολογικό σχέδιο οι ερμηνείες του σχεδίου δεν μπορούν να διαχωριστούν από το σχέδιο εκτός και αν το σχέδιο έχει γίνει αντικείμενο. Εδώ είναι η μοναδική περίπτωση στην οποία η “κλασσική” κοινωνιολογία μπορεί να εφαρμοστεί.

Με πολυεφαρμογές οι “μετρητές διατίμησης” οι οποίοι τους επιτρέπουν να μετρούν τις δοκιμασίες στους μέλλοντες και να αποδεικνύουν ασφαλείς καταστάσεις ισχυρών δεσμών, οι δράστες καταφέρνουν να επιτύχουν αντιλήψεις για το τι θέλουν. Με το να κάνουν τις δικές τους οικονομίες, τη δικιά τους κοινωνιολογία, τη δικιά τους στατιστική, κάνουν τη δουλειά του παρατηρητή. Κάνουν δυσανάλογα πλαίσια παρατηρήσεων άλλη μια φορά ανάλογα και μεταφερόμενα.

(Ο νεολογισμός “μετρητές διατίμησης” απλώς αναφέρεται στον τρόπο μέτρησης του πόσο καλά οι απαιτήσεις ενός δράστη εννοούνται, παραδείγματα είναι η ροή επιβατών, κόστος, δημοσιότητα κ.λ.π .).

Οι λέξεις σε ένα κείμενο παραπέμπουν σε άλλα κείμενα και αναθεωρούν και επεκτείνουν τα δίκτυα τα οποία βρίσκονται εκεί . Έτσι δοθέντος ότι παραδοσιακά έχουμε ότι αυτά τα κείμενα είναι κλειστά – έχουμε διαχωρίσει το γενικό πλαίσιο με το περιεχόμενο- τώρα λέμε ότι τα κείμενα δεν έχουν ούτε εξωτερικό ούτε εσωτερικό πλαίσιο. Μάλλον είναι αντικείμενα που καθορίζουν τις ικανότητες τις ενέργειες και τις σχέσεις των ετερογενών οντοτήτων . Έτσι σαν άλλα κείμενα το επιστημονικό άρθρο είναι ένα δίκτυο που δημιουργεί την περιγραφή του(10) .

Τεχνικά αντικείμενα ως δίκτυα

Ποια είναι η περίεργη αλχημεία η οποία μας επιτρέπει να μετασχηματίζουμε ομάδες μη ανθρώπων σε δίκτυα τα οποία καθορίζουν και συνδέουν ετερογενείς δράστες ; Πως μπορούμε να μετασχηματίσουμε μηχανικά εργαλεία , μηχανές εσωτερικής καύσης , βίντεο , μαγνητόφωνα , πυρηνικά φυτά ή μηχανές αυτομάτων εισιτηρίων με τέτοιο τρόπο ; Πρόσφατη έρευνα στην κοινωνιολογία της τεχνολογίας και συγκεκριμένα από την Madeleine Akrich και τον Bruno Latour , υποδεικνύει ότι ένα τεχνικό αντικείμενο πρέπει να χρησιμοποιείται σαν ένα πρόγραμμα ενεργειών το οποίο συνθέτει ένα δίκτυο ρόλων . Αυτοί οι ρόλοι διαδραματίζονται από μη ανθρώπους (η μηχανή από μόνη της και όπως άλλα αντικείμενα σαν εξαρτήματα και πηγές ενέργειας) και “περιφερειακούς” ανθρώπους (όπως πωλητές , καταναλωτές και επιδιορθωτές) .

Στην πράξη δεν είναι τόσο δύσκολο να περιγράψουμε τα προγράμματα , τα οποία ενσωματώνονται ή τους τρόπους με τον οποίο τα κοινωνικό-τεχνικά συστατικά λειτουργούν , επικοινωνούν , δίνουν εντολές , διακόπτούν το ένα το άλλο και ακολουθούν πρωτόκολλα . Ο λόγος είναι ότι τέτοιες περιγραφές ή “κειμενοποιήσεις” είναι κοινές . Τα τεχνικά αντικείμενα δεν είναι τόσο χαζά όσο νομίζουμε .

Έτσι στο αρχικό του στάδιο , ο χαρακτήρας ενός αντικειμένου είναι ατελείωτα υπό δημόσια συζήτηση(11) : πως θα μοιάζει τότε ; τι θα κάνει ; για ποίο λόγο θα χρησιμοποιείται ; τι ικανότητες θα πρέπει θα να έχουν οι χρήστες τους ; τι συντήρηση θέλει ; Τέτοια κουβέντα είναι ετερογενής . Πράγματι οι μηχανικοί αυτό-μετατρέπονται σε κοινωνιολόγους , ηθικό-πλάστες ή πολιτικούς επιστήμονες ακριβώς αυτές τις στιγμές όταν δεν μπορούν να αποφανθούν σε τεχνικές ερωτήσεις . Θα έπρεπε ένα αυτοκίνητο να αντιμετωπίζετε απλά ως ένα βασικό και οικονομικό μέσο μεταφοράς ; Ή θα έπρεπε να ικανοποιεί καταπιεσμένες επιθυμίες για καταφανή κατανάλωση (Callon 1987 ) ; Θα έπρεπε οι χρήστες να επιτρέπετε να παρεμβαίνουν όταν το ηλιακής ενέργειας αυτοκίνητο τους χαλάει ; Ή θα έπρεπε να είναι αεροστεγώς κλεισμένο για να σταματήσουν οι καταστροφές από τους ερασιτέχνες (Αkrich 1987) ; Ο Latour ισχυρίζεται ότι οι τεχνολόγοι, με το να κάνουν τη δουλειά τους, στην πραγματικότητα κάνουν καλύτερη κοινωνιολογία από ότι οι κλασσικοί κοινωνιολόγοι.

Είναι ενδιαφέρον να αντιπαραθέσουμε την άποψη του ΑΝΤ με την άποψη του “νεκρού μηχανικού σύμπαντος” της κλασσικής μηχανικής. Το σύμπαν του ΑΝΤ είναι πολύ ζωντανό γεμάτο από δράστες και από τις δράσεις τους, γεμάτο από όλα τα είδη αλληλεπιδράσεων τα οποία (συνεχώς) σταθερά επανασχηματίζουν το δίκτυο. Αυτό είναι ένα πολύ μη-κλασσικό σημείο (όψης) αναφοράς.

Απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις – ερωτήσεις για το σχεδιασμό – είναι και τα δύο τεχνικές και κοινωνικές . Υπαινίσσονται αποφάσεις για τον προσδιορισμό και την κατανομή των ρόλων μεταξύ του αντικειμένου και του περιβάλλοντός του . Ο προσδιορισμός ενός αντικειμένου είναι επίσης ο προσδιορισμός του κοινωνικό-τεχνικού περιεχομένου του .Μαζί φέρουν σαν αποτέλεσμα ένα πιθανό δικτυακό σχηματισμό . Δεν υπάρχει “εσωτερικό” ή “εξωτερικό” περιεχόμενο.

Τέτοια “ κειμενοποίηση ” βρίσκεται στην διαδικασία μάθησης . Εδώ ο εκπαιδευτής περιγράφει την επιχείρηση ενός αντικειμένου : Το δίκτυο “καταγραμμένο” μέσο σε αυτό ρυθμίζεται και ελέγχεται .Ποιοι είναι οι δεσμοί μεταξύ τεχνικών αντικειμένων ; Και ποιοι είναι οι ρόλοι που οι άνθρωποι παίζουν ; Ίσως παρακολουθούν έναν ρυθμιστή ροής και πιέζουν ένα μοχλό ; Ή παρατηρούν την οθόνη και πατούν το ποντίκι ; Μ ’αυτόν τον τρόπο η μηχανή ερμηνεύεται , αποσυναρμολογείται και εισέρχεται πίσω , στo περιβάλλον της – πιθανότατα όχι με τον τρόπο που σκόπευε ο σχεδιαστής . Τα γραπτά ίχνη τέτοιων προσπαθειών ,για να μπουν τα αντικείμενα μέσα σε λέξεις ,βρίσκονται παντού, όπως και οι αμφισβητήσεις στις οποίες οδηγούν(12) . Κώδικες , κατάλογοι ελέγχου , εγχειρίδια συντήρησης και χρηστών , όλα αυτά συνοδεύουν τα αντικείμενα στα ταξίδια τους ( Αkrich 1989b) και μερικές φορές τα κείμενα εγγράφονται στις μηχανές μόνα τους . Τέτοια κείμενα αποδίδουν ικανότητες στους ανθρώπους – την ικανότητα να διακρίνουν διαφορετικού χρώματος μηνύματα ή να διαβάζουν ταμπέλες που λένε “ανοιχτό / κλειστό”, “δίσκος” ή “παίζει” . Εδώ οι μηχανές διατάζουν τα ανθρώπινα όντα παίζοντας με τα σώματά τους ,τα αισθήματά τους και τα ηθικά αντανακλαστικά τους(13) ( Latour 1988 ) . Ένα σημαντικό επίτευγμα της Θεωρίας Δικτύου – Δραστών είναι ότι ο τεχνολογικός και κοινωνικός ορισμός είναι αδύνατος εάν χρησιμοποιήσεις τη μέθοδο και τη γλώσσα σωστά. Φυσικά η Θ.Δ.Δ. έχει πολύ επικριθεί αλλά (κατά τη γνώμη μου) οι περισσότερες επικρίσεις έχουν προέλθει από ανθρώπους που ή δεν τον καταλαβαίνουν ή που τον έχουν απορρίψει για την αποτυχία της να εξομοιωθεί με το δικό τους προϋπάρχον παράδειγμα. Οι πιο έγκυρες επικρίσεις προκύπτουν από αυτό καινούργιο παράδειγμα. Μια κριτική είναι ότι η Θ.Δ.Δ. την ανθρώπινη υπόσταση των ανθρώπων με το να τους μεταχειρίζεται το ίδιο με μη ανθρώπινα όντα, υπάρχει ένας θαυμαστός νέος κόσμος που προβάλει στο δρόμο μας ο οποίος περιλαμβάνει όλο και περισσότερη ανάμιξη με τις μηχανές, σε σημείο τη μεταλλαγή τους σε cyborts, αλλά (όπως ισχυρίζονται) θα πρέπει να αντισταθούμε σε αυτό, αντί να το πανηγυρίσουμε. Μια άλλη κριτική είναι ότι η Θ.Δ.Δ. αποτυγχάνει στο να παρέχει εξηγήσεις για τη δυναμική αναδόμηση των δικτύων (αυτή η κριτική είναι λανθασμένη κατά την άποψή μου). Υποστηρίζεται επίσης από πολλούς, ότι η Θ.Δ.Δ. αποτυγχάνει στο να λαμβάνει υπόψη της τις επιδράσεις που η τεχνολογία μπορεί να έχει σε αυτούς που δεν είναι μέρος του δικτύου που την παράγει, και γι’ αυτό κατά συνέπεια δεν καταφέρνει να υποστηρίξει πολύτιμες κρίσεις πάνω στο επιθυμητό ή το μη επιθυμητό τέτοιων επιδράσεων. Η Θ.Δ.Δ. επίσης επικρίνεται για την αποστροφή της (ή την ανικανότητά της) να συνεισφέρει σε συζητήσεις σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθηθεί για την τεχνολογία και την επιστήμη. Κάποιες άλλες κριτικές μπορεί να βρεθούν στο “πως οι συνθήκες (Δραστών – Δικτύου) λειτουργούν: ταξινόμηση μαγεία και παντοδυναμία των προτύπων” των Geoffrey Bowker και της Susan Leigh Star.

Μια άλλη κριτική, που βρίσκει εφαρμογή στις περισσότερες εργασίες στην κοινωνιολογία της τεχνολογίας και της επιστήμης (σε συντομογραφία ΚΤΕ) είναι ότι καταστρέφει την αξιοπιστία της επιστήμης μη αφήνοντας καθόλου χώρο για την αντικειμενική αλήθεια ότι την οποία (υποθετικά) η επιστήμη αποκαλύπτει. Βέβαια οι κοινωνιολόγοι επίτηδες αποφεύγουν να κάνουν δεσμεύσεις τέτοιου τύπου. Οι συζητήσεις που καταλήγουν να έχουν (κάποιοι) επιστήμονες και ΚΤΕ ονομάζεται “πόλεμος των Επιστημών”. Η Θ.Δ.Δ. είναι μέρος μιας περιοχής της ΚΤΕ που συχνά επικαλείται η εποικοδομητική, γιατί εστιάζει στο πως τα κοινωνικά συστήματα οικοδομούνται από αυτούς που τα αποτελούν. Αυτοί που έχουν αναπτύξει την η Θ.Δ.Δ. (Latour and Calben) έχουν πρόσφατα δηλώσει ότι η Θ.Δ.Δ. έχει τελειώσει, αλλά βέβαια τώρα είναι πολύ αργά να σταματήσεις τους άλλους απ’ το να χρησιμοποιούν, κρίνουν και τροποποιούν τις ιδέες τους.

Ένα όνομα για την γενική μέθοδο για την αναζήτηση αυτού που υποστηρίζει ένα τεχνικό ή επιστημονικό έργο, αντί να περιγράφει ένα ηρωικό παραμύθι “υποδομική αντίθεση” (αυτός ο όρος οφείλεται στον Geoff Bowker). Το αντίστροφο αυτού που κουβαλάει την υποδομή θα την ονομάσω “υποδομή βύθισμα”. Η εργασία των τεχνικών των εργαστηρίων, των γραμματέων, των νοσοκόμων, των θυρωρών, των διοικούντων των πληροφοριακών συστημάτων κ.τ.λ. υπόκειται συχνά “υποδομικό βύθισμα” με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πολύ παραπλανητικής εικόνας του δικτύου το οποίο αφορούν.

Συνοψίζοντας, τα ανθρώπινα προϊόντα δεν είναι τα αινιγματικά και απομακρυσμένα αντικείμενα στα οποία συχνά περιορίζονται . Όταν έρχονται σε επαφή με τους χρήστές τους συναντούν μια πληθώρα κειμένων τα οποία δίνουν εξήγηση στις παλιές κείμενο-ποιήσεις που συνοδεύουν τον σχεδιασμό και την μετατόπιση . Έτσι τα τεχνικά αντικείμενα πάνω-κάτω διευκρινίζουν σαφώς και κατανέμουν ρόλους σε ανθρώπινα όντα και σε μη ανθρώπινα όντα . Όπως τα κείμενα συνδέουν οντότητες μαζί μέσα σε δίκτυα που μπορούν να αποκωδικοποιηθούν . Η κοινωνία εν τω γίγνεσθαι: Η μελέτη της τεχνολογίας σαν εργαλείο για κοινωνιολογική ανάλυση.

Michel Callon

Ο Callon επιχειρεί να προσδιορίσει τη θεωρία του δικτύου των δραστών χρησιμοποιώντας τις προσπάθειες της Γαλλικής (EDF) κυβέρνησης στο κοντινό παρελθόν, σαν παράδειγμα. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’70 προσπάθησαν να εισαγάγουν ένα αυτοκίνητο ηλεκτρικής ενέργειας για να αντικαταστήσουν τα σημερινά αυτοκίνητα με μηχανή εσωτερικής καύσεως. Εάν γινόταν πετυχημένα, η ανάπτυξη θα μπορούσε να εγκαινιάσει την μεταβιομηχανική κοινωνία. Οι μηχανικοί δεν θα σκόπευαν να αλλάξουν το πρόσωπο της ισχύουσας κοινωνίας. “Πήραν” ενδείξεις για μια μελλοντική κοινωνία που ήταν κατάλληλη στις ανάγκες τους, και έχτισαν πάνω της. Αυτή το δίκτυο που δημιούργησαν περιλήφθηκε στα συστατικά που συνήθως όχι όλα από αυτά (συστατικά) ελήφθησαν υπ’ όψιν των ακαδημαϊκών ανατολικών κοινωνιολόγων. Το δίκτυο που επινόησαν, βασίστηκε όχι μόνο σε ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες, αλλά επίσης σε ανθρώπινης επινόησης προϊόντα και οντότητες. Οι μηχανικοί που ανάπτυξαν τη νέα τεχνολογία τόσο καλά όσο μ’ εκείνους που συμμετείχαν την ίδια ή άλλη στιγμή στο σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εξάπλωση σταθεράς κατασκεύασαν υποθέσεις και φόρμες για την διαφωνία που έλκυε τους συμμετέχοντες στο πεδίο της κοινωνιολογικής ανάλυσης. Όποτε αυτοί ήθελαν ή όχι μετατρεπόντουσαν σε κοινωνιολόγους ή σε αυτό που οι συγγραφείς ονομάζουν μηχανικούς – κοινωνιολόγους. Αυτή η προσέγγιση προκαλεί βέβαιες αποδεκτές ιδέες. Ποιοι προβληματισμοί του συγγραφέα είναι αποδεκτή ιδέα η οποία κατά τη διάρκεια αυτής της μεθόδου υπάρχουν βέβαιες φάσεις οι οποίες είναι καθαρά τεχνικές ή επιστημονικές, από άλλες που οδηγούνται από μια οικονομική ή εμπορική λογική. Για επεξήγηση, μελετήσαμε τα επόμενα σημεία:


Το σχέδιο πρωτοπαρουσιάστηκε στις αρχές του ’70. Δεν ήταν ένα εύκολο σχέδιο θεωρώντας την ιδιότητα του αυτοκινήτου στην παραδοσιακή κοινωνία.


Το σχέδιο όχι μόνο δεν υπέθεσε ότι τα τεχνοεπιστημονικά προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν, αλλά ότι θα υπήρχε μια ριζική αλλαγή στη Γαλλική κοινωνία.


Το σχέδιο παρουσιάστηκε για το VEL καθορίζοντας όχι μόνο τα ακριβή χαρακτηριστικά του οχήματος, αλλά επίσης το κοινωνικό σύμπαν στο οποίο θα χρησίμευε. Όπως ο Έντισον σχεδόν πριν εκατό χρόνια, αυτοί συνεχώς έφτιαχναν τεχνικές και κοινωνικές επιστήμες.

Πρώτον το EDF καθόρισε μια βέβαιη ιστορία απ’ την απεικόνιση μιας κοινωνίας από αστικούς μετά-βιομηχανικούς καταναλωτές οι οποίοι καταπιάνονται με τις καινούργιες κοινωνικές κινήσεις. Το μελλοντικό προσφερόμενο όν ήταν τόσο ριζικά διαφορετικό που μπορούσε να γίνει αντιληπτό με δυσκολία.

Δεύτερον προφητεύοντας το θάνατο του παραδοσιακού αυτοκινήτου, και αγνοώντας παραδοσιακούς καταναλωτές ούτως ώστε να βοηθήσουν μια καινούργια αναπαραγωγή καταναλωτών, καθόρισαν όχι μόνο την κοινωνική και τεχνολογική ιστορία, αλλά ανεγνώρισαν τους κατασκευαστές να είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή του καινούργιου οχήματος.

Τρίτον υπάρχει μια εκτεταμένη λίστα από διαφορετικές οντότητες σχεδιασμένες μαζί σε ένα αναπτυσσόμενο μοντέλο για να υποστηρίξουν το σχέδιο. Αυτή η λίστα περιλαμβάνει ανθρώπους, τεχνολογία, κυβερνητικά πρακτορεία, εταιρίες και επεκτείνεται ακόμη πιο μακριά για να ενσωματώσει οργανώσεις γενικής κατευθύνσεως.

Ένας απ’ τους διακρινόμενους παράγοντες στη θεωρία του δικτύου των δραστών είναι η τελική εξάρτηση του ενός “δράστη” προς κάθε άλλον “δράστη” στο δίκτυο για να διατηρήσει συνεκτικότητα.

Κάθε μέρος του δικτύου την ίδια στιγμή παρουσιάζει σε πολλά διαφορετικά μικρότερα του όλου, ενώ μειώνεται στο ελάχιστο σε ένα μικρό μέρος από ένα ακόμη μεγαλύτερο όλο. Κάθε μέρος σ’ αυτό το δίκτυο είχε ένα ίσο κομμάτι, χωρίς επίπεδα σε κάποια μεγαλύτερη ιεραρχία. Η αποτυχία ενός μέρους του δικτύου θα μπορούσε να στοιχίσει την αποτυχία ολόκληρου του δικτύου, εάν δεν διορθωθεί ή αποκατασταθεί εγκαίρως.

Οι μηχανικοί του EDF δεν χρειάστηκε να αποδείξουν τις θεωρίες τους στην ακαδημαϊκή κοινότητα, γνησιότητα ή η εξυπνάδα τω ιδεών τους το έκαναν, υποδεέστερα στην αλήθεια του σκοπού τους, την επιτυχία των σχεδίων τους. Το αληθινό πείραμα ακριβέστερα ήταν για αυτούς το μερίδιο της αγοράς τα σχέδια τους για τη ζωή έπαιρναν το δρόμο τους . Τελικά τα σχέδια τους δεν αποδείχτηκαν εφικτά αλλά η προσέγγιση είναι αυτό που μας φαίνεται ενδιαφέρον εδώ, και όχι το σχέδιο από μόνο του. Αυτοί οι μηχανικοί αποπειράθηκαν να φανταστούν μια κοινωνία του μέλλοντος και ικανοποίησαν τις ανάγκες αυτής της κοινωνίας.

Πέρα από παραδοσιακές προθέσεις, τουλάχιστον πέρα από κάθε πρόθεση έλαβαν υπόψη στην ακαδημία την πρόθεση ούτως ή άλλως.

Για παράδειγμα: “Προφητεύοντας το θάνατο της μηχανής εσωτερικής καύσεως σαν αποτέλεσμα της κλίμακας των ηλεκτροχημικών γεννητριών και αγνοώντας τους παραδοσιακούς καταναλωτές έτσι ώστε να ικανοποιήσουν καλύτερα τους χρήστες που είχαν καινούργιες απαιτήσεις, το EDF όχι μόνο δεν καθόρισε μια κοινωνική και τεχνολογική ιστορία αλλά επίσης αναγνώρισε τους κατασκευαστές οι οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή των καινούργιων VEL”. Ωστόσο, οι μηχανικοί δούλευαν όχι μόνο σαν τεχνικοί, αλλά ακόμη σαν κοινωνιολόγοι και ιστορικοί. Το απλό γεγονός είναι ότι οι μηχανικοί του EDF δεν άφησαν καμία πέτρα που δεν σήκωσαν. Πέρασαν από την ηλεκτροχημεία στην πολική και στην κοινωνιολογία χωρίς μεταπτώσεις.

Ένα από τα προβλήματα με τον κατασκευασμένο από τους μηχανικούς κόσμο, είναι η απροθυμία μερικών από τους δράστες στο δίκτυο τους να θεωρήσουν δεδομένο το κομμάτι με το οποίο ασχολήθηκαν. Ένα παράδειγμα ήταν η Renault. Το όραμά τους για το μέλλον συγκρούστηκε με τα όραμα της EDF, και θέλησαν να σιγουρευτούν ότι το σωματείο τους δεν θα υποχρεωθεί να παραχωρήσει για πολύ καιρό τη δύναμη της άγραφης κυριαρχίας στην αγορά αυτοκινήτων.

Δεν αισθάνονταν καθόλου άνετα με την ιδέα να υποβιβαστούν στο ρόλο του να κατασκευάζουν ένα απλό “κιβώτιο” για ένα μέτριο όχημα, δηλαδή να παράγουν το αυτοκίνητο σαν απλό μέσο μεταφοράς. Το όραμά τους για το αυτοκίνητο ήταν πολύ μεγαλύτερο. Υπήρχαν άλλοι δράστες στο δίκτυο που ήταν “ετοιμοπόλεμοι” στο ρόλο που τους είχε ανατεθεί. Άλλη ήταν η τεχνολογία της ανώτερης φορτισμένης / όξινης μπαταρίας σχέδιο απαραίτητο για την ανάπτυξη του VEL. Αυτή δεν ήταν μια απόφαση του δράστη “μπαταρία ανάπτυξης σχέδιο” αλλά “το βαθύτερο” δίκτυο που παρουσιάστηκε. Η αλήθεια ήταν ότι το σχέδιο για την κατάσταση του σχεδίου τεχνάσματος της μπαταρίας δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του VEL προγράμματος. Έτσι οι μηχανικοί της Renault ήταν σωστοί στην εκτίμησή τους ενώ οι μηχανικοί της EDF δεν ήταν. Το γεγονός της δημιουργίας αυτού του δικτύου των δραστών, αξίζει κάποιας προσοχής.

Το δίκτυο του δράστη περιγράφει τις δυναμικές της κοινωνίας σε όρια τελείως διαφορετικά απ’ αυτά που συνήθως χρησιμοποιούνταν από τους κοινωνιολόγους. Αν οι χρήστες των αυτοκινήτων απορρίπτουν το VEL και διατηρούν τις προτιμήσεις τους για διαφορετικούς τύπους παραδοσιακών αυτοκινήτων, αυτό συμβαίνει για μια ολόκληρη σειρά λόγων, ένας από τους οποίους είναι τα προβλήματα των καταλυτών που γίνονται δηλητηριώδεις. Είναι αυτές οι ετερογενείς σχέσεις που οι κοινωνιολόγοι δεν είναι ικανοί να χρησιμοποιήσουν και που ακόμη είναι υπεύθυνες για την επιτυχία ενός ιδιαίτερου δικτύου του δράστη. Η κοινωνιολογική θεωρία του Tourainion είναι υποχρεωμένη να παραμείνει υποθετική και υπό σκέψη, γιατί απλουστεύει την κοινωνική πραγματικότητα εξαιρώντας τις σχέσεις που αφορούν όλες αυτές τις υπάρξεις – ηλεκτρόνια, καταλύτες – που έχουν σκοπό να εξηγήσουν την παράλληλη εξέλιξη της κοινωνία και των στοιχείων της. Η επίκριση εφαρμόζεται εξίσου καλά στην ερμηνεία της κοινωνίας από τον Bourdeu. Αν και η θεωρία του συμβαίνει να “δουλεύει” καλύτερα (εξηγώντας την επιτυχία του δικτύου του δράστη της Renault), είναι καθαρή τύχη, για την εξήγησή του για τις προτιμήσεις των χρηστών αυτοκινήτων, παραλείπει τα περισσότερα από τα στοιχεία που συνθέτουν και επηρεάζουν αυτές τις προτιμήσεις.

Με πιο τρόπο θα μπορούσαν οι αναλύσεις και τα πειράματα, που αναπτύχθηκαν από μηχανικούς – κοινωνιολόγους, να είναι χρήσιμα στην κοινωνιολογία; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση είναι ακριβός ο λόγος που ο συγγραφέας εισήγαγε την ιδέα της θεωρίας του δικτύου δράσης, η οποία μας επιτρέπει να υπολογίσουμε την απόσταση μεταξύ της ετερογενούς και ακάθαρτης κοινωνιολογίας των μηχανικών και της ομοιογενούς και καθαρής κοινωνιολογίας των ακαδημαϊκών. Στην μια περίπτωση οι κοινωνιολογικές και τεχνολογικές συνθήκες είναι αδιέξοδα συνδεδεμένες. Στην άλλη περίπτωση είναι αυστηρά χωρισμένες.

Σύμφωνα με το αν κάποιος είναι περισσότερο ή λιγότερο διατεθειμένος να μεταβάλει μόνος του την κοινωνιολογία, είτε περισσότερες είτε λιγότερες βασικές επιλογές είναι πιθανές. Όλοι οδηγούνται σε μια μετατροπή της μελέτης της τεχνολογίας μέσα σε ένα όργανο κοινωνιολογικής ανάλυσης. Η μελέτη των μηχανικών – κοινωνιολόγων μπορεί να εφοδιάσει περισσότερες από μια απλή πηγή έμπνευσης. Στην πραγματικότητα, η κοινωνιολογία που αναπτύχθηκε από μηχανικούς – κοινωνιολόγους είναι συγκεκριμένα υπολογισμένη σε όρους μετοχής αγοράς, ταχύτητας εξάπλωσης ή αξία του κέρδους. Με την αποτυχία του VEL, των θεωριών του EDF’s για την Γαλλική κοινωνία και το μέλλον τους κατέρρευσε (αν και ίσως μόνο προσωρινά). Ο κοινωνιολόγος εδώ έχει ένα δυνατό όργανο για να αναπτύξει διαφορετικούς κοινωνιολογικούς σκελετούς ανάλυσης. Οι μηχανικοί – κοινωνιολόγοι, μετά, δουλεύουν για το καλό της κοινωνιολογίας.

Αλλά ας αφήσουμε τον κοινωνιολόγο να δοκιμάσει κάτι ακόμα πιο τολμηρό. Μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ίδια τη φύση της κοινωνιολογικής ανάλυσης. Απ’ αυτή την οπτική γωνία, η μελέτη της τεχνολογίας μπορεί να παίξει ένα κρητικό λόγο. Για να μετασχηματιστεί η ακαδημαϊκή κοινωνιολογία σε κοινωνιολογία ικανή να ακολουθήσει την τεχνολογία μέσο της ανάπτυξής της πρέπει να αναγνωρίσει το αρμόζον αντικείμενο της μελέτης της το οποίο δεν είναι ούτε η ίδια η κοινωνία, ούτε οι λεγόμενες κοινωνικές σχέσεις αλλά τα ίδια τα δίκτυα του δράστη τα οποία ταυτόχρονα δίνει ανάταση στην κοινωνία και στην τεχνολογία.

Touraine


Δίνει έμφαση στο ρόλο της διαμάχης των τάξεων στη λειτουργία της κοινωνίας …


Αντίθετα από τους μαρξιστές, πιστεύει ότι οι τάξεις σε διαμάχη δεν είναι πλέον η εργατική τάξη εναντίον της αστικής αλλά τα μεγάλα συμφέροντα, (μεγάλες εταιρίες, πρακτορεία R και D …) εναντίον του καταναλωτή, του οποίου οι ανάγκες και οι φιλοδοξίες επηρεάζονται από τους τεχνοκράτες οι οποίοι ελέγχουν τα μεγάλα συμφέροντα.


Αυτή η διαμάχη εξηγεί τη γέννηση κοινωνικών κινημάτων τα οποία προκαλούν (μέσο κατηγορηματικών απαιτήσεων ή μέσο αιτήσεων για μια κίνηση επιστροφής στα βασικά) την δύναμη της τεχνοκρατίας ή τους προσανατολισμούς της για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.


Αυτές οι κινήσεις είναι σχετικώς εύκολα εξαπλώσιμες και είναι μικρής διάρκειας.


Αυτός ο τύπος της ταξικής διαμάχης ορίζει τι καλεί ο Touraine προ-βιομηχανική κοινωνία (Post – Industrial Society).

Bourdieu


Η κοινωνία δεν επικεντρώνεται γύρω από μια αρχέγονη διαμάχη της τάξης που ελέγχει εναντίον των τάξεων που ελέγχονται αγωνιζόμενες για τον έλεγχο της τεχνολογικής ανάπτυξης.


Η αναμέτρηση είναι μάλλον η διάσπαση μεταξύ διαφόρων τομέων ειδικοτήτων (ο τομέας της πολιτικής, της επιστήμης, της κατανάλωσης, κ.τ.λ.) που ανταλλάσσει αμοιβαίες σχέσεις συναλλαγής και υποταγής.


Κάθε τομέας είναι η θέση μαχών για απόκτηση δύναμης μεταξύ διαφόρων κοινωνικών παραγόντων.


Οι διάφοροι τομείς δίνουν ποικιλία στην κοινωνία, και μέσο των διαφορών τους, στηρίζονται ο ένας στον άλλο, προσφέροντας συνοχή στην κοινωνία.


Αυτή η συνοχή οργανώνεται γύρω από το κυρίαρχο πολιτιστικό μοντέλο των διαφορετικών τάξεων σύμφωνα με το πώς οι άλλες τάξεις ορίζονται και προσανατολίζονται.


Αυτός ο ανταγωνισμός είναι πιο ζωντανός στο τομέα της κατανάλωσης.


Το αποτέλεσμα είναι κοινωνικός σχηματισμός στρωμάτων … τα στοιχεία είναι η διάκριση, η διαφοροποίηση και η κινητικότητα.

Ικανότητες ως δίκτυα

Ενσωματωμένες ικανότητες μπορεί επίσης να αντιμετωπιστούν σαν δίκτυα οντοτήτων . Μερικές φορές , για σιγουριά , οι άνθρωποι μπορούν να θεωρούνται δίκτυα των “ αμιγώς κοινωνικών ” σε σάρκα και αίμα : ’Ίσως αυτή είναι η εικόνα της ανθρωπότητας η οποία υποστηρίζεται από κυνηγούς ανθρωπίνων κεφαλών . Πιο συχνά , όμως , θεωρούνται ότι ενσαρκώνουν τεχνικές ικανότητες . Έτσι ένας “αμιγώς” τεχνικός όπως ένας προγραμματιστής υπολογιστών ή ένας πειθαρχημένος εργαζόμενος παραγωγής πείθουν ομάδες μη – ανθρωπίνων να παίξουν τους ρόλους τους . Άλλες ικανότητες λειτουργούν μεταξύ ενός “ ακεραίου ” σύμπαντος κωδικοποιημένων κειμένων ( γραφειοκράτες ή λογιστές ) ή οικονομικών οργάνων . Ο διαχωρισμός μεταξύ του περιβάλλοντος και του περιεχομένου εξαφανίζεται , ξανά . Καμιά περιγραφή των ικανοτήτων δεν είναι πιθανή παρά μόνο τα δίκτυα των ανθρώπων , κείμενα και μηχανές διαμέσου των οποίων είναι εκφρασμένες και τοποθετημένες στη δουλεία είναι επανασυγκροτημένες ( Cambrosio and Limgoes 1990 ; Mustar 1989 ) . Για να περιγράψεις μια ικανότητα είναι σαν , την ίδια στιγμή , να περιγράφεις το περιεχόμενό του .

Το χρήμα σαν δίκτυο

Παραδοσιακά , το χρήμα ερμηνεύεται σαν μια κατακράτηση αξίας και ένα όργανο ανταλλαγής . Σαν ένα όργανο ανταλλαγής , ζητάει κάτι για ανταπόδοση(14) και η ελάχιστη αλλά αναγκαία αυτή ανταπόδοση να είναι στη μορφή πληροφορίας . Επομένως αποτελεί τον αγοραστή και τον πωλητή και μετράει τη δύναμη της αμοιβαίας δέσμευσής τους . Μια σχέση που έχει εξερευνηθεί και αναλυθεί στα οικονομικά .Αλλά η σχέση μεταξύ χρήματος και ανταπόδοσης είναι ακόμα ξεκάθαρη για κατακράτηση αξίας ή δημόσιας ή ιδιωτικής χρηματοδότησης . Για παράδειγμα , όταν τολμούν μια έρευνα με κυβερνητικά κεφάλαια , αυτό είναι βασισμένο σε ένα πρόγραμμα δράσης το οποίο δρα ως αντισταθμισθής στο δάνειο . Σε αυτήν την περίπτωση το χρήμα είναι βασισμένο σε κείμενο , μεταφρασμένο σε διαταγές , δείκτες και συστάσεις . Αυτά διευκρινίζουν και συνδέουν μια κατηγορία ετερογενών ανθρωπίνων και μη ανθρωπίνων δραστών . Συνεργάζονται με Χ στο ICI και Y από το εργαστήριο Ζ για να κατακτήσουν κριτική θερμοκρασία των 150 οΚ και θα πάρουν ένα δάνειο των Α δολαρίων . Εδώ πάλι ο μεσάζοντας είναι ένα δίκτυο ρόλων .

Από αμιγούς σε μικτούς μεσάζοντες

Αυτές είναι περιορισμένες υποθέσεις . Στην πράξη , ο κόσμος είναι γεμάτος με μικτούς μεσάζοντες . Πουθενά δεν είναι αυτό πιο αληθινό παρά μόνο στα κείμενα τα οποία συνοδεύουν άλλες κατηγορίες μεσαζόντων . Και η παρουσία παντού των κειμένων σημαίνει ότι η ισοτιμία μεταξύ των δικτύων και των μεσαζόντων είναι δυνατή . Είναι φτιαγμένο πιο λογικό , πιο σαφές και πιο πολύ αντικείμενο πρόκλησης . Όσο πιο πολύ κάποιος διαβάζει τόσο πολύ κάποιος δένεται(15) , και το πιο σημαντικό είναι να συνεργάζεται και να συμβιβάζεται .

Αλλά οι ανθρώπινοι / μη ανθρώπινοι μικτοί μεσάζοντες δεν είναι λιγότερο επιδρομικοί . Πραγματικά , σαν μερικούς από τους άλλους συνεργάτες σε αυτήν τη δυνατή πρόταση είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις μεταξύ ανθρωπίνων και μη – ανθρωπίνων . Για παράδειγμα υπάρχουν συστήματα κατανεμημένης εξυπνάδας τα οποία χρησιμοποιούν υπολογιστές που απαιτούν προγραμματιστές και προγραμματιστές που κινητοποιούν υπολογιστές με μια εγκατάλειψη που θα έκανε τον Rene Girard να τρέμει . Ποιος συνεργάζεται με ποιόν ; Τι υπονοεί ; Ποίος είναι ο δράστης και ποιος ο οπαδός ; Αυτές είναι ανοικτές ερωτήσεις .

Ο κανόνας τότε είναι η χρήση μικτών μεσαζόντων . Πουθενά δεν είναι πιο ορατό παρά μόνο στον τομέα συντήρησης .(16)Το πωλούμενο προϊόν από τα Club Med ,Cap Sogeti ή CISI είναι ένα μίγμα ανθρωπίνων και μη – ανθρωπίνων , κείμενα και οικονομικά προϊόντα που έχουν τοποθετηθεί μαζί σε μια ακριβώς συνδυασμένη συνέχεια . Σκεφτείτε πως θεωρεί ο κύριος Smith να είναι ικανός ( και πρόθυμος ) να περάσει τις διακοπές του στις όχθες της λίμνης Ranguiroa , παρακολουθώντας τα ανακατεμένα ψάρια , με τα μαυρισμένα σώματα των ανθρωπίνων φίλων του . Υπολογιστές , κράματα μετάλλων , μηχανές τζετ , έρευνα τμημάτων , σπουδές αγοράς , διαφημίσεις , οικοδέσποινες υποδοχής , εγχώριοι που έχουν καταπιέσει την επιθυμία τους για ανεξαρτησία και έμαθαν να χαμογελούν κρατώντας αποσκευές , δάνεια τραπεζών και συνάλλαγμα Όλα αυτά και άλλα πολλά έχουν ευθυγραμμιστεί . Αληθινά ο μεσάζοντας που συνδέει τον κύριο Smith με ( πρωταρχικά απίθανο ) τα όνειρα και ενδιαφέροντα του επιχειρηματία πακέτων ταξιδιών , είναι τερατώδης και περίπλοκος . Αλλά κατά κύριο λόγο λειτουργεί σαν κάθε άλλο μεσάζοντα . Αν ο κύριος Μartin χρησιμοποιεί πιρούνι για να λιώσει τις πατάτες , αυτός είναι απλά ένας άλλος ( εν τούτοις ευκολότερος ) μεσάζοντας . Σαν τον πιο κομπλεξικό ξάδελφο που του αναθέτει ένα ρόλο – το ρόλο του ανθρώπινου όντος με έναν αριθμό και δικαιωμάτων . Οπότε αυτό που μένει στο τέλος τις αλυσίδας είναι όμοια εύκολο να το περιγράψεις και στις δύο περιπτώσεις . Το κόμπλεξ του ίδιου του μεσάζοντα είναι άσχετο(17) .

Αποκωδικοποιώντας μεσάζοντες

Έχω προσπαθήσει να δείξω ότι οι μεσάζοντες πάνω – κάτω , σαφώς και ομοφώνως περιγράφουν τα δίκτυά τους . Δηλαδή περιγράφουν μια συλλογή από ανθρώπινα και μη – ανθρώπινα όντα ατομικές και μη συλλογικές οντότητες . Αυτοί προσδιορίζονται από τους ρόλους τους , τις ταυτότητές τους και από το πρόγραμμά τους – τα οποία όλα εξαρτώνται από τις σχέσεις μέσα στις οποίες μπαίνουν . Το επιχείρημα μου έχει δύο συνέπειες . Η πρώτη έχει να κάνει με τον κρίσιμο ρόλο , ο οποίος παίζεται με τους μεσάζοντες , δίνοντας σχήμα , ύπαρξη και συνοχή στους κοινωνικούς δεσμούς . Θέλω να πω ότι οι δράστες προσδιορίζουν ο ένας τον άλλον , μέσω τον μεσαζόντων και τους βάζουν σε κυκλοφορία . Η δεύτερη είναι μεθοδολογική . Είναι ότι ο κοινωνικός μπορεί να διαβαστεί στις εγγραφές που σημειώνουν οι μεσάζοντες .

Στην εποχή της Αναγέννησης το μεγάλο βιβλίο της Φύσης , διαβάστηκε και ξαναδιαβάστηκε . Τώρα πρέπει να επεκτείνουμε την φιλολογική μεταφορά . Η ανησυχία μας θα έπρεπε να είναι να διαβάσομε τους πολλούς μεσάζοντες που περνούν μέσα από τα χέρια μας : να μάθουμε να διαβάζουμε ανθρώπινα προϊόντα ,κείμενα , πειθαρχημένα σώματα και κρύο αίμα . Η κοινωνιολογία είναι απλά μια επέκταση της επιστήμης της καταγραφής . Τώρα θα έπρεπε να επεκτείνουμε τον σκοπό της , να συμπεριλάβουμε όχι μόνο δράστες , αλλά τους μεσάζοντες μέσω των οποίων αυτοί μιλούν .

1.2 Δράστες

Με τον τρόπο που αρχικά θέλω να προσδιορίσω τον όρο , ενός “δράστη” είναι οποιαδήποτε οντότητα ικανή να συνδυάζει κείμενα , ανθρώπινα όντα , μη ανθρώπινα όντα και χρήμα . Επομένως είναι οποιαδήποτε οντότητα ικανή να συνδυάζει κείμενα , ανθρώπινα όντα μη ανθρώπινα όντα και χρήμα .Επομένως είναι οποιαδήποτε οντότητα ουτε λίγο ούτε πολύ επιτυχώς προσδιορίζει και χτίζει έναν κόσμο γεμάτο με άλλες οντότητες , με ιστορίες , ταυτότητες και δικές τους αλληλοσυσχετίσεις . Η κοινωνιολογική άποψη εκφράζεται σε ένα αγαπημένο σύνθημα του Latour, “ακολουθήστε τους δράστες”, το οποίο σημαίνει να μην κοιτάτε μόνο τι κάνουν, αλλά να ενδιαφέρεστε και για το τι τους ενδιαφέρει, και (περισσότερο αμφίβολα) να πιστεύεται ότι πιστεύουν. Η θεωρία δράστη – δικτύου εστιάζει την προσοχή της στα “δίκτυα” που οι μηχανικοί και οι επιστήμονες δημιουργούν για να φτιάχνουν τις εργασίες τους, δίνοντας έμφαση στο ότι κανένας δεν δρα μόνος του (ή εάν δρουν, τότε κανένας δεν το αντιλαμβάνεται, οπότε δεν πειράξει). Σε αντίθεση με την περισσότερη άλλη δουλειά στην κοινωνιολογία, η θεωρία δράστη – δικτύου δεν κάνει διαχωρισμό (πάρα πολύ) μεταξύ “ανθρωπίνων” και “μη ανθρωπίνων” δραστών. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι περισσότερο ρητορικό, ή δραματικό, τέχνασμα παρά ένα θεωρητικό αξίωμα, αλλά σίγουρα εξυπηρετεί στο να προταθούν οι σημαντικοί ρόλοι οι οποίοι παίζονται από πηγές όλων των ειδών όπως εξοπλισμός, δεδομένα, χρήματα, δημοσιότητα και δύναμη. Ο νεολογισμός;; “δραστικός” χρησιμοποιείται μερικές φορές σαν ένας ουδέτερος τρόπος να αναφέρεστε και στα δύο: ανθρώπινους και μη-ανθρώπινους δράστες, αποφεύγοντας την δυνατή ανθρώπινη προκατάληψη στη λέξη “δράστης”.

Ο Latour λεει ότι οι άνθρωποι και μηχανές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ίσοι, με τρόπους που μπορεί να είναι εκπληκτικοί. Για παράδειγμα, λεει ότι πρέπει να συνεργαζόμαστε με τις μηχανές όπως και με τους ανθρώπους, έχουμε ανάγκη να τις ανακτούμε ως εχθρούς να τις εξουσιοδοτούμε και να τις ενημερώνουμε, και να τις κινητοποιούμε και να τις αντιπροσωπεύουμε υποστηρίζει ότι αυτό το είδος της γλώσσας θα πρέπει να παίρνετε φιλολογικά κι όχι μεταφορικά. Φυσικά αυτό είναι αντίθετο στο τι οι περισσότεροι φιλόσοφοι (και κοινοί άνθρωποι) νομίζουν. Εσείς τι νομίζεται;

Το τελευταίο βιβλίο του Latour “Aramis” είναι η καλύτερη ιστορία ενός σχεδίου για χτίσιμο ενός υψηλά καινοτομικού συστήματος δημόσιας μεταφοράς στα προάστια του Παρισιού: η ιστορία είναι λυπητερή επειδή το έργο αποτυγχάνει, και το σύστημα Aramis μένει χωρίς φίλους. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Latour υποστηρίζει ότι μόνο στα επιτυχημένα έργα μπορείς να αποκαλύψεις τι πραγματικά έγινε και είναι ίσως λίγο αιφνιδιαστικό. Η αντικειμενικότητα υπάρχει πραγματικά μόνο για επιτυχημένα έργα; Αυτή η περίεργη οπτική γωνία προέρχεται από την απαίτηση του ότι εσύ (στο ρόλο του κοινωνιολόγου) θα πρέπει να πάρεις την οπτική γωνία των δραστών. Αυτός ο αρχικός ορισμός θεωρεί ότι οι μεσάζοντες είναι συνώνυμοι με τους δράστες . Για παράδειγμα ένα επιστημονικό κείμενο ζητά να δημιουργήσει έναν αναγνώστη με ικανότητες οι οποίες χρειάζονται στο να κινητοποιήσεις , στο να σταθεροποιήσεις ή να μεταφέρεις το δίκτυο που περιγράφεται στο χαρτί . Έτσι αυτό που δρα : είναι δράστης(18) . Και το ίδιο είναι επίσης αληθινό δια άλλους μεσάζοντες. Όπως οι μεσάζοντες ,οι δράστες μπορεί να είναι μικτοί . Μπορεί να είναι αλλά δεν χρειάζεται να είναι συλλογικοί . Μπορεί να πάρουν τη μορφή , των επιχειρήσεων , των συνεργασιών μεταξύ των ανθρωπίνων και των συνεργασιών μεταξύ των μη – ανθρώπινων(19) . Με αυτήν την οντολογία οι δράστες έχουν τα εξής δύο χαρακτηριστικά : ποικίλο περιεχόμενο και ποικίλη γεωμετρία .

Φυσικά οι δράστες δεν είναι πάντα επιτυχείς . Ένα άρθρο μπορεί να μην βρει τους σωστούς αναγνώστες ή να μπορεί να ανασυγκροτηθεί . Μια μηχανή μπορεί να σκουριάσει . Μια ενσωματωμένη ικανότητα μπορεί να βρει εργοδότη . Μια αίτηση για μια επιχορήγηση μπορεί να απορριφθεί . Και ούτω καθ’ εξής . Οι διαταγές για να δράσουν είναι εγγεγραμμένες σε μεσάζοντες(20) . Αν τίποτα δεν έχει ειπωθεί ή καταγράφει ( και έχω επιχειρηματολογήσει ότι η αδρανής υπόθεση είναι θέμα για συζήτηση ) τότε τίποτα δεν δρα. Η πράξη λειτουργεί δια μέσω της κυκλοφορίας των μεσαζόντων. Αυτά ακούραστα κρατούν μηνύματα τα οποία περιγράφουν ( και με τις δύο έννοιες της λέξης ) τα δίκτυα μέσα στα οποία είναι γραμμένα . Γιατί τότε χρειαζόμαστε τη γνώμη του δράστη; Γιατί δε θα έπρεπε εμείς απλά να αρκεστούμε σε αυτή του μεσάζοντα ;

Η απάντηση έχει να κάνει με το συγγραφικό επάγγελμα . Όλες οι αλληλεπιδράσεις αφορούν μια μέθοδο για να αποδοθούν οι μεσάζοντες σε συγγραφείς . Πράγματι το συγγραφικό επάγγελμα αποδίδεται συχνά στους ίδιους τους μεσάζοντες . Επιστημονικά άρθρα είναι υπογεγραμμένα και το τεχνικό αντικείμενο είναι εμπορευματοποιημένο . Ενσωματωμένες ικανότητες είναι έμφυτα χαρακτηριστικά στο σώμα ή στο θέμα .Έτσι θέλω να πω ότι ένας δράστης είναι ένας μεσάζοντας που βάζει άλλους μεσάζοντες σε κυκλοφορία(21) – ότι ένας δράστης είναι ένας συγγραφέας . Και , είναι σίγουρα , ότι η απόδοση του συγγραφικού επαγγέλματος όπως όλες οι άλλες διεκδικήσεις ή προτάσεις φτιαγμένες από μεσάζοντες είναι αμφισβητούμενη , ανοιχτή σε ερωτήσεις .

Ορισμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας δράστης που παίρνει την τελευταία γενιά των μεσαζόντων και μετατρέπει (συνδυάζει, αναμιγνύει , συνδέει αλυσιδωτά , υποβαθμίζει , υπολογίζει , προβλέπει ) αυτά για να δημιουργήσει την επόμενη γενιά . Επιστήμονες μετατρέπουν κείμενα , πειραματικές συσκευές και δωρεές σε νέα κείμενα . Εταιρείες συνδυάζουν μηχανές και ενσωματωμένες ικανότητες σε αγαθά και καταναλωτές . Γενικά τότε οι δράστες είναι αυτοί που φαντάζονται , επεξεργάζονται , κυκλοφορούν , εκπέμπουν , ή συνταξιοδοτούν τους μεσάζοντες(22) και ο διαχωρισμός μεταξύ δραστών και μεσαζόντων είναι μια αμιγώς πρακτική υπόθεση(23) .Είναι μια ομάδα , ένας δράστης ή ένα αποτέλεσμα ; είναι ένας δράστης μια δύναμη για διατήρηση ή για μεταμόρφωση ; Η απάντηση δεν έχει να κάνει με τη μεταφυσική , την οντολογία ή τα δικαιώματα του “ανθρώπου” . Μάλλον είναι εμπειρική(24) .

Θεωρείστε , για παράδειγμα την υπόθεση ενός σταθμού πυρηνικής ενέργειας . Αυτό είναι ένας μικτός μεσάζοντας , μια τερατώδης ομάδα , η οποία ρυθμίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των ράβδων από γραφίτη , των τουρμπίνων των ατόμων , των επιχειρηματιών , των πινάκων ελέγχου , των φώτων που αναβοσβήνουν , των πλακών από σκυρόδεμα και των μηχανικών . Θα έπρεπε να αρνηθούμε σ’ αυτήν την ομάδα το δικαίωμα να είναι δράστες ; “Αυτό” μεταμορφώνει οτιδήποτε του δίνεται . Αρχείο , λογαριασμοί , καύσιμα , νερό , ικανότητες , και γραμμές ηλεκτρικού μετατρέπονταί σε ηλεκτρόνια , μεταφέρονται στους καταναλωτές ,φόροι πληρώνονται στο τοπικό συμβούλιο και λύματα – τα οποία αντίστροφα οδηγούν στο σχηματισμό ομάδων αγριεμένων περιβαλλοντολόγων . Είναι σίγουρα ένα δίκτυο . Αλλά είναι ένα δράστης δεδομένου ότι είναι απλά ένα μαύρο κουτί που μετατρέπει γνωστά εισαγόμενα σε προγραμματισμένα εξαγόμενα ;

Η ερώτηση είναι εμπειρική . Είναι το φυτό ο συγγραφέας των μεσαζόντων που το βάζει σε κυκλοφορία ; Και η απάντηση είναι ναι αλλά μόνο μερικές φορές . Έτσι το φυτό συχνά βλέπετε σαν ένας απλός δεσμός σε μια αλυσίδα ο οποίος επεκτείνετε από τον χρήστη στην παράγουσα εταιρεία και ίσως πέρα από τους απαίσιους πυρηνοκράτες που το φαντάστηκαν και το σχεδίασαν . Σε αυτή την περίπτωση οι δράστες θα περάσουν δια μέσω του φυτού χωρίς να σταματήσουν . Και οι άνθρωποι που πραγματικά δουλεύουν εκεί , όπως οι τουρμπίνες , τα ισότοπα , οι σωλήνες λυμάτων και το ψυκτικό κύκλωμα με το οποίο αυτοί αλληλεπιδρούν , εξαφανίζεται στα βαθύτερά του μέρη .

Απ’ την άλλη πλευρά, για ορισμένους σκοπούς η βιομηχανική εγκατάσταση είναι προσεκτικά διακεκριμένη πέρα από όλα τα παρακάτω και μετατρέπεται σε εισηγητή. Για παράδειγμα κάποιες αμφιβολίες υπάρχουν όσον αφορά την αξιοπιστία και την ασφάλεια, ή την ικανότητα των χειριστών να διατηρούν το απαιτούμενο επίπεδο συγκέντρωσης. Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν υπάρχει διφορούμενη αντιμετώπιση. Μερικοί αντιμετωπίζουν την ομάδα σαν ένα μεσάζοντα ευθυγράμμισης από άλλους δράστες που βρίσκονται πίσω από αυτό και το θέτουν σε κυκλοφορία. Άλλοι την αντιμετωπίζουν σαν έναν αξιοπρεπή δράστη που μπορεί να τους παρουσιάσει απρόσμενες και απρογραμμάτιστες ακολουθίες και συσχετίσεις. Αυτή η διφορούμενη αντιμετώπιση είναι αποτέλεσμα διαμάχης αν κι η έντασή της εξαρτάται, φυσικά, από τις καταστάσεις. Όταν τα σύννεφα του Τσερνομπίλ απλώθηκαν πάνω από την Ευρώπη να μολύνουν τους τάρανδους της Λαπωνίας και τα πρόβατα της Ουαλίας, η βιομηχανική εγκατάσταση έγινε δράστης περισσότερο από μεσάζον. Σχήματα λόγου που θεωρούν την τεχνολογία σαν μια ανεξέλεγκτη και αυτόνομη δύναμη – σαν ένας δράστης με τη δική του βούληση – (Ellul 1964 : Winner 1977,1986 ) – κερδίζουν έδαφος έναντι αυτών που το θεωρούν σαν ένα όργανο ή εργαλείο. Έτσι σχετικά μικρές αλλαγές μπορεί να μεταμορφώσουν τους μεσάζοντες σε δράστες και αντίστροφα τους δράστες σε μεσάζοντες. Είτε επικεντρώνεσαι σε μια ομάδα και προχωράς παρακάτω, στην περίπτωση αυτή έχεις ένα δράστη. Ή περνάς μέσω αυτής στο δίκτυο που βρίσκεται από πίσω, και έχεις έναν απλό μεσάζοντα(25).

2.Δίκτυα

Όλες οι ομάδες, δράστες και μεσάζοντες περιγράφουν ένα δίκτυο: αναγνωρίζουν και καθορίζουν άλλες ομάδες, δράστες και μεσάζοντες, μαζί με τις σχέσεις που τους συνδέει. Όταν αυτές οι περιγραφές περιέχουν μια κατηγορία συγγραφής, τότε οι δράστες προβάλουν στα σημεία παύσης, ασυμμετρίες ή σημεία καμπής (Deleuze 1989). Όμως το δίκτυο των μεσαζόντων αποδεκτό από ένα δράστη μετά από διαπραγμάτευση και μεταμόρφωση είναι με τη σειρά του μεταμορφωμένο από αυτό τον δράστη. Μετατρέπεται σε σενάριο, που έχει την υπογραφή του εισηγητή του, ψάχνοντας για δράστες έτοιμους να παίζουν το ρόλο τους. Γι΄ αυτό το λόγο μιλάμε για δίκτυα δραστών ,γιατί ένας δράστης είναι και ένα δίκτυο.

Αλλά πώς διαφορετικά δίκτυα δραστών, τα οποία δεν έχουν εκ των προτέρων λόγο να είναι συμβατά το ένα με το άλλο, καταφέρνουν κάποτε να φτάσουν σε συμφωνία . Τι συμβαίνει αν κάποιο δεν δέχεται τον ορισμό του άλλου; Ή αν δυο δίκτυα δραστών διαφωνούν για τη φύση ενός τρίτου; Πώς γίνεται κάποιες φορές να φτάνουν σε συμφωνίες; Και αυτές οι συμφωνίες μπορεί να είναι ανθεκτικές; Η απάντηση σ’ αυτές τις ερωτήσεις έχει να κάνει με τη σύγκλιση και την αν-αντιστρεψιμότητα. Αλλά πριν συζητήσουμε αυτά θα σκεφτούμε πρώτα τη θεμελιώδη σχέση ανάμεσα στους δράστες κατά τη διαδικασία της μεταφοράς

.

2.1 Μεταφoρά

‘Το Α μεταφέρει το Β’. Λέγοντας αυτό εννοούμε ότι το Α ορίζει το Β. Δεν έχει σημασία αν το Β είναι έμψυχο ή άψυχο, ομάδα ή άτομο. Ούτε αναφέρεται στην κατάσταση του Β ως δράστη. Το Β μπορεί να είναι εφοδιασμένο με ενδιαφέροντα, έρευνες, επιθυμίες, στρατηγικές, αντανακλαστικά ή συμπεράσματα. Η απόφαση είναι του Α – αν και αυτό δεν σημαίνει ότι το Α έχει ολοκληρωτική ελευθερία. Η συμπεριφορά του Α εξαρτάται από προηγούμενες μεταφορές. Αυτά μπορούν να επηρεάσουν αυτά που τα ακολουθούν σε σημείο που να τα καθορίσουν. Η μεθοδολογική επισήμανση είναι ότι ο παρατηρητής δεν πρέπει να εξασκεί λογοκρισία. Αυτός πρέπει να συγκεντρώνει όλες τις μεταφορές. . Καμία δεν πρέπει να απορριφθεί εκ των προτέρων. Δεν πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σ’ αυτά που είναι λογικά και σε εκείνα που μοιάζουν να είναι φανταστικά ή εξωπραγματικά. Όλες οι οντότητες και όλες οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις οντότητες πρέπει να αναφέρονται – γιατί μαζί φτιάχνουν τον μεταφορέα.

Η έννοια της μεταφοράς με τον τρόπο αυτό οδηγεί στον ορισμό. Αλλά, οι ορισμοί είναι εγγεγραμμένοι στους μεσάζοντες (δεν διαπραγματευόμαστε εδώ ιδεολογικά ή ψυχολογικά θέματα) οι οποίοι έχουν πολλές μορφές. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για ‘γενική’ μεταφορά. Πρέπει να καθορίζουμε το μέσο, το υλικό μέσα στο οποίο είναι εγγεγραμμένο: συμβούλια, δημόσιες δηλώσεις, κείμενα, τεχνολογικά αντικείμενα, ενσωματωμένες ικανότητες, νομίσματα υπάρχουν άπειρα ενδεχόμενα. Παρόλα αυτά η πρωταρχική λειτουργία της μεταφοράς αποτελείται από τρία στοιχεία: περιλαμβάνει τον μεταφορέα , το αντικείμενο της ερμηνείας και ένα μέσο στο οποίο καταγράφεται η μεταφορά(27).

Οι μεταφορές μπορεί να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Μερικές φορές είναι προϊόν συμβιβασμού και αμοιβαίας προσαρμογής που έχουν διαπραγματευτεί μέσα από μια σειρά επαναλήψεων (Akrich,Callon and Latour 1987). Και όταν ενσωματώνονται σε κείμενα, μηχανές, συλλογικά ταλέντα και τα λοιπά, τα τελευταία γίνονται υποστηρικτές τους, λίγο ή πολύ πιστοί επόπτες τους. Απ’ τη μια πλευρά ο τελευταίος μπορεί να είναι ένας απομονωμένος και ομογενής μεσάζων. Και απ’ την άλλη μπορεί να είναι μια υβριδική σειρά μεσαζόντων με σαφείς ρόλους, δεσμούς και βρόγχους ανάδρασης ανάμεσα στους δράστες. Σε κάθε περίπτωση, μέρος της ερμηνείας εστιάζεται στη διαδικασία αμοιβαίου ορισμού και πραγματοποίησης. Και, για να είμαστε σίγουροι επεκτείνεται πέρα από τον παραδοσιακό ορισμό της δράσης.

2.2 Τo δίκτυο

Η φύση της σχέσης ανάμεσα στους δράστες και τα δίκτυά τους δεν έχει λυθεί οριστικά. Έτσι όταν δύο ερμηνείες συνδέονται μεταξύ τους δημιουργούν μια τρίτη η οποία μπορεί να ενώσει ομάδες που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν διαφορετικές. Αλλά ο παρατηρητής δεν χρειάζεται να υιοθετήσει τη θέση κάποιου δικτύου-δραστών, αφού τα δίκτυα δημιουργούνται από την ομαδοποίηση και σύνθεση όλων των συσχετιζόμενων αλλά λίγο ή πολύ ανταγωνιστικών δικτύων-δραστών. Και πίσω από την ανομοιογένεια θα βρούμε πού μερικές φορές βρίσκονται σε συμφωνία. Μερικές φορές είναι πιθανό να φτιάχνει δεσμούς – και μέσα από αυτή τη διαδικασία πρέπει να ψάχνουμε συμμετρία, παρά μέσα στις νοητικές ικανότητες των δραστών.

2.2.1Σύγκλιση

Έχοντας μιλήσει για την μεταφορά, τώρα μπορώ να εξερευνήσω τη δυναμική των δικτύων – οι περίπλοκες διαδικασίες κατά τις οποίες οι δράστες και οι ομιλητικοί (μερικές φορές απερίσκεπτα )

μεσάζοντες αλληλοϋποστηρίζονται. Προκειμένου να γίνει αυτό θα μιλήσω για τη σύγκλιση και την μονιμότητα. Η σύγκλιση μετράει την έκταση στην οποία φτάνει η διαδικασία της μεταφοράς και πώς η κυκλοφορία των μεσαζόντων οδηγεί σε συμφωνία. Την ίδια στιγμή τα σύνορα ενός Τ.Ο.Δ. είναι μια μέθοδος εξέτασης . Η σύγκλιση έχει δυο διαστάσεις: συνεργασία και συντονισμό.

Ευθυγράμμιση

Στην πρωταρχική λειτουργία της μεταφοράς ορίζονται δυο αντικείμενα από ένα μεσάζων. Αλλά ο βαθμός στον οποίο ο ορισμός γίνεται αποδοτικός ποικίλει. Μερικές φορές υπάρχει αμφισβήτηση, διαμάχη και η ερμηνεία απορρίπτεται ως παραπλανητική, συκοφαντική. Συναντάμε εργάτες που δεν θέλουν να παίζουν το ρόλο που έχει οριστεί γι’ αυτούς από τη μηχανή, αγοραστικό κοινό που αμφιβάλλει για την ποιότητα και την αξία ενός προϊόντος, επιστήμονες που κατακρίνουν τα επιχειρήματα των συναδέλφων τους, δανειστές που απορρίπτουν τους όρους που συνδέονται μ’ ένα δάνειο , ή ηλεκτρόνια που αρνούνται να περάσουν από το ένα ηλεκτρόδιο στο άλλο. Και βρίσκουμε δράστες που αρνούνται ή επαναπροσδιορίζουν τον χαρακτήρα του συγγραφικού έργου. “Μίλησα μόνο για την ανάμνηση του νερού για να κεντρίσω την περιέργειά σου. Δε μιλούσα σοβαρά.”

Οι διαφωνίες διαφέρουν σε βαθμό, μπορεί να εστιαστούν σε ένα δράστη ή σ’ ένα μεσάζοντα. Μπορεί να οδηγήσουν σε ανοιχτή αμφισβήτηση ή απλά σε αποχή. Και μπορεί ή δεν μπορεί να ξεπεραστούν. Αλλά μια μεταφορά που είναι γενικά αποδεκτή τείνει να απαλλαγεί από την ιστορία της. Γίνεται αυταπόδεικτο, ένα ζήτημα με το οποίο συμφωνεί ο καθένας. Υπάρχει εμπάθεια, το τέλειο κομμάτι πληροφορίας που κυκλοφορεί χωρίς δυσκολία με τη σταθερή ευφράδεια που περιγράφει ο Austin. Ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα βρίσκονται όλες αυτές οι περιπτώσεις που έχουν περιγραφεί άρτια στη θεωρία του παιχνιδιού στο οποίο κάθε παίκτης βάζει τον εαυτό του στη θέση του άλλου και συνεργάζονται σε μια σειρά από επαναλήψεις για ένα πιθανό σταθερό συμπέρασμα. Έτσι μια πετυχημένη διαδικασία μεταφοράς δημιουργεί ένα διαμεριζόμενο χώρο, ισοδυναμίας και συμμετρίας. Ευθυγραμμίζεται. Αλλά μια ανεπιτυχή μεταφορά σημαίνει ότι οι παίκτες δεν μπορούν πλέον να επικοινωνήσουν. Μέσα από μια διαδικασία μη ευθυγράμμισης, ξαναθέτουν τους εαυτούς τους σε διαφορετικούς χώρους, χωρίς κοινό μέτρο. Οι ερμηνείες έτσι και οι δυο συνεχίζονται και αποθηκεύονται από τους μεσάζοντες(28).

Όταν υπάρχει μια “τέλεια μεταφορά” οι Α και Β μιλάνε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο για τον εαυτό τους, ο ένας για τον άλλο, και για τον μεσάζοντα που τους συνδέει. Υπάρχει ολική ισοδυναμία χωρίς καμία διφορούμενη έννοια. Όσο περισσότερο απομακρύνεται από τη συμφωνία, τόσο μεγαλύτερες είναι οι διαφορές και οι ασάφειες. Με τον ίδιο τρόπο επέρχεται ένα διάστημα γεμάτο από ασυνέχειες: κινούμαστε από την μεταφορά στην πολυφωνία και τελικά στην κακοφωνία.

Ένα δίκτυο ξεκινά να μορφοποιείται μόλις τρεις δράστες ενώνονται μαζί με μεσάζοντες. Υπάρχουν δυο βασικές πιθανές συνδέσεις.





A Β Γ

Α



Γ



Β

Η πρώτη είναι μια συμπληρωματική σύνθεση κατά την οποία οι σχέσεις είναι μεταβατικές. Αν το Α μεταφέρει τέλεια, το Β το οποίο μεταφέρει το Γ, τότε το Α μεταφέρει επίσης το Γ. Η δεύτερη σύνθεση γίνεται με αντικατάσταση κατά την οποία το Γ παρόμοια μεταφέρεται από το Α και το Β. Το επίπεδο ευθυγράμμισης εξαρτάται από την επιτυχία των μεταφορών και στην περίπτωση της σύνθεσης με αντικατάσταση μέχρι το βαθμό που το ένα μοιάζει στο άλλο.

Οι δυο ίδιοι υπολογισμοί συνδέονται ώστε να δημιουργήσουν μακρύτερες ; αλυσίδες ερμηνειών, όσο περίπλοκα και αν είναι τα δίκτυα, δομούνται από αυτές τις δυο βασικές αρχές(29). Έτσι όσο πολύπλοκο και επεκταμένο κι αν είναι ένα δίκτυο, μπορούμε να το προσδιορίσουμε καλύτερα, όσο πιο ευθυγραμμισμένο είναι, μερικές φορές ίσως μόνο ποιοτικά. Μια ισχυρή ευθυγράμμιση δικτύου είναι αυτή στην οποία οι μεταφορές είναι επιτυχείς και (στην περίπτωση σύνθεσης με αντικατάσταση)σχετικά όμοιες. Αντίστροφα, μια αδύναμη ευθυγράμμιση δικτύου είναι αυτή κατά την οποία αυτές οι καταστάσεις δεν ικανοποιούνται(30). Άλλο ένα τμήμα της εκκεντρικής ορολογίας του Latour είναι συνεχείς αλυσίδες μετάφρασης, το οποίο αναφέρεται στις αυξανόμενες προσπάθειες να διατηρήσει τους δράστες μπλεγμένους στο έργο, μεταφράζοντας στις δικές του γλώσσες και αξίες. Αυτό είναι μέρος της προσπάθειάς τους να ξεπεράσουν τον τεχνολογικό ορισμό, ο οποίος μερικές φορές περιγράφει με όρους “ηρωικοί αφηγητές τεχνολογικής καινοτομίας”. Πιθανώς όλοι έχουμε ακούσει το γνωμικό “εάν χτίσεις μια καλύτερη παγίδα για ποντίκια, τότε ο κόσμος θα προοδεύσει με μεγάλη δυσκολία ένα δρομάκι στην πόρτα σου”. Μερικούς μήνες πριν, είπα “Η υλοποίηση είναι μη επιθυμητή τώρα που είναι δυνατή” και “Η συγχώνευση δεν έχει την ορμή για να επιτύχει” στην τοπική εφημερίδα. Αυτό τα άρθρα μιλούσαν σαν τα έργα να μην έχουν τίποτα να φανούν με το περιβάλλον των ανθρώπων και του αντικειμένου.

Στον Aramis ο Latour λεει (σελ 99, 101):

Ο μόνος τρόπος για να αυξήσεις την ρεαλιστικότητα ενός έργου είναι να κάνεις συμβιβασμούς, να δέχεσαι κοινωνικοτεχνολογικούς συμβιβασμούς.

Η σχετική ερώτηση είναι όχι αν είναι υπόθεση τεχνολογίας ή κοινωνίας, αλλά μόνο ποιος είναι ο καλύτερος κοινωνικοτεχνολογικός συμβιβασμός.

Αυτά τα εδάφια όχι μόνο αρνούνται τον διαχωρισμό του κοινωνικού και του τεχνολογικού (και ακόμη τα βάζει μαζί σε μια λέξη), αλλά επίσης κάνει την ίδια παρατήρηση όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για την αναγκαιότητα των μεταφορών. Όταν όλες αυτές οι μεταφράσεις ή ανακτήσεις επιτύχουν, η τεχνολογία “εξαφανίζεται” π.χ. γίνεται “διαφανής” και παίρνετε σαν δεδομένο. Αλλά αν οι μεταφράσεις αποτύχουν να “προκαλέσουν” αρκετό ενδιαφέρον” στους δράστες τότε οι δράστες παίρνουν τους δικούς τους δρόμους. Ξανά, ο καθένας με μια διαφορετική άποψη για το τι είναι το έργο (ή ήταν).

Γι’ αυτό … ποτέ δεν μπορεί κάτι να φτιαχτεί μια φορά και για πάντα, ποικίλει σύμφωνα με την κατάσταση των συμμαχιών. (σελ 106)

… κάθε στοιχείο… μπορεί να γίνει είτε αυτόνομο στοιχείο, ή τα πάντα, ή τίποτα, είτε ή συνιστώσα ή το αναγνωρίσιμο μέρος από το ολόκληρο (σελ 107).

Συντονισμός

Η απόδοση του συγγραφικού έργου είναι ένα σημαντικό κομμάτι στη διαδικασία της μεταφοράς. Αλλά τέτοιες αποδόσεις είναι διαμορφωμένες λίγο ή πολύ από ρητούς και σταθερούς κανόνες ή συμβάσεις, οι οποίες έχουν παραχθεί από προηγούμενες αλληλεπιδράσεις. Με τι μοιάζουν αυτές;

Πρώτον υπάρχουν κανόνες για την ταυτότητα του δράστη. Είναι πράγματι ο Α ένας δράστης; Εδώ το θέμα έχει να κάνει με τους μεσάζοντες που μπορεί να έχουν αποδοθεί στο Α. Οι κανόνες που προσδιορίζουν αυτές τις ερωτήσεις εκτείνονται από τους γραπτούς κανόνες μέχρι τις συνήθειες. Για παράδειγμα, αυτοί είναι νόμιμοι κανόνες που αφορούν την αποδοτική παραγωγή σε εταιρείες, υπάρχει νομοθεσία η οποία μπορεί να αφαιρεί από τους εφευρέτες το δικαίωμα να ιδιωτικοποιηθούν την εφεύρεσή τους(31), και υπάρχουν άγραφες συμφωνίες οι οποίες εμποδίζουν κάποιον να χρηματοδοτήσει ένα ερευνητικό πρόγραμμα συνυπογράφοντας τον τίτλο που βγαίνει από αυτό.

Δεύτερον, και σχεδόν παρόμοια, υπάρχουν κανόνες και συμβάσεις όσον αφορά την απόδοση των μεσαζόντων σε συγκεκριμένους δράστες. Μερικοί από αυτούς τους κανόνες και μερικές από αυτές τις συμφωνίες είναι πολύπλοκες, αμφισβητήσιμες και επιβάλλονται με δυσκολία. Για παράδειγμα, υπάρχουν εταιρείες που λειτουργούν σαν πολιτικά πρόσωπα, χρησιμοποιώντας διαφημιστικά εμπορικά σήματα, κατά τα οποία ούτε έχουν το δικαίωμα να κατέχουν κυριότητα, ούτε ορίζεται δυνατότητα να απαιτεί ο έμπορος λιανικής πώλησης να πληρωθεί από τους πελάτες .Στο σημείο αυτό οι ασάφειες είναι πάρα πολλές (Eymard-Duvernay 1989).Πάλι, ένας επιστήμονας μπορεί να υπογράφει ένα άρθρο, ακόμα και αν δεν είναι οι υπογραφές στη σωστή σειρά, η ημερομηνία στην οποία το άρθρο παραλείφθηκε από το περιοδικό είναι καταγραμμένη, και υπάρχει κάποια υποχρέωση να το παραδώσουν, το συγγραφικό δικαίωμα της μεταφοράς που επιγράφεται στο έγγραφο μπορεί να μην αποδοθεί καθόλου σ’ αυτή την υπογραφή.

Τρίτον, υπάρχουν συμφωνίες για το ποιος μπορεί να μιλήσει εκ μέρους ποιου. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στην πολιτική, μαζί με τις νόμιμες διαδικασίες για καθορισμένες αντιπροσωπεύσεις –και ακόμα στην βιομηχανία όπου είναι ορισμένες και συλλογικές αποφάσεις οι οποίες συνεπάγονται ευθύνες και συνθήκες εργασίας. Αλλά επίσης, τέτοια εργαλεία μπορούν να εντοπιστούν και στην οργάνωση της αγοράς, όπου παίρνουν τη μορφή των ελέγχων τιμών, μεθόδων για τη ρύθμιση των τιμών που έχουν καθορισθεί από τα κρατικά μονοπώλια και άτυπων δικτύων που διακινούν πληροφορίες για φήμες (Κarpik , 1989). Επίσης μπορούν να εντοπιστούν στη επιστήμη: η ικανότητα ενός επιστήμονα να “μεταφέρει” ένα θηλαστικό υψηλής βαθμίδας ή έναν άνθρωπο εξαρτάται από μια σειρά κανονισμούς - κώδικες ηθικής σχετικούς με τα πειράματα που επιτρέπονται.

Όλοι αυτοί οι θεσμοί τείνουν να αποδυναμώσουν την ενότητα των πιθανών δραστών οργανώνοντας υπόνοιες και περιορίζοντας τον αριθμό των συμπερασμάτων που μπορούν εύκολα να σταθεροποιηθούν(32) . Θα αποκαλώ αυτούς τους κρυπτογραφημένους κανονισμούς “τύπους εξισορροπητικούς” ή “καθεστώς μετάφρασης(33)”. Μερικοί στοχεύουν να έχουν γενική εφαρμογή. Τέτοιοι θεσμοί, εμπεριέχουν γενικούς ορισμούς – για παράδειγμα τι λαμβάνεται υπόψη σε ένα πολίτη, ένα αναγνωρισμένο δίπλωμα, ένα εγγυημένο δάνειο, ένα σταθερό τεχνικό αντικείμενο, ή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να δοθεί ένα δάνειο(34).

Από την άλλη μεριά, μερικοί είναι περιορισμένου στόχου. Αυτοί προέρχονται από πιο γενικούς θεσμούς, αλλά εργάζονται στο να διασπάσουν την ενότητα των δραστών και των μεσαζόντων σε υποσύνολα με θεσμούς που τοπικά, αλλά μόνο τοπικά, έχουν ισχύ.

Παρόλο που ο διαχωρισμός είναι αφηρημένος, έχει καλή εμπειρική εφαρμογή. Έτσι υπάρχουν πολλοί κανονισμοί που έχουν περιορισμένη ισχύ. Αυτοί περιλαμβάνουν: το θεσμό των καρτέλ, συλλογικές συμφωνίες σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς τομείς, κανόνες επαγγελματικής κατάρτισης τεχνικοί όροι γνωστοί σε ελάχιστους παραγωγούς και χρήστες, την ανάπτυξη του ελέγχου της ονομασίας των κρασιών, την καθιέρωση των ομάδων καταναλωτών, την οργάνωση των επαγγελματικών σωματείων ή των επιστημονικών συλλόγων, η αύξηση των μαθημάτων εκπαίδευσης για μερικές εταιρείες και η δημιουργία των ερευνητικών συλλόγων. Τέτοιοι μηχανισμοί τοπικής εξισορρόπησης, συχνά βασίζονται σε πιο γενικούς κανονισμούς- για παράδειγμα οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι. Μα η διαφοροποίηση μεταξύ τοπικών και γενικών θεσμών είναι σχετική. Γενικοί θεσμοί μπορεί να γίνουν τοπικοί πάλι εάν αποκηρυχθούν με επιτυχία και αμφισβητηθούν (Reynaud 1989). Αντίστοιχα τοπικές μορφές εξισορρόπησης μπορούν να απλωθούν .Έτσι, συνθήκες από ένα τομέα μπορούν να απλωθούν σε όλη την οικονομία, ιδιωτικού τύποι μπορεί να γίνουν δημόσιοι, ή όροι που εγγυούνται την πίστωση μπορούν να υιοθετηθούν γενικότερα. Συνεπώς θα μιλώ για “αδύνατο συγχρονισμό” όταν θα θελήσω να χαρακτηρίσω ένα δίκτυο το οποίο δεν έχει σαφείς επιμέρους κανόνες . Και αντίστροφα, θα μιλώ για “δυνατό συγχρονισμό” όταν αναφέρομαι σε ένα δίκτυο διαμορφωμένο τόσο από ειδικούς όσο και από γενικούς κανόνες. Σε σύγκριση με τον προηγούμενο, στον τελευταίο η ενότητα των πιθανών μεταφορών είναι σχετικά περιορισμένη και η συμπεριφορά του δικτύου είναι σχετικά αναμενόμενη.

Σύγκλιση

Θα χρησιμοποιήσω την έννοια της σύγκλισης για να αναφερθώ σε έναν συνδυασμό ευθυγράμμισης και συγχρονισμού. Έτσι όσο πιο υψηλός είναι ο βαθμός της ευθυγράμμισης και του συγχρονισμού σε ένα δίκτυο, τόσο πιο πολύ οι δράστες δουλεύουν μαζί και τόσο λιγότερο η πραγματική τους θέση σαν δράστες αμφισβητείται. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας κάνει το ίδιο πράγμα, γιατί τα δίκτυα συνήθως περιλαμβάνουν μια πλειάδα από συμπληρωματικούς δράστες – για παράδειγμα επιστήμονες ανθρώπους που ασχολούνται με την τεχνολογία, επιβλέποντες, πωλητές και πελάτες. Περισσότερο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι ενέργειες των δραστών ταιριάζουν παρά την ετερογένεια τους. Επίσης δείχνει τον τρόπο που κάθε δράστη σε ένα δίκτυο που συγκλίνει μπορεί να αναγνωρίσει και να κινητοποιήσει τις ικανότητες του μέσα σε αυτό , χωρίς να πρέπει να ασχοληθεί με δαπανηρή προσαρμογή, μεταφορά και αποκωδικοποίηση. Έτσι σε ένα συγκλίνων δίκτυο, αντιμέτωπος με έναν εξαγριωμένο πελάτη, ο πωλητής αμέσως ξέρει ποιον μηχανικό να φωνάξει και πώς να περιγράψει το πρόβλημα ώστε ο μηχανικός να ξέρει να το επεξεργαστεί. Με τον ίδιο τρόπο, ο πωλητής ξέρει πώς να πλησιάσει ένα βασικό επιστήμονα με την ανάλογα διαμορφωμένη άποψη του προβλήματος. Και το ταξίδι της επιστροφής είναι εξίσου εύκολο: χρήσιμες συστάσεις και προτάσεις κυλούν από το εργαστήριο πίσω στον πωλητή(35).

Ένα ολοκληρωτικά συγκλίνων δίκτυο, θα είναι , λοιπόν ένας τύπος σαν τον Πύργο της Βαβέλ. Ο καθένας θα μιλά τη δική του γλώσσα, μα οποιοσδήποτε θα καταλαβαίνει τον άλλο. Ο καθένας θα έχει συγκεκριμένες ικανότητες , μα οποιοσδήποτε θα ξέρει πώς να τις χρησιμοποιεί. Θα είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό στη λειτουργία του εάν μπορεί να συγκεντρώνει ταυτόχρονα τη δύναμη της ικανότητας του ατόμου να συλλέγει και τη δύναμη της ικανότητας να συνθέτει. Κάθε δράστης θα μπορεί να μιλήσει εκ μέρους όλων και να κινητοποιήσει τις ικανότητες και τις συμμαχίες στο δίκτυο. Και το δίκτυο σαν σύνολο θα έχει την ικανότητα να συγκεντρώνει τις προσπάθειες τους σε ένα μοναδικό σημείο. Αλλά ένα τέτοιο δίκτυο είναι ένα μη συχνό φαινόμενο. Έντονα συγκλίνοντα δίκτυα αναπτύσσονται μόνο μετά από μεγάλες περιόδους επένδυσης, έντονης προσπάθειας και συντονισμού(36). Υπάρχουν πάρα πολλά άλλα που είναι μόνο ελαφρώς συγκλίνοντα- δίκτυα στα οποία οι δράστες βρίσκουν και ότι η θέση τους αμφισβητείται συνεχώς, και ότι είναι δύσκολο ( αλλά όχι αδύνατο) να κινητοποιήσουν άλλα μέρη του δικτύου.

Σύνορα

Τα σύνορα ενός δικτύου μπορούν να συσχετιστούν με το βαθμό της σύγκλισης που παρουσιάζει. Έτσι, αυτό που θέλω να πω είναι ότι ένα στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται έξω από το δίκτυο εάν προκαλεί την ευθυγράμμιση και το συγχρονισμό- αυτό που είναι η σύγκλιση – του δικτύου όταν κινείται μέσα σε αυτό(37). Αυτό, όμως, προκαλεί ένα νέο ερώτημα : αυτό της μέτρησης. Πως μπορεί κανείς να υπολογίσει το βαθμό της σύγκλισης; Πως μπορεί κανείς να δώσει μια αριθμητική αξία; Πως μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του μέσα και του έξω στην πράξη;

Αυτά τα ερωτήματα βασίζονται πάνω στις μεθόδους αναγνώρισης και περιγραφής των μεταφορών ή των μεσαζόντων. Αφού κάθε μεσάζων μπορεί να περιγραφεί με λέξεις ή κείμενο, στην πράξη σχετίζονται με το πώς να αναλύσεις το πολύ ή λίγο πλεονάζων σώμα του κειμένου που καθορίζει τους δράστες , τις ταυτότητες του και τις σχέσεις τους. Στην πράξη, ο κατάλληλος τρόπος μέτρησης είναι εξαιρετικά ευθύς (αν και απαιτεί επίσης υπολογισμούς). Είναι ένα απλό θέμα μέτρησης του αριθμού των φορών στις οποίες μια συγκεκριμένη μεταφορά έχει εγγραφεί στο σχετικό σώμα του κειμένου ή στα εγχειρίδια (κειμενοποιήσεις )(38).

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στον καθορισμό των συνόρων αφορά τη συμβατότητα των καθεστώτων μεταφοράς . Αυτή είναι μία από τις διαστάσεις της σύγκλισης. Για παράδειγμα, υπάρχουν κανόνες και κανονισμοί που ξεχωρίζουν τον επιστημονικό τομέα και τον καθιστούν μερικώς αυτόνομο- αλλά την ίδια στιγμή τον συνδέουν με ειδικό τρόπο- από τον τεχνικό. Αυτοί περιλαμβάνουν:


Καθυστέρηση στη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων που πηγάζουν από την έρευνα που διενεργεί η βιομηχανία


Την αρχή της μη καταλληλότητας των δημοσιευμένων αποτελεσμάτων


Κανονισμούς σχετικά με τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας ορισμένων οργανισμών που παράγονται από τη γενετική μηχανική

Τέλος, είναι δυνατό να γίνει διαχωρισμός μεταξύ μεγάλων και μικρών δικτύων. Τα μεγάλα δίκτυα, συμπεριλαμβάνουν όλους τους τομείς και τους μεσάζοντες που περιγράφηκαν παραπάνω: έχουν εύρος από τη βασική ακαδημαϊκή έρευνα μέχρι τους βιομηχανικούς τομείς που στηρίζονται στην επιστήμη. Τα μικρά δίκτυα δεν φθάνουν τόσο μακριά. Αν και μπορεί να στηρίζονται σε βιομηχανική έρευνα κάπου-κάπου, τέτοιοι δεσμοί δεν είναι ούτε σταθεροί ούτε συστηματικοί. Έτσι τα μικρά δίκτυα είναι οργανωμένα γύρω από τεχνικούς τομείς ή κέντρα της αγοράς. Έτσι λοιπόν, η διαφοροποίηση αφορά το μάκρος της παράκαμψης που πρέπει να οργανωθεί για να δημιουργηθεί ή να αναπτυχθεί μια αγορά- παρότι και τα δύο, φυσικά αφορούν τον συντονισμό της δραστηριότητας(39). Ο Leigh Star έχει καθορίσει αντικείμενα για σύνορα να είναι ή data objects ή συλλογές που χρησιμοποιούνται με περισσότερο από ένα τρόπο από διαφορετικά κοινωνικά σύνολα, και γι’ αυτό το λόγο παρέχουν μια ενδιάμεση αλληλεπίδραση για αυτά τα σύνολα, μεταφέροντας διαμέσου των διαφορών τους. Ένας λόγος για τον οποίο αυτή η ιδέα είναι σημαντική είναι γιατί δημιουργεί ένα μοντέλο συνεργασίας το οποίο δεν απαιτεί ομαδική αποδοχή. Η ιδέα της μεταφοράς που χρησιμοποιήθηκε εδώ προέρχεται από την Θ.Δ.Δ. Αντικείμενα για σύνορα πρέπει να είναι μια πολύ χρήσιμη έννοια στην πληροφορική, με εφαρμογές όπως για παράδειγμα σε πολλούς τομείς σχεδιασμού.

2.2.3. Η διαδικασία της αν-αναντιστρεψιμότητας

Θα έλεγα ότι ο βαθμός της αναντιστρεψιμότητας της μεταφοράς βασίζεται σε δύο πράγματα:

(α) στο σημείο που, μετά από αυτό είναι αδύνατο να γυρίσεις πίσω σε σημείο που η μεταφορά ήταν μόνο μία μεταξύ άλλων και

(β) στην έκταση που διαγράφει και καθορίζει τις μετέπειτα μεταφορές

Το να καθορίσεις με αυτό τον τρόπο τη μη αναντιστρεψιμότητα της μεταφοράς είναι ένα σχετικό θέμα το οποίο μπορεί να μετρηθεί μόνο όταν μπει σε δοκιμή. Είναι επίσης ένα θέμα που δεν μπορεί οριστικά να επιλυθεί : όλες οι μεταφράσεις, αν και εμφανίζονται σίγουρες, είναι κατ’ αρχή αναστρέψιμες.

Πως μπορεί μια μεταφορά να αντισταθεί επιθέσεις επίμονες και με πείσμα από ανταγωνιστικές μεταφορές; Πως μπορεί να απαλλαγεί από τέτοιες προκλήσεις; Η απάντηση εξαρτάται από την ανθεκτικότητα και την ευρωστία της. Πάλι, αυτές είναι σχετικές ιδιότητες. Όπως ένας αριθμός από άλλους συντελεστές σε αυτόν τον τόμο δείχνουν, είναι εύκολο να φανταστείς ότι υπάρχει μία κλίση από υλική αντίσταση, η οποία ξεπηδάει από οδηγίες βασισμένες σε μια νωθρή συζήτηση στην καντίνα , μέσω νόμων και νομικών κωδικών απέναντι σε αυτούς που είναι χαραγμένοι στον πυρήνα ενός πυρηνικού φυτού. Πάλι, είναι επίσης απλό να φανταστείς ότι η ευρωστία μπορεί να εξαρτάται από το εύρος που οι ταυτότητες των δραστών οι αποτυπωμένες στην μεταφορά , είναι οι ίδιες ανθεκτικές στη διάβρωση. Αλλά αυτό είναι απλά για να τοποθετηθεί λάθος το πρόβλημα. Έτσι, όπως έχουμε δει, οι δράστες είναι ετερογενείς ομάδες συνεχώς απειλούμενοι από διαφωνίες και εσωτερικές ταραχές. Έτσι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, γιατί καμιά στρατηγική δεν εγγυάται τη νίκη. Πάνω από όλα πάντως, μπορούμε να πούμε ότι η ικανότητα της αν αναντιστρεψιμότητας αυξάνει σε σημείο που κάθε στοιχείο, ενδιάμεσος και μεταφορέας αποτυπώνεται σε μια δέσμη από αμοιβαίες συσχετίσεις. Σε τέτοια στενά συνδεδεμένα δίκτυα, κάθε προσπάθεια για τροποποίηση ενός στοιχείου μέσω του επαναπροσδιορισμού οδηγεί σε μια γενική διαδικασία δημιουργίας νέας μεταφορά. Συνεπώς, τολμώ να κάνω, την ακόλουθη πρόταση : όσο περισσότερες αριθμητικά και όσο περισσότερο ετερογενείς είναι οι συσχετίσεις τόσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της συνεργασίας του δικτύου και τόσο πιο μεγάλη η πιθανότητα μιας πετυχημένης αντίστασης σε εναλλακτικές μεταφορές .

Η ανθεκτικότητα και η ευρωστία μιας μεταφοράς δεν μας λέει τίποτα για την έκταση που είναι πιθανό να διαμορφώσει μελλοντικές μεταφορές. Σε ποια έκταση, ένα εύρωστο επιστημονικό κείμενο, το οποίο αντικρούει την επίθεση και μεταφέρει ένα μονοκλωνικό αντίσωμα, οδηγεί μοιραία σε ειδικές ερευνητικές εξελίξεις και απαραίτητες βιομηχανικές στρατηγικές; Σε ποια έκταση ένας μικροϋπολογιστής και το λογισμικό του, με τη ιεραρχία του από προβλήματα και ρόλους για τους χρήστες, στην πραγματικότητα μπορεί να αποδώσει αναμενόμενη την συμπεριφορά των τελευταίων; Μπορούμε να πούμε ότι μία μεταφορά είναι μη αναστρέψιμη, εάν είναι πιθανόν να οδηγήσει σε μια έρευνα για αντικαταστάσεις ή για μεταφορές που σκοπό έχουν να παρατείνουν τη διάρκεια ή την έκταση του σκοπού του. Η εκπαίδευση ενός μαθητευόμενου είναι ένα παράδειγμα απτό. Σε αυτό, τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται σε μια μεταφορά αρχίζουν να βασίζονται το ένα στο άλλο σε μια διαδικασία αμοιβαίας προσαρμογής. Ένας ικανός μηχανικός δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς τη μηχανή του. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας βασίζεται σε μηχανικούς με ειδική εκπαίδευση. Η άσκηση ενός τέτοιου επαγγέλματος βάζει συγκεκριμένα αντικείμενα στην κυκλοφορία. Και ούτω καθεξής. Με αυτό τον τρόπο οι αποφάσεις αρχίζουν όλο και περισσότερο να βασίζονται σε παλιές μεταφορές.

Η δημιουργία αποτελεσμάτων μέσω συστημάτων και η διαδικασία της εκμάθησης είναι εκφράσεις ενός βαθύτερα θεμελιώδη μηχανισμού : του μηχανισμού της κανονικοποίησης η οποία συνοδεύει και μετρά την ιδιότητα της μη αναντιστρεψιμότητας της μεταφοράς . Όπως σημειώνει ο David (1987) αυτή η διαδικασία για να είναι όλα σε φυσιολογικό επίπεδο. Η κανονικοποίηση δημιουργεί μια σειρά από αναμενόμενους δεσμούς, περιορίζει τις διακυμάνσεις, συντονίζει δράστες και μεσάζοντες και περιορίζει τον αριθμό των μεταφορών και το πλήθος των πληροφοριών που γίνονται γνωστά. Λειτουργεί με το να καθιερώνει κανόνες στα ενδιάμεσα στάδια αλληλεπίδρασης – το οποίο είναι να καθιερώνει κανόνες και να περιορίζει τους δράστες και τους μεσάζοντες . Έτσι, μπορεί να κινείται από αναφορικά μέτρα και κανόνες σε πλήρως συμβατές αλληλεπιδράσεις με το να καθορίζει το μέγιστο και το ελάχιστο όριο. Και αν μια σχέση μεταξύ δράστες έχει γίνει συμβατή με τους κανόνες, μπορεί να συνεισφέρει δυναμικά στην παραγωγή αποτελεσμάτων μέσω συστημάτων . Και αυτό γιατί τα στοιχεία του είναι ικανά να αναδιοργανώνονται μόνο χρησιμοποιώντας καλά καθορισμένα στοιχεία τα οποία ακολουθούν συμβατικούς κανόνες. Όσο πιο αυστηροί είναι οι κανόνες της συνύπαρξης τόσο πιο εναλλακτικές μεταφορές απορρίπτονται και οι επιλογές γίνονται προβλέψιμες. Ένα δίκτυο που οι αλληλεπιδράσεις έχουν όλες γίνει σύμφωνα με τους κανόνες, μετατρέπει τους δράστες του σε πειθήνιους παράγοντες του και τους μεσάζοντες του σε έμβολα που αυτόματα προκαλούν συγκεκριμένα είδη αντιδράσεων. Οι κανόνες του συντονισμού λοιπόν μετατρέπονται σε περιοριστικά πρότυπα που δημιουργούν και ελέγχουν παρεκτροπές: το παρελθόν εγγυάται το μέλλον. Συνοπτικά, η διαδικασία της μη αναντιστρεψιμότητας , όταν εξετάζεται σαν ο προκαθορισμός της μεταφοράς και σαν τη μη ικανότητα της επιστροφής σε ανταγωνιστικές μεταφορές , είναι συνώνυμο της κανονικοποίησης.

Με την κανονικοποίηση ή την καθιέρωση κανόνων έρχεται η πιθανότητα της ποσοτικοποίησης . Ελάχιστα, πρότυπα αλληλεπιδράσεις απαιτούν μία πρέπουσα τυχαία μεταβλητή που θα περιλαμβάνει μία από δύο πιθανές αξίες- για παράδειγμα , καλό ή κακό , ή πέτυχε ή απέτυχε. Αλλά μπορούν να εκτείνονται με εξαιρετική εναρμόνιση μεταξύ πολλαπλών συνεχιζόμενων ποσοτήτων με τον τρόπο των ανώτερων και κατώτερων ορίων.(40) Όσο πιο ακριβή και μετρημένα είναι τα μέτρα τόσο μια επιτυχημένη γίνεται μη αναστρέψιμη. Ένα δίκτυο που δεν ανατρέπει τον εαυτό του είναι ένα δίκτυο που γίνεται βαρύ με πρότυπα. Και είναι ένα δίκτυο που έχει διεισδύσει μέσα σε κωδικοποιημένο σύστημα πληροφοριών και καθορισμού μέτρων.

Δεν είναι δύσκολο να μαθηματικοποιήσουμε ένα τέτοιο δίκτυο, αφού κάθε στοιχείο είναι περίεργα συνδεδεμένο, από την εξειδίκευσή του με τα υπόλοιπα στοιχεία. Για παράδειγμα είναι δυνατόν να συνδέσουμε την απόδοση ενός τεχνικού αντικειμένου (την ταχύτητα, την μνήμη και την δύναμη ενός μικροεπεξεργαστή ) τον τύπο του χρησιμοποιούντος και την τιμή την οποία θέλουμε να πληρώσουμε(41). Με την αναντιστρεψιμότητας της ανάλυσης και την κανονικοποίησή της εισερχόμαστε σε έναν κόσμο οικείο των οικονομικών (Akrich 1989γ ). Πραγματικά είναι δυνατόν να πούμε ότι θα ήταν πιθανό να αμφισβητήσουμε την κύρια ανάλυση. Αυτό σημαίνει ότι για να αποδείξω (για να στηρίξω) άλλους συνδέσμους και νέες αναλύσεις θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να ανατρέψουμε όλα όσα υπάρχουν από κινητοποιήσεις και εγγεγραμμένες συμμαχίες. Συνεπώς, θέλω να επισημάνω ότι τα οικονομικά δεν ξεκινούν από τον επιμερισμό των σπάνιων πόρων αλλά μάλλον από τον εντοπισμό αυτών(42).

Δυναμικά συστήματα και σημειολογία

Τα δίκτυα σπάνια μπορούν να διαμεριστούν σε απλές και εύκολες ποσοτικές περιγραφικές δομές. “Βάζουμε πράγματα στη θέση αριθμών” το οποίο είναι ειδική περίπτωση της πρότασης “Βάζουμε πράγματα στη θέση λέξεων” είναι μια πιθανή μορφή της περιγραφής. Εάν είναι ή όχι πιθανόν να συμβεί, εξαρτάται από την κατάσταση του δικτύου. Δεν έχει καμία σημασία να προσπαθήσουμε να ποσοτικοποιήσουμε ή να μειώσουμε τη συμπεριφορά σε ευμετάβλητες ποσότητες και λειτουργίες κάτω από όλες τις συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, είναι ανόητο να απορρίψουμε όλες τις βαθμίδες της ποσότητας. Η επιλογή της μεθόδου υπακούει σε μη επιστημονικές μεθόδους, ακόμη κι όταν είναι εξ ολοκλήρου επιτακτικό από τη δομή του δικτύου. Εάν το δίκτυο τυποποιείται από μόνο του τότε είμαστε υποχρεωμένοι να μετρήσουμε και να υπολογίσουμε. Αν το δίκτυο είναι αποκλίνον και ανατρεπόμενο τότε η υπερβολική απλοποίηση (σημειολογία) θα προδώσει (θα αλλάξει) την κατάσταση του δικτύου συνεπώς θα είναι καλύτερα να πούμε απλά μια ιστορία! Κάθε δράστης είναι σχετικά απρόβλεπτος διότι κάθε ανάλυση είναι συνεχώς μισοτελειωμένη. Έτσι λοιπόν η μόνη πειστική – πραγματικά κατανοητή – μέθοδος είναι μια λογοτεχνική περιγραφή. Μια τέτοια περιγραφεί πολλαπλασιάζει την άποψη σε μια πολυφωνική κατάσταση κατά την οποία η αφήγηση διανέμεται σε τόσες φωνές όσοι οι δράστες και επανακτά όλες τις σχετικές λεπτομέρειες.

Όταν ένα δίκτυο είναι συνεχών συγκλίνων και αναναντιστρέφεται μπορεί να αφομοιωθεί σε ένα μαύρο κουτί του οποίου η συμπεριφορά είναι γνωστή και προβλεπόμενη ανεξάρτητα από τη σύνδεσή του. Μπορεί τότε να συνδέσουμε το δίκτυο με ένα ή περισσότερα εξωτερικά δίκτυα με τα οποία μπορούμε να έχουμε μεσαίες συναλλαγές. Κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι τακτοποιήσιμο με τα υπόλοιπα δίκτυα.(Callon 1987) Ολοκληρωμένοι βιομηχανικοί τομείς, επιστημονική πειθαρχία εμπόριο ή τεχνολογία είναι δυνατόν να τακτοποιηθούν. Έτσι για τον κύριο σκοπό ο βιομηχανικός μικροϋπολογιστής μπορεί να συμπεριφέρεται σαν μαύρο κουτί το οποίο προάγει ένα πρακτικό προϊόν με καλά ορισμένα χαρακτηριστικά από ειδικευμένες εισόδους. Πρέπει να αναλυθεί κοιτάζοντας στους ενδιάμεσους οι οποίοι κυκλοφορούν μεταξύ τους και μεταξύ των γειτόνων τους.

Η διαδικασία της τακτοποιήσεις έτσι μετατρέπει ένα εξ ολοκλήρου δίκτυο σ’ ένα μοναδικό σημείο ή κόμβο σε ένα άλλο δίκτυο. Αλλά αυτό μπορεί να επαναληφθεί αόριστα. Οι προσαρμοσμένοι κόμβοι μπορούν να αντιπαρατεθούν με άλλους προσημασμένους κόμβους σε πετυχημένες μεταφορές οι οποίες είναι διαφορετικές σε κριτήρια από αυτές που αναφέραμε παραπάνω. Μπορούν όμως να παίξουν τον ρόλο των δραστών ή των ενδιαμέσων. Το κριτήριο είναι γενικό τα δίκτυα των σημαινόμενων δικτύων μπορούν μόνα τους να συρρικνωθούν με σημεία και όταν τα σημεία συναθροίζονται τότε μετακινούνται από την μικρό-κοινωνία στην μακρό-κοινωνία. Αλλά η σύγκιλση και η αν-αναντιστρεψιμότητα μπορούν να μειωθούν. Πράγματι μπορεί το δίκτυο να παρακμάσει καταστροφικά. Μερικές φορές το εμπόριο καταρρέει, ο βιομηχανικός τομέας παραλύει και οι εξειδικευμένες επιστήμες ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Η μακρό-κοινωνία δεν διαφέρει από την μικρό-κοινωνία και μπορούμε να κατατάξουμε την αύξηση και τη μείωση της ασυμμετρίας εξερευνώντας τη μοίρα τέτοιας σημειολογίας.

Συμπεράσματα

Τα Τ.Ο.Δ. δεν μοιάζουν με δίκτυα όπως κανονικά ορίζονται. Κρατούν μόνο μια απόσταση ομοιότητας των τεχνικών δικτύων που μελετούνται από οικονομολόγους. Αυτά μπορούν, στην ουσία, να μειωθούν σε μακρινές συνεργασίες από μη-ανθρώπους όπου εδώ και εκεί ενώνει λίγα ανθρώπινα όντα. Και ούτε επιδέχονται απλοποίηση τα δίκτυα των δραστών τα οποία περιγράφονται από κοινωνιολόγους, τα οποία έχουν το προνόμιο της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρωπίνων όντων στην απουσία της υλικής υποστήριξης. Τα τεχνοοικονομικά δίκτυα συντίθενται. Ανακατεύουν ανθρώπινες και μη περιγραφές από όλα τα είδη και λεφτά σε όλες του τις καταστάσεις . Η δυναμική τους είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή εάν μελετήσουμε τις επιχειρήσεις μεταφοράς οι οποίες εγγράφουν τις αμοιβαίες καθορίσεις των δραστών στους ενδιάμεσους και τίθονται σε κυκλοφορία και διαβάζουν τις σχετικές περιγραφές.

Ένα από τα πλεονεκτήματα της αιτιολόγησης των όρων των Τ.Ο.Δ. είναι ότι δείχνουν, .ότι οι θεωρίες των δραστών δεν είναι παγκόσμιες. Η συμπεριφορά των δραστών, και γενικότερα ο καθορισμός αλλάζει με τη κατάσταση του δικτύου, το οποίο είναι από μόνο του προϊόν προηγούμενων ενεργειών. Οι δράστες και η μορφή των ενεργειών τους μπορεί να χαρακτηριστεί από την κάθε πιθανή διαμόρφωση ενός δικτύου. Όσο μικρότερη είναι η σύγκλιση ενός δικτύου, τόσο λιγότερο αναντιστρέφεται και οι περισσότεροι συγκροτημένοι δράστες μπορούν να αντιληφθούν τους όρους της γενικής ιδέας, από στρατηγική, η διαπραγμάτευση και η απόκλιση των στόχων, αναθεωρημένο πρόγραμμα, και αλλαγμένος συνασπισμός. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ανάλυσης πρέπει να αρχίσουν με τους δράστες και τους χάρτες κυμαινόμενων εναλλαγών τους. Ακολουθώ κατά πόδας. Οι πληροφορίες είναι σπάνιες, αντιφατικές ασύμμετρες και δύσκολες να ερμηνευτούν και να χρησιμοποιηθούν.

Στο άλλο άκρο, σε ολοκληρωτική σύγκλιση και αναντιστρέφεται του δικτύου, ο δράστης γίνεται πράκτορας με ακριβής αμερόληπτους και οργανικούς στην εδραιωμένη ιεραρχία, υπολογίζοντας το κόστος και τις μετρημένες επιστροφές. Τα τμήματα του κόσμου – όπως λέμε τα τμήματα του δικτύου – είναι γνωστά για κάθε τους σημείο και κάθε τους στιγμή. Οι πληροφορίες όπως δόθηκαν από την εγγεγραμμένη μετάφραση στους μεσάζοντες είναι τέλεια (το δίκτυο είναι γνωστό και προβλέψιμο) αλλά περιορισμένη (δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα από το δίκτυο κάτω από εξέταση). Η διαμάχη και η έλλειψη ενδιαφέροντος (να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα του μεταφρασμένου σοσιαλισμού) είναι ιδιαίτερα ανεπιθύμητη(43). Το παράδοξο είναι ότι οι ενεργούντες δεν έχουν επιλογή εφόσον ενεργούν σε ένα δίκτυο που τους κρατά επίκαιρους. Αντιστρόφως υπάρχει μόνο ένας τρόπος (θέση) να ενεργήσεις σκόπιμα όταν υπάρχει ατελής και ασύμμετρη πληροφορία(44).

Υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες καταστάσεις μεταξύ τω δύο άκρων – για παράδειγμα η διαδικαστική λογική ή η αμοιβαία πρόβλεψη από την θεωρία παιγνίων (Thevenot 1989). Αυτή η γραμμή ανάλυσης δικαιούται αξιοποίησης. Εάν αποδειχθεί καλά ορισμένη τότε αρχίζει μια ολοκληρωτικά νέα εποχή στις κοινωνικές επιστήμες. Δεν υπάρχουν θεωρίες ή μοντέλα για τους ενεργούντες ακόμα και στον πληθυντικό. Ο δράστης έχει μια ευμετάβλητη γεωμετρία η οποία είναι αξεχώριστη από τα δίκτυα που την καθορίζουν και εκείνη επίσης μαζί με άλλους βοηθάει να καθορίσει. Έτσι η ιστορία έγινε ένα απαραίτητο κομμάτι της ανάλυσης.

Μερικοί θα πουν ότι έχουν προσφέρει μια μέθοδο για να περιγράψουν T.Ο.Δ και τις ασυμμετρίες τους, αλλά δεν περιγράφουν τη θεωρητική οργάνωση των εξηγήσεων τους (της θεωρίας τους). Αλλά η απόσταση μεταξύ περιγραφής και εξηγήσεων είναι σε ένα μεγάλο μέρος υποσκαπτόμενη από τη μέθοδο που είχα προτείνει. Η μεγαλύτερη σύγκλιση και η λιγότερη ανατροπή ενός δικτύου η περισσότερη περιγραφή παραδίδεται από τους μεσάζοντες μετατρέποντας τις εξηγήσεις ή τις προβλέψεις. Μιλώντας για τις εξηγήσεις των υποθέσεων του δικτύου των ανελίξεων μπορεί να περιγραφεί χρησιμοποιώντας ένα μικρό αριθμό από μεταβλητές ή διαγράμματα. Αλλά αυτό απαιτεί μια πολύ ισχυρή υπόθεση για τη μορφή του δικτύου και τη σύγκλιση των αναλύσεών τους. Σε ένα δίκτυο το οποίο έχει ισχυρή σύγκλιση και το οποίο είναι αναντιστρεφόμενο οι δράστες είναι τελικώς αναγνωρισμένοι και η συμπεριφορά τους είναι γνωστή και προβλέψιμη. Η όλη εργασία αναπτύσσεται με ένα κανονικό τρόπο σαν μια λειτουργία μερικών απλών αρχών και μερικών καλά επιλεγμένων πληροφοριών. Σε ένα αποκλίνον και ανατρεπόμενο δίκτυο η περιγραφή θα πρέπει να καλύπτει όλες τις λεπτομέρειες καθώς κάθε λεπτομέρεια είναι υπολογισμένη. Αυτό συμβαίνει διότι κάθε προσπάθεια των ενεργούντων να αναλύσουν τις άλλες και αυτές τις κυμαινόμενες αναλύσεις χωρίς καμία σταθεροποίηση. Αλλά καθένας ο οποίος ψάχνει μια εξήγηση κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μαθαίνει τίποτα για τους μηχανισμούς από τους οποίους παράγεται η αναντιστρεψιμότητα. Έτσι αυτοί που αντιτίθενται ποιοτικά ή με στρατηγική ανάλυση στην έρευνα των αρχών και την παράβλεψη της ομαλότητας του δρόμου (τρόπου) κατά την οποία τα δίκτυα δεν είναι των ενεργούντων αλλά παράγονται από αυτούς. Και αυτά αγνοούν τον τρόπο με τον οποίο τα δίκτυα τα οποία σταθεροποιούν τους βέβαιους τόπους και τους βέβαιους χρόνους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ποια εργασία δείχνοντας αυτό; βλέπε Gille 1978; Hughes 1983; Perrin 1988; Katz and Shapiro 1985; Arthur 1989

Βλέπε Bijker 1987; Mac Kenria and Wajcman 1985.

Βλέπε Callon and Letaur 1981; Freeman 1982; Hughus 1983; Dosi 1984; Kline and Rosenberg 1986; Von Hippel 1988; Callon 1989; Gaffaed 1989; Latour 1989.

Για έναν χαρακτηρισμό της μορφολογίας των (T.Ο.Δ), βλέπε Callon και όλους του υπόλοιπους 1990.

Φανερά πολλές, ίσως περισσότερες, δραστηριότητες βρίσκονται μεταξύ αυτών των τριών πόλων και είναι κάπως παρόμοιες προς τον συμβιβασμό μεταξύ φυσικών περιγραφών από τους Boltanski και Thevenot (1987). Βλέπε επίσης του Law’s τη συζήτηση περί διεθνούς ασυνεννοησίας (αυτός ο τόμος).

Όπως θα διαφωνήσω παρακάτω, η διάκριση ανάμεσα στους μεσάζοντες και στους δράστες θα πρέπει να μεταχειριστεί με προσοχή.

Αυτή η λύση για τη συνδεδεμένη κοινωνιολογία και οικονομία διαφέρει από την αντίληψη της εμβάθυνσης, αναζογονοποιημένο απ’ τον Granovetter (1985). Τα δίκτυα που περιγράφει είναι καθαρές εταιρίες ανάμεσα σε ανθρώπινα όντα.

Περί σταθερότητας (μονιμότητας), η οποία είναι κεντρική στη δράση εξ αποστάσεως βλέπε Latour 1989.

Όπως η “Συναισθηματική Εκπαίδευση” ένα επιστημονικό άρθρο έτσι λεει μια ιστορία η οποία παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα μετακινεί εκείνον ή εκείνη: Αλλά η αλήθεια να λέγεται, αυτός δεν πήγε πολύ μακριά εκείνο το πρωινό, μόλις σχεδόν μέχρι την κορυφή της μπαταρίας, όπου ο μαθητής του Li Gao είχε φύγει μια μέρα πριν, τοποθετώντας ένα φρέσκο φωτοτυπημένο πεντάφυλλο άρθρο απ’ το κεφάλαιο Zeitschrift fur Physik. Ο Chu δεν θα μπορούσε σχεδόν καθόλου να περικλείσει τις συγκινήσεις του όταν ξαναδιάβασε τον τίτλο: “Πιθανά ύψη της υπεραγωγιμότητας στο Be-da-Cu-O Σύστημα” (Haren 1989:24).

Η ισορροπία ανάμεσα στα κείμενα και στα δίκτυα την οποία περιγράφουν έχει αποδειχθεί τεκμηριωμένα στην κοινωνιολογία της επιστήμης Σημειώνοντας αυτό, τα κείμενα περικλείουν διαγράμματα, εργαστηριακές σημειώσεις, πατέντες, εγχειρίδια χρηστών, καταλόγους και έρευνες αγοράς (για την ανάλυση των πατέντων, βλέπε Bowker 1989). Σημείωσε επίσης ότι τα επιστημονικά κείμενα είναι όλο και διαρκώς περισσότερο σπουδαία για την οικονομική ζωή. Πράγματι, η περισσότερη οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μια μετατροπή των επιστημονικών κειμένων σε εμπορεύσιμα αγαθά!

Βλέπε, για παράδειγμα, Callon 1981; Latour και Koutouzis 1986; Akrich 1987; Law 1988; Law και Callon 1988; και η συμβολή των Latour, Wolgar, Webst και Clegg και Wilson σ’ αυτό τον τόμο.

Εξίσου, υπάρχει κειμενοποίηση όταν τα αντικείμενα προκαλούν διαμάχες – αυτό είναι σαφές αλλά αντιφατικό στις κατασκευές δικτύων. Ανταγωνιστικές περιγραφές και κατηγορίες είναι ένα χαοτικό μίγμα των τεχνικών και κοινωνικών: υπάρχουν όπως και σε πολλές αντιφατικές ερμηνείες ενός αμφισβητήσιμου πυρηνικού πλανήτη σαν αυτό του Baudelaire’s ‘des Fleurs du Mal. Τα τεχνικά αντικείμενα δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο διαφανή ή αδιαφανή από την λογοτεχνία. Κι αν ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας της κριτικής της λογοτεχνίας, τότε ο 21ος αιώνας θα χαρακτηριστεί ως αιώνας της κριτικής της τεχνολογίας, στην οποία θα αποκρυπτογραφήσουμε και θα σχολιάσουμε στα δίκτυα.

Τα παραδείγματα περικλείουν: το ξυπνητήρι το οποίο χτυπά σταματάει με μια προφορική διαταγή και έπειτα ξεκινάει ξανά και χτυπάει μέχρι το κουμπί να πατηθεί. Οι αλυσίδες που εμποδίζουν τον μηχανισμό να ξεφύγει από τον τροχό. Η φαντασία της TV η οποία προκαλεί μια χειρονομία αλληλεγγύης.

Σημασιολογικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια επιστροφή απ’ τον αποστολέα στον παραλήπτη.

Ένα παιχνίδι με τις λέξεις μεταξύ ‘lit’ (διαβάζοντας) και ‘lie’ (συνδέοντας). Αναλυτή σημείωμα.

Σημείωσε ότι ο τομέας διεφθαρμένων υπηρεσιών γίνεται περισσότερο σημαντικός στο σύνολο της οικονομίας.

Περαιτέρω, η παραγωγή των ‘υλικών’ αντικειμένων και ‘μη-υλικών’ υπηρεσιών μπορεί να περιγραφεί με τους ίδιους όρους.

Αυτό σχετίζεται με το σχέδιο της ενέργειας του λόγου (Austin 1970) και την ενέργεια του κειμένου (Coleman 1988). Υπάρχουν πολλά παραδείγματα κειμένων τα οποία συστηματικώς δίνουν ανύψωση στους δράστες: μια υπογεγραμμένη επιταγή οδηγεί στη μεταφορά από ένα λογαριασμό σε άλλον; μια πρόχειρη υπογραφή ενός επισημοποιημένου συμβολαιογραφικού εγγράφου ανοίγει τις πόρτες ενός διαμερίσματος σ’ έναν καινούργιο ενοικιαστή; μια τυπωμένη οδηγία στο πληκτρολόγιο ενός κομπιούτερ ξεκινά την εκτύπωση;

Είναι πολύ σπάνιο να βρεις ομάδες ανθρώπων με μη-ανθρώπους. Ένας μη- άνθρωπος πάντα ενθέτει τον εαυτό του ανάμεσα σε δύο σώματα. Αλλά ακόμα και μια ανεπιτυχής αλληλεπίδραση των δύο σωμάτων –μια καθαρή εταιρεία των όντων– το οποίο μόνο στην πραγματικότητα συμβαίνει στην πράξη του έρωτα (και συχνά με την παρουσία των προφυλακτικών και παίρνει τον τίτλο του παράγοντα /μεσάζοντα του ιού του AIDS μετά από μελέτη) μπορεί να δώσει ανάταση στην αντιφατικότητα της ενοχοποίησης. Είναι το άλλο πρόσωπο (ερωτικός σύντροφος) ένα αγγείο για το βασικό ένστικτο χωρίς καμία συνείδηση; Είναι αυτός / αυτή ένας αξιόπιστος μεσάζων για τα δικά του / της γονίδια; Ή θα πρέπει ο ένας από τους δύο συντρόφους να επιβάλλει έλεγχο στον άλλο και να μεταμορφώνει την πράξη σε μήνυμα της αγάπης; Ποιος μπορεί να απαντήσει σε αυτή τη δύσκολη ερώτηση καθοριστικά; Ποιος μπορεί να πει που είναι ο δράστης ;

Οι μεσάζοντες συζήτησαν εδώ συμπεριλαμβανομένων κειμένων, τεχνικά αντικείμενα , σώματα ή χρήματα. Αλλά μία γενική θεωρία δικτύου πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους πιθανούς μεσάζοντες που περιφέρονται από μια ελεύθερη εταιρεία ,από τον καναπέ του ψυχιάτρου μέσω μιας μυστικής ομολογίας και μετάνοιας σε μια κατηγορία από ένα Azande μάγο. Όλοι είναι μεσάζοντες όλες βάσεις επικοινωνίας και όλα οργανωμένα δίκτυα παρατάσσονται στα συνθετικά τους κόμματα. Η γριά γυναίκα η οποία επαναλαμβάνει την ίδια λίστα αμαρτιών για 20η φορά σε ένα κουρασμένο ιερέα, συμβάλλει σε ένα κόσμο ο οποίος απαρτίζεται από ανθρώπους και απάνθρωπους. Υπάρχουν ιερείς που συγχωρούν. Θεοί άγιοι και άγγελοι που αγαπούν τιμωρία και την εξαγορά υπάρχει ο σατανάς που βάζει σε πειρασμούς, υπάρχουν γείτονες που σκοπεύουν να γίνουν αντικείμενα των καλών ή κακών πράξεων.

Φαντάσου ότι ο πελάτης του ψυχιατρικού καναπέ ή ο μετανοών στην ομολογία του δεν χρειάζεται να γίνει ο κυρίαρχος των πράξεών του / της. (Αυτό είναι η τέλεια αληθοφάνεια : ψυχαναλυτές διαλύουν το πρόσωπο σε μια σειρά από συγγραφείς και ο εξορκισμός αναζητά να αποκαλύψει την επίδραση του σατανά. Σε αυτό το σημείο τα συμπτώματα μεταλλάσσονται. Ο πελάτης γίνεται μια μεσαία σκέψη στην οποία οι χωρίς συνείδηση εκφράσεις από μόνες τους, το σύνολο των συμπτωμάτων, αποκωδικοποιούνται. Η ελεύθερη θέληση του μετανοούντος έχει αφαιρεθεί και κατέχεται από το Διάβολο.

Η λίστα πιθανών μεσολαβήσεων, συνδυασμών, πράξεων και συμπτώσεων είναι ατελείωτη.

Η οικονομία των συνθηκών, η οποία έχει φτάσει στο σημείο να μειώσει το πρότυπο οικονομικό μοντέλο, σταματά αμέσως όταν έρθει αντιμέτωπη με τον δράστη: “Οι συγγραφείς αυτού του θέματος συμφωνούν ότι ο ρόλος των κοινών συνθηκών δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε μια εγκατάλειψη των αρχών του μεθοδολογικού ατομισμού. Μόνο οι άνθρωποι είναι δυνατόν να είναι δράστες, έστω κι αν αυτοί λαμβάνονται ως μέλη μιας ομάδας ή ενός ιδρύματος, ή στην πρακτική μιας λειτουργίας ως αντιπρόσωποι μιας ομάδας (Dupuy 1989).

Το γεγονός ότι τα ανθρώπινα σώματα είναι μια τάξη μεσολαβητών, δεν σημαίνει ότι δεν είναι και δράστες.

Αυτός ο ορισμός αφήνει έναν αριθμό “αγκαθωτών” ερωτημάτων ανεξήγητο, και συγκεκριμένα η διάκριση μεταξύ ανθρώπινων όντων και μη – ανθρώπινων όντων που έχει βασανίσει και συνεχίζει να βασανίζει τις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες. Ένα εύστοχο παράδειγμα – εδώ έχει τη μορφή φόβου του μεγάλου κακού λύκου – μπορεί να βρεθεί στο Bourdien, ο οποίος γράφει: “Αρκεί να σκεφθούμε τι θα συνέβαινε αν επιτρεπόταν, όπως στα παραμύθια, στους σκύλους, στις αλεπούδες και στους λύκους να λένε τη γνώμη τους στην ταξινόμηση των σκύλων” (Bourdien 1982). Όπως δηλώνει ένας αριθμός συνεργατών σ’ αυτό τον τόμο, οι συνήθεις διακρίσεις μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων και μεταξύ έμψυχων και άψυχων, δεν μπορούν να εξηγήσουν τη διάκριση μεταξύ δραστών και μεσολαβητών. Τα ανθρώπινα όντα συχνά μεταβαίνουν στο επίπεδο των μεσολαβητών, όπως ακριβώς τα μη – ανθρώπινα όντα ανυψώνονται στο αξίωμα των δραστών. [όπως όταν τα δικαιώματα συμφωνούν με το νομικό πρόσωπο και τα άψυχα αντικείμενα]. Κατά κανόνα, όλες οι διαμορφώσεις είναι πιθανές, αν και οι συνθήκες και οι νομικοί κανόνες μειώνουν τη νομιμότητα μερικών κατηγοριών.

Για συζήτηση μεταφοράς δες Calla 1976, 1980, 1986, 1989; Callon and Law 1982; Latour 1984; Law 1986.

Κάπου αλλού έχω περιγράψει μεσολαβήσεις ως επινοήσεις μετάφρασης, ή τεχνικές για περαιτέρω ανάλυση.

Μηχανές, ανθρώπινο δυναμικό, και κείμενα, στο ρόλο τους ως μεσολαβητές, εξαπλώνονται στη ρίζα της παρεξήγησης, της διαφωνίας και της συμφιλίωσης. Το τηλέφωνο δημιουργεί ένα κοινό διάστημα το οποίο ολοκληρώνει τόσο όσο η πίστη του Durklein, ή οι συνήθειες του Burdien. Τα πυρηνικά φυτά παράγουν διαμάχες τόσο έντονες όσο εκείνες που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Δεν είναι μόνο μια απλουστευμένη επινόηση.

Στον τομέα της αγοράς, οι χρήστες είναι ευθυγραμμισμένοι αν όλοι ψάχνουν ένα πρότυπο προϊόν (η ικανότητα του να υποκαθιστά) ή οι επιλογές τους είναι μηχανικά συνδεδεμένες με εκείνες των άλλων (συμπληρωματικότητα). Η πρώτη αντιπροσωπεύει τις υποθετικές συνθήκες στην νεοκλασική ορθοδοξία και η δεύτερη είναι κοντά σε εκείνα που περιγράφονται στην κοινωνιολογία του καταναλωτισμού και της οικονομίας των εξωτερικών δικτύων. Αλλά για να αναλύσουμε τη δομή της αγοράς όπως ορίζει η οικονομική επιστήμη (η σχέση μεταξύ αγοράς και ζήτησης) είναι αναγκαίο να διασταυρώσουμε τον τεχνικό τομέα μ’ αυτόν της αγοράς και να ερευνήσουμε τα προϊόντα της διασταύρωσης. Αυτό δημιουργεί μερικές πρόσθετες διαμορφώσεις, αλλά μόνο μερικές από αυτές έχουν ερευνηθεί από την οικονομική επιστήμη.

Αυτές μπορεί να δοθούν στην εταιρία για την οποία εργάζονται.

Η λειτουργία και ως ενός σημείου η ανάπτυξη και η εφαρμογή αυτών των νόμων, εξαρτάται από ομάδες τις οποίες ο Antoine Hennion ονομάζει μεσάζοντες οι οποίοι εργάζονται για να συγκεντρώσουν την προσοχή τους σε συγκεκριμένους στόχους. Μπορεί να είναι ανθρώπινοι (δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, προσφορές βιομηχανικής περιουσίας), κείμενα ή τεχνικά αντικείμενα. Για παράδειγμα οι χώροι συναυλιών οδηγούν την προσοχή του ακροατηρίου στον τραγουδιστή και τα επιστημονικά έντυπα τυπώνουν τα ονόματα των συγγραφέων με έντονα γράμματα. Οι μεσάζοντες βρίσκονται μεταξύ των δραστών και των μεσολαβητών. Δεν “περνούν” ή “μεταδίδουν” απλώς, αφού παρεμβαίνουν επίσης. Από την άλλη πλευρά, η κατηγορία δεν σταματά σ’ αυτά. Οι μεσάζοντες ενορχηστρώνουν την αναγνώριση, η οποία διαχωρίζει έναν δράστη από το πλήθος. Βλέπε Hennion 1989; Hennion and Meadel 1986.

Η ιδέα του καθεστώτος της μεταφοράς είναι κάπως όπως οι “φύσεις” που περιγράφονται από τους Baltanski και Thevenot. Οι 3 βασικές κατηγορίες τις οποίες έχω ξεχωρίσει περιέχουν 6 αξιώματα ορίζοντας μια κλίμακα. Αλλά υπάρχουν τουλάχιστον 3 βασικές διαφορές. Κατ’ αρχήν, δεν βλέπω να χρειάζεται να καλύψουμε μια εκ των προτέρων λίστα των διάφορων δυνατών καθεστώτων. Δεύτερον, δεν καταλαβαίνω πραγματικά γιατί κάποιος πρέπει να ψάχνει ιδανικούς τύπους – μια διαδικασία μετάφρασης μπορεί να είναι πιο γενική από την διαδικασία την ίδια, είναι δυνατόν να εξηγήσει πόσο διαφορετικοί τρόποι μετάφρασης αρθρώνονται ο ένας με τον άλλο. Δεν χρειάζομαι ούτε “επινοήσεις” ούτε “θόρυβο” για να κατανοήσω το σύστημα Τ.Ο.Δ. Πρέπει να προσθέσω επίσης ότι η ιδέα της μετάφρασης μας επιτρέπει να ξεχωρίσουμε τα 3 σημεία. Το κάθε ένα σχηματίζεται από συγκεκριμένους κανονισμούς και το δικό του σύνολο μεσαζόντων.

Η διάκριση ανταποκρίνεται, γενικώς, στη σκέψη του Thevenot (1985), “Μορφή των επενδύσεων”.

Σ’ ένα συγκλίνον δίκτυο οι βασικοί επιστήμονες είναι πλήρως ενημερωμένοι ότι τα προβλήματά τους συμπίπτουν με ένα δίκτυο προσδοκιών και απαιτήσεων πάνω από τους τοίχους του εργαστηρίου.

Η ομάδα ΒΕΤΑ στην υλική επιστήμη είναι το αρχέτυπο ενός Τ.Ο.Δ. Κατά ένα μέρος υπάρχουν χρήστες που ψάχνουν ένα υλικό που να αντιστέκεται στη θερμοκρασία και στην πίεση, το οποίο μπορεί να κολλάτε και να συγκολλάτε. Από την άλλη μεριά υπάρχει στρατηγική έρευνα σχετικά με τις φυσικές ιδιότητες των υλικών. Μεταξύ των δύο υπάρχουν υλικά φτιαγμένα να ορίζουν ερευνητικές προσπάθειες στις γενικές τεχνολογίες όπως κόλλησης και συγκόλλησης, συνεργασιών, συμμαχιών και τα υπόλοιπα. Με άλλα λόγια υπάρχει ένα χάος από βασική έρευνα στον χρήστη περνώντας μια σειρά προσεχτικά αρθρωμένων ενδιάμεσων σταδίων (Cohendet et al. 1987).

Όπως είναι εμφανές, αυτός ο ορισμός δεν είναι όπως εκείνος που χρησιμοποιείται σε κλασικούς τεράστιους αλγόριθμους. Αυτοί σχεδιάζουν τα όρια των βημάτων ως μια λειτουργία μιας αρχής της έντασης των σχέσεων μεταξύ στοιχείων.

Η Co – word ανάλυση χρησιμοποιεί αυτό το είδος υπολογισμού. (Callon et al. 1986).

Δες Gaffard 1989.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιων προτύπων τα οποία συνδέουν όλες τις τάξεις των πιθανών ομάδων:

Στην περίπτωση των ομάδων αποτελούμενων κυρίως από ανθρώπους, μπορούν να μιλήσουν ακολουθώντας τους Riveline (1983) και Oury (1983), από διοικητικές παραμέτρους που ερμηνεύουν πρότυπα και ρυθμίζουν μέσα και τις σχέσεις τους. Για παράδειγμα: ο πωλητής έρχεται σε επαφή με περισσότερους από 20 δυναμικούς πελάτες κάθε μήνα (ελάχιστη αρχή), η μηχανική παραγωγή δεν πρέπει να έχει περισσότερους από Χ απορρίψεις (μέγιστη αρχή). Το μέγεθος του τσεκ πληρωμής ενός ανεξάρτητου δημοσιογράφου (μέτρο σχετικής αφοσίωσης από την εταιρία στον υπάλληλο) είναι ανάλογο με το νούμερο των ήδη γραμμένων γραμμών.

Παραδείγματα προτύπων μεταξύ μη ανθρώπινων όντων περιλαμβάνει το υποσύστημα που αποσυνδέει τον εαυτό του αν η πορεία υπερβαίνει μια συγκεκριμένη αξία (μια ασφάλεια), την αδυναμία του καρφώματος ενός εργαλείου ανεξάρτητα από το καρφί και την πρίζα.

Τα πρότυπα που οργανώνουν τις σχέσεις μεταξύ επιστημονικών κειμένων περιλαμβάνουν αναπαραγωγή των συμβάσεων της εφημερίδας σε κάθε σελίδα μέσα σ’ ένα άρθρο, και τυποποίηση αναφορών και διαγραμμάτων.

41. Για παράδειγμα: αν μπορείς να φτάσεις τα 10 ΜΗz, μετά η ανώτερη έδρα της διαφημιστικής αγοράς διανοίγει και η τιμή θα φτάσει πάνω από $ 10.000. Μερικοί συσχετισμοί μπορούν να καλύψουν ολικώς ή μερικώς ένα Τ.Ο.Δ και τα διαφορετικά στοιχεία που το απαρτίζουν.

42. Μ’ αυτό τον τρόπο η μη γραμμικότητα και η εξάρτηση είναι ολοκλήρωμα των δυναμικών της οικονομίας.

43. Οι οικονομολόγοι θα έλεγαν ότι οι ηθικοί κίνδυνοι και η αντίθετη συλλογή είναι απίθανοι.

44. Ο Dupuy (1989) αναπτύσσει μια παρόμοια διαφωνία. Αυτό θα μπορούσε να εκφραστεί διαφορετικά: η ύπαρξη μιας νέο – κλασσικής αγοράς αποδέχεται την ύπαρξη μιας σειρά ευθυγραμμίσεων (αξιοσημείωτα: χρήστες / πελάτες) που προγραμματίζει τους δράστες και κάνει τις σπουδές αγοράς πιθανές στην πρακτική.

ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

Αυτό το κείμενο είναι κατά ένα μεγάλο μέρος προϊόν συζητήσεων με όλους τους συνεργάτες μου στο CSI, και ειδικότερα του διαλόγου που είχα την ευκαιρία να αναπτύξω πριν μερικά χρόνια με τον Bruno Latour. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους ακόλουθους για τα σημαντικά σχόλια τους: L. Boltanski, G. Bowker, D. Fixari, A. Hatchuel, J. Law, C. Riveline, A. Rip, L. Star και L. Thevenot.

REFERENCES

Aglietta, M. and Orlean, A., (1982), La violence et la monnaie, Paris: PUF.
Akrich, M., Callon, M. and Latour, B., (1987), A quoi tient le succes des innovations', Gerer et Comprendre, 11 and 12.
Akrich, M., (I988), ‘Comment decrire les objets techniques', Technique et Culture, 9.
Akrich, M., (1989a), ‘De la position relative des localites; systemes electriques et reseaux socio-politiques', in Innovation et ressources locales, Cahiers du CEE, 32.
Akrich, M. and Boullier, D., (1989b), Representation de l' utilisateur final et genese des modes d' emploi, LARES-CCETT.
Akrich, M., (1989c), ‘La construction d' un systeme socio-technique: esquisse pour une anthropologie des techniques', Anthropologie et Societe, 12.
Akrich, M., (1989d), ‘Essay in technosociology, a gazogene in Costa Rica', in P. Lemmonier ed.).
Arthur, B., (1989), 'Competing technologies increasing returns and lock-in by historical events', The Economics Journal, March.
Austin, J.L., (1970), Quand dire c' est faire, Paris: Seuil.
Bijker, W. and Law, J. (eds), (1990), Shaping Technology-Building Society, Cambridge, Mass.: MIT Press.
Bijker, W.E., Hughes, T.P. and Pinch, T. (eds). (1987), The Social Construction of Technological Systems: New directions in the Sociology and History of Technology, Cambridge, Mass.: MIT Press.
Boltanski, L. and Thevenot, L., (1987), Les economies de la grandeur, Paris: CEE-PUF.
Bourdieu, P., (1980), Le sens pratique, Paris: Ed. de Minuit.
Bourdieu, P., (1982), Lecon sur la lecon, Paris: Ed. de Minuit.
Bowker, G., (1989). What's in a patent, Mimeo, CSI.
Callon, M., (1976), 'L' operation de traduction comme relation symbolique', in P. Roqueplo, (ed.), Incidences des rapports sociaux sur le developpement des sciences et des techniques, Paris: CORDES.
Callon, M., (1980), 'Struggles and Negotiations to Define what is Problematic and What is Not. The Socio-logics of Translation', in K.D. Knorr, R. Krohn and R.D. Whitley (eds), 1980.
Callon, M., (1986), ‘Elements of a Sociology of Translation: the Domestication of the Scallops end the Fishermen of St Brieuc Bay', in J. Law, (ed.), 1986.
Callon, M., (1987), 'Society in the making', in W. Bijker et al. (eds), 1987.
Callon, M., (1989), La science et ses reseaux, Paris: La Decouverte.
Callon, M. and Latour, B, (1981), 'Unscrewing the Big Leviathan: How Actors Macro-structure Reality and How Sociologists Help them to do so', in K.D. Knorr-Cetina aid A. V. Cicourel, (eds), Advances in Social Theory and Methodology: Toward an Integration of Micro and Macro-sociologies, London: Routledge & Kegan Paul.
Callon, M. and Law, J., (1982), 'On Interests and their Transformation', Social Studies of Science, 12.
Callon, M., Law, J. and Rip, A., (1986), Mapping the Dynamics of Science and Technology, London: Macmillan.
Callon, M., Laredo, P., Rabeharisoa, V., Gonard, T. and Leray, T., (1990), 'Des outils pour la gestion des programmes technologiques: Ie cas de l' AFME', mimeo.
Cambrosio, A. and Limoges, C., (1990), ‘The controversies over the environmental release of genetically engineered organisms: shifting cognitive and institutional boundaries', mimeo.
Cohendet, P., Ledoux, M. and Zuscovitch, E., (1987), Les materiaux, nouveaux: dynamique economique et strategie europeenne, Paris: Economica.
Coleman, E., (1983), The role of notation in mathematics, Ph. D Thesis, University of Adelaide.
Crozier, M. and Friedberg, E., (1977), L' acteur et le systeme, Paris: Le Seuil.
David, P., (1987), 'New standards for the economics of standardization', in Dasgupta and Stoneman, (eds). Economic Theory and Technology Policy, Cambridge: Cambridge University Press.
Deleuze, G., (1989), Le pli, Paris: Ed. de Minuit.
Dosi, G., (1984), 'Technology and conditions of macroeconomic development', in C. Freeman (ed.), Design Innovation and Long Cycle in Economic Development, London: Frances Pincer.
Dupuy, J.P., (1989), 'Convention and common knowledge', Revue Economique, 40:2.
Dupuy, J.P., (1989), 'Introduction', Revue Economique, 40:2.
Ellul, J., (1964), The Technological Society, New York: Vintage.
Eymard-Duvernay, F., (1989), 'Conventions de qualite et formes de coordination', Revue Economique, 40:2.
Foray, D., (1989), 'Les modeles de competition technologique: une revue de la litterature', Revue d' Economie Industrielle. 48.
Freeman, C. (ed.), (1982), The Economics of Industrial Innovation, London: Frances Pinter.
Gaffard, J.L., (1989). 'Marche et organisation dans les strategies tehnologiques des firmes industrieiles', Revue d' Economie lndustrielle, 48.
Gille, B., (1978), Histoire des techniques, Paris: Gallimard.
Granovetter, M., (1985), 'Economic action and social structure: the problem of embeddedness', AIS, 91:3.
Hazen, R., (1989), La course aux supraconducteurs, Paris: Plon.
Hennion, A., (1990), Pour une sociologie de la mediation, mimeo, CSI.
Hennion, A. and Meadel, C., (1986), Publics et mesures, Paris: CNRS-CSI.
Hughes, T.P., (1983), Networks of Power: Electrification in Western Society, 1880-1930, Baltimore: Johns Hopkins University Press.
Karpik, L., (1989), 'L' economie de la qualite', Revue Francaise de Sociologie, 30.
Katz, M. and Shapiro, C., (1985), 'Network externalities competition and compatibility", American Economic Review, 75.
Katz, M. and Shapiro, C., (1986), 'Technology adoption in the presence of network externalities', Journal of Political Economy, 94:4.
Kline, S. and Rosenberg, N. (1986), 'An overview of innovation', in R. Landau and N. Rosenberg (eds), The Positive Sum Strategy, Academy of Engineering Press.
Know, K.D., Krohn, R. and Whitley R. (eds), (1980), The Social Process of Scientific Investigation: Sociology of the Sciences Yearbook, 4, Dordrecht: Reidel.
Latour, B., (1984), Microbes: guerre et pain, Paris: A.M. Metailie.
Latour, B., (1986), `Visualisation and cognition', Knowledge and Society, 6: 1-40.
Latour, B., (1988). 'Mixing Humans and Non Humans Together: the Sociology of a Door-closer'. Social Problems, 35.
Latour, B., (1988), La vie de laboratoire, Paris: La Decouverte.
Latour, B., (1989), La science en action, Paris: La Decouverte.
Latour, B., (1991), Aramis ou I'amour de la technique, in press.
Latour, B. and Coutouzis, M., (1986), 'Le village solaire de Frangocastello: vers une ethnographie des techniques contemporaines', L' Annee Sociologique.
Law, J., (ed.), (1986), Power, Action and Belief: A New Sociology of Knowledge? London: Routledge & Kegan Paul.
Law, J., (1986b), 'On the methods of long distance control: vessels, navigation and the Portuguese route to India', in J. Law, (ed.), 1986.
Law, J., (1987), ‘Technology and Heterogeneous Engineering: the Case of Portuguese Expansion' in Bijker, Hughes and Pinch (eds), 1987.
Law, J. and Callon, M., (1988), 'Engineering and Sociology in a Military Aircraft Project: A Network Analysis of Technical Change', Social Problems, 35.
MacKenzie, D. and Wajcman, J., (1985), The Social Shaping of Technology, Milton Keynes: Open University Press.
Mustar, P., (1989), La creation d' entreprises par des chercheurs: deux etudes de cas, Paris: CSI.
Nelson, R. and Winter S., (1977), ‘In search of a useful theory of innovation', Research Policy, 6.
Oury, J.M., (1983), Economie politique de la vigilance, Calmann Levy.
Parsons, T., (1977), The Evolution of Societies, Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
Perrin, J., (1988), Comment naissent les techniques, Paris: Published.
Rabeharisoa. V., (1990), La construction de reseaux technico-economiques dans le domaine de la regulation thermique, Paris: CSI-AFME.
Reynaud, J.D., (1989), Les regles du jeu, Paris: A. Golin.
Riveline, C., (1983), ‘Nouvelles approches des processus de decision: les apports de la recherche en gestion', Futuribles, 72.
Star. S.L., (1988), 'Introduction: The Sociology of Science and Technology', Social Problems 35.
Thevenot, L., (1985), ‘Les investissements de forme’, in Conventions economiques, Paris: CEE-FUF.
Thevenot, L., (1989), 'Equilibre et rationalite dans un univers complexe', Revue Economique, 40.
Touraine, A., (1974), La production de la societe. Paris: Le Seuil.
Van der Belt, H. and Rip, A., (1987), 'The Neison-Winter-Dosi model and
synthetic dye chemistry' in Bijker et al. (eds), 1987.
Von Hippel, E., (1988), The Sources of Innovation, Oxford: Oxford University Press.
Winner, L., (1977), .Autonomous: Technology: technics-out-of-control as a theme in political thought, Cambridge, Mass.: MIT Press.
Winner, L., (1986), The Whale and the Reactor, Chicago: University of Chicago Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου