Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ



ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΗΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ


Mary Hesse

Ερχόμενος αντιμέτωπος με αυτό που είδε ως κίνδυνο για την κοινωνία στην υπεροχή της φυσικής επιστήμης και ύφεση στη θρησκεία και στα ήθη, ο Γάλλος κοινωνιολόγος Emile Durkheim αναζήτησε τις καταβολές της θρησκείας και της επιστήμης στη λειτουργία τους στις πρωτόγονες κοινωνίες ως εγγυητές κοινωνικής αλληλεγγύης (2). Σε αντίθεση με τους Frazer, Tylor και άλλους προηγούμενους ανθρωπολόγους έψαξε για την εσωτερική κατανόηση του μύθου και της τελετουργίας σε κοινωνικούς όρους αντί να τους θεωρήσει ως αποτυχημένες προσπάθειες να δηλωθούν αντικειμενικές αλήθειες για τον φυσικό κόσμο, τέτοιου είδους όπως αυτές στις οποίες κατέληξε τελικά η φυσική επιστήμη. Δεν χρειάζεται να αποδεχτούμε την αθεϊστική άποψη του Durkheim σχετικά με την ταύτιση του Θεού με την κοινωνία, ούτε τις πολιτικά απολυταρχικές συνέπειες που επακολούθησαν ορισμένες φορές από αυτήν την ταύτιση για να δούμε ότι ο Durkheim έχει θέσει μια σειρά ζητημάτων ζωτικής σημασίας για μια συζήτηση της επιστήμης και των μύθων και των δογμάτων της θρησκείας. Γιατί αυτό που έχει κάνει είναι να εισάγει ξανά ένα τρίτο παράγοντα στην αιώνια διχοτομία ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία, κυρίως την κοινωνία και τις επιστήμες του ανθρώπου. Θέλω σε αυτό το κεφάλαιο να εξερευνήσω ορισμένες συνέπειες αυτής της προσέγγισης.

Θα ξεκινήσω ξαναγυρίζοντας σε κάποια γνώριμα εδάφη : πως οριστικοποιήθηκε η διχοτομία ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία κατά τη διάρκεια της επιστημονικής επανάστασης του δεκάτου εβδόμου αιώνα, πως έγινε να βλέπουμε τις φυσικές επιστήμες ως την επιτομή της αντικειμενικής γνώσης και επομένως απέκτησαν ένα μονοπώλιο της κατανόησης της αληθείας ουδετέρων αξιών, και πως αυτό οδήγησε σε δύο ακραίες απόψεις που βρίσκουμε στη σύγχρονη φιλοσοφική θεολογία.

Η μια είναι ότι η θεολογία είναι μεταφυσική και χωρίς νόημα, η άλλη ότι το νόημα και η αλήθεια της ορίζονται εσωτερικά σε ένα συγκεκριμένο είδος γλωσσικού παιχνιδιού το οποίο είναι ένα ανάμεσα σε πολλά τέτοια πιθανά παιχνίδια τα γνωστικά κριτήρια των οποίων είναι αμοιβαίως ανεξάρτητα. Μετά θα εξετάσω ορισμένες σύγχρονες κριτικές της επιστημονικής έννοιας της “αλήθειας” που προϋποθέτεται στις δύο αυτές απόψεις και θα δούμε πως επηρεάζεται από την αυξανόμενη επιστημολογική σημασία των ανθρωπίνων επιστημών. Ερμηνεύοντας ορισμένες όψεις αυτών των επιστημών ως ιδεολογία με αξίες, θα εξετάσω έως ποιο σημείο η χριστιανική θεολογία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια ιδεολογία και μέσο παραδειγμάτων θα αντιπαραθέσω την ερμηνεία της σχετικά με τη φύση και το πεπρωμένο του ανθρώπου με αυτή δύο άλλων σημαντικών μοντέρνων συστημάτων που βρίσκονται στα έργα των Jaques Monod και Louis Althusser.


I

Ο “νέος τρόπος του φιλοσοφείν” που προέκυψε από την επιστημονική επανάσταση του δεκάτου εβδόμου αιώνα κληρονόμησε δύο παραδόσεις που παρέμειναν σε αυξανόμενη, αν και εν μέρει μεταμφιεσμένη ένταση από τότε. Αυτές οι παραδόσεις ήταν από τη μια η παράδοση της λογικής κοσμολογίας που κληρονομήθηκε από τις Ελληνικές επιστήμες εκ των οποίων προήλθε το θεωρητικό πλαίσιο των νέων επιστημών, και από την άλλη οι πρακτικές παραδόσεις των εργατών, των πλοηγών, των μεταλλουργών και των αλχημιστών εκ των οποίων προήλθε η έννοια της πειραματικής δοκιμής και η ελπίδα για τεχνικό έλεγχο της φύσης. Όπως το εξέφρασε ο Francis Bacon στην αρχή αυτής της επιστημονικής κίνησης:

“... το ζήτημα δεν είναι απλή ευστοχία εικασίας, αλλά η αληθινή εργασία και οι τύχες της ανθρώπινης φυλής και όλη η δύναμη της λειτουργίας ..”. Και έτσι αυτά τα δίδυμα αντικείμενα, η ανθρώπινη Γνώση και η ανθρώπινη δύναμη συναντώνται σε ένα, και λόγω της άγνοιας των αιτιών αποτυγχάνει η λειτουργία. (3)

Από την αρχή αυτή η δυϊκή κληρονομιά εξέθεσε την επιστήμη σε αντικρουόμενα κριτήρια. Η κοσμολογία, στην Αριστοτελική μορφή της, ήταν μέχρι την Κοπερνική επανάσταση μια έκφραση μιας παγκόσμιας άποψης. Στη μορφή που χριστιανοποιήθηκε από τον Ακίνα εξέφραζε την άποψη του ανθρώπου ως κορωνίδας της δημιουργίας, παίζοντας το δράμα της ιστορίας και της λύτρωσης στη σταθερή σκηνή ενός σύμπαντος με κέντρο τη γη, γύρω από το οποίο περιστρέφονται άλλες σφαίρες που παρέχουν τη γη και τα ανθρώπινα οφέλη του φωτός, της ζέστης και ίσως της αστρικής επιρροής. Η παραδοσιακή εναλλακτική κοσμολογία ήταν το σύμπαν της διαμόρφωσης πιθανοτήτων ατόμων που κινούνται αυθαίρετα στο χώρο και αυτό απορρίφθηκε γενικά ως χαοτικό, αθεϊστικό και ηθικά εκφυλιστικό. Η αποδεχόμενη κοσμολογία ήταν επομένως, σαν την έννοια του Durkheim, μέρος ενός ενοποιημένου συστήματος μέσω του οποίου ο άνθρωπος κατανοούσε τον εαυτό του, την κοινωνία του και την ιστορία του.

Η έμφαση στην εμπειρική δοκιμή θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με αυτήν την λειτουργία της κοσμολογίας. Ο εμπειρισμός εισήγαγε μια έννοια της αλήθειας και της γνώσης μέσω της οποίας η επιστήμη φαινόταν να έχει τον σκοπό του να “αντανακλά” έναν εξωτερικό κόσμο που ήταν “απομακρυσμένος” από τον άνθρωπο και σύμφωνα με αυτήν την αρχή ολοκληρωτικά ανεξάρτητος από αυτόν. Ο σκοπός της επιστήμης ήταν να αποκαλύψει “τα γεγονότα” άσχετα με τις επιπτώσεις τους στο σύστημα αξιών του ανθρώπου και την άποψη του για τον εαυτό του και την κοινωνία. Τα θεολογικά και ηθικά επιχειρήματα υπέρ και κατά ορισμένων όψεων της επιστημονικής θεωρίας άρχισαν να θεωρούνται ως άσχετα, αν και αυτά τα επιχειρήματα έπαιζαν ακόμα έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιστήμη του δεκάτου εβδόμου αιώνα, για παράδειγμα στην απόρριψη της αστρολογίας που θεωρούνταν να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την ελευθερία του ανθρώπου όπως την εγγυώνταν η χριστιανική αποκάλυψη και η απόρριψη των τελολογικών εξηγήσεων στην επιστήμη που διαχωρίστηκαν από τον Bacon ως αρμοδιότητα της θεολογίας, όχι της επιστήμης :

“οι τελικές αιτίες, είπε, είναι σαν παρθένες αφιερωμένες στον Θεό και είναι επομένως άγονες από εμπειρικό καρπό για το καλό του ανθρώπου”. (4)

Αυτό που έχουν αποκαλέσει πολλές φορές η “απογοήτευση” του κόσμου (Max Weber) και ο “διαχωρισμός της λογικής” (T. S. Eliot) έγινε η προϋπόθεση της επιστήμης. Και όχι μόνο της επιστήμης, εφόσον η νέα έννοια της αντικειμενικής χωρίς αξίες επιστημονικής αλήθειας άρχισε να μεταφέρεται επίσης σε αυτές τις όψεις της θεολογίας που σφετερίζονταν το θέμα της επιστήμης : την κοσμολογία, την ιστορία της γης και των βιολογικών ειδών, τη φύση της ζωής, τον νου και την ψυχή και την υποτιθέμενη θεόσταλτη δραστηριότητα του θείου στις ανθρώπινες υποθέσεις. Δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι εφόσον αυτή η έννοια προήλθε και ταίριαζε στην επιστημονική γνώση, προκάλεσε δυσκολίες όταν εφαρμόστηκε ως μέτρο στις θεολογικές διεκδικήσεις. Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε λεπτομέρειες από διάφορες πληκτικές και γελοίες διαμάχες ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη. Η έκβαση στη μοντέρνα φιλοσοφία της επιστήμης και της θρησκείας υπήρξε διπλή : κατά πρώτον η θετικιστική αντίδραση που απορρίπτει κάθε ισχυρισμό που δεν υπόκειται σε επιστημονική δοκιμή ως “άνευ νοήματος” ή τουλάχιστον όχι γνωστικά έγκυρο, μη σχετιζόμενο με γνώση και αλήθεια, κατά δεύτερον η αντίδραση των μετέπειτα οπαδών του Wittgenstein που προβάλλουν μια πολυπλοκότητα “αληθειών”, έγκυρες σε διαφορετικά και ανεξάρτητα γλωσσικά παιχνίδια, κάθε μια αναπόσπαστη σε διαφορετικές μορφές ζωής που να μην αντιπαρατίθενται η μια με την άλλη και ανάμεσα στις οποίες δεν γίνονται κρίσεις για σχετική εγκυρότητα. Η πρώτη από αυτές τις αντιδράσεις είναι ίσως πιο τονωτική για τη θεολογία, καθώς περιλαμβάνει μια ανοιχτή πρόκληση στο δικαίωμα της θεολογίας να υπάρχει ως γνωστική πειθαρχία. Η δεύτερη έχει ενθαρρύνει ένα εξέχων πειρασμό προς μια γκέτο νοημοσύνη των θρήσκων που έχουν σύμφωνα με αυτή το δικαίωμα να παίζουν τα δικά τους παιχνίδια φτάνει η δική τους μορφή ζωής να μην τέμνει αυτή του επιστημονικού κόσμου.


II

Και οι δύο φιλοσοφικές αντιδράσεις ξέφυγαν εντελώς από τις κοινωνικές εικόνες στις οποίες ήθελε να επιστήσει την προσοχή ο Durkheim. Θεωρείται ακόμα κακή μορφή στα φιλοσοφικά Αγγλικά κείμενα το να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι έννοιες της αλήθειας και της γνώσης που άρχισε να ερευνά η επιστήμη τον δέκατο έβδομο αιώνα είναι η πηγή του κακού και δεν είναι απαραίτητα αιώνιες έννοιες της γνώσης και της αλήθειας. Όμως σε αυτό το σημείο η αναζήτηση της επιστημονικής και φιλοσοφικής διαμάχης επιλύνεται. Οι ίδιες οι έννοιες της αλήθειας και της γνώσης είναι αντικείμενο σοβαρής επίθεσης από πολλές πλευρές. Μια από τις πρώτες πηγές επίθεσης ήταν η μελέτη της ανθρωπολογίας των συστημάτων πίστης στην οποία συνέβαλε ο ίδιος ο Durkheim. Στην αρχή οι Frazer, Tylor, John Burnett στους προ - Σωκρατικούς και πολλοί άλλοι έκριναν αυτά τα συστήματα πίστης με επιστημονικά κριτήρια και τα βρήκαν απλά ψευδή. Αλλά σύντομα οι αλληλεπιδράσεις της κοσμολογίας, του μύθου, της τελετουργίας και των κοινωνικών, οικονομικών και τεχνικών θεμάτων θεωρήθηκαν ως συστηματικά μέρη ενός ολοκληρωμένου συνόλου, για το οποίο δεν ήταν άμεσα σχετικά τα εξωτερικά κριτήρια της επιστημονικής αληθείας και ψεύδους. (5) “Η αλήθεια μέσα σε ένα σύστημα πίστης” έγινε μια ισχυρότερη έννοια από την απλή αντανάκλαση γεγονότων σε εμπειρικά ικανές για δοκιμή υποθέσεις. Μια παρόμοια κατανόηση της αλήθειας σχετίστηκε επίσης με πολλές άλλες αρχές : την ιστορία των ιδεών που βλέπουμε ως τη μελέτη των συστημάτων πίστης σε “λογικές” καθώς και σε αποκαλούμενες “πρωτόγονες” κοινωνίες, την κοινωνιολογία της γνώσης, ως μελέτη συσχετισμών των πεποιθήσεων και των κοινωνικών συστημάτων, και τέλος μέσα στο παράδειγμα της ίδιας της γνώσης, η ιστορία των φυσικών επιστημών που ερμηνεύτηκε από τον Thomas Kuhn (6) και άλλους ως σειρά συστημάτων από εσωτερικά σχετιζόμενες έννοιες, μεταφυσικής και θεωριών στις οποίες η άποψη της επαλήθευσης και της διάψευσης μέσω εμπειρικής δοκιμής θεωρείται ότι έχει ελάχιστη επίδραση στις θεωρητικές εξηγήσεις που θέτει η επιστήμη από καιρού εις καιρόν ως σωστές.

Εφόσον αυτή η τελευταία επίθεση στις παραδοσιακές θεωρίες της αληθείας έχει ανοίξει το κάστρο της ίδιας της εμπειρικής γνώσης, έχει λάβει περισσότερη φιλοσοφική προσοχή από τα υπόλοιπα παραδείγματα που έδωσα. Ας παραθέσω σύντομα τις συνέπειες της για την κατανόηση της αλήθειας της επιστήμης. Το κλειδί έγκειται στη διαμάχη του δεκάτου έβδομου αιώνα ανάμεσα στην θεωρία και τον εμπειρισμό. Από την άλλη η κοσμολογική ανάγκη να περιγραφεί η ουσία της φύσης είχε ως αποτέλεσμα μια πολλαπλότητα αρκετά περίπλοκων θεωριών που είχαν ως σκοπό να αποκαλύψουν κρυμμένες οντότητες και διαδικασίες ως τις αληθινές αιτίες όλων των φυσικών φαινομένων. Από την άλλη υπήρχε η επιθυμία να πλησιάσουν αυτές οι θεωρητικές εξηγήσεις στις παγκόσμιες αλήθειες οι οποίες, σε αντίθεση με προηγούμενα μη εμπειρικά κοσμολογικά συστήματα, δεν θα παραβλέπονταν ποτέ από ακόλουθες εξελίξεις. Υπήρξαν βέβαια διαμάχες ανάμεσα σε αυτές τις θεωρητικές και εμπειρικές απόψεις των νέων επιστημών, κυρίως για τον λόγο ότι δεν μπορεί καμία εμπειρική έρευνα να εγγυηθεί την αλήθεια μιας θεωρίας, εφόσον αυτή ξεπερνά τα όρια της παρατηρήσιμης εμπειρίας σε μέγεθος, χρόνο ή χώρο. Και εφόσον η αλήθεια της θεωρίας δεν μπορεί ποτέ να εγγυηθεί, υπάρχει πάντα μια πολλαπλότητα θεωριών που θα ταιριάζουν περισσότερο ή λιγότερο με τα γεγονότα, που τα διαπιστευτήρια τους θα αυξάνονται ή θα μειώνονται με τις πολιτιστικά αποδεκτές νόρμες καθώς και με τις πειραματικές εξελίξεις και που πιθανά η κάθε μια τελικά θα καταρρίπτεται από σοβαρές επιστημονικές θεωρήσεις. Κανένας αντανακλαστικός επιστήμονας δεν είναι πιθανό να αρνηθεί ότι ο τρόπος που η επιστήμη συλλαμβάνει την ουσιώδη φύση των πραγμάτων σε οποιοδήποτε δεδομένη στιγμή θα είναι πολύ διαφορετικός σε επακόλουθες επιστήμες (αν δηλαδή η επιστήμη αντέξει αρκετά) και ότι όσο παραπέρα πηγαίνουν οι επιστήμες από τα παρατηρήσιμα γεγονότα, τόσο περισσότερο υποκαθορίζονται από τα γεγονότα, αφήνοντας διέξοδο στην πολυπλοκότητα των θεωρητικών ερμηνειών.

Διατυπωμένο σωστά, θεωρώ ότι φτάνουμε σε αυτό το συμπέρασμα και ότι αποτελεί επίσης μια οριστική ανασκευή του ιδανικού των επιστημών του δεκάτου εβδόμου αιώνα και επομένως των εννοιών του της εμπειρικής γνώσης και αλήθειας. Πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσουμε μια προφανή δυσκολία. Συχνά αντιστεκόμαστε στο να παραδεχτούμε το συμπέρασμα βάσει του ότι η επιστήμη είναι σαφώς κατά μια έννοια μια προοδευτική και όχι μια σταθερή επαναστατική υπόθεση. Ούτως ή άλλως, υποστηρίζεται, η επιστήμη είναι ένα σύστημα μιας συνεχώς συσσωρευτικής γνώσης. Έχουμε μάθει πάρα πολλά για τον κόσμο που εξερευνούμε με την επιστημονική τεχνολογία. Η γνώση είναι δύναμη, μάθαμε και επομένως μπορούμε να ελέγχουμε. Φυσικά αυτό είναι αλήθεια. Αλλά αντί να συνεπάγεται απόρριψη του συμπεράσματος που αφορά τις θεωρητικές επιστήμες, ο προοδευτικός χαρακτήρας της επιστήμης μας δείχνει πως το περίεργο είδος γνώσης που αποκτάται από τις επιστήμες μπορεί να γίνει κατανοητό και να διαχωριστεί από τη θεωρητική γνώση. Είναι το είδος γνώσης που είναι κατάλληλο για την πρόβλεψη και τον έλεγχο, είναι αυτό που μαθαίνεται από έναν οργανισμό που επιχειρεί να προσαρμοστεί και να αλλάξει το περιβάλλον του συγκεντρώνοντας στοιχεία σε πειραματικές καταστάσεις, επεξεργάζοντας τις πληροφορίες που παίρνει και μαθαίνει να προβλέπει επιτυχημένα περαιτέρω εξελίξεις στο περιβάλλον και τις επακόλουθες επιδράσεις στις πράξεις του. Δεν μας δίνει την αλήθεια σχετικά με την ουσιώδη φύση των πραγμάτων, τη σημασία της θέσης του στο σύμπαν ή πως θα πρέπει να ζήσει τη ζωή του. (7)

Αμέσως προκύπτουν δύο άλλα ερωτήματα. Πρώτον, εάν η θεωρητική εξήγηση δεν καθορίζεται από αυτήν την οργανική άποψη της επιστήμης, ποια είναι η σημασία της; Και κατά δεύτερον, πρέπει να αναβιώσουμε την έννοια της μη εμπειρικής μεταφυσικής στην προσπάθεια μας να απαντήσουμε τα μη εμπειρικά ερωτήματα, ενώ η μεταφυσική και ίσως συγκεκριμένες επιστημονικές θεωρίες επίσης υπόκεινται στα δικά τους κριτήρια αλήθειας που είναι διαφορετικά από τα οργανικά κριτήρια επιτυχημένης πρόβλεψης και ελέγχου;

Οι ερωτήσεις σχετίζονται και πιστεύω ότι η λύση και για τις δύο βρίσκεται περισσότερο στο κοινωνιολογικό παρά στο καθαρά μεταφυσικό πεδίο. Ή ακόμα περισσότερο, πιστεύω ότι οι Μαρξιστές και ο Durkheim είναι και οι δύο σωστοί στο να παρατηρούν ότι η μεταφυσική αυτή καθαυτή είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με την κοινωνική ζωή, και όχι ύλη των ανεξάρτητων , σταθερών κριτηρίων της αλήθειας, αν και μερικοί Μαρξιστές ίσως να κάνουν λάθος παρατηρώντας την σχέση αυτή ως μονόπλευρη από υποδομή σε ιδεολογική υπερδομή. Είναι καλύτερα, όπως άλλοι Μαρξιστές θα συμφωνήσουν, μια αμοιβαία και ανταποδοτική αλληλεπίδραση.

Σαν ένα παράδειγμα από τη σκοπιά της επιστήμης που εγώ σκιαγραφώ, ας πάρουμε την παρούσα κατάσταση της φυσικής κοσμολογίας, και ας σκεφτούμε αν έχει κάποια σχέση με το θρησκευτικό ‘δόγμα της δημιουργίας’ . Χρησιμοποιώντας αυτό το παράδειγμα δεν προϋποθέτω ότι τα χριστιανικά δόγματα της δημιουργίας εμπλέκονται μόνο με κοσμικές αρχές και με την μεγάλη κλίμακα δόμησης του σύμπαντος .Πολλές άλλες προσδοκίες της φυσικής επιστήμης είναι εκ πρώτης όψεως υποψήφιες για μελέτη-ιδιαίτερα αυτές τις προσδοκίες που αποτελούν οπαδούς της υπεραπλούστευσης της βιολογίας και της ψυχολογίας που φαίνονται να μάχονται τις απόψεις του ανθρώπου ως ελεύθερο μέλος στην προσωπική του, κοινωνική ,και ιστορική ζωή στην οποία αυτός , και στην πραγματικότητα ο μη-ανθρώπινος κόσμος επίσης, καλούνται να είναι εκτεθειμένοι στην προσωπική, και επομένως στην μη-δικονομική , δραστηριότητα του Θεού. Θα επιστρέψω σε μερικά από αυτά τα θέματα στο κεφάλαιο IV παρακάτω.

Όλες οι φυσικές κοσμολογικές θεωρίες του ‘μοντέλου των γαλαξιών’ είναι ξεκάθαρα ως επί των πλείστων υπό καθορισμών από τα γεγονότα. Η μοντέρνα κοσμολογία ξεκινάει με την γενική θεωρία της σχετικότητας του Einstein, που είναι μια θεωρία παραμόρφωσης της καμπυλότητας του χώρου από την καθολική διανομή της ενέργειας-μάζας στο διάστημα. Οι εξισώσεις αυτής της θεωρίας επιτρέπουν μια λύση που προβλέπει ότι το σύμπαν εξαπλώνεται ,και αυτή η πρόβλεψη φαίνεται να επιβεβαιώνεται με τις ήδη παρατηρήθηκες ‘μετατοπίσεις του φάσματος προς το ερυθρό’ των αστρικών γαλαξιών , που υποδεικνύει πως απομακρύνονται από μας προς όλες τις κατευθύνσεις με ταχύτητα που αυξάνει με τις αποστάσεις τους. Δυο συμπεράσματα ακολουθούν αυτό το μοντέλο όσο αφορά τον χρόνο και το χώρο. Πρώτον, όταν η απόσταση γίνεται τόσο μεγάλη ώστε η ταχύτητα απομάκρυνσης πλησιάζει την ταχύτητα του φωτός οι γαλαξίες γίνονται αόρατοι σε μας, και επομένως υπάρχει ένα όριο στο μέγεθος ,τουλάχιστον στο παρατηρούμενο σύμπαν. Δεύτερον, κάνοντας μια αναγωγή πίσω στο χρόνο, υπήρχε μια στιγμή όπου ολόκληρη η ύλη ήταν μαζεμένη σε μια πυκνή περιοχή του σύμπαντος, υπό φυσικές συνθήκες που δεν μπορούμε να φανταστούμε ή να ελπίζουμε πως θα περιγράψουμε με σιγουριά, και πέρα από την οποία οποιαδήποτε επιπλέουσα αναγωγή πίσω στο χρόνο είναι τόσο υποθετική όσο να είναι πρακτικά ανακόλουθη με κάθε κατανοητή πειραματική μαρτυρία. Οι τελευταίες εκτιμήσεις για την ημερομηνία της γέννησης του σύμπαντος καθώς γνωρίζουμε δίνεται στα μοντέλα του ‘big bang’ σαν δέκα χιλιάδες εκατομμύρια χρόνια πριν.

Υπάρχουν πάρα πολλά εναλλακτικά μοντελοποιημένα σύμπαντα στην επιστημονική κοσμολογία, όλα περισσότερο ή λιγότερο ταιριάζουν στα γεγονότα όπως τα γνωρίζουμε από τις πολύ περιορισμένες παρατηρήσεις μας στο χώρο και στο χρόνο, μεταξύ των οποίων επιπλέοντα παρατηρησιακά tests είναι πολλές φορές δυνατά αλλά ποτέ κάτι οριστικό δεν συνάγεται. Ο πιο φημισμένος αντίπαλος της θεωρίας του ‘big bang’ είναι η θεωρία της ‘σταθερής κατάστασης. Αυτό δημιούργησε μια εσφαλμένη θεολογική έξαψη, όταν προτάθηκε, διότι απαιτούσε μια συνεχιζόμενη δημιουργία ατόμων υδρογόνου μέσα στο διάστημα, με αποτέλεσμα να ανανεώνεται η συνολική ύλη-ενέργεια στο παρατηρηθέν σύμπαν για να ισορροπήσει την αποσυρόμενη ύλη που χάνεται πίσω από τον ορίζοντα, και να διατηρεί μια συνολική ομοιογένεια της σύστασης της ύλης μέσα στο χώρο και στο χρόνο χωρίς το ιδιαίτερο σημείο αναφοράς της τεράστια υψηλής πυκνότητας. Αλλά οι τελευταίες αποδείξεις μοιάζουν να εναντιώνονται σ’ αυτό το μοντέλο. Υπάρχουν επίσης μοντέλα που προϋποθέτουν περιοδικές διαστολές και συστολές του σύμπαντος, που ίσως να συνάγουν τα περίεργα συμπεράσματα ότι ο χρόνος πηγαίνει πίσω σε φάσεις συστολής συγκριτικά με τον εμπρόσθιο χρόνο στην δική μας φάση διαστολής

Αλλά αν και η επιστημονική φαντασία μερικές φορές φαίνεται να αντικαθιστά τον θρησκευτικό μύθο στην κοινωνία μας, καμία σοβαρή κοσμολογία ή επιστημονική φαντασία είναι θεολογία, και αρκετά σημαντικές παρατηρήσεις πρέπει να γίνουν για την σπουδαιότητα αυτών των κοσμολογικών μοντέλων. Πρώτα, όπως έχω πει, υπάρχουν σοβαρά υπό καθορισμό ερωτήματα απ’ οτιδήποτε μπορούμε να παρατηρήσουμε, ώστε είναι αδιανόητο ότι, θα μπορέσουμε ποτέ να αγγίξουμε με μια λογική επιστημονική ερμηνεία μια οριστική αληθινή θεωρία της φυσικής δομής και της ιστορίας του σύμπαντος σαν ολότητα. Δεύτερον, αν και μερικές φορές συγκεκριμένα μοντέλα μπορούν να ελεγχθούν με παρατηρήσεις και τουλάχιστον διακριτικά να απορριφθούν ως ασύμβατες , τα πιο σημαντικά κριτήρια αποδεκτικότητας τέτοιων μοντέλων είναι μαθηματικά : τα μοντέλα θα πρέπει να έχουν ένα σταθερό βαθμό μαθηματικής απλότητας για να είναι διαχειρήσιμα, και υπάρχουν επίσης άλλα κριτήρια καλαισθησίας για το καλό ενός μαθηματικού μοντέλου που δεν έχει τόσο άμεση σχέση με το εμπειρικό γεγονός .

Τρίτον, τα κριτήρια για την ‘καλοσύνη’ ενός μοντέλου αναμφίβολα στην σημερινή κοσμολογία δεν περιλαμβάνουν κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί θεολογικό. Είναι μια αλήθεια για την αποδεκτή φυσική στην επιστημονική μας κοινότητα -το δόγμα δεν επηρεάζει την κοσμολογία, ακόμα και υπό την σκοπιά μιας πηγής φανταστικών υποθέσεων. Αυτό δεν ίσχυε πάντα- για την αριστοτελική και την νευτώνεια θεολογία ήταν μια πηγή επιστημονικών υποθέσεων- και μπορεί να μην είναι έτσι στο μέλλον, αλλά αν είναι απαραίτητη μια αλλαγή στην επιστημονική πρακτική αυτής της άποψης, θα πρέπει να είναι μια θεμελιώδης αλλαγή , αφορούσα την παραδεκτηκότητα των μη-φυσιολογικών, ή σε κάθε περίπτωση μη-φυσικών , οντοτήτων. Ο Θεός εγκαταλείφθηκε από τον Laplace σαν αστρονομική υπόθεση, όχι απαραίτητα γιατί ο Laplace ήταν αθεϊστής, αλλά γιατί η εισαγωγή του όρου ‘από μηχανής Θεός’ έβαλε ένα φρένο στην υπό-δοκιμήν επιστήμη: ένας τέτοιος Θεός θα μπορούσε να προκαλέσει κάθε πράξη, και άρα η παρουσία ή η απουσία του σε συγκεκριμένες πράξεις θα μπορούσε να επαληθευτεί ή να διαψευστεί από κάθε εμπειρικό test .Επιπλέον, η θεολογία δεν θα αποκτήσει κάτι από μια τέτοια επαναπαρουσίαση της υπόθεσης του Θεού, γι αυτήν , όπως όλοι οι συλλογισμοί που προτείνουν νέες επιστημονικές θεωρίες, θα είναι αίτιο διακύμανσης της επιστημονικής μόδας, όπως ήταν για παράδειγμα η υπόθεση του ατομισμού.

Το τέταρτο σημείο που παρατηρώ είναι ότι υπάρχει στην κοινωνία μας μια μικρή επιρροή της φυσικής κοσμολογίας πάνω στην κοινωνική ιδεολογία ή μυθολογία. Οι κοινωνικές και σε κάποιο βαθμό οι βιολογικές επιστήμες είναι τώρα πιο καρποφόρες πηγές νοημάτων της κατανόησης του ανθρώπου για τη θέση του στον κόσμο. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολύπλοκοι, γυρίζοντας πίσω στις αρχές της βιολογίας και της κοινωνικής επιστήμης του 19ου αιώνα, και σίγουρα περιλαμβάνουν την καινούργια κατανόηση της σπουδαιότητας των φυσικών επιστημών που έχω περιγράψει. Όποιοι και να είναι οι λόγοι , έχουν τη συνέπεια να προσπαθούν να αντλήσουν υποστήριξη ή να παρουσιάζει στο κοινωνικό μας περιβάλλον την αναίρεση θεολογικών δογμάτων από την φυσική ως άσχετη σαν αντίστοιχες κινήσεις με σεβασμό σε κάθε άλλη ιδεολογία που μπορεί να υπάρχει. Αυτό που ειπώθηκε δεν αντικρούει το ότι υπάρχει μια εντελώς βαθιά επιστημονική φαντασία που χρησιμοποιεί την κοσμολογία στα ενδιαφέροντα των θεολογικών , κοινωνικών και ψυχολογικών γνώσεων στο βάθος τους, όπως για παράδειγμα στα έργα ‘2001’ και το ρωσικό ‘Solaris’ .Αλλά το θέμα είναι ότι αυτές οι βαθιές γνώσεις προέρχονται από εντελώς άλλες πηγές παρά από την φυσική επιστήμη. Τότε ποιες είναι αυτές οι πηγές ; Μέχρι τώρα έχω προτείνει ότι οι πηγές των νοημάτων δεν πρέπει να τις αναζητήσουμε στο είδος των μεταφυσικών συστημάτων που πιστεύαμε πως συνεισφέρουν ένα μονοσήμαντο περιεχόμενο της αλήθειας με την επιστήμη. Η επιστήμη μας έδωσε ένα κόσμο αντικειμενικό προς εμάς, ουδέτερο προς τους σκοπούς του ανθρώπου, που αν εμείς δεχτούμε την πειθαρχία των αμερόληπτων πειραματικών ερευνών, μπορούμε να ελέγχουμε οργανικά. Στην πραγματικότητα είναι μόνο μια κουβέντα (δεν επιθυμώ να συνηγορήσω με κανένα είδος φιλοσοφικού ιδεαλισμού) αλλά ο οργανικός έλεγχος ούτε καν εισχωρεί στις επιστημονικές θεωρίες που χρειαζόμαστε για να χειριστούμε επιδέξια τον κόσμο ,και βεβαίως όχι να αποκαλύψει σε μας τις σημασίες του. Αν σκοπεύουμε να κατανοήσουμε τις σημασίες θα πρέπει να τοποθετηθούμε, ξεχωριστά και συνεταιρικά, πίσω στην κατάσταση. Αλλά μια προειδοποίηση εδώ. Ότι είπα πριν ,μέσα στο θεολογικό περιβάλλον μπορεί να μην εμφανιστεί ως κάτι που προκαλεί ένα στιγμιαίο τρόμο ή μια αμφισβήτηση. Έχουμε συνηθίσει να ακούμε ότι ‘η θεολογική αλήθεια δεν είναι προτασιακή’, αλλά είναι προσωπική, έχοντας να κάνει με την υποχρέωση και την εμπιστοσύνη. Αλλά δεν πρέπει να τονιστεί ότι κανένα από αυτά που έχουν ειπωθεί στην Αγγλόγλωσση θεολογική φιλοσοφία έχει αρχίσει να ασχολείται με το πρόβλημα της αλήθειας σ ένα επίπεδο νοητικής ακαμψίας που ταιριάζει στην Αγγλόγλωσση φιλοσοφική φιλολογία .Γνωρίζω ότι αυτό φαίνεται σαν σκληρή κρίση ,αλλά οτιδήποτε έχει γίνει στην Γερμανική και στην Γαλλική γλώσσα έχει γίνει με τις δικές τους φιλοσοφικές παραδώσεις, εν τούτοις η ακρίβεια της μετάφρασης αυτών στα Αγγλικά, δεν είναι μια ικανοποιητική συνεισφορά στην Αγγλική φιλοσοφική μελέτη. Οι χριστιανοί θεολόγοι όλων των λαών απορρίπτουν με το δικό τους ρίσκο τις ενσαρκώσεις τους με τις δικές τους φυσικές γλώσσες και φιλοσοφική παράδοση.

Δεν είμαι σε θέση να κάνω κάτι παραπάνω σε ότι αφορά την φύση του προβλήματος απ’ το να αγγίξω την επιφάνειά του. Πιστεύω πως υπάρχουν δυο κατευθύνσεις στις οποίες μπορούμε να ψάξουμε για βοήθεια. Η πρώτη είναι μέσα στις επιστήμες του ανθρώπου σ’ αυτές καθαυτές, οι οποίες έρχονται αντιμέτωπες με ένα παρόμοιο δίλημμα: οι προσπάθειες τους να εξαπλώσουν τις μεθόδους της φυσικής επιστήμης στα δικά τους χωρία φαίνεται να καταρρέουν, και από την άλλη πλευρά δεν είναι ξεκάθαρο τι είδους θεωρίες σχετικές με τον άνθρωπο και την κοινωνία πρέπει να αντικαταστήσουν την οργανική αντικειμενικότητα της φυσικής επιστήμης. Και δεύτερον, και πιο σχετικό με την χριστιανική θεολογία, οι επίκαιρες κρίσεις στην κατανόηση του ανθρώπου για τον εαυτό του έχουν ωθήσει ιδεολογίες που συναγωνίζονται ξεκάθαρα την χριστιανική κατανόηση του ανθρώπου και της ιστορίας του, έτσι ώστε για πρώτη φορά για αρκετές δεκαετίες υπάρχει ένα σοβαρό νοητικό ενdιαφέρον για τις θεολογικές ερωτήσεις που ρωτούνται σε επίπεδα που είναι ιδεολογικά παρά επιστημονικά.

III

Η εικόνα των φυσικών επιστημών που έχω παρουσιάσει έχει δυο χαρακτηριστικά που είναι σχετικά με τις κοινωνικές επιστήμες. Πρώτον, το κριτήριο της επιτυχίας στην φυσική επιστήμη είναι η επιτυχία στην πρόβλεψη και τον έλεγχο. Δεύτερον, θεμελιώδεις θεωρίες ή θεμελιώδη πλαίσια εργασίας δεν μπορούν να ερμηνευτούν σαν προσπάθειες ρεαλιστικής περιγραφής των κρυμμένων χαρακτηριστικών του εξωτερικού κόσμου, αλλά περισσότερο σαν συγκεκριμένη άποψη για τον κόσμο, μερικώς καθορισμένη από ενδιαφέροντα παρά από προφητικές επιτυχίες. Δεν πρέπει μόνο οι θεωρίες αυτές καθαυτές να πηγαίνουν και να έρχονται ,αλλά επίσης και τους σκοπούς που υπηρετούν : σε ένα πολιτισμό μπορεί να είναι θεολογικές και μεταφυσικές ,σε άλλες κοινωνιολογικές , και σε άλλες (σαν τη δική μας) η αποδοχή πολλών φυσικών θεωριών μπορούν να κατανοηθούν πλήρως μόνο με όρους των εσωτερικών αισθητικών κριτηρίων. Όταν πρωτοξεκίνησε η ιδέα της προέκτασης των επιτυχημένων μεθόδων των φυσικών επιστημών στις επιστήμες του ανθρώπου, αυτό έγινε τον 19ο αιώνα, ήταν αναπόφευκτο να είναι ταυτόσημα τα κριτήρια της αλήθειας για την κοινωνική θεωρία με αυτά της φυσικής θεωρίας. Στην σύγχρονη διαφωνία για το σκοπό της φυσικής επιστήμης, ακολουθήθηκε η πεποίθηση ότι η έρευνα για την κοινωνική θεωρία θα έπρεπε να γίνει μια έρευνα για αντικειμενικούς, ουδέτερους σε αξίες ,περιγραφικοί νόμοι και εξηγήσεις, με όρους των οποίων το βασικό υποκείμενο των κοινωνικών επιστημών, ο άνθρωπος, πρέπει να φαίνεται εντελώς φυσικό φαινόμενο, προσδιοριστέο με όρους παρατηρησιακών προϊόντων : συμπεριφορά, γλώσσα, κωδικοποιημένοι νόμοι και συνήθειες, οι σημασίες και οι δυνάμεις της οικονομικής παραγωγής.

Η έρευνα ήταν μια ριζοσπαστική αποδέσμευση με όλες τις προηγούμενες θεωρίες του ανθρώπου και της κοινωνίας, που ήταν βαθιά εξαρτημένες από τις ‘γεμάτες αξίες’ ερμηνείες της ανθρώπινης θέσης μέσα στο κόσμο, και την συγγενική σημασία του ατόμου και της κοινωνίας. Επίσης η έρευνα ήταν μη ρεαλιστική. Αν ήταν φανταστική στην πρακτική εξαιτίας της ακραίας πολυπλοκότητας και της ραγδαίας αλλαγής του χαρακτήρα του αντικειμένου, ή αν είναι μη ρεαλιστική κατ’ αρχήν εξαιτίας των θεμελιωδών διαφορών μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου σαν υποκείμενα έρευνας, είναι μια υπόθεση που συνεχίστηκε χωρίς συμπεράσματα για εκατό χρόνια. Αλλά όποιες σκέψεις μπορεί να έχουν γίνει σχετικά με αυτή τη μελέτη, η οποί της αναφοράς της έχουν στραφεί σε διαφορετικό επίπεδο σαν αποτέλεσμα της καινούργιας και διευκρινισμένης εικόνας των φυσικών επιστημών, που έχω περιγράψει. Ας αναλογιστούμε τι συμβαίνει εάν συνδυάσουμε τα δυο χαρακτηριστικά της φυσικής επιστήμης τώρα που έχει κατανοηθεί στις κοινωνικές επιστήμες η υπόθεση ότι τα δυο είδη της επιστήμης να ταυτίζονται. Πρώτον, ο σκοπός των κοινωνικών επιστημών έχει πραγματωθεί στην οργανική πρόβλεψη και έλεγχο. Δεύτερον, οι θεωρίες των κοινωνικών επιστημών, που είναι σίγουρα υπό καθορισμών όμοια με αυτές των φυσικών επιστημών αν όχι περισσότερο, χρειάζονται κριτήρια καθορισμού απ ’ότι οργανικά ,και μπορούν να προέρχονται από τις ίδιες θεολογικές, μεταφυσικές, και ιδεολογικές πηγές όπως αυτά της φυσικής επιστήμης εξ’ ολοκλήρου από την ιστορία της. Τα αισθητικά μαθηματικά κριτήρια είναι απίθανο να είναι σχετικά , εφόσον οι κοινωνικές θεωρίες δεν είναι πιθανό να είναι δομημένες με τόση μαθηματική λεπτομέρεια όσο οι θεωρίες της φυσικής, αλλά ίσως θα έπρεπε να προστεθεί μια νέα πηγή κριτηρίων, δηλαδή τα ενδoσκοπικώς ψυχολογικά- αυτό που οι Dilthey και Weber περιέγραψαν σαν ‘verstehen’, η κατανόηση των ανθρώπινων ερμηνειών όπως ήταν από την εσωτερική φύση.

Η αναγνώριση αυτών των απαραίτητων χαρακτηριστικών της θεωρίας της κοινωνικής επιστήμης μας μετέφερε μακριά από την έννοια των αντικειμενικών περιγραφών ενός απανθρωπισμένου εξωτερικού κόσμου οι οποίες ομοίως ήταν ο τελικός σκοπός της φυσικής και κοινωνικής επιστήμης στον εμπειρισμό του 19ου αιώνα .Και η μελέτη του πρώτου χαρακτηριστικού της φυσικής επιστήμης , το κριτήριο της επιτυχημένης πρόβλεψης και ελέγχου, ξεσήκωσε ερωτήματα σχετικά με τις κοινωνικές επιστήμες που δεν δημιουργήθηκαν για τις φυσικές επιστήμες μέχρι πολύ πρόσφατα. Θα έπρεπε ο σκοπός της κοινωνικής επιστήμης να είναι κυρίως η πρόβλεψη και ο έλεγχος; Θέτοντας αυτό έτσι, γίνεται σαφές ότι μια καταφατική απάντηση είναι αυτή καθαυτή μια πολύτιμη κρίση της μεγάλης σπουδαιότητας για τη μελέτη της κοινωνικής επιστήμης. Οι διαμάχες μεταξύ της κοινωνικής επιστήμης των μηχανικών και της παραδοσιακής πολιτικής σοφίας, μεταξύ των μηχανοποιημένων συστημάτων-θεωριών και των θεωριών που εξηγούν την θέση του ανθρώπου στην κοινωνία και την ιστορία ανθρωπιστικά, αμέσως εισηγούνται, και μεταξύ αυτών των διαφωνούντων απόψεων του τι θα έπρεπε να είναι η κοινωνική επιστήμη, πρέπει απαραίτητα να παρθούν πολύτιμες αποφάσεις, και θεολογικές κρίσεις θα πρέπει σίγουρα να είναι σχετικές, αν και είναι σαφώς παρούσες ή απούσες.

Ίσως δυστυχώς για την θεολογία , γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο διότι οι προσπάθειες να παραχθεί μια κοινωνική επιστήμη ουδέτερη σε αξίες διαρκώς εγκαταλείπονται στην καλύτερη περίπτωση ως μη ρεαλιστικές, και στην χειρότερη αυτοαπατηλή, και αντικαθίστανται από κοινωνικές επιστήμες που βασίζονται σε αναμφίβολες ιδεολογίες, ή τουλάχιστον σε σαφή σημεία μιας άποψης σχετική με συγκεκριμένα ενδιαφέροντα στην κοινωνία.(8) Μερικές από αυτές έχουν απανθρωπιστικές και αθεϊστικές συνέπειες που περιορίζονται στο να μάχονται τις Χριστιανικές επεξηγήσεις του ανθρώπου και της κοινωνίας. Θα αφιερώσω το υπόλοιπο αυτής της εργασίας στην περιγραφή δυο από αυτών, προερχόμενων ,όπως συμβαίνει, αμέσως και εμμέσως από τον γαλλικό Μαρξισμό. Δεν επιθυμώ να υποστηρίξω ότι αυτά τα δυο παραδείγματα είναι , υπό οποιαδήποτε οπτική γωνία, αντιπροσωπευτικά απόψεων που αντλήθηκαν από την θεωρία της κοινωνικής επιστήμης, και συγκεκριμένα από τον Αγγλόφωνο κόσμο, αλλά να μελετήσω κάποιες ακραίες περιπτώσεις που μπορεί να βοηθήσει περισσότερο στο να διαφωτιστεί η φύση των δυναμικών συγκρούσεων.


ΙV

Το πρώτο μου παράδειγμα είναι ο Γάλλος μοριακός βιολόγος Jaques Monod, και πιο συγκεκριμένα το βιβλίο του “τύχη και αναγκαιότητα”. (9) Ο Monod είναι ένας πρώην Μαρξιστής, που είχε επιστρέψει από αυτή τη μη-επιστημονική ιδεολογία σε κάτι πολύ κοντινότερο στον παλιομοδίτικο επιστημονικό ανθρωπισμό, αλλά με μια νέα και σαφή αναγνώριση ότι αυτό καθαυτό προϋποθέτει μια μη επιστημονική κρίση της αξίας και της σημασίας. Προσπαθεί να δείξει ότι η μοντέρνα εξελικτική βιολογία παρέχει εξίσου μια αποδεκτή και περιεκτική εξήγηση της πηγής και της εξέλιξης του ανθρώπου και της κοινωνίας, και ότι είναι ασύμβατη με την εικόνα ενός σύμπαντος διαποτισμένου με σκοπούς σχετικούς με την ανθρώπινη ζωή, και σε κάθε εικόνα ενός ανθρωποκεντρικού σύμπαντος όπου ο άνθρωπος είναι ο σκοπός της ύπαρξης του. Ο Μαρξισμός όπως και ο Χριστιανισμός είναι ένα παράδειγμα αυτού που καλεί ‘ανιμιστικές’ αλαζονείες, εφόσον, για παράδειγμα ο Χριστιανισμός απαιτεί την παρουσία των σκοπών στην ιστορία.. Η βασική πρόταση του Monod είναι η αρχή της αντικειμενικότητας, ότι δηλαδή μόνο η επιστημονική γνώση προσμετράται σαν πραγματική γνώση, και το θεμελιώνει αυτό στο επίπεδο του οργανικού ελέγχου που η επιστήμη έχει καταφέρει. Η βιολογική γνώση συγκεκριμένα, υποστηρίζει, είναι τώρα ικανώς εγκατεστημένη για να βεβαιώσει ότι η εξέλιξη ης ζωής και οι αναπαραγωγικοί της μηχανισμοί, και η διαποίκιλση των ειδών από μεταβολή και την φυσική επιλογή, ελέγχονται εντελώς από τις λειτουργίες της τυχαιότητας επί απλών θεμελιακών υλικών. Γι’ αυτό το λόγο αν και οι πολύπλοκοι οργανισμοί όπως μερικά ανώτερα θηλαστικά και ο άνθρωπος παρουσιάζουν συμπεριφορά που μπορεί μόνο να περιγραφεί με όρους σχετικούς με τους σκοπούς της ζωής τους, αυτή η συμπεριφορά είναι εντελώς παρασιτική στους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς που πιστοποιούν την επιβίωση των σταθερών μορφών των ειδών σε διαδοχικές οντότητες. Η εξέλιξη αυτών των μηχανισμών ερμηνεύεται εξολοκλήρου με τυχαίο τρόπο ,χωρίς να απαιτεί κανένα υπεράνθρωπο σκοπό έμφυτο στη φύση. Η βιολογία έχει δείξει, υποστηρίζει, ότι ο σκοπός είναι παρασιτικός επί της τυχαιότητας., αν και όλες οι ‘ανιμιστικές’ ιδεολογίες προϋποθέτουν ότι ο σκοπός είναι κυρίαρχος, και ότι ακόμα προσδιορίζει της μορφές της οργανικής ζωής. Η αναίρεση του ανιμισμού, ο Monod συνεχίζει, εξηγεί την βαθιά αδιαθεσία του μοντέρνου ανθρώπου, που είναι ληστευθείς από υπάρχοντα συστήματα αξιών που συνήθιζαν να υποστηρίζονται αντικειμενικά από υπεράνθρωπους σκοπούς. Ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του μόνο στο σύμπαν, την μόνη πηγή της αξίας του και των σκοπών του, τη στιγμή που η επιστήμη έδωσε σ’ αυτόν πρωτάκουστες δυνάμεις να κυριαρχήσει στο περιβάλλον του και στην ιστορία του.

Αυτά όσο αφορά τη θέση του Monod. Μεσουρανεί μέσα από τη κινητική και εξυψωμένη παρουσίαση του ανθρώπινου διλήμματος, και η κατάληξη του Monod, για την οποία σαφώς δεν απαιτεί επιστημονική υποστήριξη, είναι ότι η αληθινή πρακτική της επιστήμης απαιτεί ηθικές αποφάσεις και είναι αυτή καθαυτή βασισμένη σε αυτό που καλεί ‘ηθική της αντικειμενικότητας’. .Αυτή η ηθική είναι επαρκής στο να αντικαταστήσει τις παλιές ηθικές του ανιμισμού:

“η ηθική της γνώσης που δημιούργησε τον μοντέρνο κόσμο είναι η μόνη ηθική συμβατή με αυτή, η μόνη ικανή, που πάντοτε ήταν κατανοητή και αποδεκτή, στο να οδηγεί τις εξελίξεις της”(σελ.164).

Αλλά μπορεί αυτή να ηρεμήσει τον φόβο της μοναξιάς, να ικανοποιήσει την βαθιά ανάγκη, που είναι ίσως μια γενετική ανάγκη για μια εξήγηση στην οποία ο άνθρωπος είναι στο σπίτι του στο σύμπαν; Ο Monod συνεχίζει:

“Δεν γνωρίζω. Αλλά μπορεί να είναι εντελώς αδύνατον. Ίσως ακόμα περισσότερο από μια εξήγηση όπου η ηθική της γνώσης μπορεί να δώσει, ο άνθρωπος χρειάζεται να αναστηθεί, να βρει την υπερβατικότητα...Κανένα σύστημα αξιών δεν μπορεί να αξιώνει να σχηματίσει μια πραγματική ηθική εκτός αν προτείνει ένα ιδανικό που να υπερβαίνει τον ξεχωριστό χαρακτήρα στο σημείο του να δικαιολογεί την αυτοθυσία αν χρειάζεται”(σελ.164-5).

Πολλές τεχνικές επιστημονικές και φιλοσοφικές ενστάσεις μπορούν να γίνουν στη θέση του Monod που όμως δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν εδώ. Σ’ αυτό που θέλω να επικεντρώσω την προσοχή, όμως , είναι πρώτον στο επίπεδο της συζήτησης πάνω σε θεολογική βάση με τον Monod που πρέπει να ολοκληρωθεί, αυτό το επίπεδο είναι τουλάχιστον επιστημονικά ενημερωμένο και φιλοσοφικά ειλικρινές όσο και το δικό του, και δεύτερον, στο ότι η διαφωνία είναι βασική και ειδικά σε ότι αφορά τις αξίες και την πράξη-πώς είναι να ζεις, δεδομένου του ότι το σύμπαν προφανώς δεν απαντά σε καμία από της φιλοδοξίες μας και δεν αιτιολογεί καμία από τις εξηγήσεις μας και τα νοήματά μας;Απαντώντας σ αυτή τη θέση με όρους θεολογικών κατηγοριών του Θεού, δημιουργία, θεία πρόνοια, ενσάρκωση, και τα λοιπά, δεν χρειάζεται να συζητήσουμε για τα απλά γεγονότα ή τις πραγματικές αλήθειες, ή τις θεωρητικές υποθέσεις, αλλά για τις έννοιες και τις αξίες των οποίων οι βασικές διατυπώσεις ,όπως και ο ίδιος ο Monod υποστηρίζει, θα πρέπει να είναι του είδους: ‘Είμαι εδώ ,δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο’, ή ίσως, ‘Όπως λέγει ο Θεός...’. Αλλά αυτό δε σημαίνει μια δογματική επαναβεβαίωση των εσωτερικών θεολογικών προτάσεων, αλλά μια επαναβεβαίωση των ενοράσεων που αναπτύσσονται από τις θέσεις του Monod και άλλων κοσμικών ανθρώπων.

Αν οι θέσεις του Monod είναι μια ιδεολογία της τυχαιότητας, το επόμενο παράδειγμα μου είναι μια ιδεολογία του ντιτερμινισμού. Είναι παρμένο από τον Γάλλο μαρξιστή Louis Althusser .Τα συγγράμματα του Althusser και των βοηθών του σχηματίζουν μια περιεκτική φιλοσοφική ύλη στην οποία οι αντανακλάσεις του επιστήμονα Monod είναι στην πραγματικότητα αχνές. Πρέπει να ειπωθεί, επιπλέον, ότι το μοντέρνο Γαλλικό φιλοσοφικό ιδίωμα είναι αρκετά απομακρυσμένο από την Καρτεσιανή διαφάνεια, και είναι ιδιαιτέρως αδιαφανές στην Αγγλική νοοτροπία. Επομένως είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι ότι κάποιος έχει κατανοήσει τις επιδράσεις που θα δημιουργήσει. Υπό αυτόν τον όρο, θα προσπαθήσω να δώσω μια περιεκτική περίληψη της συζήτησης και της απόρριψης της χριστιανικής πλευράς του ανθρώπου από τον Althusser. (10) Θα πρέπει πρώτα να εξηγήσω πως ο Althusser χρησιμοποιεί τον όρο ‘ιδεολογία’, όπως και εγώ τον χρησιμοποιώ, για να σημειώσω τα θεολογικά ή φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά εποικοδομήματα τα οποία όπως ισχυρίζεται πρέπει να συνοδεύουν κάθε οικονομικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό το λόγο η ‘ιδεολογία’ δεν είναι γι’ αυτόν, όπως για πολλούς άλλους Μαρξιστές και μη-Μαρξιστές συγγραφείς , ένας αναγκαίος εξευτελιστικός όρος που δηλώνει την διεστραμμένη όψη των ιδεών που ακολουθούν μόνο τα ελαττωματικά σοσιαλιστικά συστήματα. Είναι απαραίτητο να είναι προσεκτικά διευκρινισμένος ο τρόπος που διακρίνω την θεωρητική από την οργανική επιστήμη από αυτό που με παρόμοιο τρόπο ο Althusser ορίζει απόλυτα σαν επιστήμη.

Σύμφωνα με τον Althusser, ο χαρακτήρας της χριστιανικής ιδεολογίας που συνεχίστηκε από τον Διαφωτισμό στην μοντέρνα λαϊκή φιλοσοφία και από τον φεουδαλισμό στις καπιταλιστικές και με τα-καπιταλιστικές οικονομίες, είναι ο μύθος ότι ο Θεός κατευθύνει τους ανθρώπους ‘ονομαστικά’, σαν ελεύθερες προσωπικότητες που μερικές φορές ξεκινούν και είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Σ’ αυτό το μύθο ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό του στους ανθρώπους όπως ο συγγραφέας ενός βιβλίου στους αναγνώστες του: ο κόσμος είναι ένα βιβλίο στο οποίο μπορούμε να διαβάσουμε την φύση του Θεού και το θέλημα του. Ο κόσμος έχει αντικειμενοποιηθεί και είναι απόμακρος από τους ανθρώπους ακριβώς γιατί είναι η δημιουργία του Θεού μέσα στην οποία οι άνθρωποι έχουν τοποθετηθεί ως ανεξάρτητοι παράγοντες. Αυτή είναι η πραγματική βάση την δυνατότητας της αντικειμενικής επιστήμης όπως ήταν κατανοητή από τον 17ο αιώνα. Με αυτή τη λογική η αρχή του ‘ανθρώπου’ προϋποθέτει την αρχή του Θεού, και όπως ο Michel Foucault - προηγούμενος μαθητής του Althusser αναπτύσσει την ιδέα ,ότι ο θάνατος του Θεού σημαίνει ταυτόχρονα το θάνατο του ανθρώπου λέγοντας “ο τελευταίος άνθρωπος που ανακοινώνει πως σκότωσε τον Θεό.” (11)

Μέχρι τώρα οι χριστιανοί μπορεί να φιλονικήσουν με αυτή την ερμηνεία. Εν τούτοις το επόμενο βήμα είναι πιο ριζοσπαστικό. Λέγεται ότι ένα απαραίτητο χάσμα έχει επέλθει στην επιστημολογική παράδοση, σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης των επιστημών. Το πιο βασικό χαρακτηριστικό των θεωριών που είναι αποδεκτές από όλες τις επιστήμες είναι το ότι μετακινούν τον άνθρωπο από το κέντρο του σύμπαντος. Αυτό ήταν μια αλήθεια στην αστρονομία του Κοπέρνικου , κατά την οποία ο άνθρωπος δεν είναι πια στο γεωγραφικό κέντρο. Είναι αλήθεια των Μαρξιστικών οικονομικών , όπου ο άνθρωπος δεν είναι πια το καθορίζων μέλος της τύχης του, και της φροϊδικής ψυχολογίας , όπου το εγώ δεν είναι πια το ελεύθερο κέντρο του εαυτού, και των μοντέρνων γλωσσολογιών, όπου η γλώσσα καθορίζει τον άνθρωπο απ’ ότι ο άνθρωπος τη γλώσσα. Ο επακόλουθος επανθρωπισμός του κόσμου είναι πολύ κοντά με το επακόλουθο συμπέρασμα του Monod, αλλά ο Monod όπου προφέρει μια πρόκληση στην οντολογική απόφαση, ο Althusser και οι συνάδελφοι του ρωτούν μόνο για ‘ορθές’ σκέψεις που αντανακλούν σε ‘ορθές’ πράξεις, και τα δυο από αυτά έχουν καθοριστεί από τις δομές σχετικών μεταβατικών γεγονότων όπως αποκαλύπτονται από την επιστημονική θεωρία , συμπεριλαμβανομένης και της Μαρξιστικής. Με αυτή την ερμηνεία ο Μαρξ είναι ίσως στείρος από υποκατάστατα για την θεία πρόνοια : το μοιραίο ξεκίνημα της ιστορίας σ’ ένα είδος κοινωνικού τελικού σκοπού. Άντ’ αυτού υπάρχει μόνο η μεταβατική εικόνα των ανθρώπων να παγιδεύονται στο δίκτυο των τοπικά δομημένων προσδιορισμών.

Όχι μόνο οι χριστιανοί αλλά και οι κοσμικοί φιλόσοφοι και επιστήμονες έχουν πολλές πηγές για μια διανοητική κριτική αυτής της θέσης .Το χρησιμοποιώ μόνο σαν παράδειγμα για να δημιουργήσω απορίες που δεν μπορώ να παραθέσω εδώ. Αλλά εφόσον φιλοδοξεί να γίνει πάνω κάτω μια κατανοητή ενότητα θεωρίας και πράξης, δυο συνθήκες θα πρέπει να πληρούνται σε κάθε κριτική. Πρώτον, η θέση δεν πρέπει να αποπεμφθεί εντελώς σαν ωμή και απαρχαιωμένη φιλοσοφία, γιατί οι ιδεολογίες τις θεωρίας και της πράξης έχουν ένα πιο πολύπλοκο σύνδεσμο με τους ανθρώπους απ’ ότι με την καθαρή διανόηση. Και δεύτερον, η ιδεολογία πρέπει να αντιμετωπίζει ιδεολογία .Αυτό θα σήμαινε επανεξέταση και επανατοποθέτηση της χριστιανικής θεολογίας, όχι για πρώτη φορά στην ιστορία , για να αντιμετωπίσει τη μοντέρνα αίρεση , όχι την αίρεση των Ελλήνων , ούτε του Ισλάμ , ούτε των ουμανιστών του διαφωτισμού.

V

Θα προσπαθήσω να μορφοποιήσω όλα τα νήματα μαζεύοντας ότι φαίνεται σε μένα να είναι βασικά συμπεράσματα για τη θεολογία , και ειδικά για τα δόγματα της δημιουργίας .

Το πιο σημαντικό συμπέρασμα είναι το ότι η αρχή της ‘αλήθειας’ στην θεολογία, όπως επίσης στις περισσότερες των κοινωνικών επιστημών, πρέπει να αποσπαστεί από τον παλιό εμπειρισμό της φυσικής επιστήμης. Οι ισχυρισμοί της θεολογίας κάνουν κριτικές σημασίας και αξίας, που είναι απαραίτητο στο να γίνει αναμφίβολη για να προλάβει την σύγχυση με την αρχή της επιστημονικής αλήθειας .

Δεν είναι τόσο σε αντίφαση με τον εμπειρικό δυϊσμό του ‘είναι’ και του ‘οφείλει’, όσο μια αναγνώριση ότι τα ενόργανα κριτήρια της επιστήμης ούτε καν εγγυώνται της αλήθειας της επιστημονικής θεωρίας, που αφήνει μοναχές την αρχή του Θεού, του ανθρώπου, και του σύμπαντος.

Υπάρχουν δυο οπτικές στις οποίες αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να δημιουργεί συνέπειες για θεολόγους. Πρώτον, εφόσον είναι μερικώς βασισμένο στην επανεξήγηση της ιδέας της θεωρίας στις κοινωνικές επιστήμες, φαίνεται πως χρειάζεται θεολογία που να περιορίζεται στο κοινωνικό και ιδεολογικό μοτίβο μιας δοσμένης κοινωνίας. Αν αυτό ήταν ένα αναγκαία συνέπεια, τότε κάθε άποψη της θεολογίας που οδηγεί σ’ αυτό θα έπρεπε δικαίως να απορριφτεί. Αλλά δεν είναι μια απαραίτητη συνέπεια, για το μοτίβο κάθε κοινωνίας , βεβαίως σε κάθε ανεπτυγμένη κοινωνία, αλλά είναι πολύπλοκες επικαλύψεις από διάφορες επιρροές και ερμηνείες, μερικές εκ νέου ανερχόμενες από νέες τοπικές κοινωνικές συνθήκες, αλλά μερικές ανέρχονται από την ιστορία και την παράδοση, και μερικές από αλληλεπιδράσεις με σύγχρονες αλλά πολιτισμικά ευδιάκριτες κοινωνίες. Το θέμα δεν είναι η θεολογία να απεικονίζει την συνεπαγόμενη κρίση της κοινωνίας μας, διότι δεν υπάρχει καμία ομάδα τέτοιων κρίσεων, αλλά θα έπρεπε να αναστηλωθεί και να στραφεί στις πραγματικές συνθήκες της κοινωνίας μας-θα έπρεπε να είναι και να φαίνεται πως είναι μια από τις πιθανές εκφράσεις της κοινωνίας μας, και δεν θα έπρεπε να είναι, τόσο συχνά όσο τώρα, μια ορατή έκφραση του αρχαϊσμού. Αυτό δε σημαίνει βέβαια, ότι δεν μπορεί να εξαρτάται μερικώς από την ιστορία ή από την παράδοση ή από την γνώση άλλων κοινωνιών- η κοινωνία μας αυτή καθαυτή εξαρτάται από αυτά, ίσως πιο βαθιά απ’ ότι μπορούμε να σκεφτούμε.

Δεύτερον, θα πρέπει ο θεολόγος να τρομάζει από την φαινομενική απόρριψη της ιδέας των σταθερών αληθειών στις οποίες συχνά είχε αναγνωριστεί ως οδηγός ; Και πάλι δε το πιστεύω. Ίσως θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την ελπίδα έκφρασης θεολογικών κρίσεων σε γλωσσολογικές μορφές οι οποίες, στην καλύτερη μορφή τους, αξιώνουν να είναι διηνεκώς σε ισχύ. Αλλά δεν είναι μια ομολογία που προκαλεί εκπλήξεις το να έχει να κάνει με την πολιτιστική σχετικότητα: εξάλλου, η γλώσσα αυτή καθαυτή είναι γεμάτη με μεταβαλλόμενες ιδεολογίες, και ακόμα η γλώσσα των φυσικών θεωριών δεν αξιώνει πια να είναι πολιτισμικά σταθερή. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να κερδισθούν οι σταθερές γνώσεις ενός ορθού θεολογικού είδους, όμως προσωρινά και ταπεινά , με τις κατάλληλες εκφράσεις της κάθε κουλτούρας ,τώρα που είναι κατανοητό ότι η γλωσσολογική διαφωνία των φυσικών θεωριών προλαμβάνει τα γεγονότα που υπόκεινται στον οργανικό έλεγχο της φύση έχοντας αντικειμενικό και σταθερό χαρακτήρα. Η προσοχή δεν θα πρέπει να δοθεί στην παρανόηση αυτής της αναλογίας- δεν σκοπεύει να προκαλέσει μια ομοιότητα στην έννοια του ‘γεγονότος’ στο θεολογικό και οργανικό περιβάλλον, αλλά μόνο στο να μην είναι απαραίτητο ένα θέμα-ζήτημα να έχει μια σταθερή γλωσσολογική έκφραση για να αντέξει και για να έχει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά .Αν υπήρχαν κάποια σταθερά θεολογικά γενονότα, τότε καμία ανησυχία δεν θα έπρεπε να προκληθεί από την μεταβατική έκφραση στις διάφορες κοινωνίες, διότι πιθανώς να κατανοούσε από τη φύση αυτών των θεολογικών γεγονότων ότι κάθε κοινωνία θα φανερώσει απόψεις είτε θετικές είτε αρνητικές, ίσως και μέσω αυτού που καλείται ‘θεοειδής κενότητα’, όταν η κοινωνία φαίνεται να μην εμπιστεύεται καμία θετική θεολογική έκφραση. Βεβαίως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι θεολόγοι διακρίνουν τον τρόπο ή ότι επιτυχαίνουν να εκφράσουν αυτά τα γεγονότα στις μορφές της κοινωνίας μας, και δεν υπάρχουν συμπερασματικές έρευνες επιτυχίας, αλλά η τόση αβεβαιότητα είναι μέρος της τιμής που οι άνθρωποι πληρώνουν για οτιδήποτε αξίζει να καλείται γνώση.

Ότι έχω πει για την φύση των θεολογικών ισχυρισμών είναι ένα πρόγραμμα για μελέτη από φιλοσόφους της θρησκείας-ίσως ο πιο σημαντικός έλεγχος που αντιμετωπίζει η εκκλησία. Πιστεύω πως οι δεσμεύσεις και τα κριτήρια για την ‘θεότητα’ των θεολογικών ισχυρισμών εκτείνονται βασικά στις περιοχές της κρίσης της σημασίας και της αξίας, και όχι στην περιοχή του εμπειρικού γεγονότος. Αυτό έχει το αρνητικό αποτέλεσμα οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αναμένονται να εισβάλλουν στο εμπειρικό γεγονός και επομένως στην φυσική επιστήμη, τέτοιοι όπως τα δόγματα της δημιουργίας και της θείας πρόνοιας, είναι ελάχιστα σχετικοί με την φυσική επιστήμη όπως είναι κατανοητή σήμερα. Συνεπώς οι θεολόγοι δεν θα πρέπει να προστατευτούν από τις θέσεις της φυσικής κοσμολογίας, ή ακόμα από την υπεραπλουστευμένη βιολογία ,εκτός από κάποιες που χρησιμοποιούνται παράνομα (μερικές φορές για παράδειγμα από τον Monod) για να υποστηρίξουν τις φιλοσοφικές θέσεις που αυτές καθαυτές θα πρέπει να απορριφθούν από την χριστιανική θέση. Υπάρχει επίσης μια θετική όψη στη σχέση την μοντέρνας φυσικής και βιολογίας με την ιδεολογία και την θρησκεία, αλλά θα πρέπει να γίνει αντιληπτή υπό το πρίσμα της φαντασίας με τους τρόπους που το καταφέρνει η επιστημονική φαντασία, απ’ ότι σαν περιορισμό στις εξηγήσεις του ανθρώπου σε συμφωνία με κάθε μεταβλητή θεωρία της φυσικής επιστήμης.

Μερικές προκλήσεις στην χριστιανική θεολογία είναι επίσης προκλήσεις στον υλισμό και στις υπεραπλουστευμένες ιδεολογίες. Μπορούμε για παράδειγμα να συγκρατήσουμε την εικόνα ενός ανθρώπου ως ελεύθερο και μερικώς μη-φυσικό παράγοντα υπό την έλλειψη της αρχής του Θεού; Αν όχι μπορούν οι χριστιανοί να υποσχεθούν πως θα επανασυστήσουν με σαφή τρόπο κοσμικές και θεολογικές κατηγορίες στις επιστήμες του ανθρώπου; Εμείς τουλάχιστον υποσχόμαστε να επανεξετάσουμε πολλές ιερές επιστημονικές αγελάδες όπως την ασαφή πιθανότητα της φυσικής γνώσης και ελέγχου, και την κοσμική και πολιτική ουδετερότητα της επιστήμης. Επιπλέον, ποια θα πρέπει να είναι η πρακτική ( αυτό είναι που λένε κοσμική και πολιτική) στάση αυτής της θεολογικής επανερμηνείας; Μερικές από τις παρατηρήσεις που έκανα ίσως να φαίνονται πως ευθυγραμμίζουν την χριστιανική θεολογία τόσο πολύ με την ατομικιστική εικόνα του ανθρώπου, όπως και με την εικόνα που παρουσιάζει το δόγμα της ελεύθερης βούλησης-μια ιδεολογία που είναι συναφής με τον θρησκευτικό παλιομοδίτικο Δυτικό καπιταλισμό της ελευθερίας συναλλαγών. Αλλά αυτά είναι πολύπλοκα θέματα, στα οποία δεν υπάρχει απλή συσχέτιση μεταξύ ιδεολογικών θέσεων και πολλών στερεοτύπων στις αποφάσεις της καθημερινής πολιτικής. Αφήνω αυτές τις αμφισβητήσεις ανοιχτές προς μελέτη, μερικώς γιατί δεν είναι σκοπός μου να δηλώσω τις θέσεις μου πάνω σε ειδικές θεολογικές απόψεις, αλλά ακόμα γιατί πιστεύω πως είμαστε σε μια ουσιώδη υπό μελέτη κατάσταση. Δεν έχουμε αρχίσει σοβαρά να προσανατολίζουμε τους εαυτούς μας σε τέτοιες ερωτήσεις σε κανένα βαθιά επανεξεταζόμενο θρησκευτικό περιβάλλον. Για να προσαρμόσω τον αφορισμό του Kant , η θεολογία χωρίς την πρακτική μπορεί να είναι άδεια, αλλά η πρακτική χωρίς θρησκεία είναι τυφλή, και επί του παρόντος έχουμε κατακτήσει πιο πολλά τελικά. Αναμφιβόλως δεν θα συμφωνήσουμε όλοι στις απαντήσεις των ερωτήσεων που πρότεινα εγώ όπως και πολλοί άλλοι. Βασικές θεολογικές αμφισβητήσεις μπορούν να ξεσπάσουν, αλλά αυτό είναι ένα σημάδι υγείας, διότι θα δείξει μια θεολογία που θα έχει ενσαρκωθεί και πάλι στο καιρό της, και ίσως διαφορετικά σε καθένα από τα πολλά και ξεχωριστά κοινωνικά συστήματα των καιρών μας. Δεν θα πρέπει να δημιουργήσουμε τους διαδόχους του Αυγουστίνου και του Ακίνα ξαφνικά, αλλά αν είμαστε πιστοί στα ενδιαφέροντα μας, στον δικό του καλό χρόνο ο Θεός μπορεί.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Η εργασία αυτή παρουσιάστηκε στο συνέδριο με θέμα “ Το δόγμα της δημιουργίας” οργανωμένο από την εταιρία για τη μελέτη της θεολογίας στο Εδιμβούργο, 8-11 Απριλίου 1975. Είμαι ευγνώμων για τα σχόλια των συμμετεχόντων στη συζήτηση σ’ αυτό το θέμα και επίσης στην D Society στο Cambridge, 9 Μαϊου 1975

Ειδικά στο Βασικές Μορφές της Θρησκευόμενης ζωής, Αγγλική έκδοση, London 1915

Francis Bacon, Εργασίες, έκδοση J. Spedding και R.L.Ellis, London, 1858, IV, 32

Ibid., σελ. 365

Για χρήσιμες συζητήσεις δες Ορθολογισμός, έκδοση B.R. Wilson, Oxford, 1970 και Τρόποι Σκέψης, έκδοση R. Horton και R. Finnegan, London 1973. Φιλοσοφικές προϋποθέσεις της έννοιας της “Αλήθειας σ’ ένα σύστημα” έχει αναπτυχθεί στην εργασία του W.v. O. Quine. Δες συγκεκριμένα την εργασία του Οντολογική σχετικότητα και άλλα δοκίμια, New York, 1969

T. Kuhn. Η δομή της Επιστημονικής επανάστασης, δεύτερη έκδοση, Chicago, 1970

Για μια παρόμοια ερμηνεία της φυσική επιστήμης δες J. Habermas Γνώση και Ανθρώπινα ενδιαφέροντα, έκδοση Αγγλική, London, 1972, ιδίως κεφάλαια 5 και 6 παράρτημα. Έχω προσπαθήσει να αναπτύξω με περισσότερες λεπτομέρειες την έννοια της επιστημονικής αλήθειας που υποδηλώνεται σ’ αυτή την εργασία, στην εργασία μου Δομή της επιστημονικής εξαγωγής συμπεράσματος, London, 1974


Για χρήσιμες συζητήσεις για την αντικειμενικότητα και την αξία στις κοινωνικές επιστήμες δες Μελέτες στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών, έκδοση M. Brodbeck, New York and London, 1968, μέρος 2, R. Dahrendorf, Homo Sociologicus, London, 1973, A. MacIntyre, Against the Self-images of the Age, London, 1971, K. Manheim, Ιδεολογία και Ουτοπία, London, 1936, G. Myrdal, Αντικειμενικότητα στη Κοινωνική Έρευνα, London, 1970, J. Rex, Προβλήματα στη κοινωνική θεωρία, London, 1970.

J. Monod, Τυχαιότητα και Αναγκαιότητα, Αγγλική έκδοση, London, 1972.

Όπως παρουσιάσθηκε στην εργασία των L. Althusser και E. Balibar, Reading capital, Αγγλική έκδοση, London, 1970


M. Foucault, Η τάξη των πραγμάτων, Αγγλική έκδοση, London, 1970, σελ. 385

ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ


Δεν βλέπουμε όλοι την σχέση επιστήμης και θρησκείας υπό την ίδια οπτική γωνία. Αν επεκτείνουμε την έννοια της διαμάχης, μπορούμε να δούμε ότι οι σχέσεις ποικίλουν από μάχη σώμα με σώμα έως μια ασταθή ανακωχή.

Επιστημονισμός. Μερικές φορές καλείται “νατουραλισμός” ή “επιστημονικός υλισμός” ή “κοσμικός ουμανισμός”, αναζητεί ένα πόλεμο με καθολική νίκη για την μια πλευρά. Ο επιστημονισμός, όπως άλλοι “...ισμοί”, είναι μια ιδεολογία, στην συγκεκριμένη περίπτωση δομημένη πάνω στην αξίωση ότι η επιστήμη παρέχει όλη την γνώση που μπορούμε να γνωρίζουμε. Υπάρχει μόνο μια πραγματικότητα, η φυσική, και η επιστήμη έχει το μονοπώλιο της γνώσης που έχουμε σχετικά με τη φύση. H θρησκεία, που ισχυρίζεται ότι παρέχει γνώση για πράγματα υπερφυσικά, παρέχει μόνο ψευδή γνώση- που είναι ψευδείς εντυπώσεις σχετικά με μη υπαρκτά πράγματα. Μερικές δεκαετίες πριν, ο Βρετανός φιλόσοφος και αθεϊστής Bertrand Russell υποστήριξε στο κοινό του BBC ότι

“ότι δεν μπορεί να μας πει η επιστήμη, η ανθρωπότητα δεν μπορεί να μάθει.”

Στα μέσα του αιώνα ο αστρονόμος Fred Hoyle συζήτησε σχολίασε ότι οι Εβραϊκές και οι Χριστιανικές θρησκείες έχουν απαρχαιωθεί από τη σύγχρονη επιστήμη. Εξήγησε την θρησκευτική συμπεριφορά ως τάση προς αποφυγήν, καθοδηγημένη από ανθρώπους που αναζητούν ψεύτικη σιγουριά από τα μυστήρια του σύμπαντος. Προσφάτως οι φυσικοί Stephen Hawking και Carl Sagan ηγήθηκαν του ισχυρισμού ότι ο κόσμος είναι όλα ότι υπάρχουν, υπήρχαν, και θα υπάρχουν, και ότι δεν υπήρχε μια απόλυτη αρχή στην θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Γιατί όχι αρχή; Αν υπήρχε μια απόλυτη αρχή, τότε ο χρόνος θα είχε μια άκρη. Και πέρα από αυτή την άκρη, θα βλέπαμε αμυδρώς μια υπερβατική πραγματικότητα όπως ένας δημιουργικός Θεός. Αλλά αυτό είναι ανακόλουθο με τον επιστημονισμό. Έτσι, ο Sagan στην εισαγωγή του πάνω στις θεωρίες του Hawking έγραψε με σιγουριά για την “απουσία του Θεού” υποστηρίζοντάς την στο ότι “δεν έχει να κάνει τίποτα ως δημιουργός”. Στην διαμάχη μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, ο επιστημονισμός απαιτεί εξαλείψει του εχθρού.

Επιστημονικός ιμπεριαλισμός. Αυτή είναι μια προσέγγιση του επιστημονισμού με λίγο διαφορετική μορφή. Ο επιστημονικός ιμπεριαλισμός απ’ το να εξαλείψει τον εχθρό, επιδιώκει να κατακτήσει το στρατόπεδο που κατέχει η θεολογία και να ισχυριστεί πως είναι δικό του. Αν και ο επιστημονισμός είναι αθεϊστικός, ο επιστημονικός ιμπεριαλισμός δέχεται την ύπαρξη του Θείου αλλά ισχυρίζεται ότι η γνώση του Θείου προέρχεται από επιστημονική έρευνα παρά από θεολογικές αποκαλύψεις.

“Η επιστήμη έχει φθάσει στο σημείο όπου ότι ήταν θεολογικές ερωτήσεις να μελετώνται από τους νέους φυσικούς,”

γράφει ο Paul Davies. Ο φυσικός Frank Tipler, υποστηρίζοντας ότι η κβαντική θεωρία σε συνδυασμό με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, και τη θερμοδυναμική μπορεί να δώσει μια καλύτερη εξήγηση απ’ ότι ο Χριστιανισμός για το μελλοντική ανάσταση του θανάτου, υποστηρίζει ότι η θεολογία θα έπρεπε να γίνει ένας κλάδος της φυσικής.

Εκκλησιαστικός απολυταρχισμός. Κάποια στοιχεία της Ρωμαϊκής Καθολικής παράδοσης που αντιλαμβάνονται την επιστήμη και τον επιστημονισμό σαν ένα απειλητικό μέσο στην αμυντική τακτική, μπορεί να φαίνονται σαν εκκλησιαστικός απολυταρχισμός. Ακολουθώντας την άποψη ότι το φυσικό αίτιο ακολουθείται θεϊκή αποκάλυψη, επιβραβεύουν την αυθεντία του θεολογικού δόγματος επί της επιστήμης στη βάση ότι το δόγμα είναι βασισμένο στην θεϊκή αποκάλυψη. Το 1864 ο Πάπας ο Πίος ο ένατος έθεσε σε ισχύ το The syllabus of errors , όπου στο άρθρο 57 αναφέρεται ότι είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η επιστήμη και η φιλοσοφία μπορούν να αποσυρθούν από την εκκλησιαστική εξουσία. Ένας αιώνα αργότερα το δεύτερο συνέδριο στο Βατικανό απέσυρε το διάταγμα, δηλώνοντας ότι οι φυσικές επιστήμες είναι ελεύθερες από την εκκλησιαστική εξουσία, αποκαλώντας τες “αυτόνομες” αρχές. O Πάπας Ιωάννης Παύλος ο δεύτερος, που έδειξε ένα σοβαρό ενδιαφέρον στην προώθηση διαλόγου μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών, διαπραγματεύεται μια καινούργια ειρήνη μεταξύ πίστης και λογικής.

Επιστημονική θεωρία της δημιουργίας. Μερικές φορές καλείται “επιστήμη της δημιουργίας”. Η επιστημονική θεωρία της δημιουργίας δεν είναι μια Προτεσταντική έκδοση του εκκλησιαστικού απολυταρχισμού αν και μερικές φορές θεωρείται τέτοια λανθασμένα. Οι πατέρες της σημερινής επιστημονικής θεωρίας της δημιουργίας τηρούσαν αυστηρά τις αρχές, ομολογουμένως, και η αυστηρή τήρηση των αρχών επικαλείται την βιβλική αυθεντία με ένα παράλληλο τρόπο όπως ο Ρωμαϊκός Καθολικισμός επικαλείται την εκκλησιαστική εξουσία. Οι σημερινοί υποστηριχτές της επιστημονικής θεωρίας της δημιουργίας σκοπεύουν να συζητήσουν τις θέσεις τους στην αρένα της επιστήμης και όχι στην βιβλική αυθεντία. Υποστηρίζουν ότι η βιβλική και η επιστημονική αλήθεια ανήκουν στο ίδιο πεδίο. Πιστεύουν πως το βιβλίο της Γένεσης είναι αυτό καθ’ αυτό μια θεωρία που μας εξηγεί πως φτιάχτηκε ο κόσμος: Ο θεός έφτιαξε όλα τα διακριτά είδη των οργανισμών ταυτόχρονα. Δεν εξηλήχθηκαν. Τα γεωλογικά και βιολογικά στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτό, υποστηρίζουν. Όσο αφορά τις θεολογικές θέσεις, οι οπαδοί της επιστημονικής θεωρίας της δημιουργίας τυπικά δέχονται:

την ανεπάρκεια της μετάλλαξης και της φυσικής επιλογής για της εξήγηση την διαδικασίας της εξέλιξης την σταθερότητα των υπαρχόντων ειδών, και την αδυναμία της εξέλιξης ενός είδους σε ένα άλλο την διαφορετική γενεαλογία των πιθήκων και των ανθρώπων τον καταστροφισμό για να εξηγήσουν τους γεωλογικούς σχηματισμούς, π.χ. ο κατακλυσμός εξηγεί την εμφάνιση απολιθωμάτων στα βουνά και την σχετικά πρόσφατη δημιουργία της γης γύρω στα έξι με δέκα χιλιάδες χρόνια.

Οι αναγνωρισμένοι επιστήμονες προσπαθούν να αποκτήσουν μια γρήγορη νίκη επί των υποστηρικτών της επιστημονικής θεωρίας της δημιουργίας αποπέμποντάς τους. O Stephen Jay Gould, διακεκριμένος παλαιοντολόγος στο Harvant υποστηρίζει ότι ο όρος επιστήμη της δημιουργίας είναι ασήμαντος και αυτοσυγκρουόμενος. Αν και η μάχη μεταξύ των οπαδών της επιστημονικής θεωρίας της δημιουργίας και των αναγνωρισμένων επιστημόνων φαίνεται να είναι πόλεμος, στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι.

5.Η θεωρία των δυο γλωσσών. Παρουσιαζόμενη σαν το τρόπο να εγκατασταθεί μια ανακωχή με μια συνεχή ειρήνη, η θεωρία των δυο γλωσσών σέβεται την ανεξαρτησία των στρατοπέδων και της επιστήμης και της θεολογίας διότι έχει υποστηρικτές αναγνωρισμένα πρόσωπα και από τις δυο πλευρές. Ο Albert Einstein- γνωστός και για την αξιοσημείωτη παρατήρηση του ότι “η επιστήμη χωρίς θεολογία είναι αδύνατη και η θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή”- διέκρινε την διαφορά μεταξύ την γλώσσας της πραγματικότητας και της γλώσσας των εννοιών.

“Η επιστήμη μπορεί μόνο να εξακριβώσει αυτό που υπάρχει και όχι αυτό που θα έπρεπε να υπάρχει”, υποστήριξε σε μια διάλεξη του στο Princeton.

“Η επιστήμη από την άλλη πλευρά, ασχολείται με τις εξελίξεις τις ανθρώπινης σκέψης και πράξης”. Είναι άξια παρατήρησης η λέξη “μόνο”. Κάθε γλώσσα περιορίζεται στο σχετικό της πεδίο.

Ο νεορθόδοξος θεολόγος Langdon Gilkey είχε ασχοληθεί για αρκετό καιρό με την θεωρία των δυο γλωσσών. Η επιστήμη, υποστήριζε, ασχολείται μόνο με την αντικειμενική ή κοινή γνώση των άμεσων πραγμάτων, και από την άλλη η θεολογία με την οντολογική ή προσωπική γνώση των τελικών. Η επιστήμη ρωτάει το ΠΩΣ; Ενώ η θεολογία το ΓΙΑΤΙ;

Αυτό που ζητά ο Gilkey είναι το εξής: ο κάθε άνθρωπος να είναι πολίτης σε δυο χώρες- αυτό του επιτρέπει να δέχεται την θρησκευτική πίστη και την επιστημονική μέθοδο χωρίς συγκρούσεις. Για να μιλάμε και τις δυο γλώσσες θα πρέπει να γίνουμε δίγλωσσοι, και με αυτό το τρόπο μπορούμε να επικοινωνούμε επί οποιασδήποτε βάσης χωρίς συγκρούσεις.

Η μοντέρνα θεωρία των δυο γλωσσών στη σχέση της θεολογίας με την επιστήμη δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αρχή των δυο βιβλίων. Στο μεσαίωνα η αναγνώριση της ύπαρξης του Θεού μπορούσε να αντληθεί από δυο βιβλία, το βιβλίο της φύσης και το βιβλίο των ιερών κειμένων. Και η επιστήμη και η θεολογία μπορούσαν να μιλήσουν για όλα ξεχωριστά. Και η φυσική αποκάλυψη και η ειδική αποκάλυψη μας οδηγούσε σε μια κατεύθυνση: έναντι Θεού. Η θεωρία των δυο γλωσσών αντίθετα, μας οδηγεί σε δυο διαφορετικές κατευθύνσεις: είτε ενώπιον Θεού είτε ενώπιον κόσμου.

Το πρόβλημα που παρουσιάζεται με την θεωρία των δυο γλωσσών είναι ότι καταφέρνει να επιβάλλει την ειρήνη με τον διαχωρισμό, εγκαθιστώντας μια ζώνη αποστρατικοποίησης που εμποδίζει την επικοινωνία. Στην περίπτωση που ένας επιστήμονας επιθυμήσει να μιλήσει για υπερφυσικές οντότητες ή για θεολογικές δοξασίες ή όταν ένας θεολόγος επιθυμεί να μιλήσει για τον πραγματικό κόσμο που δημιουργήθηκε από τον Θεό, θα πρέπει και οι δυο να μιλήσουν με την αξίωση ότι η συνεισφερόμενη ερμηνεία είναι αδύνατη. Όμως από που ξεκινάει αυτή η αξίωση; Η μέθοδος της υποθετικής αρμονίας δημιουργεί την αντίθετη αξίωση, όπου υπάρχει μια πραγματικότητα και αργά ή γρήγορα οι επιστήμονες και οι θεολόγοι θα είναι σε θέση να βρουν περιοχές της γνώσης που μπορούν να συμμετέχουν και οι δυο.

6.Υποθετική αρμονία. Η θέση που βρίσκεται αντιδιαμετρικά αντίθετη με την θεωρία των δυο γλωσσών είναι η υποθετική αρμονία. Ο όρος αρμονία, που προέρχεται από την εργασία του Ernan McMullin, υποδηλώνει ότι αναζητάμε περιοχές της γνώσης όπου οι επιστήμονες μπορούν να μελετούν τον υλικό φυσικό κόσμο καθώς και οι θεολόγοι να κατανοούν την δημιουργία του κόσμου από τον Θεό, από κοινού. Η συμφωνία ή η αρμονία είναι ένας θησαυρός που αναζητείται ακόμα. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος αναγνωρίζει κοινά πεδία ερωτημάτων. Οι πρόοδοι στην φυσική, ιδιαιτέρων στην θερμοδυναμική και στην κβαντομηχανική σε σχέση με την θεωρία της μεγάλης έκρηξης, έχουν δημιουργήσει απορίες σχετικά με την υπερκόσμια πραγματικότητα. Η ερώτηση περί Θεού θα μπορούσε στ ’ αλήθεια να ξεκινήσει από μια επιστημονική λογική. Οι θεολόγοι και οι επιστήμονες μοιράζονται κοινά αντικείμενα μελέτης, και η ιδέα της υποθετικής αρμονίας ενδυναμώνει την προοπτική μιας περαιτέρω συνεργασίας.

Η θεωρία αυτή επιζητεί από τους θεολόγους να διαφοροποιήσουν λίγο τις αρχές τους. Απ’ το να ξεκινούν από μια στέρεη θέση ιερής αλήθειας, ο όρος “υποθετική” ζητά από τους θεολόγους να θέσουν τους ισχυρισμούς τους υπό επιπλέουσα έρευνα για επιβεβαίωση ή διάψευση. Η θεωρία της υποθετικής αρμονίας ανοίγει ένα καινούριο δρόμο στην γνώση με τα όπλα της επιστήμης και της θεολογίας από κοινού να μάχονται για το καλό του ανθρώπου.

7.Επικάλυψη της εξάρτησης. Αυτή αναφέρεται στην αναγνωρισμένη ανάγκη από την μεριά των θεολόγων να μιλήσουν για την ανθρώπινη οντότητα που δημιουργήθηκε από την βιομηχανική και τεχνολογική μας κοινωνία, καθώς επίσης για τις προκλήσεις της περιβαλλοντικής κρίσης και την μελλοντική πορεία του πλανήτη μας. Οι οικολογικές διεκδικήσεις ξεπηδούν από την πληθυσμιακή υπερανάπτυξη, την αυξανόμενη βιομηχανική και γεωργική παραγωγή που μειώνει τις μη ανανεώσιμες πηγές της φύσης καθώς ταυτόχρονα μολύνεται ο αέρας και το νερό και χάνεται η ευθύνη για τις μελλοντικές γενιές. Η μοντέρνα τεχνολογία είναι υπεύθυνη για την οικολογική κρίση, και αν οι θεολόγοι μαζί με τους κοσμικούς ηθικοδιδάσκαλους σκοπεύουν να ασκήσουν έλεγχο στις τεχνολογικές και οικονομικές δυνάμεις, τότε θα οδηγηθούμε σε καταστροφή.

Οι οικολογική λογική είναι η λογική του μέλλοντος. Η λογική της έχει την ακόλουθη μορφή: κατανόηση- απόφαση- έλεγχος. Αξιώνουμε δηλαδή να λύσουμε την οικολογική κρίση με την κατανόηση των καταστροφικών δυνάμεων. Μετά λαμβάνονται αποφάσεις που στη συνέχεια γίνονται πράξεις ασκώντας έλεγχο στο μέλλον μας και εγκαθιστώντας μια ανθρώπινη οικονομία αρμονική με την φυσική οικολογία της γης.

Φέρνοντας τις θεολογικές πηγές μπροστά στις οικολογικές προκλήσεις, οι περισσότεροι θεολόγοι έχουν προσπαθήσει να εκμεταλλευτούν το δόγμα της δημιουργίας. Το θέμα είναι ότι χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από την δημιουργία. Επίσης είναι απαραίτητη η χρήση της Εσχατολογικής λύτρωσης- μιας νέας δημιουργίας. Το έργο του Θεού γίνεται ακόμα πιο σημαντικό όταν ξεκινά με μια στρεβλή δημιουργία και καταλήγει σε μια τέλια ανακατασκευή.

Η υπόσχεση των εσχατολογικών αναδομήσεων μπορεί να προσφέρει μια κατεύθυνση, μιας χαρούμενης κοινωνίας, και μιας κινητήριας δύναμης που “μιλά” σχετικά με την φόρμουλα κατανόηση- απόφαση- έλεγχος. Οι θεολόγοι μπορούν γνήσια να συνεισφέρουν, αν εμείς σχεδιάσουμε της εικόνα ενός καινούργιου κόσμου. Αυτή η εικόνα θα πρέπει να περιγράφει τον κόσμο μας με τους όρους:

μιας μοναδικής, παγκόσμια πλανητικής κοινωνίας με ευλάβεια στο θέλημα του Θεού παρατεταμένη χρονικά μέσα στην βιολογική ικανότητα του πλανήτη και εναρμονισμένη με τις αρχές τις οικόσφαιρας.

οργανωμένη πολιτικά ώστε να προασπίζει το δίκαιο και να αναγνωρίζει την μοναδικότητα του καθένα οργανωμένη οικονομικά ώστε μα εγγυάται την βασική επάρκεια των αναγκών του καθένα οργανωμένη κοινωνικά ώστε να προασπίζεται η ελευθερία και η αξιοπρέπεια αφοσιωμένη στην καλυτέρευση της ποιότητας την ζωής των μεταγενέστερων γενεών.

8.H πνευματικότητα της Νέας Εποχής. Τελευταία θεωρία στις σχέσεις θεωρίας και επιστήμης είναι η Νέα Εποχή. Η λέξη κλειδί για την λογική της Νέας Εποχής είναι ο ολισμός- η προσπάθεια να υπερνικηθούν οι μοντέρνοι δυϊσμοί όπως ο διαχωρισμός μεταξύ επιστήμης και πνεύματος, ιδεών και συναισθημάτων, αρσενικού και θηλυκού, πλούσιου και φτωχού, ανθρώπου και φύσης. Το οπλοστάσιο της Νέας Εποχής είναι γεμάτο με τρεις ομάδες ιδεών:

τις ανακαλύψεις του 20ου αιώνα της φυσικής, ιδίως της κβαντομηχανικής επίγνωση του σημαντικού ρόλου της φαντασίας στην ανθρώπινη γνώση αναγνώριση της ανάγκης να προστατευθεί ο πλανήτης μας από οικολογικές καταστροφές.

Ο Fritjof Capra και ο David Bohm, που συνδυάζουν τον ινδουιστικό μυστικισμό με την φυσική θεωρία, είναι μεταξύ άλλων οι πιο γνωστοί φυσικοί της Νέας Εποχής. Ο Bohm για παράδειγμα υποστηρίζει ότι η επικρατούσα σειρά των πραγμάτων που αποδεχόμαστε, και αυτά που διδασκόμαστε στα εργαστήρια για την δημιουργία του κόσμου, δεν είναι η αυστηρή πραγματικότητα . Πέρα και πίσω από αυτά υπάρχει μια πεπλεγμένη διαταγή, ο ρεαλισμός της αδιαίρετης ολότητας. Αυτή η ολότητα, όπως ένα ολόγραμμα, είναι παρούσα σε κάθε επεξηγημένο κομμάτι. Η πραγματικότητα, σύμφωνα, με τον Bohm, είναι μια αδιαίρετη ολότητα σε ρευστή κατάσταση. Όταν εστιάζουμε την προσοχή μας στην αντικειμενική πραγματικότητα ή στα υποκειμενικά συναισθήματα ξεχνάμε προσωρινά την ενότητα που τα χαρακτηρίζει. Η πνευματικότητα της Νέας Εποχής προσπαθεί να προσφέρει ενημέρωση γι’ αυτή την αδιαίρετη και συνεχώς μεταλλασόμενη ολότητα.

Μαζί με την θεωρία της εξέλιξης και την θεωρία της μεγάλης έκρηξης, οι θεωρητικοί της Νέας Εποχής αξιώνουν να φτιάξουν μια μεγάλη ιστορία- ένα μύθο- για το μέλλον του κόσμου στον οποίο οι άνθρωποι είναι αναπόσπαστα και συνειδητά μέλη. Η προσδοκία αυτού του μεγάλου μύθου είναι να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια κατεύθυνση επίλυσης όλων των οικολογικών προβλημάτων του πλανήτη στο μέλλον. Η επιστήμη εδώ παρέχει το υπόβαθρο όχι μόνο για την ηθική επικάλυψη αλλά και για την θρησκευτική αποκάλυψη.

Η ηθική πλευρά της Νέας Εποχής είναι συναρπαστική. Αλλά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε συνειδητά τον μεταθρησκευτικό νατουραλισμό του. Σχεδόν η ίδια οικολογική ηθική μπορεί να αντληθεί από την Χριστιανική Εσχατολογία.

Επιστρέφοντας στο πιο θεωρητικό δεσμό της επιστήμης και της θεολογίας, πιστεύουμε ότι ο υποθετικός συμβιβασμός είναι η πιο βιώσιμη θέση για το μέλλον. Η υποθετική αρμονία ξεπερνά τα όρια των δυο γλωσσών χωρίς να παραβιάζει την ακεραιότητα την επιστήμης και της Χριστιανικής θεολογίας.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η “ψυχανάλυση της γνώσης”


Το αίτημα της αντικειμενικότητας, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η επιστήμη, επιβάλλει το συστηματικό αποκλεισμό των επιστημολογικών εμποδίων από τη θεώρηση των φυσικών φαινομένων, ώστε ο ερευνητής, να βλέπει την πραγματικότητα όπως είναι αυτή και όχι όπως είναι ο ίδιος.

Για να μπορέσει ο άνθρωπος να σκεφτεί επιστημονικά με την κυριολεκτική σημασία του όρου, χρειάστηκε μια μακροχρόνια διαδικασία κάθαρσης της σκέψης του από αβασάνιστες εξηγήσεις των φαινομένων, γλωσσικές ασάφειες, απλοϊκό ρεαλισμό, ψυχολογικά εμπόδια κτλ., δηλαδή χρειάστηκε μια ολόκληρη “ψυχανάλυση της γνώσης”, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Caston Bachelard.

Γνώση και Αλήθεια

Ποιά είναι, σε τελευταία ανάλυση, η επιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας από τον άνθρωπο; Με ποιες προϋποθέσεις η γνώση του είναι επιστημονικά έγκυρη; Τι θα πει “αλήθεια” στον τομέα των εφαρμοσμένων (ή “θετικών”) επιστημών, ειδικότερα; Συχνά τους όρους “γνώση” και “αλήθεια” τους χρησιμοποιούμε χωρίς διάκριση, περίπου ως ταυτόσημους, αφού η γνώση είναι άξια του ονόματός της μόνο όταν αποδεικνύεται αληθινή. Αν επιμείνουμε όμως στην ανάλυση της έννοιας της αλήθειας, θα οδηγηθούμε σε μια διερεύνηση που επιστημολογικά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όχι βέβαια γιατί θα εξιχνιάσουμε την αλήθεια, αλλά για τί θα δείξουμε τι πρέπει να εννοούμε κάθε φορά που χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο κατά τη μελέτη της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Αλήθεια και Πραγματικότητα

Πρώτα-πρώτα δεν πρέπει να συγχέουμε την έννοια της αλήθειας με την έννοια της πραγματικότητας. Πραγματικό είναι καθετί που υπάρχει ανεξάρτητα από τη σκέψη μου, καθετί που θα υπήρχε και χωρίς εμένα που το σκέπτομαι. Αυτό το βουνό ή το ποτάμι, μπροστά μου, υπάρχει. Δεν είναι ούτε αληθινό ούτε ψεύτικο. Η αλήθεια ή το ψεύδος ισχύει από τη στιγμή που θα εκφέρω για κάτι το υπαρκτό μια κρίση. Αν πω: “αυτό το βουνό είναι πράσινο” και το βουνό σκεπάζεται από βλάστηση, τότε η κρίση μου αληθεύει. Αν είναι γυμνό και βραχώδες, τότε η κρίση μου ψεύδεται. Κατά τον Αριστοτέλη,

“η αλήθεια και το ψέμα είναι σύνδεση νοημάτων” (“συμπλοκή... νοημάτων εστί Το αληθές ή τό ψεύδος”).

Και ακόμη:

“Η αλήθεια και το ψέμα δε βρίσκονται στα πράγματα αλλά στη σκέψη μας”

(“ού γάρ έστι τό ψεύδος καί τό άληθές έν τοίς πράγμασι..,.. άλλ’έν τή διανοία”). Αργότερα ο Θωμάς ο Ακινάτης θα επαναλάβει: “στα πράγματα δεν υπάρχει, ούτε αλήθεια ούτε ψέμα. Υπάρχει μόνο στην τοποθέτησή τους μέσα στο πνεύμα” (“in rebus neque veritas neque falsitas est nisi per ordinem ad intellectum”).

Απόψεις που εξηγούν την Αλήθεια

Αν όμως η αλήθεια και το ψεύδος υπάρχουν στην κρίση μας για τα πράγματα και όχι στα πράγματα τα ίδια, τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί μια αληθινή από μια ψευδή κρίση; Με άλλα λόγια: ποιο είναι το κριτήριο της αλήθειας;

Το Προφανές ως Κριτήριο της Αλήθειας

Σύμφωνα με την πρώτη απάντηση, η αλήθεια λ.χ. ενός συλλογισμού έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να την αναγνωρίσουμε. Και μάλιστα αυτά τα χαρακτηριστικά εκδηλώνονται με τόσο αποδεικτική ενάργεια, ώστε επιβάλλονται στο πνεύμα μας και αποσπούν τη συγκατάθεσή του: verum index sui, τονίζει ο Spinoza, η αλήθεια έχει μέσα της το ίδιο το “σήμα”, το κριτήριο του κύρους της. Ο βασικός αντιπρόσωπος της άποψης αυτής είναι ο Descartes: ξεκινώντας από την άμεση σύλληψη του εαυτού του ως σκεπτόμενου υποκειμένου (cogito ergo sum), έκρινε ότι μπορούσε να υιοθετήσει τον εξής γενικό κανόνα: τα πράγματα που τα συλλαμβάνουμε κατά τρόπο σαφή και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο είναι αληθινά. Όμως η αναγνώριση της αλήθειας είναι επικίνδυνη, γιατί υπάρχει ασάφεια σχετικά με το πώς πρέπει να εννοούμε αυτό το προφανές και αυταπόδεικτο. Είναι λ.χ. δυνατόν να σχηματίσει κανείς την απόλυτη βεβαιότητα ότι μια κρίση είναι αυταπόδεικτα αληθινή και την ίδια στιγμή να “πλανάται πλάνην οικτράν”. Αυτό σημαίνει ότι, για να είναι το αυταπόδεικτο πραγματικά το κριτήριο της αλήθειας πρέπει και το ίδιο να στηρίζει το κύρος του σε κάποιο άλλο κριτήριο.

Αλλά στην περίπτωση αυτή η άποψη του Ντεκάρτ δε λύνει το πρόβλημα απλώς το μετατοπίζει.

Κριτική του Προφανούς

Απέναντι στο αυταπόδεικτο πρέπει να στεκόμαστε με δυσπιστία. Συχνά τα πάθη, οι προλήψεις, τα συμφέροντα και οι συνήθειες μας δημιουργούν την εσφαλμένη εντύπωση ότι κάτι είναι αληθινό ως αυταπόδεικτο, με αποτέλεσμα να παρασυρόμαστε σε πλάνη. Αν οι καινούριες ιδέες στο χώρο του πνεύματος και της επιστήμης συναντούν πολλές φορές ισχυρές αντιδράσεις, αυτό κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στο ότι το απατηλό “αυταπόδεικτο” απ΄, από το οποίο έχουμε συνειδητά ή ανεπαίσθητα διαβρωθεί με τον καιρό, αντιτίθεται σε αυτές και τις απορρίπτει. Η ιστορία μας διδάσκει ότι πολλές μεγάλες και γόνιμες αλήθειες όχι μόνο δεν επιβλήθηκαν από την πρώτη στιγμή, αλλά σε μια πρώτη φάση θεωρήθηκαν σκάνδαλα. Η επιστήμη δεν αναφέρεται στο συγκεκριμένο και το προφανές (μολονότι ξεκινά από αυτό και στηρίζεται σε αυτό) αλλά στο αφηρημένο και το γενικό.

Είναι καινούργια θεώρηση της πραγματικότητας, μια προσπάθεια να συλληφθεί κάποια “αόρατη” αιτία ή δομή, πράγμα που απαιτεί πνεύμα ερευνητικό, διεισδυτικό και οπλισμένο με τη δυνατότητα της ερμηνείας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει καθόλου πως αρκεί να είναι κάτι ερμητικό, ασαφές ή απλώς “καινούριο” για να είναι αληθινό.

Σημαίνει απλώς ότι η αναζήτηση της αλήθειας απαιτεί οξύ και άγρυπνο κριτικό βλέμμα που δεν αρκείται σε εύκολες λύσεις.


Το Ωφέλιμο ως Κριτήριο της Αλήθειας


Μήπως όμως κριτήριο της αλήθειας είναι ο βαθμός πρακτικής ωφέλειας, την οποία εξασφαλίζει μια άποψη που διατυπώνουμε για τα πράγματα; Κάτι τέτοιο υποστηρίζει ο πραγματισμός, ανάπτυξη και κριτική των ιδεών του οποίου επιχειρήσαμε στα πλαίσια του προβλήματος της δυνατότητας της γνώσης, ώστε να είναι τώρα περιττή η επανάληψή τους. Εδώ θα σημειώσουμε ότι υπάρχουν αλήθειες που πληγώνουν και ψεύδη που παρηγορούν.

Μια άποψη, και όταν ακόμη παρηγορεί ή ενισχύει ή επιβεβαιώνει, δεν είναι υποχρεωτικά αληθινή.

Έχει, αντίθετα, όλα τα γνωρίσματα που πρέπει να την κάνουν στα μάτια μας ύποπτη!

Όπως έχει παρατηρηθεί, οι αλήθειες που παρηγορούν πρέπει να αποδεικνύονται δυο φορές: μια φορά, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται για κάθε αλήθεια, και μια δεύτερη φορά, γιατί υπάρχει φόβος, επειδή ακριβώς η συγκεκριμένη αυτή αλήθεια μας παρηγορεί, να είναι για μας ελκυστική και επομένως να την αποδεχόμαστε προβάλλοντάς της λιγότερη αντίσταση από όση θα έπρεπε.

Η Αυθυπαρξία της Πραγματικότητας

Απαρχή για μια ορθότερη αντιμετώπιση του θέματος θα μπορούσε να αποτελέσει η άποψη των σχολαστικών, σύμφωνα με την οποία αλήθεια είναι η adaequatio rei et intellectus (η απόλυτη συμφωνία, η απόλυτη αντιστοιχία πράγματος και νου).

Αν η κρίση μου αποδίδει με ακρίβεια σχέσεις που πραγματικά υπάρχουν στα αντικείμενα, τότε είναι αληθινή. Διαφορετικά είναι ψευδής. Μια τέτοια άποψη δέχεται ότι στο νου μας σχηματίζεται, κατά κάποιο τρόπο, ένα αντίγραφο της πραγματικής σχέσης των αντικειμένων, οπότε η κρίση που εκφράζει αυτή σχέση είναι αληθινή.

Η άποψη αυτή προάγει την έρευνά μας, γιατί δέχεται την αυθυπαρξία της πραγματικότητας και την καθοριστική συμβολή της στη γνωστική διαδικασία.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επιμείνουμε. Είναι ιδιαίτερα θετικό η ανάλυση της έννοιας της αλήθειας να ξεκινά από τις ακόλουθες βασικές θέσεις:

(α) Κάθε γνώση είναι γνώση της πραγματικότητας και

(β) Η πραγματικότητα δεν αναπλάσεται αυθαίρετα από την ανθρώπινη νόηση, αλλά επιβάλλει σ ε αυτή τις “νόρμες” της.

Όπως, λέει και ο Αριστοτέλης. Δεν είσαι λευκός, επειδή εμείς νομίζουμε ότι στ' αλήθεια είσαι λευκός, αλλά επειδή εσύ είσαι λευκός, εμείς που το λέμε αυτό λέμε την αλήθεια (“ού γάρ διά τό ήμάς οίεσθαι άληθώς σε λευκόν είναι εί σύ λευκός, άλλά διά τό σέ είναι λευκόν ήμείς οί φάντες τούτο άληθεύομεν”).

Διευκρινίσεις για τη Συμφωνία Νου και Πραγματικότητας

Σοβαρές όμως επιφυλάξεις δημιουργεί η άποψη που υπολανθάνει στον ορισμός των σχολαστικών, σύμφωνα με την οποία στο νου μας σχηματίζεται ένα αντίγραφο της πραγματικής σχέσης των αντικειμένων .

Πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι αλήθεια είναι η ιδέα που απλώς καθρεπτίζει την πιό άμεση και την πιό απλοϊκή αισθητηριακή μας εμπειρία;

Όχι, γιατί η αλήθεια δεν είναι είδωλο που σχηματίζεται σε έναν καθρέπτη. Η αλήθεια προϋποθέτει κρίση σχετικά με την πραγματικότητα και “ανακατασκευή” της τελευταίας με μια σειρά πνευματικών διεργασιών.


Προϋποθέσεις για την Επίτευξη της Αλήθειας


Η αλήθεια επομένως, ως adaequation rei et intellectus δεν είναι άμεσα δεδομένη και δεν κατακτάται αυτόματα, με φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας στο νου. Αντίθετα, προϋποθέτει ότι θα εκπληρωθούν οπωσδήποτε οι ακόλουθοι όροι:

Η σκέψη θα συμφωνεί διαρκώς με τον εαυτό της, θα σέβεται τις αρχές της και δε θα παρασύρεται σε άλματα, κενά και αντιφάσεις.

Υπομονετικά, επίμονα και χωρίς προκαταλήψεις η σκέψη θα “μαθητεύει” στην πραγματικότητα, δηλαδή θα μελετά συστηματικά τα φαινόμενα, που αποτελούν τη μόνη γνήσια αφετηρία κάθε ορθής γνωστικής διαδικασίας. Η αληθινή γνώση δεν αναφέρεται στο τίποτα: αντίθετα, είναι γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Το εμπειρικό υλικό που η πραγματικότητα προσφέρει κατά την πρώτη επαφή της σκέψης μας μαζί της, θα είναι πολύτιμη και αναντικατάστατη αφετηρία, δε θα είναι όμως το τέρμα των επιστημονικών αναζητήσεων. Επιβάλλεται οπωσδήποτε η πνευματική επεξεργασία και η αξιοποίηση του εμπειρικού υλικού, του φαινομένου, ώστε να συλληφθεί ο νόμος που το εξηγεί.


Η επιστημονική έρευνα δε θα εξαντλείται στο συγκεκριμένο και το μερικό για δύο κύριους λόγους:

(α) Γιατί η μελέτη των απειράριθμων φαινομένων πρακτικά είναι αδύνατη

και

(β) Γιατί, και στην υποθετική ακόμη περίπτωση που θα ήταν δυνατή, θα

διαχεόταν στην επιφάνεια της πραγματικότητας.

Επομένως η υπέρμετρη προσήλωση στα φαινόμενα δε θα οδηγούσε στη σύλληψη των νόμων που τα διέπουν ούτε στην ερμηνεία των δομών που τα καθορίζουν.

Ο νόμος και η δομή, αντίθετα, είναι αντικειμενικά θεμελιωμένες - και επομένως έγκυρες - εννοιολογικές συλλήψεις της σχέσης ανάμεσα στα φαινόμενα και τις αιτίες που τα προκαλούν.


Η όποια ερμηνεία της πραγματικότητας δε θα έχει στατικό, θα έχει δυναμικό χαρακτήρα: διαρκώς θα εμπλουτίζεται, θα διορθώνεται, θα αναθεωρείται και, αν χρειαστεί , θα αντικαθίσταται από άλλη ερμηνεία, που και αυτή θα υπόκειται σε συνεχή κριτικό έλεγχο.

Επιστημονική Αλήθεια:


Μια Αυθεντική “μεταγραφή” της Πραγματικότητας


Επομένως η σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, νόησης και πραγματικότητας είναι αμφίδρομη.

Από το ένα μέρος: Τα πράγματα δε σκέπτονται τον εαυτό τους, γιατί δε διαθέτουν συνείδηση και λόγο. Η φύση δεν ξέρει ούτε φυσική ούτε χημεία ούτε μαθηματικά. Μόνο ο άνθρωπος διαθέτει λόγο και συνείδηση και επομένως, μόνο αυτός επιδιώκει τη γνώση και καλλιεργεί την επιστήμη.

Ένα εγχειρίδιο λ.χ. φυσικής ή χημείας με τα σχήματα, τους μαθηματικούς τύπους, τις περιγραφές πειραμάτων, κτλ. Περιέχει ακλόνητες αλήθειες για τη φύση, που όμως αντικειμενικά “δεν υπάρχουν” σε αυτήν και βέβαια δεν καθρεφτίζονται σε έναν επιστημονικά ακαλλιέργητο εγκέφαλο.

Η επιστήμη ερμηνεύει τον κόσμο, αλά δεν υπάρχει έτοιμη στον κόσμο: είναι ένα πλάσμα του πνεύματος - η απάντηση που δίνει ο άνθρωπος στην πρόκληση της πραγματικότητας.

Όμως, από το άλλο μέρος: αυτό το “πλάσμα” δεν είναι καθόλου υποκειμενικό ή αυθαίρετο, αλλά για τους λόγους που αναπτύχθηκαν, ερμηνεύει κατά τρόπο αντικειμενικό την πραγματικότητα.

Είναι μια έγκυρη μεταφορά της πραγματικότητας, στο πνεύμα και μια αυθεντική μεταγραφή της σύμφωνα με τα ερμηνευτικά σχήματα του τελευταίου.

Όσο πιό συχνά, πιό μεθοδικά και πιό επίμονο αυτή η μεταφορά και αυτή η μεταγραφή υποβάλλονται στον έλεγχο των αντικειμενικών δεδομένων και της πρακτικής δραστηριότητας και όσο πιό πολύ αντέχουν σε αυτόν ή βελτιώνονται σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του, τόσο πιό πιστά ερμηνεύουν τον κόσμο.

Έτσι πρέπει να εννοήσουμε την adaequationem rei et entellectus. O κόσμος επιβάλλεται στη νόηση του ανθρώπου, η νόηση ερμηνεύει και οργανώνει λογικά τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου και καθορίζεται από αυτόν.

Ταυτόχρονα επενεργεί στον κόσμο και τον κατακτά όχι μόνο με την αληθινή γνώση αλλά και με την πράξη: τον δαμάζει και τον μεταμορφώνει με την εργασία του.

Ο άνθρωπος και ο κόσμος συνυφαίνονται και συμ-μεταβάλλονται σύμφωνα με τους νόμους της φύσης και τους κλυδωνισμούς της ιστορίας.

Αλλά η επιστημονική γνώση προϋποθέτει κάτι πολύ δύσκολο:

Να παίρνει ταυτόχρονα ο άνθρωπος απόσταση από τον κόσμο, να διαφοροποιείται από αυτόν και να σκύβει επάνω του για να τον μελετήσει.

Το εγχείρημα απαιτεί πολύ χρόνο και άοκνη προσπάθεια όχι μόνο ατόμων, αλλά και λαών και εποχών.

Η επιστημονική γνώση δεν κατακτάται μονομιάς, αλλά κερδίζεται με διαδοχικές προσεγγίσεις.

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Από απόψεως μεθοδολογίας η θεολογία δεν υστερεί αλλά αντίθετα πλεονεκτεί των άλλων επιστημών. Το υπερκόσμιο - υπερφυσικό περιεχόμενο της αποκαλύψεως, ως μεθοδικός στοχασμός επί της αποκαλύψεως προσλαμβάνει μέσω του ισχυρότατου μέσου της πίστεως, δηλ. ως μέθοδος προσπελάσεως της εξ' αντικειμένου αλήθειας, που βιώνεται έντονα κατά το ορθό περιεχόμενό της, συνιστά έκφραση του αντικειμενικού και υποκειμενικού παρά το μυστηριώδη χαρακτήρα της. Την ενδοκοσμική εμπειρία της αποκαλύψεως στη μορφή του γεγονότος της υποσχέσεως και της διαθήκης, του προφητικού κηρύγματος, της ιστορικής επαληθεύσεώς του, της σαρκώσεως του Λόγου και της ζωής, του κηρύγματος, των θαυμάτων και αναστάσεώς του, της αποστολής του Παράκλητου, της ιδρύσεως της Εκκλησίας και όλων των επί μέρους εκφραστικών συμβάντων της αποκαλύψεως αυτής, η θεολογική επιστήμη, σαν ιστορική ανάλυση ή θεολογική σύνθεση, ερευνά σε όλες τις εποχές και με όλες τις πρόσφορες μεθόδους το έργο της έχοντας σαν βάση τις ίσου κύρους πηγές της θείας αποκαλύψεως δηλ. την Αγία Γραφή και την παράδοση. Ο τονισμός και η διαφοροποίηση των χρησιμοποιούμενων μεθόδων από τον κάθε κλάδο επιστήμης πραγματοποιείται με την εξέταση των επί μέρους κλάδων της θεολογικής επιστήμης.

Οι μέθοδοι αυτοί κατά την βασική τους δομή ακολουθούν τις προϋποθέσεις που θέτει η γενική επιστημολογική μεθοδολογία, παρά την ήδη υπάρχουσα σχετικότητα στην εφαρμογή τους, της θεολογικής επιστήμης που χαρακτηρίζεται σαν την επιστημονική αντίληψη και έκθεση της αποκάλυψης, διευκρινίζοντας ότι αν εξαιρέσουμε τις μαθηματικές επιστήμες, όλες οι υπόλοιπες στερούνται επακριβώς καθορισμένης μεθοδολογίας. Εν πάση περιπτώσει ο καθορισμός του περιεχομένου της αποκαλύψεως και η κατανόησή του συνιστά τους πόλους του άξονα γύρω από τον οποίο κινείται η μεθοδολογία της θεολογικής επιστήμης. Η ορθόδοξη ανατολική θεολογική επιστήμη στεκούμενη μπρος το αμετακίνητο υπόβαθρο της θεοπνευστίας της Γραφής και της αυθεντίας της Εκκλησίας αντλείται από την πλούσια ερμηνευτική παράδοση της μεθοδολογικής προσπέλασης της εξ’ αποκαλύψεως αλήθειας, την πείρα των Πατέρων για την διακρίβωση του θείου μηνύματος.

Όταν πραγματοποιήσει αυτό προχωρεί παραπέρα στη θεωρητική συστηματική διατύπωση του περιεχομένου της πίστεως με συνθετική δογματική επεξεργασία. Στη δύση η θεολογία του Αυγουστίνου απομακρυσμένη της ελληνικής άνοιξε δύο δρόμους, από τους οποίους ο ένας οδηγούσε στον καθολικισμό ο άλλος στον προτεσταντισμό. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός που ανήκει στη σχολαστική θεολογία οδηγήθηκε σε περιπέτειες οι οποίες κατέληξαν σε αυθαίρετα θεολογικά κατασκευάσματα. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί η Ρωμαιοκαθολική θεολογία συνδυάζει το ιστορικοφιλολογικό στοιχείο με το φιλοσοφικό. Την μονοτονία της θεολογίας αυτής διακόπτει η ύπαρξη της "νέας θεολογίας" που στρέφεται εναντίον της εκλογικεύσεως του χριστιανικού μυστηρίου και τονίζει την χρησιμοποίηση νέων σύγχρονων μεθόδων για την αντιμετώπιση των ζωτικών προβλημάτων. Η δογματική θεολογία παραχώρησε προτεραιότητα στην επεξεργασία των βιβλικών θεμάτων. Η προτεσταντική θεολογία διαμορφώθηκε από ατομοκρατία σε πολυκρατία και εξυπηρετεί πλήθος θεολογικούς προσανατολισμούς. Αυτοί οι προσανατολισμοί καθορίζουν την πορεία της προτεσταντικής θεολογίας σαν συντηρητική, φιλελεύθερη, ορθολογιστική, διαλεκτική, εμπειρική και άλλα. Αυτό αυτές η ιστορικοκριτική καταλαμβάνει το μέγιστο του χώρου της θεολογικής προτεσταντικής μεθοδολογίας. Η επιστημονική έρευνα προϋποθέτει ελευθερία στην επιστημονική σκέψη και σεβασμό προς την αλήθεια. Και τα δύο αυτά τα στοιχεία εξασφαλίζουν το μέγιστο της αντικειμενικότητας. Η αλήθεια όμως ερευνάται από τους φορείς των επί μέρους ομολογιακών θεολογιών από αποκλίνουσες προϋποθέσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν την προτεσταντική και τη ρωμαιοκαθολική θεολογία σε σύγκριση με την δική μας. Η ορθόδοξη θεολογία που δεν είναι θεολογία του "ορθού λόγου", της μεταφυσικής φαντασιώδους έρευνας, των μεγαλεπήβολων στοχασμών του πνεύματος αλλά της αποκαλύψεως έχει με το υψηλό φρόνημα της ορθής εκκλησιολογικής εμπειρίας, σαφώς θεοκεντρικό χαρακτήρα βαθύτατης αφοσίωσης προς το Θείο Λόγο. Το ακατάληπτο και το αδιανόητο σε εμάς της ουσίας του Θεού καθόλου δεν αποτρέπει την ελληνική ορθόδοξη θεολογία να δεχθεί ότι το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να σκεφτεί τα θεία πράγματα, να γεννήσει ζητήματα και να βρει τη λύση τους δεδομένου ότι ο Θεός δεν μας έχει αφήσει σε παντελή άγνοια της ιστορίας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα κάθε εποχής και της σημερινής δηλ. "η εμπειρία του υπερβατικού", η αναζήτηση της διάστασης του ανθρώπου αντιμετωπίζεται από τη θεολογία μας με τη δυναμική και όχι τη στατική ιδιότητά της. Αγία Γραφή και ιερά παράδοση συνιστούν τις βασικές προϋποθέσεις της ορθόδοξης θεολογίας σε αρμονική συσχέτιση θεοπνευστίας και βιώματος ήδη από τις ημέρες της αρχέγονης εκκλησίας με την οποία ταυτίζεται η εκκλησία μας συνέχεια κάνοντας διάκριση μεταξύ της αποστολικής και εκκλησιαστικής παράδοσης. Για εμάς "η αποστολική παράδοση διακρίνεται της εκκλησιαστικής" με την έννοια ότι η εκκλησιαστική παράδοση σημαίνει αναφορά σε δευτερογενή στοιχεία ή εκκλησιαστικά γεγονότα που δεν άπτονται της ουσίας και το περιεχόμενο της ορθόδοξης πίστης του εκκλησιαστικού βίου. Η διάκριση αυτή είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθόδοξη θεολογία για τον ίδιο λόγο της εσκεμμένης αδυναμίας της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας να σταθεί σε ασφαλές έδαφος, της αποστολικής παράδοσης και μέσα στα όρια αυτής. Η αδυναμία αυτή οδηγεί σε εκκλησιολογικές περιπλοκές και δογματικές εξελίξεις απαράδεκτες από την ορθόδοξη θεολογία και την ελληνική επιστήμη. Η ορθόδοξη θεολογική επιστήμη έχει τις προϋποθέσεις της αποστολικής παράδοσης σαν κριτήριο ορθότητας, δηλ. των τριών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του, "πάντοτε πανταχού, και υπό πάντων πιστευθέντος". Η αυθεντία της εκκλησίας που γίνεται δεκτή από την ορθόδοξη θεολογία συνιστά άλλη αρχή και προϋπόθεση της δικής μας επιστήμης. Η ορθόδοξη θεολογία αποσκοπεί στη διακρίβωση της αποκεκαλυμμένης αλήθειας. Οι οικουμενικές σύνοδοι, ως όργανα αποσαφηνίσεως της εξ' αποκαλύψεως αλήθειας αποτελούν αψευδή μαρτυρία του διαλόγου με την ορθοδοξία για την υπεράσπιση του δόγματος εναντίων των αποπειρών παραχαράξεως της αλήθειας. Η ελληνική ορθόδοξη θεολογική επιστήμη προσφέρει πολύ καλό συνδυασμό ελευθερίας και αυθεντίας, επιστημονικής έρευνας και πιστότητας για την ακεραιότητα του δόγματος και υπηρετεί έτσι την αλήθεια. Η ελευθερία πνεύματος που χαρακτηρίζει την ορθόδοξη θεολογία και είναι κληρονομιά της αρχέγονης εκκλησίας ταυτίζεται πλήρως και τέλεια με την εκκλησία μας, συνιστά την αποδοχή της θείας αποκαλύψεως και χωρίς αυθαιρεσία στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία του ενός ή στην αυθεντία του ατόμου. Η ελευθερία αυτή που δεν επηρεάζει την πίστη και την τήρηση των δογματικών αληθειών αποφεύγει να θέσει φραγμούς στην αναζήτηση της θρησκευτικής αλήθειας. Ενώ στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία σχεδόν όλοι οι ερευνητές και ακαδημαϊκοί δάσκαλοι είναι κληρικοί γεγονός που διευκολύνει από μέρους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας. Στο χώρο της ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας η θεολογική επιστήμη βρίσκεται σε χέρια λαϊκών. Αυτό δεν σημαίνει έλλειψη σεβασμού αυτών προς την αυθεντία της εκκλησίας, την μόρφωση και τον ρόλο των επισκόπων στις οικουμενικές συνόδους ή αδυναμία της ορθόδοξης εκκλησίας να πειθαρχήσει με το δόγμα της στα λαϊκά στρώματα. Στην ορθόδοξη θεολογική έρευνα η ορθόδοξη πνευματικότητα που εκφράζεται με τον μυστικισμό συνιστά στοιχεία οικοδομής της επιστήμης. Για μας θεολογία και μυστικισμός διατηρούν εσωτερική οργανική εξερεύνηση για την παράλληλη βίωση ορθόδοξου δόγματος και λατρευτικής μυσταγωγικής τελετουργίας. Η ορθοδοξία διατηρεί στη θρησκευτική της σύνθεση την πνοή της ζωτικότητας που διαχέει κάθε στιγμή τη δροσιά του πνεύματος της αλήθειας. Πέρα από κάθε μυστική υποκειμενική εμπειρία η ορθόδοξη λατρεία έχει την θέση που της αρμόζει στην ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογική έρευνα της ορθόδοξης θεολογίας. Η ορθόδοξη θεολογική επιστήμη που στην τελευταία της φάση είναι "πνευματολογική και χαρισματική και στην έκφρασή της ευχαριστήρια", που δρα κατά τις περιστάσεις διορθωτικά με νηφαλιότητα στη γραμμή πορείας της θεολογικής σκέψης, και που κινείται στον ιστορικό χώρο των περισσοτέρων αποστολικών εκκλησιών, συνιστά εκτός των άλλων και μαρτυρία αγάπης. Η ορθόδοξη θεολογική επιστήμη, που στηρίζεται στις παραδόσεις της πατερικής θεολογίας και χωρίς να επεμβαίνει σε πεδία που είναι ξένα σ’ αυτή, προχωρεί στην καλλιέργεια, ανάπτυξη, εμβάθυνση, και μελέτη του περιεχομένου της θείας αποκαλύψεως. Για την αντιμετώπιση των νέων τάσεων και θεωριών ζητάει με ελευθερία την διατήρηση του παραδεδομένου θησαυρού, ζώντας το παρόν με ορθότητα, οικοδομεί το μέλλον με εσχατολογική ελπίδα, θεμελιωμένη στο περιεχόμενο της αποκάλυψης, που διακονεί και ερευνά.

Η δυτική θεολογική διανόηση παρά την παραλληλότητα της αρχικής οδοιπορίας προς τη θεολογία της Ανατολής, ακολούθησε τελικά υπό την επίδραση της φιλοσοφίας του ρωμαϊκού πνεύματος και άλλων παραγόντων, διαφορετική οδό. Η ρωμαιοκαθολική θεολογία, κρινόμενη μέσω του συγχρόνου κριτηρίου της επιστημονικής δεοντολογίας, παρουσιάζεται ως υφισταμένη δεσμεύσεις που περιορίζουν την πολλαπλή αποστολή της , ως επιστήμης κριτικής και ελεύθερης. Ευαισθησία παρουσιάζουν οι χώροι της αυθεντίας και του ασκουμένου ελέγχου. Σ’ αυτούς συγκαταλέγεται το πεδίο συγκρούσεων των εσωτερικών τάσεων της ρωμαιοκαθολικής επιστήμης έναντι της αυθεντίας και του ελέγχου, όπως και των εξωτερικών επιδράσεων που δέχονται οι φορείς της επιστήμης αυτής από τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, των παντοτινών ιδεολογιών, κυρίως του μαρξισμού και της τεχνολογίας. Η αδυναμία της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας , όπως κάνει την λεπτή άλλ’ ουσιώδη διάκριση μεταξύ της αποστολικής και της εκκλησιαστικής παράδοσης, οδηγεί στη νόθευση. Οι Ρωμαιοκαθολικοί, ερμηνεύοντας την εκκλησιαστική παράδοση ως αποστολική , αποκτούν, κατ’ αυτούς την δυνατότητα και ελευθερία της διατυπώσεως νέων δογμάτων “επί αληθειών”, που δεν περιλαμβάνονται στην αποστολική παράδοση, δεχόμενοι εξέλιξη στην θεία αποκάλυψη. Αποτέλεσμα αυτής της εσκεμμένης διεύρυνσης και επέκτασης της αποστολικής παράδοσης στον μετέπειτα ιστορικό χώρο της εκκλησίας είναι η δογματική απαίτηση της παπικής αυθεντίας, που προσβάλει την υπόσταση της πνευματικής ελευθερίας του σκεπτόμενου ανθρώπου και έχει ήδη σήμερα δημιουργήσει κρίση στους κόλπους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. H ρωμαιοκαθολική θεολογική σκέψη έχοντας σαφή τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής μεθοδολογίας, ακολούθησε μέσα στους αιώνες διαδρομή που καλλιεργώντας την γνωσιολογική θεωρία, θα πρέπει αχό μόνο να απαγκιστρωθεί από την αυθεντία του ενός ρωμαίου ποντίφικα, αλλά και να χαράξει νέα γραμμή, που να δύναται να συναγωνιστεί κάθε αλήθεια, απαίτηση, σύστημα ή ιδεολογία κάθε ανθρώπου. Άντ’ αυτού η εκκλησία αυτή “ως γνησίως κληρονόμος της κοσμοκράτειρας Ρώμης, εξαίρει την ιδέα της αυθεντίας” . Η προβολή και ο τονισμός των δικαιωμάτων του απολύτου θείου δικαίου του εκπροσώπου του Θεού επί της γης (Vicario di Gesu Cristo), οδήγησαν στην σύγκρουση του απολύτου των αποφάσεων του ενός μετά των δικαιωμάτων ελευθερίας σκέψης και μεταφυσικού στοχασμού των πολλών. Η θεολογία αυτή επιτελώντας εκτεταμένες μελέτες στην Αγία Γραφή και στα κείμενα της αποστολικής παράδοσης προσπαθεί να δικαιώσει το περιεχόμενο της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας και κατά κύριο λόγο το παπικό αλάθητο. Αυτό καθ’ αυτό απομακρύνει τελείως την ρωμαιοκαθολική θεολογική επιστήμη από την επιστήμη της θεολογίας όπως την υποστήριζε ο Αυγουστίνος. Η απαίτηση αυτή της παπικής ex cathedra αυθεντίας τυγχάνει δεσμευτική για το έργο της ερμηνευτικής επιστήμης παρά του ισχυρισμού περί αντιθέτου. Η υποκατάσταση της αυθεντίας της εκκλησιάς και των προϋποθέσεων που διασφαλίζουν το παπικό αλάθητο, οδηγεί σε σύγκρουση, όπως π.χ. στις περιπτώσεις των δογματισθέντων για την άσπιλο σύλληψη και για την ενσωμάτου μεταστάσεως της Θεοτόκου: Definito immaculatae conceptionis και Definito assumptionis. Στον ρωμαιοκαθολικισμό η αποστολή της “διατηρήσεως, εξηγήσεως, περιφρουρήσεως και διακηρύξεως” της χριστιανικής αλήθειας βρίσκεται στα χέρια του κλήρου, του επισκοπάτου και ιδίως του ρωμαίου ποντίφικα, απ’ τον οποίο πηγάζει κάθε εξουσία στην εκκλησία. Προέκταση και επακόλουθο της απολυταρχίας αυτής τυγχάνει και το γεγονός του θεολογικού ελέγχου. H ρωμαιοκαθολική εκκλησία θέτει τα πορίσματα των ερευνών στη θεολογική επιστήμη υπό υποχρεωτική προληπτική λογοκρισία, στηρίζοντας με αυτή τη πράξη την προστασία της ορθής πίστης. Η ορθοδοξία σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζεται με την θεολογική λογοκρισία ή απαγόρευση.

“Οι υπάρχουσες διατάξεις στο Codex Iurius Canonici για τον έλεγχο των βιβλίων, τυγχάνουν αναχρονιστικές, προσβλητικές της προσωπικότητας του ερευνητή ,αποτέλεσμα πνευματικού ολοκληρωτισμού. Αυτές συνιστούν τακτική υποδούλωσης του ελεύθερου θεολογικού στοχασμού στη ξερή θεολογική μονοτονία, στην οποία θάπτεται κάθε ατομική εκδήλωση στη σφαίρα της θεολογικής γνώσης, και στη στυγνή συντηρητικότητα ανάξια της φυσικής ελευθερίας της ανθρώπινης διάνοιας”.

Ρωμαιοκαθολικοί επιστήμονες διεθνούς κύρους και ερευνητές εργαζόμενοι επί των συνόρων της ανθρώπινης γνώσης, κληρικοί και λαϊκοί, υφίστανται τον προληπτικό έλεγχο προς εξασφάλιση της άδειας εκτυπώσεως, του Imprimatur, nihil obstat, τα δε υποκείμενα στη λογοκρισία βιβλία καλύπτουν ευρύτατο χώρο της θεολογικής επιστήμης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι δεν βρίσκονται μειονεκτούντες ενώπιον ενός αναπεπταμένου χώρου έρευνας στο ότι μέγιστο μέρος των εκδηλώσεων του θρησκευτικού βίου έχει ρυθμιστεί κατά τρόπο πάγιο στις μεταγενέστερες συνόδους και στις παπικές εγκυκλίους, έτσι ώστε το υπολειπόμενο περιθώριο να είναι περιορισμένο πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εκκλησία. Ο χώρος περιορίσθηκε περισσότερο με τα 16 κείμενα της Β΄ Βατικάνειου συνόδου, όπου το περιεχόμενό τους επικυρώθηκε από τον Πάπα, έχει νομική ισχύ και συνιστά δέσμευση για κάθε τι ρωμαιοκαθολικό και κατά προσέγγιση και της ρωμαιοκαθολικής επιστήμης. Αποκορύφωση δε αυτής της δέσμευσης συνιστά το άρθρο 25 της Constituito dogmatica de ecclesia της συνόδου, μέσω του οποίου όχι μόνο στα ex cathedra διακηρύξεως του ρωμαϊκού ποντίφικα, αλλά και στα εκτός αυτής “cum non ex cathedra loquitur”, περιορίζεται η επιστήμη.

Παρά τις παραπάνω δυσχέρειες και τις εξωτερικές επιδράσεις η προσφορά του ανεπτυγμένου πνευματικού δυναμικού των ρωμαιοκαθολικών θεολόγων και ερευνητών τυγχάνει αναμφιβόλως ουσιώδης, κυρίως στην εποχή μας όπου ο σκεπτόμενος άνθρωπος αναζητεί σταθερό σημείο στήριξης, και η πίστη του ως προϊόν προσωπικής ηθικής ευθύνης και θάρρους, ορθά ερμηνευμένη, συνιστά σωτηριώδες γεγονός προς μίμηση. Η ρωμαιοκαθολική θεολογική επιστήμη καλλιεργείται και διδάσκεται σ’ ολόκληρη την οικουμένη επί ακαδημαϊκού επιπέδου. Οι ομολογιακές προϋποθέσεις της και οι τιθέμενοι αμέσως ή εμμέσως από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία περιορισμοί δεν δύνανται να θέσουν σε αμφιβολία τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεολογικής επιστήμης.

Η προτεσταντική θεολογία, κινείται στη μέση μιας θεολογικής πολυκρατίας. Αυτή στερείται θεολογικής ενότητας, πράγμα απαραίτητο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των καιρών και ιδίως της ασκούμενης κριτικής επί της θρησκείας και των επιθέσεων του μαρξισμού εναντίον του Χριστιανισμού. Η προτεσταντική θεολογία ως επιστήμη επηρεάζεται αφ’ ενός μεν από τις τάσεις επιστροφής στις αρχές της μεταρρύθμισης- τα υπάρχοντα όμως δυσεπίλυτα προβλήματα καθιστούν την επιστροφή δύσκολη αν όχι αδύνατη- και αφ’ ετέρου από την έλλειψη εκκλησιαστικού κριτηρίου και αυθεντίας. Εσωτερικές εννοιολογικές διαφοροποιήσεις και η παρατηρούμενη απόσταση μεταξύ των εκκλησιαστικών ηγετών και των ακαδημαϊκών δασκάλων επιτείνουν την πολυκρατία, όπου τυγχάνει αναγκαίο προϊόν της απόρριψης της αποστολικής παράδοσης παρά την απόδοση διασφαλιστικών ιδιοτήτων στην Αγία Γραφή. Η “αχαλίνωτη ελευθερία, αυθαιρεσία, ατομοκρατία, και υποκειμενοκρατία” τυγχάνουν χαρακτηριστικά της προτεσταντικής θεολογικής επιστήμης. Ο κάθε θεράπων της, χωρίς δεσμεύσεις, δύναται να προσθέτει το υποκειμενικό στην εξ’ αποκαλύψεως αντικειμενική αλήθεια. Η θεολογία, παρά την επιθυμία να αποτελέσει το “forum της αλήθειας”, μεταβάλλεται σε άμετρη ελευθερία αντιμαχόμενων αυθεντιών, προσωπικών δικαιωμάτων και ατομικής πίστεως, ιδίως υπό την επίδραση των εκάστοτε επικρατούντων φιλοσοφικών ρευμάτων και τάσεων. Έτσι ο εν τη αποκαλύψει αυθεντικός λόγος του Θεού μεταβάλλεται , σε πεδίο διαφοροποιήσεων. Παρά τα ανωτέρω και παρά τον υπερτονισμό της ιστορικοκριτικής μεθόδου (από πλευράς μεθόδου), η προτεσταντική θεολογική επιστήμη, προσέφερε αναμφισβητήτως πολλές υπηρεσίες στην θεολογική έρευνα.

Παρά τις ομολογιακές αποκλίσεις και την διαφοροποίηση των προϋποθέσεων, η θεολογική επιστήμη προσφέρει ένα σημαντικό βοήθημα στην προσέγγιση της αλήθειας. Η αλήθεια όπως δήλωνε ο Glanvil στο έργο του “Vanity” είναι ένα πρίσμα όπου ο καθένας προσεγγίζει διαφορετική έδρα.

Ως παράδειγμα των μεθόδων προσέγγισης της αλήθειας τόσο από την πλευρά της επιστήμης όσο και της θεολογίας παρουσιάζουμε το ακόλουθο κοσμολογικό πρόβλημα που για όλους τους αιώνες απετέλεσε βασικό θέμα διαφωνιών.


Η ΖΩΗ ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΕΔΩ ; ΑΠΟ ΕΞΕΛΙΞΗ Ή ΑΠΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ;


Η γη σφύζει από ζωή σε τέτοια αφθονία και ποικιλία που συγκλονίζει την φαντασία. Πώς άρχισαν όλα αυτά; Αυτός ο πλανήτης μας και όλοι οι κάτοικοι του- πώς βρέθηκαν εδώ; Και πιο συγκεκριμένα, πώς άρχισε το ανθρώπινο γένος; Εξελιχθήκαμε από πιθηκοειδή ζώα; Ή μήπως δημιουργηθήκαμε; Πώς ακριβώς βρεθήκαμε εδώ; Και τι σημαίνει η απάντηση για το μέλλον; Ερωτήματα σαν αυτά απασχολούν τους ανθρώπους για πολύ καιρό και παραμένουν ακόμη αναπάντητα στις διάνοιες πολλών.

Διαφορετικές απόψεις

Κατά την άποψη πολλών που αποδέχονται την θεωρία της εξέλιξης, η ζωή θα συνοδεύεται πάντοτε από ένα έντονο ανταγωνισμό, με διαμάχες, μίση, πολέμους και θάνατο. Μερικοί μάλιστα διαισθάνονται ότι ο άνθρωπος ίσως αυτοκαταστραφεί στο προσεχές μέλλον. Ο Carl Sagan δήλωσε:

“Ίσως να μας απομένουν λίγες μόνο δεκαετίες από την ημέρα της κρίσης. Η ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων και τα συστήματα εκτόξευσής τους θα οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, σε παγγήινο όλεθρο”.

Ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί σύντομα, πολλοί πιστεύουν ότι, όταν η διάρκεια της ζωής του ανθρώπου τελειώνει στο θάνατο αυτός παύει πια να υπάρχει για πάντα. Άλλοι πιστεύουν ότι στο μέλλον κάθε μορφή ζωής θα πάει να υπάρχει πάνω στη γη. Υποστηρίζουν τη θεωρία ότι ο ήλιος θα διασταλεί και θα γίνει ένας κόκκινος γίγαντας, και μόλις γίνει αυτό, “οι ωκεανοί θα βράζουν, η ατμόσφαιρα θα εξαφανιστεί στο διάστημα και μια καταστροφή που ξεπερνά σε διαστάσεις τα όρια της φαντασίας θα πλήξει τον πλανήτη μας”.

Αντίθετοι μ’ αυτά τα συμπεράσματα είναι οι “επιστημονικοί υποστηρικτές της δημιουργίας”. Αλλά η ερμηνεία τους για της αφήγηση της δημιουργίας από το βιβλίο της Γένεσης έχει οδηγήσει πολλούς να ισχυρίζονται ότι η γη έχει ηλικία 6.000 χρόνων μόνο και ότι οι έξι “μέρες” της δημιουργίας διαρκούσε η καθεμιά μόνο 24 ώρες.

Στην εξέταση ερωτημάτων που σχετίζονται με την προέλευση της ζωής, πολλοί επηρεάζονται από την κοινή γνώμη και τα αισθήματα. Για να αποφύγουμε αυτό, και να φτάσουμε σε ακριβή συμπεράσματα, είναι ανάγκη να εξετάσουμε όλες τις αποδείξεις με ευρύτητα πνεύματος.

Στο σημείο αυτό, ίσως να είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε και μερικούς ορισμούς: Η εξέλιξη, όπως χρησιμοποιείται εδώ, αναφέρεται στην οργανική εξέλιξη- στη θεωρία ότι ο πρώτος ζωντανός οργανισμός εξελίχθηκε από νεκρή ύλη. Κατόπιν, καθώς αναπαραγόταν μετατράπηκε σε διαφορετικά είδη ζωντανών οργανισμών, παράγοντας τελικά όλες τις μορφές ζωής που έχουν υπάρξει ποτέ πάνω στη γη, περιλαμβανομένων και των ανθρώπων. Και όλα αυτά επιτεύχθηκαν χωρίς νοήμονα κατεύθυνση ή υπερφυσική παρέμβαση. Η δημιουργία από το άλλο μέρος, είναι το συμπέρασμα ότι η εμφάνιση ζωντανών οργανισμών μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την ύπαρξη ενός παντοδύναμου Θεού ο οποίος σχεδίασε το σύμπαν και όλα τα βασικά είδη ζωής πάνω στη γη.


Κρίσεις πάνω στην θεωρία της εξέλιξης.


Είναι ενδιαφέρον ότι πάντοτε από τον καιρό της έκδοσης του βιβλίου του Καρόλου Δαρβίνου Η καταγωγή των Ειδών, το 1859, διάφορες πλευρές της θεωρίας του έχουν γίνει αντικείμενο σημαντικών διαφωνιών ακόμη κι ανάμεσα σε κορυφαίους εξελικτές επιστήμονες. Σήμερα, αυτή η αμφισβήτηση είναι πιο έντονη από κάθε άλλη φορά. Κι είναι διαφωτιστικό να εξετάσουμε τι λένε οι ίδιοι οι υποστηρικτές της εξέλιξης για το ζήτημα αυτό.

Το επιστημονικό περιοδικό Discover έθεσε την κατάσταση ως εξής:

“Η εξέλιξη... δεν υφίσταται επίθεση μόνο από τους θεμελιωτιστές Χριστιανούς, αλλά αμφισβητείται ακόμη και από διάσημους επιστήμονες. Ανάμεσα στους παλαιοντολόγους, τους επιστήμονες που μελετούν το αρχείο των απολιθωμάτων, υπάρχει αυξανόμενη διαφωνία”.

Ο Francis Hitching, ένας εξελικτής και συγγραφέας του βιβλίου Ο λαιμός της καμηλοπάρδαλης, δήλωσε:

“Παρ’ όλη την αποδοχή του από τον επιστημονικό κόσμο σαν μεγάλο ενοποιητικό αξίωμα βιολογίας, ο Δαρβίνος, ύστερα από 125 χρόνια, αντιμετωπίζει μια εκπληκτική ποσότητα δυσχερειών”.

Ύστερα από ένα σπουδαίο συνέδριο 150 περίπου ειδικών της εξέλιξης, που έγινε στο Σικάγο του Ιλλινόις, μια έκθεση τελείωνε ως εξής:

“Η εξέλιξη την πιο πλατιά και βαθιά επανάστασή της στα τελευταία 50 περίπου χρόνια.... Το πώς ακριβώς συνέβη η εξέλιξη, είναι τώρα ένα ζήτημα μεγάλης αμφισβήτησης ανάμεσα στους βιολόγους... Καμιά σαφής επίλυση αυτών των αντιλογιών δεν ήταν ορατή”.

Ο παλαιολόγος Niles Eldredge, ένας διάσημος εξελικτής, είπε:

“Η αμφιβολία που έχει διεισδύσει στην εξελικτική βιολογία η οποία τα περασμένα είκοσι χρόνια ήταν τόσο υπεροπτικά βέβαιη, έχει ανάψει τα πάθη”.

Μίλησε για έλλειψη πλήρους συμφωνίας ακόμη και μέσα στο καθένα από τα αλληλομαχόμενα στρατόπεδα, και πρόσθεσε,

“τα πράγματα βρίσκονται σε αναβρασμό αυτές τις μέρες... Μερικές φορές φαίνεται σαν να υπάρχουν τόσες πολλές παραλλαγές για κάθε εξελικτικό ζήτημα όσος είναι και ο αριθμός των βιολόγων”.

Ένας αρθρογράφος των Times του Λονδίνου, ο Christopher Booker (ο οποίος αποδέχεται την εξέλιξη), είπε τα εξής γι’ αυτήν:

“Ήταν μια θαυμαστά απλή και ελκυστική θεωρία. Η μόνη δυσχέρεια ήταν ότι, όπως και ο ίδιος ο Δαρβίνος ήταν τουλάχιστον εν μέρει ενήμερος, ήταν γεμάτη από τεράστια χάσματα”.

Σχετικά με το βιβλίο του Δαρβίνου Η Καταγωγή των Ειδών, παρατήρησε:

“Εδώ έχουμε την μεγαλύτερη ειρωνεία ότι ένα βιβλίο που φημίζεται ότι εξηγεί την προέλευση των ειδών στην πραγματικότητα δεν κάνει κάτι τέτοιο”.

Το περιοδικό New Scientist της Βρετανίας παρατήρησε ότι

“ένας αυξανόμενος αριθμός επιστημόνων και ιδιαίτερα ένας αυξανόμενος αριθμός εξελικτών.. υποστηρίζουν ότι η θεωρία του Δαρβίνου δεν είναι καθόλου γνήσια θεωρία.. Πολλοί από τους επικριτές έχουν τα πιο υψηλά διανοητικά διαπιστευτήρια”.

Όλες αυτές οι αμφισβητήσεις οδήγησαν τους επιστήμονες στο να προασπίζουν καινοφανείς θεωρίες για την εξέλιξη. Το Science Digest έγραψε τα εξής:

“Μερικοί προτείνουν ακόμη πιο γρήγορες εξελικτικές αλλαγές και ασχολούνται τώρα αρκετά σοβαρά με ιδέες που κάποτε είχαν γίνει δημοφιλείς μόνο στα μυθιστορήματα”.

Για παράδειγμα πολλοί επιστήμονες έχουν φτάσει στο συμπέρασμα ότι η ζωή δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί αυτόματα πάνω στη γη. Αντί γι’ αυτό διατυπώνουν τη θεωρία ότι θα πρέπει να εμφανίστηκε στο έξω διάστημα και κατόπιν να έφτασε εδώ κάτω στη γη. Αλλά αυτό ακριβώς εξωθεί ακόμη πιο πέρα το πρόβλημα της προέλευσης της ζωής και μάλιστα σε ένα πιο απαγορευμένο χώρο. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η ζωή στο εχθρικό περιβάλλον του εξωτερικού διαστήματος είναι καλά γνωστοί. Μήπως, επομένως, είναι πιο πιθανόν ότι η ζωή άρχισε αυτόματα κάπου αλλού στο σύμπαν και επιβίωσε κάτω από τέτοιες σκληρές συνθήκες για να φτάσει ως τη γη, και αργότερα να αναπτυχθεί σε ζωή όπως την ξέρουμε;

Εφόσον το αρχείο των απολιθωμάτων δεν δείχνει βαθμιαία ανάπτυξη ζωής από ένα τύπο σε άλλο, μερικοί επιστήμονες της εξέλιξης προβάλλουν τη θεωρία ότι η διεργασία θα πρέπει να είχε συμβεί με τινάγματα και ξεκινήματα, και όχι με έναν σταθερό ρυθμό. Όπως εξηγεί η παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια βιβλίου: “Πολλοί βιολόγοι έχουν τη γνώμη ότι νέα είδη μπορούν να παραχθούν με ξαφνικές, δραστικές αλλαγές στα γονίδια”.

Μερικοί της θεωρίας αυτής έχουν ονομάσει αυτή τη διεργασία “διακεκομμένη ισορροπία”. Δηλαδή, τα είδη διατηρούν την ισορροπία τους (παραμένουν για πολύ χρόνο τα ίδια), αλλά κάπου- κάπου υπάρχει μια διακοπή (ένα μεγάλο πήδημα για να εξελιχθούν σε κάτι άλλο). Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από τη θεωρία που ήταν αποδεκτή από όλους σχεδόν τους εξελικτές για δεκαετίες. Το χάσμα ανάμεσα στις δυο θεωρίες τονίστηκε από ένα τίτλο της εφημερίδας Times της Νέας Υόρκης: “Η θεωρία της Ταχείας Εξέλιξης Υφίσταται Επίθεση”. Το άρθρο σημειώνει ότι η νεώτερη ιδέα για “διακεκομμένη ισορροπία” είχε “ξεσηκώσει νέα αντίδραση” ανάμεσα σ’ εκείνους που παρακολουθούν την παραδοσιακή άποψη.

Οποιαδήποτε θεωρία κι αν υποστηρίζει κανείς, είναι λογικό ότι θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον κάποια απόδειξη τουλάχιστον που να δείχνει ότι το ένα είδος ζωής μεταβάλλεται σε άλλο. Αλλά τα χάσματα μεταξύ των διαφορετικών τύπων ζωής που βρίσκονται στο αρχείο των απολιθωμάτων, καθώς και τα χάσματα μεταξύ των διαφορετικών μορφών ζωντανών οργανισμών πάνω στη γη σήμερα, εξακολουθούν να υπάρχουν.

Επίσης, αποκαλυπτικό είναι να δούμε τι συνέβη στην από πολύ καιρό αποδεκτή ιδέα του Δαρβίνου σχετικά με την “επιβίωση του καταλληλότερου”. Αυτό το ονόμασε φυσική επιλογή. Δηλαδή, πίστευε ότι η φύση “επέλεγε” τους πιο κατάλληλους οργανισμούς για να επιβιώσουν. Καθώς αυτά τα “κατάλληλα” αποκτούσαν, όπως υποθέτουν, νέα χαρακτηριστικά, που ήταν επωφελή γι’ αυτά σιγά- σιγά εξελίσσονταν. Αλλά οι αποδείξεις των περασμένων 125 χρόνων δείχνουν ότι, ενώ τα καταλληλότερα μπορεί πραγματικά να επιβιώνουν, αυτό δεν εξηγεί πως έφτασαν εδώ. Ένα λιοντάρι μπορεί να είναι πιο κατάλληλο από ένα άλλο λιοντάρι, αλλά αυτό δεν εξηγεί πως έγινε λιοντάρι. Και όλοι οι απόγονοί του θα συνεχίσουν να είναι λιοντάρια, και όχι κάτι άλλο.

Έτσι, στο περιοδικό Harper’s ο συγγραφέας Tom Bethel έκανε το εξής σχόλιο:

“ο Δαρβίνος έκανε ένα λάθος αρκετά σοβαρό για να υπονομεύσει την θεωρία του. Και το λάθος αυτό μόλις πρόσφατα αναγνωρίστηκε σαν τέτοιο... Ένας οργανισμός μπορεί να είναι καταλληλότερος από ένα άλλο... αυτό, βέβαια, δεν είναι κάτι που βοηθάει να δημιουργηθεί ο οργανισμός,... Είναι σαφές, νομίζω, ότι υπήρχε κάτι πολύ, πολύ εσφαλμένο σε μια τέτοια ιδέα”.

Ο Bethell προσθέτει:

“Όπως το βλέπω εγώ, το συμπέρασμα είναι αρκετά συγκλονιστικό. Η θεωρία του Δαρβίνου, πιστεύω, βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης”.

Θα μπορούσε η ζωή να προέλθει τυχαία;


Όταν ο Κάρολος Δαρβίνος ανέπτυξε τη θεωρία της εξέλιξης παραδέχτηκε ότι τη ζωή πιθανόν να την είχε “αρχικά εμφυσήσει ο Δημιουργός σε λίγες μόνο μορφές ή και σε μια μόνο”. Αλλά η σημερινή θεωρία της εξέλιξης αποκλείει γενικά οποιαδήποτε μνεία για Δημιουργό. Αντί γι’ αυτό, έχει αναβιώσει με κάπως αλλαγμένη μορφή η θεωρία της αυτόματης γένεσης της ζωής η οποία κάποτε είχε απορριφθεί.

Η πεποίθηση σε κάποιο είδος αυτόματης γέννησης μπορεί να ανιχνευθεί αρκετά πίσω στους περασμένους αιώνες. Τον 17ο αιώνα μ.Χ., ακόμη και σεβαστοί άνθρωποι της επιστήμης, περιλαμβανομένων των Φράνσις Μπέικον και Γουίλιαμ Χάρβεϋ, αποδέχονταν αυτή τη θεωρία. Τον 19ο αιών, όμως, ο Λουί Παστέρ και άλλοι επιστήμονες τής είχαν καταφέρει ένα θανάσιμο πλήγμα, αφού είχαν αποδείξει με πειράματα ότι η ζωή προέρχεται μόνο από προηγούμενη ζωή. Ωστόσο, από ανάγκη, η θεωρία της εξέλιξης υποθέτει ότι πριν από πολύ καιρό η μικροσκοπική ζωή πρέπει με κάποιο τρόπο να προήλθε αυτόματα από νεκρή ύλη.

Μια θέση που παίρνει σήμερα η εξέλιξη σχετικά με την έναρξη της ζωής συνοψίζεται από τον Richard Dawkins στο βιβλίο του, Το ιδιοτελές γονίδιο. Αυτός κάνει την υπόθεση ότι στην αρχή η γη είχε μια ατμόσφαιρα που αποτελούνταν από διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, αμμωνία και νερό. Μέσω ενέργειας που προμήθευε το ηλιακό φως, και ίσως με αστραπές και εκρήξεις ηφαιστείων, αυτές οι απλές χημικές ενώσεις διασπάστηκαν και κατόπιν ανασχηματίστηκαν σε αμινοξέα. Μια ποικιλία απ’ αυτά συσσωρεύτηκαν βαθμιαία στη θάλασσα και συντέθηκαν σε χημικές ενώσεις που έμοιαζαν με πρωτεϊνες. Τελικά, λέει, ο ωκεανός έγινε μια “οργανική σούπα”, αλλά ήταν ακόμη χωρίς ζωή.

Κατόπιν σχηματίστηκε τυχαία ένα αξιόλογο μόριο- ένα μόριο που είχε την ικανότητα να αναπαράγεται. Μολονότι παραδέχτηκε ότι ένα τέτοιο τυχαίο συμβάν είναι εξαιρετικά απίθανο, ισχυρίζεται ότι πρέπει οπωσδήποτε να συνέβη. Συγκεντρώθηκαν όμοια μόρια και κατόπιν, πάλι από ένα πολύ απίθανο συμβάν , περιτυλίχθηκαν μέσα σ’ ένα προστατευτικό κλοιό από άλλα μόρια πρωτεΐνης ολόγυρά τους σαν μεμβράνη. Έτσι, υποστηρίζεται ότι το πρώτο ζωντανό κύτταρο γέννησε τον εαυτό του.

Στο σημείο αυτό ίσως να αρχίζει να γίνεται κατανοητό το σχόλιο του Dawkins στο πρόλογο του βιβλίου του:

“Το βιβλίο αυτό θα πρέπει να διαβάζεται σχεδόν σαν να ήταν ένα επιστημονικό μυθιστόρημα”.

Η πρόσφατη εκρηκτική αύξηση της γνώσης χρησίμευσε απλώς για να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ των νεκρών και των ζωντανών οργανισμών. Ακόμη και οι πιο παλιοί γνωστοί μονοκύτταροι μικροοργανισμοί διαπιστώθηκε ότι είναι ακατανόητα πολύπλοκοι.

“Το πρόβλημα για τη βιολογία είναι να φτάσει κανείς σε μια απλή αρχή”,

λένε οι αστρονόμοι Fred Hoyle και Chandra Wickramasinghe.

“Τα κατάλοιπα απολιθωμάτων από αρχαίες μορφές ζωής που ανακαλύφθηκαν στα πετρώματα δεν αποκαλύπτουν κάποια απλή αρχή... Έτσι η θεωρία της εξέλιξης στερείται κατάλληλου θεμελίου”.

Τα κύρια βήματα προς το δρόμο για τη προέλευση της ζωής, όπως τα οραματίζεται η θεωρία της εξέλιξης, είναι: η ύπαρξη της σωστής αρχέγονης ατμόσφαιρας μια συγκέντρωση στους ωκεανούς μιας οργανικής σούπας από απλά μόρια που είναι αναγκαία για τη ζωή.

Από αυτά προέρχονται οι πρωτεϊνες και τα νουκλεοτίδια τα οποία συνδυάζονται και αποκτούν μεμβράνη, και κατόπιν αναπτύσσουν ένα γενετικό κώδικα και αρχίζουν να κάνουν αντίγραφα του εαυτού τους.

H αρχέγονη Ατμόσφαιρα

Το 1953 ο Stanley Miller διοχέτευσε ένα ηλεκτρικό σπινθήρα μέσα από μια “ατμόσφαιρα” υδρογόνου, μεθανίου, αμμωνίας και υδρατμού. Αυτό παρήγαγε μερικά από τα πολλά αμινοξέα που υπάρχουν και που είναι τα δόκιμα συμπλέγματα των πρωτεϊνών. Ωστόσο, έλαβε μόνο 4 από τα 20 αμινοξέα που χρειάζονται για την ύπαρξη της ζωής. Περισσότερο από 30 χρόνια αργότερα, οι επιστήμονες δεν κατόρθωσαν να παραγάγουν πειραματικά τα τελευταία 5 από τα 20 αναγκαία αμινοξέα, παρά τα ευνοϊκά σχεδιασμένα εργαστηριακά πειράματα.

Ο Miller υπέθεσε ότι η αρχέγονη ατμόσφαιρα της γης ήταν όμοια με την ατμόσφαιρα του φιαλιδίου. Γιατί; Επειδή, όπως είπε αργότερα αυτός και ένας συνεργάτης του:

“Η σύνθεση χημικών ενώσεων βιολογικού ενδιαφέροντος λαμβάνει χώρα μόνο κάτω από αναγωγικές συνθήκες”. Ωστόσο άλλοι εξελικτές υποθέτουν ότι υπήρχε οξυγόνο. Το δίλημμα που αυτό δημιουργεί για την εξέλιξη, διατυπώνεται από τον Hitching:

“Αν υπήρχε οξυγόνο στον αέρα, το πρώτο αμινοξύ ποτέ δεν θα μπορούσε να αρχίσει. Αν πάλι δεν υπήρχε οξυγόνο, θα αφανιζόταν από τις κοσμικές ακτίνες”.

Το γεγονός είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να καθοριστεί η φύση της αρχέγονης ατμόσφαιρας της γης μπορεί να βασιστεί μόνο σε εικασίες ή υποθέσεις. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα σαν τι έμοιαζε η τότε ατμόσφαιρα.

Θα σχηματιζόταν μια “οργανική” σούπα;

Πόσο πιθανό είναι ότι τα αμινοξέα που πιστεύεται ότι σχηματίστηκαν στην ατμόσφαιρα θα παρασύρονταν προς τα κάτω και θα σχημάτιζαν μια “οργανική” σούπα στους ωκεανούς; Αυτό δεν είναι καθόλου πιθανό. Η ίδια ενέργεια που θα διασπούσε τις απλές χημικές ενώσεις στην ατμόσφαιρα, θα αποσυνέθετε ακόμη πιο γρήγορα οποιαδήποτε σύνθετα αμονιξέα που θα σχηματίζονταν. Είναι ενδιαφέρον ότι στο πείραμά του με την διοχέτευση ηλεκτρικού σπινθήρα μέσα από μια “ατμόσφαιρα”, ο Miller διέσωσε τα 4 αμινοξέα που παρήγαγε, μόνο επειδή τα είχε απομακρύνει από την περιοχή του περιοχή του σπινθήρα. Αν τα άφηνε εκεί ο σπινθήρας θα τα είχε αποσυνθέσει.

Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι τα αμινοξέα με κάποιο τρόπο θα έφθαναν στους ωκεανούς και θα προστατεύονταν από την καταστρεπτική υπεριώδη ακτινοβολία στην ατμόσφαιρα, τι θα ακολουθούσε; Ο Hitching εξηγεί:

“Κάτω από την επιφάνεια του νερού δεν θα υπήρχε αρκετή ενέργεια για να ενεργοποιήσει περαιτέρω χημικές αντιδράσεις. Το νερό σε όλες τις περιπτώσεις αναστέλλει την ανάπτυξη πιο πολύπλοκων μορίων”.

Έτσι, μια και τα αμινοξέα βρεθούν στο νερό πρέπει να βγουν έξω απ’ αυτό για να σχηματίσουν μεγαλύτερα μόρια και να εξελιχθούν ώστε να γίνουν πρωτεϊνες χρήσιμες για το σχηματισμό ζωής. Αλλά όταν βγουν έξω από το νερό βρίσκονται πάλι στο καταστρεπτικό υπεριώδες φως!

“Με άλλα λόγια”, λέει ο Hitching, “οι θεωρητικές πιθανότητες να ξεπεραστεί έστω και αυτό το πρώτο και σχετικά εύκολο στάδιο [να σχηματιστούν αμινοξέα] στην εξέλιξη της ζωής είναι απαγορευτικές”.

Μολονότι βεβαιώνεται γενικά ότι η ζωή εμφανίστηκε αυτόματα στους ωκεανούς είναι γνωστό ότι οι όγκοι του νερού δεν συμβάλλουν στην αναγκαία χημική διεργασία. Ο χημικός Richard Dickerson εξηγεί:

“Είναι επομένως δύσκολο να καταλάβουμε πως ο πολυμερισμός θα μπορούσε να έχει προχωρήσει στο υδάτινο περιβάλλον του αρχέγονου ωκεανού αφού η παρουσία νερού ευνοεί τον αποπολυμερισμό παρά τον πολυμερισμό”.

Ο βιοχημικός George Wald συμφωνεί μ’ αυτή την άποψη δηλώνοντας: “Η αυτόματη διάλυση είναι πολύ πιο πιθανή και επομένως προχωρεί πολύ πιο γρήγορα, παρά η αυτόματη σύνθεση”. Αυτό σημαίνει ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει συσσώρευση οργανικής σούπας! Ο Wald πιστεύει ότι αυτό είναι “το πιο επίμονο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε εμείς οι εξελικτές”.

Υπάρχει, ωστόσο, και ένα άλλο επίμονο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η θεωρία της εξέλιξης. Θυμηθείτε ότι υπάρχουν πάνω από εκατό αμινοξέα, αλλά μόνο 20 χρειάζονται για τις πρωτεϊνες της ζωής. Επίσης, αυτά εμφανίζονται σε 2 σχήματα: μερικά από τα μόρια είναι “δεξιόστροφα” και άλλα είναι “αριστερόστροφα”. Αν σχηματίζονταν τυχαία όπως σε μια θεωρητική οργανική σούπα, είναι πολύ πιθανό τα μισά να ήταν δεξιόστροφα και τα μισά αριστερόστροφα. Και δεν υπάρχει καμία γνωστή αιτία για την οποία ένα από τα δυο σχήματα θα πρέπει να προτιμηθεί στους ζωντανούς οργανισμούς. Ωστόσο, από τα 20 αμινοξέα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των πρωτεϊνών της ζωής όλα είναι αριστερόστροφα!

Πώς συμβαίνει, ώστε σε τυχαίες περιπτώσεις, μόνο τα απαιτούμενα συγκεκριμένα είδη θα ενώνονταν μέσα στη σούπα; Ο φυσικός John Bernal αναγνωρίζει

“Πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι η εξήγηση... παραμένει ακόμη από τα μέρη των δομικών πλευρών της ζωής που είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθούν. Ίσως ποτέ να μην μπορέσουμε να το εξηγήσουμε σ' αυτό”.

Παρόμοιες διαφωνίες έχουν διατυπωθεί τόσο για την πιθανότητα να σχηματιστούν αυτόματες πρωτεϊνες όσο και για την προέλευση του γενετικού κώδικα και το παράδοξο της κότας και του αυγού.


Η θεολογική εξήγηση της δημιουργίας.


Το πρώτο μέρος του βιβλίου της Γένεσης δείχνει ότι η γη μπορεί να υπήρχε δισεκατομμύρια χρόνια πριν από την πρώτη “ημέρα” του βιβλίου της Γένεσης, μολονότι δεν λέει για πόσο χρονικό διάστημα. Ωστόσο περιγράφει ποιες ήταν οι συνθήκες της γης πριν αρχίσει εκείνη η πρώτη “ημέρα”:

“ Η δε γη ήτο όμορφος και έρημος, και σκότος επί του προσώπου της αβύσσου. Και Πνεύμα Θεού εφέρετο επί της επιφάνειας των υδάτων”.

“Γεννηθήτω φως. Και έγινε φως. Και κάλεσεν ο Θεός το φως Ημέραν. Το δε σκότος εκάλεσε, Νύχτα. Και έγινεν εσπέρα και πρωί, ημέρα πρώτη.

Γεννηθήτω στερέωμα ανάμεσων των υδάτων, και ας διαχωρίζει ύδατα από υδάτων. Και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα, και διαχώρισε τα ύδατα τα υποκάτωθεν του στερεώματος από των υδάτων των επάνωθεν του στερεώματος. Και έγινε ούτω. Και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα, Ουρανόν.

Ας συναχθώσι τα ύδατα τα υποκάτω του ουρανού εις τόπον ένα, και ας φανεί η ξηρά. Και έγινεν ούτω. Και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν, Γην. Και το σύναγμα των υδάτων εκάλεσε, Θάλασσας. Ας βλαστήσει η γη χλωρών χόρτον κάμνοντα σπόρον, και δέντρον κάρπιμον κάμνον καρπόν κατά το είδος αυτού, του οποίου το σπέρμα να είναι εν αυτώ επί της γης. Και έγινε ούτω.

Ας γίνωσι φωστήρες εν τω στερεώματι του ουρανού, δια να διαχωρίζωσι την ημέραν από της νυκτός. Και ας ήναι δια σημεία και καιρούς και ημέρας και ενιαυτούς. Και ας ήναι δια φωστήρας εν τω στερεώματι του ουρανού, δια να φέγγωσις επί της γης. Και έγινε ούτω. Και έκαμεν ο Θεός τους δυο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήραν τον μέγαν δια να εξουσιάζη επί της ημέρας, και τον φωστήρα τον μικρόν δια να εξουσιάζει επί την νυκτός. Και τους αστέρας.

Ας γεννήσωσι τα ύδατα εν αφθονία νηκτά έμψυχα, και πετεινά ας πετώνται επάνωθεν της γης, κατά το στερέωμα του ουρανού. Και εποίησεν ο Θεός τα κτήνη τα μεγάλα και παν έμψυχον κινούμενον, τα οποία εγέννησαν εν αφθονία τα ύδατα κατά το είδος αυτών, και παν πετεινών πτερωτών κατά το είδος αυτού.

Ας γεννήσει η γη ζώα έμψυχα κατά το είδος αυτών, κτήνη και ερπετά, και ζώα της γης κατά το είδος αυτών. Και έγινες ούτω. Και είπεν ο Θεός. Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών. Και ας εξουσιάζη επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού και επί των κτηνών, και επί πάσης της γης και επί παντός ερπετού, έρποντος επί της γης. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού. Κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς.

Παρατηρήσεις πάνω στην Γεγονότα της Γένεσης.

Πόση είναι η διάρκεια μιας “ημέρας” στο βιβλίο της Γένεσης;

Πολλοί νομίζουν ότι η λέξη “ημέρα” που χρησιμοποείται στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης σημαίνει 24 ώρες. Ωστόσο, στο Γένεσις α΄ 5 ο ίδιος ο Θεός λέγεται ότι διαίρεσε τη μέρα σε μια μικρότερη περίοδο χρόνου, ονομάζοντας μόνο το μέρος που είχε φως “ημέρα”. Στο Γένεσις β΄ 4 όλες οι δημιουργικές περίοδοι ονομάζονται μια “ημέρα”: “Αυτή είναι η γένεσις του ουρανού και της γης, ότε εκτίσθησαν αυτά, καθ’ ην ημέραν εποίησε ο Κύριος ο Θεός γην και ουρανόν”.

Η Εβραϊκή λέξη γιομ, που μεταφράζεται “ημέρα”, μπορεί να σημαίνει διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Ανάμεσα στις πιθανές σημασίες, το βιβλίο Μελέτες λέξεων της Παλαιάς Διαθήκης του William Wilson περιλαμβάνει τα εξής: “Μέρα= συχνά χρησιμοποιείται για το χρόνο γενικά, ή για ένα μακρύ χρονικό διάστημα ,μια ολόκληρη περίοδος που εξετάζεται... Η λέξη μέρα χρησιμοποιείται και για ιδιαίτερη εποχή ή χρόνο που συμβαίνει κάποιο ασυνήθιστο γεγονός”. Αυτή η τελευταία πρόταση φαίνεται να ταιριάζει στις δημιουργικές “ημέρες”, γιατί ασφαλώς ήταν περίοδοι κατά τις οποίες περιγράφονται ότι συνέβησαν ασυνήθιστα γεγονότα. Αφήνει επίσης να υπονοηθούν περίοδοι πολύ μακρύτερες από 24 ώρες. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της Γένεσης χρησιμοποιεί τις εκφράσεις “εσπέρα” και “πρωί” σχετικά με τις δημιουργικές περιόδους. Αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι διαρκούσαν 24 ώρες. Σε μερικά μέρη οι άνθρωποι συχνά στη διάρκεια ζωής του ανθρώπου σαν τις “μέρες” του. Μιλούν για τις “μέρες του Πατέρα μου” ή “στις μέρες του Σαίξπηρ”. Μπορούν να υποδιαιρέσουν εκείνες τις “μέρες” της διάρκειας της ζωής, λέγοντας “στην αυγή της ζωής μου” ή “στη δύση της ζωής μου”. Έτσι η “εσπέρα και το πρωί” στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης δεν περιορίζει την έννοια σε 24 κατά γράμμα ώρες.

Η “ημέρα” όπως χρησιμοποιείται στη Βίβλο μπορεί να περιλαμβάνει καλοκαίρι και χειμώνα, τη διαδοχή των εποχών. (Ζαχαρίας ιδ΄ 8) “Η ημέρα του θερισμού” περιλαμβάνει πολλές μέρες. (Παρέβαλε Παροιμίαι κε΄ 13 και Γένεσις λ΄ 14). Χίλια χρόνια παρομοιάζονται με μια μέρα. (Ψαλμός στ΄ 4, Β΄ Πέτρου γ΄ 8, 10). Η “ημέρα Κρίσεως” καλύπτει πολλά χρόνια. (Ματθαίος ι΄ 15, ια΄ 22-24). Φαίνεται λογικό ότι οι “ημέρες” στο βιβλίο της Γένεσης θα μπορούσαν παρόμοια να περιλαμβάνουν μακρύτερες χρονικές περιόδους- χιλιετίες.

Πρώτη “Ημέρα”

Βέβαια ο ήλιος και η σελήνη υπήρχαν στο έξω διάστημα πολύ πριν απ’ αυτή την πρώτη “ημέρα”, αλλά το φως τους δεν έφτανε στην επιφάνεια της γης ώστε να το βλέπει ένας επίγειος παρατηρητής. Τώρα, προφανώς το φως είναι ορατό πάνω στη γη αυτή τη πρώτη “ημέρα”, και η περιστρεφόμενη γύρω από τον άξονά της γη άρχισε να έχει διαδοχικά μέρες και νύχτες.

Προφανώς, το φως ήρθε με μια βαθμιαία διεργασία που επεκτάθηκε σε μια μακρά περίοδο χρόνου και όχι στιγμιαία όπως όταν γυρίζουμε τον ηλεκτρικό διακόπτη και ανάβει το φως. Η απόδοση του βιβλίου της Γένεσης από τον μεταφραστή J. Watch το δείχνει αυτό όταν λέει: “Και βαθμιαία ήρθε σε ύπαρξη το φως”. Αυτό το φως ερχόταν από τον ήλιο, αλλά ο ίδιος ο ήλιος δεν μπορούσε να γίνει ορατός μέσα από τη βαριά συννεφιά. Γι’ αυτό, το φως που έφτανε στη γη ήταν “διάχυτο φως”, όπως φαίνεται από ένα σχόλιο για το εδάφιο 3 στην Εμφατική Βίβλο του Rotherham.

Δεύτερη “Ημέρα”

Επειδή μερικές μεταφράσεις, όπως η Νεοελληνική Μετάφραση, χρησιμοποιούν τη λέξη “στερέωμα” αντί της λέξης “εκπέτασμα”, που χρησιμοποιείται από άλλες μεταφράσεις, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η αφήγηση του βιβλίου της Γένεσης είναι δανεισμένη από μύθους για τη δημιουργία που παριστάνουν αυτό το “στερέωμα”, σαν ένα μεταλλικό θόλο. Αλλά ακόμη και η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου της Βίβλου, η οποία χρησιμοποιεί τη λέξη “στερέωμα”, λέει στο περιθώριο , “επέκταση”. Αυτό συμβαίνει γιατί η Εβραϊκή λέξη ρακιά, που μεταφράζεται “εκπέτασμα”, σημαίνει εκτείνω προς τα έξω τεντώνω ή διευρύνω προς τα έξω ή επεκτείνω.

Η αφήγηση του βιβλίου της Γένεσης λέει ότι ο Θεός το έκανε αυτό, αλλά δε λέει το πως. Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν έγινε ο περιγραφόμενος διαχωρισμός, θα φαινόταν σαν τα “επάνω ύδατα” να είχαν απωθηθεί προς τα πάνω από τη γη. Και αργότερα θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα πτηνά πετούσαν στο “εκπέτασμα”, όπως αναφέρεται στο εδάφιο Γένεσις α΄ 20.

Τρίτη “Ημέρα”

Όπως συνήθως η αφήγηση δεν περιγράφει το πώς έγινε αυτό. Χωρίς αμφιβολία, τρομακτικές κινήσεις της γης θα χρειάστηκαν για το σχηματισμό των περιοχών της ξηράς. Οι γεωλόγοι θα ονόμαζαν αυτές τις μεγάλες αναστατώσεις καταστροφισμό.

Στη βιβλική αφήγηση όπου ο Θεός περιγράφεται σα να θέτει ερωτήματα στον Ιώβ για τη γνώση του σχετικά με τη γη, περιγράφεται μια ποικιλία διαδοχικών φάσεων ανάπτυξης σχετικά με την ιστορία της γης: οι διαστάσεις της, οι μάζες των νεφών της, οι θάλασσές της και το πώς τα κύματά τους περιορίζονται από την ξηρά- πολλά πράγματα γενικά για την δημιουργία που καλύπτουν μακρές χρονικές περιόδους. Ανάμεσα σ’ αυτά τα πράγματα, συγκρίνοντας τη γη με ένα οικοδόμημα, η Βίβλος λέει ότι ο Θεός ρώτησε τον Ιώβ:

“Επί τίνος είναι εστηριγμένα τα θεμέλια αυτής; Ή τις έθεσε τον ακρογωνιαίων λίθων αυτής; ”

Είναι ενδιαφέρον ότι σαν “υποστυλώματα”, τα τμήματα του φλοιού της γης είναι πολύ πιο παχιά κάτω από τις ηπείρους και ακόμη περισσότερο κάτω από τις οροσειρές, εισχωρώντας βαθιά στο υποκείμενο στρώμα, όπως οι ρίζες ενός δέντρου στο έδαφος.

“Η ιδέα ότι τα βουνά και οι ήπειροι είχαν βάσεις έχει ερευνηθεί επανειλημμένα, και έχει αποδειχθεί έγκυρη”,

λέει η Γεωλογία του Putman O φλοιός των ωκεανών έχει πάχος μόνο 8 χιλιόμετρα περίπου, αλλά οι βάσεις των ηπείρων εισχωρούν σε βάθος 32 περίπου χιλιομέτρων και οι βάσεις των βουνών εισδύουν σε διπλάσιο βάθος απ’ αυτό. Και όλα τα στρώματα της γης πιέζουν προς το εσωτερικό πάνω στον πυρήνα της γης από όλες τις κατευθύνσεις, κάνοντας τον σαν ένα μεγάλο “ακρογωνιαίο λίθο” στήριξης.

Οποιαδήποτε μέσα και αν χρησιμοποιήθηκαν για να επιτευχθεί η ανύψωση της ξηράς γης, το σπουδαίο σημείο είναι το εξής: Τόσο η Βίβλος όσο και η επιστήμη το αναγνωρίζουν αυτό σαν ένα από τα στάδια κατά τον σχηματισμό της γης.

Προς το τέλος δε της τρίτης “ημέρας”, είχαν δημιουργηθεί τρεις μεγάλες κατηγορίες φυτών της ξηράς. Το διάχυτο φως θα είχε γίνει αρκετά έντονο τότε, αρκετό για τη διεργασία της φωτοσύνθεσης που είναι τόσο ζωτική για τα πράσινα φυτά. Παρεμπιπτόντως, η αφήγηση εδώ δεν αναφέρει κάθε “είδος” φυτού που εμφανίστηκε στη σκηνή. Μικροσκοπικοί οργανισμοί, υδρόβια φυτά και άλλα δεν ονομάζονται ειδικά, αλλά πιθανόν να δημιουργήθηκαν αυτή την “ημέρα”.

Τέταρτη “Ημέρα”

Προηγουμένως, την πρώτη “ημέρα”, χρησιμοποιήθηκε η έκφραση “Γεννηθήτω φως”. Η Εβραϊκή λέξη που χρησιμοποιείται εδώ για το “φως” είναι ορ, που σημαίνει την πηγή του φωτός. Ο Rotherham σε μια υποσημείωση λέει σχετικά με τους “Φωστήρες” στην Εμφατική Βίβλο: “Στο εδάφιο 3, η λέξη ορ, φως διάχυτο”. Κατόπιν προχωρεί και δείχνει ότι η Εβραϊκή λέξη μα-ορ στο εδάφιο 14 σημαίνει κάτι που “εκπέμπει φως”. Την πρώτη “ημέρα” προφανώς διάχυτο φως διαπερνούσε το περικάλυμμα, αλλά οι πηγές εκείνου του φωτός δεν μπορούσαν να γίνουν ορατές από έναν επίγειο παρατηρητή εξαιτίας των στρωμάτων των νεφών που ακόμη περικάλυπταν τη γη. Τώρα, την τέταρτη “ημέρα”, τα πράγματα προφανώς άλλαξαν.

Μια ατμόσφαιρα πλούσια αρχικώς σε διοξείδιο του άνθρακα ίσως να προκαλούσε ένα ζεστό κλίμα σ’ ολόκληρη τη γη. Αλλά η άφθονη αύξηση της βλάστησης στη διάρκεια της τρίτης και τέταρτης από τις δημιουργικές περιόδους θα απορρόφησε μέρος απ’ αυτό το κάλυμμα του διοξειδίου του άνθρακα που συγκρατούσε τη θερμότητα. Με τη σειρά της η βλάστηση θα ελευθέρωνε οξυγόνο- μια απαίτηση για την ύπαρξη της ζωής.

Αν υπήρχε λοιπόν επίγειος παρατηρητής, θα μπορούσε να διακρίνει τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα, τα οποία θα χρησίμευαν σαν σημεία και για τις εποχές και για μέρες και για έτη. Η σελήνη θα έδειχνε το πέρασμα των σεληνιακών μηνών, και ο ήλιος το πέρασμα των ηλιακών ετών. Οι εποχές που τώρα “ήρθαν σε ύπαρξη” θα ήταν πιο ήπιες σπό ό,τι έγιναν αργότερα.

Πέμπτη “Ημέρα”

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τα μη ανθρώπινα πλάσματα με τα οποία επρόκειτο να γεμίσουν τα ύδατα καλούνται “έμψυχα”. Αυτός ο όρος θα εφαρμοζόταν επίσης και στα “πετεινά πετώμενα επάνωθεν της γης κατά το στερέωμα του ουρανού”. Και θα περιλάμβανε επίσης τις μορφές της θαλάσσιας και εναέριας ζωής, όπως είναι τα θαλάσσια τέρατα, των οποίων τα υπολείμματα των απολιθωμάτων τους έχουν βρει οι επιστήμονες σε πρόσφατους καιρούς.


Έκτη “Ημέρα”


Την έκτη “ημέρα”, εμφανίστηκαν ζώα της ξηράς που χαρακτηρίζονται σαν άγρια και ήμερα. Αλλά αυτή η τελική “ημέρα” δεν είχε τελειώσει. Ένα τελευταίο αξιόλογο “είδος” επρόκειτο να έρθει: Ο Άνθρωπος.

Το δεύτερο κεφάλαιο της Γένεσης.


Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου της Γένεσης προφανώς προσθέτει μερικές λεπτομέρειες . Ωστόσο, δεν είναι, όπως μερικοί έχουν συμπεράνει, μια άλλη αφήγηση της δημιουργίας που αντιφάσκει με την αφήγηση του πρώτου κεφαλαίου. Απλώς αρχίζει από κάποιο σημείο την τρίτη “ημέρα”, μετά την εμφάνιση της ξηράς γης αλλά πριν δημιουργηθούν τα φυτά της ξηράς, προσθέτοντας λεπτομέρειες που ήταν κατάλληλες για τον ερχομό του ανθρώπου- της ζωντανής ψυχής Αδάμ, του παραδεισένιου σπιτιού της Εδέμ, και της γυναίκας Εύας, της συζύγου του.


Κλεμμένος μύθος;


Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η αφήγηση της δημιουργίας είναι παρμένη από τους μύθους των αρχαίων λαών για τη δημιουργία, κυρίως εκείνων της αρχαίας Βαβυλώνας. Ωστόσο, όπως σημείωσε ένα πρόσφατο Βιβλικό Λεξικό: “Κανένας μύθος δεν έχει λεχθεί μέχρι τώρα που να αναφέρεται σαφώς στη δημιουργία του σύμπαντος” και οι μύθοι “χαρακτηρίζονται από τον πολυθεϊσμό και από την πάλη των θεοτήτων για κυριαρχία σε πλήρη αντίθεση με τον Εβραϊκό μονοθεϊσμό της Γένεσης α΄- β΄”. Σχετικά με τους Βαβυλωνιακούς μύθους για τη δημιουργία, οι έφοροι του Βρετανικού Μουσείου δήλωσαν: “Οι θεμελιώδεις αντιλήψεις της Βαβυλωνιακής και Εβραϊκής αφήγησης είναι βασικά διαφορετικές”.

Εξετάζοντας της αφήγηση της δημιουργίας από επιστημονικής πλευράς, παρατηρούμε ότι υπάρχουν αρκετές αλήθειες. Αποκαλύπτει τις μεγαλύτερες κατηγορίες φυτών και ζώων, με τις πολλές ποικιλίες τους, που αναπαράγονται μόνο “κατά το είδος αυτών”. Το αρχείο των απολιθωμάτων το επιβεβαιώνει αυτό. Στην πραγματικότητα, δείχνει ότι κάθε “είδος” εμφανίστηκε ξαφνικά, χωρίς πραγματικές μεταβατικές μορφές να το συνδέουν με οποιοδήποτε προηγούμενο “είδος”, όπως απαιτεί η θεωρία της εξέλιξης.


ΑΠΟ ΤΟΝ GAUSS: ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΩΣ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ


Αυτή η εργασία δεν είναι μια επίσημη θεολογική ανάλυση του χριστιανικού δόγματος για την αμαρτία και βεβαίως όχι μια εξερεύνηση της θεολογικής ανθρωπολογίας γενικότερα. Είναι μια πιο αξιοπρεπής στροφή προς την απόδειξη πως η χρήση των μαθηματικών ως μεταφορά μπορεί να είναι ικανή για να κατανοήσουμε την θεολογική σκέψη, που συχνά φαίνεται σαν παράδοξο, όταν περιγράφεται από μια συνηθισμένη ή παραδοσιακή γλώσσα. Στην προσπάθειά μας αυτή, είναι επίσης πιθανόν χρήσιμο να δημιουργήσουμε διάφορες συγκεκριμένες διακρίσεις.

Οι μαθηματικές συναρτήσεις της επιστήμης σαν η γλώσσα των μοντέλων. Είναι σημαντικό για τους παρόντες σκοπούς η διάκριση μεταξύ των μοντέλων και των μεταφορών. Ο Ian Barbour αναγνώρησε τρεις τύπους μοντέλων που χρησιμοποιούνται στην επιστήμη:το πειραματικό, το λογικό και το μαθηματικό. Για το τελευταίο, αυτός προτείνει, ότι επιτυγχάνεται από τα δύο πρώτα. Ένα μαθηματικό μοντέλο είναι “μια συμβολική αναπαράσταση των συγκεκριμένων απόψεων περί του φυσικού συστήματος και η κυρίως χρήση του είναι να προβλέπει την συμπεριφορά αυτού στο μέλλον”. Γενικά ένα υποσύνολο γεωμετρικών μοντέλων είναι οι συμβολικές “εικόνες” από τις συνάφειες του συστήματος. Οι συνάφειες, οι οποίες είναι συμβολικές ίσως είναι φυσικές ή θεμελιώδης.

Μια μεταφορά ίσως είναι ορισμένη ως “μια εικόνα από λόγια, στην οποία μια λέξη ή μια φράση, κυριολεκτικά, δηλώνοντας ένα είδος από αντικείμενα ή ιδέα χρησιμοποιείται στην θέση κάποιου άλλου προτείνοντας μια ομοιότητα ή αναλογία μεταξύ αυτών”. Η φύση της μεταφοράς είναι αρεστή και μη αρεστή σε εκείνους, στους οποίους αναφέρεται. Ένα μέρος της δύναμης της επίγνωσης το οποίο μια μεταφορά παρέχει, προέρχεται από την ένταση της ομοιότητας και της ανομοιότητας. Πιστεύουμε πως αυτή η ένταση θα είναι ευδιάκριτη στους θεολόγους και στους μαθηματικούς επιστήμονες, όταν αυτοί μελετούν τα ακόλουθα.

Υπό την άποψη αυτών των διακρίσεων στην εργασία δεν προτείνει ένα μαθηματικό μοντέλο της αμαρτίας που εμείς θα μπορεί να είμαστε σε θέση να προβλέψουμε την ηθική ποιότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αντίθετα αυτή η εργασία προτείνει μια μαθηματική μεταφορά, η οποία μπορεί να διαφωτίσει την θεμελιώδη κατανόηση της αμαρτίας.

ΤΕΛΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Η βιβλική εξήγηση της φύσης της αμαρτίας και η σχέση του αμαρτωλού με το Θεό εκθέτει έναν αριθμό από παράδοξα φαινόμενα. Λέει ότι, από την μια πλευρά, ο αμαρτωλός είναι σκλάβος της αμαρτίας και από την άλλη ότι η απόλυτη υπακοή στον Θεό είναι ελευθερία(Ρωμ. 6:16-18, 22, Γαλ. 5:13). Λέγεται ότι ο δρόμος του Θεού είναι στενός, και ο δρόμος της αμαρτίας φαρδύς. Και ακόμα λέγεται ότι ο δρόμος του Θεού οδηγεί στην πλούσια ζωή (Ματθ. 7:13, 14; Ιωαν. 10:7-10). Στο βαθμό όπου κάποιος μπορεί να συνδέσει την ελευθερία με την δημιουργικότητα, αυτές οι διδασκαλίες για την αμαρτία, φαίνεται να συνεπάγουν ότι μια δέσμευση στο στενό δρόμο του Θεού κάνει δυνατή την μέγιστη δημιουργικότητα.

Ο Ian Barbour υποστηρίζει ότι αυτά τα παράδοξα φαινόμενα είναι ένα μέρος των τεχνουργημάτων των φυσικών γλωσσών, με τις οποίες αυτές οι βαθιές γνώσεις ηθικής έχουν παραδοσιακά εκφραστεί. Είναι μια δική του πρόταση ότι η χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης μαθηματικής μορφής σαν μια θεολογική μεταφορά μπορεί να παράσχει μια πιο κατανοητή έκφραση από αυτές τις βαθίες γνώσεις.

Τον ίδιο καιρό, ήταν επίσης ξεκάθαρο, ότι τα αγνά λάθη δεν είναι αμαρτήματα. Εμείς είμαστε δημιουργήματα με πεπερασμένη γνώση και επομένως έχουμε την προδιάθεση να κάνουμε λάθη, οπότε δεν κάνει να λογοδοτούμε για την δική μας κατάσταση της αμαρτίας. Λέγεται επίσης, ότι εμείς δεν έχουμε δικαιολογία για την αμαρτία, διότι ο δρόμος του Θεού είναι ξεκάθαρος. Γενικότερα, υπάρχει μια φυσική ηθική που δεν χρειάζεται καμοία “ειδική” αποκάλυψη για να διακρίνουμε το καλό του Θεού που θα πρέπει να κάνουμε. Ξανά, θα προτείνουμε ότι, η μαθηματική μεταφορά που συζητείται παρακάτω, προσφέρει τη διάκριση μεταξύ λάθους και αμαρτίας καθώς και διαφωτισμό στο πως η ηθική αντίληψη μπορεί να λειτουργήσει χωρίς διέξοδο σε συγκεκριμένη αποκάλυψη της ηθικής διαταγής.

Τέλος, η βιβλική εξήγηση της παρουσίας της αμαρτίας στην ιστορία του κόσμου, ειδικότερα, όπως αυτή έχει ερμηνευτεί μέσα από την Αυγουστινιανή περικλύει μια συγκεκριμένη κατανόηση της φυσικής ιστορίας και μια “γεννετικής θεωρίας” της αναπαραγωγικής μετάδοσης της ηθικής ατέλειας. Αυτές οι κατανοήσεις δεν είναι πλέον ικανές να επιβιώσουν σύμφωνα με το πρίσμα των ανθρώπινων αρχών και της εξέλιξης.

Η GAUSSIAN ΚΑΤΑΝΟΜΗ

Η πρόταση του Ian Barbour είναι ότι η μαθηματική μορφή, η οποία είναι η βάση της μεταφοράς είναι η “GAUSSIAN ΚΑΤΑΝΟΜΗ” ή όπως πιο συχνά λέγεται “Κανονική Κατανομή” καμπύλης (δες σχήμα 1). Λέγεται “Κανονική” με την λογική ότι παρουσιάζει το μοντέλο ή την εξιδανικευμένη μορφή κατανομής για να εφαρμοστεί σε τυχαίες ή πολύπλοκες μεταβλητές.(π.χ. για την αξιολόγηση του ύψους ενός ανθρώπου) Η καμπύλη είναι σε σχήμα καμπάνας και είναι συμμετρική στο μέσο της.

Η σημασία της κατανομής είναι ο αριθμητικός υπολογισμός του μέσου όρου των τυχαίων μεταβλητών. Στο σχήμα η κεντρική ευθεία και η καμπύλη τέμνονται στο μέγιστο σημείο. Η “τυπική απόκλιση” είναι το μέτρο της διακύμανσης των συγκεκριμένων τιμών των μεταβλητών από το μέσο της κατανομής. Περίπου το 68% των εφαρμογών γίνεται σε αυτή τη περιοχή, στην οποία είναι αλγεβρικά θετική ή αρνητική σε ένα επίπεδο απόκλισης από το μέσο της κατανομής.


Η GAUSSIAN ΜΕΤΑΦΟΡΑ


Για να μετασχηματίσουμε αυτήν την καλά ορισμένη μαθηματική μορφή σε μια θεολογική μεταφορά αφήστε μας να ξεκινήσουμε με την υπόθεση ότι η καμπύλη είναι ένα σχήμα, χοντρικά, το οποίο μπορούμε να το ονομάσουμε “διάστημα απόφασης”. Με αυτό, εννοούμε, ότι η καμπύλη περιβάλλει το σύνολο των πιθανών πραγματικών αποφάσεων, στο οποίο βρίσκεται κάθε άτομο για κάποια συγκεκριμένη απόφαση της ζωής του. Η περιοχή πάνω από την καμπύλης θα ήταν η περιοχή των φανταστικών αποφάσεων. Σε αυτό είναι αποφάσεις που σκεφτόμαστε, αλλά δεν είναι πραγματοποιήσιμες (π.χ. απόφαση, η οποία χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί και τα δύο, το χ και το -χ ).(δες σχήμα 2)

Τώρα αφήστε μας να προσθέσουμε μια ηθική διάσταση αναγνωρίζοντας τον άξονα των χ σαν το μέτρο της διακύμανσης της ηθικής ποιότητας ή αξίας των αποφάσεων (δες σχήμα 3). Ο άξονας των ψ έχει οριστεί να εκπροσωπεί τον ολικό αριθμό των συγκεκριμένων αποφάσεων, οι οποίες μπορεί να παρθούν με την παρουσίαση μιας συγκεκριμένης ηθικής αξίας. Αυτό υποθέτει ότι δύο ή περισσότερες αποφάσεις μπορεί να είναι ηθικά ισοδύναμες.

Αφήστε μας τώρα να καθορίσουμε το μέσο, σαν τον ποιοτικό ηθικό σκοπό του Θεού, για μια συγκεκριμένη απόφαση της στιγμής που παίρνεται, με άλλα λόγια το “Θέλημα του Θεού”, όπως θα το εκφράζαμε με τη θεολογική ορολογία. Η αξία των άλλων πιθανών ποιοτικών παραμέτρων της απόφασης αποκλίνει αλγεβρικά θετικά ή αρνητική παράγοντα από την θεϊκή θέληση. Από τις Αριστοτελικές συζητήσεις συνάγεται ότι η ηθική πράξη απλώνεται μεταξύ ακραίων υπερβολών και ελλειμμάτων πάνω στη Μέση Οδό (Χρυσή Τομή). Στο Χριστιανικό περιβάλλον λέγεται ότι η διακριτική ανθρώπινη ηθική ενέργεια βρίσκεται μεταξύ του αγνού κόσμου και της υπεροψίας, πράγμα επιθυμητό από το Θεό.

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της κατανομής χρειάζεται να επισημανθεί. Η τυπική απόκλιση είναι το μέτρο της διακύμανσης που είναι συνδεδεμένη με την κατανομή όλων των μεταβλητών που τις έχουμε ορίσει. Αφήστε μας να ορίσουμε την περιοχή αλγεβρικά θετικά ή αρνητικά της τυπικής απόκλισης με την έννοια να είναι “το πεδίο ορισμού της άγνοιας” (δες σχήμα 5). Με αυτόν τον προσδιορισμό προτείνουμε ότι είναι το πεδίο ορισμού, στο οποίο το όριο της πεπερασμένης ανθρώπινης κατανόησης δεν είναι παραδεκτό, σαν ένα καθαρό ή ευκρινής όριο της επιβολής της ηθικής ποιότητας μιας συγκεκριμένης απόφασης. Είναι το πεδίο ορισμού του ηθικού λάθους.


ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ


Υπό το πρίσμα αυτής της μεταφορικής χρήσης της Gaussian Κατανομής διάφορες παρατηρήσεις μπορεί να γίνουν σε σχέση με τα θέματα που αναφέρθηκαν πριν. Πρώτα θα σχολιάσουμε ότι υπάρχουν διάφορα στοιχεία της μεταφοράς που ταιριάζουν ή προσδιορίζονται προτού παρθεί οποιαδήποτε απόφαση: η μορφή της καμπύλης ή η διαμόρφωση του διαστήματος απόφασης, ένα καλά ορισμένο σύνολο πιθανών αποφάσεων, ένα σύνολο αποφάσεων που είναι ποιοτικά η “Θέληση του Θεού”. Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει προηγούμενος καθορισμός με τον οποίο να φαίνεται ποια συγκεκριμένη απόφαση θα πρέπει να παρθεί. Ακόμη και εάν υπήρχε κάτι, που υποθέτει ότι η απόφαση θα ήταν σύμφωνη με την Θεϊκή Θέληση, ούτε τότε δεν θα είχε προσδιοριστεί ποια συγκεκριμένη απόφαση που θα είχε παρθεί, αφού υπάρχει ένα σύνολο από αποφάσεις, οι οποίες ηθικός συμφωνούν με την Θεϊκή Θέληση. Γι’αυτόν τον λόγο βλέπουμε γιατί η Θεϊκή αναγνώριση της ηθικής εντολής δεν εμποδίσει την ανθρώπινη ελευθερία ή δημιουργηκότητα.

Αλλά δεύτερον λόγο, ακόμη περισσότερο είναι φανερό από αυτήν την μεταφορά, ότι η σφαίρα της εκκλησιαστικής επιρροής του Θεού, αναζητά της θέσπιση της θεϊκής θέλησης, παραδέχοντας την μέγιστη ελευθερία. Από όλο το σύνολο των ποιοτικών αποφάσεις, η μία η οποία ανταποκρίνεται με την θέληση του Θεού περιλαμβάνει τον μέγιστο αριθμό των αναμνήσεων. Από την στιγμή που το σύνολο των αποφάσεων, οι οποίες είναι η θέληση του Θεού αλλά είναι ένα σύνολο μεταξύ πολλών πραγμάτων που μπορεί να μπορούν ειπωθούν ότι η θεϊκή πλευρά είναι σαφής, ενώ την ίδια στιγμή αυτήν επιτρέπει την μέγιστη ελευθερία της ηθικής αρετής που περικλείει τον μεγάλο αριθμό των πιθανών αποφάσεων.

Τρίτον, η μεταφορά ξεκαθαρίζει ότι υπάρχουν σύνολα αποφάσεων τόσο διαφορετικά από την θεϊκή θέληση, όπου κάθε καλός άνθρωπος θα αναγνώριζε τον όλεθρο.(δες σχήμα 6) Θα προτείνω αυτό που υποστηρίζω, ότι τέτοιες αποφάσεις είναι “ηθικός” αναγκαίες, ουσιώδης εκ προθέσεως με λογική αιτιολόγηση. Την ίδια στιγμή αυτά τα σύνολα εκπροσωπούν μια μικρή συμμετρία του διαστήματος απόφασης, περισσότερο από εκείνα τα σύνολα που πέφτουν εντός του πεδίου ορισμού της άγνοιας. Αυτό είναι μέσα στο τελικό πεδίο ορισμού, με το οποίο η πεπερασμένη ανθρώπινη ηθική επίγνωση είναι περισσότερο ασαφής και ο σκοπός των καλών ανθρώπων θα διαφέρει σε ότι τον αφορά, το ποια απόφαση είναι ποιοτικός η καλύτερη. Αλλά εάν υπάρχει αυτή η ασάφεια λόγω της ηθικής άγνοιας, πως τότε μπορεί κάποιος να κρατηθεί ηθικά υπεύθυνος για τις δικές του πράξεις; Μέσα στην κοσμική λογική κάποιος που μπορεί να κρατηθεί νομικά υπεύθυνος για τις συνέπειες μιας ατυχής πράξης, ώστε αυτός να μπορεί να κρατηθεί ηθικά υπεύθυνος για τις συνέπειες του ηθικού λάθους που νομοθετείται έξω από την άγνοια. Αλλά, αυτό που είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι τέτοιο λάθος δεν είναι αυτό καθ’αυτό αμαρτήματα. Υπό το πρίσμα της παρατηρητικότητας που ανακλάται πάνω σε μια απόφαση, η οποία είχε παρθεί και οι συνέπειες αυτής μπορούν να αυξάνουν την γνώση όχι μόνο στο ότι είναι σε αντίφαση από την θεϊκή θέληση, αλλά επίσης από την “κατεύθυνση” του λάθους, ώστε να υπάρχει ένα συμπέρασμα ως το τί ηθικής ποιότητας χρειάζεται να εμπλουτιστούν οι μελλοντικές αποφάσεις. Αυτό ισχύει μόνο, εάν ο ένας αρνηθεί την αυξημένη επίγνωση από μια τέτοια ανάκλαση, ότι κάποιος είναι δεσμευμένος με την αμαρτία. Γι’αυτόν τον λόγο, εγώ παίρνω την αμαρτία να είναι σκοπίμως απορριπτέα από την θέληση του Θεού και όχι απλά σαν ηθικό λάθος.

Εάν κάποιος δεσμεύσει τον εαυτό του στην κρήση, τότε αυτός έχει την ηθική επίγνωση, είναι αναμφίβολα ότι διακρίνει με απόλυτη καθαρότητα της θεϊκής θέλησης, τότε είναι πολύ πιθάνο όχι μόνο αυτός να είναι δεσμευμένος με την αμαρτία, αλλά επιπλέον αυτός να έχει ιδρύσει μια αντίληψη του διαστήματος απόφασης, μια αντίληψη η οποία είναι ηθικά διεστραμμένη. (δες σχήμα 7) Η μεταφορά υποθέτει ότι υπάρχει στον ελάχιστο βαθμό μια σιωπηρή κατανόηση της Gaussian από ότι το διάστημα εμπιστοσύνης. Αλλά εάν αυτήν είναι η υπόθεση, τότε η ηθική διαστροφή, καταλήγει στο να παρουσιαστούν δύο μορφές της αιχμαλωσίας και της υποβάθμισης της ελευθερίας. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η απώλεια της διαίσθησης από μερικές πιθανές αποφάσεις περιλαμβάνοντας συγκεκριμένες αποφάσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται της θεϊκής θέλησης. Αλλά, στην αύξηση τέτοιας διαίσθησης θα περιελάμβανε φανταστικές πιθανότητες, οι οποίες δεν μπορούν αρχικά να πραγματοποιηθούν.

Τελευταίον, εάν αυτήν η μεταφορά υποθέτει ότι υπάρχουν πλάσματα (Homo Sapiens) που θα έρχονται από την αφάνεια μέσα στην διαδικασία της ιστορίας του κόσμου, να καταλαμβάνουν μια ηθική λογική, ότι οι συναρτήσεις μέσα στην σχέση τέτοιου διαστήματος εμπιστοσύνης, η μεταφορά δεν είναι υποχρεωτικά περιορισμένη στο ανθρώπινο περιβάλλον. Από μια άποψη αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί οπουδήποτε υπάρχει μερική βαθμίδα της ηθικής ελευθερίας, γι αυτόν τον λόγο μπορεί να είναι κατάλληλο και σε άλλη μορφή ζωής στον βαθμό όπου αυτοί κατέχουν σε μερική μορφή της ηθικής αίσθησης. Ακόμη εκτός σφαίρας επιρροής στο περιβάλλον της ηθικής δράσης είναι ο βαθμός ελευθερίας που κάθε οντότητα κατέχει μέσα στον κόσμο, έστω κι αν αυτός είναι μερικός, τότε η καμπύλη εκλείει όχι “το διάστημα απόφασης”, αλλά “το πραγματικό διάστημα”. Το ύψος και το πλάτος της καμπύλης μπορεί να ρυθμιστεί στο να εκφράσει την συγκριτική ελευθερία της οποιαδήποτε οντότητας που χρησιμοποιεί την σκέψη. Ακόμη θα μπορούσε να βεβαιώνει ότι οι οντότητες μεταξύ της μη-ανθρώπινης ουσίας απλά συμμορφώνει την θεϊκή θέληση μέσα σε μια ηθική λογική ακόμη και μέσα στην ασάφεια του τρόπου δράσης, η μεταφορά προτείνει ότι υπάρχει η πιθανότητα κάποιου που μοιάζει με ηθική διακύμανση ακόμη και για τέτοιες οντότητες. Με αυτό θα πρότεινα ακόμα πιο πολλά, εφόσον το ανθρώπινο ηθικό περιβάλλον είναι ένα ανερχόμενο χαρακτηριστικό μέσα στο γένος Homo. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν είναι οντολογικά μοναδικό με την λογική ότι δεν έχει προτεραιότητα ή βάσεις σε άλλα είδη ύπαρξης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αυτό που μπορεί να συμπεράνουμε μετά από αυτήν την εξερεύνηση της μαθηματικής μορφής μπορεί αυτήν να χρησιμοποιείται ως μια θεολογική μεταφορά; Πιστεύω ότι αυτήν η συζήτηση έχει εξηγήσει ότι μια τέτοια χρήση μπορεί να είναι ικανή για την λύση χωρίς κρίση της αξίας της κατανοήσεως της θεολογικής επίγνωσης, η οποία μπορεί να εκφραστεί μόνο παράδοξα μέσω της φυσικής γλώσσας. Εν τούτοις εγώ, επίσης πιστεύω ότι αυτή η μεταφορά ενισχύει την ιδέα του ανθρωπισμού σαν αρετή, συγκεκριμένα μέσα στην ηθική επιρροή. Εάν οι περισσότερες από τις δικές μας ηθικές αποφάσεις βρίσκονται μέσα στο διάστημα της άγνοιας, εάν εμείς όλοι είμαστε πολύ πιθανών απασχολημένοι με το ηθικό λάθος, τότε η διαβεβαίωση της ηθικής σταθερότητας ή χειρότερα της ηθικής εξουσίας φθείρει την αναλυτική ικανότητα, για λίγο, της ηθικής σκέψης, την οποία έχουμε καλλιεργήσει για να ξεπεράσουμε το λάθος. Σε έναν τέτοιο δρόμο, το λάθος μπορεί να μετατραπεί σε αμαρτία, διότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί σαν λάθος. Από την άλλη πλευρά, η ταπεινότητα δεν ενοχλεί στο να παρθεί μια ηθική απόφαση. Αντί, να ανοίξουμε μια ηθική σκέψη στο ευρύτατο συλλογισμό των αξιών και συνεπειών για την μια μας απόφαση, ειδικότερα σαν μια επικοινωνία μέσω εκείνων των επιρροών σε αυτές τις αποφάσεις, τέτοια ταπεινότητα υλοποιεί την πιθανότητα επιλογών μεγαλυτέρων ηθικών αξιών ή την αρμονία της θεϊκής θέλησης.

Αφήστε με να τελειώσω με την υπόθεση για μια πιθανή τελευταία επίγνωση που εξάγει συμπέρασμα για την μεταφορά, η οποία αξίζει έναν πιο βαθύ συλλογισμό. Ένα σταθερό θεολογικό πρόβλημα έχει να κάνει με το πώς ο Θεός μπορεί να κυριαρχεί μέσα στην ιστορία και ακόμη να επιτρέπει στα δημιουργήματα του να έχουν μια αληθινή ελευθερία. Αυτήν η μεταφορά μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα θεόσταλτο φως, εάν αυτή είναι μια εικόνα, σαν μια πιθανή κατανομή των πραγματικών αποφάσεων, οι οποίες θα παρθούν μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας του κόσμου. Η μεταφορά προτείνει πρώτον ότι αυτές οι αποφάσεις που ανταποκρίνονται στην Θεία θέληση θα έχουν την μέγιστη δυνατότητα. Με σεβασμό σε κάθε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα συμπεριφοράς, τα δημιουργήματα ενεργούν ελεύθερα και είναι έτσι πιο κατάλληλος τρόπος στο να δράσουν σύμφωνα με την θεία θέληση (ωστόσο όλες αυτές οι πράξεις όπου το σύνολο των αποφάσεων είναι γεμάτο αρμονία με την Θεία θέληση, παρόλλου αυτά, αυτό το σύνολο έχει την μέγιστη πιθανότητα να έχει αριθμητικά μικρότερη σχέση με όλες τις θετικές πράξεις). Την ίδια στιγμή όλες οι μεταβλητές είναι μεταβλητές σε σχέση με την θεία θέληση και κατέχουν στοιχεία από την θεϊκή πρόθεση ακόμη και μέσα στη μειωμένη διαμόρφωση. Αυτό θα προτείνονταν κάτι σε αυτό το σημείο ότι μπορεί να υπάρχει ένα είδος μέσου όρου μεταξύ των μεταβλητών δια μέσου του διαστήματος, τέτοιου ώστε η αποτελεσματική πράξη να είναι αυτή η οποία είναι σύμφωνη με την θεϊκή πρόθεση. Αυτό θα μπορούσε ακόμη να επιτρέψει την ελευθερία επί του συστήματος, αλλά επιβεβαιώνει ένα τέλος, το οποίο συμμορφώνεται στην Θεία θέληση. Ωστόσο, αυτό είναι μια μαθηματική εξερεύνηση για κάποια άλλη ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου