Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Η ΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ



Η ΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ




Larry Laudan


Μετά από μερικές δεκαετίες αγαθής αμέλειας ,το περιεχόμενο της επιστήμης έπεσε άλλη μια φορά κάτω από το λεπτομερές βλέμμα του κοινωνιολόγου της γνώσης . Παρεκκλίνοντες Μαρξιστές ,δομιστέs ,΄΄αρχαιολόγοι της γνώσης΄΄ και ένα πλήθος άλλων άρχισαν να επιχειρηματολογούν (ή μερικές φορές να υποθέτουν ευρέως χωρίς επιχείρημα) ότι μπορούμε να δώσουμε έναν κοινωνιολογικό απολογισμό του γιατί οι επιστήμονες υιοθετούν τελικά όλα τα ειδικά πιστεύω για τον κόσμο , στα οποία καταλήγουν. Περισσότερο απ’ αυτό ισχυρίζεται συχνά ότι μόνο μέσα από την κοινωνιολογία (ή από τους συγγενείς της , την ανθρωπολογία και την αρχαιολογία) μπορούμε να ελπίσουμε ότι θα αποκτήσουμε μια ‘επιστημονική ‘ κατανόηση της ίδιας της επιστήμης . Η παλαιότερη κοινωνιολογική παράδοση , ‘σίγουρη’ επιστημονική πεποίθηση , καταγγέλθηκε με ποικίλουs τρόπους από το νέο κύμα σαν να της έλειπε το θάρρος των πεποιθήσεων της και χειριζόταν την επιστήμη σαν ΄΄ιερή’’ και ότι πουλούσε πρόχειρα χωρίς φαντασία της επεξηγηματικές πηγές μίας εύρωστης κοινωνιολογίας της γνώσης.

Μέσα στην αγγλόφωνη κοινότητα αυτή η άποψη έλαβε την πιο ισχυρή και συχνότερα τοποθετημένη της διαμόρφωση σε αυτό που έγινε γνωστό σαν ΄΄το ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της γνώσης’’. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων ετών, η προσέγγιση που σημειωνόταν από αυτή τη φράση πήρε την έκφραση της, ή μεγάλο έπαινο , από ένα αριθμό ιστορικών, φιλόσοφων και κοινωνιολόγων της επιστήμης , συμπεριλαμβανόμενων των Hesse, Rudwick, Caneva, Barnes, Bloor, Shapin και πολλών άλλων. Η ικανότητα του ισχυρού προγράμματος να ελκύει τον αυξανόμενο αριθμό των οπαδών του είναι αναμφισβήτητα εντυπωσιακή. Αλλά κάποιος περιπλέκεται στον ίδιο βαθμό που εντυπωσιάζεται όταν εξετάσει κάποιες από τις κλυδωνιστηκές τάσεις ανάμεσα στις εναλλακτικές διαμορφώσεις του ισχυρού προγράμματος. Όπως ο Manier ανάμεσα σε άλλους έδειξε ότι δυο αρχισυγγραφείs του ισχυρού προγράμματος , ο Barnes και ο Bloor , λένε πολύ διαφορετικά πράγματα σχετικά με αυτό για το οποίο το πρόγραμμα κάνει λόγο . Η Mary Hesse, μια συμπαθής σχολιάστρια της δουλειάς τους, προσέφερε πρόσφατα τη δική της εκδοχή για το ισχυρό πρόγραμμα η οποία -όπως η ίδια τονίζει - είναι συχνά σε αντίφαση και με τον Bloor και με τον Barnes . Φανερά αν κάποιος είναι ελεύθερος να κάνει το ισχυρό πρόγραμμα μέσα σε οτιδήποτε κάποιος θέλει να είναι , έχουμε ένα έτοιμο απολογισμό της ευρείας του έκκλησης αλλά λίγο. Αν θα καταλαβαίναμε τι το ισχυρό πρόγραμμα περιλαμβάνει , προτείνω ότι μια καλή αρχή θα μας ενέπλεκε σε μια συζήτηση του βιβλίου που θεωρείται γενικά σαν το πρώτο και ακόμα πιθανόν σαν την πιο ξεκάθαρη διαμόρφωση αυτού του προγράμματος , δηλαδή το “Γνώση και Κοινωνική Εικόνα ” του David Bloor. Σε αυτό το φυλλάδιο , θα προσπαθήσω να συναρμολογήσω το τι περιλαμβάνει η εκδοχή του Βloor για το ισχυρό πρόγραμμα και να εξετάσω τι προϋποθέτει. Το πόσο μακριά η ανάλυση του προσφέρεται εδώ, εφαρμόζεται σε άλλους που προτείνουν το ισχυρό πρόγραμμα θα αφεθεί στην φαντασία του αναγνώστη . Το πρώτο κρίσιμο πράγμα που πρέπει να σημειώσουμε για το ισχυρό πρόγραμμα είναι ότι δεν είναι μια κοινωνιολογική θεωρία με κάθε εθιμική [κατά έθιμο ] έννοια αυτού του όρου. Δεν συγκεκριμενοποιεί λεπτομερείς αιτιολογικούς ή λειτουργικούς μηχανισμούς και νόμους . Είναι μάλλον μια μετά-κοινωνιολογική διακήρυξη . Καταθέτει ορισμένα πολύ γενικά χαρακτηριστικά , τα οποία κάθε επαρκής κοινωνιολογία της γνώσης θα έπρεπε να κατέχει .Είναι “προγραμματικό” , με την αυστηρή έννοια πρέπει να προσεγγίζεται και νομίζω πως έτεινε να προσεγγιστεί σαν μια ομάδα ρυθμιστικών αρχών σχετικά με το ποια είδη θεωριών θα έπρεπε να εμπνέουν τους κοινωνιολόγους . Οι τέσσερις συστατικές του θέσεις σχεδιάστηκαν σαν εξαναγκασμοί στις θεωρίες που είναι αποδεκτές μέσα στην κοινωνιολογία. Είναι σημαντικό να το καταλάβουμε αυτό σχετικά με το χαρακτήρα του ισχυρού προγράμματος αφού κάποιος αξιολογεί ρυθμιστικές αρχές διαφορετικά απ’ ότι αξιολογεί ειδικές θεωρίες σχετικά με την κοινωνική δομή και την κοινωνική πρόοδο . Οι προγραμματικές δηλώσεις και εδώ το ισχυρό πρόγραμμα δεν αποτελεί εξαίρεση, είναι γενικά πολύ όμορφες για να τεθούν άμεσα σε εμπειρικό έλεγχο κρίνοντας μάλλον απ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ευλογοφάνεια τους . Ρωτάμε : είναι δικαιολογημένο να υιοθετήσουμε τέτοιους εξαναγκασμούς ; Υπάρχουν επιχειρήματα για να τις προτεινόμενες απαιτήσεις μάλλον παρά άλλες συγκρουόμενες απαιτήσεις ;

Το “Γνώση και Κοινωνικη Εικόνα ” είναι ταυτόχρονα ένα δεκτό κατηγορητήριο ενάντια στους φιλόσοφους όλων των πεποιθήσεων και μια μακρά διαμόρφωση ενός “ καινούριου ” και φιλόδοξου προγράμματος για την κοινωνιολογία της γνώσης . Τα δυο θέματα δεν είναι ασύνδετα. Όπως ο Bloor τα βλέπει , οι φιλόσοφοι [ κάτω από τα ήθη της “ επιστημολογίας ” και της “ φιλοσοφίας της επιστήμης ” αποπειράθηκαν να μονοπωλήσουν την αντιληπτική μελέτη της γνώσης , ειδικά της επιστημονικής γνώσης αφήνοντας μόνο θρύμματα και λάσπες - το παράλογο απόβλητο - στους ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους . Ελπίζοντας να χτυπήσει τους φιλόσοφους στο δικό τους εδαφικό παιχνίδι ,ο Bloor , ξεκινά να επαναορίσει τα πειθαρχικά όρια για τη μελέτη της επιστήμης , δίνοντας στην κοινωνιολογία εξέχουσα θέση , αφήνοντας περιορισμένο πεδίο δράσης για ψυχολογία , και αντιμετωπίζοντας τους φιλόσοφους βασιζόμενος στις δικές τους προγενέστερες καταγραφές των ιχνών τους ευρέως έξω από το νέο παιχνίδι γενικά . Το ισχυρό πρόγραμμα του Bloor στην κοινωνιολογία της γνώσης είναι φαινομενικά ένα σετ από αρχές για το πως οι κοινωνιολόγοι θα έπρεπε να πλησιάζουν το πρόβλημα της επεξήγησης επιστημονικών πιστεύω . Πέρα από αυτό , συνεπάγεται ότι (σε ότι ο Bloor επιδίδεται ) η κυρίαρχη κοινωνιολογική προσέγγιση στη γνώση είναι απελπιστικά μη επιστημονική μη φυσιοκρατική και ανεμπειρικη για να κάνει χειρότερα τα πράγματα , οι φιλόσοφοι έχουν γίνει προάγγελοι μίας ΄΄ μυστικιστικής’’ όψης της γνώσης, η κύρια λειτουργία των οποίων είναι να διατηρήσουν τον ιερό χαρακτήρα της επιστήμης στο πρόσωπο των κοινωνιολόγων που μπορεί να την βεβηλώσουν.

Οποτεδήποτε φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι της επιστήμης συζητούν τέτοια θέματα , υπάρχει ένα πλαίσιο για μια μεγάλη ποσότητα αυταρέσκειας και αυτοεναρετότητας και από τις δυο πλευρές . Αρκετά χώρια από τα ανταγωνιστικά πειθαρχικά ενδιαφέροντα τα οποία διακυβεύονται , και οι δυο μεριές μπορούν γενικά να δείξουν προς ένα εύρος σημαντικών προβλημάτων τα οποία οι ανταγωνιστές τους αγνοούν , θέματα που υπεραπλουστευονται, αντιφατικές προϋποθέσεις που γίνονται και λοιπά . Ο ίδιος ο Bloor (όπως υποπτεύομαι θα αναγνώριζε ) δεν είναι πια ενάντιος στο να παίξει αυτό το παιγνίδι , επίσης στην πραγματικότητα , το παιγνίδι του είναι ένα από τα κυρίαρχα αφηγηματικά νήματα του Γνώση και Κοινωνικές Εικόνες. Σαν φιλόσοφος απαντώντας στην δουλειά του Bloor , βρήκα τον εαυτό μου να φροντίζει να παίζει το παιγνίδι, επίσης σημειώνοντας στον εαυτό μου , για παράδειγμα τα μέρη που ο Bloor είτε πάτησε πάνω σε φιλοσοφικά δάχτυλα ή πρόσβαλε φιλοσοφικές ευαισθησίες. Στοιχεία αυτής της συμπεριφοράς είναι αναμφισβήτητα ακόμα παρόντα σ’ αυτήν την πολύ καθαρτήρια έκδοση αυτής της έκθεσης.

Αυτό που προσπάθησα να κάνω στα παρακάτω πάντως , είναι να εστιαστώ κυρίως στη δομή των επιχειρημάτων του Bloor , χωρίς να εμπλέκομαι σε καμία ειδική υπεράσπιση για τα πειθαρχικά ενδιαφέροντα της φιλοσοφίας. Πάντως , όσο οι θεωρήσεις που επικαλούνται εδώ έχουν κάποια δύναμη , απευθύνονται σε θερμοκέφαλους κοινωνιολόγους και ομοίως φιλόσοφους , και σε όποιον άλλο που αποδέχεται ότι κάποιου τα πιστεύω θα πρέπει να σχηματίζονται (τόσο όσο μπορεί να γίνει αυτό) από την δύναμη των αποδείξεων και των επιχειρημάτων τα οποία μπορούν να προαχθούν για αυτά.

Η στρατηγική των βιβλίων του Bloor θα υπαγορεύσει τον χαρακτήρα αυτής της απάντησης. Ο Bloor ξεκινάει επιτιθέμενος σε ότι θεωρεί σαν δυο φιλοσοφικές εναλλακτικές θέσεις στην θέση του. Τους δίνει τον τίτλο ΄΄τελεολογία’’ και ΄΄εμπειρισμό’’ αντίστοιχα . Έχοντας απαλλαγεί από αυτές τις εναλλακτικές θέσεις , έπειτα απαιτεί μια ΄΄επιστημονική’’ προσέγγιση της μελέτης της γνώσης , και σκιαγραφεί τον αριθμό των απαιτήσεων τις οποίες κάθε ευφυής επιστημονική προσέγγιση πρέπει να ικανοποιεί. Αυτές οι απαντήσεις αποτελούν ΄΄το ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της γνώσης’’. Μετά ακολουθεί ένας απολογισμός του γιατί ιδέες όπως αυτές που ενσωματώθηκαν στο ισχυρό πρόγραμμα απορρίφθηκαν μεσώ της πρόσφατης Δυτικής διανοητικής ιστορίας. Το υπόλοιπο του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε ειδικές μελέτες περιπτώσεων - κύρια στην κοινωνιολογία των μαθηματικών - οι οποίες προορίζονται να παρουσιάσουν πως ένας κοινωνιολόγος στρατευμένος στο ισχυρό πρόγραμμα μπορεί να αναζητήσει να το βάλει σε εφαρμογή και να το εξειδικεύσει.

Θα ακολουθήσω την χρονολογία της επιχειρηματολογικηs στρατηγικής του Bloor. Πιο ειδικά , θα προτείνω ότι :

Ο Bloor εκλεκτικά αγνοούσε πολλά από την σχετική φιλοσοφική λογοτεχνία και είχε υποτελείς ΄΄φιλοσόφους’ με απόψεις που λίγοι (και αν) αποδέχονταν.

Ο Bloor δεν εγκαθίδρυσε ότι κάθε στοιχείο του ισχυρού προγράμματος είναι πιο ΄΄επιστημονικό’’ απ’ ότι τα αντίθετα του.

Αρκετά ξέχωρα από το επιστημονικό καθεστώς , οι θέσεις του ισχυρού προγράμματος είναι πολύ διαφορετικών ειδών . Ορισμένες από αυτές είναι τόσο απροβλημάτιστεs σαν να είναι σχεδόν δωρεάν . Άλλες [ ειδικά η “ η θέση της συμμετρίας ” δεν είναι εύλογες από οποία από τα επιχειρήματα του Bloor και αν ερμηνευθούν κυριολεκτικά θα υπονομεύσουν θεμελιακά υπάρχοντες επεξηγηματικούς μηχανισμούς τόσο στην φιλοσοφία όσο και στις κοινωνικές επιστήμες. Περιορισμοί στο χώρο παρεμποδίζουν την οποία μακρά συζήτηση των εντυπωσιακών παραδειγμάτων του Bloor από την ιστορία και την κοινωνιολογία των μαθηματικών , αλλά αυτή δεν είναι σημαντική απώλεια , αφού δεν είναι “ κοινωνιολογία ” του Bloor για την οποία θέλω να διαμαρτυρηθώ , αλλά μάλλον η μετά-κοινωνιολογία του την οποία βρίσκω πειστική .

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ BLOOR

Μετά από μερικές δεκαετίες οι κοινωνιολόγοι άρχισαν να μελετούν το περιεχόμενο της επιστήμης. Το ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της γνώσης είναι μια μετά- κοινωνιολογική διακήρυξη . Οι θέσεις των Barnes και Bloor είναι διαφορετικές ενώ η Hesse διαφωνεί και με τους δυο .Η ΄΄Γνώση και Κοινωνική Εικόνα’’ του Bloor δίνει μια ξεκάθαρη διαμόρφωση αυτού του προγράμματος και κατηγορεί τους φιλόσοφους .Το ισχυρό πρόγραμμα περιλαμβάνει τέσσερις θέσεις και ένα σετ από τις εξηγήσεις των κοινωνιολόγων . Ο Bloor θέλει να επαναορίσει τα όρια της μελέτης της επιστήμης και στο βιβλίο του μας λέει για τη διαμάχη των φιλόσοφων και των κοινωνιολόγων . Επίσης υιοθετεί δυο φιλοσοφικές θέσεις την ΄΄Τελεολογία’’ και τον ΄΄Εμπειρισμό’’ . Στη συνεχεία κάνει μια επιστημονική προσέγγιση της μελέτης της γνώσης .

Η Επίθεση των “ Φιλοσοφικών ” Απόψεων των Πιστεύω

Η κεντρική ανησυχία του Bloor είναι με την εξήγηση του επιστημονικού πιστεύω , ιδιαίτερα αυτού που κάποιος θα μπορούσε αποκαλέσει “ θεωρητικά ” πιστεύω [ π.χ. ένα πιστεύω στις θεωρίες και τις θεωρητικές οντότητες θα κατοικήσει στα αντιληπτικά σύμπαντα των φυσικών επιστημόνων ]. Γιατί οι επιστήμονες διατηρούν τα θεωρητικά πιστεύω ; Αυτή είναι φυσικά μια από τις κλασσικές ερωτήσεις της επιστημολογίας και της φιλοσοφίας της επιστήμης . Όπως το έβλεπε ο Bloor , παρόλα αυτά , ο φιλόσοφος κάνει ένα λάθος γύρισμα στην αρχή . Πριν αναζητήσει να εξηγήσει ένα πιστεύω , ο φιλόσοφος προσπαθεί να προσδιορίσει το καθεστώς αλήθειας του και το καθεστώς λογικής του [ π.χ. το αν το πιστεύω είναι δικαιολογημένο ή λογικό ] .Εξαρτώμενος από την απάντηση σε αυτές αξιολογητικέs αναζητήσεις ο φιλόσοφος θα υιοθετήσει ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις , για να εξηγήσει το πιστεύω . Αν ο φιλόσοφος είναι “ τελεολογιστήs ” [ και ο Bloor πιστεύει ότι τελικά οι περισσότεροι είναι] θα επιμείνει ότι καμία εξήγηση δεν μπορεί δοθεί για τα αληθινά ή λογικά πιστεύω . Ο “ τελεολογιστήs ” επιμένει ότι τέτοια πιστεύω απλώς συμβαίνουν , αλλά είναι κυριολεκτικά απρόκλητα [ χωρίς αιτία ] . Είναι μόνο τα λανθασμένα ή τα παράλογα πιστεύω για τα οποία μια εξήγηση μπορεί κατάλληλα να δεχθεί . Καθώς ο Bloor συνοψίζει την “τελεολογική” θέση :

“ Η γενική δομή αυτών των εξηγήσεων φαίνεται καθαρά : Διαιρούν όλες τη συμπεριφορά σε δυο τύπους : σωστή και λάθος , αληθής ή ψευδής , λογική ή παράλογη . Τότε επικαλούνται αιτίες για να εξηγήσουν την αρνητική πλευρά της διαίρεσης . Οι αιτίες εξηγούν το λάθος , τον περιορισμό και την παρέκκλιση .... Εδώ οι αιτίες δεν χρειάζεται να εμπλακούν .”

Ο επονομαζόμενος “ εμπειριστής ” αντίθετα , πιστεύει ότι οι εξηγήσεις μπορούν να δοθούν και για τα αληθινά και για τα ψεύτικα πιστεύω καθώς και για τα λογικά και τα παράλογα . Αλλά επιμένει ότι τα αληθινά πιστεύω έχουν διαφορετικά είδη αιτιών από τα ψεύτικα και ότι τα λογικά πιστεύω παράγονται διαφορετικά από τα παράλογα .

Αυτό που μοιράζονται από κοινού και οι τελεολογιστέs και οι εμπειριστές είναι μια εκτίμηση για το επιστημονικό καθεστώς και το λογικό καθεστώς ενός πιστεύω , είναι σχετικά με τους μηχανισμούς [ αν υπήρχε κάποιος ] που επικαλούμαστε στη συνεχεία για να εξηγήσουμε αυτό το πιστεύω . Όπως θα δούμε , θα είναι ισχυρισμός του Bloor ότι αυτός ο τρόπος διαδικασίας είναι πραγματικά “ μη επιστημονικός ” . Πράγματι , ο Bloor θα συνεχίζει να ενίσταται όχι μόνο σε αυτές τις πρώτες εκτιμήσεις , αλλά σε κάθε χρήση του επιστημονικού ή λογικού καθεστώτος ενός πιστεύω μέσα στην ίδια του την εξήγηση . Παρόλα που ο Bloor έχει αυτό το κρίσιμο κοκαλάκι που τσιμπάει και τους τελεολογιστές και τους εμπειριστές είναι ιδιαίτερα περιφρονητικός με τους τελεολογιστέs για την επίμονη των τελευταίων ότι τα αληθινά και λογικά πιστεύω είναι απρόκλητα . Αυτό το τελεολογικό μοντέλο βιάζει μια άλλη από τις “ επιστημονικές ” θέσεις του Blower : ειδικά τον ισχυρισμό ότι όλα τα πιστεύω [ όλες οι πεποιθήσεις ] προκαλούνται .

Αν οι καρικατούρες του Bloor επρόκειτο να γίνουν αποδεκτές , θα έπρεπε να πιστέψουμε ότι οι περισσότεροι φιλόσοφοι [όντας τελεολογιστέs ] διατηρήσουν ότι δεν υπάρχει κυριολεκτικά τίποτα που να μας προκαλεί να πιστέψουμε τι είναι αληθινό και ότι τίποτα δεν είναι αιτιολογικά υπεύθυνο για την λογική πράξη και το λογικό πιστεύω . Αλλά η ανάλυση του Bloor για τη φιλοσοφική παράδοση δεν θα σταθεί σε λεπτομερή εξέταση .

Για όσο ξέρουμε , οτιδήποτε σχετικά με την ιστορία της φιλοσοφίας , οι επιστημονολογιστες ανησύχησαν να εξηγήσουν πως να ανακαλύπτουν το αληθινό και το λογικό . Η πρόταση ότι οι περισσότεροι φιλόσοφοι πίστεψαν ότι τα αληθινά πιστεύω απλώς συμβαίνουν , ότι η λογική συμπεριφορά είναι απρόκλητη , ότι μόνο “ τα περιπλανώμενα ” πιστεύω είναι μέρος των αιτιολογικών συνδέσμων του κόσμου δύσκολα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη .

Είναι αλήθεια ότι πολύ φιλόσοφοι πρότειναν ότι τα αληθινά ή λογικά πιστεύω δεν πρέπει να αποδίδονται σε κοινωνιολογικά αιτία .Αλλά εκτός αν πρόκειται να φανταστούμε ότι η κοινωνιολογία έχει ένα μονοπώλιο πάνω στις αιτίες , η άρνηση ότι τα αληθινά ή ψεύτικα πιστεύω έχουν κοινωνικές αιτίες δεν είναι ισοδύναμη με την διαβεβαίωση ότι τα αληθινά και τα λογικά πιστεύω είναι απρόκλητα .

Αυτό που λέω , για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του Bloor , είναι ότι λίγοι μεγάλοι φιλόσοφοι υπήρξαν “ τελεολογιστέs ” . Πιο ειδικά , δεν γνωρίζω κανένα φιλόσοφο της επιστήμης που να διαβεβαίωσε ποτέ ότι τα αληθινά ή και λογικά επιστημονικά πιστεύω δεν έχουν αιτίες . Η επιμήκης και πειστικά επιχειρηματολογούμενη επίθεση του Bloor πάνω σ’ αυτή τη θέση είναι κατά πολύ σαν να μαστιγώνει ένα μυθικό άλογο . Οι περισσότεροι φιλόσοφοι , δεσμεύονται στην άποψη ότι τα πιστεύω , οποίο και αν είναι το επιστημονικό τους καθεστώς , είναι τμήμα του αιτιολογικού δικτύου του κόσμου.

Έτσι , μέχρι εδώ καθώς κανένα μεγάλο γκρουπ φιλόσοφων δεν ταιριάζει με τα στερεότυπα του Bloor, είναι οι “ εμπειριστές ” που αποτελούν την πραγματική αντίθεση . Αλλά ακόμα και εδώ , υπάρχουν κρίσιμες διακρίσεις που πρέπει να μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το ποιοι είναι οι στόχοι του Bloοr γιατί ο Bloor αθροίζει μαζί θέματα που χρειάζονται προσεκτικά να ξεχωριστούν. Ιδιαίτερα τείνει να χειρίζεται τα θέματα επιστημονολογίαs σαν θέματα λογικής και σαν αυτά να ήταν ένα και το αυτό. Αυτή η κλίση συμβαίνει και στην επίθεση του Bloor στους φιλόσοφους και (όπως θα δούμε ) στην ανάπτυξη της δικής του θέσης. Για παράδειγμα , χαρακτηρίζει τους ΄΄εμπειριστές’’ φιλόσοφους σαν να διατηρούν και το ότι τα αληθινά πιστεύω πρέπει να εξηγηθούν διαφορετικά από τα ψεύτικα και το ότι τα λογικά πιστεύω πρέπει να εξηγηθούν διαφορετικά από τα παράλογα . Δεν υπάρχει λογική σύνδεση ανάμεσα στις δυο αυτές θέσεις , περισσότερο αφού οι στοχαστές που διατηρούν το ένα συχνά αρνούνται το άλλο . Έτσι ο Imre Lakatos , τον οποίο ο Bloor απομονώνει για την επίκριση αυτών των θεμάτων , δεν διατηρεί ότι τα αληθινά πιστεύω πρέπει να εξηγούνται διαφορετικά από τα ψεύτικα , παρά μόνο ότι τα λογικά και τα παράλογα πιστεύω πρέπει να εξηγούνται διαφορετικά . Ξανά , κάποιοι φιλόσοφοι κρατάνε το ότι ορισμένα αληθινά και ψεύτικα πιστεύω εξηγούνται διαφορετικά (γι’ αυτό διαχωρίζουν τις ΄΄αληθινές’’ αντιλήψεις από τις αυταπάτες , για παράδειγμα ) , κι όμως δεν χρειάζονται να δείξουν τέτοια διάκριση ανάμεσα στα λογικά και παράλογα πιστεύω . Οι οικονομολόγοι εξηγούν τη λογική και την παράλογη οικονομική συμπεριφορά με διάφορα μοντέλα όμως δεν αφιερώνονται σε διαφορετικά επεξηγηματικά προγράμματα για τα αληθινά και ψεύτικα πιστεύω. Αφομοιώνοντας αυτούς τους πολύ διαφορετικούς τρόπους αξιολόγησης των πιστεύω , ο Bloor έπεισε τον εαυτό του ότι τα επιχειρήματα ενάντια στην βιωσιμότητα (στην επιβίωση ) κάποιου (πιστεύω) κόβουν ενάντια στην βιωσιμότητα ενός αλλού. Όπως θα δούμε παρακάτω , αυτό γίνεται η πηγή πολλής αταξίας στην διαμόρφωση του ισχυρού προγράμματος.

Για την ώρα είναι αρκετό να σημειώσουμε τα ακόλουθα :

λίγοι (και αν) φιλόσοφοι της επιστήμης είναι ΄΄τελεολογιστές’’ με την έννοια του Bloor . Αγωνίζεται ενάντια σε ΄΄σκιάχτρα’’ παλεύοντας την άποψη ότι τα πιστεύω κυριολεκτικά δεν έχουν αιτίες.

από τους φιλόσοφους που εντάσσονται στην άποψη ότι η αλήθεια ή η λογική ενός πιστεύω είναι σχετική με την εξήγηση του , πολύ λίγοι επιμένουν στην αιτιολογική συγγένεια και των επιστημονικών και των λογικών θεωρήσεων . Οι ευρείες πλευρές του Bloor ενάντια στους ΄΄εμπειριστές’’ αστοχούν αφού προτάσσονται σε μια καθαρή παράλληλο ανάμεσα σ’ αυτά τα δόγματα .

Σ ’ αυτό το σημείο προσπάθησα να προτείνω ότι ο Bloor έκανε λιγότερο από το να δικάσει την φιλοσοφική παράδοση εξήγησης των πιστεύω . Οι αντίθετοι του δεν είναι τόσο άτεχνοι όσο μερικές φορές τους παρουσιάζει . Αλλά ο Bloor έχει ακόμα έναν άσσο στο μανίκι του, γι’ αυτό θα καταλογίσει ότι η φιλοσοφική προσέγγιση σ’ αυτά τα θέματα -είτε αντιπροσωπεύεται από ΄΄τελεολογιστέs’’ είτε από ΄΄εμπειριστές’’ - παίρνει μια ασυγχώρητα μια μη-επιστημονική προσέγγιση και ότι το ισχυρό πρόγραμμα του Bloor αντιπροσωπεύει το μόνο κατάλληλο ΄΄επιστημονικό’’ αντίβαρο στους τρόπους λειτουργίας των φιλόσοφων. Είναι προς αυτόν τον ισχυρισμό που θα έπρεπε να στραφεί.

Γιατί οι επιστήμονες διατηρούν τα θεωρητικά πιστεύω; Αυτή είναι μια βασική ερώτηση της επιστημολογίας και της φιλοσοφίας της επιστήμης . Οι τελεολογιστεσ πιστεύουν ότι καμία εξήγηση δεν μπορεί να δοθεί για τα αληθινά ή λογικά πιστεύω . Οι εμπειριστές αντίθετα πιστεύουν ότι οι εξηγήσεις μπορούν να δοθούν και για τα αληθινά και για τα ψεύτικα και για τα μαγικά και για τα παράλογα .

Συνοπτικά παρατηρούμε ότι κατά τον Bloor λίγοι φιλόσοφοι είναι τελεολογιστές. Ισχυρίζεται ότι τα πιστεύω κυριολεκτικά δεν έχουν αιτίες

Από τους φιλοσόφους που ισχυριζονται ότι η αληθεια ή λογικη ενός πιστευω σχετιζεται με την εξηγηση του και λιγοι επιμενουν στην αιτιολογικη συγγενεια των επιστημονικων και λογικων θεωρησεων .

Ο Επιστημονικός χαρακτήρας του ισχυρού προγράμματος

Ο τέταρτος τομέας αυτού του φυλλαδίου θα συζητήσει τις διάφορες θέσεις του ισχυρού προγράμματος με κάποια λεπτομέρεια . Για την ώρα , ανησυχώ όχι τόσο πολύ με την ακριβή τους εξήγηση αλλά μάλλον με τον ισχυρισμό του Bloor ότι αντιπροσωπεύουν μια εύρωστα επιστημονική προσεγγίσει στο πρόβλημα του ανθρώπινου πιστεύω . Στην αρχή , δεν μπορώ να κάνω αλλιώς από το να αναζητήσω τον ίδιο ιών χαρακτηρισμό του Bloor για την κοινωνιολογία της γνώσης όπως το ισχυρό πρόγραμμα θα απαιτούσε :

1] Θα ήταν αιτιολογική , δηλαδή , σχετικά με τις συνθήκες που θα απέρρεαν τα πιστεύω ή τις καταστάσεις της γνώσης . Φυσικά δεν θα υπάρχουν άλλοι τύποι αιτιών εκτός από τις κοινωνικές που θα συνεργαστούν στο να αποφέρουν τα πιστεύω .

2] Θα ήταν αμέριστη με σεβασμό στην αλήθεια και το λάθος , τη λογική ή τον παραλογισμό , την επιτυχία ή την αποτυχία . Και οι δυο πλευρές αυτών των διχοτόμων θα απαιτήσουν εξήγηση .

3] Θα ήταν συμμετρική στο υφός της εξήγησης της . Οι ίδιοι τύποι αιτίας θα εξηγούσαν τα αληθινά και τα ψεύτικα πιστεύω .

4] Θα ήταν αντανακλαστική . Τα πρότυπα των εξηγήσεων της θα έπρεπε να εφαρμόζονται στην ίδια την κοινωνιολογία .

Ο Bloor δικαιολογεί αυτές τις θέσεις διαβεβαιώνοντας ότι αντιπροσωπεύουν τις αρχές ερευνάς στις οποίες κάθε γνήσιος επιστήμονας , φυσικός ή κοινωνικός δεσμεύεται . Αυτές οι αρχές ενσωματώνουν τις ίδιες άξιες που λαμβάνονται σαν δεδομένες σε άλλες επιστημονικές πειθαρχίες . Το ισχυρό πρόγραμμα ΄΄κατέχει ένα ορισμένο είδος ηθικής ουδετερότητας κυρίως το ίδιο είδος που μάθαμε να συσχετίζουμε με όλες τις άλλες επιστήμες’’ . Ο Bloor επιμένει ότι το να αρνηθούμε αυτές τις θέσεις -ειδικά τις θέσεις (2) και (3) - ευνοώντας ορισμένες εχθρικές θέσεις ΄΄θα ήταν προδοσία ... της προσέγγισης της εμπειρικής επιστήμης’’ . Προτείνει ακόμα ότι αν μια εύρωστη κοινωνιολογία όπως μια που να βασίζεται στις θέσεις 1 μέσα από τις 4 ΄΄δεν θα μπορούσε να εφαρμόζεται κατά ένα εμπεριστατωμένο τρόπο στην επιστημονική γνώση , θα σήμαινε ότι η επιστήμη δεν θα μπορούσε επιστημονικά να ξέρει τον εαυτό της’’ .΄΄ Μ’ ερευνά για νόμους και θεωρίες στην κοινωνιολογία της επιστήμης’’ , να λέει ο Bloor , ΄΄είναι απολύτως όμοια στην διαδικασία της μ’ αυτήν οποιασδήποτε άλλης επιστήμης’’ . Μας ωθεί να μιμηθούμε αυτούς ΄΄των οποίων η εμπιστοσύνη στην επιστήμη και τις μεθόδους της είναι ολική -αυτούς που την λαμβάνουν εντελώς σαν δεδομένη’’ . Είναι περισσότερο από ευτυχισμένος να βλέπει την κοινωνιολογία να στηρίζεται στους ίδιους χώρους και παραδοχές όπως οι άλλες επιστήμες . Ο Bloor επιμένει στο συμπέρασμα του ΄΄Γνώση και Κοινωνική Εικόνα’’ ότι έφτασε στην άποψη του για τη γνώση ενεργώντας σε μια ευθεία προς τα μπρος στρατηγική : ΄΄Προχωρήστε μόνο όπως οι άλλες επιστήμες προχωρούν και όλα θα είναι καλά’’ . Όπως γίνεται από αυτά τα κείμενα ξεκάθαρο , ένα κεντρικό κίνητρο και μια αιτιολόγηση για το ισχυρό πρόγραμμα είναι ότι αντίθετα από τις προσεγγίσεις στα πιστεύω στην φιλοσοφία της επιστήμης και τη θεωρία της λογικής , ενσωματώνει μια αληθινά επιστημονική στάση προς την επιστήμη.

Σύμφωνα μ’ αυτά , μια φανερή ερώτηση που πρέπει να μας απασχολήσει είναι: οι άλλες επιστήμες που ο Bloor παίρνει σαν το παράδειγμα του , έχουν μορφές που θα δικαιολογούσαν τον ισχυρισμό του ότι κανένας απολογισμός πιστεύω δεν μπορεί να είναι ΄΄επιστημονικός’’ ο οποίος βιάζει την θέση (1) έως την (4) , ή πιο πιθανά υπάρχει ένας καλός λόγος να πιστέψουμε ότι οι θέσεις (1) έως (4) είναι εγγυημένες κυριαρχώντας στην επιστημονική πράξη;

Πρέπει να εξομολογηθώ ένα μεγάλο βαθμό δυσκολίας ρωτώντας τέτοιες ερωτήσεις γιατί , αντίθετα από τον Bloor δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό που ονομάζουμε ΄΄οι επιστήμες’’ έχουν κάποια ειδική ομάδα μεθοδολογικών αρχών ή επιστημονικών διαπιστευτηρίων που ξεκάθαρα να τις βγάζει έξω από άλλες υποτιθέμενες ΄΄μη-επιστημονικές’’ μορφές αντίληψης. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ο ισχυρισμός ότι κανένας , φιλόσοφος ή κοινωνιολόγος , έχει ήδη εξάγει έναν αποδεκτό απολογισμό του ποιες αντιληπτικές ή μεθοδολογικές μορφές οριοθετούν τις επιστήμες από τις μη-επιστήμες . Σε ένα καιρό που πολλοί φιλόσοφοι απελπίστηκαν ακόμα και για την πιθανότητα να ανασύρουν μια καθαρή διάκριση ανάμεσα στο επιστημονικό και το μη-επιστημονικό , ο Bloor πιστεύει όχι μόνο ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη οριοθέτηση αλλά ότι ήδη την κατέχει . Πρέπει να πιστεύει αυτό , γιατί αλλιώς δεν θα είχε βάση στον ισχυρισμό της προσέγγισης του ότι είναι διακριτά επιστημονική. Δεν ανησυχώ τόσο πολύ όσο ο Bloor για το αν η κοινωνιολογία της επιστήμης είναι ΄΄επιστημονική’’. Θα την ήθελα να είναι ενδιαφέρουσα που μερικές φορές είναι , και καλά δοκιμασμένη που συνήθως δεν είναι πέρα απ’ αυτό οι απαιτήσεις μου είναι ταπεινές. Αλλά ο Bloor κόπτεται να ΄΄επιστημονοποιήσει’’ την κοινωνιολογία είναι η ΄΄επιστημονικοτητά’’ του ισχυρού προγράμματος που επαινείται σαν τη μεγαλύτερη αρετή του . Την απέσπασε; Τι είναι το επιστημονικό στις θέσεις (1) και (4) ;

Θεωρείστε την θέση της αιτιότητας . Αν κάποιος κοιτάξει στα τμήματα της κβαντικής μηχανικής ή της κλασσικής κινηματικής , κάποιος κοιτάζει μάταια για μια υπερισχύουσα δέσμευση στις αιτιολογικές διαδικασίες . Ομοίως ,υπάρχουν χτυπητές μορφές μη-επιστημονικής γνώσης (π.χ. μεταφυσικής και θεολογίας) που είναι παραδεκτά αιτιολογικές . Οι νέο-Καντιανοί μπορεί να ανακουφίζονται από τον ισχυρισμό του Bloor ότι όλη η επιστημονική γνώση είναι αιτιολογική αλλά οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι άλλων πεποιθήσεων δεν είναι ικανοί να δεχτούν χωρίς περαιτέρω θόρυβο τον ισχυρισμό ότι η αιτιολογική ομιλία είναι είτε μια αναγκαιότητα είτε μια επαρκής συνθήκη για να είναι ΄΄επιστημονική’’. Ας τονίσω ότι συμμερίζομαι την άποψη του Bloor ότι θα θέλαμε να είμαστε ικανοί να ταυτοποιήσουμε τις αιτίες των πιστεύω , αλλά θα προτρέψω ότι η διαχείριση μας για να το κάνουμε αυτό δεν θα εγγυάτο περισσότερο τον ΄΄επιστημονικό’’ χαρακτήρα της επιχειρήσεις μας από το ότι η αποτυχία μας να το κάνουμε αυτό θα μας έκανε απαραίτητα μη-επιστημονικούς . Σωστά ερμηνευόμενη , η θέση (1) του ισχυρού προγράμματος είναι αβλαβής , δεν έχει επιπλέον καθόλου να κάνει με το αν η κοινωνιολογία είναι επιστημονική . Περισσότερο στο θέμα , κάποιος μπορεί να δεχτεί ότι τα πιστεύω προκαλούνται χωρίς την αποδοχή ότι τέτοιες αιτίες είναι αμετάβλητη ή γενικά κοινωνιολογικές στον χαρακτήρα .

Η θέση (2) , το αξίωμα της ΄΄αμεριστότηταs’’ δεν συμβαίνει σε καμία επιστήμη που να ξέρω . Επιπλέον είναι δωρεάν . Πράγματι με δεδομένη την πρώτη θέση του Bloor στο αποτέλεσμα που θα έπρεπε να αναζητά κάποιος τις αιτίες όλων των επιστημονικών πιστεύω , η δεύτερη θέση του είναι περιττή γιατί είναι απόρροια της πρώτης . Αυτό φανερά δεν είναι ένσταση σ’ αυτήν , και ο Bloor πουθενά δεν προτείνει ότι οι θέσεις του είναι λογικά ανεξάρτητες . Αλλά μέχρι εδώ καθώς η θέση της αμεριστότηταs είναι παρασιτική στη θέση της αιτιότητας , η “ επιστημονική ” της κατάσταση είναι τόσο ανοικτή στην πρόκληση όσο η πρώτη . Η θέση [4] , η θέση της ανακλαστικότηταs είναι ομοίως περιττή αφού ακολουθείται από την [1] παρόλο που το γιατί ο Bloor πιστεύει ότι είναι ιδιαίτερα επιστημονική , είναι θόλο [ δεν είναι σαφές ] σε μένα . Αν πρόκειται να έχουμε μια τέλεια γενική θεωρία για το πως τα πιστεύω διαμορφώνονται , τότε μια τέτοια θεωρία [ αν είναι αντικείμενο τον πιστεύω ] θα είναι απαραίτητα αυτό - αναφερόμενη και αυτή θα είναι η περίπτωση είτε η θεωρία είναι επιστημονική είτε όχι . Πράγματι μια παραδεκτά μη - επιστημονική θεωρία διαμόρφωσης των πιστεύω , για να είναι συνεχής θα έπρεπε να είναι ομοίως αυτοαναφερόμενα . Οι τρεις από τις τέσσερις θέσεις του ισχυρού προγράμματος είναι έτσι σχετικά μη αντιθετικές αλλά το επιστημονικό καθεστώς τους πρέπει ακόμα να καθιερωθεί .

Η θέση της [3] , η θέση της συμμετρίας , είναι σε μια τάξη δική της . Όπου το επιχείρημα μου για την αιτιότητα , την ανακλαστικότητα και την αμεριστότητα ήταν στο αποτέλεσμα ότι ο Bloor δεν εγκαθίδρυσε ακόμα μια περίπτωση όπου είναι “ επιστημονικές ” θέλω να προτείνω ότι η αρχή της συμμετρίας φαίνεται να τρέχει ενάντια στα καλύτερα καθιερωμένα προηγούμενα στις φυσικές επιστήμες . Σε μια πρώτη προσέγγιση [ και αυτό θα συζητηθεί με λεπτομέρεια παρακάτω ] η αρχή της συμμετρίας απαιτεί , ότι οι ίδιοι αιτιολογικοί μηχανισμοί επικαλούνται για να εξηγήσουν όλες τις αιτίες των πιστεύω , είτε αυτά τα πιστεύω είναι αληθινά , ψεύτικα , λογικά , παράλογα , επιτυχή ή αποτύχει . O Bloor προτείνει ότι οι μεθοδολογικές αρχές της απλούστευσης και της οικονομίας απαιτούν τέτοια συμμετρία . Αλλά σε ποια επιστήμη υποτίθεται ότι όλα τα γεγονότα πρόκειται να εξηγηθούν από το ίδιο είδος αιτιολογικών μηχανισμών ; Οι φυσικοί δεν εξηγούν τα βαρυτικα και τα ηλεκτρικά φαινόμενα επικαλούμενοι τις ίδιες αιτιολογικές επεξεργασίες . Οι χημικοί δεν εξηγούν τους δεσμούς και την ώσμωση χρησιμοποιώντας παρόμοια μοντέλα . Οι γεωλόγοι θα απέρριπταν την υπόθεση ότι η διάβρωση και η ανύψωση παρόμοια δρωντων αιτιών .

Όταν οι επιστήμονες ανακαλύπτουν διάφορες στην εμπλοκή αιτιολογικών παραγόντων στον κόσμο , δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν διαφορετικά μοντέλα και μηχανισμούς για να τα εξηγήσουν . Ειδικά όταν έρχονται στη διάφορα ανάμεσα στα λογικά και παράλογα πιστεύω , πολλοί φιλόσοφοι και κοινωνικοί επιστήμονες πιστεύουν τους εαυτούς τους ότι διαπραγματεύονται με έναν τέτοιο διαχωρισμό στην αιτιολογική σειρά . Μπορεί να κάνουν λάθος γι’ αυτό τα πιστεύω παράγονται με τον ίδιο τρόπο . Αλλά είναι απλώς “ επιστημονικό ” να προσπαθήσουμε να ρυθμίσουμε αυτή την ενδεχόμενη ερώτηση συναρμολογώντας μια εξουσιοδότηση . Η συμμετρική θέση θα μπορούσε να στηρίζεται στο επιστημονικό καθεστώς μόνο μετά την καθιέρωση του ότι η δημιουργία των πιστεύω ήταν αιτιολογικά ομοιογενής . Απουσία ανεξάρτητων στοιχείων γι’ αυτή την ομοιογένεια (στοιχεία που ο Bloor δεν παράγει ) , η συμμετρική θέση έχει το αποτέλεσμα επίλυσης μιας εμπειρικής ερώτησης με εξορισμού μέσα.

Περαιτέρω προβλήματα ανακύπτουν : αν δεν μπορούμε να πούμε ότι οι μορφές αντίληψης είναι μοναδικές στις επιστήμες , πως μπορούμε πιθανά να προσπαθήσουμε να τη μιμηθούμε ; Ακόμα και αν ξέραμε τι έκανε την επιστήμη “ επιστημονική ” , με τι άδεια θα μπορούσαμε να πάρουμε σαν δεδομένη την νομιμότητα των μεθόδων της ; Πως μπορεί ο Bloor , που διαμαρτύρεται ενάντια στην αφομοίωση της επιστήμης στο ιερό ( σαν ιερή ) είναι συνεχής στο να παροτρύνει ότι ο μόνος νόμιμος τρόπος για να μελετηθεί η επιστήμη , είναι ο επιστημονικός τρόπος ; Δεν βρήκα έτοιμες απαντήσεις σε καμία απ ’ αυτές τις ερωτήσεις σε κείμενα του Bloor . Ο ίδιος ο Bloor παραδέχεται ότι “ το φορτίο του επιστημονισμού ενάντια στη δουλεία του στοχεύεται καλά ”. Αλλά μη ευρισκόμενοι αυτή την παινεμένη βοήθεια κάποιος πιέζεται σκληρά να αντισταθεί στο συμπέρασμα ότι - όπου αφορά το επιστημονικό καθεστώς του ισχυρού προγράμματος - ο Bloor στόχευε σε περισσότερα απ ’ ότι έδωσε .

Πολύ μακριά από την ειδική αποτυχία του Βloor να δείξει την περίπτωση ότι το ισχυρό πρόγραμμα είναι “ επιστημονικό ” η γενική επιχείρηση φαίνεται να τοποθετεί το κάρο μπροστά από το άλογο . Αν κάποιος πρόκειται μια γνήσια εμπειρική προσέγγιση στη μελέτη της επιστημονικής γνώσης , τον συμβουλεύουμε να αφήσει την ερώτηση του τι ακριβώς χαρακτηρίζει την επιστημονική γνώση ανοιχτή μέχρι να υπάρχουν χειροπιαστά σχετικά δεδομένα . Αν ο Bloor ήδη ξέρει ποιες μεθοδολογικές διαδικασίες και ρυθμιστικές αρχές χαρακτηρίζουν την “ επιστήμη ” τότε ποιο είναι το αντικείμενο της άσκησης ; Μπορεί κάποιος να φαντάζεται ταπεινά ότι θα αναβάλει κάθε απόφαση σχετικά με το αν το ισχυρό πρόγραμμα είναι επιστημονικό μέχρι τον καιρό που κάποιος να είχε προσεκτικά μελετήσει - κοινωνιολογικά ή αλλιώς - τι σκιαγραφεί τα συστήματα της γνώσης που ονομάζουμε “ επιστημονικό ” έκθεμα . Υπάρχει κάτι βαθιά παραδοξολογικό λέγοντας ότι τοποθετούμαστε επιστημονικά να καταλάβουμε τις κεντρικές μορφές που έχει η επιστήμη .

Σ ’ αυτόν τον τομέα , περιόρισα τον χειρισμό μου σχετικά ισχυρό πρόγραμμα στην πολύ ειδική ερώτηση του “ επιστημονικού καθεστώτος ”. Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν προς όφελος αρκετών θέσεων του ισχυρού προγράμματος , καθώς και κάποιες προκλήσεις που πρέπει να υπερπηδήσει . Αυτά τα θέματα , που θα συζητηθούν παρακάτω , δεν είναι σχετικά εδώ . Αυτό που είναι κρίσιμο είναι η αναγνώριση ότι οι προσποιήσεις του ισχυρού προγράμματος ενός τιμητικού καθεστώτος σαν μια επιστήμη δεν έχουν έτσι βρεθεί . Το ισχυρό πρόγραμμα δεν δείχθηκε να είναι πιο επιστημονικό από τις προσεγγίσεις του “ τελεολογιστικου ” ή του “ εμπειριστικού ” , χωρίς να αναφέρουμε πολλές άλλες εναλλακτικές προσεγγίσεις . Αν μια δυνατή περίπτωση μπορεί να κατασκευαστεί από τις θέσεις του ισχυρού προγράμματος , αυτή η περίπτωση θα πρέπει να βασίζεται στα ειδικά επιχειρήματα που μπορούν να δοθούν για κάθε μια από τις συστατικές του θέσεις , η προσπάθεια ολοκληρωτικής νομιμοποίησης δείχνοντας το ισχυρό πρόγραμμα σαν την μοναδική ή την προτιμότερη επιστημονική άποψη δεν περνάει . Ένα μεγάλο πρόβατο ντυμένο σαν αρνάκι γάλακτος , παραμένει μεγάλο πρόβατο .

Ο τομέας αυτός εξετάζει τις διάφορες θέσεις του ισχυρού προγράμματος . Αναζητεί την προσέγγιση του Bloor για την κοινωνιολογία της γνώσης όπως το ισχυρό πρόγραμμα :

1) Θα ήταν αιτιολογική , 2) Θα ήταν αμέριστη με σεβασμό στην αλήθεια και το λάθος , 3) Θα ήταν συμμετρική στο υφός της εξήγησης της , 4) Θα ήταν αντανακλαστική . Το ισχυρό πρόγραμμα δεν είναι κατ’ ανάγκη πιο “επιστημονικό ” από τις εξηγήσεις του “τελεολογικού ” ή του “εμπειριστικου”

Το αληθινό το λογικό και το επιτυχές

Το πρώτο, η θεωρεία της αιτιότητας, είναι σχεδόν χωρίς προβλήματα. Εγώ έτσι δεν εννοώ να προτείνω ότι οι αρχές μας είναι , από δοξαστική και κοινωνική αιτία απόλυτα καθαρές. Ακριβώς το αντίθετο είναι φυσικά αλήθεια. Αλλά είναι εντύπωσή μου (παρόλο που δεν είναι του Bloor ) ότι πρακτικά κάθε κοινωνιολόγος και φιλόσοφος των επιστημών, που έχει συζητήσει την απορία του ανθρώπινου πιστεύω έχει καταλήξει στον ισχυρισμό ότι κάτι μας οδηγεί να πιστεύουμε αυτό που πιστεύουμε. Η ιδέα ότι αυτή η διανοητική θέση που εμείς δηλώνουμε με την έκφραση “ πιστεύω” , μπορεί να μείνει έξω από την αιτιολογική σειρά, ότι ίσως κυριολεκτικά δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογικό παρελθόν στα πιστεύω μας, είναι μια κατάρα για τον περισσότερο φιλοσοφικό στοχασμό , όπως αυτό είναι για τον επιστημονικό στοχασμό. Ακόμα κι αν ο Bloor είναι ανεπιθύμητος, οι τελεολογικοί οι οποίοι ήταν υποτιθέμενα αφοσιωμένοι στην άποψη ότι η ορθολογική συμπεριφορά ήταν ένα μέρος της ανθρώπινης φύσης, θα έχουν χρησιμοποιήσει τον αιτιολογικό ιδιωματισμό για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Οι θέσεις αιτιότητας ακούγονται πολύ καλά σαν μια ρυθμιστική αρχή, κατευθύνοντας εμάς να αναζητήσουμε τις αιτίες από τις οποίες εξαρτώνται τα πιστεύω. Αλλά βεβαίως δεν είναι ξεχωριστό για το ισχυρό πρόγραμμα – δεδομένου πόσο αδύνατο το κάνει αυτό ένας ισχυρισμός – κάνοντας το πρόγραμμα να αποδίδεται ως ισχυρό.

Οι θέσεις της αμεροληψίας και της ευελικτότητας είναι, όπως έχει ήδη σημειωθεί, πραγματικά αποτελέσματα για τις θέσεις της αιτιότητας. Θα δημιουργούσε αντίφαση το γεγονός ότι κάποιος θα μπορούσε να δεχθεί τις θέσεις της αιτιότητας και να αρνηθεί τις άλλες δύο. Επίσης, κάποιος δείχνει ανάξιος για αποτελεσματική επιβολή σ’ αυτά τα σημαντικά θέματα του ισχυρού προγράμματος. Αλλά κάποιος δεν πρέπει να κοιτάζει μακριά από τη στιγμή που οι θέσεις της συμμετρίας μόνες τους είναι επαρκείς και οι δύο για να σώσουν το ισχυρό πρόγραμμα από την αλλαγή της αναποτελεσματικότητας και να εγγυηθούν ότι η προσέγγιση του Bloor θα γνωρίσει μια σημαντική αντιλογία.

Αξιοσημείωτη τοποθέτηση, αλλά οι θέσεις της συμμετρίας είναι μια ισχυρή φόρμα γνωστικού σχετικισμού και αυτό θα προκαλέσει όλη τη συνηθισμένη υπολογιστική κίνηση του σχετικισμού. Δεν θα ήθελα να δικάσω όλα αυτά τα γνωστά θέματα εδώ. (π.χ. “Όλα αυτά τα μηνύματα δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους σχετικούς κανόνες συμφυτότητας;” και “ δεν υπάρχουν ορισμένα λογικά επιχειρήματα τα οποία δεν είναι κουλτούρα και καθορισμένο περιβάλλον;”) Πολλά επιχειρήματα κατά του σχετικισμού ή της συμμετρίας είναι αφηρημένα επιχειρήματα (όπως του τύπου “μια προ ακολουθητέα συνθήκη για πιθανότητα του χ είναι ψ…”). Μοιράζομαι την ανυπομονησία του Bloor με τα αφηρημένα επιχειρήματα, και δεν θα δεχθώ να μετακινείται από τέτοια θεώρηση. Ούτε, για να έρθω πίσω σ΄ αυτό είναι συμπέρασμά μου να επιτίθεμαι στο σχετικισμό γινόμενος φορτικός. Υπάρχουν κάποιοι τύποι γνωστικού σχετικισμού, οι οποίοι φαίνονται να είναι αναπόφευκτοι. Αλλά η συνεπαγωγή του γενικής φύσεως σχετικισμού με τη θέση της συμμετρίας, είναι νομίζω, χωρίς εγγύηση. Αυτός, είναι ο σκοπός και της παρούσας ενότητας, να εξηγήσω γιατί. Αλλά προτού κάνω αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε με περισσότερη ακρίβεια από τον Bloor, με τι ισοδυναμούν οι θέσεις συμμετρίας. Αν και ο φορμαλισμός του Bloor για τις θέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω αναφέρεται μόνο στη διαμάχη μεταξύ πραγματικών και ψευδών πιστεύω, τα παραδείγματά του και η περαιτέρω συζήτηση αποκτούν νόημα μόνο αν ερμηνεύοντας τις θέσεις της συμμετρίας αναφερόμενοι συμπληρωματικά τουλάχιστον στις ίδιες διαμάχες που αναφέρθηκαν στις αμερόληπτες θέσεις – συγκεκριμένα μεταξύ λογικών και παράλογων πιστεύω και μεταξύ επιτυχημένων και μη επιτυχημένων. Για σκοπούς έκθεσης, που νομίζω ότι είναι ειλικρινές για το πνεύμα της επιχείρησης του Bloor , εμείς ίσως σπάσουμε τις θέσεις της συμμετρίας σε τρεις συνιστώσες υποθέσεις:

Επιστημονική συμμετρία: τα πραγματικά και ψευδά πιστεύω μπορούν να ερμηνευθούν από τον ίδιο τύπο αιτιότητας.

Λογική συμμετρία: τα λογικά και παράλογα πιστεύω μπορούν να ερμηνευθούν από τον ίδιο τύπο αιτιότητας.

Πραγματική συμμετρία: επιτυχή και μη επιτυχή πιστεύω μπορούν να ερμηνευθούν από τον ίδιο τύπο αιτιότητας.

Από όταν τα τρία αυτά προκλητικά δόγματα προβάλλουν πολύ διαφορετικά θέματα και καταλήγουν σε πολύ διαφορετικές ποικιλίες σχετικισμού, θα ήθελα να ασχοληθώ με το καθένα ξεχωριστά. Αλλά προτού κάνω αυτό, εδώ είναι ένα προκαταρτικό πρόβλημα που όλοι αυτοί μοιράζονται. Στην καρδιά των θέσεων της συμμετρίας, είναι μια θεμελιώδη αμφιβολία η οποία κάνει την αποτίμηση της δύσκολη. Αναφέρομαι στην έννοια της ταυτότητας του τύπου της αιτιότητας. Για να μπορούμε να όλα αυτά τα πιστεύω με τον ίδιο τύπο αιτιότητας πρέπει – τουλάχιστον - να ειδικεύσουμε μια ταξινόμηση του τύπου της αιτιότητας. Μέχρι να μάθουμε πώς να ταξινομήσουμε τις αιτίες είμαστε αβοήθητοι στο να αντιμετωπίσουμε με την αδιακρισία τη χρησιμότητα των ίδιων ειδών της αιτιότητας όπως όταν λέμε πραγματικά και ψευδά πιστεύω. Αυτή η ανησυχία είναι περισσότερο σχολαστική από τη στιγμή που αποφασιστικά επηρεάζει την κρίση κάποιου για το ισχυρό πρόγραμμα. Είναι η συζήτηση για αυτούς που ασχολούνται με την νευροφυσιολογία κάποιου πιστεύω το ίδιο είδος με εκείνη την αιτία που εξηγείται ψυχαναλυτικά. Αν η απάντηση είναι ναι τότε η θέση της συμμετρίας είναι αβλαβής και χωρίς διαμάχη. Αν από την άλλη πλευρά η απάντηση είναι όχι τότε εμείς φαινομενικά ασχολούμαστε με τέσσερα διαφορετικά είδη αιτιών και η αρχή της συμμετρίας ανάλογα θα καταλήξει στο ότι κάθε πιστεύω μπορεί να ερμηνευτεί με τον ίδιο τρόπο ή τον ίδιο συσχετισμό αυτών.

Σ’ αυτό σκεύασμα , η θέση της συμμετρίας είναι ισχυρά εριστική , λογομαχώντας ότι κάποιος ( ή πιθανώς ένας ) συγκεκριμένος συνδυασμός αυτών των αιτιών απολαμβάνει ένα μονοπώλιο στην παραγωγή καταστάσεων των πιστεύω .

Ο Bloor , πιστεύω , ποτέ δεν διαλευκάνει που στέκεται σ ’ αυτό το θέμα και έτσι αφήνει τον αναγνώστη μη ξεκαθαρισμένο γύρω από το πως προχωρεί . Αλλά πιθανώς αυτό που ο Bloor είναι : οποιουσδήποτε τυχαίους μηχανισμούς βρίσκουμε χρήσιμους στην ερμηνεία των πιστεύω , θα τους θέσουμε σε λειτουργία χωρίς αναφορά στην επιστημική ή στη λογική ή στην πρακτική κατάσταση των πιστεύω που θέλουμε να εξηγήσουμε . Ο Bloor λέει το ίδιο όταν γράφει : “ Όλα τα πιστεύω πρέπει να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα με το πως αξιολογούνται .” Ερμηνευθείς παθητικά , ο λόγος “ ίδιοι τύποι αιτιών ” είναι ίσως ένας “ τρόπος του λέγειν .” Σ ’ αυτό το σκεύασμα , σ ’ αυτό που η θέση της συμμετρίας είναι πραγματικά επιβεβαιωτική είναι η τυχαία ή ερμηνευτική ασχετοσύνη της γνώσης κάποιου για την αλήθεια , η λογική ή η επιτυχία ενός πιστεύω δείχνει έναν “ νατουραλιστικό ” απολογισμό του πως ένας παράγοντας έρχεται να έχει το πιστεύω . Η θέση της συμμετρίας έτσι ερμηνευμένη είναι μια επιβεβαίωση αυτής της ασχετοσύνης . Το ανάγνωσμα αυτό της θέσης της συμμετρίας δίνει επιπρόσθετη αληθοφάνεια από τη δουλεία του συνεργάτη του Blower , του Barry Barnes , του οποίου η εκδοχή της θέσης της συμμετρίας είναι αυτή :

Αυτό που πειράζει είναι ότι αναγνωρίζουμε το κοινωνιολογικό ισοδύναμο των διαφορετικών γνωστικών ισχυρισμών . Θα συνεχίσουμε αναμφισβήτητα να αξιολογούμε τα πιστεύω αναφορικά με τους εαυτούς μας , αλλά τέτοιες αξιολογήσεις πρέπει να αναγνωρίζονται σαν να μην έχουν καμία σχέση με το έργο της κοινωνιολογικής ερμηνείας σαν μεθοδολογική αρχή δεν πρέπει να επιτρέψουμε η εκτίμηση μας των πιστεύω να καθορίζει τι μορφή κοινωνιολογικού απολογισμού προτείνουμε για την ερμηνεία τους .

Αναλόγως , με ότι ακολουθεί , θα υποθέσω ότι οι ποικίλες θέσεις της συμμετρίας του Bloor ισοδυναμούν με ισχυρισμούς τυχαίας ανεξαρτησίας των πιστεύω από επιστημικη , λογική και πρακτική θεώρηση .

Τονίζεται η απουσία αιτιολογικού παρελθόντος στα πιστεύω μας. Ωστόσο οι τελεολογικοί, αν και δεν δέχονται τον Bloor ,θα έχουν χρησιμοποιήσει τον αιτιολογικό ιδιωματισμό για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Αυτό που κάνει το ισχυρό πρόγραμμα “ισχυρό” είναι ότι η θέση της αιτιότητας μας κατευθύνει να αναζητήσουμε τις αιτίες από τις οποίες εξαρτώνται τα πιστεύω.

4.1 Επιστημικη Συμμετρία

Νομίζω ότι ο Bloor είναι αρκετά σωστός βεβαιώνει , με σεβασμό στα θεωρητικά πιστεύω μας , ότι η αληθινή τους κατάσταση είναι κατά μεγάλο μέρος ,εάν όχι εντελώς ,άσχετη με την εξήγηση τους .Αυτό είναι μια σημαντική διάσταση του ισχυρού προγράμματος και της λογικής του , που απαραιτήτως πρέπει να διευκρινιστεί όσο πιο καθαρά γίνεται . Δεν είμαι σίγουρος αν οι λόγοι που διαφωνώ με την κοινή ασχετοσύνη της αλήθειας και της ψευτιάς είναι ίδιοι μ ’ αυτούς του Bloor , αλλά πιθανόν αξίζει να εκτεθούν αυτοί οι λόγοι περιληπτικά , καθώς αποτελεσματικά συνεπάγονται την “ από-επιστημολόγηση ” της γνωστικής συμπερασματολογίας .

Όταν πρόκειται για επιστημονικές θεωρίες , το περισσότερο που μπορούμε να ελπίζουμε να “ μάθουμε ” για αυτές ( ακόμα και με μια μέτρια έννοια του όρου ) είναι ότι είναι ψευδείς . Επιχειρήματα γνωστά από τότε που ο Hume , και επεξεργασμένα σε μεγάλη έκταση από τον Popper , έδειξε ότι δεν είμαστε ποτέ σε θέση να είμαστε λογικά σίγουροι ότι μια θεωρία είναι σωστή . Ακόμα χειρότερα δεν μπορούμε λογικά ούτε να υποθέσουμε ακόμα και ότι μια θεωρία είναι “ προσεγγιστικά σωστή ” ( με οποία υπάρχουσα έννοια του όρου ) . Εάν μια φορά εκτιμήσουμε αυτά τα γεγονότα για τους εαυτούς μας ως “ γνωστές ” , έπεται ότι δεν μπορούμε κατανοητά να επικαλεστούμε το γεγονός ότι μια θεωρία είναι αληθής στο να επεξηγεί οτιδήποτε γύρω από τις δοξαστικές της περιούσιες . Η γνώση της αλήθειας μιας θεωρίας είναι ριζικά υπερβατική . Αυτή η υπερβατικότητα συνεπάγεται την επιστημικη έκδοση της συμμετρικής θέσης καθώς δεν είμαστε ποτέ σε θέση να διχοτομήσουμε τις θεωρίες στην αλήθεια και το ψέμα και κατόπιν να προχωρήσουμε για να εξηγήσουμε τα πιστεύω αυτών διαφορετικά εξ ’ αιτίας της αληθινής τους κατάστασης .

Αυτό δεν είναι να βεβαιώσω ( όπως πιστεύω ο Bloor θα έκανε ) ότι ακόμα και αν θα μπορούσαμε ποίες θεωρίες ήταν αληθινές και ποιες οι λάθος , θα ήταν αναπόφευκτα η περίπτωση ότι τα σωστά και τα λάθος πιστεύω προκύπτουν δια μεσώ του ίδιου μηχανισμού . Εάν η αληθινή κατάσταση των θεωριών ήταν προσβασιμη σε εμάς , θα ήταν τότε μια εμπειρική ερώτηση αν τα αληθή και τα ψευδή πιστεύω παράγονται διαφορετικά . Αλλά εξ ’ αιτίας αυτής της θεμελιώδους απροσβατότητας , δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε το θέμα αυτό και αυτή η ίδια η απροσβατότητας υπονομεύει κάθε πιθανότητα να εξηγηθούν ασσυμετρικα πιστεύω σε σωστές και λάθος θεωρίες .

Επιστημονικές θεωρίες: Το περισσότερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι να μάθουμε ότι είναι ψευδείς. Η γνώση της αλήθειας μιας θεωρίας είναι ριζικά υπερβατική.

4.2Λογική Συμμετρία

Όπως κάθε μεγάλος φιλόσοφος θα σου πει , η λογική είναι ένα πράγμα που εκλάμφθηκε από πολλούς και αυτό είναι πολύ άσχημο , επειδή η πολλαπλή αίσθηση του “ λογικού ” κάνει δύσκολο να δοκιμαστεί ο ισχυρισμός ότι τα λογικά και τα μη - λογικά πιστεύω προκαλούνται παρόμοια . Από μια προσφιλή όψη της λογικής , για παράδειγμα , το να είσαι λογικός εμπλέκει τον επιμερισμό του βαθμού των πιστεύω κάποιου σε σχέση με τον υπολογισμό της πιθανότητας . Από άλλη άποψη , εμπλέκει την θεμελίωση των πιστεύω κάποιου πάνω σε θεμιτές καταστάσεις από λογικά τεκμήρια . Ενώ κάποια άλλη , κατεβαίνει να υιοθετήσει πιστεύω τα οποία συμβάλλουν σε κάποιου τα ευνόητα όρια . Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα , η “ λογική ” λειτουργεί από κοινού σαν τυποποιητική και ως περιγραφική έννοια .

Θα μας πάρει παρά πολύ σε μάκρος , να διερευνήσουμε τις διακλαδώσεις της συμμετρικής θέσης για κάθε υπάρχον πρότυπο λογικής . Ούτε και είναι απαραίτητο . Εάν μπορούμε να δείξουμε ότι υπάρχει ακόμα και μια έννοια της λογικής η οποία είναι αιτιωδώς σχετική με την επεξήγηση των πιστεύω , τότε θα είχαμε δείξει ότι η θέση της λογικής συμμετρίας - η οποία εμμένει ότι οι αξιολογικές αποτιμήσεις ενός πιστεύω δεν είναι ποτέ σχετικές με την επεξήγηση της - έχει γίνει άσχημα αντιληπτή .

Θα εργαστώ με μια μετριοπαθή έννοια της λογικής δράσης και των λογικών πιστεύω . Δεν είναι ούτε μια πολύπλοκη ούτε μια οξυδερκής άποψη της λογικής , αλλά θα είναι επαρκής για τους παρόντες σκοπούς . Σ ’ αυτό το πρότυπο , ένας λογικός παράγοντας είναι αυτός που έχει ποικίλους στόχους και ποικίλα πρωταρχικά πιστεύω γύρω από τον κόσμο . Η λογική του αποτελείται , από την ελκυστικότητα μιας διαδικασίας λογισμού ούτως ώστε να διαπιστώσει σε πια πορεία δράσης οι πράξεις και τα πρωταρχικά πιστεύω του τον δεσμεύουν. Για να υιοθετήσει ένα πιστεύω λογικά , ο παράγοντας πρέπει να είναι ικανός να καθορίσει λόγους , σχετικούς με τους στόχους και την υπόβαθρη γνώση του , για να το υιοθετήσει αυτό το πιστεύω του παρά την άρνηση του .

Σε αυτόν τον όχι μη οικείο απολογισμό , ένα πιστεύω είναι λογικό ή αποδεκτό όταν παρεχόμενο ο παράγοντας μπορεί να δώσει λόγους γι ’ αυτό και μπορεί να δείξει ότι εκείνοι οι λόγοι που προηγήθηκαν ήταν της υιοθέτησης του πιστεύω .

Αυτή είναι μια ικανή θεωρία της λογικής , μέχρι του σημείου που αντιτίθεται ότι ο λόγος αυτός μπορεί και συχνά να λειτουργεί σαν οι αιτίες του πιστεύω . Στηρίζεται σε μια αντίθεση μεταξύ πιστεύω που προκύπτουν από αποτελέσματα μιας διαδικασίας λογισμού και ανακλαστικών και εκείνων που δεν κάνουν . Επιμένει ότι υπάρχουν ειδικοί μηχανισμοί για την γενιά των λογικών πιστεύω ( μεταξύ άλλων , ποικίλα τεκμηριωμένων μηχανισμών ) , οι οποίοι δεν εμπλέκονται στην γενιά των μη αιτιολογημένων πιστεύω .

Εκεί που η αρχή της συμμετρίας επιμένει πως τα λογικά και παράλογα πιστεύω πρέπει να εξηγούνται μέτρια , η πρόταση εδώ είναι ότι τα λογικά και παράλογα πιστεύω προκύπτουν από διαφορετικούς δρόμους και άρα πρέπει να ερμηνεύονται με διαφορετικούς μηχανισμούς . Φαίνεται , πράγματι , δύσκολο να αντισταθείς σε τέτοιο συμπέρασμα . Εάν υπάρχουν ορισμένα πιστεύω που έφθασαν μεσώ λογισμού και αλλά τα οποία δεν είναι ( και αυτός είναι ένας ανμφισβισβήτητος ισχυρισμός ) τότε είναι προφανώς έγκυρη φατική να επιμένουμε ότι οι εξηγήσεις μας των πιστεύω θα αντικατοπτρίζουν εκείνες τις διάφορες .

Αυτό που υποστηρίζεται εδώ είναι ότι “ η εξήγηση βάσει αιτιών ” είναι ένα διακεκριμένο είδος κοινής επεξήγησης διαφορετικό από οικεία ψυχαναλυτικούς κοινωνικοοικονομικούς τρόπους ερμηνείας . Ορισμένα πιστεύω , προσκληθέντα από αιτίες , θα πρέπει να ερμηνεύονται παραθέτοντας τις αιτίες . Αλλά , προσκληθέντα ίσως από την άμεση δράση κοινωνικών και ψυχολογικών δυνάμεων χωρίς την μεσολάβηση αιτιών , απαιτούν μια πολύ διαφορετική ερμηνεία . Τέτοιες διάφορες μπορούν να εγείρουν πολύ σοβαρά εμπόδια στη θέση της συμμετρίας. Πιο σημαντικό , είναι ζωτικό να τονιστεί ότι η εποικήσει λόγων για να ερμηνεύσουν πιστεύω και πράξεις δεν είναι λιγότερο επιστημονικό , όχι λιγότερο ικανό και όχι λιγότερο εμπειρικό από την αξίωση οποίου αλλού μηχανισμού για την ερμηνεία πιστεύω .

Τώρα είναι αλήθεια , φυσικά , ότι ενός παραγοντα οι καθορισμενοι λογοι δεν είναι πάντα οι “ πραγματικοι ” λογοι ή οι αιτίες γι ’ αυτό το πιστεύω . Οι παράγοντες πολλές φορές συνειδητά διαχωρίζουν τις αιτίες από τις πράξεις τους . Άλλες φορές υποφέρουν από “ λάθος συναίσθηση ” περί του γιατί κάνουν ή πιστεύουν αυτό που κάνουν . Αυτοελεχθείσες αναφορές πνευματικών διαδικασιών συνήθως είναι αβάσιμες . Παραμένει αλήθεια ότι εκτός και αν κάποιος προτείνει την παράλογη θέση ότι οι λογικές μας διαδικασίες ποτέ δεν παίζουν έναν κοινό ρόλο στην καθοδήγηση μας να πιστεύουμε ότι πιστεύουμε , τότε κάποιος πρέπει να αναγνωρίσει το γεγονός ότι τα λογικά πιστεύω ( π.χ πιστεύω που έχουν προέλθει από μια διαδικασία αντικατοπτρισης και επαγωγής ) έχουν μια διαφορετική κοινή θεμελίωση από τα πιστεύω τα οποία αποκτούμε παράλογα . Για παράδειγμα , το πιστεύω μου ότι να πετάς είναι επικίνδυνο και το πιστεύω μου ότι η Γη είναι σφαιρική παρήχθησαν , όσο μπορώ να καταλάβω

από ριζικά διαφορετικούς τυχαίους μηχανισμούς . Η απόδειξη αυτής της διαφοράς μπορεί να βρεθεί στο γεγονός ντροπαλά παραδέχομαι ότι δεν έχω λόγους στη μια περίπτωση και πολύ πειστικά επιχειρήματα στην άλλη .

Βεβαιώνοντας ότι αυτά τα λογικά και παράλογα πιστεύω μπορεί να ερμηνευθούν διαφορετικά , η συμμετρική θέση είναι φανερά διαπραγμένη στην άποψη ότι οι λογικές διαδικασίες δεν έχουν τυχαία αποτελεσματικότητα στην παραγωγή του οποίου πιστεύω . Τέτοιος ισχυρισμός είναι πολύ δυνατός ώστε να παρθεί στα σοβαρά .

Τι οδήγησε τον Bloor σε ένα τέτοιο απίθανο συμπέρασμα ; Υποπτεύομαι ότι θα ήταν το αποτέλεσμα μιας στενής εστίασης στα χαρακτηριστικά συγκεκριμένων κάπως ιδιόμορφων φιλοσοφικών πρότυπων λογικής , τα οποία ο Bloor παίρνει ότι είναι εντελώς τυπικά του είδους . Ειδικά , πιστεύω ότι ο Bloor επέτρεψε το αυστηρό διάβασμα του Lakatos να οριοθετήσει το πλαίσιο του λογικού . Θυμηθείτε για λίγο τα χαρακτηριστικά του πρότυπου “ λογικής ανακατασκευής ” του Lakatos . Για να κάνει αυτή την ανακατασκευή , κάποιος χρησιμοποιεί μια κανονιστική θεωρία επιστημονικού λογισμού για να αποφασίσει τι ένας επιστήμονας έπρεπε να κάνει , πει ,σκεφτεί , κ.λ.π. Για να δει κάποιος αν ο επιστήμονας ήταν λογικός , a la Lakatos , κάποιος εξετάζει πόσο στενά η πραγματική του συμπεριφορά αντιγράφει τις προβλέψεις του πρότυπου . Οποία απόκλιση ανάμεσα στα δυο , αποδίδεται στον “ παραλογισμό ” του επιστήμονα .

Ο Bloor είναι αρκετά σωστός ότι η λογική του Lakatos είναι τυχαία , άσχετη στο να ερμηνεύει τα πιστεύω ενός παραγοντα. . Το γεγονός ότι μπορούμε να δώσουμε μια “ λογική ανακατασκευή ” της , ας πούμε , Νευτώνειας Οπτικής δεν σημαίνει ότι εξακριβώσαμε τις αιτίες των πιστεύω του Newton για το φως , αφού ο Lakatos δεν προσποιείται ότι ανακαλύπτει τις πραγματικές λογικές διαδικασίες των ιστορικών παραγόντων . Εάν κρίνουμε τη λογική ενός παραγοντα εξετάζοντας τους λόγους τους οποίους θα δώσουμε γι ’ αυτό το πιστεύω παρά να εξετάσουμε τους ίδιους του τους λόγους , τότε δεν θα είχαμε παραδεχθεί κάθε προσπάθεια να μιλήσουμε στο τυχαίο ιδίωμα . [ Οι λογοι του Lakatos είναι αποδιακυρηξη όχι αιτίες ] Αλλά αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι το πρότυπο λογικής του Lakatos δεν είναι το μόνο , ούτε καν το τυπικό , παράδειγμα του είδους του . Οι περισσότερες φιλοσοφικές θεωρίες των λογικών πιστεύω συμπεριλαμβανόμενων και τέτοιες τόσο διαφορετικές όσο του Collingwood και Hempel , προσπάθησαν να αναγνωρίσουν τις πραγματικές λογικές διαδικασίες πως ειδικοί παράγοντες καταλήγουν να περιέχουν ειδικά πιστεύω Ακόμα με το πρότυπο του Lakatos , oι περισσότερες θεωρίες της λογικής είναι επεξηγηματικές στις φιλοδοξίες . Διατηρούν ότι τα λογικά πιστεύω φτάνουν διαφορετικά απ’ ότι τα παράλογα και ότι το καθένα απαιτεί διαφορετικό είδος τυχαίας ιστορίας .

Υπάρχει άλλο ένα σχετικό συμπέρασμα εδώ , ειδικά η σύνδεση ανάμεσα στο “ κοινωνικό ” και το “ λογικό ” . Όπως με πολλούς κοινωνιολόγους [ και ορισμένους φιλόσοφους ] ο Bloor δεν θέλει η κοινωνιολογία της γνώσης να παρεμποδίζεται από το να χειρίζεται υποθέσεις λογικών πιστεύω . Φαίνεται να αισθάνεται ότι μόνο με την άρνηση την τυχαία σχέση της λογικής μπορεί να έρθει η λογική μέσα στο πεδίο της κοινωνιολογίας . Αλλά υπάρχουν άλλα , εκ πρώτης πιο ελπιδοφόρα , μέσα διατήρησης του πεδίου δράσης της κοινωνιολογίας απεριόριστο . Κάποιος θα μπορούσε να ενόραση μια “ κοινωνιολογία της λογικής ” που θα ενδιαφερόταν να ερμηνεύσει γιατί σε συγκεκριμένους πολιτισμούς , συγκεκριμένα πράγματα θεωρούνται σαν καλοί λογοι . Γνωρίζουμε , contra - Lakatos , ότι επιστημονική λογική δεν είναι στατική αλλά συνεχώς αναπτυσσόμενη . Τι κοινωνικοί παράγοντες παίζουν ένα ρόλο στον σχηματισμό του τρόπου στον οποίο η λογική από μόνη της αναπτύσσετε;

Αυτό που προτείνω είναι ότι ακόμα και οι πιο φιλόδοξοι κοινωνιολόγοι της γνώσης χρειάζεται να υιοθετήσουν τη θέση της λογικής συμμετρίας ούτως ώστε να αφήσουν ανοικτή την πιθανότητα τα λογικά πιστεύω να έχουν κοινωνική προέλευση . Αλλά ο καλύτερος δρόμος να βεβαιώσουμε τις εδαφικές απαιτήσεις της κοινωνιολογίας δεν είναι , πιστεύω , διαφωνώντας ότι τα λογικά και τα παράλογα πιστεύω μπορούν πολύ καλά να έχουν διαφορετική προέλευση και αρχίζοντας από εδώ να αναπτύξουμε κοινωνιολογικά μοντέλα πάνω στο σχηματισμό λογικών πιστεύω . Η απαγωγή του ΄΄λογικού’’ κάτω από το ΄΄κοινωνικό’’ , το οποίο παίρνω να είναι του Βloor υπέρτατος στόχος , ούτε απαιτεί , ούτε βοηθείται από τον ενιστικό αναγώγιμο που είναι έμφυτος στην συμμετρική θέση .

Θέλω να επεξεργαστώ στο σημείο αυτό αφού πιστεύω ότι είναι στον πυρήνα των επιφυλάξεων που πολλοί φιλόσοφοι έχουν γύρω από το ισχυρό πρόγραμμα . Οι περισσότεροι φιλόσοφοι είναι πεπεισμένοι ότι τα αιτιολογημένα και τα μη αιτιολογημένα πιστεύω αντιπροσωπεύουν δυο πολύ διαφορετικές δοξαστικές καταστάσεις και ότι αυτές οι διάφορες είναι εξαιτίας διαφορετικών τυχαίων καταγωγών για τους δυο τύπους πιστεύω . Ο Bloor , θα μπορούσε , πιστεύω πρόθυμα να καταξιώσει ότι αυτές οι , εκ πρώτης , διαφορές είναι γνήσιες και ακόμα να αναζητήσει να δείξει ότι κοινωνικοί παράγοντες ήταν τυχαία δραστικοί τόσο στον λογικό όσο και στον παράλογο σχηματισμό των πιστεύω. Εκείνοι οι κοινωνικοί παράγοντες θα μπορούσαν να ποικίλουν στις δύο περιπτώσεις, ή θα μπορούσαν να παίξουν διαφορετικούς συνεισφέροντες ρόλους, αλλά κάποιος δεν χρειάζεται να αποδεχτεί τη θέση της συμμετρίας ούτως ώστε να διατηρήσει (εάν κάποιος είναι τόσο φανατικός) ότι όλη η γνώση είναι κοινωνική. Έχω μια ώθηση ότι ο Bloor έπεισε τον εαυτό του ότι άπαξ και καταξιώσει ότι οι τυχαίοι μηχανισμοί που παράγουν λογικά πιστεύω διαφέρουν από αυτούς που παράγουν παράλογα πιστεύω, θα αναγκασθεί να περιορίσει την κοινωνιολογία στην μελέτη του παραλόγου.

Αλλά τίποτα αυτού του είδους απαιτείται. Τα λογικά παράλογα πιστεύω μπορούν να εκδηλώνονται δια μέσου ριζικά αντιθέτων μηχανισμών και το επεξηγηματικό πεδίο δράσης της κοινωνιολογίας Δε θα έπρεπε να περικοπεί καθόλου. Είναι μόνο όταν κάποιος φαντάζεται με τον Lakatos ότι η λογική είναι ενδογενώς μη-κοινωνική ότι οι κοινωνιολόγοι πρέπει να είναι σε συναγερμό στην πρόταση ότι τα λογικά και τα παράλογα πιστεύω είναι αποτελέσματα διαφορετικών τυχαίων μηχανισμών.

Ας αναζητήσουμε αυτή την προσέγγιση ένα βήμα παρακάτω. Ας υποθέσουμε ότι υπήρχε μια ομάδα από λογικούς παράγοντες . Ας υποθέσουμε ότι έπρεπε να εξακριβώσουμε τους κανόνες βάσει των οποίων αυτή η ομάδα ατόμων ‘παγιώνει’ τα πιστεύω της ( για να χρησιμοποιούμε του Peirce την φανταστική έκφραση). Ας υποθέσουμε, ακόμα, ότι αυτοί οι κανόνες απαιτούσαν παράγοντες για να υποτάξουν υποψήφια πιστεύω σε συγκεκριμένες μορφές προσεκτικής εξέτασης και ανάλυσης πριν την υιοθέτησης τους. Ας φανταστούμε, τελικά, μια πολύ διαφορετική κοινωνία από, ας πούμε, επιστημονικούς αναρχικούς. Η άποψή τους , έως ότου υπάρχει συναίνεση γύρω από αυτά τα θέματα, είναι ότι κάποιος υιοθετεί ανεξάρτητα από όποια νοητική πολιτική. Κάποιος μπορεί ή μπορεί να μην έχει απόδειξη για αυτά, κ.λ.π.. Τώρα ο κοινωνιολόγος που θέλει να ερμηνεύσει τα πιστεύω σε αυτές τις δύο κοινωνίες και στις δύο περιπτώσεις θα αναφερθεί στην ερμηνεία του στις πολιτικές ρυθμίσεις των πιστεύω που υπάρχουν σε κάθε μια κοινωνία. Αυτός είναι ο κοινός πυρήνας. Αλλά οι ‘αιτίες’ των πιστεύω στις δύο περιπτώσεις εξαρτώνται από το να είναι ριζικά διαφορετικές. Εκείνοι στη λογική κοινωνία θα υιοθετήσουν πιστεύω μόνο μετά που θα έχουν προσεκτικά εξεταστεί και μόνο μετά οι παράγοντες έχουν συμπλεχτεί σε μία ειδική αλαζονική τυχαία αλληλεπίδραση με σχετικά κομμάτια από τον κόσμο. Αυτές οι συναλλαγές θα απαρτίζουν χοντρικά τις ‘αιτίες’ των πιστεύω, των λογικών πιστεύω των παραγόντων. Εξ αντιθέτου, οι παράγοντες στην δικιά μας υποθετική ‘Feyerabendian’ κοινωνία, θα υιοθετήσουν πιστεύω επειδή θα είναι για πλάκα, ή επειδή φαίνονται παράλογοι, ή πιο πιθανά δεν θα υιοθετήσουν, εάν δεν έχουν κάποια ιδέα για ότι αφορά το γιατί πιστεύουν αυτά που πιστεύουν. Επειδή αυτές οι δύο κοινωνίες υιοθετούν πολύ διαφορετικές πολιτικές λογικής και άρα εγκαθιστούν πολύ διαφορετικούς μηχανισμούς για τον σχηματισμό των πιστεύω, ο καθένας που μελετάει τα πιστεύω αυτών των δύο κοινωνιών πρόκειται να πρέπει να μιλήσουν γύρω από πολύ διαφορετικούς τυχαίους μηχανισμούς που λειτουργούν στις δυο περιπτώσεις.

Τώρα αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε μια ‘λογική’ και μια ‘παράλογη’ κοινωνία είναι πολύ άκαμπτα σχεδιασμένη, φυσικά. Αλλά παρουσιάζει αυτό το υποθετικό παράδειγμα είναι ότι και η λογική και η παράλογη συμπεριφορά μπορεί να έχουν σημαντικά κοινωνικά συστατικά, ακόμα και όταν οι τυχαίοι μηχανισμοί που παράγουν λογικά και παράλογα πιστεύω είναι πολύ διαφορετικά. Ένα πρόγραμμα για την κοινωνικοποίηση όλων των μορφών γνώσης δεν χρειάζεται να είναι στρατευμένο στη θέση της τυχαίας συμμετρίας. Πιο σημαντικά ,ΟΦΕΙΛΕΙ να μην στρατευτεί σε αυτή τη θέση. Πότε υπάρχει τυχαία ομογένεια στην παραγωγή των πιστεύω είναι μια εμπειρική ερώτηση , που δεν πρέπει να τίθεται πριν την έρευνα. Ακόμα χειρότερα , προκαταρκτική απόδειξη, που υπόκειται φυσικά σε περαιτέρω αναθεώρηση, προτείνει ότι διαφορετικά είδη τυχαίων μηχανισμών εμπλέκονται στις λογικές και παράλογες πράξεις. Αυτό το γεγονός ,αν είναι γεγονός, δεν είναι εμπόδιο σε μια σφαιρική όψη του μελλοντικού πεδίου δράσης της κοινωνιολογίας. Αλλά είναι, και υποπτεύομαι θα παραμείνει, μια πηγή σοβαρών επιφυλάξεων γύρω από την εκδοχή των Bloore-Barres του ισχυρού προγράμματος για την κοινωνιολογία της γνώσης.

Δεν νομίζω ότι ο Bloor αντιμετώπισε με θάρρος την ένταση μεταξύ της δέσμευσής του να αφήσουμε την εμπειρία που είναι οδηγός μας και της ενιστικής και μιας apriori απόχρωσης της συμμετρικής θέσης. Το ίδιο ρίσκο αντίφασης εμφανίζεται στη δουλειά του συναδέλφου του Bloor, του Barry Barnes, που όπως ο Bloor πρεσβεύει ότι είναι και ανοιχτόμυαλος αλλά και σταθερά δεσμευμένος στη συμμετρία . Η ένταση αναδύεται ιδιαιτέρως γραμματικά σε ένα προσεχή δοκίμιο των Barnes και Bloore πάνω στο ‘ο Σχετισμός , ο Λογικισμός και η κοινωνιολογία της Γνώσης’ . Στο δοκίμιο αυτό επιμένουν ότι ο κοινωνιολόγος θα έπρεπε να πάρει ‘ μια εντελώς ανοικτή και πράγμα -σε-γεγονός στάση προς τον ρόλο των φυσικών , γεννητικών , ή ψυχολογικών και μη – κοινωνικών αιτιών που πρέπει τελικά να βρουν στον συνολικό απολογισμό της γνώσης’. Αλλά στο ίδιο δοκίμιο, ακόμα και στην ίδια παράγραφο , επιμένουν στο να ακολουθούν τη θέση της συμμετρίας (καλείται ‘το αξίωμα της ισοδυναμίας’) όπου η αλήθεια και το ψέμα το λογικό και το παράλογο, τα πιστεύω όλα προκαλούνται με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορούν να το έχουν και με τους δύο τρόπους. Εάν ο κοινωνιολόγος πρόκειται να είναι ανοιχτόμυαλος περί των ειδικών αιτιών των πιστεύω , τότε ατή η στάση αυτόματα συμψηφίζεται αμέσως μόλις επιμείνει ότι πρέπει να αναζητήσουμε τις ίδιες ή παρόμοιες αιτίες σε όλα τα πιστεύω. Εάν, όπως το χωρίο παραπάνω προτείνει, υπάρχουν ακόμα και ‘μη-κοινωνικές αιτίες’ των πιστεύω , τι apriori θεμέλια υπάρχουν για να περιμένει κανείς οι κοινωνικές και μη – κοινωνικές αιτίες πάντα να συνδέονται με έναν παρόμοιο τρόπο;

Πάλι και πάλι, οι Bloor και Barnes φαίνεται να ολισθαίνουν εύκολα από τον ισχυρισμό ότι όλα τα πιστεύω προκαλούνται (το οποίο πολλές φορές λανθασμένα ορίζουν σαν ‘συσχετισμό ‘) στον ισχυρισμό ότι όλα τα πιστεύω έχουν τα ίδια είδη αιτιών. Αυτά είναι ριζικά διαφορετικά δόγματα όπως ο Bloor καθαρά τα αναγνώρισε στο πρωτότυπο άρθρο του ισχυρού προγράμματος θολώνοντας τα ρητορικούς σκοπούς μόνο συσκοτίζει την αληθινή φύση της βασικής διαφωνίας μεταξύ του ισχυρού προγράμματος και πολλών από τις κριτικές του. Κάποια από εμάς θα αρνιόντουσαν ότι τα πιστεύω πιθανόν να προκαλούνται οι πιο πολλοί από εμάς θα αρνιόντουσαν ότι όλα τα πιστεύω προκαλούνται με τον ίδιο τρόπο. Αλλά σίγουρα όλοι μας μπορούμε να συμφωνήσουμε στο εάν όλα τα πιστεύω έχουν ένα κοινό τυχαίο θεμέλιο είναι θέμα που πρέπει να βγει στο φως της απόδειξης και στα αποτελέσματα επακόλουθης έρευνας. Να προϋποθέσουμε στο ξεκίνημα μια συγκεκριμένη και υψηλά προβληματική απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι σίγουρα σαν να απαντούμε την ίδια την ερώτηση στην οποία θα αναζητήσουμε απαντήσεις.

Αυτό που πρότεινα εδώ είναι ότι είναι κατανοητό ότι ένας κοινωνιολογικός απολογισμός των λογικών πιστεύω θα μπορούσα να τεθεί ο οποίος δεν θα στηρίζεται σε μια απόλυτη τυχαία ομοιογένεια με σεβασμό στα λογικά και παράλογα πιστεύω. Αλλά είναι ένα πράγμα να εδραιωθεί η αντίληψη μιας τέτοιας προσέγγισης και αρκετά άλλο να προσβάσεις την τρέχουσα βιωσιμότητα. Το γεγονός του πράγματος είναι ότι ήδη έχουμε ένα ικανοποιητικό πλαίσιο ώστε να μιλάμε για το γιατί οι παράγοντες υιοθετούν τα (λογικά) πιστεύω τους στο φως ενός μεγάλου μη κοινωνιολογικού προτύπου ‘καλών αιτιών’. Διαλεκτικοί ιστορικοί και άλλοι που αναζητούν να ερμηνεύσουν τα ανθρώπινα πιστεύω με όρους των λογικών διαδικασιών των παραγόντων πρέπει να μην δώσουν δικαιολογητικά που δεν ριγώσουν??? οι ‘λογικές επεξηγήσεις’ σε κοινωνιολογικό έδαφος. Μέχρι τότε καθώς οι κοινωνιολόγοι αρθρώνουν ένα εύλογο πρότυπο για την κοινωνική θεμελίωση της αιτιολογημένης συμπεριφοράς (και δεν υπάρχει ακόμα έτοιμο τέτοιο πρότυπο), από την κοινή λογική πλαίσιο ‘αιτιών’ δεν είναι μόνο μέχρι τώρα μέσο διαθέσιμο σε εμάς.

Μακροπρόθεσμα, φαίνεται απολύτως κατάλληλο για τους κοινωνιολόγους να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν τελικά να αναπτύξουν ένα κοινωνιολογικό μοντέλο για τα λογικά πιστεύω ? δεν είναι κατάλληλο για αυτούς να απαιτήσουν εκ των προτέρων ότι αιτιολογημένα και μη αιτιολογημένα πιστεύω πρέπει να αντιμετωπίζονται από τον ίδιο τυχαίο μηχανισμό.

Θα μπορούσε να φανεί ότι, η αποδοχή αυτών των θέσεων της επιστημονικής συμμετρίας εξ΄ ολοκλήρου, apriori, και ανώριμα με βρίσκει ασυνεπή. Στο κάτω κάτω , κάποιος θα μπορούσε να πει, ότι αν το αφήσουμε στην μελλοντική έρευνα να κατασταλάξει πότε τα λογικά και τα παράλογα πιστεύω είναι τυχαία ομογενή, γιατί επίσης να μην αφήσουμε στην μελλοντική έρευνα να κατασταλάξει για το αν τα πιστεύω σε αληθινές και ψευδής θεωρίες παράγονται παρόμοια; Υπάρχει μια βασική διαφορά στις δύο περιπτώσεις, που έχουν να κάνουν με την ικανότητα πρόσβασης του σχετικού αποτιμιτικού παράγοντα. Επειδή ξέρουμε πώς να βεβαιώσουμε εάν ένας παράγοντας συμπεριφέρεται λογικά ή παράλογα, μπορούμε να φανταστούμε ένα πρόγραμμα εμπειρικής έρευνας το οποίο θα μπορούσε να βεβαιώσει εάν το λογικό πιστεύω παράγεται με τον ίδιο τρόπο όπως το παράλογο πιστεύω. Μπορούμε να φανταστούμε χρησιμοποιώντας την εμπειρία ώστε να εγκαταστήσουμε το θέμα. Αλλά δεν υπάρχει παράλληλος στην επιστημονική περίπτωση. Επειδή δεν ξέρουμε πώς να ξεχωρίσουμε ποιες θεωρίες είναι σωστές, δεν μπορούμε συστηματικά να διαχωρίσουμε τα θεωρητικά πιστεύω σε αληθή και ψευδή και μετά να προχωρήσουμε να εξετάσουμε εάν έχουν παρόμοιες ή ανόμοιες αιτίες. Η επιμονή ότι τα αληθή και ψευδή θεωρητικά πιστεύω έχουν είτε τα ίδια είτε διαφορετικά είδη αιτιών είναι ριζικά μη- δοκιμάσιμο και γι΄ αυτό δεν έχει ένα θεμιτό μέρος ανάμεσα στις βασικές μας υποθέσεις. Αντίθετα , μπορούμε να καταλάβουμε τρόπους επιβεβαίωσης του εάν τα λογικά και τα παράλογα πιστεύω προκαλούνται παρόμοια είναι λοιπόν πρόωρο να επιχειρήσουμε προεξοφλήσουμε εμπειρία κάνοντας την λογική συμμετρία ένα χαρακτηριστικό μετά – κοινωνιολογίας.

Λογική - μη λογική - πρότυπα λογικής - λογική συμμετρία

Η θέση της λογικής συμμετρίας είναι ότι οι αξιολογικές αποτιμήσεις ενός πιστεύω δεν είναι ποτέ σχετικές με την επεξήγησή της. “ Επίσης η συμμετρική θέση έχει την άποψη ότι οι λογικές διαδικασίες δεν έχουν τυχαία αποτελεσματικότητα στην παραγωγή του οποίου πιστεύω ” ( Γνώμη του Bloor που επέτρεψε το αυστηρό διάβασμα του Lakatos να οριοθετήσει το πλαίσιο του λογικού. Το πρότυπο λογικής του Lakatos δεν είναι το μόνο, ούτε καν τυπικό παράδειγμα του είδους.

4.3 Πρακτική λογική

Είναι φανερή η άποψη του Bloor ότι η πρακτική επιτυχία ή αποτυχία ενός είναι αιτιολογικά άσχετη με την επιμονή του. Δεν το λέει πουθενά αυτό άμεσα αλλά φαίνεται να ακολουθεί από τη γενική φόρμουλα της θέσης συμμετρίας στο αποτέλεσμα ότι οι αξιολογήσεις ενός πιστεύω είναι άσχετες με την εξήγησή του. Ως εκ τούτου το κατά πόσον μία επιστημονική θεωρία δουλεύει καλά στην πρόβλεψη και εξήγηση του κόσμου υποτίθεται ότι δεν έχει σχέση με την δική μας εξήγηση για τη μοίρα του. Είμαι απρόθυμος να αποδώσω τέτοια παράξενη άποψη στον Bloor, αλλά δεν βλέπω πώς η θέση της συμμετρίας μπορεί να την καταστρατηγήσει.

Είναι αλήθεια φυσικά ότι υπάρχουν κοινωνικοί και διανοητικοί μηχανισμοί που καταφέρνουν να κρατήσουν ζωντανές κάποιες πολύ ανεπιτυχείς θεωρίες, είναι ομοίως αλήθεια ότι μερικές επιτυχείς θεωρίες είναι πολύ αργές στο να κερδίσουν οπαδούς. Αλλά γενικά κάποιος θέλει να πει ότι οι περισσότερες από τις θεωρίες που έχουν μακρά καριέρα σαν αντικείμενα επιστημονικού πιστεύω τείνουν να είναι επιτυχείς στο να “σώζουν τα φαινόμενα”. Περισσότερο απ’ αυτό έχουμε συχνά καλούς λόγους να περιμένουμε ότι η επιτυχία τέτοιων θεωριών είναι ευρέως υπεύθυνη για τη μακροβιότητά τους. Είναι εντελώς φυσικό, για παράδειγμα, να πούμε ότι οι Νευτώνειοι μηχανισμοί διήρκεσαν για τόσο καιρό σε μεγάλο βαθμό επειδή εκτέλεσαν με επιτυχία τους στόχους που οι φυσικoί φιλόσοφοι απαιτούσαν απ’ αυτούς.

Νομίζω ότι ο Bloor χρειάζεται πολύ να ξεκαθαρίσει που στέκεται πάνω σ’ αυτό το θέμα αφού, από όλες τις αξιολογητικές κατηγορίες, η πρακτική επιτυχία φαίνεται η πιο φυσική “εξήγηση” των περιπετειών του, πιστεύω. Αν ο Bloor συμφωνεί, χρειάζεται να μας δείξει πως η επίκληση τέτοιας επιτυχίας είναι συμβατή με τη θέση της συμμετρίας. Αν δεν συμφωνεί, θα έπρεπε να εξηγήσει γιατί το γεγονός ότι μία θεωρία επιτυγχάνει στο να κάνει αυτό που η επιστημονική κοινότητα περιμένει, δεν έχει σχέση με την αντιληπτική στάση των επιστημόνων προς αυτή.

Κατά τον Bloor η πρακτική επιτυχία ή αποτυχία ενός πιστεύω είναι αιτιολογικά άσχετη με την επιμονή του. Παρόλο όμως που κάποιες θεωρίες διατηρούνται ζωντανές αν και ανεπιτυχείς λόγο κοινωνικών και άλλων μηχανισμών, υπάρχουν και άλλες λιγότερο δημοφιλείς καταφέρνουν λόγο της μακρόχρονης ισχύς τους να εξηγούν τα φαινόμενα.

5. Η ομολογημένη πρωταρχικότητα της “Κοινωνιολογικής Στροφής”

Παντού στα γραπτά του επονομαζόμενου Σχολείου του Εδιμβούργου καθώς και σε πολλούς άλλους κοινωνικούς ιστορικούς και κοινωνιολόγους της επιστήμης, είναι μία μορφή επιχειρήματος ποιανού η δομή θα έπρεπε προσεκτικά να ακολουθηθεί. Τυπικά, το επιχείρημα τρέχει ως εξής: “Η επιστήμη είναι μία κοινωνική δραστηριότητα, ως εκ τούτου κατανοείται καλύτερα και εξηγείται με κοινωνιολογικούς όρους”. Υπάρχουν πολυάριθμες μικρές παραλλαγές αυτού (συχνά με όρους επιστήμης που να είναι “κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας”) αλλά η γενική του δομή μπορεί να βρεθεί σε ντουζίνες συγγραφέων πάνω στο θέμα. Ο Bloor έχει αρκετές διαμορφώσεις αυτού. Λέει, για παράδειγμα, “η επιστήμη είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο έτσι (για να την κατανοήσουμε) θα έπρεπε να στραφούμε στον κοινωνιολόγο της γνώσης”. Επιμένεις ότι επειδή οι επιστήμονες υφίστανται “μόρφωση και εκπαίδευση”, “υπάρχει μία κοινωνική συνιστώσα σε όλη τη γνώση”. Το γεγονός ότι η επιστήμη είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, το γεγονός ότι οι επιστήμονες εκπαιδεύονται από μία κοινωνία, έκδηλα δεν εγγυάται τον ισχυρισμό ότι όλα ή τα περισσότερα τμήματα της επιστήμης κατανοούνται καλύτερα χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της κοινωνιολογίας. Μόνο αν η επιστήμη ήταν αποκλειστικά ένα κοινωνικό φαινόμενο, ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστήμης θα υποστήριζε τον ισχυρισμό ότι η κοινωνιολογία είναι το καλύτερο εργαλείο για τη μελέτη της. Το γεγονός του θέματος είναι ότι η επιστήμη είναι μία διαδικασία με ποικίλες όψεις. Κάποιος θα μπορούσε ομοίως να πει ότι η επιστήμη είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο (θεωρώντας, για παράδειγμα, το ρόλο της αντίληψης σ’ αυτήν) και έτσι θα έπρεπε να μελετηθεί κυρίως από τους ψυχολόγους. Ομοίως, είναι μία οικονομική και πολιτική δραστηριότητα. Εναλλακτικά, η επιστήμη είναι μία δραστηριότητα κατευθυνόμενη προς ένα στόχο και έτσι βρίσκεται νόμιμα στη σφαίρα των θεωριών απόφασης και της έρευνας των λειτουργιών. Μέχρις εδώ, όπως η επιστήμη διεξάγεται από τα ανθρώπινα ζώα, είναι υποθετικά μία βιολογική δραστηριότητα. Το θέμα είναι ότι η επιστήμη μπορεί να μελετηθεί νομιμοποιημένα με μία ποικιλία τρόπων. Φτάνουμε πιο κοντά στην ουσία της αν πούμε ότι η επιστήμη είναι μία ανθρώπινη μάλλον παρά μία κοινωνική δραστηριότητα και ότι με τη σειρά της εννοεί ότι όλες οι διάφορες επιστήμες του ανθρώπου είναι δυναμικά σχετικές (συγγενείς).

Το γεγονός ότι μία προδικάσει μπορεί στ’ αλήθεια να είναι “προδεδικασμένο” για ένα θέμα (όπως το “κοινωνική” μπορεί για την “επιστήμη”) φανερά δεν εμπεριέχει ότι η γνώση μας για το αντικείμενο έχει εξαντληθεί μελετώντας το κάτω από την προλεγόμενη περιγραφή. Δεν είναι παρά κακό λογοπαίγνιο να πούμε ότι επειδή η επιστήμη είναι κοινωνική δραστηριότητα ακολουθεί το ότι η επιστήμη κατανοείται καλύτερα σαν κοινωνικό φαινόμενο.

Όλα αυτά πρέπει να φαίνονται αρκετά φανερά αλλά μερικοί από τους φίλους μας στην κοινωνική ιστορία και κοινωνιολογία είναι απρόθυμοι να τα χαρίσουν. Υπάρχει μία ευρέως διαδεδομένη τάση να υποθέτουμε εξ ορισμού ότι ο μόνος δρόμος για μια γνήσια γνώση της επιστήμης πρέπει να είναι κοινωνιολογικός. Ο Bloor για παράδειγμα λέει : “ Αν η κοινωνιολογία δεν θα μπορούσε να εφαρμόζεται κατά ένα βαθύ τρόπο στην επιστημονική γνώση, θα σήμαινε ότι η επιστήμη δεν θα μπορούσε επιστημονικά να γνωρίζει τον εαυτό της.” Αυτή η παρατήρηση ακούγεται ελαφρά επαρχιώτικη όταν θεωρήσουμε τις “επιστημονικές” πηγές που είναι ανοικτές σε μας. Είναι σίγουρα εντελώς αντιλαμβανόμενο, ότι παρόλου που δεν είναι ικανό να συμβεί, θα μπορούσαμε τελικά να φτάσουμε στο να έχουμε μια κατανοητή επιστημονική γνώση της επιστήμης που χρησιμοποιεί τα οικονομικά της αντιληπτικής ψυχολογίας (ψυχολογία της αντίληψης) , και της βιολογίας, χωρίς κανένα σημαντικό ρόλο για την κοινωνιολογία. Ξανά είναι πλήρως αντιλαμβανόμενο και πολύ πιο πιθανό να συμβεί , ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε ότι τα ίδια τμήματα επιστημονικής δραστηριότητας δανείζουν τους εαυτούς τους στην κοινωνιολογική ανάλυση ενώ άλλα όχι. Όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα, δεν έχει καθιερωθεί ακόμα είτε το ότι όλη η επιστήμη είναι υποκείμενη σε κοινωνιολογικό χειρισμό είτε το ότι το κάθε τμήμα της επιστήμης είναι πιο κατάλληλα μεταχειρισμένο από την κοινωνιολογία, από κάθε αντίπαλη μορφή κατανόησης. Για να επιχειρηματολογήσουμε ότι επειδή η επιστήμη είναι μια κοινωνική δραστηριότητα θα έπρεπε να κοιτάξουμε την κοινωνιολογία σαν το πρωταρχικό εργαλείο για την εξερεύνησή της, είναι σαν να επιχειρηματολογούμε , ότι επειδή η σύφιλη είναι μια κοινωνική ασθένεια, είναι μόνο οι κυρίως κοινωνιολόγοι που μπορούν να έχουν επιστημονική γνώση της σύφιλης. Μέχρι εδώ όπως ο Bloor εδραιώνει την περίπτωσή του για την κοινωνιολογία της επιστήμης στο “βρωμιούχο” ότι η επιστήμη είναι μια κοινωνική δραστηριότητα, θα πρέπει να συγχωρήσει κάποιους από εμάς που είμαστε αμετακίνητοι στο να αναλάβουμε την αιτία.

Για να είμαστε δίκαιοι, ο Bloor πηγαίνει πέρα από το σλόγκαν στο οποίο πολλοί κοινωνικοί ιστορικοί είναι ευχαριστημένοι να επαναπαύουν την περίπτωσή τους. Συγκεκριμένα, προσφέρει ένα επιχείρημα που είναι σχεδιασμένο να δείξει κατά έναν τέλεια γενικό τρόπο ότι όλα τα θεωρητικά πιστεύω πρέπει να έχουν κοινωνικές αιτίες. Θα το ονομάσω το επιχείρημα από τον υποπροσδιορισμό. Ο Bloor το διαμορφώνει ως εξής: “ Αλλά οι θεωρίες και η θεωρητική γνώση δεν είναι πράγματα που δίνονται στην εμπειρία μας…αυτό δεν εννοεί ότι η θεωρία είναι μη ανταποκρίσιμη στην εμπειρία. Είναι αλλά δεν δίνεται μαζί με την εμπειρία που εξηγεί, ούτε μοναδικά υποστηρίζεται από αυτήν. Ένα άλλο πρακτορείο ξεχωριστά από τον φυσικό κόσμο απαιτείται για να καθοδηγήσει και να υποστηρίξει αυτή τη συνιστώσα της γνώσης. Η θεωρητική συνιστώσα της γνώσης είναι ένα κοινωνικό συστατικό και είναι ένα αναγκαίο κομμάτι της αλήθειας, όχι ένα σημάδι ή ένα απλό λάθος”

Ο πυρήνας αυτού του επιχειρήματος είναι ο ισχυρισμός ότι οι συγκεκριμένες θεωρίες δεν “υποστηρίζονται μοναδικά” από τα στοιχεία ( την απόδειξη ).Πιστεύω ότι ο Bloor εννοεί ότι τα παρατηρούμενα γεγονότα του θέματος ποτέ δεν επιλέγουν μοναδικά μια θεωρία αποκλείοντας όλες τις άλλες πιθανές θεωρίες. Κάτι παραπάνω από την σχετική απόδειξη απαιτείται προφανώς για να εξηγήσει το γιατί οι επιστήμονες κάνουν τις επιστημονικές επιλογές που κάνουν. Όπως το παραπάνω κείμενο το κάνει ξεκάθαρο , ο Bloor πιστεύει ότι αυτό το “κάτι άλλο” είναι αμετάβλητα ένα ζήτημα κοινωνικοπολιτιστικών συνθηκών και κοινωνικά ορισμένων συμβάσεων που λειτουργούν πάνω και μέσα σε μία ειδική επιστημονική κοινότητα.

Η ερώτηση που πρέπει να ρωτήσουμε είναι αυτή: παρέχει ο υποπροσδιορισμός των θεωριών μία εξορισμού εγγύηση για τον ισχυρισμό ότι όλες οι επιλογές τις θεωρίας έχουν “μία κοινωνική συνιστώσα” , π.χ. είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών συνθηκών και συμβάσεων; Σε ένα μηδαμινό επίπεδο , η απάντηση είναι σίγουρα “ναι”. Οι επιστήμονες είναι μορφωμένοι και κοινωνικοποιημένοι σε μία ορισμένη κοινότητα και απευθύνουν τις δημοσιεύσεις τους στους ομολόγους τους. Αλλά κανένα απ΄ αυτά τα γεγονότα δεν εμπεριέχει την άποψη του Bloor ότι το περιεχόμενο των θεωριών είναι κοινωνικά προσδιορισμένο. Για να καθιερωθεί το τελευταίο, θα είχε κάποιος να δείξει ότι η χρήση των οργανικών επιστημόνων ( που δουλεύουν με επιστημονικά όργανα) για να καταπατηθεί το πρόβλημα του υποπροσδιορισμού είναι πάντα κοινωνική στο χαρακτήρα. Υπάρχουν καλοί λόγοι να υποπτευόμαστε ότι δεν είναι. Μία κοινή επιστημονική στρατηγική για την επιλογή ανάμεσα σε δύο υποπροσδιορισμένες θεωρίες είναι να επιλέγουμε την “απλούστερη” από τις δύο, όπου η απλότητα κατανοείται με όρους αριθμού διαφορετικών ειδών οντοτήτων που η θεωρία παραδέχεται. Μία ωμή δικαιολόγηση γι’ αυτή την αρχή είναι ότι η προηγούμενη εμπειρία δεικνύει ότι οι απλούστερες θεωρίες είναι ευκολότερο να ελεγχθούν και να αξιολογηθούν από τις υψηλά πολύπλοκες . Σε άλλες περιπτώσεις , οι επιστήμονες θα χρησιμοποιήσουν άλλα κριτήρια (όπως η διατήρηση της αιτιότητας ή η κατακράτηση ορισμένων ειδών μεταβλητών) για να καταπατήσουν τον υποπροσδιορισμό.

Εδώ δεν είναι ο χώρος για να εκτιμηθεί η ασφάλεια καθεμιάς από αυτές τις μεθοδολογικές αρχές. Είναι αρκετό να πούμε ότι μέχρι κάποιος να αποδείξει κατά ένα μη μηδενικό (μηδαμινό) τρόπο ότι τέτοια κριτήρια επιλογής θεωρίας προκαλούνται κοινωνικά, τότε δεν μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι ο υποπροσδιορισμός δείχνει την επιλογή θεωρίας ότι είναι κοινωνική στον χαρακτήρα.

Αλλά υπάρχει μια άλλη, και δυναμικά πιο σοβαρή, ένσταση στο χειρισμό του υποπροσδιορισμού από τον Bloor. Αφηρημένα, η επιλογή θεωρίας είναι πράγματι υποπροσδιορισμένη αν φανταστούμε έναν επιστήμονα με πρόσβαση σε κάθε λογικά πιθανή θεωρία σχετικά με τον κόσμο, τότε μια υποομάδα αυτών των θεωριών θα είναι πράγματι εμπειρικά αδιαμφισβήτητη. Αλλά εξηγώντας πραγματικές θεωρητικές προτιμήσεις από τους επιστήμονες, ζητάμε στ’ αλήθεια να εξηγήσουμε γιατί ο επιστήμονας x διάλεξε τη θεωρία y από την άπειρη κλίμακα των αντίπαλων θεωριών που θα μπορούσε να επικαλεσθεί; Φαίνεται σε μένα ότι αυτό δεν είναι το κεντρικό επεξηγηματικό που ορθώνεται απέναντί μας. Η επιλογή θεωρίας είναι συγκριτική, θα υπάρχει τυπικά ένας πολύ μικρός αριθμός γνήσιων καλά διαμορφωμένων εναλλακτικών λύσεων ανοικτό στον επιστήμονα σε κάθε δεδομένο χρόνο. Αν κάποιος κάνει οπτική στη δεκαετία του 1830, η επιλογή είναι ανάμεσα στην κυματική και την θεωρία σωματιδίων του φωτός. Αν κάποιος είναι γεωλόγος την ίδια περίοδο, η εκλογή είναι ανάμεσα στην θεωρία ομοιομόρφωσης και στην καταστροφιστική θεωρία. Αν κάποιος κάνει ηλεκτρική θεωρία στα χρόνια του 1790, η εκλογή είναι ανάμεσα στις δύο θεωρίες υγρού του ηλεκτρισμού. Ο ιστορικός ή ο κοινωνιολόγος που ενδιαφέρεται να εξηγήσει τις προτιμήσεις σε τέτοιες συνθήκες δεν θα ρωτήσει γενικά, για παράδειγμα, “ γιατί ο Fresnel διάλεξε την κυματική θεωρία του φωτός παρά αόριστα πολλές άλλες εμπειρικά ” αναμφισβήτητες ( και ως εκ τούτου εμπειρικά υποπροσδιορισμένες ) θεωρίες; Μάλλον ο ιστορικός θα ρωτήσει τυπικά: γιατί ο Fresnel πίστευε για τη σωματική θεωρία παρά τη θεωρία εκπομπής; Τι κερδίζουμε βάζοντας την ερώτηση σ’ αυτή τη μορφή; Αυτό που κερδίζουμε είναι με κάθε πρακτικό σκοπό, μία λύση στο πρόβλημα του υποπροσδιορισμού. Η θεωρία κύματος και σωματιδίων του φωτός δεν είναι εμπειρικά ισοδύναμες και ούτε ήταν οι ομοιομορφοτική (συνενωτική) και η καταστροφική γεωλογία και οι ενός και δύο υγρών θεωρίες του ηλεκτρισμού. Με σεβασμό σε τέτοιες θεωρίες υπάρχουν διαθέσιμα τεστ στην επιστημονική κοινότητα που έδειχναν ότι ένα μέλος κάθε ζεύγους αυτών των θεωριών ήταν εμπειρικά καλύτερα στηριγμένο από τους αντιπάλους του. Ο υποπροσδιορισμός είναι ένα σοβαρό πρόβλημα μόνο όταν οι διαθέσιμες θεωρίες είναι ισοδύναμα υποστηριζόμενες από τα στοιχεία. Τέτοιες καταστάσεις λαμβάνουν χώρα στην ιστορία και όχι σπάνια. Αλλά για να δουλέψει το κύριο επιχείρημα του Bloor (ένα επιχείρημα που συμπεραίνει ότι οι κοινωνικοί παράγοντες είναι αποφασιστικοί σε κάθε σημαντική δοκιμαστική πράξη της επιστημονικής κοινότητας) πρέπει να είναι ικανός να δείξει ότι κάθε θεωρητική προτίμηση να είναι υποπροσδιορισμένη . Δεν έχει ακόμα δείξει ότι αυτή είναι η περίπτωση.

Είναι εντελώς αντιληπτό, φυσικά, ότι οι κοινωνικοί παράγοντες μπαίνουν μέσα στην επιστημονική πράξη πολύ ανεξάρτητα από την ελαστικότητα που ομολογείται από τον υποπροσδιορισμό. Αλλά αν είναι έτσι η παρουσία αυτών των παραγόντων πρέπει ανεξάρτητα να καθιερωθεί. Αυτό που ενδιαφέρομαι να δείξω εδώ είναι: (α) ότι όταν μία εκλογή θεωρίας είναι υποπροσδιορισμένη, δεν ακολουθεί απαραίτητα το ότι οι κοινωνικοί παράγοντες είναι αιτιολογικά υπεύθυνοι για περαιτέρω στένεμα της επιλογής και (β) ότι σε πολλές περιπτώσεις όπου οι επιστήμονες διαλέγουν ανάμεσα στις θεωρίες, οι συνθήκες της εκλογής αναπαραχαρακτηρισμένες (λάθος χαρακτηρισμένες) αν αντιμετωπιστούν σαν περιπτώσεις ριζικού εμπειρικού υποπροσδιορισμού.

Αν και πολλοί κοινωνικοί ιστορικοί και κοινωνιολόγοι της επιστήμης έχουν υποστηρίξει ότι η επιστήμη είναι μια κοινωνική δραστηριότητα και ως τέτοια θα πρέπει να εξηγείται με κοινωνιολογικούς όρους, o Bloor διατηρεί τις επιφυλάξεις και αυτό γιατί θα μπορούσε κανείς να πει ότι η επιστήμη είναι και ένα ψυχολογικό, οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο.

Επίσης προκύπτει και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα: η διαδικασία επιλογής της μίας θεωρίας και απόρριψης της άλλης. Παρόλο που η κοινή επιστημονική στρατηγική είναι η επιλογή της ΄΄απλούστερης΄΄ ωστόσο ο Bloor έχει μία σοβαρή ένσταση. Η επιλογή μίας θεωρίας από ένα επιστήμονα είναι ΄΄ νόμιμη΄΄ μόνο όταν αυτό έχει πρόσβαση σε κάθε λογικά πιθανή θεωρία σχετικά με τον κόσμο.

6. Επίλογος

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο διακριτές έννοιες στις οποίες ένα πρόγραμμα μπορεί να ειπωθεί ότι είναι “ισχυρό”.Κατά μία έννοια, λέμε μία ομάδα θέσεων “ισχυρή” αν έχει αντεπεξέλθει επιτυχώς σε μία απαιτητική μπαταρία ελέγχων (δοκιμών).Αυτή η έννοια δύναμης απορρέει από εντυπωσιακή υποστήριξη από τα στοιχεία. Κατά μία πολύ διαφορετική (Popperian = του Popper) έννοια, λέμε ότι μία ομάδα υποθέσεων είναι “ισχυρά” όταν είναι τολμηρή, αυθάδης και σαρώνει τους ισχυρισμούς που θέτει μπροστά Καμιά απόδοση στην απομόνωση δεν αξίζει πολύ. Ούτε καλά ελεγμένες θεωρίες πολύ στενού σκοπού ούτε κακώς ελεγμένες θεωρίες πολύ ευρύ στόχου εξυπηρετούν τα αντιληπτικά μας ενδιαφέροντα βέλτιστα Αυτό που αναζητάμε είναι θεωρίες ισχυρές σε μία δυαδική έννοια. Το ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της επιστήμης, ιδίως με την ενσωματωμένη του θέση συμμετρίας, είναι “ισχυρό” κατά τη δεύτερη έννοια μόνο είναι τολμηρό, φιλόδοξο και σφαιρικό στους ισχυρισμούς του. Αλλά όπως προσπάθησα να δείξω, η θέση συμμετρίας δεν είναι ισχυρή κατά την κρίσιμη έννοια του να υποστηρίζεται καλά από την απόδειξη. Εντελώς το αντίθετο. Κάτω από τις συνθήκες κάποιος θα έτεινε να κρατήσει το υπόλοιπο του ισχυρού προγράμματος ακέραιο. Μία τέτοια πολιτική διατρέχει τον κίνδυνο να κλέψει από το ισχυρό πρόγραμμα τη δύναμή του κατά τη δεύτερη έννοια, αφού χωρίς συμμετρία, το ισχυρό πρόγραμμα ανάγεται στο σχετικό ήπιο ισχυρισμό ότι το πιστεύω είναι αιτίες. Γι’ αυτό που το επικαλούμαστε, αν το ισχυρό πρόγραμμα πρόκειται να κερδίσει αυτόν τον χαρακτηρισμό, είναι κάποια σημαντική τροποποίηση της θέσης συμμετρίας που κάνει ισχυρισμούς που είναι τολμηροί και να στηρίζονται πειστικά από τα στοιχεία. Μέχρι να παραχθεί μία τέτοια αντικατάσταση το ισχυρό πρόγραμμα κατέχει δύναμη με την έννοια μόνο που είναι ισχυρός ο ερμητισμός, ο μονισμός και ο υπνωτισμός: όλα αυτά έδειξαν κάτω από το λάβαρο της επιστήμης να θέτουν εμπρός

Υπάρχουν δύο διαφορετικές έννοιες στις οποίες μπορούμε να πούμε ότι το πρόγραμμα είναι ΄΄ισχυρό΄΄. Μία ομάδα θέσεων λέμε ότι είναι ΄΄ ισχυρή΄΄

Αν έχει αντεπεξέλθει επιτυχώς σε μία απαιτητική μπαταρία ελέγχων

Όταν είναι τολμηρή, αυθάδης και σαρώνει τους ισχυρισμούς που θέτει μπροστά .

Το ΄΄ ισχυρό΄΄ πρόγραμμα στην επιστήμη της κοινωνιολογίας είναι ΄΄ ισχυρό΄΄ μόνο κατά τη δεύτερη έννοια διότι κάνει κάποια σημαντική τροποποίηση της θέσης συμμετρίας κάνοντας έτσι τους ισχυρισμούς να στηρίζονται πειστικά από τα στοιχεία τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Είμαι υπόχρεος στους J.Ben-David ,R.Laudan ,A.Lugg ,P.Machamer και T.Nickles για χρήσιμα σχόλια σε ενα νωρίτερο προσχέδιο αύτου του δοκιμίου.Επίσης έχω ένα μεγάλο χρέος στον David Bloor ,του οποίου οι προσωπικές επικοινωνίες με βοήθησαν να ξεκαθαρίσω τις ιδέες μου πάνω σε αυτα τα θεματα.

David Bloor ,"Γνώση και Κοινωνική Εικόνα" ( Λονδινό,1976 ),σελ.45 ( Σε συντομία από εδώ και στο εξής "KSI" )
Βλέπε για παράδειγμα : Barry Barnes ,"Ενδιαφέροντα και Ανάπτυξη της Γνώσης" ( Λονδίνο,1976 ); Mary Hesse ,"Επαναστάσεις και Αναδομήσεις της Επιστήμης στην Φιλοσοφία της Επιστήμης" ( Λονδίνο ,1980 ),παρ.2; δοκίμια των Bloor,Rudwick και Cavena στους Douglas και Ostrander,και άλλων ,"Ασκήσεις στην Πολιτισμική Ανάλυση" ( Νέα Υόρκη ,1979 ); S.Shapin "Φρενολογική Γνώση στην Κοινωνική Δομή του Εδιμβούργου τον 19ο Αιώνα" ,Χρονικά της Επιστήμης .32 (1975),219 ff.
Βλέπε E.Manier ,"Eπίπεδα Ανακλάστικοτητας" στους P.Asquith και R.Giere (και άλλων) PSA 1980, Δυτικό Lansing 1980, σελ.197-207.
Ο Bloor προτάσσει το γεγονός οι φιλόσοφοι "έχουν αφεθεί να πάρουν πάνω τους τον σκοπό του καθορισμού της επιστήμης." (KSI, σελ.1)
Για παράδειγμα ο Bloor :"Είναι κατά ένα μεγάλο βαθμό ένα θεωρητικό όραμα για τον κοσμο ,σε οποιοδήποτε δοσμένο χρόνο, το οποίο οι επιστήμονες θα κληθούν να ξέρουν." (KSI, σελ.12)
Bloor ,KSI, σελ.6
Bloor ,KSI, σελ.4-5
Bloor ,KSI, σελ.4
Bloor ,KSI, σελ.1
Bloor ,KSI, σελ.10
Bloor ,KSI, σελ.40
Bloor ,KSI, σελ.17
Bloor ,KSI, σελ.71. Με μη ηθελημένη ειρωνία ,ο Bloor προτρέπει πως αυτή η άκριτη αποδοχή της επιστήμης και των μεθόδων της είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί ο δογματισμός και η ιδεολογία.Γράφει σχετικά :"Έκτος αν υιοθετήσουμε μια επιστημονική προσέγγιση στην φύση της επιστήμης τότε η κατανόηση αυτής της φύσης δεν θα είναι παρά μια προβολή των ιδεολογικών ανησυχιών μας." (KSI, σελ.70)
Bloor ,KSI, σελ.1
Bloor ,KSI, σελ.141
Bloor ,KSI, σελ.144
Bloor ,KSI, σελ.142
Barry Barnes ,"Ενδιαφέροντα και Ανάπτυξη της Γνώσης" (Λονδίνο ,1977), σελ.25
Μια γενική προειδοποίηση υπάρχει εδώ.Όταν μιλάμε για τις αιτίες του πιστεύω ενός παράγοντα, μπορεί να αναφερόμαστε είτε στους παράγοντες που πρώτοι δίνουν αφορμή στον παράγοντα να πιστεύει μια συγκεκριμένη ιδέα (το 'περιβάλλον της ανάκαλυψης') είτε στους παράγοντες που έκαναν τον παράγοντα να εισάγει την ιδέα αυτή στο δικό του σύνολο πιστεύω.Ο Bloor και εγώ αγωνιούμε κυρίως για την εξήγηση των αιτιών ενός πιστεύω στο ύστατο νόημα.Αυτές οι κοινώνικες αιτίες ,οι σχέτικες με την γένεση μιας ιδέας αλλά όχι με την κυριαρχική προκατάληψη σε ένα σύνολο ιδεών ,δεν θα συζητηθούν εδω.
Για μια λεπτομερή συζήτηση σε αυτό το θέμα, βλέπε το βιβλίο μου "Αναίρεση και Συγκλίνων Ρεαλισμός" ,Φιλοσοφία της Επιστήμης ,1981
Στο πρόσφατο βιβλίο της "Επαναστάσεις και οι Αναδομήσεις της Φιλοσοφίας της Επιστήμης" ,η Mary Hesse προσπάθησε να υπερασπιστεί μια 'σοβαρά τροποποιημένη εκδοχή' (ibid., σελ 57) του ισχυρού προγράμματος.Αντικαθιστά την συμμετρική θέση του Bloor με τον πιο αδύναμο ισχυρισμό ότι τα λογικά και μη λογικά πιστεύω μαζί ειναί 'επεκτάσεις της κοινωνιολογίας της γνώσης' ,(σελ.31).Όλα μαζι είναι το αίτημα ότι και οι δύο τύποι πιστεύω εξηγούνται από τις ίδιες 'σειρές' ή 'μοντέλα' των μηχανισμών που τα προκαλούν.Δίνοντας αυτή τη δραματική αδυναμία στην διαφωνία του Bloor, μπορώ μόνο να συμφωνήσω με την εικασία της Hesse οτι, "Μπορεί να φανεί πως η 'ισχυρή' θέση έχει γίνει τόσο αδύναμη ώστε να είναι δυσδιάκριτη από κάτι που οποιοσδήποτε ορθολογιστής ή ρεαλιστής μπορούσε να δεχθεί όσο αφορά την εξέλιξη της επιστήμης." (ibid.)
B.Barnes και D.Bloor ,"Σχετικισμός ,Ορθολογισμός και Κοινωνιολογία της Επιστήμης" , διαθέσιμο ,σε δακτυλογραφημένο κείμενο ,σελ.13
Bloor ,KSI, σελ.ix.
Bloor ,KSI, σελ.28
Bloor ,KSI, σελ.40
Ο Roger Trigg, ένας κριτικός της δουλειάς του Bloor, θέτει το θέμα σωστά όταν διαφωνεί :"Αν τα πιστεύω μπορούν να παραχθούν από μια διαδικασία αιτιότητας ψευδόμενα στην δικαιοδοσία της φυσιολογίας ή της ψυχολογίας παρά στην κοινωνιολογία ,τότε πρέπει να γυρίσουμε σε εκείνες τις πειθαρχίες ,παρά στην κοινωνιολογία...όσο πιο πολύ συμφωνείται (όπως και ο Bloor συμφωνεί) ότι η κοινωνιολογία της γνώσης δεν μπορεί να μας πει όλη την ιστορία, τόσο λιγότερο σημαντικό εμφανίζεται το αίτιο και λιγότερο 'δυνατό' το προγραμμά του". ("Η Κοινωνιολογία της Γνώσης", Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών ,(1978), σελ.289-298.
Bloor ,KSI, σελ.12-13.
Εξετάζω αυτό το αντικείμενο σε μεγαλύτερο εύρος στο δικό μου διαθέσιμο κείμενο "Υπερτιμημένος Υποκαθορισμός".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου