Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ




ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


[Κεφάλαιο 4]

Sal Restivo


Το πολιτισμικό περιεχόμενο της σύγχρονης επιστήμης ήταν πάντα σε αμφισβήτηση. Η διορατικότητα όλων των βασικών αρχών της επιστήμης ερχόταν σε σύγκρουση με την αντίληψη που θεωρεί την επιστήμη, προϊόν αλλοτριωμένου ανθρώπινου πνεύματος. Σε μερικές περιπτώσεις, αυτή η αντίθεση εκφράζεται ως επίθεση ακόμα και στη γενικότερη έννοια της επιστήμης. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, αυτή η σύγκρουση έγκειται μεταξύ «αληθινής επιστήμης» και της επιστήμης που είναι «αλλοτριωμένη», για παράδειγμα, από καπιταλιστές και τεχνοκράτες. Γενικά, οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης δεν ασχολούνται με αμφιβολίες και συγκρούσεις για την αξία της σύγχρονης επιστήμης. Είναι σιωπηρώς ή κατηγορηματικά υπερασπιστές της. Η έρευνά τους τείνει να επιβεβαιώσει, να μιμηθεί και να δικαιολογήσει, τη σύγχρονη επιστήμη ως ένα κοινωνικό σύστημα που λειτουργεί καλά και τον παραδειγματικό τρόπο έρευνας. Αυτό είναι αλήθεια, όπως ανέφερα στα εισαγωγικά κεφάλαια, και στις δύο μεριές της διαχωριστικής γραμμής του 1970, που χωρίζει την παλιά και την καινούργια κοινωνιολογία της επιστήμης.

Στο σημείο αυτό γίνεται έμμεση αναφορά στο τι θα έπρεπε να εξυπηρετεί η σύγχρονη επιστήμη . Γενικά , τίθεται το θέμα του είδους των κινήτρων της σύγκρισης επιστήμης και οι απόψεις διίστανται . Ο σκοπός της είναι το κέρδος και γενικά οι στόχοι ενός καπιταλιστικού μοντέλου και όχι η γενικότερη πρόοδος και ευημερία .

Η ύπαρξη της σπουδής της επιστήμης ως επάγγελμα είναι βασισμένη στην καλή θέληση των επιστημόνων ως εναγόμενους και αντικείμενα παρατήρησης και ανάλυσης, καθώς επίσης και στην πίστη μεταξύ των επιστημόνων, των διανοούμενων και των λόγιων γενικότερα όπως και μεταξύ μελών του γενικότερου κοινωνικού συνόλου, ότι η επιστήμη λειτουργεί και παράγει οφέλη για την κοινωνία. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι πολλοί από εμάς υιοθετούμε ότι αφού οι επιστημονικές μέθοδοι φαίνονται να είναι οι μόνες λογικές μέθοδοι για να χρησιμοποιούνται στην έρευνα, πρέπει ομοίως να χρησιμοποιούμε την ανταγωνιστικότητα, τον ελιτισμό, την αλλοτρίωση, τη μηχανιστική λογική και άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης επιστήμης (και κοινωνίας). Αυτή η θεωρία είναι τόσο «βαθιά χαραγμένη» που όταν ξεκινούμε με σκοπό να κρίνουμε τη σύγχρονη επιστήμη, ακολουθούμε την επιστημονική προσέγγιση με όλα τα κοινωνικά της παρεπόμενα. Και ακόμη πόσοι από εμάς μπορούν να αναγνωρίσουν - ψυχολογικά και επαγγελματικά - (χωρίς να λογαριάσουμε την πράξη της αναγνώρισης), ότι ο ορθολογισμός της σύγχρονης επιστήμης είναι ίδιος με τον ορθολογισμό (τύπου «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων») της πολιτικής ισχύος, της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης και των προτύπων εξουσίας που έχουν διεισδύσει σε κάθε κομμάτι της κοινωνικής μας ζωής.

Οι νέες επιστημονικές μελέτες έχουν βοηθήσει για να αποκαλυφθούν σπουδαία κοινωνικά γεγονότα της επιστήμης βασισμένα στη φαινομενικά ασήμαντη ιδέα ότι οι επιστήμονες είναι άνθρωποι και ότι η επιστήμη είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα. Έχουμε μάθει πολλά όσον αφορά τέτοια πράγματα, όπως για παράδειγμα τους τρόπους με τους οποίους υιοθετώντας συγκεκριμένες τεχνικές υποθέσεις μπορούμε, χρησιμοποιώντας τη φράση του Brian Martin, να στηρίζουμε ένα επιχείρημα. Έχουμε εμβαθύνει στην κατανόηση της φύσης και στη σημασία της διαλογής, της ερμηνείας και της χρησιμοποίησης στοιχείων. Γνωρίζουμε ότι σε ένα ειδικό τύπο διανοητικής εργασίας όπως είναι η επιστήμη, οι προϋποθέσεις φαίνεται να απουσιάζουν (αυτός είναι ένας λόγος που η επιστήμη παρουσιάζεται χωρίς αξίες ή αναμφισβήτητα αντικειμενική) μόνο επειδή έχουν βασιστεί πάνω στην επιστημονική πρακτική. Και όσο ρωτάμε γιατί η επιστημονική έρευνα εκτελείται, ποιος την εκτελεί, ποιος μπορεί να τη χρησιμοποιήσει, τι δικαιολογεί, τόσο περισσότερες συνδέσεις με την κοινωνία ανακαλύπτουμε. Και αφού σε αυτή την περίπτωση η κοινωνία είναι σε υψηλό βαθμό διαχωρισμένη, ανακαλύπτουμε τους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ της επιστήμης και των κέντρων εξουσίας της κοινωνίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλη η επιστημονική γνώση είναι μολυσμένη. Αλλά όπως ο Brian Martin ισχυρίζεται...

Η επιστημονική γνώση δεν είναι αποκλειστικά το προϊόν της αναζήτησης του κέρδους ή της ανάγκης για να δικαιολογήσουμε πόλεμο . Ενώ , η επιστημονική γνώση - όπως η οργάνωση της επιστημονικής κοινότητας και ο τρόπος με τον οποίο η επιστημονική ερευνά εκτελείται - είναι επιλεκτικά προσανατολισμένη προς αυτού του είδους τους σκοπούς στην έρευνα υπάρχουν πολλές περιοχές που πρέπει να μελετηθούν η επιστημονική γνώση είναι κυρίως αναπτυγμένη σε εκείνους τους

δρόμους που υπόσχονται όφελος προς τις ισχυρές ομάδες της κοινωνίας για παράδειγμα , στα ηλεκτρονικά , η επιστημονική γνώση είναι οργανωμένη για να βοηθήσει στην προώθηση της ευκολίας στην επικοινωνία (συνήθως μιας κατεύθυνσης ) και στο κέρδος , παρά για τη διευκόλυνση της γενικής πρόσβασης και του κοινωνικού έλεγχου .

Εάν κοιτάξουμε στις συζητήσεις για τη σύγχρονη επιστήμη που θεωρείται ως μια επιχείρηση που λειτουργεί καλά και προοδεύει, θα δούμε ότι συνεπάγεται μια συγκεκριμένη θεωρία για τον κόσμο και ειδικότερα μια θεωρία για τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτή η θεωρία των κοινωνικών σχέσεων - που δικαιολογεί τον ελιτισμό, τον ανταγωνισμό, την αλλοτριωμένη δραστηριότητα της «κανονικής επιστήμης» και τον διαχωρισμό της επιστήμης από την ηθική και τις αξίες - είναι ένα εμπόδιο στην κοινωνική πρόοδο. Ο Max Weber περιγράφει τον ορθολογισμό των κοσμοθεωριών ως μια παγκόσμια, αλλά πάνω απ’ όλα ευρωπαϊκή ιστορική πρόοδο. Ο ορθολογισμός πάει χέρι-χέρι με τον εκσυγχρονισμό της κατάστασης. Σε αυτές τις διεργασίες, μια άλλη παγκόσμια εξουσία, ο Θεός, μετασχηματίζεται σε μια άλλη παγκόσμια εξουσία, την αιτία, ως μια ενυπάρχουσα αρχή. Αυτό «μεταφέρει μαζί του» το ενδεχόμενο για διαχωρισμό του ορθολογισμού και της επιστήμης από την ηθική. Είναι φανερό πως η ηθική και η σύγχρονη επιστήμη είναι ασύμβατες έννοιες . Οι έρευνες καθοδηγούνται με βάση το συμφέρον και η ηθική παραμερίζεται . Σε αυτό το σημείο είναι που εμφανίζονται τα πρώτα ρήγματα στον κοινωνικό ιστό , κατά συνέπεια εμποδίζεται η καθολική κοινωνική πρόοδος που μια μη τεχνοκρατική και καπιταλιστική επιστήμη θα εξασφάλιζε .

Οι ερευνητές της επιστήμης πρέπει να σταματήσουν να θεωρούν - δημόσια ή ιδιωτικά - την επιστήμη σαν φυσική. Η τάση να εξισώσουν την επιστήμη και τη φυσική έχει συγκαλύψει τις σημαντικές ανακαλύψεις των κοινωνικών επιστημών και έχει κάνει επιστήμες όπως την οικολογία, τη βιολογία και τη χημεία τρόπους έρευνας κατώτερης κλάσης. Και ακόμη η εξίσωση της επιστήμης με τη φυσική μαζί με μία ψυχολογίστικη, ανιστόρητη και ακοινώνητη αντίληψη της συνείδησης και της συμπεριφοράς, έχει τροφοδοτήσει λάθος καθοδηγούμενες προσπάθειες για τη σύνδεση επιστημονικών και μυστικών παραδόσεων. Αυτό έχει υπονομεύσει τη δυναμική αξία της εξέτασης εναλλακτικών ομοειδών στρατηγικών.

Πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στο ρόλο της ιδεολογίας στην σύγχρονη επιστήμη. Για να ισχυριστούμε ότι υπάρχει ιδεολογία στη σύγχρονη επιστήμη σημαίνει εν μέρει ότι υπάρχει μια δογματική υποστήριξη για τη σύγχρονη επιστήμη ως τρόπος ζωής, και μιας συλλογικής καλλιέργειας ψεύτικης συνείδησης που αποκρύβει από τους επιστήμονες το ψυχολογικό, κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο και τις συνέπειες των δραστηριοτήτων τους. Η ψεύτικη συνείδηση μπορεί επίσης να εκδηλωθεί ως μία λανθασμένη ερμηνεία του εαυτού της και του κοινωνικού της ρόλου. Η ιδεολογία της σύγχρονης επιστήμης συγκρατεί διαμάχες για εξουσία και θέση, θεσμική επιβίωση και τη χρησιμοποίηση της επιστήμης (στο βαθμό που αυτή υπερτονίζει την ποσότητα, την αυστηρότητα, τον έλεγχο και την πρόβλεψη) ως πηγή για τη μείωση του προσωπικού άγχους και φόβου.

Το κυνήγι της «επιστήμης για τον εαυτό της» γενικά απαιτεί αφοσίωση στη δουλειά και στον επαγγελματισμό. Αυτό δυσκολεύει να βρεθεί χρόνος για άλλες δραστηριότητες και εντείνει τον ιδεολογικό δεσμό της σύγχρονης (επαγγελματικής, γραφειοκρατικής) επιστήμης με τους επιστήμονες και την κοινωνία. Η σύγκλιση των δυσλειτουργιών της επαγγελματοποίησης και του γραφειοκρατισμού τείνει να αυξήσει την εξειδίκευση και την υπερεξειδίκευση σε μια συγκρουόμενη διαίρεση της εργασίας. Η επαγγελματική και οργανωτική αυτονομία αυξάνει υπό αυτές τις συνθήκες και η δημιουργική και κριτική νοημοσύνη μαζί με τα πιο φωτισμένα κίνητρα, διαβρώνεται. Τελικά, η ικανότητα των ανθρώπων που κοινωνικοποιούνται υπό αυτές τις συνθήκες να διαχωρίζουν την αυταπάτη από την πραγματικότητα, την παραίσθηση από τα εξωτερικά γεγονότα (ή τουλάχιστον να γνωρίσουν αυτές τις διαιρέσεις), απειλείται. Εκτός από τους προφανείς σκοπούς της επιστήμης που είναι η πρόοδος ως μια γενικότερη ( αλλά και τόσο αμφισβητήσιμη ) έννοια , υπάρχουν και άλλοι λόγοι για έναν ερευνητή να προσπαθεί συνεχώς . Είναι η επιστήμη για την επιστήμη , που πολλές φορές δεν δίνεις απτά αποτελέσματα ,αλλά παρόλα αυτά απαιτεί μεγάλη αφοσίωση . Μια τέτοια δραστηριότητα , φυσικά και δημιουργεί ανεργία και υπερεξιδίκευση μιας και οι νέες ανακαλύψεις δεν αφορούν το ευρύ κοινωνικό σύνολο αλλά μόνο την επιστημονική κοινωνικότητα ίσως , ή ακόμη και ένα μόνο μέρος της .

Η ένταση μεταξύ της αφοσίωσης στην επιστήμη (θεωρητικά) και η αναγνώριση του κοινωνικού προβλήματος της επιστήμης δεν φαίνεται πουθενά καλύτερα απ’ ότι στις «φεμινιστικές» επιστημονικές μελέτες. Οι θεωρητικοί του φεμινισμού, όπως η Carolyn Merchant, Evelyn Fox Keller, Sandra Harding και η Elizabeth Fee έχουν προσθέσει μια νέα διάσταση στην κριτική της σύγχρονης επιστήμης, συνδέοντάς την με θέματα φύλου και δύναμης.


Φύλο και Επιστήμη

Η Carolyn Merchant ισχυρίζεται ότι η επιστημονική επανάσταση θέτει τη φύση, τις γυναίκες, τους μαύρους και τους εργάτες «προς μια νέα κατάσταση και τους ανθρώπινους πόρους για το σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα». Στην πραγματικότητα, αυτό ανακλούσε ένα γενικό μετασχηματισμό, αρχικά όλων των πραγμάτων, ζώων και ανθρώπων σε εμπορεύματα. Το πρόβλημα για τις κατώτερες τάξεις, τους μη προνομιούχους και τους καταπιεσμένους ήταν ότι οι εμπορευματοποιημένες ζωές τους ήταν υπό την κυριαρχία πιο ισχυρών εμπορευματοποιημένων ανθρώπων. Μεταξύ αυτών των ισχυρών «εμπορευμάτων», οι κυρίαρχες ρίζες της δύναμης τοποθετούνταν στους κοινωνικούς ρόλους των ανδρών. Έβαζαν μια αρσενική σφραγίδα στον κόσμο και επομένως όριζαν, εξανάγκαζαν και έλεγχαν τη φύση, τις γυναίκες, τους μη προνομιούχους γενικά και τη σύγχρονη επιστήμη.

Η ανάλυση του φύλου και της επιστήμης αποκαλύπτει το κρίσιμο ελάττωμα στον εργασιακό προσανατολισμό στη σύγχρονη επιστήμη: την αποτυχία στην επίγνωση του ανθρώπινου νοήματος των μεθόδων, των θεωριών και των αποτελεσμάτων. Η Merchant, για παράδειγμα, γράφει:

Η αναπαραγωγή - οι ορμόνες, η εμμηνόρροια και η εγκυμοσύνη - χρησιμοποιείται για να συνάγουμε και να δικαιολογήσουμε την οικονομική εξάρτηση των γυναικών που «ανακαλύφθηκε» στην μετάβαση του 17ου αιώνα από τη συντήρηση στους καπιταλιστικούς τρόπους αναπαραγωγής. Για τις γυναίκες, αυτή η όψη της επιστημονικής επανάστασης δεν επέφερε τον θεωρούμενο διαλογικό διαφωτισμό, την αντικειμενικότητα και την απελευθέρωση από τις παλιές υποθέσεις που παραδοσιακά τη συνόδευαν.

Στην επιστημονική επανάσταση, η ανάκριση των μαγισσών έγινε σύμβολο εξέτασης της φύσης. Η Merchant ισχυρίζεται ότι η αίθουσα του δικαστηρίου έγινε το μοντέλο για την ανακριτική διαδικασία. Και ο βασανισμός χρησιμοποιώντας μηχανικές συσκευές για τον έλεγχο της αταξίας έγινε ένα βασικό συστατικό της επιστημονικής μεθόδου ως δύναμης. Καθώς η Keller μας υπενθυμίζει, ... εάν η σύγχρονη επιστήμη εξελισσόταν και βοηθούσε στο σχηματισμό ενός συγκεκριμένου κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου.

Τα επιχειρήματα που είναι ουδέτερα ή χωρίς αξία για την επιστήμη, είναι αναπόφευκτα βασισμένα στο διαχωρισμό ανεξάρτητων επιστημονικών προτάσεων ή δηλώσεων από το κοινωνικό οικοδόμημα στο οποίο συλλαμβάνονται, παράγονται και χρησιμοποιούνται. Τότε, ανεξάρτητα γεγονότα ή σειρές γεγονότων παρουσιάζονται ως επιστήμη. Αλλά για να καταλάβουμε τις γυναικείες κριτικές για την επιστήμη, πρέπει να δούμε την επιστήμη ως κοινωνική δραστηριότητα και κοινωνικό θεσμό.

Μια εναλλακτική επιστήμη δεν πρέπει να συλλαμβάνεται από την άποψη των εναλλακτικών προτάσεων, αλλά μάλλον από την άποψη εναλλακτικών θεσμών και κοινωνιών. Αυτό είναι ξεκάθαρο ακόμη και για θέματα δικαιοσύνης που μπορεί αρχικά να μην θέτουν απειλές στην επιστήμη αυτή καθεαυτή. Αλλά το κατόρθωμα της ίσης ευκαιρίας ή της συγκρίσιμης αξίας για τις γυναίκες στην επιστήμη εξαρτάται από τέτοιους παράγοντες, όπως η μείωση των στερεοτύπων για τα φύλα και ο διαχωρισμός της δουλειάς συναρτήσει του φύλου. Όπως η Sandra Harding ισχυρίζεται, «μπορεί ακόμη να χρειαστεί η απόλυτη εξάλειψη του φυλετισμού, του κλασικισμού και του ρατσισμού στις κοινωνίες που παράγουν επιστήμη». Η Harding προκαλεί επίσης την ευρείας αποδοχής άποψη ότι «η κατηγορία των γυναικών για την προκατάληψη των ανδρών» αφήνει τη φυσική, τη χημεία και την επιστημονική θεώρηση «άθικτη». Αποδεικνύει επίσης την προφανή αντίφαση μεταξύ του «χτισίματος» μιας διάδοχης επιστήμης και της αποικοδόμησης της επιστήμης όπως την ξέρουμε. Το επιχείρημά της είναι ότι πρέπει να κυνηγήσουμε και τους δύο στόχους:

Το καθένα απαιτεί επιτυχία του άλλου , για μια επαρκή διαδοχή επιστήμη χρειάζεται να βασιστούμε στους πόρους που παράγονται από τις διαφορές στην κοινωνική εμπειρία των γυναικών και των χειραφετημένων πολιτικών σχεδιασμών και μια αποτελεσματική αποικοδόμηση της ισχυρής επιστήμης του πολιτισμού μας απαιτεί μια εξίσου ισχυρή συμπαράσταση ενάντια στις οπισθοδρομικές και μυστικοπαθείς νεωτεριστικές δυνάμεις .

Έχω κάνει κριτική σε κάποια από τα χαρακτηριστικά της θηλυκής πρόκλησης τα οποία είναι σύμφωνα με τη θεώρηση της σύγχρονης επιστήμης που διατυπώνεται σε αυτό το κεφάλαιο. Υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί της θηλυκής πρόκληση, που είναι όμως κοινοί σε άλλες περιοχές της κριτικής της επιστήμης. Αυτοί οι περιορισμοί αντανακλούν τη δυσκολία του χαλαρώματος της επιβολής των εικόνων της επιστήμης και την εγκατάλειψη του μύθου της αγνής επιστήμης. Ακόμη και οι φεμινιστικές επιστημονικές σπουδές και η φεμινιστική επιστημονική κριτική, που διώκεται με το μεγαλύτερο βαθμό ανεξαρτησίας από την παραδοσιακή προκατάληψη των ανδρών, βασίζεται στις εργασίες του Thomas Kuhn και σε μικρότερο βαθμό στον Bloor και στους θεωρητικούς των επιστημονικών σπουδών - ειδικά σχετίζεται η ομάδα Bloor στο Edinburg - ως έγκυρα οφέλη της κοινωνιολογίας και της ιστορίας της επιστήμης. Έχω ήδη εξηγήσει γιατί ούτε ο Bloor ούτε ο Kuhn μπορούν να θεωρηθούν κριτικοί της επιστήμης κατά την άποψή μου. Η προσέγγιση του Bloor απαιτεί να υιοθετηθούν «οι prouen μέθοδοι της επιστήμης» και να αγνοηθούν οι κοινωνικές τους παγίδες. Και ο Kuhn είναι πρώτα απ’ όλα ένας internalist (με την παραδοσιακή έννοια του όρου), ένας ιστορικός της επιστήμης που έχει πίστη στην επιστημονική πρόοδο.

Η παρερμηνεία της Harding για τον Kuhn φαίνεται από το γεγονός ότι θεωρεί ειρωνικό ότι το βιβλίο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων» - το οποίο διαβάζει καθώς υποσκάπτει «της αντιλήψεις της επιστήμης στον Κύκλο της Βιέννης» - εκδόθηκε αρχικά ως μέρος της εργασίας για τη διεθνή εγκυκλοπαίδεια της ενωμένης επιστήμης. Αλλά δεν υπάρχει ειρωνεία σε αυτόν τον συσχετισμό, όπως ο ίδιος ο Kuhn έχει αποδείξει.

Άλλο ένα παράδειγμα της προσκόλλησης της παραδοσιακής επιστημονικής ιδεολογίας στις φεμινιστικές επιστημονικές σπουδές, είναι ο προσανατολισμός της Harding σε επιστήμονες φεμινιστές ως «κληρονόμους του Αρχιμήδη καθώς ερμηνεύουμε την κληρονομιά του για την εποχής μας». Ο Αρχιμήδης επαινείται για «την εφευρετικότητά του στην δημιουργία ενός νέου είδους θεωρίας». Αυτός είναι ο Αρχιμήδης ως εικόνα και όχι ο Αρχιμήδης ως μηχανικός του στρατού.

Ενώ η Harding είναι πρόθυμη να μελετήσει (έστω ρητορικά) την ιδέα «μιας ριζικά διαφορετικής επιστήμης», η Evelyn Fox Keller σαφώς διαχωρίζει τον εαυτό της από προσπάθειες για απόρριψη της επιστήμης ή την ανάπτυξη μιας «νέας» επιστήμης. Ο λόγος που αυτή αρνείται να ακολουθήσει αυτή την γραμμή της φεμινιστικής έρευνας είναι, με δικά της λόγια, το γεγονός ότι: «Εγώ είμαι μια επιστήμονας...». Ο συλλογισμός της επιβάλλεται. Απορρίπτοντας την αντικειμενικότητα σαν ανδρικό ιδανικό, οδηγούν τις φωνές των φεμινιστριών σε μια «εχθρική χορωδία», και αυτό καταδικάζει τις γυναίκες να μείνουν εκτός της μοντέρνας κουλτούρας. Η Keller απορρίπτει το κάλεσμα για μια νέα επιστήμη βασιζόμενη στο ότι αυτή καταστρέφει τα θετικά χαρακτηριστικά της μοντέρνας επιστήμης.

Η υπόθεση ότι η επιστήμη μπορεί να αντικατασταθεί εκ νέου, αντικατοπτρίζει μια άποψη της επιστήμης σαν καθαρά κοινωνικό προϊόν, οφείλοντας υπακοή στην ηθική και πολιτική εξωτερική πίεση. Σε αυτήν την ακραία συγγενικότητα, η επιστήμη μετατρέπεται σε ιδεολογία, κάθε απελευθερωτική λειτουργία της μοντέρνας επιστήμης ακυρώνεται, και η διαιτησία για την αλήθεια υποχωρεί στην πολιτική ιδιοκτησία.

Η προοπτική να σκιαγραφήσω σ’ αυτό το βιβλίο το σκοπό της Keller - την αξιοποίηση της επιστήμης εκ των έσω, σαν ανθρώπινο και όχι σαν ανδρικό έργο, και την αποκήρυξη του διαχωρισμού της συναισθηματικής και διανοητικής εργασίας όπου διατηρεί την επιστήμη σαν ανδρική ιδιοκτησία - είναι κοινωνιολογικώς ουτοπιστικό. Η Harding φαίνεται να εκτιμά καλύτερα το γεγονός ότι η απάρνηση «του διαχωρισμού της συναισθηματικής και διανοητικής εργασίας η οποία διατηρεί την επιστήμη σαν μια ανδρική ιδιοκτησία» σημαίνει απάρνηση όλων όσων συσχετίζονται και συνεργάζονται από την «επιστήμη» και τους «επιστήμονες». Τελικά, η κοινωνιολογία της επιστήμης αναπτυγμένη σε αυτήν την ένταση (στάδιο) πρέπει να θέτει σε επιφυλακή την Keller και άλλους κοινωνικούς κριτικούς, οι οποίοι κριτικάρουν την επιστήμη σαν επιστήμονες για τους κινδύνους της προσπάθειας να εισάγουν υπολείμματα μοντέρνας επιστήμης σε μια καινούργια κοινωνική τάξη. Όπως η Elizabeth Fee έχει επισημάνει:

Σε αυτό το σημείο, ενώ είναι απαραίτητο να διαφωνήσω με την περίπτωση της εισόδου των γυναικών στα επιστημονικά επαγγέλματα σαν προσωρινά διορισμένες, είναι ακόμα σημαντικό να εισπράξουμε την επιστημονική κριτική της επιστήμης στο σημείο το οποίο μπορούμε να αρχίσουμε να οικοδομούμε μια καθαρή άποψη από εναλλακτικούς τρόπους της δημιουργικής γνώσης.

Γεγονός είναι ότι η κοινωνική προοπτική - με την οποία διαφωνών ως προς την έννοια της συμπαγούς οικοδόμησής της - δεν είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των φεμινιστικών επιστημονικών σπουδών και επιστημονικής κριτικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι στα θέματα της ημερήσιας διάταξης δεν εφιστούν την προσοχή στα προβλήματα της κοινωνικής δομής. Αλλά αυτό δεν γίνεται με τρόπο που να κοινωνιολογεί ριζικά την επιστημονολογία.


Η Κοινωνιολογική Φαντασία

Οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης, παλιοί και νέοι, έχουν δυσκολία να ακολουθήσουν τον Mills (1961:8) στην σύνδεση της μοντέρνας επιστήμης «στις προσωπικές δυσκολίες του κοινωνικού περίγυρου» και «στην δημόσια έκδοση της κοινωνικής δομής» για καλό σκοπό. Αυτό που λείπει από την επιστημονική κριτική και από την κοινωνιολογία της επιστήμης είναι η ανάμιξη τους στα Μιλσιανά από δομική ανάλυση (κοινωνία με τη δυνατή της έννοια), κοινωνική κριτική, επιστημονική σχέση, και έναν ακτιβιστικό προσανατολισμό για κοινωνική αλλαγή - εν συντομία, η κοινωνιολογική φαντασία. Δεν ήθελα να υπονοήσω ότι το Μιλσιανό πρόγραμμα είναι τελείως απελευθερωμένο από όλα τα μέσα υπεράσπισης της επιστήμης. Στην δουλειά του Mills, όπως και στην δική μου, υπάρχει μια αναπόφευκτη ένταση ανάμεσα σε: (1) νέους τρόπους για να βλέπεις την επιστήμη, οι οποίοι ανοίγουν αταξίδευτα μονοπάτια κριτικής και ανανέωσης στην επιστήμη, στον πολιτισμό και την κοινωνιολογία, και (2) καθιερωμένες μεθόδους έρευνας οι οποίες βραχυκυκλώνουν την κριτική και την ανανέωση. Η εργασία μου σαν σύνολο δεν είναι μια προσπάθεια για να υπερβείς ένταση, αλλά για να την εκμεταλλευτείς.

Ο Mills, ο Veblen και άλλοι κοινωνικοί κριτικοί της μοντέρνας επιστήμης, την έχουν εμπλέξει σε προβλήματα αποξένωσης, αποκτήνωσης, οικολογικής καταστροφής και πυρηνικής κλιμάκωσης. Αυτοί εκθέτουν την μοντέρνα επιστήμη όχι σαν λυτρωτή, πανάκεια, αφθονία ή συνώνυμη της προόδου, αλλά περισσότερο σαν κοινωνικό πρόβλημα. Η μοντέρνα επιστήμη από αυτή την κριτική προοπτική είναι μια απειλή στην δημοκρατία, στην ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, ακόμη και στην μεγάλη ικανότητα του πλανήτη μας να υποστηρίξει την ζωή σε όλα. Εκτός αυτού, επειδή η μοντέρνα επιστήμη δεν είναι απλά in αλλά off από την μοντέρνα κοινωνία, είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα επειδή η μοντέρνα κοινωνία από μόνη της είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ο σκοπός μου σε αυτό το Κεφάλαιο είναι να εξερευνήσω αυτήν την αντίληψη της μοντέρνας επιστήμης και να αποδώσω τις επιπτώσεις για την κριτική και την ανανέωση στην κοινωνιολογία της επιστήμης. Παρακάτω θα στραφώ τότε, σε μια συζήτηση στο τι εννοώ με τον όρο «κοινωνικό πρόβλημα» και γιατί εξετάζω την μοντέρνα επιστήμη και την μοντέρνα κοινωνία σαν κοινωνικά προβλήματα.


Η μοντέρνα επιστήμη σαν κοινωνικό πρόβλημα

Το 1923, ο βιοχημικός J.B.S. Haldane δημοσίευσε ένα δοκίμιο με τίτλο Δαίδαλος ή Επιστήμη και το Μέλλον. Ο Haldane ζωγράφισε την εικόνα μιας ελκυστικής μελλοντικής κοινωνίας δημιουργημένη από εφαρμοσμένη επιστήμη για την προώθηση της ανθρώπινης ευτυχίας. Ο Bertrand Russell απάντησε στον Haldane με ένα δοκίμιο με τίτλο Ίκαρος ή το Μέλλον της Επιστήμης. Ο Russell έγραψε ότι όσο και να ήθελε να συμφωνήσει με την πρόβλεψη του Haldane, η εμπειρία του με τους πολιτικούς και την κυβέρνηση τον ανάγκασε να προβλέψει ότι η επιστήμη θα χρησιμοποιηθεί για να «προωθήσει την δύναμη των κυρίαρχων ομάδων από το να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους». Ο Δαίδαλος δίδαξε τον γιο του να πετάει, αλλά τον προειδοποίησε να απομακρυνθεί από τον ήλιο. Ο Ίκαρος αγνόησε την προειδοποίηση και βούτηξε στο θάνατό του. O Russell προειδοποίησε ότι την ίδια μοίρα θα «είχαν και οι πληθυσμοί οι οποίοι, οι μοντέρνοι άνθρωποι της επιστήμης τους έχουν μάθει να πετούν». Ο Russell είναι πιο απαισιόδοξος από τον Haldane, αλλά είναι διστακτικός σχετικά με το να καταστήσει τον Δαίδαλο - και τους μοντέρνους επιστήμονες - υπεύθυνους για τις μοίρες των ατόμων και των κοινωνιών, τους οποίους κατευθύνουν. Ποιος ήταν ο Δαίδαλος και τι είναι η μοντέρνα επιστήμη; Λεπτή άλλα ουσιώδης διάφορα μεταξύ της φιλοσοφίας του Ίκαρου και του Δαίδαλου εμφανίζοντας αλληγορικά στην έννοια της σύγχρονης επιστήμης .

Τίθεται δηλαδή το ερώτημα αν η επιστήμη λειτουργεί γνωρίζοντας τα όρια και τους φραγμούς τους οποίους πρέπει να έχει ή όχι . Ειδικότερα μια επιστήμη χωρίς φραγμούς ηθικής ενισχύει την ιδέα πως θα οδηγηθούμε στην καταστροφή εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης των μέσων που αυτή προσφέρει .

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Δαίδαλος ήταν ο πρώτος θνητός εξερευνητής. Η καριέρα του είναι σημαδεμένη από φανταστική εξερευνητικότητα συνοδευόμενη με ζήλια, ραδιουργία και φόνους. Εφεύρε μια μηχανή η οποία επέτρεψε στην βασίλισσα του Μίνωα, την Πασιφάη, να συνουσιαστεί με ένα ταύρο. Το αποτέλεσμα από αυτή την σχέση είναι κρυμμένο μακριά μέσα σε ένα λαβύρινθο σχεδιασμένο από τον Δαίδαλο, και αργότερα σκοτώθηκε από τον Θησέα, ο οποίος χρησιμοποίησε μια συμβουλή εφευρημένη από τον Δαίδαλο για να περάσει το εμπόδιο του λαβύρινθου. Ο Θησέας ωστόσο έκλεψε επίσης και την κόρη της Πασιφάης. Ο Δαίδαλος τελικά έχασε την εύνοια του βασιλιά και φυλακίστηκε σε ένα πύργο. Τελικά ο Δαίδαλος έφτιαξε φτερά από πούπουλα και κερί για τον εαυτό του και τον γιο του Ίκαρο. Η απόδρασή τους από τον Πύργο χάλασε, όταν ο Ίκαρος αγνόησε την νουθεσία του πατέρα του, να μην πλησιάσει πολύ κοντά στον ήλιο και βούτηξε προς τον θάνατό του όταν η έντονη ζέστη έλιωσε το κερί στα φτερά του. Ο Δαίδαλος επέζησε πικραμένος και θρηνώντας την ιδιοφυία του. Ο Δαίδαλος είχε έναν ανιψιό, τον Τάλω, του οποίου το ταλέντο σαν εξερευνητή ζήλεψε. Μεταξύ των εξερευνήσεων του Τάλου είναι το πρώτο πριόνι. Έλυσε αυτή την πρώιμη φιλονικία (και το πρόβλημα να έχεις να αγωνίζεσαι με έναν αντίπαλο) με το να απομονώσει τον Τάλω σε ένα πύργο. Αυτός που είναι ο Δαίδαλος είναι στην πραγματικότητα το κατάλληλο σύμβολο για την μοντέρνα τεχνολογία, έχει βοηθήσει στον τρόπο για την στήριξη της μοντέρνας βιομηχανίας και τεχνολογικής κοινωνίας. Οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης έχουν ασχοληθεί γύρω από αυτήν την πραγματικότητα αλλά δεν το αντιμετωπίζουν απευθείας.

Η ιδέα ότι η μοντέρνα επιστήμη είναι βιώσιμη, επιτυχημένη και προοδευτική επιχείρηση, δεν είναι μόνο κοινή μέσα στην νέα κοινωνία της επιστήμης, είναι μια ιδέα την οποία οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι σε αυτόν τον τομέα θεωρούν πολύτιμη. Υπάρχει μια παράλληλη απροθυμία σπουδαστών των κοινωνικών προβλημάτων να συμπεριλάβουν την μοντέρνα επιστήμη στις αναλύσεις τους, τις κριτικές τους και στις πολιτικές τους σπουδές. Τα μαθήματα και τα εγχειρίδια των κοινωνικών προβλημάτων κατά κανόνα δεν αφιερώνουν χρόνο στην μοντέρνα επιστήμη (παρόλο που μπορεί να λαμβάνει έμμεση προσοχή στις σπουδές που ασχολούνται με την «τεχνολογία»). Ένας λόγος ευρέως εκτιμηθείς σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο με την ισχυρή εποικοδομητική έννοια που έχει αυτό (γιατί η επιστημονική γνώση από μόνη της είναι ένα κοινωνικό οικοδόμημα). Ένας άλλος λόγος είναι η προϋπόθεση ότι η επιστήμη (και ειδικά κάτι καλούμενο «αγνή» επιστήμη) και η τεχνολογία είναι διαχωρισμένα, συγκριτικά ανεξάρτητα φαινόμενα. Άλλοι περισσότερο γενικοί λόγοι που αναγνωρίζονται από τον C. Wright Mills στο σύγγραμμά του το 1943 «Η επαγγελματική ιδεολογία των Κοινωνικών Παθολόγων». Ο Mills κριτίκαρε τις καταστάσεις περίπτωση με περίπτωση, προσεγγίζοντας τα κοινωνικά προβλήματα. Αυτό είναι ένα γενικό πρόβλημα στην κοινωνιολογία, και αντανακλάται στην τάση (διευκρινίζεται μέσα στην οργάνωση των περισσότερων εισαγωγικών εγχειριδίων) να περιγράψουν και να αναλύσουν την κοινωνία την κοινωνία χρησιμοποιώντας μια θέση προσεγγίζοντάς τη θεσμό με θεσμό. Η προσέγγιση της δομής που υπερασπίζεται ο Mills σε αντίθεση με τους «κοινωνικούς παθολόγους» αποκαλύπτει τον δεσμό αλληλοεξάρτησης (με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικούς βαθμούς) όλων των ενεργειών, των οργανισμών και των θεσμών σε μια κοινωνία, και ταυτόχρονα δημιουργεί την ανάγκη για θεωρίες οι οποίες απευθύνονται σ’ αυτές τις αλληλοεξαρτήσεις.

Ο προηγούμενος ισχυρισμός μου ότι η σύγχρονη επιστήμη είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα επειδή η σύγχρονη κοινωνία είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα, είναι μια δυσνόητη κριτική για την προσέγγιση καταστάσεων στα κοινωνικά προβλήματα και μια δήλωση υποταγής στις ανησυχίες του Mills για ολοκληρωτικές κοινωνικές δομές. Με το «κοινωνικό πρόβλημα» δεν θέλω να μεταφέρω τίποτα περισσότερο πολύπλοκο από την Μιλλισιανή αντίληψη ότι η μοντέρνα επιστήμη εμπλέκεται στα προσωπικά προβλήματα και τα δημόσια θέματα της εποχής μας. Η ιδέα ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι, πάλι κατά την Μιλλισιανή έννοια, ένα «κοινωνικό πρόβλημα» σημαίνει ότι το αντικείμενο των ενασχολήσεων με τα προσωπικά προβλήματα και τα δημόσια θέματα (και την συγκέντρωση για κοινωνική αλλαγή αγκέντας) είναι μια πλήρης κοινωνική δομή, παρά ένα ή περισσότερα δυσλειτουργικά στοιχεία εκείνης της δομής. Αυτό έρχεται σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την προοπτική να μεταχειρίζεται το καπιταλιστικό σύστημα και ό,τι το συνδέει σαν κοινωνικό, και μετά κοιτώντας κάθε τμήμα του ξεχωριστά να μεταχειρίζεται σαν προβλήματα εκείνα τα οποία δεν μπορούν να λειτουργήσουν ομαλά.

Ο όρος «κοινωνία», θα πρέπει να υπογραμμιστεί, δημιουργεί ένα ιδεολογικό πρόβλημα. Σε κανονική χρήση, αναφέρεται σε μια ανύπαρκτη, μη διαφοροποιημένη οντότητα, και τείνει να υποδηλώσει συνεργασία και «δημοκρατία». Το πρόβλημα μπορεί εύκολα να προσδιορισθεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τι σημαίνει να χρησιμοποιείς τον όρο «πολιτεία» στην θέση της «κοινωνίας». Υπάρχουν μεθοδολογικές και πολιτικές επιπτώσεις στην άποψή μας για την «κοινωνία».

Εάν κάποιος κομματιάσει την κοινωνία σε παράγοντες, σε στοιχειώδη κομμάτια, θα χρειασθεί αρκετά για να εξηγήσει κάτι και δεν θα είναι ποτέ σίγουρος ότι συμπεριλαμβάνονται όλα. Η επίσημη έμφαση για το «πλήρες» σαν την συν την έλλειψη ολοκληρωμένης δομικής μελέτης συν την ένταση σε διασκορπισμένες (μη συχνές) καταστάσεις, δεν διευκολύνει τον ανασχηματισμό του status-quo.

Η προσέγγιση των καταστάσεων για να μελετήσεις την κοινωνία και τα κοινωνικά προβλήματα έχουν δύο σημαντικές συνέπειες για την μελέτη της επιστήμης. Πρώτον, καθιστά αδύνατη την απομόνωση της επιστήμης από τους άλλους θεσμούς και να την κατατάξεις σε «υγιή» σε αντίθεση με την μη «υγιή». Δεύτερον, αυτό σημαίνει ότι ακόμα και όταν η επιστήμη εξετάζεται κριτικά, η πλήρης κοινωνική δομή δεν φαίνεται να γίνεται η εστία της κριτικής και της ανάλυσης. Ενώ δεν μπορώ να περιγράψω όλα τα παρακλάδια μιας πλήρους προσέγγισης της κοινωνικής δομής στην κριτική κοινωνιολογία της μοντέρνας επιστήμης, εδώ δεν μπορώ τουλάχιστον να εξασφαλίσω μερικές από τις πηγές που σχετίζονται με μια τέτοια προσέγγιση.

Η κριτική του Mills για τους τρόπους με τους οποίους τα «κοινωνικά προβλήματα» συλλαμβάνονται στην εποχή είναι ακόμη σχετική. Όχι μόνο επειδή η έρευνα για μερικά κοινωνικά προβλήματα συνεχίζει να οδηγείται από τις στρατηγικές που ο Mills κριτίκαρε. Περισσότερο σημαντικό είναι ότι σύγχρονες στρατηγικές στην έρευνα των κοινωνικών προβλημάτων υπόκεινται στο επιχείρημά του Mills ότι δεν είναι κατά κάποιο τρόπο χρησιμοποιήσιμες σε συλλογική δράση η οποία ενεργεί εναντίον παρά υπέρ, σχεδόν σε ανεκτά κανάλια. [Δική μου έμφαση]. Δεν είναι εντελώς σαφές, για παράδειγμα, ότι η μοντέρνα προσέγγιση «καθαρά ή «εποικοδομητικά» δημιουργία (μερικές φορές οι δημιουργοί) αποφεύγουν τις παγίδες που ο Mills προσδιορίζει. Θα γυρίσω αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο στις «πραγματικές» και «ενεργητικές» επιπτώσεις της κοινωνιολογικής φαντασίας. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αποσαφηνίσω ένα πρόβλημα αντίληψης που αντιβαίνει την νέα κοινωνιολογία της επιστήμης και συγχρόνως την έρευνα και θεωρία των κοινωνικών προβλημάτων, και αυτή είναι η σχέση μεταξύ δημιουργικότητας και συγγενικότητας.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την μοντέρνα επιστήμη συμπεριλαμβανομένης και της επιστημονικής γνώσης - σαν κοινωνικό οικοδόμημα για να το εκτιμήσουμε σαν κοινωνικό πρόβλημα (υπό την Μιλλισιανή έννοια). Αλλά υπάρχει μια σύγχυση - μέσα και έξω από τις επιστημονικές σπουδές - για το τι σημαίνει η εποικοδομητική ερμηνεία της επιστήμης. Η αντίληψη των κοινωνικών προβλημάτων σαν κοινωνικά δημιουργήματα είναι το σημαντικότερο σημείο του σκελετού της έρευνας και θεωρίας των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων. Στην κριτική τους για δημιουργικότητα στην έρευνα των κοινωνικών προβλημάτων, οι Woolgar και Pawluch υποθέτουν ότι «δημιουργικότητα» και «σαφήνεια» είναι συνώνυμα και ότι συνεπάγονται σχετικότητα σε αντίθεση με τον ρεαλισμό. Σε κάθε περίπτωση, η γένεση της δημιουργικότητας στην νέα κοινωνιολογία της επιστήμης συνδέεται στενά, αν όχι συμπίπτει, με τον κοινωνιολογικό ρεαλισμό των εθνογραφικών ερευνών των επιστημονικών εργαστηρίων. Σ’ αυτό το πλαίσιο η δημιουργικότητα δεν είναι μόνον (ή ακόμα) ένα ζήτημα οικοδόμησης της πραγματικότητας «εξ ορισμού». Μάλλον τείνει να γίνει ένας μοντέρνος τρόπος για να μιλάς για τα κοινωνικά οικοδομήματα καθώς οι αιτίες πιέζουν για γένεση σκέψεων και ενεργειών με το στρες των από μέρα σε μέρα, από λεπτό προς λεπτό δραστηριοτήτων των επιστημόνων καθώς ασχολούνται με την παραγωγή και αναπαραγωγή επιστημονικού πολιτισμού. Γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητη η σύνδεση μεταξύ δημιουργικότητας και σχετικότητας. Δοθήσης της προηγούμενης συζήτησής μου για το γεγονός ότι οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης όπως οι Bloor και Knorr-Cetina, δεν σχετίζονται με καμία αντιεπιστημονική έννοια, δεν θα πρέπει να υποτεθεί ότι η δημιουργικότητα στην επιστήμη και η δημιουργικότητα στην έρευνα των κοινωνικών προβλημάτων σημαίνει το ίδιο πράγμα.

Τα προαναφερόμενα θα πρέπει να έχουν σε επιφυλακή τον αναγνώστη για το γεγονός ότι συνεχίζω σύμφωνα με τις δημιουργικές αρχές, αλλά δεν υιοθετώ κανένα είδος αφελούς (σχετικότητας) συγγενικότητας. Η προσέγγισή μου περιγράφεται πιθανότατα καλύτερα σαν «ρεαλιστική» (παρά σαν για παράδειγμα ρεαλιστής για να μην αναφέρω Ρεαλιστής!). Το πάντρεμα της δημιουργικότητας και μιας ρεαλιστικής παγκόσμιας άποψης, υπονοεί αν υπάρχουν πράγματα που είναι αληθινά και πράγματα που είναι λάθος, καθώς και ότι κάποιο είδος αντικειμενικής γνώσης είναι πιθανό. Αλλά η δημιουργικότητα δεν αφήνει ανέγγιχτες αυτές τις ιδέες, τις μεταλλάσσει σε κοινωνιολογικές έννοιες και κάνει την αντικειμενικότητα στην κοινωνιολογία απαραίτητη, σημαντική και πιθανή.

Η διαφωνία ότι η μοντέρνα επιστήμη είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα στην Millsian γενική γνώμη το έχω σκιαγραφήσει και εξαρτάται αν λαμβάνεται πίσω από την μάσκα της ιδεολογίας και εικόνων της επιστήμης στην «μηχανή της επιστήμης» και αν παρουσιάζει την πηγή της κουλτούρας στην επιστήμη. Ο Mills παρατηρεί ότι η ποικιλία των προβλημάτων και δημοσιευμάτων είναι η πηγή και αντανακλά στις σχέσεις ανάμεσα στην μοντέρνα επιστήμη και άλλων κοινωνικών θεσμών.

... Η επιστήμη δείχνει σε πολλούς λιγότερο δημιουργικό ήθος και προσανατολισμό συμπεριφοράς από το σύνολο μηχανών της επιστήμης, λειτουργώντας από τεχνικούς και ελεγχόμενη από οικονομικούς και στρατιωτικούς άνδρες από τους οποίους κανείς από τους δύο δεν εκφράζει ούτε καταλαβαίνει την επιστήμη σαν ήθος και προσανατολισμό.

Υπάρχει στην αντίληψη του Mills ο μετασχηματισμός της επιστήμης σε μια μηχανή της επιστήμης από «στρατιωτική μεταφυσική» ηχώ της αντίληψης του Marx της μοντέρνας απαλλοτριωμένης επιστήμης, και της κριτικής της μοντέρνας επιστήμης του Veblen σαν παράγωγο μηχανής στην δική μας πραγματική βιομηχανική και τεχνολογική εποχή.

Διανοούμενοι με αυτόν τρόπο (σειρά) σκέψης έχουν περιγράψει την μοντέρνα επιστήμη σαν ένα «επίσημο έγγραφο τρόμου», μια κοινωνική δραστηριότητα οδηγούμενη από μια βίαιη επίθεση στον φυσικό κόσμο, από μοτίβο κέρδους και από μια καταδίωξη πολέμου και βίας. Για να καταλάβεις το υπόβαθρο αυτών των αιρέσεων, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε με ακρίβεια ανάμεσα στις απομονωμένες επιστημονικές βιογραφίες, τις μεθόδους, τα πορίσματα, τα πειράματα και θεωρίες από την μια μεριά, και από την άλλη μεριά την μοντέρνα επιστήμη σαν ένα κοινωνικό θεσμό.

Εστιάζοντας στην μοντέρνα επιστήμη σαν ένα κοινωνικό θεσμό, εμείς όχι μόνο αναφέρουμε τους τρόπους κατά τους οποίους αυτή σχετίζεται και διαπερνά άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Εμείς επίσης μετασχηματίζουμε βιογραφίες, μεθόδους, πορίσματα, πειράματα και θεωρίες μέσα σε κοινωνικά γεγονότα. Αυτή είναι η άποψη που έχω σκιαγραφήσει στο Κεφάλαιο 3. Είναι μια άποψη η οποία εύκολα αποφέρει την έννοια της μοντέρνας επιστήμης σαν ένα αυτόνομο (στο αίσθημα της ανεξαρτησίας) κοινωνικό σύστημα. Η κοινωνική επιστήμη είναι αυτόνομη στην κοινωνιολογική έννοια στο βαθμό που είναι από άποψη κατασκευής και λειτουργικότητας διαφοροποιήσιμη κοινωνικά ενεργή. Αλλά οι «Παράλληλες απαντήσεις» θέση (Κεφάλαιο 2) θέτουν την μοντέρνα επιστήμη μέσα στον πυρήνα της μοντέρνας κατάστασης και της τεχνολογικής ίδρυσης. Αυτή η ιδέα απαιτεί κάποια περαιτέρω συζήτηση για να ξεκαθαρίσει την διαφορά ανάμεσα στην δομική αυτονομία και στην ατομική αυτονομία.


Δομική αυτονομία

Η έννοια της αυτονομίας έχει παίξει τον ρόλο κλειδί στην έρευνα του επαγγέλματος και της γραφειοκρατίας. Γενικά, μαθητές της αυτονομίας σ’ αυτήν την περίσταση κατευθύνονται προς το κέντρο της ατομικής αυτονομίας και συγκεκριμένα στον επαγγελματισμό της γραφειοκρατίας. Σε μερικές περιπτώσεις, το επίκεντρο μεταφέρεται στον κοινωνικό ρόλο. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι το κέντρο της αυτονομίας μια μεταβλητή δομή ιδίως στα οργανωτικά και ιδρυτικά επίπεδα της ανάλυσης. Η αυτονομία σε αυτήν την περίπτωση αναφέρεται στην φυσική και στον βαθμό του οργανωτικού ή του διαχωριστικού θεσμού, και τέλος και στον βαθμό με τον οποίο ο διαχωρισμός των κοινωνικών δραστηριοτήτων και συστημάτων είναι σαφής, ευδιάκριτος, ανοικτός ή κλειστός. Το περισσότερο, για παράδειγμα, που ένα σύστημα μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα από τον τρόπο άλλων συστημάτων, είναι το πιο αυτόνομο. Η δομική σημασία της αυτονομίας δίνει κοινωνιολογική εξήγηση στην έννοια «εσωτερικός» και «εξωτερικός». Η χρήση αυτών των εννοιών παραπέμπει σε δύο βασικούς τύπους παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν την επιστήμη, και να γίνεται κατάλληλη κριτική για την διαφορά ανάμεσα στην ανάλυση που εξαρτάται και δεν εξαρτάται από τα συμφραζόμενα σε μια νέα κοινωνιολογία της επιστήμης. Αλλά αυτοί οι περίοδοι μπορούν να είναι χρήσιμοι στις περιστάσεις της ανάλυσης η αλληλεπίδραση του κοινωνικού συστήματος η οποία διαφέρει ανά περίοδο στον τελικό βαθμό, ο οποίος είναι βαθμός αυτονομίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο μια «εσωτερική» βολιδοσκόπηση μπορεί να προσεγγίζει μέρη της έρευνας στρατηγική για διάβασμα σχετικά με την αυτόνομη κοινωνική δραστηριότητα ή σύστημα.

Μια εσωτερική στην παραδοσιακή γνώμη αυτής της περιόδου μπορεί να μελετά παράγοντες όπως επιστημονικής «ιδέας» που εξαρτώνται από κοινωνικές δυνάμεις. Μια εσωτερική ανάλυση, κατά την γνώμη μου, μπορεί να είναι το κέντρο μιας κοινωνικής δομής του συστήματος κάτω από μελέτη που καθορίζει την γνώση παραγόμενη στο σύστημα. Η εσωτερική/εξωτερική διχογνωμία είναι μόλις μία από το πλήθος ιδεών όπου οι νέοι κοινωνιολόγοι της επιστήμης έχουν απορρίψει ή μετασχηματίσει εννοιολογικά.

Άλλη μια ιδέα η οποία διαρκώς δημιουργεί προβλήματα στα μαθήματα της επιστήμης και τεχνολογίας είναι η τριάδα «επιστήμη», «τεχνολογία» και «κοινωνία».




Η ιδέα της επιστήμης, τεχνολογίας και κοινωνίας

Ο διαχωρισμός μεταξύ αυτών των περιόδων στην παραδοσιακή μελέτη της επιστήμης και τεχνολογίας έχει περισσότερο ή λιγότερο χαθεί από μερικούς κορυφαίους νέους κοινωνιολόγους της επιστήμης. Ο Harry Collins, για παράδειγμα, διαφωνεί ότι η μελέτη του για το πόσο τα επιστημονικά γεγονότα έχουν εδραιωθεί να λύνουν τον διαχωρισμό τον οποίο έχουν κατά παράδοση ξεχωριστά επιστήμη και τεχνολογία και τα υπόλοιπα κοινωνικά σε 2 τρόπους:

Πρώτον, αναφέρεται στη συνέχεια του συμπλέγματος των κοινωνικών σχέσεων στα πλαίσια του επιστημονικού επαγγελματισμού μέσα στο σύμπλεγμα της κοινωνίας στο σύνολο. Δεύτερον, αναφέρεται στην αναλογία ανάμεσα στην παραγωγή κουλτούρας στην επιστήμη και άλλων μορφών κοινωνικής και ιδεολογικής καινοτομίας. Το σημαντικό σημείο το οποίο χρειάζεται να υπογραμμιστεί σχετικά με τον διαχωρισμό και το σύμπλεγμα στα συμφραζόμενα - και είναι σχετικό με την συζήτηση της δομικής αυτονομίας - είναι ότι ποικίλουν στους βαθμούς δυναμικότητας και πολυμορφισμού.

Η σχετική σταθερότητα του διαχωρισμού και του συμπλέγματος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα προσφέρει εξέλιξη στα συστήματα μπορούμε να καθορίζουμε αποφάσεις αυτονομίας γι’ αυτά. Αλλά ακόμα και όταν συναλλασόμαστε με συστήματα τα οποία έχουν περισσότερο ή λιγότερο καλά οριστεί πριν τον διαχωρισμό, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αλλαγές, περιλαμβάνοντας αλλαγές περιόδου στον χαρακτήρα αυτού του διαχωρισμού. Ίσως να είναι επαρκώς καθορισμένα ώστε να βγάζει νόημα να λέμε ότι καθορίζουν μια οργάνωση ή έναν θεσμό. Αλλά ακόμη και χωρίς αυτή την δομή, ο διαχωρισμός ίσως περιοδικά καταρρέει. Το σύστημα κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι πιο κλειστό κάποιες φορές παρά κάποιες άλλες.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Λατούρ χρησιμοποιεί 2 εκφράσεις για να αναφερθεί σε 2 όψεις των δραστηριοτήτων των επιστημόνων και μηχανολόγων.

... Θα χρησιμοποιήσω την λέξη τεχνοεπιστήμη από εδώ και πέρα, για να περιγράψω όλες τις βασικές αρχές που συνθέτουν το επιστημονικό περιεχόμενο όσο ακριβές και να είναι, απρόβλεπτα ή ξένα ίσως δείχνουν, και η έκφραση «επιστήμη και τεχνολογία», αποσπασματικό κομμάτι, να καθορίσει τι μένει από την επιστήμη όταν ολόκληρη η τριάδα της ευθύνης έχει ρυθμιστεί.

Ο επίλογος είναι ότι «το όνομα του παιχνιδιού θα είναι να αφήσει τους διαχωρισμούς ανοιχτούς και να τους κλείσει μόνο όταν οι άνθρωποι που τους ακολουθούν τους κλείσουν».

Η εξήγησή μου στον επίλογο του Λατούρ είναι κατά πόσο βγάζει νόημα να μιλάμε για την επιστήμη ή τεχνολογία ή τεχνοεπιστήμη ή την εκτενή σφαιρική κουλτούρα στην άποψή μας σε κάθε δοσμένη ώρα, και τον βαθμό αστάθειας της αναφοράς για τους δικούς μας ιδεολογικούς οδηγούς, την ώρα που εμείς τους αντιμετωπίζουμε. Σε μερικές περιπτώσεις, στην πραγματικότητα, ίσως βρίσκουμε να μελετήσουμε το μέλλον της «επιστήμης» η οποία είναι κατά μήκος εκτεταμένα διάχυτη και αλληλεξαρτώμενη από άλλους σφαιρικούς πολιτισμούς που θα χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε μια νέα περίοδο για να περιγράψουμε αυτά που μελετάμε.

Ο Pinch και ο Bijker προτείνουν μια ενδιαφέρουσα αλλά λιγότερο ριζική εξήγηση που αφαιρεί την διαφορά ανάμεσα στην «επιστήμη» και την «τεχνολογία».

Αυτοί διαφωνούν ότι η τεχνολογία και η επιστήμη πρέπει να θεωρηθούν χωρίς την ίδια κοινωνική θεωρία κατασκευαστικής δομής. Προφανώς, αυτό το είδος διαφωνίας είναι η συνεισφορά στο πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα του Λατούρ που τα συνδέει. Εδραιώνοντας ότι η τεχνολογία είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα είναι σε έκταση λιγότερο δύσκολο από το να δείχνεις ότι η επιστημονική γνώση είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, αλλά ακόμα συμβάλλει υπογείως απαραίτητα για να φανεί, για παράδειγμα, η τεχνοεπιστήμη την οποία έχουμε παραδοσιακά δει επιστήμη και τεχνολογία. Μ’ αυτήν την έννοια, τοποθετώντας την τεχνολογία σε κάθε κοινωνική περίσταση και θεωρώντας τεχνουργήματα σαν «πολιτικά» ή γενικότερα σαν κοινωνικά κατασκευάσματα, είναι σχετικά με την θεωρία μηχανής της επιστήμης. Αλλά η σχέση αυτής της στρατηγικής τείνει να περιοριστεί επειδή πραγματοποιήθηκε όταν σιωπηλά ή κατηγορηματικά υποστήριζαν την παραδοσιακή διαφορά ανάμεσα στην επιστήμη και τεχνολογία.

Η δουλειά της Ruth Schwartz Cowan είναι ένα καλό παράδειγμα του πόσο εξαρτώμενος της τεχνολογίας (σ’ αυτήν την περίπτωση χρησιμοποιώντας την έννοια του «τεχνολογικού συστήματος») μπορεί να είναι τετελεσμένος καθώς θεωρεί σιωπηλά την επιστήμη (αγνοώντας την) με κάποιο τρόπο σαν ξεχωριστό και διαφορετικό φαινόμενο. Και στο τέλος η Cowan χάνει τη σύνδεση ανάμεσα στην εξέλιξη της «δουλειάς» των τεχνολογικών συστημάτων και των κοινωνικών δομών. Η πρότασή της για «εξουδετέρωση» της γενετήσιας συνεκδοχής της οικιακής τεχνολογίας «και η παράλογη τυραννία της άσπιλης ενδυμασίας και το άψογο κατώτερο όριο τιμών» δεν είναι μια κοινωνιολογική βιώσιμη λύση στο κοινωνικό πρόβλημα της τεχνολογίας. Ο λόγος είναι ότι απέτυχε να δει τη βαθυστόχαστη και μακριά αλλαγή απαραίτητη για να πετύχει τον σκοπό που βάζει, και αυτή η αποτυχία αντανακλά το γεγονός ότι δεν μπορεί να δει το είδος της σχέσης που εκφράζει σε μια έννοια όπως της τεχνοεπιστήμης.

Τώρα υπάρχει μια καλή ιδεολογία στο εμπειρικό και εννοιολογικό επίπεδο για να συμφωνήσεις ότι ακόμα και στις πιο αυτόνομες θέσεις και τομείς η μοντέρνα επιστήμη είναι ένα κομμάτι με μοντέρνα τεχνολογία και η κύρια αξία, ενδιαφέρει και δομεί τις πιο ισχυρές τάξεις στην μοντέρνα κοινωνία. Καθώς επιζητώ τη θέση μου στο «κοινωνικό πρόβλημα», θα συνεχίσω να εστιάζω στην «μοντέρνα επιστήμη». Ακόμα και αν έχω τώρα ορίσει μια εξήγηση είτε για την προσφορά της περιόδου είτε χρησιμοποιώντας την πιο επιφυλακτικά. Αλλά αυτή η εξήγηση χρειάζεται να αναπτυχθεί εκτενέστερα ή να αναλυθεί σε νέα κατεύθυνση (όχι μόνο σ’ αυτό το Κεφάλαιο, αλλά στη μελέτη της επιστήμης γενικότερα). Πριν μπορέσουμε με βεβαιότητα να ασπαστούμε μια νέα ιδέα της αναφοράς για την «μοντέρνα επιστήμη».

Η ιδέα της μηχανής της επιστήμης και έννοιες όπως είναι η τεχνοεπιστήμη μας βοηθάει να δούμε τις σχέσεις ανάμεσα και ευπάθεια του διαχωρισμού γύρω από επιστήμη και τεχνολογία και, ταυτόχρονα, τις σχέσεις ανάμεσα σε επιστήμη και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Στην επόμενη ενότητα, επιζητώ αυτές τις σχέσεις σκιαγραφώντας την εμφάνιση της μοντέρνας επιστήμης σαν ένα κύριο συστατικό της ευρωπαϊκής ανάπτυξης.


Η πολιτιστική ρίζα της μοντέρνας επιστήμης

Γύρω στα 1500, την παραμονή της επιστημονικής επανάστασης, οι Ευρωπαίοι διαχειρίζονταν τους ωκεανούς του κόσμου και ξεκίνησαν να κατακτούν ους υψηλά αναπτυσσόμενους πολιτισμούς της Αμερικής. Ο William McNeill προσδιορίζει τρία «φυλαχτά δύναμης», τα οποία προσφέρουν στους Ευρωπαίους να κατακτήσουν ωκεανούς και πολιτισμούς:

... (1) Μια βαθιά αιτία εριστικότητας και απερισκεψίας λειτουργεί με την έννοια (2) του συνδυασμού στρατιωτικού τεχνολογικού περισσότερο σε ναυτικά θέματα και (3) ο πολιτισμός συνδυάζει μια ποικιλία παθήσεων η οποία ήταν ευρέως ενδημική κατά τη διάρκεια τς παλαιάς οικουμένης.

Η ευρωπαϊκή στρατοκρατία είχε τις ρίζες της στην μπρούτζινη εποχή των βαρβαρικών κοινωνιών και στις μεσαιωνικές στρατιωτικές συνήθειες των εμπορικών τάξεων και ιδιαίτερα στους λιγότερο αριστοκράτες και κτηματίες. Ήταν από τους σπουδαιότερους πολεμόχαρους πολιτισμούς από τον οποίο προέρχεται η μοντέρνα επιστήμη.

Η ναυτιλιακή υπεροχή των Ευρωπαίων ήταν βασική για την ευκαιρία ανάπτυξης του στρατού τους ξεκινώντας τον 16ο αιώνα. Η ανωτερότητά τους στην θάλασσα ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού επιστήμης και πρακτικής, πρώτα στις εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, και σε τελευταία ανάλυση κάτω από την καθοδήγηση του πρίγκιπα Henry του θαλασσόλυκου και του διαδόχου του, στην Πορτογαλία.

Η επιστημονική επανάσταση άρχισε αυτούς τους αταίριαστους συνδυασμούς της επιστήμης και πρακτικής, επιστήμης και τεχνολογίας.

Η μοντέρνα επιστήμη ήταν αρχικά το εργαλείο στις συνήθειες της υψηλής κοινωνίας των μοντέρνων κοινωνιών από την ώρα που έγινε η προέλευση του 16ου και 17ου αιώνα στην Ευρώπη.

Η αρχική φάση της εξέλιξης της μοντέρνας επιστήμης ήταν μέρος του ρεπερτορίου των «Κoριών» οι οποίοι αποδείχθηκαν καπιταλιστές και προσπάθησαν να καταστρέψουν το μονοπώλιο της παλιάς αποκτημένης αριστοκρατίας.

Αλλά γύρω στην Αγγλία, ο δεσμός ανάμεσα στην επιστήμη (και εν μέρει της Νευτώνειας επιστήμης) την κουλτούρα του κυβερνήτη της ολιγαρχίας whig και της ιδρυόμενης εκκλησίας (εν μέρει της τοπικής ιεραρχίας) ήταν καλά εδραιωμένη: Η επιστημονική ιδεολογία της τάξης και η αρμονία κηρύχθηκε από τον κλήρο συμπληρώνοντας την πολιτική σταθερότητα πάνω στην οποία η ολιγαρχία (του whig) παρουσιάστηκε).

Η Επιστημονική Επανάσταση οργάνωσε την ανθρώπινη και πολιτιστική αντίληψη για έρευνα με τρόπους που η ένταση των νόμων είναι πάνω από αναγκαιότητες, η αξία του μεγέθους υπερεκτιμάται και οι στρατηγικές της εξουσίας και εκμετάλλευσης υπερστρατηγοποιούνται βασιζόμενη στη γνώση της οικολογικής αλληλοεξάρτησης. Σαν προϊόν της διαφήμισης, εμπορικές και βιομηχανικές επαναστάσεις μετασχημάτισαν την Ευρώπη και τον κόσμο ανάμεσα στο 1400 και 1900. Η μοντέρνα επιστήμη εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε σαν απαλλοτριωμένη και απαλλοτριώθηκε η μέθοδος της έρευνας. Αυτή παρουσιάστηκε σαν μια δομή του καπιταλισμού και γνωστή βιομηχανική μέθοδος. Η συσσώρευση του κεφαλαίου και τα βιομηχανικά προϊόντα και η εξέλιξη έγιναν σπουδαία χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής, και ο βασικός παράγοντας στην εξέλιξη του τρόπου σκέψης μας στην επιστήμη μας.

Μάθαμε να σκεφτόμαστε τον τρόπο που η μοντέρνα τεχνολογική πορεία λειτουργεί. Η μοντέρνα επιστήμη (περιλαμβάνοντας επιστήμονες και εικόνες και σύμβολα της επιστήμης) ήρθε στον κόσμο σαν προϊόν, που είχε αναπτυχθεί σε κλειστή συνεργασία με την πειθαρχία των μηχανών. Ένα πλήθος ερευνητών από τον Karl Marx στον David Noble την είχαν αναγνωρίσει, παρ’ όλα αυτά μερικοί από αυτούς είχαν σιωπηρά ή κατηγορηματικά ξεχωρίσει - περισσότερο ή λιγότερο «θεωρητικά» - και η «μοντέρνα επιστήμη» αλλοτριώθηκε από τον καπιταλισμό και την τεχνολογία.

Έχοντας υπ’ όψη την ελαφρότητα του μύθου της θεωρίας της επιστήμης, είναι σημαντικό να τονίζουμε συνεχώς ότι η επιστήμη σε οποιαδήποτε μορφή της αποτελεί μέρος της οικονομίας, πολιτικής και στρατιωτικής βιομηχανίας της κοινωνίας. Η «επιστημονική κοινότητα» δεν είχε, όπως ισχυρίζεται ο Νομπλ, να υπερισχύσει των «ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ». Υπάρχει μια λογική σύγχυση που αφορά στη σχέση μεταξύ της μοντέρνας επιστήμης, σε όλες τις παραγωγικές φάσεις και της μοντέρνας επιστήμης στην θεσμική της μορφή. Μπορεί να υποτεθεί ότι η επιστήμη πριν ακόμη γίνει διακεκριμένο μέρος της ευρωπαϊκής κοινωνικής δομής, μέσα από τη θέσπιση και κρυστάλλωση του κοινωνικού της ρόλου, χαρακτηριζόταν από αγνότητα και προκαταλήψεις. Αλλά και αν ακόμα ισχύει αυτό, στις πρόσφατες και πιο διαδεδομένες μορφές της ιστορίας της μοντέρνας επιστήμης, είναι εμφανές ότι μόλις έγινε η κύρια δύναμη της Ευρωπαϊκής κουλτούρας ανέβηκε πελώρια η στάση που κινείτο από μία πνευματική ενασχόληση σε μία αιτία για βιομηχανοποίηση.

Όμως, η ιδέα της μοντέρνας επιστήμης στις πρόσφατες μορφής της αγνής «πνευματικής ενασχόλησης» δεν μπορεί να γίνει δεκτή παρά μόνο με προσεκτική εξέταση. Ήδη, έχω σημειώσει ότι η πρόσφατη μοντέρνα επιστήμη ήταν ένα εργαλείο των «καπιταλιστών», ένα χάρισμα στο δρόμο της κυλιόμενης δύναμης. Εν τούτοις, στον 17ο αιώνα οι φιλόσοφοι εξέφραζαν τις αξίες του «πολιτικού κόσμου» στην προσπάθειά τους να αναπτύξουν μία μηχανική περιγραφή του «φυσικού κόσμου».

Σε κάθε στροφή, που η σύνδεση εξασφάλιζε την ολοκλήρωσή της σε μία μεγαλύτερη κουλτούρα έκανε τις ιδεολογικές επινοήσεις αμέσως και ευθέως σχετικά με αυτά τα οποία κρατούντο, ή κρατούσε δύναμη στην κοινωνία και το σύστημα διακυβέρνησης.

Όλες οι προκαθορισμένες ανάγκες διατηρούνταν στο μυαλό σε πλήρη εκτίμηση των σχολίων του Μαρξ, «μοντέρνα βιομηχανία …… κάνει την επιστήμη μία σαφή παραγωγική δύναμη από εργασία και άσκηση πιέσεως στην υπηρεσία του καπιταλισμού», αυτό είναι το αρχικό σημείο για την μελέτη της επιστήμης του Ντέϊβιντ Νομπλ, τεχνολογικά, και η ανύψωση του σωματειακού καπιταλισμού στην Αμερική του σχεδιασμού. Κοντά στην έκδοση της «επιστήμης», είναι αρκετά ικανοποιητικό ότι η μοντέρνα επιστήμη προέκυπτε σαν μια έννοια της καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκτός αυτού μία καλή οικονομική και ένα άρθρο του εμπορίου.

Μπορούμε, όπως νωρίτερα υπαινιχθήκαμε, να ακολουθήσουμε τις πηγές της μοντέρνας επιστήμης σύμφωνα προς την επίδειξη γνώσης δραστηριοτήτων της πρόσφατης κουλτούρας. Αυτές οι δραστηριότητες είναι παντού αχώριστες από στρατιωτικά, πολιτικά ή οικονομικά ενδιαφέροντα και δύναμη. Ο Ντέϊβιντ Ντίξον, για παράδειγμα, γράφει:

Από πηγές στην αρχαία Ελλάδα, προκύπτει ότι η δυτική επιστήμη κατέχει μία κλειστή προοδευτική σχέση στη στρατιωτική δύναμη. Αυτή η σχέση εντάθηκε μέσα σε σαράντα χρόνια στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μία περίοδο κατά την οποία, η οικοδόμηση των εμπειριών του πολέμου, ο ρυθμός αναρρίχησης της στρατιωτική δύναμης Ανατολής και Δύσης, αναπτύχθηκε γρήγορα στην εφαρμογή ανώτερης επιστημονικής γνώσης σε όπλα ολικής καταστροφής. Η επιστήμη έπαιξε καλά το ρόλο της, για την ανύψωση των θέσεων επιρροής επίδρασης και προτίμηση των επιστημονικών εγκαθιδρύσεων των δύο ημισφαιρίων, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην επιστημονική συμβολή που ήταν ικανή να κατασκευάσει νέο τεχνολογικό στρατό.

Τα μεγάλα ευρήματα της μοντέρνας επιστήμης διαπερνούνται από μία αίσθηση χρησιμότητας της επιστημονικής γνώσης, η οποία εκφράζεται με τους πιο ξακουστούς καθώς και τους πιο συνηθισμένους επιστημονικούς επαγγελματίες. Τα περισσότερα των κειμένων από την αναπτυξιακή περίοδο της μοντέρνας επιστήμης που προτάθηκαν επισημαίνουν επίσης τη χρησιμότητα της επιστήμης για βελτίωση δυναμικότητας του κράτους για διεξαγωγή πολέμου για πιο ωφέλιμη και καταστροφική ζωή και κυριότητα περισσότερο αποτελεσματική.

Αρχικά οι μοντέρνες επιστήμες εξομοιώνονταν με αυτό το μικρό τμήμα μορφωμένων της υψηλής κοινωνίας, στους οποίους η δύναμη υποτίθετο ότι ήταν ένα φυσικό προνόμιο.

Ένας τρόπος απεικόνισης αυτής της βαθιάς ρίζας σχέσεως μεταξύ επιστήμης και δύναμης είναι να αντανακλά στην πραγματικότητα τα ψέματα πίσω από τις εικόνες και τους μύθους της επιστήμης.








Εικόνες της επιστήμης


Τα κοινωνικά προβλήματα της μοντέρνας επιστήμης καλύπτονται με εικόνες, μύθους και ιδεολογίες. Εικόνες – Ο Αρχιμήδης σχεδιάζοντας χαριτωμένες φιγούρες στη σκόνη, ο Νιούτον ψάχνοντας για καλλίγραμμα βότσαλα στην παραλία και ο Αϊνστάιν ταλαιπωρώντας μία φωτεινή ακτίνα στο μυαλό του – είναι αντικείμενα της μη προσεκτικής αφοσίωσης. Ο μύθος της θεωρίας της επιστήμης είναι ένα αγκωνάρι της μοντέρνας επιστήμης σαν ένα σπίτι της λατρείας. Και οι ιδεολογίες της μοντέρνας επιστήμης έπειθαν πολλούς από μας να διαχωρίζουμε «επιστήμη» και «τεχνολογία» και να καταφερόμαστε στο τέλος για τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές αρρώστιες. Χωρίς απορία, τότε, είναι δύσκολο για μας να δούμε την απομάκρυνση απόψεων της επιστημονικής εργασίας και τις σχέσεις μεταξύ μοντέρνας επιστήμης και τεχνολογίας, το ρόλο των δυνατών, τα ενδιαφέροντα του κράτους και τον Θεό σαν ένα σύμβολο ηθικής τάξεως. Ποιο είναι στην πραγματικότητα το ψέμα πίσω απ’ αυτές τις εικόνες, τους μύθους και τις ιδεολογίες; Κατ’ αρχήν σε απάντηση αυτής της ερώτησης, μπορούμε να στραφούμε πρώτα σε κάποιες παρατηρήσεις του αμφιταλαντευόμενου επιστημονικού κοινωνιολόγου της επιστήμης Ρόμπερτ Μέρτον. Γι’ αυτό το λόγο ήταν ο Ρόμπερτ Μέρτον, ο κύριος υποκινητής της κοινωνικής λειτουργικότητας της επιστήμης, ο οποίος στην καριέρα του υπερασπίζετο τις εικασίες του Μαρξιστή Μπόρις Χέσενς, τις κοινωνικές και οικονομικές ρίζες του Νιούτον ενάντια στην προσπάθεια του Γ.Ν. Κλαρκ να προστατεύσει τουλάχιστον λίγη από την καθαρότητα της επιστήμης του Νιούτον.

Ο Μέρτον σημείωσε την σπουδαιότητα διακρίνοντας «τις προσωπικές συμπεριφορές των επιστημόνων, από το κοινωνικό ρόλο που έπαιζαν στις έρευνές τους». Ο Μέρτον επιχειρηματολογώντας, σε μία ποικιλία κριτηρίων, συμφώνησε με «το αποδείξιμο γεγονός ότι τα επιστημονικά θέματα κατά τον 17ο αιώνα στην Αγγλία, κατά ένα μεγάλο μέρος, καθορίζονταν από την κοινωνική διάρθρωση του χρόνου». Επίσης, αντιτίθετο στην άποψη του Σόμπαρτ ότι επιστήμη και τεχνολογία ήταν πλήρως χωρισμένες τον 17ο αιώνα. Στη σαφή ερώτηση του Νιούτον σχετικά με το θέμα των κοινωνικών σχέσεων της επιστήμης κατά τον 17ο αιώνα στην Αγγλία, ο Μέρτον γράφει:

Η περιγραφή των θεμάτων του Νιούτον δεν τροποποιεί το γεγονός των αστρονομικών παρατηρήσεων, των οποίων έκανε σημαντική χρήση και ήταν ένα προϊόν της εργασίας του Φλάμστιντ στο Αστεροσκοπείο Γκρίνουϊτς, που κατασκευάστηκε σε διαταγή του Καρόλου ΙΙ προς όφελος του Βασιλικού Ναυτικού. Ούτε διαψεύδουν την επιρροή πάνω στην εργασία του Νιούτον τέτοιων επιστημόνων, όπως οι Χάλεϊ, Χουκ, Ρεν, Χίγκενς και Μπόϊλ. Ακόμα, παρατηρώντας με ενδιαφέρον τις θέσεις του Κλαρκ, (κρίνοντας την υπεροχή της αμεροληψίας μεταξύ Άγγλων επιστημόνων αυτής της περιόδου), είναι αμφισβητήσιμη η άποψη των περισσότερων επιστημόνων του 17ου αιώνα στην Αγγλία που αφορούσε την πρακτική ανάμειξη των ερευνών τους στη θεωρητική επιστήμη. Δεν είναι μία αδρανής ούτε απρόσεχτη γενίκευση ότι κάθε Άγγλος επιστήμονας αυτής της περιόδου, ο οποίος ήταν κατάλληλος να θίξει γενικές ιστορίες της επιστήμης σε ένα σημείο ή ένα άλλο εξιστορώντας τουλάχιστον με σαφήνεια μερικές από τις επιστημονικές ανακαλύψεις του στα άμεσα πρακτικά προβλήματα.

Για να εκτιμηθεί η σημασία του επιχειρήματος του Μέρτον, ο οποίος παρατηρεί τις κοινωνικές σχέσεις της επιστήμης και τα κίνητρα των συγκεκριμένων επιστημόνων είναι χρήσιμο να εξεταστεί η ιδέα της θεωρητικής επιστήμης. Η κατανόηση της κοινωνιολογίας της θεωρητικής επιστήμης προϋποθέτει μία κριτική μελέτη των σχέσεων μεταξύ επιστήμης και κοινωνικής προόδου. Ας αρχίσουμε αναφερόμενοι στις δύο πιο σπουδαίες εικόνες πριν και μετά την περίοδο της επιστημονικής επανάστασης κατά την διάρκεια της οποίας ο Νιούτον έζησε και εργάστηκε και για την οποία υπάρχουν εικόνες. Οι αντίστοιχοι του Νιούτον από την αρχαιότητα και τον σύγχρονο κόσμο είναι ο Αρχιμήδης και ο Αϊνστάιν.

Ο Αρχιμήδης, όπως ο Νιούτον, είχε το ρόλο του στην πρακτική, τουλάχιστον όπως μας αναφέρεται από τον Πλούταρχο. Ο Αρχιμήδης τοποθέτησε όλη του τη φιλοδοξία σ’ αυτές τις εικασίες στις οποίες η ομορφιά και η τελειότητα δεν αναμιγνύονται με τις κοινές ανάγκες της ζωής. Ο Πλούταρχος, φυσικά, έγραφε τουλάχιστον τρεις αιώνες μετά τον θάνατο του Αρχιμήδη. Ο διακεκριμένος ιστορικός των ελληνικών μαθηματικών T.C. Heath αναφέρεται στην άποψη του Πλούταρχου, σημειώνοντας ότι ο Αρχιμήδης έγραψε μόνο «μηχανική» πραγματεία, τη χαμένη εργασία “on Sphere-making”. Ο Heath εξισώνει τη «μηχανική» με «κατασκευή» για το χαμένο χειρόγραφο “on Sphere-making”, συμφωνεί με την κατασκευή μιας σφαίρας που αντιπροσωπεύει τις κινήσεις των σωμάτων σ’ ένα θαυμάσιο σύστημα. Η κατασκευή, όμως, δεν είναι μόνο είδος μηχανικού ενδιαφέροντος που μπορεί να αντιτίθεται στην «κοινωνική πρόθεση». Σε άλλες εργασίες (κάποια χαμένη), ο Αρχιμήδης συμφωνεί με τέτοια πρακτικά θέματα όπως το ημερολόγιο, τα οπτικά, τα κέντρα βαρύτητας, αναλογίες και επίπεδα. Το γεγονός αυτό ήταν μία μεγάλη εφεύρεση και κάποιες απ’ αυτές τις εφευρέσεις σχεδιάστηκαν για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς δεν μπορούσε να αναγνωριστεί ως «ενδεχόμενο» (Πλούταρχος, Χιθ και Αρχιμήδης δεν αντιτίθενται). Είναι παράλογο να υποθέσεις ότι ο Αρχιμήδης μπορούσε πλήρως να διαχωρίσει τα μηχανικά του ενδιαφέροντα και ταλέντα από τα ενδιαφέροντα και ταλέντα του που αποκαλούντο «κοινωνικά μαθηματικά». Η συνύπαρξη αυτών των ταλέντων και ενδιαφερόντων, αρκετά πειστικά, είναι αποτέλεσμα επιχειρηματολογίας ότι ο μαθηματικός Αρχιμήδης δεν ήταν προϊόν «κοινωνικής πρόθεσης».

Στο βιβλίο του Μέθοδος, ανακαλύφτηκε το 1906, ο Αρχιμήδης σκιαγραφεί τις μηχανικές βάσεις της σημασίας του («κοινωνικός») με γεωμετρικούς ελέγχους. Την ροπή του να συγκρατεί τις «κοινές» ρίζες των αποτελεσμάτων παρουσίασε μ’ ένα λογικό τρόπο για δημόσια κατανάλωση που δεν είναι ασυνήθιστη στρατηγική στην ιστορία των μαθηματικών. Η βιογραφία του προσφέρει μερικά ίχνη που κρίνουν τις ρίζες αυτής της στρατηγικής. Ο Αρχιμήδης ήταν γιος ενός αστρονόμου (Φειδία) και ένας οικείος (ίσως σχετικός) βασιλιάς Ιέρων. Η πετυχημένη του κοινωνική θέση, τουλάχιστον, και η πραγματικότητα ότι ήταν σε θέση να γενικεύσει τις γενικεύσεις των μαθηματικών εργατών και επιπλέον γενίκευε τις δικές του γενικεύσεις, (κατ’ αυτό τον τρόπο παρουσιάζει σχετικότητα υψηλών επιπέδων διαχωρισμού), έχοντας αφήσει εαυτόν στους βιογράφους (μεταγενέστερα θέματα) με έμφαση ότι οι ανησυχίες του δεν προέτρεπαν σε «κοινές» σκέψεις. Και σ’ ο,τιδήποτε κριτήρια του Αρχιμήδη πρακτικής φύσεως, αυτοί δεν μπορούν να τροποποιήσουν το γεγονός της σχέσης μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών εξουσιών της πόλης του, μία σχέση που λέει κάτι για τους δεσμούς μεταξύ επιστήμης και κοινωνίας.


Η περίπτωση του Άλμπερτ Αϊνστάιν, του πιο διακεκριμένου προσώπου του 20ου αιώνα, είναι πιο περίπλοκη απ’ ότι οι περιπτώσεις του Αρχιμήδη και Νιούτον με εκτίμηση προς τη σχέση μεταξύ ανθρώπινων κριτηρίων και κοινωνικών ρόλων. Ο Αϊνστάιν εργάστηκε στην περιοχή της επαγγελματικής επιστήμης. Η επιστήμη του 20ου αιώνα είναι πιο επαγγελματική και γραφειοκρατική από τις πρόσφατες μορφές της επιστήμης. Έτσι είναι ευκολότερο για ανθρώπινες επιστήμες να έχουν προφανή διαχωρισμό από τα πρακτικά ενδιαφέροντα της καθημερινής ζωής και κοινά πολιτικά και οικονομικά ενδιαφέροντα, επειδή προστατεύοντο από τη δυσκολία των σχέσεων των θεσμών. Επομένως, είναι κρίσιμη η εξέταση της σχέσεως της «επιστημονικής κοινότητας» στην ευρεία κοινωνία ή στο καθεστώς, για να κατανοηθεί ο κοινωνικός ρόλος ενός επιστήμονα.

Οι ενέργειες του Αϊνστάιν απεικονίζουν πως η επιστημονική κοινότητα – διαμέσου των δικών του εσωτερικών κοινωνικών δομών και των θεσμών του στα κρατικά ενδιαφέροντα – μπορούν να προστατεύουν και να χορηγούν στα μέλη τους και επιπλέον να χορηγούν αρμόζουσες θέσεις χωρίς κανείς να μπορεί να προσλαμβάνει, στο είδος της ιδιωτικής σκέψης, μερικές φορές ετικέτα «κοινωνική πρόθεση». Ο Αϊνστάιν έγραφε:

Πιστεύω όπως και ο Σοπενάουερ ότι ένα από τα πιο δυνατά κίνητρα που οδηγούν τους άνδρες στην τέχνη και την επιστήμη είναι ότι θέλουν να αποδράσουν από την καθημερινότητα με τη συμπεριφορά τους και τις απογνώσεις, από τα δεσμά των δικών τους συνεχών επιθυμιών.

Αλλά ο κοινωνικός ρόλος του Αϊνστάιν – και περισσότερο η σχέση μεταξύ επιστήμης και κοινωνίας – φανερώνει τις δημόσιες σχέσεις του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Δεν χρειάζεται να αμφισβητηθούν τα κριτήρια του Αϊνστάιν ή το φιλανθρωπικό πνεύμα να αναγνωρίζει ότι υπάρχει κάτι δυσοίωνο σε όλα αυτά τα φωτογραφικά δείγματα της τοποθέτησης του Αϊνστάιν με βασιλείς, βασίλισσες, πρωθυπουργούς και προέδρους. Η σκιά του Αδόλφου Χίτλερ ότι η σκοτεινότητα αυτών των φωτογραφιών δεν μας οδηγούν στο να κάνουμε το λάθος της άποψης των κοινωνικών τάξεων που αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτές καλοπροαίρετα, δεν θα μας κρατούσε από το να πούμε ότι αυτό το δυσοίωνο που αφορά αυτές τις φωτογραφίες δεν θα μας πουν για τον Αϊνστάιν και τον βασιλιά Αλμπέρτο ή τον Αϊνστάιν και τον πρόεδρο Χάρντιν, αλλά μάλλον θα μας πουν ότι αφορά στην επιστήμη και την κοινωνική τάξη. Επιπλέον, επιδιώκουμε στροφή σε μια περιληπτική εξερεύνηση περισσότερων σχέσεων μεταξύ θεωρητικής επιστήμης και κοινωνίας.


Ο μύθος της θεωρίας


Η εικονογράφηση της επιστήμης έγινε με τον μύθο της θεωρητικής επιστήμης. Η ιδέα ότι η θεωρητική επιστήμη είναι μία θεωρία πνευματική ή επιστημονική δημιουργία που δεν άπτεται από κοινωνικά γεγονότα που έχουν αρκετά υπονομευτεί ακόμη και εάν δεν ανατραπούν από κοινωνιολόγους και κοινωνικούς θεωρητικούς από τον Νταρκχάιμ και Φλεκ στους σύγχρονους ερευνητές των επιστημονικών μελετών. Πως, τότε, να καταλάβουμε εμείς η θεωρητική επιστήμη – τόσο συχνά προσωποποιούνται σε Αρχιμήδη, Νιούτον και Αϊνστάιν – τι αναπαριστά; Θεωρούμε ότι αυτή η ερώτηση αφορά σε όρους των θεωρητικών επιστημών, θεωρητικών μαθηματικών.

Ο Πίενσον ορίζει θεωρητικά μαθηματικά σαν μαθηματικά που «επεδίωκαν για τα πραγματικά του ενδιαφέροντα, όχι όπως ένα εργαλείο στην υπηρεσία άλλων ενδιαφερόντων». Με την παρουσίαση της ιδέας των ενδιαφερόντων, ο Πίενσον επινοεί την προσαρμογή μας από την πείρα της μαθηματικής σκέψης στους ικανούς των θεωρητικών μαθηματικών. Ο Γ.Η. Χάρντι, στο βιβλίο του «Η απολογία ενός μαθηματικού», έγραψε:

Ποτέ δεν έκανα κάτι «χρήσιμο». Καμία δική μου ανακάλυψη δεν έγινε, ή ενδεχομένως έγινε, άμεσα ή έμμεσα, για καλό ή αρρώστια, ελάχιστη διαφωνία στην ηπιότητα του κόσμου.

Ο γνωστός χημικός Soddy θεωρούσε την άποψη του Hardy ένα σκάνδαλο. «Από τέτοιους άξεστους μοναχούς, ο κόσμος αρρωσταίνει». Αλλά ο J. R. Newman αποκαλεί τις δηλώσεις του Hardy «ανοησίες», ο Νόμος του Hardy είναι σημαντικός στη μελέτη της ομάδας αίματος-Rh και στη θεραπεία της αιμολυτικής ασθένειας στα νεογέννητα; και η δουλειά του πάνω στη ζήτα συνάρτηση του Reimann έχει χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη θερμοκρασιών κλιβάνου. Η ριζοσπαστική υπεράσπιση του Hardy για την καθαρότητα πρέπει να θεωρηθεί σαν μια πνευματική στρατηγική. Είναι γεγονός ότι ο Hardy μισούσε τον πόλεμο και την εφαρμογή των μαθηματικών σε προβλήματα βληματολογίας και αεροδυναμικής. Έτσι, μια άποψη της πολιτικής των καθαρών μαθηματικών είναι ότι είναι μια συνεπής στρατηγική που ανταποκρίνεται στα κοινωνικά προβλήματα, ζητήματα και διαμάχες.

Παρόλο που ο Hardy δεν έχει την ενθαρυτική υποστήριξη των συναδέλφων του , οι μελέτες που έκανε πάνω στα ’’καθαρά’’ μαθηματικά είχαν αξιόλογα αποτελέσματα , αφού είχαν ανταπόκριση στα κοινωνικά προβλήματα και ζητήματα . Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι απέφευγε την εφαρμογή των μαθηματικών σε προβλήματα βληματολογίας .

Εντός των μαθηματικών, το επιχείρημα ότι υπάρχει η πολιτική των καθαρών μαθηματικών υποστηρίζεται από την αιώνια ρωγμή ανάμεσα στα καθαρά και στα εφαρμοσμένα μαθηματικά των πανεπιστημιακών σχολών. Οι διαμάχες του Peano με τον Volterra και άλλα μέλη των μαθηματικών πανεπιστημιακών σχολών στο Πανεπιστήμιο Turin είναι ένα παράδειγμα αυτής της ρωγμής από την νεότερη ιστορία των επιστημονικών μαθηματικών. Ένας αριθμός μαθηματικών μου έχουν πει ότι αν θέλω να καταλάβω την κοινωνική δυναμική των σύγχρονων μαθηματικών, θα πρέπει να κοιτάξω τις διαμάχες ανάμεσα στα καθαρά και τα εφαρμοσμένα μαθηματικά και μαθηματικούς. Τέτοιες διαμάχες αντανακλούν διαφωνίες για το πώς η γνώση των μαθηματικών πρέπει να χρησιμοποιηθεί, και μόχθους για σπάνια καταφύγια μέσα στο πανεπιστημιακό σύστημα και μέσα στο μεγαλύτερο πεδίο χρηματοδότησης.

Δεν υπάρχει λόγος να αρνούμαστε «την αναζήτηση της γνώσης» ως ένα ατομικό ή ακόμα ως ένα συλλογικό σκοπό για να ανανγνωρίσει ότι η ορθότητα της καθαρής αναζήτησης για τα κοινωνικά συμφέροντα μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από την παραγωγή γνώσης για το δικό του καλό. Η καθαρή γνώση μπορεί, για παράδειγμα, να λειτουργήσει σαν εκδήλωση της επιδεξιότητας για έρευνες σε μια κοινωνία. Τέτοιες εκδηλώσεις μπορούν να είναι οι βάσεις για εκφοβιστικούς εχθρούς, προβάλλοντας νομικούς ισχυρισμούς ή εγκαταστάσεις εδαφικών λειτουργιών. Σήμερα, βάζοντας την ταμπέλα «καθαρή γνώση» στην έρευνα που εκτελείται στα διάφορα εθνικά στρατόπεδα και φυλάκια της Ανταρκτικής είναι ένας τρόπος διατήρησης φιλικών εδαφικών δικαιωμάτων. Εξαιτίας της γενικής αντίληψης, τα καθαρά μαθηματικά παίζουν σημαντικό ρόλο στην εγκατάσταση της καθαρότητας της επιστημονικής πειθαρχίας. Ένας από τους λίγους πολιτικούς ηγέτες που αναγνώρισε την πολιτική λειτουργία των καθαρών μαθηματικών ήταν ο Ναπολέων Ι, ο οποίος είπε ότι: «Η πρόοδος και η τελειότητα των μαθηματικών είναι στενά συνδεδεμένη με την ευημερία του κράτους».

Η καθαρότητα τότε είναι μια συνετή στρατηγική η οποία έχει πολλαπλές ρίζες και λειτουργίες. Σαν μια πολιτική στρατηγική, μπορεί να οριοθετήσει και να υπερασπίσει την επιδίωξη της γνώσης από το στρατό, την οικονομία και πολιτικά ενδιαφέροντα το οποίο αντικρούει το; αυτό μπορεί να γίνει διοικώντας τους ικανότερους για να επιβάλλουν εδαφικά δικαιώματα έμμεσα; και μπορεί να βοηθήσει τους πολιτικούς ηγέτες να κρατήσουν τα διακριτικά σήματά τους και να έχουν τον έλεγχο των δημιουργικών και ανακαινιστικών δημιουργών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα ορισμένο ποσό για να εκπαιδεύσουν αναρμόδιους είναι απαραίτητο αν οι επιστήμονες πρόκειται να εκθέσουν την άγνοια ή να παρεξηγηθούν για τους κοινωνικούς τους ρόλους. Οι ανθρωπολογικές μελέτες του Sharon Traweek για την υψηλή φυσική ενέργεια της κοινωνίας ερμηνεύει μερικούς κοινωνικούς μηχανισμούς που πετυχαίνουν την εκπαίδευση των αναρμοδίων. Φυσικοί έχουν εκπαιδευτεί, για παράδειγμα, για να εκτιμούν ορισμένα ευαίσθητα χαρακτηριστικά (για π.χ. λεπτολογία, υπομονή και επιμονή); και παρουσιάζονται σε υψηλές εξιδανικευμένες προσωπογραφίες μεγάλων επιστημόνων - «ιδιοφυΐες» - σαν πρότυπα μοντέλα. Για να γίνουν φυσικοί, πρέπει να περάσουν από μια πορεία έντονης επαγγελματικής κοινωνικοποίησης. Η εστία αυτής της εξέλιξης είναι η φυσική και η φυσική κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα κοινωνικά συμφραζόμενα των δραστηριοτήτων τους επισκιάζονται και η κατανόηση των κοινωνικών τους προτύπων περιορίζεται δραματικά. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, καταστάσεις, ιδεολογικές και απαλλοτρίωσης μπορούν να οδηγηθούν στην «καθαρότητα» των αιτίων.

Βάζοντας στην επιστήμη (γνώση) την ταμπέλα «καθαρή» είναι μια συνετή στρατηγική που εξυπηρετεί πολιτικές, θρησκευτικές, οικονομικές, στρατιωτικές και ψυχολογικές λειτουργίες. Μία από τις πιο σημαντικές κοινωνικές λειτουργίες της ένδειξης καθαρότητα είναι να μαλακώσει την αντίσταση και την κριτική των εγκατεστημένων συμφερόντων. Η πολιτεία, για παράδειγμα, μπορεί να παρέχει στους επιστήμονες που υιοθετούν την ταμπέλα «καθαρός» την ελευθερία να συνεχίσουν τις έρευνες για τα ατομικά τους ενδιαφέροντα, αρκεί αυτό που κάνουν να τους κάνει να αποφεύγουν να κριτικάρουν ή να αντιστέκονται στις ενέργειες της πολιτείας, και ειδικά αρκεί να μην επεμβαίνουν στα έργα της πολιτείας για να προορίσουν τις δικές τους ανακαλύψεις και εφευρέσεις στη βλέψη στρατιωτικών, οικονομικών ή πολιτικών σκοπών. Η «θεμελιώδης» ή «καθαρή» γνώση μπορεί εύκολα να καταλήξει να συγκεντρώνει την προσοχή στους μηχανισμούς αντί στις αιτίες. Σαν αποτέλεσμα, προβλήματα μπορούν να αποσπαστούν από τα κοινωνικά συμφραζόμενα, και λύσεις που αναζητούνται δεν απειλούν τους επικρατέστερους κοινωνικούς διακανονισμούς. Η εστίαση στη βασική κυτταρική βιολογία για την έρευνα του καρκίνου, για παράδειγμα, παραδέχεται τη λύση που εμποδίζει την καρκινογόνο εξέλιξη από μία που ξανασαίνει την κοινωνική τάξη για να εξαλείψει τα καρκινώματα από το περιβάλλον. Είναι συνήθης φαινόμενο αυτό που παρατηρούμε να συμβαίνει σ’αυτό το σημείο . Υιοθετώντας την ταμπέλα ’’καθαρός’’ ένας επιστήμονας ( μελετώντας την

την ’’καθαρή’’ γνώση ) , έχουν την απόλυτη , σχεδόν ` ελευθερία από την πολιτεία , να ασχολούνται με τις έρευνες τους . Αρκεί βέβαια να μην ενεργούν εις βάρος της ίδιας της πολιτείας και των συμφερόντων της .

Στο βαθμό που οι ιδεαλιστές της καθαρής έντασης «η επιστήμη για το δικό της καλό» ενισχύουν ένα ατομικιστικό (ατομιστικός, χωριστός, απαλλοτριωμένος) προσανατολισμό στη δουλειά και δυσκολεύουν την εξέλιξη, και έχουν βλέψεις σε ενδιαφέρονται έξω απ’ την επιστήμη, συμπεριλαμβανομένης της πραγματοποίησης των ομαδικών ενδιαφερόντων των επιστημών ως εργαζόμενους. Στο βαθμό που αυτοί τονίζουν την ανεξαρτησία της επιστημονικής γνώσης από τα κοινωνικά συμφέροντα, ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, και υποκειμενικές ατομικές εμπειρίες που βοηθούν να απομονώσει και να απαλλοτριώσει όχι μόνο τη γνώση αλλά και τους παραγώγους της γνώσης από τις κοινωνικές εξελίξεις της παραγωγής και αναπαραγωγής στην επιστήμη. Στο βαθμό που οι ιδεολόγοι την καθαρότητας ενισχύουν το βασίλειο της καθαρότητας, αυτά λειτουργούν σαν δικαιολογία ως αυθεντίες (στις ιδέες και στις ηρωικές φιγούρες της επιστήμης, όσο καλά όσο τα θέματα και οι δάσκαλοι), και ενισχύουν τα ενεργά στοιχεία της δικαιοσύνης στην καθημερινή ζωή.

Ψυχολογικά, η αγνότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ικανοποιήσει μια ατομική ανάγκη και ενδιαφέρον για την καθαρότητα γενικά ένα συναισθηματικό καταφύγιο ή μηχανισμό άμυνας. Αυτή η μορφή καθαρότητας μπορεί να γίνει σοβαρά παθολογική αν ο φόβος για τις επίγειες απολαύσεις και διαμάχες της καθημερινής ζωής παράγουν μια υπερβολική εχθρότητα σ’ οτιδήποτε που θεωρείται ακάθαρτο ή μολυσματικό. Μια διανοητική καθαρότητα μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ «πλωτών διανοουμένων» που δεν είναι δεσμευμένοι ή αναγκασμένοι από εγκατεστημένα κοινωνικά ιδρύματα, αλλά έχουν αποτύχει να αναπτύξουν ισχυρούς ανεξάρτητους δρόμους για να επιβάλλουν στους εαυτούς τους τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Αυτή η μορφή της καθαρότητας συνδέεται με αδύναμα διαμορφωμένα κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά ή θρησκευτικά ενδιαφέροντα.

Θρησκεία και επιστήμη είναι συχνά ενωμένα στην ψυχολογική καθαρότητα και τις παραλλαγές της. Αυτή είναι ειδικά η περίπτωση στα μαθηματικά και στις μαθηματικοποιημένες επιστήμες. Συνέπεια και ολοκλήρωση, η σφράγιση των καθαρών μαθηματικών, είναι κεντρικές φιγούρες και των Αγίων. Καθαρά μαθηματικά και θρησκεία ήταν, για παράδειγμα, στενά συνδεδεμένα στις ζωές και στις δουλειές του G. Bolle και του W. R. Hamilton. Η θρησκευτική επιτακτική είναι ευρέως αναγνωρισμένη ως ένα χαρακτηριστικό της νεότερης μοντέρνας επιστήμης, αλλά αυτή η εκδήλωση στα σύγχρονα μαθηματικά δεν είναι φανερή. Ο Gauss είναι ακόμη δεσμευμένος σε μια ιδέα κοινή με των ισάξιών του και των προγόνων του, ότι η καθαρή γνώση εκθέτει τον αθάνατο πυρήνα της ανθρώπινης ψυχής. Ήδη με τον Gauss, παρ’ όλα αυτά, εμείς βρίσκουμε μία μετάβαση από τη λατρεία προς το Θεό στη λατρεία προς τη Φύση σαν το αντικείμενο της ανθρώπινης κρίσης. Ο Gauss ακόμα πιστεύει σε ένα αιώνιο, δίκαιο, πάνσοφο, πανταχού παρών Θεό. Αυτός πάντα προσπαθούσε να εναρμονίσει τις μαθηματικές αρχές με τις σκέψεις του στο μέλλον της ανθρώπινης ψυχής. Ο Cantor πίστευε στην πλατωνική θεωρία της πραγματικότητας των άπειρων συνόλων διότι η πραγματικότητά τους είχε - αυτός ισχυριζόταν - αποκαλυφτεί σε αυτόν από το Θεό. Και ο Bourbaki (το ψευδώνυμο για ένα γκρουπ, με επιρροή στις αρχές του 20ού αιώνα, μαθηματικών) ισχυριζόταν ότι τα μαθηματικά προβλήματα επικαλούσαν αισθητικά και θρησκευτικά συναισθήματα. Η θρησκεία και η επιστήμη παρουσιάζονται εδώ , από απόψεις μεγάλων επιστημόνων , στενά συνδεδεμένες όσο αφορά τα καθαρά μαθηματικά ΄ σε τέτοιο βαθμό που τον ένα να ’’εκφράζεται’’ με το άλλο . Πράγμα όμως που δεν είναι τόσο εμφανές και στα σύγχρονα μαθηματικά , αφού καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με αντιξοότητες που υπάρχουν μεταξύ τους .

Η ιδεολογία της καθαρής επιστήμης - και ειδικά των καθαρών μαθηματικών - μεγαλώνει σε μεγάλα κομμάτια έξω από τις ιδεολογίες του Θεού και της Φύσης σαν τελευταίες αυθεντικές εξουσίες. Στο τέλος, η εξουσία έρχεται και εδρεύει στο βασίλειο της Λογικής. Η κλασική λογική, για παράδειγμα, (όπως ο διαισθητικός μαθηματικός L. E. J. Brouwer αναγνώριζε) είναι μια υπεξαίρεση από, καταρχήν, τους μαθηματικούς των πεπερασμένων συνόλων και επιπλέον τους μαθηματικούς των πεπερασμένων υποσυνόλων. Αυτές οι κοσμικές καταγωγές είχαν ξεχαστεί όταν η Λογική είχε υψωθεί σε μια θέση πριν και πέρα από τα μαθηματικά. Ο υποκατάστατος (το Durkheimian πνεύμα δεν μπορεί να λείψει από εδώ), Λογική, τότε εφαρμοζόταν στους μαθηματικούς των άπειρων συνόλων χωρίς καμία δικαιολογία. Το ενισχυμένο βασίλειο χρησιμεύει ως ηθική επιτακτική και περιορισμούς που με τον ένα τρόπο ή τον άλλον: (1) μας δεσμεύουν να επιβάλλουμε επαγγελματικά και κρατικά συμφέροντα, (2) ενισχύουν την υπακοή στα έξοδα της κριτικής και της εξέγερσης στις σχέσεις μας μέσα από την εγκατεστημένη θέσπιση. Αυτή είναι η περίπτωση ακόμα κι όταν έχουμε μείνει μόνοι να κυνηγήσουμε τα δικά μας ενδιαφέροντα οδηγημένα από την ίδια μας την περιέργεια να καταλάβουμε τον τρόπο που δουλεύει ο κόσμος και παρά τις όποιες ασεβείς σκέψεις και πράξεις που στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να δημιουργήσουν μερικά κύματα στο τοπικό σωματιακό επίπεδο. Τελικά, περιθωριακοί επιστήμονες μπορούν να εγκαταλείψουν ή να αποτύχουν να αναπτύξουν τους δικούς τους τρόπους να προσδιορίσουν τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο και αντί γι’ αυτό να στηριχθούν σε μια διανοητική θεωρία από καθαρά υποδείγματα. Το πρόβλημα φυσικά είναι ότι αυτοί συλλαμβάνουν αυτά τα υποδείγματα σαν υπέρβαση περισσότερο παρά σαν κοινωνικές κατασκευές, αντανακλάσεις της δουλειάς μιας κοινωνίας ή κουλτούρας. Αυτός ο προσανατολισμός στην καθαρότητα υποτιμά την επιστημονική ικανότητα να αναγνωρίζει, να κριτικάρει, κι αν είναι απαραίτητο, να αναλάβει δράση ενάντια σε καθιερωμένα συμφέροντα ενσωματωμένα σε συγκεκριμένα άτομα, ρόλους και ιδρύματα.

Γενικά, μετά, ιδεολογίες καθαρότητας, όπως η θρησκεία, μπορούν να εξαντλήσουν τις ατομικές και συλλογικές μας ικανότητες για κριτική και εξέγερση. Ο κονστρουκτιβισμός στις επιστημονικές μελέτες μπορεί να μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε τα κοινωνικά συμφέροντα στη δουλειά στην παραγωγή και την υποστήριξη ιδεολογιών καθαρότητας. Αλλά μπορεί μόνο να κάνει αυτό αν αυτό είναι απελευθερωμένο από την ακόμη προσωπική σχέση με μια επίσημη Επιστήμη. Μόνο τότε μπορεί η ιδέα της κοινωνικής ερμηνείας της επιστήμης και γνώσης να γίνει μια δύναμη για κοινωνική κριτική και κοινωνική αλλαγή.

Τελικά, θέλω να συλλογιστώ σχετικά με τους τρόπους στους οποίους η έλλειψη ισχυρής κοινωνιολογικής αντίληψης της επιστήμης μπορεί να εμποδίσει ομολογία κρίσιμων χαρακτηριστικών της κοινωνικής σχέσης της επιστήμης. Τα συμφραζόμενα γι’ αυτές τις κατηγορίες ήταν η απάντησή μου να αναλύσει την εχεμύθεια στις βασικές - πανεπιστημιακές έρευνες. Μερικοί συγγραφείς πάνω σε αυτό το θέμα είναι μάλλον αισιόδοξοι για τις τελικές επιδράσεις του αναπτυσσόμενου δεσίματος μεταξύ της βιομηχανίας και των πανεπιστημίων πάνω στην ακαδημαϊκή ελευθερία, άλλοι είναι απαισιόδοξοι: Μερικοί είναι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές του «αφήστε να ψάξουν» ή «αφήστε να τα αλλάξουν» από άλλους. Και μερικοί είναι ερμηνευτές από άλλους για να δικαιολογήσουν κοινωνικούς ελέγχους κατά τη ροή των επιστημονικών πληροφοριών. Αλλά εν γένει (και με μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις), η ανάλυση που εξέτασα ήταν καθοδηγημένη από τους καλύτερους και τις επιστημονικές αξίες των επιστημονικών, ακαδημαϊκών, νομικών, στρατιωτικών, πολιτικών και επιχειρησιακών κοινοτήτων.


Σκέψεις πάνω στην Επιστήμη, Εχεμύθεια και Δημοκρατία

Υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ και ανάμεσα αυτών των κοινοτήτων, τείνουν να απαντούν μέσα από ένα τολμηρό σύστημα από διανεμημένες και συμβιβάσιμες αξίες και συμφέροντα. Ένας κοινός παράγοντας είναι ότι, μέσα στις κοινότητες σύγχρονα προβλήματα στον κοινωνικό έλεγχο της επιστήμης αναφέρονται σαν υποθέσεις που εκτελούνται διαμέσου συμβιβασμών και ανταλλαγών, τα παραδοσιακά εργαλεία των «πολιτικών ρεαλιστών» των οποίων οι απόψεις μέχρι τώρα έχουν κυριαρχήσει στην επιστήμη και συζητήσει την εχεμύθεια. Μερικοί από αυτούς τους πολιτικούς ρεαλιστές παραδέχονται ότι οι σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις της επιστήμης απαιτούν μεγαλύτερη επαγρύπνηση, αλλά παραλείπουν ένα ουσιώδες σημείο. Η προοπτική τους δεν επικεντρώνει την προσοχή τους στο πού ο David Dickson αναφέρεται καθώς η κεντρική ιδιομορφία της σχέσης μεταξύ επιστήμης και κοινωνίας σήμερα: «Ο έλεγχος της επιστήμης έχει γίνει το κλειδί για τον έλεγχο της Αμερικανικής κοινωνίας».

Συζήτηση για τη γνώση και την εχεμύθεια έχει γίνει σε κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ότι σιωπηρά και κατηγορηματικά μέρη «Τα εθνικά συμφέροντα», «εθνική ασφάλεια», και τα συμφέροντα και οι αξίες του καλύτερου επιστήμονα πάνω από τα κοινά συμφέροντα και οι αξίες της κοινωνικής δημοκρατίας. Αλλά ο Eric Holtzmann είχε ανακαλύψει μια «αποκαρδιωτική αλλαγή» και «ψυχρούς ψιθύρους» στις κοινωνικές σχέσεις της επιστήμης - αλλαγή που ο Holtzmann πιστεύει ότι θα απειλήσει τις δημοκρατικές θεσπίσεις και αξίες. Είναι λοιπόν σημαντικό να τονίσει τα κοινά συμφέροντα στον κοινωνικό έλεγχο της επιστήμης, και να μελετήσει τα αποτελέσματα της γνώσης και της εχεμύθειας από μια κοινωνική δημοκρατική προοπτική.

Είναι επίσης σημαντικό να προκαλέσει την θεωρία ότι η εχεμύθεια στην επιστήμη είναι ένα θέμα της «ιδιοσυγκρασιακού και ατομικιστικού ύψους της συμπεριφοράς», ή απλά μια εκδήλωση της «ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς». Η εχεμύθεια στην επιστήμη (και στην κοινωνία) είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, αλλά αυτό το βασικό κοινωνικό γεγονός συχνά παραμελείται. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε μια πιο σύντομη ερώτηση της «ανταλλαγής», για παράδειγμα, ο πολιτικός ρεαλισμός που κυριαρχεί τη συζήτηση τείνει να ενισχυθεί. Η συνεχής κοινωνιολογική ερμηνεία πρέπει να ξεσκεπάσει τις κοινωνικές ρίζες και συνέπειες της εχεμύθειας και το άνοιγμα της επιστήμης και κοινωνίας δεν έχει έρθει.


Επιστήμη, Κοινωνική Δομή και Ανθρώπινες Αξίες

Ιδέες και συνήθειες σχετικές προς την επιστήμη και τον μυστικισμό υπάρχουν μέσα σε οργανωμένες πολιτισμικές και ιστορικές συναφείς εκφράσεις. Επιστημονικοί θεσμοί, επιστημονική γνώση και οι επιστήμονες οι ίδιοι είναι κατασκευές της κοινωνίας. Πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις των ισχυρών επηρεάζουν καθετί από τη μεριά της επιστήμης σε επαγγελματική δομή, σε κοινωνική δομή της επιστημονικής κοινότητας. Επιστήμονες (ειδικά οι «πολιτικοί» της επιστήμης), οι ιδεολογίες τους, το κοινό, τα Μ.Μ.Ε. και άλλοι κοινωνικοί αντιπρόσωποι και αντιπροσωπείες σταθερά δημιουργούν και επαναδημιουργούν και τα δύο: «την εικόνα της επιστήμης και του επιστήμονα» και «τον ρόλο του επιστήμονα στην κοινωνία». Καθώς η κοινωνική οργάνωση της επιστήμης, οι σχέσεις μεταξύ της επιστήμης και του κράτους και οι επικρατούσες αξίες μέσα στην κοινωνία αλλάζουν, έτσι επίσης κάνουν την θεωρία και την πράξη του ανοίγματος και την μυστικότητα στην επιστήμη. Σίγουρα χωρίς αρκετά πολύπλοκη κοινωνική δομή υπάρχει χώρος για ατομικότητα και ιδιοσυγκρασία. Αλλά αυτό είναι η ικανότητα να δει πέρα από το ατομικό και την ιδιοσυγκρασία στο πραγματικό, ξαναδημιουργώντας και τις δυναμικές κοινωνικές δομές που οδηγούν σε κοινωνιολογική κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων. Είναι γεγονός ότι οι αποφάσεις των ισχυρών επηρεάζουν καθετί στην επιστήμη . Είναι αυτοί που συμβάλλουν στην δημιουργία εικόνας της επιστήμης και του επιστήμονα και τον ρόλο του επιστήμονα στην κοινωνία . Ευτυχώς όμως σε μη πολύπλοκες δομές μπορεί να υπάρξει ατομικότητα και ιδιοσυγκρασία .

Υπάρχουν, φυσικά, πάντα περιορισμοί στην επιστήμη. Μερικές φορές αυτοί οι περιορισμοί επιβλήθηκαν από τους «έξω» (από θρησκευτικές ή πολιτικές αυθεντίες για παράδειγμα). Μερικές φορές εφαρμόστηκαν εκ των «έσω» (όταν, για παράδειγμα, επιστημονικές αυθεντίες το βρίσκουν απαραίτητο, βολικό ή φρόνιμο να μεταφέρουν έξω δικές τους πολιτικές πράξεις). Οι πηγές και οι τύποι των περιορισμών στην επιστήμη εξαρτώνται από το μέγεθος της όποιας επιστημονικής ενέργειας που είναι θεσμικά αυτόνομη. Η κουλτούρα της επιστήμης και η ευρύτερη κουλτούρα είναι οι πηγές των αξιών που αντανακλούν και οδηγούν την συμπεριφορά των επιστημόνων. Νόμοι, σοσιαλισμός και επαγγελματισμός βοηθούν στο να αποφασίσουν εάν οι επιστήμονες θα ή όχι: (α) δουλέψουν σε τρόπους που ζημιώνουν το περιβάλλον ή εκθέτουν την ακεραιότητα του καλού των ανθρώπων και των ζώων, (β) συμπλέκονται σε απατηλές δραστηριότητες ή (γ) αποκρύπτουν την αλήθεια.

Οι επιστήμονες δεν μπορούν να δρουν αυτόνομα . Υπάρχουν περιορισμοί . Αυτό από τη μια είναι κακό γιατί έτσι μπορούμε να πούμε ότι δημιουργούνται εμπόδια στην ανάπτυξη της επιστήμης , από την άλλη είναι και καλό γιατί έτσι υπάρχει ένας έλεγχος στην δραστηριότητα των επιστημόνων . Γιατί μπορεί καμία φορά να βλάψουν το περιβάλλον ή τους ανθρώπους και τα ζώα , για χάρη της επιστήμης ή ακόμα και να κρύψουν την αλήθεια .

Όταν η κοινωνική δομή της επιστήμης αλλάζει, επιστήμη και επιστήμονες αλλάζουν. Και οι τρεις ιστορικά συγκεντρωμένοι κοινωνικές μέθοδοι της θεσμοποιήσεις, επαγγελματοποίησης και γραφειοκρατικοποίησης έχουν βαθιά επιδράσει στην σύγχρονη επιστήμη. Καθώς αυτές οι μέθοδοι έχουν ανακαλυφθεί, η οργανωμένη επιστήμη μετακινήθηκε από την περιφέρεια προς το κέντρο της αναγνωρισμένης κοινωνικής σειράς και συμπεριλήφθηκε στα ενδιαφέρονται και στις αξίες των ισχυρών που κανονίζουν. Τόσο περίπλοκες κοινωνικές πραγματικότητες το κάνουν δύσκολο να περιλαμβάνει ή να περιέχει η επιστήμη τόσο στατικές επικεφαλίδες, όπως «παραδοσιακή επιστήμη», «παραδοσιακά τέρματα της επιστήμης», «βασική επιστήμη», «αιτούμενη επιστήμη», «τύποι της επιστήμης» και ακόμη «επιστήμη» και «επιστήμονες». Η επιστήμη και οι επιστήμονες αλλάζουν συνεχώς όπως αλλάζει και η κοινωνία . Η επιστήμη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνία. Η επιστήμη δεν μπορεί να είναι στατική αλλά συνεχώς εξελίσσεται . Εν τω μεταξύ ενώ παλιότερα οι ισχυροί δεν ασχολούνται με την επιστήμη σήμερα θέλουν να έχουν τον έλεγχο της γιατί έχουν καταλάβει πόσο σημαντική είναι για το μέλλον μας και ότι μόνο ελέγχοντας την μπορούν , να κρατήσουν την εξουσία τους στην κοινωνία .

Ο βιολόγος Clifford Grobstein συνεπάγει ότι «γνωρίσματα» της επιστήμης ή η ακαδημία (για παράδειγμα, «το δικαίωμα να διδάσκεις, να συζητάς, να ερευνάς ανοικτά και χωρίς περιορισμό...») είναι περισσότερο σημαντικά απ’ ότι η επιστημονική ή ακαδημαϊκή πρακτική. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, εν τούτοις, ένα γνώρισμα είναι ένα κριτήριο για να διακρίνεις μία ομάδα από μία άλλη. Η απερίσκεπτη χρήση των γνωρισμάτων της επιστήμης επισκοτίζει την λειτουργία τους σαν μέσα και σύμβολα της οροθεσίας, του ελιτισμού και της επαγγελματικότητας. Επίσης επισκοτίζει την ύπαρξη αντικρουόμενων ενδιαφερόντων και αξιών στην επιστήμη και των συγκρούσεων μεταξύ επιστήμης και άλλων κοινωνικών θεσμών. Τα γνωρίσματα δεν εγγυώνται την ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη και την διαφάνεια ούτε αυτά εξασφαλίζουν το ότι οι επιστήμονες θα ωφελήσουν την ανθρωπότητα. Πολλοί επιστήμονες και επιστημονικοί παρατηρητές έχουν κάνει λάθη αλλά επίσης παρηγορεί η ιδέα ότι γνωρίσματα (όπως κανόνες και αξίες) είναι αυτά που ορίζουν σημαντικά την επιστημονική συμπεριφορά, αλλά είναι ανεξάρτητα από τις κοινωνικές δομές. Έτσι, το να δίνουμε έμφαση στην «δύναμη των τύπων» στην επιστήμη είναι κενή ρητορική, εκτός αν υπάρχει μία συνοδευτική ανάλυση της ικανότητας των επιστημόνων στο να πραγματώνουν τύπους και αξίες, μία ικανότητα που εξαρτάται από την πρόσβαση στις υλικές και συμβολικές πηγές και κοινωνικές. Αν εμείς θέλουμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε την επιστήμη και τους επιστήμονες, θα έχουμε μελετήσει την επιστημονική πρακτική. Το σφάλμα της υπόθεσης για το «τι είναι επιστήμη (πρέπει να είναι, θα έπρεπε να είναι), τι ήταν η επιστήμη» ή το ότι «η επιστήμη θα είναι πάντα ότι είναι η επιστήμη σήμερα» μπορεί να αποφευχθεί μόνο αν εμείς παραμέναμε άγρυπνοι παρατηρητές του τι κάνουν οι επιστήμονες μέσα στο εργαστήριο και τα γραφεία τους. «Η ελευθερία της ακαδημίας» (ειδικότερα, όπως το σπίτι της «καθαρής επιστήμης») είναι ένα κεντρικό γνώρισμα της πανεπιστημιακής ζωής και της επιστήμης. Το ακριβές νόημα της φράσης μπορεί να μας διαφεύγει, αλλά είναι ξεκάθαρο το ότι η ελευθερία της ακαδημίας ακολουθεί δικά της συμφέροντα και κριτικάρεται η ίδια και τα δικά της περιβάλλοντα (περιλαμβανομένου του κράτους) είναι επιτρεπτό και εύθραυστο. Είναι επιτρεπτό από τις αλληλοσυσχετίσεις μεταξύ πανεπιστημίων και της κυβέρνησης, της εργασίας, του στρατού και του νομικού συστήματος, το οποίο δημιουργεί εξέχουσες θεσμικές αξίες και ενδιαφέροντα. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι εύθραυστη διότι οι ακαδημαϊκοί όπως οι ταχυδακτυλουργοί της αυλής είναι οι τελευταίοι υπηρέτες και είναι στο έλεος του κράτους, ακόμη και όταν αυτοί ακολουθούν τα «δικά τους» συμφέροντα στο εργαστήριο ή κάνουν «αγνές» σκέψεις στις πολυθρόνες τους ή αν τα συμφέροντα του κράτους αλλάξουν, κάνοντας μαζικά ή επιστήμη ή κουβαλώντας κάθε τύπο εξέτασης, ξαφνικά γίνεται πολύ περισσότερο επικίνδυνη επιχείρηση. Μία ακαδημία δεν μπορεί να είναι «ελεύθερη» στο νόημα ότι μπορεί να υπερβεί το περιβάλλον, τη βιολογία και την κουλτούρα. Μπορεί, εν τούτοις, να είναι ελεύθερη (ή ελευθερωμένη) από τους περιορισμούς των ανθρώπινων αυθεντιών μέσα και έξω από τα δικά της κοινωνικά σύνορα.

Σύμφωνα με το Rosemary Chalk, μυστικές πρακτικές στην επιστήμη είναι «ιδιοσυγκρασιακοί και ατομιστικοί τρόποι συμπεριφοράς μάλλον παρά επιστημονικοί τύποι». Αλλά ο μυστικισμός δύσκολα αποκτά νόημα έξω από κοινωνικές συναφείς εκφράσεις. Ακόμη σαν μία «διαταραχή» μπορεί να είναι σινιάλο μία απειλή για να ανοίξει μία κοινότητα που τοποθετήθηκε από αναγκαίες ή δυνατές αλλαγές στις κοινωνικές δομές και αξίες. Ο μυστικισμός είναι ένα φυσικό συστατικό για μερικούς κοινωνικούς κανονισμούς. Μία υψηλά ανταγωνιστική επιστήμη, για παράδειγμα, είναι γόνιμο έδαφος για μυστικισμό. Επαγγελματισμός και δυνατά δεσμά για δουλειά, η κυβέρνηση και ο στρατός όλα τρέφουν μυστικισμό στην επιστήμη. Πολύ συχνά, επιστήμονες και επιστημονικοί παρατηρητές αποτυγχάνουν να δουν τις δομικές δυνάμεις που δημιουργούν μυστικισμό (και απάτη για το συγκεκριμένο ζήτημα) πιθανή ή αναπόφευκτη. Εξαρτάται από αυτούς αν θα είναι αμυντικοί ή απαιτητικοί όταν δεν υπάρχει «η σταθερή απόδειξη» που ο μυστικισμός είναι μία διαταραχή κάτι που δεν είναι επικρατές σήμερα απ’ ότι ήταν στο παρελθόν. Δημοσιογραφικοί λογαριασμοί του μυστικισμού και η απάτη στην επιστήμη μπορεί να τους υπενθυμίσουν να καλέσουν για έρευνα για να παράγουν την απαραίτητη «σταθερή απόδειξη». Ακόμη κι αν δεν υπάρχει η άμεση απόδειξη, εν τούτοις, είναι πιθανό να κρίνουμε αν ο μυστικισμός είναι ή γίνεται ένα σοβαρό πρόβλημα στην επιστήμη εξαιτίας της άσκησης μιας μικρής κοινωνιολογικής φαντασίωσης. Χωρίς να αρνούμαστε την αξία των δεδομένων από την εμπειρία, η κοινωνιολογική θεωρία προτείνει ότι ο μυστικισμός και η απάτη αυξάνονται πιθανώς στα ίχνη σύγχρονων αλλαγών στην κοινωνική οργάνωση και οι κοινωνικές σχέσεις της επιστήμης η οποία είχε δημιουργήσει απαιτήσεις εκτεινόμενες από ΑΑΑS σχέδια έως τη μελέτη του David Dickson «η νέα πολιτική στην επιστήμη». Ενδείξεις ότι ο μυστικισμός είναι ένα αυξανόμενο επικρατές θέμα της κοινωνικής ζωής μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σαν απόδειξη του μυστικισμού στην επιστήμη. H σχέση αυτού του είδους απόδειξης γίνεται φανερή μία φορά. Εμείς γνωρίζουμε ότι η επιστήμη είναι μέσα και έξω από την κοινωνία, όχι μέρος αυτής.


Η Επιστήμη σε μια Στρωματισμένη Κοινωνία

Κοινωνικοί παράγοντες (π.χ. συναγωνισμός, ιδιοκτησία, καθαρή έρευνα και διαφορική πρόσβαση στην πληροφορία) οι οποίοι είναι προβληματικοί από μία δημοκρατική προοπτική είναι απλά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας που λειτουργεί καλά για πολλούς συγγραφείς σε αυτό το θέμα. Πρότυπα στην επιστήμη δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από παραδοσιακές αξίες. Ούτε μπορεί η επιστήμη μέσα σε μια στρωματισμένη κοινωνία «ευεργετική κοινωνία εξ ολοκλήρου».

Ο Holtzman αναγνωρίζει αυτό το θέμα, αλλά η προοπτική του χρειάζεται να είναι ευρεία. Ο 3ος παγκόσμιος, η καταπιεσμένη πλειονότητα στη Νότια Αφρική και οι καταπιεσμένοι άνθρωποι της Αμερικής έχουν όλοι δικαίωμα στην πρόσβαση στην πληροφορία που χρειάζονται για να βελτιώσουν τις ευκαιρίες στη ζωή τους και τον τρόπο ζωής τους. Ένας από τους τρόπους που οι κυριαρχούντες ισχυροί κερδίζουν και κρατούν δύναμη είναι εμποδίζοντας τους πολίτες από το να έχουν πρόσβαση, ή να κατορθώνουν να καταλαβαίνουν κάποιους τύπους πληροφοριών. Για να αποκτηθεί τέτοια δύναμη σε σύγχρονη κοινωνία απαιτούνται όχι μόνο μηχανισμοί καταπίεσης, αλλά επίσης μέθοδοι υλικού και ιδεολογικού ελέγχου πέραν της επιστήμης, επιστημόνων και επιστημονικής εκπαίδευσης. Ο μύθος ότι τα Ενωμένα Έθνη είναι μια πλουραλιστική κοινωνία έτσι αγνοεί γεγονότα της κοινωνικής στρωμάτωσης. Επίσης επισκοτίζει το γεγονός ότι, εσχάτως, οι πολίτες δεν έχουν κανένα νομικό ή ειρηνικό καταφύγιο όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να χρησιμοποιήσει βία για να προστατέψει τα δικά της συμφέροντα για «καλύτερους» επιστήμονες, τις περισσότερο καταρτισμένες επιστημονικές μεθόδους και τις πιο υπερσύγχρονες επιστημονικές πληροφορίες. Δικαιολογίες για μυστικισμό στην επιστήμη συχνά αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν ρητά τις ανταγωνιστικές σχέσεις που κάνουν τον μυστικισμό απαραίτητο (εκτός από τις ωμές αναφορές στους «εχθρούς»). Τα ανταγωνιστικά κόμματα, τα ειδικά συμφέροντα τους και η σχετική τους πολιτική και οικονομική εξουσία είναι σπάνια αναγνωρισμένα, ειδικά όταν τα αντικρουόμενα κόμματα είναι μέλη της ίδιας κοινωνίας. Η δικαιολογία του μυστικισμού στις βάσεις της «εθνικής ασφάλειας» ή του «εθνικού συμφέροντος» αγνοεί την αντίσταση μεταξύ των συμφερόντων των ισχυρών και των συμφερόντων της κοινής τάξης. Οι ισχυροί βρίσκουν μια υπερ-απλοποιημένη αντίληψη μιας «κοινωνίας» χρήσιμης διότι τους βοηθάει να αποδείξουν ότι τα συμφέροντά τους είναι ταυτόσημα με το «κοινό συμφέρον». Επιπροσθέτως στο μύθο του πλουραλισμού (στηριζόταν από μία οικονομική ελευθερία άνευ περιορισμών, οικονομική και πολιτική φιλοσοφία) τα συμφέροντα των ισχυρών επίσης υπηρετούνται από το μύθο της ελεύθερης - αξίας φυσικά - αξιωμένης επιστήμης, και της παρουσίασης ενός αισιόδοξου προσώπου του κοινού.

Μία ειδικά αισιόδοξη αυθεντία, ο Robert Rosenweig, μιλά κατ’ ουσίαν στην κλασική «Robber Baron» φιλοσοφία ότι στον «ατελή κόσμο» οι στρατηγικές απαιτούν να κρατούν την κοινωνία, που λειτουργεί ομαλά, αναπόφευκτα να ανέχεται «λίγο πόνο», «λίγη στενοχώρια» και «μερικά άσχημα πράγματα». Μας ζητά (συμπεριλαμβανομένων εκείνων από εμάς που είναι περισσότερο πιθανό να έχουν την εμπειρία και να υποφέρουν τον πόνο, την στενοχώρια, τα άσχημα πράγματα) να «έχουμε πίστη» στην «ελαστικότητα» του συστήματος.

Από μια ισχυρή προοπτική ο συναγωνισμός είναι μία καταξιωμένη άποψη της επιστημονικής συμπεριφοράς. Ο συναγωνισμός δεν είναι εντούτοις υγιής για την επιστήμη όπως μια ενδιαφέρουσα κοινή δραστηριότητα. Η συναγωνιστικότητα εμπνέεται από την προτεραιότητα που αφορά, για παράδειγμα, την ρίζα του σιδερένιου νόμου της ανωνυμίας - επώνυμες αμοιβές δεν αυξάνουν σε καινοτομίες και ανακαλύψεις αλλά σε παρωχημένες που έχουν περισσότερη δύναμη, γόητρο, διορατικότητα ή ταλέντο. Οι σιδερένιοι νόμοι είναι γνωστοί για την ευκαμψία τους, αλλά υπάρχει αρκετή αλήθεια στις αρχές της ανωνυμίας στο να προταθούν στο τέλος οι ενυπάρχοντες κίνδυνοι του συναγωνισμού στην επιστήμη.

Το σχέδιο της «διανοητικής ιδιοκτησίας» ταιριάζει καλά μέσα σε ισχυρή ομιλία στην επιστήμη και στην μυστικότητα. Η ρητορική της ιδιοκτησίας και η οικονομική ελευθερία άνευ περιορισμών είναι αρκετή για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι αρκετοί από τους συμμετέχοντες είναι «καπιταλιστές της επιστήμης». Ωστόσο δόθηκαν πρόσθετα γεγονότα όπως η ιδέα της «γνώσης σαν αληθινή περιουσία», βρίσκω δύσκολο να αντέξει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει την καπιταλιστική επιγραφή.

Προς χάρην της ανάλυσης, θεωρούμενες πληροφορίες και η γνώση σαν μέσα είναι χρήσιμα. Τέτοια προσέγγιση τοποθετεί τον αναλυτή σε μία καλύτερη θέση στο να εκτιμήσει, την γεμάτη από ενοχές, κοινωνία από την επιστήμη που θεωρείται ιδιοκτησία. Μπορούμε τότε να ζητήσουμε να αναγνωρίσουμε διαφορετικούς τύπους διανοητικής ιδιοκτησίας, οι αξίες συνδέονται με κάθε τέτοιο τύπο και οι σχέσεις μεταξύ των ιδιοκτησιακών και μη κλάσεων (τάξεων).

Διότι οι μοντέρνες κοινωνίες που διακρίνονται σε τάξεις, δεν είναι λογικό να απαιτούν από την κοινωνία να υποστηρίζει τα πανεπιστήμια σαν αρένες της «καθαρής - αγνής έρευνας».

Τα κατ’ ισχυρισμόν «καθαρά» και «καλαίσθητα» μοτίβα της ακαδημαϊκής επιστήμης είναι τα προϊόντα της αυτονομίας του ιδρύματος και ο βαθμός αυτής της αυτονομίας του ιδρύματος είναι ανεξάρτητος από την σχέση μεταξύ επιστήμης και κράτους. Στην πράξη ακόμα και τα καθαρότερα μοτίβα στην επιστήμη τείνουν να είναι στραμμένα προς το εσωτερικό τους για να ικανοποιήσουν αλλοτριωμένα ατομικά και επαγγελματικά συμφέροντα. Και φυσικά υπάρχουν διάφορες ομάδες συμφερόντων τα οποία είναι ριζωμένα περισσότερο ή λιγότερο στο πανεπιστήμιο και στις παραδόσεις του. Για να εκτιμήσουμε την φύση και τις λειτουργίες του πανεπιστημιακού συστήματος χρειαζόμαστε μερικά μέτρα της «ποιοτικής εκπαίδευσης», μέτρα που συμφωνούν με ανθρώπινες αξίες. Είναι μη ρεαλιστικό να υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι εκτός από τα προβλήματα που αυξήθηκαν από τα δεσμά μεταξύ πανεπιστημίου και εταιρειών, οι πανεπιστημιουπόλεις είναι ελεύθερες από προβλήματα. Αν εμείς αναλογιστούμε την κοινωνική διαστρωμάτωση σε μια διεθνή επιφανή έκφραση, τότε ο ρόλος των προνομιούχων κοινοτήτων στην ροή των πληροφοριών προσλαμβάνει μία σημασία σπάνια, άγνωστη στην επιστήμη και η μυστικότητα τότε είναι υπό συζήτηση. Ό,τι κι αν είναι οι τοπικοί έλεγχοι, μία χώρα τοποθετείται στην επιστήμη και πάντα θα υπάρχουν (δεδομένες - κυρίαρχες κοινωνικές δομές) να πιέζουν να κρατήσουν πληροφορίες που ρέουν χωρίς να δίνουν σημασία στις κοινότητες, και επομένως μεταξύ και ανάμεσα στους νόμους και αρχές των ισχυρών και επιστημονικών συμβούλων τους.

Οι έλεγχοι στην επιστήμη επομένως, τείνουν να επηρεάζουν κυρίως την ροή των πληροφοριών μεταξύ των νόμων των ισχυρών και του κοινού τους.

Αν εμείς σταματήσουμε να σκεφτόμαστε, αν του Rosenzweig «τα άσχημα πράγματα» μπορεί να αποφευχθούν, τότε έχουμε να πάρουμε «επιδιόρθωση» με την επιστήμη και την κοινωνία σοβαρά. Οι ισχυροί είναι προφανώς προσεκτικοί με αυτή την πιθανότητα. Οι διαφωνίες τους κατά της ανάγκης για επιδιόρθωση γενικότερα παίρνει το σχήμα μιας ρητορικής που αναδεικνύει πόσο καλά η επιστήμη και η κοινωνία λειτουργεί. Από μία δημοκρατική προοπτική, εντούτοις, υπάρχει μια ανάγκη που πιέζει για κοινωνική αναδιάρθρωση.

Η δημοκρατική πρόκληση στην συζήτηση σχετικά με την επιστήμη και την μυστικότητα είναι, όπως ο Marcel la Fulette υποδεικνύει, να διατηρεί και να υποστηρίζει «τις υψηλότερες παραδόσεις της υποτροφίας και ακαδημαϊκής ελευθερίας για το καλό όλων». Για να απαντήσουμε στην πρόκληση έχουμε να αναγνωρίσουμε τι είναι ρητορική και ποια η ουσία στην υπεράσπιση των ιδεωδών της αναζήτησης, έχουμε να διαγνώσουμε τις στενές συνδέσεις μεταξύ της αναζήτησης και άλλων κοινωνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, όπως και έχουμε να παραδεχτούμε ότι η αμυντική της ανοιχτής εξέτασης και της συμμετοχής στην δημοκρατία περιλαμβάνει πολιτικό αγώνα, καλή έρευνα και λόγια άρθρα. Για να εξασφαλίσουμε μία ανοιχτή συζήτηση και κοινωνία πρέπει να ενισχύσουμε τις δημοκρατικές αρχές και θεσμούς όπου αυτοί ευημερούν ή επανακαθιστώντας τους όπου αυτοί είναι διαβρωμένοι ή αναλωμένοι και εγκαθιστώντας τους όπου αυτοί δεν υπάρχουν πια.

Στο κεφάλαιο που ακολουθεί, αναφέρομαι στην σύγκρουση της μελέτης «επιστήμη σε δράση», στις απόψεις μας σχετικά με το τι είναι επιστήμη και πώς λειτουργεί. Η ιδέα ότι η επιστήμη και ιδιαίτερα η επιστημονική γνώση, είναι μια κοινωνική δομή η οποία δύσκολα θα μπορούσε να δημιουργηθεί - και βέβαια δεν θα μπορούσε να έχει αρκετή δύναμη πειθούς - χωρίς να δουλέψει με αυτό, παρακολουθώντας και ακούγοντας τους επιστήμονες «στο θρανίο».

Θα πρέπει να ενισχύσουμε τις δημοκρατικές αρχές και τους θεσμούς και να τους αντικαταστήσουμε όπου αυτοί είναι διαβρωμένοι ή δεν υπάρχουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου