Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ





ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Brian Wynne

Η δημόσια (από τον κόσμο) κατανόηση της επιστήμης (Public Understanding of Science ή PUS) είναι μια ευρεία και ασαφώς καθορισμένη περιοχή, που εμπεριέχει κάμποσες διαφορετικές κλαδικές προοπτικές. Παρόλο που κανένα σαφές παράδειγμα δεν έχει κυριαρχήσει πάνω σ' αυτή την περιοχή, ένα κυρίαρχο πολιτικό παράδειγμα υπάρχει που διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο του "προβλήματος PUS". "Αόριστες αν και ισχυρές αντιλήψεις σχετικά με τη "δημόσια κατανόηση της επιστήμης" έχουν δημιουργηθεί σε ιδεολογικά προγράμματα διάφορων ειδών, περισσότερο από τότε που η επιστήμη εισήλθε σε δημόσιο διάλογο. Μια κοινή απειλή υπήρξε το άγχος μεταξύ της κοινωνικής ελίτ σχετικά με τη διατήρηση του κοινωνικού ελέγχου μέσω δημόσιας αφομοίωσης "της φυσικής τάξης" όπως αποκαλύφθηκε από την επιστήμη. Σ' ένα πιο ευρύ μέτωπο, αυτό το άγχος αντανακλάται σε επαναλαμβανόμενους θρήνους σχετικά με την αποκαλούμενη αποτυχία των παραδοσιακών κοινωνιών του Τρίτου Κόσμου να απορροφήσουν τα δυτικά "επιστημονικά" προγράμματα και την ιδρυτική κουλτούρα τους του ορθολογισμού.

Παρά την μακριά καριέρα των διαλόγων αυτών, είναι μόνο από τα μέσα της δεκαετίας του '80 που το θέμα PUS εισήλθε στις παγίδες των θεσμοθετήσεων. Ξέχωρα από τις ευρείας κλίμακας επιθεωρήσεις δημόσιας συμπεριφοράς, που άρχισαν στα 1950, η συστηματική έρευνα στην PUS επίσης χρονολογείται μόνο από τα 1980. Το κεφαλαίο αυτό αναφέρεται στις κύριες ερευνητικές προοπτικές που έχουν αναπτυχθεί και προσφέρει συγκριτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις διαφορετικές δεσμεύσεις και συνέπειές τους. Ένας περαιτέρω αλλά απαραίτητα πιο λεπτός στόχος είναι να υπογραμιστούν οι σχέσεις μεταξύ της PUS έρευναςκ αι διάφορων άλλων περιοχών με τις οποίες έχει δυνητικά καρποφόρες σχέσεις.

Ισχυρισμοί σχετικά με "το κοινό" ή την "κοινωνία" έχουν επί μακρόν τεθεί μέσα στους επιστημονικούς διαλόγους, και υπάρχει ένα παρόμοιο ιστορικό παλίνδρομου ενδιαφέροντος σχετικά με τη δημόσια αποδοχή της "επιστημονικής" αυθεντίας (Layton, 1973). Κατά την τελευταία δεκαετία περίπου, η έρευνα στην ιστορία της επιστήμης έχει συστηματικά εκθέσει πώς τα υπονοούμενα ρητορικά οικοδομήματα της κοινωνικής τάξης βοηθούν στην καθιέρωση της επιστημονικής γνώσης (Golinski, 1992. Shapin & Schaffer, 1985) και πώς η γνωση αυτή βοηθάει το σχηματισμό της κοινωνικής τάξης, σε διαδικασίες αμοιβαίας οικοδόμησης της επιστήμης και της κοινωνίας. Το θέμα της σύγχρονης PUS θα πρέπει να ειδωθεί βάσει αυτών των ιστορικών συμφραζομένων.

Μέχρι πρόσφατα, η κυρίαρχη ατζέντα της έρευνας (και πρακτικής) PUS σχηματιζόταν από το προβληματιζόμενο κοινό και τις γνωστικές διαδικασίες και ικανότητές του, και γιαυτό υπονοούσε επιστημονικές γνώσεις, πρακτικές και συστάσεις για να μην είναι προβληματική. Πράγματι, η έρευνα PUS που προβλημάτιζε την επιστήμη ήταν κακοπαρουσιασμένη ότι ανέφερε μόνο το περιορισμένο πρόβλημα της έλλειψης ενδιαφέροντος ή ικανότητας των επιστημόνων για δημόσια επικοινωνία. Σε αντίθεση, οι προσεγγίσεις κριτικής έρευνας που πληροφορούνταν από την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης (SSK) - αυτό που αποκαλώ εδώ εποικοδομητική προοπτική - προσπαθούσαν να ερευνήσουν πώς ο κόσμος βλέπει και καθορίζει την "επιστήμη" στην κοινωνική ζωή, και πώς συγκεκριμένα επιστημονικά οικοδομήματα ενσωματώνουν σιωπηρά (ασαφή), κλειστά μοντέλα κοινωνικών σχέσεων που είναι ή θα έπρεπε να είναι ανοιχτά σε διαπραγματευση. Με άλλα λόγια, η επιστημονική γνώση παρουσιάζεται ως κωδικοποιημένες νόρμες που παίρνονται για δεδομένες, ως δεσμεύσεις και υποθέσεις που, όταν αναπτύσσονται στο κοινό, αναπόφευκτα παίρνουν έναν κοινωνικά προσδιορισμένο ρόλο. έτσι τα κυρίαρχα εσωτερικά κριτήρια της "έγκυρης γνώσης" ή της "καλής επιστήμης" ίσως είναι νομίμως ανοιχτά στο ερώτημα πότε η επιστήμη χρησιμοποιήθηκε στις δημόσιες αρένες.

Σ' αυτόν τον προβληματισμό αναφορικά με την επιστήμη και το κοινό, τίθεται το θέμα της ευελιξίας σχετικά με την έρευνα PUS, αλλά λιγότερο ενδοσκομικά απ' ότι μερικές φορές πρόκειται. Ακόμα, προσφέρει ένα πλουσιότερο ρεπερτόριο ιδεών σχετικά με τις διαφορετικές δυνητικές φόρμες της εποικοδομητικής δημόσιας δέσμευσης με την επιστήμη. Πριν την θεώρηση των κύριων ερευνητικών παραδειγμάτων για την PUS, θα ναφερθώ στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους έχει καθοριστεί και οριστεί το θέμα.

Aτζέντες, Όρια και Συγχύσεις

Σε πολλούς κυρίαρχους σχηματισμούς (π.χ. Royal Society, 1985), η PUS αυτόματα εξισώνεται με την δημόσια εκτίμηση και υποστήριξη της επιστήμης και με τη "σωστή" κατανόηση και χρήση "τεχνικής" γνώσης και πληροφορίας από το κοινό. Έτσι, όταν το κοινό αντιστέκεται ή αγνοεί ένα πρόγραμμα που έχει προωθηθεί στο όνομα της επιστήμης, η αιτία υποτίθετια ότι είναι η μη κατανόησή του της επιστήμης. Η ατζέντα έρευνας PUS είναι έτσι περιορισμένη σε μέτρηση, εξήγηση και εύρεση θεραπειών για τις φανερές πτώσεις της "σωστής κατανόησης και χρήσης" σαν αυτές να ήσαν ελεύθερες από πλαισιωμένες δεσμεύσεις που έχουν κοινωνικές επιπλοκές. Το παιδίο της έρευνας προοπτικής κινδύνου, για παράδειγμα, καθορίστηκε από την υπόθεση ότι το κοινό αντίκειται σε τεχνολογίες όπως η πυρηνική ενέργεια επειδή δεν κατανοούσε τους "αληθινούς" κινδύνους όπως είναι γνωστοί στην επιστήμη. η άποψη αυτή έχει λάβει πολλές ουσιαστικές κριτικές (Otway, 1992. Wynne, 1992e).

Άλλες συγχύσεις της έννοιας της PUS πηγάζουν από τη συχνή παραμέληση των προσδιορισμών μεταξύ της εκτίμησης του κοινού, του ενδιαφέροντός του και της κατανόησής του περί της επιστήμης. Υπάρχουν, για παράδειγμα, σημαντικές διαφορές της έννοιας μεταξύ δημόσιας "κατανοήσης" της επιστήμης γενικά και της επιστήμης συγκεκριμένα (Michael, 1992). Η κατανόηση ίσως σημαίνει την ικανότητα της χρήσης τεχνικής γνώσης αποτελεσματικά αλλά η αδυναμία χρήσης τέτοιας γνώσης δεν σημαίνει απαραίτητα έλλειψη κατανόησης. Η κατανόηση της επιστήμης επίσης ίσως σημαίνει κατανόηση των μεθόδων της μάλλον παρά του συγκεκριμένου περιεχομένου της (Collins & Pinch, 1993. Collins & Shapin, 1989. Wynne & Millar, 1988) και ίσως σημαίνει κατανόηση των χαρακτηριστικών εγκαθίδρυσής της, των σχημάτων της πατροναρίσματος και ελέγχου, και των κοινωνικών επιπλοκών της (Wynn, 1980, 1991a). Όπως φαίνεται παρακάτω, υπάρχουν σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των τριών διαφορετικών διαστάσεων.

Ένας πιο σημαντικός, μη αναγνωρισμένος παράγοντας είναι ο ρόλος των διαφορετικών ασαφών μοντέλων της κοινωνικής δράσης που φέρνουν προσκρούσεις μεταξύ της επιστήμης και των ομάδων κοινού. Για παράδειγμα, ακόμα κι ένα τεχνικά καταρτισμένο άτομο ίσως απορρίψει ή αγνοήσει επιστημονικές πληροφορίες ως άχρηστες εάν απουσιάζει η απαραίτητη κοινωνική ευκαιρία, ισχύ ή πηγές για τη χρησιμοποίησή τους. ενώ οι επιστήμες ίσως υποθέσουν, σ' ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής δράσης, ότι τέτοια δημόσια "παραμέληση" αντανακλά τεχνική άγνοια ή αφέλεια. Οι σιωπηρές δομές της κοινωνικής δράσης θα επηρεάσουν επίσης το ενδιαφέρον των ανθρώπων προς τη διαθέσιμη γνώση, κι έτσι την "κατάρτισή" τους κατά πρώτον. Έτσι, μια γηγενής κοινωνική παράμετρος - η ασαφώς εκλαμβανόμενη χρησιμότητα ή σχετικότητα της επιστημονικής γνώσης στα κοινωνικά συμφραζόμενα ενός ανθρώπου - άμεσα σχηματίζει τη δημόσια αντίληψη της επιστήμης κι έτσι την παρατηρούμενη "κατανόηση" της επιστήμης από το κοινό. Ο διαχωρισμός των γνωστικών και κοινωνικών διαστάσεων που πληροφορεί τις κύριες προσεγγίσεις στην PUS ίσως κατά συνέπεια μπορεί να ειδωθεί ως τεχνούργημα.

Το πεδίο δράσης και η έννοια της PUS επίσης ποικίλουν σημαντικά μέσα στις πολιτικές κουλτούρες. Στις περισσότερο πατερναλιστικές ευρωπαϊκές πολιτικές κουλτούρες, το χρόνιο άγχος σχετικά με την καθιερωμένη αυθεντία προβάλλεται πάνω στο κοινό, του οποίου η απάθεια, αμφιθυμία ή εχθρότητα οφείλονται στην μη κατανόηση των "ορθολογικών" αρχών. Όπως οι Lyton, Davy και Jenkins (1986) περιγράφουν την πεμπτουσία της κατάστασης στην Αγγλία: "Η ανάμιξη του κοινού στην επιστήμη, όπως παρουσιάζεται μέχρι τώρα, εννοούσε την κοινωνικοποίηση στις αντιλήψεις των επιστημόνων και των τρόπων τους ερμηνείας του φυσικού κόσμου" (σ. 34). Εδώ, θα μπορούσαν να έχουν παραλείψει τον ποιοτικό όρο φυσικού (κόσμου). Στην πιο λαϊκή πολιτική κουλτούρα των Η.Π.Α., ρωμαλέα και ενεργή δημόσια συνηγορία σε όλα τα είδη επιστημονικών και τεχνικών θεμάτων καταπραϋνει αυτήν την τάση, αν και, όπως ο Lewenstein (1992c) έχει σημειώσει, ο πατερναλιστικός ρητορικός ορισμός έχει επίσης επηρεάσει κι εκεί.

Συγκριτικές αναλύσεις της επιστήμης στη δημόσια τακτική (Brickmann, Jasanoff, & Ilgen, 1985. Gillespie, Eva, & Johnson, 1979. Jasanoff, 1986) επίσης δείχνουν τις ίδιες διακρίσεις. Η λιγότερο διαφοροποιήσιμη κουλτούρα των Η.Π.Α. ενθαρρύνει περισσότερο ποικίλες, ενεργές προσπάθειες από διάφορες ομάδες πλήθους να επηρεάσουν την πορεία της δημιουργίας τεχνικών αποφάσεων. πράγματι, αυτή η μεγαλλύτερη πρόσβαση προς συμμετοχή τοποθετείται στις νομικές αρχές και ιδρυματικούς μηχανισμούς των Η.Π.Α. Δεν υπήρξε συγκριτική έρευνα που να αποπειράται να εξερευνήσει αν αυτή η γενικώς μεγαλύτερη αίσθηση πολιτικής δράσης στις Η.Π.Α. επηρφεάζει τη δημόσια αντίληψη και κατανόηση της επιστήμης ή τις απόψεις των επιστημόνων σχετικά με την κατανόηση από το κοινό. Κάτω από τις διαπολιτισμικές διαφορές, παρόλα αυτά, υπάρχουν ουσιαστικά παρόμοια θέματα της νομιμοποίησης της επιστήμης όχι μόνο ως οργανική γνώση αλλά ως μια αλληλεπιδρούμενη παγκόσμια κουλτούρα.

Οι αναγνωρίσιμες ερευνητικές προσεγγίσεις στην PUS εμπίπτουν σε τρεις κύριες τάξεις:

· μεγάλης κλίμακας ποσοτικές έρευνες επιλεγμένων δειγμάτων του "κοινού", "οι έχουν χρησιμοποιηθεί για να ανασύρουν συμπεριφορές σχετικά με την επιστήμη καθώς και να μετρήσουν επίπεδα της επιστημονικής κατάρτισης του κοινού ή της κατανόησης της επιστήμης,

· γνωστική ψυχολογία, ή την αναδόμηση των "πνευματικών μοντέλων" που ο απλός κόσμος φαίνεται να έχει για τις διαδικασίες που είναι το αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης,

· ποιοτική έρευνα πεδίου που παρατηρεί την επιστημονική επιδεξιότητα σύμφωνα με τα συμφραζόμενα από το κοινού, εξερευνώντας πώς οι άνθρωποι σε διαφορετικά κοινωνικά συμφραζόμενα αντιλαμβάνονται και οικοδομούν το νόημά της.

Το παράδειγμα "κοινωνικής αναπαράστασης" (Moscovici, 1984) έγκειται κάπου μεταξύ των δυο τελευταίων. Αυτές οι παραδόσεις έρευνας, όπως σημειώνω παρακάτω, επίσης παραλληλίζονται και επικαλύπτονται με τα παιδία της έρευνας αντίληψης κινδύνου και "εθνοεπιστημονικής" έρευνας από τη γνωστική ανθρωπολογία.

Στο κεφάλαιο αυτό υιοθετώ την άποψη, πληροφορούμενος από SSK, ότι μια σωστή προσέγγιση στην PUS είναι ο προβληματισμός τι εννοείται όχι μόνο με το "επιστήμη" αλλά επίσης με το "κατανόηση". με άλλα λόγια, το επιστημονικό νόημα δεν μπορεί να ληφθεί ως δεδομένων σαν να παραδόθηκε προκαθορισμένα από τη φύση ή κάποια άλλη προνομιούχα αυθεντία. Αυτό επίσης προβληματίζει το "κοινό" για τα καλά πίσω από την ολοφάνερη έννοια ότι υπάρχουν αμέτρητα "κοινά" της επιστήμης. Πρόσφατη έρευνα στις αποκρίσεις του κοινού σχετικά με την επιστημονική επιδεξιότητα δείχνουν ότι η "κατανόηση" είναι μια λειτουργία, inter alia (πέραν άλλων), κοινωνικής αναγνώρισης με επιστημονικά ιδρύματα, και αυτές οι διαδικασίες αναγνώρισης ή αποξένωσης είναι πολλαπλές, συχνά θραυσμένες και χρόνια ανοιχτές σε επανακαθορισμό (Michael, 1992. Wynne, 1992a).

Η άποψη αυτή τονίζει την κουλτούρα ελέγχου και τυποποίησης που χαρακτηρίζει την επιστημονική γνώση και που προκαλεί αμφίθυμες αποκρίσεις από εκείνες που την συναντούν δημόσια. Με την θεώρηση του κοινού ως αδαούς, όταν εκείνο το κοινό ίσως με το δικό του ιδίωμα εκφράζει νόμιμο ενδιαφέρον ή διαφωνία, τα επιστημονικά ιδρύματα από αμέλεια ενθαρρύνουν ακόμα περισσότερο την αμφιθυμία του κοινού ή την αποξένωση. Έτσι η όλη ορθολογιστική διάθεση της μοντέρνας κοινωνίας ίσως υπονομεύει τον εαυτό της με την μη ευελιξία της επιστήμης σχετικά με τις δικές της κατασκευές του "κοινού" και των καθιερωμένων παραγόντων που δίνουν ώθηση σε τέτοιες κατασκευές (Ezrahi, 1991. Wynne, 1987). Στην παράγραφο με τα συμπεράσματα επιχειρώ να τοποθετήσω το θέμα PUS σε μια ευρύτερη έννοια κοινωνικής και πολιτιστικής αλλαγής καθως αυτή έχει αναλυθεί σε κοινωνιολογικές διαμάχες σχετικά με τους τελευταίους νεωτερισμούς και τους μετασχηματισμούς της (Beck, 1992. Lash & Friedman,1992. Lyotard, 1984. Ross, 1991).

EΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ: ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ, ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Η χρήση μεγάλης κλίμακας επισκοπήσεις για έρευνα στη δημόσια κατανόηση της επιστήμης σχετίζεται με τη μακρύτερα ευρισκόμενο ποσοτικό δείγμα των συμπεριφορών του κοινού προς την επιστήμη, που πηγαίνει πίσω τουλάχιστον στο 1972, στο πρόγραμμα "επιστημονικών δεικτών" του Εθνικύ Ιδρύματος Επιστήμης (National Science Foundation, NSF) των ΗΠΑ. Αυτό δημιουργήθηκε πάνω σε μια πρωιμότερη πρωτοβουλία από την Ένωση Εθνικών Επιστημονικών Συγγραφέων (National Science Writers' Association, NSWA) των ΗΠΑ, το 1957 (Witney, 1959). O Jon Miller, συγγραφέας των επισκοπήσεων του NSF, υποστηρίζει ότι "είναι πιθανό ότι ορισμένα άτομα πράγματι κατέχουν συμπεριφορές ως προς την επιστήμη" (NSF, 1991b, σ. 175) επειδή αυτές απαιτούν προσοχή προς την επιστήμη και αυτό είναι επιδίωξη της μειοψηφίας. Οι επισκοπήσεις του Miller έτσι επιχειρούν να συλλέξουν δεδομένα σε επιπεδα προσοχής προς την επιστήμη καθώς επίσης κατανόησης της επιστήμης και συμπεριφορών προς αυτήν.

Προσπάθειες για τη μέτρηση και σύγκριση επιπέδων της κατανόησης από το κοινό της επιστήμης, μέσα στο χρόνο, μεταξύ κρατών ή μεταξύ υποπληθυσμών, ολοφάνερα απαιτούν ένα σταθερό σύστημα μέτρησης. Στην πιο ακριβή μορφή του, αυτό έχει αναπτυχθεί σε κανονική μέτρηση και σύγκριση των εθνικών επιπέδων "επιστημονικής μόρφωσης" (Miller, 1983b, 1991). Aπό τα τέλη της δεκαετίας του '90, οι αμερικάνικες NSF μετρήσεις "επιστημονικών δεικτών" των δημόσιων συμπεριφορών και κατανόησης προς την επιστήμη έχουν επίσης συμπεριλάβει μια σύγκριση με παράλληλες συντονισμένες ιαπωνικές και ευρωπαϊκές επισκοπήσεις. Οι μέθοδοι αυτές, τα ερευνητικά τους πρωτόκολλα και τα προϊόντα τους έχουν γίνει το καθιερωμένο διεθνές πλαίσιο εργασίας για τη μέτρηση "της δημόσιας κατανόησης της επιστήμης".

Στην εργασία του Miller, η "προσοχή" προς την επιστήμη καθορίζεται από έναν δείκτη που συνδυάζει αυτο-αναφερόμενο ενδιαφέρον σε επιστημονικά ζητήματα, αυτο-αναφερόμενο επίπεδο γνωσης και τακτική χρήση διαφορετικών πηγών πληροφόρησης. Στη βάση αυτή, ο Miller (1991) μπόρεσε να συμπεράνει, για παράδειγμα, ότι "περίπου 8% των αμερικανών ενηλίκων δίνουν προοσχή στις καινούργιες επιστημονικές ανακαλύψεις", σε σύγκριση, για παράδειγμα, με περίπου 20% "προσοχή" στην μόλυνση του περιβάλλοντος. Τι ανταποκρίνεται σ' αυτούς μ' αυτό που σημαίνει πως λέγεται ότι "ενδιαφέρονται" για την επιστήμη, δεν προσδιορίστηκε.

Στις προσπάθειες για να μετρηθεί η κατανόηση του κοινού προς την επιστήμη έχουν γίνει κλειστές ερωτήσεις για ουσιαστικά ζητήματα όπως η ατομική δομή ή οι διαφορές μεταξύ των ιών και των βακτηρίων και έπειτα σημειώθηκαν οι αποκρίσεις ενάντια στις "σωστές" απαντήσεις. Αυτές επίσης συντονίστηκαν σε μια διεθνή συγκριτική μελέτη από το 1988. Μερικά από τα αποτελέσματα έχουν προκαλέσει έκπληξη, ακόμα και σοκ, αναφορικά με τα ολοφάνερα χαμηλά επίπεδα κατανόησης που δείχνουν. Έτσι, η αναφορά του 1991 των αμερικανικών Επιστημονικών Δεικτών (NSF, 1991b) δείχνει ότι μόνο το 6% του πληθυσμού μπορούσε να δώσει μια "επιστημονικώς σωστή" απάντηση σε μια ερώτηση σχετικά με τις αιτίες της όξινης βροχής. Ακόμα κι ανάμεσα στο "προσεκτικό κοινό", το 76% δεν μπορούσε να δώσει μια πιο συγκεκριμένη απάντηση από "μόλυνση". Πράγματι, το αποκαλούμενο προσεκτικό κοινό δεν είχε μεγαλύτερη επιτυχία στην επισκόπηση αυτή από το γενικό κοινό στην κατανόησή του των επιστημονικών ζητημάτων σε περιβαλλοντικά θέματα. Το συμπέρασμα ήταν ότι η προσοχή και το επίπεδο κατανόησης όπως καθορίζονται και μετρούνται από τις επισκοπήσεις δεν ήσαν καλά συσχετισμένα. Τα αποτελέσματα αυτά έχουν συνήθως ερμηνευτεί μονομερώς, για παράδειγμα, σε διεθνείς συνασπισμένους πίνακες επιστημονικής κατάρτισης, μερικές φορές ενθαρρυμένους από τους ίδιους τους συγγραφείς τέτοιων μελετών. Για παράδειγμα, οι Durant, Miller και Tchernia (1991), σε αναφορά στη δική τους δουλειά, ισχυρίζονται ότι "μελέτες που έγιναν από το Miller στις ΗΠΑ και την Αγγλία το 1988 δείχνουν ότι πάνω από το 80% του πληθυσμού πρέπει να θεωρείται επιστημονικώς ακατάρτιστο" (σ. 1).

Οι ερμηνείες αυτές, όμως, είναι μακριά από τις ειλικρινείς. Ας πάρουμε την όξινη βροχή, για παράδειγμα, τα αποτελέσματα της επισκόπησης αγνοούν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι επιστήμονες βρίσκονται σε σημαντική αβεβαιότητα ως προς τις ακριβείς αιτίες της όξινης βροχής. έτισ η "σωστή" απάντηση ως προς τη μέτρηση των αποκρίσεων του κοινού δεν είναι απλή. Για άλλες ερωτήσεις, όπως εάν η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο ή ο ήλιος γύρω από τη γη, η "φανερά" σωστή απάντηση είναι η πρώτη από τις δυο. Αλλά και οι δυο στην πραγματικότητα είναι σωστές. η "φανερά" αληθινή απάντηση είναι μια απλούστευση. Και σε άλλες ακόμα ερωτήσεις, όπως εάν ο θερμός αέρας ανυψώνεται ή εάν το φως ταξιδεύει γρηγορότερα από τον ήχο, οι απαντήσεις είναι λιγότερο διφορούμενες. Ακόμα κι έτσι, για την οικοδόμηση μιας ψυχρής μέτρησης "επιστημονικής κατάρτισης" από τα συμφραζόμενα, δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με το τι σημαίνουν στην πραγματικότητα τέτοιες μετρήσεις και σχετικά με την αμελή θεώρηση και πολιτικό ρόλο μιας τέτοιας έρευνας.

Η αμερικανική NSWA 1957 επισκόπηση (Withey, 1959) πρώτα επιχείρησε να μετρήσει τη δημόσια κατανόηση της επιστημονικής μεθόδου. αυτοί που απαντούσαν ζητούνταν να περιγράψουν, με δικά τους λόγια, τι σήμαινε να μελετηθεί κάτι επιστημονικά. Αυτή η ανοιχτή ερώτηση διατηρήθηκε σε μεταγενέστερες επισκοπήσεις (Miller, 1991. NSF, 1991b). Ακόμαοι αποκρίσεις εκτιμήθηκαν για την "ορθότητα" ενάντια ενός υψηλού Ποππεριανού μοντέλου επιστήμης. Όπως θέτει ο M. Bauer (1992),

[Η μέθοδος αυτή ανάλυσης της ανοιχτής ερώτησης] παίρνει αυθαίρετα μια Ποππεριανή όψη της επιστήμης ως βάση.... δεν μετράει την κατανόηση της επιστήμης από τον κόσμο, αλλά τη μετάδοση μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την επιστήμη μέσα στο κοινό ... Η θεωρία, επαγωγή συμπερασμάτων και διαστρέβλωση των δεδομένων από πειραματική δοκιμή είναι οι απαντήσεις που υψώνονται απ' αυτό το κωδικοποιημένο πλαίσιο. Εάν δεν θέλουμε να γνωρίζουμε σε μια έκταση το κοινό είναι Ποππεριανό, πρέπει να κάνουμε μια πιο ανοιχτή προσέγγιση.

Η ίδια μη αμφισβητούμενη προσέγγιση χρησιμοποιήθηκε στο πρόγραμμα "επιστημονικών δεικτών" της ΝSF. Ο Miller (1991) τη χρησιμοποίησε ως τμήμα του πολυσύνθετου δείκτη του επιστημονικής κατάρτισης. Άλλες επισκοπήσεις, πρόλα αυτά, έχουν δείξει ότι, όταν γίνονται πιο συμπαγείς και κλειστές ερωτήσεις, για παράδειγμα, σχετικά με στατιστικά τεστ ή κλινικές δοκιμές, ο κόσμος απαντούσε περισσότερες φορές σωστά σε ερωτήσεις σχετικά με την επιστημονική διεργασία. Οι Durant, Evans και Thomas (1989, 1992) εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία της ανοιχτής ερώτησης όταν βρήκαν ότι μόνο το 14% ενός δείγματος 2.000 απαντώντων αναφέρθηκε στο πείραμα σε απάντηση της ανοιχτής ερώτησης. ακόμα 56% έκαναν το ίδιο σε απάντηση σε μια συμπαγή κλειστή ερώτηση σχετικά με την έρευνα ενός ιατρικού ζητήματος.

Σε περαιτέρω αναζήτηση της διάστασης της διαδικασίας, ο Durrant και συνεργάτες διαίρεσαν ένα δείγμα επισκόπησης (για την EuroBarometer) τυχαία μεταξύ μιας ερώτησης σχετικά με το ρόλο του πειράματος στη δοκιμασία νέων φαρμάκων και μιας σχετικά με το ρόλο του πειράματος στη δοκιμή των υλικών για μια μηχανή. Σε κάθε περίπτωση η μορφή ήταν ταυτόσημη, ρωτώντας τον αποκρινόμενο να διαλέξει μεταξύ "μεθόδων" που είχαν σχέση με (α) αναφορά σε ασθενή ή μηχανιστική άποψη, (β) αναφορά σε υπάρχουσα θεωρία, (γ) πειραματική δοκιμή και (δ) δεν γνωρίζω. Η κατανομή των αποκρίσεων ήταν μάλλον διαφορετική για τις δυο περιπτώσεις. Στην ιατρική περίπτωση, το πείραμα ήταν η πλειοψηφούσα απάντηση, ενώ στην μεταλλουργική περίπτωση, υπερείχε η αναφορά σε υπάρχουσα θεωρητική γνώση. Οι συγγραφείς θεώρησαν ότι αυτό σημαίνει ότι οι πρακτικές ιατρικής έρευνας είναι πολύ περισσότερο οικείες στο κοινό και οι κλινικές δοκιμές ως πειραματική μέθοδος δρουν ως γενικό υπόδειγμα για την κατανόηση των επιστημονικών μεθόδων από τον κόσμο. Ο F. Price (προσωπική επικοινωνία, 1992) έχει αναρωτηθεί γι' αυτό πάνω στη βάση ότι αποτυγχάνει να διαχωρίσει την δημόσια οικειότητα με την κλινική ιατρική από την ανοικειότητα με την ιατρική έρευνα.

Η επισκόπηση αυτή κατά κάποιο τρόπο συνέκλινε με τις αντιλήψεις της ποιοτικής έρευνας. Ο Durant και συνεργάτες συμπέραναν ότι είναι πιθανόν παραπλανητικό να αναζητούνται γνώμες για την επιστημονική μέθοδο ανεξάρτητες από τα συμφραζόμενα, ένα συμπέρασμα ήδη που ενισχύεται αισθητά από τις ποιοτικές μελέτες PUS (δες παρακάτω).

Παρόλα αυτά, ακόμα αυτή η μελέτη υποσημειώνει τα μη γνωσιακά προβλήματα σε προσεγγίσεις επισκόπησης. Υπάρχουν άλλες πιθανές ερμηνείες των διαφορετικών μοντέλων απόκρισης από το συμπέρασμα του Durant et al. ότι οι ιατρικές δοκιμές είναι πιο οικείες στο κοινό από τις μεθόδους σε άλλες περιοχές της επιστήμης. Για παράδειγμα, η καινοτομία του υπό ερώτηση θέματος, σε μια περίπτωση ενός νέου φαρμάκου, σε άλλη περίπτωση μιας μηχανής, ίσως επηρεάσει τις κρίσεις σχετικά με το αν η υπάρχουσα γνώση είναι άξια λόγου. Έτσι, υπάρχουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις του λάθους - κοστίζει σε κάθε περίπτωση. Επίσης, ο Durant et al., υποδεικνύουν ότι η μεταλλουργική θεωρία ίσως θεωρείται από το κοινό ως περισσότερο "προχωρημένη" από την "ιατρική θεωρία", αλλά έπειτα απορρίπτουν την ερμηνεία αυτή ως μη αληθοφανή. Ακόμα, η μεταλλουργική γνώση ίσως φαίνεται ως περισσότερο καθιερωμένη και γήινη από τη φαρμακευτική γνώση νέων φαρμάκων, που φαίνεται να είναι το άκρο άωτο της αβεβαιότητας στη βιοϊατρική έρευνα. Αυτό μπορεί να είναι μια καλή αιτία για τον κόσμο να διαλέξει το "πείραμα" για τα φάρμακα και την "υπάρχουσα γνώση" για τη μεταλλουργική περίπτωση. Αυτές οι μεταβλητές κατανοήσεις του κοινού είναι ουσιαστικά αόρατες στη μέθοδο επισκόπησης.

Το θέμα εδώ δεν είναι ότι αυτές οι εναλλακτικές ερμηνείες είναι υποχρεωτικά ναώτερες από εκείνες του Durant et al. Μάλλον είναι ότι η προσέγγιση μέσω επισκόπησης είναι ουσιαστικά ανίκανη να ελέγξει τέτοιες μεταβλητές όπως τι εννοούν οι άνθρωποι όταν αναφέρονται σε "υπάρχουσα γνώση", "θεωρία" ή "πείραμα". Ακόμα μι μορφή ταυτόσημης έρευνας δεν μπορεί να δείξει αν και πώς αυτού τοι είδους οι διάφορες αντιλήψεις και κρίσεις των απαντώμενων που σημειώθηκαν παραπάνω επηρεάζουν τα συλλεγμένα δεδομένα. Αυτοί ακριβώς είναι το είδος των ανεπίσημων κατά τα συμφραζόμενα παραγόντων για τους οποίους είναι αναγκαίες οι ποιοτικές μέθοδοι.

Παρόμοιες βασικές δυσκολίες σημειώνονται σε προσπάθειες επισκόπησης όπου ζητήθηκε από τον κόσμο να καθορίσει τι εννοείται από την επιστήμη ή να κατατάξει το επιστημονικό καθεστώς διάφορων αρχών, περιλαμβανομένης της αστρολογίας (Durant et al., 1989). Στο άθροισμα ενός πεδίου όπως η "ιατρική", που περιβάλλει έννοιες τόσο διαφορετικές όσο η βιοϊατρική έρευνα, το προγεννητικό υπερηχογράφημα, ή μια διάγνωση γενικού παθολόγου, φαίνεται αδύνατο να ελεγχθεί τι εννοεί ο απαντών με τις λέξεις, για παράδειγμα, "ιατρική", "ψυχολογία" ή "επιστημονικός".

Ο Miller (1983a, 1991) έκανε δοκιμές σε αντιλήψεις σχετικά με το επιστημονικό καθεστώς της αστρολογίας, ως τμήμα των μετρήσεών του για την επιστημονική κατάρτιση του κόσμου. Εάν ταξινομούσαν την αστρολογία ως επιστημονική, θα σημειώνονταν ως επιστημονικά ακατάρτιστοι. Ακόμα, οι Bauer και Durant (1992) δεν βρήκαν συγκεκριμένη συσχέτιση μεταξύ της εκφρασμένης πίστης ενός ατόμου στην αστρολογία και άλλων αποδεκτών μετρήσεων της κατανόησής τους της επιστήμης.

Διάφορες προσεγγίσεις επισκόπησης έχουν επιχειρηθεί να εξετάσουν την κατανόηση του κοινού των επιστημονικών ιδρυμάτων, ως μια διάσταση πίσω από τα επιστημονικά περιεχόμενα και διαδικασίες. Οι προσπάθειες του Miller (1991) έχουν κατά πολύ επικεντρωθεί στις σχέσεις μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας και τις επιπτώσεις της επιστημονικής έρευνας. Ο M. Bauer (1992) δοκίμασε να εξετάσει τις κατανοήσεις των επιδράσεων της επιστήμης. Πάλι, οι επισκοπήσεις αυτές επιχειρούν να μετρήσουν την κατανόηση του κοινού με την εκτίμηση ενάντια σε παραγγειλόμενης βασικής γραμμής "σωστά" μοντέλα, που από μόνα τους έχουν την τάση. Κανένα από τα παραπάνω μοντέλα δεν προσεγγίζει καν τη δικαιοσύνη στην πολυπλοκότητα των καθιερωμένων διαστάσεων της επιστήμης, όπως αντιληπτική ευκολία προσέγγισης, έλεγχος ή κυριότητα και ευρύτερη ευθύνη της επιστήμης σε διαφορετικά θέματα.

Οι αρχικές επισκοπήσεις της αμερικάνικης NSF, καθώς και οι παράλληλες συντονισμένες ΗΠΑ - Αγγλίας και Ευρώπης, έχουν παρακινήσει πολλές προσπάθειες επισκόπησης των δημόσιων συμπεριφορών προς την επιστήμη σε πολλές χώρες. Μερικές από αυτές είναι εκτεταμένες. για παράδειγμα, μια μελέτη στην Ινδία αφορούσε 16.000 απαντώντες (Raza, utt, Singh & Wahid, 1991). μια άλλη στην Κίνα αφορούσε 4.000 (Zhongliang & Jiansheng, 1991). Η τελευταία σχεδιάστηκε με οδηγό τις συνεργατικές επισκοπήσεις Miller-Durant, ΗΠΑ - Αγγλίας. Άλλες Ινδικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί περισσότερο πάνω στις καθιερωμένες και πολιτιστικές διαστάσεις της επιστήμης (Raina, Raza, Dutt & Singh, 1992. Vasantha, 1992).

Ποσοτικές επισκοπήσεις της δημόσιας κατανόησης της επιστήμης ή δημόσιων συμπεριφορών σε σχέση με συγκεκριμένους τεχνολογικούς τομείς όπως η ενέργεια, η χημική βιομηχανία ή η βιοτεχνολογία είναι ευρέως διαδεδομένες (π.χ., Cantley, 1988. Couchman & Fink-Jensen, 1990. Mariler, 1992. Martin & Tait, 1992. Γραφείο Τεχνολογικού Καθορισμού - Office of Technology Assessment, 1987. Otway & Gow, 1990. RSGB, 1988). Οι περισσότερες από τις επισκοπήσεις αυτές συνδυάζουν ερωτήσεις πάνω σε διαθέσεις (συμπεριφορές) - για παράδειγμα, σχετικά με τους κινδύνους και ανάγκες για έλεγχο ή το κατά πόσο δικαιολογείται περαιτέρω έρευνα - με ερωτήσεις σχετικά με την κατανόηση. Συνήθως υποτίθεται κατά μη κριτικό τρόπο ότι η "καλύτερη δημόσια πληροφόρηση" θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη "κατανόηση" και ότι αυτό σημαίνει μεγαλύτερη αποδοχή. αλλά τα ανταγωνιζόμενα είδη πληροφόρησης ή "κατανόησης" που ίσως παίξουν ρόλο συζητούνται σπάνια. Πάλι, πολλές από τις επισκοπήσεις αυτές δεν ελέγχουν το τι ίσως εννοεί ο αποκρινόμενος με διάφορες κεντρικές αντιλήψεις, για παράδειγμα, με το "περαιτέρω έρευνα", να ανευρεθεί αν πιστεύει ότι περαιτέρω έρευνα στη γενετική μηχανική είναι άξια λόγου.

Η επισκόπηση της EuroBarometer (Marlier, 1992), η πιο εκταταμένη και λεπτομερής ποσοτική μελέτη στις "απόψεις" του κοινού πάνω στη βιοτεχνολογία, βρήκε πολύ υψηλά ποσοστά (περίπου 30%) από "δεν γνωρίζω" παρόλο που οι ερωτήσεις δεν ήσαν, στο σύνολο, δοκιμαστικές γνώσης. Επίσης βρήκε ότι οι πιο αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στο πεδίο αυτό ήσαν οι καταναλωτικοί και περιβαλλοντικοί οργανισμοί. μόνο στη Δανία εμπιστεύονταν τους κυβερνητικούς παράγοντες σχεδόν όσο αυτούς της NGO.

Οι Martin και Tait (1992) βρήκαν περίπλοκες σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών και συμπεριφορών "κατανόησης". Ενώ οι περισσότερες επισκοπήσεις υποθέτουν ότι η γνώση ή η κατανόηση συνδέται θετικά με τη συμπεριφορά, η μελέτη τους υπαινίχθηκε τους πολλούς συμφραζόμενους λόγους για το κέρδισμα της κατανόησης ή για τη διατήρηση της άγνοιας (δες παρακάτω). Οι επισκοπήσεις εκείνες που διαφοροποιούνταν μεταξύ των περιοχών της βιοτεχνολογίας επίσης βρήκαν ότι οι άνθρωποι ήσαν ικανοί να μεταχειριστούν τους διαφορετικούς στόχους, πλεονεκτήματα και άλλες συνέπειες ξεχωριστά, και όχι σύμφωνα με κάποια μη διαφοροποιημένη σύνθετη αντίληψη της "βιοτεχνολογίας". Το ίδιο σημειώθηκε σχετικά με τη δημόσια κατανόηση της "ενέργειας" (π.χ., Hedges, 1991. Kempton, 1987. Kempton & Montgomery, 1982).

Περιληπτικά, οι επισκοπήσεις μεγάλης κλίμακας των δημόσιων συμπεριφορών και κατανοήσεων προς την επιστήμη αναπόφευκτα δομούνται πάνω σε συγκεκριμένες κανονιστικες υποθέσεις σχετικά με το κοινό, σχετικά με το τι εννοείται με τη λέξη επιστήμη και επιστημονική γνώση και σχετικά με την κατανόηση. Ίσως συχνά γιαυτό ενισχύουν το σύνδρομο που σημειώθηκε παραπάνω, κατά το οποίο το κοινό, και όχι η επιστήμη ή η επιστημονική κουλτούρα και ιδρύματα, προβληματίζεται πανω στο θέμα PUS. Τέτοιες επισκοπήσεις παίρνουν τον αποκρινόμενο από τα κοινωνικά συμφραζόμενα και είναι ουσιαστικά ανίκανες να εξετάσουν ή ελέγξουν αναλυτικά για τις δυνητικά μεταβλητές, κοινωνικά πηγάζουσες έννοιες, που όροι-κλειδιά έχουν για κοινωνικές πράξεις. Η μέθοδος επισκόπησης από τη φύση της αφαιρεί συμφραζόμενα από τη γνώση και την κατανόηση και θέτει την υπόθεση ότι οι έννοιές τους υπάρχουν ανεξάρτητα από τα ανθρώπινα αντικείμενα που αλληλεπιδρούν κοινωνικώς. Μαρτυρίες εσωτερικής συνοχής μεταξύτων δεδομένων της επισκόπησης δεν είναι από μόνες τους μαρτυρίες ευρύτερης αξιοπιστίας - μόνο εσωτερικής συνέπειας. Πολύ συχνά η τελευταία κάνει λάθος για την πρώτη.

ΝΟΗΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Ένας σημαντικός όγκος δουλειάς στη δημόσια κατανόηση της τεχνικής γνώσης έχει χρησιμοποιήσει την έννοια των νοητικών μοντέλων. Αυτά μπορούν να οριστούν ως απλοποιημένα μοντέλα του κόσμου που οργανώνουν νέες πληροφορίες σε αναγνωρίσιμες φόρμες. βοηθούν στη γενίκευση των συμπερασμάτων, αιτιωδών συνδέσεων και προβλέψεων. και λύνουν προβλήματα. Χρησιμοποιούνται για τη συστηματική δόμηση των γνώσεων του απλού κοινού για τις περισσότερες περιοχές της πείρας, περιλαμβανομένης της φύσης και της τεχνολογίας, αλλά έχουν ανακύψει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη σταθερότητά τους και την ανεξαρτησία των συμφραζομένων τους.

Τα νοητικά μοντέλα έχουν βρει αναλυτική χρήση σε μια ποικιλία εφαρμογών, που κυμαίνονται από τη γνωστική ψυχολογία, τεχνητή νοημοσύνη και κοινωνική ψυχολογία ως την κοινωνιολογία και ανθρωπολογία. Στην εργασία των γνωστικών κοινωνιολόγων όπως ο Cicourel (1974), τα νοητικά μοντέλα θεωρούνται ως διαπραγματευτικά δημιουργήματα που εξυπηρετούν στην σταθεροποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων σε "φυσικές" κατηγορίες - όπως η "εφηβική εγκληματικότητα" ή η "επιληψία". Άλλες προσεγγίσεις επίσης μεταχειρίζονται τα νοητικά μοντέλα ως μέσο κοινωνικής αλληλεπίδρασης και γιαυτό τονίζουν το ρευστό, απρόβλεπτο και μοιρασμένο χαρκτήρα τους - η δομή τους είναι μια λειτουργία των υποσημειούμενων κοινωνικών σχέσεων. Σε πολλές περιπτώσεις, φυσικά, τέτοιες κοινωνικές σχέσιες από μόνες τους σταθεροποιούνται ικανοποιητικώς για να αποδώσουν τις αντίστοιχες φυσικές κατηγορίες και αντιλήψεις περισσότερο "σκληρές" και σταθερές.

Τα νοητικά μοντέλα έχουν παρόμοιο επεξηγητικό ρόλο και στη γνωστική και στην κοινωνική ψυχολογία. Στις εφαρμογές αυτές, ατνίθετα με την κοινωνιολογία και ανθρωπολογία, δεν εξετάζονται οι κοινωνικά διαπραγματευόμενες προελεύσεις και ρόλοι των νοητικών μοντέλων - από τη στιγμή που θα αναγνωριστούν, η ύπαρξή τους λαμβάνεται ως δεδομένη. Λειτουργούνεδώ περισσότερο ως ανεξάρτητες επεξηγητικές μεταβλητές στην αναδόμηση του γιατί οι άνθρωποι σκέφτονται με τον τρόπο που σκέφτονται. Έτσι, τα νοητικά μοντέλα εκλαμβάνονται ως πηγές που επιτρέπουν στους ανθρώπους να (δοκιμάσουν να) προβλέψουν και ελέγξουν τα στοιχεία με τα οποία είναι δεσμευμένοι. Στην κοινωνική ψυχολογία, οι νοητικές δομές όπως τα πρωτότυπα, σχήματα, αναλογίες και μεταφορές αναπαριστάνουν κοινωνικά και πολιτιστικά περιεχόμενα όπως τα ρατσιστικά στερεότυπα και σχέσεις, κοινωνικά ταξικά χαρακτηριστικά, πολιτιστικές τυπολογίες ή "φυσικές" σχέσεις γενών. Μια εκδοχή τέτοιων "κοινωνικών" μοντέλων που έχει κερδίσει ιδιαίτερη επιρροή είναι η θεωρία "κοινωνικών αναπαραστάσεων" του Moscovici (1984).

Η γνωστική ψυχολογία εφαρμόζει την ίδια ανάλυση σε ανεξάρτητες δομές ενός μη κοινωνικού είδους, για παράδειγμα, σχετικά με τα φυσικά και τεχνολογικά φαινόμενα (Collins & Gentner, 1987. Gentner & Stevens, 1983). Η βασική υπόθεση εδώ είναι ότι, για λόγους που αφορούν νέες καταστάσεις, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν οικείες αναλογίες που εμφανίζονται να ξεπηδούν. Αυτές συχνά είναι φυσικά μοντέλα επειδή αυτό είναι πιο συχνά το κύριο χαρακτηριστικό της σταθερής και ελεγχόμενης εμπειρίας, ιδιαίτερα στην τεχνολογική κοινωνία (Holland & Quinn, 1987).

Oι Collins και Gentner (1987) περιγράφουν την προσέγγιση νοητικών μοντέλων έτσι: "Ένας κύριος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αιτιολογούν τα μη οικεία χαρακτηριστικά είναι μέσω των αναλογικών χαρτογραφήσεων (σχεδιάσεων). Χρησιμοποιούν αναλογίες να χαρτογραφήσουν τη θέση των κανόνων μετάβασης από ένα γνωστό χαρακτηριστικό (τη βάση) προς ένα νέο χαρακτηριστικό (το στόχο), και γι' αυτό οικοδομούν ένα νοητικό μοντέλο το οποίο μπορεί να παράγει συμπεράσματα στο χαρακτηριστικό-στόχο" (σ. 247).

Πολλά τέτοια παραδείγματα απλών νοητικών μοντέλων έχουν ως τώρα αναλυθεί, μεταξύ των οποίων η ναυτιλία (Hutchins, 1983), ο ηλεκτρισμός (Gentner & Gentner, 1983), οι οικιακοί θερμοστάτες (Kempton, 1987), η εξάτμιση (Collins & Gentner, 1987) και η θέρμανση της γης (Kempton, 1991). Δείχνοντας προς τις υποθέσεις που υποσημειώνονται κατά πολύ στην εργασία αυτή, ο M. McCloskey (1983) ονόμασε τα κοινά μοντέλα κίνησης "αφελής θεωρία", αν και ο Kempton (1987, σ. 223), για παράδειγμα, κατηγορηματικά υιοθετεί μια λιγότερο προκατειλημμένη άποψη, αναλύοντας όπου και πώς "η θεωρία της μάζας κερδίζει τη διατήρησή της με την καθημερινή χρήση".

Η μελέτη του Kempton των απλών μοντέλων της οικιακής θέρμανσης αναγνώρισε, με συμπεράσματα από δεδομένα που εξήχθησαν από συνεντεύξεις, δυο διαφορετικές σιωπηρές θεωρίες. Η μια ήταν ένα ανατροφοδοτικό μοντέλο, κατά το οποίο ο θερμοστάτης θεωρήθηκε ότι μετρά τη θερμοκρασία σ' ένα σχετικό μέρος και ότι για να διατηρηθεί η τιθέμενη θερμοκρασία ανοίγει και κλείνει ο κλίβανος. Η άλλη ήταν ένα μοντέλο βαλβίδας, στην οποία ο θερμοστάτης πιστευόταν ότι ελέγχει το ποσό της ρέουσας ζέστης έτσι ώστε μια υψηλότερη θέση επέτρεπε μια υψηλότερη ροή, όπως το οικείο πεντάλι γκαζιού σ' ένα αυτοκίνητο.

Ο Kempton σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη γνώση των ειδικών το ανατροφοδοτικό μοντέλο είναι σωστό και το μοντέλο βαλβίδας λάθος. Για να εξαχθεί περισσότερο αποτελεσματική ενεργειακή διαχείριση στα σπίτια, μπορεί να υποτεθεί, οι "θεωριστές της βαλβίδας" θα πρέπει να επιμορφωθούν στο σωστό μοντέλο. Όμως, ο Kempton (1987) σημειώνει:

Και οι δυο λαϊκές θεωρίες απλοποιούν και διαστρεβλώνουν όπως συγκρίνονται σε μια πλήρως φυσική περιγραφή, καθμιά προξενεί τους δικούς της τύπους λειτουργικών λαθών και ανεπαρκειών, και κάθε μια έχει ορισμένα πλεονεκτήματα.... Οι μηχανικοί θέρμανσης είναι ελάχιστα άνετοι με τη λαϊκή θεωρία (της ανατροφοδότησης) - θεωρούν ότι είναι απλουστευμένη αλλά ουσιαστικά σωστή... παρόλα αυτά, η εκτίμησή τους της ορθότητας ίσως βασίζεται σε άσχετα κριτήρια. (σ. 224)

Με άλλα λόγια, η προβλεπτική αξιοπιστία των δυο ανταγωνιζόμενων θεωριών ή νοητικών μοντέλων σε πραγματικά σπίτια εξαρτάται από τη συμπλήρωσή τους με περαιτέρω γνώση. Δεν είναι και τόσο απλό να προβλεφθεί η σχετική αξιοπιστία τους στη χρήση, ακόμα κι αν κάποια είναι ξεκάθαρα περισσότερο "σωστή" αναφορικά με την επιστήμη. Για παράδειγμα, το ανατροφοδοτικό μοντέλο θα προβλέψει ότι το άνοιγμα του θερμοστάτη δεν είναι απαραίτητο σε ψυχρότερο καιρό. Το μοντέλο βαλβίδας δεν θα το κάνει. Πρακτικά, το μοντέλο ανατροφοδότησης οδηγεί στο λάθος συμπέρασμα επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του τις ασυμμετρίες φιλτραρίσματος και κατανομής σε περιθωριακά δωμάτια, ενώ το μοντέλο βαλβίδας οδηγεί στο σωστό συμπέρασμα χωρίς να απαιτεί τέτοια συμπληρωματικά μοντέλα.

Πώς θα πρέπει να εκτιμηθούν αυτές οι ανταγωνίσιμες κατανοήσεις; Η θεωρία βαλβίδας, αν και "τεχνικώς" λανθασμένη, τουλάχιστον δίνει τόσες σωστές προβλέψεις και πρακτικές αποκρίσεις όσες η θεωρία ανατροφοδότησης. Για να δώσει εγγυημένα σωστές αποκρίσεις, το "σωστό" μοντέλο θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί από διάφορα έξτρα μοντέλα και θεωρίες που θα το έκαναν τόσο πολύπλοκο για το τυπικό νοικοκυριό που θα γινόταν ακατόρθωτο να χρησιμοποιηθεί. Έτσι, αν το κριτήριο αξιοπιστίας είναι το "δουλεύει;" τότε εξαρτάται από το τι έχει συμφωνηθεί ως συμφραζόμενο για το "δουλεύει": μια τυπική ζωή νοικοκυριού, που περιλαμβάνει πολλά ανταγωνίσιμα θέματα και απαιτήσεις, ή μια ζωή που υποτίθεται ότι ταιριάζει σ' εκείνη ενός εξειδικευμένου ατόμου, με μόνο αυτό το πρόβλημα προς παρακολούθηση ή προς "βελτίωση". Ένα πολύ μεγαλύτερο θέμα εκτίθεται εδώ.

Ένας περισσότερο γενικός τρόπος να δηλωθεί το ίδιο θέμα είναι ότι η θεωρητική γνώση, που μεταβιβάζεται παό την επιστήμη ως η "σωστή" γνώση προς στην οποία μετριέται η δημόσια κατανόηση, αμετάβλητα έχει τοποθετηθεί μέσα σε σιωπηρές (υπονοούμενες) υποθέσεις σχετικά με τις καταστάσεις κάτω από τις οποίες τα θεωρητικά μοντέλα είναι έγκυρα και χρήσιμα. Αν αυτές οι καταστάσεις όντως επικρατούν σε καταστάσεις συνηθισμένης χρήσης είναι μια ανοιχτή ερώτηση, αλλά που συνήθως παραβλέπεται. Έτσι, οι παραπάνω γνώσεις (και πρακτικές), συχνά συγκεκριμένες προς την κατάσταση, που είναι απαραίτητες ώστε η θεωρητικά σωστή γνώση να δουλέψει στην πράξη, είναι τυπικά μη αναγνωρίσιμες και υποεκτιμημένες. Το σημείο αυτό αναπτύσσεται στην επόμενη ενότητα. Μαζεύοντας τα σημεία αυτά από την προοπτική των νοητικών μοντέλων, η λειτουργιστική προσέγγιση του Kempton συνδέεται με την ευρύτερα ανθρωπολογική φιλονικία πάνω στην πολιτισμική παγκοσμιότητα ή εντοπιότητα της επιστημονικής γνώσης, στο ότι πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση - γηγενή "νοητικά μοντέλα" - που είναι ασυμβίβαστες με την επιστήμη μπορούν παρόλα αυτά να καθοριστούν ως έγκυρες στα συμφραζόμενά τους επειδή ίσως βοηθούν να διατηρούνται σημαντικές κοινωνικές, τεχνικές και οικολογικές πρακτικές (Douglas, 1966. Horton & Finnegan, 1973).

Οι Collins και Gentner (1987) παρέχουν άλλη μια προοπτική πάνω στα νοητικά μοντέλα και τη σχέση τους με την έρευνα PUS, όταν σημειώνουν ότι περισσότερες κοινές αιτιολογήσεις απαραίτητα εμπειρέχουν συνδυασμούς διάφορων μοντέλων, επειδή οι καταστάσεις είναι τυπικά περισσότερο περίπλοκες από ό,τι μπορεί να χειριστεί ένα μόνο μοντέλο. Τα μοντέλα ίσως συνδυάζονται με έναν ad hoc τρόπο για να δικαιολογούν περίπλοκες διαδικασίες. οι συνδυασμοί υτοί ίσως περιέχουν ανακολουθίες που πρέπει να χειριστούν με κάποιον τρόπο. Οι Collins και Gentner υπονοούν ότι η ανακολουθία και οι ad hoc χρήσεις των μοντέλων ήταν ένα πρόβλημα με την κοινή αιτιολόγηση της ίδιας της "δημόσιας κατανόησης της επιστήμης", αλλά η παρατήρησή τους είναι ένα σημείο έναρξης για την αναγνώριση τριών περισσότερο γενικών θεμάτων σχετικά με την προσέγγιση νοητικών μοντέλων και τους εγγενείς περιορισμούς τους.

Πρώτα, η ιδρυτική αντίληψη της "κύριων χαρακτηριστικών" είναι προβληματική. Η "οικιακή ενεργειακή διαχείριση" λαμβάνεται ως σαφές κύριο χαρακτηριστικό για το οποίο τα κοινά νοητικά μοντέλα πρέπει να υπάρχουν. αλλά, όπως βρήκε ο Kempton (1987), αυτό είναι πολύ απλό και μη επεξεργασμένο, για να ανταποκρίνεται με τις πρακτικές αντιλήψεις της ενέργειας που χρησιμοποιούν τα νοικοκυριά. Η "ενέργεια" είναι πολυδιάστατη και περιλαμβάνει πολλές διφορετικές, διασταυρούμενες δραστηριότητες, σχέσεις και διατάξεις, όπως το μαγείρεμα και η δίαιτα, οικογενειακός τρόπος ζωής, εργασίες "κάντο μόνος σου", και συνολικά διαχείριση χρημάτων. Η "μόνωση" ομοίως, έχει διαφορετικά συμφραζόμενα σε πιο λεπτομερείς, που να σημαίνουν πρακτικά κάτι, όρους (Hedges, 1991). Γι' αυτό δεν αποτελεί έκπληξη η εύρεση πολλαπλών μοντέλων σε χρήση στο "ίδιο" χαρακτηριστικό σημείο όπως καθορίζεται από τον ερευνητή, επειδή στον απλό αποκρινόμενο ίσως τα μοντέλα αυτά δεν βρίσκονται στο ίδιο στοιχείο αλλά σε κάμποσα διαφορετικά και ίσως διασταυρωνόμενα στοιχεία. Αυτό που ίσως μοιάζει με "ασυμβατότητα" (και υπονοεί ανικανότητα του κοινού) ίσως έτσι αντανακλά μια περισσότερο περίπλοκη κοινωνική ύπαρξη από ότι αναγνωρίζει η προσέγγιση νοητικών μοντέλων.

Ένα σχετικό θέμα αφορά την υποτιθέμενη σταθερότητα των νοητικών μοντέλων και τους κοινωνικούς τους ρόλους. Οι διάφορες μέθοδοι έρευνας νοητικών μοντέλων υποθέτουν σιωπηρά σταθερότητα, επειδή βασίζονται πάνω στην εξαγωγή τέτοιων μοντέλων από συνεντεύξεις δομής ένας-έξω. Έτσι δεν υπάρχει ευκαιρία παρακολούθησης για να δοκιμαστεί αν ή κάτω από ποιες συνθήκες τα συναγόμενα μοντέλα μπορούν ή δεν μπορούν να συνεχίσουν από μια κατάσταση σε άλλες στη ζωή του αποκρινόμενου. Επιπρόθσετα στις παρατηρήσεις των Collins και Gentner σχετικά με ad hoc και "ασυνεπή" χρήση, οι DiSessa (1985) και Kempton (1987, 1991) βρήκαν αποδείξεις για να ερευνηθεί η θεμελιώδης υπόθεση ότι τα νοητικά μοντέλα, ως εξαγόμενα, είναι ουσιαστικά γνωστικές δομές ανεξάρτητες από κοινωνικές σχέσεις.

Αν τα νοητικά μοντέλα εξαρτώνται ή όχι από τις κοινωνικές σχέσεις από τις οποίες εξάγονται εξαρτάται από μεθολολογικά και ερμηνευτικά ζητήματα. Παραμένει ερώτημα, για παράδειγμα, αν οι προσεγγίσεις νοητικών μοντέλων έχουν εξ αμελείας συγκεντρώσει την εμπειρική προσοχή σε καταστάσεις και αποκρινόμενους που τυχαίνει να έχουν σχετικά στθαερές κοινωνικές σχέσεις που συνδέονται γύρω από ένα "κύριο χαρακτηριστικό" και έχουν απερίσκεπτα υποθέσει ότι αυτή είναι η γενική περίπτωση, ενώ ίσως είναι ατυπική. Έτσι υπάρχει ένα ερώτημα σχετικά με την προσέγγιση αυτή που δεν την διαψεύδει τόσο, όσο την τοποθετεί σε μια διαφορετική ερμηνευτική προοπτική. Το ερώτημα είναι αν τα "νοητικά μοντέλα" είναι περισσότερο κοινωνικώς εξαγόμενα και τοποθετούμενα από τις πρωταρχικές οντότητες. Το πεδιο της γνωστικής ανθρωπολογίας ή η "εθνοεπιστημονική" έρευνα, το έχει δηλώσει αυτό ευθέως.

Εθνοεπιστήμη: Ανθρωπολογία της Καθημερινής Γνώσης

Ο Lave (1988) και άλλοι (δες επίσης Lave, Murtaugh, & de la Rocha, 1984; Rogoff, 1990) ασχολήθηκαν με τη "συνοχή" ή σταθερότητα των απλών νοητικών μοντέλων από μια κοινωνική κατάσταση σε άλλη. Επιθυμούσαν να εξετάσουν την κυρίαρχη υπόθεση της γνωστικής ψυχολογίας ότι η πειραματική κατάσταση, όπως πλαισιώνεται από συνεντεύξεις ενός-έξω δομής, είναι ένα ανεπαρκές μοντέλο για την πολυπλοκότητα, ποικιλία και αοριστία των αιτιολογικών καταστάσεων της "πραγματικής ζωής".

Ανάλογα, ο Lave και συνεργάτες μελέτησαν τα μθηματικά του κόσμου σε μια ποικιλία συμφραζομένων, που εκτείνονταν από τα ψώνια του μπακάλη, πειράματα εξομείωσης αυτών των ίδιων υπολογισμών, διαιτολογικούς υπολογισμούς στην κουζίνα, επίσημα αριθμητικά τεστ και διαχείριση οικιακών χρημάτων. Βρήκαν ότι οι άνθρωποι όντως υιοθετούν τα μαθηματικά αιτιολογικά ιδιώματά τους από ένα πρακτικό συμφραζόμενο στο άλλο για να υπολογίζουν σχετικές περιστασιακές καταστάσεις. Για παράδειγμα, ειδικοί και ερευνητές ίσως υποθέσουν - λανθασμένα - ότι "το πρόβλημα" στο σούπερ-μάρκετ είναι να αγοραστούν τα πράγματα της λίστας με τα ψώνια όσο γρηγορότερα και φτηνότερα γίνεται, ενώ ο αγοραστής έχει διάφορους άλλους αντικειμενικούς στόχους να ασχοληθεί, τέτοιους που μπορεί ακόμα και να διαφέρουν από τη μια εξόρμηση για ψώνια ως την άλλη. H ίδια πολυδιαστατική ποικιλότητα αληθεύει για τα περισσότερα προβλήματα του πργματικού κόσμου στα οποία οι άνθρωποι εφαρμόζουν τα συμπεράσματά τους. Τα επίσημα τεστ και ερευνητικές μέθοδοι αγνοούν αυτές τις έξτρα διαστάσεις, μη λαμβάνοντας υπόψη τα συμφραζόμενα της γνώσης, επιβάλλοντας έναν τεχνητό μονοδιάστατο ορισμό του προβλήματος (όπως είναι τα ψώνια με το ελάχιστο κόστος). Αυτό επιτρέπει την αναγνώριση μιας κατάστασης προβλήματος ως παρόμοιας με μια άλλη, κι έτσι εδραιώνει την προβληματική υπόθεση ότι η ανγκαία "αληθινή" γνώση είναι παγκόσμια.

Ο Lave επίσης εισήγαγε τη σημαντική διάσταση της αοριστίας. Σε τυπικά περίπλοκα συμφραζόμενα, ο συνδιασμός των δισταυρωνόμενων προβλημάτων που απαιτούν προσοχή εννοεί ότι ένας τελικός κυρίαρχος ορισμός του προβλήματος δεν επιτυγχάνεται μέχρι να επέλθει η λύση του. Σε σιωπηρά υποτιθέμενα δοσμένα προβλήματα και αγνοούμενες συμφραζόμενες επιπλοκές, οι προσεγγίσεις νοητικών μοντέλων, όπως η έρευνα επισκόπησης, αναπαράγουν κάποιες από, της ίδιας της επιστήμης αυτοακυρούμενες, πολιτιστικές συνήθειες. Προσπαθούν, γνωστικά ή υλικά, να αναδιοργανώσουν τη διαφοροποίηση και ανοιχτή-τελείωση των προβλημάτων και θέσεων σε μια ομοιόμορφη, ημι-εργαστηριακή εκδοχή που μπορεί να τεθεί σε καθιερωμένη, παγκόσμια και ακριβή ανάλυση και επίλυση. Η συνηθισμένη απλή γνώση τυπικά αγνοεί αυτή την επιστημολογία ελέγχου και παγκοσμιοποίησης και τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται. Έτσι η εργασία της εθνοεπιστήμης αναγνωρίζει τη "λογική της αμφιθυμίς" που έχει γίνει ένα κεντρικό στοιχείο των φεμινιστικών κριτικών της επιστήμης, όπως συζητείται στην επόμενη ενότητα.

ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Αυτή η περιοχή έρευνας μοιράζεται μια δέσμευση για την αποφυγή a priori (εκ των προτέρων) υποθέσεων σχετικά με το τι είναι η "σωστή" επιστήμη. Μέσω της εθνογραφίας, παρατήρησης των μελών και σε βάθος συνεντεύξεων, επιχειρεί να εξετάσει την επιρροή των κοινωνικών συμφραζομένων και κοινωνικών σχέσεων στην αναδιαπραγμάτευση του κόσμου για την "επιστήμη" κατεβάζοντάς την από τις επίσημες φόρμες της ως ήδη έγκυρης και κλειστής. Αυτή η γενική προσέγγιση αμέσως ανοίγει σε ερώτημα την ίδια τη σκέψη του τι υπολογίζεται ως επιστημονικο-τεχνικό ζήτημα ή ως επιστημονικο-τεχνική γνώση. Mια κοινή απειλή σ' όλη αυτή την έρευνα είναι η πρόσκρουση διαφορετικών κουλτούρων: από τη μια πλευρά, η επιστημονική κουλτούρα, η οποία τείνει να μειώσει τα θέματα σ' εκείνα ελέγχου και πρόβλεψης μέσα σε όρους του επιστημονικού πεδίου που εξετάζεται, και από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικοί κόσμοι που αντανακλούν ουσιαστικά διαφορετικά μοντέλα δράσης και επίσης αναγνωρίζουν πάρα πολλές διασταυρούμενες και ανοικτού-τέρματος υποθέσεις προς συζήτηση και ενδιαφέροντα πίσω απ' αυτά που εμπεριέχονται στον επιστημονικό λόγο.

Παρά αυτές τις υποσημειούμενες συγκλίσεις, η έρευνα που μπορεί να αποκαλεστεί εποικοδομητική έχει αναπτυχθεί σε πολλές, ιδιαίτερα ξεχωριστές περιοχές και περιλαμβάνει

· ιατρική κοινωνιολογία και κοινωνιολογία της δημόσιας υγείας (Bakz, 1991. Blaxter, 1983. Helman, 1978)

· αποκρίσεις της κοινότητας σε τεχνολογικά ατυχήματα, ανάγκες και άλλες μορφές επέμβασης ειδικών (P. Brown, 1987. Edelstein, 1988. Levine, 1982. McKechnie, υπό δημοσίευση. Paine, 1992. Wynne, 1992a)

· γυναικείες μελέτες, ιδιαίτερα σε σχέση με αναπαραγωγικές τεχνολογίες (E. Martin, 1989. F. Price, υπό δημοσίευση. Strathern & Franklin, 1993)

· περιβαλλοντικές αμφισβητήσεις, καμπάνιες και κανονισμούς (Dietz, Stern, & Rycroft, 1989. F. Fischer, 1990. Jasanoff, 1986. Yearley, 1992a)

· μελέτες σε απλά θέματα πραγματογνωμοσύνης, όπως η χρήση της χημείας των τοξικών αποβλήτων απ' αυτούς που λαμβάνουν αποφάσεις (Layton, Davy, & Jenkins, 1986. Layton, Jenkins, MacGill, & Davy, 1993), απλές σχέσεις των ενοίκων με την "οικοδομική επιστήμη" (Shove, 1992) ή απλά κατασκευάσματα εκτρεπόμενης γνώσης, όπως η ΟΥΦΟλογία (Westrum, 1977, 1978)

· προσκρούσεις της ανθρωπολογίας του "Τρίτου Κόσμου" με την επιστημονική κουλτούρα (Arce & Long, 1987. Bailey, 1968).

Παρόλο που πολύ απ' αυτή τη δουλειά εκλαμβάνει την επιστήμη ως σημείο έναρξης, ακολουθείται από την εποικοδομητική προοπτική ότι "επιστήμη" ως τέτοια ίσως ποτέ δεν εμφανιστεί με κατηγορηματικότητα. Ο Irwin και συνεργάτες έχουν αναφερθεί στο πως η επιστήμη "πηγαίνει υπογείως" στην κοινωνική ζωή (Irwin, Dale, & Smith, υπό δημοσίευση. επίσης Michael, 1992. Wynne, 1991a), με την έννοια ότι οι ερμηνευτικές της δεσμεύσεις είναι σιωπηρώς υπό αναδιαπραγμάτευση και αποκρυπτογραφούνται σε "φυσικές" μορφές της κοινωνικής και πολιτιστικής πρακτικής.

Γνώση στα Κοινωνικά Συμφραζόμενα

Η έρευνα στο θέμα αυτό δείχνει εμφατικά ότι οι άνθρωποι πάντα θεωρούν την "επιστήμη" εμποτισμένη με κοινωνικά ενδιαφέροντα κάποιου είδους, ανεξάρτητα από τα κίνητρα συγκεκριμένων διασπορέων. Έτσι αναπόφευκτα έχει επιπλοκές για την ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων, αξιών και ταυτοτήτων.

Ο E. Martin (1989) έχει αναφέρει ότι οι γυναίκες της εργατικής τάξης απορρίπτουν τις κυρίαρχες ιατρικές απόψεις της έμμηνης ρύσης επειδή ο ολόκληρο το ιατρικο-επιστημονικό οικοδόμημα της έμμηνης ρύσης την αναπαριστάνει, σε κοινωνικούς όρους, ως "αναπαραγωγή που απέτυχε". Αυτό το υπονοούμενο κοινωνικό οικοδόμημα αντανακλά τις ανησυχίες της μεσαίας τάξης για εργασιακές καριέρες και εξ αμελείας δυσφημεί τις κοινωνικές σχέσεις και αξίες της εργατικής τάξης. Ένα εναλλακτικό πολιτιστικό οικοδόμημα - της έμμηνης ρήσης ως την ίδια διαδικασία που δημιουργεί "το υλικό της ζωής που μας κάνει γυναίκες - ζει και βασιλεύει μεταξύ των γυναικών της εργατικής τάξης, που εκτιμούν πιο θετικά τις κοινωνικές σχέσεις που δεν έχουν σχέση με καριέρα, περιλαμβανομένης της μητρότητας.

Ο Martin δείχνει ότι οι γυναίκες της εργατικής τάξης είχαν εκτεθεί σε απλή βιολογική γνώση αλλά απέρριψαν την επιστημονική γνώση επειδή σχετιζόταν με το υποτιμητικό οικοδόμημα της "αποτυχημένης αναπαραγωγής". Απορρίπτοντας την ιδέα ότι αυτές οι διαφορές του προτιμώμενου επεξηγητικού ιδιώματος ήσαν ένα μέτρο των διαφορών κατανόησης (οι γυναίκες εργατικής τάξης ήσαν αρκετά ικανές να προσφέρουν καθαρές εξηγήσεις, περιλαμβανομένης της γνώσης "από βιβλία" όπου αφορούσε), ο Martin πρόσφερε αυτό ως παράδειγμα της υγειούς και νόμιμης αντίστασης σε κυρίαρχες ιδεολογίες που φέρουν τα επιστημονικά ιδιώματα. Η δοκιμή της κατανόησης των γυναικών σχετικά με τη βιολογία της έμμηνης ρήσης δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τη δοκιμή της αφομοιωσιμότητάς τους του κυρίαρχου πολιτισμικού μοντέλου μέσα στο οποίο οι βιολογικές δομές είχαν ολοκληρωθεί - στην περίπτωση αυτή, των γυναικών ως "αποτυχημένων αναπαραγωγών".

Η ανάλυση αυτή της δημόσιας επιστημονικής γνώσης, που εμπεριέχει συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες σχέσεων σαν να ήσαν φυσικές, είναι αρκετά σημαντική στο πεδίο της επιστημονικής γνώσης. Δείχνει μια καθξοριστική αδυναμία καθορισμού των ορίων μεταξύ της φύσης και της κουλτούρας ή μεταξύ των κύριων στοιχείων της κυριαρχίας της φυσικής γνώσης και της κοινωνικο-πολιτιστικής γνώσης. Πολλές εποικοδομητικές αναλύσεις συγκλίνουν σ' αυτό το σημείο-κλειδί, είτε βλέπουν την επιστημονική γνώση ως όχημα κεντρικής κυριαρχίας των οριακών πολιτιστικών ταυτοτήτων (McKechnie, υπό δημοσίευση), ως επιστημονική μείωση των συγγενικών σχέσεων και πολιτσμικών σχεδίων σε εργαστηριακή ικανότητα χειρισμών (Strathern & Franklin, 1993), ως έναν κίνδυνο του να παγιδευθούμε σε πυρηνική προπαγάνδα (Michael, 1992. Wynne, 1992a), ως μια ξένη κουλτούρα υποτιθέμενου ελέγχου και τυποποίησης (Wynne, 1992b), ή ως μια σιωπηρή επιβολή μη αποδεκτών κοινωνικών σχέσεων κάποιου με το ίδιο το παιδί του (Davy, Layton, & Jenkins, 1993). Κι όμως η επιστήμη εμφανίζεται ναίκανη να αναγνωρίσει αυτές τις κοινωνικές διαστάσεις των δικών της δημόσιων μορφών ή το γεγονός ότι η ετοιμότητα του κοινού να "κατανοήσει" την επιστήμη επηρεάζεται ουσιαστικά από το εάν το κοινό αισθάνεται ικανό να ταυτιστεί με την μη δηλωμένη προηγούμενη πλαισίωση της επιστήμης.

Οι παρατηρήσεις αυτές σχετικά με τις κοινωνικά φορτωμένες έννοιες που εμπεριέχονται σε κάθε επιστημονική επικοινωνία και η μη ανακλαστική φύση των επιστημονικών αποκρίσεων προς εκείνες των δημόσιων αποκρίσεων έχουν φανεί στη δουλειά των Wynne και άλλων πάνω στο πεδίο των αντιλήψεων του δημόσιου κινδύνου (Freudenburg, 1992. Royl Society, 1992. Wynne, 1980, 1987, 1992e). Η επιστημονική πλαισίωση του "φυσικού" διαλόγου σχτικά με τα μεγέθη του "αντικειμενικού" κινδύνου χειρίζεται από τις δημόσιες ομάδες ως κοινωνικά ερωτήματα σχετικά με τη βάση εμπιστοσύνης στα ιδρύματα που ασκούν τον έλεγχο. Οι επιστημονικοί διάλογοι αποκρύπτουν πρωταρχικές υποθέσεις σχετικά μ' εκείνες τις καθιερωμένες διαστάσεις, παρόλο που συνήθως υπάρχει προσβάσιμη ιστορική πείρα ανάλογης "καθιερωμένης συμπεριφοράς" που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πραγματικότητα για τη δοκιμή των υποθέσεων που πλαισιώνουν την επιστήμη. Έτσι οι επιστήμονες με πατερναλιστικό τρόπο περιγράφουν τις δημόσιες αντιδράσεις ως "υποκειμενική" παραλογικότητα, ακόμα κι αν η επιστήμη ίσως νόμιμα απορρίπτεται σε ζητήματα διαφορετικά από την τεχνική άγνοια.

Εμπιστοσύνη

Οι κοινωνιολόγοι εδώ και καιρό έχουν αναγνωρίσει τη διεισδυτική ικανότητα των σχέσεων εμπιστοσύνης στην κοινωνία (Cicourel, 1974. Gambetta, 1988). Η εργασία στις περιοχές των δημόσιων αποκρίσεων προς την επιστήμη και τεχνολογία, και τις αντιλήψεις δημόσιου κινδύνου, υποστηρίζει ότι το βασικό πλαίσιο εργασίας των δημόσιων αποκρίσεων έγκειται στην πείρα και αντίληψη των σχετικών ινστιτούτων ή κοινωνικών δράσεων και όχι στην κατανόηση των τεχνικών πληροφοριών πλαισιωμένων με τρόπους που σιωπηρά λαμβάνουν την εμπιστοσύνη ως δεδομένη (Renn, 1992. Wynne, 1980, 1982, 1992b). Η Jupp (1989) βρήκε στη μελέτη της της δημόσιας αποδοχής του κινδύνου και της ανάγκης πληροφοριών γύρω από τιςχημικές θέσεις, ότι οι άνθρωποι διαφοροποιούσαν τη σχετική εμπιστοσύνη τους στις κοινωνικές πηγές πληροφόρησης από το βαθμό που έδιναν σχετικά με το σε ποια πηγή θα έστρεφαν πρώτα για πληροφόρηση. Η ετιαρεία ήταν πολύ χαμηλά στη δημόσια εμπιστοσύνη αλλά ήρθε πρώτη μεταξύ των πηγών από τις οποίες θα αναζητιόταν πληροφόρηση. Οι αποκρινόμενοι απάντησαν ότι εμπιστεύονταν την εταιρεία "τόσο όσο η πολιτική της εξακολουθούσε να είναι καλή". η προηγούμενη προσφυγή τους της εταιρείας ήταν περισσότερο για να καταγράψει την απαίτηση ότι παίρνει τη δημόσια πληροφόρηση στα σοβαρά παρά κάποια αφελής προσδοκία ότι η πληροφόρηση που παρείχε θα ήταν επαρκής. Ο κόσμος φαινόταν να έχει μπόλικη ανεπίσημη "επιστημονικότητα" (Prewitt, 1982), προσαρμοσμένη στις δικές τους κοινωνικές ικανότητες και ανάγκες. Από αυτό το σημείο, η δημόσια "αποδοχή" ή "κατανόηση" της επιστήμης εξαρτάται από τη σιωπηρή εμπιστοσύνη και ταύτιση με τον έλεγχο και εφαρμογή της από τα ινστιτούτα. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των διαδικαισών κοινωνικής αφομοίωσης της εμπιστοσύνης είναι τόσο μονότονη και λαμβανόμενη ως δεδομένη ώστε περνάει απαρατήρητη, σαν να επρόκειτο για ασκήσεις κοινωνικής εμπιστοσύνης. Παρόλα αυτά, η διάσταση της εμπιστοσύνης έχει φανεί ότι είναι σημαντική και συχνά παραμελημένη, ακόμα κι αν οι πρακτικές εκδηλώσεις της στρέφονται προς φανερή δημόσια αποδοχή ή απόρριψη της επιστήμης.

Ορθότητα (καταλληλότητα)

Οι κοινοί άνθρωποι ίσως αγνοούν την επιστημονική γνώση επειδή τη θεωρούν ως άσχετη (μη ορθή), ακόμα κι αν οι επιστημονες υποθέτουν ότι θα έπρεπε να είναι κεντρικής σημασίας γι' αυτούς. Ο P. Hughes (1992) βρήκε ότι η αναγκαία πληροφόρηση γύρω από πυρηνικά θέματα αγνοείται κατά μονότονο τρόπο, ακόμα και γελοιοποιείται, από τους συνηθισμένους ανθρώπους, επειδή γι' αυτούς ήταν αφελής και μη ρεαλιστική σχετικά με ρπαγματικές καταστάσεις που θαμ πορούσαν να ανακύψουν μετά από ένα μεγάλο ατύχημα (δες επίσης Wynne, 1989). Οι Lambert και Rose (υπό δημοσίευση) παρόμοια βρήκαν ότι οι απλοί νοσούντες από υπερχολεστερολαιμία απέρριπταν τις ιατρικές συμβουλές σχετικά με τα διαιτητικά λίπη επειδή δεν διαφοροποιούνταν ικανοποιητικά μεταξύ των διαφορετικών ειδών των λιπών. Οι συγγραφείς αυτοί επίσης σημείωσαν ότι επισκοπικές μέθοδοι μέτρησης της δημόσιας κατανόησης της επιστήμης αναπόφευκτα μειώνουν την "κατανόηση" σε απλούς δείκτες που δεν μπορούν να δικαιώσουν ορθά την πολυπλοκότητα του τι ήταν "κατναοητό" σε συμφραζόμενα πραγματικού κόσμου. Ο Prewitt (1982) παρατήρησε ότι οι μη ανακλαστικές κοινωνικές υποθέσεις των ίδιων των επιστημόνων σχετικά με το τι είναι σχετικό για τους απλούς ανθρώπους οικοδομούνται μέσα στην επιστημονική γνώση για τη δημόσια επικοινωνία και, ακόμα, στο σχεδιασμό των εργαλείων επισκόπησης για τον έλεγχο της δημόσιας κατανόησης. Για τους λόγους αυτούς, ο Layton και συνεργάτες (1986) αναρωτήθηκαν αν τέτοιες επισκοπήσεις δοκιμάζουν τη δημόσια επιστημονική κατάρτιση ή αν, αντίθετα, μετρούν το βαθμό της κοινωνικής συμμόρφωσης του κοινού σε ένα στερεότυπο που υποστηρίζεται από τους επιστήμονες, ενός "επιστημονικά καταρτισμένου κοινού".

Μοντέλα Δράσης

Οι κοινού άνθρωποι συνήθως δεν έχουν κοινωνική ελευθερία ή δύναμη να χρησιμοποιήσουν τη διαθέσιμη επιστημονική γνώση με τον τρόπο που υποτίθεται ότι έχουν οι ειδικοί. Σε άλλες περιπτώσεις ίσως επίτηδες προσπεράσουν (μταβιβάσουν) την ελευθερία ακόμα και αν την έχουν, ή μπορεί να είναι αβέβαιοι σχετικά με το αν την έχουν ή όχι και γι' αυτό απρόθυμοι να ρισκάρουν τις συνέπειες της δοκιμής των δυνάμεών τους. Με άλλα λόγια, τα σιωπηρά (υπονοούμενα) μοντέλα της κοινωνικής δράσης υποκρύπτουν υποθέσεις σχετικά με το τι μπορούν ή θα έπρεπε να καταλάβουν οι άνθρωποι σχετικά με την επιστήμη. Εάν η διαθέσιμη γνώση είναι άχρηστη, ή ακόμα (κοινωνικά) επικίνδυνη, δεν υπάρχει λόγος να λάβουν τα συχνά υπολογίσιμα κόστη που σχετίζονται με την αφομοίωσή της. Ακόμα, αυτά τα περιγράμματα της κοινωνικής δράσης γίνονται τόσο πολύ ένα μέρος της ίδιας της ταυτότητας των ανθρώπων, ώστε να σχηματίζουν τα όρια της αναγνωρίσιμης φυσικής γνώσης. Όπως παρατήρησε ο Michael (1992), οι άνθρωποι βρίσκουν τη σχετικότητα ή χρησιμότητα της επιστημονικής γνώσης χρονικά προβληματική, εν μέρει επειδή η κοινωνική δράση τους είναι χρονικά αβέβαιη. Έτσι ίσως μετατοπιστούν μεταξύ διαφορετικών καταγραφών κατανόησης, διαπραγματευόμενοι τη δράση κατά τη διαδικασία. Αυτή η διαφορά μπορεί να δηλωθεί, παραπλανητικά, ως απλή άγνοια ή αντίσταση.

Ο Dickens (1992) εξέτασε την επίδραση του φαταλισμού πάνω στην όρεξη για επιστημονική γνώση των ανθρώπων και την κριση τους για την αξία αυτής της γνώσης. Μετά τον τυφώνα που έπληξε τα νότια της Αγγλίας τον Οκτώβριο 1987, βρήκε πολλούς ανθρώπους που απέρριπταν την "επιστημονική" πρόβλεψη του καιρού βάσει των ηθικών αρχών ότι είναι κοινωνικά επικίνδυνο και απαράδεκτο να επιτρέψουμε σ' αυτή την επιστημονική κουλτούρα ελέγχου και διαχείρισης να επεκταθεί ακόμα περισσότερο. Ο Dickens αναφέρει ότι οι άνθρωποι αντανακλούσαν την υπονοούμενη αίσθησή τους δράσης, στην ηθική θέση ότι τόσο πολύς έλεγχος της φύσης ήταν κακός και επικίνδυνος. Έτσι η "άγνοια" αντανακλούσε μια ενεργή, νόμιμη ηθική θέση, που αντιδρούσε σε ότι θεωρούνταν ως ανεύθυνη κουλτούρα του επιστημονισμού γύρω από την πρόβλεψη του καιρού.

Σε πολλές δημόσιες προσκρούσεις με την επιστήμη, αυτή η βασική πολιτισμική - επιστημολογική διάσταση διαδραματίζεται πλαγίως μεταξύ, από τη μια μεριά, με τις υποθέσεις των επιστημόνων σχετικά με τη βεβαιότητα, έλεγχο και διαχείριση και, από την άλλη μεριά, τις κοινές υποθέσεις ουσιαστικής απροσδιοριστίας, ανάγκης προσαρμογής και των κινδύνων ελέγχου. Όπως η εργασια του Wynne πάνω στους δημόσιους ορισμούς της τεχνολογίας και κινδύνου (1980, 1987), η εργασία του Dickens επίσης βλέπει τον φαταλισμό (μοιρολατρία) του κοινού προς την επιστήμη ως μια σιωπηρή προβολή μιας αίσθησης της ανεξιχνίαστης πολυπλοκότητας και αδιαπεραστότητας των κοινωνικών δυνάμεων που το περιβάλλει (το κοινό). Αυτές δεν είναι καθόλου παθητικές αναπαραγωγές της κοινωνικής πείρας σε φυσική μορφή - είναι ενεργά υιοθετούμενες και αρθρωνόμενες.

Άλλη μια ερευνητική παράδοση που σιωπηρά περιλαμβάνει μοντέλα δράσης μέσα στην έκτασή τους είναι η θεωρία του Moscovici (1984) των "κοινωνικών αναπαραστάσεων", οι οποίες σιωπηρά σχηματίζουν τις αντιλήψεις του κοινού για συγκεκριμένα κύρια ζητήματα. Παρόλα αυτά, η προοπτική αυτή εμφανίζεται να αποκλείει την κρίσιμη ιδέα ότι η επιστήμη επίσης εμπεριέχει "κοινωνικές αναπαραστάσεις". Αυτός ο αποκλεισμός αναπόφευκτα εξασθενεί την αντίληψή της στη βάση των δημόσιων αποκρίσεων προς την επιστήμη και εμπειρία.

Κοινωνική Δόμηση της Άγνοιας

Η εργασία από τους Wynne (1992b) και Michael (1992) έχει περαιτέρω εξερευνήσει τις ρίζες της δημόσιας άγνοιας της επιστήμης. Χρησιμοποιώντας διαλεκτική ανάλυση, ο Michael εξέτασε το πώς οι απλοί άνθρωποι σε συνεντεύξεις αντανακλούσαν διάφορες πιθανές σχέσεις μεταξύ των εαυτών τους και της "επιστήμης", καθώς επίσης και διάφορα νοήματα της "επιστήμης". Έδειξαν μια πλούσια και ενεργή ανάκλαση της δικής οτυς κοινωνικής θέσης (και δρασης) σε σχέση με το τι εκλάμβαναν ως επιστήμη. Αυτή η υποσημειούμενη σχετιστική διαδικασία σχημάτισε το πεδίο δράσης του ενδιαφέροντός τους στα γνωστικά περιεχόμενα της επιστήμης και την ίσθησή τους εμπιστοσύνης ή ταυτότητας με αυτήν. Όπως παρατήρησε ο Michl, αυτή η εύκαμπτη κοινωνική τοποθέτηση σε σχέση με την επιστήμη πήρε διαφορετικές μορφές ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε μερικές περιπτώσεις είχε ως αποτέλεσμα έλλειψη εμπιστοσύνης και ηθελημένη αποφυγή της επιστήμης της ραδιολογίας επειδή θεωρείτο ότι ήταν εμπλεγμένη με τα ενδιαφέροντα της "πώλησης" πυρηνικής ενέργειας. Έτσι η άγνοια ήταν ενεργά δομημένη και παρέμενε παρόλο που μερικοί αποκρινόμενοι ήταν επιστημονικώς καταρτισμένοι. Η άγνοια δεν ήταν ένα γνωστικό κενό, ή ένα μειονέκτημα έλλειψης γνώσης, αλλά ένα ενεργό οικοδόμημα και ένα με γνωστικό περιεχόμενο σχετικά με τις κοινωνικές διαστάσιες της επιστήμης. Ήταν τμήμα και πακέτο του δυναμικού οικοδομήματος της κοινωνικής ταυτότητας.

Σε άλλες πειρπτώσεις, η άγνοια δομείτο πιο θετικά. Για παράδειγμα, οι Wynne, McKechnie και Michael (1990) βρήκαν ότι εθελοντές σ' ένα πρόγραμμα για την παρακολούθηση των επιπέδων ραδονίου σε νοικοκυριά οικοδόμησαν μια "θετική" άγνοια γύρω από έναν συνεργατικό καταμερισμό εργασίας με τους επιστήμονες, έχοντας προσφέρει τα σπίτια τους ως εργαστήρια για τη δημόσια ωφέλεια. Αυτή η συμμετοχή δι' αντιπροσώπου τους απάλλασσε από την υποχρέωση να καταλάβουν τις τεχνικές λεπτομέρειες. Πάλι, η επιστημονική άγνοια δεν ήταν απλώς και μόνο ένα κενό αλλά ένα οικοδόμημα χτισμένο σε ένα συγκεκριμένο σιωπηρό μοντέλο κοινωνικών σχέσεων και ταυτότητας.

Στην περίπτωση των εργατών ακτινοβολίας στο πυρηνικό εργοστάσιο Sellafield, οι ίδιοι συγγραφείς βρήκαν ένα παρόμοιο, μη αναμενόμενο, θετικό κοινωνικό δόμημα άγνοιας. Οι ερευνητές περίμεναν ότι οι εργάτες αυτοί θα είχαν ένα ιδιαίτερα ισχυρό ενδιαφέρον για την κατναόηση της επιστήμης των κινδύνων της ακτινοβολίας, αλλά βρήκαν προς έκπληξή τους ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Πράμγατι, οι εργάτες δικαιολογούσαν την άγνοιά τους με σθεναρότητα, σε διάφορα επίπεδα. Πρώττα, ήταν απλή οικονομία - αν άρχιζαν να ακολουθούν τις επιστημονικές λογομαχίες, δεν θα τελείωναν ποτέ. Δεύτερο, να ακολουθήσουν την επιστήμη θα σήμαινε μόνο ότι θα είχαν να αντιμετωπίσουν ενδημικές αβεβαιότητες, που όχι μόνο θα ήσαν άβολες αλλά ίσως ακόμη και επικίνδυνες. Τέλος, έδιναν έμφαση στο ότι ήδη υπήρχαν πολλά σώματα ειδικών στη δική τους εταιρεία και σε ρυθμιστικά σώματα, των οποίων η δουλειά ήταν να γνωρίζουν την επιστημη και να την αναδιπλώνουν σε σχεδιαστικές και εργατικές διαδικασίες. Έτσι, να δειχθεί ένα ενεργό ενδιαφέρον στην κατανόηση της επιστημονικής γνώσης των κινδύνων ακτινοβολίας θα ήταν μια άμεση απειλή στους υπάρχοντες κοινωνικούς διακανονισμού, που θα σηματοδοτούσε δυσπιστία προς εκείνες τις πράξεις και τους διακανονισμούς που υπήρχαν για να τους προστατεύουν.

Αν η άγνοια της επιστήμης είναι ενεργά δομημένη σε σιωπηρή συμφωνία με τα περιγράμματα των υπαρχόντων σχέσεων, τμημάτων εργασίας, ανεξαρτησίας και εμπιστοσύνης, τότε θα ήταν διεστραμένο να μεταχειρίζεται η "έλλειψη κατανόησης" της επιστήμης ως σήμα διανοητικού ή κοινωνικού ελαττώματος. Η τεχνική άγνοια έτσι γίνετια μια λειτουργία κοινωνικής ευφυίας, πράγματι μιας κατανόησης της επιστήμης με την έννοια των καθιερωμένων διαστάσεών της. Φυσικά, οι εργάτες του Sellafield δεν ήταν αρκετά αφελείς ώστε να φαντάζονται ότι μπορούσαν να εμπιστέυονται τους υπάρχοντες κοινωνικούς δικανονισμούς χωρίς καμμία κριτική προσοχή. στην πραγματικότητα, οι σχέσεις μεταξύ της διεύθυνσης και των εργατών στην εταιρεία δεν ήσαν με κανέναν τρόπο εντελώς αρμονικές. Παρόλα αυτά, το θέμα είναι ότι η προσοχή τους ήταν αφιερωμένη όχι στην επιστήμη της ακτινοβολίας αλλά στο θέμα της εμπιστοσύνης ή όχι σε εκείνες τις άλλες δράσεις από τις οποίες ήξεραν ότι αναπόφευκτα εξαρτώνται.

Εμπιστοσύνη και Εξάρτηση: Ταυτότητα και Αμφιθυμία

Πρέπει να δοθεί κριτική εξέταση στη βάση της εμπιστοσύνης ως διάστασης κρίσιμης που επηρεάζει την δημόσια αντίληψη της επιστήμης. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η εργασία του Jupp πρότεινε ότι οι άνθρωοι ίσως έχουν συμβατικές αντιλήψεις της εμπιστοσύνης. Ο Wynne (1992a) υποστήριξε ότι η φαινομενική εμπιστοσύνη ίσως θεωρείται περισσότερο ρεαλιστικά με όρους "ως εάν". Αν ο κόσμος αισθάνεται ότι εξαρτώνται από συγκεκριμένα ιδρύματα για την ασφάλειά τους ή άλλες εκτιμώμενες καταστάσεις, μπορεί να αισθάνεται ότι δρα ως εάν να τα εμπιστεύεται, ακόμα κι ενώ παρακολουθείται σκεπτικά η συμπεριφορά τους για στοιχεία υποστήριξης ή υπονόμευσης της "υπόθεσης εμπιστοσύνης". Η ανατοποθέτηση της εμπιστοσύνης σε μια αντικειμενική παράμετρο που μπορεί υποθετικά να μετρηθεί (και μεταχειριστεί), όπως η κατανόηση, από αυτή την άποψη είναι ουσιαστικά λανθασμένη.

Η ανάλυση του Wynne για τις αποκρίσεις των Κουμπριανών αγροτών στη μετα-Τσερνομπίλ επιστήμη ακτινοβολίας υποστηρίζει περαιτέρω το σημείο αυτό. Οι αγρότες είχαν καλούς λόγους να πιστεύουν ότι η ραδιενεργή μόλυνση που κατέστρεψε τις φάρμες τους είχε έρθει από την κοντινή θέση Shellafield, μη ανιχνευόμενη ή μη παραδεχόμενη από τις αρχές, πολύ πιο πριν από το Τσερνομπίλ. Ενάντια στις διαβεβιαώσεις των επιστημόνων ότι υπήρχαν αναμφισβήτητα "δακτυλικά αποτυπώματα" που αποδείκνυαν ότι προερχόταν από το Τσερνομπίλ, κι όχι το Shellafield, οι αγρότες μπορούσαν να προβάλλουν μερικά πειστικά γεγονότα και λογικές υποστηρίξεις του σκεπτικισμού τους. Αυτό ενισχύθηκε από τακτικές συζητήσεις με τους γρότες που βρίσκονταν πίσω από την επηρεασμένη περιοχή, που έριχναν το φταίξιμο αποκλειστικά στην τοπική πηγή. Παρόλα αυτά, στο τέλος οι ντόπιοι αγρότες έδειξαν αμιθυμία σχετικά με το τι πίστευαν, εκφράζοντας το φόβο ότι, αν έλαγαν αυτά που υποπτεύονταν, θα μπορούσε να γίνει εμπόδιο στις κοινότητές τους και ακόμη στα συγγενικά μοντέλα τους, επειδή πολλές από τις οικογένειες και κοινότητες που καλλιεργούσαν τους λόφους εξαρτώνταν από το Shellafield για εργασία. Φαίνεται ότι οι αγρότες προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τις αντιφάσκουσες κοινωνικές ταυτότητες που αντιστοιχούσαν σε αντίθετες πίστεις σχετικά με την προέλευση της μόλυνσης, που εξυπηρετούσαν ως τμήμα ενός ευρύτερου σετ ερμηνειών της συμπεριφοράς και ακεραιότητας των οργανισμών που ασκούσαν τον έλεγχο. Αυτές οι ερμηνευτικές θέσεις με τη σειρά τους συμπληρώνονταν με διαφορετικά κοινωνικά δίκτυα, αλληλεξαρτήσεις και επιβεβαιώσεις της ταυτότητας. Η μεταχείριση αυτών των πολλαπλώνστοιχείων ταυτότητας ως θεμάτων "επιλογής" ίσως δεν αντανακλά ικανοποιητικά την έκταση της ανθρωπινης δέσμευσης και κινδύνου που εμπλέκεται σε τέτοιες διαδικασίες.

Ανακλαστική Κατανόηση

Η έρευνα στο "εποικοδομητικό" ιδίωμα αναστέλει κάθε αυτόματο προνόμιο των ίδιων των υποθέσεων (συμπερασμάτων) της επιστήμης σχετικά με την παγκόσμια εξασθένησή της. Παίρνοντας στα σοβαρά τα ενδογενή προβλήματα, σχέσεις και "δεδομένα" των ανθρώπων, επιτρεπει μια πλουσιότερη προοπτική από την οποία φαίνεται το μέρος των επιστημονικών επεμβάσεων και οικοδομημάτων. Επιτρέπει επίσης την αναγνώριση των περίπλοκων δεξιοτήτων και διαφορετικών νόμιμων ηθικών δεσμεύσεων που ασκούν οι άνθρωποι στη "διαχείρηση" αντικρουόμενων απαιτήσεων σε συμφραζόμενα όπου δεν μπορούν να υποθέσουν τον έλεγχο όλων ή ακόμα των περισσότερων από τις σχετικές μεταβλητές. Ως τέτοια, προσφέρει δυνητικά τον τρόπο για περισσότερο παραγωγική διαπραγμάτευση και αμοιβαίο συμβιβασμό μεταξύ των επιστημονικών κουλτούρων και αυτών της μάζας (του κοινού).

Γίνεται φανερό ότι οι τοπικές γνώσεις - και κοινές και επιστημονικές - ίσως ευρίσκονται μεταξύ διαφορετικών επιστημολογικών δεσμεύσεων - για παράδειγμα, σχετικά με τη νόμιμη αντίληψη ελέγχου, τυποποίησης, αβεβαιότητας ή υποθέσεων σχετικά με τη δράση. Έτσι, τα επίπεδα ανάλυσης (απόφασης) ή τυποποποίησης στις δομές της γνώσης, πρωταρχικές παράμετροι για τα μοντέλα, που εξέφραζαν επίπεδα βεβαιότητας ή κριτήρια επαρκών στοιχείων εμπλοκής, ίσως χρειάζεται να αναπροβληματιστούν και επανανοιχτούν για διαπραγμάτευση με νέες "εκτεταμένες εξισωμένες ομάδες" στο πεδίο εφαρμογής. Αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται αναδιαπραγμάτευση σχετικά με το τι μετράει ως "καλή επιστήμη" σε διαφορετικά συμφραζόμενα χρήσης, και των ορίων της επιστήμης. Αυτό που συχνά εκλαμβάνεται - από επιστήμονες αλλά επίσης από κοινωνικούς επιστημονικούς ερευνητές - ότι είναι δημόσια παρανόηση της επιστήμης, αντίθετα περιλαμβάνει αυτά που μαρκάρουν τη σιωπηρή διαπραγμάτευση του κοινού για τις δικές τους κοινωνικές σχέσεις με την "επιστήμη". Για να αποφευχθεί η πρόκληση αποξενοποίησης και απιστίας οι επιστημονικές κουλτούρες και ινστιτούτα χρειάζεται να είναι περισσότερο ανοιχτά και αυτο-ανακλαστικά σχετικά με το δικό τους πλαίσιο υποθέσεων και δεσμεύσεων.

Τοπικές Μελέτες και "Αντιπροσωπευτικές" Επισκοπήσεις: Μια Αναθεώρηση

Οι ερμηνευτικοί-περιγραφικοί ισχυρισμοί της εποικοδομητικής εργασίας συμπλέκονται με μια κανονιστική δέσμευση, που θεωρεί ότι τέτοιος πλουραλισμός στη δημόσια επιστήμη θα ήταν δυνατός, ακόμη και ευεργετικός. Το πρόβλημα με την προσέγγιση αυτή δεν είναι τόσο η υπονοούμενη κανονιστική δέσμευση - όλες οι προσεγγίσεις την περιέχουν κατά κάποιο τρόπο, αν και με διαφορετικό βαθμό σαφήνειας. Είναι περισσότερο το κοσμικό ερώτημα του πόσο μακριά είνια δυνατό να σχεδιαστούν γενικά συμπεράσμτα από αυτό που είναι συχνά μικροκοινωνιολογικές μελέτες τοπικών ιστοριών και αλληλεπιδράσων.

Δεν μπορεί να υποτεθεί, παρόλα αυτά, ότι οι λεπτομερείς, "χοντρικής-περιγραφής", ποιοτικές μελέτες από εποικοδομητικές προοπτικές, μπορούν μόνο να προσφέρουν διαλειμματική επεξεργασία μέσα στο πλαίσιο εργασίας των αντικειμενικών αντιλήψεων της δημόσιας γνώσης, ως μετρούμενες σε μεγάλης κλίμακας ποσοτικές επισκοπήσεις. Ο ρόλος των ποιοτικών μελετών δεν είναι να αναγνωρίσουν περισσότερο ραφιναρισμένες και "ευαίσθητες" ερωτήσεις για επισκοπήσεις για τη δοκιμή πάνω σ' ένα αντικειμενικό επίπεδο. Περισσότερο, οι σχετικές δομές της "κατανόησης", "επιστήμης", "γνώσης" και "εμπιστοσυνης" που οι ποιοτικές μελέτες αναγνωρίζουν και εξερευνούν, είναι απλά μη προσβάσιμες σε μεγάλης κλίμακας επισκοπικές μεθόδους, οι οποίες δεν μπορούν να αποφύγουν την επιβολή εξωγενών, τυποποιημένων και καθοριστικών ορισμών των κρίσιμων όρων πάνω στις κοινωνικές δράσεις από τις οποίες εξάγουν αποκρίσεις. Υπάρχουν κάποιες δυνητικά αποδοτικές ανταποκρίσεις και συμπληρωματικότητες μεταξύ της επισκόπησης και των εποικοδομητικών προσεγγίσεων (Jasanoff, 1993) αλλά η σχέση μεταξύ αυτών καθρεφτίζει εκείνη μεταξύ των τοπικών πολιτισμών και της "παγκόσμιας" επιστήμης. Η εποικοδομητική μέθοδος αναγνωρίζει προσπάθειες από τοπικές δράσεις να διαπραγματευθούν με περισσότερο ανακλαστικό τρόπο εγκαθιδρύσεις της επιστήμης κι έτσι να διαπραγματευθούν και επιλύσουν την ίδια την ιδέα ενός "κέντρου" με έναν κυρίαρχο παγκοσμιοποιούμενου διαλόγου.

ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ PUS ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ SSK

Αξίζει εδώ να εξερευνηθούν οι σχέσεις μεταξύ της εποικοδομητικής PUS έρευνας και δυο κυρίων ρευμάτων απόψεων στην SSK. Οι δυο απόψεις είναι η θεωρία δικτύου εργασίς-δράσης (ΑΝΤ) των Latour και Callon (Callon, 1986b. Latour, 1987, 1991b) και ο εποικοδομητισμός του Collins (1988). Και οι δυο εμπνεύστηκαν τις εποικοδομητικές απόψεις στο πεδίο PUS, αλλά υπάρχει δυνατότητα για περαιτέρω ανάπτυξη.

Η προσέγγιση ΑΝΤ είναι καλά διευκρινισμένη στη μελέτη του Callon (1986b) για την στρατολόγηση θαλάσσιων βιολόγων των (inter alia) αλιέων οστράκων του St. Brieuc. Όπως δείχνουν οι Callon και Latour, η διαδικασία στρατολόγησης, που εδώ μπορεί να θεωρηθεί ως "δημόσια αφομοίωση της επιστήμης", περιλαμβάνει όχι απλά την κατανόηση και λήψη της γνώσης αλλά μια διαπραγμάτευση και αναδόμηση των ταυτοτήτων και ενδιαφερόντων. Αυτό είναι ολοκληρωτικά σύμφωνο με την εποικοδομητική PUS έρευνα.

Παρόλα αυτά, η ΑΝΤ έχει τείνει να επανερμηνεύσει την έκτασηπρος την οποία φαινομνικά πλήρως στρατολογημένες δράσεις ευθυγραμμίζουν την ταυτότητά τους προς το στρατολογικό πλαίσιο εργασίας. Κάνοντας κάτι τέτοιο, η ΑΝΤ αγνοεί τη δέσμευση του στρατολογημένου κοινού (εδώ, των αλιέων) σε πολλπλά άλλα διασταυρωνόμενα δίκτυα που αφορούν διαφορετικές ταυτότητες. Με άλλα λόγια, η ΑΝΤ παραβλέπει και αποκρύπτει την αμφιθυμία που ίσως μια δράση σιωπηρά κρατά προς ένα δίκτυο με το οποίο φαινομενικά ταυτίζεται εντελώς.

Έτσι ο Callon αναφέρεται στην ξαφνική κατακλυσμική απόσυρση της υποστήριξης των αλιέων οστράκων για το πρόγραμμα των θαλάσσιων βιολόγων, στο οποίο είχαν προηγούμενα στρατολογηθεί, ως "προδοσία". Αυτό υποδηλώνει μια ξαφνική αντιστροφή από ολοκληρωτικά σθεναρή ταυτότητα σε ολοκληρωτικά σθεναρή αποξενοποίηση. Παρόλα αυτά, αυτό που φαίνεται να είναι μια ολοκληρωτική αλλαγή της πίστης ίσως, όταν εστιαστούν οι υποδομές της αμφιθυμίας, αναγνωριστεί ως αποτέλεσμα μιας σχετικά μικρής μετατόπισης σε μια λεπτή ισορροπία αντικρουόμενων στοιχείων ταυτότητας, που αντανακλούν σε αντγωνιζόμενα κοινωνικά δίκτυα. Ο Star (1991b) έχει προσφέρει παρόμοιες παρατηρήσεις από μια προσπάθεια να φέρει την αντίληψη της ισχύος στην ΑΝΤ. Οι Singleton και Michael (1993) επίσης ανέλυσαν το θετικό ρόλο της αμφιθυμίας από την πλευρά των δράσεων στο κοινωνικοτεχνικό δίκτυο του αγγλικού προγράμματος δοκιμής κολπικού επιχρίσματος (CST). Στην ουσία, η αμφιθυμία επιτρέπει στο δίκτυο να διατηρηθεί (δες επίσης Singleton, 1992). Επίσης σχετίζει το σημείο αυτό με τις φεμινιστικές αντιλήψεις (π.χ., Harding, 1986) που κριτικάρουν, ως μια πατριαρχική κουλτούρα ελέγχου, την επιστημονική απόρριψη της αμφιθυμίας ως "ανακριβή".

Παρόμοια προβλήματα επίσης εμφανίζονται στην εργασία του Collins (1988) σε δημόσια "πειράματα" όπως η ρητορική της δημόσιας μαρτυρίας σε "επιδεικνυόμενα γεγονότα", όπως η ισχυριζόμενη ακεραιότητα των φιαλών πυρηνικών καυσίμων ενάντια σε ατυχήματα "της χειρότερης περίπτωσης". Το σημείο-κλειδί του ήταν ότι τέτοιες επιδείξεις είναι κοινωνικά δομημένες, με την έννοια ότι δεν μπορούν ποτέ να υπάρξουν ολοκληρωμένες αντιγραφές λειτουργούντων καταστάσεως του πραγματικού κόσμου με όλα τους τα απρόβλεπτα. Σημειώνοντας ότι η κατανόηση της επιστημονικής διαδικασίας είναι τουλάχιστον τόσο σημαντική όσο η κατανόηση του περιεχομένου της (Collins & Shapin, 1989. Shapin, 1992b. Wynne, 1987. Wynne & Millar, 1998), o Collins υποστηρίζει ότι αυτές οι πραγματικές επιδείξεις χρειάζεται να αποδομηθούν δημόσια για να εξασφαλιστεί ότι το κοινό καταλαβαίνει τον τρόπο με τον οποίο έχουν διαμορφωθεί κοινωνικά.

Ενώ αυτή είναι μια αξιόλογη άποψη, επίσης εμπίπτει σε μια σημαντική άποψη. Ο Collins υποθέτει ότι χωρίς μια τεχνική αποδόμηση το κοινό είναι καταδικασμένο σε μια λανθασμένη βεβαιότητα σχετικά με το αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά η έρευνα PUS δείχνει ότι ο κόσμος συνήθως έχει διάφορες διαστάσεις με τις οποίες μπορεί να συσχετίσει και να κρίνει τέτοιους ισχυρισμούς, για παράδειγμα, από την καθιερωμένη συμπεριφορά, ενδιαφέροντα και ιστορική πείρα των συγγραφέων (Wynne, 1982). Είναι παραπλανητικό να υποτεθεί ότι, χωρίς τέτοια τεχνική αποικοδόμηση, ο κόσμος προορίζεται να είναι θύμα απάτης του σιωπηρού τρόπου με τον οποίο έχει δομηθεί η επιστήμη. Μια πλουσιότερη κατανόηση του πώς η αυθεντία διαπραγματεύεται για την επιστήμη προσφέρεται από τη στενότερη σύγκλιση των ερευνών SSK και εποικοδομητικής PUS.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των ανθρωπολογικών προσεγγίσεων σε απλές γνωστικές διαδικασίες ("εθνοεπιστήμη") και οι διαφορετικές κοινωνιολογικές μελέτες σε δημόσια συμφραζόμενα, τις οποίες ονόμασα "εποικοδομητικές", δείχνουν ολοφάνερα ότι ο προβληματισμός της επιστήμης είναι ένα κεντρικό τμήμα οποιασδήποτε σοβαρής προσπάθειας να καθοριστούν η συνολική έρευνα και τα θέματα δημόσιας πολιτικής πάνω στη δημόσια κατανόηση της επιστήμης. Αυτό δεν υπονοεί ότι δεν υπάρχουν προβλήματα προς έρευνα και επίλυση αναφορικά είτε με το κοινό είτε με τα μέσα (μαζικής ενημέρωσης). αντίθετα, υπάρχουν πολά. Παρόλα αυτά, ο κυρίαρχος ορισμός της PUS προβληματίζει μόνο αυτά αργότερα, κι έτσι ως αποέλεσμα βοηθά να μεταδοθούν οι υπάρχουσες εγκαθιδρυμένες κουλτούρες και όρια της επιστήμης ως φυσικά και δοσμένα, ως ένα παγκόσμιο στάνταρντ κρίσης και "ορθολογισμού".

Η έρευνα στην SSK θέτει μια σημαντική πρόκληση στο κυρίαρχο θέμα που πλαισιώνεται στην PUS. Στο σχετικό με αυτήν πεδίο των αντιλήψεων δημόσιου κινδύνου, κάποια πρόοδος μπορεί να αναγνωριστεί, για παράδειγμα, στο κεφάλαιο "αντίληψης κινδύνου" της αναφοράς σε κινδύνους της London Royal Society το 1992. Παρόλα αυτά το βάθος της αντίστασης σε εποικοδομητικές ιδές σημειώνεται από την ίδια παρατήρηση της Royal Society COPUS (n.d.) ότι το κοινό είναι θετικό αναφορικά με την επιστήμη αλλά, καθώς έχουν παρατηρήσει πολλοί "έξω από την επιστημονική κοινότητα", έχει αποξενωθεί από αυτήν εξαιτίας της διστακτικότητας των περισσότερων επιστημόνων να επικοινωνήσουν με το κοινό.

Αυτή η πλάγια αναφορά COPUS σχετικά με την έρευνα PUS την αναπαριστάνει λανθασμένα ριζικά, καθώς δείχνει ότι τα προβλήματα της δημόσιας "παρανόησης" οφείλονται στην υπερπροφυλακτική προσέγγιση των επιστημόνων προς την εκλαΐκευση. Έτσι ουσιαστικά επίσης αναπαριστάνει λάθος "τον κόσμο" ως μόνο αμφίθυμο προς την επιστήμη επειδή δεν ακούνε αρκετά από τους επιστήμονες. Το πιο προκλητικό κοινωνιολογικό εύρημα, ότι τα προβλήματα PUS έχουν να κάνουν περισσότερο με τα καθιερωμένα και επιστημολογικά χαρκατηριστικά των κυρίαρχων μορφών της επιστήμης, είναι έτσι συστηματικά ακυρωμένο.

Η έρευνα PUS έχει βρει άφθονα στοιχεία της ανακλαστικότητας των απλών ανθρώπων στον προβληματισμό και άτυπη διαπραγμάτευση των δικών τους σχέσεων προς την "επιστήμη". Επίσης ανέδειξε τη σιωπηρή αποξένωση που δημιουργήθηκε από τους μη ανακλαστικούς τρόπους με τους οποίους οι επιστήμονες δομούν το κοινό στις αλληλεπιδράσεις τους με αυτούς. Αυτές οι μη ανακλαστικές αποκρίσεις του επιστημονικού κατεστημένου εμφανίζονται να αντανακλούν μια βαθιά καθιερωμένη ανασφάλεια σχετικά με την πρόσκρουση πραγματικά των κοινών ανθρώπων με τους δικούς τους όρους και διαπραγμάτευση της αξιόπιστης γνώσης με αυτούς. Υπάρχουν ισχυρές αντηχήσεις με μια ισοδύναμη κατάσταση στο πεδίο του κινδύνου, όπου η νόμιμη δημόσια αμφιθυμία και αντίσταση στις προϋποθέσεις των ειδικών σχετικά με την πλαισίωση των θεμάτων κινδύνων πρώτα ερμηνεύτηκε ως απλή γνοια, έπειτα "παρανόηση" και τελικά ως μια αφελής επιθυμία για ένα αδύνατον να επιτευχθεί περιβάλλον "μηδενικού κινδύνου". Αυτές οι δομήσεις του κοινού αγνοούν το κοινωνιολογικό στοιχείο που δείχνει ότι οι άνθρωποι δεν είναι με κανέναν τρόπο αφελείς σχετικά με την ύπαρξη ή ολοκληρωτικά εξαλειψιμότητα των κινδύνων και ότι καταδεικνύει μάλλον στην μη ομολογημένη ανασφάλεια των επιστημόνων σχετικά με την αναγνώριση της εξάρτησης από τις δικές τους γνώσεις και τις προσδιοριζόμενες δεσμεύσεις που εμπεριέχουν (Irwin & Wynne, υπό δημοσίευση. Turner & Wynne, 1992).

Η έλλειψη ανακλαστικότητας της επιστήμης επίσης φαίνεται στην αντίστασή της προς το επανάνοιγμα "κλειστών" σωμάτων γνώσης για να εξερευνηθεί εάν τα περικλειόμενα επίπεδα τυποποίησης, επίλυσης, βεβαιότητας, συμπερασματικών κανόνων ή άλλων δεσμέυσεων χρειάζεται να διαπραγματευθούν. Οι Funtowicz και Ravetz (1990) την έχουν κατάλληλα αποκαλέσει εκτεταμένη ερευνητική άποψη. Θα υπονοούσε το επανάνοιγμα των γνωστικών δεσμεύσεων που έχουν ήδη επιτευχθεί τερματισμένα στα προνομιούχα συμφραζόμενα της εγκυρότητας μέσα στην επιστήμη. Υπάρχουν δομικές ομοιότητες εδώ με τα θέματα που αναγνωρίστηκαν στην κοινωνιολογία της τεχνολογίας (Law, 1991c) και κινδύνου (Wynne, 1992e) σχετικά με τις δομές του χρήστη ή άλλων δράσεων που εμπεριέχονται στο σχεδιασμό ή στην αναλυτικού-κινδύνου γνώση. Η έκθεση του κοινωνικού κλεισίματος αυτών των φαινομενικά καθοριστικά κλειστών δεσμεύσεων, και την αναδιοργάνωση του κοινωνικού κόσμου που συνεχίζει με σκοπό να δώσει εγκυρότητα στις μορφές του "τεχνικού" κλεισίματος, έχει υπάρξει μια ουσιαστική γενική συμβολή της SSK, κι εδώ είναι που τα πεδία της PUS, συμμετοχής και SSK μπορούν να συγκλίνουν περισσότερο αποδοτικά στο μέλλον.

Πολύ λίγη από την ογκώδη εργασία κατά τα χρόνια της συμμετοχής στην επιστήμη και τεχνολογία έχει κατευθυνεί προς αυτές τις διαστάσεις, παραμένοντας αντίθετα στο πρωτογενές αντιληπτικό επίπεδο των ανταγωνιζόμενων συμφερόντων και δικαιωμάτων, όπου η επιστημονική γνώση παραμένει ουσιαστικά απροβλημάτιστη εκτός από περιπτώσεις ηθελημένου πολιτικού χειρισμού (Schwarz & Thompson, 1990). Μια εξαίρεση είναι ο Krimsky (1984). Άλλη σχετική εργασία προέρχεται από τους Helman (1986), Freudenburg (1992), F. Fischer (1990), Merrifield (1989) και Ross (1991). Ένα πιο ουσιαστικό σώμα παράλληλης εργασίας προέρχεται από έρευνα του Τρίτου Κόσμου που σχετίζεται με "χωρικούς" που προσκρούουν στη δυτική επιστημονική κουλτούρα (Arce & Long, 1987. Bailey, 1968. Geertz, 1983. Mamdani, 1972).

Η ιστορία της επιστήμης, αντίθετα, έχει επί μακρόν παράσχει μια πλούσια φλέβα ερευνητικών απόψεων και ιστορικών μελετών που υποστηρίζουν το γενικό SSK προσανατολισμό. Η μελέτη του Hilgartner (1990)των μεταπολεμικών εκλαϊκεύσεων στις Η.Π.Α. αναγνωρίζει τις σιωπηρές ανησυχίες της επιστημονικής ελίτ σχετικά με την κοινωνική τάξη και τη δημόσια επιβεβαίωση. Παρόμοιες παρατηρήσεις έχουν γίνει σχετικά με την επανεμφάνιση της ανάγκης για ένα ισχυρό ενδιαφέρον σχετικά με τη δημόσια κατανόηση της επιστήμης στα 1980 (Wynne, 1992e). Οι Layton (1973) και Barnes και Shapin (197( σημείωσαν παρόμοιες υπονοούμενες υποθέσεις προς μελέτη, αντίστοιχα, σε κινήσεις της "επιστήμης για το λαό" στα Αγγλικά Ινστιτούτα Μηχανικής του 19ου και 20ου αιώνα.

Οι ιστορικές μελέτες στην primatology του Haraway (1989, 1992) και άλλες "εξωτεριστικές" ιστορίες της επιστήμης (π.χ. Barnes & Shapin, 1979. Berman, 1974. Shapin & Schaffer, 1985. R. Young, 1986) εκθέτουν περιοδικές αντιλήψεις (ανησυχίες) για το κοινό να έχει αφομοιώσει μια σωστή κατανόηση της επιστήμης ως τμήμα της καθιέρωσης ιδεολογικών εκδοχών της φυσικής (κοινωνικής) τάξης. Η πιο πολύ απ' αυτή τη δουλειά, όπως, υπονοεί εξ αμελείας ότι τέτοιοι ελιτιστικοί διάλογοι είναι αυτόματα αποτελεσματικοί. Η μελέτη του Desmond (1987) των μορφών αντίστασης των ανθρώπων της εργατικής τάξης σε κυρίαρχους διαλόγους "φυσικής γνώσης" προσθέτει σημαντικό βάθος σε αυτή την προοπτική επειδή δίνει τονίζει ότι οι κοινοί λήπτες της επιστήμης δεν είναι καθόλου εξαπατημένοι από τους κυρίαρχους διαλόγους. Όπως σημειώνει ο Desmond (1987):

Τονίζοντας ότι ο επιστημονικός κλάδος που [οι κοινωνικές ελίτ] εφάρμοζαν στις αγορές τις εργατικής τάξης είναι διαφορετικός από το να αποκαλύψει τα είδη των πνευματικών προϊόντων που οι ίδιοι οι τεχνίτες (χειρώνακτες) ήσαν προετοιμασμένοι να αγοράσουν - ή φτιάξουν. γιατί μπορούμε να φανταστούμε τους εργάτες - κατασκευαστές όχι ως παθητικούς δέκτες της σοφίας της μπουρζουαζίας αλλά ως ενεργούς δημιουργούς των δικών τους διανοητικών κόσμων, της δικής τους αληθινά χρήσιμης γνώσης.

Όπως αναγνωρίζει ο Desmond, η δημόσια άμυνα των αυτόνομων βασιλείων της ουσιαστικής διαπργμάτευσης ενάντια στην εκμετάλλευση από την επιστήμη (περιλαμβανομένης της κοινωνικής επιστήμης) μπορεί να είναι σαφής μπορεί και όχι. Ίσως δημιουργήσει μια αποξενοποίηση ή αμφιθυμία - κι έτσι απόρριψη των κυρίαρχων μορφών της γνώσης - που δεν φαίνεται σε έκδηλη συμπεριφορά.

Μια κεντρική απειλή της θεώρησης αυτής υπήρξε η σημασία της αναγνώρισης της φύσης της "δημόσιας κατανόησης της επιστήμης". Τα επιστημονικά ιδρύματα είναι, παρά τα όσα κάποιοι υποθέτουν (π.χ. Giddens, 1990), πολύ αδύναμα στην αυτο-ανάκλαση ώστε να μπορούν να επιτρέψουν στους αυτούς τους να αναγνωρίζουν τον απερίσκεπτο ρόλο τους στις δικές τους κρίσεις δημόσιας αξιοπιστίας και υποστήριξης. Ο Beck (1986, 1992) έχει αναφερθεί σ' αυτό ως την "αυτο-ανατροπή" του επιστημονικού μοντερνισμού, και ο Wynne (1987) έχει αποκαλέσει τον ορθολογισμό της αυτο-μη-νομιμοποίηση". Στον καθορισμό των θεμάτων των αντιλήψεων του κοινού για τον κίνδυνο και την κατανόηση της επιστήμης, το λαμβανόμενο ως δεδομένο πλαίσιο των προβλημάτων εξ αμελείας πατρονάρει και δυσφημεί τις μάζες του κοινού και σιωπηρά καλύπτει τις ανησυχίες των ανθρώπων σχετικά με τις εγκαθιδρυμένες μορφές και την κουλτούρα της επιστήμης και την υπονοούμενη δομησή τους ως ανθρώπινα όντα. Έτσι, ένα αυτο-ακυρωνόμενο δυναμικό δομείται και στην έρευνα και στην πρακτική που δεν αναγνωρίζει και δεν ολοκληρώνει τον προβληματισμό της ίδιας της επιστήμης. Οι ευρύτερες επιπλοκές αυτής της έλλειψης αυτο-ανακλαστικότητας αξίζει να αναφερθούν.

Ο Beck (1986, 1992) έχει αναφέρει ότι η μοντέρνα κοινωνία είναι ουσιαστικά μετασχηματισμένη από την διεισδυτική, μη δυνατό να αποφευχθεί φύση των κινδύνων που έχουν δημιουργηθεί από την επιστήμη και τεχνολογία. Άλλοι (π.χ. Lyotard, 1984) βλέπουν το νεωτερισμό να συντρίβεται εξαιτίας της ίδιας της της επιστημονικής αναίδειας, που δεν απολαμβάνει πλέον πολιτιστικής δύναμης και νομιμότητας. Ενώ κάποιοι πανηγυρίζουν αυτό που βλέπουν ως ριζικό μεταμοντέρνο μετασχηματισμό και απελευθέρωση από το ζυγό της επιστημονικής παγκοσμιοποίησης, ο Beck αναγνωρίζει ένα περισσότερο περίπλοκο μονοπάτι ανακλαστικού νεωτερισμού. Με αυτό εννοεί μια διαπραγματευόμενη διαφοροποίηση των μεγάλων αρχών του ορθολογισμού και της φυσικής τάξης που έχουν κυριαρχήσει στο νεωτερισμό, σε περισσότερο μετριοπαθείς φόρμες που ανακλαστικά αναγνωρίζουν της δικές τους συμβατικές καθιερώσεις και εσωτερικούς (ενδογενείς) περιορισμούς.

Το πρόβλημα για τις συμβατικές μορφές άμυνας ενός νόμιμου ρόλου για την επιστήμη σ' ένα αυξανόμενα αποκεντρωνόμενο "μεταμοντέρνο" συμφραζόμενο είναι ότι εκ γενετής αυτο-αναιρείται. Ο έλεγχος πάνω στους δημόσιους ορισμούς του τι μετράει ως επιστήμη είναι ακόμη ανησυχητικά ηχηρός (όπως αντανακλάται στον κυρίαρχο ορισμό του προβλήματος PUS) σαν να υπήρχε μόνο μια φυσική εκδοχή. παρόλα αυτά οι επιστήμονες μονότονα διαπραγματεύονται τους ορισμούς της "καλής επιστήμης" μεταξύ τους, περιλαμβάνοντας εκείνους για δημόσια κατανάλωση (Jasanoff, 1990). Οι αμέτρητες προσπάθειες από τους συνηθισμένους κοινούς να διαπραγματευτούν αυτό που μετραει ως νόμιμη δημόσια γνώση ορίζονται συχνά από εκείνες τις ανήσυχες ελίτ ως "αντι-επιστήμη". Η ιστορική μελέτη του Holton (1992) είναι μια περίπτωση που πρέπει να δειχτεί, καθώς μεταχειρίζεται κάθε απορία του μοντερνιστικού σχεδίου, με την επιστημολογική του αρχή του ενόργανου ελέγχου, ως μια ουσιαστική απειλή της τάξης και του λόγου per se. Όμως, όπως το έχει θέσει η Cozzens (1992), πολλές αποκαλούμενες αντιεπιστημονικές ομάδες είναι προγνωσιακές - και, θα μπορούσε να έχει σημειώσει, οι "προεπιστημονικοί" ισχυρισμοί του κοινοτικού είδους είναι κατά σημαντική άποψη αντι-γνώση.

Γιατί η αντίληψη σχετικά με την PUS βλέπει άλλη μια από τις περιοδικές ανθήσεις της την τελευταία δεκαετία; Θα πρότεινα ότι αντανακλά άλλη μια τόνωση του βάρους που τοποθετείται πάνω στην δημόσια ευπιστία και νομιμοποίηση από κύρια ξεσπάσματα εμπορευματοποίησης σε πρωταρχικές περιοχές της επιστημονικής έρευνας, ιδίως τη βιοτεχνολογία και βιοϊατρική. Η επιστήμη έτσι έχει θέσει κολοσσιαίες απαιτήσεις σ' αυτό που πάντα είναι μια αμφίθυμη και εξ αρχής αποξενωμένη σχέση με το κοινό. Η προσπάθεια κλεισίματος του χάσματος με περισσότερο από τον ίδιο βασικό διάλογο απλά πυροδοτεί την άίσθηση του κοινωνικού κινδύνου και της περαιτέρω αποξένωσης και έλλειψης εμπιστοσύνης. Αυτό είναι ένα κάπως πιο κοινωνικο-πολιτιστικό μοντέλο της αντίληψης της "κοινωνίας κινδύνου" απ' ό,τι του Beck. Ο σχηματισμός μου θεωρεί ότι υπάρχει μια υπονοούμενη πολιτιστική πολιτική νομιμοποίησης της επιστήμης και των σχετικών ιδρυμάτων της, που διευθύνεται κάτω από τη γλώσα της "δημόσιας κατανόησης της επιστήμης". Αυτό ίσως τελικά να αποδώσει περισσότερα μέσω περισσότερο σαφούς αναζήτησης και αναδιαπραγματεύσεων, από τις κυρίαρχες καθιερωμένες μορφές της επιστήμης και της επιστημολογίας του οργανικού ελέγχου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου