Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΙ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΤΟ;





ΤΙ    ΗΤΑΝ    ΓΝΩΣΤΟ;



[Κεφάλαιο 1 του βιβλίου
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ]

Steven Shapin


Ο σκοπός της γνώσης και η φύση της Φύσης.


Κάπου ανάμεσα στο τέλος του 1610 και στα μισά του 1611, ο Ιταλός μαθηματικός και φυσικός φιλόσοφος, Galileo Galilei( 1564-1642) δοκίμασε το μόλις πρόσφατα εφευρισκόμενο τηλεσκόπιο, πάνω στον ήλιο και παρατήρησε σκούρες κηλίδες, προφανώς πάνω στην επιφάνειά του. Ο Γαλιλαίος ανέφερε ότι οι κηλίδες είχαν παράξενα σχήματα και ποικίλανε, από μέρα σε μέρα στο πλήθος και στην θαμπάδα( σχ. 1). Επιπλέον, δεν παρέμεναν σταθερές αλλά έμοιαζαν να μετακινούνται συχνά κατά μήκος του ηλιακού δίσκου από τη δύση προς την ανατολή. Δεν έδειχνε να γνωρίζει με κάποια βεβαιότητα από τι ήταν φτιαγμένες αυτές οι κηλίδες. Θα μπορούσαν να είναι φυσικές φιγούρες της ηλιακής επιφάνειας. Θα μπορούσαν να είναι κάτι παρόμοιο με τα γήινα σύννεφα ή ΄΄υδρατμοί που έφυγαν από τη γη και τις έλκυε ο ήλιος΄΄. Αλλά, παρόλο, που κάποιοι απλοί ερευνητές υποστήριζαν ότι οι κηλίδες ήταν μικροί πλανήτες που περιβάλλουν τον ήλιο σε κάποια σημαντική απόσταση από αυτόν, ο Γαλιλαίος ήταν σίγουρος, βασισμένος σε υπολογισμούς πάνω στην μαθηματική οπτική, ότι δεν ΄΄απείχαν καθόλου από την ηλιακή επιφάνεια, αλλά ή είναι προσκολλημένες πάνω σε αυτήν ή είναι χωρισμένες από μια απόσταση τόσο μικρή, που είναι σχεδόν αμελητέα΄΄.
Δεν ήταν οι παρατηρήσεις του Γαλιλαίου πάνω στις ηλιακές κηλίδες, αλλά η κατανόησή του πάνω σε αυτές που ήταν μια μεγάλη πρόκληση σε ολόκληρο το οικοδόμημα της παραδοσιακής φυσικής φιλοσοφίας, η οποία παραδόθηκε από τον Αριστοτέλη( 384-322 π. Χ) και συνεχίστηκε από τους Σχολαστικούς φιλοσόφους του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης . Οι απόψεις του Γαλιλαίου σχετικά με τις ηλιακές κηλίδες, καθώς και κάποιες άλλες παρατηρήσεις και θεωρίες, προφανώς αμφισβητούσαν μια βασική Αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στους φυσικούς νόμους των ουρανών και αυτών της γης. Η Ορθόδοξη σκέψη, πριν από την εποχή του Γαλιλαίου, υποστήριζε ότι η φυσική κατάσταση και οι αρχές των ουράνιων σωμάτων, διαφέρουν σε χαρακτήρα από αυτές που ισχύουν πάνω στη γη. Η γη, και η απόσταση ανάμεσα στη γη και στη σελήνη ήταν αντικείμενο σύνηθες των αλλαγών και της παρακμής. Όλη η κίνηση ήταν ευθύγραμμη και διακεκομμένη. Αλλά ο ήλιος, τα αστέρια και οι πλανήτες υπάκουαν σε σχεδόν διαφορετικές φυσικές αρχές. Με τη δική τους λογική δεν υπήρχε αλλαγή, ούτε ατέλεια. Τα ουράνια σώματα κινούνταν συνεχώς σε κύκλους, αν κινούνταν, πιστεύοντας πως η κυκλική κίνηση είναι η ποιο δυνατή καλύτερη κίνηση. Αυτοί είναι οι λόγοι που η
Ορθόδοξη σκέψη τοποθετούσε κομήτες είτε στη γήινη ατμόσφαιρα είτε, τουλάχιστον, κάτω από την σελήνη: αυτά τα παράξενα μετακινούμενα εφήμερα σώματα ήταν από εκείνα τα αντικείμενα που δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στους ουρανούς. Και παρόλο που η κινητικότητα στους ουρανούς δεν ήταν άγνωστη στα τέλη του 16ου ( και στις αρχές του 17ου ) αιώνα, οι Αριστοτελικοί κύκλοι κάνοντας τέτοιο σχόλιο ισχυροποιούσαν το στάτους τους σαν μια πρόκληση προς την Ορθοδοξία.
Μέσα στην τάξη της Ορθοδοξίας, ο ήλιος δεν μπορούσε να έχει κηλίδες ή ατέλειες. Ο Γαλιλαίος ήξερε καλά το είδος της από πριν θεώρησης, η οποία απείχε από την παραδοσιακά παραδεχόμενη άποψη ότι ο ήλιος ήταν άψογα και αμετάβλητα τέλειος που είχε σαν αποτέλεσμα ότι οι κηλίδες δεν θα μπορούσαν να είναι πάνω στην ηλιακή επιφάνεια. Διαφωνούσε ενάντια στην Αριστοτελική παραδοχή ότι είναι απλά αδιαμφισβήτητο να δεχτείς την τελειότητα του ηλίου σαν μια αδιαμφισβήτητη πρόταση στη φυσική διαφωνία. Παρόλα αυτά, πρέπει να προχωρήσουμε από το τι ο Γαλιλαίος έπαιρνε, παρατηρώντας σαν ένα πολύ υποστηριζόμενο γεγονός ότι οι κηλίδες ήταν στην ηλιακή επιφάνεια, στο συμπέρασμα ότι μπορεί να υπάρχεί τόση ατέλεια στους ουρανούς όση πάνω στη γη:
Δεν αποδεικνύει τίποτα να πεις... ότι είναι απίστευτο να υπάρχουν σκούρες κηλίδες στον ήλιο, γιατί ο ήλιος είναι τέλειο σώμα. Ως τάρα οι άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι να καλούν τον ήλιο ΄΄το πιο αγνό και τέλειο,΄΄ ούτε σκιές, ούτε ατέλειες δεν είχαν συντελεστεί σε αυτόν, αλλά τώρα που δείχνει τον εαυτό του σε εμάς εν μέρει βρώμικο και κηλιδωμένο, γιατί Δε θα πρέπει να τον αποκαλούμε ΄΄κηλιδωμένο και όχι αγνό΄΄; Για ονόματα και χαρακτηριστικά τα οποία προσδίδονται στις ιδιότητες πραγμάτων και όχι στην ιδιότητα των ονομάτων, αφού τα πράγματα έρχονται πρώτα και τα ονόματα μετά.
Αυτό είχε χαρακτηριστεί σαν ένας νέος τρόπος σκέψης για τον φυσικό κόσμο και σχετικά με το πως κάποιος έπρεπε να εξασφαλίζει αξιόπιστη γνώση για αυτόν τον κόσμο. Ο Γαλιλαίος τοποθετούσε τον εαυτό του απέναντι στην παραδοσιακά παραδεχόμενη πίστη σχετικά με τη αρχική οικοδόμηση της πίστης και πίστευε πως το Ορθόδοξο δόγμα δεν πρέπει να θεωρείται σαν δεδομένο στην φυσική νόηση, αλλά θα πρέπει να γίνεται αντικείμενο στις ανακαλύψεις των αξιόπιστων παρατηρήσεων και στην μαθηματικά πειθαρχημένη νόηση2 . Ως τώρα, όσον αφορά τις δυνατότητες της ανθρώπινης γνώσης, απόψεις σαν αυτές του Γαλιλαίου φαίνονταν αισιόδοξες. Όπως πολλοί άλλοι προκαλούσαν την αρχαία Ορθοδοξία στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Γαλιλαίος ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχαν δύο είδη φυσικής γνώσης, το κάθε ένα κατάλληλο στην αντίστοιχη φυσική περιοχή, αλλά μόνο μία παγκόσμια γνώση. Επιπλέον, δείχνοντας την ομοιότητα των ουράνιων και επίγειων σωμάτων, ο Γαλιλαίος υπόδειξε ότι παρατηρώντας τα αντικείμενα και τις κινήσεις των απλών γήινων σωμάτων, μπορείς να καταλάβεις πως είναι η φύση παγκοσμίως. Δεν ήταν μόνο το ότι οι ατέλειες και η αμεταβλητότητα των πραγμάτων στην γη θα μπορούσαν να δώσουν πληροφορίες για την κατανόηση άλλων φαινομένων, μοντέρνοι φιλόσοφοι επίσης, υποστήριζαν ότι οι γήινες δράσεις που τεχνικά προκαλούνται από ανθρώπινα όντα, θα μπορούσαν νόμιμα να εξυπηρετήσουν σαν δεδομένα στο πως ήταν τα πράγματα στην φύση. Η κίνηση μιας μπάλας κανονιού, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει σαν ένα μοντέλο για την κίνηση της Αφροδίτης.
Η αισιοδοξία σχετικά με την πιθανή σφαίρα της ανθρώπινης γνώσης, είχε φιλτραριστεί από τα νέα φυσικά αντικείμενα, τα οποία έρχονταν συνεχώς στην προσοχή των Ευρωπαίων. Όταν ο ¶μλετ είπε στον Οράτιο ότι υπήρχαν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη από ότι είχε ονειρευτεί η φιλοσοφία του, εξέφραζε απόψεις όμοιες με εκείνες των πρώτων μοντέρνων φυσικών φιλοσόφων, οι οποίες προκαλούσαν την αρχαία Ορθοδοξία. Παραδοσιακές εφευρέσεις αντικειμένων τα οποία υπήρχαν στον κόσμο, θεωρούνταν παράνομα αποδυναμωμένες. Τι εδάφη υπήρχαν για να θεωρηθούν αξιόπιστα τα αρχαία όρια στη βάση της ουσιαστικής γνώσης; Κάθε μέρα, νέα φαινόμενα παρουσιάζονταν για τα οποία τα αρχαία κείμενα ήταν σιωπηλά. Ταξιδιώτες από τον Νέο Κόσμο, από ανατολή και δύση, έφεραν πίσω φυτά, ζώα και μέταλλα τα οποία δεν υπήρχαν στην Ευρωπαϊκή εμπειρία, καθώς και μύθους από πολύ περισσότερα. Ο Σερ Walter Raleigh διαμαρτυρήθηκε να μείνει στις παραδοσιακές σκέψεις ΄΄ότι υπάρχουν πολύ πιο παράξενα πράγματα που μπορεί να δει κανείς στο κόσμο από αυτά που βρίσκονται μεταξύ Λονδίνου και Στέινς΄΄3 . Από τις αρχές του
17ου αιώνα, παρατηρητές χρησιμοποιώντας τηλεσκόπια και μικροσκόπια ισχυρίζονταν ότι αποκάλυψαν τα όρια των αβοήθητων ανθρωπίνων αισθήσεων και υποστήριζαν ότι η αποκάλυψη ακόμη περισσότερων λεπτομερειών και εκπλήξεων αναμένονταν από τα προηγμένα όργανα. Νέες και τροποποιημένες διανοουμενίστικες πρακτικές, εξέτασαν την φυσική και ανθρώπινη ιστορία και ανέπτυξαν ισχυρισμούς για αξιόπιστη γνώση σχετικά με πράγματα που κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν είχε δει. Νέες παρατηρούμενες οντότητες που έθεταν δυσάρεστα προβλήματα για τα υπάρχοντα φιλοσοφικά συστήματα, χρησιμοποιούνταν από αυτούς που ανυπομονούσαν να κατατροπώσουν τους ορθόδοξους θεωριστές. Ποιος θα μπορούσε να πει με σιγουριά, τι υπήρχε και τι δεν υπήρχε στον κόσμο, όταν το αύριο θα μπορούσε να αποκαλύψει κάτι άγνωστο από την περιοχή του πολύ μακρινού και του πολύ μικρού;
Το 1620, ο ¶γγλος φιλόσοφος Σερ Francis Bacon(1561-1626) δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Instauratio magna (Η Μεγάλη Ανανέωση). Ο τίτλος από μόνος του υπόσχονταν μια ανανέωση στην αρχαία εξουσία, ενώ η τυπωμένη πρώτη σελίδα ήταν ένα από τα πιο λαμπερά εικονογραφικά κείμενα της νέας αισιοδοξίας, σχετική με τις δυνατότητες και την έκταση της επιστημονικής γνώσης (σχ. 2). Ένα πλοίο που παριστάνει τη μάθηση, δείχνεται να σαλπάρει πέρα από τις πύλες του Ηρακλή- τα στενά του Γιβλαρτάρ, τα οποία συνήθως συμβόλιζαν τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Κάτω από την χαρακτική βρίσκεται ένα προφητικό χωρίο από το Βιβλικό βιβλίο του Daniel- Πολλοί θα περάσουν μπροστά και πίσω και η επιστήμη θα αυξηθεί- και ο Bacon αργότερα εξήγησε ότι ο μοντέρνος κόσμος είχε δει την εκπλήρωση της Βιβλικής προφητείας όταν΄΄ το άνοιγμα του κόσμου από την ναυσιπλοία και τη διαφήμιση και η επιπλέον ανακάλυψη της γνώσης, θα συναντηθούν την ίδια στιγμή στο ίδιο μέρος΄΄. Η παραδοσιακή έκφραση των ορίων πάνω στη γνώση, ne plus ultra-΄΄ όχι παραπέρα΄΄- είχε προκλητικά αντικατασταθεί με το μοντέρνο plus ultra-΄΄ πιο πέρα΄΄. Η ανανέωση της φυσικής γνώσης, ακολούθησε τη διεύρυνση του ήδη γνωστού φυσικού κόσμου. Ελεύθεροι επαγγελματίες με αυτή τη λογική, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις οντότητες και τα φαινόμενα που πρόσφατα ανακαλύφθηκαν στη ριζικό κλονισμό των υπαρχόντων φιλοσοφικών θεμάτων.

Η Πρόκληση σε ένα Ανθρωποκεντρικό Σύμπαν.






Ένα μεγάλο κομμάτι της αστρονομικής και φυσικής έρευνας του Γαλιλαίου στις αρχές του 17ου αιώνα, είχε αναλάβει να δώσει αξιοπιστία σε ένα νέο φυσικό μοντέλο του κόσμου το οποίο είχε πρωτοδημοσιευθεί το 1543 από τον Πολωνό κληρικό Nikolaus Copernicus (1473-1543) (σχ. 3). Μέχρι τα μισά του 16ου αιώνα, κανένας επιστήμονας στη Λατινική Δύση δεν είχε σοβαρά και συστηματικά αμφισβητήσει το σύστημα του Claudius Ptolemy (100-170 μ. Χ) το οποίο τοποθετούσε μια ακίνητη γη στο κέντρο του σύμπαντος, με τους πλανήτες, καθώς και τη σελήνη και τον ήλιο, να κινούνται σε τροχιά σε κύκλους γύρω από τη γη, ο καθένας από τους οποίους βρίσκεται σε μια φυσικά πραγματική σφαίρα (σχ. 4). Πιο έξω ήταν η σφαίρα που κουβαλούσε τα σταθερά αστέρια, και πέρα από αυτή, η σφαίρα της οποίας η περιστροφή προκαλούσε την κυκλική κίνηση ολόκληρου του ηλιακού συστήματος.
Του Πτολεμαίου το γεωκεντρικό σύστημα, συγχώνευε τις Ελληνικές απόψεις σχετικά με τη φύση του θέματος. Καθένα από τα τέσσερα΄΄ στοιχεία΄΄- γη, νερό και φωτιά- είχε τη δική του΄΄ φυσική θέση΄΄, και όταν ήταν σε αυτή τη θέση, ήταν σε ανάπαυλα. Να είμαστε σίγουροι, όλα τα σώματα που πραγματικά συναντάμε στη γη, δεν είναι στοιχειωδώς αγνά, αλλά ότι φαίνεται γήινο έχει γη σαν επικρατέστερο στοιχείο, ο αέρας που αναπνέουμε έχει στοιχειακό αέρα ως βασικό συστατικό κ. ο. κ. Η γη και το νερό είναι βαριά στοιχεία, και μπορούν να είναι σε ανάπαυση μόνο όταν είναι στο κέντρο του κόσμου. Ο αέρας και η φωτιά έχουν μια τάση να ανυψώνονται και οι κανονικές τους σφαίρες βρίσκονται πάνω από τη γη. Αλλά, τα ουράνια σώματα συμπεριλαμβανομένου του ήλιου, των αστεριών και των πλανητών, έχουν φτιαχτεί από ένα πέμπτο στοιχείο- την΄΄ πεμπτουσία΄΄ ή ΄΄αιθέρα΄΄ - το οποίο ήταν ένα άφθαρτο είδος υλικού, υποτασσόμενο σε διαφορετικές φυσικές αρχές. Έτσι, ενώ η γη τείνει να πέσει μέχρι να φτάσει το κέντρο του σύμπαντος, και ο αέρας και η φωτιά τείνουν να ανυψωθούν, οι ουρανοί και τα ουράνια σώματα, φυσικά τείνουν να κινηθούν σε τέλειους κύκλους και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι είναι από μόνο του, τέλειο και αμετάβλητο.
Ο κόσμος εστί περιστρεφόμενος περί τη γη, το μέρος όπου τα ανθρώπινα όντα ζουν και με αυτή τη λογική, η πριν από τον Κοπέρνικο κοσμολογία ήταν κυριολεκτικά ανθρωποκεντρική. Ακόμη, αυτό το κάπως ξεχωριστό μέρος δεν υπονοεί αναγκαστικά ξεχωριστή αρετή. Παρόλο που τα ανθρώπινα όντα και το γήινο περιβάλλον τους, θεωρούνταν ότι ήταν οι μοναδικές δημιουργίες του Ιουδαίου-Χριστιανού Θεού, συγκρινόμενα με τους ουρανούς και την επουράνια ζωή, η γη και η γήινη ύπαρξη θεωρούνταν σαν μίζερη και διεφθαρμένη και το ακριβές κέντρο του κόσμου ήταν κόλαση. Στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Γάλλος δοκιμιογράφος και σκεπτικιστής Michel de Montaigne (1533 - 92) - ακόμα παραδεχόμενος το σύστημα του Πτολεμαίου - περιέγραψε το μέρος όπου οι άνθρωποι κατοικούσαν σαν ΄΄την ακαθαρσία και την λάσπη του κόσμου, το χειρότερο, το χαμηλότερο, το πιο νεκρό κομμάτι του σύμπαντος, την χειρότερη ψευτιά του κόσμου΄΄. Και ακόμα, περίπου στα 1640, ένας ¶γγλος υποστηρικτής του Κοπέρνικου, αναγνώρισε ότι μια ισχυρή πρόσφατη διαφωνία με τον ηλιοκεντρισμό προήλθε από ΄΄την αχρειότητα της γης μας, επειδή αποτελείται από το πιο άθλιο και ευτελές υλικό από οποιοδήποτε άλλο κομμάτι του κόσμου και έτσι πρέπει να είναι τοποθετημένοι στο κέντρο, στην μεγαλύτερη απόσταση από αυτά τα αγνά και άφθαρτα σώματα, τους ουρανούς΄΄. Επιπλέον, μετά του Αδάμ και της Εύας το προπατορικό αμάρτημα και την εκδίωξή τους από την Εδέμ, οι ανθρώπινες αισθήσεις είχαν κηλιδωθεί και οι πιθανότητες της ανθρώπινης γνώσης είχαν θεωρηθεί σοβαρά περιορισμένες. Από την μία πλευρά, οι παραδοσιακή σκέψη θεωρούσε ότι ο κόσμος στον οποίο οι άνθρωποι περνούν τις θνητές ζωές τους - ο κόσμος ο οποίος ήταν στο κέντρο του σύμπαντος - ήταν μοναδικά μεταβαλλόμενος και ατελής, από την άλλη, η ευκαιρία και η ποιότητα της γνώσης, την οποία οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν, είχε περιοριστεί.
Στα τέλη του 16ου και 17ου αιώνα, φυσικοί φιλόσοφοι οι οποίοι ασπάστηκαν και βελτίωσαν τις απόψεις του Κοπέρνικου, επιτέθηκαν σε αυτόν τον ανθρωποκεντρισμό με θεμελιώδεις τρόπους. Η γη δεν ήταν πια στο κέντρο του σύμπαντος. Ανυψωμένη στους ουρανούς, είχε γίνει απλώς ένας από τους πλανήτες που κινούνται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο, και με αυτή την κυριολεκτικά φυσική λογική, ο ανθρωποκεντρισμός είχε απορριφθεί4 . Η ανθρώπινη εμπειρία της εγκατάστασης σε μία στατική πλατφόρμα, ημερήσια κυκλωμένη από τον ήλιο και των αστεριών που ακολουθούσαν τις δικές τους ετήσιες κινήσεις, είχε αποκρουστεί. ΑΝ η κοινή λογική μαρτυρούσε την ακινησία της γης αυτή η νέα αστρονομία μιλούσε για την διπλή της κίνησης, ημερησίως γύρω από τον άξονά της και ετησίως γύρω από τον τωρινό στατικό ήλιο.5 Η κοινή εμπειρία είχε ταυτιστεί με την ΄΄εμφάνιση΄΄. Αν η κοινή λογική περίμενε ότι τέτοιες κινήσεις, αν ήταν αληθινές, θα προκαλούσαν τους ανθρώπους να κρατούν τα καπέλα τους στον επικείμενο αέρα ή να πέσουν από την γη, τότε τόσο το χειρότερο για την κοινή λογική. Και αν οι πέτρες οι οποίες είχαν ριχθεί ακριβώς προς τα πάνω, έτειναν να πέσουν πάλι στην γη, στο σημείο από το οποίο ξεκίνησαν, τότε μια νέα φυσική που δεν ακολουθεί την κοινή λογική, θα χρειαζόταν να δείξει γιατί αυτό μπορεί να συμβεί πάνω στη κινούμενη γη. Η θέση της γης στο σύμπαν δεν ήταν πλέον μοναδική. Κάποιοι οπαδοί ου Κοπέρνικου ακόμα, πίστευαν πως αυτή η απώλεια της μοναδικότητας προεκτείνονταν στην πιθανότητα ότι υπήρχαν άλλες κατοικήσιμες σφαίρες και άλλοι τύποι ανθρώπων, και το 1638 ο ¶γγλος μαθηματικός John Wilkins δημοσίευσε ένα άρθρο : ΄΄Απόδειξη ότι είναι πιθανόν να υπάρχει και άλλος κατοικήσιμος κόσμος στην σελήνη΄΄.
Και αν η κοινή ανθρώπινη αντίληψη έβλεπε την γη σκεπασμένη από ένα ημισφαίριο με ουρανούς φορτωμένους με αστέρια, οι υπολογισμοί των μοντέρνων αστρονόμων, είχαν κατά πολύ υπερβεί την κλίμακα του κόσμου. Όταν ο Γαλιλαίος γύρισε το τηλεσκόπιό του στα αστέρια, είδε πάρα πολύ μεγάλα νούμερα, σε σχέση με αυτά που ήταν ορατά με γυμνό μάτι. Στα τρία προηγούμενα αστέρια στην ζώνη του Ορίωνα, ο Γαλιλαίος τώρα, πρόσθεσε 80 επιπλέον (σχ. 5). Μερικά νεφελώδη αστέρια, τώρα είχαν αναλυθεί σε μικρούς Γαλαξίες. Ο Γαλιλαίος επίσης παρατήρησε ‘ότι συγκρινόμενα με τη σελήνη και τους πλανήτες, τα αστέρια δεν φαίνονταν να μεγεθύνονται από το τηλεσκόπιο. Ήταν πιθανό, παρόλο που ο Γαλιλαίος ήταν σιωπηλός πάνω στο θέμα, ότι τα αστέρια πιθανότατα ήταν πάρα πολύ μακριά. Μια τέτοια άποψη υποστήριζε το σύστημα του Κοπέρνικου ερμηνεύοντας την απουσία της παράλλαξης6 , η οποία διαφορετικά, θα αναμένονταν από μια κινούμενη γη. Η γραμματική ανακάλυψη των αστέρων από τον Γαλιλαίο γύρω από τον Δία, χρησιμοποιήθηκε να δώσει παραπάνω αξιοπιστία στο σύστημα του Κοπέρνικου, αφού η σχέση της γης και της σελήνης δεν ήταν πλέον μοναδική.
Η παραδοσιακή αστρονομία έτοιμη να θέτει ένα πεπερασμένο σύμπαν, με κάθε ουράνια σφαίρα να περιστρέφεται γύρω από την στατική γη και όλοι οι ουρανοί να περιστρέφονται μια φορά μέσα σε 24 ώρες. Σε αυτό το σύστημα, τα αστέρια δεν μπορούσαν να είναι πάρα πολύ μακριά, διότι αν ήταν, τότε η σφαίρα που τα κουβαλούσε θα έπρεπε να κινείται άπειρα γρήγορα και αυτό θεωρούνταν φυσικώς άτοπο. Σε αντίθεση, ο Κοπέρνικος πίστευε ότι τα αστέρια ήταν στερεωμένα στο διάστημα και παρόλο που ο ίδιος είχε επιμείνει στο ότι μόνο αν ήταν πολύ μακριά, δεν θα υπήρχε πλέον κανένας φυσικός λόγος, γιατί τα αστέρια δεν θα μπορούσαν με τίποτα να μετακινηθούν. Μερικοί μεταγενέστεροι υποστηρικτές του συστήματος του Κοπέρνικου, στην πραγματικότητα συμφωνούσαν ότι η σφαίρα των αστεριών ήταν ΄΄στερεωμένη αιωνίως πάνω΄΄. Έτσι, παρόλο που η ιδέα ενός απέραντου σύμπαντος είχε θιχθεί από παλιά και παρόλο που πολύ Κοπερνικανοί την περιφρονούσαν, ο 16ος και ο 17ος αιώνας, ήταν οι πρώτες περίοδοι στην Ευρωπαϊκή κουλτούρα, όταν η κοσμική απεραντοσύνη είχε προκαλέσει σοβαρά τις πιο ευχάριστες διαστάσεις της κοινής εμπειρίας. Τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να καταλαμβάνουν μια μόνο κουκίδα σκόνης σε ένα σύμπαν αφάνταστου μεγέθους. Και παρόλο που αρκετοί ειδικοί αστρονόμοι δεν είδαν κανένα λόγο ανησυχίας στην ιδέα ενός απέραντου κόσμου (μερικοί, ακόμη, γιόρτασαν το μεγαλείο του) το ίδιο δεν ήταν απαραίτητα αληθινό, για μέλη του μορφωμένου λαού. Ανησυχία στο πρόσωπο της απεραντοσύνης, των μετακινούμενων συστημάτων της παραδοσιακής κοσμολογικής γνώσης και της μετακίνησης της γης από το κέντρο, είχε έντονα εκφραστεί και πουθενά πιο εκφραστικά από ότι το 1611 από τον ¶γγλο κληρικό και ποιητή John Donne :
Και μια νέα φιλοσοφία αμφισβητεί τα πάντα,
το στοιχείο της φωτιάς είναι σχεδόν σβησμένο,
ο ήλιος χάθηκε, και η γη, και κανένα ανθρώπινο πνεύμα
δεν μπορεί να δείξει που πρέπει να ψάξει κανείς.
Και ελεύθερα οι άνθρωποι ομολογούν ότι αυτός ο κόσμος
είναι εξαντλημένος.
Όταν στους Πλανήτες και στο Στερέωμα
αναζητούν τόσα καινούρια ακόμα, έπειτα βλέπουν ότι αυτό
είναι θρυμματισμένο στα άτομά του.
Είναι όλο κομμάτια, όλη η συνοχή χάθηκε.
Όλα απλώς συμπληρώνουν και όλα είναι σχετικά.
Και στην Γαλλία ο μαθηματικός και φιλόσοφος Blaise Pascal (1623 - 62), διάσημα αναγνώρισε τις ηθικώς αποπροσανατολιστικές επιπτώσεις της ιδέας ενός απέραντου σύμπαντος : ΄΄Le silence de ces espaces infinis m’ effraye΄΄.7
Η νέα φιλοσοφία επιτέθηκε στην κοινή λογική σε γήινο και κοσμικό επίπεδο. Σκεφτείτε την γενική μεταχείριση της κίνησης στην Αριστοτελική και ΄΄μοντέρνα΄΄ φυσική. Για τον Αριστοτέλη και για αυτούς τους μεσαιωνικούς και πρώτους μοντέρνους φιλοσόφους που τον ακολούθησαν, καθένα από τα στοιχεία της γης, του νερού, του αέρα, είχε την δική του ΄΄φυσική κίνηση΄΄, όπως ήταν ΄΄στην φύση του΄΄ να κινείται. Όπως έχουμε δει, για το στοιχείο της γης, η φυσική κίνηση ήταν να κινείται προς τον νότο (να κλίνει προς τα κάτω) σε μια ευθεία γραμμή προς το κέντρο της γης, και αυτό θα κάνει εκτός και αν το γήινο σώμα συναντήσει είτε ένα εμπόδιο το οποίο κλείνει το δρόμο του ή μια πίεση η οποία επιδρά πάνω του σε διαφορετική κατεύθυνση. Η φυσική κίνηση τείνει προς την φυσική θέση. Ο Αριστοτέλης ήταν, φυσικά, γνώστης του ότι όλα τα ήδη των μη ευθυγράμμων κινήσεων συμβαίνουν. Αυτές καλούνταν ΄΄ατίθασες κινήσεις΄΄, κινήσεις ενάντια στην φύση ενός σώματος, οι οποίες ερμηνεύονταν από την δράση εξωτερικών δυνάμεων, σαν αυτές που μπορεί να ασκηθούν σε μια πέτρα όταν κάποιος την ρίξει προς τα κάτω ή παράλληλα προς το έδαφος. Αλλά δεν μπορούμε να μάθουμε τις φυσικές κινήσεις, θεωρώντας αυτές τις κινήσεις τεχνητά ασκούμενες πάνω σε ένα σώμα.
Έτσι για τον Αριστοτέλη και τους συνεχιστές του, κάθε φυσική κίνηση είχε ένα εξελισσόμενο χαρακτήρα. Τα σώματα κινούνταν φυσικά, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στην φύση τους, να μεταμορφώσουν το ενδεχόμενο σε πραγματικό, να μετακινηθούν εκεί που ήταν φυσικό για αυτά να είναι. Η Αριστοτελική φυσική ήταν, με αυτήν την λογική, βασισμένη στην βιολογία και περιλάμβανε επεξηγηματικές κατηγορίες όμοιες με εκείνες που χρησιμοποιούνταν στην κατανόηση των ζωντανών οργανισμών. Όπως ακριβώς η εξέλιξη του βελανιδιού σε βελανιδιά, ήταν ο μετασχηματισμός του τι ήταν ενδεχόμενο σε τι ήταν αληθινό, έτσι η πτώση μιας υπερυψωμένης πέτρας ήταν η πραγματοποίηση του ενδεχομένου της, η πραγματοποίηση της φύσης της. Η αντήχηση μεταξύ των παραδοσιακών εκτιμήσεων για την φυσική κίνηση και της υφής της ανθρώπινης εμπειρίας είναι προφανής. Τα ανθρώπινα όντα πρόσφεραν τελεολογικές ή - προσανατολιστικές - εκτιμήσεις των κινήσεών τους. Γιατί ο βοσκός προχωράει μπροστά από το κοπάδι του; Γιατί βάζει ένα σκοπό για να βρίσκεται εκεί που επιθυμεί. Γιατί οι φλόγες ξεπηδούν από την φωτιά; Γιατί θέλουν να βρεθούν στο φυσικό τους περιβάλλον. Με αυτή την λογική οι παραδοσιακή φυσική, στα πρόθυρα της Επιστημονικής Επανάστασης, είχε ανθρώπινο χαρακτήρα. Ο βασικός χαρακτήρας των κατηγοριών που χρησιμοποιούνταν να εξηγήσουν την κίνηση των πετρών, ήταν ευδιάκριτα όμοιος με τον χαρακτήρα αυτόν που χρησιμοποιούνταν για να εξηγήσουν πως κινούμαστε. Για αυτό τον λόγο κάποιος μπορεί να αναφερθεί, χωρίς ακρίβεια, σε τέτοιες παραδοσιακές απόψεις του θέματος, ως ΄΄ψυχολατρικές΄΄, αποδίδοντας ψυχικές ιδιότητες και διαδικασίες (το λατινικό anima σημαίνει ψυχή) σε φυσικά αντικείμενα.8
Ήταν αυτά τα τελεολογικά και ψυχολατρικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής φυσικής, σχετικά με την κίνηση, στα οποία οι νέοι φυσικοί φιλόσοφοι του 17ου αιώνα κόλλησαν - μάλιστα γελοιογράφησαν - σαν σημάδια της γελοιότητάς της και της ασάφειάς της. Ότι είχε δώσει στη φυσική επιβολή στην κοινή λογική για αιώνες, ήταν τώρα σημάδι της ανεπάρκειάς της. Απλά και μόνο για να διασαφηνιστεί ο τελεολογικός χαρακτήρας της Αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας, έπρεπε να θεωρηθεί τεκμηριωμένη κριτική ανάλυση. Ο ¶γγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes (1588 - 1679) ήταν ένας από τους πολλούς κριτές του Αριστοτελιανισμού τον 17ο αιώνα, που αμφισβήτησαν τα παραδοσιακά φυσικά πιστεύω, δίνοντας σαρκαστική προσοχή στον ανθρωπομορφισμό του. Οι Αριστοτελικοί έλεγαν ότι τα σώματα έπεφταν επειδή ήταν βαριά : ΄΄Αλλά αν ρωτήσεις τι εννοούν με την λέξη βαρύτητα, θα την ορίσουν ως την προσπάθεια να πας στο κέντρο της γης. ¶ρα η αιτία γιατί τα αντικείμενα βουλιάζουν, είναι γιατί προσπαθούν να βρίσκονται από κάτω : το οποίο είναι σαν να λες ότι τα σώματα πέφτουν ή ανυψώνονται επειδή μπορούν... {είναι} σαν οι πέτρες και τα μέταλλα να είχαν μια επιθυμία ή να μπορούσαν να ξεχωρίσουν το μέρος στο οποίο ήταν, όπως ο άνθρωπος΄΄.





Η Φυσική Μηχανή.

Η διάρθρωση που προτιμούσαν οι μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι στην Αριστοτελική τελεολογία ήταν αυτή που, σαφέστατα, μοντελοποιούσε την φύση στα χαρακτηριστικά μιας μηχανής. Τόσο προσιτή ήταν η παρομοίωση της μηχανής με σημαντικούς κλάδους της νέας επιστήμης, που πολλοί υποστηρικτές ήθελαν να αναφέρονται στην πρακτική τους ως μηχανική φιλοσοφία. Μοντέρνοι πρακτικοί αμφισβητούσαν τη φύση και τα όρια της μηχανικής εξήγησης, αλλά κατάλληλες μηχανικές σημασίες της φύσης είχαν αναγνωριστεί σαν ο σκοπός και το βραβείο. Ακόμα, η ιδέα της ερμηνείας της φύσης με την βοήθεια μιας μηχανής και η χρησιμοποίηση όρων που προέρχονται από μηχανές, για την κατανόηση της φυσικής δομής της φύσης, μετρούσε ως μια παραβίαση της μιας από της πιο σημαντικές διακρίσεις της Αριστοτελικής φιλοσοφίας. Αυτή ήταν η αντίθεση ανάμεσα στο τι ήταν φυσικό και στο τι ήταν εφευρισκόμενο ή τεχνητό.
Αυτή η αντίληψη της φύσης σαν ένα τεχνίτη ήταν κάτι παραπάνω από γνωστή στην Ελληνική και Ρωμαϊκή σκέψη και ήταν, μάλιστα, χαρακτηριστική στην φυσική του Αριστοτέλη. Η φύση ολοκληρώνει ένα σχέδιο, όπως ένας άνθρωπος αρχιτέκτονας χτίζει ένα σπίτι, ή ένας κατασκευαστής όπλων φτιάχνει μια ασπίδα, ηθελημένα εκτελεί ένα σχέδιο. Επειδή και η φυσική και η ανθρώπινη δουλειά μπορεί να θεωρηθεί ως ικανότητα, υπάρχουν εδάφη για ειδική σύγκριση : έτσι ώστε κάποιος θα μπορούσε να πει, μαζί με τους Έλληνες, ότι η τέχνη (εδώ εννοώντας ικανότητα ή τεχνολογία) μιμείται τη φύση. Η ανθρώπινη τέχνη μπορεί να βοηθήσει, να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει την φύση - όπως στην γεωργία - ή μπορεί, ειλικρινά, να μιμηθεί τη φύση - όπως κάνεις ένας άνθρωπος υφαντής που συναγωνίζεται την δουλειά της αράχνης. (¶λλοι αρχαίοι φιλόσοφοι έλεγαν ότι η τέχνη της μαγειρικής μιμούνταν τον ήλιο και ότι το φτιάξιμο των μηχανών το είχαν εμπνευστεί από την παρατήρηση των περιστρεφόμενων ουρανών.) Παρόλα αυτά, δεν ήταν σωστό να συμπεράνεις ότι η ικανότητα της φύσης και αυτή των ανθρώπων ανήκαν στο ίδιο επίπεδο. Η φύση, παρόλο, που έκανε λάθη, ήταν ανώτερη από την ανθρώπινη δεξιότητα, και ήταν αδύνατο το ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να τη συναγωνιστούν. Κάθε τέτοια επιθυμία θα μπορούσε, επίσης, να θεωρηθεί ανήθικη, επειδή η τάξη του κόσμου είναι υψηλή και ι προθέσεις των ανθρώπων να κάνουν ότι η θεότητα έκανε, ήταν αθέμιτες. Ρωμαίοι συγγραφείς έλεγαν ιστορίες από τα Χρυσά Χρόνια, όταν οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένα και ικανοποιητικά χωρίς αρχιτέκτονες, υφαντές ή ακόμα, σε μερικές περιπτώσεις, χωρίς γεωργία. Όσο η φυσική και ανθρώπινη ικανότητα συγκρίνονταν, τόσο συγκρούονταν. Και τα εδάφη της αντίθεσής τους, στην παραδοσιακή σκέψη, ήταν αντίθετα στην νομιμότητα της χρησιμοποίησης τεχνιτών μηχανισμών για να ανακριθεί ή να διαπλαστεί η φυσική τάξη.
Ωστόσο, η προϋπόθεση για σαφήνεια και η πρακτική πιθανότητα μιας μηχανικής φιλοσοφίας της φύσης, έθετε κατά μέρος αυτήν την Αριστοτελική διάκριση, όπως είχε αναπτυχθεί και προστατευθεί κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Τέτοιοι συγγραφείς σαν τον Bacon έκαναν αυτή την απόρριψη, βάσει τόσο για και ανασχηματισμένη φυσική ιστορία - η οποία τώρα περιλάμβανε τα προϊόντα της ανθρώπινης ικανότητας - όσο και για μια πιο αισιόδοξη συμπεριφορά απέναντι στην ενδεχόμενη ανθρώπινη ικανότητα : ΄΄Το τεχνητό δεν διαφέρει από το φυσικό σε σχήμα ή ουσία... ούτε έχει σχέση με αυτό, με την προϋπόθεση ότι τα πράγματα χρησιμοποιούνται έτσι ώστε να παράγουν ένα αποτέλεσμα, είτε έχει γίνει από ανθρώπινα μέσα ή αλλιώς΄΄. Αυτή η ευαισθησία του Bacon ήταν ευρύτατα υιοθετημένη από μηχανικούς φιλοσόφους του 17ου αιώνα στην Γαλλία, ο ατομικός Pierre Gassendi (1592 - 1655) έγραψε ότι ΄΄σχετικά με τα φυσικά αντικείμενα, ερευνούμε με τον ίδιο τρόπο, όπως ερευνούμε αντικείμενα για τα οποία εμείς οι ίδιοι είμαστε δημιουργοί΄΄. Και ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Rene Descartes (1596 - 1650) ανακοίνωσε ότι ΄΄δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις μηχανές που φτιάχτηκαν από τεχνίτες και στα διάφορα σώματα τα οποία η φύση, μόνη της, συνθέτει΄΄ εκτός του ότι το πρότυπο θα πρέπει απαραιτήτως να είναι ανάλογο με το μέγεθος των χεριών των χτιστών του, ενώ αντιθέτως οι μηχανές που παράγουν φυσικά αποτελέσματα μπορεί να είναι τόσο μικρές που να μη φαίνονται. ΄΄Είναι βέβαιο΄΄, ο Descartes έγραψε, ΄΄ότι δεν υπάρχουν κανόνες στη μηχανική που να μην ισχύουν στην φυσική, από τους οποίους οι μηχανική σχηματίζει ένα μέρος η ένα ειδικό θέμα (έτσι ώστε ότι είναι τεχνητό να είναι, επίσης και φυσικό) γιατί δεν είναι λιγότερο φυσικό για ένα ρολόι που είναι φτιαγμένο από τον απαιτούμενο αριθμό τροχών, να δείχνει τις ώρες από ότι για ένα δένδρο το οποίο άνθισε από αυτόν ή από εκείνο τον σπόρο, να παράγει ένα συγκεκριμένο φρούτο΄΄. Η θερμοκρασία του ηλίου μπορεί να συγκριθεί ικανοποιητικά με την επίγεια φωτιά, ο χρυσός ο οποίος έχει δημιουργηθεί από τον αλχημιστή είναι ίδιος με αυτόν που υπάρχει φυσικά μέσα στην γη, η φυσική η οποία είναι κατάλληλη για την κατανόηση των μηχανών και έχει φτιαχτεί από ανθρώπους, μπορεί να είναι η ίδια με αυτή που απαιτείται για την κατανόηση των ουράνιων κινήσεων, και όπως θα δούμε, τα αίτια όλων των λογικών φυσικών φαινομένων μπορούν να θεωρηθούν ότι προέρχονται από τις κινήσεις των ΄΄μικρομηχανών΄΄. Ήταν ένα διάχυτο αίσθημα, του 17ου αιώνα, ότι οι άνθρωποι μπορούν, με βεβαιότητα, να γνωρίζουν ότι οι ίδιοι έχουν φτιάξει με τα χέρια τους ή έχουν πλάσει με το μυαλό.
Από όλες τις μηχανικές κατασκευές, των οποίων τα χαρακτηριστικά μπορούν να εξυπηρετήσουν ως μοντέλο για τον φυσικό κόσμο, το ρολόι ήταν αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο, το οποίο προσέλκυσε πολλούς από τους πρώτους μοντέρνους φυσικούς φιλοσόφους. Όντως, ακολουθώντας την παρομοίωση του ρολογιού με την φύση μέσα στην κουλτούρα της πρώιμα μοντέρνας Ευρώπης, μπορούμε να εντοπίσουμε τις κύριες παραμέτρους της μηχανικής φιλοσοφίας και επιπλέον τι είχε παραδοσιακά ερμηνευτεί ως κεντρικό στην Επιστημονική Επανάσταση. Τα μηχανικά ρολόγια υπήρχαν στην Ευρώπη από τα τέλη του 13ου αιώνα και ως τα μισά του 14ου αιώνα τα ογκώδη μηχανικά ρολόγια, είχαν γίνει ένα κοινό χαρακτηριστικό των μεγαλύτερων πόλεων. Τα πρώτα ρολόγια, χαρακτηριστικά, είχαν τους μηχανισμούς τους εκτεθειμένους σε κοινή θέα και συνεπώς η σχέση μεταξύ των κινήσεων των χεριών που δείχνουν την ώρα και των μηχανικών μέσων από τα οποία αυτές οι κινήσεις παράγονταν, ήταν αρκετά κατανοητή. Τον 16ο αιώνα, ωστόσο, η τάση που είχε αναπτυχθεί, ήθελε να εναποθέσει τα ρολόγια, σε αδιαφανή κουτιά, έτσι ώστε μόνο οι κινήσεις των δειχτών και όχι των μηχανικών μέσων της παραγωγής, να ήταν, συνήθως, ορατές. Τα δημόσια ρολόγια είχαν γίνει όλο και πιο σύνθετα και τα αποτελέσματα που μπορούσαν να παράγουν ήταν όλο και πιο ολοκληρωμένα στην πρακτική ζωή της κοινότητας. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ οι παραδοσιακές χρονικές ΄΄ώρες΄΄ μετρούνταν από την ηλιακή, ποικίλαν σε μήκος σύμφωνα με την εποχή και το γεωγραφικό πλάτος, οι ώρες που λέγονταν από το μηχανικό ρολόι ήταν σταθερές στο διάστημα και στον χρόνο, και δεν αποσπούσαν προσοχή από τους φυσικούς ρυθμούς του σύμπαντος ή από τις διάφορες κείμενες συνήθειες της ανθρώπινης ζωής. Τα είδη της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορούσαν τώρα να ρυθμίζονται σύμφωνα με το μηχανικό χρόνο, προτιμότερο από ότι ο χρόνος να λέγεται σε σχέση με τους ρυθμούς της ανθρώπινης ζωής ή των φυσικών κινήσεων. Για αυτούς τους τομείς της Ευρωπαϊκής κοινωνίας, για τους οποίους το ρολόι και οι ρυθμιστικές του λειτουργίες ήταν σημαντικά κομμάτια της καθημερινής εμπειρίας, αυτή η μηχανή ήρθε να προσφέρει μια εικόνα τεράστιας δύναμης, κατανόηση και συνέπεια. Η γοητεία της μηχανής και ειδικά του μηχανικού ρολογιού, σαν μια μοναδικά κατανοητή και κατάλληλη εικόνα για την εξήγηση των φυσικών διαδικασιών, όχι μόνο σαφέστατα ακολουθεί τις παραμέτρους της καθημερινής εμπειρίας με τέτοιους μηχανισμούς, αλλά επίσης αναγνωρίζει την δύναμη και την νομιμότητά τους στην τακτοποίηση των ανθρώπινων ασχολιών. Έτσι, αν θέλουμε τελικά να καταλάβουμε την έκκληση της μηχανικής μεταφοράς στις νέες επιστημονικές πρακτικές - και την επακόλουθη απόρριψη της αντίθεσης ανάμεσα στην φύση και τη τέχνη - πρέπει τελικά να καταλάβουμε τις σχέσεις δύναμης της πρώτης μοντέρνας Ευρωπαϊκής κοινωνίας, της οποίας τα πρότυπα ζωής, παραγωγής και πολιτικής τάξης ήταν κάτω από τεράστιες αλλαγές καθώς ο φεουδαλισμός έδινε την θέση του στον πρώιμο καπιταλισμό.
Το 1605 ο Γερμανός αστρονόμος Johannes Kepler (1571 - 1630) ανακοίνωσε την μεταστροφή του από την προηγούμενη πεποίθησή του ότι ΄΄η κινητήριος αιτία΄΄ της πλανητικής κίνησης ΄΄ήταν η ψυχή΄΄ : ΄΄Είμαι πολύ απασχολημένος με την εξερεύνηση των φυσικών αιτιών. Ο σκοπός μου είναι να δείξω ότι η μηχανή του σύμπαντος δεν είναι ίδια με το θεϊκό ζωντανό ον, αλλά παρόμοιο με ένα ρολόι΄΄. Στα 1630, ο Descartes τελειοποίησε ένα σύνολο από εκτεταμένες τυχαίες αναλογίες ανάμεσα στις κινήσεις του μηχανικού ρολογιού και στις κινήσεις όλων των φυσικών σωμάτων, χωρίς εξαίρεση των κινήσεων του ανθρώπινου σώματος. ΄΄Βλέπουμε ότι τα ρολόγια... και άλλες μηχανές αυτού του είδους, παρόλο που έχουν φτιαχτεί από ανθρώπους δεν στερούνται, για αυτόν το λόγο, να κινηθούν από μόνα τους με διάφορους τρόπους΄΄. Γιατί δεν πρέπει η ανθρώπινη αναπνοή, πέψη, μετακίνηση και αίσθηση να υπολογισθεί με τον ίδιο τρόπο που εξηγούμε τις κινήσεις ενός ρολογιού, μιας τεχνητής βρύσης ή ενός μύλου; Στα 1660 ο ¶γγλος μηχανικός φιλόσοφος Robert Boyle (1627 - 91) έγραψε ότι ο φυσικός κόσμος ήταν ΄΄όπως ήταν ένα τεράστιο κομμάτι από ρολόι΄΄. Όπως το εκπληκτικό ρολόι του 16ου αιώνα στον καθεδρικό του Στρασβούργου (σχ. 6) χρησιμοποιούσε μηχανικά μέρη και κινήσεις, μιμούμενο τις σύνθετες κινήσεις του (γεωκεντρικού) κόσμου, έτσι ο Boyle, ο Descartes και άλλοι μηχανικοί φιλόσοφοι ανέφεραν την μεταφορά του ρολογιού σαν ένα φιλοσοφικά δικαιολογημένο τρόπο κατανόησης του πως ο φυσικός κόσμος ήταν φτιαγμένος και πως λειτουργούσε. Για τον Boyle η αναλογία ανάμεσα στο σύμπαν και στο ρολόι του Στρασβούργου ήταν τόσο ακριβής όσο και εύφορη : Τα χιλιάδες κομμάτια από τα οποία αποτελείται αυτή η παράξενη μηχανή είναι τόσο πλαισιωμένα και προσαρμοσμένα και μπαίνουν σε τέτοια κίνηση, που άσχετα με τους πολυάριθμους τροχούς και τα υπόλοιπα κομμάτια τους, κινούνται με πολλούς τρόπους και αυτό το κάνουν χωρίς να έχουν κάτι από γνώση ή σχέδιο, επίσης, κάθε κομμάτι παίζει το ρόλο του με ποικίλους τρόπους, για τον οποίο έχει επινοηθεί, τόσο συχνά και σταθερά σαν να ήξερε και νοιαζόταν να κάνει το καθήκον του΄΄.
Ένας αριθμός από χαρακτηριστικά στοιχεία του ρολογιού, εντυπωσίασε πολλούς μηχανικούς φιλοσόφους του 17ου αιώνα σαν ιδανική μεταφορική πηγή για την κατανόηση της φύσης. Πρώτα, το μηχανικό ρολόι ήταν ένα σύνθετο κομμάτι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο από ανθρώπους έτσι ώστε να εκπληρωθούν οι λειτουργίες σχεδιασμένες από ανθρώπους. Παρόλο που ήταν άψυχο, το ρολόι μιμούνταν την συνθετότητα και την σκοπιμότητα έξυπνων παραγόντων. Αν δεν ήξερες ότι υπήρχε ένας έξυπνος ρολογάς ο οποίος σκόπιμα το δημιούργησε, θα μπορούσε να υποθέσεις ότι το ρολόι από μόνο του ήταν έξυπνο και σκόπιμο. Η σημερινή δημοτικότητα των αυτομάτων - μηχανές οι οποίες, ζωηρά, μιμούνται τις κινήσεις ζώων και ανθρώπων - είχε επίσης εντυπωσιάσει αρκετούς μηχανικούς φιλοσόφους (βλέπε τον αυτόματο κόκορα στο σχ. 6). Αυτές οι μηχανές, με επιδεξιότητα φτιαγμένες, θα μπορούσαν να εξαπατήσουν αφελής παρατηρητές οι οποίοι θα πίστευαν ότι έβλεπαν κάτι φυσικό και ζωντανό, που συμπεριλαμβάνεται στη νομιμότητα της μηχανικής μεταφοράς. Ακόμα, ένα πράγμα το οποίο οι ικανοί άνθρωποι ξέρουν σίγουρα για τα ρολόγια και τα αυτόματα, είναι ότι δεν είναι έξυπνοι παράγοντες. Ως εκ τούτου, το ρολόι και παρόμοιες μηχανικές επινοήσεις, παρείχαν πολύτιμες πληροφορίες σε αυτούς που νοιάζονταν να δώσουν μια πειστική εναλλακτική στα φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία έχτισαν την εξυπνάδα και την σκοπιμότητα μέσα στις μελέτες τους, σχετικά με το πως δούλευε η φύση. Οι μηχανές θα μπορούσαν να είναι σκόπιμοι φορείς και θα μπορούσαν ακόμη, να αντικαταστήσουν τη σκόπιμη ανθρώπινη εργασία, και αυτή η ομοιότητα αποτελούσε κομμάτι της μεταφορικής έκκλησής τους. Ακόμη, ήταν κατανοητό ότι δεν ήταν αποφασισμένοι φορείς και αυτή η διαφορά αποτελούσε κομμάτι της ερμηνευτικής δύναμής τους. Θα μπορούσες να πάρεις την εικόνα του σύνθετου σχεδίου και σκοπού στη φύση, χωρίς να αποδώσεις σχέδιο και σκοπό στην υλική φύση. Θα μπορούσε να υπάρχει ένας έξυπνος συντελεστής στο σύμπαν ο οποίος να έχει την ίδια σχέση με την φύση με αυτήν που έχουν οι δείκτες του ρολογιού με το ρολόι, όπως θα δούμε στο τρίτο Κεφάλαιο, αλλά δεν πρέπει να συγχέεται το άψυχο προϊόν της εξυπνάδας με την ίδια την εξυπνάδα.
Το ρολόι ήταν, επίσης, ένα τέλειο πρότυπο ομοιομορφίας και ομαλότητας. Αν οι φιλόσοφοι είδαν τον φυσικό κόσμο ως επίδειξη των μεθοδικών προτύπων της κίνησης, τότε το μηχανικό ρολόι ήταν διαθέσιμο σαν ένα μοντέλο του πως οι κανονικές φυσικές κινήσεις θα μπορούσαν να είναι μηχανικά παραγόμενες. Οι μηχανές, γενικά, είχαν ορισμένη δομή : τα υλικά και οι κινήσεις που απαιτούνταν για να φτιαχτούν και να τις κάνουν να ξεκινήσουν, ήταν γνωστά από τα ανθρώπινα όντα και, κυρίως, εύκολα να καθοριστούν. Για αυτό οι μηχανές θεωρούνταν τελείως κατανοητές. Σε αυτήν την κουλτούρα, παρουσιάζονταν ότι δεν υπήρχε τίποτα μυστήριο ή μαγικό, τίποτα απρόβλεπτο, τίποτα τυχαία παράξενο σχετικά με μια μηχανή. Η μηχανική μεταφορά θα μπορούσε, τότε, να είναι ένα όχημα για ΄΄να μετακινεί την απορία΄΄ στην κατανόηση της φύσης ή, όπως ο κοινωνιολόγος Max Weber είπε στις αρχές του 20ου αιώνα, για ΄΄την προσγείωση του κόσμου΄΄. Οι μηχανές έδιναν ένα μοντέλο της φόρμας και των περιθωρίων που η ανθρώπινη γνώση της φύσης θα μπορούσε κανονικά να έχει και πως οι ανθρώπινες εκτιμήσεις για την φύση θα μπορούσαν να είναι σωστά πλαισιωμένες. Σκέψου την φύση σαν να ήταν μια μηχανή, πρόσεχε τις ομοιομορφίες των κινήσεών της και όχι τις περιστασιακές ανωμαλίες που μπορεί να παρατηρηθούν ακόμη και στις καλύτερα κατασκευασμένες μηχανές, δώσε ερμηνείες στη φύση όσο πιο πολλές γίνεται, σαν να ήταν μια τυχαία καθορισμένη μηχανή. Εκτιμήσεις της φύσης, οι οποίες παίρνουν αυτό το σχήμα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως φιλοσοφικά σωστές, νόμιμες και κατανοητές.
Πρέπει, ωστόσο, να τονισθεί ότι δεν υπάρχει τίποτα στη φύση των μηχανών που να τις εμποδίζει να θεωρηθούν μυστήριες και μια σκέψη, που πάει πίσω στην Ελληνιστική περίοδο, θεωρούσε τις μηχανές κάτι παραπάνω από το σύνολο των μηχανικών μερών τους. Ο Boyle, για παράδειγμα, έγραψε για το πολιτιστικό ευμετάβλητο των εκτιμήσεων των μηχανών. Συνδύασε μια - πιθανότατα ψεύτικη - ιστορία σχετικά με τους Ιησουίτες ΄΄οι οποίοι πιστεύονταν, ότι είχαν παρουσιάσει το πρώτο ρολόι στο βασιλιά της Κίνας, ο οποίος νόμισε ότι πρόκειται για ζωντανό πλάσμα΄΄. Ο Boyle αποδέχθηκε την επάρκεια μιας εκτίμησης τέλειας σε ότι αφορούσε το ΄΄σχήμα, το μέγεθος, την κίνηση, κ.τ.λ. των ελατηρίων, του εκκρεμούς και των άλλων κομματιών του ρολογιού΄΄, γνωρίζοντας, ταυτόχρονα, ότι δεν θα μπορούσε να φέρει αντίρρηση στο ότι δεν είχε ζωή, έτσι ώστε να πείσει τον Κινέζο μονάρχη. Μια μηχανική μεταφορά της φύσης θα σήμαινε ότι, όπως όλες οι νόμιμες μεταφορές έκαναν, η κατανόησή μας και των δύο εκφράσεων, αλλάζει μέσα από την αντιπαράθεσή τους. Η ορθότητα μιας μεταφοράς δεν είναι αντικείμενο απόδειξης.
Για φιλοσόφους της τάξεως του Boyle και του Descartes, μια μηχανική εκτίμηση της φύσης ήταν, σαφέστατα, συγκρουόμενη με τον ανθρωπομορφισμό και τον ανιμισμό ενός μεγάλου μέρους της παραδοσιακής φυσικής φιλοσοφίας. ¶ρα, η μηχανική φιλοσοφία θεωρούνταν ότι έπρεπε να κάνει κάτι, ριζικά, διαφορετικό από το να αποδίδει πρόθεση, σκοπό ή ευαισθησία σε φυσικές οντότητες. Οι μηχανικές εκτιμήσεις των φυσικών φαινομένων ποικίλανε ευρύτατα. Μερικοί φιλόσοφοι διακινδύνευσαν να πουν περισσότερα, από κάποιους άλλους, σχετικά με την μηχανική σύσταση της φύσης και οι επόμενοι παράγραφοι αυτού του βιβλίου θα ασχοληθούν με το τι σήμαινε να δώσεις μια μηχανική εξήγηση στα φυσικά φαινόμενα, πια θα έπρεπε να είναι τα όρια τέτοιων εξηγήσεων και ποια κομμάτια θεωρούνταν κατάλληλα για μηχανικές εκτιμήσεις. Ακόμη, παρά την ποικιλία, όλες οι μηχανικές εκτιμήσεις του 17ου αιώνα, έβαζαν τον εαυτό τους σε αντιπαράθεση με την παράδοση η οποία απέδιδε στην φύση και στα συστατικά της, τις ικανότητες της πρόθεσης, του σκοπού ή της ευαισθησίας.
Ήταν καλά γνωστό, τον 170 αιώνα ότι δεν μπορούν να φτιαχτούν αντλίες που να τραβούν το νερό σε ένα ύψος μεγαλύτερο από, περίπου, τριάντα τρία πόδια (σχ. 7). Αυτή η αδυναμία οφείλονταν εν μέρει στα προβλήματα που είχαν να κάνουν με τα υλικά που χρησιμοποιούνταν - για παράδειγμα, το πορώδες των ξύλινων σωλήνων - και εν μέρει, στο παραδοσιακό δόγμα ότι η φύση απεχθάνεται το κενό9 . Το ότι μια αντλία μπορούσε να σηκώσει το νερό ψηλά, ήταν παραδοσιακά πιστευτό ότι εξαρτιόνταν από την απέχθεια που είχε το νερό στα κενά, την προσπάθειά του να σηκωθεί ψηλά έτσι ώστε να εμποδίσει την δημιουργία κενού στην κορυφή, ενώ το περιορισμένο ύψος της στήλης, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα ποσοτικό μέτρο της δύναμης αυτής της απέχθειας. Συνεπώς, η παραδοσιακή εξήγηση ενός πολύ γνωστού και, πρακτικά, σημαντικού αποτελέσματος, είχε δοθεί από χαρακτηριστικά ενός κομματιού της φύσης στα οποία είχαν αποδοθεί σκοπός, σε αυτήν την περίπτωση σε μια ποσότητα νερού.
Τα προβλήματα που τέθηκαν από τα φαινόμενα των αντλιών, σχημάτισαν μια κεντρική διάτρηση ανάμεσα στο ΄΄νέο΄΄ και στο ΄΄παλιό΄΄, στις ΄΄μηχανικές΄΄ και στις ΄΄Αριστοτελικές΄΄ φιλοσοφίες της φύσης. Το 1644 ένας θαυμαστής του Γαλιλαίου, ο Ιταλός μαθηματικός Evangelista Torricelli (1608 - 47) προσπάθησε να εξηγήσει καλλίτερα τα αποτελέσματα των αντλιών και ειδικά, να δοκιμάσει την ισχύ της μηχανικής εκτίμησης, η οποία δεν απέδιδε στα υγρά την ικανότητα να αποστρέφονται. Ας υποθέσουμε, ότι το ύψος των υγρών στις αντλίες δεν είχε να κάνει με την ύπαρξη ή την δύναμη της ΄΄αποστροφής΄΄ αλλά, με μια μικρή μηχανική ισοτιμία στην φύση. Μέσα στην αντλία κάποιος είχε μια στήλη με νερό, έξω μια στήλη ατμοσφαιρικού αέρα. Η στήλη του νερού έφθασε στο ύψος, στο οποίο σταματάει, όταν το βάρος του ήταν ίσο με το βάρος του ατμοσφαιρικού αέρα που το έσπρωχνε στη βάση του. Ο Torricelli ήθελε να μοντελοποιήσει τα φαινόμενα των αντλιών πάνω στις καλά κατανοητές λειτουργίες μιας μηχανικής ισορροπίας. Γενικά, η ιδέα ότι ο αέρας είχε βάρος, ήταν από μόνη της μια πρόκληση στις παραδοσιακές, ΄΄φυσικής θέσης΄΄, πεποιθήσεις, αφού οι Αριστοτελικοί υποστήριζαν ότι ούτε ο αέρας, ούτε το νερό ζύγιζαν τίποτα ΄΄στην κατάλληλη θέση΄΄, ο αέρας στην ατμόσφαιρα και το νερό στη θάλασσα.
Ο υδράργυρος ήταν γνωστό ότι ήταν 14 φορές πιο πυκνός από το νερό. Συνεπώς, μια μηχανική εκτίμηση προείπε ότι αν ένας γυάλινος σωλήνας κλειστεί από τη μια πλευρά και γεμιστεί με υδράργυρο και έπειτα αναποδογυριστεί σε μια βάση από υδράργυρο, το σημείο που σταματάει ο υδράργυρος θα πρέπει να είναι μόνο το 1/14 του ύψους, στο οποίο φθάνει το νερό στις αντλίες. Και αυτό ήταν που είχε παρατηρηθεί (σχ. 8). ΄΄Ζούμε΄΄, ο Torricelli ανακοίνωσε ΄΄στον πυθμένα ενός ωκεανού του στοιχείου του αέρα, ο οποίος από αδιαμφισβήτητη εμπειρία είναι γνωστό ότι έχει βάρος΄΄. Ο Torricelli, στην πραγματικότητα, είχε κατασκευάσει το πρώτο βαρόμετρο - από τις ελληνικές λέξεις βάρος και μέτρο - το οποίο πολλοί θεώρησαν σαν μια οριστική επιβεβαίωση της μηχανικής άποψης της φύσης. Πολλοί, αλλά με κανένα τρόπο όλοι. Η ιδέα ότι η απέχθεια προς το κενό έπαιζε κάποιο σοβαρό λόγο στην εξήγηση αυτών των αποτελεσμάτων, ήταν καλά υπεραμυνόμενη και πιστεύονταν ότι ήταν αληθοφανής, από πολλούς φιλοσόφους, στις αρχές και τα μέσα του 17ου αιώνα, οι οποίοι ήταν ευμενώς προδιατεθειμένοι ως προς το Μηχανισμό : ο Γαλιλαίος ήταν αυτής της άποψης.
Στη Γαλλία, ο Pascal αρχικά έκρινε ότι το πείραμα του Torricelli αποδείκνυε μόνο ότι η δύναμη της φυσικής αποστροφής προς το κενό, ήταν καθορισμένη. Αυτό που ο Torricelli είχε αποδείξει, ήταν ότι η δύναμή της είχε μετρηθεί και ήταν σχεδόν ίση με 33 πόδια νερού και 29 ίντσες υδραργύρου. Χωρίς να έχει εμπιστοσύνη στα λίγα τεχνητώς παραγόμενα αποτελέσματα, στο να γενικεύσει την φύση ο Pascal δεν ήταν υποχρεωμένος να αποδεχθεί την αναλογία με την μηχανική ισορροπία, εκτός και αν θα μπορούσε να ποικίλει τα βάρη και στις δύο πλευρές. Στα τέλη του 1647 ο Pascal ζήτησε από τον κουνιάδο του Florin Perier να κουβαλήσει το βαρόμετρο του Torricelli πάνω στη κορυφή του ηφαιστείου στην κεντρική Γαλλία, το οποίο ονομάζεται Puy de Dome και να παρατηρήσει τι αλλαγές, αν υπήρχαν, προκαλούσε η μεγαλύτερη ανύψωση στις στάθμη του υδραργύρου. Όταν έγινε τελικά η ανάβαση, τον Σεπτέμβριο του 1648, ένα παρόμοιο βαρόμετρο είχε αφεθεί στην προσοχή ενός μοναχού στην μονή στην βάση του βουνού, έτσι ώστε η σημειωμένη στάθμη του υδραργύρου σε αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα ΄΄τσεκάρισμα΄΄. Ο κουνιάδος ανέφερε ότι η στάθμη του υδραργύρου πάνω στην κορυφή - περίπου 3.000 πόδια πάνω από το σημείο εκκίνησης - ήταν περίπου 3 ίντσες χαμηλότερα. Λιγότερο από ατμόσφαιρα είχε απομείνει στο βαρόμετρο στην κορυφή και μια ατμόσφαιρα στους πρόποδες του βουνού. Η συμπεριφορά του βαρόμετρου θεωρούνταν ότι προκαλούνταν από το βάρος του αέρα και με τη σειρά, ότι ήταν ένα αξιόπιστο μέτρο του βάρους. Ο Pascal, κατόπιν, ανακοίνωσε την μεταστροφή του στη μηχανική άποψη : ΄΄ Όλα τα αποτελέσματα αποδίδονταν {στην αποστροφή προς το κενό} και οφείλονταν στο βάρος και στην πίεση του αέρα, τα οποία είναι οι μοναδικές πραγματικές τους αιτίες΄΄10 . Το να είσαι ένας μηχανικός φιλόσοφος, σήμαινε ότι προτιμούσες άψυχες ερμηνείες, όπως το βάρος του αέρα, στην υπαινισσόμενη σκοπιμότητα της αποστροφής των αντικειμένων.
Πολλοί μηχανικοί φιλόσοφοι αντιπαρέθεταν τις εκτιμήσεις τους, πάνω στα φυσικά φαινόμενα, σε αυτούς που επικαλούνταν ΄΄υπερφυσικές ΄΄ δυνάμεις. Στην Αναγέννηση, η ΄΄φυσική μαγική΄΄ παράδοση, για παράδειγμα, ήταν κοινό να υποθέσει ότι τα σώματα θα μπορούσαν να δράσουν το ένα πάνω στο άλλο από απόσταση, μέσα από τις κρυφές δυνάμεις της συμπάθειας, της έλξης ή της απέχθειας. Παρόλο που τα αποτελέσματα τέτοιων δυνάμεων θεωρούνταν ορατά, τα μέσα με τα οποία δρούσαν ήταν κρυμμένα (και αυτός ήταν ο λόγος που ονομάζονταν υπερφυσικές) και δεν θα μπορούσαν να είναι συγκεκριμένες σε ότι αφορά τις συνηθισμένες ΄΄προφανείς΄΄ ιδιότητες της λογικής ουσίας. Επικαλούνταν τις υπερφυσικές δυνάμεις στο ότι οι αστρολογικές επιρροές από τα ουράνια σώματα, όπως είναι οι πλανήτες, υποτίθεται ότι δρούσαν πάνω στις γήινες υποθέσεις, ότι ο ήλιος είχε την ικανότητα να ασπρίζει, ότι το ραβέντι μπορούσε να δράσει ως καθαρτικό, και ότι ο μαγνήτης μπορούσε να έλκει το σίδερο. Αυτές οι δυνάμεις θεωρούνταν ότι ήταν αντιληπτές, από τα αποτελέσματά τους, αλλά δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν από την προφανή εμφάνιση των πλανητών, του ηλίου, του ραβεντίου ή των μαγνητών11 . Το ανθρώπινο σώμα (ο μικρόκοσμος) ήταν συνδεδεμένο με το σύμπαν (ο μακρόκοσμος) μέσα από μια σειρά κρυφών αντιδράσεων και επιρροών. Μερικοί από τους νέους φιλόσοφους προσπαθούσαν να αμφισβητήσουν την ισχύ των υπερφυσικών δυνάμεων και να απορρίψουν μερικές, τουλάχιστον, από τις υποθέσεις της αστρολογικής παράδοσης. Από τους αστρονόμους, ο Kepler και ο σύγχρονός του Tycho Brahe, ήταν ειδικοί στην αστρολογία και ο Bacon και ο Boyle, για παράδειγμα, δέχτηκαν τη θεωρία των φυσικών ουράνιων επιρροών ολοκληρωτικά, ενώ εξέφραζαν σκεπτικισμό σε ότι αφορούσε κάποιες επιπλέον φιλόδοξες προφητικές θεωρίες της αστρονομίας. Ο Boyle και κάποιοι συνεργάτες του από το Royal Society του Λονδίνου, στα 1660 και 1670, δεν είχαν καμιά απορία σχετικά με τα εξαϋλωμένα πνεύματα, τις μάγισσες και τα φαινόμενα που εξαρτιόνταν από δαιμόνια στον φυσικό κόσμο, παρόλο που, όπως θα δούμε, η θέση στην μηχανική φιλοσοφία και τα μέσα που χρησιμοποιούνταν στη τεκμηρίωση της αλήθειας των διαφόρων θεωριών, συνιστούσαν επιχειρήματα και έλεγχο. Αλλά ήταν χαρακτηριστικό της νέας θεωρίας να αμφιβάλλει για τους εμπειρικούς ισχυρισμούς της υπερφυσικής επιρροής, να προσπαθεί να τους εξηγήσει με υλικούς και μηχανικούς όρους.
Παρόλο που η μηχανική φιλοσοφία βελτιώθηκε πάρα πολύ σε αντίθεση με την Αριστοτελική θεωρία, η παράδοση του Αναγεννησιακού Νατουραλισμού, παρείχε επίσης ένα σημαντικό μοντέλο αντιπαράθεσης. Αυτός ο ΄΄νατουραλισμός΄΄ θεωρούνταν βαθιά ριζωμένος σε όλον τον πολιτισμό, και πολλοί από τους οπαδούς του Μηχανισμού είχαν ενοχληθεί από αυτά που θεωρούνταν ως συνέπειες του Νατουραλισμού, για ένα μεγάλο μέρος της προσφιλής κουλτούρας και των κοινωνικών θεωριών στη διάρκεια του 17ου αιώνα και του 18ου. Σε αυτήν τη αντίθεση οφείλονταν το ότι είχε εμφανισθεί και στηριχθεί η μηχανική αντίληψη της φύσης. Στις αρχές του 17ου αιώνα στην Ιταλία, για παράδειγμα, ο φιλόσοφος και μαθηματικός πατήρ Marin Mersenne (1588 - 1648) της καθολικής τάξης των Minims, είδε ότι πολλές επικίνδυνες συνέπειες προέκυπταν από την Αναγεννησιακή αναζωογόνηση της θεωρίας του ανιμισμού ή της κοσμικής ψυχής - η ιδέα ότι η ύλη είχε ζωή και ότι η φύση ταυτίζονταν με το Θεό. Τέτοιες θεωρίες έδωσαν ισχύ σε μαγικές πεποιθήσεις, σε θρησκευτική αίρεση, όπως είχε φοβηθεί ο Mersenne. O Mersenne πίστευε ότι η απόδοση υπερφυσικών δυνάμεων σε πράγματα, που κανονικά, δεν είχαν τέτοιες δυνάμεις, θα θόλωνε τη θρησκευτικά κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και στο υπερφυσικό - στην τελική φθορά της Χριστιανικής πεποίθησης και των Χριστιανικών νόμων.
Με τον χρωματισμό του φυσικού κόσμου με μια σειρά έμφυτων δυνάμεων, ο Αναγεννησιακός Νατουραλισμός είχε σαν σκοπό την κατάργηση του ερμηνευτικού ρόλου του Θεού ο οποίος σωστά θεωρούνταν σαν μια τελείως υπερφυσική οντότητα. Αυτό ήταν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, που έπρεπε να αντιτεθεί, στο όνομα της κύριας Χριστιανικής Θρησκείας. Παρόλο που ο Αριστοτελισμός έθετε πηγές που ήταν βασικά χρήσιμες στον αγώνα κατά του νατουραλισμού - για παράδειγμα, η έγκριση της ψυχής και η απόρριψη του ντετερμινισμού - η αποτελεσματικότητά του στην πρόκληση του Αναγεννησιακού νατουραλισμού, δεν ήταν καλή. Ο Αριστοτέλης δεν είχε προσφέρει πειστικές εξηγήσεις στα είδη των φαινομένων με τα οποία ασχολούνταν οι νατουραλιστές, για παράδειγμα, η μαγνητική έλξη και η θεραπευτική ιδιότητα των βοτάνων. Σύμφωνα με τον Mersenne, η ρίζα του προβλήματος ήταν στην ιδέα ότι η ύλη ήταν, κατά βάση, ενεργή και η αποτελεσματική λύση ήταν ότι η ύλη ήταν εντελώς παθητική και αδρανής - με άλλα λόγια, η μεταφυσική ήταν κατάλληλη στην μηχανική κατανόηση του φυσικού κόσμου.12 Έχοντας αυτή την ιδέα της παθητικής ύλης, οι άμεσες διακρίσεις ανάμεσα στο τι ήταν φυσικό και τι υπερφυσικό, θα μπορούσαν να φανούν. Πραγματικά, η αποδοχή της παθητικής ύλης ήταν βασική σε μια σειρά απόψεων του Μηχανισμού. Η επιρροή του Mersenne στην ανάπτυξη του Μηχανισμού και στην κατάλληλη άποψη, ήταν σημαντική. Είχε περιγραφεί λεπτομερώς από τον φίλο του, τον Descartes, στα 1630 και 1640, και με τη βοήθεια του Descartes είχε συνεχιστεί με τροποποιήσεις από τον Hobbes, τον Boyle και πολλούς άλλους. Και παρόλο που ιδέα ότι η ύλη ήταν παθητική, ήταν κεντρική στους μηχανικούς φυσικούς φιλοσόφους κατά την διάρκεια του 17ου αιώνα, παρέμενε συνεχώς κάτω από αμφισβήτηση από φιλοσοφικές και λαϊκές πηγές και οι τρόποι με τους οποίους λειτουργούσε σε συγκεκριμένους επεξηγηματικούς τομείς, ποικίλαν.
Ήταν μέρος της μηχανιστικής ορολογίας, ότι όλα τα αυθεντικά αποτελέσματα της φύσης ήταν ευεξήγητα όσον αφορούσε συνηθισμένες, κατανοητές, μηχανικές και υλικές αιτίες. Έτσι, ο Bacon ήταν δύσπιστος σχετικά με την φύση του πράγματος στην φημισμένη ΄΄αλοιφή του όπλου΄΄. Ήταν ευρύτατα γνωστό ότι μια πληγή που προκλήθηκε από ένα δεδομένο όπλο, θα μπορούσε να θεραπευτεί με τη επάλειψη με λάδι, όχι της πληγής αλλά του ξίφους ή του μαχαιριού που την προκάλεσε, ακόμα και αν η πληγή και το όπλο βρίσκονται τριάντα μίλια μακριά το ένα από το άλλο. Ο Bacon δεν ήταν ακόμη έτοιμος να αποδεχθεί ή να απορρίξει την πραγματικότητα του υποστηριζόμενου αποτελέσματος και πρότεινε ότι έπρεπε να γίνει αντικείμενο μεγαλύτερης κριτικής έρευνας. Θα μπορούσε να εξηγηθεί με μηχανικούς όρους, αλλά, πρώτα, η πραγματική ύπαρξη του φαινομένου έπρεπε να αποδειχθεί.13 Ο Bacon, επίσης, ερεύνησε ΄΄ πολλές αρχαίες και παραδεδηγμένες παραδόσεις και παρατηρήσεις, οι οποίες ήταν σχετικές με την συμπάθεια και τη αντιπάθεια των φυτών΄΄. Ήταν λογικό να δοθεί εξήγηση γιατί ορισμένα φυτά ευδοκιμούσαν καλύτερα όταν αναπτύσσονταν κοντά σε άλλα είδη, επειδή υπήρχαν μυστικές αρχές συμπάθειας. Σχετικά με αυτό, θεωρούσε την ύπαρξη ΄΄κάποιας τέτοιας μυστικής φιλίας και μίσους΄΄ σαν ΄΄τελείως λάθος΄΄ και έλεγε ότι μερικά αυθεντικά φαινόμενα θα μπορούσαν να οφείλονται σε γήινα αίτια - τα αποτελέσματα πάνω στα γειτονικά φυτά που ανέπτυσσαν συγκεκριμένα συστατικά στο χώμα.
Στα μέσα του 1660, ¶γγλοι φυσικοί φιλόσοφοι αμφισβητούσαν τόσο την ύπαρξη όσο και την κατάλληλη εξήγηση των ισχυριζόμενων ΄΄κατευναστικών΄΄ θεραπειών που αποδίδονταν στον Ιρλανδό θεραπευτή Valentine Greaterakes. Πολλές αξιόπιστες πηγές αποδείκνυαν ότι ο Greaterakes είχε θεραπεύσει αρρώστους από χαράδωση, έλκη και πέτρες στα νεφρά με την βοήθεια των χεριών του. Η προσέγγιση του Boyle σε αυτά τα ΄΄φοβερά κατορθώματα΄΄ ήταν μια επιφυλακτική απόδειξη της ύπαρξής τους και έδινε μια προσωρινή μηχανική εξήγηση του πως θα μπορούσαν πραγματικά να λειτουργούν. Είπε ότι δεν είχε πεισθεί, ότι υπήρχε κάτι ΄΄αγνά υπερφυσικό΄΄ σχετικά με τις θεραπείες και προσπαθούσε ΄΄να δώσει μια φυσική εξήγηση΄΄ για αυτές. Ίσως, οι υλικές ΄΄θεραπευτικές αναθυμιάσεις΄΄ περνούσαν από το σώμα του Greaterakes σε αυτό του ασθενή, και ίσως ήταν αυτέ οι αναθυμιάσεις που προκαλούσαν την θεραπεία. Η εκπομπή της υλικής αναθυμίασης και των αποτελεσμάτων που προέκυπταν, θεωρούνταν ιερώς επεξηγήσιμες με μηχανικούς όρους. Τίποτα μυστικό ή υπερφυσικό δεν χρειάζεται να επικαλεστεί. Αν έπρεπε να υπάρχει απορία σχετικά με τις καταπληκτικές θεραπείες, θα έπρεπε να αφορά τις μηχανικές αιτίες στη φύση του Θεού, όχι τα πράγματα που θεωρούνταν ως μυστήρια και άϋλα..





Η Μαθηματικοποίηση Των Ιδιοτήτων

Στην περίληψη του Boyle υπήρχαν μόνο ΄΄δύο μεγάλες αρχές΄΄ της μηχανικής φιλοσοφίας : η ύλη και η κίνηση. Δεν υπήρχαν αρχές πιο βασικές, πιο απλές, πιο περιεκτικές και πιο κατανοητές. Η ύλη και η κίνηση ήταν σαν τα γράμματα της αλφαβήτου, απλές και πεπερασμένες αλλά ικανές σε συνδυασμό με την παραγωγή, σχεδόν απεριόριστης, ποικιλίας. Μέχρι εδώ, όσον αφορά την ιδανική φανταστική πρακτική της φυσικής φιλοσοφίας, κάθε τι στον φυσικό κόσμο εξηγούνταν με την αναφορά στα μη επιδεχόμενα απλοποίηση κομμάτια της ύλης και στα είδη της κίνησης : αυτό ήταν ένα πράγμα που έκανε την κατανόηση της φύσης ίδια με την κατανόηση των μηχανών. Τίποτα μυστικό δεν θεωρούνταν ότι υπήρχε στην ύλη και στην κίνηση. Μια μηχανική άποψη της φύσης είχε πάρει τότε την τελική της μορφή και περιεχόμενο : προσδιορίζοντας το σχήμα, το μέγεθος, την διάταξη και την κίνηση των υλικών συστατικών των πραγμάτων που εμπλέκονταν.
Οι μηχανικοί φιλόσοφοι του 17ου αιώνα, καθόρισαν την νομιμότητα μιας τέτοιας άποψης της βασικής δομής της φύσης πάνω σε βιβλικές πηγές. Η απόκρυφη Σοφία του Σολόμωντα θεωρούσε ότι ο Θεός ΄΄είχε διαθέσει σε όλα τα πράγματα, πλήθος, βάρος και μέγεθος΄΄, και παρόμοιες αντιλήψεις είχαν, έντονα, εκφρασθεί στην διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτό που ήταν νέο τον 17ο αιώνα, ήταν η ισχύς με την οποία οι αρχές της ύλης και της κίνησης ήταν προηγμένες σαν επεξηγηματικές πηγές της σωστής φυσικής φιλοσοφίας. Αν μια διαδεδομένη θεώρηση της φυσικής φιλοσοφίας ασχολούνταν με πηγές εκτός της ύλης και της κίνησης, θα διακινδύνευε να χαρακτηριστεί ως ακατάληπτη, ότι δεν είναι καν φιλοσοφική.
Παρά την βασική συμφωνία μεταξύ των μηχανικών φιλοσόφων, η ακρίβεια και το περιεχόμενο των μηχανικών θεωρήσεων σχετικά με συγκεκριμένα φυσικά φαινόμενα, ποικίλαν αρκετά από πρακτικό σε πρακτικό. Ο Descartes προτιμούσε να εξηγεί λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο το μέγεθος, το σχήμα, η κίνηση και τα είδη της αλληλεπίδρασης των ανεπαίσθητων κομματιών της ύλης θα μπορούσαν να παράγουν ποικίλα φυσικά αποτελέσματα. Θεωρούσε ότι όλα τα φυσικά σώματα αποτελούνταν από τρία ΄΄στοιχεία΄΄, περιλάμβαναν, ουσιαστικά, την ίδια ύλη, αλλά διέφεραν στο μέγεθος και στο σχήμα. Για μικρό μέγεθος, τα στοιχεία προέρχονταν από το τι ονόμαζε, μερικές φορές , ΄΄φωτιά΄΄ (το μικρότερο) ή ΄΄αέρα΄΄, ΄΄γη΄΄ (το μεγαλύτερο).14 Μερικά σώματα - για παράδειγμα, ο ήλιος και τα απλανή αστέρια - ήταν ΄΄αγνά΄΄, αποτελούνταν από ένα στοιχείο της φωτιάς, άλλα είχαν ΄΄σύνθετη΄΄ σύσταση, για παράδειγμα, όλα τα σώματα που συναντάμε στο γήινο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένου τα ζωντανά σώματα. Οι φυσικές εξηγήσεις του Καρτέσιου, τότε, σχετίζονταν με την ερμηνεία της συγκεκριμένης σύστασης των σωμάτων και της μοριακής κατάστασης της κίνησης.
Ο μαγνητισμός, για παράδειγμα, εξηγήθηκε σε σχέση με τα μόρια που είχαν τη μορφή βίδας και προέρχονταν από ένα στρόβιλο γύρω από την γη, τα οποία μόρια ταιριάζουν τέλεια, μέσα στους σχηματισμένους πόρους του σιδήρου (σχ. 9). Η κίνηση αυτών των μορίων που διαχέονται ανάμεσα στον μαγνήτη και σε ένα κομμάτι σιδήρου, έδιωχνε τον αέρα ανάμεσα από τα δύο σώματα και έτσι τα έφερνε κοντά . Η ύπαρξη των δύο μαγνητικών πόλων εξηγήθηκε από την ύπαρξη των αριστερόστροφων και δεξιόστροφων κοχλιών. Παρόμοια, το ανθρώπινο σώμα θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν να ήταν ΄΄μια γήινη μηχανή΄΄. Η πέψη ήταν ο διαχωρισμός, λόγω της θερμότητας, των μορίων της τροφής, ένας γενικός διαχωρισμός, που τελικά διώχνει τα άχρηστα μόρια μέσω του πρωκτού και τα καλύτερα μόρια διαχέονται στους κατάλληλου μεγέθους πόρους του εγκεφάλου και στα όργανα της αναπαραγωγής. Η ΄΄φυσική ευδιαθεσία΄΄ του σώματος οφείλονταν στα μικρότερα και στα πιο δραστήρια μόρια μέσα στο σώμα, τα οποία εισέρχονται στις κοιλότητες του εγκεφάλου και, έπειτα, διαχέονταν στα κοίλα νεύρα και στους μυς και παρήγαν αισθητήρια και κινητικά αποτελέσματα τα οποία μπορούσαν να εξηγηθούν με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούνταν για τις τεχνητές βρύσες και τις μηχανικές επινοήσεις. Έτσι, παραδείγματα που κάποιος θα μπορούσε να ονομάσει ΄΄αντανακλαστική αντίδραση΄΄, θα μπορούσαν ειδικά, να ερμηνευτούν με μηχανικούς όρους. Τα μόρια της φωτιάς Α (σχ. 10) κινούνται πολύ γρήγορα και έτσι, πιέζουν αρκετά το προκείμενο δέρμα Β, αυτό τραβά το νεύρο cc, το οποίο ανοίγει τον πόρο de, ο οποίος καταλήγει στον εγκέφαλο, ΄΄όπως όταν τραβάς την άκρη ενός σχοινιού και ταυτόχρονα χτυπάει το καμπανάκι στην άλλη άκρη΄΄. Αυτός ο πόρος είναι πολύ ανοιχτός, η φυσική ευδιαθεσία που περιέχεται στον εγκέφαλο στην κοιλότητα F, την οποία διαπερνά και ρέει μέσω αυτής, ‘’ένα μέρος στους μυς οι οποίοι εξυπηρετούν στο να απομακρύνουν το πόδι από την φωτιά, ένα μέρος σε αυτούς που κάνουν τα μάτια και το κεφάλι να γυρίσουν έτσι ώστε να κοιτάξει εκεί, και ένα μέρος σε αυτούς που κάνουν τα χέρια και όλο το σώμα να λυγίσει ώστε να το προστατέψει΄΄.
Παρόλη την υψηλόβαθμη μικρομηχανική ακρίβεια του Descartes, οι ¶γγλοι μηχανικοί φιλόσοφοι προτιμούσαν να ακολουθούν τον Boyle έτσι ώστε να έχουν μια πιο επιφυλακτική προσέγγιση. Ο Boyle ήταν πεπεισμένος ότι η αρχική δημιουργία του κόσμου είχε προκαλέσει τον διαχωρισμό της ομογενοποιημένης ΄΄παγκόσμιας ύλης΄΄ σε ΄΄μικρά κομμάτια με πολλά μεγέθη και σχήματα, που κινούνταν ποικιλοτρόπως.΄΄ (Αυτός ήταν ο λόγος που ο Boyle δίσταζε να ορίσει την νέα φιλοσοφία είτε ΄΄μηχανική΄΄ ή ΄΄σωματιδιακή΄΄). Αυτά τα μόρια ή σωμάτια ήταν ΄΄συνδεδεμένα με μικροσκοπικά κομμάτια μάζας ή συμπλέγματα΄΄ τα οποία διέφεραν από αυτά στα οποία ο Boyle αναφέρονταν ως τις ΄΄συστάσεις΄΄ τους, ή την χωρική διάταξη των μερών τους. Τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες των πραγμάτων εξηγούνται ΄΄από την φύση της κίνησης, του μεγέθους, του σχήματος και της κατάστασης΄΄ των σωματιδίων. Η αλλαγή στα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να εξηγηθεί με την αλλαγή της σύστασης των σωματιδίων ή των μορίων της κίνησης. Η διαφορά μεταξύ της θεωρίας του Boyle από αυτή του Descartes οφείλονταν στη μεγάλη επιφυλακτικότητα της μετακίνησης από τις μηχανικές αρχές στις μηχανικές λεπτομέρειες της θεωρίας του Boyle για φαινόμενα όπως είναι η πίεση του αέρα. Η ύλη και η κίνηση, πιο συγκεκριμένα, οι αρχές στις οποίες αποδίδονταν μηχανικοί όροι ΄΄καταληπτά΄΄ - κάποιος θα μπορούσε να μοντελοποιήσει τον αόρατο κόσμο των σωματιδίων πάνω στα ορατά και απτά φαινόμενα τα οποία οφείλονται στη συμπεριφορά των μεσαίου - μεγέθους αντικειμένων στον κόσμο της καθημερινής εμπειρίας.
Μερικοί φιλόσοφοι συμπέραναν ότι το μόλις πρόσφατα εφευρισκόμενο τηλεσκόπιο θα μπορούσε, σύντομα, να κάνει τα σωματίδια ορατά : άλλωστε, η τεχνητή όραση δεν είχε κιόλας αποκαλύψει ότι οι μακροσκοπικά λείες επιφάνειες, ήταν μικροσκοπικά ανώμαλες. (σχ. 11) ; Ο Δανός μικροσκοπιστής Antoni van Leeuwenhoek (1632 - 1723) , ο οποίος ήταν, εν μέρει, εμπνευσμένος από την θεωρία του Descartes για την ύλη, αρχικά ανέφερε ότι όλα τα σώματα αποτελούνταν από μικρά ΄΄σφαιρίδια΄΄, τα ίδια σφαιρίδια που, επανειλημένα, είχα δει σε ένα μεγάλο μέρος των μικροσκοπικών παρατηρήσεων. Πιο επιφυλακτικά, ο ¶γγλος μικροσκοπιστής και πειραματιστής Robert Hooke, εξέφρασε την ελπίδα ότι μέσα από τις βελτιώσεις του μικροσκοπίου, θα μπορούσαμε τελικά μα δούμε τα ΄΄σχήματα των σύνθετων σωματιδίων της ύλης΄΄, και ο συνάδελφός του Robert Boyle, ακόμα πιο επιφυλακτικά, δήλωσε : ΄΄Αν είμαστε αρκετά οξυδερκείς, ή είχαμε τέτοια τέλεια μικροσκόπια, τα οποία φοβάμαι ότι πρέπει να τα ευχόμαστε από το να τα ελπίζουμε, η ενισχυμένη αίσθησή μας θα μπορούσε να διακρίνει.... τα συγκεκριμένα μεγέθη, σχήματα και θέσεις των πάρα πολύ μικρών σωμάτων΄΄ τα οποία είναι, για παράδειγμα, η αιτία του χρώματος. Παρόμοια, ο Hooke ανέφερε την πιθανότητα ότι το μικροσκόπιο θα έπαιρνε μακριά, οριστικά την υπόθεση των ΄΄μυστικών΄΄ χαρακτηριστικών με το να κάνει ορατές αυτές τις ΄΄μικρές Μηχανές της Φύσης΄΄ από τις οποίες τα αποτελέσματα, όντως, πραγματοποιούνται. Αλλά οι περισσότεροι πρακτικοί δέχτηκαν ότι ο σωματιδιακός κόσμος ήταν, και πιθανότητα, θα παρέμενε για πάντα, απρόσιτος για την ανθρώπινη όραση και ότι οι μικρομηχανικές εξηγήσεις αυτού του είδους, επομένως είχαν, αναγκαστικά, ένα υποθετικό χαρακτήρα - και αυτό επειδή, η φυσικοί τους αλήθεια δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδειχθεί με λογικά μέσα.
Ο Σωματιδιασμός είχε προήχθη σαν ένας φιλοσοφικά εύλογος τρόπος για την ερμηνεία της συμπεριφοράς των ορατών σωμάτων, και θεωρήθηκε αξιόπιστος καθώς τα μικροσκόπια αποκάλυπταν όλο και περισσότερες, ποιοτικώς διαφορετικές κρυμμένες ιδιότητες, και ειδικά, καθώς πολλά φυσικά φαινόμενα δείχνονταν ότι ήταν συμβατά με την αρχή της ύλης - και κίνησης θεωρίας. Όπως ο Descartes, ο Boyle έγραψε εκτεταμένα, σε μια προσπάθεια να δείξει πως μια μεγάλη σειρά από φυσικά φαινόμενα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν από το μέγεθος, το σχήμα, τη σύσταση και την κίνηση των σωματιδίων. Αλλά, αντίθετα με τον Descartes, ο Boyle, σπάνια ανάλυε λεπτομερώς ποια ήταν τα σχετικά μεγέθη, σχήματα, συστάσεις και κινήσεις που παρήγαγαν μαγνητισμό, ψύχος, οξύτητα κτλ. Θεωρούσε πως το καθήκον του ήταν απλά να δείξει την δύναμη και την αληθοφάνεια των σωματιδιακών εξηγήσεων, αρχικά. Ο σωματιδιακός μηχανισμός του 17ου αιώνα, συνεπώς εκτείνονταν σε μια κλίμακα από το μεθοδολογικά γενικό στο επεξηγηματικά συγκεκριμένο.
Μοριακοί και μηχανικοί φιλόσοφοι σκόπευαν να δώσουν μια αληθοφανή θεώρηση των παρατηρούμενων ιδιοτήτων των σωμάτων - το ψύχος τους, η γλυκύτητα, το χρώμα, η ελαστικότητα κτλ - αλλά ήθελαν να το κάνουν αυτό μιλώντας για ένα βασίλειο σωματιδίων, τα οποία μπορούσαν να παρατηρηθούν και τα οποία στερούνταν τις ιδιότητες αυτές στον εαυτό τους. Έτσι, αν κάποιος ρωτούσε γιατί το τριαντάφυλλο είναι κόκκινο και μυρίζει ωραία, η απάντηση δεν θα ήταν ότι τα βασικά συστατικά του είχαν τις ιδιότητες του κόκκινου χρώματος και της ωραίας μυρωδιάς. Αυτό το σημείο είχε βασική σημασία στην κριτική του Αριστοτελισμού. Από τη μία, η μηχανική θεώρηση, θεωρούνταν ως μοναδικά καταληπτή, από την άλλη, αναφέρονταν σε μια βασική πραγματικότητα, η οποία είχε πολλές ιδιότητες, ποιοτικώς, διαφορετικές από αυτές που ήταν γνωστές από την κοινή εμπειρία.
Η διάκριση στην ερώτηση, συνήθως, είναι η διάκριση ανάμεσα στις ΄΄βασικές΄΄ και ΄΄δευτερεύουσες΄΄ ιδιότητες, και παρόλο που είχε γίνει πανταχού παρούσα στη φιλοσοφία του 17ου αιώνα, δεν υπήρχαν ούτε δύο εκδοχές της που να ήταν ίδιες. Παρόλο που στοιχεία αυτής της διάκρισης, παρουσιάζονται στη δουλειά Ελλήνων ΄΄ατομικών΄΄, όπως ήταν ο Δημόκριτος (460 - 370 π.Χ.) και ο Επίκουρος (341 - 270 π.Χ.), η πιο πρόσφατη διάρθρωσή της, στον 17ο αιώνα, βρίσκεται στο The Assayer του Γαλιλαίου, του 1623. Εκεί, ο Γαλιλαίος σημείωνε ότι οι άνθρωποι, κοινώς, είχαν εμπειρία από αντικείμενα τα οποία καλούνται ζεστά. Σαν μια αναφορά της υποκειμενικής αίσθησης, δεν υπάρχει τίποτα λάθος με το να πεις ότι ΄΄αυτό το δοχείο είναι ζεστό΄΄. Εκεί που οι άνθρωποι κάνουν λάθος, ανέφερε ο Γαλιλαίος, είναι στο ότι θεωρούν ότι ΄΄η θερμότητα είναι πραγματικό φαινόμενο ή ιδιότητα ή χαρακτηριστικό, η οποία, γενικά, ανήκει στο υλικό από το οποίο αισθανόμαστε ότι ζεσταινόμαστε΄΄. Παρόλο που δεν μπορούμε να σκεφτούμε ένα αντικείμενο χωρίς να θεωρήσουμε ότι έχει ένα συγκεκριμένο σχήμα, μέγεθος και είδος κίνησης, ο Γαλιλαίος σημείωσε ότι μπορούμε, εύκολα, να φανταστούμε αντικείμενα, τα οποία δεν είναι κόκκινα ή γλυκά ή ζεστά. Αυτές οι τελευταίες ιδιότητες είναι ό,τι δείχνουν στις αισθήσεις μας, όταν συναντάμε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, όχι τι βρίσκεται μέσα στο αντικείμενο : ΄΄Από εδώ και πέρα, νομίζω πως οι γεύσεις, οι οσμές, τα χρώματα κτλ δεν είναι τίποτα άλλο από απλά ονόματα, όσον αφορά το αντικείμενο στο οποίο τα προσδίδουμε και ανήκουν μόνο στη συνείδηση΄΄.
Οι βασικές ιδιότητες ήταν αυτές που πραγματικά, ανήκαν σε ένα αντικείμενο, μέσα του : το ουσιαστικό σχήμα, μέγεθος και κίνηση. Καλούνταν βασικές (ή μερικές φορές ΄΄απόλυτες΄΄) γιατί κανένα αντικείμενο ή τα συστατικά του, δεν μπορούσαν να περιγραφτούν χωρίς να γίνει αναφορά σε αυτά. Οι δευτερεύουσες ιδιότητες - η κοκκινάδα, η γλυκύτητα, η θερμότητα, κτλ - προέρχονταν από τις κύριες ιδιότητες του αντικειμένου. Η βασική προκαλούσε (και χρησιμοποιούνταν να εξηγήσει) την δευτερεύουσα. Έτσι, στην σωματιδιακή φιλοσοφία, τα βασικά κομμάτια του σώματος δεν ήταν μέσα τους ούτε κόκκινα, ούτε γλυκά, ούτε θερμά, αλλά το μέγεθός τους, το σχήμα, η διάταξη και οι κινήσεις θα μπορούσαν να παράγουν αυτά τα αποτελέσματα σε μας. Όλη η παρατηρούμενη ποικιλία των φυσικών σωμάτων μπορούσε να εξηγηθεί με τις μηχανικά απλές και αρχέγονες ιδιότητες, οι οποίες, απαραιτήτως, άνηκαν σε όλα τα σώματα μέσα τους, και όχι στα τριαντάφυλλα ή στις ράβδους σιδήρου ή στους μαγνήτες, σαν τύπους σωμάτων. Όπως, ο ¶γγλος φιλόσοφος John Locke (1632 - 1704) ανέφερε , ΄΄Δεν υπάρχει τίποτα σαν τις ιδέες μας (για τα σώματα), που υπάρχουν μέσα στα ίδια τα σώματα. Οι ιδέες που έχουμε σχετικά με την γλυκύτητα, την κοκκινάδα και την θερμότητα, δεν είναι τίποτα άλλο από τα αποτελέσματα, πάνω μας, του ΄΄συγκεκριμένου όγκου, σχήματος και κίνησης των αόρατων μερών΄΄ των σωμάτων. Μόνο μερικές από τις ιδέες μας πάνω στα αντικείμενα, θα μπορούσαν, τώρα, να θεωρηθούν ως αντικειμενικές - και αυτό, όσον αφορά, την φύση των πραγμάτων - και αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τις ιδέες ότι τα σώματα έχουν συγκεκριμένα σχήματα, μεγέθη και κινήσεις. Αλλά, άλλες εμπειρίες και ιδέες θα έπρεπε, τώρα, να θεωρηθούν ως υποκειμενικές - το αποτέλεσμα του πως ο αισθητήριος μηχανισμός μας, ενεργά, επεξεργάζεται εντυπώσεις που προέρχονται από το πραγματικό βασικό βασίλειο. Ακόμη, το τριαντάφυλλο της κοινής εμπειρίας θεωρούνταν, όχι σαν μια διάταξη του συνόλου των χαρακτηριστικών, αλλά σαν ο εαυτός του : κόκκινο, κάπως κυκλικό, με γλυκιά μυρωδιά, τρεις ίντσες μακρύ κτλ. Η διάκριση ανάμεσα στις βασικές και δευτερεύουσες ιδιότητες, όπως ακριβώς και η άποψη του Κοπέρνικου για τον κόσμο, έμπαινε σαν σφήνα ανάμεσα στον χώρο της φιλοσοφικής θεώρησης και της κοινής λογικής. Η μικρομηχανική πραγματικότητα προηγούνταν της κοινής λογικής και η υποκειμενική εμπειρία ήταν αποκομμένη από τις εξηγήσεις για ό,τι αντικειμενικά υπήρχε. Η πραγματική αισθητήρια εμπειρία μας, με την οποία είμαστε φτιαγμένοι, δεν προσέφερε αξιόπιστο οδηγό του πως ήταν πραγματικά ο κόσμος. Συμπερασματικά, αυτή η βασική διάκριση έκανε ένα μεγάλο βήμα, όπως ο ιστορικός Ε.Α. Burtt είχε γράψει για ΄΄την ερμηνεία του ανθρώπου, που είναι κάπως έξω από το πραγματικό και βασικό βασίλειο΄΄. Τα ανθρώπινα όντα και η ανθρώπινη εμπειρία, δεν θεωρούνταν πλέον ως ΄΄το μέτρο για όλα τα αντικείμενα΄΄.
Με αυτή την υπόθεση, οι μηχανικοί φιλόσοφοι τοποθετούσαν τους εαυτούς τους, όχι μόνο απέναντι στην κοινή εμπειρία και στην κοινή λογική, αλλά επίσης, απέναντι στο κεντρικό Αριστοτελικό δόγμα των ΄΄ουσιωδών μορφών΄΄ (ή ΄΄πραγματικών χαρακτηριστικών΄΄). Οι Αριστοτελικοί του Μεσαίωνα, καθώς και σύγχρονοι, αρέσκονταν στο να κάνουν μια αναλυτική διάκριση ανάμεσα στην ΄΄ύλη΄΄ και στη ΄΄μορφή΄΄ των σωμάτων.15 Χωρίς ακρίβεια, θεωρούσαν ότι η ύλη ενός μαρμάρινου αγάλματος, είναι το υλικό υπόστρωμα από το οποίο το άγαλμα του Αλέξανδρου ή το άγαλμα του αλόγου του, θα μπορούσε να φτιαχτεί. Μπορείς να φτιάξεις το άγαλμα κάποιου ή οποιουδήποτε αντικειμένου, εξ’ ολοκλήρου, από μάρμαρο και έτσι η ΄΄ύλη΄΄ ενός συγκεκριμένου αγάλματος δεν δίνει μια ακριβή ερμηνεία του τι είναι. Η ΄΄μορφή΄΄ ενός δεδομένου αγάλματος είναι αυτή η ασήμαντη αρχή της διάταξης, η οποία το κάνει να αναπαριστάνει τον Αλέξανδρο ή το άλογο του Αλέξανδρου. Η ΄΄ουσία΄΄, από την οποία κάθε δεδομένη οντότητα είναι φτιαγμένη, δεν έχει δικές της ιδιότητες, η ΄΄μορφή΄΄ είναι αυτή με την οποία η ΄΄ουσία΄΄ είναι προικισμένη και το κάνει αυτό ή το άλλο σώμα. Οι μορφές ήταν πραγματικές οντότητες, δεν ήταν υλικές αλλά ήταν συνδεδεμένες με την ύλη. Παρόμοια, κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για την ουσιώδη μορφή του τριαντάφυλλου ή του ποντικιού. Η ουσιώδης μορφή αυτών των πραγμάτων ήταν αυτό που έδινε στην ύλη που περιείχαν, την κοκκινάδα της ή την μορφή ποντικιού. Κάθε δεδομένο τριαντάφυλλο ή ποντίκι μπορούσε να έχει συγκεκριμένα σχήματα τα οποία δήλωναν την μοναδικότητά του, αλλά αυτά θεωρούνταν ως ΄΄τυχαία΄΄ και δεν είχαν να κάνουν με την ουσιώδη μορφή - η οποία είναι αυτή που κάνει ένα τριαντάφυλλο ή ένα ποντίκι. Έτσι, για τους Αριστοτελικούς, μια φυσική ερμηνεία των πραγμάτων, πάντα, είχε μια αδυναμία στο να προσδιορίσει ποιοτικά τον χαρακτήρα : τα πράγματα ήταν αυτά που ήταν, και όχι κάτι άλλο, επειδή είχαν τα πραγματικά χαρακτηριστικά των ειδών, μέσα τους. Η συνηθισμένη αισθητηριακή αντίληψή μας, πραγμάτων προκαλούνταν από τις μορφές των αντικειμένων και, επομένως, υπήρχε μια ποιοτική σχέση ανάμεσα στο πως ήταν ο κόσμος και πως τον αντιλαμβανόμασταν.
Αυτές οι ΄΄βασικές μορφές΄΄ ήταν ένα αγαπημένο αντικείμενο για γελοιοποίηση από τους μηχανικούς φιλοσόφους και η μοντέρνα απόρριψη των βασικών μορφών, βοήθησε στο να σημειωθεί τι μπορούσε να δώσει μια ορθή μηχανική και κατανοητή θεώρηση της φύσης. Για τον Bacon, οι Αριστοτελικές μορφές ήταν ΄΄επινοήματα του ανθρώπινου μυαλού΄΄. Ο Boyle θεωρούσε ότι ήταν, απλά, ανόητο να μιλήσει για μορφές που δεν ήταν υλικές αλλά ΄΄ανήκαν΄΄ σε υλικά σώματα. Αυτές οι οντότητες δεν θα μπορούσαν να υπολογιστούν με κατάλληλες φυσικές ερμηνείες και η φιλοσοφία της ύλης - και - κίνησης δεν ασχολούνταν καν με τέτοια πράγματα. Οι βασικές μορφές θεωρούνταν ως μυστικές ιδιότητες. Ήταν ακατάληπτες και δεν αποτελούσαν μέρος μια καλά συσταμένης φυσικής φιλοσοφίας. Ο Locke συμφωνούσε ότι κάποιος δεν θα μπορούσε να διαμορφώσει μια εμπεριστατωμένη άποψη, σχετικά με τις επουσιώδης βασικές μορφές : ΄΄Όταν μου λένε ότι {υπάρχει} κάτι άλλο εκτός από το σχήμα, το μέγεθος και την θέση των στέρεων κομματιών αυτού του σώματος στην ουσία του, κάτι το οποίο καλούνταν βασική μορφή, ομολογώ πως δεν έχω καμία ιδέα, σχετικά με αυτό. Για τον Hobbes οτιδήποτε σχετικό με τις ΄΄άϋλες ουσίες΄΄ (συμπεριλαμβανομένου τις βασικές αρχές) ήταν γεμάτο ιδεολογία. Το ότι αυτή η ιδέα ήταν κεντρική στην Αριστοτελική φιλοσοφία, φαίνεται από την χρήση της από ιερείς, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τις έννοιες των βασικών μορφών, των διαχωρισμένων ουσιών και των άϋλων ουσιών για να αρπάζουν δύναμη ώστε να τρομάζουν της μάζες και να τις κρατούν στο δέος. Τα υλικά σώματα δεν έχουν μορφές ή ουσίες μέσα τους όπως ήταν : η υλική τους φύση - όπως ορίστηκε από την μηχανική φιλοσοφία - είναι η φύση τους. Ό,τι δεν ήταν υλικό και ορατό στα αποτελέσματά του, θεωρούνταν μυστήριο και απόκρυφο, όχι καταληπτό, ότι δεν ανήκε στην θεωρία της μηχανικής φιλοσοφίας της φύσης.
Η συνεχής επιμονή των μηχανικών φιλοσόφων στο ότι οι εξηγήσεις τους ήταν, μοναδικά καταληπτές, ήταν, όπως έχουμε δει, μια αξιοσημείωτη διαφωνία υπέρ τους. Κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει πως οι μηχανικές εξηγήσεις ήταν αποδεκτές και πως οι μη μηχανικές εξηγήσεις απορρίφθηκαν, χωρίς να ληφθεί υπόψη η σημασία αυτής της συχνά παρατηρούμενης διάκρισης στην κατανόηση. Παρόλα αυτά, από μια απαλλασσόμενη άποψη, υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα τα οποία αξίζει να σημειωθούν, σχετικά με την βασική δόμηση και, άρα, με το αντικείμενο των μηχανικών εκτιμήσεων. Τέτοιες εξηγήσεις έχουν ένα δομικό χαρακτήρα. Και αυτό επειδή, τα χαρακτηριστικά και η συμπεριφορά μιας σύνθετης φυσικής οντότητας, εξηγούνται σε σχέση με την σύστασή της - τα συστατικά κομμάτια της, τις συνθέσεις, τη συμπεριφορά. Όπως έχουμε δει, οι δομικές εξηγήσεις της μηχανικής φιλοσοφίας, τυπικά, προέρχονταν από τους ΄΄μικρομηχανισμούς΄΄. Έτσι, για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να εξηγήσει την θερμότητα, αναφερόμενος στις γρήγορες και κρουστικές κινήσεις των αόρατων σωματιδίων από τα οποία τα θερμά αντικείμενα αποτελούνται. Ή, όπως αναφέρεται σε ένα παράδειγμα στο επόμενο κεφάλαιο, κάποιος θα μπορούσε να εξηγήσει την πίεση του αέρα, στηριζόμενος στα ελαστικά χαρακτηριστικά των αόρατων σωματιδίων από τα οποία αποτελείται ο αέρας.
Το νόημα τέτοιων εξηγήσεων έγκειται στην περίπτωση ότι σε πολλές περιπτώσεις, κάποιος θα μπορούσε να αναφερθεί στα ορατά και απτά παραδείγματα του καθημερινού κόσμου της ανθρώπινης ζωής, στον οποίο κάποιος θα μπορούσε να παράγει τα ίδια αποτελέσματα με μηχανικά μέσα. Είναι μέρος της κοινής εμπειρίας και, επομένως, εύκολα κατανοητό, ότι μπορούμε να παράγουμε θερμότητα με την γρήγορη και κρουστική κίνηση των κλαδιών ή τρων χεριών και ότι μπορούμε να προστατέψουμε τους εαυτούς μας από το κρύο, με το να θέσουμε τα ίδια μας τα σώματα σε γρήγορη και κρουστική κίνηση. (Αυτό είναι ένα ακόμη παράδειγμα της σχέσης ανάμεσα στην διαύγεια της γνώσης και στην ικανότητα της κατασκευής των αντικειμένων της γνώσης, τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω.) Ακόμη, οι μηχανικοί φιλόσοφοι, έχοντας ναι επιθετική διάθεση, ήθελαν να εξηγήσουν όχι μόνο κάποια φυσικά φαινόμενα, αλλά όλα. Οι Principles of Philosophy (1644) του Descartes ασχολούνταν με όλα στην φύση - την βαρύτητα των σωμάτων, τη συμπεριφορά των υγρών και των μαγνητών, τα αίτια των σεισμών, τις χημικές αντιδράσεις, τις κινήσεις των ανθρώπινων σωμάτων και τις βάσεις των ανθρώπινων αισθήσεων κτλ - και κατέληξαν στο ότι ΄΄δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο στη φύση, του οποίου η συμπεριφορά να παραλήφθηκε΄΄ και να μην μπορεί να εξηγηθεί μα μηχανικούς όρους.
Ωστόσο, παρόλο που οι μικρομηχανικές επεξηγηματικές δομές θα μπορούσαν, εύκολα, να χρησιμοποιηθούν για όλα τα φυσικά φαινόμενα, δεν μπορούσαν όλα από αυτά να πλησιάσουν την νόηση από τις μηχανικές ισοδυναμίες στο βασίλειο των μεσαίου - μεγέθους αντικειμένων, τα οποία υπάρχουν στην ανθρώπινη εμπειρία. Πάρε, για παράδειγμα, την ανθρώπινη αίσθηση. Εδώ, ο Descartes, αξιοπρόσεχτα, έδωσε εκτεταμένες μηχανικές εξηγήσεις, οι οποίες βασίζονταν σε υδραυλικές αρχές και στην μηχανική δράση των υγρών, ων βαλβίδων και των σωλήνων - όπως στην θεωρία του για την σωματική αίσθηση, και αρκετά μακριά, της θερμότητας και της φωτιάς. Αλλά, στο μακροσκοπικό πεδίο, δεν υπήρχα τίποτα να εξηγεί πως η αίσθηση, η οποία ήταν, μηχανικά, παραγόμενη, μπορούσε να αντιληφθεί, για παράδειγμα, την μικρομηχανική κινητική εξήγηση της θερμότητας ή την μικρομηχανική δομική εξήγηση της πίεσης του αέρα. Για αυτούς τους λόγους, κάποιοι ιστορικοί και φιλόσοφοι, αναρωτήθηκαν αν η ισχυριζόμενη σφαιρική νόηση των μηχανικών εξηγήσεων ήταν κάτι περισσότερο από την συμφωνία των πρακτικών ότι τέτοιες εξηγήσεις θα μπορούσαν να μετρήσουν περισσότερο σαν κατανοητές, παρά σαν εναλλακτές. Όταν οι μηχανικοί φιλόσοφοι θέλησαν να εξηγήσουν τις ευχάριστες και δυσάρεστες μυρωδιές ή γεύσεις, με το να αναφέρονται στο σκληρό ή στο μαλακό μίγμα των συστατικών μερών των σωμάτων, έδιναν, άραγε, κάτι διαφορετικό και έμφυτα, πιο κατανοητό, από τις εξηγήσεις των Αριστοτελικών αντιπάλων τους; Ο ιστορικός φιλόσοφος Allan Gabbey δεν νομίζει ότι : στην μηχανική φιλοσοφία ΄΄τα φαινόμενα τα οποία εξηγούνταν, προκαλούνταν, από οντότητες των οποίων οι δομές ήταν τέτοιες που προκαλούσαν τα φαινόμενα. Προηγούμενα, το όπιο σε έκανε να κοιμηθείς επειδή είχε μια συγκεκριμένη μοριακή μικρο - δομή, η οποία δρούσε πάνω στις φυσιολογικές δομές σου, με ένα τέτοιο τρόπο που σε έκανε να κοιμηθείς΄΄. Από αυτή την πλευρά, η ανώτερη κατανόηση και, επομένως, η επεξηγηματική δύναμη της μηχανικής φιλοσοφίας ήταν πιο περιορισμένη από ότι οι οπαδοί της ισχυρίζονταν. Η πεποίθηση των υποστηρικτών ότι οι μηχανικές εξηγήσεις ήταν, γενικά, ανώτερες από τις εναλλακτές, και πιο κατανοητές, πρέπει να εξηγηθεί περισσότερο με ιστορικά παρά με αποσπασματικά φιλοσοφικά μέσα.

Η Μαθηματική Δομή Της Φυσικής Πραγματικότητας

Αναφέρεται πολλές φορές πως η μηχανική εικόνα ενός σύμπαντος από ύλη - και - κίνηση, υποδηλώνει την μαθηματική κατανόηση της φύσης. Βέβαια, μια μηχανική άποψη του κόσμου ήταν, γενικά, υποκείμενη στην μαθηματικοποίηση και ένας αριθμός από μηχανικούς φιλοσόφους, σθεναρά, επέμενε στον κεντρικό ρόλο των μαθηματικών στην κατανόηση της φύσης. Ο Boyle, για παράδειγμα, δέχτηκε ότι ο φυσικός κόσμος του οποίου τα σωματίδια θεωρούνταν ότι είχαν ποικίλα μεγέθη, σχήματα, διατάξεις και κινήσεις έπρεπε, γενικά, να ερμηνευτεί μαθηματικά. Παρ’ όλες τις εκτεταμένες σύγχρονες ομολογίες μιας φυσικής ΄΄έκρηξης΄΄ ανάμεσα στον Μηχανισμό και στις μαθηματικά πλαισιωμένες θεωρίες, πολύ λίγα από την μηχανική φιλοσοφία είχαν, στην πραγματικότητα, μαθηματικοποιηθεί και η ικανότητα της παρουσίασης των μαθηματικά εκφραζόμενων φυσικών ακριβειών ή νόμων, δεν εξαρτιόνταν από την πεποίθηση των μηχανικών αιτιών τους. Αυτό είναι γεγονός, παρόλο που η μαθηματικοποίηση της φυσικής φιλοσοφίας ήταν, βέβαια, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της πρακτικής του 17ου αιώνα, και οι ομολογίες μιας εποικοδομητικής σχέσης ανάμεσα στον Μηχανισμό και στα μαθηματικά, παραμένουν προβληματικές. Η σιγουριά, τον 17ο αιώνα, στην βασική ορθότητα και δύναμη του μαθηματικού πλαισίου της φυσικής φιλοσοφίας είχε αρχαίες αποδείξεις. Μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι στράφηκαν στον Πυθαγόρα και, ειδικά, στον Πλάτωνα (427 - 347 π.Χ.) για να δικαιολογήσουν την μαθηματική ερμηνεία του κόσμου, χρησιμοποιώντας το ρητό του Πλάτωνα ότι ΄΄ο κόσμος ήταν η Θεϊκή επιστολή που ήταν γραμμένη για το ανθρώπινο είδος΄΄ και ότι ΄΄γράφτηκε με μαθηματικούς όρους΄΄. Ο Γαλιλαίος θεωρούσε ότι η φυσική φιλοσοφία έπρεπε να έχει μαθηματική μορφή, επειδή η φύση είχε μαθηματική δομή. Μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι, και όχι μόνο αυτοί του είδους των μηχανικών και σωματιδιακών, συμφωνούσαν, αρκετά, ότι τα μαθηματικά ήταν η πιο συγκεκριμένη μορφή γνώσης και για αυτό τον λόγο μια από τις πιο προικισμένες. Ακόμη, οι κυρίαρχες ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με την μελέτη της φύσης, ήταν το πως, με ποιους τρόπους και μέχρι ποιο σημείο ήταν σωστό να χρησιμοποιούνται μαθηματικές μέθοδοι για την ερμηνεία των πραγματικών φυσικών σωμάτων και των πραγματικών φυσικών διαδικασιών. Το ότι ήταν πιθανό να μελετηθεί η φύση μαθηματικά, ήταν κάτι που δεν χωρούσε αμφισβήτηση, αλλά ήταν πρακτικώς και φιλοσοφικά σωστός αυτός ο τρόπος; Τώρα υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις στις απόψεις ανάμεσα στους πρακτικούς του 16ου και 17ου αιώνα. Κάποιοι σημαντικοί φιλόσοφοι, ήταν σίγουροι ότι οι άκρες της φυσικής είχαν, και έπρεπε να έχουν, μαθηματικά διατυπώσει νόμους που δέσμευαν την φύση, ενώ άλλοι αμφέβαλαν ότι οι μαθηματικές παραστάσεις θα μπορούσαν να συλλάβουν τα ενδεχόμενα και τις πολυπλοκότητες των πραγματικών φυσικών διαδικασιών. Κατά την διάρκεια του 17ου αιώνα, υπήρχαν σημαντικές φωνές οι οποίες ήταν σκεπτικές σχετικά με το κύρος των μαθηματικών ΄΄εξιδανικεύσεων΄΄ στην εξήγηση της φύσης όπως, ακριβώς, ήταν. Τέτοιοι πρακτικοί, σαν τον Bacon και τον Boyle, έλεγαν ότι οι μαθηματικές εξηγήσεις λειτουργούσαν πολύ καλά όταν η φύση θεωρούνταν αφηρημένη και λιγότερο καλά όταν απευθύνονταν στις υπαρκτές ιδιαιτερότητές της. Ο μαθηματικός νόμος της πτώσης του Γαλιλαίου, αναφέρονταν σε ιδανικά σώματα τα οποία κινούνταν σε ένα λείο περιβάλλον. Είναι πιθανό ότι κανένα, ή πολύ λίγα, πραγματικά σώματα έχουν ακολουθήσει με ακρίβεια τέτοιους νόμους. Ο Γαλιλαίος ανακοίνωσε ότι ΄΄η κίνηση ακολουθεί τον νόμο των αριθμών΄΄, αλλά τα κινούμενα αντικείμενα, στα οποία αναφερόμαστε, έμοιαζαν ελάχιστα με τα πραγματικά μεσαίου - μεγέθους σώματα των οποίων οι κινήσεις είναι αντικείμενα καθημερινής εμπειρίας. Η ερώτηση, στην οποία το Κεφάλαιο 2 θα επιστρέψει, είναι αν η φυσική φιλοσοφία απευθύνονταν στο χώρο του μαθηματικού ιδεώδους ή σε αυτόν του ειδικά και ιδιαίτερα πραγματικού, ή αν κάποιος συμβιβασμός θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Μεταξύ των πιο θερμών μαθηματικών υποστηρικτών του Πλάτωνα, ήταν ο Johannes Kepler, του οποίου το 1569 Mysterium cosmographicum (΄΄Το Μυστικό Του Σύμπαντος) ανακοίνωσε μια μεγάλη ανακάλυψη η οποία αφορούσε τις αποστάσεις των πλανητών από τον ήλιο, σε ένα τροποποιημένο σύστημα του Κοπέρνικου. Η ανακάλυψη του Kepler ήταν ότι οι τροχιές των έξι πλανητών οι οποίοι ήταν τότε γνωστοί, κινούνταν με ένα τρόπο όμοιο με αυτόν αν οι ΄΄σφαίρες΄΄ τους ήταν εγγεγραμμένες και περιβάλλονταν από πέντε κανονικά στερεά της γεωμετρίας του Πλάτωνα : τον κύβο, το τετράεδρο, το δωδεκάεδρο, το εικοσάεδρο, το οχτάεδρο (σχ. 12)΄΄ . Εγγράφει μια σφαίρα μέσα σε ένα μεγάλο κύβο, για να αναπαραστήσει την τροχιά του εξωτερικού πλανήτη, του Κρόνου. Η εστία μέσα στην σφαίρα του Δία είναι εγγεγραμμένη σε ένα τετράεδρο, η σφαίρα του ¶ρη μέσα σε αυτή, κτλ. Η ανακάλυψη του Kepler ήταν ότι η δομή του πλανητικού συστήματος ακολουθούσε μια γεωμετρική διάταξη. Και προσέδωσε μια αιτία γιατί συνέβαινε αυτό : ΄΄Ο Θεός όταν δημιούργησε το σύμπαν και έφτιαξε την τάξη του κόσμου, είχε υπόψη τα πέντε κανονικά σώματα της γεωμετρίας, όπως είναι γνωστά από τη εποχή του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα και ... Είχα φτιάξει, σύμφωνα με αυτήν την πρόθεση, τους ουρανούς, τις διαστάσεις τους, και τις σχέσεις των κινήσεών τους΄΄. Ένας μαθηματικά προικισμένος αστρονόμος, είχε ανακαλύψει ότι ο δημιουργός Θεός ήταν ένας μαθηματικός : ο Δημιουργός είχε χρησιμοποιήσει τις αρχές στης γεωμετρίας για να κανονίσει τις πλανητικές αποστάσεις. Η μαθηματική αρμονία των σφαιρών ήταν μια βασική μορφή του πως ο κόσμος δημιουργήθηκε και τι αρχές διεύθυναν τις κινήσεις του. Η φύση υπακούει σε μαθηματικούς νόμους, επειδή ο Θεός χρησιμοποίησε αυτούς τους νόμους για να δημιουργήσει την φύση.
Η ιδέα ότι η φύση υπακούει σε μαθηματικούς νόμους, έδωσε σιγουριά σε αυτούς που προωθούσαν μια μαθηματική κατανόηση της φυσικής φιλοσοφίας. Σαν εξερευνητές των φυσικών φαινομένων, οι πρακτικοί εργάστηκαν και προσπάθησαν να κατανοήσουν το πραγματικά αισθητό, τη φυσική απόδειξη, όπως οι μαθηματικοί, προσπάθησαν να διατυπώσουν τις κύριες παραμέτρους οι οποίες στηρίζουν και μπορεί να σηκώνουν τον φυσικό κόσμο. Αυτή η σιγουριά έφτασε στην μεγαλύτερή της ακμή στο 1687 Philosophiae naturalis principia mathematica του Isaac Newton (1642 - 1727), του οποίου ο αγγλικός τίτλος ήταν : Οι Μαθηματικές Αρχές Της Φυσικής Φιλοσοφίας. Η μηχανή του κόσμου ακολουθούσε νόμους οι οποίοι είχανε μορφή μαθηματική και θα μπορούσαν να εκφρασθούν στην γλώσσα των μαθηματικών. Τα μαθηματικά και ο Μηχανισμός έπρεπε να συγχωνευτούν σε ένα νέο ορισμό της κατάλληλης φυσικής φιλοσοφίας.
Το επίτευγμα του Newton παρουσιάστηκε από πολλούς σύγχρονούς του σαν η τελειότητα της μηχανικής φιλοσοφίας και από τους ιστορικούς σαν το αποκορύφωμα της Επιστημονικής Επανάστασης. Πρόσφατα ο Newton, αποφασιστικά αξιοποίησε την έμπνευση του Γαλιλαίου η οποία σταθεροποιούσε τις αρχές στις οποίες το φυσικό φιλοσοφικό πλαίσιο μπορούσε, δικαιολογημένα να αναφέρεται. Η Principia ένωσε τα μαθηματικά τόσο με τις ουράνιες όσο και με τις γήινες μηχανικές. Ο Newton έδειξε ότι οι ελλειπτικές τροχιές των πλανητών, οι οποίες είχαν προηγουμένως περιγραφεί από τον Kepler, μπορούσαν να ερμηνευτούν από δύο κινήσεις : η μια ήταν αδρανής - η φυγόκεντρος δύναμη από την οποία οι πλανήτες έτειναν να κινούνται με σταθερή ταχύτητα πάνω σε μια ευθεία γραμμή, και έτσι να συνεχίζουν στην τροχιά της εφαπτομένης, η άλλη ήταν η βαρυτική έλξη μεταξύ των πλανητών και του ηλίου η οποία έτεινε να τους τραβάει στο κέντρο του ηλιακού συστήματος. Όλα τα σώματα - ουράνια ή γήινα - έτειναν να κινούνται ομοιόμορφα σε ευθείες γραμμές ή να παραμένουν αδρανή, σε όλα τα σώματα - όπου και αν ήταν - δρούσε η βαρυτική έλξη μεταξύ τους. Η έλξη είναι μια παγκόσμια δύναμη και περιγράφεται από την μαθηματική εξίσωση : F = G(mm?/D2). Το G είναι μια σταθερά, με την ίδια τιμή σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξάρτητα αν η δύναμη ενεργεί ανάμεσα στον ¶ρη και τον ήλιο, ανάμεσα στον ¶ρη και την Αφροδίτη ή ανάμεσα σε αυτό το βιβλίο που βρίσκεται στα χέρια σας και στην γη κάτω από αυτό. ΄΄Όλα τα σώματα, οποιαδήποτε΄΄, ο Newton είπε, ΄΄είναι προικισμένα με μια αρχή αμοιβαίας έλξης΄΄.
Το βήμα προς την ομογενοποίηση και την αντικειμενικοποίηση του φυσικού κόσμου ο οποίος είχε τονισθεί στις θεωρίες του Γαλιλαίου σχετικά με τις κηλίδες του ηλίου στις αρχές αυτού του κεφαλαίου, έμελλε να είναι αρκετά μεγάλο. Οι ιστορικοί αναφέρονται στο κατόρθωμα του Newton, ως ΄΄η καταστροφή του κόσμου΄΄. Παρόλο που η παραδοσιακή θεώρηση και ακόμα και αυτή των πρώτων, μοντέρνων, είχε συλλάβει την ιδέα ενός πεπερασμένου σύμπαντος με ποιοτικές διαφορετικές περιοχές διαστήματος, ο Newton διακήρυσσε την ύπαρξη ενός σύμπαντος απροσδιόριστου μεγέθους και ενιαίο, όπως ο ιστορικός Alexandre Kayre είχε πει, ΄΄μόνο με την ομοιότητα των βασικών του συστατικών και νόμων΄΄, στο σύμπαν μέσα στο οποίο δεν υπάρχει ποιοτική φυσική διάκριση μεταξύ των ουρανών και της γης ή μεταξύ των συστατικών του, εκεί ΄΄η αστρονομία και η φυσική είναι αλληλένδετες και ενωμένες εξαιτίας της κοινής τους εξάρτησης από τη γεωμετρία ΄΄. Την ίδια στιγμή, η γνώση ενός τέτοιου σύμπαντος γίνεται από μόνη της αντικειμενική. Λέγεται, ορισμένες φορές, ότι δεν υπήρχε χώρος για την θεώρηση σκοπού σε αυτόν τον ομογενοποιημένο κόσμο ΄΄όπου ασαφή σώματα κινούνται μέσα σε ένα ασαφές διάστημα΄΄.16 Μόνο οι υλικές αιτίες υπάρχουν σε αυτόν τον ασαφή, ομογενοποιημένο κόσμο. Όλες οι φυσικές διαδικασίες θεωρούνταν, τώρα, ότι συνέβαιναν σε μία διάρθρωση από ασαφή χρόνο και σύμπαν, και χωρίς αναφορά τη κοινή και κατευθυνόμενη ανθρώπινη εμπειρία. Στην Principia ο Newton έγραψε τους ορισμούς που είναι απαραίτητοι για αυτή την νέα πρακτική : ΄΄Απόλυτα αληθινός και μαθηματικός χρόνος, του ιδίου και από την φύση του, ο οποίος τρέχει ομοιόμορφα χωρίς να έχει σχέση με κάτι υπερφυσικό... Απόλυτο κενό στην ίδια του τη φύση, χωρίς να έχει σχέση με κάτι υπερφυσικό, το οποίο παραμένει πάντα ίδιο και ακίνητο΄΄. Αυτή η νέα επιστήμη θεωρούνταν τέλεια επειδή δημιουργούσε για αυτήν ένα υπόστρωμα αποκομμένο από το πλαίσιο του κοινού, του κατευθυνόμενου και του υποκειμενικού.
Αν υπάρχει μια μεγάλη συμφωνία ότι ο Newton συμπλήρωσε το πρόγραμμα του Γαλιλαίου, αυτή ήταν, και είναι αρκετά διχασμένη ανάμεσα στο αν ο Γαλιλαίος, σωστά τελειοποίησε μια μηχανική φιλοσοφία της φύσης. Η βαρυτική έλξη η οποία συγκρατεί το σύμπαν ενωμένο ήταν μαθηματικά επεξηγημένη. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε σαν μοντέλο για μια πρακτική της οποίας το τέλος ήταν ο νόμιμος χαρακτηρισμός των μαθηματικών ακριβειών της φύσης - νόμοι (όπως ο Newton έλεγε) ΄΄που συνάγονται΄΄ από τη γενική παρατηρούμενη συμπεριφορά των σωμάτων. Ο σκοπός ήταν μια φυσική βεβαιότητα και το εργαλείο για την επίτευξη αυτής της βεβαιότητας ήταν τα μαθηματικά. Ακόμη, η τιμή αυτής της αντίληψης της επιστήμης περιλάμβανε, μερικές φορές, μια αποδέσμευση της έρευνας από τα φυσικά αίτια. Έτσι, ο Newton, άνετα, δήλωσε ότι ΄΄δεν μπόρεσα να ανακαλύψω την αιτία της... βαρύτητας από φαινόμενα και δεν προφασίζομαι με υποθέσεις΄΄. Ήθελε, ΄΄μόνο, να δώσει μια μαθηματική θεώρηση αυτών των δυνάμεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα φυσικά τους αίτια΄΄. Η μαθηματικοποίηση του σύμπαντος θα μπορούσε να σταθεί χωρίς τις αιτίες, είτε μηχανικές είτε υλικές. Μια ερμηνεία της Νευτώνιας θεώρησης παραμέριζα την τυχαία έρευνα, προς χάρη των μαθηματικών διατυπώσεων των τάξεων που παρατηρούνται στην φύση, ενώ μια άλλη ερμηνεία αποδέχεται την επέκταση του Newton στην σφαίρα της κοινής μηχανικής εξήγησης.
Κρίσιμα, ο Newton επαναπροσδιόρισε ή έδωσε νέα σημασία στον ρόλο των ασήμαντων ΄΄ενεργών δυνάμεων΄΄ σε μια καλά συγκροτημένη φυσική φιλοσοφία, ειδικά, ερμηνεύοντας αίτια των οποίων την αναγωγή σε μηχανικές αρχές, θεωρούσε αδύνατη ή ακατάλληλη : ο μαγνητισμός, ο ηλεκτρισμός, η νηματοειδής κίνηση, η συνοχή, ο βρασμός και τα φαινόμενα της ζωής. Παρόλο που θα μπορούσε, ακόμα, ότι η προτιμούμενη μορφή των κοινών ερμηνειών ήταν η μηχανική κι υλική, με αυτήν την λογική η πρακτική φυσική φιλοσοφία δεν θα μπορούσε, πλέον, να περιγραφτεί από το πλήθος αυτών των εξηγήσεων, και το κεφάλαιο 3 θα ασχοληθεί μα τα θρησκευτικά, καθώς και με τα φιλοσοφικά πλαίσια που έδωσαν σε αυτήν την άποψη ισχύ. Ο Newton επέμενε ότι δεν είχε θυσιάσει τον Μηχανισμό και ανταγωνιστές φιλόσοφοι σαν τον Γερμανό Gottfried Wilhelm Liebniz (1646 - 1716), έντονα, των κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιούσε πάρα πολύ το μορφωτικό κύρος των μαθηματικών για να εξηγήσει τις απόκρυφες αρχές και να εγκαταλείψει την ιδέα του να ορίσει ένα, εντελώς, μηχανικό σύμπαν. Για τον Liebniz, και άλλους, η κυρίαρχη αρχή της νόησης ήταν ο όρος της αληθοφανούς μηχανικής αιτίας, και αφού ο Newton δεν το πίστευε αυτό - όπως στην περίπτωση της βαρύτητας - οι ερμηνείες του θεωρούνταν σαν μη καταληπτές και απόκρυφες. Για τον Newton ήταν ΄΄ανόητο΄΄ να θεωρήσει την βαρύτητα ότι ενεργούσε ανάμεσα στα σώματα από απόσταση, χωρίς την μεσολάβηση των υλικών σωμάτων, και επανειλημμένα δοκίμασε να βρει μια διαδικαστική μέθοδο του πως η βαρυτική έλξη μεταφέρονταν χωρίς ενδιάμεσο. Ακόμη, χωρίς αυτήν τη φυσική θεωρία, η βαρυτική έλξη δεν μπορούσε να θεωρηθεί σαν ακατάληπτη : η κατανόησή της ανήκε στην νόμιμη ερμηνεία της κίνησής της. Ο νόμος της βαρύτητας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επεξηγηματικός, χωρίς να αναφερθεί κανένα μηχανικό αίτιο.
Συμπερασματικά, δεν μπορεί να υπάρχει εύκολη γενίκευση στο αν το κατόρθωμα του Νεύτωνα θα μπορούσε να μετρήσει σαν το μεσουράνημα της μηχανικής φιλοσοφίας, καθώς η αιτία της καταστροφής του από την εμφάνιση των μυστικών ιδιοτήτων ή η δημιουργία μιας νέας πρακτικής, είχε κριθεί από τα φιλοσοφικά πλαίσια. Οι φιλόσοφοι στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, ασχολήθηκαν μόνο με αυτά τα σημεία για την κατανόηση του επιτεύγματος του Newton. Αμφισβητούσαν την άποψη ότι ο Newton τελειοποίησε τον Μηχανισμό ή ότι τον απέρριψε, συζητούσαν το αν οι μηχανικές αιτίες έπρεπε να θεωρηθούν ως δεδομένα για την φυσική εξήγηση. Έτσι κάνουν οι ιστορικοί και πολλοί από τους σημερινούς επιστήμονες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου