Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ



ΔΥΟ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ: ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Andrew Lugg

Η επιστήμη γενικά θεωρείται απαράμιλλο διανοητικό εγχείρημα το οποίο μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα όταν χρησιμοποιούμε τις τεχνικές του διανοητή - ιστορικού. Για τους περισσότερους ιστορικούς της επιστήμης, μέσα στο έργο των Alexander Koyre, I.B. Cohen, Henry Guerlac and Marshall Clagett, το οποίο εστιάζει σε συγκεκριμένες ιδέες και αγνοεί το τι συμβαίνει στην ευρύτερη κοινωνία, βρίσκεται το μοντέλο της σωστής ιστορικής άσκησης. (1) Όμως, ένας σημαντικός αριθμός ιστορικών τώρα επιμένουν πως μελέτες οι οποίες παραλείπουν να εξετάσουν το κοινωνικό περιβάλλον είναι ατελείς και μη διαφωτιστικές. Για αυτούς τους ιστορικούς, η ιστορία της επιστήμης πρέπει κυρίως να είναι ζήτημα συσχετισμού επιστημονικών ιδεών με το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συμβαίνουν. Γιατί αυτό; Και ποιοί λόγου κάνουν αυτούς τους ‘κοινωνικούς ιστορικούς’ να απορρίψουν την παλαιότερη ιστοριογραφική παράδοση;

Ι

Κριτικοί της ορθόδοξης ιστορίας της επιστήμης υποστηρίζουν τις απόψεις τους στρέφοντας την προσοχή σε ένα αυξανόμενο σύνολο μελετών οι οποίες ενημερώνονται μέσω μιας κοινωνιολογικής προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης. Προκαλούν την διανοητική ιστορία λέγοντας οτι οι μελέτες που τώρα έχουμε στη διάθεσή μας εδραιώνουν αυτό που ο Steven Shapin αποκάλεσε ‘μια ιστορική κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης.’ (2) Το κύριο επιχείρημα είναι οτι αφού παραμερίσουμε ‘τους επιφανειακούς και μη εποικοδομητικούς χαρακτηρισμούς του τι είναι κοινωνιολογική εξήγηση’ (3) θα δούμε οτι η διανοητική ιστορία της επιστήμης πρέπει να συμπληρωθεί αν όχι να αντικατασταθεί. Όμως, όταν εξετάζουμε τις μελέτες των κοινωνικών ιστορικών σε συνάρτηση με τα διάφορα επιχειρήματα που γίνονται εκ μέρους αυτών των μελετών, η κοινωνική ιστορία παύει να φαίνεται αντιθετική προς την διανοητική ιστορία.

Τι είδους μελέτες είναι αυτές που φέρονται να εδραιώνουν τη σημαντικότητα του να εξετάζει κανείς την επιστήμη από κοινωνιολογική σκοπιά; Τα ακόλουθα παραδείγματα μας βοηθούν στο να κατευθύνουμε τη συζήτηση:

1. Ο Theodore Brown ισχυρίζεται οτι, στο δεύτερο μισό του δεκάτου εβδόμου αιώνα, μέλη της Βασιλικής Ιατρικής Σχολής χρησιμοποίησαν την ιατρομηχανιστική για να αποκρούσουν μια απειλή ενάντια στη Σχολή. Κατά τη γνώμη του Brown, οι ιατροί της Σχολής αποδέχθηκαν την ιατρομηχανιστική όχι μόνο ‘όταν η Σχολή είχε κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα’ αλλά και ‘διότι τα είχε’.(4)

2. Παρομοίως, ο Paul Forman ισχυρίζεται ότι κατά τη δεκαετία του 1920, Γερμανοί φυσικοί ενστερνίστηκαν τον αντι-μηχανιστικό και αντι-ντετερμινιστικό τρόπο σκέψης που τότε κυριαρχούσε στην Γερμανία, ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντα του επαγγέλματος τους μέσα σε ένα περιβάλλον που τότε ήταν εχθρικό. (5)

3. Σύμφωνα με τον Martin Rudwick, το έργο του Poulett Scroppe στην πολιτική και στα οικονομικά έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να αποδεχθεί αυτός τον γεωλογικό ακτουαλισμό. Για τον Scroppe, έναν Βρετανό γεωλόγο της αρχής του δεκάτου ενάτου αιώνα, ο γεωλογικός χρόνος ήταν ανάλογος με τα χρήματα στο τραπεζικό σύστημα, θεωρούσε δηλαδή οτι ΄δεν υπάρχει έμφυτο όριο στα αποθέματα χρόνου, όπως δεν υπάρχει έμφυτο όριο στα αποθέματα χρημάτων.’(6)

4. Ο Robert Young αναλύει λεπτομερώς το πώς επηρέασαν τον Δαρβίνο οι ιδέες του Malthus σχετικά με την επιβίωση των κοινωνιών και οι ιδέες των εμπόρων εκτροφέων σχετικά με την επιλογή των δυνατότερων. Και ο Michael Mulkay εισηγείται, με βάση το έργο του Young, οτι με το να υποστηρίζει την αναλογία ανάμεσα στην φυσική και την κατευθυνόμενη εκτροφή, ο Δαρβίνος έδειξε οτι είχε μια ‘ισχυρή δέσμευση απέναντι στους εκτροφείς και την άποψή τους’. (8)

5. Ο Stephen Shapin ιχνηλατεί τη φιλονικία μεταξύ φρενολόγων και αντιφρενολόγων στο Εδινβούργο του δεκάτου ενάτου αιώνα, αποδίδοντάς το στις διαφορετικές κοινωνικές θέσεις των μελών των δύο παρατάξεων. Σύμφωνα με τον Shapin, η διαφωνία ανέκυψε πρωτίστως γιατί οι φρενολόγοι εθεωρείτω παρείσακτοι, ενώ οι αντιφρενολόγοι ήταν μέλη του κατεστημένου του Εδινβούργου.(9)

6. Τέλος, ο Donald McKenzie εισηγείται οτι η αποδοχή από τον Karl Pearson των ειρμικών θεωριών της βιολογικής και κοινωνικής εξέλιξης, αντικατόπτριζε ‘με εξαιρετική καθαρότητα τα κοινωνικά συμφέροντα της επαγγελματικής μέσης τάξης στην οποία αυτός ανήκε.’ (10)

Αυτές οι μελέτες διαφέρουν η μία από την άλλη με διάφορους τρόπους. Σε κάποιες περιπτώσεις η έμφαση δίνεται στα πράγματα που λαμβάνουν υπ’όψην τους οι επιστήμονες όταν διαλογίζονται. Έτσι, ο Young τονίζει οτι ο Δαρβίνος υιοθέτησε τις απόψεις του εν μέρει λόγω του οτι ήταν θιασώτης των κοινωνικών αντιλήψεων του Malthus, καθώς και επειδή συνήθιζε να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της αναλογίας ανάμεσα σε φαινόμενα παρατηρούμενα σε μελέτες διαφορετικών αντικειμένων. Σε άλλες περιπτώσεις, φαίνεται πως οι επιστήμονες αποδέχονται θεωρίες για να προωθήσουν κοινωνικούς στόχους τους. Για παράδειγμα, ο Brown θεωρεί πως αποδεικνύει οτι οι ιατροί της Σχολής αποδέχθηκαν μια νέα άποψη απαντώντας σε μια επικείμενη υποβάθμιση του επαγγελματικού τους κύρους. Και σε άλλες περιπτώσεις, θεωρείται πως η κοινωνική θέση και τα κοινωνικά συμφέροντα επηρεάζουν τις απόψεις που ενστερνίζονται οι επιστήμονες. Έτσι, ο Shapin υποστηρίζει οτι μια εξήγηση της διαφωνίας μεταξύ φρενολόγων και αντιφρενολόγων δεν πρέπει ‘να σταματά με την αναγνώριση των μεθοδολογικών και θεμελιωδών αρχών (αλλά πρέπει να εμβαθύνει) ψάχνοντας για την πηγή της διαμάχης και αναζητώντας τις ρίζες της στις κοινωνικές διαμάχες, στις διαφέρουσες κοινωνικές εμπειρίες και αξίες και στα διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα.’ (11) Ακόμη, προσέξτε οτι είναι η γενική μορφή των θεωριών, και όχι οι επί μέρους λεπτομέρειές τους, που θεωρείται πως έχουν παρακινηθεί από κοινωνικές αιτίες. Ελάχιστοι κοινωνικοί ιστορικοί επιμένουν οτι κάθε πλευρά μιας θεωρίας μπορεί να συσχετιστεί με κάποιο κοινωνικό ρόλο ή κοινωνική δομή. Έτσι, ο ισχυρισμός του McKenzie οτί η προτίμηση του Pearson στις ειρμικές θεωρίες αντικατοπτρίζει τα κοινωνικά του συμφέροντα δεν πρέπει να εκληφθεί σαν να υπονοεί οτι η συγκεκριμένη ειρμική θεωρία που ανέπτυξε ο Pearson ήταν επίσης παρακινούμενη από μη επιστημονικές αιτίες.

Οι έξι εξηγήσεις, όμως, μοιράζονται μια υπονοούμενη απόρριψη αυτού του είδους της κοινωνικής ιστορίας που συχνά αποδίδεται σε μια παλαιότερη γενιά κοινωνικών ιστορικών. Παρ’όλο που οι εξηγήσεις διαφέρουν, καμία δεν μπορεί να πείσει οτι βεβαιώνει οτι η επιστημονικές ιδέες αντικατοπτρίζουν απ’ευθείας τις εκάστοτε κοινωνικές πραγματικότητες. Οι κοινωνικοί παράγοντες φαίνονται να παίζουν ένα δευτερεύοντα, αλλά κρίσιμο ρόλο: θεωρούνται ‘μεσολαβητικές’, παρά οριστικές ιδέες.(13) Αντίθετα με κάποιους από τους παλαιότερους, οι σύγχρονοι κοινωνικοί ιστορικοί είναι ευαίσθητοι στο επιχείρημα οτι οι ιδέες είναι υπερβολικά πολυάριθμες, πλαγιότροπες και δυσνόητες για να είναι απλές αντανακλάσεις των σχετικά χοντροκομμένων διαφοροποιήσεων που χαρακτηρίζουν τις κοινωνικές δομές. Άρα, δεν μπορούμε να επικρίνουμε την κοινωνική ιστορία στην πιο σύγχρονη μορφή της λέγοντας οτι παρόμοιες επιστημονικές εξελίξεις έχουν λάβει μέρος σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα.(14)

Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό σημείο, αφού μόνο τονίζοντας τον πλάγιο ρόλο των κοινωνικών παραγόντων μπορούν οι κοινωνικοί ιστορικοί να αποκρούσουν την κατηγορία ότι οι κοινωνιολογικές αναλύσεις τους προσβάλλουν την ‘λογική της επιστήμης’. Το πρόβλημα με την κοινωνική ιστορία όπως κατά περίπτωση εξασκείτω στο παρελθόν, ήταν οτι σκιαγραφούσε τους επιστήμονες σαν να είχαν για ασχολία τους μία ορθολογικοποίηση χονδρικής. Είχε, δηλαδή, το αποτέλεσμα της διαγραφής του νου από την ιστορία, και την εμφάνιση των κοινωνικών δομών ως ικανές να σκαρφίζονται επιστημονικές ιδέες από μόνες τους. Εν αντιθέσει, οι σύγχρονοι κοινωνικοί ιστορικοί βλέπουν τη δική τους ιστοριογραφία ως απολύτως συμβατή με την αντίληψη της επιστήμης σαν παράδειγμα ορθολογισμού. Όπως λέει ο Barry Barnes σε ένα πρόσφατο βιβλίο, ‘ο αναγνώστης πρέπει απλώς να καταλάβει οτι βεβαιώνοντας την ανεπάρκεια της ‘λογικής’ στην επιστήμη, το κείμενο σε καμία περίπτωση δεν θα υπονοεί οτι οι επιστήμονες είναι παράλογοι άνθρωποι.’ (15)

Αν πάρουμε σοβαρά τέτοιου είδους αρνήσεις – και μου φαίνεται οτι πρέπει να τις πάρουμε σοβαρά – είναι προφανές οτι δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τους κοινωνικούς παράγοντες των προαναφερθέντων περιπτώσεων σαν απλές κοινωνικές πιέσεις ή τυφλά κοινωνικά συμφέροντα. Γιατί αυτό θα σήμαινε οτι η ορθολογικοποίηση στην επιστήμη είναι ο κανόνας και όχι η πολύ σπάνια εξαίρεση. Ειδικότερα, αν συμφωνήσουμε οτι οι μελέτες-κλειδιά του κοινωνικού ιστορικού δεν περιέχουν παράλογες διεργασίες, δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι οι ιατροί της Σχολής υιοθέτησαν την ιατρομηχανιστική έτσι ώστε να εξασφαλίσουν υποστήριξη από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Ούτε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι ο Δαρβίνος αποπειράθηκε να προωθήσει τα συμφέροντα των εμπόρων εκτροφέων. Ούτε, βέβαια, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι οι φρενολόγοι και αντιφρενολόγοι του Εδινβούργου ανέπτυξαν τις θεωρίες τους έχοντας στο νου τους την κοινωνική τους θέση. Δεν γίνεται κάποιος να ισχυρίζεται ταυτόχρονα πως οι επιστήμονες ήταν ‘λογικοί άνθρωποι’ και πως ορθολογικοποιούσαν υποβόσκοντα κοινωνικά συμφέροντα.

Πώς, λοιπόν, πρέπει να ερμηνεύσουμε το ιστορικό των μελετών του κοινωνικού ιστορικού; Τι ακριβώς εδραιώνουν τα στοιχεία, εν αντιθέσει με τις ερμηνείες τους; Ας σκεφτούμε, κατ’αρχήν, την αναλογία του Scrope ανάμεσα στο χρόνο και το χρήμα. Τα στοιχεία που δίδονται βεβαίως δεν πιστοποιούν οτι ο Scrope προωθούσε κάποιου τα συμφέροντα. Μάλλον, αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα οτι ο Scrope πίστευε πως η αναλογία του ήταν ικανή να λειτουργήσει σαν μέρος ενός επιχειρήματος που θα υποστήριζε τον γεωλογικό ακτουαλισμό. Ίσως ο Scrope να είχε υστεροβουλία, αλλά το μόνο που αποδεικνύεται είναι οτι ο Scrope έκανε χρήση των γνώσεών του στα οικονομικά. Και παρόμοια πράγματα ισχύουν για τον Δαρβίνο: τα στοιχεία που προσφέρονται είναι συμβατά με την υπόθεση οτι ο Δαρβίνος θεωρούσε οτι οι παρατηρήσεις του Malthus σχετικά με τις κοινωνίες και την αναλογία μεταξύ ‘φυσικής’ και ‘κατευθυνόμενης’ εκτροφής ήταν διορατικές, και οτι προσέφεραν υποστήριξη στην εξελικτική θεωρία. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κοινωνικοί παράγοντες φαίνονται να παίζουν ένα μικρό ρόλο. Δεν έχουμε λόγο να προσπεράσουμε την ειλικρινή άποψη οτι έγινε αναφορά στις κοινωνικές αντιλήψεις απλώς γιατί – λογικά – θεωρήθηκε οτι αποτελούν μέρος της αλήθειας των θεωριών που βρίσκονται υπό εξέταση. (16)

Όσο για ιστορικά όπως του Brown και του Forman, το να πει κανείς οτι οι επιστήμονες παρακινήθηκαν να ξανασκεφτούν και ακόμα να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους εξ αιτίας εξωτερικών πιέσεων, δε θα σήμαινε οτι ενστερνίστηκαν αυτές τις απόψεις για κοινωνικούς λόγους. Είναι απολύτως συμβατό με τα στοιχεία του Brown οτι οι ιατροί της Σχολής αποδέχθηκαν την ιατρομηχανιστική διότι πίστευαν πως αυτή μας έδινε ένα καινούργιο τρόπο να συμφιλιώσουμε την παλαιότερη Γαλενική ιατρική με τα νέα ευρήματα του William Harvey. Καθώς παραδέχεται και ο Brown, ‘η υποστήριξη ή αποδοχή ιατρομηχανιστικών ιδεών θα μπορούσε από πολλούς να θεωρηθεί σαν πράξη ορθολογική εκ μέρους των ιατρών της Σχολής, παρά σαν πολιτικά κατάλληλη πράξη, ειδικά αφού η ιατρομηχανιστική ικανοποιούσε και μια πραγματική διανοητική ανάγκη τους.’ (17) Και στην περίπτωση των Γερμανών φυσικών της δεκαετίας του 1920, τα στοιχεία που αναπτύσει ο Forman μπορούν εξ’ίσου καλά να θεωρηθούν ως εισηγούμενες οτι η αναγνώριση του αντι-μηχανιστικού και του αντι-ντετερμινισμού από τους φυσικούς, είχε ως αποτέλεσμα την πληρέστερη αξιολόγηση της πιθανότητας να εισάγουμε με λογική συνέπεια τον μη-ντετερμινισμό στη φυσική. Αν αυτό είναι σωστό, το πρόβλημα του πώς θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε οτι αυτοί οι επιστήμονες εργάστηκαν λογικά εξαφανίζεται αμέσως.

Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε οτι τα στοιχεία που παρουσιάζονται στις μελέτες του Shapin και του McKenzie δεν επαρκούν για να πείσουν οτι επιστήμονες από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες υιοθέτησαν διαφορετικές θεωρίες διότι η σκέψη τους ήταν κατευθυνόμενη από διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα. Το μόνο που στην πραγματικότητα αποδεικνύουν ο Shapin και ο McKenzie είναι οτι η σκέψη των αντικειμένων τους είχε κοινωνικά προαπαιτήματα. Τα στοιχεία που δίνει ο Shapin μας δείχνουν απλώς οτι οι φρενολόγοι και οι αντιφρενολόγοι είχαν διαφορετικές βασικές γνώσεις ως αποτέλεσμα του οτι κατελάμβαναν διαφορετικές κοινωνικές θέσεις. Διαφώνησαν, όχι γιατί είχαν διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα, αλλά γιατί θεωρούσαν αληθή διαφορετικά σύνολα πληροφοριών. Οι κοινωνικοί παράγοντες ίσως έπαιξαν ρόλο στο οτι είχαν διαφορετικές βασικές γνώσεις, αλλά αυτό δεν έχει σημασία: η επιστημονική γνώση πάντα επηρεάζεται από κοινωνικούς παράγοντες. Ομοίως στην περίπτωση του Pearson, στην δέσμευση απέναντι στην βιολογική και κοινωνική διαδικασία βαθμιαίας επίλυσης (γκραντουαλισμός). Ο McKenzie παραδέχεται οτι τα συμφέροντα που αναφέρει είναι ‘θεωρητικές υποθέσεις’, και τα στοιχεία που δίνει φαίνονται να δείχνουν οτι οι απόψεις του Pearson διαμορφώθηκαν κυρίως από τις διάφορες διανοητικές επιρροές στις οποίες ήταν εκτεθειμένος λόγω του γεγονότος οτι ήταν μέλος των επαγγελματικών τάξεων. (18) Και στις δύο περιπτώσεις, λοιπόν, οι κοινωνικοί παράγοντες που μεταφέρονται ερμηνεύονται ως παίζοντες έναν δευτερεύοντα και μάλλον ασήμαντο ρόλο.

Αυτές οι παρατηρήσεις μας δίνουν ένα τρόπο να συμβιβάσουμε τον ισχυρισμό οτι οι επιστήμονες είναι λογικοί με τον ισχυρισμό οτι οι εκτιμήσεις τους ‘επηρεάζονται’ από κοινωνικούς παράγοντες. Επίσης, όμως, αυτές οι παρατηρήσεις περικόπτουν τον υποτιθέμενο νεωτερισμό της προσέγγισης του κοινωνικού ιστορικού. Γιατί οι διανοητικοί ιστορικοί έχουν εδώ και καιρό δώσει έμφαση στον κρίσιμο ρόλο των μεταφορών και των άλλων ‘ξένων’ αιτιών στην ανάπτυξη της επιστήμης. Εδώ και καιρό έχουν πει οτι υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα είδη σκέψης τα οποία παρακινούν τους συγγραφείς να διατυπώσουν και να εκτιμήσουν θεωρίες. Και εδώ και καιρό το θεωρούν αυταπόδεικτο οτι η επιστημονική γνώση έχει κοινωνικές προαπαιτήσεις. Απλώς χρειάζεται κάποιος να θυμηθεί οτι οι ίδιοι οι διανοητικοί ιστορικοί υπογραμμίζουν τη σημασία της επιστήμης των μεταφορών, όπως η σύγκριση του Καρτέσιου ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο ταξιδεύει το φως με τον τρόπο τον οποίο χρησιμοποιεί ένας τυφλός για να περπατήσει κάνοντας χρήση ενός μπαστουνιού. Και οτι ποτέ δεν αρνήθηκαν οτι η ίδια η ύπαρξη της επιστήμης εξαρτάται από κοινωνικές προαπαιτήσεις τέτοιες όπως ‘μια κάποια σταθερότητα σε κάποιο μέρος της κοινωνίας, ένα κάποιο επίπεδο μόρφωσης, μια κάποια επιθυμία για διανοητική άσκηση’ (19) Έτσι, αν δούμε τις εξηγήσεις των κοινωνικών ιστορικών όπως προτάθηκε νωρίτερα, η κοινωνική ιστορία γίνεται καθ’όλα ένας κλάδος της διανοητικής ιστορίας.

Ας συνοψίσουμε το επιχείρημα μέχρι στιγμής: το να δούμε την κοινωνική ιστορία σαν μια θεωρία που προκαλεί τον ‘ορθολογισμό της επιστήμης’ είναι αντίθετο με τους ισχυρισμούς που κάνουν οι κοινωνικοί ιστορικοί σχετικά με τις μελέτες τους. (20) Αλλά αν θεωρήσουμε οτι οι κοινωνικοί ιστορικοί πιστεύουν πως τα ζητήματά τους προχωρούν με απολύτως κανονικό τρόπο, τότε πρέπει να δούμε μεταφορές του τύπου ‘επιστημονικοί παράγοντες’ και τις κοινωνικές περιστάσεις σαν δευτερογενείς και όχι σαν καθοριστικές ιδέες. Έτσι, στο βαθμό στον οποίο οι περιπτώσεις που εδώ παρουσίασα θεωρούνται αντιπροσωπευτικές – και μου φαίνεται πως είναι – πρέπει να απορρίψουμε τον ισχυρισμό του Shapin περί του οτι η κοινωνική ιστορία μπορεί να εδραιωθεί εξετάζοντας ιστορικά περιπτώσεων. Ακόμα και όταν παραμερίζουμε τις ‘επιφανειακές και μη εποικοδομητικές’ αντιλήψεις σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι κοινωνικό, η κοινωνική ιστορία δεν φαίνεται να είναι ανώτερη από την διανοητική ιστορία έτσι όπως αυτή εξασκείται παραδοσιακά.

ΙΙ

Αν οι μελέτες των κοινωνικών ιστορικών είναι κοινωνικές μόνο με μια εντελώς αθώα, μη αμφισβητήσιμη έννοια, γιατί υποτίθεται πως αποτελούν μια τόσο σοβαρή πρόκληση για την διανοητική ιστορία; Γιατί επιμένουν οι κοινωνικοί ιστορικοί στην ανάγκη για μια πλήρως κοινωνιολογική ερμηνεία της επιστημονικής γνώσης, ακόμα και όταν το ιστορικό υλικό που δίνουν μπορεί άνετα να ερμηνευθεί μέσα στο πλαίσιο δουλειάς του διανοητικού ιστορικού; Εξετάζοντας τη σχετική φιλολογία, ανακαλύπτουμε δύο κύριους λόγους για αυτό. Πρώτον, οι κοινωνικοί ιστορικοί θεωρούν οτι έχουν λόγους να πιστεύουν οτι η κοινωνιολογική ανάλυση είναι κατάλληλη για κάθε επιστημονική άποψη. Δεύτερον, πιστεύουν οτι μπορούν να αποδείξουν οτι η διανοητική ιστορία είναι μη επιστημονική.

Α. Οι Κοινωνικοί Ιστορικοί μιλούν για την Κοινωνική Ιστορία.

Ένας λόγος για τον οποίο οι κοινωνικοί ιστορικοί πιστεύουν οτι η κοινωνική ιστορία είναι απολύτως απαραίτητη έχει σχέση με τον διαχωρισμό ανάμεσα σε παράγοντες που είναι ‘εσωτερικοί’ ως προς την επιστήμη και άλλους που είναι ‘εξωτερικοί’. Παρατηρώντας οτι ακόμα και οι καλύτεροι επιστήμονες χρησιμοποιούν ‘εξωτερικές’ αλλά και ‘εσωτερικές’ θεωρήσεις, κάποιο κοινωνικοί ιστορικοί βγάζουν το συμπέρασμα οτι οι επιστημονικές εξελίξεις πρέπει να εξηγούνται με κοινωνιολογικούς όρους. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη χρήση του Scope της τραπεζικής μεταφοράς, ή τη χρήση των ιδεών του Malthus από τον Δαρβίνο και τη μεταφορά της φυσικής επιλογής. Αφού αυτές οι σκέψεις ήταν καθαρά εξωτερικές ως προς την γεωλογία και την βιολογία, η συνοχή τους – σύμφωνα με αυτό τον τρόπο σκέψης – δε μπορεί να εξηγηθεί ‘ορθολογικά’. Μάλλον, πρέπει να απαλλαχθούμε από τη διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες και να αναγνωρίσουμε οτι όλες οι αιτίες πρέπει να εξηγούνται κοινωνιολογικά.

Όμως το να αναγνωρίσει κάποιος οτι οι επιστήμονες νομίμως επικαλούνται εξωτερικές αιτίες δεν προσφέρει υποστήριξη στη θέση του κοινωνικού ιστορικού. Γιατί, εδώ και καιρό, μια από τις κύριες ιδέες της διανοητικής ιστορίας είναι οτι αιτίες οι οποίες υποτίθεται πως είναι εξωτερικές παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της επιστήμης. Με το να επισημάνουν οτι οι επιστήμονες επικαλούνται μεταφορές, αναλογίες, αλλά και φιλοσοφικές, πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, οι κοινωνικοί ιστορικοί δεν βρέθηκαν πέρα από τα εδάφη της διανοητικής επιστήμης όταν αυτή έχει κατανοηθεί σωστά. Αναγνωρίζουν οτι οι μη επιστημονικές ιδέες είναι παρ’όλα αυτά ιδέες. Το λάθος του κοινωνικού ιστορικού είναι οτι βλέπει όλους τους εξωτερικούς παράγοντες σαν να χρειάζονται κοινωνική ανάλυση. Από τη μία, απορρίπτουν την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, και από την άλλη, συμφωνούν με αυτή χαμηλόφωνα, λέγοντας οτι μόνο οι αιτίες που μπορούν να επεξεργαστούν χωρίς να επικαλεστούμε κοινωνικούς κανόνες κάποιας μορφής είναι ελάχιστες.

Εκτός από το να βλέπουν την έκλειψη της διάκρισης αυτής σαν κάτι που υποστηρίζει την άποψή τους, οι οπαδοί της κοινωνικής ιστορίας πιστεύουν οτί η θέση τους δικαιώνεται και από πρόσφατες εξελίξεις στη φιλοσοφία της επιστήμης. Έτσι, ο David Bloor θεωρεί οτι αφού ορισμός μιας θεωρίας απλώς συγκαθορίζεται (χωρίς να ορίζεται πλήρως) από τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίζεται, μπορεί να βγάλει το συμπέρασμα οτι ‘το θεωρητικό κομμάτι της γνώσης είναι ένα κοινωνικό κομμάτι’ (22). Ο Barry Barnes προσεπικαλείται τη θέση οτι ‘τίποτα στη φύση των πραγμάτων, ή στη φύση της γλώσσας, ή στη φύση της παρελθοντικής χρήσης, δεν καθορίζει πώς χρησιμοποιούμε ή πώς πρέπει να χρησιμοποιούμε τους όρους μας’ για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό οτι ‘όλα τα παραδείγματα εφαρμογών ιδεών’ έχουν ανάγκη την κοινωνιολογική ανάλυση. (23) Και η Mary Hesse, από μια σκοπιά ευρέως αποδεκτή, λέει οτι δεν υπάρχουν κριτήρια αξιολόγησης που να είναι εφαρμόσιμα σε όλες τις δυνατές συνθήκες, άρα συμπεραίνει οτι οι επιστημονικές πεποιθήσεις πρέπει πάντα να αναλύονται με κοινωνιολογικούς όρους. (24)

Τέτοιου είδους λογική συναντά κανείς συχνά, στην πραγματικότητα όμως είναι αμφιβόλου ποιότητας. Ίσως να είναι σωστή στα ποικίλα φιλοσοφικά της σημεία, δεν καταφέρνει όμως να εδραιώσει την ανάγκη για κοινωνική ανάλυση της επιστημονικής γνώσης. Οι κοινωνικοί ιστορικοί, πολύ συχνά αποτυγχάνουν να κατανοήσουν οτι οι απόψεις ενός φιλοσόφου μπορούν να χωρέσουν εξ ίσου καλά και στο πλαίσιο εργασίας του διανοητικού επιστήμονα: δεν είμαστε αναγκασμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα σε εξαιρετικά απίθανες φιλοσοφικές απόψεις και μια πλήρη κοινωνιολογία της γνώσης. Ειδικότερα, ο Bloor παραβλέπει το γεγονός οτι οι επιστήμονες, τακτικά και σωστά, γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και τα δεδομένα χρησιμοποιώντας μεταφορές, αναλογίες, φιλοσοφικές ιδέες, μεθοδολογικές αρχές, και διάφορες άλλες ‘διανοητικές’ θεωρήσεις.(25) Ο Barnes, λαθεμένα, καταλαβαίνει οτι τα επιχειρήματα του Wittgenstein και άλλων ενάντια στις παραδοσιακές φιλοσοφικές αντιλήψεις δείχνουν οτί δεν υπάρχει νόημα ή λογισμός με τη συνηθισμένη, μη φιλοσοφική έννοια.(26) Και αυτοί που, σαν την Hesse, επιχειρηματολογούν υπέρ του ρελατιβισμού (σχετικισμού) και εναντίον του ορθολογισμού αποτυγχάνουν να εκτιμήσουν επαρκώς οτι η επιστημονική αναζήτηση μπορεί να λάβει μέρος και χωρίς σταθερούς κανόνες, και οτι η ίδια η διανοητική ιστορία είναι ρελατιβιστική (σχετικιστική) με την ίδια έννοια που ενστερνίζονται οι κοινωνικοί ιστορικοί (27).

Ένα τελευταίο αλλά εξαιρετικά σημαντικό σημείο είναι οτι πολλοί κοινωνικοί ιστορικοί φαίνονται να έχουν δεσμευθεί απέναντι στην κοινωνική ιστορία εξ αιτίας του αμφιλεγόμενου νοήματος της λέξης ‘κοινωνικός’ και άλλων παρομοίων με αυτή. Αναγνωρίζοντας οτι η επιστήμη φυσιολογικά και σωστά συζητείται με κοινωνικούς όρους, λαθεμένα συμπεραίνουν οτι η επιστημονική γνώση πρέπει να αναλύεται κοινωνιολογικά. Έτσι, ο David Bloor σημειώνει οτι ‘η επιστήμη είναι κοινωνικό φαινόμενο, γι’αυτό πρέπει να απευθυνόμαστε στον κοινωνιολόγο της γνώσης’, και ο Everett Mendelsohn επιχειρηματολογεί οτι ‘η επιστήμη είναι δραστηριότητα ανθρώπων που δρουν και αλληλεπιδρούν, άρα και κοινωνική δραστηριότητα. Η γνώση της, οι κρίσεις της, οι τεχνικές της έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπινα όντα, έχουν γαλουχηθεί από αυτά, έχουν μοιραστεί από ομάδες ανθρωπίνων όντων. Η επιστημονική γνώση, λοιπόν, είναι θεμελιωδώς κοινωνική γνώση.’ (28) Και στις δύο περιπτώσεις, τα επιχειρήματα είναι πειστικά μόνο όταν η λέξη ‘κοινωνικός’ σημαίνει ‘αυτός που έχει να κάνει με αριθμό ατόμων’, αλλά τα συμπεράσματα απαιτούν να κατανοήσουμε τη λέξη αυτή με την έννοια ‘αυτός που έχει σχέση με συγκεκριμένα είδη πίεσης, συμφέροντος, και άλλα παρόμοια’. Μ’άλλα λόγια, επιχειρήματα όπως του Bloor και του Mendelsohn είναι πειστικά μόνο λόγω της ευκολίας με την οποία υποκύπτουμε στον πειρασμό να ερμηνεύσουμε τη λέξη ‘κοινωνικός’ με τρόπο διφορούμενο.

Ο ισχυρισμός οτι η κοινωνική ανάλυση είναι αναγκαία διότι η ‘εξουσία’ και η ‘χορηγία’ παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιστήμη αλλά και διότι οι επιστήμονες αντλούν από τα ‘κοινωνικά αποθέματα’, έχουν ‘κοινωνικά συμφέροντα’, κάνουν ‘πολιτικές κινήσεις’ και ‘διαπραγματεύονται μεταξύ τους’, είναι λιγότερο κραυγαλέα λαθεμένη, αλλά όχι λιγότερο προβληματική. Τέτοιοι ισχυρισμοί αληθεύουν μόνον όταν οι ιδέες της ‘εξουσίας’, των ‘συμφερόντων’, των ‘διαπραγματεύσεων’ κ.ο.κ χρησιμοποιούνται κατά κάποια αδύναμη έννοια, αλλά για να βγει το συμπέρασμα πρέπει να εκληφθούν με την πλήρως κοινωνιολογική έννοιά τους. Είναι αλήθεια οτι οι επιστήμονες αντλούν από τα κοινωνικά αποθέματα με την έννοια οτι αναφέρονται σε γενικά αποδεκτές απόψεις, οτι είναι πολιτικά όντα με την έννοια οτι προσπαθούν να αποκρούσουν την επίκριση και να παρουσιάσουν τις απόψεις τους με τρόπο ελκυστικό, και οτι διαπραγματεύονται με την έννοια οτι συζητούν μεταξύ τους. Αλλά αυτό καθόλου δεν αποδεικνύει οτι οτι η επιστημονική γνώση πρέπει να αναλύεται με κοινωνιολογικούς όρους. Για να εδραιωθεί αυτό, πρέπει να αποδειχθεί οτι, με το να αντλούν από τα κοινωνικά αποθέματα, οι επιστήμονες επιχειρούν να προωθήσουν τα ενδιαφέροντα της ομάδας που έχει στην κατοχή της αυτά τα αποθέματα. Οτι με το να κάνουν πολιτικές κινήσεις συμπεριφέρονται σαν πολιτικοί. Και οτι με το να διαπραγματεύονται μεταξύ τους κάνουν ραδιουργίες και καταστρώνουν πλάνες, δεν συζητούν απλά.

Γενικά, το πρόβλημα είναι άλλο ένα παράδειγμα αυτού που ο Dennis Wrong αναφέρει σαν την ‘υπερκοινωνική αντίληψη του ανθρώπου στην σύγχρονη κοινωνιολογία’.(29) Βλέπουμε τόσα πολλά πράγματα σαν κοινωνικά που η έννοια γίνεται σχεδόν άχρηστη, και η κοινωνιολογική ανάλυση γίνεται τόσο διακεχυμένη και τόσο υπερ-περιεκτική που σχεδόν ολόκληρη η ιστορία γίνεται κοινωνική ιστορία. Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι η επιστήμη είναι κοινωνικό εγχείρημα. Αλλά με αυτό δεν χρειάζεται κανένας διανοητικός ιστορικός να διαφωνήσει.

B. Οι Κοινωνικοί Ιστορικοί μιλούν για την Διανοητική Ιστορία.

Η δεύτερη πεποίθηση του κοινωνικού ιστορικού είναι οτι η διανοητική ιστορία καταστρέφεται από μη εμπειρικές υποθέσεις. Στα γραπτά, συχνά συναντάμε την ιδέα οτι μόνο η κοινωνική ιστορία είναι αμειγώς εμπειρική, και οτι δεν έχουμε άλλη επιλογή απο το να προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε μια πλήρως κοινωνική ιστορία της επιστήμης.(30) Ειδικότερα, προτείνεται οτι η διανοητική ιστορία είναι ανεπαρκής διότι (α) δεν ασχολείται με συμπαγή γεγονότα, (β) υποθέτει οτι υπάρχουν μη αιτιολογικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ιδεών, (γ) οι μέθοδοί της δεν είναι όμοιες με αυτές των φυσικών επιστημών, και (δ) οι εξηγήσεις της εξαρτούνται από κρίσεις σχετικά με τον ορθολογισμό και την αξία των αξιών που ερευνώνται. Μ’άλλα λόγια, ενώ η κοινωνική ιστορία είναι ‘υλιστική’, αιτιολογική, ‘νατουραλιστική’ και ‘μη κανονιστική’, η διανοητική ιστορία είναι ‘ιδεαλιστική’, μη αιτιολογική, μη νατουραλιστική και κανονιστική.

Αυτή η επίκριση σίγουρα βρίσκει έναυσμα στον τρόπο με τον οποίο η διανοητική ιστορία παρουσιάζεται από κάποιους από τους υποστηρικτές της. Η διανοητική ιστορία θα φαινόταν σαν να υποθέτει την ύπαρξη αφηρημένων οντοτήτων και μη αιτιολογικών σχέσεων αν – όπως συχνά λέγεται – οι επιστημονικές ιδέες ακολουθούν τη δική τους ‘εσωτερική λογική’ και είναι ‘λογικά ή μεθοδολογικά (μειώσιμες) σε κάποιο τύπο.’(31) Η μέθοδός της δεν είναι η μέθοδος των φυσικών επιστημών αν αποτελείται από την ‘ιστορία της ορθολογικής σκέψης σχετικά με τη φύση … και απαιτεί για την κατανόησή της απλά ο ιστορικός να προσπαθήσει “να σκεφθεί τη σκέψη του επιστήμονα μετά απο αυτόν.”’(32) Και δε μπορεί να είναι πλήρως περιγραφική αν ‘η ιστορία της επιστήμης χωρίς φιλοσοφία της επιστήμης είναι τυφλή’ ή αν η δικαιοδοσία της διανοητικής ιστορίας είναι να εξηγήσει ‘καλά εδραιωμένες’ πεποιθήσεις (33).

Όμως, τέτοιες χαλαρές προγραμματικές παρατηρήσεις δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν σα βάση για απόρριψη της διανοητικής ιστορίας, πόσο μάλλον για εδραίωση της αμφισβητήσιμης προσέγγισης του ιδίου του κοινωνικού ιστορικού. Αμυνόμενοι της άποψής τους, οι διανοητικοί ιστορικοί μπορούν εύλογα να απαντήσουν οτι δεν αντιμετωπίζουν τις ιδέες των επιστημόνων σαν ασώματες, Πλατωνικές οντότητες που μπορούν μόνο να αρπαχτούν, ‘να συλληφθούν ενστικτοδώς’. Οι ιδέες που μελετήθηκαν από τον Koyre, τον Cohen, τον Clagget και από άλλους διανοητικούς ιστορικούς δεν είναι καθόλου ασώματες. Είναι ιδέες αποδεκτές από τους ιστορικά εξεταζόμενους σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και συγκεκριμένα μέρη. Ο διανοητικός ιστορικός που ρωτάει τι εννοεί ο Newton όταν μιλάει για παγκόσμια βαρύτητα δεν είναι λιγότερο ‘υλιστικός’ από τον κοινωνικό ιστορικό που προσπαθεί να συνδέσει αυτές τις ιδέες με τον κοινωνικό περίγυρο του Newton. Το οτι ο Newton διατύπωσε το νόμο της παγκόσμιας βαρύτητας είναι τόσο συμπαγές σα γεγονός όσο και το οτι αυτός γεννήθηκε κάποια Χριστούγεννα της εποχής της αντιβασιλείας. Στην πραγματικότητα, ακόμα και η ιστορία ιστορικών όπως ο Arthur Lovejoy και ο J.R. Partington, η οποία πλησιάζει την εικόνα της ασώματης ιστορίας, μπορεί εύκολα να κατανοηθεί με την απλή μέθοδο του να εκλάβει κανείς κάθε ιδέα σα να είναι ‘πλήρως ενσώματη’.

επί πλέον, δεν πρέπει να θεωρούμε οτι οι διανοητικοί ιστορικοί δίνουν εξηγήσεις αναφέροντας λόγους και όχι αιτίες, αν και κάποιοι έχουν λαθεμένα πιστέψει πως οι διανοητικοί ιστορικοί ασχολούνται με τη ‘μη αιτιολογική ορθολογική εξήγηση’(34). Γιατί, αυτό που στην ουσία προσπαθούν να αποδείξουν είναι το πώς οι επιστήμονες φτάνουν σε κάποιες πεποιθήσεις λόγω της αποδοχής απο αυτούς κάποιων λόγων, οι οποίοι λόγοι είναι παράγωγα άλλων δικών τους πεποιθήσεων. Είτε οι λόγοι είναι αιτίες, είτε όχι, όταν ένας επιστήμονας αποδέχεται ένα λόγο μπορεί ταυτόχρονα να δημιουργεί μια αιτία που θα τον κάνει να υιοθετήσει μια νέα πεποίθηση.(35) Όταν οι διανοητικοί ιστορικοί εξηγούν την αποδοχή του νόμου της βαρύτητας από τον Newton, δεν δείχνουν απλώς οτι ο νόμος είναι λογικά σχετισμένος με άλλες ιδέες του Newton. Δείχνουν επίσης πως αυτές οι άλλες ιδέες τον παρακίνησαν να αποδεχθεί το νόμο. Για τον διανοητικό ιστορικό, λοιπόν, αυτά που έχουν σημασία είναι οι πλήρως ενσώματες πεποιθήσεις των επιστημόνων και οι πλήρως αιτιολογικές λογικές διαδικασίες που αυτοί όντως χρησιμοποιούν.

Αλλά αυτό αφήνει ακόμα ανοιχτό το ερώτημα του κατά πόσο οι διανοητικοί ιστορικοί είναι υποχρεωμένοι να επικαλεστούν ειδικές μεθόδους, και, ειδικότερα, κατά πόσο πρέπει αυτοί να εμπλέκονται σε μια εξαιρετικά ύποπτη μορφή διαβάσματος της σκέψης. Για το συμφέρον της καλής επιστημονικής πρακτικής, δεν θα έπρεπε οι ιστορικοί να αποφεύγουν να εμφυτεύουν εσωτερικές καταστάσεις πίστης, κινήτρου και σκοπού στο αντικείμενό τους;(36) Σίγουρα, πρέπει να παραδεχθούμε οτι η απόδοση πεποιθήσεων από επιστήμονες, αλλά και από οποιονδήποτε, είναι, Κατά μια έννοια, υποθετική. Αλλά σίγουρα δεν υπάρχει λόγος γιατί οι επιστήμονες θα έπρεπε να έχουν περιορισμένο εμπειρικό έλεγχο σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους στις κοινωνικές επιστήμες. Άλλωστε, και οι κοινωνικοί ιστορικοί πρέπει να ερμηνεύσουν ιστορικά κείμενα με σκοπό να βρουν τι σκεφτόταν οι εξεταζόμενοι παράγοντες, και οι παρελθοντικές κοινωνικές αιτίες δεν είναι ευκολότερο να εδραιωθούν απ’ότι οι πεποιθήσεις και οι σκοποί του παρελθόντος. Πρέπει να επιμένουμε οτι τέτοιες αποδόσεις πεποιθήσεων πρέπει να γίνονται με προσοχή. Είναι, όμως, εντελώς διαφορετικό από αυτό να λέμε οτι όταν αυτές εξασκούνται έχουμε να κάνουμε με ‘διάβασμα μυαλών.’

Τέλος, δεν πρέπει να σκεφτούμε οτι η διανοητική ιστορία προϋποθέτει φιλοσοφικές οι κανονιστικές αιτίες με τρόπο διαφορετικό από την κοινωνική ιστορία. Αληθεύει το οτι οι διανοητικοί ιστορικοί αναφέρουν τους λόγους των πράξεων των επιστημόνων, αλλά αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει οτι κάνουν κανονιστικές κρίσεις. Οι διανοητικοί ιστορικοί συνήθως δεν προσπαθούν να απεικονίσουν την επιστήμη σαν μια ευθεία πορεία προς την αλήθεια. Δεν χρειάζεται να ζητούν συγγνώμη εκ μέρους της επιστήμης, ούτε να χρονογραφούν τα επιτεύγματά της. Όταν αναφέρουν έναν λόγο, δεν χρειάζεται να τον επικροτήσουν ή να τον επικρίνουν, ούτε χρειάζεται να υποννοήσουν οτι αυτός ο λόγος συμμορφώνεται με κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφική θεωρία ή λογική. Η ανάλυση ενός διανοητικού ιστορικού του πώς ο Newton έφτασε στο να αποδεχθεί την παγκόσμια βαρύτητα δεν έχει τίποτα να κάνει με το πως θα πρέπει να δικαιολογήσουμε αυτή την αποδοχή ή με το πώς, ίσως, ο ίδιος ο Newton έπρεπε να την είχε δικαιολογήσει. Για τον διανοητικό ιστορικό, το κρίσιμο σημείο είναι οτι ο Newton αγκάλιασε μια άποψη διότι δέχθηκε οτί διάφοροι παράγοντες ήταν λόγοι για αυτή την άποψη, γιατί πίστεψε οτί αυτοί οι παράγοντες ήταν αρκετοί για να εδραιώσει το συμπέρασμά του. Γενικά, όταν οι διανοητικοί ιστορικοί μιλούν για λόγους, μιλούν για αυτούς με μια αμιγώς περιγραφική έννοια. Μελετούν την ‘ορθή λογική’ των πεποιθήσεων μόνο μέχρι το σημείο που αφορά τα πράγματα που τα αντικείμενα των διανοητικών ιστορικών θεωρούν λογικά.

Η προσέγγιση του διανοητικού ιστορικού, λοιπόν, είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ότι παραδέχονται πολλοί κοινωνικοί ιστορικοί. Η διανοητική ιστορία, μπορεί να είναι εμπειρική με την αυστηρή έννοια ακριβώς όσο και η κοινωνική ιστορία: η κατηγορία οτι οι διανοητικοί ιστορικοί είναι μη εμπειρικοί ιδεαλιστές βρίσκει εφαρμογή μόνο σε μια μικρή ομάδα ιστορικών. Μάλιστα, είναι οι κοινωνικοί ιστορικοί που συνηθίζουν να άγουν με μη επιστημονικό τρόπο. Γιατί αυτοί είναι που διατυπώνουν προκαταβολικά πως οι επιστημονικές πεποιθήσεις πρέπει να εξηγούνται με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αυτοί, και όχι οι διανοητικοί ιστορικοί, κάνουν κρίσεις πριν κάνουν εμπειρική έρευνα για να βρουν τον απαιτούμενο τύπο εξήγησης. Η καλή επιστημονική εξάσκηση, αντιθέτως, αφήνει ανοιχτό το ζήτημα του αν μια πεποίθηση πρέπει να εξηγείται με αναφορά σε λόγους, κοινωνικές αιτίες ή με κάποια άλλη μέθοδο.(37)

ΙΙΙ

Οι διανοητικοί ιστορικοί, των οποίων τις απόψεις υπερασπίστηκα, πιστεύουν ότι οι επιστημονικές πεποιθήσεις πρέπει να εξηγούνται κοινωνικά μόνο όταν οι επιστήμονες τις αποδέχονται σαν αποτέλεσμα κοινωνικής πίεσης ή για να προωθήσουν τα κοινωνικά τους συμφέροντα. Παρ’όλο που όλες οι πεποιθήσεις έχουν κοινωνικά προαπαιτούμενα, το να εξηγούμε κάτι αναλύοντάς το σε λόγους φαίνεται να προεκτοπίζει την ανάγκη για κοινωνικές εξηγήσεις. Όταν οι επιστήμονες αποδέχονται πεποιθήσεις με βάση τους λόγους, είναι περιττό και ακατάλληλο για τον ιστορικό να προχωρήσει πέρα από αυτούς τους λόγους και να εξετάσει τα κοινωνικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία αυτοί οι λόγοι βρίσκονται. Εν τούτοις, σε πολλές περιπτώσεις, οι κοινωνικές εξηγήσεις φαίνεται πως βοηθούν στην κατανόηση της αποδοχής πεποιθήσεων από τους επιστήμονες, ακόμα και όταν αυτές οι πεποιθήσεις έγιναν αποδεκτές με βάση κάποιους λόγους. Ειδικότερα, η κοινωνική ανάλυση μπορεί να κάνει πιο βαθιά την κατανόησή μας της χρήσης τραπεζικών παραλληλισμών του Scrope, της επίκλησης ιδεών του Malthuss από τον Δαρβίνο, τη διαμάχη μεταξύ φρενολόγων και αντιφρενολόγων. Ο διανοητικός ιστορικός ίσως έχει δίκιο όταν λέει οτι αυτοί οι επιστήμονες δεν επηρεάστηκαν από κοινωνικές πιέσεις και συμφέροντα, αλλά ίσως να είναι χρήσιμο να σχετίσουμε τις ιδέες τους με τις κοινωνικές καταστάσεις. Όπως επιμένει ο κοινωνικός ιστορικός, είναι κάποιες φορές σκόπιμο να τονίσουμε, όχι μόνο τις ιδέες του επιστήμονα, αλλά και τις κοινωνικές καταστάσεις μέσα στις οποίες αυτές οι ιδέες διατυπώνονται και υπερασπίζονται.

Το θέμα δεν είναι οτι οι εξηγήσεις είναι μονίμως ‘ελλιπείς’ με την έννοια οτι πάντα μπορούμε να τις επεκτείνουμε. Οι κοινωνικοί ιστορικοί που δίνουν έμφαση στα κοινωνικά περιβάλλοντα των επιστημονικών πεποιθήσεων κάνουν κάτι παραπάνω από το να επεκτείνουν θαυμάσια επαρκείς εξηγήσεις. Δεν μας λένε απλώς οτι κάποιες πεποιθήσεις έχουν κάποια κοινωνικά προαπαιτούμενα. Μάλλον, ισχυρίζονται οτι υπάρχουν περιπτώσεις όπου καμία εξήγηση δεν επαρκεί εκτός και αν προχωράει πέρα από τις πεποιθήσεις των επιστημόνων και φτάνει στις κοινωνικές καταστάσεις που πλαισιώνουν αυτές τις πεποιθήσεις. Από αυτή τη σκοπιά, εξηγήσεις των πεποιθήσεων του Scrope, του Δαρβίνου και των φρενολόγων που έχουν σα βάση τους λόγους είναι ελλιπείς, όχι γιατί μπορούμε να προσθέσουμε κάτι, αλλά γιατί είναι ανεπαρκείς και δεν αποκαλύπτουν τίποτα.

Όταν εξηγούμε ιστορικά συμβάντα, ο σκοπός μας είναι να τα εξηγήσουμε με δικούς μας όρους, όχι με αυτούς που χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες που ενεπλέκοταν. Ξεκινάμε τους ιστορικούς διαλογισμούς μας οπλισμένοι με προσδοκίες και πληροφορίες που διαφέρουν σημαντικά από αυτές των εξεταζομένων αντικειμένων μας. Αν πάρουμε στα σοβαρά τη σημειολογία της εξήγησης (38), δε μπορούμε να υποθέσουμε οτι η απάντηση σε μια συγκεκριμένη ερώτηση σχετικά με μια επιστημονική πεποίθηση θα έχει ένα συγκεκριμένο τύπο. Μάλλον, η απάντηση θα εξαρτάται από το τι γνωρίζουμε και τι βρίσκουμε δυσνόητο. Αν έχουμε ένα υπόβαθρο κάποιων πληροφοριών, μια εξήγηση που θα δίνει έμφαση σε κάποια χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ίσως είναι κατάλληλη. Αν το υπόβαθρο περιέχει διαφορετικές πληροφορίες, ίσως να πρέπει να τονίσουμε άλλα χαρακτηριστικά του γεγονότος. Αν εκλάβουμε την εξήγηση σαν μια ‘αντικειμενική’ σχέση ανάμεσα σε μία πρόταση (το εξηγούμενο) και κάποιες άλλες (τα εξηγούντα), καμία ποικιλομορφία δεν θα προκύψει. Αλλά τη στιγμή που βλέπουμε την εξήγηση σαν διαδικασία βελτίωσης της κατανόησης, δε μπορούμε πλέον να βάζουμε Κατά μέρος την πιθανότητα οτι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τις πεποιθήσεις του επιστήμονα, όσο λογικά και αν αποκτήθηκαν αυτές. Ο τρόπος που θα προχωρήσουμε πρέπει να εξαρτάται από τι είναι ευνόητο για εμάς, αλλά και από τι στην πραγματικότητα έκαναν τα ιστορικά μας εξεταζόμενα αντικείμενα.

Αυτές οι παρατηρήσεις δεν δικαιώνουν την ισχυρή αξίωση οτι η κοινωνική ιστορία είναι πάντα αναγκαία. Σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να εξηγήσουμε στον εαυτό μας γιατί οι επιστήμονες υιοθέτησαν κάποιες θεωρίες απλά δίνοντας προσοχή στους λόγους για τους οποίους είπαν οτι το έκαναν. Έτσι, η υιοθέτηση του Newton της παγκόσμιας βαρύτητας, η διατύπωση του Lavoisier της θεωρίας καύσης του οξυγόνου και η αποδοχή της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας από τον Maxwell, μπορούν, πιθανότατα, να εξηγηθούν χωρίς να λάβουμε υπ’όψη τις κοινωνικές τους καταστάσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορούμε να εξηγήσουμε ικανοποιητικά πώς οι επιστήμονες προχώρησαν, με το να προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα μέσα από τα μάτια του ίδιου του επιστήμονα. Από την άλλη, θα ήταν λάθος να βιαστούμε να συμπεράνουμε οτι η κοινωνική εξήγηση είναι αναγκαία όπου είναι κατάλληλο να κοιτάξουμε ένα ζήτημα σαν εξωτερικοί παρατηρητές. Γιατί, μερικές φορές, μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί οι επιστήμονες αποδέχθηκαν κάποιες απόψεις σχετίζοντας αυτές τις απόψεις με μη κοινωνικές καταστάσεις. Ίσως, για παράδειγμα, να μπορούμε να εξηγήσουμε τη θέση κάποιου επιστήμονα απλώς σημειώνοντας οτι αυτός ή αυτή παραπλανήθηκε από ένα απατηλό φαινόμενο. Παρ’όλα αυτά, όταν οι εξηγήσεις προχωρούν πέρα από τις πεποιθήσεις ενός επιστήμονα, συχνά φτάνουν στις κοινωνικές του καταστάσεις.

Η πιθανότητα της εξήγησης λογικών επιστημονικών πεποιθήσεων με κοινωνικούς όρους μπορεί να επεξηγηθεί αν λάβουμε υπ’όψη τη χρήση τραπεζικών παραλληλισμών του Scrope και την επίκληση των ιδεών του Malthus σχετικά με την κοινωνία από τον Δαρβίνο. Μπορούμε να αναδομήσουμε λεπτομερώς τη λογική του Scrope και του Δαρβίνου, σκιαγραφόντας και τα στοιχεία και την μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν. Εν τούτοις παραμένει το ερώτημα του γιατί αυτοί πίστεψαν οτι οι λόγοι που παρέθεσαν είναι πραγματικοί λόγοι. Για εμάς, ο Scrope και ο Δαρβίνος ίσως φαίνονται να διαλογίζονται με αντιφατικούς, παράξενους τρόπους, τρόπους που προκαλούν ερωτηματικά. Αυτό που αυτοί έβλεπαν λογικό, ίσως να μην το βλέπουμε εμείς. Όμως, αν σχετίσουμε τις ιδέες τους με τις κοινωνικές τους καταστάσεις, ίσως δούμε πιο ξεκάθαρα τον τρόπο σκέψης τους. Ας υποθέσουμε οτι μόλις στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα έγιναν ‘κοινωνικό απόθεμα’ οι πληροφορίες σχετικά με τα τραπεζικά που επικαλέστηκε ο Scrope. Τότε θα μπορούσαμε να ξεκαθαρίσουμε την χρήση της αναλογίας μεταξύ γεωλογικού χρόνου και χρημάτων, παρατηρώντας οτι οι εξελίξεις στην κοινωνία είχαν θέσει στη διάθεσή μας αυτόν τον καινούργιο παράγοντα. Παρομοίως, ας υποθέσουμε οτι ο Δαρβίνος είχε εντυπωσιαστεί (όπως φαίνεται οτι είχε εντυπωσιαστεί και ο Wallace (39)) από το κόστος των πολέμων, της πείνας και της αρρώστιας σε ανθρώπινες ζωές. Θα μπορούσαμε τότε να εξηγήσουμε την υιοθέτηση των ιδεών του Malthus από τον Δαρβίνο, παρατηρώντας οτι ο κοινωνικός κόσμος με τον οποίο ήταν οικείος ο Δαρβίνος ήταν ένα ομοίωμα του βιολογικού κόσμου. Μ’άλλα λόγια, η εξήγηση του γιατί ο Scrope και ο Δαρβίνος υιοθέτησαν κάποιες ιδέες σαν λόγους, θα μπορούσε εν μέρει να είναι γιατί ζούσαν σε ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας.

Εναλλακτικά, σκεφτείτε τη διαμάχη ανάμεσα στους φρενολόγους και τους αντιφρενολόγους στο Εδινβούργο του δεκάτου ενάτου αιώνα. Για να εξηγήσουμε αυτή τη διαμάχη δε μπορούμε απλά να εξηγήσουμε γιατί οι φρενολόγοι είχαν αποδεχθεί τις απόψεις τους και γιατί οι αντιφρενολόγοι τις δικές τους. Αυτό που πρέπει να αναλυθεί είναι γιατί οι φρενολόγοι δεχόταν μία θεωρία ενώ οι αντιφρενολόγοι μια άλλη. Απαιτείται η εξήγηση μιας αντίθεσης, όχι ξεχωριστές εξηγήσεις των δύο αντιθέτων μονάδων.(41) Όταν αναγνωριστεί αυτό, φαίνεται καθαρά οτι μια εξήγηση που ψάχνει τους λόγους των δύο πλευρών στις κοινωνικές θέσεις τους, θα ήταν επεξηγηματική με ένα τρόπο διαφορετικό από αυτό των δύο ξεχωριστών αναλύσεων. Ίσως συμφωνήσουμε οτι οι κοινωνικοί παράγοντες είναι απλές αφορμές για τις απόψεις των φρενολόγων και των αντιφρενολόγων (βλέπε Ι), αλλά ίσως εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε οτι μια επαρκής εξήγηση της διαφωνίας τους πρέπει να κάνει αναφορά στις κοινωνικές τους θέσεις, οι οποίες είναι αφορμές για τις διαφέρουσες πεποιθήσεις τους. Κάποιος, για παράδειγμα, ίσως πει οτι οι κοινωνικές θέσεις των φρενολόγων και των αντιφρενολόγων, έκαναν διαθέσιμο ή ελευθέρωναν το υπόβαθρο πληροφοριών του καθενός με διαφορετικό τρόπο. Ή κάποιος ίσως πει οτι οι φρενολόγοι βάσιζαν τα επιχειρήματά τους στις εμπειρίες τους σαν παρείσακτοι, ενώ οι αντιφρενολόγοι βάσιζαν τα επιχειρήματά τους στις εντελώς διαφορετικές εμπειρίες που είχαν σαν μέλη του κατεστημένου του Εδινβούργου.(42)

Σε τέτοιες εξηγήσεις – και, σίγουρα, άλλου είδος παραδείγματα μπορούν εύκολα να δομηθούν – οι επιστημονικές πεποιθήσεις σχετίζονται με τις κοινωνικές καταστάσεις, έστω και αν δεν είναι λογικοποιήσεις. Επικαλούμεθα τα κοινωνικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία οι ιδέες αποτιμούνται, αλλά δεν υπονοούμε με κανένα τρόπο οτι κοινωνικά συμφέροντα ή κοινωνικές πιέσεις επηρέασαν αυτές τις αποτιμήσεις. Οι κοινωνικοί παράγοντες εκλαμβάνονται ως κοινωνικές καταστάσεις, όχι ως κοινωνικές αιτίες. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Cheyney Ryan, οι κοινωνικοί παράγοντες είναι πέρα από τις πεποιθήσεις, όχι πίσω τους.(43) Το θέμα είναι οτι μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ο Scrope, o Δαρβίνος και οι φρενολόγοι διαλογιζότουσαν με τον τρόπο που διαλογιζότουσαν αν βάλουμε τις σκέψεις τους σε ευρύτερα κοινωνικά περιβάλλοντα. Δεν εξετάζουμε τον ισχυρισμό οτί υιοθέτησαν τις απόψεις τους διότι πίστευαν πως αυτές ήταν αληθινές, ούτε αντικρούουμε την πρόταση οτι μπορούμε να ξανασκεφτούμε τις σκέψεις τους με τον τρόπο που υποστηρίζουν οι διανοητικοί ιστορικοί.

Κάποιος ίσως διαφωνήσει με αυτά λέγοντας οτι, αναπόφευκτα, προσβάλλουμε την ‘ορθολογικότητα’ των πεποιθήσεων αν προχωρήσουμε πέρα από αυτές, φτάνοντας στις περιβάλλουσες κοινωνικές καταστάσεις. Οι επιστήμονες δεν πρέπει να επηρεάζονται στην αποδοχή ή απόρριψη θεωριών από τα κοινωνικά τους περιβάλλοντα. Αν πάντα προχωρούσαν με άρτιο επιστημονικό τρόπο, οι κοινωνικοί παράγοντες ποτέ δεν θα επηρέαζαν τις αποφάσεις τους. Ειδικότερα, ο Scrope δεν έπρεπε να είχε στηριχθεί σε μια ευρέως αποδεκτή πεποίθηση. Ο Δαρβίνος δεν έπρεπε να είχε γενικεύσει σχετικά με τη φύση και όλες τις βιολογικές ομάδες βασιζόμενος σε λίγες παρατηρήσεις σχετικά με την ανθρώπινη κοινωνία. Και οι φρενολόγοι και οι αντιφρενολόγοι δεν έπρεπε να περιορίσουν τους εαυτούς τους στις λίγες πληροφορίες που διέθεταν επειδή είχαν κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές θέσεις. Πράγματι, δεδομένων των ιστορικών αναλύσεων που υπάρχουν, δεν είναι πιο πειστικό να ερμηνεύσουμε τον Scrope σαν να επιχειρηματολογεί από θέση ισχύος, τον Δαρβίνο σαν βιαστικό υπεργενικευτή, και τους φρενολόγους και τους αντιφρενολόγους σα να πράττουν το λάθος του τοπικισμού; Γιατί να πιστέψουμε οτί αυτό που αποδείχθηκε είναι οτί ο Scrope και οι άλλοι προχωρούσαν λογικά, και να μην πιστέψουμε οτι λογικοποιούσαν τις κοινωνικές τους βλέψεις;

Σίγουρα, ο Scrope, ο Δαρβίνος και οι άλλοι, ίσως ενεργούσαν κάτω από κοινωνική πίεση ή προσπαθούσαν να προωθήσουν τα κοινωνικά τους συμφέροντα. Μόνο ιστορική έρευνα μπορεί να το αποδείξει αυτό. Όμως, το κύριο θέμα της αντίρρησης – οτι, δηλαδή, κοινωνικές εξηγήσεις πεποιθήσεων αναπόφευκτα προσβάλλουν τη ‘λογική’ τους – πρέπει να απορριφθεί. Γιατί είναι απολύτως συμβατό με την άποψη που σκιαγράφησα οτι ο Scrope, ο Δαρβίνος και οι φρενολόγοι και οι αντιφρενολόγοι ενεργούσαν όλοι με έναν παντελώς κατάλληλο τρόπο. Κάποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει ξεκινώντας από μια ευρέως αποδεκτή πεποίθηση χωρίς να ‘επιχειρηματολογεί από θέση ισχύος’. Κάποιος μπορεί να γενικεύσει με βάση περιορισμένη εμπειρία χωρίς να γενικεύει βιαστικά, και κάποιος μπορεί να βασιστεί στα διαθέσιμα δεδομένα χωρίς να γίνεται ‘τοπικιστής’. Αν ο Scrope και οι άλλοι ερεύνησαν τα ζητήματα που τους απασχολούσαν σύμφωνα με τα γενικά δεκτά κριτήρια των καιρών τους, δεν μπορούμε να τους επικρίνουμε λέγοντας οτι δεν είχαν καλούς λόγους για να δεχθούν τις απόψεις που δέχθηκαν. Δε μπορούμε να περιμένουμε από τους επιστήμονες να είναι παντογνώστες. Η εργασία τους, λογικά, δεν εξαιρεί την πιθανότητα οτι η διαθεσιμότητα των πληροφοριών τους εξαρτάται από εξελίξεις στην ευρύτερη κοινωνία. Ούτε την πιθανότητα οτι γεγονότα σχετικά με την κοινωνία παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς οι επιστήμονες πρέπει να μελετούν τα μη κοινωνικά φαινόμενα. Ούτε οτι οι κοινωνικές τους θέσεις περιγράφουν τις πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση.

Τέλος, ίσως αξίζει να συγκρίνουμε την ιδέα της κοινωνικής ιστορίας που προσπαθώ να προωθήσω, με μια ιδέα που ο Shapin θεωρεί πως επικρατεί στη σκέψη πολλών κριτικών της κοινωνιολογίας της γνώσης. Αυτή η αρχή, την οποία ο Shapin αποκαλεί ‘το διορθωτικό μοντέλο’, συνδυάζει τις έξι ακόλουθες θέσεις. (i) ‘Η κοινωνιολογική εξήγηση βασίζεται σε ισχυρισμούς του εξής τύπου: “όλα (ή τα περισσότερα από) τα άτομα σε μια συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση θα πιστεύουν σε μία συγκεκριμένη διανοητική θέση”’ (ii) ‘Το κοινωνικό εξάγεται από συναθροισμένα άτομα’ (iii) ‘Η σύνδεση ανάμεσα σε κοινωνική κατάσταση και πεποίθηση είναι σύνδεση “καθορισμού”’ (iv) ‘Το κοινωνικό είναι το ίδιο με το παράλογο.’ (v) ‘Η κοινωνιολογική εξήγηση περιλαμβάνει την επίκληση εξωτερικών κοινωνικών παραγόντων’, και (vi) ‘H κοινωνιολογική εξήγηση είναι ασύμβατη με τον ισχυρισμό οτι η επιστημονική γνώση είναι θεμελιωμένη εμπειρικά στα αισθητικά ερεθίσματα από τη φυσική πραγματικότητα. Εν αντιθέσει, σύμφωνα με τη θέση που εκφράζει αυτή η μελέτη, (i) οι πεποιθήσεις είναι απίθανο να σχετίζονται κατά κανόνα με τις κοινωνικές καταστάσεις, (ii) οι αντιθέσεις δε μπορούν να εξηγηθούν συνδέοντας εξηγήσεις των αντιτιθέμενων κομματιών, (iii) ο ντετερμινισμός ίσως να είναι αλήθεια, ίσως όχι, (iv) η λογική πεποίθηση μπορεί κάποιες φορές να εξηγηθεί με κοινωνικούς όρους, (v) η κοινωνιολογική εξήγηση ίσως περιλαμβάνει κοινωνικές αιτίες εσωτερικές ως προς την επιστήμη, και (vi) ο εμπειρικισμός μπορεί να είναι αλήθεια σε κάποια λογική μορφή του.(45)

Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, υπάρχουν πλεονεκτήματα στις θέσεις και του διανοητικού και του κοινωνικού ιστορικού, εν τούτοις καμία από τις δύο δεν επαρκεί πλήρως. Οι κοινωνικοί ιστορικοί έχουν δίκιο που επιμένουν οτι οι πεποιθήσεις που έχουν λογική βάση μπορούν να εξηγηθούν κοινωνιολογικά. Μόνο που κάνουν λάθος στο να υποθέτουν οτι η κοινωνική εξήγηση είναι πάντα αναγκαία όταν, στην πραγματικότητα, είναι σπάνια κατάλληλη (46). Από την άλλη, οι διανοητικοί ιστορικοί δικαιολογημένα δίνουν έμφαση και στον πολύ σημαντικό ρόλο του λογισμού στην επιστήμη, και στο γεγονός οτι οι κοινωνικοί παράγοντες γενικά γίνονται απλές αφορμές για πεποιθήσεις ή περιγράφουν αυτές. Μόνο τους ψεγάδι οτι περιορίζουν τις τεχνικές της κοινωνικής εξήγησης σε περιπτώσεις στις οποίες οι πεποιθήσεις υιοθετούνται για να προωθήσουν κοινωνικά συμφέροντα, ή σαν αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων. Αν αναγνωρίσουμε οτι οι εξηγήσεις επιστημονικών πεποιθήσεων, όπως κάθε είδους εξηγήσεις, είναι πάντα σχετικές με τα ενδιαφέροντα και συμφέροντά μας, μπορούμε να διασταυρώσουμε τις δύο ιστοριογραφικές στρατηγικές. Μπορούμε να κρατήσουμε την κύρια ιδέα του κοινωνικού ιστορικού, και ταυτόχρονα να διατηρήσουμε τον πυρήνα της προσέγγισης του διανοητικού ιστορικού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Βλέπε, για παράδειγμα, …
Πηγή ίδια με προηγούμενη (2). Για περισσότερα περί του τι ο Shapin θεωρεί ‘επιφανειακό’ και ‘μη εποικοδομητικό’ σαν χαρακτηρισμό της κοινωνικής ιστορίας, βλέπε τις παρατηρήσεις σχετικά με το ‘εξαναγκαστικό μοντέλο’ στο τέλος αυτής της μελέτης.
10. McKenzie, 1979, p.125. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πρέπει να σημειώσω εδώ οτι πολλοί άλλοι τύποι μελέτης έχουν παρουστιστεί για υποστήριξη της θέσης του κοινωνικού ιστορικού. Βλέπε, για παράδειγμα, Shapin (1982). Σε αυτή την εργασία, επικεντρώνομαι σε μελέτες που ασχολούνται με κοινωνικούς παράγοντες που έχουν σχέση με την ευρύτερη κοινωνία, και όχι με την κοινωνική δομή της ίδιας της επιστήμης για δυο λόγους: (1) περιπτώσεις που περιλαμβάνουν ‘ευρύτερους’ κοινωνικούς παράγοντες δίνουν ισχυρότερη υποστήριξη στην προσέγγιση του κοινωνικού ιστορικού, και (2) η κριτική που αναπτύσσω εφαρμόζεται πιο αποτελεσματικά σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν κοινωνικούς παράγοντες που σχετίζονται μόνο με την κοινωνική δομή της επιστήμης.

12. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο δίνουν έμφαση κοινωνικοί ιστορικοί που έχουν επηρεαστεί από τη δουλειά της Mary Douglas (βλέπε Barnes και Shapin, 1977). Γιατί αυτό που δίνει ο Douglas είναι μια εξήγηση του τρόπου με τον οποίο κάποιες κοινωνικές δομές δίνουν αφορμή για γενικές κατηγορίες ολόκληρων κοσμολογιών. Λέει, για παράδειγμα, οτι απομονωμένες κοινωνίες με ισχυρά σύνορα ανάμεσα σε ρόλους και τάξεις τείνουν να υιοθετούν μαγικές κοσμολογίες, ενώ κοινωνίες με αδύνατα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα τείνουν να προτιμούν τις ατομιστικές κοσμολογίες.

16. Αυτό αναγνωρίζεται από τον Stephen Shapin, που παρατηρεί οτι ‘ούτε η χρήση τραπεζικών μεταφορών από τον Scrope, ούτε η χρήση των ιδεών του Malthus από τον Δαρβίνο δεν αποκαλύπτει τίποτα συγκεκριμένο σχετικά με τους κοινωνικούς σκοπούς αυτών που εμπλέκονται.’ Βλέπε Shapin, 1982, p.179

18. Bλέπε McKenzie (1979), ειδικότερα σελ. 126,132. Μια πλήρης μελέτη της επιχειρηματολογίας του McKenzie θα περιελάμβανε μια λεπτομερή εξέταση των ιδεών του περί κοινωνικών συμφερόντων και ‘εξαιρετικών ατόμων’. Αυτές είναι κεντρικά ως προς την επιχειρηματολογία του, αμφότερες, όμως, είναι προβληματικές.

20. Πρέπει επίσης να θυμηθούμε οτι επεισόδια που περιλαμβάνουν ‘παραλογισμό’ είναι εύκολο να χωρέσουν μέσα στο πλαίσιο εργασίας του διανοητικού ιστορικού. Οι διανοητικοί ιστορικοί δεν αρνούνται οτι οι κοινωνικές εξηγήσεις των πεποιθήσεων των επιστημόνων είναι κάποιες φορές αναγκαίες. Ο ισχυρισμός τους είναι οτι, στην πραγματικότητα, οι επιστημονικές πεποιθήσεις σπάνια έχουν κοινωνικές αιτίες, όχι οτί δεν έχουν ποτέ.

25. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ένα ζήτημα που υπογραμμίστηκε από τον William Whewell πάνω από έναν αιώνα πριν, και που λέει οτι το πρόβλημα του επιστήμονα δεν είναι συνήθως πρόβλημα επιλογής από την πληθώρα θεωριών που καλύπτουν τα δεδομένα, αλλά πρόβλημα εύρεσης ‘έστω και ενός άλλου που να τα εξηγεί εκτός από τις υποθέσεις από τις οποίες έχουν εξηγηθεί με τόση αξιοπερίεργη πληρότητα.’ (1860, σελ.271)

27. Βλέπε και την παρατήρηση του Thomas Kuhn οτι οι οπαδοί της ‘νέας εσωτερικής ιστοριογραφίας’ παραμερίζουν την επιστήμη που γνωρίζουν και χειρίζονται τα αντικείμενά τους με τους δικούς τους όρους (Kuhn, 1977, σελ. 110). Και σημειώστε οτι οι κοινωνικοί ιστορικοί σχεδόν πάντα εκλαμβάνουν μια εξαιρετικά αδύναμη εκδοχή του ρελατιβισμού. O Barnes και ο Bloor, για παράδειγμα, πιστεύουν πως ο ρελατιβισμός συνδυάζει τις ακόλουθες τρεις εξαιρετικά απλές και αναμφισβήτητες θέσεις: (1) οι πεποιθήσεις για κάποια ζητήματα διαφέρουν, (2) η πεποίθηση εξαρτάται άμεσα από το περιβάλλον της και, (3) όλες οι πεποιθήσεις, χωρίς εξαιρέσεις, πρέπει να μελετώνται εμπειρικά.

34. Αυτό το είδος εξήγησης εξετάζεται με ευμένεια από τον Morton White (1965, σελ. 194-200). H Ηesse προτείνει οτι η ιδέα του White πρέπει να εφαρμοστεί στην ιστορία της επιστήμης (Hesse, 1973, σελ.134)

36. Αυτή η άποψη προτείνεται από τους Shapin και Barnes (1979), σελ. 135-137. Κατά τη γνώμη τους, ‘είναι κρίμα που οι περιγραφές της ψυχής τόσο κρίσιμα και συχνα λαμβάνουν την έγκριση των ιστορικών.’

37. Η ευελιξία της προσέγγισης του διανοητικού ιστορικού μπορεί να εκτιμηθεί θεωρώντας την αποδοχή της άποψης του Lysenko οτί η βιολογική κληρονομιά δεν καθορίζεται από γονίδια αλλά από μια εσωτερική ζωντανή ουσία, από Σοβιετικούς βιολόγους τις δεκαετίες του ’40 και του ‘50. Οι διανοητικοί ιστορικοί δεν υποθέτουν προκαταβολικά οτι αν υιοθετήσουν αυτή την άποψη θα πρέπει να εξηγήσουν αυτή τους την πράξη με συγκεκριμένο τρόπο. Θα προσπαθήσουν να καθορίσουν αν οι βιολόγοι έφτασαν στην άποψη αυτή διότι δέχτηκαν κάποια ευρήματα σχετικά, ας πούμε, με τα γεωργικά προϊόντα σαν συμπερασματικό στοιχείο, ή επειδή πίστευαν οτι αυτοί που είχαν εξουσία ήταν σε θέση να ξέρουν, ή επειδή το να δεχθούν τη θεωρία ήταν πολιτικά φρόνιμο.

38. Για μια πρόσφατη συζήτηση της σημασίας της σημειολογικής πλευράς της εξήγησης, βλέπε Garfinkel, 1981, κεφ. 1.

40. Συγκρίνετε τη συζήτηση του Steven Shapin για τον Scrope και τον Δαρβίνο, όπου λέει οτι ‘η διαθεσιμότητα και αντιληπτικότητα δεδομένων πολιτισμικών στοιχείων διαφέρει από ομάδα σε ομάδα όταν αυτές είναι διαφορετικά τοποθετημένες στην κοινωνική δομή, σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. (Shapin, 1982, σελ.179)

41. H διαφορά μεταξύ εξήγησης μιας αντίθεσης και εξήγησης του τι είναι αυτά που αντιτίθενται συζητάται λεπτομερώς από τον Garfinkel, 1981, ειδικά σελ. 89.

42. Aξίζει να σημειωθεί εδώ οτι οι διαφορές των πεποιθήσεων μπορούν κάποιες φορές να εξηγηθούν με βάση την τοποθέτηση των επιστημόνων στην κοινωνική δομή της ίδιας της ιστορίας. Σκεφτείτε τη διαμάχη που έλαβε μέρος το 1860 ανάμεσα στον Pasteur και στον Pouchet, σχετικά με την αυτογένεση. Σε μία πολυσυζητημένη μελέτη, ο John Farley και ο Gerald Gelson λένε οτι η διαμάχη δεν περιστρεφόταν μόνο γύρω από επιστημονικές ιδέες. (Βλέπε Farley και Gelson, 1970). Μια λιγότερο υπερβολική ερμηνεία, όμως, μπορεί να αναπτυχθεί σημειώνοντας οτι ο Pasteur, του οποίου οι πρώτες δουλειές ήταν πάνω στην κρυσταλλογραφία, και ο Pouchet, που ήταν παραδοσιακός βιολόγος, ήταν συνδεδεμένοι με δύο διαφορετικές παραδοσιακές σχολές έρευνας. Μπορούμε να εξηγήσουμε τις απόψεις τους σημειώνοντας οτι η επιστήμη περιλαμβάνει μια ατέλειωτη κατανομή της εργασίας, και δείχνοντας πώς οι κοινωνικές τοποθεσίες των δύο επιστημόνων αποριοποιούσαν τις πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους. Για περαιτέρω συζήτηση αυτού του ζητήματος βλέπε Lugg, 1980, ειδικά section III.

43. Ryan, 1981. Η συζήτηση του Ryan των διαφορών μεταξύ αυτού που αποκαλεί ‘γενετικές προσδοκίες’ και ‘εξηγήσεις καταστάσεων’ είναι σχετική και στο παρών ζήτημα. Βλέπε, ειδικά, σελ. 34-37.

45. Δες σημείωση 42. Όπως και ο Shapin, κι εγώ πιστεύω οτί δεν υπάρχουν ‘ερμηνευτικές και μεθοδολογικές ασυμμετρίες μεταξύ κοινωνιολογίας και ιστορίας της επιστήμης, ή μεταξύ της μελέτης της σύγχρονης επαγγελματικοποιημένης επιστήμης και της παλαιότερης.’ (Shapin, 1982, σελ.195). Αλλά υποπτεύομαι οτί οι λόγοι που οι δύο μας έχουμε αυτή την άποψη είναι διαφορετικοί.

46. Για να μην πει κάποιος οτι οι υποχωρήσεις που κάνω απέναντι στον κοινωνικό ιστορικό είναι ασήμαντες, ίσως αξίζει να παρατηρήσουμε οτι οι ιδέες του τύπου που εδώ συζητήθηκαν μπορούν να διακριθούν στη δουλειά κάποιων εκ των ιδρυτών της κοινωνιολογίας της γνώσης. Ειδικότερα, πιστεύω οτι η άποψη του Karl Marx στο ‘The Eighteenth Brumaire’ και σε άλλα έργα, και η συζήτηση του Karl Mannheim στο Ideology and Utopia ερμηνεύονται καλύτερα μέσα στο γενικό πλαίσιο εργασίας που σκιαγράφησα. Βλέπε Marx (1869) και Mannheim (1936), κεφάλαιο 5. Για τις απόψεις του Marx, βλέπε επίσης Ryan (1981, σελ. 35)

47. Το πρώτο πρόχειρο αυτής της εργασίας ολοκληρώθηκε ενώ επισκεπτόμουν το Κέντρο Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Pittsburgh το 1979-1980. Ωφελήθηκα από συζητήσεις με μέλη του κέντρου, ειδικά με τον Larry Laudan, καθώς και από τα σχόλια του Toby Appel, Hillard Aronovich, Lynne Cohen και Stephen Shapin.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου