Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ




ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ


H . M . Collins

Η τεχνική νοημοσύνη είναι ένα σχετικά καινούριο τμήμα στις επιστημονικές μελέτες , έτσι μία απλή επισκόπηση δε θα αντιπροσώπευε ακριβώς την ανέλιξη αυτού του γρήγορα αναπτυσσόμενου πεδίου . Η μελέτη μου λοιπόν αναφέρεται περισσότερο σε μία έκθεση του αντικειμένου σχετικά με την πορεία του στο μέλλον , παρά σε κάποιο είδος επισκόπησης . Θα προσπαθήσω να αναπτύξω με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σχέση μεταξύ επιστήμης και τεχνικής νοημοσύνης , χρησιμοποιώντας διαρκώς απεικονίσεις , χωρίς να βασίζομαι εντελώς στα δημοσιεύματα που κατά καιρούς έχουν εκδοθεί . Προκαταβολικά ζητώ συγνώμη από τους επιστήμονες εκείνους που θα έπρεπε να αναφερθούν στην ανάλυση μου και απουσιάζουν .

Παρόλ’ αυτά εντοπίζεται και ένα άλλο πρόβλημα - ο καθορισμός της έννοιας . Ερμηνεύοντας από μία άποψη , η τεχνική νοημοσύνη είναι ένα θέμα περιορισμένης έκτασης που συνυπάρχει με την τεχνητή νοημοσύνη. Από μία άλλη άποψη οι υπολογιστές τσέπης είναι <<ευφυείς>> μηχανές καθώς χρησιμοποιούν λογαριθμικούς κανόνες και πίνακες . Γραπτές εργασίες γενικά και ακόμα οι μηχανικοί εκσκαφείς , σύγχρονες μέθοδοι ασφάλισης και μηχανισμοί στάσεως θυρών , μοιράζονται , κατά κάποια έννοια , πλευρές της συλλογικής μας ζωής , καθώς το μεγαλύτερο μέρος των δυνατοτήτων των περίπλοκων <<ευφυών>> μηχανών αφορά σε μερικά από τα πιο απλά αυτά πράγματα . Έπειτα υπάρχει το πρόβλημα ορισμού των επιστημονικών μελετών . Για παράδειγμα , ο κλάδος της εθνομεθοδολογίας - διαλογική ανάλυση - ο οποίος είναι σημαντικός στην μελέτη της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με τους υπολογιστές , πρέπει να συμπεριληφθεί ; Το ζήτημα αυτό όμως δε με απασχολεί ιδιαίτερα . Απλά αναφέρθηκα στην ιεράρχηση των εννοιών την κατάλληλη στιγμή . Χωρίς αμφιβολία από άλλους πιθανόν να υπήρχε διαφορετική αντιμετώπιση σ’ αυτό το θέμα .

Θα υποστηρίξω βάσει επιχειρημάτων ότι η σχέση των επιστημονικών μελετών με την τεχνική νοημοσύνη συνοψίζει πολλές από τις ανησυχίες του πεδίου στο σύνολό του . Υπάρχουν ορθολογιστικές προσεγγίσεις όπως και εκείνες αναφερόμενες στην σχετικότητα . Υπάρχουν προσεγγίσεις που βλέπουν τον πραγματικό κόσμο σαν ξεχωριστό κομμάτι από τις ανθρώπινες μορφές ζωής και προσεγγίσεις που βλέπουν μονόπλευρα τα άτομα που δρουν εντός συνόλου , χωρίς εσωτερικούς φραγμούς . Υπάρχουν αυτές οι προσεγγίσεις που επιχειρούν να κάνουν πρότυπο τον μεμονωμένο επιστήμονα και αυτές που έχουν να κάνουν με την συλλογικότητα . Υπάρχουν αυτές που σκοπός τους είναι να βελτιώσουν την τεχνική νοημοσύνη και αυτές που επιδιώκουν μόνο να την περιγράψουν .

Τέλος υπάρχουν αυτές που δουλεύουν σχεδόν μέσα στην επιστήμη της Τεχνητής Νοημοσύνης και αυτές που δουλεύουν χωρίς αυτή , καθώς και εκείνες που παίρνουν διαφορετικές θέσεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.

Στην διατριβή της Τεχνητής Νοημοσύνης οι επιστημονικές μελέτες ήταν εκπληκτικά επιτυχείς με την εισβολή τους στους καθιερωμένους τομείς της επιστήμης . Η καθημερινή εφημερίδα μας λέει :

<< Για τα πρώτα 30 χρόνια , η υπολογιστική προωθήθηκε από τις τρέχουσες τεχνολογικές εξελίξεις . Η υπολογιστική επιστήμη θεωρήθηκε στην αρχή σαν ένας κλάδος των μαθηματικών , και αργότερα σαν μία επιστήμη βασιζόμενη στους μηχανικούς περιορισμούς . Τα αποτελέσματα ήταν συστήματα που άνοιξαν ευρείς ορίζοντες στους τομείς της τεχνολογίας , αλλά η χρήση τους ήταν περιορισμένη σ’ ένα μικρό αριθμό προσωπικού το οποίο έχοντας την επιθυμία , την ικανότητα και την εκπαίδευση μπορούσε να τα χρησιμοποιεί .

Όμως ο Parc στην αρχή του εγχειρήματός του στρατολογεί γλωσσολόγους , φιλοσόφους , ψυχολόγους αντίληψης και κοινωνικούς επιστήμονες (κοινωνιολόγοι) , ενώ δεν περιλαμβάνει μαθηματικούς και επιστήμονες υπολογιστών ..... Γι’ αυτό το λόγο οι ιδέες του Parc .... αρχίζουν να κυριαρχούν στον κόσμο της πληροφορικής ..... Έτσι οι μαθηματικοί και οι μηχανικοί είναι αναγκασμένοι να μοιραστούν εξίσου τον τομέα αυτό με όλους εκείνους τους <<τύπους ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημόνων>> .... Ο επιτυχημένος επιστήμονας υπολογιστών του αύριο θα είναι και μαθηματικός και κοινωνιολόγος . (Delvin , 1991 , p.31)

Ανάμεσα στους <<τύπους>> κοινωνικών επιστημόνων είναι η Lucy Suchman και η ομάδα της στο περίφημο Xerox PARC στο Palo Alto , και ένα πλήθος εθνομεθοδολόγων στο <> του Cambridge στην Αγγλία . Τουλάχιστον μερικοί από αυτούς , που θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της κοινότητας επιστημονικών μελετών , παρευρίσκονται στα σχετικά συνέδρια και αυτό-αναγνωρίζονται ως τέλεια καταρτισμένοι σε κάθε κοινωνικομετρική πλευρά αυτού του αντικειμένου . Άλλοι συνεισφορείς στον τομέα αυτό είναι οι Nigel Gilbert και Steve Woolgar , οι οποίοι αποτελούν πρώιμα μέλη της κοινότητας των κοινωνιολόγων της επιστημονικής γνώσης . Αυτοί λαμβάνουν κύρια κεφάλαια από την ομάδα επιστημόνων της Τεχνητής Νοημοσύνης ή της τεχνολογίας πληροφορικής . Η Leigh Star , μία αμερικανίδα κοινωνιολόγος , έχει δουλέψει με επιστήμονες υπολογιστών , προσφέροντας μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής της καριέρας στο τμήμα των υπολογιστών . Το ευρύ λεξιλόγιο του Bruno Latour , που αφορά στα δίκτυα εργασίας των δρώμενων , υιοθετήθηκε από πολλούς μελλοντικούς επιστήμονες πληροφορικής . Τέλος μία από τις δικές μου δημοσιεύσεις πάνω στα ειδικά συστήματα πήρε το βραβείο της καλύτερης τεχνικής παρουσίασης σ’ ένα συνέδριο στο British Computer Society ( Collins , Green & Draper , 1985 ) . Η εισβολή μιας μεγαλειώδους , κοντά στην αγορά , σχετικά υψηλόμισθης επιστήμης από εθνομεθοδολόγους , αναλυτές ομιλιών , σχετικιστές και τα λοιπά , είναι αρκετή να μας υπενθυμίσει ότι η ακαδημαϊκή ζωή διαθέτει ακόμα το δυναμικό να εκπλήττει - ιδιαίτερα όταν φτάνει στις εφαρμογές . Για να κατανοηθεί η σημασία της Τεχνητής Νοημοσύνης στο πεδίο των εφαρμογών , αξίζει να αναφέρω ότι τα πρώτα 10 δευτερόλεπτα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων είναι τόσο ενδιαφέροντα όσο και η δημιουργία γαλαξιών , και οιοσδήποτε μπορέσει να εκμεταλλευτεί την ανάλυσή τους θα αποκομίσει μεγάλα χρηματικά οφέλη .

Εξετάζοντας τη σχέση από μία αντίθετη οπτική γωνία , μπορούμε να πούμε ότι η προσπάθεια ανάπτυξης μηχανών Τεχνητής Νοημοσύνης αντιπροσωπεύει ένα είδος φυσικού εργαστηρίου για τον έλεγχο των ιδεών των επιστημονικών μελετών . Αν μεμονωμένοι μηχανισμοί μπορέσουν να επιτύχουν αυτό που η κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης ( SSK = sociology of scientific knowledge ) ισχυρίζεται πως είναι η διατήρηση των ανθρωπίνων συλλογικοτήτων , τότε οι αρμόδιοι θα πρέπει να πάρουν θέση ως προς την προοπτική αυτή .

ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

Από το 1980 , εξαιτίας των απαιτήσεων της εποχής , η δυνατότητα των προγραμμάτων επεκτάθηκε στο αντικείμενο της έρευνας ( για σαφέστερη ενημέρωση , βλέπε Langley , Simon , Bradshaw & Zytkow ) . Για πολλούς επιστημονικά καταρτισμένους κοινωνιολόγους τα ερευνητικά προγράμματα φαίνονται να παρουσιάζουν μικρό ενδιαφέρον καθώς κατ’ αυτούς αποτελούν ένα μικρό αντιπροσωπευτικό δείγμα των επιστημονικών εφαρμογών . Εν τούτοις το 1989 ο Slezak (1989) υποστήριξε ότι η σχετιζόμενη με την επιστήμη κοινωνιολογία αναιρείτο επειδή τα ερευνητικά προγράμματα δεν βασίζονταν σε κοινωνικά δεδομένα . Το ιδιόρρυθμο είναι ότι η θέση αυτή δεν αποτελούσε έναν απλά υποθετικό ισχυρισμό - <<αν υπήρχαν μεμονωμένα προγράμματα πάνω στην έρευνα , τότε θα διέψευδαν την SSK>> - αλλά έναν ισχυρισμό βασιζόμενο σε ήδη υπάρχοντα προγράμματα - <<διέψευδαν την SSK>> .

Πάντως η <<φιλονικία>> αυτή απέδειξε ότι οι κατασκευαστές των ερευνητικών αυτών προγραμμάτων διεκδίκησαν τα λιγότερα οφέλη για τους ίδιους από ό,τι ο Slezak απαίτησε για το δικό τους συμφέρον . Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη ήταν η συνεισφορά του Herbert Simon (1991) , ενός πρωτοπόρου στο πεδίο αυτό , ο οποίος υποστήριξε ότι τα ερευνητικά προγράμματα είχαν τόσο περιορισμένη εφαρμογή όσο οι μεμονωμένοι επιστήμονες . Η φανερή έλλειψη εφαρμογών στα ερευνητικά προγράμματα υπονοεί μία <<κωδικοποίηση >> της ιδέας του πειράματος . Τα προγράμματα προσαρμόστηκαν για να παρέχουν σαφή δεδομένα , τέτοια ώστε να μπορούν να περιγράψουν όσο το δυνατόν καλύτερα οποιοδήποτε δοσμένο σύστημα θεωρημάτων . Η αναίρεση αυτού του μοντέλου αποτελεί , φυσικά , το κυρίαρχο ζήτημα της κοινωνιολογίας στον τομέα της επιστήμης . Η ανάλυση του πειράματος έχει αποδειχτεί ότι απαιτεί συλλογική δραστηριότητα (Collins , 1989) . Και καθώς τα προγράμματα των υπολογιστών κατασκευάζονται με σκοπό να μοντελοποιήσουν όλο και μεγαλύτερο μέρος των επιστημονικών μεθόδων , το ζήτημα αυτό , χωρίς αμφιβολία , θα ξαναβρεθεί αργότερα στο προσκήνιο .

ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ

Δεδομένου ότι οι υπάρχοντες υπολογιστές δεν μπορούν να μοντελοποιήσουν την διαδικασία μιας επιστημονικής έρευνας στο σύνολό της , συμπεριλαμβάνοντας και τις έρευνες που αποδέχονται στα διάφορα επιστημονικά συνέδρια , παραμένει η ερώτηση του κατά πόσο είναι ικανοί να μοντελοποιήσουν τις απόψεις των μεμονωμένων επιστημόνων . Αυτό αποτελεί ένα ακόμα δυσκολότερο πρόβλημα .

Είναι αρκετά φανερό ότι ακόμα και οι απλούστεροι υπολογιστές μπορούν να κάνουν κάποια πράγματα που συνήθως καλούνται με τον όρο <<έρευνα>> . Για παράδειγμα , ένα ξεπερασμένο πρόγραμμα ανάλυσης κατά παράγοντες θα μπορούσε να δώσει στην έξοδό του <<παράγοντες>> από ένα σύνολο δεδομένων , ενώ στην περίπτωση αποκλειστικά και μόνο της ανθρώπινης συμβολής τα ίδια αποτελέσματα θα χρειάζονταν πολύ περισσότερο χρόνο , εξαιτίας του μεγάλου πλήθους υπολογισμών . Το ίδιο και σε μεγαλύτερο βαθμό συμβαίνει για τις ίδιες εφαρμογές σε πιο εξελιγμένα προγράμματα , όπως τα ειδικά συστήματα εισαγωγής κανόνων . Σ ’αυτά τα προγράμματα δίνεται για είσοδο ένα σύνολο από προβλήματα και λύσεις και εξάγεται ένας κανόνας που φαίνεται να αποτελεί τη βάση γι’ αυτά . Οι συγκεκριμένοι αυτοί κανόνες πολλές φορές είναι καινούριοι για τον χρήστη και έχει ειπωθεί ότι ενδιαφέρουσες έρευνες πραγματοποιήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο . Ακόμα περισσότερα θα μπορούσαμε να αναμένουμε από τους υπολογιστές νευρωνικού δικτύου , καθώς είναι προσαρμοσμένοι στις γενικεύσεις μέσα από αλλεπάλληλα πειράματα . Αποτελεί λοιπόν το κυρίαρχο κομμάτι των ερευνών που κάνει τόσο ενδιαφέροντα αυτά τα μηχανήματα .

Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό από συζήτηση συνεδρίων , σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ερευνητικών μηχανών , είναι η ύπαρξη μιας κατηγορίας υπολογιστών (ανάλυσης παραγόντων , αυτοματοποιημένης εισαγωγής , και τα λοιπά) , όπου ο βαθμός της επιτυχίας συνίσταται στην καινοτομία των αποτελεσμάτων τους , καθώς και μιας άλλης κατηγορίας (τύπου Simon) , όπου η επιτυχία οφείλεται στην ικανότητά τους να επαναπροσδιορίζουν αναλυμένα , ήδη με κάποια μέθοδο , ζητήματα - έλλειψη καινοτομίας . Όταν οι δύο αυτοί τύποι προγραμμάτων συγκριθούν με το αντίστοιχο ερευνητικό μοντέλο του τμήματος της κοινωνιολογίας που ασχολείται με την επιστήμη , εντοπίζονται ουσιώδεις διαφορές . Οι υπολογιστές τύπου Simon , όπως σημειώσαμε , δεν ενδείκνυνται για το στάδιο της εισόδου , αφού τα αποτελέσματα των ερευνητικών τους προγραμμάτων λίγο πολύ εμπεριέχονται στα δεδομένα με τα οποία τροφοδοτούνται - γι’ αυτό χρειάζεται να επισημανθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα . Από την άλλη μεριά , όπου τα αποτελέσματα είναι πρωτοφανή , απαιτείται να δώσουμε πολύ προσοχή στην έξοδο του προγράμματος . Αν αποδειχθεί ότι οι υπολογιστές παράγουν ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών αποτελεσμάτων και ο χρήστης επιλέγει μόνο εκείνα που φαίνονται πιθανά , τότε αυτός ο υπολογιστής δεν επεκτείνεται αρκετά πέρα από τα ερευνητικά πλαίσια της υπολογιστικής επιστήμης . Εδώ καλούνται οι επιστήμονες να καθιερώσουν την σχέση που προήλθε μετά από σύγκριση κάποιων δεδομένων ως ανακάλυψη . Οφείλουν λοιπόν να τροποποιήσουν τους κανόνες της επιστημονικής δραστηριότητας στα πλαίσια του κοινωνικού συνόλου .

Είναι πάντως πολύ χρήσιμο να έχουμε ένα υποχείριο που να μπορεί ανά πάσα στιγμή και σε γρήγορο σχετικό διάστημα να παράγει έναν μεγάλο αριθμό δυναμικών <<αναμενόμενων ανακαλύψεων>> που πιθανόν να είχαν παραβλεφθεί με διαφορετικά δεδομένα , αλλά αυτό δεν αποτελεί και το μοναδικό ζήτημα στον τομέα της έρευνας . Μάλιστα θα υποστήριζα την άποψη ότι ακόμα και οι πιο σύγχρονοι υπολογιστές δεν είναι επαρκώς προσαρμοσμένοι στην κοινωνική ζωή , ώστε να είναι σε θέση να κάνουν περισσότερα απ’ το να μιμούνται ένα μικρό τμήμα της επιστημονικής έρευνας . Σίγουρα αυτό θα ήταν πιο ακριβές με το να περιγράψουμε αυτή την τάξη υπολογιστών σαν ένα <<βοηθητικό εργαλείο στην έρευνα>> , παρά σαν τον μοναδικό παράγοντα που θα εξήγαγε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα . Για την επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού , θα ήταν απαραίτητη μία γενική επισκόπηση του συνόλου των παραγόμενων στοιχείων της εξόδου , πριν από την διαδικασία κατά την οποία θα απορρίψουμε καθετί περιττό .

Από την άλλη μεριά , φαίνεται ότι οι υπολογιστές μπορούν να αποτελέσουν ένα βοήθημα γι’ αυτούς που προσπαθούν να περιγράψουν ή να σκιαγραφήσουν την συμπεριφορά των μεμονωμένων επιστημόνων πάνω στην έρευνα . Για παράδειγμα οι Gorman και Carlson χρησιμοποιούν , μέσω των υπολογιστών , τεχνικές μεθόδους , όπως τα πολυμέσα , προκειμένου να μοντελοποιήσουν τον τρόπο που οι επιστήμονες διαχειρίζονται ταυτόχρονα πολλαπλά ερευνητικά προγράμματα , ενώ ο Gooding χρησιμοποιεί τους υπολογιστές με στόχο να προσομοιώσει ερευνητικές διαδικασίες ( για περαιτέρω πληροφορίες σας παραπέμπουμε στους Gorman & Carlson - 1990 ) .

Ο Gooding χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για να απεικονίσει την εφαρμογή των ιδεών του Michael Faraday , καθώς και των εικόνων , τμημάτων συσκευών κ.τ.λ. Η κυριότερη πηγή άντλησης αυτών των εφαρμογών είναι οι λεπτομερείς εργαστηριακές σημειώσεις του Faraday που μελετήθηκαν σε συνδυασμό με μερικά πειράματά του που εφαρμόστηκαν ξανά από τους μετέπειτα επιστήμονες . Ο λόγος που διαφέρει αυτό από άλλα ερευνητικά προγράμματα είναι ότι σκοπός του είναι να ακολουθεί περισσότερο τα βήματα του Faraday , παρά να προσπαθεί να τα αναπαράγει ξανά από την αρχή ή να τα διαμορφώσει σύμφωνα με την <<λογική συμπερασμάτων>> . Όπως και να έχει , ο Gooding προσδοκά να ανακαλύψει ένα πείραμα ικανό να δώσει λύσεις , χωρίς όμως απαραίτητα να μπορεί να κρίνει , αλλά να προσεγγίζει τουλάχιστον ικανοποιητικά το στυλ πειραματισμού του Faraday και των συγχρόνων του . Ο Gooding ισχυρίζεται ότι θα βρίσκεται σε θέση να <<μοντελοποιήσει την κοινωνικά ενδιάμεση φυσική κατάσταση των δεδομένων της εισόδου >> στο πρόγραμμα του υπολογιστή του , αλλά αυτό φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί , καθώς αυτό θα υποδήλωνε ότι το πρόγραμμα από μόνο του θα είχε προσαρμοστεί στις κοινωνικές ανάγκες . Υπάρχει μία σχετικά μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις περιγραφές της κοινωνικής συμπεριφοράς σαν κανόνες που οφείλουμε να ακολουθούνται και στις κοινωνικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην πραγματικότητα . Ο Gooding θα μπορούσε να διαπιστώσει ακόμα μεγαλύτερη διαφορά αν τα προγράμματά του είχαν σκοπό να κάνουν έρευνες βασιζόμενες στην πραγματικότητα , παρά να αναπαράγουν ήδη υπάρχουσες . Αυτό το θέμα θα παρουσιαστεί αρκετές φορές σ’ αυτή την επισκόπηση .

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ

ΜΟΝΤΕΛΑ


Πιθανόν να φαίνεται ότι είναι πολύ απλό να διαχωριστεί η κοινωνική και η ατομική πλευρά στην έρευνα . Ο Woolgar (1989) πάντως επισημαίνει με ακρίβεια αυτό το σημείο . Παρατηρεί ότι μερικές διαφωνίες βασίζονταν κυρίως στην επιλογή ανάμεσα στα κοινωνικά και ατομικά μοντέλα της επιστημονικής έρευνας , δεδομένου ότι για τον κοινωνικό αναλυτή , ο οποίος εξετάζει με ρεαλισμό τις κοινωνικές ανάγκες στα πλαίσια της επιστήμης , οι ατομικές δραστηριότητες ήδη εξετάζονται σε σχέση με τις κοινωνικές . Για παράδειγμα , στην ομιλία τους , οι επιστήμονες αντλούν χαρακτηρισμούς από το έμφυτο κοινωνικό - φυσικό λεξιλόγιό τους . Το ίδιο εφαρμόζεται και στον τρόπο εύρεσης των παραμέτρων που πλαισιώνουν ένα πρόβλημα , καθώς και στην ανάληψη κάποιων δραστηριοτήτων .

Δεδομένου αυτού του τρόπου αντίληψης των πραγμάτων , οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για ένα ζήτημα λιγότερο ή περισσότερο κοινωνικό , αλλά εντελώς ή καθόλου κοινωνικό . Υπ’ αυτές τις συνθήκες , οι απόψεις του Gorman (1989) ή του Thagard (1989) , ότι μία εις βάθος κατανόηση της επιστήμης απαιτεί συνδυασμό ανάμεσα σε μία προσωπική αντίληψη των καταστάσεων και σε μία κοινωνική , η τοποθέτηση πάνω στην κοινωνιολογία σχετικά με την γνώση φαίνεται να είναι λανθασμένη . Κατά περίεργο τρόπο , αυτό που ακολουθεί είναι ότι η ύπαρξη κάθε ερευνητικού προγράμματος , ακόμα και ενός που μιμείται έναν επιστήμονα , είναι μοιραίο για οποιαδήποτε κοινωνική θεωρία της επιστήμης .

Πρότεινα κάτι παρόμοιο , επισημαίνοντας ότι μία αυστηρή κριτική της κοινωνιολογίας που ασχολείται με θέματα της επιστήμης υποστηρίζει ότι ακόμα και η ύπαρξη , για παράδειγμα υπολογιστών τσέπης - μη κοινωνικά άτομα που φαίνεται να κάνουν αυτό που μόνο οι κοινωνικοποιημένοι ασχολούμενοι με την αριθμητική οφείλουν να κάνουν , διαψεύδει τα κοινωνικά μοντέλα της επιστήμης ( Collins , 1989) . Η απάντησή μου σε μία τέτοια κριτική θα ήταν ότι εκ των προτέρων οι προϋποθέσεις αυτές είναι λανθασμένες . Αυτό σημαίνει ότι στον ίδιο χρόνο οι υπολογιστικές μηχανές δεν χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους με τους ανθρώπους . Οι δύο τύποι των αριθμητικών υπολογισμών (μηχανές και άνθρωποι) συμπίπτουν μόνο στην περίπτωση που οι άνθρωποι χειριστούν μία ιδιαίτερη μορφή πράξης , την οποία εγώ καλώ ως <<ιδιάζουσα πράξη συμπεριφοράς>> . Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία , στην οποία θα επανέλθω αργότερα , τα πρότυπα υπολογιστών για μεμονωμένους επιστήμονες θα μπορούσαν να συμβάλλουν για την καλύτερη κατανόησή μας σε ένα μόνο τομέα της επιστημονικής δραστηριότητας - στο τμήμα εκείνο που εξειδικεύεται με ένα ξεχωριστό τρόπο συμπεριφοράς . Όπως : ερευνητικά προγράμματα , προγράμματα ανάλυσης παραγόντων και υπόλοιπα προγράμματα που μιμούνται ιδιαίτερους τρόπους συμπεριφοράς , παρά ολόκληρο το σύνολο των επιστημονικών ερευνών .

Υπάρχουν λοιπόν τρία πιθανά μοντέλα για την συμβολή των μελετών των μεμονωμένων επιστημόνων στην επιστημονική δραστηριότητα . Το πρώτο πιθανό μοντέλο ακολουθεί την θεωρία κατά την οποία όλη η διαδικασία στηρίζεται σε κοινωνικά δεδομένα . Αυτή η περίπτωση έχει δύο παραμέτρους : σύμφωνα με την πρώτη , τα υπολογιστικά ατομικά μοντέλα είναι απλώς άσχετα με το ζήτημα του τι είναι επιστήμη , ενώ η άλλη υποστηρίζει ότι τα προγράμματα εκείνα που φαίνονται να μοντελοποιούν ατομικές συμπεριφορές και τρόπους δράσης είναι στην πραγματικότητα ήδη εμπλουτισμένα με κοινωνικές δραστηριότητες - στον τρόπο που οι προγραμματιστές χειρίζονται τα δεδομένα εισόδου και εξόδου ή στον τρόπο που τα δεδομένα εισόδου ή εξόδου περιέχουν κώδικες των κανόνων της κοινωνίας - είτε οι προγραμματιστές το γνωρίζουν ή όχι .

Το δεύτερο πιθανό μοντέλο προκύπτει από την θεωρία της ιδιάζουσας πράξης συμπεριφοράς , η οποία υποστηρίζει ότι μπορούν να υπάρχουν υπολογιστικά μοντέλα κάποιας ειδικότητας , υψηλά προδιαγραμμένων τμημάτων των επιστημονικών δραστηριοτήτων . Αυτή η περίπτωση θα επέτρεπε στους υπολογιστές καθώς και στην υπολογιστική μοντελοποίηση να διαθέτουν έναν μικρό ρόλο στις ιδιαίτερες αυτές περιοχές - τον ίδιο ρόλο που έχουν στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία από τους ίδιους τους επιστήμονες προς διευκόλυνσή τους .

Τέλος το τρίτο πιθανό μοντέλο - το περισσότερο προς εμάς αντιληπτό μοντέλο - ακολουθεί την θεωρία κατά την οποία υπάρχουν <<κοινωνικοί παράγοντες>> που επηρεάζουν την πρόοδο της επιστήμης καθώς και μία μεγάλη αναλογία των θεμελιωδών κανόνων. Σ’ αυτή την περίπτωση το μεγαλύτερο τμήμα της επιστήμης μπορεί να μοντελοποιηθεί από προγράμματα υπολογιστών , αλλά καθώς ο ατομικός και κοινωνικός ρόλος πάνω σ’ αυτά αποτελούν βασικές συνιστώσες στις επιστημονικές δραστηριότητες , και οι δύο θα πρέπει να περιληφθούν , αν σκοπεύουμε να κατανοήσουμε πλήρως την επιστήμη .

Και καθώς η τελευταία άποψη φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ελκυστική , πιστεύω ότι οι συγγραφείς που εμμένουν σ’ αυτή , όπως οι Gorman και Thagard , θα χρειαστούν να δαπανήσουν περισσότερο χρόνο δουλειάς για να εξηγήσουν τι εννοούν με τον όρο <<πλήρη>> κατανόηση . Η αντίληψη αυτή έχει ρητορική ισχύ , καθώς αν υπάρχουν περισσότερες από μία συνιστώσες σε κάποια μέθοδο τότε όλες οι συνιστώσες παίζουν ουσιώδη ρόλο στην ερμηνεία της μεθόδου . Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι και οι δικές τους ερμηνείες θα έπρεπε επίσης να συμπεριληφθούν , όπως για παράδειγμα η δομή του εγκεφάλου . Οι Gorman και Thagard φαίνονται να είναι ικανοποιημένοι με την δομή ελέγχου της κεντρικής μονάδας του υπολογιστή) . Έτσι ο λόγος να συμπεριληφθούν και οι ουσιαστικοί παράγοντες , από εκείνους τους επιστήμονες που θέλουν να υπερασπίσουν ένα μοντέλο <<κοινωνικών παραγόντων>> , δεν είναι εντελώς ξεκάθαρος . Σ’ αυτό το σημείο , με απόλυτη σιγουριά , μπορούμε να διακρίνουμε τα πρώτα σημάδια μιας έντονης και διαρκούς διαφωνίας ανάμεσα στις κοινωνιολογικές και τις ψυχολογικές ερμηνείες στο μεγαλύτερο εύρος των εφαρμογών .

Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΏΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ

Κατά πάσα πιθανότητα η ουσιαστικότερη επέμβαση ενός κοινωνιολόγου στον κόσμο της μέχρι τώρα υπολογιστικής επιστήμης έγινε από την Lucy Suchman μέσω του βιβλίου της ΄΄Διαγράμματα και Τεκμηριωμένες Λειτουργίες΄΄ (1987) . Αυτό το βιβλίο αποτελεί κυρίως μία κριτική των μοντέλων των ανθρωπίνων εφαρμογών , οι οποίες προσάρμοσαν τα μοντέλα αυτά κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ελέγχονται από διαγράμματα . Η Suchman απέδειξε την δυνατότητα των διαγραμμάτων σε ό,τι αφορά την υπεροχή τους στις αναδρομικές εφαρμογές , ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ασχολούμενοι με τις εφαρμογές ανταποκρίνονται με λεπτομέρεια πάνω στις ίδιες τις καταστάσεις . Οι καταστάσεις της πραγματικής ζωής ήταν πολύ απρόβλεπτες , ώστε να περικλείονται σε προ-διαμορφωμένα σχέδια . Η Suchman απεικόνισε τη θεωρία της , προβάλλοντας την αλληλεπίδραση των αποτυχιών των ανθρώπων με ένα απλό υπολογιστή : ένα φωτοτυπικό . Οι υποθέσεις , πάνω στις οποίες η λειτουργία του φωτοτυπικού βασιζόταν , δεν περιλάμβαναν τις ενέργειες νέων χειριστών . Το γεγονός ότι βιντεοσκόπησε τις μάταιες προσπάθειες μερικών γνωστών επιστημόνων της υπολογιστικής , που προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν το φωτοτυπικό , πρόσφερε στην μελέτη της Suchman μία ιδιαίτερη αίγλη .

Μία από τις κύριες θέσεις στην επιχειρηματολογία της - η διαφορά ανάμεσα στις προοπτικές και ανασκοπικές περιγραφές της ανθρώπινης δραστηριότητας - είναι δυνατόν να βρεθεί στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης . Η Suchman , είναι αλήθεια , ανέπτυξε τις ιδέες της βασισμένη κυρίως στην ανθρωπολογία και τις εξέφρασε με μεταφορικό τρόπο . Όπως και να έχει , είναι σωστή αυτή η αντιμετώπιση , καθώς η δική της θέση , όσο αφορά τα διαγράμματα , και των κοινωνιολόγων της επιστημονικής γνώσης , όσο αφορά τη λογική στην διαδικασία της επιστήμης , σχετίζονται . Η Suchman και οι συνεργάτες της στο Xerox PARC δεν φαίνονται να ενδιαφέρονται κυρίως για την βελτίωση της λειτουργίας των μηχανημάτων στις αλληλεπιδράσεις τους με τα ανθρώπινα όντα , μέχρι αυτό το σημείο όπου η εργασία τους αποκαλύπτει τους επιστήμονες των υπολογιστών ορισμένων απλοϊκών μοντέλων . Έτσι κι αλλιώς διάφοροι τέτοιοι επιστήμονες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις ιδέες της με ένα πιο άμεσο τρόπο . Φαίνεται ότι από τη στιγμή που κάποιος επιστήμονας αναφέρει κάτι σχετικό με : <<ο υπολογιστής σας δεν μπορεί να μοντελοποιήσει την ανθρώπινη δραστηριότητα , επειδή η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι κείμενη , δηλαδή εξαρτάται από τις συνθήκες>> , κάποιος άλλος θα προσπαθήσει αμέσως να κατασκευάσει μία <<κείμενη>> αποτελεσματική μηχανή ή κάτι ανάλογο . Συχνά αυτές οι απόπειρες χάνουν την δυνατότητα κριτικής αλλά , έχοντας συνειδητά μία αρνητική εκτίμηση του τι αποτελεί πρόοδο στην επιστήμη , ταυτόχρονα βοηθάει την επιστήμη των υπολογιστών να προχωράει .

Η Leigh Star (1989b , βλέπε επίσης 1989α , 1991α) ανακάλυψε σε συνεργασία με τους επιστήμονες υπολογιστών ότι οι μεταφορικές έννοιες των κοινωνιολόγων υιοθετούνταν από πολλούς . Η υιοθέτηση μίας τέτοιας έννοιας επιτρέπει τα δύσκολα σημεία του προγράμματος να αγνοηθούν , ενώ η ορολογία βοηθάει να φαίνεται σαν η κοινωνική ζωή να έχει ενσωματωθεί σε προγράμματα . Αυτό που συνέβηκε στην Star πιθανόν να είναι το κοινωνιολογικό ισοδύναμο εκείνου που ο Drew McDermott (1981) ονόμασε <<επιθυμητό μνημονικό>> .

Ο McDermott ενοχλείται με την τάση των επιστημόνων των υπολογιστών να χρησιμοποιούν ψυχολογικούς όρους , όπως μαθαίνω και καταλαβαίνω , σαν να μπορούσαν να μεταφερθούν χωρίς απώλεια από τον άνθρωπο στον υπολογιστή - λύνοντας το πρόβλημα . Μια πιο φιλοσοφημένη ομάδα ερευνητών Τεχνητής Νοημοσύνης κάνουν το ίδιο χρησιμοποιώντας όρους όπως κοινότητα , δίκτυο .

Ο Nigel Gilbert περιγράφει κάποια μελέτη με την οποία σκόπευε να μοντελοποιήσει των ανάπτυξη των ανθρωπίνων κοινωνιών , χρησιμοποιώντας προγράμματα δικτύου για να δημιουργήσει ένα μοντέλο συλλογής ατόμων . Αυτή η μελέτη φαίνεται να είναι ευρέως ανοικτή στην απασχόληση των επιθυμητών μνημονικών . Φαίνεται απίθανο τα στιγμιαία <<άτομα>> του υπολογιστή στα προγράμματα αυτά να παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα με τα μέλη μίας κοινωνίας . Είναι πιο πιθανό να αποτελούν λογικές αφηρημένες έννοιες που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι , οι ορθολογιστές ή και οι φιλόσοφοι της επιστήμης .

Η Suchman και η ομάδα της μελέτησαν την αλληλεπίδραση που πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δουλεύουν είτε σε μικρή κλίμακα (χρησιμοποιώντας ένα έναν άδειο πίνακα) ή σε μεγάλη κλίμακα (σε ένα αεροδρόμιο) . Μία λεπτομερής μελέτη αλληλεπίδρασης στο σχεδιασμό ενός πλοίου που να μπορεί να προσδιορίζει τις αλληλεπιδράσεις του ανθρώπου με τις μηχανές , ολοκληρώθηκε από τον Ed Hutchins στο San Diego (1989) . Από αυτές τις έρευνες πιθανόν τα νέα μηχανήματα , που βοηθούν στην αλληλεπιδραστική μελέτη , να είναι αποτελεσματικά , όμως ο τρόπος τους δε θα είναι άμεσος .

Κάτι από την ίδια αμφιλογία περιβάλλει τη σχέση ανάμεσα στην ομιλητική ( μέσα από συζήτηση ) ανάλυση και τον σχεδιασμό από υπολογιστή . Ξανά , μπορούμε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας κάτω από τον τίτλο του να συμπεριλάβουμε τουλάχιστον κάποια ομιλητική ανάλυση μέσα στο πλαίσιό μας εξαιτίας της εισαγωγής στις επιστημονικές μελέτες της διαλογικής ανάλυσης και εξαιτίας της ανάπτυξης κοινωνικομετρικών δεσμών ανάμεσα στις κοινότητες . Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η μελέτη της συζήτησης έχει να κάνει με την Τεχνητή Νοημοσύνη στο ότι το <> - ένα τεστ της ικανότητας ενός υπολογιστή να συνομιλήσει σε γραπτή γλώσσα - είναι ευρέως αποδεκτό σαν ένα τεστ <<σκέψης>> του υπολογιστή (Turing , 1950) .

Η ομιλητική ανάλυση υπόσχεται να παρέχει μερικούς γενικοποιήσιμους κανόνες συζήτησης , αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτοί μπορούν να προγραμματιστούν μέσα σε υπολογιστές . Μάλλον η ομιλητική ανάλυση δείχνει την απελπιστικότητα στο να μοντελοποιηθεί η ανθρώπινη αλληλεπίδραση , παρά ότι παρέχει πρακτικές απαντήσεις στα προβλήματα των επιστημόνων υπολογιστών .

Πιθανόν η πιο συνειδητή εφαρμογή των ιδεών της ομιλητικής ανάλυσης στους υπολογιστές προέκυψε από το Nigel Gilbert και την ομάδα του στο Surrey University . Ο Gilbert , ένας πρώην κοινωνιολόγος της επιστήμης, ήταν ένας από τους κυρίους δεσμούς στην Βρετανία ανάμεσα στους επιστήμονες τον υπολογιστών και τους κοινωνιολόγους της επιστήμης. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση, Οι Gilbert και Wooffitt συστήνουν την εφαρμογή των τεχνικών της ομιλητικής ανάλυσης στην βελτίωση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου - υπολογιστών και οι Gilbert και Luff έχουν εκδώσει ένα βιβλίο πάνω στο ίδιο θέμα. (Button 1990, Luff, Gilbert, & Frohlich, 1990).

Το ενδιαφέρον του Gilbert στην φυσική γλώσσα αλληλεπίδρασης φαίνεται να έχει περισσότερο να κάνει με την κατασκευή μηχανημάτων που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρά με το να μοντελοποιηθεί η νοημοσύνη. Αυτές είναι εντελώς διαφορετικές μελέτες. Τα προγράμματα ELIZA της περιόδου 1960 ή το SHRDLU του Winograd μπορεί να είναι λάθος για τα διαλογικά πρότυπα αλλά μας λένε και λίγα για την χρήση της γλώσσας ανάμεσα στους ανθρώπους. (Weizenbaum 1976, Winograd & Floren 1987). Η διαφορά ανάμεσα στο να φτιάξουμε ένα βατό πρόγραμμα και ένα πρόγραμμα που χρησιμοποιεί τη γλώσσα κατά τρόπο που δεν μπορεί να διακριθεί από την ανθρώπινη χρήση κάτω από συνθήκες αυστηρού ελέγχου, είναι τεράστια σε όρους του τομέα Τεχνητής Νοημοσύνης παρόλο που μπορεί να φαίνεται μικρή η διαφορά με την πρώτη ματιά. Έτσι φαινομενικά ένας υπολογιστής ορθογραφικού ελέγχου κάνει την ίδια δουλεία με έναν άνθρωπο άλλα μια προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ότι όχι μόνο κάνουν την δουλεία με πολύ διαφορετικούς τρόπους αλλά υπάρχουν και σημαντικές διαφορές σε αυτό που εκλαμβάνουν σαν λάθος.

Η ομιλητική ανάλυση και η εθνομεθοδολογία έχει εφαρμοστεί από την ομάδα που σχετίζεται με το Xerox EuroPARC στο Cambridge. Η ομάδα περιλαμβάνει τους Bob Anderson, Christian Heath, Graham Button και Wes Sharrock. Η δουλειά που έκαναν στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας (μια ομάδα από το Lancaster συμμετείχε επίσης), στον υπόγειο του Λονδίνου και σε μελέτες διαφόρων τύπων αλληλεπίδρασης ανθρώπου - μηχανής αναγνωρίζεται εύκολα για την συνοχή τους με αυτό που έκαναν πριν προχωρήσουν στους υπολογιστές. Όπως υπαινίχθηκε ήδη, δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν το αποτέλεσμα θα προσανατολιστεί στην βελτιωμένη επικοινωνία με τις μηχανές - όπως ο Gilbert πιστεύει - ή στην απαλλαγή των σχεδιαστών υπολογιστών από τις φιλοδοξίες τους. Σε κάθε περίπτωση η μελέτη της αλληλεπίδρασης ανθρώπων - υπολογιστών δεν θα μπορούσε αισθητά να συνεχιστεί χωρίς την συμβολή αυτών που μελέτησαν τις λεπτομέρειες της ανθρώπινης επικοινωνίας διεξοδικά.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΩΝ/ ΔΡΩΝΤΩΝ -ΔΙΚΤΥΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΟΡΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΗΧΑΝΕΣ

Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα χωρίς να ορίσουμε βασικές έννοιες που συμπεριλαμβάνονται στις επιστημονικές μελέτες - “σχετικισμός”, “κονστρουκτιβισμός” και “συμμετρία”. Ο σχετικισμός είναι η συνταγή για να χειριστούμε τα φυσικά αντικείμενα σαν οι απόψεις μας σχετικά με αυτά να μην προκαλούνται από την ύπαρξή τους. Η ιδέα είναι να αποθαρρύνουμε τις αναλύσεις της ιστορίας της επιστήμης στην οποία η ύπαρξη κάποιου φαινομένου, τέτοιου όπως ο νομός της βαρύτητας του αντιστρόφου τετραγώνου, λαμβάνεται σαν επαρκής εξήγηση για την ευρεία αποδοχή του. Για να εξηγήσουμε την καθιέρωση μιας άποψης, είναι σημαντικό να προχωρήσουμε σαν η ισχύς της να μην αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα. Αυτό μπορεί καλύτερα να επιτευχθεί με έναν αυτοσυνείδητο σχετικισμό - να αντιμετωπίζουμε αυτό που φαίνεται να υπάρχει σαν είναι σχετικό με το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει. Το κοινωνικό σύνολο δημιουργεί τα πιστεύω του σχετικά με το φυσικό κόσμο με παρόμοιο τρόπο που κατασκευάζει τις πεποιθήσεις του για την τέχνη, την ποίηση ή την πολιτική- εξού και ο όρος κονστρουκτιβισμός.

Πρώτος ο David Bloor εξέφρασε την αρχή της “συμμετρίας”. Υποστήριξε ότι για τους στόχους της ιστορικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης πρέπει κάποιος να χειρίζεται αυτό που φαίνεται σαν αληθινό στην επιστήμη με τον ίδιο τρόπο (συμμετρικά), όπως αυτό που φαίνεται σαν ψεύτικο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει οι αναλυτές να εξηγήσουν αυτό που ισχύει τώρα σε σχέση με αυτό που ανακαλύπτεται αργότερα σαν αληθινό. Αυτό που μετράει σαν αλήθεια είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών διαδικασιών και όχι η αιτία του αποτελέσματος.

Σε όσα είπαμε μέχρι τώρα, έχω υποθέσει ότι είναι αισθητός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ανθρώπους και μηχανές. Προκύπτει πολύ φυσικά, παρόλο αυτά, από τις σχετικιστικές/κονστρουκτιβιστικές προσεγγίσεις στις επιστημονικές μελέτες ότι ο διαχωρισμός προκύπτει από μόνος του. Ο Woolgar ήταν ο πρώτος που έκανε αυτό το σημείο σαφές στη δημοσίευσή του με τον προκλητικό τίτλο “Γιατί όχι μια κοινωνιολογία μηχανών;” (1985). Η τετραμερής τυπολογία του Woolgar στην κοινωνιολογία της Τεχνητής Νοημοσύνης περιλαμβάνει την κοινωνιολογία των ερευνητών της Τεχνητής Νοημοσύνης, την κοινωνική κατασκευή ευφυών μηχανών (στην οποία οι μηχανές αντιμετωπίζονται ως κοινωνικά προϊόντα των ανθρώπων), μια κοινωνιολογία μηχανών στην οποία οι αλληλεπιδράσεις μόνο των μηχανών θα ήταν το αντικείμενο της μελέτης (αυτό είναι παραπλανητικό) και την αγαπημένη του κοινωνιολογία, της οποίας η θέση είναι η διατήρηση της διάκρισης ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μηχανές. Το τελευταίο σχέδιο απαιτεί, φυσικά, μια συμμετρική προσέγγιση στις μηχανές και τους ανθρώπους και ως εκ τούτου μια βαθιά δέσμευση να θεωρήσουμε τους ανθρώπους και τις μηχανές σαν μέλη μιας μοναδικής κοινότητας, ενώ παραμένουν όλες οι φανερές οντολογικές διαφορές σε διαχωρισμούς δημιουργημένους από την συλλογική κοινότητα.

Αυτού του είδους η προσέγγιση γενικεύεται στο πρόγραμμα δρώντων -δικτύου του Michel Callon (1986b) και του Bruno Latour (1987). Οι Callon και Latour δεν έχουν επικεντρώσει σε ειδικούς στόχους τις ευφυείς μηχανές αλλά τα ειδικά “πράγματα”. Επέκτειναν την αρχή της συμμετρίας σε όλες τις κατευθύνσεις συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών και φυσικών. Για αυτούς και για τον Woolgar δεν πρέπει ούτε καν να πούμε ότι η κοινωνική και φυσική κατεύθυνση είναι κοινωνικά δημιουργημένες, επειδή αυτό θα ήταν σαν να χρησιμοποιούμε ένα στοιχείο τους που πρέπει να εξηγηθεί - η διαφορά ανάμεσα στο κοινωνικό και μη κοινωνικό - σαν το αρχικό σημείο της εξήγησης. Από το να βλέπουμε ανθρώπινους και μη ανθρώπινους δράστες να ανταγωνίζονται για δύναμη μέσα στις θεωρίες μας, οι Callon και Latour προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουν ισοδύναμα - σαν δρώντες.

Επιχειρηματολόγησα αλλού ότι αυτή η “ριζοσπαστική συμμετρία” παρά την φιλοσοφική της καινοτομία, οδηγεί σε περισσότερες συντηρητικές αναλύσεις της επιστήμης από την ξεπερασμένη συμμετρία. Η ριζοσπαστική συμμετρία και η “θεωρία δρώντων-δικτύου” δεν έχουν τίποτα να πουν στους μηχανικούς που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βελτίωση της δύναμης των μηχανών, στους προγραμματιστές ή στους ψυχολόγους σχετικά με το δυναμικό των μηχανών σαν μιμητές της ανθρώπινης νοημοσύνης, καθώς και σε αυτούς που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την Τεχνητή Νοημοσύνη σαν ένα εργαστήριο για να ελέγχουμε τις ιδέες των SSK. Για να ήμαστε πιο σωστοί αυτό που έχουν να πουν είναι ότι οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί με δεδομένο την κατάλληλη “ευθυγράμμιση των δυνάμεων” στο δίκτυο των μη διαφοροποιημένων ανθρώπων και πραγμάτων - το δίκτυο των δρώντων.

“ΚΛΑΣΣΙΚΗ” ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ - ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΤΡΟΠΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ

Η “παραδοσιακή” κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορους τομείς της δουλειάς των επιστημόνων υπολογιστών ακριβώς όπως μπορεί να εφαρμοστεί σε ποικίλους άλλους τομείς της επιστήμης . Μερικές φορές η εξεταζόμενη περιοχή θα μπορούσε να συσχετιστεί με την Τεχνητή Νοημοσύνη και μερικές φορές όχι . Η γενική προσέγγιση δεν θα διαφέρει .

Ανάμεσα σ’ αυτούς που ασχολούνται με προσεγγίσεις τύπου “εθνολογικής” , “εργαστηριακής μελέτης” στην επιστήμη υπολογιστών είναι η Diana Forsythe και περνώντας από τον ένα τομέα στον άλλο ο Steve Woolgar και εγώ . Η Forsythe (1987) εφάρμοσε τις ανθρωπολογικές της ικανότητες σε ειδικά εργαστήρια συστημάτων , πρώτα στο Stanford και αργότερα στο Pittsburgh . Η Forsythe παρακολούθησε τους κορυφαίους μηχανικούς γνώσης στη δουλειά τους , τους είδε να ανακαλύπτουν ακριβώς αυτά τα προβλήματα που κάποιος θα περίμενε να ανακαλύψουν από μία προοπτική SSK και σε συνεργασία μαζί τους κατέληξε στις συνέπειες των προβλημάτων (Forsythe & Buchanan , 1988 , 1991) .

O Woolgar αφιέρωσε χρόνο δουλεύοντας σε μία εταιρία υπολογιστών στην ανάπτυξη ενός καινούριου υπολογιστή . Αυτή δεν είναι καθαυτή μία μελέτη ευφυών μηχανών , αλλά αναμφίβολα τα αποτελέσματα θα είναι εφαρμόσιμα σε τομείς της Τεχνητής Νοημοσύνης . Ένας αριθμός των συνεργατών του Woolgar ασχολούνται σε σχετικές μελέτες , για παράδειγμα , μελέτες της φιλοσοφίας της έρευνας των οίκων software και της ανάπτυξης των συστημάτων πληροφορικής (δηλ. τον τρόπο που η πληροφορία οργανώνεται σε μία εταιρεία) . Σε μία διαφορετική κατεύθυνση οι Woolgar & Rusell έγραψαν μία διατριβή σχετικά με τους ιούς των υπολογιστών σε όρους ηθικού φόβου (Woolgar & Rusell) .

Όσο για την δική μου εργασία σ’ αυτό τον τομέα περιγράφω την συνεργασία με ένα μηχανικό γνώσης και την από κοινού μας ανάπτυξη ενός ειδικού συστήματος για παραγωγείς κρυσταλλικών ημιαγωγών . Οι δυσκολίες που εμπλέκονται στην άρθρωση των κανόνων μίας δυνατότητας που θα ενσωματωθεί σε ένα πρόγραμμα περιγράφονται όπως και η σχέση ανάμεσα στο τελειωμένο πρόγραμμα και τις ικανότητες του τεχνικού (Collins , 1990/1992 κεφ.10-13) .

Η Sherry Turkle ερεύνησε τον τρόπο που οι υπολογιστές αντιμετωπίζονται από τα παιδιά - η διαδικασία ανθρωπομορφοποίησης , όπως κάποιος θα μπορούσε να πει - στο βιβλίο της “ο δεύτερος εαυτός” (1984) , που παρέχει επίσης μία εξαιρετική ιστορία των συζητήσεων περί Τεχνητής Νοημοσύνης . Πιο πρόσφατα η Turkle υποστήριξε ότι η αδιαφάνεια των κανόνων των νευρωνικών δικτύων τους προσδίδει ένα γοητευτικό μυστήριο και ευθύνεται για τις ελπίδες που έχουν εναποτεθεί σε αυτά .

Ένας αριθμός συγγραφέων χρησιμοποίησε την SSK ή τις προοπτικές γενικών επιστημονικών μελετών σε κριτικές της Τεχνητής Νοημοσύνης . Για παράδειγμα , ο Phillip Leith , που βρίσκεται τώρα στο τμήμα νομικής του βασιλικού πανεπιστημίου του Belfast , έκανε μία ηρωική καμπάνια ενάντια σ΄ αυτούς που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν την γλώσσα προγραμματισμού PROLOG σαν υποκατάστατο για την λήψη λογικών αποφάσεων (βλέπε π.χ. Leith , 1987) .

Στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου , η Eloina Pelaez έγραψε μία διατριβή αποφοίτησης για την κρίση του software , ενώ η ιστορία των νευρωνικών δικτύων που έγραψε ο Mikel Olazaran πρόκειται να δημοσιευτεί . Ο Donald MacKenzie , που επέβλεψε και τις δύο διατριβές , έγραψε ο ίδιος μία έκθεση για την ανάπτυξη των αριθμητικών αλγορίθμων , δείχνοντας ότι αυτό που μετράει σαν σωστή υπολογιστική αριθμητική είναι σχετικό με το επιστημονικό του περιβάλλον . Το επιχείρημα αυτό προωθεί κατάλληλους τρόπους διαχείρισης σφαλμάτων στρογγυλοποίησης (MacKenzie , n.d. , βλέπε Collins , 1990/1992 , κεφ. 5) . Ο MacKenzie (1991) δημοσίευσε επίσης μία ανάλυση της έννοιας της “αποδεικτικότητας” των προγραμμάτων των υπολογιστών , επικεντρωμένη στον βρετανικό υπολογιστή “Viper” . Χρησιμοποιώντας αναλυτικές δυνατότητες σχετικές με επιστημονικές μελέτες , ο MacKenzie έδειξε ότι ο ισχυρισμός ότι το πρόγραμμα αυτού του υπολογιστή είχε πλήρως “αποδειχθεί” δε θα μπορούσε να υποστηριχτεί υπό τους όρους των ιδίων κριτηρίων του διεκδικητή .

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΝΩΣΗΣ

Υπάρχει μία αμφιταλάντευση όταν οι επιστημονικές μελέτες εφαρμόζονται στην υπολογιστική και την Τεχνητή Νοημοσύνη . Επειδή οι ακαδημαϊκοί στις επιστημονικές μελέτες είναι χρήστες υπολογιστών κατά τρόπο που δεν είναι οι χρήστες , έστω ,των ανιχνευτών κυμάτων βαρύτητας , το πρόβλημα της συμμετρίας γίνεται αντιληπτό με ένα πολύ άμεσο τρόπο . Για παράδειγμα , οι ιοί των υπολογιστών , το θέμα των Woolgar & Russell , είναι ένα δυναμικά πρακτικό πρόβλημα καθώς και ένα αντικείμενο μελέτης (άσχετα με το αν οι ιοί των υπολογιστών υπάρχουν σε μεγάλο αριθμό) . Η τυπική κοινωνιολογία της τακτικής της επιστήμης - που μετατρέπει τις πληροφορίες σε ζητήματα - συναντά μία αντίσταση : μερικά από τα ζητήματα είναι οι πληροφορίες μας με πολύ φανερό τρόπο . Ταυτόχρονα το θέμα μας - η γνώση - είναι πηγή της Τεχνητής Νοημοσύνης : από την πλευρά αυτών που προσπαθούν να φτιάξουν ευφυή μηχανήματα , όσο πιο πολλά ξέρουν σχετικά με την γνώση τόσο το καλύτερο , και οι επιστημονικές μελέτες , αν ξέρουν για κάτι , είναι για την γνώση .

Με δεδομένη αυτή την πολύπλοκη σχέση , ένας αριθμός συγγραφέων που προέρχονται από την SSK και παρόμοιους τομείς βρέθηκαν να λαμβάνουν μία πιο αξιολογήσιμη θέση σχετικά με την Τεχνητή Νοημοσύνη απ’ ό,τι διαφορετικά θα περίμεναν . Οι Βιτγκεστανιανές θέσεις της SSK την κάνουν έναν φυσικό σύντροφο άλλων φιλοσοφικών κριτηρίων της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως αυτή του Hubert Dreyfus (1979/1972) ή του Winograd και του Flores (1986). Αξιοσημείωτοι επιστήμονες που συμφωνούν με την γενική άποψη ότι τα προγράμματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη πρακτική γιατί “οι κανόνες δεν μπορούν να περιέχουν τους κανόνες για την ίδια τους την εφαρμογή” είναι οι Bloomfield (βλέπε Leith 1987), Leith, Suchman και ο Collins. Υιοθετώντας αυτή την άποψη παρόλο αυτά είναι ισοδύναμο με την ουσιώδη άποψη της διαφοράς ανάμεσα στον άνθρωπο και τις μηχανές - μια απομάκρυνση από την συμμετρία και το σχετικισμό της SSK.

Το δίλημμα είναι πολύ ξεκάθαρο στη δική μου δουλεία. Ισχυρίζομαι ότι εφαρμόζω τη συσσωρευμένη κατανόηση της γνώσης που δημιουργείται από την SSK στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Ένα μέρος αυτής της μελέτης είναι να εξηγήσει την φύση, τα όρια και τις αρχές σχεδιασμού των έμπειρων συστημάτων, ενώ ένα άλλο είναι να καθιερώσει τα συνολικά όρια των ευφυών μηχανών. Επιχειρηματολογώ ότι επειδή η γνώση τοποθετείται κοινωνικά, καμία κοινωνική απομόνωση όπως ένας υπολογιστής, δεν μπορεί να συμπεριλάβει την πλήρη κλίμακα των ανθρωπίνων δυνατοτήτων στην πραγματικότητα: με δεδομένη την νέο-Βιτγκεστανιανή ανάλυση της γνώσης, το δύσκολο ερώτημα είναι να εξηγήσουμε τον τρόπο που οι υπολογιστές μπορούν να συμπεριλάβουν έστω και λίγη γνώση. Η απάντησή μου είναι ότι υπάρχει μια ειδική μορφή γνώσης που μπορεί να τροποποιηθεί στην γλώσσα των υπολογιστών. Η σχέση ανάμεσα στη γνώση των υπολογιστών και την γνώση γενικά είναι ίδια όπως ανάμεσα στις υπολογιστικές φυσικές δραστηριότητες και τις φυσικές δραστηριότητες γενικά. Η κοινή γραμμή είναι ο τύπος δράσης στον οποίο έχω ήδη αναφερθεί - ιδιάζουσα πράξη συμπεριφοράς - στον οποίο η πρόθεση είναι πάντα να δημιουργούμε συνθήκες δράσεων με τις ίδιες συμπεριφορές.

Αυτό το είδος προσέγγισης είναι εντελώς αντίθετο με άλλες μοντέρνες προσεγγίσεις στις επιστημονικές μελέτες τέτοιες όπως τα δίκτυα δρώντων και ο ριζοσπαστικός συμμετρισμός επειδή βασίζεται σε δύο τύπους ανθρώπινης δράσης. Στην προσέγγισή μου οι άνθρωποι έχουν τα πρωτεία ενώ η βασική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και την μηχανή υποτίθεται εξερευνάται και καθιερώνεται. Το δίκτυο δρώντων, όπως έχει ήδη εξελιχθεί, αντιμετωπίζει τους ανθρώπους και τις μηχανές σαν αδιαχώριστους όσον αφορά την ικανότητά τους να συνεισφέρουν στο δίκτυο εργασίας.

Η προσέγγιση δικτύου δρώντων αποφεύγει την αναγκαιότητα επιστημονολογικής τμηματοποίησης - ή “μετά-εναλλαγή” όπως την έχουμε αποκαλέσει αλλού (Collins & Yearley 1992a, 1992b) - αλλά με κόστος κρίσιμης ανικανότητας. Φαίνεται σαν να υπήρχε μια άκαμπτη επιλογή που πρέπει να γίνει. Η αναγκαιότητα αυτής της επιλογής είναι ξεκάθαρη όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να κάνει περισσότερα από το να αναπτύξει ένα φιλοσοφικό σύστημα. Έτσι ο Woolgar, που υποστηρίζει την γενική τάση της προσέγγισης του δικτύου δρώντων στο πρώτο μέρος της δημοσίευσής του “Διαμορφώνοντας τον χρήστη”, αναγκάζεται να αλλάξει κατεύθυνση στο δεύτερο μισό όταν μελετάει τους υπολογιστές στο πεδίο. Η σχέση ανάμεσα στα δύο μισά - κατά την άποψή μου κάπως μη ικανοποιητικά - αποτελείται από τον ισχυρισμό ότι, παρόλο που το νόημα ενός κειμένου (μηχανή) είναι στα χέρια του αναγνώστη (χρήστη), δεν σημαίνει ότι κάθε ανάγνωση είναι πιθανή. Ένα κείμενο θα είναι οργανωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να “κάνει μια ανάγνωση δυνατή”. Παρομοίως η μηχανή (σαν κείμενο) είναι οργανωμένη κατά τρόπο που ο σκοπός της είναι διαθέσιμος σαν μια ανάγνωση στον χρήστη.

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ : Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΣΥΝΟΛΟ

Προσπάθησα να δείξω τις μερικές φορές δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στις επιστημονικές μελέτες σαν ένα σύνολο και μία από τις καινούριες τους περιοχές μελέτης . Το εκπληκτικό σχετικά μ’ αυτή την νέα περιοχή είναι ότι αντιπροσωπεύει μία πειραματική βάση ελέγχου για μερικές από τις ιδέες μας σχετικά με την γνώση . Αμφιβάλλω ότι εμείς οι κοινωνιολόγοι της επιστημονικής γνώσης θα ήμασταν ικανοί να διεκδικήσουμε τις πηγές για να αναπτύξουμε την δική μας πειραματική επιστήμη κατά αυτό τον τρόπο , αλλά τώρα που έχει γίνει από τους επιστήμονες υπολογιστών και τους επιστήμονες αντίληψης , θα ήταν ανόητο να μην το εκμεταλλευτούμε .

Σαν να είναι ένα πειραματικό λίκνο ελέγχου για τις ιδέες μας , η καινούρια περιοχή μελέτης αναδεικνύει μερικά προβλήματα για την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης που είναι λιγότερο πιεστικά σε άλλες ουσιαστικές περιοχές . Αυτά τα προβλήματα είναι προεξέχοντα εξαιτίας της ασυνήθιστης πολύ στενής σχέσης ανάμεσα στα θέματα και τις πηγές στις μελέτες ευφυών μηχανών . Έχω προτείνει ότι υπάρχει μία επιλογή ανάμεσα στην ανάπτυξη μίας συνεχούς θέσης που έχει μικρή δύναμη στον κόσμο και την αποδοχή ενός τμηματοποιημένου επιστημονικού περιβάλλοντος . Επιλέγοντας το τελευταίο , θα κρατήσουμε ανοικτό ένα τμήμα στο οποίο μελετάμε την επιστημονική μας πρακτική αλλά δεν θα απορρίψουμε την νέα συλλογική “επιστήμη της γνώσης” που αναπτύσσεται από την SSK χωρίς την οποία η επιστήμη της αντίληψης θα παραμείνει ελλιπής .

Το δίλημμα πληροφορίας - θέματος είναι πάντα παρών , κάτω από την επιφάνεια της κοινωνιολογίας της επιστήμης και γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτά που μαθαίνουμε καθώς μελετάμε τις ευφυείς μηχανές στο τμήμα της επιστημονικής μας γνώσης τελικά θα δώσουν πληροφορίες σ’ όλο το αντικείμενο . Μελετώντας τις ευφυείς μηχανές , εκθέτουμε τους εαυτούς μας στον μεγαλύτερο κίνδυνο του να διασπαστούμε από τις αντίθετες δυνάμεις του ουσιαστικισμού και σχετικισμού , και αυτό δεν είναι κακό πράγμα .

Γενικές Παρατηρήσεις

από ξένες βιβλιογραφίες

πάνω στο θέμα της τεχνητής νοημοσύνης

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Τι είναι η νόηση ;
Ποια η σχέση του εγκεφάλου με τις ανώτερες ψυχονοητικές ικανότητες ;
Πώς παράγονται η μνήμη , η ευφυία και οι ιδέες ;
Είναι δυνατή η μηχανοποίηση της νοημοσύνης και η κατασκευή ευφυών συστημάτων ;

Σκοπός της τεχνητής νοημοσύνης

Εκείνο που επιδιώκει η τεχνητή νοημοσύνη είναι το αυθεντικό :

μηχανές προικισμένες με νόηση .

Θέσεις που κατά καιρούς εμφανίστηκαν με αφορμή τις μελέτες πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη

Οπαδοί
Αμφισβητίες

Υποστηρίζουν πως η δημιουργία σκεπτόμενων Η/Υ είναι πλέον θέμα χρόνου , εξαιτίας της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας


Θεωρούν την ιδέα κατασκευής σκεπτόμενων Η/Υ παράλογη και απορρίπτουν καθετί που πηγάζει από τα ερευνητικά πειράματα

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ Τ.Ν.

Θα εξετάσουμε το νόημα της τεχνητής νοημοσύνης
Θα παρουσιάσουμε τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θέσεις που αναπτύχθηκαν πάνω σ’ αυτή
Θα αναφέρουμε μερικά από τα επιστημονικά επιτεύγματα

Τεχνητή Νοημοσύνη

Δυτική Φιλοσοφία : η νοητική ικανότητα , δηλ. η σκέψη είναι λογικός χειρισμός νοητικών συμβόλων

οι υπολογιστές κάνουν στην πραγματικότητα κάτι όμοιο με αυτό που υποτίθεται ότι κάνει η νόησή μας

Οι υπολογιστές έχουν την ικανότητα να χειρίζονται αυθαίρετους χαρακτήρες

Η νοημοσύνη εξαρτάται από τη λειτουργία του συστήματος ως χειριστή συμβόλων

Τα σύμβολα ικανοποιούν μόνο μερικές αφηρημένες προδιαγραφές

Η τεχνητή νοημοσύνη σχετίζεται περισσότερο με αφηρημένες αρχές της νοητικής οργάνωσης

Εξαλείφονται οι διαφορές μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης , ψυχολογίας , φιλοσοφίας της νόησης με αποτέλεσμα να διαφαίνεται ένα μεγάλο διεπιστημονικό <<πάντρεμα>>

Έτσι ο επιτυχημένος επιστήμονας υπολογιστών θα είναι και μαθηματικός και κοινωνιολόγος

Πείραμα Turing προκειμένου να αναλυθεί

η ανθρώπινη νοημοσύνη

Έχουμε τρεις παίκτες άγνωστους μεταξύ τους :

Ø έναν άντρα μάρτυρα

Ø μία γυναίκα μάρτυρα

Ø ένα ανακριτή

Ο μάρτυρας - άντρας προσπαθεί να ξεγελάσει τον ανακριτή , προσποιούμενος την γυναίκα
Ο μάρτυρας - γυναίκα βοηθάει τον ανακριτή να μαντέψει σωστά

Σκοπός του παιχνιδιού : μέσα από ερωτήσεις του ανακριτή προς τους μάρτυρες και από τις αντίστοιχες απαντήσεις των μαρτύρων να προσδιορίσει ο ανακριτής το φύλο του κάθε μάρτυρα

Βασική ιδέα του ελέγχου του Turing ο διάλογος

Πείραμα Searle προκειμένου να

μελετηθεί η <<εφευρετικότητα>>

του υπολογιστή

Προϋποθέσεις :

Ø δεν γνωρίζω την κινέζικη γλώσσα

Ø έχω <<καλάθια>> με κινέζικα σύμβολα

Ø έχω βιβλίο με κανόνες για το χειρισμό των κινέζικων συμβόλων

Σκοπός : να δημιουργήσω κινέζικες προτάσεις

Βασική ιδέα ο Η/Υ λειτουργεί βάσει αυτών για τα οποία έχει προγραμματιστεί

Σημαντικοί πρωτοπόροι επιστήμονες που συνέβαλαν με τις μελέτες τους στην ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης

Νικόλαος Κοπέρνικος (1473 - 1543) :
Με την ηλιοκεντρική θεωρία του για το σύμπαν , έδωσε την πρώτη ώθηση για διάκριση ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα , ανάμεσα στο πνεύμα και τον κόσμο .

Γαλιλαίος (1564-1642) :
Εφάρμοσε τα μαθηματικά στην προσπάθειά του να κατανοήσει τη φύση και υποστήριξε την άποψη πως η ίδια η φύση <είναι γραμμένη με μαθηματικούς χαρακτήρες>>

Χομπς (1488 - 1679) :
Διατύπωσε πως η σκέψη συγκροτείται από συμβολικές πράξεις και είναι πιο ορθολογική όταν ακολουθεί μεθοδικούς κανόνες . Άρα λέγοντας λογισμό εννοείται υπολογισμός

Καρτέσιος (1596 - 1650) :
Θεώρησε τις σκέψεις σαν συμβολικές παραστάσεις , ανάλογες μ’ αυτές που χρησιμοποιούμε στα μαθηματικά

Χιούμ (1711 - 1776) :
Διατύπωσε τη μηχανιστική αντίληψη για τη σκέψη στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τις δυνάμεις που κυβερνούν και κατευθύνουν τις ιδέες

Υπολογιστής = ερμηνευόμενο αυτόματο τυπικό σύστημα

Τυπικό σύστημα

Ένα <<παιχνίδι>> στο οποίο χειριζόμαστε σύμβολα και κανόνες

Τα θεμελιώδη γνωρίσματα των τυπικών παιχνιδιών είναι :

1.είναι παιχνίδια χειρισμού συμβόλων

2.είναι ψηφιακά

3.μπορούν να παιχτούν με πεπερασμένο τρόπο

1.Χειρισμός συμβόλων

Η εκτέλεση μιας από τις ακόλουθες δραστηριότητες :

1) τοποθέτηση συμβόλων

2) αλλαγή συμβόλων

3) προσθήκη νέων συμβόλων σε δεδομένη θέση

4) απομάκρυνση μερικών συμβόλων

2.Ψηφιακό σύστημα

Ένα σύνολο τεχνικών μεθόδων για εγγραφή και ανάγνωση συμβόλων

3.Πεπερασμένες δυνατότητες των τυπικών συστημάτων

Στην πολυπλοκότητα των τυπικών συστημάτων περιέχεται μία πεπερασμένη λίστα εντολών που καλείται ο υπολογιστής , μέσω του αλγορίθμου , να ακολουθήσει προκειμένου να φτάσει σε επιθυμητό αποτέλεσμα

Αυτόματο τυπικό σύστημα

Μία φυσική διάταξη με τα εξής χαρακτηριστικά :

1.μερικές καταστάσεις αναγνωρίζονται ως σύμβολα

2.οι κανόνες του συστήματος χειρίζονται αυτοματικά τα σύμβολα

Άνθρωπος και Υπολογιστής

Χαρακτηριστικά ανθρώπινων γνωρισμάτων που προσπαθούν να μιμηθούν οι υπολογιστές

­ Οι άνθρωποι μιλούν και ενεργούν

­ Οι Η/Υ επικοινωνούν με τον χρήστη μέσω μιας γλώσσας συμβόλων της μηχανής και λειτουργούν με βάση κάποιους υπολογιστικούς κανόνες

Αποτέλεσμα :

Το πραγματικό νόημα μπορεί να στηριχτεί πάνω στο συμβολικό περιεχόμενο , συμβάλλοντας έτσι στην επικοινωνία .

­ Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα γεγονότα με τη βοήθεια των νοητικών αναπαραστάσεων

­ Οι Η/Υ χειρίζονται και σχηματίζουν εικόνες μέσω των γραφικών παραστάσεών τους

Αποτέλεσμα :

Η χρήση γραφικών δεν αντιπροσωπεύει απόλυτα τον τρόπο της ανθρώπινης αντίληψης μέσω νοητικών απεικονίσεων

­ Οι άνθρωποι είναι γεμάτοι με συναισθήματα , τα οποία πηγάζουν από την ύπαρξη κάποιων ερεθισμάτων

­ Οι Η/Υ <<αισθάνονται>> το περιβάλλον τους , αν το μόνο που εννοούμε είναι η παροχή διαφορετικών απαντήσεων σε διαφορετικές περιπτώσεις

Αποτέλεσμα :

Μέχρι σήμερα δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι οι Η/Υ έχουν <<συναισθήματα>> ανάλογα με αυτά των ανθρώπων , μπορούν όμως να αντιδρούν κατάλληλα σε εξωτερικά ερεθίσματα που επιδρούν στο σύστημά τους .

Σημαντικοί επιστήμονες που συνέβαλαν με τις μελέτες τους

στην ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης

κατά τον 20ο αιώνα

Ö Simon , Shaw , Newell :

Συνέλαβαν την νοημοσύνη ως την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων , καθώς και την ικανότητα επίλυσης αυτών ως την εύρεση λύσεων μέσω μιας καθοδηγούμενης αναζήτησης . Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το πρώτο ανθρώπινο δημιούργημα που έλυνε προβλήματα σκεπτόμενο πάνω σ’ αυτά

Ö Winograd :

Δημιούργησε το προσομοιωμένο ρομπότ SHRDLU ώστε να μπορεί αν επικοινωνεί στη φυσική αγγλικά γλώσσα . Όμως βασικό μειονέκτημά του ήταν η έλλειψη της αίσθησης της κατάστασης

Ö Gooding :

Χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για να απεικονίσει τις ιδέες του Faraday

Ö Gilbert :

Προσπάθησε να μοντελοποιήσει την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας


Τ Ε Λ Ι Κ Ο Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α

για την προσπάθεια μίμησης της ανθρώπινης νοημοσύνης


Τα προγράμματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη πρακτική

Καμία κοινωνική απομόνωση , όπως ένας υπολογιστής , δεν μπορεί να συμπεριλάβει όλη την κλίμακα των ανθρωπίνων ικανοτήτων

Διαφορά απόψεων μεταξύ οπαδών και αμφισβητιών
για την ανάπτυξη και συμβολή
της Τεχνητής Νοημοσύνης

Οπαδοί
Αμφισβητίες

Η νοημοσύνη , ανθρώπινη ή όχι , επιτυγχάνεται με τον ορθολογικό χειρισμό συμβόλων γλωσσικού τύπου
Ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης , ανεξάρτητα από το πόσο καλά θα μιμείται την ανθρώπινη νόηση , θα παραμένει πάντα μία απομίμηση , θα είναι δηλ. πλαστό και όχι αυθεντικό

Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα σχετικά καινούριο τμήμα στις επιστημονικές μελέτες , έτσι μία απλή επισκόπηση δε θα αντιπροσώπευε ακριβώς την ανέλιξη αυτού του γρήγορα αναπτυσσόμενου πεδίου . Η μελέτη λοιπόν αυτή θα αναφέρεται περισσότερο σε μία έκθεση του αντικειμένου σχετικά με την πορεία του στο μέλλον , ενώ ταυτόχρονα θα προσπαθήσει να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις σε πανάρχαια αλλά ταυτόχρονα και σε επίκαιρα ερωτήματα : Τι είναι η νόηση ; Ποια η σχέση του εγκεφάλου με τις ανώτερες ψυχονοητικές ικανότητες ; Πώς παράγονται η μνήμη , η ευφυία και οι ιδέες ; Είναι δυνατή η μηχανοποίηση της νοημοσύνης και η κατασκευή μη βιολογικών ευφυών συστημάτων ; Τέλος με ποιο τρόπο η σύγχρονη επιστήμη διαφωτίζει αυτά και άλλα δυσεπίλυτα φιλοσοφικά ερωτήματα ;

Εγκέφαλος και νόηση δεν αποτελούν μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη . Οι σύγχρονες επιστήμες της νευροβιολογίας , της νευροψυχολογίας , της νευροχημείας , της γνωστικής επιστήμης κ.ο.κ. συγκλίνουν στις προσπάθειες τους σχηματίζοντας νέους διευρυμένους επιστημονικούς κλάδους , όπως η νευροεπιστήμη και η πρόσφατη γνωσιακή επιστήμη , που επιχειρούν μία σύνθεση και ανάλυση του εγκεφάλου και των νοητικών φαινομένων .

Σήμερα όχι μόνο η ψυχολογία αλλά και πολλοί συγγενείς επιστημονικοί κλάδοι αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη την επερχόμενη διανοητική επανάσταση , αποτέλεσμα της οποίας θεωρείται η Τεχνητή Νοημοσύνη , δηλαδή η προσπάθεια κατασκευής σκεπτόμενων υπολογιστών . Ο θεμελιώδης στόχος αυτής της έρευνας δεν είναι η απλή μίμηση της νοημοσύνης . Εκείνο που η τεχνητή νοημοσύνη επιδιώκει είναι το αυθεντικό : μηχανές προικισμένες με νόηση . Δεν πρόκειται για επιστημονική φαντασία , αλλά για πραγματική επιστήμη , βασισμένη σε μία θεωρητική αντίληψη : στο ότι δηλαδή είμαστε κατά βάση και εμείς υπολογιστές .

H σχέση των επιστημονικών μελετών με την τεχνητή νοημοσύνη συνοψίζει πολλές από τις ανησυχίες του πεδίου στο σύνολό του . Υπάρχουν προσεγγίσεις που βλέπουν τον πραγματικό κόσμο σαν ξεχωριστό κομμάτι από τις ανθρώπινες μορφές ζωής και προσεγγίσεις που βλέπουν μονόπλευρα τα άτομα που δρουν εντός συνόλου . Υπάρχουν αυτές οι προσεγγίσεις που επιχειρούν να κάνουν πρότυπο τον μεμονωμένο επιστήμονα και αυτές που έχουν να κάνουν με την συλλογικότητα . Υπάρχουν αυτές που σκοπός τους είναι να βελτιώσουν την τεχνητή νοημοσύνη και αυτές που επιδιώκουν μόνο να την περιγράψουν . Τέλος υπάρχουν αυτές που δουλεύουν σχεδόν μέσα στην επιστήμη της τεχνητής νοημοσύνης και αυτές που δουλεύουν χωρίς αυτή , καθώς και εκείνες που παίρνουν διαφορετικές θέσεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα .

Όσο αφορά στη τεχνητή νοημοσύνη , οι άνθρωποι συνήθως χωρίζονται στους λεγόμενους <<χλευαστές>> και <<οπαδούς>> . Οι πρώτοι βρίσκουν την ιδέα τελείως παράλογη , όπως με το να φανταζόμαστε ότι το αυτοκίνητό μας μας μισεί ή με το να ισχυριζόμαστε πως μία δολοφονική σφαίρα θα έπρεπε να φυλακιστεί . Οι δεύτεροι , αντίθετα , είναι εξίσου σίγουροι πως είναι μόνο θέμα χρόνου . Υπολογιστές που σκέφτονται , ισχυρίζονται , είναι το ίδιο αναπόφευκτοι όπως τα διαπλανητικά ταξίδια ή η τηλεόραση τσέπης . Εμείς εδώ δε θα υπερασπιστούμε με φανατισμό καμία πλευρά . Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι ούτε παράλογη , ούτε αναπόφευκτη . Αντίθετα βασίζεται σε μία ισχυρή ιδέα , η οποία πιθανόν να είναι σωστή από μερικές απόψεις , αλλά και εξίσου πιθανόν να μην είναι .

Σ’ όλη την έκταση της ανάλυσης σκοπός είναι να εξετάσουμε τρία βασικά σημεία . Πρώτον , να εξηγήσουμε τι πραγματικά είναι η τεχνητή νοημοσύνη . Δεύτερον , να παρουσιάσουμε τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θέσεις που κρύβονται μέσα της και τέλος να ρίξουμε μια ματιά στο τι πραγματικά έχει επιτευχθεί και τι όχι .

Η σύγχρονη τεχνητή νοημοσύνη στηρίζεται σε πολύπλοκα προγραμματιζόμενα ηλεκτρονικά συστήματα . Επομένως αποτελεί άμεση κληρονόμο των μηχανικών κατασκευών . Υπάρχει όμως μία ουσιαστική διαφορά : ενώ ελάχιστοι άξιοι του τίτλου τους επιστήμονες προσπάθησαν να κατασκευάσουν νοήμονα ρολόγια ή κονσόλες , η έρευνα για νοήμονες υπολογιστές βρίσκεται στο απόγειό της . Το πραγματικό ζήτημα δεν έχει να κάνει με τις τεχνολογίες αιχμής , αλλά με βαθιά θεωρητικές υποθέσεις . Σύμφωνα με την δυτική φιλοσοφία , η σκέψη , δηλ. η νοητική ικανότητα , είναι ουσιαστικά λογικός χειρισμός νοητικών συμβόλων , δηλ. ιδεών . Τα ρολόγια και οι κονσόλες ωστόσο δεν κάνουν τίποτα που να έχουν σχέση με χειρισμό λογικών συμβόλων . Οι υπολογιστές , αντίθετα , μπορούν να χειριστούν αυθαίρετους χαρακτήρες με οποιοδήποτε προσδιορίσιμο τρόπο . Επομένως το μόνο που χρειάζεται για να έχουμε μία μηχανή που σκέφτεται είναι προφανώς μία διευθέτηση ώστε αυτοί οι χαρακτήρες να είναι σύμβολα , και οι χειρισμοί να προσδιοριστούν ως λογικοί . Με άλλα λόγια , η τεχνητή νοημοσύνη είναι νεωτεριστική και διαφορετική επειδή οι υπολογιστές κάνουν στην πραγματικότητα κάτι πολύ όμοιο με αυτό που υποτίθεται ότι κάνει η νόησή μας .

Σύμφωνα με την θεωρία του χειρισμού συμβόλων , η νοημοσύνη εξαρτάται μόνο από την οργάνωση ενός συστήματος και τη λειτουργία του ως χειριστή συμβόλων . Επομένως προσδιορισμοί του τύπου από τι είναι κατασκευασμένα τα σύμβολα ή ποια είναι η ακριβής τους μορφή , είναι άσχετοι με το κατά πόσο το σύστημα έχει νοημοσύνη . Τα σύμβολα χρειάζονται να ικανοποιούν μόνο μερικές αφηρημένες προδιαγραφές . Έτσι αν πραγματικά η τεχνητή νοημοσύνη σχετίζεται μόνο λίγο με την τεχνολογία των υπολογιστών και πολύ περισσότερο με αφηρημένες αρχές της νοητικής οργάνωσης , τότε φαίνεται να εξαλείφονται οι διακρίσεις ανάμεσα στην τεχνητή νοημοσύνη , την ψυχολογία ή ακόμα και τη φιλοσοφία της νόησης . Αυτή η απαλοιφή των διαφορών μεταξύ των επιστημών ξεκίνησε από τον Parc , ο οποίος στην διατριβή του πάνω στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης στρατολογεί φιλοσόφους , κοινωνιολόγους και όλους εκείνους τους <<τύπους ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημόνων>> , με αποτέλεσμα οι ιδέες του να κυριαρχήσουν στον κόσμο της πληροφορικής . Και ενώ αρχικά η υπολογιστική επιστήμη θεωρήθηκε αποκλειστικά και μόνο κλάδος των μαθηματικών και αργότερα σαν μία επιστήμη βασιζόμενη σε μηχανικά δεδομένα , σήμερα ο επιτυχημένος επιστήμονας υπολογιστών θα είναι και μαθηματικός και κοινωνιολόγος . Μοιάζει λοιπόν να επίκειται ένα μεγάλο διεπιστημονικό <<πάντρεμα>> . Για το νέο αυτό <<ενοποιημένο>> γνωστικό κλάδο επινοήθηκε ο όρος <<γνωσιακή επιστήμη>> .

Στην προσπάθεια να οριστεί η <<νοημοσύνη>> , ο Alan Turing σκέφτηκε πως δε θα μπορούσε ποτέ να ανακαλυφτεί κάτι ενδιαφέρον σχετικά με το τι μπορούν να κάνουν οι μηχανές , φιλοσοφώντας γενικά για το τι εννοούμε λέγοντας <<σκέψη>> και <<νοημοσύνη>> . Έτσι πρότεινε να αγνοήσουμε το πρόβλημα αυτό και να υιοθετήσουμε έναν απλό έλεγχο που επινόησε . Το πείραμα του Turing βασίζεται σε ένα παιχνίδι που ονόμασε <<παιχνίδι της μίμησης>> και παίζεται με τρεις παίκτες άγνωστους μεταξύ τους . Οι δύο είναι <<μάρτυρες>> και αντίθετου φύλου . Ο τρίτος παίκτης , ο <<ανακριτής>> , προσπαθεί να προσδιορίσει την ταυτότητα του κάθε μάρτυρα με μόνη απόδειξη το πώς απαντούν στις ερωτήσεις . Το κόλπο είναι ότι ο μάρτυρας (ας πούμε ο άντρας) προσπαθεί να ξεγελάσει τον ανακριτή , προσποιούμενος συστηματικά ότι είναι γυναίκα , ενώ ο άλλος (η γυναίκα) κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει τον ανακριτή . Αν ο ανακριτής μαντέψει σωστά , κερδίζει η γυναίκα , διαφορετικά ο άντρας . Για να αποφευχθούν οποιεσδήποτε εξωτερικές ενδείξεις για τη λύση , όπως ο τόνος της φωνής , όλες οι ερωτήσεις και απαντήσεις μεταδίδονται μέσω τηλετύπου . Μέχρι στιγμής δεν εμφανίζονται πουθενά οι υπολογιστές . Η ιδέα όμως του Turing ήταν να αντικαταστήσει τον αρσενικό μάρτυρα με ένα υπολογιστή και να δει κατά πόσο όταν έχει αντίπαλο γυναίκες μπορεί να ξεγελάσει τον μέσο ανθρώπινο ανακριτή . Αν τα καταφέρει ο υπολογιστής περνάει τον <<έλεγχο>> . Η πραγματική ουσία του ελέγχου του Turing είναι ο διάλογος : είναι άραγε σε θέση η μηχανή να μιλά , όπως ο άνθρωπος ; Αυτό δεν σημαίνει το να ακούγεται σαν άνθρωπος , αλλά το να λέει πράγματα σαν αυτά που θα έλεγε ένας άνθρωπος σε ανάλογες περιστάσεις . Αν γίνει αποδεκτός ο έλεγχος αυτός , οι επιστήμονες μπορούν να συγκεντρωθούν αποκλειστικά και μόνο στις <<γνωσιακές>> πτυχές του προβλήματος : ποια εσωτερική δομή και ποιες λειτουργίες θα δώσουν σε ένα σύστημα τη δυνατότητα να πει το σωστό πράγμα στην σωστή στιγμή ; Με άλλα λόγια , μπορούν οι επιστήμονες να αδιαφορήσουν για μη ουσιώδη θέματα και να ασχοληθούν με την υπολογιστική ψυχολογία .

Πολλοί τρέφουν εξαιρετικές αμφιβολίες σχετικά με την <<αυτοματοποίηση>> της δημιουργικότητας , της ελευθερίας και των παρομοίων . Κανένας υπολογιστής , υποθέτουν , δεν θα είναι πραγματικά εφευρετικός , γιατί μπορεί να κάνει μόνο αυτά για τα οποία έχει προγραμματιστεί . Κλασσικό παράδειγμα αυτής της άποψης είναι το νοητικό πείραμα του Searle με την κινέζικη γλώσσα . Έστω λοιπόν ότι σας κλείνουν σε ένα δωμάτιο όπου υπάρχουν αρκετά καλάθια με κινέζικα σύμβολα και φανταστείτε ότι δεν ξέρετε ούτε μία κινέζικη λέξη , αλλά σας δίνουν ένα βιβλίο με κανόνες στα αγγλικά για να χειρίζεστε τα κινέζικα σύμβολα . Οι κανόνες καθορίζουν το χειρισμό των συμβόλων τελείως τυπικά , με αναφορά μόνο στη σύνταξη και όχι στη σημασία . Υποθέστε επίσης ότι έρχονται στο δωμάτιο και άλλα κινέζικα σύμβολα και σας δίνουν άλλες οδηγίες , που αν τις ακολουθήσετε , θα επιστρέψετε συνδυασμούς κινέζικων συμβόλων έξω από το δωμάτιο . Έστω ακόμη ότι οι προγραμματιστές είναι τόσο καλοί στον σχεδιασμό των προγραμμάτων και εσείς τόσο καλοί στο χειρισμό των συμβόλων που πολύ σύντομα δεν θα ξεχωρίζουν οι απαντήσεις που δίνεται από αυτές που δίνει ένας Κινέζος . Με βάση λοιπόν την κατάσταση αυτή είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να μάθουμε κινέζικα παίζοντας μόνο με τυπικά σύμβολα . Η ουσία του όλου πειράματος είναι η εξής : χάρη στην υλοποίηση ενός τυπικού υπολογιστικού προγράμματος , από την σκοπιά ενός εξωτερικού παρατηρητή , συμπεριφερόμαστε ακριβώς σαν να καταλαβαίνουμε κινέζικα , ενώ στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνουμε λέξη . Οπότε καταλήγουμε ότι ο υπολογιστής έχει σύνταξη , αλλά όχι σημασία . Απλά λειτουργεί βάσει αυτών για τα οποία έχει προγραμματιστεί . Τα πάντα όμως εξαρτώνται από τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο υποτιθέμενος περιορισμός . Από μία τεχνική άποψη είναι απόλυτα αληθινό ότι οι υπολογιστές ακολουθούν πάντοτε τα προγράμματά τους , αφού ένα πρόγραμμα δεν είναι παρά ο προσεκτικός προσδιορισμός όλων των διαδικασιών μέσα στην μηχανή . Αυτό όμως δεν αποδεικνύει τίποτα , αφού η ίδια επισήμανση μπορεί να γίνει και για εμάς . Δηλαδή , υποθέτοντας ότι υπήρχε ένας παρόμοιος <<προσεκτικός προσδιορισμός>> όλων των σχετικών διεργασιών στον εγκέφαλό μας , θα ήταν εξίσου εύκολο να πούμε : <<εμείς ή ο εγκέφαλος ενεργεί πάντοτε όπως έχει προσδιοριστεί >> . Φυσικά , κάτι τέτοιο δε θα αποδείκνυε ότι δεν είμαστε ποτέ δημιουργικοί ή ελεύθεροι - έτσι και ο αντίστοιχος ισχυρισμός για τους υπολογιστές δεν αποδεικνύει τίποτα περισσότερο .

Ουσιαστικός στόχος της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι η κατασκευή συστημάτων που μαθαίνουν . Η ίδια έχει ανακαλύψει πως η γνώση είναι εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολο να υλοποιηθεί , τόσο πολύ που και η γενική δομή ενός συστήματος με κοινό νου δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη . Η τεχνητή νοημοσύνη πρέπει να ξεκινήσει προσπαθώντας να καταλάβει τη γνώση , την επιδεξιότητα ή ό,τι άλλο αποκτάται , και έπειτα πάνω σ’ αυτή τη βάση να αντιμετωπίσει τη μάθηση . Ίσως τότε αποδειχτεί πως , αφού δημιουργηθούν οι θεμελιώδεις δομές , είναι εύκολο να συμπεριληφθεί η απόκτηση και η προσαρμογή . Η ικανότητα μάθησης είναι βέβαια ουσιαστική για την πλήρη νοημοσύνη και η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να πετύχει χωρίς αυτή . Παρόλ’ αυτά όμως , η μάθηση δεν αποτελεί το βασικότερο πρόβλημα και πολύ περισσότερο το συντομότερο δρόμο για σημείο εκκίνησης .

Η κοινή αντίληψη για το τι είναι νόηση άρχισε να διαμορφώνεται κατά την διάρκεια του 17ου αιώνα μαζί με την μοντέρνα επιστήμη και τα μαθηματικά . Πρώτος ο αστρονόμος Νικόλαος Κοπέρνικος έφερε μία μεγάλη επανάσταση με την ηλιοκεντρική θεωρία του , ανατρέποντας έτσι τον μέχρι τότε μεσαιωνικό κόσμο . Η διάκριση που έδωσε ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα , είχαν ως αποτέλεσμα την αρχή της επινόησης του μοντέρνου πνεύματος . Αργότερα ο φυσικός Γαλιλαίος εφάρμοσε τις μαθηματικές σχέσεις στην προσπάθειά του να κατανοήσει τη φύση . Και διακήρυξε πως η φύση είναι η ίδια <<γραμμένη με μαθηματικούς χαρακτήρες>> , αποκρυπτογραφώντας αυτούς τους νόμους και τις αποδείξεις του . Άλλοι σπουδαίοι επιστήμονες που συνέβαλαν στην πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης είναι ο φιλόσοφος Χομπς , ο οποίος υποστήριξε πως η σκέψη συγκροτείται από συμβολικές πράξεις και είναι πιο ορθολογική όταν ακολουθεί μεθοδικούς κανόνες , ο Καρτέσιος , <<πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας>> όπως αποκαλείται , όπου συμβόλισε τις σκέψεις σα μαθηματικές παραστάσεις και ο φιλόσοφος Χιουμ , ο οποίος διατύπωσε με σαφήνεια τη μηχανιστική αντίληψη για τη σκέψη , προσπαθώντας να ανακαλύψει τις δυνάμεις που κυβερνούν τις ιδέες . Η συμβολή λοιπόν όλων των παραπάνω και ακόμα περισσοτέρων έδωσε τις πρώτες βάσεις για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και της δημιουργίας κάποιου είδους υπολογιστή που να σκέφτεται .

Ο υπολογιστής είναι ένα ερμηνευμένο αυτόματο τυπικό σύστημα . Ένα τυπικό σύστημα είναι σαν ένα <<παιχνίδι>> , όπως είναι το σκάκι ή η τρίλιζα , στο οποίο χειριζόμαστε σύμβολα σύμφωνα με κάποιους κανόνες , για να δούμε ποιες διατάξεις μπορούμε να πετύχουμε . Όλα τα τυπικά παιχνίδια έχουν τρία θεμελιώδη γνωρίσματα , τα οποία θα αναλύσουμε στην πορεία : είναι παιχνίδια χειρισμού συμβόλων , είναι ψηφιακά , και μπορούν να παιχτούν με πεπερασμένο τρόπο .

Τα σύμβολα ενός τυπικού παιχνιδιού είναι απλώς τα <<κομμάτια>> , όπως πούλια ή μάρκες , με τα οποία παίζεται . Με την έννοια <<χειρισμός συμβόλων>> εννοούμε την εκτέλεση μιας ή περισσοτέρων από τις ακόλουθες δραστηριότητες : (α) την τοποθέτηση συμβόλων , (β) την αλλαγή τους , (γ) την προσθήκη νέων σε δεδομένη θέση , (δ) την απομάκρυνση μερικών .

Ένα απλό παράδειγμα ενός τυπικού συστήματος είναι το γνωστό παιχνίδι σολιτέρ που παίζεται με μικρές σφήνες τοποθετούμενες σε μία πινακίδα με τρύπες οι οποίες σχηματίζουν ένα σταυρό. Οι μαύροι κύκλοι αντιπροσωπεύουν τρύπες στις οποίες έχουν μπει σφήνες και ο κύκλος στο κέντρο αντιπροσωπεύει μία άδεια τρύπα . Κανόνας του παιχνιδιού αυτού είναι ο εξής : αν έχουμε δύο διαδοχικές σφήνες σε μία γραμμή ή στήλη και μία κενή τρύπα δίπλα σε μία από αυτές , τότε αφαιρώ τη μεσαία σφήνα <<πηδώντας>> με την άλλη στη τρύπα που είναι κενή . Σκοπός του παιχνιδιού είναι να απομακρυνθούν όλες οι σφήνες , έπειτα από μία σειρά αλμάτων , εκτός από μία που πρέπει να βρεθεί στο κέντρο .

Ψηφιακό σύστημα είναι ένα σύνολο θετικών και αξιόπιστων τεχνικών μεθόδων (π.χ. ψηφιακά ρολόγια , ραδιόφωνα ή θερμόμετρα) για την εγγραφή και ανάγνωση συμβόλων , που ανήκουν σε προκαθορισμένο σύνολο τύπων . Εγγραφή δεν είναι μόνο η χάραξη σημαδιών με στυλό , αλλά οποιοσδήποτε χειρισμός συμβόλων που αλλάζει την τυπική θέση , ενώ με τον όρο ανάγνωση δεν εννοούμε την κατανόηση ή την αναγνώριση , αλλά τη διαφοροποίηση με βάση τον τύπο και την θέση . Μία θετική τεχνική είναι μία τεχνική που μπορεί να πετύχει απόλυτα , συνολικά και χωρίς προσδιορισμούς . Δεν είναι όμως πάντοτε εγγυημένα επιτυχής , αφού μπορεί η επιτυχία της να μην είναι καν πιθανή . Το ερώτημα δεν είναι αν θα πετύχει ή το κατά πόσο συχνά , αλλά ποια η δυνατότητα μιας τέλειας επιτυχίας . Ενώ όταν ενδιαφερόμαστε για την πιθανότητα της επιτυχίας μιλάμε για την αξιοπιστία της μεθόδου . Έτσι λοιπόν οι ψηφιακές μηχανές είναι τεχνικές εγγραφής - ανάγνωσης . <<Εγγραφή>> ενός συμβόλου σημαίνει παραγωγή ενός συμβόλου , δεδομένου και προσδιορισμένου τύπου . <<Ανάγνωση>> ενός συμβόλου σημαίνει καθορισμός του τύπου του . Ένας από τους λόγους που καθιστά σημαντικά αυτά τα συστήματα είναι ότι μας επιτρέπουν να φτάσουμε σε ένα βαθμό πολυπλοκότητας που διαφορετικά θα ήταν απρόσιτος ή αδύνατος . Ο ψηφιακός χαρακτήρας των τυπικών συστημάτων έχει προφανώς σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη . Όχι απλώς είναι δυνατή και αξιόπιστη η πραγματοποίηση εξαιρετικά πολύπλοκων συστημάτων , αλλά αποτελεί και τη βάση μιας επιπλέον θεμελιώδους ιδιότητας των τυπικών συστημάτων : της ανεξαρτησίας τους από οποιοδήποτε ιδιαίτερο υλικό μέσο . Η νοημοσύνη πρέπει να έχει και αυτή την ίδια ιδιότητα , για να μπορέσουν να υπάρξουν κάποτε ευφυή ρομπότ .

Ωστόσο υπάρχει μία μαθηματική έννοια που παίζει σημαντικό ρόλο στην ιδέα της τυπικότητας : Ποια όρια υπάρχουν , αν υπάρχουν , στο μέγεθος και την πολυπλοκότητα των τυπικών συστημάτων . Χρειάζεται λοιπόν να ορίσουμε μία ειδική κατηγορία κανόνων που απαιτούν στοιχειώδεις ικανότητες , δηλ. ικανότητες μέσα στο πλαίσιο των πεπερασμένων δυνατοτήτων . Έτσι αναφερόμαστε στο τελευταίο θεμελιώδες γνώρισμα των τυπικών συστημάτων . Προκειμένου να επιτευχθεί ένας προκαθορισμένος στόχος , μέσω μιας διαδικασίας με πεπερασμένο αριθμό βημάτων , δημιουργήθηκαν οι αλγόριθμοι , που δεν είναι παρά μηχανικές ρουτίνες που οδηγούν αργά ή γρήγορα σε κάποιο αποτέλεσμα . Ένας αλγόριθμος ορίζεται βάσει μιας σχέσης εισόδου - εξόδου : ξεκινάει με μία είσοδο συγκεκριμένου είδους δεδομένων και σκοπός του είναι μία έξοδος που σχετίζεται με την είσοδο με κάποιο καθορισμένο τρόπο . Αυτός ο τρόπος προέρχεται από μία πεπερασμένη λίστα εντολών που καλείται ο αλγόριθμος να ακολουθήσει βήμα προς βήμα , ώστε να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα .

Ένας υπολογιστής όμως δεν είναι ένα απλά τυπικό σύστημα , αλλά ένα αυτόματο τυπικό σύστημα . Δηλαδή αποτελεί μία φυσική διάταξη , όπως μία μηχανή , με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά :

Μερικά από τα τμήματά του ή τις καταστάσεις του , αναγνωρίζονται ως σύμβολα σε μία θέση ενός τυπικού συστήματος , και
Όταν λειτουργεί κανονικά , χειρίζεται αυτοματικά τα σύμβολα αυτά σύμφωνα με τους κανόνες αυτού του συστήματος .
Τα αυτόματα συστήματα στηρίζουν την λειτουργία τους στην αρχή της αυτοματοποίησης , κατά την οποία κάθε φορά που οι νόμιμες κινήσεις ενός συστήματος καθορίζονται πλήρως από αλγορίθμους , τότε το εν λόγω σύστημα μπορεί να αυτοματοποιηθεί .

Η τεχνητή νοημοσύνη είχε πάντοτε ως μοντέλο της τις ανθρώπινες υπάρξεις . Αρχικά ξεκίνησε με την φιλοσοφική επινόηση του μοντέρνου πνεύματος - ειδικότερα με την ιδέα της σκέψης ως χειρισμού συμβόλων που είχε εμπνεύσει η νέα επιστήμη . Έκτοτε όμως , το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στη προσπάθεια μηχανοποίησης αυτής της θεωρίας . Ξεκινώντας με την έννοια της τυποποίησης , αυτοματοποίησης και της ερμηνείας , αναπτύχθηκε η ιδέα του υπολογισμού βασικά ως χειρισμού συμβόλων . Μέσα λοιπόν από όλη την παραπάνω ανάλυση , μπορούμε να πούμε χωρίς δισταγμό ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι πραγματικά δύσκολη , αφού ανάμεσα στις ανακαλύψεις της προβάλλουν νέα προβλήματα εξίσου σημαντικά με τις λύσεις τους . Ίσως γι’ αυτό πιθανόν ταιριάζει να τελειώσουμε με το μοναδικό σαφές δείγμα νοημοσύνης που γνωρίζει η επιστήμη : τον άνθρωπο .

Οι άνθρωποι φυσικά και μιλούν και ενεργούν , επομένως τόσο η ερμηνεία όσο και η απόδοση πρέπει να συμφωνούν , αφού είναι προϊόν ενός μοναδικού εγκεφάλου . Και το ολοκληρωμένο ρομπότ επίσης μιλάει και ενεργεί . Όμως θεωρητικά φαίνεται πως η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να συγκεντρωθεί μόνο στη γλώσσα και να αγνοήσει το νόημα . Τελικά , ο έλεγχος του Turing καθιστά την ικανότητα της άνετης συνομιλίας σε μία φυσική γλώσσα , επαρκή συνθήκη για την ύπαρξη νοημοσύνης . Μεγάλο ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει ο τρόπος που το πραγματικό νόημα μπορεί να στηριχτεί πάνω στο συμβολικό περιεχόμενο και να συμβάλλει στην επικοινωνία

Παραβάλλοντας τον ανθρώπινο εγκέφαλο έναντι του υπολογιστή , επισημαίνεται ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της νοημοσύνης των ανθρώπων : η αντίληψη γεγονότων και πραγμάτων με την βοήθεια των νοητικών αναπαραστάσεων . Αν και έχουν πραγματοποιηθεί αρκετά πειράματα για τις νοητικές εικόνες , μένουν πολλά να μάθουμε για το πώς ακριβώς λειτουργεί ο εγκέφαλος , καθώς δεν υπάρχει κάποιο τεχνικό ανάλογο , όπως ο υπολογιστής για τις γλωσσικές αναπαραστάσεις (δηλ. σύνθετα σύμβολα που το νόημά τους καθορίζεται από την συντακτική δομή , όπως τα προγράμματα υπολογιστών ή τα <<στερεότυπα>> της τεχνητής νοημοσύνης) . Και ενώ το πεδίο γνώσεων μας στο τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου δεν είναι ακόμα πλήρες , από την μεριά τους οι υπολογιστές μπορούν να σχηματίσουν και να χειριστούν εικόνες μέσω των <<γραφικών παραστάσεων>> τους . Όμως οι διαδικασίες της τεχνητής νοημοσύνης είναι ουσιαστικά γνωστικές : δηλ. , λογικοί χειρισμοί σύνθετων ημιγλωσσικών συμβόλων , ενώ οι τεχνικές των γραφικών των υπολογιστών δεν έχουν αυτό το χαρακτήρα . Έτσι λοιπόν η χρήση γραφικών δεν αντιπροσωπεύει απόλυτα τον τρόπο της ανθρώπινης αντίληψης μέσω νοητικών απεικονίσεων .

Σύμφωνα επίσης με μία κοινή αντίληψη τα ρομπότ δεν έχουν συναισθήματα . Μπορεί να είναι ορθολογιστικά , είναι όμως και ψυχρά : λογικά , αποτελεσματικά , αναίσθητα . Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσουμε την σημασία των συναισθημάτων στην τεχνητή νοημοσύνη . Δεν υπάρχει καμία αντίρρηση ότι οι μηχανές μπορούν να <<αισθάνονται>> το περιβάλλον τους , αν το μόνο που εννοούμε με αυτό είναι η ικανότητα διάκρισης . Τα ηλεκτρονικά μάτια , π.χ., χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως όργανα εισόδου σε βιομηχανικά ρομπότ . Πολύ δύσκολα ωστόσο θα πιστεύαμε ότι τα συστήματα αυτά αισθάνονται πραγματικά κάτι , όταν αντιδρούν στα εισερχόμενα ερεθίσματα . Είτε όμως προκαλεί σύγχυση ή όχι , ίσως στερείται σημασίας . Αν τα ρομπότ μπορούν να <<αισθάνονται>> αρκετά καλά , ώστε να κάνουν τη δουλειά τους και να τα καταφέρνουν στον κόσμο , ποιος νοιάζεται για το αν αισθάνονται οποιεσδήποτε υποκειμενικές εμπειρίες ; Ή για να το θέσουμε με όρους ψυχολογίας , αν η ποιότητα της αντίληψης του συναισθήματος δεν έχει καμία επίδραση στη νοήμονα συμπεριφορά , εκτός από το να είναι αιτία εισόδου ,τότε δεν αποτελεί πρόβλημα για την γνωσιακή επιστήμη .

Καταλήγοντας , μπορούμε να πούμε ότι οι διαφορές μεταξύ υπολογιστή και ανθρώπινου εγκεφάλου συνίστανται μόνο στον διαφορετικό τρόπο χειρισμού των δεδομένων , ενώ το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο . Παρόλ’ αυτά όμως αρκετοί επιστήμονες , κυρίως κοινωνιολόγοι , προσπαθούν μέσα από ερευνητικά πειράματα να βελτιώσουν τη λειτουργία των συστημάτων προκειμένου να προσεγγίσουν την ανθρώπινη αντίληψη και στη συνέχεια να την κωδικοποιήσουν στη γλώσσα των υπολογιστών .

Οι Simon , Shaw & Newell , π.χ. , συνέλαβαν την νοημοσύνη ως ικανότητα επίλυσης προβλημάτων , καθώς και την ικανότητα επίλυσης αυτών ως την εύρεση λύσεων μέσω μιας καθοδηγούμενης αναζήτησης . Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το πρώτο ανθρώπινο δημιούργημα που έλυνε προβλήματα σκεπτόμενο πάνω σ’ αυτό .

Επίσης ο Winograd δημιούργησε το προσομοιωμένο ρομπότ SHRDLU , ώστε να μπορεί να επικοινωνεί στη φυσική αγγλική γλώσσα . Όμως βασικό μειονέκτημα του ήταν η έλλειψη της αίσθησης της κατάστασης .

Ο Gooding χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για να απεικονίσει την εφαρμογή των ιδεών του Faraday . Αν λοιπόν ο υπολογιστής παράγει μόνο ένα μεγάλο αριθμό αποτελεσμάτων , χωρίς να διαθέτει την ικανότητα λήψης λογικών αποφάσεων βάσει της γνώσης και της αντίληψης , τότε η λειτουργία του δεν επεκτείνεται πέρα από τα ερευνητικά πλαίσια της υπολογιστικής επιστήμης . Αποτέλεσμα αυτού είναι τα ερευνητικά προγράμματα να μην βασίζονται σε κοινωνικά δεδομένα , πράγμα που αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα της κοινωνιολογίας στον τομέα της επιστήμης .

Πιθανόν η πιο συνειδητή προσπάθεια προσέγγισης της νοημοσύνης έγινε από τον Gilbert . Πρόθεσή του ήταν να μοντελοποιήσει την ανάπτυξη των ανθρωπίνων κοινωνιών , χρησιμοποιώντας προγράμματα , ώστε να δημιουργήσει ένα μοντέλο <<συλλογής ατόμων>> . Όμως φαίνεται απίθανο τα <<άτομα>> του υπολογιστή να έχουν κάποια ομοιότητα με τα μέλη μιας κοινωνίας . Το πιο πιθανό είναι να αποτελέσουν λογικές αφηρημένες έννοιες , σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι ορθολογιστές και οι φιλόσοφοι .

Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι , όλοι γενικά συμφωνούν με την άποψη ότι τα προγράμματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη πρακτική , γιατί οι κανόνες τους δεν περιέχουν εκείνους τους κανόνες για την εφαρμογή τους . Και καθώς η γνώση τοποθετείται κοινωνικά , καμία κοινωνική απομόνωση , όπως ένας υπολογιστής , δεν μπορεί να συμπεριλάβει όλη την κλίμακα των ανθρωπίνων ικανοτήτων .

Στο συμπέρασμα αυτό που καταλήγουμε έστω και με προσεγγιστικό τρόπο , υπήρξαν αντιδράσεις του κόσμου απέναντι στην τεχνητή νοημοσύνη . Ο ενθουσιασμός ή και η απέχθεια προς αυτή έχουν το κοινό γνώρισμα ότι δέχονται την τεχνητή νοημοσύνη ως δεδομένη , προκαλώντας δύσκολους προβληματισμούς .

Όσοι την απορρίπτουν επιδιώκουν να αποδειχθεί ότι αυτή είναι εκ των προτέρων αδύνατη , τα δε επιχειρήματα τους στηρίζονται σε γενικές αρχές και επομένως είναι λίγο - πολύ ανεξάρτητα από εμπειρικά αποτελέσματα . Η θέση των οπαδών αυτών είναι ότι ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης ανεξάρτητα από το πόσο καλά μιμείται την ανθρώπινη νοημοσύνη , θα παραμένει μία απλή απομίμηση , δηλ. θα είναι πλαστό και όχι αυθεντικό .

Ενώ για τους υποστηρικτές της τεχνητής νοημοσύνης η γνωσιακή επιστήμη στηρίζεται σε μία βαθιά και ξεχωριστή εμπειρική υπόθεση : πως η νοημοσύνη όποια και να είναι , ανθρώπινη ή όχι , επιτυγχάνεται με τον ορθολογικό χειρισμό συμβόλων γλωσσικού τύπου .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου