Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ





ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ


Bruce V. Lewenstein

Επιστήμη και μέσα ενημέρωσης μπορεί να σημαίνουν πολλά πράγματα. Πιο συχνά φιλολογικά ερμηνεύεται ως επιστήμη δημοσιογραφία δηλαδή περιγραφές της επιστήμης σε εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, δελτία ειδήσεων και ντοκιμαντέρ. (Το ραδιόφωνο σχεδόν ποτέ δεν αναφέρεται). Σπάνια, η επιστήμη και η φιλολογία περί μέσων ενημέρωσης κινείται πέραν από το πώς η επιστήμη μπορεί να παρουσιαστεί όπως μουσεία και παιχνίδια αυτή η επιστημονική μόρφωση και τα μέσα ενημέρωσης συνδέονται καλά με έρευνα, πάνω σε επιστημονικές περιγραφές σε περιοδικά ή σε δραματικές ταινίες και τηλεόραση.

Οι διαφορές μεταξύ φαντασίας και μη φαντασίας ή μεταξύ τύπου και εκπομπής ερμηνεύονται για επιστήμονες δημοσιογράφους, συγγραφείς – ακαδημαϊκούς ερευνητές. Αλλά ο σκοπός της έρευνας πάνω στην επιστήμη και στα μέσα ενημέρωσης είναι να καταλάβεις για το τι γνωρίζει, σκέφτεται και αισθάνεται το κοινό για την επιστήμη. Επειδή δεν είναι ξεκάθαρο πως το κοινό ξεχωρίζει τα διάφορα μέσα ενημέρωσης και σχήματα, η ερμηνεία των παραδοσιακών διαφορών δεν είναι επίσης ξεκάθαρη.

Έτσι λοιπόν, ο σκοπός μου σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι διπλός. Πρώτον, θέλω να συνοψίσω την υπάρχουσα φιλολογία στην επιστημονική δημοσιογραφία και στις σχετιζόμενες περιοχές. Δεύτερον, εγώ θέλω να προτείνω μερικά χαρακτηριστικά ενός μοντέλου σκέψης πάνω στην επιστήμη και στα μέσα ενημέρωσης – πραγματικά, για σκέψη πάνω σ’ όλη την επιστήμη – που να επιτρέπει να ολοκληρωθούν με χρήσιμο τρόπο εκείνα τα επιστημονικά πεδία.


Παραδοσιακή επιστήμη και φιλολογία των μέσων ενημέρωσης

Σχόλια από δημοσιογράφους.


Καθώς το νέο επάγγελμα του επιστημονικού δημοσιογράφου εμφανίστηκε στις Η.Π.Α. στα χρόνια μεταξύ των δυο παγκοσμίων πολέμων επιστημονικοί συγγραφείς άρχισαν να δημοσιεύουν άρθρα συζητώντας για τη σημασία του δικού τους επιστημονικού πεδίου, τονίζοντας την εγκυρότητα πάνω στις δικές τους τεχνικές και επικρίνοντας στα εμπόδια που τέθηκαν από τους επιστήμονες. Ο Ντόρναν (1988) πρόβαλλε ότι η ιδεολογία της επιστημονικής συγγραφής δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου και έδινε αναφορές σε σχετικά κείμενα δυο χρήσιμα παραδείγματα παρουσιάστηκαν από τον Krieghbaum (1963,1967). Παρόλο που η επιστημονική δημοσιογραφία αναπτύχθηκε την ίδια περίοδο στην Αγγλία, δημοσιεύτηκαν εκεί μερικές εργασίες περί μύθων δημιουργίας. Η πιο γνωστή είναι η αυτοβιογραφία του J. G. Crowther (1970) που αποκάλεσε τον εαυτό του ως τον πρώτο επιστημονικό συγγραφέα στην Αγγλία. Οι γραπτές εργασίες είναι ακόμη διασκορπισμένες σε διάφορες χώρες.

Μελετώντας τη δημοσιογραφική πρακτική, η δημιουργία μύθων γενικά καταρρίπτει την επιστήμη, ιατρική και τεχνολογία μέσα σε ένα μοναδικό πλαίσιο αποκαλούμενο επιστήμη. Αυτές οι εργασίες επιζητούν μια ποιοτική και ποσοτική βελτίωση της επιστημονικής συγγραφής για το κοινό. Παίρνουν επιστημονική γνώση ώστε να είναι μια καλή συλλογή από επιστημονικά ερωτήματα και εξηγώντας το σκοπό του επιστημονικού ρεπορτάζ διασπείροντας και ερμηνεύοντας την επιστημονική γνώση σε μη ειδικούς. Με την ερμηνεία αυτή, εννοούσαν να βρουν όλα εκείνα τα σύγχρονα πρακτικά ζητήματα τα οποία θα οδηγήσουν σε βασική επιστημονική έρευνα σχετικά με άτομα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε πνευματική έρευνα η οποία πραγματοποιείται από τους ίδιους τους επιστημονικούς συγγραφείς ώστε να είναι στον πυρήνα της επιστημονικής έρευνας.

Στις μελέτες ενός επιστημονικού και τεχνολογικού ερευνητή τα κύρια άρθρα δίνουν χρήσιμες πληροφορίες και αξιόπιστες μαρτυρίες, τα χειρότερα άρθρα ανεπιφύλακτα επαναλαμβάνουν το καθημερινό υβρεολόγιο και είναι οι ίδιες μαρτυρίες τουλάχιστον ιδιαιτέρων κουλτουρών. Το πρόβλημα δημιουργείται ανάμεσα σε δύο πλευρές. Εκείνοι που πιστεύουν στον αντικειμενικό σκοπό της φύσης με βάση την ιστορική πραγματικότητα συχνά θα έχουν μια μικρή χαρακτηριστική δυσκολία ανάμεσα σε αξιόπιστη μαρτυρία και απλή γνώμη. Αλλά εκείνοι οι οποίοι περισσότερο συγκλίνουν σε κοινωνικά μοντέρνες θέσεις θα επιμένουν ότι οι αναλύσεις των επιστημονικών συγγραφέων θα τεθούν στο περιθώριο, μεταχειριζόμενες σαν μαρτυρίες σύγχρονων ενδιαφερόντων.

Επιστημονικοί συγγραφείς

Επειδή οι επιστημονικοί συγγραφείς δημοσιογράφοι διακρίνονται περισσότερο μέσα στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στην επιστήμη και στα μέσα ενημέρωσης, εξετάσθηκαν πολλές μελέτες πάνω στα χαρακτηριστικά τους και στον τρόπο δουλειάς τους. Οι μελέτες άρχισαν στα 1930 και έδειξαν ότι οι επιστημονικοί συγγραφείς βελτιωνόντουσαν σταδιακά στο σύνολο, και μάλιστα εμπιστεύονταν στο να έχουν επιστημονική εκπαίδευση χρησιμοποιώντας την στην επιστημονική δημοσιογραφία. (Για παράδειγμα Freley 1963, L.Z Johnson, 1957, Krieghbaum, 1990 Ryan, Dunwoody, 1975). Αυτή η αλλαγή προς ένα επαγγελματία με στενότερους βαθμούς στην επιστημονική κοινότητα επέτειναν τη σύγκρουση ανάμεσα στους δημοσιογράφους, και στους επιστήμονες καθώς επίσης δημιούργησαν ο Cadre από άτομα που προσπάθησαν να τους συγχωνεύσουν. Ο Dunwoody (1980) περιέγραψε αυτό το φαινόμενο σαν λειτουργία ενός “εσωτερικού κύκλου” με επιρροή επιστημονικού δημοσιογράφου άλλες περιγραφές εμφανίστηκαν από B.J. Cole (1975) Nelkin (1987), και Lewensein (1992). Χρήσιμες συλλογές που περιλαμβάνουν αναφορές στο πως οι επιστήμονες και οι δημοσιογράφοι δουλεύουν μαζί περιλαμβάνουν οι Albergual και Cartr (1981) και Friedman, Dunwoody και Royers (1986).

Αυτές οι εργασίες έδειξαν ότι οι επιστημονικοί συγγραφείς, εις πείσμα των αξιώσεων της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας, είναι συχνά κάτω από προσωπικές πιέσεις στο να προσαρμόσουν τις επιστημονικές αξίες. Δηλαδή, οι αναφορές τους τείνουν να συλλογιστούν τα συμφέροντα τις επιστημονικής κοινότητας περισσότερο από εκείνους που συχνά απαιτούν να παρουσιάσουν. (Ο Dornan, 1990, προβάλλει το γεγονός ότι η ίδια προκατάληψη επηρεάζει το ίδιο τις επιστημονικές μελέτες). Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ιστοριών σχετικά με την επιστήμη η οποία δεν αμφισβητεί την θετική σκέψη και ιδεολογία που ακολουθείται από τους περισσότερους επιστήμονες και δηλαδή αμφισβητεί τον ρόο και την θέση της επιστήμης στην κοινωνία ιδιαίτερα, αυτός ο τρόπος έρευνας πρότεινε ότι η εκλαϊκευμένη επιστήμη η παραγόμενη από επαγγελματίες δημοσιογράφους επιστήμονες, πιθανών ενισχύει το πεδίο της επιστήμες σαν συνεπή γνώση σχετικά με την τονιζόμενη φυσική πραγματικότητα παραγόμενη από προσεκτικά ελεγχόμενες μεθόδους αυτή η εικόνα της επιστήμης είναι θεμελιώδης σε αντίθεση με τις σύγχρονες ιδέες σχετικά με την κοινωνική οικοδόμηση της επιστημονικής γνώσης.

Επισκόπηση του περιεχομένου

Πολλές συστηματικές μελέτες στο επιστημονικό περιεχόμενο στο πλήθος των μέσων ενημέρωσης επιβεβαιώνουν ότι η δημόσια παρουσίαση της επιστήμης σχηματίζεται από αντικειμενικά επιστημονικά ζητήματα αλλά αντί αυτού παρουσιάζει επιστημονικά ομοιώματα σχηματιζόμενα ή μερικές φορές τείνοντας να σχηματισθούν από ιδιαίτερα κουλτουριάρικα συμφραζόμενα. Ο ιδεολογικός σκοπός των παρουσιάσεων των μέσων ενημέρωσης είναι συχνά ο πιο ξεκάθαρος σε ιστορικές περιπτώσεις. Το ρεπορτάζ της εξέτασης του Ζίγιοσμη (1988) για διφθερίτιδα, τύφο και σύφιλη σε αμερικανικά περιοδικά από 1880 έως 1920 για παράδειγμα έδειξε ότι οι κοινωνικές αξίες ήταν περισσότερο σημαντικές από τεχνολογικές ανακαλύψεις αλλάζοντας το χαρακτήρα του ρεπορτάζ. Παρόμοια συμπεράσματα αναδύθηκαν από ποικίλες χορογραφήσεις ενός γενικού επιστημονικού ρεπορτάζ σε περιοδικά όπως η ιστορία του Sheets-Ptensons (1985) τότε χαμηλού επιπέδου περιοδικά στο Λονδίνο και στο Παρίσι στα μέσα του 1800 και το περιεχόμενο λεπτομερούς αναλύσεως του LaFollette (1900) από 11 κύρια αμερικανικά περιοδικά από το 1910 έως 1955. Ο Candll (1989) επίσης παρουσίασε τη ιδεολογική διαδρομή πίσω από την δημοφιλή επιστήμη στην ανάλυση του Δαρβίνου στα μέσα ενημέρωσης. Επισκοπήσεις των πιο σύγχρονων περιοδικών, παρόλο που συχνά είναι μόνο περιγραφές σε χαρακτήρα, επίσης προτείνουν μια καλλιεργημένη μορφή ρεπορτάζ (π.χ. Weiss, Singer 1988, πλήρη εξέταση πρόσφατου κοινωνικού επιστημονικού ρεπορτάζ σε Αμερικάνικες εφημερίδες και καινούργια περιοδικά και του Hansen (1990), μελέτη του ρεπορτάζ για το περιβάλλον. Επιπροσθέτως, ένας αριθμός μελετών εξέτασαν την εστία της ποιότητας του τύπου δείχνοντας ότι ο τύπος στις Η.Π.Α. δίνει χρήσιμες πληροφορίες στην επιστήμη παρά την φήμη για εντυπωσιασμό (Evans, Krippentort, Toom, Postysznx, Thomas, 1990, Hinkle, Elliot, 1989). Όλες αυτές οι εργασίες αφορούν μόνο τα γραπτά μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, περιοδικά) καμιά συστηματική παρατήρηση πάνω στην τηλεοπτική επιστημονική δημοσιογραφία δεν έχει δημοσιευτεί.

Μέχρι την πρόσφατη αναγνώριση ότι το μορφωτικό περιεχόμενο ήταν σημαντικό πολλές μελέτες συγκεντρώνουν περισσότερο αντικειμενικές μετρήσεις στο περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης όπως ακρίβεια και ευανάγνωστη (δες για π.χ. Baler, 1990, Bostian, 1983, Dunwoody 1982, Hans 1992). Αυτές οι μελέτες δυνάμωσαν την ιδεαλιστική όψη της υλοποίησης η οποία προήλθε με την δέσμευση ενός μοντέλου επιστημονικής εκλαίκευσης. Αλλά με περισσότερη προσοχή στην επιστημονική δημοσιογραφία από κριτικές μελέτες ερευνητές, σε communication μελέτες (π.χ. Homig 1990, Thomas 1990) για επιστημονικές και τεχνολογικές μελέτες (π.χ. Ollins, 1987, 1988) η ιδεαλιστική όψη της εκλαϊκευμένης επιστήμης είναι απίθανο να παραμείνει βιώσιμη.

Συζητήσεις

Εκτός από γενικές μελέτες στο επιστημονικό ρεπορτάζ στα μέσα ενημέρωσης, πολλές έρευνες πάνω από τα τελευταία 25 χρόνια στο ρεπορτάζ ειδικών επιστημονικών θεμάτων. Πολλές, από αυτές τις μελέτες περιείχαν επιστημονικές διαφωνίες και έτσι αυτή η φιλολογία επικαλύπτεται με αυτή τα φιλολογία επικαλύπτεται με αυτή τη φιλολογία συζητήσεων (Marur, 1981Neluin 1992). Σε γενικές εκτιμήσεις, B. J. Cole (1975) έδειξε μία βελτίωση σε ρεποτράζ συζητήσεων από το 1951 έως το 1971 ενώ (….oodill (1980, 1986) και Neluin (1997) και οι δυο πρότειναν ότι αυτή η τάση μάλλον μειώθηκε στα τέλη του 1970.

Ο αριθμός των λεπτομερών μελετών στο ρεπορτάζ συζητήσεων είναι τόσο μεγάλος ώστε να γραφτεί σε αυτό το κεφάλαιο. Μερικές από τις περιοχές που ερευνήθηκαν περιλαμβάνουν τεχνολογικά ατυχήματα όπως Three Mile Island, Bhepal and Chernobyl. (Durant, 199, Friedman 1982, Wilums 1987).

Ζητήματα υγείας όπως το κάπνισμα και το AIDS (Kinsella, 1989, Kleidman, 1991) συμφορές και φυσικές καταστροφές (Walters, Wilkins, Walters 1989) και θέματα περιβάλλοντος (Hansen 1993), συμπεριλαμβανομένου κινδύνου (Wilkins Patterson 1991).

Η έρευνα στα μέσα ενημέρωσης και στις συζητήσεις έτεινε να εστιάσει καθένα από τα ειδικά επικοινωνιακά προβλήματα (δίνοντας πληροφορίες σε κοινότητες που βρισκόντουσαν σε κίνδυνο από ένα ειδικό δημόσιο πρόβλημα υγείας) ή γενικές θεωρίες επικοινωνίας (όπως καθιέρωση ημερήσιας διάταξης). Καθώς με την περισσότερη έρευνα βασιζόμενη σε ένα άλλο μοντέλο διασποράς της επιστημονικής εκλαΐκευσης αυτές οι μελέτες γενικά περιλαμβάνουν το γεγονός ότι δεν δημοσιεύτηκαν αρκετές πληροφορίες και ότι αυτό που δημοσιεύτηκε δεν χορηγήθηκε σε επαρκή ποσότητα ή λεπτομέρεια ώστε να ήταν χρήσιμη. Χρησιμότητα αυτά συχνά αναγνωρίζουν τις κοινωνικές ομάδες σε μια λοχομαχία και δείχνουν πόσο οι δομημένες σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες επηρεάζουν το ρεπορτάζ B.J. Coll (1975) π.χ. αναγνώρισε τη σημασία της για μια εφημερίδα με κοινωνικό περιεχόμενο μέσα σε μια κοινότητα επηρεαζόμενη από μια συζήτηση (Goodell (1980, 1986) και Nelxim (1987) τόνισαν τη σημασία της επιστημονικής μόρφωσης και την ικανότητα των επιστημόνων να επιβάλουν τις αξιώσεις τους στους δημοσιογράφους και οι Wilkins και Patterson, 1991τόνισαν τη σημασία των πολιτικών μεταβολών στη δημιουργία ρεπορτάζ τεχνολογικών κινδύνων.

Αυτές οι μελέτες ξεκάθαρα δηλώνουν ότι το ρεπορτάζ συζητήσεων δεν μπορεί να βελτιωθεί από καλύτερη διάδοση επιστημονικής ή τεχνολογικής γνώσης. Σχετικά, το ρεπορτάζ διαμορφώνει από κοινωνικές σχέσεις (συμπεριλαμβανομένου και πολιτικών σχέσεων) καθώς επίσης και από την ανάγκη των μέσων μαζικής ενημέρωσης να παρουσιάσουν ιστορίες με αντιθέσεις μέσα σ’ αυτές. Όπως, Hansen, (1993) σημείωσε, ένας σκοπός για μελλοντικούς ερευνητές θα πρέπει να ολοκληρώσουν τις μελέτες την επιστήμη και στα μέσα ενημέρωσης μέσα σε ένα ευρύ θεωρητικό πλαίσιο.

Επιστήμονες στον τύπο

Μία τελική περιοχή της παραδοσιακής επιστημονικής δημοσιογραφίας εμπλέκει το μύθο ότι οι επιστήμονες δεν θέλουν να συνεργάζονται με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Goldstein, 1986). Κάθε συστηματική προσπάθεια να κοιτάζει αυτήν την ερώτηση έδειξε ότι οι επιστήμονες είναι απόλυτα πρόθυμοι να συνεργαστούν με τον τύπο. (Boltanski, Moldidier, 1970, Dibelle, Ferrie, Paddend 199, Dunwoody, Scott, 1982). Παρόλο που αυτό μπορεί να υπηρετήσει τους παραδοσιακούς κανόνες της επιστήμης που είναι να δηλώσει ότι η επιστήμη θα διαδίδεται ανάμεσα σε μεγαλοεπιστήμονες, επιστημονικά ινστιτούτα και επιστημονικές προσωπικότητες αναγνώρισαν προ πολού την αξία της επικοινωνίας με το κοινό (Burnhom, 1987, Lewenstein 1992). Η μελέτη του Goodell (1977) από ορατούς επιστήμονες, παρόλο που αναφέρει σχόλια που στηρίζουν τον αρχικό μύθο δείχνουν ότι οι περισσότεροι επιστήμονες έβρισκαν συχνά ένα ρόλο που επιτρέπει σε αυτούς να μιλάνε για επιστήμη. Ένα ζήτημα είναι ότι η προδιτότητα μερικών επιστημόνων μπορεί να τους οδηγήσει σε καταστάσεις έξω από την δική τους περιοχή πραγματογνωμοσύνης – ένα ζήτημα που τέθηκε από τον Goodell (1979) και ερευνήθηκε λεπτομερέστατα από τον Stepherd (1981) στη μελέτη του για το ρεπορτάζ στη μαριχουάνα.

Παράπονα για τους επιστήμονες στα μέσα ενημέρωσης συχνά διατυπώνονται όταν οι ίδιοι επικοινωνούν με το κοινό πριν η δουλειά τους αφομοιωθεί πλήρως από τους μεγαλοεπιστήμονες.

Οι περισσότερες αντιθέσεις στην ανακοίνωση της συγχώνευσης για παράδειγμα, ήταν περίπου πρόωρη δημόσια ανακοίνωση (Lewenstein 1992). Αυτή η διαμάχη δημιουργείται από ρητορικές δεσμεύσεις πολλών επιστημόνων σε έναν μόνιμα καθορισμό της επιστημονικής επικοινωνίας καθώς κάτι απομονώνει τη πληροφορία από το κοινό (Gurvey 1979, Zirman, 1968). Η συχνότητα των αντιθέσεων όμως προτείνει ότι το παραδοσιακό πρότυπο δεν περιγράφει ακριβώς την εξέλιξη της επιστημονικής επικοινωνίας. Ο Hilgarther (1990) ισχυρίστηκε ότι το παραδοσιακό πρότυπο αντέχει, όμως επειδή αυτό δίνει στους επιστήμονες ένα ρητορικό και χρήσιμο εργαλείο για να δυσφημίσουν και άχρηστες ερμηνείες της δουλειάς τους.

Μοντέλα επιστημονικής επικοινωνίας

Το παραδοσιακό πρότυπο της επιστημονικής επικοινωνίας περιλαμβάνουν την ιδέα ότι η εκλαίκευση είναι μια διάχυτη διαδικασία μέσα στην οποία επιστημονική ή τεχνολογική διαδικασία μέσα στην οποία επιστημονική ή τεχνολογική πληροφορία απλώνεται στο ευρύ απληροφόρητο κοινό. Στα περί επιστήμες των μέσων ενημέρωσης, το πρότυπο είναι περισσότερο φανερό σε μερικά χρήσιμα άρθρα για επιστημονική δημοσιογραφία (Alberger, Laster 1981 Friedman 1986), παρόλο που αυτές οι φωνές δεν παρουσιάζουν καμία σαφή δήλωση για το πρότυπο της επικοινωνίας. Όμως πρόσφατα μερικές εγκατελειμένες έρευνες ήρθαν να εξετάσουν το πρότυπο.

Ένα βήμα ήταν που εξετάσθηκαν όλα τα γραμμικά μοντέλα επικοινωνίας, παραδοσιακής, (Furing (1980) πρότεινε μια θεωρία για επιστημονική δημοσιογραφία, σε τέτοια ζητήματα ακρίβειας, απλούστευσης, επικαιρότητας, αυθεντικής γνώσης και ούτω καθεξής εξαρτώμενη εν μέρη από το επίπεδο ενεργητικής πληροφορίας αναζητώντας ενδιαφέρον σε αυθεντικά μέλη. Ενώ το μοντέλο του Gruhg δεν αμφισβήτησε το κύρος της εξελισσόμενης πληροφορίας από τους επιστήμονες δεν αναγνώρισε την περιπλοκή του πλαισίου που λαμβάνει χώρα η επικοινωνία της επιστήμης.

Άλλο βήμα ήρθε από δουλειά στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης. Μικραίνοντας τη διαφορά στην επικοινωνία ανάμεσα στους επιστήμονες και στην εκλαίκευση, Shinn και Whitlex (1985) έκδοσαν μια συλλογή από δοκίμια πάνω στην ερμηνευομένη επιστήμη βασιζόμενη σε μελέτες μεταξύ δυο αιώνων και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού αυτά τα δοκίμια προβάλουν το γεγονός ότι όλα αυτά που γράφονται από τους επιστήμονες και για την επιστήμη θα κατανοηθούν ρητορικά σαν προσπάθειες από την επιστημονική κοινότητα να οδηγήσουν έρευνες για δικούς τους σκοπούς. Έτσι, η φιλόνικη και πλούσια αυτοβιογραφία, του James Watson φάνηκε σαν μια συζήτηση προορισμένη να στρατολογεί μαθητές και άλλους ερευνητές σε ένα νέο, ανταγωνιστικό μοριακά βασιζόμενη στυλ βιολογικής έρευνας (Yoxen, 1985). Η εκλαίκευση της πολιτικής οικονομίας τον 19ο αιώνα φάνηκε να δημιουργείται από την ανάγκη να εξελιχθεί η συμπεριφορά της εργατικής τάξης μέσα από τη διασπορά των συλλεγομένων ιδεών από την πολιτική οικονομία (Goldestrum, 1985). Σε αυτό το μοντέλο, μια κοινή σειρά από ρητορικά εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν να περιγράψουν όλη την επιστημονική επικοινωνία, κανένα ζήτημα προέλευσης ή ακρόασης δεν εμπλέκεται.

Η πιο ολοκληρωμένη επεξεργασία σε αυτό το μοντέλο για σχέση με την συνέχεια της επιστημονικής επικοινωνίας είναι η ανάλυση της συζήτησης του Hilgarther (1990) ανάμεσα στη δίαιτα και στον καρκίνο. Αυτός έδειξε πως εκτιμάται ο βαθμός ποιας δίαιτας που συμβάλλει στον καρκίνο ήταν ανάπλαση σε ποικίλα πλαίσια.

Ο Hilgarther απέδειξε ότι είναι θεωρητικά αντίθετο να βρεθεί σύνορο ανάμεσα στη επιστήμη και στην εκλαίκευση. Ο Hilgarther προβάλει ότι οι επιστήμονες δεν απαιτούν να διακρίνουν την επιστήμη και την εκλαίκευση επειδή αυτές οι απαιτήσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν πολιτικό μέσο διατηρώντας την ικανότητα να χαρακτηρίζουμε ορισμένα κείμενα σαν εκλαϊκεύσεις, οι επιστήμονες είναι ικανοί να υποτιμούν τη δουλειά με αυτή που διαφωνούν θεμέλιο της ανάλυσης του Hilgarther είναι η έννοια της συνέχειας της επιστημονικής επικοινωνίας που συμβαίνει σε ποικίλα πλαίσια.

Άλλος δρόμος να κατασκευαστεί μέσα σε ένα νέο μοντέλο είναι η αλληλεπιδρούσα προσέγγιση η οποία ανέπτυσσε την επικοινωνία κινδύνου και την επικοινωνία υγείας για μερικά χρόνια. Αυτή η προσέγγιση υπενθυμίζει, σε μας ότι η επικοινωνία είναι διαδικασία δυο δρόμων, εξαρτημένη από τα ενδιαφέροντα του κοινού καθώς και εκείνων των επιστημόνων ή άλλων κοινωνικά υφισταμένων. Σχεδιάζοντας αυτή την παράδοση, ο Logan (1991) πρόβαλε ότι η διασπορά του μοντέλου ελαττώθηκε επειδή αυτή εξαρτάται από μια αφελή ερμηνεία κοινωνίας, θεωρίας, η οποία διαλέγει κοινωνικές παραμέτρους, που επηρεάζουν εάν το κοινό αποκτά νέες πληροφορίες. Ένα πιο ρεαλιστικό μοντέλο, σύμφωνα με το Logan είναι αυτό που αναγνωρίζει την πολλαπλότητα των μεταβλητών που επηρεάζουν την απόκτηση γνώσης. Αυτός επιπλέον πρότεινε ένα νέο μοντέλο για την κατανόηση επιστήμης και μέσων ενημέρωσης το οποίο το ονόμασε “εκλαίκευση”. O Legan τόνισε το διάλογο που γίνεται ανάμεσα στο κοινό, στα μέσα ενημέρωσης και στις επιστημονικές πηγές όπως και στο σύστημα υγείας (στην περίπτωση ειδήσεων σχετικά με ζητήματα που αφορούν την υγεία του κοινού), σημειώνοντας ότι ο διάλογος περιέχει ένα πάρε – δώσε, όχι μια μονόπλευρη ροή από τους επιστήμονες στο κοινό. Για να είναι πετυχημένη η επικοινωνία της επιστήμης στο κοινό ο Logan πρόβαλε ότι θα πρέπει να απορρίψει το επιστημονικά εξουσία και να αναγνωρίσει την αξία των απόψεων, δοξασιών και αξιών επιδοκιμαζομένων από το κοινό. Με αυτή την έννοια, είναι λαϊκό, απορρίπτει την σχεδόν θρησκευτική πρωτεία της επιστήμης Wynne (1989) στην ανάλυση του Cumbrian και Chernobyl, ανέδειξε πως ένα μοντέλο παρόμοιο του Logan δουλεύει στην πραγματικότητα.

Παρόλο που η ιδέα ότι ο ρόλος της επιστήμης μπορεί να κατανοηθεί σε περιόδους συνέχειας της επιστημονικής επικοινωνίας καθαρά κερδίζει έδαφος, ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως η φιλολογία εντούτοις, ένα μοντέλο που αναγνωρίζει το ίδιο την αλληλεπιδρούσα φύση της επικοινωνίας και των πολλαπλών συμφραζομένων όπου η επικοινωνία της επιστήμης λαμβάνει χώρα προσφέρει την καλύτερη ελπίδα για να δώσει σημασία σε ζητήματα επιστήμης και μέσων ενημέρωσης.

Πεδία σχετικά με την επιστήμη και τα μέσα ενημέρωσης

Ένα νέο μοντέλο της επιστημονικής επικοινωνίας που τονίζει την αλληλεπιδρούσα φύση του θα μπορεί να είναι χρήσιμο να ολοκληρωθεί μέσα σ’ ένα πεδίο περισσότερο από τη φιλολογία η οποία είναι ξεκάθαρα σχετική αλλά δεν προβάλλει καλά στο παραδοσιακό, μοντέλο της επιστήμης όπως καθορίστηκε, αντικειμενική γνώση διασπάρθηκε σε άλλους, επιστήμονες ή στο κοινό. Ένα νέο μοντέλο θα είναι χρήσιμο να καθιερώσει δεσμούς ανάμεσα στη φιλολογία της επιστήμης και των μέσων ενημέρωσης, επιστήμη και πολιτική, παραδοσιακών μελετών στην κοινωνιολογία της επιστήμης και στις καινούργιες μελέτες της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης.

Στα μέρη που ακολουθούν, θα περιγράψω μερική από τη φιλολογία που φαίνεται πιο σχετική στην επιστήμη και στα μέσα ενημέρωσης, μαζί με μερικές ενδείξεις στο πως, αυτή η φιλολογία θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σ’ ένα γενικό πλαίσιο επιστημονικής επικοινωνίας χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο όπως αυτό που σχεδιάστηκε παραπάνω.

Σχόλια

Η επιστήμη και τα μέσα ενημέρωσης ακολουθούν τη σχέση επιστημονικής δημοσιογραφίας δηλαδή απλή περιγραφή των επιστημονικών επιτευγμάτων σε εφημερίδες περιοδικά. Με άλλα λόγια οι δημοσιογράφοι δεν ειδικεύονται στο πως να παρουσιάζουν τις επιστημονικές γνώσεις και να ερευνούν πάνω σ’ αυτό. Γιατί ο αληθινός σκοπός των μέσων ενημέρωσης σε θέματα επιστήμης δεν είναι απλή παρουσίαση αλλά ευαισθητοποίηση του κοινού για το ποια είναι η θέση του για την επιστήμη. Δηλαδή να βοηθήσει τον απλό άνθρωπο να καταλάβει κατά πόσο η εξέλιξη της επιστήμης λειτουργεί προς όφελος κατά πόσο ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου και όχι στην εξυπηρέτηση κάποιων μεμονωμένων και ιδιοτελών συμφερόντων. Θα πρέπει να παρουσιάζονται με τρόπο απλό και κατανοητό στον απλό άνθρωπο ώστε να έχει επαφή με το γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης και να ρυθμίσει ο ίδιος τη ζωή του και τη συμπεριφορά του στις απαιτήσεις που του προβάλει η επιστημονική εξέλιξη.

Η δημοσιογραφική πρακτική συνοδεύεται από μια προσπάθεια εκλαίκευσης της επιστήμης. Δηλαδή την καθιστά κατανοητή στο απλό, κοινό απαλλαγμένη από επιστημονικούς και τεχνολογικούς όρους. Με άλλα λόγια από όλο το φάσμα της επιστημονικής γνώσης σε ένα αντικείμενο επιλέγονται τα σημεία εκείνα τα οποία συνδέονται με σύγχρονα και πρακτικά προβλήματα τα οποία απασχολούν το ευρύ κοινό. Όλα αυτά έχουν το χαρακτήρα της δημιουργίας μύθων με στόχο την απλούστευση της επιστημονικής γνώσης, χαλαρώνοντας την αυστηρότητα των νόμων της επιστήμης ενός Crouther. Επίσης επέρχεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς που αναγνωρίζουν την επιστήμη ως αντικειμενική πραγματικότητα και σ’ αυτούς που έχουν μια σύγχρονη άποψη για την επιστήμη καθώς οι πρώτοι δυσκολεύονται να διαχωρίσουν την αξιόπιστη μαρτυρία από την απλή γνώμη ενώ οι δεύτεροι πιστεύουν ότι περιθωριοποιούνται οι αναλύσεις των επιστημονικών συγγραφέων.

Εξαιτίας της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην επιστήμη και στα μέσα ενημέρωσης από τις μελέτες πολλών επιστημονικών συγγραφέων επικρατεί η αντίληψη ότι η επιστήμη δεν αμφισβητεί την θετική σκέψη και δεν αμφισβητεί το ρόλο, της μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Μάλιστα η ……….επιστήμη που παράγεται από επαγγελματίες δημοσιογράφους θεωρείται συνεπή γνώση.

Επίσης από πολλές συστηματικές μελέτες στο επιστημονικό περιεχόμενο όπως το ρεπορτάζ του …………έδειξε ότι οι κοινωνικές αξίες ήταν περισσότερο σημαντικές από τις τεχνολογικές και άλλα σύγχρονα περιοδικά προτείνουν μια καλλιεργημένη μορφή ρεπορτάζ.

Ακόμη εφόσον το μορφωτικό επίπεδο ήταν αναγκαίο αρκετές μελέτες έδιναν έμφαση στο επίπεδο των μέσων ενημέρωσης όπως ακρίβεια και ευανάγνωση. Έτσι δημιουργείται ένα μοντέλο επιστημονικής εκλαίκευσης. Αλλά αφού δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στη επιστημονική δημοσιογραφία το μοντέλο αυτό δύσκολα θα επιβιώσει.

Στο ίδιο μοντέλο καταρρίπτεται ο μύθος της κυριαρχίας της καθεαυτού επιστήμης και αναγνωρίζεται πιο πολύ η συνεισφορά απόψεων από το κοινό. Η διαδικασία εκλαίκευσης της επιστήμης δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, παρά την αναγκαιότητα αυτή.

Ένα νέο μοντέλο επιστημονικής επικοινωνίας θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα αμφίδρομης σχέσης μεταξύ επιστήμης μέσων ενημέρωσης, επιστήμης πολιτικής και δεν θα προκαλείται στο μοντέλο της επιστήμης το οποίο καθορίστηκε ως αντικειμενική γνώση. Αυτό θα βοηθήσει σε μια πιο γόνιμη και δημιουργική αξιοποίηση των επιστημονικών επιτευγμάτων τόσο από την επιστημονική κοινότητα αλλά και από το κοινό.

Τα τελευταία 25 χρόνια έγιναν έρευνες σε ρεπορτάζ συζητήσεων, και εξετάσθηκαν διάφορες περιοχές όπως τεχνολογικά ατυχήματα ζητήματα υγείας (κάπνισμα AIDS συμφορές φυσικές καταστροφές. Από τις διάφορες αυτές μελέτες καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το ρεπορτάζ συζητήσεων δεν βελτιώνεται δεν βελτιώνεται από καλύτερη διασπορά γνώσης αλλά μέσα πάντα από τις κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες λόγω των πολιτικών μεταβολών που συμβαίνουν.

Ο σκοπός των μελλοντικών ερευνητών θα πρέπει να εστιάζεται στο να ολοκληρωθούν οι αναφορές στα μέσα ενημέρωσης και επιστήμης σε ένα πλαίσιο με καθαρά θεωρητικό υπόβαθρο.

Η άποψη που λεει ότι οι επιστήμονες δε επιδιώκουν καμία συνεργασία με τα μέσα ενημέρωσης και με τον τύπο είναι αναληθής και αυτό φαίνεται από τις μελέτες (Boltanski, Moldider, Dibella, Ferri, Paddernd, Dunwoody, Sioly) Εντούτοις οι επιστήμονες πάντα έβρισκαν έναν κώδικα επικοινωνίας με το κοινό παρόλο που η επιστήμη υποτίθεται ότι παραδοσικώς θα πρέπει να διαδίδεται μόνο ανάμεσα σε ινστιτούτα, ερευνητικά κέντρα και μεγαλοεπιστήμονες. Βέβαια ελλοχεύει και ο κίνδυνος με αυτόν τον κώδικα επικοινωνίας να βγουν έξω από το αντικείμενο της περιοχής που διαπραγματευόταν ζήτημα το οποίο τέθηκε από τον Goodel. Επιπλέον τέθηκε το ζήτημα της αφομοίωσης της δουλειάς των επιστημόνων από τους μεγαλοεπιστήμονες πριν αυτή διατυπωθεί στο ευρύ κοινό. Δηλαδή κατά πόσο είναι ωφέλιμο για την ίδια την επιστήμη ή όχι από τις αντιθέσεις που διατυπώνονται καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με τον παραδοσιακό τρόπο εξέλιξης της επιστήμης δηλαδή αφομοίωσής της από τους μεγαλοεπιστήμονες απομακρύνονται τα άχρηστα σημεία της δουλειάς τους.

Αντικειμενικά, η εκλαίκευση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης στο κοινό είναι μια αναγκαιότητα που διατυπώθηκαν διάφορα μοντέλα επικοινωνίας όπως του Gruhing το οποίο δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητα της ποιότητας της εξελισσόμενης επιστημονικής γνώσης. Αλλά και το μοντέλο κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης από τους Shinin, Whitlex αλλά και το 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Hilgarther δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην επιστήμη και στην εκλαίκευση και θεμέλιο και βάση της ανάλυσης του Hilgarther είναι η έννοια της διαρκούς επιστημονικής επικοινωνίας. Επίσης σύμφωνα, με τον Hilgarther η σύνθεση επιστήμης και εκλαίκευσης είναι αναπόφευκτο διότι οι περισσότεροι επιστήμονες βρίσκονται συχνά κάτω από την πίεση πολιτικών συμφερόντων.

Λόγω του ότι η επιστημονική επικοινωνία βρίσκεται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του κοινού ο Logan διατύπωσε ένα νέο ρεαλιστικό μοντέλο το οποίο αναγνωρίζει το σύνολο όλων των παραμέτρων που επηρεάζουν τη διαδικασία απόκτησης γνώσης, το οποίο το ονόμασε “εκλαίκευση”

Πεδία που έχουν σχέση με την επιστήμη και τα Media (MME)

Ένα νέο μοντέλο της επιστήμης της επικοινωνίας που τονίζει την αλληλοεπιδρώμενη, σε σχέση με τα συμφραζόμενα φύση της μπορεί να είναι χρήσιμο για την ενσωμάτωση στο πεδίο αρκετής από της λογοτεχνίας που είναι καθαρά σχετική, αλλά δεν ταιριάζει πολύ στο παραδοσιακό μοντέλο της επιστήμης σαν σταθερή (αμετάβλητη), αντικειμενική γνώση η οποία είναι διαδομένη τόσο στους “επιστήμονες” όσο και στο “κοινό”. Ένα νέο μοντέλο θα είναι χρήσιμο για να καθορίσουμε δεσμούς (σχέση) ανάμεσα στην επιστήμη και τη λογοτεχνία των media, την επιστήμη και την λογοτεχνία της πολιτικής, τις παραδοσιακές θεωρίες στην κοινωνιολογία της επιστήμης και τις καινούργιες θεωρίες στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, θα περιγράψω μερική από τη λογοτεχνία η οποία φαίνεται η πιο σχετική με την επιστήμη και τα media, μαζί με μερικές ενδείξεις για το πως η λογοτεχνία θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε ένα γενικό πεδίο της επιστήμης της επικοινωνίας χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο σαν αυτό που σκιαγραφείται παραπάνω.

Συντελεστική Επιστημονική Συγγραφή

Μια από τις συμπληρωματικές (βοηθητικές) λογοτεχνίες που έχουν σχέση άμεσα με την επιστήμη και τις σπουδές των media είναι η συντελεστική λογοτεχνία - εργασίες που απευθύνονται σε δημοσιογράφους, επιστήμονες και άλλους που πρέπει να μάθουν πως να πετυχαίνουν το σκοπό τους στη δημόσια επικοινωνία της επιστήμης και της τεχνολογίας. Μια καταπληκτική λογοτεχνία υπάρχει σ’ αυτά τα πεδία όπως η επικοινωνία της υγείας (π.χ. Pettegrew & Logan, 1987) και η ανάπτυξη της γεωργίας (U.S. Υπουργείο Γεωργίας, 1979). Ένα μόνο βιβλίο στη γενική επιστήμη της δημοσιογραφίας υπάρχει (Burkett 1986), αν και πολλά βιβλία δημοσιογραφίας σήμερα περιλαμβάνουν ένα σύντομο κεφάλαιο που καλύπτει την επιστήμη καθώς και αρκετά κείμενα που απευθύνονται κατευθείαν στους επιστήμονες, έχουν εμφανιστεί (Gastel 1983, Shortland and Gregory, 1991). Επιπλέον, πολλά χειρόγραφα, πρακτικά εργαστηρίων και συλλογές έχουν εκδοθεί, καθώς οι δημοσιογράφοι παλεύουν με προβλήματα, όπως το να εξηγήσουν τα τεχνολογικά ρίσκα, ασχολούνται με περίπλοκους αριθμούς και παρόμοια θέματα (π.χ. Cohn 1989, Κέντρο Περιβαλλοντικής Υγείας 1990). Τουλάχιστον δύο από τα βιβλία αυτά ασχολούνται με ακρίβεια με μη δυτικά περιεχόμενα (Amor, Icamina and Laing 1987, Friedman and Friedman 1988). Αν και αυτές οι εργασίες είναι συχνά εξυπηρετικές και γεμάτες από πολύτιμες πρακτικές πληροφορίες, σχεδόν πάντα βασίζονται στο απλό διαδεδομένο μοντέλο της επιστήμης της επικοινωνίας. Η πρακτική γνώση που συμπεριλαμβάνεται σε αυτά τα βιβλία χρειάζεται να ενσωματωθεί σε ένα καινούργιο μοντέλο της επιστήμης της επικοινωνίας. Την ίδια στιγμή, ένα πιο περίπλοκο μοντέλο μπορεί να βοηθήσει να υποθέσουμε γιατί μερικές παραινέσεις (νουθεσίες) στα κείμενα αυτά είναι τόσο δύσκολο να τηρηθούν.

Μερικοί ερευνητές έχουν συνδυάσει σπουδές (θεωρίες) για το πως μέλη μιας συγκεκριμένης αρχής (γνώσης) ασχολούνται με τα media, με υποθέσεις σχετικά με το πως να προχωρήσουν. Η πιο αξιοσημείωτη αρχή απ’ αυτή την άποψη είναι η ψυχολογία (Goldstein 1986, McCall and Stocking, 1982). Αυτή η λογοτεχνία είναι ενδιαφέρουσα επειδή σημειώνει τη βασική ανάγκη να ανακοινώσουμε τα ευρήματα της ψυχολογικής έρευνας στο κοινό - όχι μόνο να παρέχουμε στήριξη στην ψυχολογία αλλά επειδή η έρευνα η ίδια μπορεί άμεσα να είναι χρήσιμη στα μέλη της κοινωνίας. Έτσι οι ψυχολόγοι έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν ότι η επικοινωνία με το κοινό δεν είναι μόνο μια διάδοση των αποτελεσμάτων της έρευνας, αλλά μπορεί να ερμηνευθεί σαν ένα αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας της έρευνας. Ένα παρόμοιο ζήτημα έχει γίνει σχετικά με τη σεισμολογία (Fiske 1984, Gaddy and Tanjong 1986, Meltsner 1979). Αυτά τα αποτελέσματα (ευρήματα) καθαρά υποστηρίζουν την αντίληψη της συνέχισης της επιστήμης της επικοινωνίας, η οποία είναι μέρος ενός πιο περίπλοκου μοντέλου που τονίζει παρόμοια θέματα.

Σχόλια πάνω στη Δημόσια Κατανόηση της Επιστήμης

Μια δεύτερη λογοτεχνία που είναι στενά συνδεδεμένη με τις σπουδές της επιστήμης και των media αποτελείται πρωταρχικά από σχόλια. Τα τελευταία 100 χρόνια ή και περισσότερο, διαπρεπείς επιστήμονες έχουν παράγει μια σειρά από εργασίες και σχολιασμούς πάνω στη δημόσια κατανόηση της επιστήμης (Burnham 1987, Lafollette 1990a, McGucken 1984, Werskey 1978) και η παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα (Bodmeretal 1985, Snow 1959, British Association 1976, Lonant 1947, Goodfield 1981, Leavis 1963, Weaver 1955). Ένας περιορισμός της έρευνας που συνδέεται με αυτούς τους σχολιασμούς, αλλά βασίζεται πιο πολύ σε δευτερεύουσα ανάλυση παρά σε πρωταρχικές αγορεύσεις, έχει να κάνει με την επιρροή της επιστήμης στην κοινωνική κουλτούρα (Holton 1965, 1992, Ηolton and Blanpied 1976, Shils 1974). Άλλες συνεισφορές σ’ αυτή την κατηγορία έχουν γίνει σε συνεδριάσεις που είχαν αρχικά σχεδιαστεί, εν μέρει, να παρέχουν μια ευκαιρία στους επιστήμονες να εκφράσουν τις ανησυχίες τους σχετικά με τη δημόσια κατανόηση της επιστήμης (Doorman 1989, Evered and O’ Connor, 1987). Αυτές οι εργασίες συχνά χρησιμοποιούν τα media σαν απόδειξη, χωρίς να εξερευνούν σε βάθος τους τρόπους με τους οποίους οι παρουσιάσεις των media για την επιστήμη έχουν αναπτυχθεί. Εντούτοις, επειδή και οι σχολιασμοί και οι αναλύσεις έχουν συχνά παραχθεί από επιστήμονες που παρουσιάζουν τη δουλειά τους σε περίπλοκα ρητορικά περιεχόμενα, αυτές οι λογοτεχνίες ξανά συνιστούν την αξία ενός συνεχούς μοντέλου της επιστήμης της επικοινωνίας.

Τι γνωρίζει το κοινό

Έρευνες γνώσης Ξεκινώντας το 1950, αρκετές σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες ερεύνησαν το πως συγκεκριμένες ομάδες -όπως πολιτικοί ή μαθητές γυμνασίων - είδαν την επιστήμη (Mead and Metraux, 1957). Οι πιο εκτενείς έρευνες του κοινού για τα επιστημονικά νέα διεξήχθησαν στο τέλος της δεκαετίας, με δυο θεωρίες που περιλαμβάνουν την εκτόξευση του Sputnik (Κέντρο Ερευνών 1958, 1959). Απέδειξαν, γενικά, ότι τα μέλη του κοινού θέλουν περισσότερα επιστημονικά νέα. Την ίδια στιγμή, οι έρευνες έδειξαν την ανάγκη του διαχωρισμού ανάμεσα σε διαφορετικά κοινά. Για παράδειγμα, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να διαβάζουν σχετικά με ιατρικά θέματα, ενώ οι άντρες είναι πιο πιθανό να διαβάζουν για το διάστημα.

Για σχεδόν 30 χρόνια, καμία θεωρία δεν προσπάθησε να αντιγράψει την έρευνα του 1950, αν και δευτερεύουσες αναλύσεις και πιο εστιασμένες έρευνες πραγματικά επιτρέπουν κομμάτια από τις αυθεντικές θεωρίες να επαληθευτούν (Pion and Lipsy 1981, Wade and Schramm 1969). Σε μια κριτική το 1981, ο Siwolop υποστήριξε ότι μια ποικιλία από έρευνες είχαν όλες δείξει ότι η επιστήμη είχε μεγάλη ζήτηση, τουλάχιστον όταν είχε να κάνει με την ετικέτα “υγεία και επιστήμη” ή “περιβάλλον” ή “ενέργεια” ή “εξερεύνηση του διαστήματος”. Τελικά, το 1988 μία νέα εθνική έρευνα διεξήχθη σε βασισμένη στο αυθεντικό όργανο έρευνας (Εθνικό Επιστημονικό Συμβούλιο, 1991). Τα αποτελέσματά της βασικά επιβεβαίωσαν τη σταθερότητα των αρχικών ευρημάτων.

Η έρευνα του 1988 έγινε σαν μέρος από μια συνεχιζόμενη σειρά σπουδών πάνω στη δημόσια γνώση και συμπεριφορά σχετικά με την επιστήμη για τους τόμους του “Μετρητές της Επιστήμης” του Εθνικού Επιστημονικού Συμβουλίου. Αυτές οι θεωρίες υπήρξαν οι βάσεις για μια ευρύτατη έρευνα που αναφέρει ότι μόνο 20% του Αμερικάνικου κοινού είναι “προσεκτικό” στην επιστήμη, και μόνο 5% του Αμερικάνικου κοινού είναι “επιστημονικά μορφωμένο” (J. D. Miller 1983a, 1987). Στα τέλη του 1980 οι έρευνες “Επιστημονικοί Μετρητές” μεταφράστηκαν σε πολλές χώρες (Durant, Evans, Thomas, 1989, 1992, Einsiedel 1992, Εθνικό Επιστημονικό Συμβούλιο 1989, 1991). Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν σχέδια ομοιότητας σε όλες τις βιομηχανικές, αναπτυγμένες χώρες. Θέματα που απασχολούν τα άτομα στην καθημερινή τους ζωή γίνονται καλύτερα κατανοητά από ότι απομακρυσμένα θέματα. Η ιατρική γίνεται συχνά καλύτερα κατανοητή απ’ ότι η βασική Φυσική. Αν και ενδείξεις όπως η μέτρηση “επιστημονική μόρφωση” η οποία απαιτεί οι ανταποκρινόμενοι να απαντήσουν σωστά 7 στις 10 ερωτήσεις για συγκεκριμένα επιστημονικά γεγονότα, πραγματικά επιτρέπουν στους ερευνητές να χωρίσουν τους ανταποκρινόμενους στην έρευνα σε διχοτομικές κατηγορίες, τα ακατέργαστα στοιχεία (δεδομένα) τείνουν να αποδείξουν μια περισσότερο συνεχιζόμενη διανομή της γνώσης.

Αρκετή απ’ τη λογοτεχνία σχετικά με το τι γνωρίζει το κοινό για την επιστήμη έχουν μεταφρασθεί για να δείξει ότι ένα μόνο κοινό που απολαμβάνει την επιστήμη, ενώ ένα άλλο, πολύ μεγαλύτερο κοινό θέτει “ένα πρόβλημα” σε κείνους που είναι αφοσιωμένοι στη βελτίωση της κατανόησης του κοινού, της γνώσης ή συμπεριφοράς απέναντι στην επιστήμη (Dornan, 1990). Όπως τόνισε ο Grunig (1980) αυτό ταιριάζει πολύ με τις γενικές θεωρίες επικοινωνίας σχετικά με το “χάσμα γνώσης” ή με το “χάσμα των αποτελεσμάτων της επικοινωνίας”, το οποίο συνιστά ότι, όσο περισσότερη πληροφόρηση έχει το άτομο, το πιο πιθανό είναι ότι το άτομο θα συγκεντρώσει περισσότερη πληροφόρηση.

Παρόλα αυτά, τόσο μεγαλύτερη προσοχή στις λεπτομέρειες των θεωριών παραπάνω, όπως επίσης και σε αρκετές πιο λεπτομερείς θεωρίες, συνιστούν ότι είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε το κοινό με τέτοιους μονολιθικούς όρους. Το “περιστασιακό” μοντέλο του Grunig (1980) για την επιστήμη της επικοινωνίας, έδειξε πως το κοινό για την τεχνική πληροφόρηση θα αλλάξει με διαφορετικά περιεχόμενα. Χρησιμοποιώντας εμπειρικές αποδείξεις, πολλές θεωρίες έχουν δείξει ότι, όταν ένα επιστημονικό και τεχνολογικό θέμα έχει άμεσο αντίκτυπο σε μια κοινότητα, τα μέλη γρήγορα και με ακρίβεια θα απαντήσουν συγκεκριμένες ποσότητες τεχνικής, εκλεπτυσμένης πληροφόρησης (βλ. π.χ. Donohue, Tichenor and Olien, Fitchen, Fessenden Raden and Heath 1987, Scherer and Yarbrough 1988).

Άλλη δυσκολία με τις έρευνες γνώσεων είναι ότι η λογοτεχνία είναι πρωταρχικά Αμερικάνικη. Με εξαίρεση τη σειρά “Επιστημονικοί Μετρητές” που αναφέρεται παραπάνω, μόνο λίγες θεωρίες έχουν προσπαθήσει συστηματικές έρευνες σε άλλες χώρες (βλ. π.χ. Dulong and Ackermann, 1971).

Επιστημονική Μόρφωση Στενά συνδεδεμένη με τις ανησυχίες σχετικά με το επίπεδο της δημόσιας γνώσης της επιστήμης είναι μια αυξανόμενη ανησυχία για την “επιστημονική γνώση”. Η λογοτεχνία αυτή συνήθως κατηγορεί την έλλειψη της κοινής γνώσης σχετικά με συγκεκριμένα επιστημονικά θέματα. Έτσι, τότε καθορίζει μια σειρά από ορισμούς ή κατηγορίες σκιαγραφώντας τι πρέπει να ξέρει το κοινό. Αυτές οι κατηγορίες συχνά υποστηρίζονται από έρευνες που δείχνουν την έλλειψη της γνώσης στα μαθηματικά, τη φυσική, τη γεωγραφία, την ιστορία ή άλλα θέματα. Μια πρώτη προσπάθεια να ορισθεί η επιστημονική μόρφωση έγινε από τον Shin (1975), o οποίος χώρισε το θέμα σε “πρακτική”, “επιστημονική μόρφωση”, “πολιτική μόρφωση” και “πολιτιστική επιστημονική μόρφωση”. Οι περισσότερες επακόλουθες προσπάθειες (όπως του Graubard 1983, Laetsch 1987, Thomas and Durant 1987) απλά θέτουν εξαρχής ή επεκτείνουν τις κατηγορίες του Shin. Στα τέλη του 1980, με τη νομιμότητα που δόθηκε σε “μορφωτικές” ανησυχίες γενικά, πιο περιγραφικά μέτρα εμφανίστηκαν (Hazen and Trefil, 1991).

Ενώ αυτές οι έρευνες και οι ορισμοί παρέχουν χρήσιμα, ακατέργαστα δεδομένα, εναύσματα για συζήτηση, συχνά λοξοδρομούν από ιδεολογικές προκαταλήψεις των συγγραφέων. Επιπλέον, αυτές οι εργασίες συχνά μειονεκτούν εξαιτίας μιας απλοποιημένης αφοσίωσης στα επιστημονικά “γεγονότα” με ελάχιστη προσοχή είτε στις διαδικασίες της επιστήμης είτε στην περίπλοκη φύση της επιστήμης της επικοινωνίας (H.H Bauer 1992, Levy - Leblond 1992, Trachtman 1981). Σε αντίθεση με τα περισσότερα από τη λογοτεχνία που συζητήθηκαν σ’ αυτό το κεφάλαιο, εστιάζουν την προσοχή τους στο τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα περισσότερο απ’ ότι στα ανεπίσημα media που χρησιμεύουν ως παραδείγματα στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Έτσι αυτή η λογοτεχνία αντιπροσωπεύει ένα πεδίο που είναι σημαντικό για την κατανόηση του κοινού της επιστήμης των media ενώ την ίδια στιγμή αποτελεί τόσο πρωταρχική απόδειξη όσο και δευτερεύουσα ανάλυση.

Τι διαβάζει και τι βλέπει το κοινό Μια περιοχή που έχει σπάνια ερευνηθεί προσεκτικά είναι το περιεχόμενο του υλικού που διαβάζει το κοινό. Μερικοί συγγραφείς έχουν κάνει κάποιες προσπάθειες σε μια τέτοια έρευνα (Kidd 1988, Macdonald - Ross 1987) και αρκετοί σχολιασμοί (κυρίως συνοδευτικές εργασίες για συλλογές από κριτικές βιβλίων) έχουν ερευνήσει την περιοχή, αλλά το πεδίο είναι ακόμα ανοικτό. Πάρα πολλά βιβλία έχουν εκδοθεί στην προσπάθεια να κάνουν δημοφιλή κάποια άποψη της επιστήμης, καθώς ακόμα γνωρίζουμε ελάχιστα τόσο σχετικά με τις εικόνες που εκφράζονται σ’ αυτά τα βιβλία όσο και για την αποδοχή τους από διάφορα ακροατήρια.

Αυτό που σχεδόν ισότιμα λείπει είναι μια συστηματική έρευνα στην επιστήμη της τηλεόρασης. Μια σειρά θεωριών από τους Gerbner, Gross, Morgan και Signorelli (1981) έχουν συμπεριλάβει την επιστήμη στις έρευνές τους σχετικά με το τι βλέπουν οι άνθρωποι στην τηλεόραση. Αλλά αυτές οι θεωρίες έχουν διεκπεραιωθεί στο περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης θεωρίας της επικοινωνίας, που είναι ακόμα υπό συζήτηση, και τα νέα δεδομένα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους άλλους δεν έχουν παρουσιασθεί ολοκληρωτικά. Αν τα συμπεριλάβουμε όλα, όλες οι θεωρίες σχετικά με το τι γνωρίζει το κοινό συνιστούν ότι το ερώτημα μπορεί ευφυέστατα να απαντηθεί μόνο όταν προσδιορίζεται ως: ποιο κοινό, σε ποιο περιεχόμενο, ψάχνοντας για ποια πληροφόρηση; Μια τέτοια δήλωση του προβλήματος ενισχύει τη σημασία να διασαφηνίσουμε περισσότερο ένα αλληλοεπιδρώμενο που να έχει σχέση με τα συμφραζόμενα μοντέλο της επικοινωνιακής επιστήμης.

Εικόνες

Μια σχετικά καινούργια περιοχή έρευνας αφορά τις εικόνες της επιστήμης και τεχνολογίας που εκφράζονται με μεταφορές και άλλες συγγραφικές στρατηγικές. Αν και αυτές οι θεωρίες έχουν χρησιμοποιήσει μια ποικιλία μεθόδων, από υψηλά ποσοτική ανάλυση περιεχομένου μέσω από μια ιμπρεσσιονιστική αναφορά, όλες συμφωνούν ότι οι εικόνες έχουν την τάση να εμφανίζονται σε αρκετά συμπλέγματα: “διάβολος”, “έξω απ’ αυτόν τον κόσμο”, “μάγος / ιδιοφυία” και “πόλεμος”.

Δυο προηγούμενες θεωρία αποτέλεσαν μια έρευνα μαθητών γυμνασίου από τους Mead και Μetraux (1957) και από μια κριτική κωμικών βιβλίων και άλλων θεμάτων “λαϊκής κουλτούρας” από τον Basalla (1976). Και οι δύο προσδιόρισαν το στερεότυπο των λευκοντυμένων αρσενικών επιστημόνων με αξιοσημείωτες δυνάμεις, συχνά απομακρυσμένοι από κοινωνικές ευθύνες. Αυτές οι πειραματικές αναλύσεις έχουν επεκταθεί από τον Lafolette (1990a) και τον Νelkin (1987). Σε μια ανάλυση περιεχομένου από 11 κύρια περιοδικά στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ο Lafolette προσδιόρισε αρκετά κύρια θέματα, ειδικότερα ένα “μύθο της επιστημονικής διαφοροποίησης”, που τόνιζε την “αξιοσημείωτη ευφυία, επιμονή, ενόραση, και ταπεινοφροσύνη” των επιστημόνων. “Η διαπεραστική όραση” αντανακλούσε τις θαυμάσιες ικανότητες της ενόρασης που αποδίδεται στους επιστήμονες. Ο Lafolette καθόρισε ότι τα στερεότυπα των επιστημόνων χωρίζονται σε “ταχυδακτυλουργός ή μάγος”, “ειδικός” και “δημιουργός / καταστροφέας”. O Νelkin (1987) χρησιμοποίησε μία πιο ποιοτική ανάλυση κατά τη διάρκεια της έρευνας για την κάλυψη της επιστήμης και της τεχνολογίας από εφημερίδες και περιοδικά στην τελευταία γενιά. Έδωσε έμφαση στον αριθμό των “πρωτοπόρων”, “σύνορα” και στρατιωτικές εικόνες μπορούν να βρεθούν σε γραπτά σχετικά με την επιστήμη. Πιο λεπτομερείς θεωρίες για συγκεκριμένες επιστήμες και τεχνολογίες περιλαμβάνουν τους Boyer (1985), Marvin (1987), Knight (1986), J. Douglas (1987), Weart (1988) και Ziporyn (1988).

Μία κάπως διαφορετική προσέγγιση στην εξέταση εικόνων της επιστήμης έρχεται από την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης, όπου η ανησυχία είναι να αποδειχθεί το πως η επιστημονική ακρίβεια βασίζεται σε περισσότερο τυχαίους παρά αντικειμενικούς παράγοντες. O Collins (1987, 1988)απέδειξε ότι η επιστήμη στην τηλεόραση συνήθως ερμηνεύεται στην προβολή ακρίβειας, ακόμη και όταν οι ίδιες οι προβολές είναι αμφιβόλου αποτελέσματος με πολλαπλές πιθανόν ερμηνείες. Ο Silverstone (1985) εξερεύνησε τους εξαναγκασμούς και τα απρόοπτα που λειτουργούν σε ένα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης, αποδεικνύοντας πως ανακριβή αποτελέσματα καταλήγουν σε έργα ακριβείας. Άλλες εργασίες σ’ αυτή την παράδοση περιλαμβάνουν τους Murell (1987), Jacobi (1985), και τους Jacobi και Schiele (1989). Μερικές απ’ αυτές τις θεωρίες των εικόνων έχουν επιχειρήσει το διαχωρισμό ανάμεσα στην επιστήμη των mass media (ΜΜΕ) και την επιστήμη των πιο εξειδικευμένων media ή περιεχομένων. Ξανά, ένα συμφραζόμενο (που έχει σχέση με το περιεχόμενο) μοντέλο της επιστήμης της επικοινωνίας μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση των επιπλοκών αυτών των θεωριών με το να τονίσει τις αλλαγές στις εικόνες σε διαφορετικά περιεχόμενα.

Η Επιστήμη έξω από τα Νέα

Επιστημονικές εικόνες έχουν παρουσιαστεί στο κοινό σε πολλά περιεχόμενα διαφορετικά από εφημερίδες και περιοδικά, αλλά τα περιεχόμενα αυτά δεν έχουν μελετηθεί σωστά. Αρκετές εργασίες έχουν εμφανισθεί σε μουσεία (Bud 1988, Hein 1990, Macdonald and Silverstone 1992, Samson and Schiele 1989, Serrell 1990). Επιπλέον, μια λογοτεχνία έχει αρχίσει να αναπτύσσεται για την επιστήμη του κινηματογράφου ( Dubeck, Mosher and Boss 1988, Lambourne, Shallis and Shortland 1990, Shortland 1988, 1989) με ιδιαίτερη προσοχή στην εικόνα των ψυχίατρων (Sharf 1986, Shortland 1987, Schneider 1987) και στους “τρελούς” επιστήμονες σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας (Tudor, 1989). O Gerbner και οι συνάδελφοί του (1981) έχουν ερευνήσει την εικόνα των επιστημόνων στην τηλεόραση και ο Turow (1989) ερεύνησε τους γιατρούς στην τηλεόραση. Αρκετές εργασίες έχουν γίνει για την επιστημονική φαντασία από την προοπτική των θεωριών της επιστήμης και της τεχνολογίας (Friedman, 1987). Καθώς ακόμη, ο δεσμός ανάμεσα στις θεωρίες αυτές και τα μοντέλα της επιστήμης της επικοινωνίας που βασίζεται στην επιστήμη της δημοσιογραφίας δεν είναι ξεκάθαρος. Φαίνεται πιθανό, παρόλα αυτά, ότι ένα μοντέλο που έχει σχέση με το περιεχόμενο το οποίο τονίζει τους δεσμούς ανάμεσα σε διαφορετικές διεξόδους, περισσότερο από ότι σκιαγραφεί με ακρίβεια την “επιστήμη”, τα “νέα” και την “επιστημονική φαντασία” (όπως τα παραδοσιακά μοντέλα), θα είναι χρήσιμο.

Μια σχετική περιοχή που έχει καθαρά σχέση με τις θεωρίες της επιστήμης και τα media είναι η έρευνα μέσα στο κοινό για πληροφορίες σχετικές με την επιστήμη. Πραγματικά, μερικοί πρόσφατοι ακαδημαϊκοί σχολιασμοί προτείνουν ότι η έρευνα στην παραγωγή της εκλαίκευσης της επιστήμης πρέπει να εγκαταλειφθεί για χάρη της έρευνας μέσα στο ακροατήριο (Lewenstein, 1992d).

Ιστορικά Περιεχόμενα

Μία από τις πιο σοβαρές αποτυχίες των σύγχρονων αναλυτών και σχολιαστών για την επιστήμη και τα media είναι η αποτυχία να κατανοήσουν την ευρεία κλίμακα των δραστηριοτήτων και των περιεχομένων μέσα στα οποία το κοινό αποκτά πρόσβαση στην επιστημονική γνώση. Δυστυχώς, η λόγια λογοτεχνία που ρίχνει φως σ’ αυτό το πρόβλημα είναι διαφοροποιημένη και διασκορπισμένη. Ευρείες ιστορικές έρευνες περιλαμβάνουν την ιστορία της λαϊκής επιστήμης στην Αμερική του Burnham (1987) και τη συζήτηση της χημείας στην Αμερικάνικη μαζική κουλτούρα των Thackray, Sturchio, Bud και Caroll (1985). Μέσα απ’ τα βιβλία του στη φυσική και τον ευγονισμό ο Kevles (1978, 1985) συζητά δημόσιες παρουσιάσεις αυτών των επιστημών.

Αρκετά σχέδια εμφανίζονται ξανά. Πρώτον, αρκετή απ’ τη λογοτεχνία ασχολείται με τρόπους με τους οποίους συγκεκριμένα εθνικά ή πολιτιστικά περιεχόμενα σχηματίζουν τη δημόσια επικοινωνία της επιστήμης και της τεχνολογίας. Έτσι ο Rydell (1984, 1985) ερευνά το πως η Αμερικάνικη κουλτούρα έδωσε σχήμα στην παρουσίαση της επιστήμης στις αγορές του κόσμου, ενώ ο Pauly (1979) εξετάζει το περιοδικό National Geographic για τον ίδιο σκοπό. Ο Gaudill, στην έρευνά του για το Δαρβινισμό στον τύπο (1987, 1989a, 1989b) ασχολείται λιγότερο με το πως η επιστήμη παρουσιάζεται παρά με τις επιπλοκές της παρουσίασης αυτής για πολιτιστική διατριβή. Ο Cotkin (1984), σε μια εξέταση για τις κοινωνικές χρήσεις της επιστήμης στο τέλος του 20ου αιώνα, δείχνει πως τα ιδανικά της επιστημονικότητας μπλέκονται με την ανάγκη να ανακαλύψουμε αμετάβλητους νόμους της ιστορίας. Οι Rhees (1987), Tobey (1971) και Kuznick (1987), όλοι ασχολούνται με τω πως παρουσιάσθηκε η επιστήμη στα χρόνια ανάμεσα στους παγκόσμιους πολέμους καθώς επίσης και με τη σχέση, με ευρύτερες απόψεις, τόσο της Αμερικανικής όσο και της επιστημονικής κουλτούρας. Ο Lewenstein (1992c) ερευνά παρόμοιες ανησυχίες για τη μεταπολεμική περίοδο (2ος Παγκόσμιος Πόλεμος). Ο κάθε συγγραφέας ανακαλύπτει ότι οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τη δημόσια επικοινωνία για να χτίσουν πηγές που θα μπορούσαν να μεγαλώσουν την πολιτιστική και πολιτική αρχή της επιστήμης. Σε ένα πρόσφατο Ευρωπαϊκό ιστορικό περιεχόμενο, ο Fayard (1988) εξετάζει την ανάπτυξη ενός νέου, πιο κριτικού τρόπου της εκλαίκευσης (αυτό που ονομάζει δημόσια επιστήμη της επικοινωνίας) σαν αποτέλεσμα των αλλαγών σε μία ευρεία κοινωνική δομή της Γαλλίας σε σχέση με τη δεκαετία του ’60. Πολλές άλλες εργασίες ερευνούν τα αρκετά περιορισμένα επεισόδια ή στιγμές της δημόσιας επικοινωνίας της επιστήμης, παρέχοντας περιγραφικές πληροφορίες ή παρουσιάζοντας τις τελικές λεπτομέρειες για το πως συγκεκριμένα περιεχόμενα σχημάτισαν παρουσιάσεις.

Δεύτερον, μερική απ’ τη λογοτεχνία (ειδικότερα οι εργασίες εκείνες που εμπνεύστηκαν από σύγχρονες θεωρίες της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης) εστιάζει την προσοχή στους τρόπους με τους οποίους δημόσιες εκθέσεις της επιστήμης επηρεάζουν τις συζητήσεις και τις διαφωνίες μέσα στην ίδια την επιστήμη. Οι εργασίες αυτές συνεισφέρουν ουσιαστικά στην ιδέα ότι η επιστημονική επικοινωνία μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια (ή ακόμη και σαν δίκτυο από αλληλοσχετιζόμενα θέματα), επειδή συνιστούν τις πολλαπλές εσωτερικές αντιδράσεις ανάμεσα στις διάφορες παρουσιάσεις της επιστήμης και τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Το βιβλίο του Cooter στη φρενολογία (1984), για παράδειγμα, δείχνει πως οι εκλαϊκεύσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργήσουν υποστήριξη για μια επιστήμη που ήταν αυξανόμενα ύποπτη ανάμεσα σε μερικούς επιστημονικούς κύκλους. Ο Shapin (1984) δείχνει τη σημασία των δημοσίων εκθέσεων της επιστήμης για κινητοποίηση της εμπιστοσύνης σε συγκεκριμένα πειραματικά αποτελέσματα. Αρκετές απ’ τις εκθέσεις του Shinn και Whitley (1985) επίσης διαδηλώνουν τη δύναμη των δημοσίων παρουσιάσεων της επιστήμης για ξανασχηματισμό μιας κλίμακας από συζητήσεις μέσα και έξω από την επιστημονική κοινότητα, όπως και εργασίες από τους Shapin (1974), Shapin και Barnes (1977), Sheets - Pyenson (1981), Schaffer (1983) και Secord (1985).

Άμεση Επίδραση των Media στην Επιστήμη

Παρόλες τις επιπλοκές από την πρόσφατη ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα, πολύ λίγες θεωρίες έχουν ερευνήσει περιπτώσεις στις οποίες η επιστήμη των media έχει άμεσα επηρεάσει τις δραστηριότητες των επιστημόνων. Μία σειρά από ανεξάρτητες σπουδές (θεωρίες) έχει δείξει τη σημασία των εφημερίδων για επικοινωνία ανάμεσα στους επιστήμονες, ειδικά τους παθολόγους (O’ Keefe 1970, Phillips, Kanter, Bednarczyk, Tastad 1991, Shaw και Van Nevel 1967). Ένα προβοκατόρικο άρθρο από τον Clemens (1986) υποστηρίζει ότι τα media βοήθησαν στην καθοδήγηση της συζήτησης για τα αστεροειδή και την εξαφάνιση των δεινοσαύρων (βλέπε επίσης Raup, 1986). O Κwa (1987) εξερευνά το ρόλο των παρουσιάσεων των media για τη φύση στη σχέση ανάμεσα στην επιστημονική πειθαρχία της οικολογίας και τις αποφάσεις της επιστημονικής πολιτικής (αρχής) και οι Ashmore, Mulkay και Pinch (1989) ερευνούν το ρόλο των παρουσιάσεων των media στην ανάπτυξη των οικονομικών της υγείας. Όλες αυτές οι εργασίες συμφωνούν ότι οι παρουσιάσεις των media δεν είναι απλώς μέρος ενός κοινωνικού περιεχομένου στο οποίο η επιστήμη υπάρχει αλλά αντίθετα είναι οι άμεσες αιτίες για μερικές πλευρές (απόψεις) της επιστημονικής δουλειάς. Τέτοια συμπεράσματα φανερά υποστηρίζουν ένα μοντέλο της επιστημονικής επικοινωνίας πιο περίπλοκο και αλληλοεπιδρώμενο από ότι το παραδοσιακό, ημικαθοδηγούμενο μοντέλο.

Λογοτεχνικές και Ρητορικές Αναλύσεις της Επιστήμης

Δύο ραγδαία αναπτυσσόμενες περιοχές της μελέτης ερευνούν με διαφορετικούς τρόπους της επιστήμη, την τεχνολογία και τη λογοτεχνία. Το πεδίο “Επιστήμη και Λογοτεχνία”, το οποίο υπηρετείται σωστά από μια κατανοητή βιβλιογραφία που συντάχθηκε από τους Johnson , Schatzberg και Waite (1987), ερευνά τις εσωτερικές αντιδράσεις των επιστημονικών ιδεών με λογοτεχνικά κείμενα. Τυπικές εργασίες, όπως του Tichi (1987) εξερευνούν τους τρόπους με τους οποίους οι συγγραφείς των μυθιστορημάτων έχουν ενσωματωθεί ή ανταποκριθεί σε επιστημονικές ιδέες σαν καθοδηγούμενες μεταφορές για κοινωνική μορφωτική δραστηριότητα. Ενώ οι εργασίες σ’ αυτή την παράδοση συχνά ασχολούνται με την άμεση απόδειξη για το πως η λογοτεχνία επηρεάζει τους αναγνώστες, λειτουργούν πάνω στην υπόθεση ότι τέτοια αποτελέσματα είναι παρόντα.

Το πιο καινούργιο πεδίο της επιστήμης και της ρητορικής ασχολείται πιο άμεσα με το πως τα ρητορικά αποτελέσματα παράγονται από τα επιστημονικά κείμενα. Η κινητήρια δύναμη για αυτές τις εργασίες προέρχεται από νέες ιδέες στις ρητορικές σπουδές γενικά. Αν και το επίκεντρο στις περισσότερες εργασίες ήταν στο πως πρωταρχικά η επιστημονική λογοτεχνία πετυχαίνει τους ρητορικούς της σκοπούς, οι μέθοδοι αυτών των ερευνητών μπορούν να εφαρμοστούν καθαρά σε κείμενα εκλαίκευσης και μερικοί συγγραφείς έχουν ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία εφαρμογής (Bazerman 1988, Gross 1990, Myers 1990a, Prelli 1989). Επιπλέον, μερικές απ’ τις ενοράσεις απ’ τη λογοτεχνία πάνω στην επιστήμη και στη ρητορική έχουν εφαρμοσθεί στις συντελεστικές θεωρίες της επιστημονικής γραφής, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στο να γράφεις στην επιστήμη και στο να γράφεις για την επιστήμη (R.L. Anderson 1970, Rowan 1988, 1992).

Συμπεράσματα

Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τις άνισες λογοτεχνίες που ασχολούνται με την επιστήμη και τα media; Στα τελευταία χρόνια, μια καινούργια, καρποφόρα περιοχή έρευνας έχει αναδυθεί η οποία μεταχειρίζεται την επιστήμη των media σαν απλά ένα συστατικό στην όλη επικοινωνία της επιστήμης. Βαρέως επηρεασμένες από τις εξελίξεις στη λογοτεχνική θεωρία, την αποδιοργάνωση, την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης και άλλων στοιχείων του μεταμοντέρνου ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, αυτές οι θεωρίες έχουν αποδείξει το πως η επιστημονική ρητορική και μορφές διαλέξεων υπηρετούν την ίδρυση της αρχής της επιστήμης στα σύνθετα κοινωνικά περιεχόμενα.

Την ίδια στιγμή, μια δονούμενη κάπως διαταραγμένη και ανόμοια λογοτεχνία έχει αναπτυχθεί στη μελέτη της δημοσιογραφικής επιστήμης και την εκλαίκευση της επιστήμης. Μερικές απ’ τις θεωρίες αυτές είναι καθαρά επηρεασμένες από τις ίδιες διανοούμενες ερωτήσεις όπως η λογοτεχνία στη ρητορική της επιστήμης. Αλλά πολύ περισσότερη απ’ τη λογοτεχνία προέρχεται από μία άλλη παράδοση, εκείνης που ασχολείται με τις πρακτικές πλευρές της εκλαίκευσης της επιστήμης.

Για να φέρουμε κοντά αυτές τις λογοτεχνίες, πρέπει να ρωτήσουμε: για ποιο σκοπό προσπαθούμε να τις φέρουμε κοντά; Για να κατανοήσουμε τη δομή της επιστήμης; Να καταλάβουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη και την κοινωνία; Να βελτιώσουμε την τεχνική ροή της πληροφόρησης; Να βελτιώσουμε την επιστημονική μόρφωση;

Απλά για να κάνουμε πολλές απ’ αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να πάρουμε θέσει για τη δομή της επιστήμης. Ο καλύτερος τρόπος για να λύσουμε το πρόβλημα είναι να αντιμετωπίσουμε την επιστήμη και τα media σαν ένα υποσύνολο από θέματα σε ένα πιο γενικό μοντέλο που περιγράφει την επικοινωνιακή επιστήμη σαν μια αλληλοεπιδρώμενη, πολυκατευθυνόμενη δραστηριότητα που παρουσιάζεται σε πολλά περιεχόμενα. Η λογοτεχνία που ασχολείται με την επιστήμη και τα media ξεκαθαρίζει τη δυσκολία του διαχωρισμού για το τι κάνουν “οι επιστήμονες” μέσα ή στα καθαρά μικρά πακέτα της “επιστήμης” και της “μη - επιστήμης”. Ο σκοπός για τους μελλοντικούς ερευνητές θα πρέπει να είναι η ενσωμάτωση των θεωριών της επιστήμης και των media μέσα σε μια ευρύτερη κατανόηση των περιεχομένων της επικοινωνιακής επιστήμης και ο ρόλος της επιστημονικής κοινότητας στις σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη και στις κοινωνίες στις οποίες αποτυπώνεται.

Προηγούμενες Βιβλιογραφίες και Κριτικές

Καμία προηγούμενη βιβλιογραφία δεν έχει εξερευνήσει το θέμα της επιστήμης και των media από την προοπτική των επιστημονικών και τεχνολογικών θεωριών, αν και καταχωρήσεις σε σχετικά θέματα μπορούν να βρεθούν στις βιβλιογραφίες που έχουν εκδοθεί στο Isis, στο Technology and Cultural (Τεχνολογία και Κουλτούρα) και αλλού. Μία πρόσφατη έκθεση του Shapin (1990) αρχίζει να συνιστά πως μια βιβλιογραφική κριτική θα μπορούσε να μοιάζει από την προοπτική των θεωριών της επιστήμης και της τεχνολογίας αλλά παραδέχεται ότι βρίσκει το πεδίο ακόμα αδύναμο και άγονο. Ένα νέο περιοδικό στο πεδίο, “Δημόσια Κατανόηση της Επιστήμης” που ξεκίνησε το 1992, ελπίζει σταδιακά να εκδώσει κανονικές βιβλιογραφικές συλλογές.

Παρόλα αυτά, αρκετοί συγγραφείς στις επικοινωνιακές θεωρίες έχουν κάνει προσπάθειες να αντιπαραβάλουν τη λογοτεχνία. Η πιο αναγνωρισμένη βιβλιογραφία ετοιμάσθηκε από τους Dunwoody and Long (1991). Με περισσότερες από 200 σχολιασμένες καταχωρήσεις, εκσυγχρονίζει βιβλιογραφίες που είχαν παλαιότερα εκδοθεί από τον Dunwoody με αρκετούς βοηθούς συγγραφείς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και αναμένεται να εκσυγχρονίζεται περίπου κάθε χρόνο. Εστιαζόμενες σε παραδοσιακά δημοσιογραφικά θέματα (ακροατήρια, ακρίβεια, το ευανάγνωστο του κειμένου και την αλληλεπίδραση των πηγών και των δημοσιογράφων), αυτές οι βιβλιογραφίες επίσης αναφέρονται στην κάλυψη των κοινωνικών επιστημών και τη διδασκαλία της δημοσιογραφικής επιστήμης. Άλλες λεπτομερείς λίστες βιβλιογραφιών σ’ αυτή την παράδοση περιλαμβάνουν τους Bowes, Hamm, Jackson και Moore (1978), οι οποίοι ερευνούν εκτενέστερα τεχνικά θέματα όπως το ευανάγνωστο του κειμένου και την ακρίβεια, και τους Guillierie και Schoenfeld (1979), οι οποίοι απευθύνονται ειδικότερα στην περιβαλλοντική επικοινωνία.

Αρκετές βιβλιογραφικές εκθέσεις στην επικοινωνία έχουν εξερευνήσει θέματα που έχουν σχέση με την επιστήμη και τα media. Οι Cronholm και Sandell (1981) εξετάζουν περισσότερο τη λογοτεχνία που προσδιορίζεται στις βιβλιογραφίες του Dunwoody, παρέχοντας γενικές περιλήψεις. Ο Grunig (1980) χρησιμοποιεί την έρευνά του για να προτείνει ένα μοντέλο επικοινωνιακής επιστήμης που να τονίζει την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διάφορους παράγοντες που έχουν σχέση με την επικοινωνιακή επιστήμη καθώς επίσης και με τη σημασία της αναγνώρισης του περιστασιακού περιεχομένου της συμπεριφοράς της επικοινωνιακής επιστήμης. Όπως πολλές άλλες αναφορές, παρόλα αυτά, ο Grunig αναγνωρίζει ότι πολλά από αυτά που προτείνει πρέπει να παραμείνουν θεωρητικά εξαιτίας της απουσίας σαφέστερων και πιο ουσιαστικών ερευνητικών θεωριών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου