Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

H ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



H ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



[Κεφάλαιο 4]

D.J. Hess


H Κοινωνιολογία της Επιστημονικής Γνώσης (SSK μερικές φορές ονομάζεται κοινωνικές μελέτες ή καινούργια κοινωνιολογία της επιστήμης) ασχολείται με το περιεχόμενο της επιστήμης .Το περιεχόμενο αναφέρεται στις θεωρίες , μεθόδους ,σκόπιμες επιλογές και άλλες τεχνικές όψεις της επιστήμης και τεχνολογίας σε αντίθεση με τις καθιερωμένες ή κατά τα συμφραζόμενα όψεις όπως εκείνες που αναθεωρήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο .Η Knorr-Cetina και ο Michael Mulkay χρησιμοποιούν το όρο ''μεθοδολογική εσωτερικότητα ''για να περιγράψουν την συγκέντρωση πάνω στο περιεχόμενο ή τη μελέτη για το πως ''οι εσωτερικές ασκήσεις της επιστημονικής επιχείρησης αποτελούν ερευνητική συγκέντρωση . Η επιλογή τους για ορολογία , όμως, μπορεί να μπερδευτεί με τις συζητήσεις σχετικά με την εσωτερικότητα στην ιστορία της επιστήμης και για αυτό το λόγο δεν έχει χρησιμοποιηθεί πολύ .

Μερικές φορές η μελέτη του περιεχομένου περιγράφεται ως ''ανοίγοντας το μαύρο κουτί '' (Whitley 1972). Στην επιστήμη ένα μαύρο κουτί είναι η κάθε επινόηση για την οποία η εισαγωγή και η απόδοση προσδιορίζονται αλλά αυτό δεν ισχύει για τους εσωτερικούς μηχανισμούς . Οι υποστηρικτές της SSK έχουν κατηγορήσει την καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης ότι άφησαν το μαύρο κουτί του περιεχομένου κλειστό και ότι εξετάζουν τις εξωγενείς όψεις της καθιερωμένης επιστήμης και τεχνολογίας .Ανοίγοντας το μαύρο κουτί και μελετώντας το περιεχόμενο της επιστήμης προκαλεί συζήτηση . Από φιλοσοφική αντίληψη μερικοί SSK αναλυτές είναι φιλοσοφικά ασυνάρτητοι και μπερδεμένοι με τον επιστημονικό συσχετισμό . Μια σοβαρή επιστημονική και τεχνολογικών μελετών αντίληψη είναι ότι το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης της κοινωνιολογίας είναι ένα μαύρο κουτί το οποίο χρειάζεται να εξετασθεί .Για παράδειγμα στην έκθεση ''Ανοίγοντας το μαύρο κουτί και βρίσκοντας το άδειο '' (1993) ο Langdon Winner υποστηρίζει ότι η κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης απέτυχε να εξερευνήσει το πολιτικό περιεχόμενο μέσα στο μαύρο κουτί . Για αυτό το θέμα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από την αυστηρή φεμινιστική πτέρυγα του STS η, η οποία υποστηρίζω ανοίγουν κόκκινα ,μοβ, καφέ και άλλα κουτιά . Αυτές οι μελέτες θα θεωρηθούν περισσότερο στο επόμενο κεφάλαιο .Ένας τρόπος να χαρακτηρίσουμε τις κοινωνικές μελέτες του περιεχόμενου της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι ο κονστρουκτιβισμός . Λογικά ο όρος μπορεί να χαρακτηρίσει οποιαδήποτε προσέγγιση κοινωνικών μελετών που προσπαθεί να αντιγράψει τον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά ενδιαφέροντα , οι αξίες ,η ιστορία ,οι καθιερώσεις δίκτυα κ.λ.π. δίνουν μορφή ,επηρεάζουν κατασκευάζουν ,δημιουργούν, εξηγούν, πληροφορούν , χαρακτηρίζουν ΄αποτελούν το περιεχόμενο της επιστήμης και τεχνολογίας . Να σημειώσουμε ότι με αυτή τη γενική έννοια επικοδομιτισμού δεν συνεπάγονται οι συσχετισμοί που συζητήθηκαν στο κεφάλαιο 2. Μπορούμε να αναλύσουμε τους κοινωνικούς συντελεστές που επηρεάζουν το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης ή του τεχνολογικού σκοπού και επίσης να συμπεράνουμε ότι η δέσμευση των παρατηρήσεων η αποτελεσματικότητα (ο πραγματικός κόσμος) παίζουν ισάξιο ή μεγαλύτερης μορφής ρόλο σε αυτό που επομένως γίνεται η ομοφωνία.

Όπως έχω αναφέρει στο κεφάλαιο , είναι πιθανόν να διακρίνουμε συντηρητικές , μέτριες και ριζικέ μορφές του επικοδομομιτισμού στα συμφραζόμενα φιλοσοφικής συζητήσεως για το συσχετισμό . Όμως στα συμφραζόμενα της κοινωνικής μελέτης της επιστήμης και της τεχνολογίας θα προτείνω άλλους διακριτικούς όρους : κοινωνικός επικοδομιτισμός , ετερογενής επικοδομιτισμός και καλλιεργητικός επικοδομιτισμός . Οι όροι αντιπροσωπεύουν τρεις σκελετούς για εμπειρικές και κοινωνικές μελέτες της σχέσης ανάμεσα τον κοινωνικό κόσμο και το περιεχόμενο της επιστήμης και της τεχνολογίας . Τα δύο τσεκούρια του επικοδομιτισμού φιλοσοφικές και κοινωνικές μελέτες , δεν χαράζουν πορεία εύκολα . Αντί αυτού μπορεί να θεωρήσουμε τους τρεις τύπους φιλοσοφικών επικοδομητισμών και οι τρεις τύποι κανονικών μελετών επικοδομητισμών ως Χ και Υ άξονες , με την πιθανότητα ποικίλων συνδυασμών .

Για αυτούς που είναι πιο συντονισμένοι στη κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης ο όρος ''κοινωνικός επικοδομιτισμός '' είναι μερικές φορές περιορισμένος στις εργαστηριακές μελέτες και ίσως σε άλλους κλάδους της SSK όπως η ανάλυση στο σχολείο του Edinburg, δεν περιλαμβάνονται στο όρο ''κανονικός επικοδομιτισμός '' . Όμως επειδή οι κοινωνικές μελέτες στο σχολείο του Edinburg προσπάθησαν να χαράξουν σειρές αιτιολογίας από την τάξη και επαγγελματικά ενδιαφέροντα στο περιεχόμενο της επιστήμης κατανοητά ως πλευρές αμφισβήτησης ενδιαφέρθηκαν με την κοινωνική κατασκευή της γνώσης . Οπότε εγώ χρησιμοποιώ τον όρο κοινωνικό επικοδομητισμό ''πιο ανοιχτά να αναφερθώ σε μελέτες που μεταχειρίζονται τον κοινωνικό κόσμο ως ένα εξωγενές ανεξάρτητο ευμετάβλητο που σχηματίζει ή δημιουργεί μερικές όψεις του περιεχομένου της επιστήμης και τεχνολογίας . Οπότε μια ποικιλία από SSK σκελετούς θα έπεφταν κάτω από τον τίτλο του ''κοινωνικού επικοδομιτισμού ''. Ο κοινωνικός επικοδομιτισμός , ιδιαίτερα μερικές από τις εργαστηριακές μελέτες , σχετίζεται μερικές φορές με επιστημολογικό και οντολογικό συσχετισμό. Παρ΄ όλα αυτά θα ήταν δυνατόν να υιοθετήσουμε ένα κοινωνικό επικοδομητισμό για εμπειρικές μελέτες και να δεχτούμε επίσης μια φιλοσοφική θέση παρά ριζική εποικοδόμηση.

Η κοινωνική εποικοδόμηση μπορεί να διακριθεί με ένα πιο γενικό τύπο εποικοδόμησης , αυτό που θα ονομάσω ''ετερογενής εποικοδόμηση '' το οποίο σχετίζεται συνήθως με τη θεωρία ενεργοποιού δικτύου . Αυτή η θέση θεωρεί ότι το περιεχόμενο της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι κατασκευασμένο με τις κοινωνικές σχέσεις και δομές στην ευρύτερη κοινωνία . Με άλλα λόγια , το περιεχόμενο και τα συμφραζόμενα αποτελούν ή κοινώς σχηματίζουν ένα σχέδιο που ονομάζεται μερικές φορές ιστός χωρίς ενώσεις . Αντίθετα με την κοινωνική εποικοδόμηση , η οποία σχετίζεται με την αιτιολογία από το περιεχόμενο στα συμφραζόμενα , αυτός ο δεύτερος τύπος εποικοδόμησης εξετάζει επίσης την αντίθετη κατεύθυνση της αιτιολογίας , όπου τεχνικοεπιστημονικές αλλαγές και δίκτυα σχηματίζουν και αποτελούν καινούργιες μορφές κοινωνικών σχέσεων . Αυτή η δεύτερη σχέση ονομάζεται πολλές φορές εποικοδόμηση (χωρίς την λέξη κοινωνική ) αλλά επειδή εγώ χρησιμοποιώ τον όρο εποικοδόμηση ως οικογενειακό όρο για όλες τις μορφές εποικοδόμησης , προτείνω ένα πιο κατάλληλο τίτλο ''ετερογενής εποικοδόμηση''. Ο όρος ''ετερογενής '' αναφέρεται στα μείγματα κοινωνικών και όχι κοινωνικών στοιχείων στην κατασκευαστική πορεία . Να σημειώσουμε ότι αυτός ο σκελετός για εμπειρική ανάλυση προσεγγίζεται πιο εύκολα να μετριάσει ακόμα την συντηρητική εποικοδόμηση ως φιλοσοφική θέση .

Ένας άλλος τύπος εποικοδόμησης είναι αυτός που έχω ονομάσει ''καλλιεργητική εποικοδόμηση'' (Hess1995) .Αυτός ο σκελετός για εμπειρική έρευνα ερμηνεύει την καλλιεργητική έννοια και καλλιεργητική πολιτική διαφορετικών επιστημονικών θεωριών παρατηρήσεων και μεθόδων μέσου αναλυτικού σκελετού που προέρχεται από θεωρίες σημειολογικές, φεμινισμό και καλλιεργητική ανθρωπολογία . Ξεκινώντας από την άποψη των ενεργοποιών σχετικά με την ερώτηση για το νόημα ,καλλιεργική εποικοδόμηση αναχωρεί από την λογικότητα του οργανοπαίχτη (πρακτικός λόγος ) που συχνά υποθέτουν θεωρίες για την κοινωνική και ετερογενή εποικοδόμηση . Αντί να θεωρούμε τεχνικοεπιστημονικούς ενεργοποιούς αιτιολογημένους μόνο από εξουσία ,θέση ή κάποιο υλικό στόχο , τους βλέπει ως κρεμασμένους πάνω σε ιστούς έννοιας που κατασκευάζουν τις πιθανότητες των πράξεών τους . Η καλλιεργική ανάλυση αποκαλύπτει τις κατασκευές των ιστών έννοιας μέσα στο οποίο ενεργούν . Καθαρά αυτός ο τύπος ανάλυσης , ο οποίος εξηγείται περισσότερο στο επόμενο κεφάλαιο , συμπληρώνει τους άλλους και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζί με αυτούς .Αυτός ο σκελετός μπορεί επίσης να συνδεθεί με μια ποικιλία φιλοσοφικών θέσεων .Η δική μου προτίμηση είναι ρεαλιστικός ή μέτριος επικοδομιτισμός .

Αφηγητές του εποικοδομιτισμού στην ιστορία της επιστήμης περιγράφουν μία μετάβαση από την κοινωνιολογία Mertonion της επιστήμης μέχρι την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης .Όπως βλέπουμε από το προηγούμενο κεφάλαιο ,αυτή η αφήγηση δεν είναι ακριβής γιατί η καθιερωμένη κοινωνία της επιστήμης είναι μεγαλύτερη από την κοινωνιολογία ''Metronian'' της επιστήμης .Επίσης ο κλάδος έχει υποστεί μια αλλαγή κατεύθυνσης από καταστρωτικές σπουδές πριν από την άφιξη του SKK .Είναι καλύτερα να θεωρούμε την καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης και την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης ως δύο παράλληλες ερευνητικές παραδόσεις , αντί να θεωρούμε το SKK ως μία παραδειγματική αλλαγή που αντικατέστησε την καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης με μια καινούργια κοινωνιολογία της επιστήμης της επιστήμης . Υπάρχει μία μεγάλη παράδοση στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης που χρονολογείται στις μελέτες κατά την διάρκεια του 1920 και 1930 από τον Ludwick Fleck (1979) Boris Hessen(1971) Karl Mannheim(1952) και σε άλλους κοινωνικούς θεωρητές πριν από αυτούς . Επίσης ειδικευμένες μελέτες και κοινωνιολογία σύγκρουσης , τα οποία επίσης επεξεργάστηκαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 απευθύνθηκαν σε θέματα περιεκτικότητας .Οι αφηγητές μιας δραματικής ''επιστημονικής επανάστασης'' στη κοινωνιολογία της επιστήμης 1970-1980 οπότε δικαιολογούν κάποιο σκεπτικισμό . Η δουλειά των βρετανών ερευνητών Michael Mulkay Harry Collins Barry Barnes και του David Bloor κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 , συνήθως θεωρείται το σημείο εκκίνησης της σύγχρονης περιόδου της κοινωνιολογίας των επιστημονικών γνώσεων . Ρητορικώς το κλειδί από τις θεωρητικές αντιλήψεις του κλάδου ήταν τοποθετημένο ενάντια σε δύο άλλους : ο αφελής ρεαλιστής / θετικός φιλόσοφος και αφελής κοινωνιολόγος Metronian .Όπως έχουν παρατηρήσει από το προηγούμενο κεφάλαιο , η φιλοσοφία της επιστήμης είναι διαφορετικοί και παραποιημένοι κλάδοι έρευνας , και οι φιλόσοφοι μαζί με τους καθιερωμένους κοινωνιολόγους γενικά αντέδρασαν αρνητικά στις μεταρρυθμίσεις και υποστηρίξεις των ερευνητών του SKK. Παρ' όλο που η κριτική των Metronian μέτρων συνήθως δεν απαντήθηκε (για λόγους που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο) η κριτική για την αποτυχία της Αμερικανικής κοινωνιολογίας της επιστήμης να αναπτύξει μια κοινωνιολογία γνώσεων ,έλαβε μερικές απαντήσεις . Μια απάντηση από τον σταθμό Mertonian έχει γίνει θέμα συζήτησης εάν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επιστήμης όπως ο εμπειρισμός και ο πειραματισμός θεωρούνται ως περιεχόμενο , τότε ο Merton ανέφερε την περιεκτικότητα σε μερικές εκθέσεις . Για παράδειγμα στο ''The other Merton thesis'' η Harriet Zuckerman (1939) υποστηρίζει ότι οι πρώτες εργασίες του Merton πάνω στο Προτεσταντισμό και επίσης πρόβλεψε εποικοδόμηση στην απόφαση για αλλαγές στη συγκέντρωση της έρευνας και προβλημάτων μέσα και ανάμεσα στις επιστήμες .

Έως την δεκαετία του 1990 υποστήριξαν πολλές αναπτύξεις πέρα από την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης έτσι ώστε το SKK να πάρει μια οπισθική θέση . Ένας βασικός συντελεστής ήταν η έκρηξη των φεμινιστικών και καλλιεργικών μελετών , το οποίο συχνά ξεκινούμε με αντιλήψεις του SKK αλλά κινήθηκε πέρα από το ενδιαφέρον των αναλυτών του SKK . Ο δεύτερος ήταν η επιστροφή στην τεχνολογία , πολιτική , το περιβάλλον και η κατανόηση του κοινού για επιστημονικά θέματα . Καθώς οι πρώτοι αρχηγοί της κίνησης του SKK επεκτάθηκαν σε άλλους τομείς έρευνας και ενδιαφέρθηκαν λιγότερο για φιλοσοφικά θέματα . Όμως τα επιχειρήματα οι αντιλήψεις και η εμπειρική έρευνα που έγινε στο τομέα του SKK παρέμεινε μια βασική επιρροή στις δεκαετίες του 1990 . Είναι ένα σημαντικό μέρος του θεωρητικού τοπίου που αξίζει να εκτιμηθεί ,να το κριτικάρουμε , και να το ενσωματώσουμε σε πειθαρχικές θεωρητικές προσπάθειες .


Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ


Μια παλιά προσέγγιση στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης μια που σπάνια έλαβε αναγνώριση σε εσωτερικές αφηγήσεις του SKK στο τομέα του , συγκεντρώθηκε στη κατασκευή επιστημονικών θεωριών ως αποτέλεσμα αναγνωστικής σχέσης μεταξύ των επιστημών . Οι κορυφαίοι θεωρητικοί της συγκρουστικής κοινωνιολογίας της επιστήμης είναι ο Randall Collins(1975) και ο Sal Restio .Ο Collins διέκρινε τέσσερις τύπους ρόλων για διανοητικούς και επιστήμονες : πολιτική , πρακτική ,ασχολίες διασκέδασης και διδασκαλία (1975:482) Από αυτή την κοινωνιολογία της τοποθέτησης (χρησιμοποιώ έναν ρόλο πιο πρόσφατο ) πρότεινε ένα αριθμό σχεδίων όπως ''Όσοι διανοητικοί έχουν μία πολιτική θέση στο κράτος ή την εκκλησία , τόσο οι διανοητικές παραγωγές αποτελούνται από επιχειρήσεις για κρίσεις αξιών και σύστημα '' ή ''Όσοι εκπαιδευτικοί είναι τοποθετημένοι σε μια μεγάλη κοινωνία εκπαιδευτικών και μαθητών οι οποίοι είναι σχετικά αυτόνομοι από εξωτερικό έλεγχο , τόσο είναι πιθανόν να δώσουν έμφαση στη γνώση ως γενικό στοιχείο ή από μόνοι τους αξίες '' (520-21) . Όπως στην περίπτωση ειδικευμένων μελετών αυτή η έρευνα προσδοκούσε την ενεργοποιού δικτύου θεωρία σε μερικούς σχετικά ακριβούς τρόπους όπως οι παρακάτω :

Οι ιδέες που μπορούν να συγκροτήσουν την πιο αποτελεσματική συμμαχία είναι εκείνες που θα θεωρηθούν οι πιο σταθερές γνώσεις .Το μεγαλύτερο σε διάρκεια παράδειγμα είναι εκείνο το οποίο ο ρόλος του είναι να ενώνει μια εσωτερική οργάνωση της διανοητικής κοινωνίας με στήριγμα μακράς διάρκειας υλικό μέσο για να υποστηρίξει την επιστημονική έρευνα , επικοινωνία και καριέρες

Η κοινωνιολογία της σύγκρουσης μοιράζεται μαζί με το Μαρξισμό και τον Φεμινισμό ένα ενδιαφέρον σχετικά με την ανάλυση της εξουσίας στην επιστήμη και ο ρόλος του κοινωνικού επιστήμονα ως κρητικός για το αποτέλεσμα της επιστημονικής σύγκρουσης , δύο ενδιαφέροντα τα οποία ήταν απών από τις περισσότερες εκδόσεις της εποικοδόμησης .

Ο Daryl Clubin και ο Restivo (1983) επεξεργάστηκαν το αδύνατο πρόγραμμα απαντώντας στη έγκριση του SKK για τα ιδανικά της ουδέτερης αξίας κοινωνικής επιστήμης .Η ιδέα για ένα ''αδύνατο πρόγραμμα '' ήταν μια αναφορά στην αδύνατη επιρροή στη φυσική , η οποία είναι στη πραγματικότητα πιο δυνατή από την δυνατή επιρροή . Ο Restivo (1988) μαζί με την Julia Loughlin(1987) ανέπτυξα αυτή την αντίληψη αργότερα ως μια κρητική υπέρ του φεμινισμού σύγκρουση της κοινωνιολογίας δείχνοντας τη σημαντικότητα των φεμινιστικών επιστημονικών μελετών που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1980 αλλά η οποία αγνοήθηκε από τα περισσότερα εποικοδομητικά ερευνητικά προγράμματα . Επίσης υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη κριτική κοινωνιολογία του αδυνάτου προγράμματος και τις κριτικές προσέγγισης που εμφανίζονται στη ανθρωπολογία όπως η εργασία της ανθρωπολογίας ως καλλιεργητική κριτική και η βιασύνη από φεμινιστικές μελέτες της αναπαραγωγικής επιστήμης και τεχνολογίας . ο Restivo είναι επίσης υπεύθυνος για μερική αναγνώριση και ενδιαφέρον σχετικά με την συγκριτική κοινωνιολογία του Joseph Nerham (Restivo 1979) . Οπότε η συγκριτική κοινωνιολογία υποστήριξε πολλές από τις αναπτύξεις του φεμινισμού , ανθρωπολογικές και κριτικές αντιλήψεις στο STS κατά την διάρκεια του 1980 και 1990 οι οποίες τελικά προκάλεσαν και μετατόπισαν το SSK .Η συγκριτική κοινωνιολογία είχε μια σημαντική θέση ως εναλλακτική στα επικροτούμενα ερευνητικά πρόγραμμα που εμφανίζονται στη κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης .


ΤΟ ΙΣΧΥΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


Στα μέσα της δεκαετίας του1970 μια ομάδα ερευνητών στο Edinburg ανέπτυξαν μερικά από τα ιδρυτικά εγγραφή στη καινούργια κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης . Η ομάδα περιλάμβανε τον David Bloor , Berry Barnes, David Edge και του Donald Mackenzie .Ένας σκελετός μεγάλης επιρροής που εμφανίστηκε από αυτή την ομάδα ήταν το δυνατό πρόγραμμα του Bloor το οποίο παρουσίασε το 1976 στο βιβλίο του Κnowledge and Social Imagery. Τα βασικά και κυριότερα του δυνατού προγράμματος στη κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης ήταν: 1)αιτιολογία : κοινωνιολογικές μελέτες της επιστήμης εξηγούσαν πίστη ή καταστάσεις γνώσεων. 2)αμεροληψία : το SSK ήταν αμερόληπτο με σεβασμό στην αλήθεια ή ψεύδος , λογικότητα ή παραλογία ΄την επιτυχία η την αποτυχία της γνώσης ( και πιθανώς της τεχνολογίας .3) συμμετρία : τα ίδια είδη της αιτίας θα εξηγούσαν αληθινή ή ψεύτικη γνώμη (με άλλα λόγια κάποιος δεν θα εξηγούσε την πραγματική επιστήμη αναφέροντας την στη φύση και την '' ψεύτικη επιστήμη'' αναφέροντας την στην κοινωνία ) .4) αυτοπάθεια : οι ίδιες εξηγήσεις που εφαρμόζονται στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης .Κάθε ένα από αυτά τα ενεργά στοιχεία στην συνέχεια έχει επεξεργαστεί και ή έχει κριθεί .

Αν και η αιτιολογία των ενεργών στοιχείων έχει υποστεί λιγότερη κριτική συζήτηση η ανάπτυξη της ανθρωπολογίας και καλλιεργημένες μελέτες κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 έχει οδηγηθεί σε μια πιο περίπλοκη κατανόηση της αιτιολογίας .Ένας κανονικός τρόπος για να κατανοήσουμε την αιτιολογία στις κοινωνικές μελέτες είναι να κατανοήσουμε τις αστάθειες που σχηματίζουν ή επηρεάζουν άλλες αστάθειες , όπως δείχνοντας πως η τοποθεσία στην τάξη μπορεί να σχηματίσει τεχνικές τοποθεσίες στη περίπτωση δημόσιας αμφισβήτησης . Όμως είναι επίσης δυνατό να θεωρήσουμε τις τεχνικές τοποθεσίες ως σύστημα εννοιών που μπορούν να διερμηνευτούν μέσω σύγκρισης με άλλα συστήματα έννοιας ή καλλιεργικοί κωδικοί ως ανθρωπολογικών και καλλιεργημένων μελετών στη σημειωτική παράδοση . Αυτό το είδος ανάλυσης είναι αιτιολογικός με την αίσθηση ότι το νόημα ενός κειμένου (ή κοινωνική πράξη με οποιοδήποτε απλό ανθρώπινο τρόπο . Όμως η διερμηνευτική σημειωτική ανάλυση είναι αιτιολογική με άλλη λογική . Για παράδειγμα οι γενικοί καλλιεργημένοι κωδικοί ή συστήματα έννοιας έχουν μια αιτιολογικοί σχέση με κείμενα και πράξεις όπως γλωσσικές δομές ''δημιουργούν'' την σειρά πιθανοτήτων της ομιλίας . Εξάλλου συστήματα καλλιεργικής έννοιας υπονοούνται σε επιστημονικές αντιπροσωπεύσεις και η εφαρμογή συνεισφέρει στην επιτυχίας ή την αποτυχία τους . Οπότε η καλλιεργημένη εποικοδόμηση βοηθάει να ξεκαθαριστεί η κύρια αιτιολογία ενεργών στοιχείων που είναι εκτεθειμένοι σε μια σειρά εφαρμογών και εννοιών .

Η αμεροληψία και τα συμμετρικά ενεργά στοιχεία είναι η καρδιά του δυνατού προγράμματος . Από τα δύο τα συμμετρικά ενεργά στοιχεία ήτα πιθανόν τα πιο σημαντικά και προκάλεσαν περισσότερη φιλοσοφική συζήτηση. Έχω ήδη θεωρήσει φιλοσοφικό πρόβλημα επιστημολογικού συσχετισμού που εμφανίζεται από μερικές διερμηνεύσεις συμμετρικών ενεργών στοιχείων και έχω συζητήσει για τρόπους να ξεφύγουμε από το πρόβλημα μέσω μερικών ειδών ρεαλιστικής ή μέτριας εποικοδόμησης . Παρ' όλα αυτά τα φιλοσοφικά προβλήματα του , το συμμετρικό ενεργό στοιχείο είναι πολύ παραγωγικό στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης . Ο Wiebe Bijker(1993) ακολουθώντας τον Steve Woolgar , χαρακτήρισε την διανοητική ιστορία της διανοητικής μελέτης της επιστήμης ως προοδευτικές επεκτάσεις του συμμετρικού ενεργού στοιχείου .Από την συμμετρία του Merton επιστήμη και κοινωνική καθιέρωση στη συμμετρία του Bloor με τη μεταχείριση αληθινής και ψεύτικης γνώσης , και σε αργότερες αναπτύξεις που υποστηρίζουν τη συμμετρία μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας , ο αναλυτής και ο αναλυώμενος άνθρωποι και μηχανήματα , το κοινωνικό και το τεχνικό

Παρ' όλο που η αμεροληψία και η συμμετρία ενεργού στοιχείου αποκάλυψαν ορισμένες αναλυτικές πιθανότητες , κάλυψαν άλλες Το αδύνατο πρόγραμμα παρείχε πιθανών την πρώτη κοινωνιολογική προσανατολισμένη κριτική της θεωρίας των ουδετέρων αξιών που υποβλήθηκε η αμεροληψία και η συμμετρία .(Chubin και Restivo 1983) .Γενικά η ενεργητική προσανατολισμένη πλευρά της κοινωνίας του STS έχουν βρει την αμεροληψία και τα συμμετρικά ενεργά στοιχεία ελλιπή .Εξάλλου οι συζητήσεις που έχουν οδηγηθεί από τον Brian Martin και συνάδελφοι έχουν αναλύσει τις γραπτές συμπλοκές μιας αμφισβήτησης ισχυρογνώμων ουδέτερης κοινωνικής επιστημονικής θεωρίας . Αποκαλύπτουν δύο όψεις κλειδιά για το ότι έχει γνωστοποιηθεί ως το κύριο πρόβλημα : 1) μια επιστημολογική συμμετρική ανάλυση μιας αμφισβήτησης είναι σχεδόν πάντα πιο χρήσιμο στη πλευρά με την λιγότερη επιστημονική αξιοπιστία ή σχετική αρμοδιότητα .2)Πλευρά με τα λιγότερα επιστημονικά αξιόπιστα μέσα πιο πιθανόν προσλαμβάνει τον ερευνητή (Scott , Richards και Martin 1990 Martin 1997) .

Με άλλα λόγια σε περιπτώσεις αμφισβήτησης ουδέτερης ανάλυσης μέσα στο δυνατό πρόγραμμα , η παράδοση συνήθως κυριεύει από την εξωτερική ομάδα .Παρατήρησα αυτή την επιρροή στη δική μου ουδέτερη θεωρία για τις διαφορές μεταξύ σκεπτικιστών και παραψυχολόγων, αν και με ένα αντίστροφο τρόπο : παρά την καθαρή μου άρθρωση μιας τέταρτης φωνής (ενός κοινωνικού επιστήμονα ) , οι σκεπτικοί όπως ο Carl Sagan συνηθίζουν να απορρίπτουν την ανάλυση μου ως υπεραποκρυφιστική . Αυτός ο ισχυρισμός μου φάνηκε περίεργος αλλά ήταν συνεχόμενος με την ανάλυση του Martin και των συναδέλφων . Με συνεχή δουλειά , υιοθέτησα ένα πιο ταιριαστό σκελετό για την ανάλυση επιστημονικών μελετών (Hess1997b) .Εάν αυτοί που αμφισβητούν διαβάσουν μια πιο ουδέτερη μελέτη με ενδιαφέρον τότε είναι καλύτερα να εκφράζουμε καθαρά τις προτιμήσεις μας .

Το τέταρτο στοιχείο , η αυτοπάθεια , αναφέρεται στις προσπάθειες των κοινωνικών επιστημών να παλέψουν με την εποικοδομητική φύση των ερευνών και της θεωρίας τους .Μια προσέγγιση ήταν να εμποδίσουν την ενημέρωση της εποικοδομητικής φύσης για τις αντιπροσωπεύσεις κάποιου μέσου καταλεκτικής επινόησης . Οι καινούργιες λογοτεχνικές μορφές του SSK περιέλαβαν εύθυμες διακοπές στην αφηγηματική αρμοδιότητα . Για παράδειγμα οι συγγραφείς χρησιμοποιούν την δεύτερη επινόηση της φωνής να κατασκευάσουν μια αντίθετη φωνή που διακόπτει και κάνει ερωτήσεις στις επιχειρήσεις τους (Woolgar,ed 1983) .Αυτή η μορφή είναι παράλληλη στις κινήσεις της καινούργια εθνογραφίας της ανθρωπολογίας του 1980-90 .Να ενσωματώσει φωνές πληροφοριοδοτών και καταγράφοντας τον διάλογο μεταξύ πληροφοριοδότη και ανθρωπολόγου ή παρέχοντας μεγάλα κομμάτια κειμένου στους πληροφοριοδότες (Clifford and Mareus 1986, Mariuw and Fiscer 1986) . Η τεχνική , καθώς ξεχνιέται μερικές φορές ,πρωτοπόρησε στην ανθρωπολογία από γυναίκες και φεμινίστριες με δυναμικές γνώσεις οδηγώντας στη ανάπτυξη του και διαφέρει από εκείνη την επινόηση δεύτερου λόγου του αυτοπαθή δίνοντας χώρο σε άλλους ανθρώπους αντί να φανταστούμε ότι υπάρχουν άλλοι . Όμως και οι δύο τεχνικές είναι εκτεθειμένες σε συγγραφικό χειρισμό οπότε επιπλέον αναγνώστες συχνά βρίσκουν τη διακοπή της συγγραφικής διήγησης από άλλες φωνές ενοχλητική . Για αυτούς και για άλλους λόγους η εκτεταμένη χρήση δεύτερης φωνής από τον συγγραφέα η από άλλους πληροφοριοδότες έχει λιγότερο ενδιαφέρον.

Αλλά καταλεκτική στρατηγική για να πλησιάσεις την αυτοπάθεια είναι η χρήση του επιχειρήματος μια από τις πιο πολλές ανεπίσημες σοφιστείες , η οποία είναι αναγνωρισμένη από φιλοσόφους .Αυτό το επιχείρημα μπορεί να θεωρηθεί ως άλλο ένα παράδειγμα της επινόησης του δεύτερου λόγου , αλλά ο συγγραφέας δεν παραμένει ενήμερος για τον δεύτερο λόγο το οποίο ο αναλυτής αποκαλύπτει και στεναχωρεί τον συγγραφέα . ( η επιστημονική ομοφωνία ) και δείχνει προς την διερμηνευτική ευλυγισία των κειμένων και οι δευτερεύουσες φωνές υπονοούν ένα φανερό ομόφωνο επιχείρημα . Αν και τα επιχειρήματα του μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο να νικήσουν ένα αντίπαλο είναι επίσης χρήσιμα για την φεμινιστική και άλλη κριτική ανάλυση που θέλει να βρει μια εναλλακτική ''συμπληρωματική'' φωνή που είναι στο περιθώριο μιας μελέτης .

Μια εναλλακτική προσέγγιση για την αυτοπάθεια ήταν να εξετάσουν το συγγραφέα και άλλους κοινωνικά τοποθετημένους ενεργοποιούς . Με αυτή την προσέγγιση , αυτοπαθή παρατήρηση οδηγείται όχι στη μεμονωμένοι σχέση μεταξύ του συγγραφέα και του πληροφοριοδότη αλλά στις κοινωνικές ομάδες του συγγραφέα , η αναλυτική συμπερασματική ομοιότητα σε σχέση με αυτές που περιέγραψα . Έχω αναπτύξει αυτή τη προσέγγιση στην αυτοπάθεια και αλλού στις μελέτες που συζητούν πως οι ομάδες που συζητάμε -για παράδειγμα οι Brazilian spiritists -καταλαβαίνουν και προορίζουν τις κοινωνικές επιστήμες όπως η ανθρωπολογία (Heww 1991a,1993) . Ο Woolgar(1996) έχει έρθει επίσης προς αυτή τη κατεύθυνση στη μεταγενέστερη δουλειά του πάνω στη αυτοπάθεια και για το ρόλο της εκτίμησης σε ακαδημαϊκά ιδρύματα . Η μετάβαση από ''αυτοπαθή '' σε ''τοποθετημένες '' θεωρίες η οποία οδηγήθηκε ιδιαίτερα από φεμινίστριες όπως η Donna Haraway(1991) και η Emily Martin (1987) έχει γίνει μια γενική προσπάθεια μεταξύ πολλών αναλυτών επιστημονικής μελέτης , και αναφέρει ένα εναλλακτικό δυνατό πρόγραμμα , το οποίο είναι υπογραμμισμένο στο τέλος του βιβλίου .


Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ


Μια παράδοση της εμπειρικής έρευνας το οποίο είχε σχέση με το δυνατό πρόγραμμα και που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο τέλος της δεκαετίας του 70 ήταν η ανάλυση επιστημονικών αμφισβητιών από την αντίληψη του ενδιαφέροντος . Ο Brarnes Mackenzie , και άλλοι ερευνητές που είχαν σχέση με το Endiburg school ξεκίνησαν αυτή τη παράδοση εμπειρικής έρευνας . (Barnes 1977,Barnes and Shapin 1979). Στα εσωτερικά πειθαρχημένα συμφραζόμενα ενδιαφέρον είναι ο πολυφωνικός όρος που χρειάζεται να ανοιχτεί . Σύμφωνα με το κλασικό Μαρξισμό μερικές επιστήμες (π.χ. πολιτική επιστήμη του 19ου αιώνα ) κρυπτογραφούν σε μια τεχνική γλώσσα και την ιδεολογία μιας τάξης (π.χ καπιταλιστική τάξη ) . Οπότε κάποιος μιλάει για την επιρροή ή την έκφραση κοινωνικού ενδιαφέροντος . Ο Marx υποστήριζε ότι οι δύο μεταβλητές είχαν σχέση τυχαία :τα ενδιαφέροντα της τάξης BOURGEOIS εξασκούσε κάποιο βαθμό τυχαίας επιρροής στο τεχνικό περιεχόμενο της κοινωνικής επιστήμης της πολιτικής οικονομίας του 19ου αιώνα (Η δυσκολία είναι να αποδείξεις πόση επιρροή έχει η τάξη σε αντίθεση με άλλες μορφωτικές αστάθειες , περιλαμβάνοντας τις εσωτερικές αστάθειες όπως οι πειθαρχικές μεθοδολογίες και παρατηρήσεις , οι οποίες από μόνες τους μπορεί να είναι κοινωνικά σχηματισμένες ως ένα βαθμό ). Η ανάλυση τάξης του ενδιαφέροντος του Μαρξ είναι σφραγισμένη στο νόμο και ότι οι κυρίαρχες ιδέες της ημέρας είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης . Σε μεταγενέστερες μελέτες η ανάλυση του ενδιαφέροντος έχει επεκταθεί πάρα πολύ . Πρώτον η πολιτική οικονομία του 19ου αιώνα θεωρείται ως εύκολη υπόθεση , και ο ρεαλισμός του Μαρξ πάνω σε άλλα θέματα προτείνει ότι η φιλοσοφική του θέση πλησιάζει σε αυτό που ονομάζω συντηρητικός επικοδομιτισμός . Άλλοι επιστήμονες στη συνέχεια , υποστήριζαν ότι τα ενδιαφέροντα της τάξης σχηματίζουν μια μεγάλη ποικιλία άλλων επιστημών , και όχι απλώς μια ψευτοεπιστήμη του 19ου αιώνα .Δεύτερον είναι πιθανόν να αναλύσουμε άλλους τύπους ενδιαφέροντος στην επιστήμη , για παράδειγμα το ενδιαφέρον των ανδρών να συντηρήσουν πατριαρχικά ιδρύματα .

Μαζί με αυτή την εκτεταμένη άποψη του ενδιαφέροντος μερικές φορές συναντάμε μια διαφορά μεταξύ σχετικά η με τεχνικά θέματα από τη μία πλευρά , και κοινωνικά ενδιαφέροντα όπως η τάξη ή επάγγελμα από την άλλη . Η διαφορά είναι προβληματική εξ΄ αιτίας της υπόθεσης των Metronians οι οποίες μπορούν να ξεκινήσουν μια συζήτηση για καθαρά σχετικά ενδιαφέροντα . Μια δεύτερη ταξινόμηση του ενδιαφέροντος εμφανίζεται στη κριτική θεωρία μετά τον Μαρξ του Jurgen Habermas (1972) ο οποίος διαίρεσε τις επιστήμες σε αυτές με ενδιαφέρον :1)τεχνική πρόβλεψη και ελέγχου , όπως στις φυσικές επιστήμες και μερικές διευθυντικές επιστήμες 2)επικοινωνιακή κατανόηση , όπως στις ανθρωπότητες και 3) χειραφέτησης , όπως στο δυτικό Μαρξισμό .Όμως αυτή η διαχώριση πειθαρχίας από ενδιαφέρον είναι λειτουργικό μόνο αν ερμηνευτεί ξανά να εφαρμοστεί στους τρόπους που και οι τρεις τύποι μπορούν να λειτουργήσουν ταυτόχρονα σε οποιαδήποτε επιστημονική πειθαρχεία .Σε μια τρίτη ταξινόμηση του ενδιαφέροντος ο Restivo κάνει διακρίσεις μεταξύ κοινωνικά ενδιαφέροντα και αποδοτικά ενδιαφέροντα .

Τα κοινωνικά ενδιαφέροντα είναι υλικά ή συμβολικά μέσα που θεωρούνται σχετικά στην ομαδική επιβίωση και αναγκαία να αποκτήσεις , υποστηρίξεις, να έχεις πλεονεκτήματα στη σχετική δύναμη , προνόμιο ή κύρος . Προσδιορισμένα ενδιαφέροντα είναι κοινωνικά ενδιαφέροντα που θεωρούνται σχετικά και αναγκαία για την επιβίωση μιας ομάδας και σχετική δύναμη από τους έξω και μπορεί να είναι ανάλογο με εσωτερικές απόψεις .Το προσδιορισμένο ενδιαφέρον είναι από μόνο του μια μορφή ενδιαφέροντος .(1983)

Ας επιστρέψουμε τώρα στην εύκολη υπόθεση του ενδιαφέροντος της τάξης και στις πηγές αμφισβήτησης . Είναι πασίγνωστο παράδειγμα είναι η ανάλυση στατιστικής αμφισβήτησης στις αρχές του 20ου αιώνα στη Βρετανία . Ο Barnes και ο Mackenzie (1979) χρησιμοποίησαν αυτό το υλικό της υποθετικής μελέτης ως παράδειγμα της ανάλυσης ενδιαφερόντων που είχε σχέση με το σχολείο του Edinburg(επίσης Mackenzie1983).Μια στατιστική αμφισβήτηση είχε σχέση με τη συσχετιστική στατιστική του Karl Peason,T ενάντια στη στατιστική Q του πρώην μαθητή του ,ο Reorge Yule . Η στατιστική του Peason υπέθεσε ότι μια διαχώριση δεδομένων σε δύο κατηγορίες ( όπως οι ψηλοί και οι κοντοί άνθρωποι ) μπορούν να διαμορφωθούν ως αυθαίρετος διαχωρισμός σε μια κοινωνική διανομή , που είναι μια καμπύλη σε σχήμα καμπάνας . Με άλλα λόγια αν κάποιος ήξερε το ύψος του κάθε ατόμου , τότε θα μπορούσε να κάνει ένα διάγραμμα με τους ανθρώπους κατά τα ύψη τους . Μερικές φορές εκτελώ αυτή την άσκηση μέσα στη τάξη και συνήθως μας δίνει μια καμπύλη σε σχήμα καμπάνας . Αντιθέτως ο Yule δεν του άρεσε να υποθέτει ότι υπήρχε μια κοινωνική θεμελιώδης διανομή για το είδος δεδομένων στοιχείων δεν του άρεσε να υποθέτει ότι υπήρχε μια κανονική θεμελιώδης διανομή για το είδος των δεδομένων στοιχείων με το οποίο δούλευε . Στη περίπτωση ενός πληθυσμού που έχει εκτεθεί σε ευλογία υπάρχουν δύο εναλλακτικές νεκρός ή ζωντανός . Σήμερα αυτό το είδος δεδομένων στοιχείων είναι γνωστό ως ονομαστικό στοιχείο και έχει αναλυθεί η αμφισβήτηση με μια πολυαρχική άποψη η οποία επιτρέπει τη στατιστική να χρησιμοποιηθεί ανάλογα με το είδος δεδομένων στοιχείων . Σε μερικές περιπτώσεις είχε δίκιο ο Pearson ότι τα ονομαστικά στοιχεία να διερμηνευτούν ως ανώτερης μορφής στοιχείων .

Ο Mackenzie και ο Barnes αναλύουν τη διαφορά μεταξύ του Pearson και του Yule ως κάτι περισσότερο από μια μεμονωμένη διαφωνία και κάτι περισσότερο από μια μεμονωμένη διαφωνία και κάτι περισσότερο από ένα ζήτημα τεχνικού ενδιαφέροντος στην ανάπτυξη των καλύτερων στατιστικών . Η ομάδα του Pearson είχε σχέση με τα βιομετρικά και ευγονικά εργαστήρια του Πανεπιστήμιου του Λονδίνου , όπου η παρακολούθηση του Yule ήταν περισσότερο στο Royal Statistical Society . Ο Mackenzie υποστηρίζει ότι με ένα γενικό τρόπο , τα διαφορετικά δίκτυα ήταν συνδεδεμένα με τις συγκρούσεις ανάμεσα στην επαγγελματική τάξη και στη καθιερωμένη ανώτερη τάξη και στη καθιέρωση της ανώτερης τάξης . Ο Pearson ήταν υποστηριχτής της ευγονικής και του σοσιαλισμού του Fabian , τα οποία ήταν πράγματα που ωφέλησαν την επαγγελματική τάξη , όπου ο Yule ήταν συντηρητικός αριστοκράτης με κανένα ενδιαφέρον για την ευγονική . Οπότε με ένα γενικό τρόπο ο Mackenzie υποστηρίζει ότι το φόντο της ταξικής σύγκρουσης συσχέτισε αυτή τη σύγκρουση της τάξης .

Ο σκελετός της ανάλυσης του ενδιαφέροντος του Edinburg δεν ήταν συμπαθητικό για μερικού λόγους . Ένας βασικός λόγος είναι το πρόβλημα του καταλογισμού . Ο Barnes περιγράφει το πρόβλημα του καταλογισμού ως '' εάν κάπως η σκέψη ή η πίστη μπορεί να αποδοθεί στις κοινωνικές τάξεις ,ή άλλους σχηματισμούς , ως συνέπειες του συγκεκριμένου ενδιαφέροντος τους '' (1977:15). Η δική του ανάλυση μαζί με του Mackenzie για τις αμφισβητήσεις της στατιστικής ήταν μια προσπάθεια να δώσουν μια λύση στο πρόβλημα του καταλογισμού για τη κοινωνιολογία της επιστήμης . Όμως διάφοροι κριτικοί υποστηρίζουν ότι η μελέτη των ενδιαφερόντων υπέφερε ακόμα από το πρόβλημα του καταλογισμού . Δεν είναι ξεκάθαρο πως τα ενδιαφέροντα της μικροκοινωνιολογικής τάξης μεταμορφώθηκαν σε μικροκοινωνιολογικές θεωρίες για τις αιτιολογίες που σχηματίζουν την ενέργεια του ατόμου . Αν και οι κριτικοί μπορεί να έχουν υπερβάλλει για τις συμπτωματικές υποστηρίξεις που ο Mackenzie ο Barnes και άλλοι έκαναν . Γενικά υπήρχε μια αίσθηση ότι οι αναλύσεις βασισμένες στο ενδιαφέρον ρισκάρισαν να μεταμορφώσουν τους επιστήμονες άλλους τεχνικούς ενεργοποιούς σε ''ενδιαφέρον τοξικομανείς '' (ένας όρος που δανείστηκε από τον εθνομεθολογιστή Harold Rarfiker). Με άλλα λόγια οι επιστήμονες μειώθηκαν σε επίπεδους σαν μαριονέτες χαρακτήρες οι οποίοι σχηματίστηκαν από εξωγενή ενδιαφέροντα αντί για ένα περίπλοκο σετ συμπτώσεις και κίνητρα . Παρ' όλο που ο Barnes και ο Mackenzie έδωσαν απαντήσεις στη κριτική αυτής της περίπλοκης σειράς ανταλλαγής , ή αμφισβήτησης έκανε την έκκληση της ανάλυσης το ενδιαφέρον πιο αδύναμη στους κύκλους του SKK .

Μια εναλλακτική στην ανάλυση του ενδιαφέροντος ήταν του Edinburg που είχε ενδιαφέρον ως τμήμα του αναλυτικού σκελετού περιλαμβάνει με ένα τρόπο να γυρίσουμε ανάποδα της ανάλυσης του Barnes και του Mackenzie .Αυτή η εναλλακτική μας δείχνει πως τα ενδιαφέροντα μπορούν να είναι συνέπειες παρά μια αιτία επιστημονικών πράξεων . Η θεωρεία του ενεργοποιού δικτύου , το οποίο θα εξετασθεί με περισσότερη λεπτομέρεια σε λίγο , εξετάζει τη μετάφραση ανησυχίας από άλλα δίκτυα το όποιο θα εξετασθεί με περισσότερη λεπτομέρεια σε λίγο θα εξετάζει τη μετάφραση ανησυχίας από άλλα δίκτυα (περιλαμβάνοντας αυτούς που δεν είναι από επιστήμονες ) στα δικά μας ενδιαφέροντα (π.χ. Callon and Law 1982) . Με άλλα λόγια ''έχω μια θεωρία ,τεχνική ή τεχνολογία εδώ που θα σε βοηθήσει να αποκτήσεις τους στόχους σου , αλλά πρέπει να με βοηθήσεις για να το μοιραστώ μαζί σου '' . Η ανάλυση της παραγωγής του ενδιαφέροντος έχει αποδειχτεί πολύ χρήσιμο για να κατανοήσουμε πως οι τεχνολογίες και οι επιστημονικές θεωρίες μπορούν να πετύχουν ή να αποτύχουν . Μετά από συζητήσεις για το πρόβλημα του καταλογισμού στη προσέγγιση του Edinburg για τις αμφισβητήσεις , οι μελέτες του ενδιαφέροντος συνήθως έφευγαν από το πρόβλημα για το πως τα εξωγενή ενδιαφέροντα σχηματίζουν κοινωνική ενεργοποίηση , και έδειχναν ενδιαφέροντα για το πως οι τεχνοεπιστημονικοί ενεργοποιοί παράγουν υποστηριχτές του ενδιαφέροντος . Αυτή η αλλαγή ενδιαφέροντος , όμως είναι μεγάλη αποζημίωση , γιατί σε πολλές περιπτώσεις , ιδιαίτερα στις αμφισβητήσεις της επιστήμης με ένα μεγάλο δημόσιο προφίλ είναι ακόμη χρήσιμο να επικαλεσθούν την τάξη , οικονομικά οργανωτικά γένος , επαγγελματικά και άλλα εξωγενή ενδιαφέροντα ως προϋπάρχουσες αστάθειες που εξαναγκάζουν και κατασκευάζουν την εμφάνιση και το κλείσιμο της αμφισβήτησης . Αν και το πρόβλημα του καταλογισμού εμφανίζεται στη λεπτή ανάλυση της αμφισβήτησης , τα ενδιαφέροντα σχηματίζουν καθαρά το τελικό σχέδιο του επιστημονικού αποθέματος και πρωτοβουλίες της έρευνας .

Μια εναλλακτική είναι να υποστηρίξουμε μια ευθέα αιτιατική επιρροή , μεταξύ για παράδειγμα , το ενδιαφέρον της τάξης και δύο θέσεις σε μία θεωρητική αμφισβήτηση , και αντί για αυτό να αναλύσουμε τα δύο κτήματα ως ανάλογα ή παράλληλοι καλλιεργικοί κωδικοί που έχουν μια παρόμοια κατασκευή . Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι επιτρέπει με μια πιο περίπλοκη διερμηνεία επιστημονικής αμφισβήτησης . Με άλλα λόγια κάποιος μπορεί να πει ΄΄Τι σημαίνει η διαφορά μεταξύ του Q Yule και του Τα του Pearson στους άλλους ερευνητές ;'' Αυτή η ερώτηση μπορεί να οδηγήσει σε γενικά θέματα όπως η ευγονική και η σύγκρουση της τάξης , αλλά είναι πιθανόν αυτά τα θέματα να στρωθούν με άλλες καλλιεργικές διαφορές . Με άλλα λόγια η αμφισβήτηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα , πολλές έννοιες για τους ερευνητές και θέματα σε σχέση με τη τάξη μπορεί να είναι μεταξύ τους πέρα από την έννοια για τους ερευνητές , μπορεί να υπάρχουν αντιστοιχίες στους καλλιεργικούς κώδικες της στατιστικής, σχέσεις της τάξης που ένας αναλυτής μπορεί να αποκαλύψει βρίσκοντας ένα τρίτο κώδικα στον οποίο οι δύο πρώτοι κοινώς μεταφράζονται . Η καλλιεργική προσέγγιση παρέχει ένα εναλλακτικό τρόπο να εξερευνήσει τις σχέσεις μεταξύ μακροκοινωνιολογικών διαιρέσεων (τάξη , γένος ,φυλή κτλ) όπου το πρόβλημα του καταλογισμού κάνει τις δήλωσης της ευθύς αιτιατικής σχέσης να μην είναι πειστικές . Όμως η καλλιεργική προσέγγιση μπορεί να είναι φιλοφρονητική στην ανάλυση του ενδιαφέροντος ως σχετικά αιτιολογικές αστάθειες . Πράγματι οι δύο μορφές της ανάλυσης μπορεί να είναι αποτελεσματικές όταν χρησιμοποιούνται μαζί (Hess 1997:ch3).

Παρ' όλο που το ενεργοποιόν δίκτυο και η καλλιεργική προσέγγιση με χρήσιμους εναλλακτικούς σκελετούς για την ανάλυση του ενδιαφέροντος , υπάρχει χώρος για την αιτιατική σχέση που ο Barnes και ο Mackenzie ήθελαν να δείξουν ανάμεσα τα ενδιαφέροντα και τις τεχνικές θέσεις σε μια επιστημονική αμφισβήτηση .Ο Harry Collins(1983) διαμόρφωσε μια ανάπτυξη της ανάλυσης του ενδιαφέροντος δείχνοντας τον πιθανό ρόλο του ενδιαφέροντος στο κλείσιμο μιας αμφισβήτησης παρά από την καταγωγή της .για στη συζήτηση για κύματα βαρύτητας η μια πλευρά είχε πρόσβαση μόνο στα ελάχιστα μέσα στο τμήμα ενός Πανεπιστημίου όπου η άλλη είχε πρόσβαση στα μέσα μιας μεγάλης βιομηχανικής εταιρείας . Οι πλευρά που είχε πρόσβαση στα βιομηχανικά μέσα ήταν υπέρ της συντηρητικής θέσης να μην βάλλει την βιομηχανική επιστήμη σε μια κατάσταση χάους . Ο Collins προτείνει ότι εάν το εμπειρικό υλικό είναι σωστό αυτή η υπόθεση θα ήταν ένα παράδειγμα για το πως τα βιομηχανικά ενδιαφέροντα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο κλείσιμο της συζήτησης παρέχοντας άμεση πρόσβαση στα μέσα .

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η μελέτη της έρευνας για τον καρκίνο , όπου διάφορα είδη οικονομικέ και επαγγελματικά ενδιαφέροντα έχουν μορφώσει τις ατζέντες της επιστημονικής έρευνας με τρόπους που μπορούν να καταγραφούν με λίγη αμφιβολία . Το Cancer Wars του Robert Proctor (1995) αποδεικνύει κατάλληλα το ρόλο του ενδιαφέροντος να σχηματίζουν ατζέντες έρευνας για καρκινογόνα ιδιαίτερα όταν οι βιομηχανίες ενδιαφέρονται να μπερδεύουν το κοινό και να κάνουν την κυβέρνηση να αποτύχει να εκδίδει κανονισμούς .Σε αυτή τη περίπτωση αντί να σχηματίσουμε ένα κλείσιμο , τα άτομα π[ου ενδιαφέρονται επίτηδες δημιουργούν παραπληροφόρηση συνεννοημένοι επιστημονική έρευνα για να ησυχάσουν τις ρυθμιστικές ή τις ενεργοποιημένες πιέσεις της τάξης .Ο Proctor δανείστηκε το νόμο του Gibson από την έρευνα των δημοσίων σχέσεων και παρουσίασε τον όρο ''επιρροή της παραπλάνησης '' ως δύο σημαντικές τεχνικές να προκαλέσουν αμφιβολία για να προωθήσουν το ενδιαφέρον . Ο νόμος του Gibson αναφέρεται στη κοινοτυπία , που έγινε δημοφιλής σε δραματικές σκηνές μέσα στα δικαστήρια που χρησιμοποιούν αντίπαλες σειρές από επαγγελματίες μάρτυρες , ότι ''για κάθε Ph.d υπάρχει ένα ισάξιο και ένα αντίθετο Ph.d . Η επιρροή της παραπλάνησης αναφέρεται στη προσπάθεια να εμποδίσουν την επιστημονική κίνηση με πραγματική αλλά ασήμαντη δουλειά , να τραβήξουν την προσοχή από αυτό που πραγματικά συμβαίνει (1995:10-11) . Η ανάλυση του ενδιαφέροντος χρειάζεται περισσότερη θεωρητική δουλειά σχετικά με αυτά , τα οποία απευθύνονται προφανώς στην επιστήμη του ενδιαφέροντος σε δημόσιες αμφιβολίες , παρά περισσότερη θεωρητική δουλειά που ανησυχεί για το πρόβλημα του καταλογισμού σε περιπτώσεις ακαδημαϊκής αμφιβολίας με σχετικά αυτόνομους κλάδους της έρευνας (Hess 1997) .


Η σχολή του Bath , Απάντηση και Αμφιβολία


Μια δεύτερη βασική προσέγγιση στη κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης είναι γνωστή ως ''Bath school '' .Το λεγόμενο Bath school ήταν στη πραγματικότητα ένα άτομο , ο Herny Collins και οDavid Travis . Ανόμοιο με την ανάλυση του ενδιαφέροντος στο Edinburg school , το οποίο συνήθιζε να αναφέρεται για μακρολογικά ενδιαφέροντα και να χρησιμοποιεί ιστορικές μεθόδους , οι μελέτες του Bath school είχαν ως κέντρο συγκέντρωσης τις μικροκοινωνιολογικές επεξεργασίες και χρησιμοποιούσε παρατηρητικούς μεθόδους . Όμως και οι δύο μελέτες του Edinburg και του Bath εξέταζαν τις αμφιβολίες , πιθανόν επειδή ήταν πιο εύκολο να αποδεικνύουν τη κοινωνική μορφολογία της επιστήμης όταν εισέρχεται σε φάσεις οξείας εσωτερικής διαχώρισης . Και οι δύο ήταν μεταβιβάσεις εμπειρικής έρευνας που ήταν συνεπής με το δυνατό πρόγραμμα .

Ο Collins θεωρούσε τις επιστημονικές αμφισβητήσεις ως κανονική επιστήμη ή επιστημονική επανάσταση χρησιμοποιώντας τους όρους του Ruhn (1970) . Με άλλα λόγια οι αμφισβητήσεις αντιπροσωπεύουν μια φάση στην οποία οι επιστήμονες και άλλοι ενεργοποιοί προσπαθούν να κάνουν βασικές αλλαγές σε αυτό που έχουμε ως δεδομένο χωρίς να αλλάξουν ολόκληρη τη κατασκευή (Collins 1983:93-94) . Το εμπειρικό πρόγραμμα της σχετικότητας (EPOR) έχει 3 στάδια :

1.Να επιδεικνύει τη διερμηνευτική ευελιξία του πειραματικού αποτελέσματος , δηλαδή η ικανότητα τους να καταβάλλονται σε περισσότερες από μία διερμηνεία

2.Αναλύοντας τους μηχανισμούς εκείνους που αποκτούμε το τέρμα

3. Συνδέοντας τους μηχανισμούς του τέρματος με την ευρύτερη κοινωνική κατασκευή . Το τρίτο στάδιο σχεδιάστηκε μόνο για την υπόθεση του κύματος της βαρύτητας , όπως συζητήσαμε . Για να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς του τέρματος στο δεύτερο στάδιο ο Collins συγκεντρώθηκε στο πυρήνα του συνόλου επαγγελμάτων και εργαστήρια . Η αντίληψη του πυρήνα του συνόλου είναι ένα παράδειγμα μιας αντίληψης δικτύου στο SSK .¨Όμως ο πυρήνας του συνόλου του Collins είναι λιγότερο ετερογενής παρά η κατανόηση των δικτύων στη θεωρεία του ενεργοποιού δικτύου για τι έχει στο κέντρο τον άνθρωπο , και επίσης ο πυρήνας του συνόλου περιλαμβάνει ένα προσωρινό δίκτυο από ανταγωνιστικά άτομα και δίκτυα παρά ένα αναπτυσσόμενο μεγάλο δίκτυο συμμάχων και νεοσύλλεκτα άτομα

Ο Pich και ο Bijker (1987) ανέπτυξαν το πρόγραμμα EPOR για τεχνολογικές μελέτες στη διατύπωση τους για το πρόγραμμα της κοινωνικής κατασκευής της τεχνολογίας (SCOT) .Αυτοί ακολουθούν λίγο πολύ Τα ίδια στάδια του EPOR του Collins,αλλά αντικαθιστούν μερικούς από τους όρους . Για παράδειγμα ο όρος ''σχετική κοινωνία '' αντικαθιστά τον όρο ''πυρήνας του συνόλου'' και ''σταθεροποίηση'' μιας τεχνολογίας αντικαθιστά το ''τερματισμό'' μιας επιστημονικής αμφισβήτησης . Το παράδειγμα τους περιλαμβάνει τη σταθεροποίηση του σχεδίου στην ιστορία του ποδηλάτου . Στο τέλος του 19ου αιώνα ,υπήρχαν πολλά σχέδια και είχαν διαφορετικές σημασίες σε διαφορετικές ομάδες (διερμηνευτική ευλυγισία ).Αυτές οι ομάδες ενδιαφέρθηκαν με τα διάφορα χαρακτηριστικά του σχεδίου , όπως η ασφάλεια η ταχύτητα και η ταλάντευση . Τελικά η σύγχρονη μορφή με δύο ρόδες ιδίου μεγέθους με φουσκωτά λάστιχα καθώς στο σταθερό σχέδιο συμφωνούσε με αυτούς στις δύο βασικές ομάδες σταθεροποίησης .Όπως στις μελέτες του Collins , το τρίτο στάδιο της ανάλυσης -συνδεδεμένο τερματισμό η σταθεροποίηση στην ευρύτερη κοινωνική κατασκευή- παραμένει σχετικά όχι αναπτυγμένο .

Ο Collins και ο Pich(1979) επίσης διέκριναν τα συστατικά φόρουμ - το οποίο περιλαμβάνει να διαμορφώνουν θεωρίες , να πειραματίζονται και να διαμορφώνουν από το τυχαίο φόρουμ το οποίο περιλαμβάνει να ενώσουν επαγγελματικούς οργανισμούς , να φέρουν καινούργια μέλη , να κουτσομπολεύουν , και να συζητούν για επιστημονικές ιδέες από δημοφιλείς εφημερίδες και τοποθετήσεις . Αυτή η διαφορά είναι λίγο πολύ μια έκδοση του συμφραζόμενου εναντίον συμφραζόμενα . Χρησιμοποιώντας αυτή τη διάφορα να αμφισβητήσουν την άποψη ότι η δράση στο συστατικό φόρουμ είναι εντελώς λογική και δεν είναι εκτεθειμένοι στους τυχαίους κοινωνικούς συντελεστές . Οπότε αυτοί συνεισφέρουν στη κριτική για τη διαφορά ανάμεσα στα συμφραζόμενα της αποκάλυψης και της δικαιολογίας , μαζί με περιγραφικές θεωρίες εκτίμησης και επιλογή θεωρίας στην επιστήμη που παραδέχονται μόνο τα μέτρα του Metronian τις παγκόσμιες αξίες του Kuhn .

Μια από τις πιο γνωστές εισφορές του Bath school στην ανάλυση της αμφισβήτησης είναι η επίδειξη της διφορούμενης έννοιας της αντιγραφής . Εάν κάποιος ρωτήσει τους επιστήμονες πως πρέπει να λυθεί μια αμφισβήτηση , θα έλεγαν πιθανόν μέσω της αντιγραφής . Υποτίθεται ένα καλό πείραμα θα παρείχε μια απρόσωπη λύση σε αμφισβητήσεις που μερικές φορές είναι πικρές . Η περισσότερη γοητεία της επιστήμης περιλαμβάνοντας την κοινωνιολογική επιστήμη είναι ότι θεωρούμε ότι τα στοιχεία παίζουν βασικό ρόλο στη λύση της αμφισβήτησης . Η κοινωνιολογική ανάλυση του Collins της αντιγραφής είναι σημαντική γιατί προκαλεί ένα απλό μοντέλο αντιγραφής ως μια καθαρά αλγοριθμική επεξεργασία που μπορεί να λύσει αμφισβητήσεις με ένα όχι κοινωνικό τρόπο . Το ιδανικό τυπικό αλγοριθμικό μοντέλο του Collins έχει τα εξής στάδια :

1) Να απόρριψη όλες τις ασχολίες που δεν έχουν σχέση με την αντιγραφή

2) Να απορρίψει όλες τις ασχολίες που δεν είναι πειράματα

3)Να απορρίψει όλα τα υπόλοιπα πειράματα στα οποία η ταυτότητα του πειραματιστή δεν είναι κατάλληλη

4) Να απορρίψει όλα τα υπόλοιπα πειράματα που δεν ήταν ικανά αντίγραφα του πειράματος που αντιγράφεται

5) Να διαιρέσει την υπόλοιπη σειρά σε εκείνα που είχαν αρνητικά αποτελέσματα

6) Να αποφασίσει εάν το πείραμα έχει αντιγραφεί (Collins 1985) . Αν και αυτός ο αλγόριθμος ακούγεται κάπως απλός κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί κωδικοποιηθεί και να γραφτεί ως μια σειρά κανονικές γραφειοκρατικές διαδικασίες λειτουργίας ή ως πρόγραμμα στο υπολογιστή ο Collins υποστήριζε ότι στη πρακτική οι αποφάσεις της αντιγραφής εξαρτιούνται από πολλά ανεπίσημα θέματα τα οποία δεν μπορούν να μειωθούν σε επίσημους κανόνες . Υποστήριξε ένα εναλλακτικό ''εσωκαλλιεργικό '' μοντέλο να περιγράψει με περισσότερη ακρίβεια τους τρόπους με τους οποίους αντιγράφοντας ένα πείραμα χρειάστηκε ανεπίσημη γνώμη επιδέξιες τεχνικές τέχνες και ερμηνεία . Για παράδειγμα βρήκε ότι στη περίπτωση μιας προσπάθειας να αντιγράψει τη τεχνολογία του lazer , εκείνοι που ήταν επιτυχής συνήθως είχαν το πλεονέκτημα της ανεπίσημης προσωπικής επικοινωνίας .


Ο Collins παρουσίασε τον όρο “ η οπισθοχώρηση του πειραματιστή “ για ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται στην αντιγραφή . Ας θεωρήσουμε πως υπάρχουν δύο ομάδες ανθρώπων σε μια πυρηνική σειρά : ο υπερασπιστής μιας δοσμένης εμπειρικής υποστήριξης και οι κριτές . Οι υπερασπιστές μπορούν πάντα να υποστηρίζουν ότι μια αποτυχία να αντιγράψουν ένα πείραμα είναι γιατί η αντιγραφή ήταν ένα αναρμόδιο αντίτυπο του αρχικού σχεδίου και πρωτοκόλλου . Παρομοίως , οι κριτικοί μπορούν να υποστηρίζουν ότι το ίδιο πείραμα είναι ένα ικανό αντίτυπο του αρχικού σχεδίου και πρωτοκόλλου , οπότε αποτελεί απόδειξη ότι η αρχική υποστήριξη είναι λάθος . Ο Collins προτείνει ότι για να λύσεις τη διαμάχη του αντιγραφικού σχεδίου ως ένα ικανό αντίτυπο , χρειάζεται να ξέρεις εάν η αρχική υποστήριξη είναι αληθινή ή ψεύτικη , αλλά αυτό είναι ο σκοπός που η αντιγραφή θέλει να ρυθμίσει . Μπορούμε να εκτελέσουμε ένα άλλο πείραμα για να λύσουμε το πρόβλημα , αλλά όπως στο φιλοσοφικό πρόβλημα της εγκατάστασης , ένα αρνητικό αποτέλεσμα ακόμα δεν θα αποδείκνυε ότι η αρχική υποστήριξη ήταν ψεύτικη . Η αμφισβήτηση μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή με το καινούργιο πείραμα .

Ο Collins υποστηρίζει ότι επειδή η ικανότητα ενός πειράματος είναι σαν μία επιδέξια τέχνη που δεν μπορεί να μειωθεί σε αλγόριθμο , είναι πάντα πιθανό να διαφωνήσουμε για το ποια πειράματα αποτελούν ικανά αντίγραφα . Οπότε , “ μερικές μη επιστημονικές τακτικές πρέπει να χρησιμοποιηθούν γιατί τα μέσα ενός πειράματος μόνο δεν είναι αρκετά ” ( 1985 : 143 ) .

Η περιγραφική υποστήριξη ότι οι μη επιστημονικοί συντελεστές παίζουν αιτιατικό ρόλο στη λύση μιας αμφιβολίας φαίνεται λογική . Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις , ένα μείγμα στοιχείων και ( κοινωνικών ) συντελεστών χωρίς στοιχεία παίζουν ρόλο στην ανάλυση επιστημονικής αμφισβήτησης . το μείγμα για το πώς η μία πλευρά ή η άλλη επηρέασαν το αποτέλεσμα διαφέρει στην κάθε περίπτωση . Αυτή η άποψη συμφωνεί με την κατασκευαστική ρεαλιστική θέση που περιγράψαμε στο κεφάλαιο 2 . Όμως , ο Collins συνεχίζει να εκφράζει ένα δεύτερο επιχείρημα .

Στην περίπτωση μιας αμφισβήτησης για την ύπαρξη καταμετρητή κύματος βαρύτητας , ο Collins αναγνωρίζει το βάρος μιας σειράς από αρνητικά πειράματα που ο σκοπός τους ήταν να απομονώσουν τον κύριο υποστηριχτή ( 1985 : 92-96 ) . Όμως , δε συμφώνησαν όλοι οι κριτικοί και πολλοί βρήκαν ελαττώματα στο σχέδιο του κάθε πειράματος των άλλων κριτών . Σαν αποτέλεσμα , η αμφισβήτηση δεν είχε ακόμη λυθεί . Τότε , ένας αρχηγός των κριτών εμφανίστηκε , ο οποίος αποκρυστάλλωσε τη μαζική κριτική γνώμη στην πυρηνική σειρά ενάντια στο προτιθέμενο . Αυτό το πείραμα του αρχηγού δεν ήταν συγκεκριμένα καλά σχεδιασμένο , αλλά παρουσίασε μία προσεκτική ανάλυση δεδομένων στοιχείων και ένα δυνατό επιχείρημα ότι η αρχική υποστήριξη ήταν ψεύτικη . Η ομάδα που είχε σχέση με τον αρχηγό των κριτών επίσης κυκλοφόρησε μία εφημερίδα για την παθολογική επιστήμη . Ο αρχηγός δήλωσε : “ Εάν είχαμε γράψει μια συνηθισμένη εφημερίδα , που να έγραφε ότι ψάξαμε αλλά δε βρήκαμε τίποτα , τότε θα είχε αποτύχει ” ( 1985 : 95 ) . Ο Collins υποστηρίζει ότι τα στοιχεία είναι σημαντικά αλλά όχι καθοριστικά . αντί για αυτό , συντελεστές χωρίς στοιχεία όπως η δυνατή ρητορική και η κυκλοφορία της εφημερίδας για την παθολογική επιστήμη ήταν απαραίτητα για να αποκρυσταλλώσουν την ομοφωνία .

Κάποιος μπορεί ακόμα να δεχτεί αυτό το δεύτερο επιχείρημα : σε μερικές περιπτώσεις οι συντελεστές χωρίς στοιχεία παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ανάλυση της αμφιβολίας ή τουλάχιστον στη ρύθμιση της ανάλυσης . Όμως , ο Collins προχωρεί αυτό το επιχείρημα γενικεύοντάς το . Στα συμπεράσματα της μελέτης του πάνω στην αντιγραφή , ο Collins επεκτείνει τη θέση του και υποστηρίζει την επιστημολογική σχετικότητα . Υποστηρίζει ότι έχει βρει μια κοινωνιολογική λύση για το πρόβλημα της εγκατάστασης , το οποίο είναι το πρόβλημα της δικαιολόγησης για εισαγωγικά άκυρα συμπεράσματα ( συμπεράσματα από πειραματικά δεδομένα στοιχεία για γενικούς νόμους ) . Μόλις συμφωνήσει η πυρηνική σειρά για το αν υπάρχει το φαινόμενο , τότε η αμφισβήτηση έρχεται σε ένα τέλος . “ Δεν είναι η κανονικότητα του κόσμου που επιβάλλεται στις αισθήσεις μας , αλλά η κανονικότητα της καθιερωμένης πίστης που έχουμε , η οποία επιβάλλεται στον κόσμο ” . ( 1985 : 148 ) .

Μπορεί να έχουμε την τάση να απορρίψουμε αυτό το δεύτερο επιχείρημα ως χωρίς ουσία , αλλά ο Collins το αναφέρει ξανά και ξανά στη δημοσιευμένη δουλειά του . Για παράδειγμα , υποστηρίζει ότι ο σκελετός του επεκτείνει το συμμετρικό ενεργό στοιχείο του δυνατού προγράμματος όπως : “ Μία συμπλοκή της συμμετρίας είναι ότι ο φυσικός κόσμος πρέπει να συμπεριφερθεί σαν να μην τον επηρέαζε η ερμηνεία γι αυτό ” . ( 1983 : 88 ) . Σε μια άλλη έκθεση , περιγράφει την ερμηνεία του για τη σχετικότητα ως “ η συνταγή να συμπεριφερόμαστε στα αντικείμενα μέσα στο φυσικό κόσμο και η πίστη μας γι αυτά να μη δημιουργείται από την ύπαρξή τους ” . ( Collins 1994a : 294-95 ) . Επίσης , ο Collins αντιπροσωπεύει ένα σχέδιο σαν του Rorschach της “ πραγματικότητας “ το οποίο υποστηρίζει ότι ο σκελετός του EPOR παραδέχεται έναν υψηλό πλαστικό φυσικό κόσμο ( Collins 1983 ) . Όπως μας έχουν σημειώσει οι φιλόσοφοι , ο σκελετός του EPOR είναι ασύμμετρος και ο κοινωνικός κόσμος είναι προφανώς πιο αληθινός , πιο κατασκευασμένος , και πιο αιτιακά αποτελεσματικός στις λύσεις αμφιβολίας από τον φυσικό κόσμο ( Hull 1988 : 4-5 ) .

Οπότε , το πρώτο επιχείρημα του Collins – ότι οι κοινωνικοί συντελεστές ή τακτικές παίζουν ένα ρόλο στον τερματισμό μερικών ή ακόμα όλων των αμφισβητήσεων – είναι μία καλή διόρθωση για τις αφελείς απόψεις της επιστήμης καθώς οδηγείται από καθαρά Mertonian μέτρα , το δεύτερο επιχείρημά του είναι πολύ προβληματικό γιατί περνάει στον επιστημολογικό σχετικισμό . Μπορούμε να δούμε το πρόβλημα εφαρμόζοντάς το με σκέψη στους ισχυρισμούς του Collins . Ένας αριθμός μελετών από άλλους κοινωνικούς επιστήμονες υποστηρίζουν ότι έχουν αντιγράψει τους ισχυρισμούς του και ότι τα μέσα του πειράματος μόνο , δεν είναι αρκετά για να λυθεί μια αμφισβήτηση . Όμως , αυτές οι μελέτες με τη σειρά τους παράγουν ένα θέμα αυτοπάθειας σε σχέση με τη θέση μιας αντιγραφής ενός ευρήματος που προβληματίζει την αντιγραφή ( Ashmore 1989 , Collins 1994b ) . Ας γυρίσουμε στο θέμα της συνταγής : πώς μπορεί κάποιος να δικαιολογήσει έναν ισχυρισμό ότι έχει κατορθώσει να κάνει μια αντιγραφή ; .

Όταν ο Collins υποστηρίζει ότι έχει βρει μια κοινωνιολογική λύση για το πρόβλημα του συμπεράσματος , μπερδεύει την περιγραφή με τη συνταγή . Ακόμα και αν δεχόμασταν το επιχείρημα του Collins ως μία έγκυρη περιγραφή για το πώς μερικές , ελάχιστες ή και ακόμα όλες οι αμφισβητήσεις της αντιγραφής λυθούν , δεν απαντάει στην ερώτηση για το πώς πρέπει να λυθούν . Το πρόβλημα του συμπεράσματος ως εξουσιοδοτημένο πρόβλημα παραμένει άλυτο , εκτός αν θεωρήσουμε ότι εννοεί πως παράγοντες χωρίς στοιχεία πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να βρούμε μια λύση για τις αμφισβητήσεις σχετικά με την αντιγραφή . Εγώ προτείνω πως μια εξουσιοδοτημένη λύση στην οπισθοχώρηση του πειραματιστή – και μία που μπορεί να περιγράψει τον τερματισμό πολλών αμφισβητήσεων – πρέπει να λυθεί από μία επαναληπτική επεξεργασία με συνεχόμενο αποκλεισμό στα ελαττώματα του σχεδίου . Με άλλα λόγια , οι υποστηρικτές διερμηνεύουν μια αποτυχημένη αντιγραφή ως ανίκανη και η πυρηνική σειρά αντιμετωπίζει την οπισθοχώρηση του πειραματιστή . Όμως , οι υποστηρικτές διαμορφώνουν τα σημαντικά ψεγάδια του σχεδίου και το πείραμα εκτελείται ξανά με τα ψεγάδια του σχεδίου διορθωμένα . Φυσικά , οι υποστηρικτές μπορεί να λένε ότι μια καινούργια αποτυχία έχει καινούργια ψεγάδια στο σχέδιο , αλλά η άπειρη οπισθοχώρηση είναι περισσότερο σαν ένα μαθηματικό όριο που συγκλίνει σε έναν αληθινό αριθμό , το ένα ή το μηδέν . Μια συνεχόμενη σειρά διορθώσεων και αποτυχημένων αντιγραφών θα υπονοούσε ότι η διερμηνεία των υποστηρικτών θα ήταν πολύ πιθανή . Φυσικά , το πρώτο επιχείρημα του Collins θα έστεκε γιατί υπάρχει μια κοινωνική διάσταση στην επεξεργασία των διαπραγματεύσεων για το καινούργιο σχέδιο στη σειρά των επαναλήψεων , και επίσης υπάρχει μια κοινωνική διάσταση στη ρύθμιση για το πότε εμφανίζεται ένας αρχηγός να δηλώσει ότι λήξει η αμφισβήτηση . Όμως , αυτή η προσέγγιση αποφεύγει τη σχετικότητα του δεύτερου επιχειρήματος , γιατί η συνταγή για να λυθεί μια αμφισβήτηση είναι τα στοιχεία .

Περίπου τον ίδιο καιρό που ο Collins ανέπτυσσε την ανάλυσή του για τις αμφισβητήσεις , ο H. Tristam Engelhardt Jr. και ο Arthur Caplan ( 1987 ) ανέπτυξαν μια διαφορετική ανάλυση για τον τερματισμό των αμφισβητήσεων , που αποφεύγει τη σχετικότητα του δεύτερου επιχειρήματος του Collins . Στη συνθετική εργασία άλλων ερευνητών που περιλαμβάνεται στον τόμο που εκδόθηκε από αυτούς , υποστηρίζεται ότι τερματισμός μπορεί να γίνει μέσω πολλών μηχανισμών : έλλειψη ενδιαφέροντος , καταναγκασμός , ομοφωνία , γερό επιχείρημα και συνεννόηση . Με την “ ομοφωνία ” – ένας όρος που χρησιμοποιεί ο Collins για να περιγράψει το αποτέλεσμα μιας αμφισβήτησης – αυτοί μοιάζουν να σκέφτονται για ένα μηχανισμό παρόμοιο με την παραδειγματική μετατροπή του Kohnian . Μία μεταγενέστερη τυπολογία από την Sharon Beder ( 1991 ) περιλαμβάνει ανά ορισμό , συνεννόηση , γερό ρητορικό επιχείρημα και έλλειψη ενδιαφέροντος . Όλα αυτά παραμένουν κοινωνιολογικές περιγραφές για τον τερματισμό των μηχανισμών και όχι συνταγές για το πώς μπορούμε να καταφέρουμε τον τερματισμό . Υπό αυτές τις προσεγγίσεις , δεν υπάρχει κανένα πρότυπο για τον τερματισμό . Το δεύτερο επιχείρημα του Collins για τον τερματισμό , καθώς ορίζεται κυρίως από κοινωνική διαπραγμάτευση , μπορεί να είναι περιγραφικά έγκυρο , με την προϋπόθεση ότι είναι μειωμένο για να αντικατοπτρίζει ένα είδος τερματισμού μηχανισμών που απευθύνεται σε μερικές ιστορικές υποθέσεις . Η κατηγορία του γερού ρητορικού επιχειρήματος φαίνεται ότι είναι μία παραχώρηση για τους φιλοσόφους οι οποίοι σε μερικές , τουλάχιστον , περιπτώσεις μπορεί να ακολουθούν ένα παρόμοιο πρότυπο με αυτό που περιγράψαμε πιο πάνω .

Μία επεξεργασία η οποία έχει σχέση με τον τερματισμό των μηχανισμών είναι η εξυγίανση , η οποία αναφέρεται λιγότερο στον τερματισμό μιας συγκεκριμένης αμφισβήτησης , αλλά στον τερματισμό της αμφισβητήσιμης θέσης ενός ολόκληρου τομέα μιας έρευνας . Ο Roy Wallis υποστηρίζει ότι οι αμφισβητήσιμες επιστήμες που αντιμετωπίζουν το χαρακτηρισμό των ψευδοεπιστημών μπορεί να ακολουθήσουν την τακτική της εξυγίανσης , η οποία είναι μία συνεννοημένη προσπάθεια να απομακρύνουν τη θεωρία και την πρακτική από τους διαβόητους προτιθέμενους μέσου επαγγελματικών συλλόγων , στους οποίους χρειάζεται κανείς υψηλά ακαδημαϊκά διαπιστευτήρια για να γίνει μέλος και η κατεύθυνση των κεφαλαίων για τις ασχολίες που μπορούν να δικαιολογήσουν τις υποστηρίξεις των γνώσεων , όπως η προικοδότηση για τα ινστιτούτα έρευνας ή θέσεις σε καθιερωμένα πανεπιστήμια ( 1985 : 598 ) . Ο Wallis αναφέρει την ακαδημαϊκή παραψυχολογία ως παράδειγμα ενός αμφισβητήσιμου κλάδου που έχει προσπαθήσει να αποκτήσει λίγο ακαδημαϊκό σεβασμό υιοθετώντας τη στρατηγική της εξυγίανσης . Με το πέρασμα του χρόνου , ο τομέας σταδιακά απέκτησε εφημερίδες , μία επιστημονική οργάνωση , οργανώσεις που τους υποστηρίζουν δίνοντάς τους δωρεές και ιδρύματα μέσα σε πανεπιστήμια όπως το Edinburgh και το Virginie . Αυτή η επεξεργασία είναι παρόμοια με τον επαγγελματισμό που βρίσκεται σε μερικές εναλλακτικές ιατρικές ομάδες όπως της οστεοπάθειας ( Baer 1987 , 1989 ) .Και ξανά , η επεξεργασία της εξυγίανσης και του επαγγελματισμού οδηγούνται στην κοινωνική διάσταση του τερματισμού της αμφισβήτησης . Όμως , αυτές οι αναλύσεις δε συνεπάγονται τον επιστημολογικό σχετικισμό του δεύτερου επιχειρήματος του Collins .

Εργαστηριακές Μελέτες και Άλλες Μικροκοινωνιολογικές Προσεγγίσεις

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 και αρχές του 1980 , άλλη μία εναλλακτική στην ανασκόπηση , ιστορικές θεωρίες για την ανάλυση του ενδιαφέροντος στο Edinburgh ήταν η παρατηρητική μελέτη επιστημόνων στο εργαστήριο . Αυτή η εργασία , μερικές φορές ονομάζεται , λανθασμένα , “ ανθρωπολογία “ ή “ εθνογραφία “ της επιστήμης , καλύτερα αναφέρεται ως “ εργαστηριακές μελέτες “ . Οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν ήταν ανθρωπολόγοι και οι μέθοδοί τους δεν ανταποκρίθηκαν στις κοινές εθνογραφικές μεθόδους στην ανθρωπολογία . Όμως , οι μέθοδοι παρατήρησής τους ήταν συντονισμένες στις θεωρητικές ερωτήσεις στη φιλοσοφία και στην κοινωνιολογία της γνώσης και πολλές αντιλήψεις εμφανίστηκαν από τις εργαστηριακές μελέτες , οι οποίες ήταν επηρεαστικές .

Πιθανόν , η πιο επηρεαστική αντίληψη σε αυτή την περιοχή του SSK ήταν η “ δεικτολογία “ , ένας όρος που η Karin Knorr-Cetina δανείστηκε από τον γλωσσολόγο C.S.Peirce μέσω εθνομεθολογία . Η δεικτολογία περιγράφει τοπικές διαφορές στο κριτήριο απόφασης μιας έρευνας : “ Τα γενικά κριτήρια είναι post hoc και πρώην ex ante σχηματισμοί από επιλογές μεγαλύτερης σειράς , οι οποίες γίνονται μεγάλης σημασίας και οφειλόμενες μόνο στη δεικτική μορφή τους , ως τυχαία περιστασιακές επιλογές ” ( 1983 : 125 ) . Με άλλα λόγια , η πραγματική εφαρμογή της επιστήμης είναι πιο βρώμικη από αυτό που μας οδηγούν οι αναφορές να πιστέψουμε . Για να μεταφράσουμε την Knorr-Cetina σε όρους που χρησιμοποιώ , η παγκόσμια κριτική είναι η επόμενη δικαιολογία που συχνά κάνει το ρόλο της συγκεκριμένης κριτικής ασαφή στις πραγματικές αποφάσεις . Οι επίσημες αναφορές συνηθίζουν να ερμηνεύουν εσφαλμένα τους τρόπους που η παραγωγή της επιστημονικής γνώσης είναι αγκυροβολημένη σε τοπικές θέσεις , με όλες τις τοπικές αστάθειες : κανονισμούς γραφείου , η διαθεσιμότητα του εργαστηριακού εξοπλισμού , ποικιλία στα υλικά που χρησιμοποιούνται , βοηθοί στο εργαστήριο οι οποίοι έχουν λίγο διαφορετικές μεθόδους , κτλ . Η δεικτολογία περιλαμβάνει όχι μόνο κατά τα συμφραζόμενα η τοπική όψη της έρευνας , αλλά επίσης η “ συμπτωματική κατάστασή “ του ( 1981 : 33 ) . Ο δεύτερος εκ των δύο αναφέρεται στο πώς οι καταστάσεις όπως γεγονότα που δεν έχουν προγραμματιστεί ( π.χ. αρουραίοι που δραπετεύουν ) σχηματίζουν τις αποφάσεις της εργαστηριακής έρευνας , η οποία η Knorr-Cetina χαρακτηρίζει ως γάνωμα . Οπότε , με ένα γενικό τρόπο , η δουλειά της είναι σύμφωνη με εκείνη από τα σχολεία του Bath και του Edinburgh , δείχνοντας πως η συγκεκριμένη κριτική παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις τεχνικές όψεις της επιστημονικής απόφασης . Αυτή η προσέγγιση συνήθως δείχνει πως οι κοινωνικοί παράγοντες εισέρχονται στις αποφάσεις για το τι παράγει η επιστημονική γνώση , με άλλα λόγια , ποιο πρόβλημα είναι “ πράξιμο “ ( Fujimura 1987 ) .

Η Knorr-Cetina επίσης συνείσφερε στην ανάπτυξη μιας αυξανόμενης αναγνώρισης δικτύου ως οι εστιακές κοινωνικές μονάδες της επιστημονικής μελέτης . Το έκανε αυτό παρουσιάζοντας την ιδέα των “ ασταθών επιστημονικών τομέων “ , οι οποίοι αναφέρονται σε δίκτυα που επεκτείνονται πέρα από τις επιστημονικές κοινότητες ή ειδικευμένες ομάδες , περιλαμβάνοντας τους προμηθευτές εξοπλισμού , υπηρεσίες που δωρίζουν , διευθυντές , κτλ ( 1981 : 81-83 ) . Αυτή βοήθησε να επεκτείνει την αντίληψη των δικτύων από μία περιορισμένη ομάδα από συναδέλφους με περιορισμένη πειθαρχία ή προβληματισμό , όπως στην πυρηνική σειρά του Collins , σε κάτι πιο ευλύγιστο , ετερογενές πλησιάζοντας το ενεργό δίκτυο του σχολείου στο Παρίσι .

Πιθανόν, η κύρια εννοιολογική εισφορά των εργαστηριακών μελετών ήταν η ιδέα της κατασκευής των γεγονότων. Η συζήτηση για την κατασκευή των γεγονότων είναι η πηγή για τεράστιες παρεξηγήσεις και αμφισβητήσεις με τους φιλόσοφους (και είναι τώρα τα χτυπήματα των επιστημονικών μελετών για τους επιστημονικούς πολέμους ),έτσι μπορεί να βοηθήσει να παρουσιάσει το θέμα με το να διαφοροποιεί ένα γεγονός από μία παρατήρηση. Εγώ υποστηρίζω ότι ένα γεγονός είναι μια ευρέα δεκτή παρατήρηση ή εμπειρικός νόμος ,με άλλα λόγια ,είναι μια εμπειρική δήλωση με μια συγκεκριμένη κοινωνική θέση που μπορεί να αναλυθεί ανεξάρτητα από την επιστημονολογική θέση του ως πραγματικό ή ψεύτικο. Με αυτή τη λογική ,μπορεί να υπάρχουν αληθινά γεγονότα ή ψεύτικα γεγονότα ,όπως μπορεί να υπάρχουν παρατηρήσεις που έχουν ή δεν έχουν τη θέση των γεγονότων. Η διαφορά μεταξύ γεγονότος και παρατήρησης (ή,καλύτερα,εμπειρική,δήλωση)μπορεί να βοηθήσει τους φιλοσόφους και τους κοινωνικούς επιστήμονες να δουν τη συμπληρωματική φύση των σκελετών τους. Ο Bruno Latour και ο Steve Woolgar(1986-77,79)διαφοροποιούν πέντε τύπους γεγονότων :πρώτος τύπος ,υποθέσεις ή διαλογισμοί:δεύτερος τύπος ,δηλώσεις που περιέχουν ιδιότητες που αναφέρονται σε στοιχεία ή έλλειψη στοιχειών :τρίτος τύπος ,υποστηρίξεις ερευνητικού ευρήματος που συνήθως συνδέονται με τους ερευνητές :τέταρτος τύπος ,υποστηρίξεις της γενικά δεκτής γνώμης ,συνήθως σε βιβλία ύλης ,που ακόμα αναφέρουν τα στοιχεία τους :και ο πέμπτος τύπος ,η δεδομένη κοινή γνώση ,που είναι τόσο φανερή και συστάσεις δεν δίνονται .Μια ιδιότητα είναι μια δήλωση για μια άλλη δήλωση, και σε αυτή την περίπτωση είναι ένας όρος που προσθέτουμε στις υποστηρίξεις για την ειλικρίνεια των παρατηρήσεων. Η μετάβαση προς τα γεγονότα του πέμπτου τύπου, γλωσσικά περιλαμβάνει τη συνεχόμενη διαγραφή ιδιότητας. Μερικές φορές αυτή η επεξεργασία αναφέρεται ως "black boxing" ,ιδιαίτερα όταν τα γεγονότα χαράζονται στις τεχνολογίες που έχουμε ως δεδομένες .Ο Latour και οι συνάδελφοι του (1992)ανέπτυξαν αυτή την ανάλυση αργότερα με τα κοινωνικοτεχνικά σχεδιαγράμματα τους ,τα οποία είναι ,συνωμοσίες μιας επιστημονικής αμφισβήτησης ,ή τεχνολογικής μεταρρύθμισης ενάντια ενός άξων από συνεχόμενες δηλώσεις με το πέρασμα του χρόνου ,και ενός άξων ιδιότητας στοιχείων. Αυτά τα σχεδιαγράμματα παρέχουν μια εύκολη αντιπροσώπευση της διαγραφής και της "μη διαγραφής" ιδιοτήτων σε μια επιστημονική αμφισβήτηση. Για να βγάλουμε νόημα για το πως αυτό το μοντέλο μπορεί να παρέχει μια δυναμική εικόνα της ρητορικής της επιστήμης , μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός γεγονός από το σημείο εκκίνησης όπως μια θέση του δεύτερου τύπου :"Η ερευνητική ομάδα Χ νομίζει ότι έχει βρει ένα σύνδεσμο μεταξύ της βήτα καροτίνης και της πρόληψης του καρκίνου". Αυτή η υποστήριξη , ίσως μετά από επιβεβαιωτικές μελέτες μπορεί σταδιακά να γίνει δεκτή από άλλους, στοιχείο του πέμπτου τύπου:" Δίνοντας το σύνδεσμο της βήτα καροτίνης και της πρόληψης του καρκίνου...". Σε αυτό το είδος δήλωσης , το γεγονός είναι γνώση που έχουν ως δεδομένη και δεν συνδέεται με καμία ερευνητική ομάδα. Αργότερα μια καινούργια ερευνητική ομάδα μπορεί να παράγει μια μελέτη που υπονομεύει τη κοινή γνώση, και το γεγονός του πέμπτου τύπου μπορεί να υποβιβαστεί στη θέση του δευτέρου τύπου:"Ο προτιθέμενος σύνδεσμος της ερευνητικής ομάδας Χ μεταξύ της βήτα καροτίνης και της πρόληψης του καρκίνου υπονομεύεται από ...". Αυτός ο τρόπος σκέψεως για τη κοινωνική θέση των παρατηρήσεων φαίνεται πολύ χρήσιμος, με τη προϋπόθεση ότι αναγνωρίζεται καθαρά ως μια περιγραφή της ιστορίας της παρατήρησης και όχι ως μια εκτίμηση της επιστημονολογικής θέσης του. Τα γεγονότα μπορεί να έχουν μια κοινωνική θέση του πέμπτου τύπου της ομόφωνης γνώσης, αλλά είναι πιθανόν να βρούμε αιτιολογημένους λόγους για το γιατί η ομόφωνη γνώση είναι εσφαλμένη.

Η Susan Leigh Star αναλύεται τη παρόμοια μεταμόρφωση από "τοπικές αβεβαιότητες" σε "παγκόσμιες βεβαιότητες". Δεν αναπτύσσει μια σειρά από στάδια, αλλά μια τυπολογία από μηχανισμούς με τα οποία η επεξεργασία παίρνει μέρος: "αποδίδουν βεβαιότητα στα αποτελέσματα άλλων κλάδων, αντικαθιστούν την επεξεργασία με τις εκτιμήσεις παραγωγής που είναι αντιμέτωποι τεχνικών αποτυχιών, ιδανικές αντικαταστάσεις, μεταβαλλόμενη κλινική και βασική εκτίμηση της κριτηκής,adhoc γενίκευση από υποθεσιακές μελέτες και περιλαμβάνοντας επιστημονολογικές ερωτήσεις σε εσωτερικές συζητήσεις"(1985:391).Η ανάλυση της συνεισφέρει για μια κατανόηση των ρητορικών κινήσεων που κάνουν οι επιστήμονες για να υποστηρίζουν την άποψη τους για τη θέση που πρέπει να έχουν οι συγκεκριμένες επιστημονικές υποστηρίξεις στις κοινότητές τους .

Ένας τρίτος τύπος εργαστηριακών μελετών αναπτύχθηκε από την εθνομεθοδολογία. Ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1950 από τον Harold harfinkel, ένας φοιτητής του Talcoff Parsons και του Alfred Scutz, αυτός ο τομέας της κοινωνιολογίας μελέτησε τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι της καθημερινής ζωής αναπτύσσουν περιγραφικές διαδικασίες που παράγουν ομαλότητες συμπεριφοράς και κοινωνικές κατασκευές .Σε αντίθεση με τη λειτουργία του Parsonian,οι εθνομεθοδολόγοι αμφισβήτησαν το βαθμό έννοιας που μοιράζεται με μέλη μίας κοινωνικής μονάδας . Στις επιστημονικές μελέτες ,η εθνομεθοδολογία έχει σχέση με εργαστηριακές μελέτες που ενδιαφέρθηκαν για λεπτομερή ανάλυση των συζητήσεων μεταξύ επιστημόνων . Ο εθνομεθοδολόγος Michael Lynch (1992) διαφοροποιεί την εθνομεθοδολογία με την ομιλούμενη ανάλυση , αλλά οι δύο έχουν στενή σχέση . Οι ομιλητική ανάλυση εξετάζει τις υποστηρίξεις των επιστημόνων για την εργασία τους , την περιγραφή για τις διαφορές στις διερμηνευτικές εξασκήσεις τους και η άρθρωση αυτής της διαφοράς με κοινωνικά συμφραζόμενα.

Ένα από τα σπουδαία ευρήματα της εθνομεθοδολογίας ομιλούμενης ανάλυσης είναι ότι η έννοια η διερμηνεία για τις ίδιες, παρατηρήσεις, ή γεγονότα, συχνά αλλάζουν στους καταλόγους της ομιλίας. Για παράδειγμα, οι συγκρίσεις ομιλούμενης ενάντια γραπτής ομιλίας, ή τα γράμματα ενάντια επίσημες αναφορές παρέχουν διαφορετικές εκδόσεις των ίδιων γεγονότων (Malkay,Potter kai Yearley 1983).Παρόλο που αυτό το εύρημα υποστηρίζεται στις άλλες εργαστηριακές μελέτες, αναπτύσσεται πιο καθαρά στην εθνομεθοδολογία και στη λογοτεχνία της ομιλούμενης ανάλυσης. Το εύρημα είναι σπουδαίο γιατί αποδίδει στις περίπλοκες κοινωνικές μελέτες που βασίζονται σε ένα κατάλογο ή που παίρνουν τα απομνημονεύματα των επιστημόνων ή συναντούν τις θεωρίες που εκτιμούν από την όψη τους.

Παρόλο αυτά τα ενδιαφέρον ευρήματα, η ομιλούμενη ανάλυση είναι λάθος γιατί είναι περιορισμένη στη μεταβαλότητα της θεωρίας των επιστημών . Συνεπώς ,αποτυγχάνει να αναπτύξει την κοινωνιολογική ή την καλλιεργική ανάλυση πιο βαθύτερα, μια δεύτερη στη σειρά κίνηση που είναι απαραίτητη στις κριτικές ή πολιτικές προσανατολισμένες εργασίες (webster 1991:28-32).Με άλλα λόγια , όπως με μερικές εποχιακές επιστημολογίες , παραμένει κοντά ριζωμένο στις 'emie' θεωρίες και δεν προοδεύει στη δεύτερη στη σειρά ανάλυση της τοπικής αντιπροσώπευσης.

Οι εργαστηριακές μελέτες της δεκαετίας του 1970 και του 1980 έδωσαν κοινή έμφαση στη παρατηρητική έρευνα, η οποία ενδιαφέρθηκε για το τι κάνουν πραγματικά οι επιστήμονες μέσα στο εργαστήριο. Αν και οι εργαστηριακές μελέτες εξαφανίστηκαν από τις λογοτεχνικές επιστημονικές μελέτες έως τη δεκαετία του 1990, το κληροδότημά τους να δίνουν έμφαση στο τι κάνουν οι επιστήμονες, συνέχισε στη δεκαετία του 1990 στην έρευνα για επιστήμη-ως-πρακτική. Για παράδειγμα ο Andrew Pickering υποστηρίζει ότι οι μελέτες της φυσικής, όπως η δουλεία της Kuhn πάνω στη παραδειγματική αλλαγή, συνηθίζει να δίνει υπερβολική έμφαση στη θεωρία. ΟPickering έχει εργαστεί για να δείξει πως η επιστημονική έρευνα περιλαμβάνει μια περίπλοκη τριγωνικότητα από τρία στοιχεία:" μια υλική διαδικασία(συναρμολογώντας και δουλεύοντας ένα μηχάνημα), ένα διερευνητικό μοντέλο (μια θεωρητική κατανόηση για το πως λειτούργησε το μηχάνημα), και ένα φαινόμενο μοντέλο(μια θεωρητική κατανόηση του φαινομένου υπό έρευνα)"(1995:48). 0 Pickering υποστηρίζει ότι οι επιστήμονες ως ενεργοποιεί πρέπει να ξεπεράσουν τις αντιστάσεις που τοποθετούνται από κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία. Ένα παρόμοιο μοντέλο, που αναπτύχθηκε από τον ιστορικό Peter Ralison, διαφέρει από αυτό του Pickering βλέποντας τις αντιστάσεις ως πιο αδυσώπητους "περιορισμούς". Η καλλιεργητική αντίληψη, καθώς αναπτύχθηκε στην ανθρωπολογία και συζητείται στο επόμενο κεφάλαιο, επίσης γεφυρώνει τη διαίρεση μεταξύ της σκέψης και της πρακτικής εξάσκησης.

Ένα άλλο μεγάλο μικροκοινωνιολογικό σκελετό που επίσης έδωσε έμφαση στη πρακτική ήταν η θεωρία των κοινωνικών κόσμων. Ένας απόγονος του chicapo σχολείου της κοινωνιολογίας η πραγματική έμφαση αυτής της πτέρυγας της κοινωνιολογίας οδηγείται σε μια έμφαση στη πρακτική και στη εργασία. Έχουμε ήδη συναντήσει την επιρροή από ένα chicapo σχολείο μέσου την πραγματική πτέρυγα της φιλοσοφίας στην επιστήμη. Το chicapo ήταν σημαντικό στην Αμερικάνικη κοινωνιολογία καθώς 'ήταν η κατοικία του πρώτου κοινωνιολογικού τμήματος. Ο όρος "chicapo σχολείο" έχει διαφορετικές έννοιες για τους φιλοσόφους και τους κοινωνιολόγους. Στη κοινωνιολογία το chicapo σχολείο στις αρχές του εικοστού αιώνα του Robert Park, Albion Smail, W.I.Thomas kai Epnest Burgess ήταν επηρεαστικό για τις θεωρίες των συμπεριφορών, μελέτες για τις σχέσεις μεταξύ φυλές, και η χρήση εθνογραφικών μεθόδων σε κοινωνικές μελέτες. Ο George Herbert Mead από το φιλοσοφικό τμήμα-μαζί με συναδέλφους κοινωνιολόγοι όπως ο Burgess kai o Thomas, και ο μαθητής του ο Herbert Blumer(στο κοινωνιολογικό τμήμα από 1927 έως 1952) οδήγησαν την ανάπτυξη της συμβολικής αλληλοεπιδραστικής πτέρυγας της κοινωνιολογίας του chicapo.Με τη σειρά του αυτή η κοινωνιολογική παράδοση έγινε η βάση για την προσέγγιση των κοινωνικών κόσμων, η οποία χρησιμοποιήθηκε από STS αναλυτές όπως, Adele Clarke, Joan Fujimure, kai Susan Leigh Star.

Ένας κοινωνικός κόσμος είναι μια μονάδα ομιλίας "όχι περιορισμένο από γεωγραφία ή επίσημου μέλους αλλά από τα όρια της αποτελεσματικής επικοινωνίας"(Clarke 1990:19). Η πραγματική έμφαση για εργασία και ασχολία κυρίως διαφοροποιεί την αντίληψη από την πυρηνική σειρά του Collins ή τους επιστημονικούς τομείς της Knorr-Celine.Ερευνητές της STS που έχουν σχέση με τη θεωρία των κοινωνικών κόσμων έχουν παρουσιάσει πολλές αντιλήψεις στην εσωπειθαρχική συζήτηση. Σε μια ανάλυση για "πράξιμα" προβλήματα στην επιστήμη ο Fujimure δείχνει πως οι επιστήμονες διαπραγματεύουν αταίριαστες απαιτήσεις από διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους όπως εκείνους από τον εργοδότη τους και από την επιστημονική πειθαρχεία τους (1987).Για να αποκτήσουν επιτυχία οι επιστήμονες πρέπει να βρουν προβλήματα που διασταυρώνονται ή ευθυγραμμίζουν διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους με μια διαδικασία που είναι παρόμοια που είναι παρόμοια με τις καταγραφές της θεωρίας του ενεργοποιού-δικτύου." Περιορισμένα αντικείμενα" καθώς τα επιστημονικά αντικείμενα που "κατοικούν σε αρκετούς διασταυρωμένους κοινωνικούς κόσμους ... και ικανοποιούν τις πληροφοριακές ανάγκες του κάθε ένα από αυτούς" γίνονται πολύ σημαντικά για αυτή την επεξεργασία της ευθυγράμμισης των διαφορετικών κοινωνικών κόσμων(Star kai Briesemer 1989-393)

O Fujimure επίσης εισήγαγε την ιδέα ενός επιστημονικού βαγονιού το οποίο συμβαίνει "όταν πολλά άτομα, εργαστήρια, και οργανισμοί δεσμεύουν τα μέσα τους για μια προσέγγιση ενός προβλήματος"(1987:261).Περισσότερο από ένα δίκτυο, αυτό περιγράφει ένα αυξανόμενο φαινόμενο που επιστρέφει στην επιλογή των επιστημονικών προβλημάτων, που οι επιστήμονες συνηθίζουν να συγκεντρώνονται στις "ζεστές" περιοχές. Ένα παράδειγμα είναι η έρευνα, που αυξάνεται σαν μια μπάλα χιονιού, οι ερευνητές, και τα ιδρύματα που εισήλθαν στη μοριακή βιολογική έρευνα του καρκίνου στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 1980. Ο Fujimure υποστηρίζει ότι η επιτυχία του βαγονιού οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες περιλαμβάνοντας ένα πακέτο της θεωρίας μεθόδου που έκανε τα "πράξιμα" προβλήματα(κανονική επιστήμη)πιθανά, η ύπαρξη της καινούργιας DNA τεχνικής, η συνειδητοποίηση ότι οι πρωτότυπες πληροφορίες μπορούν να παράγονται γρήγορα, και η υποστήριξη από τα ιδρύματα που το χρηματοδοτούν. Και ξανά , η αντίληψη του βαγονιού ενώνεται με τις δικτυωμένες θεωρίες ένα βαγόνι μπορεί να αντιληφθεί ως ένα συγκεκριμένο είδος γρήγορηςανάπτυξης δικτύου.

Συνοπτικά, Bosh σχολείο οι εργαστηριακές μελέτες, η εθνομεθοδολογική /ομιλούμενη ανάλυση και η θεωρία του κοινωνικού κόσμου, παρείχαν εναλλακτικά στην ανάλυση του ενδιαφέροντος του Edinbourgh σχολείου. Αυτοί επίσης παραμέρισαν τις κοινωνικές μελέτες από την εμπιστοσύνη για ιστορικές καταγραφές σε μια ποικιλία πηγών περιλαμβάνοντας τις παρατηρήσεις, συνεντεύξεις και πολλά είδη άλλων καταγραφών που δεν είναι συνήθως αρχειοθετημένα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτές οι μελέτες παρείχαν λεπτομερή αντιλήψεις για το πως οι συγκεκριμένες αξίες και οι τοπικές συμπτώσεις εμπότισαν την επεξεργασία της γνώσης, και παρείχαν ένα καινούργιο λεξιλόγιο για την σύλληψη διάφορων απόψεων της κατασκευαστικής επεξεργασίας. Όμως, τα μεγάλα μακροκοινωνιολογικά θέματα που παρουσιάστηκαν από το Edinburgh σχολείο-τάξη, κράτος, γένος, αποικιοκρατία, ιστορικές μεταμορφώσεις- ήταν άσχετα για ένα είδος ανάλυσης που ενδιαφερόταν για τη κατασκευή της επιστήμης σε μικρές ομάδες, δίκτυα και καθιερωμένοι τομείς που αλλάζουν. Ως αποτέλεσμα η κρητική δυνατότητα του SSK ήταν περιορισμένη. Είναι ενδιαφέρων που η συνεχή ανάλυση από τον Star (1995), Clarke (Clarke και Montini 1993), και μέχρι κάποιο σημείο ο Fujimure (1995) έχουν απομακρυνθεί από τη θεωρία του κοινωνικού κόσμου, σε αναλύσεις που αποκαλύπτουν ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρων με αυτά τα ευρύτερα θέματα. Επίσης, η συνεχόμενη δουλειά από τον πρώην αναλυτή Steven Yearley(1996) αποκαλύπτει μια αλλαγή στο προβληματισμό σε ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Για αυτό το λόγο , η συνεχόμενη δουλειά τους μπορεί να ταξινομηθεί περισσότερο ως συνεισφορά στο μετακατασκευαστικό κύμα των κρητικών και καλλιεργικών μελετών της επιστήμης και της τεχνολογίας το οποίο θα συζητηθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Όμως, άλλοι ερευνητές του SSK απορρίπτουν το επιχείρημα ότι υπάρχει μια ανάγκη να συγκρατήσουν λίγη αντίληψη της κοινωνίας ή της καλλιέργειας ως μέρος μιας καλής θεωρίας της επιστήμης. Οι θεωρητές του ενεργοποιού-δικτύου υποστηρίζουν ότι η ανάλυση πρέπει να προσέξει τα μεμονωμένα άτομα και τα δίκτυα.


Θεωρίες Δικτύου


Η αντίληψη του δικτύου μπορεί να εξεταστεί με ευρύτητα να καλύψει ένα μεγάλο βαθμό μελετών που αναγνωρίζουν τη βασική αντίληψη ότι οι ανεπίσημοι κοινωνικοί σύνδεσμοι παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη κατασκευή της επιστήμης. Για παράδειγμα, το προηγούμενο κεφάλαιο περιλάμβανε μια συζήτηση με αόρατα κολέγια, ειδικευμένες ομάδες, "coeitation" δίκτυα, και άλλες μορφές ανάλυσης δικτύου. Σε αυτό το κεφάλαιο οι αναγνωστικές συμμαχίες του Restivo και Randall Collins, η πυρηνική σειρά και σχετικές κοινωνικές ομάδες των προγραμμάτων EPOR/SCOT, οι επιστημονικοί κλάδοι της Knorr-Cetina, και οι κοινωνικοί κόσμοι των Clarke, Fujimure kai Star είναι όλα παραδείγματα από προσπάθειες να σκεφτούν για τις κοινωνικές μονάδες της επιστήμης πέρα από τους επίσημους οργανωτικούς όρους όπως τα εργαστήρια, τμήματα, ινστιτούτα έρευνας και πειθαρχίες. Επίσης, μερικοί ιστορικοί έχουν αναπτύξει ένα ενδιαφέρων στα σχολεία έρευνας, η στις ομάδες εντός της επιστήμης, που συχνά αλλά όχι πάντα περιλαμβάνουν δασκάλους ή μαθητές ή πρώην μαθητές και που ενώνονται με ένα κοινό δόγμα, μέθοδο, ή στυλ (Fiessen kai Holmes 1993).Με αυτό το τρόπο, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η έκδοση ενός δικτύου βρίσκεται στο πυρήνα των βασικών θεωριών της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης, όπως βρίσκεται στο πυρήνα σε πολλές εμπειρικές ερευνητικές εργασίες της καθιερωμένης κοινωνιολογίας της επιστήμης.

Σε τεχνολογικές μελέτες, οι δικτυακές θεωρίες ήταν επίσης πολύ επιρρεαστικές, και όχι μόνο στο πρόγραμμα SCOT που περιγράψαμε πιο πάνω. Ίσως η πιο πασίγνωστη ανάπτυξη της δικτυακής αντίληψης στις τεχνολογικές μελέτες είναι η δουλειά του ιστορικού Thomas Hughes (1987), ο οποίος επέκτεινε την έρευνα του για την ιστορία της ηλεκτρικής δύναμης συστημάτων σε ένα γενικό μοντέλο από μεγάλα τεχνολογικά συστήματα. Αυτά τα συστήματα είναι ιεραρχικά οργανωμένα και περιλαμβάνουν διαφορετικά εξαρτήματα όπως οι άνθρωποι, τα μηχανήματα , οργανώσεις, επιστημονική έρευνα, ρυθμιστικές κανόνες, και φυσικά μέσα. Ο Hughes αναγνωρίζει ένα εξωγενή περιβάλλον που μπορεί να επηρεάσει τα συστήματα με τη σειρά τους μπορούν να ελέγχουν. Ένα παράδειγμα είναι τα απολιθωμένα καύσιμα, στα οποία εξαρτώνται τα ηλεκτρικά συστήματα και ένα άλλο παράδειγμα είναι πλήρης ιδιόκτητο παράρτημα μιας εταιρείας.O Hughes επίσης διακρίνει ανάμεσα στο ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όργανα του συστήματος γιατί οι άνθρωποι έχουν "βαθμούς ελευθερίας που δεν κατέχονται από τεχνουργήματα".(54)

Αυτά τα μεγάλα τεχνολογικά συστήματα συνηθίζουν να περνάνε σε φάσεις ανάπτυξης. Όπως περιγράφει ο Hughes, κατά τη διάρκεια της εφεύρεσης και της ανάπτυξης οι εφευρέτες-επιχειρηματίες βρίσκουν λύσεις σε μερικά κρίσιμα προβλήματα: κατά τη διάρκεια της καινοτομίας, ανταγωνισμού, και της ανάπτυξης οι μάνατζερ-επιχειρηματίες κάνουν κρίσιμες αποφάσεις και κατά τη διάρκεια της σταθεροποίησης και της ορθολογικότητας οι χρηματοδότες-επιχειρηματίες μαζί με τους σύμβουλους μηχανικών, ιδιαίτερα αυτοί με πολιτική επιρροή, συχνά βρίσκουν μια λύση για τα κρίσιμα προβλήματα που έχουν σχέση με την ανάπτυξη και τη ροπή(1987:57)

Τα συστήματα αποκτούν ροπή με το πέρασμα του χρόνου, αλλά ο Hughes προφυλάσσεται από τη λανθασμένη άποψη ότι τα συστήματα είναι αυτόνομα και δεν εξαρτώνται από τον ανθρώπινο έλεγχο(76). Τα συστήματα μπορούν επίσης να συναντήσουν αντίστροφες προεξοχές, ή "εξαρτήματα ενός συστήματος που έχουν μείνει πίσω, ή έξω από τη φάση με τους άλλους"(73). Οι αντίστροφες προεξοχές είναι κάτι σαν στένεμα δρόμου σε ένα δίκτυο: αυτά τα αργοπορημένα συστήματα συνήθως χρειάζονται ρύθμιση ή αποζημίωση από άλλα εξαρτήματα μέσα στο σύστημα. Τελικά τα συστήματα αποκτούν διαφορετικά στυλ, ιδιαίτερα τα εθνικά στυλ, τα οποία παρατήρησε στις συγκριτικές μελέτες του για ηλεκτρικής δύναμης συστημάτων.

Μια άλλη συνεχή και λεπτομερή προσπάθεια να διαμορφώσει μια θεωρία για τα δίκτυα είναι η θεωρία του ενεργοποιού δικτύου .Η θεωρία είναι κυρίως το προϊόν του Michael Callon ,Bruno Latour και των συναδέλφων στο Ecole des Mines ,και μερικές φορές η δουλειά τους ονομάζεται Paris school of STS.Όμως ,πολλοί άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει ,υποστηρίξει ,ή έχουν επεκτείνει τη θεωρία του ενεργοποιού δικτύου .Για παράδειγμα ,ο John Law διατύπωσε την αντίληψη της ετερογενής μηχανικής για να αναφερθεί στην επεξεργασία με την οποία "η σταθερότητα και η μορφή των τεχνουργημάτων πρέπει να παρατηρηθεί καθώς η λειτουργία των ετερογενή (κοινωνικό φυσικό και τεχνικό)στοιχείων όπως αυτά είναι σχηματισμένα και αφομοιωμένα σε ένα δίκτυο (1987:113).Η αντίληψη της "ετερογένειας" γεφυρώνει πολλές προσεγγίσεις στη δικτυακή θεωρία ,περιλαμβάνοντας τη δουλειά των Hughes,Law ,Callon και Latour. Όπως επεξεργάστηκε στη θεωρία ενεργοποίου-δικτύου ,ένα ενεργό στοιχείο εκτεταμένης συμμετρίας είναι η βάση να μεταχειριζόμαστε τους κοινωνικούς παράγοντες ,αντικείμενα ,και κείμενα ως "οντότητες" στο ίδιο επίπεδο με ένα ετερογενής ,κοινωνικοτεχνικό δίκτυο. Γενικά ,ο όρος "ετερογένεια" σημαίνει οποιοδήποτε μείγμα κοινωνικών και φαινομενικά μη-κοινωνικά στοιχεία ,συνήθων μέσων ενός δικτύου. Η αντίληψη ενός ετερογενή συνόλου επίσης εμφανίζεται στις συζητήσεις του Michael Foucaut πάνω στα σύνεργα της δύναμης (1979).Επίσης οι συζητήσεις της Donna Haraway για υβρίδια και "cyborgs"επίσης δείχνουν παρόμοιες διασταυρώσεις της φύσης \καλλιέργειας ή τεχνικά\ ανθρώπινα όρια(1989).

Μια από τις πολλές κριτικές της θεωρίας ενεργοποιού-δικτύου ,ο ιστορικός της επιστήμης Yves Gingras υποστηρίζει ότι οι θεωρητές του ενεργοποιού -δικτύου μπορεί να μπερδεύουν τις ταυτότητες και τις σχέσεις στις θεωρίες τους για τις ετερογενείς οντότητες (1995).Ο Gingras υποστηρίζει ότι στην πρακτική , η ανάλυση του ενεργοποιού-δικτύου έχει διαφορές μεταξύ τεχνικό και κοινωνικό, ή φυσικό και καλλιεργικό ,οντότητες, τα οποία έχουν ξεχωριστές ταυτότητες και είναι συνδεδεμένα μέσω δικτύου. Η κρητική του Gingras είναι παρόμοια με εκείνα που οι άλλοι έχουν παρατηρήσει ,ότι οι ετερογενείς των επιστημονικών γεγονότων παρέχουν ένα τρόπο να αφήσουν τη φύση να επιστρέψει στις εποικοδομητικές θεωρίες για το πως δέχονται οι θεωρίες (π.χ.,Giere 1993).Ο βαθμός που οι περιορισμοί ή οι αντιστάσεις του υλικού κόσμου παραχωρούν έναν αιτιατικό ρόλο στις ετερογενής θεωρίες μεταξύ των θεωρητών του ενεργοποιού -δικτύου. Μερικές θεωρίες είναι μέτρια εποικοδομητικές και άλλες είναι πιο κοντά σε αυτό που ονομάζω ριζική εποικοδόμηση .Όμως , Η θεωρία του ενεργοποιού -δικτύου έχει πλεονέκτημα σε σύγκριση με προηγούμενους σκελετούς ,όπως το EPOR και οι εργαστηριακές μελέτες και συνηθίζει να αποφεύγει το φιλοσοφικό κομφούζιο για τη σχετικότητα παρέχοντας ένα τρόπο για τη φύση ,ή στοιχεία για να επηρεάσει το αποτέλεσμα των επιστημονικών διαφωνιών και της τεχνολογικής αμφισβήτησης.

Στη θεωρία του ενεργοποιού -δικτύου ,η δράση είναι θέμα απόδοσης .Με αυτό τον τρόπο ,τα πράγματα μπορούν να έχουν δράση ,αλλά εξαρτάται από την θέση τους μέσα σε ένα δίκτυο .Οπότε ,η θεωρία του ενεργοποιού -δικτύου ξεκινάει μία καινούργια κοινωνιολογία που ακολουθεί την απόδοση της δράσης .Μερικοί όροι για να περιγράψουν αυτή τη καινούργια κοινωνιολογία έχουν εμφανιστεί. .Ένας "actant",χρησιμοποιήται μερικές φορές αντί για το "actor" της κλασσικής κοινωνικής θεωρίας όπως η Parsonian λειτουργία ,ορίζεται εναλλακτικά ως οποιαδήποτε οντότητα προικισμένη με την ικανότητα να δράσει η "οποιαδήποτε ή οτιδήποτε αντιπροσωπεύεται"(Callon 1994:53 Latour 1987:84).Οι αντιπροσωπεύσεις είναι ο προσδιορισμός κάποιου ή κάτι ως εκπρόσωπος για έναν ενεργοποιό κάποιου ή κάτι ως εκπρόσωπος για έναν ενεργοποιό (άλλος άνθρωπος ,αντικείμενο ,ίδρυμα, ή δίκτυο).

Η θεωρία των ενεργοποιών μπερδεύει πάρα πολλούς ανθρώπους και παραμένει αμφισβητήσιμη. Επειδή η ενέργεια στη κλασσική Parsonian κοινωνική θεωρία περιλαμβάνει την ιδέα μιας στοχαστικής κατάστασης ή σκοπός ,μη-ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να είναι ενεργοποιοί γιατί δεν έχουν σκοπούς ή στόχους .Επίσης ,όπως μερικοί κριτικοί έχουν παρατηρήσει ,οποιοσδήποτε θεωρητής που έχει βάλει τους ανθρώπους στο ίδιο επίπεδο με τα πράγματα πρέπει να είναι προσεχτικός να κρατήσει τις αρμόδιες \περιγραφικές διαφοροποιήσεις ,αλλιώς μπορεί σύντομα να συναντήσουν νομικές διαφωνίες για τα δικαιώματα των πραγμάτων σε σύγκριση με των ανθρώπων. Φαίνεται ότι είναι πιο αποδοτικό να θεωρήσουμε τη θεωρία του ενεργοποιού -δικτύου ως μια προσπάθεια να δώσουμε μια ονομασία στις κοινές επεξεργασίες όπου τα πράγματα είναι προικισμένα με μια ικανότητα να επηρεάσουν τις ανθρώπινες πράξεις μέσου εξουσιοδότησης ή αντιπροσώπευσης. Ένα φανάρι είναι ένα κοσμικό αλλά αξιόπιστο παράδειγμα .Στις περισσότερες περιπτώσεις το μηχάνημα έχει "δράση" με την έννοια ότι "κάνει " τους ανθρώπους να σταματήσουν και να προχωρούν με κανονικό τρόπο .

Ο γενικός σκελετός της θεωρίας ενεργοποιού -δικτύου η κοινωνιολογία της μετάφρασης . Η μεταφορά φαίνεται να γεφυρώνει τη γλωσσική /σημειωτική ανάλυση με την μοριακή βιολογία . Η μετάφραση αναφέρεται στα μέσα με τα οποία μια οντότητα δίνει ένα ρόλο σε άλλους. Οι τέσσερις "στιγμές" της μετάφρασης είναι ο προβληματισμός ,interessement,η πρόσληψη και η κινητοποίηση .Ο προβληματισμός αναφέρεται στην επεξεργασία να ορίζεις το θέμα με τέτοιο τρόπο ώστε οι άλλοι ενεργοποιοί να δεχτούν τον ορισμό του προβλήματος. Αυτοί σταδιακά δέχονται τις γνωστικές υποστηρίξεις ως ένα υποχρεωτικό σημείο περάσματος ,το οποίο είναι ,ένας απαραίτητος τρόπος για να λύσουν το πρόβλημά τους .Στους όρους του Callon "εμείς θέλουμε αυτό που θέλετε εσείς ,έτσι ενωθείτε μαζί μας, υποστηρίζοντας τις έρευνες μας και θα έχετε μεγαλύτερη ευκαιρία να αποκτήσετε αυτό που θέλετε" (1994:52).Interessement σημαίνει επιβάλλοντας και σταθεροποιώντας τους ρόλους των άλλων ενεργοποιών που ορίζονται από προβληματισμούς ,πρόσληψη ,το αποτέλεσμα του Interessement ,είναι το κληροδότημα με το οποίο οι ενεργοποιοί /οντότητες αγκυροβολούνται στο δίκτυο σε εσω-σχετισμένους ρόλους .Τελικά η κινητοποίηση είναι η απόκτηση των αντιπροσώπων να δράσουν ως εκπρόσωποι για άλλες οντότητες (Callon 1986).

Στη θεωρία του ενεργοποιού -δικτύου ,τα συμφραζόμενα/ περιεχόμενα δεν είναι σαφή αλλά είναι τα κοινά προϊόντα των δικτύων .Τα γεγονότα και οι τεχνολογίες ρέουν κατά μήκος στα δίκτυα ,και καθώς επεκτείνονται τα δίκτυα για να γίνονται πιο ρωμαλέα ,οι υποστηρίξεις γνώσεις γίνονται πιο δεκτές (πιο "πραγματικές") και οι τεχνολογίες πιο επιτυχημένες .Επίσης ,η κοινωνική κατασκευή αλλάζει .Σε αυτό που θεωρούν οι θεωρητές του ενεργοποιού -δικτύου ως ένα είδος Copernican αλλαγής ,η κοινωνική κατασκευή δεν είναι πια ένας αιτιατικός ,σχηματιστικός συντελεστής για δίκτυα ,αλλά το αποτέλεσμα των προηγούμενων δικτύων και οι συγκρουστικές σχέσεις σε έναν αγωνιστικό τομέα .

Ένα παράδειγμα για την κομψότητα αυτού του σκελετού παρατηρείται στην ανάλυση του Latour για τον Louis Pasteur (1983,1988).Στο "Δώσε μου ένα εργαστήριο και εγώ θα υψώσω τον κόσμο" ,ο Latour (1983) ενδιαφέρεται για μία όψη της καριέρας του Pasteur ,η πετυχημένη επέμβαση στην αρρώστια του άνθραξ .Ο Pasteur προβληματίζει την αρρώστια ορίζοντας την ως μία πιθανή βακτηριακή μόλυνση ,παρά μία κατάσταση που επιβάλλεται από κακές αύρες ή κακά πεδία .Οπότε ,ο Pasteur προτείνει ότι μπορεί να βρει μια λύση στο πρόβλημα .Μετακομίζοντας το εργαστήριο του στην εξοχή ,ο Pasteur μαθαίνει από την τοπική γνώση των χορτοφάγων και μεταφράζει αυτή τη γνώση στο δικό του βακτηριολογικό σκελετό : Για παράδειγμα ο σπόρος του βακτηριδίου (το έδειξε ο Koch) είναι η μετάφραση μέσω της οποίας τα κοιμισμένα πεδία μπορούν ξαφνικά να μολυνθούν ακόμα μετά από πολλά χρόνια .Η "φάση του σπόρου" είναι η εργαστηριακή μετάφραση του "μολυσμένου πεδίου" στη γλώσσα των αγροτών (1983:145) .

Ο Pasteur μετά επιστρέφει με αυτή τη γνώση ,και το βακτηριακό παθογόνο μικρόβιο ,στο εργαστήριο του ,όπου με επιτυχία παράγει την αρρώστια στα πειραματόζωα .Τώρα έχει μεταφράσει την αρρώστια σε αυτό το βακτηριακό σκελετό ,και ενδιαφέρει τους πιθανούς συμμάχους του κάνοντας το εργαστήριό του ένα υποχρεωτικό σημείο περάσματος :"Εάν επιθυμείς να λύσεις το πρόβλημα σου με τον άνθραξ, πρέπει πρώτα να περάσεις από το εργαστήριο μου".(146)Αν και το εργαστήριο είναι μικρό σε σύγκριση με την κλίμακα της αρρώστιας ,το κτηνιατρικό επάγγελμα ,και η γεωργική βιομηχανία ,η μετάφραση του Pasteur για την αρρώστια ,υπηρετεί ως ένα υπομόχλιο που αναδιανέμει τη διαμόρφωση δυνάμεων ή οντοτήτων. Με άλλα λόγια ,η δυναμική εξίσωση μεταβάλλεται, και το μικρό εργαστήριο γίνεται πιο δυναμικό .Όμως ,για να προσλαμβάνουν τους συμμάχους-να τους ασφαλίσουν μέσα στο δίκτυο του-ο Pasteur πρέπει να επιστρέψει στο πεδίο και να αποδείξει την αποτελεσματικότητα του εμβολίου του. Η θεωρία και το εμβόλιο του Pasteur υπάρχουν σε όλη τη Γαλλία ,το μικρό εργαστήριο έχει πολλαπλασιαστεί σε κλίμακα για να περιλαμβάνει όλη τη Γαλλία ."Η Γαλλική κοινωνία ,σε μερικές σημαντικές όψεις της ,έχει μεταμορφωθεί μέσω των μεταποιήσεων μερικών εργαστηρίων"(153)

Μπορούμε να δούμε τη γοητεία και την κομψότητα της θεωρίας ενεργοποιού-δικτύου ως μία περιγραφή της πετυχημένης επιστημονικής και τεχνολογικής επιχείρησης .Είναι επίσης πιθανόν να καταλάβουμε τον ισχυρισμό που ο Pasteur με κάποιο τρόπο ,αλλάζει τη Γαλλική κοινωνία .Σήμερα ζούμε σε ένα "pasteurized"κόσμο.Όμως ,δεν υπάρχουν γερά στοιχεία να αποδείξουν ότι τα δίκτυα είναι η αιτία της βασικής όψης της κοινωνίας όπως η ταξική κατασκευή ,η πατριαρχεία ,και ο αποικισμός . Ο Pasteur δεν είναι τόσο ένας κοινωνικός επαναστάτης αλλά μια φιλική χωνευτική έκταση ,βακτηρίδιο που βρίσκει ένα μέρος για τον εαυτό του μέσα στον οικοδεσπότη του. Η θεωρία του ενεργοποιού-δικτύου είναι τέλεια ως μια ιστορία για έναν άντρα και το δίκτυο που έστησε :είναι επίσης ένα καλό ενχειρίδιο για τεχνικούς επιχειρηματίες που θέλουν να χτίσουν μία αυτοκρατορία κολακεύοντας τον εαυτό τους για τα υπάρχον ενδιαφέροντα. Ως μία θεωρία της επιστήμης ,η ανάλυση είναι μια καθαρή εξήγηση για το γιατί κερδίζουν οι κερδισμένοι ,και γιατί χάνουν αυτό που έπρεπε να ήταν οι κερδισμένοι .

Όμως η θεωρία δεν δίνει καλή εξήγηση για το γιατί μερικοί ενεργοποιοί δεν περιλαμβάνονται στο παιχνίδι και γιατί το μέρος όπου παίζουν είναι επίπεδο .Επίσης ,η θεωρία δεν μας παρέχει έδαφος για να αναλύσουμε το "pasteurization" ως ένα κοινωνικό και τεχνολογικό φαινόμενο ,λαμβάνοντας υπόψη τις ατέλειες ,και αναπτύσσοντας εναλλακτικές .Ίσως για αυτό το λόγο οι κατηγορίες όπως οι φυλές ,τάξη, γένος ,αποικισμός και βιομηχανικά ενδιαφέροντα είναι συνήθως απών από την ανάλυση του ενεργητικού δικτύου .Μία ολόκληρη σειρά ερωτήσεων παραμένουν έξω από τον ορίζοντα του σκελετού.

Για παράδειγμα ,ποίες είναι οι συνέπειες μιας καλλιέργειας από μικρόβια για τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ in-ομάδες και out-ομάδες ; Θέλουμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου το ενδιαφέρον για τα μικρόβια μεταφράζεται σε καρκινογόνα σπιτικά απορρυπαντικά ;Η ,από τους κύκλους της εναλλακτικής ιατρικής που μελετώ ,μετουσιώνει τις πρωτείνες η παστερίωση του γάλακτος και οδηγείται αυτό σε χρόνια αρρώστια ;

Ένα σχετικό πρόβλημα είναι η συνήθεια της θεωρίας ενεργοποιού -δικτύου να εξηγεί την κοινωνική δράση ως μέσο ,δηλαδή ,χωρίς καταφυγή στις μη-οργανικές καλλιεργικές έννοιες που αποδίδονται στη δράση από τους ενεργοποιούς .Σε μερικές θεωρίες ενεργοποιού -δικτύου οι επιστήμονες φαίνονται να είναι σχετικά μιας διάστασης ενεργοποιοί, οι οποίοι είναι κάπου μεταξύ πεινασμένοι δύναμη -τέρατα και λογική "ophimizers" της νεοκλασικής οικονομικής .Με αυτό τον τρόπο η θεωρία συνήθως πέφτει θύμα στις συμπιεσμένες θεωρίες που εκφράστηκαν κατά της ανάλυσης του ενδιαφέροντος του neo-Marxist ,τα οποία έκαναν τους επιστήμονες να ασχοληθούν περισσότερο με το ενδιαφέρον .Το αντίδοτο για αυτή την προσέγγιση είναι μία πιο καλλιεργημένη προσέγγιση που ξεκινάει με τους ιστούς της έννοιας ,στην οποία οι επιστήμονες κρέμονται και οι δικές τους απόψεις του κόσμου .Όμως ,αντίθετα με την ομιλούμενη ανάλυση και την εθνομεθοδολογία ,η ανάλυση δε θα έληγε με τις απόψεις των ενεργοποιών αλλά θα συνδεόντουσαν με μεγαλύτερες κατασκευές και αξίες .Οπότε ,χωρίς να απορρίψουμε τα κατορθώματα της θεωρίας ενεργοποιού -δικτύου ,ισχυρίζομαι ότι οι κοινωνικές μελέτες της επιστημονικής γνώσεις χρειάζονται να πάρουν μια διαφορετική κατεύθυνση που θα τους δώσει δύναμη και να καλλιεργήσουν έναν πιο επιβεβλημένο ρόλο :η δύναμη ,όπως είναι τοποθετημένη στις ιστορικές κατασκευές της τάξης ,φυλή ,γένος και καλλιέργεια ως ένα αμφισβητούμενο σύστημα εννοιών για ενεργοποιούς .Αυτές οι αντιλήψεις αποτελούν βασικά σημεία αναχώρησης για τις καλλιεργικές μελέτες και κρίσιμες κοινωνικές μελέτες και τεχνολογίας.










ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ


Η μελέτη του περιεχόμενου της επιστήμης είναι το αντικείμενο της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης . Όταν μιλάμε για το περιεχόμενο αναφερόμαστε στις θεωρίες στις μεθόδους και της τεχνικές της επιστήμης και της τεχνολογίας που πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με τις ήδη υπάρχουσες .

Μερικές φορές η μελέτη του αντικειμένου περιγράφεται ως ''ανοίγοντας το μαύρο κουτί ''. Στην επιστήμη ένα ''μαύρο κουτί '' ή κάθε επινόηση στη οποία οι εσωτερικοί μηχανισμοί δεν προσδιορίζονται σε αντίθεση με την εισαγωγή και την απόδοση .

Η μελέτη του περιεχόμενου της επιστήμης κρίνετε απαραίτητη και προκαλεί πολλές συζητήσεις . Οι εσωτερικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται για την δημιουργία μιας επιστημονικής επινόησης πρέπει να εξετάζονται και κυρίως να δίνεται προσοχή στις επιπτώσεις αυτών .

Το περιεχόμενο της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν μπορεί να μην έχει άμεση σχέση με τα κοινωνικά ενδιαφέροντα τις αξίες την ιστορία κ.τ.λ. . Κατασκευάζεται από αυτά χαρακτηρίζεται και εξηγείται . Τα δημιουργήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας έχουν ως σκοπό της εξυπηρέτησης του ατόμου έτσι ώστε η ζωή του να γίνεται πιο εύκολη ακόμη και πιο ποιοτική . Πρέπει λοιπόν να προσαρμόζονται στις ανάγκες του ατόμου την κάθε χρονική στιγμή . Βέβαια δεν είναι λίγες οι φορές που αντί να έχουμε την επιστήμη για τον άνθρωπο έχουμε το άνθρωπο για την επιστήμη . Δεν είναι λίγα τα επιτεύγματα εκείνα τα οποία ενώ φαινομενικά ωφελούν τον άνθρωπο στην πραγματικότητα του κάνουν κακό . Για παράδειγμα η τηλεόραση ενώ ψυχαγωγεί και ενημερώνει το άνθρωπο , παράλληλα τον αποξενώνει από τους γύρω του .

Οι κοινωνικές μελέτες του περιεχομένου της επιστήμης χαρακτηρίζονται με τον όρο επικοδομιτισμός . Οι εμπειρικές κοινωνικές μελέτες της σχέσης ανάμεσα στον κοινωνικό κόσμο και το περιεχόμενο της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες που χαρακτηρίζονται από τους εξής όρους : κοινωνικός επικοδομιτισμός , ετερογενής επικοδομιτισμός , και καλλιεργητικός επικοδομιτισμός . Μιλώντας για τον κοινωνικό επικοδομιτισμός αναφερόμαστε στις μελέτες που μεταχειρίζονται τον κοινωνικό κόσμο ως εξωγενή ανεξάρτητο και ευμετάβλητο παράγοντα που δημιουργεί μερικές όψεις του περιεχομένου της επιστήμης και της κοινωνίας .

Η ''ετερογενής '' εποικοδόμηση δεν θεωρεί εποικοδόμηση δεν θεωρεί τον κοινωνικό κόσμο ως εξωγενή παράγοντα αλλά πιστεύει πως το περιεχόμενο της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι κατασκευασμένο με τις κοινωνικές σχέσεις και δομές στην ευρύτερη κοινωνία . Επίσης εξετάζει το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο τεχνικοεπιστημονικές αλλαγές σχηματίζουν καινούργιες μορφές κοινωνικών σχέσεων . Ένα ζήτημα πολύ σημαντικό το οποίο δεν πρέπει να αγνοείται .

Τέλος ο καλλιεργητικός επικοδομιτισμός είναι ένας τύπος ανάλυσης που συμπληρώνει του δύο τελευταίους τύπους . Ερμηνεύει την καλλιεργική έννοια διαφορετικών επιστημονικών παρατηρήσεων και μεθόδων μέσω αναλυτικού σκελετού που προέρχεται από θεωρίες του σημειωτικού φεμινισμού

Στην ιστορία της επιστήμης αφηγητές του επικοδομιτισμού περιγράφουν μια μετάβαση από την κοινωνιολογία Metronian της επιστήμης στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης . Η αφήγηση όμως αυτή δεν είναι ακριβής γιατί η καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης είναι μεγαλύτερη από την Metronian κοινωνιολογία της επιστήμης . Επίσης ο κλάδος έχει υποστεί αλλαγή κατεύθυνσης από καταστρωτικές σπουδές πριν την άφιξη του SKK και η καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης συνεχίζεται μόνη της καλά μετά από τον σχηματισμό και την ανάπτυξη του SKK Είναι καλύτερα να θεωρούμε την καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης και την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης ως δύο παράλληλες ερευνητικές παραδόσεις . Υπάρχει μεγάλη παράδοση στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης που χρονολογείται στις μελέτες κατά την διάρκεια της δεκαετίας 1920-1930 πολλών κοινωνικών θεωρητών .

Το σημείο εκκίνησης της σύγχρονης περιόδου της κοινωνιολογίας των επιστημονικών γνώσεων θεωρείται το σύνολο των ερευνών των βρετανών Michael Mulkay, Harry Collins , Barry Barnes και του David Bloor .

Το κλειδί από κλειδί από τις θεωρητικές αντιλήψεις του κλάδου ήταν τοποθετημένο ενάντια στους θετικούς φιλοσόφους και τους κοινωνιολόγους Metronian Η φιλοσοφία της επιστήμης και η καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης είναι δύο διαφορετικοί κλάδοι έρευνας Οι φιλόσοφοι μαζί με τους καθιερωμένους κοινωνιολόγους γενικά αντέδρασαν αρνητικά στις μεταρρυθμίσεις και τις υποστηρίξεις των ερευνητών του SKK .

Ενώ η κριτική των Metronian μέτρων συνήθως δεν απαντήθηκε , η κριτική για την αποτυχία της Αμερικανικής κοινωνιολογίας της επιστήμης να αναπτύσσει μια κοινωνιολογία γνώσεως , έλαβε μερικές απαντήσεις .Μέχρι την δεκαετία του 1990 υπήρξαν πολλές αναπτύξεις πέρα από την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης , έτσι ώστε το SKK να πάρει μια οπισθική θέση . Σημαντικό ρόλο έπαιξε η έκρηξη των φεμινιστικών ανθρωπολογικών και καλλιεργικών μελετών που κινήθηκαν πέρα από το ενδιαφέρον των αναλυτών του SKK. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε η επιστροφή στην τεχνολογία , την πολιτική το περιβάλλον και την κατανόηση του κοινού για επιστημονικά θέματα . Βασική επιρροή στη δεκαετία του 1990 ήταν τα επιχειρήματα οι αντιλήψεις και η εμπειρική έρευνα των αναλυτών του SKK .

Οι κορυφαίοι θεωρητικοί της συγκρουστικής κοινωνιολογίας είναι ο Randall Collins Restivo . Ο Collins διέκρινε 4 τύπους ρόλων για διανοητικούς και επιστήμονες : πολιτική πρακτική ,ασχολίες διασκέδασης και διδασκαλίας .

Ο Μαρξισμός μαζί με την κοινωνιολογία της σύγκρουσης μοιράζονταν ένα ενδιαφέρον σχετικά με την ανάλυση της εξουσίας στην επιστήμη και τον ρόλο του κοινωνικού επιστήμονα ως κριτικός για το αποτέλεσμα της επιστημονικής σύγκρουσης . Ο Daryn Chubin και ο Restivo ανέλυσαν το ''αδύνατο πρόγραμμα '' που επρόκειτο για μια αναφορά στην αδύνατη επιρροή στη Φυσική . Η αντίληψη αυτή επεξεργάστηκε και αναπτύχθηκε αργότερα από τον Restivo και την Julia Loughlin ως μια κριτική υπέρ του φεμινισμού , τονίζοντας την σημαντικότητα των φεμινιστικών επιστημονικών μελετών που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1980 αλλά αγνοήθηκαν από τα περισσότερα προγράμματα . Παρατηρούμε δε και ομοιότητες στη κριτική κοινωνιολογία του αδυνάτου προγράμματος και τις κριτικές προσεγγίσεις που εμφανίζονται στην ανθρωπολογία .

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκαν μερικά από τα ιδρυτικά έγγραφα στη καινούργια κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης από μια ομάδα ερευνητών στο Endiburg . Η ομάδα περιελάμβανε τους David Bloor , Barry Barnes David Edge Donald Mackenzie . Τα βασικά σημεία του δυνατού προγράμματος στη κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης ήταν 1) αιτιολογία 2) αμεροληψία 3) συμμετρία 4) αυτοπάθεια . Καθένα από αυτά τα στοιχεία έχει επεξεργαστεί και κριθεί . Η αιτιολογία έχει υποστεί τη λιγότερη κριτική . Πρόκειται για ένα είδος ανάλυσης όπου το νόημα ενός κειμένου δεν ''δημιουργεί'' την ύπαρξη του κειμένου ή κοινωνική πράξη με οποιαδήποτε απλό ανθρώπινο τρόπο .

Η αμεροληψία και τα συμμετρικά ενεργά στοιχεία είναι η καρδιά του δυνατού προγράμματος. Το SKK ήταν αμερόληπτο με σεβασμό στην αλήθεια ή το ψέμα τη λογική ή το παράλογο την επιτυχία ή την αποτυχία της γνώσης . Επίσης απαραίτητο στοιχείο , η συμμετρία όπου τα ίδια είδη της αιτίας θα εξηγούσαν αληθινή ή ψεύτικη γνώμη . Από τα δύο αυτά στοιχεία το συμμετρικό ενεργό στοιχείο ήταν ίσως το πιο σημαντικό και αυτό που προκάλεσε πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις . Παρ' όλο όμως τα φιλοσοφικά προβλήματα , το συμμετρικό στοιχείο είναι πολύ παραγωγικό στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης .

Ο Wiebe Bijker χαρακτήρισε τη διανοητική ιστορία της κοινωνιολογικής μελέτης της επιστήμης ως προοδευτικές επεκτάσεις του συμμετρικού ενεργού στοιχείου συμμετρίας μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας ,ενεργού στοιχείου συμμετρίας μεταξύ του αναλυτή και του αναλυόμενου , ενεργού στοιχείου συμμετρίας μεταξύ των ανθρώπων και των μηχανημάτων .

Το αδύνατο πρόγραμμα παρείχε πιθανόν την πρώτη κοινωνιολογική προσανατολισμένη κριτική της θεωρίας των ουδετέρων αξιών που υποβλήθηκε η αμεροληψία και η συμμετρία . Ο Brian Martin και οι συνάδελφοι του αναλύοντας τις γραπτές συμπλοκές μιας αμφισβήτησης ισχυρογνώμων ουδέτερης κοινωνικής επιστημονικής θεωρίας αποκαλύπτουν αυτό που έχει γνωστοποιηθεί ως το κύριο πρόβλημα .

Σε περιπτώσεις αμφισβήτησης ουδέτερης ανάλυσης μέσα στο δυνατό πρόγραμμα η παράδοση συνήθως κυριεύει από την εξωτερική ομάδα . Εάν αυτοί που αμφισβητούν διάβασαν μια ουδέτερη μελέτη με ενδιαφέρον , τότε είναι καλύτερο να εκφράσουμε καθαρά τις προτιμήσεις μας . Το τέταρτο ενεργό στοιχείο , η αυτοπάθεια , αναφέρεται στις προσπάθειες των κοινωνικών επιστημών να παλέψουν με την εποικοδομητική φύση των ερευνών και της θεωρίας τους .

Οι καινούργιες λογοτεχνικές μορφές του SKK περιέλαβαν εύθυμες διακοπές κατά την διάρκεια μιας αφήγησης . Αυτή η τεχνική είναι παράλληλη στις κινήσεις της καινούργιας εθνογραφίας της ανθρωπολογίας του 1980-90 να ενσωματώνει φωνές πληροφοριοδοτών καταγράφοντας τον διάλογο μεταξύ πληροφοριοδότη και ανθρωπολόγου ή παρέχοντας μεγάλα κομμάτια κειμένου στους πληροφοριοδότες .

Ο Collins στη διαδικασία των θέσεων και των απόψεων του αμφισβητήθηκε από πολλούς . Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει το ρόλο το ρόλο των συντελεστών στη ρύθμιση της αμφιβολίας . Ο Collins υποστηρίζει την σχετικότητα . Λεει ότι σε αυτό που υπερέχει είναι η κανονικότητα της καθιερωμένης πίστης μας και κάποια κατά συνέπεια προβάλλεται στο κόσμο . Η σχετικότητα τον απασχολεί .Αδυνατεί να λύσει το πρόβλημα του συμπεράσματος έστω και αν λάβουμε υπόψη ότι παράγοντες χωρίς στοιχεία μπορούν να βρουν λύση . Όμως και αυτή η συνταγή αναιρείται γιατί η επίλυση μιας αμφισβήτησης χρήζει απαραίτητη την ύπαρξη στοιχείων . Ο Collins την τακτική της εξυγίανσης και ο τελευταίος οδηγείται στον τερματισμό της αμφισβήτησης ως προς την κοινωνική της διάσταση .

Την δεκαετία του 50 μια καινούργια επιστήμη ανατέλλει επονομαζόμενη ανθρωπολογία . Μετά από συλλογικές και βαθιές μελέτες καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι κοινωνικοί παράγοντες και οι αποφάσεις αποτελούν συνδετικό κρίκο προκειμένου να κατανοήσουμε τι παράγει η επιστημονική γνώση . Η κατασκευή γεγονότων αποτελεί βάση για τυχόν παρεξηγήσεις . Το γεγονός μπορεί να αναλυθεί ανεξαρτήτως αλήθειας ή ψεύδους . Η διαφορά γεγονότος και παρατήρησης είναι πολύτιμη στους φιλοσόφους . Βασική προϋπόθεση είναι ότι η διερμηνεία θεωριών παρατηρήσεων και γεγονότων είναι αναστρέψιμες . Αυτά έχουν εφαρμογή στα απομνημονεύματα των επιστημών . Οι ερευνητές το 1970-1980 έχουν κοινά στοιχεία προκειμένου για την κατανόηση των παραπάνω γίνεται αναφορά χαρακτηριστικό παράδειγμα .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου