Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Μελέτες για τη Μηχανική (Τεχνολογία)



Μελέτες για τη Μηχανική (Τεχνολογία)


Garry Lee Downey & Juan C. Lucena

Ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της έρευνας σε μελέτες για την μηχανική είναι η παροχή θεμάτων από την καθημερινή ζωη, με κοινωνικά όρια μεταξύ της επιστήμης και της κοινωνίας και μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου. Η γνώση για την μηχανική για παράδειγμα φαίνεται να μην είναι ούτε απόλυτα επιστημονικήή μόνο κοινωνική αλλά κατά κάποιο τρόπο ένας συνδυασμός και των δυο. ¨Οπως μαρτυράει ο όρος “εφαρμοσμένη επιστήμη”, αν και έιναι παραπλανητικός, οι δραστηριότητες που επιφέρουν γνώση στον τομέα της μηχανικής κατέχουν διπλή θέση μέσα και έξω από τον επιστημονικό χώρο. Την ίδια στιγμή, οι εργασίες σε αυτόν τον τομέα συνδυάζουν τον μόχθο με το κεφάλαιο. Οι μηχανικοί καταπιάνονται τακτικά με διφορούμενες έννοιες, προερχόμενες από την διπλή θέση σαν αντικείμενα και αντιπροσωπευτικές της συλλογικής ισχύς. Ετσι αυτές όχι μόνο δημιουργούν εννοιλογικά προβλήματα σχετικά με τις διαχωριστικές γραμμές αλλά επίσης δύσκολα θέματα σε αυτούς.

Οι περισσότερες διαφορές των σπουδών της μηχανικής προέρχονται από αντιπαραβαλλόμενες εξηγήσεις. Σε αυτή την κριτική, ξεκινάμε θεωρώντας τις διαφορετικές ερμηνείες σαν πρωταρχικό έργο, με στόχο να επιφέρουμε πιο παραγωγικό διάλογο. Κεντρικό μας επιχείρημα, είναι ότι οι μελέτες για την μηχανική παρέχουν γόνιμο έδαφος για εξερεύνησηκαι απόδειξη με στοιχεία των ανομοιοτήτων της επιστήμης και του καπιταλισμού.

Περιορίζουμε την εργασία μας με αρκετούς τρόπους. Πρώτον, επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε μελέτες, που εξηγούν πως οι μηχανικοί κατανοούν το αντικείμενο τους. Δηλαδή προσεγγίζουμε αυτή την επιστήμη σαν μια πολιτιστική δραστηριότητα, που πραγματοποιείται από τους μηχανικούς και ψάχνουμε για την έρευνα, που δίνει τις εξηγήσεις αυτών. Ετσι τοποθετούμε το πεδίο της αντίληψης μας στην εξάσκηση τους και περιορίζουμε την μελέτη μας σε εργασίες που έγιναν περίπου τα τελευταία 200 χρόνια. Δεν εξετάζουμε τις εφαρμογές των καλλιτεχνών της Αναγέννησης ή αυτές μετά τον Γαλιλαίο, την πιο βιομηχανική επανάσταση στις διαπραγματεύσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Δεύτερον, παρά την δυσκολία να δώσουμε τους θεμελιώδεις ορισμούς της μηχανικής, διαχωρίζουμε τις μελέτες τις μηχανικής από αυτές της τεχνολογίας, εν μέρει επειδή αυτός ο τόμος περιέχει κεφάλαια τεχνολογικών σπουδών και εν μέρει να διασαφηνίσουμε ότι οι στρατηγικές των διαχωριστικών γραμμών είναι τυχαίες πράξεις αυτής της τοποθέτησης. Ακριβώς επειδή πιστεύουμε ότι η επιστήμη του υπολογισμού βάσει γνωστών στοιχείων προάγει σε εφαρμοσμένη επιστήμη και δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς την γνώση των μηχανικών για την μηχανική, ούτε και οι συλλογισμοί υστερούν από την τεχνολογία σε τεχνολογική γνώση και σχεδίαση. Πιθανός σκοπός στη διάκριση των σπουδών μηχανικής από τις σπουδές τεχνολογίας είναι η αύξηση του συγριτικού διαλόγου μεταξυ των σπουδών της μηχανικής.

Τρίτον, περιορίζουμε τα ενδιαφέροντα μας σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε το 1980, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ενας από εμάς έχει συγράψει μια διατριβή, που εξετάζει λεπτομερώς μια εργασία πριν από το 1980. (Downey, Donovan, &Elliott, 1989). Σύμφωνα με αυτή, μέχρι την τελευταία δεκαετία περίπου, τα όρια της μηχανικής παρείχαν επαρκείς αιτίες για τις υποτροφίες στο STS για να αγνοήσουν τη μηχανική, η τουλάχιστον να την θεωρήσουν αρνητικά κάνοντας τους αδιόριστους καθηγητές να απέχουν από αυτή και κυρίως οποιοδήποτε άλλον που δεν ενθουσιάστηκε από τη διανοητική περιθωριοποίησηκαι την εννοιολογική έλλειψη σπουδαιότητας. Πολλοί υπότροφοι/σπουδαδτές επιχείρησαν να καθιερώσουν υποπειθαρχικές παραδόσεις για την έρευνα στην μηχανική, αλλά αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα.

Τέταρτον, επικεντρωνόμαστε σε εμπειρικές μελέτες της μηχανικής. Κατά την άποψη μας, η περαιτέρω εννοιολογική προαγωγή σε αυτού του είδους τις μελέτες εξαρτάται από τη συνεχή, επιταχυνόμενη ανάπτυξη της εμπειρικής εργασίας.

Η κριτική χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα: στη γνώση της μηχανικής, στη μηχανική τεχνική εργασία, στις μελέτες για τα γένη και στις σπουδές από τους μηχανικούς. Με τις παραπάνω διακρίσεις, ελπίζουμε να βοηθήσουμε αυτούς που τα ενδιαφέροντα τους περιορίζονται σε κάποιες περιοχές. Παράλληλα τονίζεται ότι νομίζουμ πως θα είναι ο τελικός σκοπός στην επόμενη γενιά της μηχανικής: η παρουσίαση των αλληλοσυσχέτισεων μεταξύ της γνώσης και της ισχύς.

Η ΓΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΧΑΝΙΚΗ



Στην ουσία όλες οι έρευνες για την μηχανική έχουν κάποια εννοιολογική θέση για το περιεχόμενο της γνώσης της. Αυτό δεν είναι εύκολο έργο, για το παραδοσιακό πρότυπο που υποτιμά την γνώση της μηχανικής επειδή απλά μια εφαρμοσμένη επιστήμη(βλέπε Boorstin, 1978 ; Dorf, 1974; Lawless, 1977) είναι κατανοητή και προκαλεί τους δυσφημιστές να προφθάσουν με δίκαιες ενναλλακτικές. Πολλές έρευνες έχουν ζητήσει στην πραγματικότητα, να δείξουν ότι η μηχανική δεν προυποθέτει απλά την εφαρμογή της επιστήμης για την παραγωγή τεχνολογίας αλλά έχει ανεξάρτητο περιεχόμενο. Οι ερευνητές τοποθετούνται σε διάφορα σημεία γύρω από την ερώτηση: πώς θα έπρεπε κάποιος να εξηγήσει τη διάκριση ανάμεσα στην επιστήμη της μηχανικής και στο σχεδιασμό της;

Το 1955 μια επιτροπή της Αμερικανικής Εταιρείας για την Εκπαίδευση της Μηχανικής ταξινόμησε τις επιστήμες της σε 6 κατηγορίες:(α) μηχανική των στερεών, συμπεριλαμβάνωντας τη στατική , τη δυναμική και την στερεότητα των υλικών, (β)ρευστομηχανική, (γ) θερμοδυναμική, (δ) μηχανισμούς αναλογίας, περικλείοντας τη θέρμανση, τη μάζα και τη μεταφορά της κτηθείσας ταχύτητας, (ε) ηλεκτρική θεωρία , με τα πεδία τα κυκλώματα και τα ηλεκτρονικά και (στ) φύση και ιδιότητα των υλικών. Η ανωτέρω ταξινόμηση της Α.Ε.Ε.Μ. είχε πολιτική διάσταση: βοήθησε να νομιμοποιηθεί η εκπαίδευση των μηχανικών σε καθεμιά από αυτές τις επιστήμες πέρα από τις βασικές (εννοείται επιστήμες) της χημείας, της φυσικής και των μαθηματικών. Οι περισσότερες μελέτες έχουν διακριθεί από τις φυσικές, βιολογικές και υλικές επιστήμες, αξιώνοντας ότι η μηχανική είναι ένα ευκρινές είδος επιστήμης.

Η εργασία της οριοθεσίας έχει γίνει από ιστορικούς της τεχνολογίας. Για αυτούς η λεπτομερής ειδίκευση της τεχνολογικής γνώσης έχει επίσης βοηθήσει τη νομιμοποίηση της ιστορίας της τεχνολογίας σαν μια ανεξάρτητη δραστηριότητα. Πρωτοπόρος σε αυτή τη κίνηση είναι ο Edwin Layton. Από τότε το 1971 στο άρθρο του, “Είδωλα Διδύμων σε Καθρέπτη : οι ομάδες της επιστήμης και της Τεχνολογίας το 19ο αιώνα στην Αμερική”, ο Layton συστηματικά υπερασπίζεται ότι, ακολουθώντας τον Βarnus (1928α), αυτός ονομάζει το “αλληλεπιδραστικό μοντέλο” της επιστήμης και της τεχνολογίας (Layton, 1971, 1974, 1976, 1984, 1987, 1988α, 1988β).

Η τεχνολογία είναι μια “αυτόνομη, ισότιμη ομάδα”, της οποίας η σχεση με την επιστήμη είναι “συμβιωτική και, αλληλεπιδραστική” (Layton, 1987, σελίδα 598). Οι μηχανικοί ενδιαφέρονται για αυτό το “μοντέλο”. Σύμφωνα με τον Layton, οι επιστήμες της μηχανικής χωρίζονται σε δυο διαφορετικούς τύπους: (α) τις “λιγότερο ιδανικές φυσικές επιστήμες”, όπως την ρευστομηχανική, που μετέτρεψε την εμπειρική επιστήμη της υδραυλικής, ενσωματώνοντας τη μελέτη του ιξώδες και (β) τις επιστήμες που ψάχνουν “να αποκτήσουν μια επιστημονική αντίληψη της συμπεριφοράς των τεχνητών μηχανημάτων”, όπως τις αναλογίες της θερμοδυναμικής που προάγουν τα ιδανικά μοντέλα θερμάστρων. (Layton, 1984, σελ.10, βλέπε επίσης Bohmeetal, 1978, σελ.240).

Η πιο πλήρης προσπάθεια λεπτομερής ανάλυσης του περιεχομένου της μηχανικής είναι η εργασία του Walter Vincenti (1979, 1982, 1984, 1986, 1988, 1990). Βλέποντας τη θεωρητική γνώση σαν συστατικό της σχεδίασης των μηχανικών, ο Vincenti (1990, σελ.207-224) προσθέτει μαθηματικές μεθόδους και θεωρίες στη διάκριση του Layton, ποικίλοντας από την αναλυτική γεωμετρία στους αλγορίθμους των υπολογιστών. Ακόμα παραθέτει κάποια μηχανήματα που σχετίζονται με όργανα για τη θεωρία, συμπεριλαμβάνοντας αυτά για συγκεκριμένες προσεγγίσεις (θεωρία της ακτινοβολίας, παρουσίαση των τρανζίστορ), φαινομενολογικές θεωρίες και ποσοτικές υποθέσεις.

Μερικές μελέτες έχουν εξερευνήσει την γένεση και την πρώιμη εξέλιξη των επιστημών της μηχανοκής στο 19ο αιώνα. Ο David Channell (1989) προσφέρει μαι περιεκτική βιβλιογραφία από ουσιώδεις εργασίες και ιστορικά στοιχεία πάνω στη εφαρμοσμένη μηχανική, στη θερμοδυναμική και στη μετάδοση θερμότητας καθώς και στην μηχανική των υγρών. Ο Channell (1982, 1984, 1986, 1988) επίσης περιγράφει πως ο Rankine συνειδητά τοποθέτησε τη μηχανική ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα “με τέτοιο τρόπο που δεν θα απειλούσε τους επιστήμονες και... θα απέφευγε τον ανταγωνισμό με τα γραφεία των Πολιτικών Μηχανικών ή τα εργαστήρια των μηχανολόγων μηχανικών ή κάθε επέμβαση με τη συνηθισμένη πρακτική των σπουδαστών ή των μαθητευόμενων” (Channell, 1982, σελ.45). στο πρώτο του κάλεσμα για τεχνολογικές έρευνες, ο Edward Constant (1983) δείχνει πως η εξέλιξη και η χρήση των δυναμομέτρων συνείσφερε στην ανάπτυξη της Μηχανικής. Ο Eda Kranakis (1982) εξηγεί πως η αντλία, ένα μηχάνημα του 19ου αιώνα για την παροχή νερού στις ατμομηχανές, συνείσφερε σημαντικά στην θερμοδυναμική.

Ο Ronald Kline (1987) ερευνά πως οι ηλεκτρολόγοι μηχανικοί μετετρέψαν την ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Μaxwell για να δημιουργήσουν μια θεωρία ενός ηλεκτρομαγνητικού μηχανήματος, το επαγωγικό μοτέρ. Στο τέλος ο Rosenberg και ο Vincenti (1978) δίνουν σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της μεθόδου για τη μεταβολή των παραμέτρων. Ο Vincenti (to 1982) περιγράφει τη θεωρία για τον έλεγχο του όγκου και ο Layton (1988β) τη χρήση των παραμέτρων.

Ο Terry Reynolds (1986) αναλύει την χημική μηχανική ερευνώντας τις προσπάθειες των χημικών για να ξεχωρίσουν τις γνώσεις τους απο την αναλυτική χημεία. Ο Bruce Seely (1984,1988) εξετάζει την αποτυχημένη διατριβή των Μηχανικών για τους δημόσιους δρόμους κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.Παρατηρώντας την καριέρα του Irving Langmuir στην εταιρεία General Electric, o Leonard Reich (1983) παραθέτει τις δυσκολίες των ερευνητών της βιομηχανίας, που δεν θεωρούνται ούτε επιστήμονες ούτε μηχανικοί.O Joan Bromberg (1986) εξηγεί πως οι ηλεκτρολόγοι μηχανικοί βοηθούν τους φυσικούς, εφαρμόζοντας την ανάλυση των κυκλωμάτων στην κατανόηση των lazer.

Αρκετά διεθνή αρχεία παρουσιάζουν με κάθε λεπτομέρεια την εξέλιξη των θεωριών της μηχανικής. Για παράδειγμα ο Stephen Timosenko (1953)εξετάζει διάφορες θεωρίες για την αντοχή υλικών. Ο Issac Todhunter (1960) διάφορες θεωρίες της ελαστικότητας σε σχέση με την ισχυ των υλικών. Ο T.M. Charlton (1982) τη θεωρία των κατασκευών και ο Donald S.L. Cardwell (1971) τις θεωρίες της θερμοδυναμικής. Για περισσότερη ανάλυση στον τομέα της μηχανικής, σας παραπέμπουμε στις αναφορές του Standenmaier (1985), του G. Wise (1985) και του A. Keller (1984), του Sladovich (1991) και σε άρθρα και βιβλία του περιοδικού “Τεχνολογία Και Πολιτισμός”. Επίσης στην εξαιρετική διατριβή πάνω στην ιστορία της εξάσκησης της μηχανικής και των ιδρυμάτων.

Μια άλλη πηγή πληροφοριών είναι η φιλοσοφία της τεχνολογίας, που ερευνά την διάκριση της αντιληπτής δομής στη θεωρία της μηχανικής τουλάχιστον από το 1966, που έγινε η δημόσια συζήτηση ανάμεσα στον Mario Bunge, στον Joseph Agassi και στον Henry Skolimowski σχετικά με το αν η τεχνολογία πρέπει να θεωρείται εφαρμοσμένη επιστήμη. Ο Bunge απέδειξε (το 1966) πως η θεωρητική επιστήμη διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από την εφαρμοσμένη, ενώ ο Agassi (το 1966) ανέφερε τη διαφορά της εφαρμοσμένης γνώσης από την τεχνολογία. Επίσης την ίδια χρονιά ο Skolimowski ισχυρίστηκε ότι η επιστήμη έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνική εφαρμογή. Προτείνουμε το σύγγραμμα του Michael Fore's (1988), μια αναθεώρηση της γενικής ιδέας της επιστήμης της μηχανικής με αναφορές από τον Layton (1988α) και τον Channell (1988). Eπίσης την προσεχή θεωρία της τεχνολογίας του Joe Pitt's, την κριτική του Downey και άλλες (1989). Τέλος τις ετήσιες εκδόσεις “Έρευνα Στη Φιλοσοφία Της Τεχνολογίας”. Ενας επιστημονικός φιλοσοφος , ο Ronald Laymon (1989,σελίδες 353-355 ) εξετάζει τις τακτικές των μηχανικών , που χρησιμοποιούν την “εξιδανίκευση” για να “καταφέρουν την αναποφευκτη δυσκολία” η οποία πηγάζει από την εφαρμογή επιστημονικών θεωριών σε προβλήματα σχεδιασμού.

Η έρευνα για την σχεδίαση χωρίζεται περιπου σε τρεις περιοχές : στον καθορισμό των ορίων , στην κατασκευή και στις ερμηνείες του δικτύου εργασιών . Καθε περιοχή παρέχει ευκρινείς προσεγγίσεις στην κατανόηση του ρόλλου των οπτικών παραστάσεων στη γνώση της μηχανικής και της εφαρμογής .

Αρχηγός , στην πρώτη περιοχή ξαναείναι ο Vincenti (1990 , σελίδα 207- 225 ) , που αναγνωρίζει πέντε κατηγορίες για τον σχεδιασμό των γνώσεων . Αυτές περιλαμβάνουν : (α) θεμελίωδεις έννοιες σχεδίασης , που καθορίζονται στους όρους της μηχανικής , οπως οι κεντρικές λειτουργικές αρχές των στατικών κατασκευών (γέφυρες) ή μηχανές δυναμικής (π.χ. αεροσκάφη ) , (β) κριτήρια και λεπτομέρεις όρους , (γ) ποσοτικά δεδομένα , περιλαμβάνοντας φυσικές σταθερές , τις ιδιότητες των υλικών και παράγοντες ασφαλείας , (δ) πρακτικές μελέτες , π.χ. οι γνώσεις που αποκτώνται από τα ατυχήματα και (ε) όργανα σχεδιασμού (π.χ. διαδικασίες κατασκευών ) . Ο David Billington θεωρεί ότι υπάρχουν διακριτικά αισθητικά χαρακτηριστικά στις κατασκευές της μηχανικής , ενώ ο Baynes και ο Pugh (1981) επεξεργάζονται ότι ονομάζουν “τέχνη των μηχανικών”. Ο E. Ferguson (1982) ασκεί κριτική στην αντικατάσταση των οπτικών γνώσεων (της μηχανικής ) του 20ού αιώνα με τις αναλυτικές γνώσεις .

Οι μελέτες για τις κατασκευές περιγράφουν τις μεθοδολογίες σχεδιασμού των μηχανικών, όπως σχηματίζονται με διάφορους τρόπους από τις κοινωνικές μελέτες. Π.χ. ο Louis Kemp (1986) αποδεικνύει με έγγραφα τις αισθητικές συνεισφορές στις πόλεις από τους σχεδιαστές βάσει των μεθόδων σχεδίασης των μηχανικών των αυτοκινητοδρόμων. Ο Larry Owens (1986) εξετάζει την πρώτη εργασία τουVannevar Bush σχετικά με τον διαφορικό αναλυτή και πώς “(αυτή) ενσωμάτωσε την εξέλιξη της μηχανικής στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας” (σελ. 95).Ο L.L. Bucciarelli (1988) περιγράφει τη μηχανική πορεία σχεδίασης σαν μια ατελείωτη σειρά από επαναληπτικές εντολές. Ο Frederick Lighthall (1991) κάνει μια αναφορά στην αποτυχία των μηχανικών του για να προβλέψει την αποτυχία O-ring στο “Challenger” από ανεπαρκή εξάσκηση στις στατιστικές μεθόδους. Η Diana Forsythe (1993α,1993β) αναλύει την εξέλιξη της “μηχανικής γνώσης”, την πρακτική της μεταβίβασης των γνώσεων από τους εμπειρογνώμονες στα εμπειρα συστήματα. Ο Gary Downey (1992α,1992β,1992γ στον τύπο α)αποδεικνύει πως οι δημιουργοί των τεχνολογιών CAD / CAM (σχεδίαση μέσω Η/Υ και κατασκευή μέσω Η/Υ) “αντιγράφουν τις δραστηριότητες σχεδίασης με κωδικό σε υπολογιστή και μετά τις μετατρέπουν, παρεμβάλοντας το CAD και CAM”.

Οι μελέτες του δικτίου των εργασιών παρουσιάζουν τις ενέργειες της σχεδίασης στη μηχανική σαν κείμενες πρακτικές εξασκήσεις με τεχνικό και μη τεχνικό περιεχόμενο μαζί. Ο John Law χρησημοποιεί τον όρο “ετερογενή μηχανική” (Law, 1986β, 1987α, 1987β) που περιέχει μια δυαδική αντίληψη και έχει πολιτική σημασία. Ισχυρίζεται ότι είναι προϊόν ετερογενών παραγόντων και θεωριών και ότι όλες οι δραστηριότητες που αφορούν τα σχέδια στην τεχνολογία είναι μορφές της μηχανικής . Ο Michel Callon (1980α , 1980β ,1986α ) εισήγαγε αυτό το επιχείρημα περιγράφοντας πως οι Γάλλοι μηχανικοί σχεδίασαν ένα ηλεκτρικό και ταυτόχρονα δημιούργησαν την υποδομή μέσα στην οποία αυτό θα δούλευε. Ο Law και ο Callon (1988 , σελ. 284 , βλ. επισης Law , 1988 ) ακόμα θεωρεί ότι οι μηχανικοί είναι " μηχανικοί - κοινωνιολόγοι " , δηλαδή " δεν είναι άτομα που κάθονται στα σχεδιαστήρια και σχεδιάζουν μηχανήματα " αλλά είναι " κοινωνικοί ιδεολόγοι " που σχεδιάζουν κοινωνίες ή κοινωνικά ιδρύματα για να προσαρμόσουν τα μηχανήματα . Αυτοί οι ισχυρισμοί φανερώνουν ότι τα τεχνικά εγχειρίδια ή τα σχέδια για πυρηνικούς σταθμούς συνεπάγονται ανθρώπινες πρωτοβουλίες σχετικά με την κατάλληλη κοινωνική υποδομή , την φύση των κοινωνικών ρόλων και πως πρέπει αυτοί να διανεμηθούν .

Ο Bruno Latour (1987 ,σελ. 104 ) επανερμηνεύει την έκθεση του Lynwood Bryant 's ( 1976) σχετικά με την εξέλιξη της μηχανής με πετρέλαιο. Ανιχνεύει τις αρχικές επιτυχίες και τις μετεπείτα αποτυχίες του Rudolf Diesel , δημιουργώντας συνδετικούς κρίκους με την θερμοδυναμική του , με επενδυτές και με πιθανούς χρήστες . Η Susan Leigh Star (1990 ) κάνει μια αναφορά στο πως οι μηχανικοί χρησιμοποιούν τα προγράμματα CAD (σχεδίαση με τη βοήθεια του Η/Υ ) για να κάνουν τα chips για τα κομπιούτερ ( σελ. 128) . Η Kathrin Henderson (1991α , 1991β ) κάνει μια παρουσίαση των οπτικών εφαρμογών επικοινωνίας των μηχανικών . Δίνει σημασία στα σχεδιαγράμματα και στα ηλεκτρονικά προγράμματα , που λειτουργούν σαν "μηχανήματα της στρατολογίας " , οργανώνοντας κοινωνικά τους εργάτες και την εργασία .

Μια πιθανή περιοχή ανάπτυξης που προϋποθέτει τη μηχανική επιστήμη και το σχεδιασμό γι'αυτή, είναι οι νέες προσεγγίσεις στο γνωστικό περιεχόμενο της εκπαίδευσής.Το κλασσικό επιχείρημα του Noble (1977) περιγράφει τη μορφή και το περιεχόμενο της μηχανικής παιδείας σαν ένα "κύριο κανάλι συλλογικής ισχύς "παρέχοντας" τις άμεσες ανθρώπινες ανάγκες της βιομηχανίας και τις μεγάλες απαιτήσεις της συνεχούς ανάπτυξης"(σελ. 47,170). Η μελέτη του Carlson (1988) για τις ακαδημαϊκές επιχειρήσεις στο ΜΙΤ μαρτυράει ότι οι ανώνυμες εταιρείες απλά "δεν μπορούσαν να ζητήσουν μηχανικούς από σχολές μηχανικής" και οι συνδετικοί κρίκοι της μηχανικής παιδείας και της βιομηχανίας "χαρακτηρίστηκαν από μια σύγκρουση αξιών και προσδοκιών"(σελ. 396 ). Ομοίως ο Downey βρίσκει "θεωρητικό κενό μεταξύ των αντιλήψεων του μηχανικού ελέγχου και του συλλογικού" , για να δείξει πως τα βιογραφικά ενδυναμώνουν τους μηχανικούς μετακινώντας τους στα όρια μεταξύ ατόμων και μηχανών. Σε προσεχή εργασία από μελέτη 3 ετών ο Downey,ο Hegg και ο Lucena εξηγούν πως το γνωστικό περιεχόμενο της επίλυσης μηχανικών προβλημάτων δημιουργούν διαμάχες σύμφωνα με το γένος, τη φυλή και τα ταξικά χαρακτηριστικά.

Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΑΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Τα τελευταία δέκα χρόνια, όπως επισημαίνει ο Chris Smith (1991) σε μια κριική έκθεση, “υπάρχει μια αληθινή έκρηξη ενδιαφέροντος στην τεχνική εργασία” (σελ. 452). Οι έρευνες στη μηχανική σαν μια μορφή τεχνικής εργασίας γενικά επικεντρώνονται στους κοινωνικούς μηχανισμούς και στις μεθόδους, που διαμορφώνουν και καθοριίζουν τη θέση των μηχανικών ώς εργάτες. Έξοχες κριτικές του Peter Whalley (1991), του Peter Meiksins και του Chris Smith (1991) αναγνωρίζουν πολλά από τα ευμετάβλητα θέματα της έρευνας. Μια σημαντική μεταβολή στην έμφαση έχει διαδραματιστεί, απο την επικέντρωση των μηχανικών ως επαγγελματίες, σε αναλύσεις ταξικού χαρακτήρα και σε εμπλοκές τους σε βιομηχανικούς οργανισμούς. Ενώ ο πρώτος κριτικός, όπως ο Whalley (1991, σελ.193) περιεκτικά παραθέτει “κυρίως ότι έχει Αγγλοαμερικανική επιρροή”, ενώ ο δεύτερος “έχει Ευρωπαϊκή και Μαρξιστική”, η πιο σπουδαία πρόσφατη τάση είναι ένας πολλαπλασιασμός των περιγραφών, βασιζόμενες σε διαφορετικές κατηγορίες.

Από το 1950 μέχρι τς μέσα του 1970, οι ερευνητές τυπικά θεώρησαν ως δεδομένο την κοινωνική θέση των μηχανικών σαν μια αυτόνομη, ή ελεύθερη, επαγγελματική κατάσταση παρόμοια με τους επαγγελματίες στη νομική, τη θεολογία και την ιατρική και έψαξαν για απαντήσεις στο ερώτημα: Τι γίνεται με τους επαγγελματίες μηχανικούς που εργάζονται σε οργανισμούς; Αυτοί είναι μια διαφορετική μορφή επαγγελματιών, δηλαδή οι οργανωτικοί επαγγελματίες. Όταν ήρθε στο φως αυτή η απάντηση αποτέλεσμα ήταν η υπονόμευση της λειτουργικής μελέτης τους (βλέπε Downey κ.α., 1989, για μια λεπτομερής αναφορά της εργασίας στις ΗΠΑ). Εκείνη την εποχή, εντούτοις σύμφωνα με τον Whalley (1991) αναπτύσσεται μια καινούργια κοινωνιολογία από επαγγέλματα με στόχο την περιγραφή για την αυτονομία και την τοποθέτησή τους σε υψηλή κατηγορία. Αυτή η προοπτική χρησιμοποίησε το επιχείρημα του Weberian, οτι δηλαδή η τοποθέτηση κάποιου σε μια κατηγορία εξαρτάται από τις ικανότητες που κατέχει. Θεώρησε τις επιστήμες σαν επαγγέλματα, που έχουν σπάνιες και σημαντικές γνώσεις, διαθέτουν ισχύ, αυτονομία, και υψηλή κοινωνική θέση.

Οι Μαρξιστικές εκθέσεις έχουν εξελιχθεί μαζί με την επαγγελματική κοινωνιολογία και προσδίδουν τελείως ταξικούς χαρακτηρισμούς στους μηχανικούς. Πριν από το 1970, οι περισσότερες μελέτες του Μαρξ περιγράφουν τους μηχανικούς σαν υπαλλήλους γραφείου, που ελάμβαναν μεγάλους μισθούς και είχαν στενές σχέσεις με τη διοίκηση. Μια προσπάθεια σκέψης, που αναπτύχθηκε από Γάλλους κοινωνιολόγους, ιδίως από τον Serge Mallet (1975), θεώρησε ότι οι τεχνικοί ήταν μέρος μιας “νέας εργατικής τάξης”, που είχαν δυνατότητες για ενεργό δράση. Όμως η γρήγορη αύξηση του αριθμού τέτοιων εργατών πήγαινε ενάντια στη συνοδευτική “θέση του προλεταριάτου” (Braverman, 1974). Αυτή υποστήριζε ότι οι εργάτες που δούλευαν σαν υπάλληλοι γραφείου ήταν “άπειροι” και εξαναγκάζονταν να συγχωνευθούν με μια αναπτυσσόμενη εργατική τάξη (Whalley, 1991, σελ.196). Το σημαντικό εννοιολογικό πρόβλημα στην ανάλυση του Μαρξ ήταν να υπολογίσει σε μία αυξανόμενη μέση τάξη εργατών.

Οι αναφορές του Weberian και του Μαρξ για τους μηχανικούς έχουν συγκλίνει στο πρόβλημα υπολογισμού του ασαφή ζαρακτήρα της μεσαίας τάξης των μηχανικών σαν τεχνικοί εργάτες. Μια σημαντική συνεισφορά στην αύξηση ενδιαφέροντος στα ταξικά χαρακτηριστικά τους ήταν μια μεγάλη συγκριτική ανάλυση σε 3 βιομηχανοποιημένες χώρες. Αυτή διεξάχθηκε από τρεις απόφοιτους του Πανεπιστημίου της Columbia ύπο την επίβλεψη του Allan Silver: από τον Peter Whaller (1984, 1986, 1987, 1991) στη Μεγάλη Βρετανία, από τον Robert Zussman (1984, 1985) στις ΗΠΑ και από τον Stephen Crawford (1989, 1991) στην Γαλλία. Ο αρχικός αντικειμενικός σκοπός ήταν να υπολογίσουν τους υπαινιγμούς μιας διεθνούς αλλαγής σε μια μεταβιομηχανική οικονομία, που βασιζόταν στην επιστήμη. Εντούτοις, συγκρίνοντας την εργασία και τις κοινωνικές θέσεις των μηχανικών σε βιομηχανικές εταιρίες χαμηλής τεχνολογίας με εκείνες της υψηλής, κάθε μελέτη πραγματικά αποσυγχωνεύει το ερώτημα της μεταβιομηχανοποίησης, βρίσκοντας ελάχιστες διαφορές μεταξύ των δύο. Η παραπάνω περίπτωση τονίζει τις αντιθέσεις στις εθνικές παραδόσεις και δίνει βαρύτητα στην σύγκριση σαν μια μέθοδος διατύπωσης και αποτίμησης των εναλλακτικών περιγραφών για τα ταξικά χαρακτηριστικά των μηχανικών.

Η κατανόηση των αντίθετων εθνικών εμπειριών των μηχανικών μπορεί επίσης να βοηθήσει κάποιον να αντιληφθεί τα εθνικά υποδείγματα της έρευνας στη μηχανική σαν μια τεχνική εργασία. Ο όγκος της έρευνας πάνω στον ρόλο των επαγγελματιών στους οργανισμούς έχει διεξαχθεί στις ΗΠΑ, όπου ο όρος “επαγγελματίας” έχει ορισθεί κυρίως σαν μια επαγγελματική ταξινόμηση (Whalley, 1991, σελ.202). Δηλαδή στην ένταση ανάμεσα στους εργάτες και στη διοίκηση, οι μηχανικοί καθαρά επιπίπτουν στην πλευρά της διοίκησης. Οι ενέργειες του Wagner και των Taft-Hartley τους έθεσαν εκτός των νόμων της αγοράς και εφοδιασμένοι με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, χρησιμεύουν σαν τεχνικοί-ειδικοί μέσα στις εταιρίες. Ακόμα, οι μηχανικοί στις ΗΠΑ έχουν οργανωθεί σε σωματεία, αν και είναι σημαντικό ότι αυτα δεν αποκλείουν τα συλλογικά συμφέροντα.

Π.χ. ο Edwin Layton στην επανέκδοση του “Revolt of the Engineers” (1986) καταγράφει πως η συντηρητική ελίτ των σωματείων στην αρχή του 20ου αιώνα κατάφερε να υπερισχύσει άναντι της επαγγελματικά σκεπτόμενης ελίτ για την καθιέρωση της μηχανικής σαν ένα αυτόνομο επάγγελμα. Έτσι οι εταιρίες έγιναν ένα προνομιούχο μέρος για να εξεταστούν οι πολιτικές τοποθετήσεις των Αμερικανών μηχανικών και να εξελιχθεί η μηχανική σαν επάγγελμα. (π.χ. Downley κ.α., 1989, σελ.207-208, McMahon, 1984, Reynolds, 1983, Sinclair, 1986). Η εκπαίδευση της μηχανικής στις ΗΠΑ επίσης βασίζεται στην επαγγελματική πρόοδο των Αμερικάνων μηχανικών. (Bezilla, 1981, Gordon, 1982, McMath, 1985, Ochs, 1992, Wildes & Lindgren, 1985). Η έρευνα στις διοικητικές μελέτες επικεντρώνεται σε τάσεις ανάμεσα στις ατομικές επαγγελματικές κατευθύνσεις των μηχανικών και στις οργανωτικές των υπαλλήλων τους. (Bailyn, 1980, 1985, Bailyn & Lynch, 1983, Kunda, 1992, Raelin, 1986)

Μια περιεκτική φιλοσοφική λογοτεχνία στην ηθική της μηχανικής ψάχνει να απαριθμήσει τις ηθικές αρχές για να καθοδηγήσει τους μηχανικούς, δεδομένου της κοινωνικής κατάστασής τους σαν επαγγελματίες επιστήμονες. (π.χ. Baum, 1980 ; Baum & Flores, 1980 ; Davis, 1991 ; Downey κ.α., 1989, σελ.202-203 ; Flores, 1989 ; Johnson, 1989 ; Layton, 1985 ; Martin & Schinzinger, 1989 ; Schaub & Pavlovic, 1983 ; Unger, 1982,1989). Ο ρόλος του στρατου στη διαμόρφωση της Αμερικανικής μηχανικής και των σύγχρωνων εμπλοκών στις στρατηγικές μετατροπής του ψυχρού πολέμου, αξίζουν μέγιστης προσοχής (π.χ. Markusen & Yudken, 1992)

Ακόμα είναι φανερή η αύξηση του ενδιαφέροντος στις κατηγορίες. Ο David Noble (1977, 1979, 1984) παρουσιάζει λεπτομερώς τους Αμερικανούς μηχανικούς σαν εξοικειωμένους υπηρέτες του κεφαλαίου, ενώ ο David Stabile (1984) χρησιμοποιεί τις εμπειρίες των μηχανολόγων μηχανικών κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα για να τους περιγράψει ως “τοποθετημένους σε μια αντιπαραβαλλόμενη κατάσταση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου”. Ο Robert Zussman (1984, 1985) πιστεύει οτι οι επαγγελματικές ταυτότητες των μηχανικών κατανοούνται καλύτερα μέσω της εξέτασης της καριέρας καθενός. Δηλαδή το συλλογικό προϊόν της σταδιοδρομίας τους και της οικογενειακής τους ζωής σε περιοχές με εργάτες, είναι μια “μέση εργατική τάξη”, μια αντίληψη που άμεσα αμφισβητεί την Μαρξιστική θεωρία.

Σε μια ενδιαφέρουσα εργασία πάνω σε αυτό το θέμα, ο Peter Meiksins είναι ο πλήρης υποστηρικτής μιας εναλλαγής από το επάγγελμα στην τάξη. Σε μια μελέτη-έρευνα με τον James Watson, αυτός ισχυρίζεται ότι οι μηχανικοι ενδιαφέρονται λιγότερο για την επαγγελματική αυτονομία παρά για το τεχνικό περιεχόμενο της εργασίας τους. Συμπεραίνουν ότι οι ερευνητές “χρειάζεται να μετατοπίσουν το κέντρο των ερευνών τους (μακριά από θέματα όπως η επαγγελματική αυτονομία) προς τη φύση της ίδιας της δουλειάς τους.” (Meiksins & Watson, 1989 ; Watson & Meiksins, 1991, σελ.165 ; βλ. Επίσης Meiksins, 1982). O Meiksins (1986, 1988) εξηγεί την άνοδο και την πτώση του Αμερικάνικου Σωματείου Μηχανικών κατά τη διάρκεια του 1920, σαν το προϊόν μιας συμμαχίας μεταξύ των εκλεκτών της προοδευτικής τάξης και των μηχανικών (που είναι τα συνηθισμένα μέλη του σωματείου) που για ταξικούς λόγους διαλύθηκε. (βλ. Sinclair, 1986). Σε πρόσφατη συνεργασία με τον Chris Smith (Meiksins & Smith, 1991, στον τύπο Smith & Meiksins, 1992), o Meiksins περιγράφει αναλυτικά τα ταξικά χαρακτηριστικά της μηχανικής στην Αμερική σε συγκριτική προοπτική.

Στην Μεγάλη Βρετανία, οι μηχανικοι θεωρούνται σαν τεχνίτες υψηλής κοινωνικής θέσης παρά σαν διοευθυντές με αυτονομία. Οι Βρετανικές εταιρίες έχουν δώσει λίγη προσοχή στα επαγγελματικά διαπιστευτήρια. Το κράτος έχει παίξει μικρό ρόλο στην εκπαίδευση της μηχανικής και οι μηχανικοί διαλέγουν συντεχνίες παρά οργανισμούς. Η επιτυχία βασίζεται περισσότερο στην απόκτηση τεχνικών ικανοτήτων παρά σε επιστημονική κατάρτιση, παράγοντας ένα σύστημα που τώρα αμφισβητείται από την εξάπλωση της υψηλά τεχνολογικής βιομηχανίας. Ακόμα, παρά το συγκριτικά χαμηλό “status” τους (βλ. Buchanan, 1983, για την ιστορία των μηχανικών στη Μεγάλη Βρετανία), οι μηχανικοί συνεχίζουν να ενδιαφέρονται με διάφορους τρόπους και σε διάφορες εποχές για τις πιθανότητες και τις αμφιλογίες της επαγγελματικής τους θέσης.

Πολλές από τις έρευνες στη Βρετανία συνεχίζουν να ασχολούνται με το αμφισβητίσιμο του επαγγελματισμού. Π.χ. ο ιστορικός R.A.Buchanan, εξετάζει την ιστορία του Βρετανικού επαγγελματος της μηχανικής με εργασίες σχετικά με τους Πολιτικούς Μηχανικούς (1983), την εξέλιξη των ινστιτούτων (1985α), την πρόοδο της επιστημονικής μηχανικής (1985β), τον ρόλο των μηχανικών στην αποικιακή “αυτοκρατορία” (1986), τους μηχανικούς και την κυβέρνηση (1988) και κυρίως πρόσφατα μια πιο κατανοητή ιστορία (1989). Στα ίδια πλαίσια κυμαίνονται οι W.J.Reader (1987) και Judy Slinn (1989). Οι κοινωνιολόγοι Ian Glover και Michael Kelly (1987) περιγράφουν πως η μηχανική εξελίχθηκε σαν “επάγγελμα” στα συμφραζόμενα του “επαγγέλματικού ιδεώδους”. Όπως συνοψίζεται από τον Chris Smith (1991), αυτό το σχέδιο είναι μέρος μιας συλλογικής προσπάθειας “βρετανών διευθυντών” για να ανοικοδομήσουν την Βρετανική οικονομία, επανατοποθετώντας τους μηχανικούς στο κέντρο των κατασκευαστικών εταιριών. Επιχειρώντας να μάθουν από το εξωτερικό, αναγνωρίζοντας “τις καλύτερες πρακτικές” άλλων χωρών, αυτή η κίνηση στοχεύει να ανασχηματίσει τη Βρετανική διοίκηση βάσει Γερμανικών προτύπων. (Child κ.α., 1983 ; Mutton & Lawrence, 1981 ; K.McCormick, 1988).

Αναρίθμητες εργασίες αποδίδουν την οικονομική παρακμή της Βρετανίας, εν μέρει στην υπερβολική έμφαση που δίνεται στην εξάσκηση των δεξιοτήτων των μηχανικών (Ahlstrom, 1982 ; Albu, 1980 ; Barnett, 1986 ; Locke, 1984 ; Wiener, 1985). Κάποιοι δικαιολογούν την παραπάνω άμφαση (π.χ. ο Robertson, 1981). Σε δύο πρόσφατες εμπορικές μελέτες, ο Colin Divall (1990, 1991) ισχυρίζεται ότι οι εταιρίες σημαντικά επηρρέασαν την ανάπτυξη της εκπαίδευσης στη Μηχανική καθώς και την μεταβαλλόμενη σειρά μαθημάτων μεταξύ της επιστήμης αυτής και του σχεδιασμού (βλ. Επίσης K.McCormick, 1989).

Στην περίπτωση της Βρετανίας, η εργασία σχετικά με τις τάξεις των ατόμων παραλληλίζεται και αποτελείται από μια διαμάχη ανάμεσα στις θεωρίες του Weber και του Marx. Από την πλευρά του Weber, ο Peter Whalley έχει κάνει μια παρατεταμάνη μελέτη, που συνδέεται με τις πρόσφατες κοινωνικές σπουδές της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αρχικά, συζητώντας πιο γενικά για την ανάγκη θεώρησης των θέσεων των μηχανικών στην αγορά εργασίας, ο Whalley (1986) υποστηρίζει σε μια εκτεταμένη διατριβή ότι οι Βρετανοί μηχανικοί αναπτύσσουν μια πιο γενική κατηγορία “έμπιστων εργατών”. Συνεχίζοντας ότι τα επαγγέλματα είναι “κοινωνικά κατασκευασμένα επιτεύγματα” (Whalley, 1987, σελ.3), βρίσκει την εκτενή εθνική σύγκριση μια απαραίτητη στρατηγική για την αναγνώριση των πρακτικών διακρίσεων, που επινοεί η κάθε παράδοση για τον ορισμό των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στους έμπιστους εργάτες, όπως μεταξύ των επαγγελμάτων και των σταδιοδρομιών, των εργασιών και του προσωπικού, και των απαλλαγμένων και μη. Η προσέγγιση του Whaller ακόμα υποστηρίζει την επέκταση της ανάλυσης των τεχνικών-εργατών σε ποιοτικό επίπεδο, επειδή κάθε περιορισμός που διατυπώνεται δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μια “τεχνική αναγκαιότητα”, αλλά σαν ένα “πολιτικό επίτευγμα” (Whalley, 1991, σελ.210).

Από την Μαρξιστική πλευρά, ο Chris Smith (1991, σελ.457) ασκεί κριτική στις ταξικές εκθέσεις που βασίζονται στην αγορά. Τις θεωρεί περιγραφές “στηριζόμενες στις συνθήκες”, οι οποίες μπορούν εύκολα να εξετάσουν τα επιφανειακά χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητες που αποζητά η “οικονομική διαμάχη ανάμεσα στο προσωπικό και στην διοίκηση”. Σε μια μεγάλη αναφορά της Βρετανικής τεχνικής εργασίας, που χρησιμοποιεί κάποια κοινωνιολογικά δεδομένα στη Βρετανική Αεροδιαστημική ο Smith το 1987 υποστηρίζει ότι οι εθνικές διαφορές των τάξεων με “πολιτικούς όρους” δεν σημαίνουν ότι η τάξη δεν έχει “σφαιρική φωνή”.

Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν δημιουργήσει ανώτερα συστήματα για τους τεχνίτες-εργάτες ενώνοντας τις παρατάξεις στα εκπαιδευτικά ιδρύματα με αυτές των εργοδοτών. Την ίδια στιγμή, οι διαφορές στην ιεραρχική οργάνωση, επεκτείνουν τις ταξικές μελέτες σε εργατική δραστηριότητα και σε εργατική / καπιταλιστική αντίθεση. Μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο, είναι ότι, ενώ οι Γάλλοι Μηχανικοί έχουν τοποθετήσει υψηλότερα την θεωρητική εργασία, που παράγει αναλύσεις από τα πρώτα στοιχεία, οι Γερμανοί Μηχανικοί έχουν τροποποιήσει το Γαλλικό υπόδειγμα, ολοκληρώνοντας και εκτιμώντας την πρακτική εξάσκηση και γνώση ξεχωριστά από την επιστήμη της Μηχανικής.

Αρκετές έρευνες σχετικά με την Γαλλική Μηχανική εξετάζει και τη οργάνωση των ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης. Ο Terry Shinn (1980α, 1980β, 1980γ, 1984 ; Shinn & Paul, 1981-1982) παρουσιάζει με κάθε λεπτομέρεια την ιεραρχική δομή της Γαλλικής Μηχανικής Κοινότητας, τονίζοντας τις επιστημονικές εφαρμογές των ανωτάτων ιδρυμάτων, ιδίως της Πολυτεχνικής. Ο John Hubbel Weiss (1982) εξετάζει τις ταξικές προελεύσεις των σπουδαστών σε δεύτερης βαθμίδας ίδρυμα του 19ου αιώνα (Kranakis, 1989, σελ. 9-10), στο Ecole Centrale des Arts et Manufacturers. Ο Charles Day (1978, 1987) στρέφει την προσοχή του στις δύο βαθμίδες, ερευνώντας την εξέλιξη του Ecoles d’Arts et Metiers. Σε μια συγκριτική μελέτη της μηχανικής εξάσκησης στην Γαλλία και στις ΗΠΑ, ο Eda Kranakis (1989) αποδυκνύει πως ο επιστημονικός προσανατολισμός των ανωτάτων κοινωνικών τάξεων σχημάτισε αλληλεπιδράσεις.

Η επαγγελματική αναλογία αυτής της εκπαιδευτικής ιεραρχίας είναι η νόμιμα καθιερωμένη ιεραρχία των στελεχών, μια κοινωνική κατηγορία που εμφανίστηκε το 1930 για τον διαχωρισμό των βαθμίδων και των τεχνικών διευθυντών. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι απόφοιτοι των Γαλλικών ιδρυμάτων Μηχανικής αναμένουν γενικά να βρουν μια θέση εντός της διοίκησης. Ακόμα εκτιμούν την εκπαίδευσή τους στα θεωρητικά Μαθηματικά και στην επιστήμη βασικά για διοικητικούς λόγους. Ο Luc Boltanski το 1987 εφαρμόζει την θεωρητική άποψη του Bauerdieu’s στην περιγραφή του για την ανάπτυξη αυτής της καινούριας κατηγορίας, αποδεικνύοντας ότι οι σημασίες, που οι διάφορες τάξεις αποδίδουν σε αυτή ποικίλλουν με το χρόνο. Ο Cecil Smith (1990, σελ.659) “εξηγεί την συνέχεια” ότι η δημόσια μηχανική και σχεδίαση έχουν παραμείνει επαγγέλματα υψηλού γοήτρου για εκλεκτούς μηχανικούς από τον 18ο αιώνα μέχρι και τον 20ο αιώνα. Οι περιγραφές του Stephen Crawford (1989, 1991) για τους σύγχρονους μηχανικούς σε χαμηλής και υψηλής τεχνολογίας εταιρίες, δείχνουν ότι το σύστημα με τα στελέχη παίζει σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση των ταξικών εμπειριών των Μηχανικών απ’ότι η “λογική της βιομηχανοποίησης” (Crawford, 1991, σελ.190).

Η έρευνα σχετικά με τους Γερμανούς μηχανικούς περιγράφει τις σχέσεις ανάμεσα στην αναγνώριση και αύξηση ενός δικτύου εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την σομή της Γερμανικής βιομηχανίας. Ο Karl-Heinz Manegold (1978) αναλύει πώς ένας ανώτερος Γερμανός ακαδημαϊκός συνενώθηκε με μια βιομηχανία στα μέσα του 19ου αιώνα, αν και η μορφή της τεχνικής επιστήμης, που αναπτύχθηκε, δεν κατανοήθηκε σαν εφαρμοσμένη επιστήμη όπως έγινε με την περίπτωση στην Γαλλία. Επίσης σε μια μεγάλη έκθεση Γερμανών Μηχανικών, ο Kees Grispen (1988, 1990) ανιχνεύει τις ταξικές εντάσεις ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς και στους εργοδότες της βιομηχανίας.

Μελέτες της Μηχανικής που σχετίζονται με τα παραπάνω σε άλλες χώρες περιλαμβάνουν τις εργασίες του Earl Kinmoth (1986), του Μ. Kumazawa, του Jomoko Yamada (1989) και του Kevin McCormick (1992) στην Ιαπωνία. Του Cornelis Disco (1990) στην Ολλανδία, του Rolf Torstendahl (1982α, 1982β, 1985) και του Boel Berner (1992) στη Σουηδία. Επίσης, του Kendall Bailes (1978) στην Σοβιετική Ένωση, της Anna Guagnini (1988) και της Anna Barozzi και της Anne-Jorunn Berg (1987) και της Carol Heimer (1984) απο τη Νορβηγία. Του M.D. Kennedy (1987) από την Πολωνία και του Rodney Millard (1988) από τον Καναδά.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΑ ΓΕΝΗ

Σε κάθε χώρα όπου η Μηχανική έχει παίξει σπουδαίο ρόλο, η αναλογία των γυναικών-μηχανικών ειναι πολύ μικρή. Οι συγγραφείς, που συναντήσαμε παραπάνω, πιστεύουν ομόφωνα ότι το περιεχόμενο της μηχανικής εκπαίδευσης και πρακτικής ενισχύει τις αξίες του αρσενικού γένους και σπάνια αναφέρεται σε άλλα κείμενα. Αναμφισβήτητα, οι αποδεδειγμένες παραδόσεις των μελετών της μηχανικής τείνουν να αναπαράγουν το περιεχόμενο του γένους τόσο των μηχανικών όσο και της μηχανικής. Παράλληλα, με την μεταλλαγή που έγινε από το επάγγελμα στην τάξη, στις μελέτες για τους τεχνικούς-εργάτες, σε αυτές του γένους έχει σημειωθεί την τελευταία δεκαετία μια μεταβολή από τις απόλυτα λειτουργικές προοπτικές σε αυτές που βασίζονται στην ισχύ. Οι επιπλέον εξελίξεις σε αυτό τον τομέα είναι σημαντικές για το μέλλον των μηχανικών σπουδών, επειδή στρέφουν την προσοχή σε τύπους ιεραρχίας και κοινωνικής διευθέτησης σε βαθμίδες εντός της μηχανικής. Έτσι επεκτείνεται το ενδιαφέρον πέρα από τις ταξικές διαστάσεις και υπάρχει σαφές περιεχόμενο γνώσεων.

Τα υπάρχοντα δεδομένα για τις γυναίκες δείχνουν ότι η αναλογία τους σε αυτο τον τομέα τα τελευταία 5 με 10 χρονια είναι σταθερή ή σχεδόν παρουσίασε μια πτώση. (E. Jamison, 1985 ; Εθνικό Συμβούλιο Επιστημών, 1989 ; US Bureau of the Census, 1988 ; Way & Jamison, 1986). Στις ΗΠΑ τα δημογραφικά δεδομένα δείχνουν ότι η παραδοσιακή λίστα διαθεσιμότητας, απ’όπου προσλαμβάνονται οι μελλοντικοί μηχανικοι, (π.χ. 18 χρονών λευκοί άντρες) ελαχιστοποιείται. Σαν αποτέλεσμα, ζητούνται γυναίκες για να καλύψουν τις εθνικές ανάγκες. Άσχετα από αυτές τις προσπάθειες, οι γυναίκες ακόμα δεν έχουν καταλάβει αυτόν τον τομέα, αφού μόνο 1 στους 25 μηχανικούς είναι γυναίκα (Baum, 1990). Σε σχέση με τις άλλες επιστήμες, η Μηχανική έχει τη μικρότερη συμμετοχή από γυναίκες (π.χ. 3,1% στη Μηχανική και 4,7% στη Φυσική και την Αστρονομία) (Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών, 1991α). Σε ερώτηση για τις σχετικές τακτικές πρόσληψης, ο Stephen Brush (1991) αναφέρει ότι θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη την πιθανότητα ότι οι νεαρές γυναίκες που “εισέρχονται στον επιστημονικό τομέα και ιδίως σε αυτόν της Μηχανικής” συμπεριφέρονται πιο έξυπνα από αυτούς που θέλουν να τις προσλάβουν, αλλά αρνούνται να τους προσφέρουν επαρκή κίνητρα... Συνιστάται μια άποψη από την διοίκηση του εργοστασίου, η οποία θεωρεί τους ανθρώπους ως ακατέργαστο υλικό που πρέπει να μετατραπούν σε προϊόντα, χωρίς να δοθεί σημασία στις επιθυμίες και στα συμφέροντά τους (σελ.416).

Πριν από το 1985 σχεδόν όλες οι έρευνες στη μηχανική υιοθέτησαν αυτό που η Judith McIlwee και ο J. Gregg Robinson (1992, σελ. 13-18) ονομάζουν “ο ρόλος της προοπτικής του γένους”. Σχετιζόμενες με την αγορά εργασίας, αυτές οι μελέτες εξηγούσαν την μη συμμετοχή των γυναικών στη Μηχανική, σαν προϊον της κοινωνικοποίησης τους. Η Alice Rossi (1965, σελ.1201, 1972) περιγράφει ότι οι γυναίκες προτιμούν να εργάζονται σε τομείς όπου “σχετίζονται με ανθρώπους, παρά με αντικείμενα”. Επίσης η Carolyn Perruci (1970 ; Hass & Perruci, 1984), μια από τις πρώτες υποτρόφους που ασχολούνται με τις εμπειρίες των γυναικών στη Μηχανική, τονίζει τη σπουδαιότητα των οικογενειακών ευθυνών στη ζωή τους, το ρόλο της κοινωνικοοικονομικής τους υπόστασης και της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση των επαγγελματικών τους επιλογών. Τέλος, ο Mildred Dressehaus (1984) υποστηρίζει ότι το γυναικείο προσωπικό στα ινστιτούτα μηχανικής έχει πολλές ευθύνες για τους “κύκλους μαθημάτων”. Επιπλέον ενθαρρύνει τις σπουδάστριες να σχηματίσουν ομάδες με γυναίκες συναδελφους και να επηρρεάσουν τις εξελίξεις στις εθνικές στρατηγικές.

Μια συσχέτιση με τα παραπάνω είναι ότι οι έρευνες επικεντρώνονται στην εκπαίδευση παρά στην απασχόληση (π.χ. οι Ott & Reese το 1975). Αναρίθμητες μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να μπαίνουν σε προγράμματα μηχανικής με υψηλότερους βαθμούς απ’ότι οι ανδρες. (Gardner, 1976 ; Greenfield, Holloway & Remus, 1982 ; Jaqacinski & LeBold, 1981 ; Ott, 1978a, 1978b). Επιπλέον αποδεικνύεται ότι αυτές είναι πιο πιθανό να ασχοληθούν με αυτόν τον κλάδο της επιστήμης, αν κάποιο μέλος από την οικογένειά τους, ιδίως ο πατέρας τους ήταν μηχανικός (Auster, 1981 ; McIlwee & Robinson, 1992). Ακόμα η προσοχή εστιάζεται στο τεράστιο χάσμα της μισθοδοσίας, που υπάρχει μεταξύ ανδρών και γυναικών (McAfee, 1974 ; Rossi, 1972 ; Vetter, 1981). Βλ. τις πρόσφατες εργασίες της Carolyn Jagacinski (1987a, 1987b), που δείχνουν ότι οι γυναίκες μηχανικοί έχουν λιγότερες πιθανότητες να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια σε σχέση με τους άντρες.

Οι έρευνες για τις γυναίκες-μηχανικους δίνουν βαρυτητα στα ηρωϊκά τους χαρακτηριστικά. Η E.Rubenstein το 1973 χαρακτηρίζει τις ηλεκτρολόγους μηχανολόγους σαν “δυναμικές μορφές”. Η Martha Trescott (1979β, 1982, 1984) τονίζει επίσης την ατομική επιμονή μέσω μιας έρευνας από 500 γυναίκες που ασκουν την Μηχανική και μέσω συνεντέυξεων απο 50 μεγαλύτερες σε ηλικία μηχανικούς “οι οποίες έχουν συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην θεωρία, στη σχεδίαση, στη διοίκηση, στην εκπαίδευση και στην ιστορία της “Εταιρίας των Γυναικών-Μηχανικων” (Trescott, 1984, σελ.181). Εξετάζοντας λεπτομερώς την ζωή της Lillian M. Gilberth, της δημιουργού του “Cheaper by the dozen” και ίσως της “πιο φημισμένης μηχανικού στην ιστορία”, η Trescott (1984, σελ. 192) ισχυρίζεται ότι οι γυναίκες Μηχανικοί είναι οι “οι πιο προσηλωμένες” στην επίλυση των προβλημάτων αυτού του επιστημονικού κλάδου.

Η κύρια ώθηση για την σύνθεση των απόψεων σε μελέτες για τα γένη στη Μηχανική έχει εμφανιστεί στην εργασία της Sally Hacker. Η Dorothy Smith και η Susan Turner έκδοσαν μια συλλογή από τα έγγραφά της σχετικά με τα γένη και την τεχνολογία, εισάγοντας σε κάθε κεφάλαιο αποσπάσματα από συνενέυξεις που η Smith έκανε με την Hacker πριν τον θάνατο της το 1988. Αυτή η εκδοτική προσέγγιση παρουσιάζει τον κύριο στόχο της Hacker, δηλαδή να δημιουργήσει μια κοινωνιολογία από ανθρώπους” (Hacker, 1990, σελ. 2), χρησιμοποιόντας διαθέσιμες θεωρίες και μεθόδους, σαν εργαλεία ενίσχυσης των ατόμων που βρίσκονται ύπο καθεστώς εκμετάλλευσης. Αυτό το πετυχαίνει, εξετάζοντας πως οι μακροκοινωνικές μέθοδοι τους επηρρεάζουν, συμπεριλαμβάνοντας την οργάνωση και τις τακτικές της κυβέρνησης, τις ανώνυμες εταιρίες και τα πανεπιστήμια. Ακολουθόντας μια στρατηγική που ονομάζει “χρησιμοποιόντας την πιο δύσκολη μέθοδο για να κάνεις κάτι”, που σημαίνει “να γίνεις φιλικός με κάποια άτομα” για να “καταλάβεις πως αισθάνονται”, η Hacker (1990, σελ. 105-110, 157) χρησιμοποιεί κοινωνιολογικά δεδομένα, που είχε συγκεντρώσει ένα χρόνο στο ΜΙΤ μαζί με μια εργασία πάνω σε μαθήματα μηχανικής στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Oregon, για να περιγράψει τις “βάσεις του αρσενικού γένους” στην επιστήμη της Μηχανικής.

Κεντρικός ισχυρισμός της Hacker (1990) σχετικά με την Μηχανική, είναι ότι αυτή αναπαράγει τα “πατριαρχικά” συστήματα στα Πανεπιστήμια και στους χώρου εργασίας, δηλαση τα συστήματα όπου επικρατούν οι άνδρες (σελ. 50). Για παράδειγμα, ασκεί κριτική στο γεγονός ότι η εκπαίδευση της Μηχανικής δίνει βαρύτητα στα Μαθηματικά λαθώς είναι “προσηλωμένη σε ένα πολύ επαγγελματικό σύστημα γνώσης για το αρσενικό γένος” (σελ. 109). Χρησιμοποιεί ανέκδοτα που είπαν οι καθηγητές Μηχανικής για να υποστιρήξει ότι η πρακτική ότι “οι διπλές πλευρές του χαρακτήρα” (σελ. 123) δημιουργούν ιεραρχίες σε Παεπιστήμια και χώρους εργασίας προς ζημία των γυναικών. Επιπλέον υποστηρίζει ότι η πρακτική εξάσκηση κατευθύνει τα πάθη των Μηχανικών στις εμπειρίες τους για την τεχνολογία (σελ. 210-212 ; βλ. επίσης την Hacker, 1989), συνδέοντας ευτή την συναισθηματική εμπειρία με την έμφαση στα Μαθηματικά για να παράγουν διευθυντές της Μηχανικής με “άγνοια στην κοινωνική δομή” (σελ. 127). Εξηγώντας την καπιταλιστική κυριαρχία σαν μορφή “πατριαρχίας”, η Hacker (1990, σελ. 177-179) υιοθετεί την υπόθεση ότι, όπως οι άλλοι εργάτες, έτσι και οι μηχανικοί αποδυναμώνονται από την αυτοματοποίηση της Τεχνολογίας, ιδίως από την CAD-σχεδίαση μέσω υπολογιστή και από το CAM-κατασκευή με τη βοήθεια του υπολογιστή.

Η Judith McIlwee και ο J Gregg Robinson συνθέτουν ποσοτικά δεδομένα από ένα δείγμα 407 εργαζομένων μηχανικών με ποιοτικά δεδομένα απο 82 συνεντέυξεις. Στόχος τους είναι να προσδιορίσουν τα βιώματα των γυναικών-μηαχανικών από τα προκολλεγιακά χρόνια στον χώρο εργασίας και πέρα από αυτόν. Θέτοντας σε “πλαίσιο” τα επιχειρήματά τους, συνδέουν τις μελέτες για την κοινωνικοποίηση των γενών με την αντίληψη για τα πανεπιστήμια, τις ανώνυμες εταιρίες και τις οικογένειες σαν δομές σχέσεων ισχύους. Η McIlwee και ο Robinson θεωρούν την έμφαση, που δίνει η Hacker στα Θεωρητικά Μαθηματικά, σαν μια παραλλαγή στα σταθερά κοινωνικά χαρακτηριστικά της Μηχανικής. Αυτή βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο, που αποζητά την πολιτιστική σπουδαιότητα, την οποία οι μηχανικοί δίνουν στην βελτίωση της τεχνολογίας, της ισχύος του οργανισμού και στην ανδρική παρουσία στο χώρο εργασίας (McIlwee & Robinson, 1992, σελ. 26-33). Αυτό οδηγεί στο ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι οι γυναίκες-μηχανικοί περνούν χειρότερα σε οργανισμούς, όπου οι μηχανικοί είναι πιο ισχυροί, όπως στις εταιρίες με ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.α., και καλύτερα σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, όπως αεροδιαστημικές εταιρίες. H McIlwee και ο Robinson προσφέρουν πολλές βαθύτερες αντιλήψεις στο πως οι γυναίκες “κατευθύνονται” σε καριέρες σχετικά με την Μηχανική, πως η “δομή αλληλεπίδρασης” των κολλεγίων βάζει εμπόδια, που οι γυναίκες ξεπερνούν με δυνατές επιδόσεις στα Μαθηματικά και την θεωρία και τέλος πως αυτές πάλι αντιμετωπίζουν νέες δυσκολίες στο χώρο εργασίας.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ

Οι περισσότεροι λογοτεχνικοί τόμοι που εξηγούν τις εμπειρίες των μηχανικών είναι δημιούργημα φυσικά δικό τους. Τέτοια γραπτά μπορεί να χρησιμεύουν σε ερευνητές μηχανικών μελετών τουλάχιστον σε 3 τρόπους. Πρώτον, οι επιτροπές και οι οργανισμοί συλλέγουν και εκδίδουν τακτικά μεγάλα ποσά από ποσοτικά δεδομένα σχετικά με τους Μηχανικούς. Δεύτερον, τα συγγράματα των Μηχανικών τυπικά υπερασπίζουν τις απόψεις τους παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο μια χρήσιμη πηγή από δεδομένα σχετικά με το πώς οι Μηχανικοί κατανοούν αυτό που κάνουν. Τρίτον, πολλοί από αυτούς έχουν προσπαθήσει να απευθύνονται σε ακροατήρια μη-μηχανικών και να προσφέρουν εξηγητικές εκθέσεις. Αυτές συνήθως επικεντρώνονται στην ηθική της Μηχανικής, στο κατάλληλο περιεχόμενο και στη διάρκεια της εκπαίδευσης και στις σχέσεις ανάμεσα σε αυτή την επιστήμη και στην πρακτική εξάσκησή της.

Οι μελέτες της επιτροπής και της οργάνωσης γενικά συντονίζονται σύμφωνα από κάποια εθνικά πρότυπα. Προτείναμε σε σας να αναγνωρίσετε, ερευνώντας αναφορές, τουλάχιστον ένα οργανισμό στη χώρα που επιθυμείτε να σπουδάσετε και να το χρησιμοποιήσετε για να βρείτε άλλους. Η UNESCO εκδίδει πολλές χρήσιμες διεθνείς μελέτες, όπως αναλύσεις της συνεχούς Μηχανικής εκπαίδευσης (Ovensen, 1980), τον αριθμό των ανδρών σε αυτό τον τομέα (Van den Berghe, 1986), το περιβάλλον στη Μηχανική εκπαίδευση (Brancher, 1980) και τη Μηχανική και ενδογενή τεχνολογία (UNESCO, 1988).

Στις ΗΠΑ, η αύξηση του εθνικιστικού ενδιαφέροντος κατά τη διάρκεια του 1980, σχετικά με την “οικονομική ανταγωνιστικότητα”, έχει εξυψωσει την Μηχανική σε ένα εθνικό πρόβλημα. Αναρίθμητες μελέτες αποδεικνύουν τα Αμερικανικά προβλήματα με την παραγωγικότητα και τονίζουν τις εξελίξεις στην μηχανική εκπαίδευση και στην τεχνολογία.

Η Εθνική Ακαδημία Μηχανικής (Ε.Α.Μ.) σε συνεργασία με το εθνικό συμβούλιο ερευνών (Ε.Σ.Ε.) και την Εθνική Ακαδημία Επιστημών (Ε.Α.Ε.) έχουν αναλάβει την αρχηγία. Ένα σημαντικό σημείο εκκίνησης είναι η “Μηχανική εκπαίδευση και πρακτική στις ΗΠΑ”, που εκδόθηκε σε 9 λεπτους τόμους σχετικά με την εκπαίδευση της Μηχανικής (NRC, 1985a), την εκπαίδευση σε απόφοιτους και την έρευνα (NRC, 1985b), την Μηχανική στην κοινωνία (NRC, 1985c), την υποστήριξη των οργανισμών για την εταιρία των Μηχανικών (NRC, 1985d), τα χαρακτηριστικά της απασχόλησης (NRC, 1985e), την συνεχή εκπαίδευση των Μηχανικών (NRC, 1985f), την μηχανική εκπαίδευση και πρακτική εξάσκηση (NRC, 1985g), την εκπαίδευση της Μηχανικής για τους φοιτητές (NRC, 1986a), και τα μηχανικά διαγράμματα και υποδείγματα (NRC, 1986b). Η Ε.Α.Μ. έχει εκδόσει αναφορές σχετικά με τις διαφορετικές καριέρες των γυναικών και των μειονοτήτων στην επιστήμη και στη Μηχανική (Dix, 1987a, 1987b) και τις ανάγκες του προσωπικού γα το 1990 (NAS, 1988). Οι αναφορές της Ε.Α.Μ. ασχολούνται με τη μόρφωση και απασχόληση των Μηχανικών (ΝΑΕ, 1989), τη μηχανική και την ανταγωνιστικότητα (ΝΑΕ, 1983, 1985, 1986, 1987α, 1987β). Το εθνικό ίδρυμα επιστημών επίσης δημοσιεύει μια διετής αναφορά πάνω στην κοινωνική κατάσταση των γυναικών και των μειονοτήτων στην επιστήμη και την Μηχανική (Ε.Ι.Ε., 1990).

Αλλες χρήσιμες πηγές περιλαμβάνουν επαγγελματικές εταιρείες Μηχανικής, Πανεπιστήμια και άλλους οργανισμούς. Π.χ. το << Manpower comments >>, ένα μηνιαίο περιοδικό που δημοσιεύεται από την << Επιτροπή Επαγγελματιών της Επιστήμης και της Τεχνολογίας >>, παρέχει πληροφορίες σχετικά με την παροχή και τη ζήτηση, τους μισθούς, την εκπροσώπηση των γυναικών και των μειονοτήτων και την εκπαίδευση στην επιστήμη και την Μηχανική.

Η καλύτερη πηγή για δεδομένα είναι η φυλλομέτρηση των επαγγελματικών περιοδικών καθώς και των τεχνικών δημοσιευμάτων, π.χ. << Technology Review >> και του “ Prism ” (πρώην Engineering Education ).

Την πιο μεγάλη εργάσια έχει κάνει ο Samuel Florman, πολιτικός μηχανικός, συνέταιρος σε μια κατασκευαστική εταιρία στο Μανχάταν και κάτοχος πτυχίου Master στην αγγλική λογοτεχνία από το πανεπιστήμιο της Columbia. Εχει εκδόσει αρκετά βιβλία (1968, 1976, 1981, 1987) και γράφει κάθε μήνα μια στήλη στο “ Technology Review ”. Είναι εργατικός και γράφει εκθέσεις για μια μεγάλη ποικιλία από θέματα, ιδίως για την φιλελεύθερη εκπαίδευση για τους μηχανικούς.

Ο Henry Petroski (1985) συνεισφέρει σημαντικά κάνοντας σαφή τη σχεδίαση της Μηχανικής, συνδέοντας χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής με τις πρακτικές των Μηχανικών. Περιγράφοντας τις πολλαπλές σημασίες που έχει ο όρος

“ αποτυχία” για αυτούς, ο Petroski φτιάχνει ένα σύστημα για να προσδιορίσει τις μελλοντικές αλλαγές στις εφαρμογές σχεδιασμού, όπως την αύξηση της αξιοπιστίας στα προγράμματα των Η/Υ. Ο Peter Booker to 1979 δίνει μια λεπτομερή αναφορά στη γένεση των αντιλήψεων για τα σχεδιαγράμματα της Μηχανικής. Η ιστορική του μελέτη πραγματικά παρέχει μια εκτενέστατη περιγραφή των σύγχρονων απόψεων καθώς είναι μια σειρά από επεισόδια που αποδεικνύουν την ακολουθητική εμφάνιση αυτών των ιδεών. Ο Richard Meehan (1981) παρουσιάζει μια αυτοβιογραφική έκθεση, που συστηματικά αναγνωρίζει τους δεσμούς ανάμεσα στην μη μηχανική κοινωνία και στο περιεχόμενο της γνώσης των Μηχανικών. Προσθέτει οτι οι <<σημαντικές ερωτήσεις>> που αποτελούν το κύρος των Μηχανικών <<είναι ερωτήματα πρωτοετών φοιτητών και οχι αποφοίτων >> (σελ.43). Ο Arthur Squires το 1986 χρησιμοποιεί τα δικά του βιώματα για να αποδείξει τις ανεπάρκειες της<<κυβερνητικής διοίκησης των τεχνολογικών αλλαγών >> στις Η.Π.Α. Απαιτεί από τους διευθυντές να αναγνωρίσουν και να προωθήσουν τους <<διαχειριστές της τεχνολογίας >> ανάμεσα στις βαθμίδες των Μηχανικών και των τεχνολογικών <<μαθητευομένων >>. Ο Dan Pletta (1984) ζητά ένα ανεξάρτητο νόημα <<επαγγελματισμού>> στη Μηχανική.

Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με αυτό το θέμα, βλέπε την σύντομη αναφορά του Grayson (1977), του Wakeland (1990) την πρόταση για διεθνοποίηση της εκπαίδευσης στη Μηχανική και την έκθεση του Αbbott το 1990 για το αποτέλεσμα των στάνταρ αμερικάνικων κοινωνικών χαρακτηριστικών στην εκπαίδευση της Μηχανικής. Επίσης τα συγγράμματα του Vaughn (1990), του Α.Μ. Weinberg (1989-1990), του Critchley (1988) και του Κ.Strauss (1988) παρουσιάζουν τις δημοφιλείς απόψεις τους για τους Μηχανικούς.

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΙΣΧΥΣ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ

Αν και τα ερευνητικά προγράμματα έχουν αναπτυχθεί σωστά σε κάθε μια από αυτές τις τέσσερις περιοχές-γνώσεις Μηχανικής,(Μηχανική σαν τεχνική εργασία, οι μελέτες για τα γένη, οι μελέτες των μηχανικών) η εργασία σε κάθε περιοχή θα μπορούσε να βοηθήσει τους αυξανόμενους και κρίσιμους διαλόγους. Πιστεύουμε ότι πολλά θα μπορούσαν να γίνουν αν κάθε ερευνητής ρώταγε σοβαρά: Πώς ίσως οι έννοιες, που διαμορφώνονται σε άλλες περιοχές, συνεισφέρουν στις εκθέσεις μου και πώς οι έννοιες της εργασίας μου πιθανόν συμβάλλουν σε άλλες περιγραφές; Στην πραγματικότητα, κρίνοντας από τις μελέτες που έχουμε αναλύσει, προκύπτει ένας ουσιώδης διάλογος από μία τουλάχιστον εννοιολογική ερώτηση. Αυτή υπόσχεται να θέσει ένα μεγάλο αριθμό εργασιών στην επόμενη γενιά των σπουδών της Μηχανικής: Πώς η γνώση και η ισχύ λειτουργούν και αλληλοσχετίζονται με τις δραστηριότητες των Μηχανικών ; Αυτή η εννοιολογική ερώτηση ωθεί κάθε μια από τις περιοχές σε νέες κατευθύνσεις.

Ενα μεγάλο μέρος των ερευνών σχετικά με τις γνώσεις στη Μηχανική έχει ξεχωρισθεί σε σημασία και σκοπό. Υπενθυμίζουμε ότι οι ξαχωριστές προσεγγίσεις αλλάζουν τον προσανατολισμό ελάχιστα, αλλά σημαντικά από την έγγραφη απόδειξη των χαρακτηριστικών της γνώσης της Μηχανικής έως την εξέταση του διαχωρισμού της. Η δημοσιευμένη εργασία φανερά αποδεικνύει την εμπειρική αξία της εξερεύνησης των περιεχομένων των γνώσεων της Μηχανικής, όπως την ανακάλυψη και εισαγωγή νέων μεθόδων, συστημάτων κ.τ.λ.. Οι φιλόσοφοι της επιστήμης, για παράδειγμα, δεν εχουν βρει χαρακτηριστικά που να μοιάζουν ουσιαστικά στις γνώσεις των φυσικών και υλικών επιστημών. Πιστεύουμε ότι οι θεμελιώδεις απαιτήσεις σχετικά με τις επιστήμες της Μηχανικής είναι πιθανόν να έχουν λιγότερη σημασία από ότι η εμπειρική αξία της λεπτομερούς καταγραφής των εννοιολογικών περιεχομένων της γνώσης της μηχανικής. Αλλάζοντας τις στρατηγικές, από την υπεράσπιση των λογικών σχέσεων της μηχανικής γνώσης σε ανάλυση των στρατηγικών μέσω των οποίων κατασκευάζουν, διατηρούν και μετατρέπουν οι μηχανικοί αυτές τις σχέσεις, οι μελέτες θα μπορούσαν καλύτερα να εξηγήσουν τα ακριβή χαρακτηριστικά των θεωριών και να τα συνδέσουν με τις κατασκευαστικές εκθέσεις του σχεδιασμού της Μηχανικής.

Τέτοιος αποπροσανατολισμός δημιουργεί νέα ερευνητικά ερωτήματα π.χ. ο David Channell (1982) αναφέρει ότι ο Rankine σκόπιμα απλοποίησε την μηχανική επιστήμη με τρόπο που δεν έμοιαζε με εφαρμοσμένη ( εννοείται επιστήμη) ούτε αμφισβήτησε το σύστημα της μαθητείας. Αυτή η ενδιαφέρουσα αντίληψη μπορεί να περιγραφεί σε μια αναφορά στο πως οι στρατηγικές του Rankine, για τον διαχωρισμό της Μηχανικής, ενσωμάτωσαν τις κοινωνικές του τακτικές για την νομιμοποιήση αυτής της ενέργειας στις επιστημονικές και μηχανικές ομάδες, καθιερώνοντάς τον σαν μια φυσιογνωμία με κύρος. Με άλλα λόγια, η εξέταση των εννοιολογικών στρατηγικών των σχεδιαστών, σαν μέρος της ευρύτερης σειράς κοινωνικών τακτικών, συνδέει επίσης τις περιγραφές της Μηχανικής επιστημιολογίας με την βιογραφία, την κοινωνική ιστορία και τις κοινωνικές σπουδές. Μερικές από τις εμπειρικές που εμφανίζονται είναι οι ακόλουθες: α) Πώς οι μηχανικοί αναπτύσσουν, διατηρούν και προσδιορίζουν τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις αρχές αυτής της επιστήμης; (βλέπε Donovan, 1986). β) Πώς έχει συνδεθεί η αναπτυσσόμενη νομιμότητα της Μηχανικής με την αναπτυσσόμενη νομιμόμητα της εκπαίδευσής της (Μηχανικής); γ)Πώς οι Μηχανικοί σε πανεπιστήμια και βιομηχανίες ποικίλλουν στην εκτίμηση των διακρίσεων μεταξύ της επιστήμης- Μηχανικής και της σχεδίασης- Μηχανικής;

Σχεδόν όλες οι μελέτες για την Μηχανική σαν τεχνική εργασία, όπως ισχυρίζεται ο Peter Whalley, την θεωρούν σαν ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του επαγγελματικού ή ταξικού “ status ” των Μηχανικών. Αν η ισχύς τους συνδέεται με τα περιεχόμενα των γνώσεων τους πάνω στο αντικειμενό τους, τότε αξίζει να μεταβληθούν, παίρνοντας για δεδομένο το κύρος τους και ερευνώντας πως οι στρατηγικές των γνώσεων σχετίζονται με τις ταξικές. Παρουσιάζονται μερικές εμπειρικές ερωτήσεις οι οποίες είναι : α) Πώς συνδέονται οι διαφορές των “ θέσεων” ανάμεσα στο σχεδιασμό και την κατασκευή με τα γνωστικά περιεχόμενα τους; β) Πώς οι πειθαρχικές διαφορές έχουν σχέση με τις διαφορετικές ταξικές εμπειρίες των Μηχανικών, όπως δείχνει η ιστορική μεταβολή της διανοητικής ηγεμονίας από τη πολιτική στην χημική ή στην ηλεκτρολογική μηχανική; γ) Τι κάνει ικανοποιητική ή όχι την μηχανική εργασία; δ)Ποιες είναι οι ταξικές σημασίες των Μηχανικών, που κάνουν ικανοποιητική ή μη ικανοποιητική εργασία; Ακολουθώντας το παράδειγμα του James Watson και του Peter Meiksins το 1991, υποστηρίζουμε την “αλλαγή του θέματος των ερευνών, όπως την επαγγελματική αυτονομία, προς τη φύση της ίδιας της Μηχανικής εργασίας”(σελίδα 165).

Ισως η μεγαλύτερη συνεισφορά της έρευνας στα γένη, στις μελέτες της μηχανικής είναι ότι δημιουργεί θέματα που έχουν φανερά περιεχόμενο γνώσης και εξουσίας, αν και έμφαση δίνεται περισσότερο στην εξουσία παρά στην γνώση. Ενώ η

Sally Hacker τονίζει τις “ αρσενικές βάσεις ” ελέγχου στα μαθηματικά, για παράδειγμα η εργασία της δε θεωρεί τα περιεχόμενα της μαθηματικής γνώσης που απαιτούνται από τους μηχανικούς. Καινούργια ερωτήματα προβάλλουν, τα οποία είναι : α) Ποιοι λόγοι γνώσης και ισχύς σχηματίζουν τη συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανική ή μηχανολογική μηχανική και την αποφυγή τους για την ηλεκτρολογική; β) Παρά τις φανερές ικανότητες γυναικών φοιτητριών Μηχανικής στα μαθηματικά, υπάρχουν άλλες που την αφήνουν εκφράζοντας την απροθυμία να δεχθούν τις επαγγελματικές ομοιότητες; γ) Τι σημαίνουν οι διαφορετικές θέσεις των ανδρών και γυναικών-μηχανικών στη βιομηχανία σχετικά με τις ιεραρχίες των πολύτιμων γνώσεων στο χώρο εργασίας;

Οι μελέτες για τα γένη επίσης επικεντρώνουν την προσοχή σε δύο επιπλέον θέματα για εξέταση. Το ένα είναι οι μορφές της ιεραρχίας και κοινωνικής οργάνωσης, που δε βασίζονται εντελώς στην τάξη, όπως το γένος, η ηλικία και η εθνικότητα. Το άλλο θέμα περιλαμβάνει πλήρη περιγραφή των συναισθηματικών διαστάσεων των βιωμάτων των μηχανικών (βλέπε ακόμα τον Sinclair το 1986). Από το 1983 πάνω από 50% των “ ντοκτορά”, που απονεμήθηκαν στη Μηχανική στις Η.Π.Α, έχουν δοθεί σε φοιτητές που δεν έχουν γεννηθεί στην Αμερική. Τα επιστημονικά σωματεία της Μηχανικής σε πολλές χώρες έχουν πλειοψηφία από μέλη που δεν είναι πολίτες της κάθε χώρας. Καθώς οι πολυεθνικές εταιρείες κερδίζουν έδαφος σε πολλά κράτη, η εθνική προέλευση των μηχανικών τους αλλάζει σημαντικά. Ποια είναι τα συμπεράσματα της αυξανόμενης φυλετικής, εθνικής και πολιτιστικής διαφοράς σε διάφορους τομείς της μηχανικής δραστηριότητας; Λαμβάνοντας υπόψιν τη συναισθηματική κατάσταση των Μηχανικών, πώς γίνεται αυτοί να αισθάνονται ανίσχυροι αλλά να θεωρούνται ισχυροί από τους άλλους ανθρώπους;

Οι Μηχανικοί που εκπροσωπούν τις δραστηριότητες και τις πρακτικές τους σε ακροατήρια θα μπορούσαν να κάνουν μια κοινή συνεισφορά στην ανάλυση των ερωτημάτων για την γνώση και την εξουσία. Αντί να παρουσιάζουν τις ομάδες των μηχανικών σαν ακέραια σύνολα για να εξηγήσουν την μηχανική σε άτομα που είναι εκτός αυτού του χώρου, τέτοιο έργο θα μπορούσε να προσφέρει βαθύτερη κατανόηση των ισχυρών σχέσεων αυτών των ομάδων. Για παράδειγμα, πώς οι νέες θεωρίες και μέθοδοι, όπως η αύξηση του ενδιαφέροντος σε αριθμητικές μεθόδους, κερδίζουν έδαφος και γίνονται αποδεκτές από τους ερευνητές; Ποιές είναι οι διάφορες μελέτες που σχημάτιζαν την εξέλιξη των κύκλων σπουδών στη Μηχανική; ποια είναι τα βήματα μέσω των οποίων οι φοιτητές της Μηχανικής γίνονται μέλη στα σωματεία των μηχανικών; Πώς τα τεχνικά πρότυπα λειτουργουν στις καθημερινές πρακτικές αυτής της επιστήμης; Ποιοι είναι οι ρόλοι και οι παρεμβάσεις των μηχανικών που συμμετέχουν στην ρύθμιση τέτοιων σταθερών;

Συμπερασματικά, πιστεύουμε ότι η αύξηση της εθνικής συγκριτικής έρευνας εισάγει την πιθανότητα να αναπτυχθούν πολλές καινούργιες θεωρίες μέσα από την τεράστια ποικιλία σχέσεων, γνώσης-ισχύς της Μηχανικής. Αυτές οι έρευνες απεικονίζουν όχι μόνο τις καπιταλιστικές-εργατικές τάσεις στα καπιταλιστικά βιομηχανικά συστήματα (π.χ. ο Smith το 1981 ) αλλά επίσης τις αντιθέσεις ανάμεσα στις εμπειρίες των μηχανικών μεταξύ διαφορετικών συστημάτων. Δεδομένου ότι κάνουμε αναλύσεις σε μια ιστορική περιόδο, όπου η παγκόσμια πολιτική οικονομία δεν αντιμάχεται τα μονολιθικά καπιταλιστικά και κομμουνιστικά συστήματα, φαίνεται πιθανόν ότι οι ποικιλίες μεταξύ αυτών των συστημάτων θα γίνουν αντικείμενο μεγάλης ακαδημαικής και πολιτικής προσοχής. Η φύση των ταξικών διαμάχων και η κατανόηση των τάξεων μεταβάλλονται σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Η έρευνα στις μεταβλητές θέσεις και εμπειρίες των μηχανικών με όρους της γνώσης και της ισχύος, θέτει τις μελέτες της Μηχανικής στο επίκεντρο ευρύτερου ενδιαφέροντος. Γενικά οι καθιερωμένοι διάλογοι σχετικά με αλληλοσυσχετίσεις των γνώσεων και της ισχύος στην μηχανική, υπόσχονται να μας πάρουν πολύ χρόνο προς την κατανόηση της φύσης και της οργάνωσης των διαφόρων αλληλοσυσχετίσεων της επιστήμης, της τεχνολογίας και του καπιταλισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου