Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ “ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ”



Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ “ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ”


Brian Martin

Δημοσιεύθηκε στο “Social Studies of Science”, Φεβρουάριος 1996, σελ. 161-173.

Paul R.Gross και Norman Levitt, Higher Superstition (Υψηλότερη Πρόληψη): The Αcademic Left and Its Quarrels with Science (Η ακαδημαϊκή αριστερά και οι φιλονικίες της με την επιστήμη) (Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press, 1994), 315 σελ., US $25.95, ISBN 0-8018-4766-4.

Η Υψηλότερη Πρόληψη είναι φαινομενικά μια κριτική της κονστρουκτιβιστικής ανάλυσης της επιστήμης, κάνοντας προσπάθεια να δείξει λογικές ατέλειες, χαμηλή γνώση και μερικές φορές απλά μια φτωχή αντίληψη της επιστήμης σε εργασίες κλειδιά. Το βιβλίο παρέχει αρκετά υπομνήματα όπου οι αναλυτές της επιστήμης πρέπει να έχουν επαρκή αντίληψη των επιστημονικών θεωριών. Αλλά οι πιο πολυδιαβασμένοι κονστρουκτιβιστές δεν θα βρουν αρκετά εδώ για να υπονομεύσουν τις ιδέες τους, αφού η βασική προσέγγιση των Gross και Levitt είναι να επιτεθούν στους κονστρουκτιβιστές για το ότι δεν είναι θετικιστές προσθέτοντας μια δόση μονομερούς παρατήρησης στους διανοούμενους.

Για τους μελετητές της επιστήμης, το ενδιαφέρον έγκειται όχι στο περιεχόμενο αλλά στον τρόπο που το επιχείρημα οικοδομείται λαμβάνοντας υπόψη την αντήχησή του σε ευρύτερους κύκλους (1). Για αυτούς που έχουν συνηθίσει να μελετούν τις πολιτικές χρησιμότητες της επιστήμης η Υψηλότερη Πρόληψη παρέχει ένα αντικειμενικό μάθημα στις πολιτικές χρησιμότητες (μια κριτική) των επιστημονικών μελετών.

Η επίθεση των Gross και Levitt στο τι αυτοί θεωρούν “κριτικούς της επιστήμης” μπορεί να θεωρηθεί ως μια εξεζητημένη μορφή “αντιαντιεπιστήμης”. Οι επιθέσεις στην “αντιεπιστήμη” έχουν εμφανισθεί εδώ και δεκαετίες.(2) Πριν κοιτάξουμε σε λεπτομέρεια το βιβλίο των Gross και Levitt αξίζει να προσέξουμε το επίπεδο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται στην αντιαντιεπιστήμη.

Πρώτον, η επιστήμη παριστάνεται ως ένα ενιαίο αντικείμενο που αναγνωρίζεται με την επιστημονική γνώση.Παριστάνεται ως ουδέτερο και αντικειμενικό. Δεύτερον, η επιστήμη θεωρείται να είναι υπό επίθεση από την “αντιεπιστήμη”,η οποία αποτελείται κυρίως από ιδεολογιστές οι οποίοι είναι απειλή στην ουδετερότητα και την αντικειμενικότητα που είναι βασικά στοιχεία στην επιστήμη. Τρίτον, γίνεται μια υψηλά εκλεκτική επίθεση στα επιχειρήματα της “αντιεπιστήμης”. Η καθαρή ενέργεια της αντιαντιεπιστήμης είναι να υποστηρίζει την επιστήμη όπως ορίζεται από τους εκλεκτούς της επιστήμης και να περιθωριοποιήσει- - συνήθως αγνοώντας - - την πολιτική κριτική της επιστήμης.

Οι αρχικές εργασίες στον τομέα της αντιαντιεπιστήμης δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί, μερικές ούτε καν ονομάζουν τους διατεινόμενους υποστηρικτές της “αντιεπιστήμης”. Η πραγμάτευση των Gross και Levitt είναι πιο λεπτομερής και έχει ερευνηθεί καλύτερα, όπως αρμόζει στην εργασία επιστημόνων που ενδιαφέρονται για τη λογική και την απόδειξη. Παρ’ όλα αυτά, ταιριάζει στο μοντέλο της αντιαντιεπιστήμης και μπορεί χρήσιμα να αναλυθεί με αυτό τον τρόπο.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΩΣ ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΝΟΛΟ

Οι Gross και Levitt θεωρούν την επιστήμη ως ένα μοναδικό αντικείμενο και ισχυρίζονται ότι υπάρχουν δυο επιλογές: να την υποστηρίζεις ή να αντιτίθεσαι σε αυτή. Δεν εξηγούν ούτε δικαιολογούν αυτή την αντίληψη, αλλά είναι φανερό με τον τρόπο που αναφέρονται στην επιστήμη. Για παράδειγμα, αναφέρονται στους “κριτικούς της επιστήμης” παρά στους “κριτικούς κάποιων απόψεων της επιστήμης”. Επιπροσθέτως, εξισώνουν συνήθως την κριτική της επιστημονικής γνώσης με την εχθρότητα για την επιστήμη (3), ένα άλμα που δεν μπορεί να υποστηριχθεί λογικά και είναι εμπειρικά αβέβαιο. Ακόμη, αυτή η εξίσωση είναι λογική δίνοντας στους συγγραφείς την “πραγμάτευση της επιστήμης ως ενιαίο σύνολο”.

Η “επιστήμη” των Gross και Levitt είναι βασικά το υπάρχον σώμα της γνώσης στις φυσικές επιστήμες, πιθανόν συνοδευόμενη από μια μορφή επιστημονικής μεθόδου. Οι κοινωνικές επιστήμες εξαιρούνται, ένας κρίσιμος διαχωρισμός (4). Επίσης εξαιρούνται τα κεφάλαια της επιστημονικής έρευνας, ο οργανισμός της επιστημονικής κοινότητας, και οι εφαρμογές της επιστήμης. Έτσι περιορίζουν το επίκεντρο στην επιστημολογία, παραλείποντας τις περισσότερες από τις κοινωνικές δυναμικές της επιστήμης. Αυτό το κάνει ευκολότερο να υπερασπιστούν την “επιστήμη” αφού οι επικριτές της γνώσης είναι περισσότερο τρωτοί στην κριτική όταν αποσυνδέονται από επικριτές που σχετίζονται με κοινωνικές δομές και πρακτικές.

Σε μερικές περιπτώσεις, οι Gross και Levitt αναφέρουν ότι ορισμένες ομάδες αντιπαθούν συγκεκριμένες χρήσεις της επιστήμης, όπως στρατιωτικές εφαρμογές (2, 33, 224-25). Αλλά το μεγαλύτερο μέρος αγνοεί τις πιο κοινές κοινωνικές κριτικές, δηλαδή αυτές που έχουν σχέση με τους συνδέσμους της με επιζήμιες και καταπιεστικές πρακτικές όπως ο πόλεμος, η καταστολή, ο κοινωνικός έλεγχος, η καταστροφή του περιβάλλοντος και η εκμετάλλευση των ζώων. Στην σύντομη ανασκόπησή τους της ιστορίας της επιστήμης με προγράμματα κοινωνικής βελτίωσης (16-23), καλύπτουν μια περίοδο από τα 1600 μέχρι τα 1800, όπου η επιστήμη αρκετές φορές ήρθε σε διαμάχη με παραδοσιακές δυνατές δομές όπως η εκκλησία. Η έρευνά τους ξαφνικά σταματά πριν από αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η “συγχώνευση της επιστήμης”, όταν η επιστήμη επαγγελματοποιήθηκε και προσανατολίστηκε σε στρατιωτικούς, επαγγελματικούς και καπιταλιστικούς σκοπούς (5). Οι Gross και Levitt προφανώς πιστεύουν ότι η επιστήμη παραμένει ένα απελευθερωτικό πρόγραμμα, καθώς όταν αναφέρουν την “μακρά ιστορία της προοδευτικής δυτικής σκέψης με την οποία συνδέθηκαν, γενικώς, οι προσπάθειες για την ανθρώπινη απελευθέρωση” (45). Από την παρουσίασή τους για την επιστήμη ως ενιαίο σύνολο και ως ταυτόσημο του άυλου συστήματος της γνώσης που είναι η καλύτερη υπάρχουσα προσέγγιση της πραγματικότητας (6), έχουν αγνοήσει τον όγκο των κριτικών που σχετίζονται με την επιστήμη. Εν συντομία, προσυπογράφουν το μοντέλο της χρήσης - κατάχρησης της επιστήμης, με τον εξωραϊσμό της φυσικής επιστήμης ως η επιτομή της ορθολογιστικής αναζήτησης.

Δεν είναι καινούργιο για τους αναγνώστες του Social Studies of Science ότι η περισσότερη κοινωνική ανάλυση της επιστήμης βασίζεται στο ότι διαφορετικά μέρη και απόψεις της επιστήμης είναι ανοιχτά σε διερεύνηση από διάφορες προοπτικές και στο ότι η επιστημονική γνώση θα πρέπει να κατανοηθεί σύμφωνα με τα κοινωνικά δεδομένα. Ο τρόπος που οι Gross και Levitt αντιλαμβάνονται την επιστήμη έρχεται βασικά σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς που αυτοί κριτικάρουν. Με άλλα λόγια, θεωρούν μια συγκεκριμένη εικόνα της επιστήμης και κατόπιν κριτικάρουν θέσεις με τις οποίες δεν μπορούν να προσαρμοσθούν.

ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΗΣ “ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ”

Για να αναληφθεί το πρόγραμμα της αντιαντιεπιστήμης είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί η “αντιεπιστήμη”. Όμως, είναι δύσκολο να βρει κανείς συγγραφείς που απορρίπτουν εξ’ ολοκλήρου την επιστήμη, που απορρίπτουν τη λογική ή αλλιώς μπορούν να παρασταθούν κατάλληλα ως αντίθετοι. Οι Gross και Levitt έχουν κάνει μια ενεργητική εργασία στο να βρίσκουν κριτικές που εμφανίζονται να ταιριάζουν στο μοντέλο

τους. Παρατηρούν κυρίως τις κονστρουκτιβιστικές, μεταμοντέρνες, φεμινιστικές και περιβαλλοντικές κριτικές. Με σκοπό να τις συνδυάσουν χρησιμοποιούν τον όρο “ακαδημαϊκή αριστερά”.

Οι συγγραφείς παραδέχονται ότι οι κριτικές που χαρακτηρίζουν ως “ακαδημαϊκή αριστερά” πηγαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις (5,10-11). Ακόμη, επανειλημμένως επανέρχονται στους περιορισμούς του όρου και ζητούν συγγνώμη γι’ αυτό (7). Επίσης αναφέρουν ότι το “η προοπτική αριστερά”μπορεί να είναι καλύτερο(40).Αλλά συνεχίζουν έτσι κι αλλιώς να χρησιμοποιούν τον όρο “ακαδημαϊκή αριστερά” (8).

Εκτός από το να συγκεντρώνει ομάδες με διαφορετικές ημερήσιες διατάξεις και προοπτικές ο όρος “ακαδημαϊκή αριστερά” αποπροσανατολίζει κατά ένα πιο βασικό τρόπο συνδέει χωρίς να είναι απαραίτητο την “αριστερά” με τις κριτικές της επιστημονικής γνώσης. Υπάρχουν πολλοί μελετητές, συμπεριλαμβανομένου και ακαδημαϊκούς, που θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ότι είναι στα αριστερά και οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την κριτική της επιστημονικής γνώσης. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να είναι σφοδροί υποστηρικτές της λογικής και της επιστημονικής μεθόδου (9). Πολλοί Μαρξιστές συγκεκριμένα δεν γνωρίζουν πολλά γύρω από τη φυσική επιστήμη, επιδιώκοντας να επικυρώσουν τον Μαρξισμό αυτού κάθε αυτού ως επιστημονικό. Σε αυτό το πλαίσιο, για να συμπεριλάβει κανείς τον Μαρξισμό στην “ακαδημαϊκή αριστερά” που είναι επικριτική στην επιστημονικής μεθόδου, παρά απλά επικριτική της “παραποίησης” της επιστήμης υπό τον σοσιαλισμό, χρειάζεται κάποια διαστρέβλωση. Ένας από τους στόχους κλειδιά της Radical Science Journal (εφημερίδα της ριζοσπαστικής επιστήμης) ήταν να “δημιουργήσει μια Μαρξιστική κριτική του επιστημονισμού στα Αριστερά”.

Η παραδοσιακή αριστερά μπορεί να διακριθεί σύμφωνα με την κριτική της περί καπιταλισμού και την υποστήριξή της στην εργατική τάξη και σε άλλες καταπιεσμένες ομάδες. Προσθέτοντας την κριτική του πατριαρχισμού και την υποστήριξη των γυναικών είναι μια λογική επέκταση - - παρόλο που δεν είναι και δεν ήταν τόσο εύκολο για τους άνδρες της αριστεράς(10). Για να θεωρήσουμε μια κριτική της κυριαρχίας της φύσης ως ένα ουσιαστικό τμήμα της “αριστεράς” είναι αμφισβητούμενο: η διάσταση μεταξύ πρασίνων και κοινωνικά δημοκρατικών παρατάξεων είναι ενδεικτική των προστριβών τους (11). Ο μεταμοντερνισμός είναι ακόμη λιγότερο εύκολος να καταταγεί ως

αριστερός.

Οι Gross και Levitt δεν δίνουν καμία κοινωνιολογική εξήγηση για τη δημιουργία της “ακαδημαϊκής αριστεράς” - -τη διακρίνουν σε σχέση με την ιδεολογία (10-11) ή την ηθική (220). Ακόμη κι αν υπάρχει κάποιος κοινός ιδεολογικός ή ηθοπλαστικός σύνδεσμος στις διάφορες κριτικές, αυτό σχεδόν δικαιολογεί τη συγκέντρωση αυτών που κάνουν τις κριτικές. Θα ήταν σχεδόν το ίδιο να μαζέψει κανείς κριτικούς από Χριστιανικές κοινότητες - - συμπεριλαμβανομένου άθεους, Βουδιστές, φιλελεύθερους Χριστιανούς θεολόγους και Δαρβίνους - - και να τους αποκαλέσει “θρησκευτική αριστερά”.

Υιοθετώντας τον όρο “ακαδημαϊκή αριστερά”, οι Gross και Levitt επικρίνουν αυστηρά την αριστερά για τα λεγόμενα αμαρτήματα των κριτικών της επιστημονικής γνώσης. Μερικές φορές παραλείπουν το “ακαδημαϊκή” και αναφέρουν απλά το “αριστερά” (25,27,242,243), εννοώντας ότι θεωρούν περισσότερα απ’ότι απλώς την κριτική της επιστημονικής γνώσης όταν αναφέρονται στο “ακαδημαϊκή αριστερά”.

Παρ’όλη την προσπάθεια των Gross και Levitt να κρατηθούν μακριά από την ακραία δεξιά (8) - - μερικές φορές με έντονες περιγραφές θέσεων που αποκηρύσσουν (36) - - στην πράξη είναι συχνά επικριτικοί σε αυτές και ακόμη εχθρικοί στις “αριστερές” θέσεις. Εμφανίζονται να έχουν απλά μια επιφανειακή αντίληψη του περιβαλλοντισμού, του φεμινισμού και ομοίων, κάνοντας χονδροειδείς γενικότητες πάνω σε αυτά. Για παράδειγμα, απορρίπτουν την κίνηση εναντίον της πυρηνικής ενέργειας, κάνοντας αστεία γύρω από το σύνθημα ‘Διασπάστε ξύλο όχι άτομα’ (160). Η σύγκριση του ξύλου με την πυρηνική ενέργεια καθαρά αγνοεί την ισχυρή αντιπυρηνική κριτική που βασίζεται σε ιδέες που συμπεριλαμβάνουν την ενεργειακή επάρκεια, ένα ακέραιο πρόγραμμα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και τις κοινωνικές αλλαγές όπως μείωση του δεδομένου περάσματος του χρόνου. Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι ότι δείχνουν να θεωρούν αρκετό να βασίσουν την κριτική τους γύρω από την κίνηση κατά της πυρηνικής ενέργειας με την αντίκρουση του συνθήματος.

Η πολιτική ανάλυση που είναι συμφυής με τις κινήσεις, δεν θίγεται. Οι συγγραφείς δείχνουν να έχουν υιοθετήσει μια μορφή ουσίας στην κριτική τους τον υποτιθέμενο πυρήνα διαφόρων κινήσεων, δηλαδή ότι η ουσία των κινήσεων είναι να βρεθούν σε συγκεκριμένες ιδεολογίες.

Η εκδοχή της ιστορίας και της κοινωνιολογίας των Η.Π.Α κατά τους Gross και Levitt άφησε τους διανοούμενους να επικεντρωθούν στις πολιτικές δραστηριότητες των κοινωνιολόγων. Δεν κάνουν πολλά για να δικαιολογήσουν το συνυπολογισμό των φεμινιστών, περιβαλλοντιστών ή μεταμοντερνιστών στην αριστερά. Μοιάζουν να μην γνωρίζουν τον δυναμισμό του αμερικανικού λαού (μη ακαδημαϊκών) φεμινιστών, περιβαλλοντιστών αλληλέγγυων, ειρηνικών, αντιρατσιστικών μη βίαιων και άλλων ριζοσπαστικών ομάδων, ίσως επειδή ψάχνουν για στοιχεία μόνο σε επίσημα πολιτικά ιδρύματα. Αγνοούν εντελώς την κοινωνιολογική φιλολογία της συμπεριφοράς των ακαδημαϊκών, που δείχνει μεταξύ άλλων πραγμάτων ότι η κυρίαρχες πολιτικές συμπεριφορές είναι οι πιο κοινές ανάμεσα στους αμερικανούς ακαδημαϊκούς (12). Επίσης αγνοεί την ασυνήθιστη κατάσταση της αμερικανικής αριστεράς συγκρινόμενης με την αριστερά άλλων βιομηχανοποιημένων χωρών. Ποιο γενικά υπερβάλλουν κατά πολύ γύρω από τη δύναμη και την κοινωνική θέση της “ακαδημαϊκής αριστεράς “.Υπάρχει μετά από όλα αυτά, μια μακρά ιστορία επιθέσεων σε αριστερούς ακαδημαϊκούς που συνεχίστηκε για πολύ μετά το τέλος της λεγόμενης εποχής “Mc Carthy".

ΕΚΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Έχοντας οικοδομήσει δύο τεχνητές οντότητες, μια ενιαία “επιστήμη” και μια ενιαία “ακαδημαϊκή αριστερά”, το καθένα περιορισμένο σε επιστημονικά βασικά χαρακτηριστικά, οι Gross και Levitt προχώρησαν στην επίθεση. Διαλέγουν χαρακτηριστικά από κάθε μια από αρκετές περιοχές -επιστημονικές σπουδές, μεταμοντερνισμό, φεμινισμό, περιβαλλοντισμό, ή δραστηριότητα για το AIDS—και κριτικάρουν τους επικριτές της επιστήμης. Μερικοί από αυτούς τους συγγραφείς έχουν μια φτωχή αντίληψη της επιστήμης σε τεχνικό επίπεδο, και αυτή είναι η περιοχή που οι Gross και Levitt βρίσκουν τα περισσότερα να εκθέσουν.

Σποραδικά κάτι μπορεί κανείς να μάθει από την ανάλυση σφαλμάτων και διατεινόμενων σφαλμάτων που γίνονται σε κάποιες κριτικές της επιστήμης. Είναι βέβαια μια προειδοποίηση να “ελέγξει κάποιος τα γεγονότα” πρίν κάνει κάποιος μεγαλόπρεπες δηλώσεις γύρω από μια τεχνική περιοχή, όπως η κβαντική μηχανική και η θεωρία του χάους. Αλλά η κριτική των Gross και Levitt περισσότερο παραπλανεί παρά αποκαλύπτει.

Ξεκινώντας, οι κριτικές τους επιχειρούνται σε κενό. Το βρίσκουν αρκετό να διαλέξουν κάποιες μελέτες (διακριμένες ή άλλες), μερικές εργασίες και κατόπιν να αναλύσουν συγκεκριμένα μέρη αυτών των εργασιών. Δεν υπάρχει κάποια συγκίνηση ούτε για τη συνολική ποσότητα της δουλειάς στον τομέα, ούτε για το πώς οι επιστήμονες έχουν διατεθεί σε αυτόν. Ακόμη κατά κάποιες μεμονωμένες κριτικές, αισθάνονται έτοιμοι να κάνουν γενικότητες γύρω από την εργασία στον τομέα. Συχνά αυτές οι γενικότητες επισκιάζουν τις πραγματικές κριτικές τους.

Στο κεφάλαιο τους γύρω από τις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης, οι Gross και Levitt ξεκινούν με μια κριτική γύρω από το έργο του Stanley Aronowitz, η οποία θα ήταν γνωστή σε λίγους στον τομέα. Κατόπιν, κάνουν κάποιες κριτικές γύρω από το έργο του Bruno Latour που είναι φυσικά πολύ γνωστό ανάμεσα στις επιστημονικές μελέτες. Αλλα δείχνουν να αγνοούν τους επικριτές των προσεγγίσεων του Latour που έχουν σημαντική διάκριση στον τομέα [14].Τελικά καταπιάστηκαν με το διάσημο Leniathan and the Air Pump των Steven Shapin και Simon Schaffer. Αφήνοντας κατά μέρος τις παρανοήσεις και την αδυναμία των κριτικών τους, γύρω από αυτές τις εργασίες, μόνο κάποιος που είναι απ’ έξω θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια κριτική επιλεγμένων απόψεων των εργασιών των Aronowitz, Latter, Shapin, και Schaffer θα παρείχε μια επαρκή βάση για γενίκευση γύρω από την κονστρουκτιβισμό των μελετών της επιστήμης, για να μην αναφέρουμε την αξίωση ότι οι περισσότεροι επαγγελματίες ‘δεσμεύονται σε μια αριστερίστικη πολιτική θέση’ (47).

Στο κεφάλαιό τους για το γένος, οι Gross και Levitt δίνουν κριτικές ενός προδημοσιευμένου άρθρου γύρω από την μαθηματική παιδαγωγική, ένα κεφάλαιο από την ομάδα μελετητών Βιολογίας και Γένους άρθρα σε μια έκδοση του δημοφιλούς επιστημονικού περιοδικού Discover της Sandra Harding’s το The Science Question in Feminism (εστιάζοντας σε δύο προτάσεις από το βιβλίο), μια συνέντευξη με την Donna Haraway, και κεφάλαια από τους Harding, Evelyn Fox Keller και Helen Longinο.

Αυτά χαρακτηρίζονται ως “χαρακτηριστικά προϊόντα της φεμινιστικής κριτικής της επιστήμης (113), αλλά δε δίνεται κάποια λεπτομερής δικαιολογία γύρω από την επιλογή αυτών των εργασιών. Εάν μάλιστα υπάρχει μια “φεμινιστική κριτική της επιστημονικής κλίκας”(100),οι Gross και Levitt απέτυχαν να το επιδείξουν.

Στο κεφάλαιό τους γύρω από των “ριζοσπαστισμό”, επικεντρώνονται στην εργασία του Jeremy Rifkin, εξετάζοντας λεπτομερώς δύο προτάσεις ενός από τα βιβλία του, ενώ συγχρόνως κάνουν πιο σύντομες κριτικές εργασιών της Carolyn Merchant και του Dave Foreman. Υποστηρίζουν ότι οι ιδέες του Rifkin είναι τυπικές της ακαδημαϊκής αριστεράς δίνοντας ως απόδειξη δηλώσεις των Steven Best και Stanley Aronowitz. Οι Gross και Levitt λένε ότι “πλήθος άλλων θα ήταν οι κριτικοί της μοντέρνας επιστήμης που μοιράζονται τους ίδιους ιδεολογικούς ενθουσιασμούς με τον Riftin’s” (171), αλλά αυτοί οι κριτικοί παραμένουν ανώνυμοι.Στο διάβα, η φιλόσοφος Val Plumwood κατηγοριοποιείται ανακριβώς ανάμεσα σε αυτούς που “περιφρονούν τους κανόνες της λογικής, της απόδειξης, της αντικειμενικότητας και της συνέπειας” (175), παραθέτοντας απλά μια πρόταση από ένα άρθρο της (176), αγνοώντας το υπόλοιπο του άρθρου (15) και την τεράστια παραγωγή της σχετικά σοφής της εργασίας. Είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι ο αριθμός των ακαδημαϊκών που προσυπογράφουν το μοντέλο του ριζοσπαστισμού των Gross και Levitt είναι λιγότερος απ’ ότι διακηρύσσουν. Όπως στον μεταμοντερνισμό και την δραστηριότητα γύρω από το AIDS, η περίπτωσή τους που είναι μια σημαντική ομάδα αριστερών ακαδημαϊκών σε αυτές τις περιοχές που τοποθετούνται ως “επίθεση στην επιστήμη” είναι μάλιστα ισχνή.

Η υπόθεση των Gross και Levitt ότι η επιστήμη είναι ένα ενιαίο σύνολο τους οδηγεί σε μια οικεία παρερμηνεία του κονστρουκτιβισμού, δηλαδή ότι η επιλογή είναι ανάμεσα στην επιστήμη ως αντικειμενική γνώση και στην επιστημονική γνώση όπως υπαγορεύεται από τα κοινωνικά ενδιαφέροντα (46). Δείχνουν να στερούνται της ιδέας ότι η επιστημονική γνώση μπορεί να είναι ένα ισχυρό και αποτελεσματικό εργαλείο για συγκεκριμένους σκοπούς, με άλλα λόγια ότι η επιστημονική γνώση μπορεί να είναι πολύτιμη ακόμη κι αν δεν είναι αντικειμενική σε κάποια βασική έννοια. Για αυτούς υπάρχουν δύο επιλογές μόνο: αποφασιστικότητα εκ φύσεως και αποφασιστικότητα από την κοινωνία (16).Από τα σχόλια τους γύρω από την ανάληψη κονστρουκτιβιστικής ανάλυσης του κονστρουκτιβισμού (70,136) διαφαίνεται ότι αγνοούν εργασίες επιστημονικών μελετών πάνω στην αυτοστοχαστικότητα (reflexivity).

Οι Gross και Levitt στοχεύουν μελετητές που υποτίθεται ότι παρεξηγούν την επιστήμη, είναι επιπλέον “αντιεπιστήμη” και λέγονται ότι είναι μέλη της “ακαδημαϊκής αριστεράς”. Πουθενά δεν κριτικάρουν μελετητές της ακαδημαϊκής δεξιάς που παρεξηγούν την επιστήμη. Ούτε θεωρούν ότι τέτοιοι μελετητές είναι “αντιεπιστήμη ”.

Σε πολλές περιπτώσεις δείχνουν ότι αγνοούν κριτικές στο πεδίο της προχειρότητας της επιστήμης και είναι ταχείς στο να κριτικάρουν. Για παράδειγμα, δεν κάνουν αναφορά στην διαπεραστική ανάλυση του Sal Restivo γύρω από την θέση του Fritjof Capra πάνω στον παραλληλισμό μεταξύ της κβαντικής φυσικής και του ανατολικού μυστικισμού. Αυτό είναι κρίμα, αφού θα μπορούσε να είναι εποικοδομητικό να δούμε πώς οι Gross και Levitt πραγματεύτηκαν την εξεζητημένη κοινωνική ανάλυση των μαθηματικών του Restivo (17).

Θα ήταν ανόητο να υπερασπιστούμε οποιαδήποτε θέση κάθε μελετητή που κριτικάρεται στην Υψηλότερη Πρόληψη. Οι ειδικοί μπορεί να συμφωνούν μπορεί και όχι γύρω από τα λεπτομερή χαρακτηριστηκά του ισχυρισμού. Ανεξάρτητα από την “δικαστική απόφαση ” τέτοιων φιλονικιών, το σημαντικό είναι ότι οι Gross και Levitt δεν έχουν υποστηρίξει την συνολική τους θέση, δηλαδή την γενίκευση τους από διατεινόμενες ανακρίβειες και παρεξηγήσεις σε λεπτομερές επίπεδο σε κατηγορία ολόκληρων τομέων της μελέτης. Δείχνουν να προχωρούν σαν ελάττωμα της πραγματικότητας ή της λογικής που υποσκάπτει ολόκληρο το οικοδόμημα παρά ανιχνεύει ένα σφάλμα στην μαθηματική απόδειξη. Οι ανθρωπιστικές σπουδές και οι κοινωνικές επιστήμες δεν λειτουργούν έτσι. Επιπλέον οι επιστημονικοί μελετητές θα υποστήριζαν ότι κανείς όπως ο κανόνας δεν κάνει την φυσική επιστήμη.

Εξαιτίας της διάστασης των απόψεων ανάμεσα στους τομείς που εξετάζονται στην Υψηλότερη Πρόληψη, είναι πιθανόν ότι οι περισσότεροι μελετητές θα βρούν τους εαυτούς τους σε συμφωνία με κάποιους τουλάχιστον από τους ισχυρισμούς του συγγραφέα. Η κριτική των επιστημονικών μελετών της θεωρίας του δικτύου των ηθοποιών μπορεί να βρεί κοινά στοιχεία με κάποιες από τις κριτικές των Gross και Levitt για τον Latour· κριτικοί συγκεκριμένων μεταμοντερνικών τάσεων μπορεί να αντηχούν τα παράπονα των Gross και Levitt κ.τ.λ. (18). Αλλά αυτή η ανάγκη δεν περιλαμβάνει συμφωνία με της ευρύτερες υποθέσεις και τα επιχειρήματα τους γύρω από την επιστήμη και την “ακαδημαϊκή αριστερά”.

Οι Gross και Levitt περιορίζουν κατηγορηματικά την προσοχή τους στους μελετητές των Η.Π.Α (25).Αυτό είναι ατυχές αφού η πιο σπουδαία δουλειά σε έναν αριθμό τομέων έχει προέλθει εκτός των Η.Π.Α όχι τουλάχιστον στις επιστημονικές μελέτες. Ως μελετητές των Η.Π.Α οι Gross και Levitt έχουν αρκετή συμπαράσταση στην παράληψη μη αμερικανικών πηγών, είναι σχεδόν μια συνταγή για να κερδίσουν μια ισορροπημένη ιδέα γύρω από τους τομείς που αυτοί εξετάζουν. Ίσως είναι η αμερικανική τους πρόληψη που τους οδηγεί να παραβλέψουν την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης. Είναι ευχάριστο να διαβάζει κανείς το επιχείρημα τους εναντίον του κονστρουκτιβισμού για το λόγο ότι η κονστρουκτιβιστική ανάλυση ακολουθεί την μέθοδο της εμπειρικής επιστήμης (48). Η κλασσική ανάλυση του δυνατού προγράμματος της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης του Bloor, που αναγνωρίστηκε ευρέως και μερικές φορές του έγινε κριτική για το μιμητισμό του με την παραδοσιακή επιστημονική μέθοδο, δεν αναφέρεται πουθενά (19).

Οι Gross και Levitt επικρίνουν δριμύτατα τους “κριτικούς της επιστήμης” που δεν έχουν μελετήσει την επιστήμη ευθέως και δεν αναφέρουν επιστήμονες που επικρίνουν την κοινωνική επιστήμη χωρίς να την έχουν μελετήσει. Υπάρχουν σίγουρα πολλοί στην τελευταία κατηγορία. Ίσως αυτό το φαινομενικά διπλό επίπεδο είναι μια επέκταση του θετικισμού τους : η συμπεριφορά τους δεν χρειάζεται καμία εξήγηση ούτε δικαιολογία αφού είναι σωστή, ενώ η παραπλανητική συμπεριφορά άλλων πρέπει να εξηγηθεί μέσω κοινωνικών κατηγοριών. Αυτή η κοινωνιολογία του λάθους βρίσκεται σε λειτουργία στις ψυχολογικές τους εξηγήσεις για προσκόλληση στα πιστεύω της “ ακαδημαϊκής αριστεράς” (27,73,220-33)[20].

Ως δείγμα της προσέγγισης των Gross και Levitt στην κοινωνική ανάλυση εξετάζουμε τη θέση “Η συντριπτική πλειοψηφία των ενεργών επιστημόνων ούτε ασκούν ούτε παραβλέπουν την μεροληψία” (111). Αυτό μαζί με ισχυρισμούς περί σεξουαλικής διάκρισης στην επιστήμη, δεν γίνεται μόνο με έλλειψη ισχυρών αποδείξεων (21) αλλά και με καμιά αναφορά στην κατασκευαστική διάκριση (όπως η καριέρα δύο προσώπων) ή στην σεξουαλική παρενόχληση (22). Με άλλα λόγια νιώθουν ελεύθεροι να κάνουν γενικεύσεις γύρω από την κοινωνία χωρίς να τους ενδιαφέρει να προβάλλουν αποδείξεις, επιχειρήματα, έρευνες της λογοτεχνίας κ.τ.λ. Είναι εύκολο να αποκτήσεις την εντύπωση ότι οι πολλές τους δηλώσεις και των δύο επιστημόνων συλλογικά και γύρω από την “ακαδημαϊκή αριστερά “, βασίζονται κατά μεγάλο μέρος στις προσωπικές τους εμπειρίες και σε κάποιες επίλεκτες μνείες, αγνοώντας έτσι την καθιερωμένη κοινωνική επιστημονική πρακτική του να κάνεις κοινωνιολογικές γενικεύσεις.

Κριτικάρουν άλλους γιατί δεν συμβουλεύονται επιστήμονες για τις κριτικές τους, που είναι λογικά αρκετό. Αλλά, τουλάχιστον σύμφωνα με τις παραδοχές τους, δείχνουν να μην έχουν συμβουλευτεί κοινωνικούς επιστήμονες τους οποίους έχουν κριτικάρει.

Το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό γνώρισμα της επίθεσης τους είναι η συγκινητική του φύση. Το βιβλίο ξεκινά με ένα λόγο γύρω από την επιμονή (1), και παρατάσσει όρους όπως “καθαρή ανοησία”, “κουταμάρα”.Για μένα αυτό δείχνει μια συγκαταβατική συμπεριφορά απέναντι στην ανθρωπιστική και κοινωνική επιστήμη. Κατά την εμπειρία μου τα τελευταία 25 χρόνια, ένας αριθμός επιστημόνων έχουν την ανθρωπιστική και κοινωνική επιστήμη σε περιφρόνηση, μια παρατήρηση που έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των Gross και Levitt ότι οι φυσικοί επιστήμονες -- “τουλάχιστον γι’ αυτούς με την αίσθηση του δίκαιου παιχνιδιού” -- είναι “συνήθως διστακτικοί” σε σχέση με τους ισχυρισμούς και τους κοινωνιολόγους της επιστήμης (42). Σίγουρα οι συγγραφείς δεν είναι διστακτικοί με τους εαυτούς τους.‘Ένα ίχνος της περιφρόνησης για την ανθρωπιστική και την κοινωνική επιστήμη έρχεται αρκετές φορές στην Υψηλότερη Πρόληψη. Για παράδειγμα, σε μια φαντασίωση “πλεονεκτικής θέσης”, φαντάζονται ότι, εάν είναι δυνατό, οι επιστήμονες θα μπορούσαν σωστά να διδάσκουν ανθρωπιστικές επιστήμονες αλλά όχι το αντίστροφο (243).

Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια ωραία περίληψη των που συζητήθηκαν τώρα : οι κατηγορίες “ακαδημαϊκή αριστερά” και “επιστήμη” βρίσκονται στον υπότιτλο, ενώ η “υψηλότερη πρόληψη” δείχνει τη συμπεριφορά των συγγραφέων πάνω στο θέμα. Ένας τίτλος όπως “κριτική της προοπτικής ανάλυσης της επιστήμης” δεν είχε τον ίδιο αντίκτυπο.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΕΙΤΑΙ

Επικεντρώνοντας στις επιστημολογικές κριτικές της επιστήμης, οι Gross και Levitt αγνοούν τις πιο φανερά πολιτικές κριτικές της επιστήμης, που δεν αναφέρονται πουθενά (23).Πολλές από τις πολιτικές κριτικές δεν βασίζονται σε επιστημολογική κριτική, επικεντρώνοντας αντίθετα στα αποθέματα της επιστήμης, στον οργανισμό της επιστημολογικής κοινότητας, τη λήψη αποφάσεων, κ.τ.λ.. Ουσιαστικά, οι Gross και Levitt περιθωριοποιούν πολιτικές κριτικές επιτιθέμενοι σε επίλεκτες επιστημολογικές κριτικές και αναγνωρίζοντας τις χωρίς καμία κριτική της επιστήμης. Η πρακτική ανησυχία πολλών κοινωνικών ακτιβιστών, συμπεριλαμβανομένου ενός σημαντικού αριθμού κριτικών που έχουν ανακηρυχθεί επιστήμονες, είναι ότι η επιστημονική πείρα που κινητοποιείται από ίδια ενδιαφέροντα για να υπηρετήσουν αυτό που αυτοί θεωρούν λάθος, τελειώνει (24). Η εστίαση των Gross και Levitt στην “υψηλότερη πρόληψη “ υπηρετεί το σκοπό του να αποσπαστεί η προσοχή από αυτό. Απλά ανταποκρινόμενοι στο επίπεδο της επιστημολογίας και των μελετητών διαιωνίζεται αυτή η αλλαγή της κατεύθυνσης. Η υψηλότερη πρόληψη, περισσότερο από ένα απλό κομμάτι κριτικής μελετών, εξυπηρετεί μια πολιτική παρέμβαση, σαν μια μορφή οριακής εργασίας (25),σαν μέσα υποστήριξης της “επιστήμης” εναντίον αποθεμάτων περικοπών και απώλειας της κοινωνικής αξιοπιστίας.Με το να υποστηρίζουν την άποψη ότι η “επιστήμη” είναι ένα ενιαίο σύνολο υπό επίθεση, υπηρετεί αυτούς που θέλουν τα χρήματα για επιστημονική έρευνα με λίγη διερεύνηση εκτός της κοινότητας. Ο κονστρουκτιβισμός στις κοινωνικές επιστήμες δεν θα έπρεπε να ανησυχεί τους επιστήμονες. Ο αληθινός κίνδυνος είναι η υλιστική αποδόμηση των προνομίων ενός προστατευμένου τομέα.

Ο Brian Martin έχει ασχοληθεί με την κριτική της επιστήμης από τα 1970, ειδικά με την καταστολή της πνευματικής διχόνοιας, των επιστημονικών διαμαχών στην στρατιωτική άμυνα.

Διεύθυνση συγγραφέα: Department of Science and Technology Studies, University of Wollongong, NEW 2522, Australia· e- mail: Brian@uow.edu.au

ΣΧΟΛΙΑ

Για παράδειγμα, Wray Herbert, “H επίθεση του προσωπικού υπολογιστή στην επιστήμη”, U.S. News &World Report (20 Φεβρουαρίου 1995), 64-65.

Eric Ashby, ‘Επιστήμη και Αντιεπιστήμη’, στο Paul Halmos (έκδοση), The Sociology of Science (Keele: Πανεπιστήμιο Keele, 1972), 209- 226· John Maddox, ‘Υπερασπίζοντας την επιστήμη κατά της Αντιεπιστήμης’, Nature, έκδοση 368 (17 Μαρτίου 1994), 185· John Passmore, Science and its Critics (Λονδίνο: Duckworth, 1978).

Για λογικά καθαρές αρθρώσεις αυτής της εξίσωσης: βλέπε σελ. 2-3, 8,14,23,27, 108, 148, 220, 223, 237, 238 και 252-53.

Αυτό το σημείο δίνεται στού Tom Gierin, ‘Policing STS: Μια εργασία ενθύμιο από την έκθεση Smithsonian ‘Η επιστήμη στην αμερικανική ζωή’, Science, Technology, & Human Values (1995, υπό έκδοση).

Οι Gross και Levitt αναφέρονται στην συγχώνευση της επιστήμης σε ένα αποκαλυπτικό κείμενο: ‘Η επιστήμη είναι, μετά από όλα, καλά ενσωματωμένη στον τεχνικό, βιομηχανικό, και στρατιωτικό μηχανισμό του καπιταλιστικού συστήματος· με τη σειρά, βασίζεται σε αυτό το σύστημα για την υλική βάση της συνεχιζόμενης προόδου του, τουλάχιστον σε αυτούς τους τομείς όπου μια σημαντική επένδυση χρημάτων είναι απαραίτητη για μια καρποφόρα έρευνα. Για τους επιστήμονες που εργάζονται στην κοιλιά του κτήνους, φυσικά, η κατάσταση δείχνει πιο περίπλοκη από αυτό. Στην πραγματικότητα, από διάφορες πλευρές, οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι μπορούν ειλικρινά (και σωστά) να βλέπουν την παρούσα κουλτούρα ως ένα ιστορικό πρότυπο, σε βαθμό που καλλιεργεί και ενθαρρύνει την αυτονομία της σκέψης και την ελευθερία των ιδεών (47). Αυτό το συμπέρασμα μπορεί να κατανοηθεί από την άποψη της υπόθεσης ότι η ουσία της επιστήμης είναι η επιστημονική γνώση, που είναι η αντανάκλαση της φύσης.

Οι Gross και Levitt κάνουν κάποιες όμορφες συνοπτικές δηλώσεις της θετικιστικής θέσης, όπως ότι η επιστημονική πρακτική, ‘οδηγείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από την εσωτερική λογική του αντικειμένου και τα σκληρά περιγράμματα της πραγματικότητας’ (81) και ότι η ‘επιστήμη είναι, πάνω απ’ όλα, μια επιχείρηση που οδηγείται από την πραγματικότητα’(234).

Οι Gross και Levitt χρησιμοποιούν τον όρο “ακαδημαϊκή αριστερά” με ‘μεγάλο δισταγμό’ (2)· είναι ένας ‘ενοχλητικός όρος’ (3)· ζητούν συγγνώμη όταν ο όρος προκαλεί σύγχυση(9)· δεν είναι εύστοχος (37).

Σποραδικά χρησιμοποιούν στη θέση του τον όρο “μεταμοντέρνα αριστερά”(175, 250).

Βλέπε, για παράδειγμα, συνεισφορά στο Ζ Papers, εκδ.1, νούμ.4, (Οκτώβριος- Δεκέμβριος 1992).

Lydia Sargent (εκδ), Women and Revolution: A Discussion of the Unhappy Marriage of Marxism and Feminism (Βοστόνη: South End Press,1980).

Πολλοί σοσιαλιστές για πολύ καιρό ήταν υψηλά επικριτικοί του περιβαλλοντισμού: μια κλασσική πρώιμη δήλωση στο Hans Magnus Enzensberger, ‘Mια κριτική της πολιτικής οικολογίας’, New Left Review, νουμ. 84 (Μάρτιος-Απρίλιος 1974), 3-31. Ακόμη και σήμερα, πολλοί ριζοσπαστικοί περιβαλλοντιστές είναι αδιάφοροι στα στενά οριοθετημένα είδη σοσιαλισμού. Οι Gross και Levitt εστιάζουν στους ‘ριζοσπάστες’ που αντιτίθενται στην μοντέρνα τεχνολογία· η απόσταση αυτής της ομάδας από οποιαδήποτε μετριοπαθή ομάδα της ‘αριστεράς’ είναι τεράστια

Βλέπε για παράδειγμα, Everett Carll, Jr. and Seymoyr Martin Lipset, The Divided Academy: Professors and Politics (Νέα Υόρκη: Mc Graw - Hill, 1975).

Μεταξύ πολλών άλλων πηγών, βλέπε Robert Justin Goldstein, Political Repression in Modern America from 1870 to the Present (Cambridge, MA:Schenkam, 1978)· Bertell Ollman, Class Struggle is the Name of the Game: True Confessions of a Marxist Businessman (Νέα Υόρκη: William Morrow, 1983)· Michael Parenti, ‘Καταστολή στην ακαδημία:αναφορά από την περιοχή’, Politics and Society, εκδ. 1 (Αύγουστος 1971), 527-37.

Olga Amsterdamska ‘Σίγουρα αστειεύεστε, κύριε Latour!’ Science, Technology, &Human Values, εκδ. 15 (1990), 495- 504· Stewart Russel, ‘Η κοινωνική αποδόμηση των ευρημάτων: Μια ανταπόκριση στους Pinch και Bijker’, Social Studies of Science, εκδ.16 (1986), 331-46·Pam Scott, ‘Μοχλοί και μετρητές βαρών:Ένα επιστημονικό εργαστήριο που απέτυχε να εξυψώσει τον κόσμο’, εκδ. 21 (1991), 7-35· Steven Shapin, ‘Παρακολουθώντας τους επιστήμονες παντού’, Social Studies of Science, εκδ. 18 (1988), 533-50.

Μια άλλη πρόταση από το ίδιο άρθρο παρουσιάζεται στη σελ.286.

Με αυτή τη δομή οι Gross και Levitt ρυθμίζουν την αντίκρουσή τους για τον κονστρουκτιβισμό με το γνωστό ισχυρισμό ότι η ‘επιστήμη λειτουργεί’ (49, έμφαση στο πρωτότυπο· βλέπε ακόμη 112,141).

Sal Restivo, The Social Relations of Physics, Mysticism and Mathematics (Dordrecht: D. Reidel, 1983).

Στη δική μου περίπτωση, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω, μεταξύ άλλων σημείων, με τις αντιλήψεις των υπερβολικών κριτικών για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους μέσα στην περιβαλλοντική κίνηση των Gross και Levitt. Για μια περιβαλλοντική κριτική για την ημέρα της κρίσεως του περιβάλλοντος, βλέπε Alan Roberts, The Self - Managing Environment (Λονδίνο: Allison and Busby, 1979), κεφ. 1.

David Bloor, Knowledge and Social Imaginery (Λονδίνο: Routledge and Kegan Paul, 1976). O Bloor αναφέρεται ως ο - -‘κοινωνιολόγος που ταυτίζεται με τους άκαμπτους πολιτιστικούς κονστρουκτιβιστές της σχολής του Εδιμβούργου’ (52)- - αλλά μόνο μέσω της εργασίας του Stanley Aronowitz, του οποίου η μέθοδος, σύμφωνα με τους Gross και Levitt, είναι να παρουσιάζει τις απόψεις των φιλόσοφων της επιστήμης ‘εν συντομία και αινιγματικά’ (51).

Οι Gross και Levitt: Κάποιος μπορεί να αποδώσει τη δημοτικότητα του σχετικισμού, για παράδειγμα, τόσο στα ίχνη της παμφάγου ευπιστίας που παραμένει από τα εξήντα όσο και στα διαλεκτικά προσόντα σημαντικών διανοούμενων’ (223). Δεν κάνουν καμία προσπάθεια να χρησιμοποιήσουν ψυχολογικές ιδέες για να βοηθηθούν να καταλάβουν τη λειτουργία της επιστήμης (βλέπε Michael J. Mahoney, Scientist as Subject: The Psychological Imperative) (Cambridge, MA: Ballinger, 1976)· Mahoney, ‘Η ψυχολογία του επιστήμονα: Mιά εκτιμημένη επανάληψη’ Social Studies of Science, εκδ. 9 (1979), 349-75· Ian I. Mitroff, The Subjective Side of Science: A Philosophical Inquiry into the Psychology of the Apollo Moon Scientists (Άμστερνταμ: Elsevier 1974). Θεωρούν ότι οι ‘ιδεολογικές δεσμεύσεις’ υποσκάπτουν την εργασία αυτών που επιχειρούν μια κριτική για την επιστήμη αλλά δεν κάνουν παρόμοια παρατήρηση όσον αφορά τις δεσμεύσεις των φυσικών επιστημόνων.

Gross και Levitt: ‘αφού δείχνει να έχει ξεχαστεί στην παρούσα αύξηση της αντιιθεσμικοποίησης, η διεκδίκηση δεν είναι απόδειξη.

Billie Wright Dziech και Linda Weiner, The Lecherous Professor: Sexual Harassment on Campus (Βοστόνη: South and Press, 1984)· Martha R. Fowlkes, Behind Every Successful Man: Wives of Medicine and Academe (Νέα Υόρκη:Columbia University Press, 1980)· Michele A. Paludi (εκ.) Ivory Power: Sexual Harassment on Campus (Albany: State University of New York Press, 1990)· Diana E.H. Russell, Sexual Exploitation: Rape, Child Sexual Abuse, and Workplace Harassment (Beverly Hills: Sage, 1984).

Βλέπε τα περιοδικά Radical Science Journal, Science for People, Science for the People και Rita Arditti, Pat Brennan και Steve Cavrak, Science and Liberation (Βοστόνη: South End Press,1980),Hilary Rose και Steven Rose, The Political Economy of Science Ideology of/ in the Natural Sciences (Λονδίνο: Macmillan, 1976)· Rose και Rose, The Radicalisation of Science: Ideology of/ in the Natural Sciences (Λονδίνο, Μacmillan, 1976). Οι πολιτικές κριτικές της επιστήμης επίσης κοινά αγνοούνται, όπως υποστηρίζω στου Brian Martin, ‘ Η κριτική της επιστήμης γίνεται ακαδημαϊκή’, Science, Technology, &Human Values, έκδ. 18 (1993), 247-59.

Οι Gross και Levitt παραδέχονται ότι το επίκεντρο της επιστημονικής έρευνας και η κατεύθυνση της επιστημονικής προόδου μπορεί να επηρεαστεί από κοινωνικούς παράγοντες (43-44, 234).Ακόμη αυτός ο ‘ασθενής πολιτιστικός κονστρουκτιβισμός’ είναι η βάση για όλες σχεδόν τις προκλήσεις της επικρατούσας επιστήμης και της τεχνολογίας των φεμινιστών, των περιβαλλοντολόγων και άλλων κοινωνικά δραστήριων.

Thomas F. Gieryn, ‘Σύνορα της Επιστήμης’ στων Sheila Jasanoff, Gerald E. Markle, James C. Petersen και Trevor Pinch, Handbook of Science and Technology Studies (Thousand Oaks, CA: Sage, 1995), 393-443. .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου