Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΔΡΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ



Η
ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΔΡΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ


John Law

Μετά την ΑΝΤ: Πολυπλοκότητα, Προσδιορισμός και Τοπολογία

Αφηρημένη Έννοια

Τί είναι μια θεωρία; Ή, αν θέλουμε να διευρύνουμε, τί σημαίνει καλός τρόπος προσδιορισμού των προβλημάτων διανόησης; Αυτή η εργασία ερευνά την κύρια τάση για την θεωρία ενός “δικτύου-δραστών” το οποίο είναι επίτηδες ένας οξύμωρος όρος, που συνδιάζει αλλά και αποκόπτει τον διαχωρισμό μεταξύ δομής και δράσης. Έπειτα σημειώνει ότι αυτή η τάση χάθηκε καθώς το “δίκτυο δραστών” μετετράπει σε μια ομαλή και συνεπή “θεωρία”, η οποία (πολύ) απλά και εύκολα έχει αντικατασταθεί, κριτικαριστεί ή εφαρμοστεί. Θυμίζει έναν άλλο σημαντικό όρο για την προσέγγιση στο δίκτυο δραστών - αυτόν της μετάφρασης - ο οποίος είναι ένας άλλος όρος με τάσεις, εφόσον (το παιχνίδι των λέξεων εφαρμόζεται καλύτερα στις λατινογενείς γλώσσες) το να μεταφράζεις σημαίνει ταυτόχρονα να προδίδεις (traductore, traditore). Προτείνεται ότι στην κοινωνική θεωρία η απλοποίηση δεν πρέπει να εκτοπίζει την πολυπλοκότητα των τάσεων. Το κεφάλαιο καταλήγει,με το να εξερευνεί μια σειρά μεταφορών, να καταπιαστεί με τάσεις, παρά να προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτές αγνοώντας τες και ιδιαίτερα λαμβάνει υπ’όψιν τη σπουδαιότητα της τοπολογικής περιπλοκότητας και τη θεωρία της κλασματικότητας (fractality).

“Σήμερα έχουμε να προσδιορίσουμε τις θέσεις. Χθες,
Είχαμε ημερίσιο καθαρισμό.Και αύριο το πρωί,
Θα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τα μετά την πυροδότηση.Αλλά σήμερα,
Σήμερα έχουμε να προσδιορίσουμε τις θέσεις μας.Η Ιαπωνική
ακτινοβολεί όπως τα κοράλια σ’ όλους τους γειτονικούς κήπους,
Και σήμερα έχουμε να προσδιορίσουμε τις θέσεις.”

(Henry Reed, Lessons of the War: 1)

Ο Προσδιορισμός των Θέσεων

Είναι πασίγνωστα τα λεγόμενα του Michel Foucault απ’ την πρόσφατη δουλειά του (ήταν η Ιστορία της τρέλλας;) ότι τους πήρε δεκαπέντε χρόνια να βρούν έναν τρόπο να το περιορίσουν σε μια μόνο πρόταση,ενώ στην περίπτωση του Volonte de Savoir (θέληση για γνώση), η ιστορία της σεξουαλικότητας τους πήρε μόνο δεκαπέντε μέρες. Ίσως τότε να είμαστε τυχεροί. Ο προσδιόρισμός σ’αυτό που σήμερα στα Αγγλικά ονομάζουμε ΑΝΤ, πήρε πάνω από δεκαπέντε ημέρες. Και η ακροστοιχία του στα καθιερωμένα ως ΑΝΤ πήρε ακόμα περισσότερα. Για την αποδοχή της ακροστοιχίας των τριών γραμμάτων είναι σίγουρα μία σύνθετη ευλογία. Και ναι, είναι το σύγχρονο ακαδημαϊκό ισοδύναμο του Παγκόσμιου Θριάμβου, η λαμπρή επιστροφή στη Ρώμη. Ναι, είναι μία καλή στιγμή για ανάπαυση, για να ξαπλώσουμε πάνω στις δάφνες. Ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να γυρίσουμε στην αίθουσα επιχειρήσεων του Παρισιού και να σχεδιάσουμε την υποδούλωση της επόμενης βάρβαρης επαρχίας. Για τον προσδιορισμό της θεωρίας η μετετροπή της σε ακροστοιχία, η γρήγορη αντικατάστασή της σε κείμενα, η μικρές περιγραφικά τιμές που της έγιναν ή για τον ίδιο λόγο, οι ισοδύναμα γρήγορες αποδοκιμασίες, είναι σημάδια της αξιοπιστίας της. Της διάχυσής της. Ή, ίσως ακόμη καλύτερα, της μετάφρασής της.

Αλλά είναι δυνατόν, να φτιάξουμε καλές φήμες με τον τρόπο αυτόν, και τότε ο προσδιορισμός και η εύκολη μεταφορά της “ΑΝΤ” σίγουρα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Γιατί η πράξη του προσδιορισμού υποδηλώνει ότι ο πυρήνας του έχει σταθεροποιηθεί, είναι στέρεος και έχει αποδοθεί οριστικά. Δηλαδή το ότι έχει στραφεί σε μια συγκεκριμένη στρατηγική με ένα υποχρεωτικό σημείο αναφοράς, ένα προσδιορισμένο διανοητικό σημείο έντος ενός εξίσου προσδιορισμένου διανοητικού χώρου.

Υπάρχουν πολλές μεταφορικές έννοιες για τη διάκριση μεταξύ αυτής της τάσεις κεντραρίσματος και μετατόπισης. Σκέφτεται κανείς, για παραδειγμα τη διάκριση του Deleuze και Guattari στο δενδρώδες και το ρίζωμα [1] (που αναπτύσσεται κατά μήκος του εδάφους). Ή κάποιες άλλες τους μεταφορικές έννοιες, για παράδειγμα: της μόνιμης εγκατάστασης σε έναν τόπο και η διακυβέρνηση αυτού,έναντι του νομαδισμού ¨ή ηδιαφορά ανάμεσα στην επιθυμία ως έλλειψη και στην επιθυμία ως ανάγκη που μεγαλώνει από μέσα. Χωρίς αμφιβολία πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον ρομαντισμό τους για να αποφύγουμε την ιδέα ότι οι ελευθερίες, οι δυνατότητες παραγωγής εντοπίζονται σε απεριόριστους χώρους και μόνο. Στο να κομματιάζουμε τα ονόματα και να οριοθετούμε χώρους [2]. Ναι, παραμονεύουν κίνδυνοι αν αντιμετωπίζει κανείς ξεχωριστά εκείνο που δεν μπορεί να οριοθετηθεί.

Αλλά και πάλι. Η ονομασία, η σταθεροποίηση και η θριαμβολογία-θέλω να επισημάνω ότι κατά τις τρέχουσες περιστάσεις αυτές αποτελούν το μεγαλύτερο κίνδυνο για την παραγωγική σκέψη-το μεγαλύτερο κίνδυνο για την ευκαιρία να κάνεις κάτι διαφορετικό, πνευματικά και πολιτικά. Η επιθυμία μου-και αυτό που αντιλαμβάνομαι ως το σκοπό αυτής της έκδοσης-είναι να ξεφύγουμε από το τέρας με τις πολλές πατρίδες η ΑΝΤ, όχι επειδή είναι “λάθος”, αλλά επειδή το να βάζουμε ταμπέλες δε βοηθάει. Αυτό σημαίνει, ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποιούς δεν επιθυμώ να την υπερασπιστώ απέναντι στους κριτικούς της. Πρώτον, και για τον πολύ απλό λόγο, γιατί αυτό δεν είναι καθόλου ενδιαφέρον για να ασχοληθεί κανείς. Δεύτερον, γιατί δεν είναι παραγωγικό να υπερασπίζεσαι μία περισσότερο ή λιγότερο τεκμηριωμένη θέση, μία θέση που παρίσταται, εν μέρη, από το γεγονός ότι έχει ονομαστεί. Και τρίτον, γιατί δεν είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος αυτός, να κάνει κανείς την διαφορά. Κάτω από τις τρέχουσες περιστάσεις η πνευματική έρευνα δεν είναι, και δε θα έπρεπε να είναι, έτσι. Και βέβαια, η θεωρία του δικτύου δραστών καθεαυτή, δεν ήταν ποτέ έτσι στην πραγματικότητα.

Αλλά αυτή είναι, για να είμαστε σίγουροι, η παράσταση μιας ειρωνίας. Το παράδοξο βρίσκεται πάνω μας. Βάζοντάς το σε αυτόν το δρόμο, έφτιαξα ένα σταθερό σημείο με σκοπό να επιχειρηματολογίσω κατά της σταθερότητας και της μοναδικότητας. Επίσης μετέτρεψα τον εαυτό μου σε έναν συνήγορο αυτής της ονομασίας, θεωρία ενός “δικτύου δραστών”, “ΑΝΤ”. Και επιδιώκω, να σας πω πως είναι στην πραγματικότητα.

Λοιπόν, σε αυτήν εισαγωγή θα πρέπει να ζήσω με αυτό το παράδοξο γιατί θέλω (όπως λένε) να προχωρήσω παρακάτω και έχω ανάγκη να το κάνω γρήγορα. Θέλω να κάνω κάποιες δηλώσεις όσοναναφορά τη θεωρία δικτύου-δραστών, για το τι είναι στην πραγματικότητα, διότι θέλω επίσης να επαινέσω μερικές δυνατότητες που δεν έχουν καμία σχέση με την θριαμβολογία και την εξάπλωση.Που δεν έχουν καμία σχέση με σταθερά σημεία. Που έχουν, μάλλον περισσότερο, να κάνουν με τη μεταφορά, την κινητικότητα, τη διάλυση και την κλασματικότητα (feactality).

Στο εισαγωγικό αυτό σημείωμα του βιβλίου του John Law,ο συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει την δομή και την δράση. Τα στάδια απ’τα οποία περνά προκειμένου να οριστούν και να οριοθετηθούν οι έννοιες, τις απορρίψεις, τις παραδοχές καθώς και τις εφαρμογές που βρίσκει μια θεωρία. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα γύρω από τη θεωρία δικτύου δραστών, αρχίζοντας από τον προσδιορισμό και την ονομασία της.

Έτσι, ο προσδιορισμός της ονομασίας της θεωρίας του δικτύου δραστών και της ακροστοιχίας της ως ‘ΑΝΤ ’ ήταν μια επιτυχία, που χρειάστηκε πολύ καιρό για να επιτευχθεί. Όμως αυτή η επιτυχία κρύβει μέσα της πολλούς κινδύνους. Γιατί η μεταφορά και η μετάφραση μιας θεωρίας προκειμένου να αποδοθεί στο κοινό, δημιούργησε –επίτηδες όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας-ένα οξύμωρο σχήμα.

Αποδεχόμενοι, λοιπόν, αυτό το οξύμωρο σχήμα, αυτό το παράδοξο, προχωρούμε-φεύγουμε από την ονομασία-και με κεντρικό άξονα αυτό το παράδοξο αναπτύσσουμε γύρω του αυτό που σήμερα ονομάζεται ΑΝΤ.

Η Θεωρία του Δικτύου Δραστών Ήταν….

Μερικές ιστορίες σχετικά με τη θεωρία δικτύου δραστών.

Πρώτη ιστορία. Η θεωρία του δικτύου δραστών είναι μια ανηλεής εφαρμογή της σημειωτικής. Λέει ότι οι οντότητες παίρνουν τη φόρμα τους και αποκτούν τις ιδιότητές τους ως αποτέλεσμα των σχέσεών τους με άλλες οντότητες. Σε αυτή την περίπτωση, οι οντότητες δεν έχουν κληρονομημένες ιδιότητες: αναγκαίοι διαχωρισμοί ρίχνονται στα πυρά του δυαδισμού. Η αλήθεια και το ψέμα. Το μικρό και το μεγάλο. Δράση και δομή. Το ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο. Το πριν και το μετά. Η γνώση και η δύναμη. Η συνάφεια και η χωριτικότητα. Το υλικό και η κοινωνικότητα. Στη μια είτε στην άλλη κατεύθυνση, όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια στη διάρκεια της μελέτης που γίνεται στο όνομα της θεωρίας δικτύου δραστών.

Bέβαια η θεωρία δεν είναι μόνη της. Υπάρχουν παρόμοιες κινήσεις στη φεμινιστική θεωρία, στις μορφωτικές σπουδές, στην κοινωνική και μορφωτική ανθρωπολογία και σε άλλους κλάδους μετά-δομισμού. Αλλά ακόμη κι έτσι, δε θα έπρεπε να υποτιμούμε την αξία του συνταρακτικού, ούτε βέβαια τη δυνατότητα για σκάνδαλο. Μυστικοί διαχωρισμοί και διακρίσεις έχουν πεταχτεί στην πυρά. Σταθερά σημεία έχουν καταρριφθεί και εγκαταλειφθεί. Ανθρωπιστικές και πολιτικές κατακτήσεις έχουν ξεριζωθεί. Ωστόσο, είναι βέβαια, λίγο πιο περίπλοκο και έτσι το σκάνδαλο μπορεί μερικές φορές να είναι περισσότερο μεταφυσικό παρά πρακτικό. Γι’ αυτόν το συγκεκριμένο λόγο: σ’ αυτή τη παγκόσμια σημειωτική άποψη, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καθόλου διαχωρισμοί. Είναι μάλλον, ότι τέτοιοι διαχωρισμοί ή διακρίσεις είναι κατανοητοί ως αποτελέσματα ή εκβάσεις. Δε δίνονται στην τάξη των πραγμάτων.

Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν γι’ αυτό. Για να πάρουμε τον κακόφημο διαχωρισμό μεταξύ ανθρώπινου και μη ανθρώπινου, για τον οποίο πραγματικά έχει χυθεί πολύ μελάνι, πάνω στο θέμα της σημασίας ή μη της διάκρισης ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο μη ανθρώπινο [3]. Ή, για τον λόγο αυτόν, ανάμεσα στο μηχανικό και στο σημαντικό. Αλλά εδώ δεν είναι χώρος για ν’ αναπαράγουμε τέτοιες τυποποιημένες συζητήσεις. Αντ’ αυτού, θέλω απλά να σημειώσω ότι η θεωρία του δικτύου δραστών μπορεί να γίνει κατανοητή στα πλαίσια της σημειωτικής της υλικότητας. Παίρνει τη σημειωτική ενόραση, αυτή της σχετικότητας των οντοτήτων, την ιδέα ότι δημιουργείται στις σχέσεις και την εφαρμόζει ανηλεώς σε όλα τα υλικά-και όχι απλά σε κείνα που είναι γλωσσολογικά. Αυτό υπονοεί: πρώτον ότι μοιράζεται κάτι σημαντικό με τη δουλειά του Michel Foucault; δεύτερον, ότι μπορεί χρήσιμα να διακριθεί από εκείνες τις εκδοχές του μετά-δομισμού που προσπαθούν να εφαρμόζονται γλωσσολογικά και μόνο και τρίτον (αν κάποιος αρέσκεται σ’ αυτό το είδος της μακροσκελούς αφήγησης) ότι εκφράζει τη σκληρότητα που συχνά έχει συσχετιστεί με την επέλαση του νεωτερισμού, τουλάχιστον από τότε που ο Karl Marx περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο “ό,τι είναι στέρεο λιώνει στον αέρα”.

Σχετική υλικότητα: Αυτή η έκφραση συλλαμβάνει, προσδιορίζει το κεντρικό νόημα της πρώτης ιστορίας.

Η δεύτερη ιστορία έχει να κάνει με την παραστατικότητα. Γιατί η σημειωτική προσέγγιση μας λέει ότι οι οντότητες παίρνουν τη φόρμα τους ως συνέπεια των σχέσεων μέσα στις οποίες τοποθετούνται. Αλλά αυτό σημαίνει , επίσης ότι, παριστάνονται μέσα, από και διαμέσου αυτών των σχέσεων. Μια συνέπεια είναι ότι τα πάντα είναι αβέβαια και αντιστρέψιμα, τουλάχιστον στην αρχή. Δε δίνονται ποτέ στην τάξη των πραγμάτων. Και εδώ, παρόλο που οι σπουδές για το δίκτυο δραστών έχουν μερικές φορές γλιστρήσει προς μια κεντρική και χωρίς αμφιβολία γενετική διαχείριση (περισσότερα πάνω σ’ αυτό θ’ ακολουθήσουν παρακάτω), έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια να κατανοηθεί το πώς πετυχαίνεται η στερεότητα. Πώς παριστάνονται τα πράγματα (και πώς παριστάνουν τον εαυτό τους) μέσα σε σχέσεις που είναι σχετικά σταθερές και παραμένουν στη θέση τους. Πώς κάνουν διακρίσεις μεταξύ ψηλού και χαμηλού, μεγάλου και μικρού, ανθρώπινου και μη ανθρώπινου. Η παραστατικότητα, λοιπόν, αυτό είναι το δεύτερο όνομα, η δεύτερη ιστορία σχετικά με τη θεωρία δικτύου δραστών. Η παραστατικότητα η οποία (μερικές φορές) είναι αυτή που δίνει τη σταθερότητα και τη στερεοποίηση.

Δύο, λοιπόν, οι ιστορίες για τη θεωρία της ΑΝΤ. .Μια ιστορία αυτή της σχετικής υλικότητας και η άλλη αυτή της παραστατικότητας. Η πρώτη, εκείνη που θεωρεί πως οι οντότητες αποκτούν τις ιδιότητές τους μέσω των σχέσεών τους με άλλες οντότητες και η δεύτερη, εκείνη που υποστηρίζει πως αυτές οι οντότητες παρίστανται μέσα, από και δια μέσου των σχέσεών τους με άλλες οντότητες. Δηλαδή, πως αυτή η ίδια, τελικά, η παραστατικότητα των οντοτήτων, είναι εκείνη που εξασφαλίζει τη στερεότητα.

Αυτές οι δύο ιστορίες είναι αυτό που ήταν η θεωρία δικτύου δραστών, η αρχή της θεωρίας, το πρωταρχικό στάδιο αυτής. Και είναι φυσικό, διότι όλες οι θεωρίες σε οποιαδήποτε επιστήμη περνούν από αυτά τα στάδια, αντιμετωπίζουν παρόμοιους κινδύνους, ξεκινούν κάπως και ύστερα εξελίσσονται.

Η Θεωρία Δικτύου Δραστών Έγινε…..

Έτσι υπάρχουν δύο ιστορίες, δύο φόρμες προσδιορισμού, ιστορίες που λένε για τη σχετική υλικότητα απ’ τη μια μεριά και την παραστατικότητα από την άλλη. Οι δύο βέβαια πάνε μαζί. Αν οι σχέσεις δεν κρατούνται σταθερά μεταξύ τους, μετά πρέπει να παρασταθούν.

Αλλά τι γίνεται σχετικά με την ονομασία της “Θεωρίας δικτύου δραστών”; Ο όρος ξεκίνησε στα Γαλλικά ως “acteur reseau”. Αφού μεταφράστηκε σε δίκτυο δραστών, ο όρος πήρε δική του ζωή. Ενώ άλλα λεξιλόγια που επίσης συσχετίστηκαν με την προσέγγιση-“εγγραφή” ή “μετάφραση” ("traduction" ή "translation") - εκτοπίστηκαν. Γιατί σα κάποιο είδος τέρατος, ο όρος “δίκτυο δραστών” μεγάλωνε και άρχισε, σαν ένας θεωρητικός κούκος, να πετάει τους άλλους όρους έξω απ’ τη φωτιά. Κάτι το οποίο με το προνόμιο να κοιτάζουμε πίσω, φαίνεται και σημαντικό και δυσοίωνο.

“Δίκτυο-δραστών”. Αυτό είναι ένα όνομα, ένας όρος ο οποίος περικλείει μία τάση. Είναι από πρόθεση οξύμωρη, μία τάση που κείται μεταξύ του(κεντρικού) “δράστη” από τη μια μεριά και του αποκεντρωμένου “δικτύου” από την άλλη. Κατά μια λογική η λέξη είναι ένα μέσο και την έλλειψη αλλά και τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που οι Αγγλόφωνοι διακρίνουν σε “δράση” και “δομή”. Μια διαφορά λοιπόν, αλλά μια διαφορά που είναι ταυτόχρονα και μια φόρμα που προδίδει ταυτότητα.

Υπάρχουν πολλά που μπορεί να πει κανείς πάνω σ’ αυτό, γι’ αυτήν την ιδέα του “δικτύου ... δραστών”. Ναι, οι δράστες είναι συνέπειες των δικτύων. Παίρνουν τις ιδιότητες των οντοτήτων που περιλαμβάνουν. Είναι, φυσικά, αβέβαιοι. Αλλά πώς συναρμολογείται ένα δίκτυο; Εδώ υπάρχουν απαντήσεις, αλλά πολλές από αυτές μας οδηγούν σε καλοπροβαρισμένες μακιαβελικές ή διαχειριστικές δυσκολίες. Ή τοποθετούνται σε μια γλώσσα στρατηγικής. Χωρίς αμφιβολία τα ιερά κείμενα της ΑΝΤ είναι πιο περίπλοκα και οξύμωρα απ’ όσο υποδεικνύει αυτή η γρήγορη ονομασία [4]. Ωστόσο, αν προχωρήσουμε πάνω σε ένα σύνολο πραγματειών σχετικά με τη στρατηγική, η έλξη της βαρύτητας αυτών των πραγματειών είναι αρχικά σχετική με τον αγώνα της τοποθέτησης στο κέντρο και της ρύθμισης από κάποιο κέντρο. Και όπως γνωρίζουμε, αυτό δημιουργεί προβλήματα που μπορούν να αναφερθούν με πολλούς τρόπους.

Πρώτον: όπως αναφέρει η Leigh Star, ναι είμαστε όλοι ετερογενείς μηχανικοί, αλλά η ετερογένεια είναι εντελώς διαφορετική για κείνους που είναι προνομιούχοι και εκείνους που δεν είναι [5]. Το θέμα είναι λίγο όπως της Rosi Braidotti σε σχέση με τον Deleuze: το να υμνείς ένα σώμα χωρίς όργανα είναι πολύ καλό, αλλά ελάχιστα ελκυστικό, αν η ζωή μπορούσε πάντα να στηρίζεται στα όργανα χωρίς να χρειάζεται ένα σώμα [6].

Δεύτερον: μπορεί να μιλάμε για “ετερογενείς στρατηγικές” ή για “ετερογενή μηχανική”. Αλλά τι γίνεται με τις μη-στρατηγικές απαιτήσεις; Τι γίνεται με τις σχέσεις που παίρνουν τη φιγούρα ή το σχήμα τους για άλλους λόγους; [7]

Τρίτον: τα υλικά μπορεί να είναι ετερογενή, αλλά τι γίνεται με την ετερογένεια έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Jean-Francois Lyotard; Ετερογένεια με τον ένα τρόπο ή τον άλλον; ως διαφοροποίηση; που δεν αφομοιώνεται; Ως διαφορά; Τι άραγε απέγινε αυτή; [8]

Ίσως τότε η τάξη του “δικτύου δραστών” τείνει να αγνοήσει τις ιεραρχίες της κατανομής, είναι υπερβολικά στρατηγική και κατακτά αυτό που ο Nick Lee και ο Steve Brown ονομάζουν “ανεξερεύνητη ήπειρο” του Άλλου [9]. Ίσως τείνει ν’ απορροφήσει την τάση από τον όρο “δίκτυο-δραστών”, να εξουδετερώσει το οξύμωρό του φορτίο. Όλα αυτά είναι γνωστά. Αλλά υπάρχουν άλλα προβλήματα, που έχουν για παράδειγμα να κάνουν με τον όρο “δίκτυο”. Γιατί είναι ένας παραπλανητικά εύκολος όρος για να τον σκεφτεί κανείς. Ζούμε, ή τουλάχιστον έτσι μας λένε, σε “κοινωνικά δίκτυα”. Ταξιδεύουμε χρησιμοποιώντας το “σιδηροδρομικό δίκτυο”. Και όπως μας θυμίζουν οι ιστορικοί της τεχνολογίας, είμαστε περιστοιχισμένοι από “δίκτυα ισχύος (τάσης)” [10]. Αλλά τι κάνουμε όταν χρησιμοποιούμε ένα τέτοιο λεξιλόγιο; Ποιες μεταφορικές τσάντες και αποσκευές κουβαλάει;

Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν ποικίλες δυνατότητες [11]. Η Marilyn Strathern μας ζητάει να κάνουμε μια προσπάθεια να ενώσουμε τους κρίκους ανάμεσα στις θεωρίες του δικτύου και στις υποθέσεις που ειπώθηκαν μέσα στις Ευροαμερικανικές θεωρίες συσχέτισης. Ένας άλλος τρόπος (πραγματικά συνδετικός κρίκος ) να καταπιαστεί κανείς με το θέμα είναι να σκεφτεί τοπολογικά. Η τοπολογία ασχολείται με την χωρικότητα και συγκεκριμένα με τα χαρακτηριστικά τα σχετικά με το χώρο, τα οποία εξασφαλίζουν τη συνέχεια στ’ αντικείμενα καθώς εντοπίζονται δια μέσου ενός διαστήματος. Το σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι η χωρικότητα δε δίνεται. Δεν είναι δεδομένη, είναι ένα μέρος της τάξης των πραγμάτων. Αντ’ αυτού παρουσιάζεται με διάφορες μορφές. Είμαστε πιο οικείοι με τον Ευκλειδισμό. Αντικείμενα με τρεις διαστάσεις τα φανταζόμαστε να υπάρχουν ακριβώς μέσα σ’ έναν ανάλογο τρισδιάστατο χώρο. Μπορούν να μεταφραστούν χωρίς βία μέσα στο χώρο αυτόν, όσο δε ζητούν να καταλάβουν την ίδια θέση με κάποιο άλλο αντικείμενο. Και επίσης, όσο οι συντεταγμένες τους είναι αποδεκτές, διατηρούν την ακεραιότητά τους μέσα στο χώρο. Επιπλέον, μπορούν να γίνουν αντικείμενο μετρήσεως ή διαβάθμισης. Μπορούν να συσσωρευτούν το ένα πάνω στο άλλο. Όλα αυτά είναι διαισθητικά ολοφάνερα.

Μια άλλη εκδοχή του Ευκλειδισμού είναι αυτή της τοπικής σχέσης. Εδώ (και πάλι το σημείο είναι ολοφάνερο) η ιδέα είναι ότι ο κόσμος παίρνει το σχήμα μιας επίπεδης επιφάνειας, η οποία μπορεί έπειτα να κοπεί σε κύρια κομμάτια με ποικίλα μεγέθη. Τότε, η τοπική σχέση είναι ένας κόσμος από περιοχές με δικούς της τοπολογικούς κανόνες σχετικά με την ακεραιότητα και την αλλαγή κάθε περιοχής.

Επιχειρηματολογώντας, αυτές οι τοπολογικές κατανοήσεις υποστηρίζουν πολλές από τις συζητήσεις και εφαρμογές της τεχνικής κοινωνίας. Αλλά μελέτες εξωτικών κοινωνιών υποδεικνύουν ότι υπάρχουν άλλες χωρικές δυνατότητες [12] - και αυτό είναι που κάνει και η θεωρία του δικτύου δραστών. Πράγματι, η θεωρία του “δικτύου” είναι από μόνη της ένα εναλλακτικό τοπολογικό σύστημα. Έτσι σε ένα δίκτυο τα στοιχεία διατηρούν την ακεραιότητά τους μέσα στο χώρο εν δυνάμει της θέσεώς τους, σε μια σειρά δεσμών ή σχέσεων. Η ακεραιότητα των αντικειμένων επομένως, δεν έχει να κάνει με ένα τμήμα μέσα σε έναν ευρύτερο Ευκλείδιο τομέα. Είναι περισσότερο σχετική με το να κρατά τους τύπους των ενώσεων σταθερά. Ένα σημείο που εξερευνήθηκε από τον Bruno Latour στη δουλειά του για τα αμετάβλητα κινητά [13].

Έτσι και ευχαριστώ την Annemarie Mol γι’ αυτήν την παρατήρηση, μπορούμε να φανταζόμαστε τη θεωρία δικτύου δραστών σα μια μηχανή με σκοπό να διεξάγει τον πόλεμο στον Ευκλειδισμό: σαν έναν τρόπο να δείξουμε, inter allia, ότι οι περιοχές σχηματίζονται από τα δίκτυα. Ότι, για παράδειγμα, τα εθνικά κράτη σχηματίζονται από τηλεφωνικά συστήματα, γραφειοκρατία και γεωγραφικά σημεία. Δεν είναι μόνο η φιλολογία που το κάνει αυτό: κάποιος σκέφτεται, για παράδειγμα να γράψει στη νέα περιοχή, ανάμεσα στις γεωγραφικές και πολιτισμικές σπουδές [14]. Ωστόσο, τοποθετώντας το θέμα γενικά, η θεωρία του δικτύου δραστών εμφανίζει μερικές από τις δυνατότητες που ανοίγονται, αν προσπαθήσουμε να φανταστούμε ότι ο κοινονικοτεχνικός κόσμος είναι τοπολογικά μη εφαρμόσιμος, αν προσπαθήσουμε να φανταστούμε ότι είναι τοπολογικά περίπλοκος, μια περιοχή που διχοτομείται από δίκτυα.

Φυσικά δεν είναι η μόνη τέτοιου είδους προσπάθεια [15]. Όταν ο Deleuze και ο Guattari μιλούν για την “πτυχή”, επίσης παλεύουν με την ιδέα ότι οι σχέσεις εκτελούν ή εκφράζουν διαφορετικές και άτακτες χωρικότητες. Αλλά-μεγάλο αλλά- αυτή η ευαισθησία για την πολυπλοκότητα είναι δυνατή μόνο στην έκταση που μπορούμε να αποφύγουμε να πολιτογραφήσουμε μια μοναδική διαστημική φόρμα, μια μοναδική τοπολογία.

Πώς σχετίζεται όλο αυτό με την ιδέα του δικτύου; Ίσως υπάρχουν δύο δυνατότητες. Η μια είναι να επιμένουμε δυναμικά, ότι ο όρος είναι σχετικά ουδέτερος, ένα περιγραφικό λεξιλόγιο που κάνει δυνατή την ανάλυση διαφορετικών υποδειγμάτων σύνδεσης, που αγκαλιάζουν ή αντιπροσωπεύουν διαφορετικές τοπολογικές δυνατότητες. Αυτή είναι πράγματι μια τέλεια υποστήριξη θέσης και χωρίς αμφιβολία μια θέση που υποστηρίζει την συγγενή προσέγγιση στην μετρική επιστήμη. Η εναλλακτική λύση είναι να πούμε, όπως έχω πει εγώ παραπάνω, ότι η ιδέα του δικτύου είναι από μόνη της μια φόρμα-ή ίσως μια οικογένεια τύπων- του χώρου: ότι επιβάλλει δυνατούς περιορισμούς στις συνθήκες που αφορούν τις δυνατότητες της τοπολογίας. Και ότι , σύμφωνα με αυτά, τείνει να περιορίσει και να ομογενοποιήσει το χαρακτήρα των συνδέσμων, το χαρακτήρα του αναλλοίωτου δεσμού, το χαρακτήρα των πιθανών σχέσεων και έτσι το χαρακτήρα των πιθανών οντοτήτων.

Πράγματι, αυτή είναι η θέση που θέλω να τονίσω. Ας το εκφράσω προσεκτικά. Το δίκτυο δραστών είναι, υπήρξε, μια σημειωτική μηχανή για να διεξάγει τον πόλεμο στις βασικές διαφορές. Έχει επιμείνει στον εκτελεστικό χαρακτήρα των σχέσεων και των αντικειμένων που έχουν συσταθεί μέσα σε αυτές τις σχέσεις. Έχει επιμείνει στη δυνατότητα, τουλάχιστον αρχικά, ότι θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Μερικά, ίσως πολλά από τα βασικά στοιχεία που έχει προσπαθήσει να διαβρώσει είναι δυνατά συνδεδεμένα με την τοπολογία, με μια λογική του διαστήματος, με μια σχέση με το διάστημα. Είναι συνδεδεμένα, έτσι είναι, με τους μετρικούς χώρους ή με τις τοπικές παραστάσεις του διαστήματος. Τα παραδείγματα εδώ θα περιλαμβάνουν πολλές εκδοχές διαβαθμίσεων, από μεγάλες και μικρές και ξανά (στις πολλές τοπικές εκδοχές τους) τέτοιες εναλλακτικές όπως ανθρώπινο και μη ανθρώπινο ή υλικό και κοινωνικό. Έτσι η θεωρία του δικτύου δραστών έχει πράγματι βοηθήσει να αποσταθεροποιηθεί ο Ευκλειδισμός: έχει δείξει ότι αυτό που φαίνεται να είναι τοπογραφικά ουδέτερο, δοσμένο στην τάξη του κόσμου, στην πραγματικότητα παράγεται σε δίκτυα που παρουσιάζουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα σε σχέση με το διάστημα.

Αλλά το πρόβλημα είναι το εξής: υπήρξε απίστευτα επιτυχημένη. Επιτυχημένη μέχρι του σημείου που οι ίδιες της οι τοπολογικές της υποθέσεις να έχουν γίνει φυσιολογικές. Πράγμα το οποίο, αν πάρετε το σημείο που τονίζω, είχε το αποτέλεσμα να περιορίσει τις συνθήκες της διαστημικής και σχετικής δυνατότητας. Και ειδικότερα, να τείνει να τις ομογενοποιήσει.

Έτσι αυτή είναι η διστακτική διάγνωση. Όταν άρχισε να σκέφτεται σχετικά με τις σχέσεις, η θεωρία δικτύου δραστών ξεκίνησε με μια ιδέα μετάφρασης-όπως σημείωσα, παραπάνω ένας από τους όρους που αργότερα έτεινε να απορριφθεί. Γιατί η μετάφραση είναι η διαδικασία ή η εργασία του να κάνεις ισοδύναμα δύο πράγματα που δεν είναι ίδια [16]. Αλλά αυτός ο όρος-μετάφραση- δε μας λέει τίποτα σχετικά με το πώς γίνονται αυτές οι ενώσεις. Και, ειδικότερα, δεν υποθέτει τίποτα απολύτως σχετικά με την ομοιότητα δύο διαφορετικών δεσμών. Για να γυρίσουμε πίσω στην αρχή της θεωρίας του δικτύου δραστών, ο χαρακτήρας των σημειωτικών σχέσεων έχει μείνει μ’ αυτόν τον τρόπο ανοιχτός. Η φύση της ομοιότητας και της διαφοράς έχει μείνει χωρίς να οριστεί τοπολογικά - ή από κάθε άλλη άποψη. Το οποίο σημαίνει χωρίς αμφιβολία ότι θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε πολλές μορφές. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν υπήρχε καμία υπόθεση ότι μια σύνδεση σχέσεων θα καταλάμβανε έναν ομογενή, διαμορφώσιμο και αναφερόμενο με μια λέξη χώρο.

Έτσι η πρότασή μου είναι ότι η ονομασία έχει κάνει τόσο καλό όσο και κακό. Η επιθυμία για γρήγορες λύσεις και γρήγορες κινήσεις, η επιθυμία να γνωρίσουμε καθαρά γιατί μιλάμε, η επιθυμία να ορίσουμε και να ονομάσουμε, να μετατρέψουμε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ΑΝΤ σε μια “θεωρία”, όλα αυτά έχουν κάνει τόσο κακό όσο και καλό. “Για να προχωρήσουμε πρέπει να έχουμε μια θεωρία”. Η εύκολη χρησιμοποίηση του όρου “δίκτυο-δραστών” έχει τείνει να μειώσει τη δύναμη και την τάση η οποία αρχικά και κατά οξύμωρο τρόπο ενσωματώθηκε στην έκφραση. Και η μετέπειτα συντομογραφία ΑΝΤ, μετατοπίζει αυτήν την παραγωγική και χωρίς συνοχή έκφραση, ακόμα μακρύτερα από την θεωρία. Το μαύρισμα κουτιών και η ακριβολογία στα οποία υπήρξαμε μάρτυρες, έτσι όπως το έχουμε ονομάσει, την έχει κάνει εύκολα μετατοπίσιμη. Έχουν φτιάξει ένα απλό κενό δια μέσω του οποίου μπορεί εύκολα να μετατοπιστεί. Αλλά το κόστος ήταν μεγάλο. Έχουμε χάσει την ικανότητα να συλλάβουμε την πολυπλοκότητα, την Λιοταρντιανή ετερογένεια.

Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να επιτεθώ στην απλοϊκότητα και στην ιδέα μιας θεωρίας που λέει ότι είναι ή ότι απαραίτητα θα έπρεπε να είναι απλή, καθαρή, διαφανής. Η Marilyn Strathern έχει μιλήσει για το κοινό στο κείμενο της διδασκαλίας και έρευνας του Βρετανικού Παν/μίου [17]. Ένα από τα πράγματα που λέει ήταν ότι η διαφάνεια δεν είναι απαραίτητα κάτι καλό. Λέει ότι η διδασκαλία στους φοιτητές (παραφράζω): “Μερικές φορές είναι καλό να τους αφήνουμε αβέβαιους γι’ αυτό που λέγεται. Ακόμα και μπερδεμένους”. Πιστεύω ότι αμφισβητεί την άποψη που έχει καθιερωθεί στην πρακτική της διδασκαλίας του κοινού, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο, ότι η διαφάνεια σχετικά με τους στόχους και τα αντικείμενα είναι ένα καλό από μόνο του. Σε ότι είναι δυνατό να εξηγηθεί περί τίνος πρόκειται με όσες περισσότερες λέξεις, όταν αναφέρεται σ’ ένα θέμα. Αυτή η άποψη σημαίνει φυσικά, ότι ένας τρόπος ν’ αποτύχεις στην (Βρετανική) πανεπιστημιακή διδασκαλία, είναι να μην είναι σαφείς σχετικά με το σκοπό αυτού που κάνει. Ή με το ν’ αφήνει τους φοιτητές με απροσδιόριστες ερωτήσεις στο μυαλό τους.

Χωρίς αμφιβολία, η διδασκαλία του κοινού είναι μία ιδιόμορφα Βρετανική ασθένεια. Αλλά το σημείο είναι πιο γενικό. Απευθύνεται, ή έτσι υποστηρίζω, στο να σκέφτεσαι τη θεωρία, ή να σκέφτεσαι την έρευνα εξίσου όσο απευθύνεται στο να σκέφτεσαι τη διδασκαλία. Γιατί καθώς εξασκούμε αυτήν την ανταλλαγή ως διανοούμενοι, τα εύσημα τα δίνουμε στην ικανότητα μεταφοράς, στην ονομασία, στην διαφάνεια, στο σχηματισμό, στο ν’ αποδώσουμε και να κάνουμε κατανοητό αυτό που γνωρίζουμε-αυτά τα εύσημα- παρόλο που, χωρίς αμφιβολία, αρκετά συχνά αυτό ταυτόχρονα κοστίζει. Και προβληματίζομαι γι’ αυτό το κόστος. Πιστεύω ότι οδηγεί σε περίπλοκες σκέψεις-σκέψεις οι οποίες δεν είναι στρατηγικά τακτοποιημένες, ικανές ν’ αποδοθούν με απλό τρόπο, σκέψεις οι οποίες είναι δυσκίνητες ή ετερογενείς- δύσκολη ή αδύνατη [18].

H θεωρία του δικτύου δραστών πήρε λοιπόν μια ονομασία. Βρήκε ένα πεδίο μέσα στο λεξικό για να κινείται. Αυτή όμως η ονομασία είναι οξύμωρη γιατί η λέξη “δράστης” κρύβει μέσα της ένα κεντρικό πεδίο αναφοράς, ενώ η λέξη “δίκτυο” μέσα της την έννοια του μεμονωμένου. Όμως, παρόλο που το σχήμα είναι οξύμωρο, υπάρχει και το παράδοξο ότι οι δύο αυτές έννοιες ταιριάζουν μεταξύ τους. Γιατί οι δράστες είναι συνέπειες των δικτύων. Αλλά και τα δίκτυα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τους δράστες. Γιατί για να οριστεί ένα δίκτυο χρειάζεται τους δράστες, για ν’ αποδώσουν τις ιδιότητές του, γιατί χρειάζεται έναν κεντρικό άξονα πάνω στον οποίο θα κινηθεί. Και η ετερογένεια αυτών των χώρων εξετάζεται μέσα από τα δίκτυα, αλλά! δια μέσου των δραστών.

Όλα αυτά βέβαια ακούγονται πολύ απλά. Όμως η έννοια του δικτύου είναι πολύ πιο περίπλοκη από αυτό που φαίνεται. Και για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις τοπολογίες του διαστήματος, μπορούμε να πάμε σε γνωστά “εδάφη” , όπως αυτά της ευκλείδιας θεωρίας.

Είναι γνωστό ότι η ευκλείδια θεωρία παρουσιάζει τα αντικείμενα ακριβώς μέσα στο χώρο ή στο επίπεδο. Και έρχεται η θεωρία του δικτύου δραστών και όλη αυτή την ευκλείδια λογική την καταρρίπτει, για το λόγο ότι τα αντικείμενα και οι ιδιότητές τους αλλιώς μεταφράζονται όταν τις μελετάμε μέσα στο διάστημα. Γιατί τα αντικείμενα παίρνουν άλλη διάσταση και η μορφή τους περιπλέκεται όταν μελετούνται στο χώρο. Έτσι λοιπόν η θεωρία του δικτύου δραστών κηρύσσει τον πόλεμο στα καθιερωμένα του ευκλειδισμού και στην απλοϊκή έκβαση των υποθέσεων προκειμένου να αποδοθούν στο ευρύτερο κοινό.

Ο John Law ξεκαθαρίζει από την αρχή τις προθέσεις του και επισημαίνει πως είναι αντίθετος με την απλοποίηση και τη διαφάνεια της θεωρίας, πως τάσσεται κατά τις αποσαφήνισης όλων των εννοιών. Αντιθέτως, συμφωνεί με την άποψη ότι καλύτερα είναι ν΄ αφήνεις κάποιο μυστήριο, κάποια σκοτεινή , αθέατη πλευρά της γνώσης για να ακονιστεί το μυαλό και από μόνο του να εμβαθύνει προκειμένου να βρει κάποιες λύσεις, κάποιες απαντήσεις.

Και επιστρέφοντας στη διαφάνεια και στην απλοποίηση της θεωρίας του δικτύου δραστών, είναι προφανές από όσα αναφέρονται στο κείμενο αυτό, ότι έχει κάνει τόσο καλό όσο και κακό. Γιατί η απόλυτη επιτυχία της εφαρμογής αυτής της θεωρίας, που αναφέρεται, ίσως πολλές φορές να οδηγεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη της θεωρίας σε λανθασμένα συμπεράσματα, γιατί ίσως με το να απλοποιούμε πολύ τα πράγματα να χάνεται η πολυπλοκότητα και η ολική, η πραγματική έκταση αυτής. Και από την άλλη πάλι, ίσως οι σκέψεις που παράγονται πάνω σε αυτά τα θέματα, να μην είναι συγκροτημένες, να είναι σπασμωδικές και να καταλήγουν σε αδιέξοδο. Έτσι ή αλλιώς, τονίζει ο συγγραφέας, αυτή η γρήγορη εξάπλωση της θεωρίας του δικτύου δραστών πρέπει τελικά να γίνεται με πιο σταθερά βήματα, πιο σίγουρα και με μεγαλύτερη προσοχή στους κινδύνους που εγκυμονεί η γρήγορη εξέλιξη.

Κλασματικότητα

O τίτλος αυτού του βιβλίου είναι “Η θεωρία του δικτύου δραστών κι Έπειτα”. Ο προβληματισμός δε σχετίζεται με επιχειρήματα “υπέρ” ή “κατά” της θεωρίας του δικτύου δραστών. Αυτά δεν είναι, απαραιτήτως, πολύ ενδιαφέροντα καθεαυτά. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ζητήματα, ερωτήματα και θέματα που προκύπτουν από ή σε σχέση με το δίκτυο-δραστών και τις διάφορες προσεγγίσεις στο να σκεφτόμαστε τον υλισμό, την τακτοποίηση, το διαχωρισμό και την ιεραρχία με την οποία αλληλεπιδρά. Το βιβλίο τότε δεν είναι ένα ισορροπημένο χαρτί: είναι μια αναφορά μιας ετερογενούς εργασίας σε εξέλιξη.

Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που ανακύπτουν σχετίζεται, όπως έχω υποδείξει, με την πολυπλοκότητα. Σχετίζεται με τις πολύπλοκες τάσεις που έχουν χαθεί στη διαδικασία να βάλουν ταμπέλες. Ένας απλός και ακριβής τρόπος για να αποδώσουμε το νόημα είναι να επαναλάβουμε μια φορά ακόμα το ζήτημα της ονομασίας-του τι σημαίνει αυτό που κάνουμε όταν μιλάμε για μια θεωρία όπως “η θεωρία του δικτύου δραστών”, όταν βάζουμε ταμπέλα με αυτόν τον τρόπο.

Λοιπόν ναι, έχουμε ένα όνομα. Αλλιώς ένα σταθερό κυνηγητό. Η θεωρία έχει υποβληθεί σε μερικούς αφορισμούς που μπορούν γρήγορα να ξεπεραστούν. Αλλά, υπάρχει επίσης μια διασπορά [19]. Έτσι η θεωρία του δικτύου δραστών (και εδώ, χωρίς αμφιβολία είναι όπως όλα τ’ άλλα) είναι διάσπαρτη. Έχει εξαπλωθεί, και καθώς έχει εξαπλωθεί, έχει μεταφράσει τον εαυτό της σε κάτι νέο. Πραγματικά, σε πολλά πράγματα που είναι καινούργια και διαφορετικά μεταξύ τους. Έχει μετατρέψει τον εαυτό της σε μια σειρά από διαφορετικές πρακτικές, οι οποίες (γιατί αυτό έχει νόημα να μιλάμε για μετάφραση) έχουν επίσης απορροφήσει και αντανακλάσει άλλα πρωταρχικά: από μελέτες διανόησης, από κοινωνική γεωγραφία, από φεμινιστικά STS, από οργανωτική ανάλυση. Έτσι η θεωρία του δικτύου δραστών είναι διάσπαρτη. Τα μέρη της διαφέρουν μεταξύ τους. Αλλά είναι επίσης (και εδώ είναι το ζήτημα),μερικώς συνδεδεμένα. Και αυτός είναι βέβαια, ένας άλλος τρόπος να μιλάμε για το πρόβλημα της ονομασίας, το πρόβλημα της προσπάθειας να διακρίνουμε ή να επιβάλλουμε τη “θεωριτηκότητα” της του δικτύου δραστών. Ή, πράγματι οποιαδήποτε από της μονολεκτικές εκδοχές της θεωρίας του δικτύου-δραστών, του “έχοντας θεωρία, η θέληση ταξιδεύει”, οι οποίες έχουν γονιμοποιηθεί.

Το θέμα λοιπόν είναι, και πρακτικό και θεωρητικό. Γιατί αυτές οι προσπάθειες να μετατρέψουμε τη θεωρία του δικτύου δραστών σε ένα σταθερό σημείο, σε μια συγκεκριμένη σειρά διεκδικήσεων, κανόνων, μια πίστη ή ένα έδαφος με σταθερές ιδιότητες, επίσης πιέζει να τη μετατρέψει σε μια απλή περιοχή. Σε ένα δυνατό σημείο, ένα φρούριο το οποίο έχει πετύχει τη διπλάσια ικανοποίηση της διαφάνειας της ταυτοπροσωπίας. Αλλά όλο αυτό είναι μια ανοησία, γιατί στην έκταση που είναι πραγματικά ενεργή, στην έκταση που κάνει δουλειά, στην έκταση στην οποία εισάγεται στη διανοητική πρακτική, αυτό το οποίο ονομάζουμε θεωρία δικτύου δραστών επίσης μετασχηματίζεται. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένα “πιστεύω”. Μόνο νεκρές θεωρίες και νεκρές πρακτικές γιορτάζουν την αυτοαναγνώριση. Μόνο νεκρές θεωρίες και νεκρές πρακτικές γαντζώνονται πάνω στο όνομά τους, επιμένουν στην τέλεια αναπαραγωγή τους. Μόνο οι νεκρές θεωρίες και οι νεκρές πρακτικές αναζητούν να ανακλάσουν με κάθε λεπτομέρεια τις πρακτικές οι οποίες ήρθαν πριν.

Έτσι δεν υπάρχει, δε θα έπρεπε να υπάρχει κανένα σταθερό σημείο. Όπως άλλες προσεγγίσεις, η θεωρία του δικτύου-δραστών δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Αλλά έπειτα(και αυτό είναι το ζήτημα του να μιλάμε για πολυπλοκότητα) ούτε είναι απλά ένα τυχαίο συνταίριασμα από κομματάκια, λείψανα απλωμένα στον σκληρό ώμο της μεγάλης λεωφόρου της θεωρίας. Αλλά πώς να το πει κανείς αυτό; Πώς να μιλήσει για κάτι, πώς να το κατονομάσει, χωρίς να το υποβιβάσει στη σταθερότητα της μονολεκτικότητας; Ή μιλώντας για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στον έκτο αιώνα, ότι κάτι, που ήταν συναφές έχει, απλά καταρρεύσει; Πώς να μιλήσει κανείς για αντικείμενα(όπως οι θεωρίες) τα οποία είναι περισσότερα από ένα και λιγότερα από πολλά; Πώς να μιλήσει κανείς για την πολυπλοκότητα, να εκτιμήσει την πολυπλοκότητα και να εξασκήσει την πολυπλοκότητα;

Θέλω να εκτιμήσω ότι αυτές είναι οι σημαντικές θεωρητικές και πρακτικές ερωτήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε: πώς να συμπεριφερθούμε και να αντιμετωπίσουμε τις απλοποιήσεις, τις απλουστεύσεις, που υπονοούνται μέσα σε έναν ακαδημαϊκό κόσμο κατά τον οποίο το δόγμα: “έχοντας θεωρία η θέληση ταξιδεύει” χρησιμοποιείται για εύκολη πρόοδο. Πώς να αντισταθεί κανείς στις απλουστεύσεις που συνήθως γίνονται στην πράξη της ονομασίας. Πώς να αψηφήσει τις υπερβάλλοντες πιέσεις στην ακαδημαϊκή παραγωγή, στο να προσφέρει γνώση απλή, διαυγή, μοναδική, τυπική. Πώς να αντισταθεί κανείς στην πίεση του να παίζει τον Θεό-ταχυδακτυλουργό; Πώς να παρουσιάσει κάτι το διαφορετικό με τρόπους που αντιτίθενται στις επιθυμίες της μοναδικότητας, της απλοποίησης ή της τοποθέτησης στον πυρήνα;

Λοιπόν το “μετά” στη θεωρία του δικτύου δραστών και έπειτα, δίνει μια υπόσχεση. Σε άλλο σημείο η Donna Haraway και η Marilyn Strathern μιλούν για μερικούς δεσμούς [20]. H Donna Haraway μας λέει ιστορίες σχετικά με τα cyborgs και τις προσθέσεις, σχετικά με τις εσωτερικές αλλά αμείωτες συνδέσεις που δημιουργούν οξύμωρες τάσεις. H Merilyn Strathern, σε μια συμβολή σ’ αυτήν την έκδοση, αντιμετωπίζει τους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσονται οι ασυμμετρίες, πάλι, μέσα στις συμμετρίες των δικτύων. Ο Bruno Latour επιθυμεί να ανακαλέσει τη θεωρία με σκοπό να αποβάλλει από αυτή μερικούς από τους διαχωρισμούς της απλής λογικής που υπονοούνται όταν μιλάμε για “δράστες”, “δίκτυα” και “θεωρίες”. Ο Michel Callon μας δείχνει πως η δημιουργία μιας οικονομικής απλοποίησης είναι πράγματι μια δύσκολη δουλειά. O Steve Brown και η Rose Capdevila εξερεύνησαν μερικές από τις φιλοσοφικές κινήσεις-και ανακυκλώσεις- που υπονοούνται στη θεωρία δικτύου-δραστών. Η Annemarie Mol αρχίζει να εξερευνά μερικές από τις ερωτήσεις που προκύπτουν από την ορθολογική πολιτική που ανοίχτηκε από τις περίπλοκες σημειωτικές και ο Kevin Hetherington βρίσκει τρόπους για ν’ απαλλαγεί από τη μη προσαρμογή της ετερογένειας. O Nick Lee και ο Paul Stenner μιλούν για απαραίτητη ένταση των συνεχειών και ασυνεχειών που υπονοούνται στα υπάρχοντα. Οι Emilie Gomart και Antonie Mennion μιλούν με όμοιο τρόπο για την κίνηση μεταξύ δράσεως και παθητικότητας - ή μεταξύ δράσεως και “δομής”. Οι Ingunn Moser και John Law προβληματίζονται κατά παρόμοιο τρόπο με τις κινήσεις μεταξύ συνέχειας και ασυνέχειας και η Annie Dugdate πάλι εξερευνά τις ταλαντεύσεις, αυτή τη φορά μεταξύ του μόνου και του πολλαπλού, που υπονοούνται στις αποφάσεις που παίρνουμε, ενώ η Helen Verran ασχολείται με τις τάσεις που υπονοούνται στη μη αφαιρετική σκέψη σχετικά με την συνάντηση διαφορετικών παραδόσεων που σχετίζονται με τη γνώση. Η ευαισθησία της θεωρίας σε τάσεις διέπει όλες αυτές τις συνεισφορές και υποδεικνύει ένα θεωρητικό οπλοστάσιο από δύσκολες και μη αναγώγιμες μεταφορές, μεταφορές που προκαλούν πολυπλοκότητα και αντιστέκονται στην απλότητα. Μεταφορές που αντιστέκονται στο κάλεσμα να μετατρέψουν τους εαυτούς τους σε θεωρίες που μπορούν να γίνουν περίληψη και να ταξιδεύουν εύκολα. Αλλά - και πάλι δανείζομαι από τη Marilyn Strathern - η μεταφορά με την οποία θα ήθελα να ολοκληρώσω είναι του κλάσματος.

Γιατί εδώ είναι το πρόβλημα. Τα αντικείμενα που μελετάμε, τα αντικείμενα μέσα στα οποία βρισκόμαστε, τα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούμε, είναι πάντα περισσότερα από ένα και λιγότερα από πολλά. Η θεωρία του δικτύου δραστών είναι απλά ένα παράδειγμα. Ναι, είναι περισσότερα από ένα. Δεν είναι απλό πράγμα. Δεν είναι μόνο ένα. Αλλά ούτε είναι απλά ένας τυχαίος σωρός από κομματάκια. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι μια πολλαπλότητα. Αλλά ούτε-όπως το παρουσιάζει η Annemarie Mol - είναι μια πλειονότητα. Το ένα από τη μια μεριά και το πλείον από την άλλη, αυτός είναι ο δυαδισμός που χρειάζεται να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε, ένας δυαδισμός που είναι γραμμένος και βοηθάει στο να παρουσιάζει σκληρούς περιορισμούς στους όρους της πνευματικής και πρακτικής δυνατότητας. Ένας δυαδισμός που βέβαια βοηθάει επίσης, στο να προσδιορίζει τι θα υπολογιστεί ως απλό και τι θεωρείται ως αδύνατα περίπλοκο. Αμείωτο.

Πράγμα το οποίο εξηγεί γιατί είναι ενδιαφέρον να εργαζόμαστε με τη μεταφορά του κλάσματος. Το σχετικό και εξαπλωμένο μέρος των μαθηματικών είναι ευθύ. Ένα κλάσμα είναι μια γραμμή που καταλαμβάνει περισσότερες από μια διαστάσεις και λιγότερες από δύο. Λοιπόν, ένα fractal αντικείμενο; Αυτό είναι ,λοιπόν, κάτι το οποίο είναι περισσότερο από ένα και λιγότερο από πολλά. Κάπου ενδιάμεσα. Πράγμα το οποίο είναι δύσκολο να το σκεφτούμε γιατί προκαλεί τις απλουστεύσεις του απλού-αλλά επίσης και τις σχετικές απλουστεύσεις του πλουραλισμού της ελεύθερης αγοράς - ενός απλού σύμπαντος που κατοικείται από ξεχωριστά αντικείμενα. Έτσι η σκέψη είναι δύσκολη-όχι δεν είναι καθαρή-ακριβώς επειδή δεν μπορεί να ειπωθεί περιληπτικά και να ελαττωθεί σε ένα σημείο, αποδομένη, συμμορφωμένη και υπάκουη. Είναι δύσκολη, γιατί αυτό που μελετάμε δεν μπορεί να παραταχθεί κατά έναν τοπολογικά ομογενή τρόπο, ούτε ως ένα μόνο αντικείμενο, ούτε ως μια πλειονότητα μέσα σε ένα μοναδικό χώρο. Είναι δύσκολη, γιατί η πράξη της ονομασίας δεν απλοποιεί - δεν αντικαθιστά - την συναρμολόγηση με μια νοικοκυρεμένη ταμπέλα.

Είναι πολύ δραματικό να πούμε ότι, παρά την κάθε δυνατή προσπάθεια πολλών από τους χρήστες της, η θεωρία του δικτύου δραστών έχει θυσιαστεί στο βωμό της διαφάνειας και της απλοποίησης; Της γρήγορης μεταφοράς; Δεν ξέρω. Το θείο μάτι βλέπει και από ό,τι φαίνεται είναι αγιάτρευτη η δίψα του γι’ αυτό το οποίο είναι επίπεδο και μπορεί εύκολα να μεταφερθεί στο σημείο. Αλλά, ή τουλάχιστον αυτή είναι η έντονη πεποίθησή μου, η πραγματική ευκαιρία να κάνουμε τη διαφορά είναι αλλού. Βρίσκεται σε αυτό που δεν μπορεί να ελαττωθεί. Στο οξύμωρο. Στο τοπολογικά ασυνεχές. Σε αυτό το οποίο είναι ετερογενές. Βρίσκεται σε μια σεμνή θέληση να ζούμε, να ξέρουμε και να πραγματοποιούμε μέσα στις πολλαπλότητες της τάσης.

Τελικά το πρόβλημα της θεωρίας του δικτύου δραστών, καθώς και κάθε άλλης θεωρίας είναι η κλασματικότητα (fractality). Ο αγώνας να καταλήξουμε στο σωστό πόρισμα, στη σωστή εκδοχή προκειμένου να μπορέσουμε να εκφράσουμε καλύτερα και ακριβέστερα το κλάσμα της θεωρίας. Γιατί το πρόβλημα εντοπίζεται στο πώς θα μπορέσουμε να εκφράσουμε κάτι που είναι πάνω από ένα και πιο λίγο από δύο. Και η απλοποίηση είναι αυτό στο οποίο πρέπει να αντισταθούμε. Και αυτό είναι το σημείο που παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην επιστήμη. Και αυτό είναι το σημείο που αν μπορέσουμε θα κάνουμε τη διαφορά. Αλλά για κάτι τέτοιο χρειάζεται κανείς φίλους-σύμμαχους.

Σημείωσεις

Αναπτύσσεται, ιδιαίτερα, στους Deleuze και Guattari (1988)

Ένα σημείο το οποίο o Ingunn Moser και εγώ ερευνήσαμε μέσα από εμπειρκό υλικό που αφορά την ανικανότητα στον τόμο αυτόν.

Βλέπε, για παράδειγμα, την καυστική ανταλλαγή απόψεων στο Picking (1992).

Αυτό θα ήταν, για παράδειγμα, η υπόθεση για τη μελέτη Pasteur του Latour. Βλέπε Latour (1988).

Bλέπε Star (1991).

Βλέπε Braidotti (1994).

Παρόλο που το παρουσιάζει αυτό με κάπως διαφορετικούς όρους, αυτή είναι μια από τις αναφορές της Annemarie Mol στη δουλειά της για το πρόβλημα της διαφορας. Βλέπε Mol (1999). Απευθύνεται επίσης με ένα διαφορετικό τρόπο από τον Bruno Latour (1996).

Aυτό ήταν ένα από τα αντικείμενα της εθνογραφίας των οργανωτών που αναφέρεται στον Law (1994). Για την ετερογένεια βλέπε Lyotard (1991).

Βλέπε Lee και Brown (1994).

Ο όρος είναι του Thomas Hughes. Βλέπε Hughes (1983).


Βλέπε Strathern (1996).

Βλέπε Strathern (1991).

Όπως συζητήθηκε στον Latour (1987).

Τρία αρκετά διαφορετικά παραδείγματα εδώ θα ήταν οι Harvey (1989), Jameson (1991) και Thrift (1996).

Βλέπε τις εργασίες των Steve Brown και Rose Capdevila, και του Nick Lee και Paul Stenner, σε αυτόν τον τόμο. Βλέπε επίσης Cussins (1997), Hetherington (1997), Mol και Law (1994) και Strathern (1991).

Ίσως αυτό να είναι με όλο το σεβασμό λίγο πολύ περιοριστικό. Ισορροπία; Γιατί ισορροπία;

Βλέπε Strathern (1997).

Για μεγαλύτερη επέκταση στην έλλειψη αμεσώτητας της αλληγορίας βλέπε Law και Hetherington (1998).

Eπεξεργάζομαι αυτό το σημείο με περισσότερη λεπτομέρια στο Law (1997).

O όρος εμφανίζεται στης Donna Ηαraway ως σημαντικός αλλά συχνά εύκολα παρεξηγημένος (Haraway, 1991), και επεξεργάζεται στης Strathern (1991).

Αναφορές

Braidotti, Rosi (1994), Nomadic Subjects: Embodiment and Sexual Difference in Contemporary Feminist Theory, Gender and Culture, New York: Columbia University Press.

Cussins, Adrian (1997), "Norms, Networks and Trails", A paper delivered at the Actor Network and After, Centre for Social Theory and Technology, Keele University, 1997.

Deleuze, Gilles, and Félix Guattari (1988), A Thousand Plateaus; Capitalism and Schizophrenia, London: Athlone.

Haraway, Donna (1991), ‘A Cyborg Manifesto: Science, Technology and Socialist Feminism in the Late Twentieth Century’, 149-181 in Donna Haraway (ed.), Simians, Cyborgs and Women: the Reinvention of Nature, London: Free Association Books.

Harvey David (1989), The Condition of Postmodernity: an Enquiry into the Origins of Cultural Change, Oxford: Blackwell.

Hetherington, Kevin (1997), ‘Museum Topology and the Will to Connect’, Journal of Material Culture, 2: 199-218.

Hughes, Thomas P. (1983), Networks of Power: Electrification in Western Society, 1880-1930, Baltimore: Johns Hopkins University Press.

Jameson, Frederic (1991), Postmodernism, or, the Cultural Logic of Late Capitalism, London: Verso.

Latour, Bruno (1987), Science in Action: How to Follow Scientists and Engineers Through Society, Milton Keynes: Open University Press.

Latour, Bruno (1988), The Pasteurization of France, Cambridge, Mass.: Harvard.

Latour, Bruno (1996), Aramis, or the Love of Technology, Cambridge, Mass.: MIT Press.

Law, John (1994), Organizing Modernity, Oxford: Blackwell.

Law, John (1997), Traduction/Trahison: Notes on ANT, Oslo: University of Oslo. TMV Working Paper, 106.

Law, John, and Kevin Hetherington (1998), ‘Allegory and Interference: Economics of Pepresentation and Sciology’, submitted.

Lee, Nick, and Steve Brown (1994). ‘Otherness and the Actor Network: the Undiscovered Continent’, American Behavioural Scientist, 36: 772-790.

Lyotard, Jean-François (1991), The Inhuman: Reflections on Time, Cambridge: Polity.

Mol, Annemarie (1999), The Body Multiple: Artherosclerosis in Practice, Durham, N. Carolina: Duke University Press, forthcoming.

Mol, Annemarie, and John Law (1994), `Regions, Networks and Fluids: Anaemia and Social Topology', Social Studies of Science, 24: 641-671.

Picketing, Andrew (ed.) (1992), Science as Practice and Culture, Chicago and London: University of Chicago Press.

Star, Susan Leigh (1991), ‘Power, Technologies and the Phenomenology of Convention: on being Allergic to Onions’, pages 26-56 in John Law (ed.), A Sociology of Monsters? Essays on Power, Technology and Domination, Sociological Review Monograph, 38, London: Routledge.

Strathern, Marilyn (1991), Partial Connections, Savage Maryland: Rowman and Littlefeld.

Strathern, Marilyn (1996), ‘Cutting the Network', Journal of the Royal Anthropological Institute, 2: 517-535.

Strathern, Marilyn (1997), ‘“Improving Ratings”: audit in the British University system', European Review, 5: 305-321.

Thrift, Nigel (1996), Spatial Formations, London, Thousand Oaks and New Dehli: Sage.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου