Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Φύλο και Επιστήμη



Οι καταβολές, η ιστορία και η πολιτική του θέματος: Φύλο και
Επιστήμη


Evelyn Fox Keller

Η Mary Poovey πρωτοαναφέρθηκε στον όρο ‘οριακές υποθέσεις’ για να δηλώσει ιστορικά φαινόμενα, τα οποία με την ικανότητα της θέσης τους στο : ‘σύνορο μεταξύ δυο προκαθορισμένων εναλλακτικών λύσεων’ αποτελούν προνομιούχες θέσεις της ιδεολογικής εργασίας του γένους ˙ « οι οριακές υποθέσεις », γράφει, « προσδιορίζουν τα όρια της ιδεολογικής βεβαιότητας » (σελ. 12). Ο Peter Galison πρωτοανέφερε μια στενά συνδεδεμένη έννοια των ‘εμπορικών ζωνών’ για να τραβήξει την προσοχή στην εκτενή κίνηση κατά μήκος των ορίων (στην περίπτωσή του μεταξύ πειραμάτων, οργάνων και θεωρίας) και άρα στο ότι είναι αδύνατο να ξεκαθαριστεί η οροθεσία μεταξύ αυτών των δύο διαφορετικών πεδίων ορισμού (Galison, 1990).

Και οι δύο έννοιες μπορεί να έχουν επικαλεσθεί για να υπογραμμίσουν την πολιτισμική και ιστορική ιδιαιτερότητα της πειθαρχημένης προοπτικής γενικότερα και την ίδια στιγμή, για να προβληματίσει την ίδια την έννοια των πειθαρχημένων ορίων. ‘Φύλο και Επιστήμη’, προτείνω, είναι μια οριακή υπόθεση ισότιμη της υπεροχής. Τοποθετείται όχι σε ένα όριο, αλλά σε πολλαπλά όρια όντως, στα σύνορα μεταξύ φεμινιστικής θεωρίας και όλων των επιστημονικών και μεταεπιστημονικών πειθαρχιών. Είναι επίσης μια ζώνη ανταλλαγών, ένα πεδίο ορισμού μιας λογομαχίας, ανταλλαγή και πάλη. Και μόνο με την ύπαρξή της, θέτει σε αμφισβήτηση τα όρια όλων αυτών των πειθαρχιών.

Όσο αφορά τη γνώμη μου, ο ίδιος ο όρος πρωτοεμφανίστηκε σε ένα άρθρο με τον ίδιο τίτλο, το οποίο εκδόθηκε το 1978. Ο όρος επιλέχθηκε για να απαιτήσει μάλλον παρά να ορίσει μια έρευνα, και το άρθρο όπως γράφτηκε εκδόθηκε όχι σε ένα περιοδικό της ιστορίας της επιστήμης, αλλά σε ένα περιοδικό ψυχολογικής ανάλυσης. Μια εκτεταμένη παραπομπή θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα :

Η ιστορικά διαβρωμένη σχέση μεταξύ αρρενωπού και αντικειμενικού, πιο συγκεκριμένα, μεταξύ αρρενωπού και επιστημονικού, είναι ένα θέμα το οποίο οι ακαδημαϊκοί κριτικοί αρνούνται να το πάρουν στα σοβαρά. Γιατί γίνεται αυτό ; Δεν είναι παράξενο ότι μια σχέση τόσο οικεία και τόσο βαθιά οχυρωμένη είναι ένα θέμα μόνο για ανεπίσημη συζήτηση, κυριολεκτική αναφορά και λαϊκή κριτική ; Πως γίνεται μια επίσημη κριτική στη φιλοσοφία και κοινωνιολογία της επιστήμης να έχει αποτύχει να εξετάσει εδώ, ένα θέμα το οποίο απαιτεί ανάλυση ; Το ότι η μη φεμινιστική ακαδημαϊκή κοινότητα τηρεί τουλάχιστον σιγή ιχθύος σχετικά με το θέμα, δηλώνει ότι η σχέση της αρρενωπότητας με την επιστημονική σκέψη, βρίσκεται στο επίπεδο του μύθου, ο οποίος είτε δεν μπορεί είτε δεν πρέπει να εξεταστεί στα σοβαρά. Συγχρόνως εκπέμπει τον αέρα του ‘αυταπόδεικτου’ και του ‘ανόητου’ – το πρώτο με την ιδιότητα ότι επιβιώνει στο βασίλειο της κοινής λογικής (αυτό όλοι το ξέρουν), και το δεύτερο με την ιδιότητα ότι εναποτίθεται εκτός του βασιλείου της επίσημης γνώσης, όντως συγκρουόμενα με τη δικιά μας εικόνα της επιστήμης ως συναισθηματικώς και σεξουαλικώς ουδέτερη…

Η επιβίωση των μυθοποιημένων πιστεύω στη σκέψη μας σχετικά με την επιστήμη, πρέπει, έτσι φαίνεται, να προκαλέσει την περιέργειά μας και να απαιτήσει έρευνα. Μύθοι που δεν έχουν εξεταστεί, όπου και αν επιβιώνουν, έχουν μια υπόγεια δραστικότητα (σεξουαλική ικανότητα), επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης μας με τρόπους που δεν είναι γνωστοί σε μας, και σε τέτοια έκταση την οποία δεν αντιλαμβανόμαστε και η δυνατότητά μας να αντισταθούμε στην επιρροή τους είναι υπονομευόμενη. Η παρουσία του μυθικού στοιχείου στην επιστήμη φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ακατάλληλο. Τι κάνει εκεί ; Από που προέρχεται ; Και πως επηρεάζει την έννοιά μας περί επιστήμης, περί αντικειμενικότητας ή στην προκειμένη περίπτωση περί φύλου ; (Keller, 1978, σελ. 187-188).

Αν και ήμουνα τεχνικά η συγγραφέας αυτού του άρθρου, δεν θεωρούσα τότε , ούτε και τώρα τις ιδέες που προέρχονται από αυτό, ότι πηγάζουν από μένα. Στον πρόλογο του βιβλίου, αυτό τελικά μετατράπηκε, προσπάθησα να δώσω έμφαση στους τρόπους στους οποίους αυτές οι ερωτήσεις πηγάζανε από τη λογική μιας συλλογικής προσπάθειας, την οποία μόλις αρχίζαμε να αποκαλούμε ‘ φεμινιστική θεωρία ’, και σε ένα από τα πρώτα προσχέδια ακόμη, προσπάθησα να διατυπώσω την αίσθηση ότι δεν ήταν δική ‘ μου ’ αλλά δική ‘ μας ’. Οι φεμινιστές έχουν προσφάτως γίνει τόσο καχύποπτοι σχετικά με το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο όπως ήταν παλιότερα με την απρόσωπη αντωνυμία, οπότε χρειάζεται να προσπαθήσω να είμαι αρκετά διαφανής σχετικά με την έννοια ενός συλλογικού ‘ εμείς ’. Ποιον και τι είχα στο μυαλό μου ; Σίγουρα όχι ιστορικούς ή κοινωνιολόγους της επιστήμης – εκείνο το καιρό δεν είμαι σίγουρη αν ήξερα καν κάποιον. Μάλλον, αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν μια πολύ τοπική συλλογικότητα των, στην πλειοψηφία λευκών, μεσαίας τάξης ακαδημαϊκών γυναικών που είχαν πάρει ενεργά μέρος σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ‘γυναικείο κίνημα’ (αναφέρω ότι το 1975 καθορίστηκε ως Διεθνής Χρονιά της Γυναίκας), οι οποίες αποκαλούσαν τον εαυτό τους φεμινίστριες, και οι οποίες ήταν αναμεμιγμένες σε γκρουπ ‘αφύπνισης της συνείδησης’, και που είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν υψηλή συναίσθηση σε ριζικά θεωρητικές κριτικές των πειθαρχιών (και των κόσμων) από τον οποίο προέρχονταν. **(πολλές φορές, κάποια μέλη της επιστημονικής κοινότητας, συγκροτούν δίκτυα, που συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς ή ασθενείς δεσμούς, στη βάση κοινών πολιτιστικών επιλογών ή ιδεολογικών συστρατεύσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ανάλογα του πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί του δικτύου, τόσο τυφλή είναι η υποστήριξη των ομοϊδεατών στις αξιολογήσεις.)

Από τα μέσα του 1970, εργασίες στην ‘φεμινιστική θεωρία’ το όνομα που δίνουμε σε αυτές τις συλλογικές προσπάθειες – είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην ανθρωπολογία, την ιστορία, την κοινωνιολογία, τη λογοτεχνία, την ψυχολογία και την ψυχανάλυση – αν και δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη σε καμιά φυσική επιστήμη σχετιζόμενη με την πειθαρχία.

Το πρώτο βήμα ήταν να οριστεί ο όρος ‘ gender ( = φύλο) ’ και να διαχωριστεί από τον όρο ‘ gender ( = γένος ), σαν ένας τρόπος να υπογραμμιστεί και να αναλυθεί το ρητό της Simone de Beauvour ότι « κάποιος δε γεννιέται γυναίκα » . Σε μια κλασσική και αυτοελεγχόμενη παράταξη του να κατονομάζω σαν μορφή πολιτικής δράσης αυτοί / εμείς ξανά-ορίσαμε τον όρο ‘φύλο’ για να διαχωρίσουμε την κοινωνική και πολιτική, άρα ποικίλες, έννοιες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας από τη βιολογική ή καθορισμένη κατηγορία του αρσενικού και θηλυκού. Η λειτουργία αυτού του ορισμού ήταν να ανακατευθύνει την προσοχή μας μακριά από την έννοια της σεξουαλικής διαφοράς και στην αμφιβολία πως τέτοιες έννοιες είναι ανεπτυγμένες. **(Οι έννοιες των όρων φύλο (sex) και γένος (gender) πολλές φορές αντιστρέφονται. Το γένος αναφέρεται σε πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στο τι σημαίνει αρσενικό και τι θηλυκό, ενώ το φύλο αναφέρεται στην αναγνώριση των βιολογικών διαφορών ανάμεσα σε θηλυκό και αρσενικό. Η εξέλιξη «κλειδί» σύμφωνα με τις έρευνες της φεμινιστικές επιστημονικές έρευνες είναι ο τρόπος κατά τον οποίο η πλευρά του «φύλου» από την διάκριση φύλου-γένους έφτασε να φανεί ως κοινωνικό κατασκεύασμα. Με άλλα λόγια η ιεραρχική σχέση φύλου και γένους έχει αντιστραφεί, έτσι ώστε ο συμπληρωματικός όρος (γένος) έχει συναντηθεί σε αρκετές περιπτώσεις για να υπογραμμίσει τον προηγούμενα αναμφισβήτητο όρο (φύλο), HESS). Για να παραθέσουμε τα λόγια της Donna Haraway (1991a), « το φύλο είναι μια έννοια η οποία αναπτύχθηκε για να αμφισβητήσει τη φυσικότητα της σεξουαλικής διαφοράς » (σελ. 131). Πολύ γρήγορα οι φεμινιστές άρχισαν να βλέπουν και το ίδιο γρήγορα να εκμεταλλεύονται την αναλυτική δύναμη αυτής της διάκρισης, για να εξερευνήσουν τη δύναμη του φύλου και το πρότυπό του, όχι μόνο με το να δημιουργούν γυναίκες και άντρες, αλλά επίσης ως σιωπηλοί οργανωτές των νοητικών και ομιλητικών χαρτών, των κοινωνικών και φυσικών κόσμων που εμείς ως άνθρωποι ταυτόχρονα κατοικούμε και κατασκευάζουμε – ακόμη και σε κείνους τους κόσμους στους οποίους οι γυναίκες σπάνια εισέρχονται – ακόμη και σε αυτούς των φυσικών επιστημών.

Με άλλα λόγια ήταν απλώς θέμα χρόνου πριν οι φεμινιστές, που είχαν αναμιχθεί σε αυτές τις συζητήσεις, που είχαν διαβάσει αυτές τις σελίδες και που ήξεραν κάτι από φυσικές επιστήμες, να συνεχίσουν όπως λένε τη ‘δύσκολη’ περίπτωση. Ίσως είμαι η πρώτη που χρησιμοποίησε τον όρο Φύλο και Επιστήμη, αλλά σίγουρα δεν ήμουνα μόνη στην αναγνώριση του είδους των ερωτήσεων που προέκυψαν και απαιτούσαν ανάλυση. Με το τέλος της δεκαετίας του ’70, μια γενιά φεμινιστών που προήλθαν από μια ακτίνα διαφορετικών πειθαρχιών, φέρνοντας μαζί τους ιδέες για ένα συλλογικό ‘εμείς’, είχαν έρθει για να κρατήσουν ληξιπρόθεσμες σημειώσεις της παραδοσιακής ονομασίας επιστημονικού μυαλού, ως ‘αρσενικού’ και της παράλληλης ονομασίας της φύσης ως ‘θηλυκό’ και, κατ’ επέκταση, να απαιτήσουν εξέταση της έννοιας και των συνεπειών αυτών των ιστορικών υποδηλώσεων. Ελπίζαμε, ότι με αυτή τη πορεία, θα υπονομεύαμε αυτές τις παραδοσιακές διχοτομήσεις και την ίδια ώρα θα χαράζαμε το δρόμο για μια αποκατάσταση ή νομιμοποίηση αυτών μόνο των αξιών που είχαν απορριφθεί από την επιστήμη εξαιτίας της ταμπέλας που είχαν ως ‘θηλυκό’. Όλοι τους / μας, ήμασταν ποικιλοτρόπως ενεργοποιημένοι και σε διάφορους βαθμούς από αυτόν που η Donna Haraway κατέληξε να αποκαλεί « παρανοϊκές φαντασιώσεις και ακαδημαϊκές αποστροφές » (σελ. 183) και τις οποίες εγώ μπορώ να αποκαλέσω « ουτοπικές βλέψεις », με περισσότερη ευθύ αναγνώριση των διανοητικών (και σύντομα και ακαδημαϊκών) ευκαιριών. Για κάποιους, η υποψία ότι ‘αντικειμενικότητα’ μπορεί να είναι μια κωδική λέξη για τη λέξη ‘ηγεμονία’, ταυτίστηκε με τη φαντασίωση ότι κρατούσαμε ένα μοχλό με τον οποίο μπορούσαμε όχι μόνο να απελευθερώσουμε τις γυναίκες αλλά και να ανατρέψουμε τις πειθαρχίες μας – ίσως ακόμη και να αλλάξουμε τον κόσμο. ( Μερικοί από μας ήμασταν περισσότερο ταπεινοί – εγώ για παράδειγμα απλώς ούτε καν σκέφτηκα για αλλαγή της επιστήμης). Με άλλα λόγια ήταν μια πολύ ορμητική εποχή.

Η πρώτη εκτενής αντίδραση – βιβλίο, ήρθε από την Carolyn Merchant, η οποία έγραψε ως ιστορικός της επιστήμης, ως Μαρξίστρια, ως φεμινίστρια και ως αφοσιωμένη περιβαντολόγος. Στο βιβλίο ‘Ο Θάνατος της Φύσης’ (1980), εστιάζει στη σημασία της μεταφοράς της φύσης ως γυναίκα της επιστήμης, του καπιταλισμού, και τις γυναικείες αντιλήψεις – με μια εκτόπιση των οργανικών παγκόσμιων σκέψεων από τις μηχανικές. Με τη διαφωνία ότι αυτή η εκτόπιση συνεπάγεται, τουλάχιστον στους χρήστες της συγκεκριμένης γλώσσας, μια συμβολική πράξη βίας απέναντι στη φύση ως γυναίκα και απέναντι στη γυναίκα ως φύση, η δουλειά της έπαιξε σημαντικό ρόλο , τουλάχιστον εν συντομία, στη κινητοποίηση ενός συνασπισμού μεταξύ φεμινιστών και περιβαντολόγων.

Μέχρι τη στιγμή που το βιβλίο μου σχετικά με το ‘Φύλο και την Επιστήμη’ εκδόθηκε, και ‘γω επίσης ανακάλυψα την ιστορία και αναζήτησα να συνδέσω τέτοιου είδους μετατοπίσεις / μετακινήσεις της φύσης (και ταυτόχρονα του μυαλού και της γνώσης) για να αλλάξω τις έννοιες της μοναδικότητας, του εγωισμού και της αρρενωπότητας – αλλαγές που ήταν από μόνες τους ούτε φαινομενικά ούτε τυχαία αλλά βαθιά μπερδεμένες στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές εκείνου του καιρού. Ειδικότερα προσπάθησα να συζητήσω για τη συμβολή των νέων εννοιών της αρρενωπότητας και των νέων εννοιών που συνιστούν μια ‘καθώς πρέπει’ και επιστημονικώς ‘παραγωγική’ σχέση μεταξύ ‘μυαλού’ και ‘φύσης’. Αναζήτησα σε μια λέξη να εντοπίσω την δημοφιλή εξίσωση μεταξύ ‘αρρενωπότητας’ και ‘αντικειμενικότητας’ σε μια ιδιαίτερα ιστορική μετάβαση. Αλλά για να καταλάβει κανείς τη σχέση μεταξύ ‘αντικειμενικότητας’ και ‘κυριαρχίας’, ξαναγύρισα στη ψυχοδυναμική της ατομικής ανάπτυξης, προσθέτοντας στην προηγούμενη επιδρομή, και ανάλυση των σχέσεων μεταξύ αγάπης, σεξ και δύναμης.

Μέχρι τις αρχές του ’80, υπήρχε ήδη αρκετή φεμινιστική βιβλιογραφία σχετικά με την επιστήμη, αποτελούμενη από μεγάλη γκάμα απόψεων για το φεμινισμό. Σαν συμπλήρωμα στη δουλειά που αναδύθηκε κατευθείαν από τη φεμινιστική θεωρία, υπήρχε ένα εκκολαπτόμενο είδος λογοτεχνίας πάνω στην ιστορία των γυναικών στην επιστήμη, που προήλθε από την ιστορία της επιστήμης (εδώ να αναφέρουμε το βιβλίο της Margaret Rossiter ‘Γυναίκες στην Αμερικανική Επιστήμη’, 1982, και πιθανώς το δικό μου βιβλίο McClintock – Keller, 1983), ήταν επίσης ένα μέρος δουλειάς, περισσότερο από βιολόγους, αφιερωμένο σε μια επικριτική εξέταση της επιστημονικής κατασκευής της ‘γυναίκας’ (π.χ. Blaier, 1984, Fausto – Sterling, 1989, Hubbard, Henefin and Fried, 1982, Hubbard and Love, 1979). **(εκτός της ανασκόπησης της Mary Fox, μελέτες για το θέμα φύλο και επιστήμη έγιναν από τον Jonathan Cole (1987), του οποίου η άποψη ότι οι γυναίκες κατέχουν κατώτερες θέσεις, επειδή είναι λιγότερο παραγωγικές, δεν έγινε γενικά αποδεκτή. Ενώ η Barbara Reskin (1976) μελέτησε την πορεία 450 διδακτόρων χημικών, διαπίστωσε ότι αντίθετα με τους άνδρες, οι γυναίκες δεν είχαν καταφέρει να παράγουν κάποιο σημαντικό έργο κατά τη διάρκεια των μεταδιδακτορικών ερευνών τους. Τέλος, σχετικές μελέτες των Long και McGinness (1985) έδειξαν ότι σημαντικός παράγοντας είναι ο καθηγητής σύμβουλος (μέντορας) των επιστημόνων και ότι οι γυναίκες επιστήμονες έχουν μέντορες, συνήθως γυναίκες.)- Αν κάποιος συγκέντρωνε αυτές τις διαφορετικού είδους λογοτεχνίες, θα μπορούσε να προσφέρει μαθήματα κάτω από τον τίτλο ‘Φύλο και Επιστήμη’ με τη συμφωνία ότι ο όρος Φύλο θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει τις γυναίκες και το φύλο. Τέτοια επέκταση και συνασπισμός έμοιαζε αρκετά λογικό για κείνο το καιρό, ειδικά όταν άλλα προβλήματα ήταν πιο πειστικά. Για παράδειγμα, πού θα χρησίμευε ένα τέτοιο μάθημα, το οποίο συνδέθηκε από τόσες πολλές διαφορετικές παραμέτρους και διανοητικές ημερήσιες διατάξεις ; Και ακόμη, όπως έγινε πολύ ξεκάθαρο κατά τη δεκαετία του ’80, από ποίες διαφορετικές πολιτικές ημερήσιες διατάξεις ; Ήμουνα τυχερή. Είχα πρόσβαση σε ένα STS πρόγραμμα που ήταν φιλόξενο ˙ άλλοι προσπαθήσανε στις σπουδές σχετικά με τις γυναίκες. Τελικά άλλοι πάλι, προσπάθησαν στην ιστορία των επιστημονικών προγραμμάτων. Κατά το τέλος της δεκαετίας του ’80, η ετικέτα ‘Φύλο και Επιστήμη’ εξελίχθηκε και επικαλέσθηκε σταδιακά σε αυτή τη χώρα αλλά και στο εξωτερικό, για να δηλώσει το γρήγορα εξελισσόμενο ενδιαφέρον στις σπουδές της επιστήμης που είχαν να κάνουν με τη γυναίκα, το φύλο ή το γένος. Αλλά όσο πιο δημοφιλής γινόταν αυτή η ετικέτα, τόσο πιο φανερές γινόντουσαν οι εσωτερικές τάσεις. Ειδικά προβληματικό, γινόταν το ατόπημα που προκλήθηκε μεταξύ ‘γυναικών’ και ‘γένους’.

Ακόμη και αρχικά, αυτό το ατόπημα ήταν μια πηγή δυσανεξίας για τους φεμινιστές. Για παράδειγμα, η εξίσωση των ‘γυναικών’ με το ‘φύλο’ είναι ένα λογικό λάθος – όντως, όπως υπογραμμίζει η Donna Haraway, ακριβώς το ίδιο είδος λάθους περιελάμβανε στο να εξισώσει τη ‘ φυλή’ με τους έγχρωμους ανθρώπους. Ό,τι και να σημαίνει ο όρος πάντως, όταν το χρησιμοποιούμε για ανθρώπους , μιλώντας αυστηρά γι’ αυτό, εννοούμε ότι απευθύνεται τουλάχιστον στους περισσότερους , αν όχι σε όλους τους ανθρώπους (το προσωπικό μου ενδιαφέρον για το φύλο και την επιστήμη, για παράδειγμα, δεν εστιάζει ούτε στις γυναίκες ούτε στη θηλυκότητα, αλλά στους άντρες και στην έννοια της αρρενωπότητας). **(Στη συμβατική πατριαρχική χρήση των περισσότερων δυτικών γλωσσών το ζεύγος των όρων «άνδρας/ γυναίκα» είναι μία ιεραρχία στην οποία «ο άνδρας» είναι ο όρος που περιγράφει τα βιολογικά είδη. Εναλλακτικά το βιολογικό είδος «άνδρας» περικλείει τη γενετική διάκριση «άνδρας/ γυναίκα», με την γυναίκα σαν τον συμπληρωματικό όρο, HESS) Τι προκαλεί λοιπόν την έκθλιψη και γιατί οι φεμινιστές θα επιτρέπουν τέτοια έκθλιψη ; Μια απάντηση στην πρώτη ερώτηση γίνεται αμέσως ξεκάθαρη από την αναλογία με τη φυλή : οι γυναίκες είναι πολιτισμικά και ιστορικά σημαδεμένες με το φύλο ή το γένος τους με ένα τρόπο που οι άντρες δεν είναι, όπως περίπου οι έγχρωμοι άνθρωποι είναι σημαδεμένοι από τη φυλή τους. Αλλά οι κύριοι λόγοι που οι φεμινιστές, τουλάχιστον αρχικά, ανέχτηκαν και ως κάποιο βαθμό ακόμη υποστήριξαν το ατόπημα μεταξύ γυναικών και φύλου ήταν δύο: πρώτον, η κύρια ανησυχία με την οποία οι περισσότεροι από μας ξεκινήσανε, ήταν η δύναμη του γένους στις ζωές των γυναικών ˙ δεύτερον, ακόμη και όταν οι ανησυχίες μας εξωτερικευτήκανε, όπως εμφανώς έγινε στη φεμινιστική θεωρία, εκείνο το γλίστρημα άντεξε εξαιτίας μιας απλής σκοπιμότητας. Πιο πρόσφατα πάντως, στα περισσότερα μέρη της ακαδημίας, θεωρήθηκε ευρύτατα ως αναγκαίο, να μαρκαριστεί η διάκριση μεταξύ γυναικών και φύλου κατηγορηματικά ˙ (σαν μαρτυρία, για παράδειγμα, η μετονομασία ενός αριθμού από φεμινιστικά ερευνητικά προγράμματα σε ινστιτούτα όπως το Stanford και το UC Berkley, ως ‘πρόγραμμα για τη μελέτη της γυναίκας και του φύλου). Θέλω να προτείνω ότι αυτή η διάκριση έχει γίνει έντονα απαραίτητη στο ‘Φύλο και Επιστήμη’.

Μια δεκαετία παλιότερα, ένας χαλαρός συνασπισμός εργασιών πάνω στη γυναίκα, το φύλο, το φύλο και την επιστήμη, μπορούσε να κρατηθεί από τον κοινό παρονομαστή του φεμινισμού – δηλαδή από μια δέσμευση για μια βελτίωση στη ζωή των γυναικών. Κατά τον ίδιο τρόπο σκέψης, οι διαφορές σε άλλες δεσμεύσεις (π.χ. διαφορές σε πειθαρχικές, θεωρητικές ή πολικές προοπτικές) μπορεί να χλωμιάσουν δεδομένου ότι ο κοινός παρονομαστής παρέμεινε βασικός, όσο οι γυναίκες των οποίων τις ζωές ζητούμε να καλυτερεύσουμε, φαινόταν να έχουν κοινές ανάγκες και όσο συνεχίζουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως ανατρεπτική δύναμη που λειτουργεί από τα περιθώρια και τα διαπολιτειακά της ακαδημαϊκής ζωής. Στα ενδιάμεσα χρόνια πάντως – σε μεγάλο μέρος εξαιτίας των πολλών επιτυχιών του σύγχρονου φεμινισμού – όλες αυτές οι διαφορές έγιναν και πολύ έντονες και πιεστικές, ίσως ειδικά όπως αρχίσαμε να προσανατολιζόμαστε προς καθιερωμένες ακαδημαϊκές και πειθαρχικές γωνίες. Σήμερα έγινε εμφανώς ολοφάνερο ότι όλες οι γυναίκες δεν έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα ή ανάγκες. Έτσι έγινε ολοφάνερο επίσης ότι όλοι οι λόγιοι που αυτοαποκαλούνται φεμινιστές δεν έχουν κοινή ή ακόμη συμβιβάσιμη θεωρητική και πειθαρχική ημερήσια διάταξη.

Αυτές οι παρατηρήσεις σίγουρα ανήκουν σε φεμινιστικές υποτροφίες γενικότερα, αλλά θα ήθελα να δοκιμάσω να συλλαβίσω την ιδιαίτερη σχέση για το σημερινό επίπεδο του ‘φύλου κ’ επιστήμης’ στην αμερικάνικη ακαδημία και ειδικά στις σπουδές της επιστήμης. Για παράδειγμα, μέχρι τώρα όπως το ενδιαφέρον μας για την ιστορία της γυναίκας στην επιστήμη ήταν αρχικά ωθούμενη από μια διαμαρτυρία εναντίον μιας ιστορίας αποκλεισμού και μιας πολιτικής αναζήτησης για ισότητα, οι δραματικές αλλαγές που συνέβησαν με τη συμμετοχή μερικών τουλάχιστον γυναικών στην επιστήμη στα 15 περασμένα χρόνια χρειάζονται υπογράμμιση. Δεν θέλω να εννοήσω ότι οι γυναίκες έχουν καταφέρει ισότιμα πράγματα στις επιστήμες, αλλά ότι εκεί που 15 χρόνια πριν, το φύλο φαινόταν να είναι ο κύριος άξονας του αποκλεισμού, σήμερα μια ματιά στο φυλετικό και εθνικό προφίλ των γυναικών που εισήχθηκαν σε επιστημονικά επαγγέλματα όλα αυτά τα χρόνια, δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει πλέον. **(σε μερικές περιπτώσεις οι επιλογές στις διαδικασίες αξιολόγησης μπορούν να επηρεασθούν από διάφορες κοινωνικές προκαταλήψεις. Συνηθέστερες είναι εκείνες που μεροληπτούν ως προς το φύλο. Το θέμα των ανισοτήτων στη συμμετοχή των γυναικών στις επιστημονικές θέσεις διατηρείται μέχρι σήμερα. Παρότι, τις τελευταίες δεκαετίες, στους περισσότερους κλάδους και σε πολλές χώρες, οι αριθμοί γυναικών και ανδρών μεταπτυχιακών φοιτητών είναι περίπου οι ίδιοι, υπάρχει μεγάλη διαφορά στα ποσοστά τους στις προνομιούχες επιστημονικές θέσεις των κλάδων τους, HESS) Επιπλέον, από την πλευρά εκείνων που διέσπασαν τα εμπόδια του φύλου και πλαστογράφησαν συμμαχίες μέσα στην επιστημονική επιχείρηση, δεν είναι καθόλου φανερό το πως η συνεχής εστίαση στο φύλο, εδικά αν συμμεριστούμε τη δύναμή του, μπορεί να είναι μέσα στα ενδιαφέροντά τους. Αυτά νομίζω είναι μερικά από τα θέματα που είχε στο μυαλό της η Londa Schlebinger (1989) όταν υπογράμμισε τη σημασία του γενικού πλαισίου σ’ αυτό που αποκαλεί ελλειπτικά « αντιδικία υπέρ και κατά των γενετικών διαφορών » (σελ. 273), είναι επίσης τα θέματα που συμβάλλουν στην ολοένα και αυξανόμενη δυσκολία που έγινε αισθητή από πολλούς που προσπάθησαν να διδάξουν τα ανόμοια θέματα των γυναικών, του φύλου, καθώς και του φύλου στην επιστήμη, κάτω από μια υπόδειξη.

Αλλά αν τα πρωτεία του φύλου έχουν υποχωρήσει σαν επαγγελματικά εμπόδια στις επιστήμες **(το φαινόμενο της Ματίλντας, τέθηκε απο την Margaret Rossiter (1993) για να περιγράψει την τάση στην ιστορία της επιστήμης, να αγνοούνται ή να στερούνται αναγνώρισης οι γυναίκες την εποχή που παρήγαγαν το έργο τους, με αποτέλεσμα να λησμονείται αργότερα η συνεισφορά τους, HESS) και η χρησιμότητά του ως κρίσιμη σφήνα έχει αμβλυνθεί εξαιτίας της επαγγελματικής επιτυχίας, η αναγνώριση της πολιτισμικής και αναλυτικής σημασίας έχει μεγαλώσει σε άλλους τομείς – επικυρώνοντας για άλλη μια φορά τις επιτυχίες του σύγχρονου φεμινισμού. Είναι κρίμα αλλά αλήθεια ότι η φεμινιστική θεωρία δεν έχει αποδειχθεί αρκετά δυνατή να αλλάξει τον κόσμο όπως κάποτε ήλπιζα ότι θα κάνει. Έχει πάντως δραστικά και νομίζω και αμετάκλητα αλλάξει το τοπίο από ένα μεγάλο αριθμό ακαδημαϊκών πειθαρχιών – σε μερικές περισσότερο από ότι σε άλλες. Aξιόλογα παραδείγματα, δε συναντώνται ούτε στις φυσικές επιστήμες ή τουλάχιστον όχι ακόμη, αλλά στη φιλοσοφία της επιστήμης ˙ σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης και μόνο σε μερικούς τομείς της ιστορίας της επιστήμης.

Η δυστροπία των φυσικών επιστημών, αυτών καθ’ αυτών, ίσως να μην είναι απρόσμενη, αλλά η σχετική ¨δυσκαμψία¨ της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας της επιστήμης, είναι. Για να αντιληφθούμε ολοκληρωτικά την αναλυτική της υπόσχεση σε ποικίλες πειθαρχικές (κανόνες), όσον αφορά τη φεμινιστική θεωρία, που συνδέονται με την ανάλυση της επιστήμης οι εξειδικευμένοι ιστορικοί, φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι της επιστήμης, χρειάζεται να αρχίσουν να διαβάζουν τη βιβλιογραφία της φεμινιστικής θεωρίας. Σύντομες κριτικές, όπως αυτή που επιχειρώ, δεν επαρκούν σαν εισαγωγή στις διακρίσεις, τις λεπτές διαφορές ή τη θεμελίωση, που αυτές οι οικείες με τη λογοτεχνία, θεωρούν δεδομένες από την αρχή. Αλλά επίσης προτείνω, ότι χρειαζόμαστε μια νέα ταξινόμηση ˙ ‘ ôο φύλο και η επιστήμη ’ πρέπει να διασπαστεί στα επιμέρους της κομμάτια.

Σχηματικά, αυτά ίσως να περιγράφονται σαν μελέτες των α) γυναίκες στην επιστήμη, β) επιστημονικές έννοιες της σεξουαλικής διαφοράς των δύο φύλων και γ) της χρήσης του φύλου στις επιστημονικές έννοιες των αντικειμένων και υποκειμένων οι οποίες βρίσκονται και οι δυο κάτω και πέρα από την ανθρώπινη σάρκα (του σκελετού). Καθένα από αυτά τα αντικείμενα έχει αποκτήσει ως τώρα μια πλούσια βιβλιογραφία στο πλευρό του και απαιτεί τη δική του διαμόρφωση σε νέα είδη των ‘εμπορεύσιμων ζωνών’. Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου θα επικεντρωθώ στο τρίτο από αυτά, το οποίο ίσως να μπορεί να ονομαστεί ‘το γένος στην επιστήμη’ – ανταλλάσσοντας, όχι μεταξύ των διαφόρων αναλύσεων των γυναικών, του φύλου και του φύλου στην επιστήμη, αλλά μεταξύ πολλαπλών πειθαρχικών (κανόνων) σπουδών ή μελετών του φύλου, της γλώσσας και της κουλτούρας του πολιτισμού στην παραγωγή της επιστήμης. Για τέτοιες μελέτες του φύλου στην επιστήμη, θέλω να κάνω μια ειδική παράκληση για μια σταθεροποιημένη αμφίδρομη προσπάθεια προς την ενοποίηση από έναν αριθμό αναλυτικών απόψεων / αντιλήψεων που έχουν προσφάτως (κακώς) αντιληφθεί ως άσχετες μεταξύ τους.

Στην πρόταση μιας διάσπασης, αυτού που κατέληξε να είναι γνωστό ως ‘φύλο και επιστήμη’, ο σκοπός μου δεν είναι να συστήσω μια ειδική θέση σε οποιαδήποτε από αυτές τις εσωτερικές διαμάχες τους ή ακόμη να διακηρύξουν την πρωτοκαθεδρία από οποιαδήποτε ειδική πολιτική ή διανοητική διάταξη ˙ μάλλον, πρέπει να κάνουμε χώρο για όλες τις διαφορετικές θεωρήσεις που μεμονωμένα προκύπτουν. Εγώ θέλω ειδικά να παραβλέψω την ερώτηση του αν κάποιος είναι ‘υπέρ ή κατά των γενετικών διαφορών’ και να επιτρέψουνε την πιθανότητα του να είναι ένα από τα δυο ή κανένα. Το βασικό σημείο που θέλω να τονίσω είναι ότι ο ρόλος της ιδεολογίας του φύλου δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλευρά του συστατικού ρόλου της γλώσσας, του πολιτισμού και της ιδεολογίας, στη δόμηση της επιστήμης, και άρα , αν και οι βάσεις τέτοιων αναλύσεων βρίσκονταν και πρέπει να συνεχίσουν να βρίσκονται στη φεμινιστική θεωρία, εγώ είμαι με το μέρος τους στις επιστημονικές μελέτες, δηλαδή ότι πρέπει να αποτελεί μόνο το ένα μέρος από αυτή την πιο γενική έρευνα. Προτείνω ότι η δουλειά σε αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα όχι μόνο έχει προκαλέσει πρωτοφανή είδη ερωτήσεων για τους ιστορικούς, τους φιλόσοφους και τους κοινωνιολόγους, αλλά επίσης προσφέρει κάποια πρωτότυπα μοντέλα αυτών και τομείς για ανάλυση οι οποίοι μπορούν ακόμα να είναι χρήσιμοι σ’ αυτούς που δεν είναι γυναίκες, σ΄ αυτούς που μπορεί να μην έχουν φύλο και που δεν θεωρούν τον εαυτό τους απαραίτητα φεμινιστές.

Για να τονίσουμε αυτόν τον ισχυρισμό θα επιλέξω κάποια αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τα είδη των ερωτήσεων που έχουν κάνει οι φεμινιστές σχετικά με τις επιδράσεις ενός γενετικού λεξιλογίου στην επιστημονική ανάλυση, προχωρώντας πιο μπροστά από αυτούς που έχουν πιο άμεση εμπλοκή σχετικά με την ανάγνωση επιστημονικών κειμένων, από αυτούς με μάλλον περισσότερη έμμεση σχέση. Σε όλα αυτά τα παραδείγματα, τις μεταφορές του φύλου μπορούμε να τις δούμε στην πράξη, όπως οι κοινωνικές εικόνες κάνουν στην επιστήμη με διάφορους τρόπους προς δύο κατευθύνσεις: Εισάγουν κοινωνικές προσδοκίες μέσα στην δική μας αντιπροσώπευση της φύσης και πράττοντας έτσι αυτόματα εξυπηρετούν την πολιτογράφηση πολιτισμικών πιστεύω και πρακτικές. Αν και η δυναμική αυτών των δύο διαδικασιών δεν έχει σχεδόν σίγουρα διαλευκανθεί, πολλοί φεμινιστές εστιάζουν στο πρώτο δίνοντας έμφαση στις επιδράσεις τους(συνήθως αρνητικές) στις γυναίκες ˙ εδώ η εστίαση μου θα είναι, στο προηγούμενο, στην επίδρασή τους στη διαδικασία της επιστημονικής έρευνας.

Αρχίζοντας από το σημείο, που αφορά τις γυναίκες, το φύλο και το γένος, είναι πιο πιθανό να τέμνονται οι πρώτες ερωτήσεις, που προκύπτουν από προηγούμενες αναλύσεις και πρόσφατες έρευνες στη βιολογία της αναπαραγωγής και της ανάπτυξης. Μια βασική μορφή κοινή σε πολλές από αυτές τις αναλύσεις, περιστρέφεται γύρω από την αναγνώριση των συνεκδοχικών (ή μέρος του όλου) λαθών των ακολούθων ειδών : (α) ο κόσμος των ανθρωπίνων σωμάτων είναι χωρισμένος σε δύο είδη, αρσενικά και θηλυκά ( δηλαδή από το φύλο), (β) επιπλέον (υπερφυσικές) ιδιότητες πολιτισμού αποδίδονται σε αυτά τα σώματα (π.χ. ενεργητικός /παθητικός, ανεξάρτητος /εξαρτημένος, κύριος / δευτερεύων : βλέπε γένος) και (γ) οι ίδιες ιδιότητες που έχουν καταλογιστεί στο όλον, αποδίδονται αργότερα στις υποκατηγορίες αυτών των σωμάτων.

Τα πιο εμφανή παραδείγματα, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι συναντώνται στην ιστορία των θεωριών της γενιάς. Η Nancy Tuana (1987) για παράδειγμα, προσπάθησε να αυξήσει την ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με τις αναπαραγωγικές θεωρίες του Αριστοτέλη ως αυτές των προσχηματιστών, εστιάζοντας στην επιβολή των επικρατέστερων απόψεων των γυναικών (δηλαδή ως παθητικές, αδύναμες και γενικώς κατώτερες) μέσα στους ρόλους τους στην αναπαραγωγή ˙ η πιο πρόσφατη και πιο ακέραια ανάλυση του Laqueuer που ονομάζεται ‘Κατασκευάζοντας το Φύλο’ (1990), συμβάλει ουσιαστικά σε μια τέτοια προσπάθεια. Και κάποιοι συγγραφείς έχουν καταπιαστεί με αντίστοιχη ανάλυση συζητήσεων περί γονιμότητας. Για παράδειγμα, ο Scott Gilbert και οι μαθητές του ακολούθησαν τη γλώσσα της τελετουργίας του φλέρτ σε δεδομένους χειρισμούς γονιμοποίησης σε δοκίμια του 20ου αιώνα.

Η Emily Martin (1991) συνέχισε αυτή τη προσπάθεια, καταγράφοντας την ‘εισαγωγή πολιτισμικών ιδεών σχετικά με παθητικά θηλυκά και ηρωικά αρσενικά μέσα στην προσωπικότητα των γαμετών’ (σελ. 500) στην πιο πρόσφατη τεχνική βιβλιογραφία. Το επιχείρημα συνεχίζει ως εξής.

Συμβατικά, το σπερματοκύτταρο έχει περιγραφεί ως δραστήριο, δυνατό και αυτοδύναμο, δίνοντάς του τη δυνατότητα να ανοίξει λαγούμι και να διεισδύσει στο ωάριο, στο οποίο μεταφέρει τα γονίδιά του και ενεργοποιεί το αναπτυξιακό πρόγραμμα. Σε αντίθεση, το ωάριο μεταφέρεται, γλιστράει ή απλά κρέμεται κατά μήκος του μητρικού σωλήνα έως ότου δεχθεί επίθεση, διατρηθεί και γονιμοποιηθεί από το σπέρμα. Οι τεχνικές λεπτομέρειες που επεξεργάζονται αυτή την εικόνα, ήταν έως και τα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτα σταθερές. Παρέχουμε χημικούς και μηχανικούς υπολογισμούς για την κινητικότητα του σπέρματος, την προσκόλλησή του στην κυτταρική μεμβράνη και την ικανότητά του να επιδρά στην τήξη της μεμβράνης. Η δραστηριότητα του ωαρίου, που υποτίθεται ότι είναι ανύπαρκτη, δεν απαιτεί κανένα μηχανισμό. **(Η Emily Martin (1991) ισχυρίζεται αυτή διάκριση σε φύλα των χώρων μέσα στο κύτταρο, λαμβάνει χώρα όχι μόνο μέσω γενικής συσχέτισης με αναθέσεις ενεργητικότητας και παθητικότητας, αλλά και μέσω της παραδοσιακής θεωρίας ότι το ωάριο είναι το παθητικό όχημα που το ενεργό σπέρμα γονιμοποιεί. Αυτό συμβαίνει διότι το σπέρμα συμβάλλει στον πυρήνα του ωαρίου και το μετατρέπει, ενώ το κυτταρόπλασμα παραμένει κατά μία έννοια ένας θηλυκός χώρος. HESS) Μόλις πρόσφατα έχει αλλάξει αυτή η εικόνα και με αυτήν την αλλαγή έχει επίσης αλλάξει η τεχνική κατανόησης σχετικά με τη μοριακή δυναμική της γονιμοποίησης. Σε μια πρόσφατη και συνειδητοποιημένη υπογράμμιση αυτής της αλλαγής, δυο ερευνητές του τομέα αυτού, ο Gerald και η Helen Schatten, έγραψαν το 1983 : « ο κλασσικός απολογισμός, διαχρονικός στους αιώνες, έδωσε έμφαση στη δραστηριότητα του σπέρματος και υποβίβασε τον ανεκτικό ρόλο της ωραίας κοιμωμένης στο ωάριο… Το ωάριο κρατάει κεντρικό ρόλο σε αυτό το δράμα, να είμαστε σίγουροι γι’ αυτό, αλλά είναι τόσο παθητικός χαρακτήρας όσο η πριγκίπισσα των αδερφών Grimm. Τώρα γίνεται ξεκάθαρο ότι το ωάριο δεν είναι μόνο μια μεγάλη σφαίρα με κρόκο, μέσα στην οποία το σπέρμα διεισδύει για να προσφέρει καινούρια ζωή. Πρόσφατες έρευνες προτείνουν την σχεδόν αιρετική άποψη, ότι το σπέρμα και το ωάριο είναι αμοιβαία δραστήριοι σύντροφοι »(σελ. 29).

Και πράγματι, η πιο πρόσφατη έρευνα στο αντικείμενο, καθημερινά δίνει έμφαση στη δραστηριότητα του ωαρίου στην παραγωγή πρωτεϊνών ή μορίων, αναγκαία για την προσκόλληση και την διείσδυση. Η τουλάχιστον κατ’ όνομα ισότητα, (και ποιος το 1991 θα μπορούσε να ζητήσει κάτι παραπάνω ;) φαίνεται ακόμη να έχει φτάσει στην πιο πρόσφατη έκδοση της ‘Μοριακής Βιολογίας του Κυττάρου’ όπου η γονιμοποίηση ορίζεται ως η διαδικασία με την οποία το ωάριο και το σπέρμα ‘βρίσκονται μεταξύ τους και συγχωνεύονται’ (Alberts, 1990, σελ. 868).

Για πολλούς, αυτή η αναθεώρηση μπορεί να αφήσει περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις, αλλά η ερώτηση είναι μια και σημαντική: ποια είναι η σχέση μεταξύ της αλλαγής στη μεταφορά αυτών των εκτιμήσεων, η ανάπτυξη νέων τεχνικών διαδικασιών για αντιπροσώπευση των μηχανισμών της γονιμοποίησης και της ταυτόχρονης αποδοχής της τουλάχιστον κατ’ όνομα ισότητας του φύλου στον πολιτισμό γενικότερα ; Αν όχι τίποτα άλλο, καταγράφοντας τις μεταφορές του φύλου σ’ αυτή βιβλιογραφία, μας παρέχει μια ιδανική άποψη μέσα από την οποία με περισσότερη ανάλυση μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα και ίσως να ξεδιαλύνουμε τους σύνθετους τρόπους της επίδρασης και αλληλεπίδρασης μεταξύ πολιτισμικών κανόνων, μεταφορών και τεχνικής ανάπτυξης.

Όμοιες απόψεις μπορούν να μας παρέχουν οι βιολογικοί υπολογισμοί του καθορισμού του φύλου (π.χ. Ann Fausto – Sterling, 1989, ερεύνησε τη γλώσσα της παρουσίας και της απουσίας σε πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τα γονίδια του φύλου) ή της σχέσης μεταξύ κυτταροπλάσματος και πυρήνα για πάνω από 100 χρόνια, στα οποία, καθόλου συμπτωματικά το κυτταρόπλασμα έχει υπάρξει τουλάχιστον σιωπηρά σχηματισμένο ως θηλυκό και ο πυρήνας ως αρσενικό. Ο Jan Sapp (1987) μας παρέδωσε έναν εξαιρετικό απολογισμό της ιστορίας της κυτταροπλασματικής κληρονομικότητας, αλλά παρέλειψε να σημειώσει τα σημαντικά σημάδια του φύλου σ’ αυτή την ιστορία (μερικά από τα οποία έχουν σημειωθεί από τον Scott Gilbert και τους μαθητές του στην Tuana το 1987). Όντως είναι πιθανό να ειπωθεί μια ιστορία του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα, η οποία είναι αξιοσημείωτα παράλληλη με αυτή του ωαρίου και του σπέρματος, στην οποία πρόσφατα υποστηρίζεται τόσο η κυτταροπλασματική κληρονομικότητα όσο και η σπουδαιότητα του ρόλου των κυτταροπλασματικών καθοριστικών παραγόντων κατά την ανάπτυξη, και η οποία επίσης παραλληλίζεται στα 1980 με την αύξηση μιας ιδεολογίας σχετικά με την ισότητα των φύλων (και υπάρχουν ακόμα κάποιες κουβέντες δυσαρέσκειας στις πρόσφατες συζητήσεις για τα γονίδια). Συγκεντρώνω αυτά τα παραδείγματα λόγω της ομοιότητας κατασκευής τους και της απλότητας της ηθικής τους. Άλλα παραδείγματα, στα οποία η ανάγνωση του φύλου είναι λιγότερο σφιχτοδεμένη σε σχέση με την ανάγνωση του βιολογικού φύλου, είναι αντίστοιχα λιγότερο ακριβή τόσο στην κατασκευή τους όσο και στις επιπλοκές. Συζητώ κάποια από αυτά αμέσως μετά.

Ένας γενικός τομέας της ιστορίας της επιστήμης που έχει τραβήξει το ενδιαφέρον ενός αριθμού φεμινιστών, είναι αυτός που έχει να κάνει με τη σχέση μεταξύ γενετικής και εξελικτικής βιολογίας, και σε πολλές τέτοιου είδους συζητήσεις μπορεί να διαφανεί ένα ρεύμα αντίστασης στο γενετικό ντετερμινισμό και στον αντίστοιχο πρωταθλητισμό των οργανωμένων μοντέλων της εξελικτικής βιολογίας (βλ. π.χ. Birke & Silvetron, 1984, Bleier, 1984, Gilbert, 1979, Hubbart & Lowe, 1979, Keller, 1983). Παρόμοιες (ή σχετιζόμενες) προτιμήσεις μπορούν επίσης να διαφανούν στην ανάλυση του εγκεφάλου και στην επιστήμη του μπιχεβιορισμού (βλ. Ειδικά Longino, 1989, Longino & Doell, 1983), στην ανάλυση της μηχανικής και της οργανικής και ακόμη και σε κάποιες αναλύσεις μοντέλων της φυσικής (π.χ. Kellert, 1993). Ο κοινός παρονομαστής σ’ αυτές τις συζητήσεις μπορεί να περιγραφτεί ως προτίμηση σε αλληλεπιδρόμενα, συμφραζόμενα ή παγκόσμια μοντέλα σχετικά με τις γραμμικές, αιτιολογικές ή ‘κυρίαρχες μοριακές’ θεωρίες. Το ερώτημα είναι : τι σχέση έχει το φύλο, με αυτού του είδους τις αναζητήσεις ή προτιμήσεις;

Ένας σύνδεσμος με το φύλο, που μπορεί να είναι σχετικός με τις συζητήσεις σχετικά με τη γενετική και την ανάπτυξη, μπορεί να ανακαλυφθεί στη σιωπηρή κωδικοποίηση, που έχει ήδη προταθεί, του κυτταροπλάσματος (και γενικότερα του σώματος) ως θηλυκό, και την αντίστοιχη κωδικοποίηση του πυρήνα ή του γονιδίου ως αρσενικό. Όπως ακριβώς και στην ιστορία με το ωάριο και το σπέρμα, τέτοιου είδους κώδικες, κουβαλάνε μαζί τους ίχνη κοινωνικών σχέσεων μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, προκαλώντας την υποψία, ακόμη και όταν είναι ελάχιστα υπονοούμενο, ότι βοηθούν σιωπηρά την υποστήριξη των αντίστοιχων ιεραρχικών δομών του ελέγχου σε βιολογικές συζητήσεις. Για να ακριβολογήσουμε, μόνο πολύ μικρά στοιχεία αποδείξεων έχουν αντέξει να υποστηρίξουν αυτήν την υποψία, αλλά νομίζω πως επαρκή στοιχεία για να αποδείξουν την αναγκαιότητα της προσήλωσης στη σημείωση του φύλου μελλοντικά, υπάρχουν με περισσότερες λεπτομέρειες σε έρευνες αυτών των θεμάτων.

Aλλά οι φεμινιστικές ανησυχίες σχετικά με τις θεωρίες σχετικά με το ‘κυρίαρχο μόριο’, δεν εξαρτώνται αναγκαία στην κατανομή των ετικετών του φύλου σε συστατικά στοιχεία για συζήτηση. Για κάποιους κριτικούς, η ανησυχία είναι περισσότερο πολιτική, βασιζόμενη στο φόβο ότι τέτοια ιεραρχική δομή στη βιολογία είναι από μόνη της ορθολογιστική για τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές(ιεραρχίες), ή ότι αντικατοπτρίζουν αξίες, υποστηρίζοντας όχι μόνο τις κοινωνικές αλλά επίσης τους προσωπικούς περιορισμούς. Με τέτοιες ανησυχίες, η Ηelen Longino ανέπτυξε μια ραφιναρισμένη φιλοσοφική ανάλυση των τρόπων με τους οποίους οι πολιτικές και κοινωνικές αξίες μοιραία εισάγονται στην ποικιλία της θεωρίας. Άλλοι λόγιοι (π.χ. Keller, 1985) χρησιμοποίησαν ήδη ένα διαφορετικό είδος αντιδικίας, βλέποντας σε αυτά τα ιεραρχικά μοντέλα την έκφραση μιας σταθερής σκέψης, που υποστηρίζει την κυριαρχία και υπεροχή, προβάλλοντας χωρίς τύψεις την δική τους άποψη για την αλληλεπίδραση με τους άλλους, μέσα από εκπροσωπήσεις διαδικασιών που λειτουργούν στον φυσικό κόσμο. **(Η θεωρία του κυρίαρχου μορίου του DNA παρουσιάζει απόλυτα πολιτισμικές αντιστοιχίες στις ιεραρχίες του φύλου και του γένους. Αυτή η άποψη του κυττάρου αναθέτει ενεργητικότητα στον πυρήνα και παθητικότητα στο κυτταρόπλασμα και οι πολιτισμικές κατηγορίες ενεργητικότητας/ παθητικότητας είναι περικλείουν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του φύλου. HESS)

Σήμερα βρίσκω αυτό το επιχείρημα που προβάλλεται, να είναι υπερβολικά οριακό – πάνω από όλα με την αποτυχία να υπολογίσει τα συγκεκριμένα είδη των υλικών συνεπειών, τις οποίες τα μοντέλα ή οι μεταφορές της κυριαρχίας έχουν, και κατά συνέπεια τα συγκεκριμένα είδη των υλικών φιλοδοξιών, που τέτοιου είδους μοντέλα υποστηρίζουν. Οι θεωρίες του Κυρίαρχου Μορίου δεν είναι μόνο ψυχολογικά ικανοποιητικές, αλλά και σημαντικά παραγωγικές – με τον όρο παραγωγικές εννοούμε σε σχέση με συγκεκριμένα είδη στόχων (βλ. Keller, 1990). Αλλά, ακόμη και μ’ αυτή την επεξεργασία, τα φεμινιστικά επιχειρήματα για τη χρήση γενετικών μεταφορών 1)νομιμοποιούν μια διάταξη για επιστημονική γνώση που στοχεύει στην κυριότητα της φύσης, 2) διευκολύνουν την προβολή αυτής της διάταξης επάνω σε επεξηγηματικά μοντέλα των φυσικών φαινομένων τα οποία είναι συχνά γραμμένα ως γελοιογραφίες /καρικατούρες για να προσεγγίσουν ένα είδος θεωρίας συνωμοσίας. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητη μια ξεκάθαρη έμφαση στο τι δεν έχει απαιτηθεί από αυτές τις αναλύσεις. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει αιτιολογικές αξιώσεις, είτε για το φύλο (μάλλον όχι η μοναδική πηγή παραγωγικών μεταφορών για την επιστήμη), είτε για τη γλώσσα γενικά. Οι μεταφορές – του φύλου ή οποιεσδήποτε άλλες – δεν οδηγούν από μόνες τους στην παραγωγή της επιστημονικής γνώσης, όπως ούτε η γλώσσα είναι ικανή από μόνη της να φανταστεί ουσιώδη πράγματα. Η γλώσσα όμως οδηγεί τις ανθρώπινες δραστηριότητες στην κατασκευή των υλικών επιδράσεων. Η πολύ μεγάλη ερώτηση που απαιτεί εξερεύνηση είναι τώρα : Πως; Οι φεμινιστές κατάφεραν τον όχι αμελητέο άθλο να γίνει ορατή η πιθανότητα μιας εναλλακτικής λύσης γνωμών και μεταφορών. Τώρα αυτές οι προσπάθειες χρειάζεται να ενωθούν με άλλες, για να αναπτύξουν μια ανάλυση για τους τρόπους με τους οποίους οι μεταφορές δουλεύουν για να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ αντιπροσώπευσης και μεσολάβησης, και το πως αυτές βοηθάνε να οργανωθούν και να καθοριστούν οι τροχιές των ερευνών (βλ. π.χ. Keller, 1992, κεφ. 4).

Στο πιο απλό και πιο προφανές επίπεδο, η γλώσσα μας δίνει όργανα αντίληψης που εννοιολογικά μεγεθύνουν – στην πραγματικότητα δημιουργεί – ακριβώς αυτές τις ομοιότητες και διαφορές με τις οποίες οι μεταφορές αρχίζουν. Η Nancy Stepan (1986) για παράδειγμα, ιχνηλάτησε τους τρόπους με τους οποίους οι μεταφορές της φυλής και του φύλου τον 19ο αιώνα, δούλεψαν στην επιστημονική κατασκευή της έλξης μεταξύ γυναικών και Αφρικανών αντρών, και τα δυο ξέχωρα λες και είναι διαφορετικά είδη από τους λευκούς Ευρωπαίους.

Αλλά η γλώσσα επίσης οδηγεί το χτίσιμο των οργάνων που όχι μόνο εννοιολογικά, αλλά συγκεκριμένα φέρνουν νέα γεγονότα και αντικείμενα μέσα στα όρια του χρήστη. Η μεταφορά του ‘ματιού στο μυαλό’ παρείχε δυνατό κίνητρο για την ανάπτυξη του μικροσκοπίου και του τηλεσκοπίου, όπως έκαναν οι μεταφορές με τις πληροφορίες και τα ‘Κυρίαρχα Μόρια’ για την ανάπτυξη των αλληλουχιών, την αλυσιδωτή αντίδραση των πολυμερών τεχνικών και άλλες τεχνολογίες της γενετικής μηχανικής. Και οπτικά και τεχνικά, αυτά τα όργανα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επέκταση των οριζόντων των μοντέλων και των μεταφορών που τους παρείχαν το σχήμα τους – στη διαδικασία, μεγεθύνοντας το πεδίο ορισμού για ορισμένα είδη παρεμβάσεων και εμποδίζοντας αυτές από άλλες. Η γενετική τεχνολογία, για παράδειγμα, έφερε τα γονίδια πιο κοντά στη θέα και άρα πιο κοντά στη χρησιμοποίησή τους. Μοιραία, δουλεύει ταυτόχρονα για να κάνει άλλες βιολογικές (και φυσικά κοινωνικές) δυναμικές λιγότερο ορατές και λιγότερο ευπρόσιτες.

Τέτοιου είδους μελέτες έχουν βοηθηθεί από τη γλωσσολογική επιτήδευση που ο Gillian Beer και η Nancy Stepan μας έδωσαν, ώστε να κατανοήσουμε την εννοιολογική δυναμική των μεταφορών του φύλου, καθώς και από τη φιλοσοφική επιτήδευση που οι Mary Hesse, Nancy Cartwright και Ian Hacking μας έδωσαν ώστε να καταλάβουμε πώς η επιστήμη δουλεύει. Αυτά τα δύο, μαζί με τη πολύ πλούσια δουλειά στην πολιτική της αντιπροσώπευσης στις κοινωνικές σπουδές της επιστήμης, προτείνουν τον τομέα της γλώσσας και της επιστήμης ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σύνορα στις σπουδές της επιστήμης σήμερα.

Γενικότερα και με ειδική σημασία για τους ιστορικούς της επιστήμης, υπάρχει ανάγκη για βαθιά και πλήρη κατανόηση της ανάλυσης που αρχικά οι φεμινιστές αναλάβανε σε τόσο μικρό χτύπημα. Μπορεί να είναι, για παράδειγμα, οι φεμινιστές λόγιοι που αρχικά θέσανε την ερώτηση της πολιτισμικής κατασκευής της ‘αντικειμενικότητας’ ως κεντρικό θέμα για έρευνα, αλλά αυτό οδήγησε ιστορικούς της επιστήμης να μετατρέψουν της ερώτηση σε σημαντική ιστοριογραφική αναζήτηση. (σκέφτομαι, για παράδειγμα, τη δουλειά της Lorraine Daston, του Peter Dear, του Peter Galison και του Ted Porter, μέρος της οποίας υπάρχει στο Megill, 1992). Τώρα, στα σίγουρα είναι ώρα για ενσωμάτωση των ερωτήσεων για το φύλο, σ’ αυτήν την προσεκτική και προσεγμένη ιστοριογραφική δουλειά.

Ακόμη και έτσι, ‘περιβάλλον’ είναι μια μεγάλη κουβέντα και δείχνει σε διάφορες κατευθύνσεις, γεγονός ότι η γενετική αντίληψη του ιστορικού καθορισμού, ακόμη και με την πρόσθεση του φύλου, δεν αιχμαλωτίζεται. Μπορεί για παράδειγμα να μην κατορθώσει να εκτιμήσει δεόντως την ανάγκη να απευθυνθεί στις ιδιαιτερότητες των τοπικών πειθαρχικών ή ακόμη των υποπειθαρχικών ενδιαφερόντων ή στις ιδιαιτερότητες των τοπικών κοινωνικών (π.χ. εθνικών, φυλετικών) ενδιαφερόντων. Η Donna Haraway μας προσφέρει κάποιους τρόπους ομιλίας εδώ, οι οποίοι αντηχούν, για πολλούς, ταυτόχρονα με τις σύγχρονες πολιτικές και διανοητικές προτεραιότητες : καθορίζει τη φεμινιστική αντικειμενικότητα ως ‘ευρισκόμενες γνώσεις’ και τονίζει την ανάγκη για ‘μερική προοπτική’. Και βέβαια, με τη θεμελιώδη αν και αμφισβητήσιμη ανάπτυξη της Haraway για τη μέθοδο των μερικών προοπτικών, θα τελειώσω αυτή τη τόσο βιαστική ανασκόπηση.

Στα ‘Αρχικά Οράματα’ (1989), η Haraway προσπαθεί, σε αντίθεση με μια υποκειμενικά πηγάζουσα προσέγγιση, το χωρίς υποκείμενο ξετύλιγμα του πώς ‘αγάπη, δύναμη και επιστήμη είναι περιτυλιγμένες στις κατασκευές της φύσης στο τέλος του 20ου αιώνα’ και καταδιώκει αυτό το στόχο μέσω επίμονης εξέτασης της πολιτικής των αφηγήσεων. Όπως ο Gregg Mitman (1991) γράφει, « η μαγεία της είναι η τέχνη της αφήγησης ˙ το μοντέλο της κατασκευής της επιστημονικής γνώσης είναι προσβαλλόμενο από αφηγηματικά πεδία. Η επιστήμη, και σ’ αυτή τη περίπτωση της μελέτης των πρωτευόντων θηλαστικών, είναι μια ιστορία για τη φύση, ένα παραμύθι περιβαλλόμενο με όρια από τον αφηγητή του, αλλά που συνεχώς αναπτύσσεται όσο καινούριοι αφηγητές εισέρχονται ».

Η Haraway απέχει σθεναρά από την ιδέα ότι το φύλο μπορεί να κατανοηθεί ξεχωριστά από την πολιτική της φυλής και της τάξης, και το αντικείμενό της είναι ιδανικό για την δημιουργία της υπόθεσης. Όπως ξεκαθαρίζει, οι κατασκευές της φύσης στην ιεραρχία του 20ου αιώνα, όπως οι κατασκευές του φύλου, είναι ενπεπλεγμένες στην πολιτική της φυλής και του αποικισμού του 20ου αιώνα. Το γεγονός ότι οι (περισσότερες λευκές) γυναίκες που εισήχθησαν στο σχήμα το 1970 και το 1980 πήραν την αρχηγία στο να ανακατασκευάσουν τις παραδοσιακές αφηγήσεις, για την Haraway, δεν παρέχει υποστήριξη στην ιδέα της ‘φεμινιστικής επιστήμης’ (και μ’ αυτό συμφωνώ) αλλά αντί γι’ αυτό, απεικονίζει ακόμη μια φορά την εξάρτηση των επιστημονικών αφηγήσεων από την ιστορική ‘θέση σε συγκεκριμένες γνωστικές και πολιτικές δομές της επιστήμης, της φυλής και του φύλου’. **( Η Haraway υποδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο που διάφοροι θεωρητικοί όπως ο Kuhn αγνοούν φέρνοντας για παράδειγμα την κατάρριψη της σχέσης της θεωρίας του άντρα-κυνηγού με τις ρίζες του ανθρώπου. Η κατάρριψη αυτή δεν οφείλεται μόνο σε ένα ετερογενές δίκτυο γυναικών επιστημόνων αλλά σε μια ευρύτερη κοινωνική μετάβαση που σχετίστηκε με δραματικές αλλαγές στο ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία και τις κοινωνικές πεποιθήσεις. Αυτή η έμφαση τονίζει τα πολιτισμικά αποσπάσματα ιστορικών διεργασιών, που παραλείπονται στις εναλλακτικές θεωρίες, HESS) Η μέθοδος της Haraway παρεμποδίζει το να πει κανείς ή να ελπίσει για μια ιστορία με συνοχή και πολλοί αναγνώστες μπορεί να αισθάνονται λιγάκι αποσταθεροποιημένοι. Αλλά η έκτασή της προς τη μεταμοντέρνα ιστοριογραφία, δεν παρείχε μόνο νέα μοντέλα για δουλειά με το φύλο στην επιστήμη, αλλά επίσης, προτείνει καινούρια μοντέλα για κάθε πολιτικά προσανατολισμένη ανάλυση της επιστήμης.

Χωρίς αμφιβολία, η επιλογή μου για αυτά τα παραδείγματα είναι βασισμένη στην ιδιοσυγκρασία μου και παρέλειψε πολύ δουλειά πάνω στο φύλο και την επιστήμη, η οποία είχε τεράστια επιρροή στις άλλες πειθαρχίες. Επίσης παρέλειψε πολύ δουλειά που είχε σημασία σ’ αυτές τις πειθαρχίες. (Εδώ πιστεύω ειδικά στη δουλειά της Sharon Traweek, Sandra Harding, Londa Schiebinger και Rayna Rapp). Αλλά ελπίζω ότι η ηθική της επιλογής μου παρ’ όλα αυτά θα είναι ξεκάθαρη : για το μέλλον αυτών των προσπαθειών στις σπουδές της επιστήμης, θα ήθελα τώρα να προσθέσω συμπληρωματικά στην έμφαση της Haraway στα θραύσματα και τη μερικότητα, μια έκκληση για ολοκλήρωση. 15 χρόνια χρειάστηκε μια οργανωμένη προσπάθεια από την πλευρά του φεμινισμού, για να ξεσηκώσει την προσοχή των ιστορικών, των φιλοσόφων και των κοινωνιολόγων σχετικά με τη σημασία του φύλου. Οι θεωρητικοί του φεμινισμού, δουλεύοντας μέσα από τη δύναμη των πολιτικών πεποιθήσεων του φύλου και την ασέβειά τους για τα δεδομένα όρια που λειτουργούν ανάμεσα και μεταξύ των πειθαρχιών, έδωσαν δυνατά μαθήματα σχετικά με τις γνωστικές και τις ιδρυματικές πολιτικές του φύλου, που κανένας στις μελέτες της επιστήμης του φύλου δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει. Αλλά για να προχωρήσουμε μπροστά την ανάλυση του φύλου στην επιστήμη με αυτές τις πειθαρχίες, προτείνω ότι οι δυνάμεις της φεμινιστικής θεωρίας πρέπει τώρα να ενοποιηθούν με τις δυνάμεις άλλων ειδών γνώσεων σε αυτούς τους τομείς. Χρειάζεται να υπάρξει περισσότερη αμφίδρομη κίνηση σε αυτή τη ζώνη ανταλλαγών αν είναι να γίνει η δουλειά, η οποία είναι άξια να γίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου