Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Derek de Solla प्रिसे (2ον)



ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο GALTON ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟΣ

Ο Francis Galton (1822 - 1911), εγγονός του Erasmus Darwin, υπήρξε ένα από τα πιο πολύπλευρα και ανήσυχα μυαλά του δεκάτου ενάτου αιώνα. Έφερε τα δακτυλικά αποτυπώματα στην Σκότλαντ Γιαρντ, ίδρυσε την Eugenic Society που υποστήριζε την ανατροφή του ανθρωπίνου γένους με βάση λογικές αρχές και πάνω απ’ όλα, θεμελίωσε την επιστήμη της μαθηματικής γενετικής, κάνοντας μία πολύ καλή αρχή. Το πάθος του ήταν να καταφέρει να μετρήσει τα πάντα και να τα περιορίσει στατιστικά. Αυτοί που βλέπουν τις κοινωνικές επιστήμες θεμελιωμένες σε μια στέρεα βάση ποσοτικοποιημένων μετρήσεων, συνήθως θεωρούν αυτόν πρωτοπόρο, και όχι τον Sir William Petty, που συχνά θεωρείται ως ο πρώτος που καθιέρωσε τους αριθμούς στην μελέτη του ανθρώπου, αναλύοντας τα ποσοστά θνησιμότητας το δέκατο έβδομο αιώνα.

Το πάθος του Galton, φαίνεται καθαρά σε δύο εκθέσεις του, που ίσως φαίνονται πολύ πιο επιπόλαιες σε ‘μας απ’ ότι φαίνονταν σ’ αυτόν. Στην πρώτη, υπολόγισε τα επιπλέον χρόνια ζωής των μελών της Βασιλικής οικογένειας και του κλήρου, σαν αποτέλεσμα των προσευχών που έκανε γι’ αυτούς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικός αριθμός. Στη δεύτερη, για να αποφύγει την ανία ποζάροντας για ένα ζωγράφο που έφτιαχνε το πορτραίτο του, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, υπολόγισε τις πινελιές και βρήκε ότι ήταν περίπου 20000 στο πορτραίτο, ακριβώς ο ίδιος αριθμός με τις κινήσεις των χεριών, που όπως υπολόγισε, απαιτούσε το πλέξιμο ενός ζευγαριού κάλτσες.

Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Galton ήταν μανιακός. Η δουλειά του, βασίστηκε σε πρότυπα μέγιστης ευρυμάθειας και σπουδαιότητας, αλλά σήμερα αγνοείται όλο και περισσότερο. Παρόλο που οι έρευνές του ήταν βασισμένες στην εκπληκτική και έγκυρη θεωρία εξέλιξης του Darwin, o Galton, δεν αντιλήφθηκε τον πραγματικό μηχανισμό της γενετικής λειτουργίας, ο οποίος ανακαλύφθηκε από τον σύγχρονό του Mendel. O Mendel, δημοσίευσε τα πορίσματά του μόλις πέντε χρόνια πριν το βιβλίο του Galton για την κληρονομική ιδιοφυία, αλλά δεν έγινε ευρύτερα γνωστό στο κοινό, πριν ο Galton γίνει 80 χρονών.

Θα εξετάσουμε το βιβλίο του, “Κληρονομική ευφυία” (Hereditary Genius) και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ειδική μελέτη του, “Άγγλοι άνθρωποι της επιστήμης” (English men of Science), (Λονδίνο, 1874). Σ’ αυτά τα έργα του ο Galton, βασικά υποστηρίζει την άποψή του ότι οι ‘μεγάλοι άντρες’, συμπεριλαμβανομένων και των δημιουργικών επιστημόνων, σε πολλές περιπτώσεις τείνουν να συσχετίζονται και γι’ αυτό, σχεδόν η πλειοψηφία των διακεκριμένων πολιτικών προσωπικοτήτων, επιστημόνων, ποιητών, δικαστών και στρατιωτικών διοικητών, που ήταν σύγχρονοι του ή ζούσαν πριν απ’ αυτόν, προέρχονται από μία σειρά εκλεκτών οικογενειών. Το κυρίως μέρος της δουλειάς, του είναι γεμάτο από κακοτοπιές και προς το παρόν δεν θα ενδιαφερθούμε τόσο για την προσέγγισή του στην γενετική, όσο για πολλές άλλες ενδιαφέρουσες έρευνές του, όπως οι πρωτοποριακές έρευνες του σχετικά με την κατανομή της ποιότητας ανάμεσα σε διακεκριμένους επιστήμονες και μια σειρά περιλήψεων -οι οποίες σήμερα θα θεωρούσαμε ότι ανήκουν στην επιστήμη της κοινωνιολογίας ή της ψυχολογίας-που μας πληροφορούν σχετικά με τα χαρακτηριστικά αυτών των εξαιρετικών ανθρώπων.

Σκοπός μας είναι να κάνουμε μια ανασκόπηση των δύο αυτών βασικών κατευθύνσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις του εικοστού αιώνα και τις προεκτάσεις του έργου του Galton. Η πρώτη, που μας πληροφορεί για το πόσοι άνθρωποι, ή επιστημονικές εργασίες ή έρευνες, βρίσκονται σε κάθε ένα από τα διάφορα επίπεδα ποιότητας, είναι απαραίτητη αν θέλουμε να καταλάβουμε την ουσία της επιστημονικής ποιότητας και αυτή η γνώση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ερμηνεία των πολλών διαφορετικών δεικτών μέτρησης, που αναφέρθηκαν πρωτύτερα, σε σχέση με τους βασικούς νόμους που διέπουν τις εκθετικές αναλογίες της ανάπτυξης της επιστήμης. Η δεύτερη, θα μας βοηθήσει να διατυπώσουμε βασικούς κανόνες για το τι να περιμένουμε από τους επιστήμονες όταν η αλλαγή των όρων, που θα διαμορφωθούν από την Big Science ή Saturation Science μεταβάλλει τις συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν.

Ο Galton, άρχισε εκτιμώντας πόσο σπάνιοι, ήταν στην Αγγλία της εποχής του, διάφοροι τύποι ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για τις ανθρώπινες σχέσεις γενικά και ειδικότερα για την επιστήμη, με διαφορετικό βαθμό κοινωνικής σπουδαιότητας ο καθένας. Χρησιμοποιώντας το κριτήριο ότι κάποιος ήταν επιφανής αν το όνομα του είχε εμφανιστεί σε μία μικρή βιογραφική συλλογή, το “Men of the time” (άνθρωποι της εποχής), που περιείχε 2500 βιογραφίες και είχε μόλις εκδοθεί, ή σε επιλεγμένες στήλες στις αγγελίες θανάτου του περιοδικού “The Times”, ανακάλυψε ότι η εμφάνιση τέτοιου αξιοπρόσεκτου ανθρώπου, είχε συχνότητα περίπου ένας άντρας για κάθε 2000 ενήλικους άντρες ή ένα άτομο στις 20000 του μικτού πληθυσμού- μόνο μια χούφτα σε κάθε χρονική περίοδο στη χώρα.

Για επιφανείς επιστήμονες, χρησιμοποίησε ένα κριτήριο που απαιτούσε ότι δεν αρκούσε να ήταν απλά μέλη της Βασιλικής Εταιρείας -μία σημαντική τιμή μετά τη μεταρρύθμιση της εκλογής υπό τον Justice Groves, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν- αλλά έπρεπε να είναι διακεκριμένοι με μια πανεπιστημιακή έδρα. Ή με ένα μετάλλιο συλλόγου λόγιων, ή με ένα αξίωμα σε κάποια τέτοια επιτροπή. Ή να είναι μέλος κάποιου εκλεκτού επιστημονικού συλλόγου ακαδημαϊκής αξίας. Ο αριθμός των ατόμων από τα οποία μπόρεσε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα από τα παραπάνω βιογραφικά χαρακτηριστικά ήταν 180 και εκτίμησε ότι σε όλη τη χώρα δεν θα πρέπει να ήταν παραπάνω από 300 τέτοια άτομα.

Υπολογίζοντας ότι οι μισοί απ’ αυτούς ήταν μεταξύ 50 και 65 ετών, βρήκε ότι πιθανότητα να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο είχε σχεδόν ο ένας στους 10000 ενήλικους άντρες αυτής της ηλικίας, ποσοστό που σχεδόν ανταποκρίνεται στο 1 στα 100000 άτομα του μικτού πληθυσμού. Αφού οι γενικοί βιογραφικοί κατάλογοι δείχνουν ότι περίπου μόνο ο ένας στους δέκα από τους επιφανείς άντρες ασχολείται με την επιστήμη ή την ιατρική, τότε σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση, έπρεπε να είναι μόνο ένας επιφανής επιστήμονας για κάθε 200000 του μικτού πληθυσμού. Το γεγονός ότι ο Galton υποθέτει ότι πρέπει να είναι οι διπλάσιοι, σημαίνει είτε ότι ήταν γενναιόδωρος στην εκτίμησή του για τον αριθμό των καλών επιστημόνων που θα έπρεπε να είναι στη λίστα του και δεν ήταν, είτε ότι είχε την τάση να διευρύνει τα περιθώρια όταν έψαχνε για μεγάλους επιστήμονες και όχι για ‘μεγάλους άντρες’ γενικά.

Η χρησιμότητα αυτής της έρευνας είναι ότι προσφέρει μια εκτίμηση του αριθμού των ανθρώπων της επιστήμης, τους οποίους ο Galton θεωρούσε τόσο σημαντικούς ώστε να είναι άξιοι λόγου, χωρίς να περιορίζει τα περιθώρια να συμπεριλάβει μία τόσο μικρή ομάδα, που θα άφηνε τον ερευνητή να γενικεύει σε μια χούφτα ιδιοφυών. Έτσι, 5 με 10 άτομα στο εκατομμύριο ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Πως αυτό συμβιβάζεται με την κατάσταση που διαμορφώθηκε από την εποχή του Galton και αργότερα;

Ευτυχώς υπάρχει μία θαυμάσια βιογραφική συλλογή, “Αμερικάνοι άνθρωποι της επιστήμης” (American men of science), που έχει εκδοθεί δέκα φορές ανάμεσα στο 1903 και το 1960. Ο εκδότης J. McKeen (ο ίδιος διακεκριμένος ψυχολόγος), προσέφερε εξαιρετική βοήθεια υπογραμμίζοντας τα πιο αξιοπρόσεκτα ονόματα. Αρχικά ήταν 1000 στα οποία προσέθετε και άλλα σε κάθε νέα έκδοση. Έτσι, στην πρώτη έκδοση υπάρχουν σχεδόν 11 ‘φωτεινά’ ονόματα ανά ένα εκατομμύριο πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών, στον τόμο του 1938 υπάρχουν 12,4 ανά εκατομμύριο, νούμερα που έχουν το ίδιο μέγεθος με αυτά που βρήκε ο Galton. Έτσι φαίνεται να μην υπάρχει μεγάλη μεταβολή στον αριθμό των ανθρώπων της επιστήμης ανά εκατομμύριο πληθυσμού, είτε μεταφέρουμε το πεδίο της έρευνας από την Βρετανία στις Ηνωμένες Πολιτείες, είτε σχεδόν διπλασιάζοντας τον πληθυσμό των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι το κριτήριο διάκρισης του Galton δεν είναι το ίδιο με αυτό του Cattell. Κάποιος άλλος μπορεί δικαιολογημένα να υποστηρίξει ότι η αυθαίρετη επιλογή αρχικά της αναλογίας των χιλίων διακεκριμένων ανθρώπων από τον Cattell, η οποία αυξανόταν σταθερά έκτοτε, ίσως δεν είναι τίποτα άλλο από μια αναλογία του σταθερού μέτρου ανωτερότητας. Παρόλα αυτά, δεν βλέπουμε γρήγορες μεταβολές στη συχνότητα εμφάνισης διακεκριμένων επιστημόνων.

Αν μελετώντας το “American men of science”, προσέξουμε όλα τα ονόματα και όχι μόνο αυτά που έχουν τονιστεί περισσότερο, θα παρατηρήσουμε μια εκπληκτική μεταβολή όσον αφορά στον αριθμό τους, με το πέρασμα του χρόνου (Πίνακας 1). Αρκεί κάποιος να ρίξει μία ματιά σε δέκα εκδόσεις σε ένα ράφι, για να νιώσει δέος μπροστά στην εκθετική ανάπτυξη.

Είναι προφανές ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια υπάρχει ένας δεκαεξαπλασιασμός στον αριθμό των ατόμων, μία εκθετική αύξηση του αριθμού ο οποίος διπλασιαζόταν κάθε 12 ½ χρόνια, ένα νούμερο το οποίο τυποποίησε την ανάπτυξη της επιστήμης. Μπορεί να παρατηρηθεί ότι στην ίδια χρονική περίοδο των πενήντα ετών, η συχνότητα εμφάνισης των επιστημόνων οχταπλασιάστηκε, με τον αριθμό να διπλασιάζεται κάθε δεκαεφτά χρόνια. Άλλες τέσσερις τέτοιες πενηνταετίες κανονικής αύξησης θα μας έδιναν πάνω από 2000000 Αμερικανών επιστημόνων ανά εκατομμύριο πληθυσμού αν δεν ήταν γνωστό ότι οι εκθετικές αυξήσεις αναπόφευκτα γίνονται λογισμικές και απαλείφονται.

Πίνακας 1

ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “AMERICAN MEN OF SCIENCE”


Έτος δημοσίευσης
Αριθμός ανθρώπων
Αριθμός /εκατομμύριο του πληθυσμού των Η.Π.Α.

1903
4000
50

1910
5500
60

1921
9500
90

1928
13500
110

1933
22000
175

1938
28000
220

1944
34000
240

1948
50000
340

1955
74000
440

1960
96000
480

Αποδείξαμε ήδη ότι εξαιτίας αυτού του λογισμικού μηχανισμού η προοπτική για το άμεσο μέλλον είναι πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτήν ενός αργού θανάτου από ασφυξία το 2160 μ.Χ. Η κρίση φαίνεται να είναι μόνο μερικές δεκαετίες μπροστά και περισσότερο σε σχέση με τη φύση της αύξησης παρά με την τελική εξάντληση του πληθυσμού. Παρουσιάζει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον να αναζητήσουμε το λόγο για τον οποίο, παρόλη την γενική εκθετική ανάπτυξη του ανθρώπινου επιστημονικού δυναμικού - και κατ’ επέκταση των εκδόσεων και του προϋπολογισμού του - ο αριθμός των πραγματικά αξιόλογων ανθρώπων δεν φαίνεται να μεταβάλλεται με τους ίδιους ταχείς ρυθμούς. (πίνακας 1)

Η ρίζα του προβλήματος, όπως ο Galton σωστά αντιλήφθηκε, βρίσκεται στην καθιέρωση κάποιου αντικειμενικού μέτρου ανωτερότητας που δεν θα εξαρτάται από το χρόνο. Ανακεφαλαιώνοντας, όταν άνθρωποι επιλέγονται με βαθμούς εκλεκτικότητας που ανήκουν στην τάξη των δέκα ανά εκατομμύριο, σε σχέση με το συγκεκριμένο κριτήριο γίνονται αξιοθαύμαστοι. Το ίδιο πρόβλημα συναντάται στις περισσότερες πρόσφατες εκτιμήσεις των ταλαντούχων ατόμων, που γίνονται με βάση τεστ ιδιοφυίας. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί, ότι ένα στρατιωτικό γενικό τεστ κατάταξης (AGCT) (Army General Classification Test), στο οποίο μόνο ένας στους 10000 που είναι της ίδιας ηλικίας μ’ αυτόν μπορεί να έχει σκορ πάνω από 170, ένας στους 100000 πάνω από 180, ένας στο 1000000 πάνω από 190 κ.ο.κ. και το οποίο έχει διαφορετικό βαθμό σημασίας για κάθε δέκα βαθμούς (στην πραγματικότητα για κάθε έντεκα), αυξάνει το στοίχημα. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η υπεροχή ξεκινά από το σκορ των 172 και όχι χαμηλότερα. Ακόμα κι αν η ευφυία ήταν μόνο ζήτημα μέτρησης των ικανοτήτων από ένα τεστ, δεν θα υπήρχε φανερή διακοπή αλλά μια σταδιακή μείωση του πληθυσμού, όσο τα κριτήρια αυξάνονται. Το λάθος δεν βρίσκεται τόσο στο τι αποτελεί την επιστημονική ικανότητα, όσο στην ψευδή πρόταση ότι η διάκριση ή η ευφυία μπορούν να αποδειχθούν με βάση απαντήσεις ναι ή όχι.

Πιο ακριβή αποτελέσματα, μπορούν να επιτευχθούν παίρνοντας έναν μικρό κατάλογο, ανακαλύψεων ή ακόμα επιστημονικών ιδρυμάτων, εξειδικευμένων περιοδικών και χωρών, προσεκτικά διακρίνοντας με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, αυτά που είναι διακεκριμένα. Για επιφανείς ανθρώπους, για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει ως κριτήριο το να δίνει εργασίες του και το να παίρνει μετάλλια και άλλα βραβεία, όπως βραβείο Νόμπελ. Αυτό μπορεί να δώσει την συνηθισμένη εκθετική αύξηση, αλλά με μία περίοδο διπλασιασμού αρκετά μεγαλύτερη των δέκα ετών. Για παράδειγμα, σε μια επιλογή μιας φανερά ανώτερης ομάδας σύγχρονων επιστημόνων, που γίνεται με βάση σταθερά βιογραφικά εγχειρίδια ή άλλες πηγές που επιλέγουν μόνο μια μικρή ομάδα εκλεκτών, η περίοδος διπλασιασμού είναι περίπου είκοσι χρόνια. Ο ίδιος αριθμός ισχύει και για κάθε λίστα μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων.

Για να βελτιωθεί η ισχύς και η σπουδαιότητα αυτού του αποτελέσματος, είναι απολύτως απαραίτητο να γίνει μια διευκρίνιση για τους βαθμούς ανωτερότητας, που θα έδινε όχι έναν πλήρη διαχωρισμό ανάμεσα στους διακεκριμένους και τους μη διακεκριμένους, αλλά περισσότερο μία αναλογική κλίμακα, ένα είδος κατανομής της ταχύτητας. Μια τέτοια κλίμακα - η παραδοσιακή που χρησιμοποιείται από πρυτάνεις και άλλους εργοδότες σαν μέτρο της επιστημονικής επιτυχίας - είναι ο αριθμός των εκδόσεων σε αναγνωρισμένα επιστημονικά περιοδικά. Πρέπει να παραδεχτούμε ευθύς εξ αρχής ότι αυτή είναι μία ακατάλληλη κλίμακα. Ποιος τολμάει να εξισώσει μια εργασία του Αϊνστάιν για τη σχετικότητα με ακόμα και εκατό εργασίες του John Doe για την μόνιμη ελαστικότητα των διαφόρων ειδών ξυλείας (κάθε είδος σε κάθε εργασία) στα δάση του Lower Basutoland?

Η κλίμακα είναι ακατάλληλη κυρίως γιατί η ύπαρξή της παρακίνησε κάποιους να εκδίδουν μόνο και μόνο γιατί έτσι θα κριθούν. Παρόλα’ αυτά είναι μία αρχή αν και παρακάτω θα γίνει μια διευκρίνιση των ενστάσεων. Θα δείξουμε, για παράδειγμα, ότι όλες αυτές οι κατανομές είναι του ίδιου τύπου και έτσι ενώ κανείς δεν μπορεί άμεσα να μετρήσει την επιστημονική ικανότητα, μπορεί αιτιολογημένα να συμπεράνει χαρακτηριστικά με βάση την υποθετικής της κατανομή. Επίσης, η κλίμακα είναι δυνατόν να μην μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στο πεδίο της Big Science, η οποία έχει συσχετιστεί τόσο πολύ με τη συνεργατική δουλειά που δεν μπορεί να διακριθεί εύκολα το ατομικό σκορ κάποιου. Αυτό το σημείο θα αναλυθεί παρακάτω.

Ας μην ξεκινήσουμε με μια πολύ απαισιόδοξη άποψη για την αξία αυτής της έρευνας. Πραγματικά υπάρχει, είτε μας αρέσει είτε όχι, συσχετισμός ανάμεσα στην αξία ενός επιστήμονα και την ικανότητα παραγωγής έργων που έχει. Χρειάζεται επιμονή και καρτερικότητα για να γίνει κάποιος καλός επιστήμονας και αυτό συχνά αντανακλάται σε μια σταθερή παραγωγή αξιόλογων γραπτών. Επίσης, μπορεί εύκολα να αποδειχθεί ότι η λίστα των ατόμων με υψηλό σκορ, περιέχει μεγάλο ποσοστό ατόμων που όχι μόνο είναι ευρύτερα γνωστά, αλλά και έχουν τιμηθεί. Αντιστρόφως, τέτοια άτομα που βρίσκονται τελευταία στη λίστα, με χαμηλό σκορ, είναι πολύ λιγότερα στον αριθμό και ακόμα μικρότερα σε ποσοστό.

Ακριβώς μια τέτοια είδους έρευνα, έγινε από τον Wayne Dennis. Χρησιμοποιώντας ως πηγή το “Biographical Memoirs”, της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών για τα έτη 1943 - 1952, έδειξε ότι για τα 41 άτομα που πέθαναν σε μεγάλη ηλικία, έχοντας δηλαδή φτάσει τα εβδομήντα, ο υψηλότερος αριθμός εκδόσεων ήταν 768 και ο χαμηλότερος 27. Ο μέσος όρος εκδόσεων ήταν παραπάνω από 200 και μόνο δεκαπέντε άτομα είχαν λιγότερες από 100 στο ιστορικό τους. Παρομοίως, μια λίστα 25 επιφανών ανθρώπων του δεκάτου ενάτου αιώνα έδειξε ότι όλοι εκτός από έναν ήταν στην κλίμακα των 61 με 307 τεμαχίων. Ακόμη, παίρνοντας δείγμα από την “Royal Society Bibliography of Scientific Literature 1800 - 1900” (Βιβλιογραφία της Βασιλικής Εταιρείας για την Επιστημονική συγγραφή από το 1800 μέχρι το 1900), έδειξε ότι το πιο παραγωγικό 10% από όλους τους συγγραφείς, από τους οποίους ο καθένας είχε παραπάνω από 50 εκδόσεις, ήταν τόσο μεγάλης απήχησης που το 50% απ’ αυτούς πέτυχε την διάκριση να αναφερθεί το όνομά του στην “Encyclopedia Britannica”. Από το υψηλότερο 5%, στο οποίο ο καθένας είχε περισσότερες από 140 εκδόσεις, σχεδόν το 70% πέτυχε τέτοια διάκριση. Κανένας απ’ αυτούς που αναφέρονται στην Εγκυκλοπαίδεια για την αξία της επιστημονικής τους δουλειάς, δεν έχει λιγότερες από επτά εκδόσεις.

Έτσι, παρόλο που δεν υπάρχει εγγύηση, ότι ο λιγότερο παραγωγικός είναι ασήμαντος και ο περισσότερο παραγωγικός ικανός επιστήμονας, ή ακόμα ότι η αξία μετριέται σε όρους συγγραφικής παραγωγικότητας, υπάρχει ένας πραγματικός συσχετισμός και ενδιαφερόμαστε να ερευνήσουμε βαθύτερα την σχέση ανάμεσα στους περισσότερο και λιγότερο παραγωγικούς συγγραφείς επιστημονικών έργων. Τέτοιες έρευνες είναι εύκολο να γίνουν μετρώντας τον αριθμό εκδόσεων κάθε συγγραφέα σε ένα καθολικό κατάλογο ενός εξειδικευμένου εντύπου. Μία πρωτοποριακή έρευνα τέτοιου είδους έγινε από τον Lotka, και έκτοτε πολλοί άλλοι επανέλαβαν τέτοιες μετρήσεις. Όλοι επιβεβαιώνουν ένα απλό, βασικό αποτέλεσμα που δεν φαίνεται να εξαρτάται από τον τομέα της επιστήμης ή την περίοδο στην οποία αναφέρεται το τεύχους του καταλόγου. Η μόνη προϋπόθεση είναι ο κατάλογος να καλύπτει έναν αριθμό ετών αρκετό για να μπορέσουν αυτοί που είναι ικανοί να εκδώσουν παραπάνω από δυο τρία έργα τους.

Το αποτέλεσμα της έρευνας, είναι μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση του τετραγώνου της παραγωγικότητας (Σχ. 12). Ο αριθμός των ατόμων με n έργα είναι ανάλογος με το 1/n2. Για κάθε 100 συγγραφείς που δεν έγραψαν πάνω από ένα έργο σε μια συγκεκριμένη περίοδο, αντιστοιχούν 25 με 2 έργα, 11 με τρία κ.ο.κ. Εξετάζοντας τα αποτελέσματα αθροιστικά, καθένας, η παραγωγή που πετυχαίνει ο καθένας είναι αντίστροφη του αριθμού των ατόμων που παράγουν περισσότερα από n έργα. Έτσι σχεδόν ο ένας στους πέντε συγγραφείς παράγει πάνω από πέντε έργα και ένας στους δέκα παράγει το λιγότερο δέκα έργα (Σχήμα 13).

Είναι εκπληκτικό πως ένας τέτοιος απλός νόμος ακολουθείται με τέτοια ακρίβεια και ότι κάποιος μπορεί να βρει την ίδια κατανομή παραγωγικότητας στους πρώτους τόμους της Βασιλικής Εταιρείας και στο “Chemical Abstracts”, του εικοστού αιώνα. Η κανονικότητα πιθανόν στηρίζεται στην φύση των αποτελεσμάτων που μελετούμε. Ο νόμος του αντιστρόφου του τετραγώνου για την πιθανότητα κατανομής ή το αντιστρόφως ανάλογο για την παραγωγική ικανότητα συγγραφής, δεν είναι τίποτα άλλο από τις αναλογίες του Gauss ή του Poisson, ή κάποια άλλη από τις καμπύλες αυτού του είδους που δίνονται από την κανονική

Σχήμα 12. Ο νόμος του Lotka

Σχήμα 13. Ο αριθμός των συγγραφέων που εκδίδουν τουλάχιστον n έργα σε συνάρτηση του n.

γραμμική μέτρηση τέτοιων τυχαίων γεγονότων. Αν ο αριθμός των επιστημονικών έργων κατανέμεται με τρόπο παρόμοιο με τον αριθμό των ατόμων διαφορετικού ύψους ή τον αριθμό θανάτων που προήλθαν από κλοτσιά αλόγου, θα βρίσκαμε λιγότερα μεγάλα σκορ. Οι επιστημονικές εργασίες δεν έρχονται από τον ουρανό, έτσι ώστε να κατανέμονται στην τύχη. Αντίθετα, ως ένα σημείο, όσες περισσότερες έχεις κάνει, τόσο πιο εύκολο φαίνεται να κάνεις μια ακόμη, μία αρχή στην οποία θα επιστρέψουμε αργότερα.

Πίνακας 2

ΣΧΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΖΩΗΣ) ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΧΘΗΚΑΝ

Δημοσιεύσεις/ άνθρωπο
Άνθρωποι
Δημοσιεύσεις

1
100
100
(Το 75% των ανθρώπων που έχουν χαμηλό σκορ παρήγαγαν το ¼ των συνολικών δημοσιεύσεων)

(Συνολικά: 10 άνθρωποι παρήγαγαν παραπάνω από το 50% των συνολικών δημοσιεύσεων)

(Οι κορυφαίοι 2 άνθρωποι παρήγαγαν το ¼ των συνολικών δημοσιεύσεων)

2
25
50

3
11,1
33,3

4
6,2
25

5
4
20

6
2,8
16,7

7
2
14,2

8
1,5
12,5

9
1,2
11,1

10
1
10

10-11,1
1
10+

11,1-12,5
1
11,1+

12,5-14,2
1
12,5+

14,2-16,7
1
14,2+

16,7-20
1
16,7+

20-25
1
20+

25-33,3
1
25+

33,3-50
1
33,3+

50-100
1
50+

Πάνω από 100
1
100+

Συνολικά
165
586+

Αριθμός δημοσιεύσεων / άνθρωπο = 586/165 = 3,54

Πρώτα θα εξετάσουμε τον αντιστρόφως ανάλογο του τετραγώνου νόμο της παραγωγικότητας (πίνακας 2). Αν κάποιος υπολογίσει την συνολική παραγωγή αυτών που γράφουν n έργα, φαίνεται ότι ο μεγάλος αριθμός των χαμηλά παραγωγικών, μετράει για το σύνολο, σχεδόν όσο ο μικρός αριθμός των υψηλά παραγωγικών. Σε μια απλή σχηματική υπόθεση, η συμμετρία φαίνεται ως ένα σημείο να ανταποκρίνεται στη τετραγωνική ρίζα του συνολικού αριθμού των ατόμων, ή στο σκορ των υψηλότερα παραγωγικών. Αν υπάρχουν 100 συγγραφείς και ο πιο παραγωγικός έχει το σκορ των εκατό έργων, τα μισά από όλα τα έργα θα έχουν γραφτεί από τους δέκα με το υψηλότερο σκορ και τα υπόλοιπα μισά απ’ αυτούς που έχουν γράψει λιγότερα από δέκα έργα ο καθένας. Στην πραγματικότητα, σ’ αυτή την υπόθεση, το ένα τέταρτο των έργων θα έχει γραφτεί από τους δύο καλύτερους και το άλλο ένα τέταρτο θα έχει γραφτεί απ’ αυτούς που εκδίδουν μόνο ένα ή δύο έργα.

Αυτό αμέσως προσφέρει μία αντικειμενική μέθοδο διαχωρισμού αυτών που προσφέρουν περισσότερο απ’ αυτούς που προσφέρουν λιγότερο. Κάποιος μπορεί να θέσει ένα όριο, και να ισχυριστεί ότι η μισή δουλειά γίνεται απ’ αυτούς που έχουν στο ιστορικό τους περισσότερα από δέκα έργα, ή ότι ο αριθμός των υψηλά παραγωγικών ανήκει στην ίδια τάξη μεγέθους με την τετραγωνική ρίζα του συνολικού αριθμού συγγραφέων. Ο πρώτος τρόπος, θέτοντας ένα ποσοστό περίπου δέκα έργων, που μπορεί να ονομαστεί “μέθοδος των πρυτάνεων”, είναι αρκετά οικείος. Ο δεύτερος τρόπος, υποθέτοντας ότι ο αριθμός των ατόμων αυξάνεται όσο και το τετράγωνο του αριθμού των καλύτερων, φαίνεται να συμφωνεί με τα τελευταία αποτελέσματα ότι ο αριθμός των επιστημόνων διπλασιάζεται κάθε χρόνο, αλλά ο αριθμός των αξιόλογων μόνο κάθε είκοσι χρόνια.

Δυστυχώς, ο αντίστροφος νόμος του τετραγώνου του Lotka, χρειάζεται τροποποίηση στην περίπτωση των ατόμων με υψηλό σκορ (Σχήμα 14). Πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές που αναφέρθηκαν, ο αριθμός των ατόμων μειώνεται ταχύτερα από το αντίστροφο του τετραγώνου, πλησιάζοντας κατά προσέγγιση το αντιστρόφως ανάλογο του κύβου. Αυτό ισοδυναμεί με το να πούμε ότι ο συνολικός αριθμός τους μειώνεται τόσο όσο το τετράγωνο του σκορ και όχι όσο η ύψωσή του στην πρώτη. Τα αποτελέσματα από τη δουλειά του συμφωνούν απόλυτα σ’ αυτό το σημείο, π.χ. αν κάποιος κατατάξει αυτούς με υψηλό σκορ σε όρους αξίας, το σκορ τους πέφτει όπως η τετραγωνική ρίζα των κατατάξεων σε όλες τις περιπτώσεις.

Μέσω αυτού, κάποιος μπορεί εύκολα να αντλήσει ένα νόμο που ανταποκρίνεται τόσο για αυτούς με χαμηλό όσο και για αυτούς με υψηλό σκορ και παράλληλα περιορίζει κάπως το νόμο κατανομής του Lotka. Αυτό φαίνεται να είναι αρκετά χρήσιμο, γιατί αλλιώς οι μεγαλύτεροι αριθμοί δημοσιευμένων έργων στη διάρκεια της ζωής θα ήταν χιλιάδες ή ακόμα και δεκάδες χιλιάδες και όχι μερικές εκατοντάδες που φαίνεται να αντιπροσωπεύουν το έργο ακόμα και των πιο γόνιμων συγγραφέων. Ο Cayley, ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους μαθηματικούς του δεκάτου ενάτου αιώνα, έχει 995 συγκεντρωμένα έργα - ένα περίπου κάθε δύο με τρεις βδομάδες - και απέτυχα να βρω κάποιον άλλο που να το έχει ξεπεράσει αυτό.

Σχήμα 14. Ο αριθμός των δημοσιεύσεων τεσσάρων σειρών από υψηλούς διακεκριμένους ξεχωριστούς συγγραφείς που ο καθένας βαθμολογείται μέσα στη σειρά του.

Ο τροποποιημένος νόμος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ένα τρίτο των έργων και λιγότερο από το ένα δέκατο από τα συγγραφείς, έχει σχέση με τα υψηλά σκορ. Επιπλέον, αυτό οδηγεί σε ένα μέσο όρο των 3 ½ έργων το άτομο. Έτσι, αν ξέρουμε πόσα έργα εκδίδονται σε ένα τομέα, μπορούμε να υπολογίσουμε τον αριθμό των ατόμων που τα έγραψαν, και ακόμα και τον μικρότερο αριθμό που συνεισέφεραν περισσότερο σ’ αυτό τον τομέα. Έτσι λοιπόν για ένα επιστημονικό πεδίο που περιέχει 1000 έργα, θα υπάρχουν περίπου 300 συγγραφείς. Περίπου οι 180 απ’ αυτούς δεν θα έχουν γράψει παραπάνω από ένα έργο, οι 30 θα έχουν γράψει παραπάνω από 10 έργα ο καθένας και οι 10 θα έχουν πολύ υψηλή απόδοση, οι περισσότερο συνεισφέροντες.

Πιο σημαντική από αριθμητικές πληροφορίες, είναι η αποδεδειγμένη ύπαρξη ενός επεξεργάσιμου νόμου κατανομής. Μπορεί να γίνει ενδιαφέρουσα σύγκριση ανάμεσα σε αυτό και τον περίφημο νόμο του Pareto για την κατανομή του εισοδήματος. Αντί για ένα υπόδειγμα που συμφωνεί με το 1/n για μικρές αξίες και 1/n για μεγάλες, ο Pareto έδειξε ότι καθολικά σχήματα εισοδήματος, σταθερά για μεγάλα χρονικά διαστήματα και σε διαφορετικές χώρες, συμφωνούν με το 1/n , ακριβώς στο μισό από τα δύο δικά μας υποδείγματα. Που οφείλεται η ύπαρξη τέτοιου εμπειρικού νόμου και γιατί είναι αυτός τόσο διαφορετικός από τους συνηθισμένους νόμους λαθών, για τις κλοτσιές των αλόγων και άλλες τυχαίες κατανομές;

Ο λόγος βρίσκεται στο απλό γεγονός ότι ο αριθμός εκδόσεων δεν είναι ένα πρόσθετο γραμμικό μέτρο παραγωγικότητας, με τον τρόπο που απαιτούν οι κατανομές του Gauss. Το οριακό μας σημείο δεν αποτελεί το μέσο όρο των υψηλών και χαμηλών σκορ, αλλά περισσότερο το γεωμετρικό τους μέσο. Κάποιος ίσως νιώσει διαισθητικά ότι το βήμα από τα τρία στα έξι έργα είναι ανάλογο με αυτό από τα τριάντα στα εξήντα και όχι σαν αυτό από τα τριάντα στα τριάντα τρία. Εξαιτίας όλων αυτών είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι εδώ έχουμε κάτι σαν τον νόμο του Weber ή του Fechner στην πειραματική ψυχολογία, όπου το πραγματικό μέτρο της απάντησης δεν είναι το μέγεθος του ερεθίσματος αλλά ο λογάριθμός του. Πρέπει να έχουμε ίσα διαστήματα προσπάθειας να αντιστοιχούν σε ίσες σχέσεις αριθμών εκδόσεων.

Μπορούμε να ορίσουμε την σταθερότητα s ενός ατόμου σαν τον λογάριθμο του αριθμού των έργων στη ζωή του. Ο λογάριθμος του αριθμού των ατόμων που έχουν το λιγότερο s μονάδες σταθερότητας της παραγωγικότητας θα πηγαίνει στην αρχή παράλληλα με το s, και αργότερα ταχύτερα μέχρι να αγγίξει το προκαθορισμένο ανώτατο σημείο των 1000 έργων, το οποίο κανείς μέχρι τώρα δεν έχει υπερβεί. Με άλλα λόγια, κάθε επιπλέον μονάδα σταθερότητας, ο αριθμός των ατόμων που επιτυγχάνουν τέτοια σταθερότητα μειώνεται εξαιτίας κάποιου σχεδόν μόνιμου παράγοντα. Τώρα, αυτή η μείωση του αριθμού των ατόμων από ένα μόνιμο παράγοντα για κάθε επιπλέον μονάδα του s, ακολουθεί την κανονική κατανομή πιθανοτήτων. Για παράδειγμα, αν πάρουμε το AGCT τεστ ευφυίας, που είναι τόσο συνεπές με τον κανόνα στο 100 της κλίμακας, με τα μισά άτομα πάνω απ’ αυτό και τα άλλα μισά κάτω, και με κατανομή τέτοια που τα τετράγωνα είναι στο 80 και στο 120 ( η παρέκκλιση κατά κανόνα είναι 20), τότε για σκορ άνω των 140 (επίσης και για λιγότερο από 60), ο αριθμός των περιπτώσεων μειώνεται με παράγοντα το 10 για κάθε 10 μονάδες της κλίμακας. Αν μετρήσουμε τη σταθερότητα με λογαρίθμους με βάση το 10, τότε κάθε μονάδα s αντιστοιχεί σε περίπου 10 μονάδες στην κλίμακα του AGCT, για όλους εκτός από τους πιο σταθερούς επιστήμονες, και για αυτούς αυξάνεται περίπου 20 μονάδες.

Ο νόμος του Pareto θεωρείται λοιπόν, απλά σαν το αποτέλεσμα του συνδυασμού μιας λογικής υποθετικής κατανομής ικανοτήτων, με το νόμο του Fechner, που αποτελεί μέτρο της αποτελεσματικότητας αυτών των ικανοτήτων. Στην περίπτωση της επιστημονικής παραγωγικότητας βρίσκουμε έναν παρόμοια ευχάριστο υπολογισμό σε θεωρητική βάση για το σχήμα του εμπειρικού νόμου. H μόνη διαφορά ανάμεσα στην κατανομή των χρημάτων και των επιστημονικών έργων, ή τη γενικότερη κατανομή του που ανταποκρίνεται σε σχεδόν όλες τις φυσικές κατανομές πραγμάτων που κατατάσσονται με βάση το μέγεθος, είναι ότι όσον αφορά στην επιστήμη υπάρχει ένα σαφές ανώτατο όριο στο σύνολο των πραγμάτων που κάποιος μπορεί να πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Η μόνη αβεβαιότητα που παραμένει όσον αφορά το νόμο της κανονικής κατανομής της επιστημονικής σταθερότητας, είναι το ότι δεν ξέρουμε που να τοποθετήσουμε την αρχή της κλίμακας. Ποιο σκορ στο AGCT αντιστοιχεί στην περίπτωση s=0, το χαμηλότερο όριο επιστημονικών εκδόσεων στη διάρκεια της ζωής; Αν, χωρίς να μεταβάλλουμε τα πιθανώς απόλυτα και αντικειμενικά κατώτερα όρια για ένα επιστημονικό έργο, κάποιος μπορούσε να προτρέψει κάθε μέλος του πληθυσμού να μορφωθεί και να εκπαιδευτεί επαγγελματικά, προσπαθώντας να πετύχουν αυτό το σκοπό, πόσοι απ’ αυτούς θα μπορούσαν να τα καταφέρουν;

Αυτή η ερώτηση, είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί, γιατί εκτός από μια μεγάλη συλλογή γενικών τεστ ευφυίας είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν ικανοί επιστήμονες. Με βάση την καινούρια μας θεωρία, κάποιος μπορεί να διακινδυνεύσει να εικάσει μόνο με βάση τα τεστ ευφυίας. Οι θεμελιακές έρευνες από τον Harmon για τις εγγραφές σε διδακτορικό στις Ηνωμένες πολιτείες, μας επιτρέπουν να πούμε κάτι για τη συχνότητα και τα χαρακτηριστικά του τεστ νοημοσύνης αυτής της ομάδας. Το διδακτορικό και τα βασικά κριτήρια των αξιόλογων περιοδικών εκδόσεων, είναι πράγματα για τα οποία κάναμε ότι μπορούσαμε για να κρατηθούν αμετάβλητα. Παρόλο που αυτά τα πράγματα δεν συμπίπτουν, αφού ορισμένοι διδάκτορες ποτέ δεν δημοσιεύουν τις απόψεις τους και παράλληλα πολλοί συγγραφείς δεν είναι διδάκτορες, τουλάχιστον θα πρέπει να διαφέρουν με κάποια λογική σταθερή σχέση που δεν απέχει πολύ από την ενότητα.

Ο Harmon βρήκε ότι σε μια ηλικιακή ομάδα με αριθμό ατόμων 2400000, κάθε χρόνο μία ομάδα περίπου 8000 ατόμων φτάνει στο διδακτορικό σε όλα τα πεδία της επιστήμης με τους μισούς απ’ αυτούς με διδακτορικό που έχει σχέση με τη φυσική ή τη βιολογία. Όπως αναμενόταν, τα σκορ στα τεστ ευφυίας για αυτή την ομάδα ανθρώπων ήταν ψηλότερα με σημαντική διαφορά από το γενικό όριο, με το μέσο όρο στο AGCT 130-8 για τον τρόπο κατανομής. Στα διάφορα πεδία, υπήρχε μία παρέκκλιση στους φυσικούς από 140-3 και στους κατόχους διδακτορικού στην εκπαίδευση 123-3.

Φυσική
140-3

Μαθηματικά
138-2

Μηχανολογία
134-8

Γεωλογία
133-8

Τέχνες και πολιτισμός
132-1

Κοινωνικές επιστήμες
132-0

Φυσικές επιστήμες
131-7

Χημεία
131-5

Βιολογία
126-1

Εκπαίδευση
123-3

Όταν αυτά τα δεδομένα εφαρμόστηκαν στον γενικό πληθυσμό της ίδιας ηλικιακής ομάδας, φαίνεται ότι το υψηλότερο επίπεδο ευφυίας σημειώθηκε, AGCT 170+, σε έναν σχεδόν στους πέντε από τους κατόχους διδακτορικών, παρόλο που το γενικό ποσοστό των διδακτόρων στην ηλικιακή ομάδα ήταν μόνο ένας στους 3000. Έτσι, η ευφυία έχει να κάνει με την απόκτηση διδακτορικού.

Τώρα γνωρίζουμε ότι ο συνολικός αριθμός των επιστημόνων αυξάνεται κατά το τετράγωνο σχεδόν του αριθμού των πολύ καλών. Γι’ αυτό αν θέλουμε να πολλαπλασιάσουμε τους καλούς επιστήμονες με το πέντε, πρέπει να πολλαπλασιάσουμε όλη την ομάδα με το είκοσι πέντε. Τότε αντί για μια ηλικιακή ομάδα 8000 διδακτόρων σε πολλά αντικείμενα, θα είχαμε περίπου 200000 όλους στον τομέα της επιστήμης. Η κατανομή της ευφυίας δείχνει ότι σε μια ηλικιακή ομάδα 2400000 ατόμων, λίγοι παραπάνω από 160000 φτάνουν στο 130 του AGCT, έτσι έχουμε ένα κατώτερο όριο για τους πιθανούς επιστήμονες που είναι μόνο ελάχιστα μικρότερο από αυτό των παρόντων που εκπονούν διατριβή, επιστημόνων και άλλων. Οι δύο μέθοδοι έτσι, συμπίπτουν για να υποδηλώσουν ότι περίπου το έξι με οχτώ τοις εκατό του πληθυσμού το πολύ, μπορούν να γίνουν επιστήμονες.

Τότε προφανώς, η κλίμακα της σταθερότητας στις επιστημονικές εκδόσεις, θα έχει το μηδέν στο επίπεδο του 130 στο AGCT, το οποίο αντιστοιχεί στο ένα άτομο περίπου σε δεκαπέντε σε μια ηλικιακή ομάδα. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι αναφερόμαστε μόνο στον ένα στους είκοσι πέντε που μπορεί να γίνει επιστήμονας και στο ένα πέμπτο αυτών που θα μπορούσαν να γίνουν πολύ αξιόλογοι επιστήμονες. Αν παίρναμε όλα τα ταλέντα του πληθυσμού με καμία απώλεια, θα είχαμε 8000000 επιστήμονες, να γράφουν έργα στις Ηνωμένες Πολιτείες και απ’ αυτούς οι 80000 θα ήταν υψηλά παραγωγικοί, με περισσότερα από δέκα έργα ο καθένας. Έτσι θα είχαμε 40000 επιστήμονες σε ένα εκατομμύριο και απ’ αυτούς οι 400 θα ήταν αρκετά αξιόλογοι. Ο Galton, βρήκε περίπου 5 με 10 επιφανείς επιστήμονες σε ένα εκατομμύριο πληθυσμού και τα πρώτα τεύχη του “American men of science”, έδειξαν 50 στο εκατομμύριο. Φαίνεται ότι όσον αφορά στην συχνότητα των καλών επιστημόνων ακόμα και παραλείποντας άλλες επαγγελματικές ενασχολήσεις, οι επιστήμονες δεν ξεπερνούν σε καμία περίπτωση το 8% του πληθυσμού. Εξάλλου φαίνεται ότι η συνεχώς φθίνουσα εμφάνιση καλών επιστημόνων σε κάθε 100 διδάκτορες, κάνει συνεχώς δυσκολότερο να φτάσει σε τέτοια ποσοστά. Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο περιορισμός; Είναι δυνατόν το επίπεδο των καλών επιστημόνων να μην αυξάνεται με συντελεστή το πέντε όπως υποθέσαμε;

Σχεδόν ο μισός συντελεστής οφείλεται στην απώλεια του γυναικείου επιστημονικού δυναμικού. Άλλος ένας συντελεστής του δύο μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη ευκαιριών και ερεθισμάτων σε περιοχές εκτός των μεγάλων πόλεων, στις οποίες τα σχολεία είναι καλά και υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός και έμπνευση. Πραγματικά, η μεγάλη αναλογία ταλαντούχου επιστημονικού δυναμικού προς το παρόν είναι προς τιμήν μας. Αλλά αν το επίπεδο δεν μπορεί πραγματικά να ανέβει, τότε είμαστε σχεδόν στη μέση για το δρόμο του κορεσμού, στο υψηλότερο τέλος της κλίμακας και κάθε αύξηση του αριθμού των επιστημόνων πρέπει να συνεπάγεται έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού, ικανού να γράψει επιστημονικές εργασίες όχι όμως και τόσο διακεκριμένες. Αυτό απασχολεί σοβαρά τις σκέψεις για το μέλλον της επιστημονικής εκπαίδευσης. Αξίζει μια τόσο μεγάλη θυσία;

Η θεωρητική βάση για αυτήν τη μελέτη της επιστήμης έχει τεθεί. Είναι καταπληκτικά όμοια με τη μελέτη της οικονομετρίας. Απ’ την μια πλευρά έχουμε μια δυναμική αντιμετώπιση που μας δίνει χρονικές σειρές και μετά κορεσμένης ανάπτυξης που θα έχει ως αποτέλεσμα σταθερές λογισμικές καμπύλες. Απ’ την άλλη, έχουμε την στατική του νόμου κατανομής, που είναι όμοιος με αυτόν του Pareto. Η διαφορά ανάμεσα στην ανάλυση της επιστήμης και της εργασίας, βρίσκεται στις παραμέτρους. Το βασικό εκθετικό μέρος της ανάπτυξης της επιστήμης, διπλασιάζεται σε δέκα χρόνια μόνο, που είναι πολύ πιο γρήγορα απ’ όλα τα άλλα. Ο χαρακτηριστικός δείκτης του νόμου κατανομής είναι ένα στα χαμηλά και δύο στα ψηλά, αντί για ένα σταθερό 1 5.

Η πρόσθετη συνεισφορά μας, βρίσκεται στην προσφορά μιας λογικής θεωρητικής βάσης για το νόμο του Pareto και στο ότι δείχνει ότι παρόλο που ο μέσος όρος των εργασιών ανά συγγραφέα παραμένει λογικά σταθερός, κάποιος μπορεί να κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν μεγάλη παραγωγικότητα, και σ’ αυτούς που είναι λιγότερο παραγωγικοί, αλλά πολλοί περισσότεροι σε αριθμό. Αυτός ο αριθμός φαίνεται να αυξάνεται όσο το τετράγωνο του αριθμού αυτών που έχουν υψηλό σκορ και γι’ αυτό ο αριθμός αυτών με το υψηλό σκορ διπλασιάζεται κάθε είκοσι χρόνια.

Η αρχή του νόμου του Fechner που επικαλεστήκαμε για να περιορίσουμε την κατανομή του Pareto στο είδος της γραμμικής και προσθετικής μέτρησης που είναι απαραίτητη για μια σταθερή καμπύλη πιθανοτήτων είναι, πολύ πιο ισχυρή απ’ ότι υποθέσαμε. Αν γενικεύσουμε τη σταθερότητα των εκδόσεων μετρημένες με το λογάριθμο του αριθμού των έργων, θα έχουμε περαιτέρω ενδιαφέρουσες επιπτώσεις. Ας θεωρήσουμε το νόμο της εκθετικής αύξησης σαν παγκόσμιο όρο της ελεύθερα επεκτεινόμενης επιστήμης. Προφανώς, η σταθερότητα, ο λογάριθμος του αριθμού των έργων, αυξάνεται παράλληλα με το χρόνο. Έτσι, αφού παίρνει πενήντα χρόνια, για τον αριθμό των ατόμων ή τον αριθμό των εργασιών σε ένα πεδίο, για να πολλαπλασιαστεί με το δέκα, υπάρχει μια αύξηση μιας μονάδας σταθερότητας ανά μισό αιώνα.

Παρόλο που είναι δυσνόητο και δεν μπορεί κάποιος να το δει με άλλο τρόπο παρά με καθαρή διαίσθηση, οι δυο μονάδες σταθερότητας που διαχωρίζουν τον άνθρωπο που δεν μπορεί να εκδώσει περισσότερα από ένα έργα σ’ όλη του τη ζωή, απ’ αυτόν που μπορεί να εκδώσει εκατό έργα είναι βασικά οι ίδιες με αυτές που διαχωρίζουν τις δύο καταστάσεις ενός ζητήματος σε ημερομηνίες με διαφορά έναν αιώνα. Με αδρούς, παραπλανητικούς όρους, κάποιος μπορεί να πει ότι ο επιφανής επιστήμονας είναι έναν αιώνα μπροστά από κάποιον που είναι ασήμαντος.

Τι παραπάνω συνεπαγωγές μπορούν γίνουν με βάση την υπόθεση ότι κάποιος μπορεί να μετρήσει την πρόοδο σε έναν τομέα με βάση την γραμμική μεταβολή της σταθερότητάς του; Είναι τέτοιοι βαθμοί σταθερότητας πραγματικά προσθετικοί; Μπορούμε να κρίνουμε ότι μια ομάδα εκατό εργατών που προσθέτουν ο καθένας μια μονάδα σταθερότητας, ως κατώτερη δέκα άλλων ξεχωριστών ομάδων που αποτελούνται από δέκα άτομα, από τα οποία το καθένα προσφέρει μία μονάδα σε κάθε ομάδα, κάνοντας δέκα συνολικά δέκα μονάδες την ίδια χρονική περίοδο;

Αν αυτό είναι αληθινό, τότε φαίνεται ότι η επιστήμη έχει μια ισχυρή τάση να ελαχιστοποιεί την σταθερότητά της παρά να την κάνει όσο μεγαλύτερη γίνεται. Πέρα από το φαινόμενο της εκθετικής αύξησης, η επιστήμη δείχνει με πολλούς τρόπους μια τάση αποκρυστάλλωσης, με την έννοια ότι τα μεγάλα πράγματα αναπτύσσονται σε βάρος των μικρών που συνιστούν ένα είδος παραγωγικού παράγοντα. Τα μεγάλα πεδία φαίνεται να απορροφούν το ανθρώπινο δυναμικό των μικρών. Αν και νέα πεδία έρευνας, νέες υπηρεσίες, νέα ιδρύματα και ακόμα και καινούριες χώρες εμφανίζονται στην επιστήμη με αυξανόμενους ρυθμούς, τα μεγάλα, ήδη υπάρχοντα έχουνε μια φυσική αύξηση που τα κάνει να ηγούνται. Είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, για ένα μεγάλο σύνολο, να σταματήσει η ανάπτυξή του - πιθανώς, επειδή έφτασε σε ένα είδους λογισμικού ανώτατου σημείου και αρχίζει να συρρικνώνεται - και να ξεπεραστεί τόσο που να πέσει στην κατάταξη.

Το γεγονός, ότι η γενική ανάπτυξη της επιστήμης αυξάνει ίδια με το μέγεθος των μεγάλων συνόλων και τον αριθμό των μικρών, ενώ παρουσιάζει μία εικόνα αποκρυστάλλωσης, δεν είναι τόσο περίεργο. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει όταν ο πληθυσμός μιας χώρας αυξάνεται. Αντί να κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλη τη χώρα, καταλήγει σε σύνολα διαφόρων μεγεθών που λέγονται πόλεις. Η αύξηση των πόλεων σε μια χώρα προσφέρει ένα χρήσιμο μοντέλο για την αύξηση των επιστημονικών συνόλων. Έτσι, η ιεράρχηση των πόλεων ή άλλων συνόλων, που κατατάσσονται με μεγέθη που μειώνονται, αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα της ίδιας κατανομής του Pareto που ισχύει για την παραγωγικότητα των συγγραφέων.

Στην περίπτωση των πόλεων, τα ιστορικά στατιστικά αποτελούν ένα καλό παράδειγμα τέτοιας κατανομής, με τα πάντα να αυξάνονται εκθετικά ενώ διατηρούν την κανονική κατανομή (Σχήμα 15). Χρησιμοποιώντας ένα σχήμα που δείχνει την κατανομή σε κάθε δεκαετία, κάποιος μπορεί να δει την αδιάκοπη κατηφορική πορεία της κατανομής σε μια χρονική κλίμακα και την αμείλικτη πορεία των διαφορών ύψους, που μας δίνει την αναλογία της μεγαλύτερης πόλης, στη μια κλίμακα, και τον αριθμό των μικρότερων πόλεων (εδώ το όριο του πληθυσμού είναι 2500) στην άλλη κλίμακα. Και τα δύο αυξάνονται κανονικά, και χρειάζονται σχεδόν εξήντα χρόνια να υψωθούν στην δύναμη του δέκα ή όπως είπαμε προηγουμένως να κερδίσουν μια μονάδα σταθερότητας. Αν κάποιος εξέταζε λεπτομερώς την ιστορία μίας συγκεκριμένης πόλης, η κατάταξή της θα μεταβαλλόταν με το χρόνο ενώ ξεπερνούσε τις άλλες, ή την ξεπερνούσαν. Όπως και να ‘χει η στατιστική κατανομή είναι καταπληκτικά σταθερή.

Αυτό το γενικό υπόδειγμα, που έχει πολλά στοιχεία της ανάλυσης για την κατανομή της παραγωγικότητας, συμφωνεί με ιεραρχικές λίστες όπως αυτές που δίνουν τα ποσοστά ικανοτήτων, ή των διδακτόρων ανά δεκαετία, των επιστημονικών τμημάτων των κολεγίων σε κάθε πεδίο ή γενικά, στις Ηνωμένες πολιτείες ή σε όλο τον κόσμο. Συμφωνεί με λίστες που δείχνουν επιστημονικές κατανομές, σε όρους εργασιών, εφημερίδων, ή έξοδα χωρών, και διακυμαίνεται από τους ελάχιστους σε αριθμό, που παράγουν πολύ σε κάθε κλίμακα σχετική ή ίδια με την ελάχιστη παραγωγή του μεγάλου αριθμού των υποανάπτυκτων χωρών (Σχήμα 16).

Σε σχέση με αυτή την διαδικασία, υπάρχει το ίδιο είδος ουσιαστικής αντιδημοκρατικότητας που μας δίνει περισσότερο ένα έθνος από πόλεις, παρά μία χώρα που σταθερά πλησιάζει μια κατάσταση σταθερής πυκνότητας πληθυσμού. Οι επιστήμονες τείνουν να γενικεύουν σε πεδία, ιδρύματα, σε χώρες και στη χρήση ορισμένων περιοδικών. Δεν διαδίδονται ομοιόμορφα, όσο επιθυμητό μπορεί να είναι αυτό. Συγκεκριμένα, η αύξηση είναι τέτοια ώστε να κρατάει σχετικά σταθερή την ισορροπία ανάμεσα στους λίγους γίγαντες και τη μάζα των νάνων. Ο αριθμός των γιγάντων αυξάνεται με ρυθμούς τόσο μικρότερους από του

Σχήμα 15. Η.Π.Α. 1790 - 1930

γενικού πληθυσμού, που θα πρέπει να υπάρχουν όλο και περισσότεροι νάνοι ανά γίγαντα, που θρηνούν για την έλλειψη αναστήματος και αναρωτιούνται γιατί ούτε η φύση ούτε κανείς άνθρωπος μπορεί να συμβάλλει στην ομοιομορφία.

Αν αγνοήσουμε τις αξιολογικές κρίσεις, φαίνεται καθαρά ότι η ύπαρξη μιας λογικής κατανομής που μας πληροφορεί για το πόσα άτομα, γραπτά, χώρες, ή περιοδικά υπάρχουν σε κάθε βαθμίδα παραγωγικότητας, χρησιμότητας ή οτιδήποτε άλλο, προσφέρει ένα ισχυρό εργαλείο. Αντί να επιχειρεί κάποιος να είναι ακριβής στον καθορισμό των ατόμων που θα συμπεριλάβει στην εκθετική ανάπτυξη, μπορεί να κάνει μια όχι και τόσο ακριβή επιλογή και να την ερμηνεύσει με όρους τέτοιας κατανομής.

Όπως κανείς δεν μπορεί να μετρήσει την ταχύτητα όλων των μορίων σε ένα αέριο, έτσι δεν μπορεί να μετρήσει τους βαθμούς σπουδαιότητας όλων των επιστημόνων. Όπως και να ‘χει, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τέτοιες μετρήσεις, ακολουθούν την στάνταρ κατανομή. Συγκεκριμένα, μπορούμε να πάρουμε την κατανομή του σαν υπόδειγμα και να δούμε πως οι συνέπειες συμφωνούν με ολικά φαινόμενα που μπορούμε να μετρήσουμε. Και αν γίνει αυτό, καταλήγουμε σε μια καθησυχαστική συμφωνία.


Σχήμα 16. Ο αριθμός των επιστημονικών περιοδικών που έχουν εκδοθεί από κάθε χώρα τοποθετημένες σε φθίνουσα σειρά των αριθμών αυτών

Αυτή λοιπόν είναι η ευρεία μαθηματική έννοια της εκθετικής ανάπτυξης, η λογισμική φθορά και οι μηχανισμοί της κατανομής. Μας προσφέρει μια γενική περιγραφή της γενικής επέκτασης της επιστήμης και της κατάστασής της σε κάθε στιγμή. Ξέροντας τώρα την κανονική συμπεριφορά, έχουμε ένα εργαλείο για να ερευνήσουμε την μη κανονικότητα που έχει περιέλθει στο σύστημα από τις μεγάλες αναταραχές του πολέμου και των επαναστάσεων, από την λογισμική γέννηση και θάνατο μετρήσιμων οντοτήτων, από ιδιοφυείς και αποφασιστικές ανακαλύψεις και γενικά από οργανωτικές αλλαγές στο πεδίο της επιστήμης και στις σχέσεις της με την πολιτεία και την κοινωνία γενικότερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΚΟΛΕΓΙΑ ΚΑΙ Η ΑΦΘΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Από όλη τη συζήτηση για την εκθετική ανάπτυξη και της επιστημονικής παραγωγικότητας κατανομή, μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι τα επιστημονικά δημοσιεύματα παράγονταν απλώς για να αξιολογούνται από τους κοσμήτορες, τους διευθυντές και τους ιστορικούς και ότι η οδηγήτρια δύναμη του επιστήμονα θα έπρεπε να κατευθύνεται στο να παράγει τον μέγιστο αριθμό συμβολών. Αυτό απέχει αρκετά από την αλήθεια. Μια σχεδόν ενστικτώδης αντίδραση, μακριά από όλες αυτές τις υπολογιστικές ανοησίες, είναι να συμφωνήσει κανείς ότι κάθε εργασία αναπαριστά τουλάχιστον ένα κβάντο χρήσιμων επιστημονικών πληροφοριών, καθώς και ότι μερικές απλές συνεισφορές μπορούν αν έρθουν πολύ περισσότερο από αυτή τη κβαντική αξία, ώστε για ένα τέτοιο κομμάτι, ο συγγραφέας του θα εκτιμούνται ακόμα περισσότερο από μια εκατοντάδα παραγωγικότερων συγγραφέων.

Αντίθετα, διερευνώντας βαθύτερα τα πραγματικά αποτελέσματα των επιστημονικών εργασιών πρέπει να γνωρίσουμε αρκετά περισσότερα σχετικά με την κοινωνική θεσμοθέτηση της επιστήμης και την ψυχολογία του επιστήμονα. Το κύριο αντικείμενο του επιστήμονα δεν είναι, εξάλλου, η δημοσίευση των επιστημονικών εργασιών. Επιπλέον, η εργασία δεν είναι για αυτόν απλά και καθαρά ένα μέσον επικοινωνιακής γνώσης.

Ας ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία των επιστημονικών διατριβών. Όλα άρχισαν επειδή υπήρχαν τόσα πολλά βιβλία. Ακολουθεί μια κραυγή ενός μελετητή: “Μια από τις αρρώστιες αυτού του αιώνα είναι η πολυπλοκότητα των βιβλίων. Υπερφόρτωναν τόσο τον κόσμο, ώστε να μην είναι εύκολο να χωνέψει την αφθονία των άσκοπων θεμάτων που κάθε μέρα εκκολάπτονται και παράγονται μέσα στον κόσμο.”

Είναι φρόνιμο να διαπιστώσουμε ότι αυτά τα λόγια έχουν γραφεί από το Θορυβώδη Baruady Rich το 1613, μισό αιώνα πριν να γεννηθεί η επιστημονική δημοσιογραφία. Η εμφάνιση των μαθησιακών περιοδικών υποσχέθηκε ένα τέλος σ΄ αυτήν την κακοήθη υπερφόρτιση. Αναπτυσσόμενες σε ηλικία και πνεύμα μαζί με τις εφημερίδες, τέτοιες δημοσιεύσεις , όπως “ Φιλοσοφικές συναλλαγές της Βασιλικής Κοινωνίας” είχαν την καθιερωμένη λειτουργία να αφομοιώνουν τα βιβλία και τη μαθησιακή δράση ολόκληρης της Ευρώπης. Μέσα από αυτές ο τυχαίος αναγνώστης μπορούσε να πληροφορηθεί χωρίς απαραίτητα να ανταποκριθεί προσωπικά, ή να ξεφυλλίσει βιβλία σε Ευρωπαϊκά βιβλιοπωλεία, όπως ήταν πριν απαραίτητο.

Στην αρχή, παρόλα αυτά, δεν αναιρείται με κανένα τρόπο, η σχολική υποχρέωση να διαβάζονται και να γράφονται βιβλία. Ο αρχικός σκοπός τους ήταν κοινωνικός, να βρουν τι συνέβαινε και από ποιον παρά σχολικός να δημοσιεύεται καινούρια γνώση.

Η αυθεντική δημοσίευση μικρών εργασιών από απλούς συγγραφείς ήταν μια ευδιάκριτη καινοτομία στη ζωή της επιστήμης και, όπως όλοι οι νεωτερισμοί συνάντησε σημαντική αντίδραση από τους επιστήμονές. Ο Barber έχει υποδείξει ότι τέτοιου είδους αντίδραση είναι μέρος ενός ζωτικού μηχανισμού εσωτερικού συντηρητισμού στο σώμα της επιστήμης. Είναι ένα φυσικό αντίγραφο της ανοιχτόμυαλης δημιουργικότητας που το πλημμύρισε με τόσες πολλές νέες ιδέες, και στην ακμή της αντικειμενικότητας που σχηματίζει ένα τελικό μέσο απόφασης ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο.

Τέτοια αντίδραση ενάντια στην καινούρια και προφανώς αθέμιτη πρακτική της δημοσίευσης εργασιών, αντί σεβαστών βιβλίων, παρακολουθείται στην περίπτωση του Νεύτωνας. Οι διαμάχες γύρω από τις εργασίες στην οπτική στις “Φιλοσοφικές Συναλλαγές” ήταν μια πηγή μεγάλου άγχους γι αυτόν και έπειτα δεν το δημοσίευσε μέχρι να αποκτήσει τη μορφή ενός τελειωμένου βιβλίου, καλύπτοντας το θέμα από την αρχή ως το τέλος και συναντώντας όλες τις κατανοητές ενστάσεις και αντιρρήσεις. Αν ο τύπος ήταν εκείνη τη στιγμή ένα αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας, ίσως να μην είχαμε ποτέ το Principia. Ίσως να έπρεπε να αρχίσουμε να αγνοούμε τις εργασίες του ανθρώπου και να δίνουμε προσοχή στα βιβλία του.

Η μεταμόρφωση των επιστημονικών εργασιών στην σύγχρονη κατάσταση δεν ήταν ολοκληρωμένη μέχρι έναν αιώνα πριν. Πριν αυτή την εποχή υπήρχε αρκετή δημοσίευση επιστημονικών ειδήσεων, όπως η απλή αναφορά κάποιου επιτεύγματος, ή μιας περίληψης παρατηρήσεων που είχαν γίνει και είχαν δημοσιευθεί αλλού. Υπήρχαν επίσης, μονογραφικές δημοσιεύσεις οι οποίες θα αποτελούσαν από μονές τους βιβλία, αν υπήρχαν τα μέσα για κερδοφόρα εκτύπωση και διανομή. Κατά το 1900 μερικές από τις πιο σεβαστές εφημερίδες δεν περιείχαν ούτε μια επιστημονική είδηση από την σύγχρονη τους ποικιλία. Η διαφορά δεν είναι μόνο μεγέθους, αν είναι πολύ μικρά είναι γράμματα, αν είναι μεγάλα μονογραφίες.

Θα προτιμούσα να κάνω μια διάκριση στον τρόπο συσσώρευσης εργασιών, Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο κάθε εργασία δομείται σε μια βάση από προηγούμενες εργασίες, εκ περιτροπής είναι ένα από τα διάφορα σημεία αναχώρησης για το επόμενο. Η πιο προφανής εκδήλωση αυτού του επιστημονικού χτισίματος είναι η παραπομπή σε αναφορές. Δεν μπορεί κανείς να υποθέσει ότι όλοι οι συγγραφείς υπήρξαν ακριβείς, συνεπείς και ενσυνείδητοι να σημειώνουν τις πηγές τους. Μερικοί έχουν κάνει τόσα λίγα, άλλοι τόσα πολλά. Είναι γενικά προφανές ότι από έναν μακρόχρονο αγώνα του κάθε επιστημονικού περιοδικού ότι γύρω στο 1850 εμφανίζονταν το γνωστό σύγχρονο σχήμα από σαφείς αναφορές σε προηγούμενες εργασίες όπου ακουμπά η ευδιάκριτη σφιχτοδεμένη προσθήκη που είναι το ιδανικό φορτίο κάθε εργασίας. Πριν αυτή την εποχή, παρόλο που το να κρατάς σημειώσεις στο περιθώριο είναι τόσο παλιά συνήθεια όσο και η υποτροφία αυτή καθαυτή - συγκρίνετε τον όρο scholia για την αρχαία κράτηση σημειώσεων (υποσημειώσεων - δεν υπάρχει τίποτε, όπως αυτή η συμπεριφορά μπροστά στη βελτίωση της μάθησης.

Έπειτα αν το πρωτότυπο των σύγχρονων επιστημονικών εργασιών είναι μια κοινωνική επινόηση, παρά μια τεχνική για συσσωρευμένα κβάντα πληροφοριών, ποια ισχυρή δύναμη το δημιούργησε και το κράτησε ζωντανό; Χωρίς αμφιβολία το κίνητρο ήταν η εδραίωση και διατήρηση της πνευματικής κυριότητας. Ήταν η ανάγκη που ένιωθαν οι επιστήμονες να διεκδικήσουν πρόσφατα αποκτημένη γνώση ως δική τους, πότε ήπια της θέσης διεκδικήσεων κυριότητας.

Σ’ ένα ζευγάρι με διεισδυτική ικανότητα εργασιών, ο Robert Merton, έχει αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο διεκδικήσεις προτεραιότητας και διαμαχών βρίσκονται παντού κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών στην επιστήμη. Το φαινόμενο αναδύεται ως μια δεσπόζουσα απειλή στην ιστορία της επιστήμης, προερχόμενο από τις ιστορίες όλων των ανθρώπων σε όλες τις χώρες, Είναι δίκαιο να πούμε ότι για να καταλάβουμε τον κοινωνιολογικό χαρακτήρα τέτοιων διαφορών είναι πιο σημαντικό για τον ιστορικό από απλώς να εκτεθούν τέτοιες διεκδικήσεις.

Η απόδειξη ξεκαθαρίζει το γεγονός ότι πολλαπλές ανακαλύψεις δηλαδή, ανακαλύψεις από δύο ή περισσότερα άτομα που δουλεύουν χωριστά, συμβαίνει με αξιοσημείωτη συχνότητα όπου συχνά δίνει αφορμή για διαμάχες για την προτεραιότητα μεταξύ των ενδιαφερόμενων ομάδων και αυτές οι διαμάχες ίσως εμποτίζονται με τα πικρότερα και βιαιότερα πάθη για τα οποία είναι ικανοί οι πρωταγωνιστές τους. Μερικά σημαντικά για την ζωή της επιστήμης πράγματα μπορούν να γίνουν γνωστά από αυτή την ανάλυση.

Πρώτα, η πολυπλοκότητα της ανακάλυψης είναι τόσο μεγάλη σε πολλές περιπτώσεις, που κάποιος έχει σχεδόν πειστεί ότι αυτή είναι μια πολύ διαδεδομένη πραγματικότητα παρά ένα συμπτωματικό γεγονός. Όπως, σημειώνει ο Galton “ Όταν τα μήλα είναι ώριμα πέφτουν εύκολα”. Μπορεί κάποιος να προχωρήσει, όπως έκανε ο Kahn και να ισχυριστεί ότι παρόλο που μερικές ανακαλύψεις, όπως οι ακτίνες Χ ή Ο2, συνεπαίρνουν κάποιον, υπάρχουν πολύ περισσότερες οι οποίες είναι λιγότερο ή περισσότερο αναμενόμενες και για τις οποίες περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται ταυτόχρονα. Είναι στην τελευταία τάξη που έχουμε εμπειρία της πολλαπλής ανακάλυψης και της υπό διαμάχη κυριότητας, παρόλο που πιθανόν αυτοί που υποστηρίζουν τη διαμάχη θα αμφισβητούσαν εύκολα ότι η επιβραβευμένη ανακάλυψή τους δεν ήταν αναμενόμενοι και ότι οι αντίπαλοί τους ή είχαν κλέψει την ιδέα ή είχαν ανακαλύψει μόνο λεπτομέρειες ενός αναγκαίου νέου θέματος.

Τα σχήματα που παραθέτονται από το Merton και τον Barber για το ιστορικό παράδειγμα πολλαπλών ανακαλύψεων σε ποικίλα επίπεδα μας δίνει τη δυνατότητα να δοκιμάσουμε με ένα τρόπο πολύ διδακτικό, το μοντέλο των γινομένων μήλων. Αν υπάρχουν 1000 μήλα σε ένα δέντρο και 1000 άνθρωποι με κλειστά τα μάτια τους πηδούν στην τύχη να πιάσουν ένα μήλο, ποια είναι η πιθανότητα ένας άνθρωπος να πιάσει ένα μήλο, ή το χέρι ενός άλλου ή περισσότερα από ένα μήλα; Αυτή είναι μια απλή ερώτηση στατιστικών πιθανοτήτων. Με τα μέσα της κατανομής του Poisson, έχει βρεθεί ότι 368 άνθρωποι θα ήταν επιτυχείς, ότι 264 περιπτώσεις θα συμπεριλάμβαναν τους εναπομείναντες 632 άνθρωποι να αγωνίζονται.

Πίνακας 3

ΚΑΤΑΝΟΜΗ POISSON KAI ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ

Αριθμός ταυτόχρονων ανακαλύψεων
Περιπτώσεις δεδομένων του Merton
1000 περιπτώσεις ανθρώπων και μήλων

0
Απροσδιόριστο
368

1
Καμία πληροφορία
368

2
179
184

3
51
61

4
17
15

5
6
3

6 ή παραπάνω
8
1





Η συμφωνία ανάμεσα στην προσδοκία και το γεγονός τουλάχιστον για τις διπλές, τριπλές και τετραπλές ανακαλύψεις είναι εντυπωσιακή, αλλά δεν θα πρέπει να τις δίδεται τόση πολύ πίστη. Για να ταιριάξουμε τα δεδομένα έχουμε κάνει δύο αυθαίρετες υποθέσεις : πρώτα, ότι αρχίζουμε με 1000 που κόβουν ή βρίσκουν μήλο, ύστερα ότι θα υπάρχει κατά μέσο όρο 1 μήλο για τον καθένα. Η πρώτη υπόθεση δικαιολογείται, καθώς κάποιος δεν μπορεί να αποφύγει να προσαρμόσει τα δεδομένα σε κάποιο γενικό πληθυσμό. Η δεύτερη είναι δυσκολότερο να δικαιολογηθεί, ειδικά καθώς συμπεριλαμβάνει 368 μήλα που δεν κόπηκαν καθόλου, ανακαλύψεις που αστόχησαν λόγω χεριών που πέφτανε το ένα στο άλλο. Κατά μια πρώτη προσέγγιση, παρόλα αυτά, προσέχουμε ότι μόνο το 37 % των αναζητητών, θα εδραιώσει αναμφισβήτητες διεκδικήσεις, το εναπομείναν 63% θα τελειώσει σε πολλαπλή ανακάλυψη. Σε όρους πραγματικών ανακαλύψεων, η θέση είναι λίγο πιο φωτεινή: γύρω στο 58 % θα είναι μοναδικά μιας και μόνο το 42% θα μοιραστεί σε 2 ή περισσότερους.

Κατά μια δεύτερη προσέγγιση, τα δεδομένα δείχνουν περισσότερα παραδείγματα από ότι περιμένουμε από τυχαία επιλογή αναφέροντας 5 ή περισσότερους που συμπτωματικά έκαναν την ίδια ανακάλυψη. Ίσως τα μήλα που εμφανίζονται να είναι μεγαλύτερα και πιο έτοιμα να πέσουν, προσελκύσουν περισσότερο μερίδιο ατόμων, αλλά αυτή είναι μόνο μια μικρή τροποποίηση σ’ ολόκληρο το φαινόμενο.

Δεν καταλήγουν όλες οι περιπτώσεις πολλαπλής ανακάλυψης σε υψηλά αμφισβητούμενες διαμάχες για την κυριότητα. Ο Merton δείχνει ότι η τάση έχει μειωθεί, καθώς έχουμε συνηθίσει στην ιδέα ότι αυτό είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, η αναλογία των διαφορών είναι 92% στον 17αιώνα, 72 % στον 18 αιώνα, 59% στον δεύτερο μισό του 19 αιώνα και 33% στο πρώτο μισό του παρόντος αιώνα.

Ακόμα και σ’ αυτές τις αναλογίες, το πάθος που είχε γεννηθεί και το μεγάλο ποσό των επικαλυπτόμενων ανακαλύψεων από πολλούς που φαίνεται να ήταν μαζί μας καθ’ όλη την αρχειοθετημένη ιστορία του επιστημονικού τύπου, μας κάνει να ανησυχούμε για το ρόλο μιας τέτοιας επινόησης. Αν είναι για την επικοινωνία πρώτης γραμμής, έπειτα πρέπει να αισθανθούμε ότι έχει κάνει πάντοτε μια σημαντικά φτωχή δουλεία για να προστατέψει τις επικαλυπτόμενες ανακαλύψεις.

Αυτοί που κόβουν τα μήλα φαίνεται να δρουν σαν να ήταν με κλειστά μάτια στις προσπάθειες των άλλων, παρά σαν να είχαν κάποια πληροφόρηση έγκαιρα για να κινήσουν τα χέρια τους προς τα ανέγγιχτα φρούτα. Αν η δημοσίευση των εργασιών δεν είναι για επικοινωνία πρώτης - γραμμής, ας σταματήσουμε να παραπονούμαστε για τις επικαλύψεις.

Η επιστημονική εργασία, λοιπόν, φαίνεται να πηγάζει από τη θέση των διεκδικήσεων που επιφέρει ο τόσο μεγάλος επικαλυπτόμενος αγώνας. Η κοινωνική αρχή είναι η επιθυμία κάθε ανθρώπου να καταγράψει τις διεκδικήσεις του και να της διατηρήσει για τον εαυτό του. Μόνο παρεμπιπτόντως υπηρετεί η εργασία ως μεταφορέας πληροφοριών, μια ανακοίνωση καινούριας γνώσης, δημοσιευμένης για το καλό του κόσμου, μια ελεύθερη προσφορά πλεονεκτήματος στον ίδιο τον ανταγωνισμό. Πράγματι, τους περασμένους αιώνες δεν ήταν ασύνηθες για έναν Γαλιλαίο, Hooke ή Kepter να ανακοινώσουν τις ανακαλύψεις τους σαν κρυπτογράφημα, από ανακατεμένα γράμματα που διατηρούσε την κυριότητα, χωρίς να μεταδίδει την πληροφορία που θα βοηθούσε τους αντιπάλους τους. Τον παρόντα αιώνα, όπως έχει υποδείξει ο Reif ο έντονος ανταγωνισμός έκανε να τυπωθούν περισσότερα πράγματα και πιο γρήγορα, καθώς και να αποκτηθεί περισσότερο κύρος, έχει συντελέσει σε μια μακριά σειρά καταχρήσεων και υψηλών συναισθημάτων που ποίκιλαν από παράνομες δημοσιεύσεις στους Times της Νέας Υόρκης μέχρι σπάνιες περιπτώσεις ισχυρισμών απατηλών.

Γιατί ο επιστήμονας δρα με τέτοιο τρόπο είναι ένα άλλο ερώτημα. Η απάντηση σ’ αυτό ίσως συνεπάγεται κάποια βαθιά ψυχολογική ανάλυση του ψυχολογικού χαρακτήρα. Στη βάση του θέματος είναι η βασική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη δημιουργική προσπάθεια στις επιστήμες και τις τέχνες. Αν ο Michelangelo ή ο Beethoven δεν είχαν υπάρξει, η δουλειά τους θα είχε αντικατασταθεί με αρκετές διαφορετικές συμβολές. Αν ο Copernicus ή ο Fermi δεν είχαν υπάρξει ποτέ, αναγκαστικά οι ίδιες συμβολές στην επιστήμη θα έπρεπε να έρθουν από άλλους ανθρώπους. Υπάρχει, στην πραγματικότητα, μόνο ενός Κόσμος να ανακαλυφθεί, και καθώς κάθε κομματάκι αντίληψης επιτυγχάνεται, αυτός που έκανε την ανακάλυψη πρέπει να τιμηθεί ή να ξεχαστεί. Η δημιουργία του καλλιτέχνη είναι έντονα προσωπική, αντίθετα αυτή του επιστήμονα χρειάζεται αναγνώριση από τους συναδέλφους του. Ο τόπος απομόνωσης του καλλιτέχνη μπορεί να είναι ένα κελί για έναν άνθρωπο. Αυτός του επιστήμονα, όμως, πρέπει να περιέχει πολλά διαμερίσματα έτσι ώστε να κατοικεί ανάμεσα στους ομότιμούς του.

Δύο σημαντικά συμπεράσματα πηγάζουν από αυτή την ανάλυση. Πρώτα, η επιστημονική επικοινωνία με τον τρόπο της δημοσίευσης εργασιών είναι και ήταν πάντοτε ένα μέσο που ρυθμίζει τις διαμάχες για την προτεραιότητα, με την υποστήριξη ισχυρισμών, αντί να τις αποφεύγει παρέχοντας πληροφόρηση. Δεύτερο, η διεκδίκηση της επιστημονικής προτεραιότητας είναι ζωτική για την πρόοδο του επιστήμονα και των εισηγήσεών του. Για αυτούς τους λόγους, οι επιστήμονες υφίστανται μια ισχυρή πίεση να γράψουν αλλά μόνο μια ασθενή για να τις διαβάσουν. Γι αυτό το λόγο υπάρχει ένας σημαντικός κοινωνικός οργανισμός επιστημόνων, του οποίου ο στόχος είναι να εδραιώσει και να διασφαλίσει το γόητρο και την προτεραιότητα που επιθυμούν με μέσα πιο επαρκή από τον παραδοσιακό μηχανισμό της δημοσιογραφίας.

Όταν μιλούμε για το πρόβλημα της πληροφόρησης στην επιστήμη, είναι σημαντικό να μην συγχέουμε το θέμα με ότι έχουμε ως τώρα περιγράφει. Για 3 αιώνες η επιστήμη έχει επιβιώσει αποτελεσματικά με την υψηλή επίδραση των πολλαπλών ανακαλύψεων και τις διαμάχες για προτεραιότητα. Με κάθε ματιά στην ιστορία, με μεγάλη λύπη, διαπιστώνει κανείς ότι οι ιδέες του Χ δεν ήταν γνωστές στο Υ. Η διαδικασία, κατά την οποία ο ένας επιστήμονας εμπλέκεται στη δουλειά του άλλου, δεν μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη και δεν υπάρχει καθαρή απόδειξη ότι αυτή βελτιώθηκε ποτέ ή περιορίστηκε.

Ίσως να μην είναι απλά συμβουλή σε απόγνωση να υποθέσουμε ότι η επιστήμη έχει ζήσει δραστήρια, αν όχι ευτυχισμένη με τους κανόνες των διαμαχών και της αντιγραφής. Ίσως ακόμα να είναι επιθυμητό ότι αρκετές από τις σημαντικές ανακάλυψης θα έπρεπε να γίνουν 2 ή 3 φορές ανεξάρτητα και με ελάχιστα διαφορετικό τρόπο. Ίσως οι άνθρωποι να πρέπει να αναδημιουργήσουν μόνοι τους τέτοιες ανακαλύψεις πριν να μπορέσουν χρήσιμα και αποτελεσματικά να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο. Φαίνεται σήμερα ότι φιλονικούμε λιγότερο για το ίδιο ποσό επικαλύψεων, αλλά ίσως να έχουμε απλώς στρέψη την οργή μας ενάντια στις οργανώσεις, τους εκδότες τους βιβλιοθηκονόμους που φαίνεται να συνωμοτούν να μας αφήσουν σε μια τέτοια κατάσταση, γεμάτη αντιγραφές. Παρόλα αυτά ας είμαστε δίκαιοι. Μπορεί να παραπονούμαστε ότι δεν έχουν αφαιρέσει το σταθερό εμπόδιο από το μονοπάτι μας, αλλά δεν μπορούμε να παραπονιόμαστε ότι έχει γίνει χειρότερο. Δε θα μπορούσε να είναι χειρότερο. Το πρόβλημα, λοιπόν, της πληροφόρησης ,ας υποθέσουμε ότι υπάρχει, είναι διαφορετικής φύσεως.

Ας δούμε το πρόβλημα οργάνωσης της επιστημονικής βιβλιογραφίας από την άποψη της εισαγωγής και εξαγωγής κάθε ανθρώπου. Έχουμε δει ότι ο κανονικός επιστήμονας μπορεί κατά τη διάρκεια της ζωής του να εκδώσει εργασίες που να εκτείνονται σε αριθμό από ελάχιστες μέχρι μερικές εκατοντάδες και το σύνορο μεταξύ των πολλών και των λίγων είναι σχετικό με το γεωμετρικό μέσο, ανάμεσα σ’ αυτά τα όρια. Σκεφτείτε, λοιπόν, πόσο πολύ πρέπει να διαβάσει για να παράγει αυτές τις εργασίες. Στην αρχή της καριέρας τους, οι δάσκαλοι του και το βασικό διάβασμα βιβλίων, καθώς και τρέχουσας λογοτεχνίας σχετικής με ένα επιλεγμένο θέμα, θα τον έχουν θέσει μπροστά στο πεδίο της έρευνας και αποκεί ίσως θα είναι ικανός να ταξιδέψει μόνος του σε άγνωστες θάλασσες. Αν ο άνθρωπος αυτός παραμείνει σε ένα τομέα για τον οποίο είναι ο μόνος υπέρμαχος, δεν μπορεί να διαβάσει τίποτε άλλο εκτός από τις δικές του εργασίες. Έτσι είναι η ζωή του μοναχικού πρωτοπόρου που δεν έχει ανάγκες να διαβάσει περιοδικά και δημοσιεύσεις μόνο για το καλό των μελλοντικών γενεών.

Αλλά η ζωή δεν είναι συνήθως έτσι. Ο άνθρωπος που φτάνει στο μέτωπο της έρευνας βρίσκει τους άλλους με την ίδια βασική εκπαίδευση στο ίδιο αντικείμενο ψάχνοντας λύση στα ίδια προβλήματα και προσπαθώντας να κόψουν μήλα από το ίδιο δέντρο. Θα θέλει να ελέγξει η δουλειά αυτών των παρόμοιων ατόμων που είναι ταυτόχρονα οι αντίπαλοί του και οι συνάδελφοί του. Θα επιθυμεί να προσπεράσει την πρόοδο τους, παρά να τους αντιγράψει. Πόσα τέτοια άτομα μπορούν να είναι τόσο χειραγωγημένα; Ισχυρίζομαι ότι η απάντηση βρίσκεται στην τάξη μιας εκατοντάδας. Σίγουρα μπορείς να διαβάσει μια εργασία για κάθε μία που γράφει. Τόσο σίγουρα, δεν μπορεί να ελέγξει με επάρκεια 10.000 εργασίες για κάθε μια δική του, κατά την οποία αναλογία ο καλός επιστήμονας που γράφει 100 εργασίες στη ζωή του, θα έπρεπε να διαβάζει 1 εκατομμύριο ή περισσότερες από 60 την ημέρα.

Ένας άλλος τρόπος για την άντληση αυτού του λόγου είναι να σκεφτούμε τον αριθμό των ατόμων με τους οποίους ένας καλός επιστήμονας μπορεί να αποκτήσει επαγγελματική ανταπόκριση πριν και μετά την εκτύπωση, με τον οποίο να μπορεί ίσως να συνεργαστεί σε ένα λογικό, περιεκτικό και ευρύ επίπεδο. Οι εκδότες έχουν τα αρχεία τους στην αγορά ανατυπώσεων, αλλά δε γνωρίζω για δημοσιευμένα σχήματα. Η υπόθεσή μου είναι ότι υπάρχουν μερικές εκατοντάδες συνάδελφοι για κάθε εργάτη.

Εδώ βέβαια, έχουμε να κάνουμε με αριθμούς ‘πραγματικών’ ανθρώπων και όχι με αριθμούς έργων ‘μάχιμων’ ανθρώπων. Διαβάζουμε πολλές εργασίες ανθρώπων που δεν είναι στις λίστες μας και αντίστοιχα αγνοούμε κάποιες άλλες, αυτών που μας ενδιαφέρουν.

Όμως υπάρχει κι άλλος τρόπος να δούμε αυτή τη σχέση. Για πολλά χρόνια ο αριθμός των εργασιών που δίνονταν ως παραπομπές σε μια έρευνα, ήταν σταθερός σε κάτι λιγότερο από δέκα. Αν υποθέσουμε ότι διαβάζουμε, τόσο προσεκτικά ώστε να τα παραθέσουμε, περίπου δέκα έργα για κάθε ένα που ουσιαστικά παραθέτουμε, τότε θα έπρεπε να έχουν διαβαστεί περίπου εκατό έργα για κάθε ένα που εκδίδεται. Μόνο η τάση μας να επαναλαμβάνουμε πιστά παραπομπές των πιο χρήσιμων και αγαπημένων έργων, μειώνει αυτόν τον αριθμό.

Τότε φαίνεται ότι μπορούμε να χειριστούμε αποτελεσματικά μια εισροή που είναι λίγο μεγαλύτερη από μερικές εκατοντάδες φορές το μέγεθος της εκροής μας. Ίσως αυτοί που γράφουν λίγο έχουν περισσότερο χρόνο για διάβασμα από αυτού που είναι πολλοί παραγωγικοί, έτσι υπάρχει κάποιου είδους ισορροπία. Ίσως ο πραγματικός ερευνητής δεν διαβάζει καθόλου, αλλά παίρνει τις πληροφορίες του αλλιώς, κοινωνικά και προφορικά. Γενικά, κάποιος μπορεί να αποδώσει με μια συναδελφική ομάδα που έχει μερικές εκατοντάδες μέλη. Κανείς δεν μπορεί να λειτουργήσει με 10000 μέλη.

Όπως και να ‘χει, αφού όλες οι πλευρές της επιστήμης αυξάνονται εκθετικά με την εκπληκτική ταχύτητα του παράγοντα δέκα στα πενήντα χρόνια, φαίνεται καθαρά ότι όταν ένα ζήτημα φτάνει στο σημείο η πρώτη δωδεκάδα πρωταγωνιστών αρχίζουν να ‘τρέφονται’ ο ένας με τις εργασίες του άλλου μελετώντας τις προτεραιότητες και τη συλλογιστική του, είναι σπάνιο να παραμείνει άθικτο ως πεδίο για μια ακόμη γενιά. Όταν στην πορεία της κανονικής ανάπτυξης, αρχίζει λογικά να υπερβαίνει τα εκατό άτομα, ο καθένας θα είναι ανίκανος να ελέγξει το πεδίο σωστά.

Σε κάθε στάδιο της πορείας, οι καθυστερούμενες εργασίες μπορούν να συμπεριληφθούν σε απολογιστικά άρθρα και τελικά σε διδακτικά βιβλία. Για παράδειγμα, ο πρόγονος ενός τέτοιου πεδίου, κοιτώντας πίσω, όταν θα έχει φτάσει στο τέλος της συγγραφικής του καριέρας, με εκατό δικές του εργασίες και έναν κατάλογο εκατό ισότιμων συναδέλφων, μπορεί να συγκεντρώσει μια βιβλιογραφία 10000 τεμαχίων, δεόντως συμπιεσμένα σε μια κριτική επισκόπηση του σημείου στο οποίο έχει φτάσει ο τομέας αυτός. Αλλά αυτό ποτέ δεν λύνει το μόνιμο πρόβλημα των παραπάνω από μερικές εκατοντάδες ατόμων, που προσπαθούν να συνεχίσουν ο ένας με τη δουλειά του άλλου.

Ένας παραδοσιακός τρόπος έκφρασης ανάμεσα σε τέτοιες ομάδες, είναι η ίδρυση ενός νέου επιστημονικού οργάνου, ενός περιοδικού που είναι το μέσο επικοινωνίας τους. Συνήθως, όταν τα μέλη είναι μερικές εκατοντάδες, προστίθενται σ’ αυτά ακόμα και χίλια ή παραπάνω άτομα που βρίσκονται οριακά στην ομάδα. Σ’ αυτό προστίθενται και οι κατάλογοι συνδρομών των βιβλιοθηκών, που αποφασίζουν ότι το περιοδικό είναι απαραίτητο για τα συνηθισμένα μερίδια των μεικτών επιχορηγήσεων και έτσι υπάρχει κίνητρο για τέτοια εκδοτική προσπάθεια.

Αυτό μας δίνει επομένως μια επιβεβαίωση της αναλογίας των εκατό. Από τότε που άρχισε η επιστήμη, περίπου δέκα εκατομμύρια εργασίες έχουν εκδοθεί και διπλασιάζονται σχεδόν ανά δέκα χρόνια ή 6% το χρόνο, δηλαδή εκδίδονται περίπου 600000 νέες εργασίες κάθε χρόνο. Αυτές, εκδίδονται σε περίπου 30000 τωρινά περιοδικά, που το καθένα έχει μέσο όρο περίπου 20 το χρόνο. Οι 10 εκατομμύρια εργασίες, σημαίνουν ότι υπάρχουν περίπου τρία εκατομμύρια συγγραφείς από τους οποίους οι περισσότεροι, εξαιτίας της εκθετικής αύξησης, είναι ζωντανοί τώρα. Επομένως, αντιστοιχεί σχεδόν ένα περιοδικό για κάθε εκατό συγγραφείς.

Η πολλαπλή ανακάλυψη δημιουργεί ένταση και χαμηλή αποτελεσματικότητα. Αυτό που αναζητείται είναι η αδιαβατική διεύρυνση που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η επιστήμη μπορούσε να διαμερισματοποιηθεί σε στεγανές περιοχές, δηλαδή αν το άτομο που βρίσκεται σε μια περιοχή δεν θα χρειαστεί ποτέ να επεκτείνει την έρευνά του σε κάποια άλλη. Αλλά προφανώς η επιστήμη αποκλείει τέτοιους διαχωρισμούς. Ακόμα και ο διαχωρισμός της χημείας από τη φυσική, όταν η φυσική φιλοσοφία μοιράστηκε, αμέσως αναπτύχθηκαν αρχές φυσικής χημείας και χημικής φυσικής, έτσι που ο κάθε τομέας χρειαζόταν συνεχή παρακολούθηση από τους γειτονικούς του. Οι ομοιότητες που παρουσιάζουν τα πεδία έρευνας, είναι ένα είδος εμπάργκο που ασκεί η φύση ενάντια στο ανθρώπινο ‘διαίρει και βασίλευε’.

Όπως είναι φυσικό, τα περιοδικά δεν μοιράζονται ανάμεσα σε δέκα άτομα, που το καθένα διαβάζει από ένα περιοδικό ή από μια εργασία. Ένα σύγχρονο κλασικό έργο του Urquhart, που αναλύει για το 1956, τις 53000 αιτήσεις εξωτερικών δανείων που έγιναν από την κεντρική επιστημονική βιβλιοθήκη του Λονδίνου, σε 9120 διαφορετικά επιστημονικά περιοδικά, από τα οποία περισσότερα από 1300 δεν ήταν τότε ισχύοντα (Σχήμα 17). Περισσότεροι από 4800 ισχύοντες τίτλοι δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου κατά τη διάρκεια του έτους. 2274 χρησιμοποιήθηκαν μόνο μια φορά. Απ’ την άλλη μεριά, το πιο δημοφιλές περιοδικό είχε 382 αιτήσεις, 60 τίτλοι ζητήθηκαν περισσότερο από 100 φορές ο καθένας και οι μισές αιτήσεις έγιναν στα 40 καλύτερα περιοδικά. Λιγότερο από το 10% των διαθέσιμων επιφυλλίδων ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν το 80% των απαιτήσεων.


Σχήμα 17. Η χρησιμοποίηση των περιοδικών (πόσες φορές τα συμβουλεύτηκαν σε μια συγκεκριμένη χρονιά), κατανεμημένα σε φθίνουσα σειρά χρησιμότητας


Η κατανομή στην κατάταξη των περιοδικών είναι ισότιμη με αυτή που ήδη συναντήσαμε στην επιστημονική παραγωγικότητα. Είναι η ίδια καμπύλη του Pareto, όπως στην διανομή του εισοδήματος, του μεγέθους των πόλεων, προφανώς για τους ίδιους λόγους. Έτσι τα μέλη των περιοδικών κατανέμονται με τον ίδιο τρόπο που κατανέμονται οι κάτοικοι των πόλεων. Υπάρχει η ίδια τάση της αποκρυστάλλωσης και η ίδια ισορροπία ανάμεσα στην εκθετική αύξηση των μεγαλύτερων και την αύξηση του αριθμού των μικρότερων μελών. Αφού η διαχωριστική γραμμή είναι η τετραγωνική ρίζα του πληθυσμού, μπορούμε να πούμε ότι παρόλο που υπάρχουν 30000 περιοδικά, το μισό διάβασμα που γίνεται αντιστοιχεί στα 170 πιο δημοφιλή περιοδικά.

Το μέγεθος της χρήσης φαίνεται να αποτελεί καλύτερο κριτήριο ποιότητας από το μέγεθος της παραγωγικότητας. Δυστυχώς, αν και έχουμε νούμερα για την χρησιμότητα των περιοδικών σε όρους ποσοστών χρήσης από μεγάλο αριθμό ατόμων, δεν έχουμε συγκρίσιμα νούμερα για ατομικές εργασίες. Φαίνεται σχεδόν αδύνατο, σε όρους ποιότητας, να εφαρμοστούν οι ίδιοι όροι και να υπάρχει ένα είδος κατανομής σαν αυτή του Pareto που να ιεραρχεί τα πιο δημοφιλή έργα στο πάνω μέρος της κλίμακας και μια χαμηλότερη ομάδα έργων που έχουν χρησιμοποιηθεί μια δυο φορές ή και ποτέ.

Απ’ αυτό θα συνεπαγόταν, ότι όλες οι δηλώσεις που έχουν γίνει μέχρι εδώ για τον αριθμό των καλών ερευνητών σε σχέση με τους κακούς ερευνητές, θα ήταν εφαρμόσιμες αν είχαμε μια πραγματική μέτρηση ποιότητας και όχι μια ομολογουμένως αδρή μέτρηση ποιότητας. Ξέρουμε ότι δεν θα υπήρχε σε κάθε περίπτωση αντιστοίχηση της κατάταξης των ατόμων και στις δύο κλίμακες, αλλά μπορεί να ειπωθεί με κάποια ασφάλεια ότι υπάρχει ένας σημαντικός συσχετισμός ανάμεσα στην σταθερότητα ποιότητας και στη σταθερότητα ποσότητας. Παρόλα’ αυτά, αφού δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βρούμε τέτοια ατομικά μέτρα, το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η γνώση ότι οι στατιστικοί μηχανισμοί του επιστημονικού δυναμικού και συγγραφής, υπακούει σε τέτοιους γενικούς νόμους.

Ακόμα, η ύπαρξη αυτών των σταθερών και κανονικών καμπυλών κατανομής συνεπάγεται τη δυνατότητα καθορισμού μιας θεωρητικής βάσης της πρόσφατης εμπειρικής διαδικασίας χρησιμοποιώντας αριθμούς περιοδικών και εργασιών χοντρικά, σαν δείκτη για το μέγεθος της επιστήμης. Τώρα ξέρουμε ότι κάθε συνολική μέτρηση αριθμού περιοδικών, εργασιών ή ατόμων θα δώσει τον αντίστοιχο αριθμό των σημαντικών περιοδικών, εργασιών ή ατόμων. Η παραμικρή μεταβολή στον ορισμό - για παράδειγμα, αμφιβολία για το ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο στο οποίο ένα περιοδικό μπορεί να θεωρηθεί επιστημονικό - θα αυξήσει μόνο, τον αριθμό τους. Γι’ αυτό και οι πιο χαλαροί ορισμοί δίνουν χρήσιμα αποτελέσματα και κανονικές εκθετικές αυξήσεις.

Αφού έχουμε δείξει ότι το μέγεθος της χρήσης αποτελεί μέτρο της επιστημονικής σπουδαιότητας ενός περιοδικού ή της δουλειάς ενός ατόμου, μπορούμε να το εφαρμόσουμε στα επιστημονικά έργα γενικά. Θα μετρήσουμε τη χρησιμότητα της εργασίας, σε όρους αναφορών που έγιναν γι’ αυτήν σε άλλες εργασίες. Θα αγνοήσουμε την ολοφάνερη κατάχρηση ορισμένων συγγραφέων που καταγράφουν τις δικές τους εργασίες, των στενών φίλων τους, ή άλλες σπουδαίων επιστημόνων, που ανεβάζουν το επίπεδο της εργασίας τους. Επίσης θα πάρουμε την αισιόδοξη υπόθεση ότι η πρακτική του να γράφεται πρώτα η εργασία και μετά να προστίθενται για διακόσμηση ένα κανονικό ποσοστό παραπομπών - σαν ελληνικές καμάρες σε ένα κτίριο της Ουάσιγκτον - δεν μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε τις εργασίες που έβαλαν τις βάσεις για την εργασία.

Υποθέτουμε τότε, ότι για να γίνει μια έρευνα απαιτείται η προσωπική εργασία ενός ατόμου, γνώσεις που δεν χρειάζονται σαφείς παραπομπές και ένα μέσο όρο δέκα άλλων εργασιών στις οποίες γίνεται αναφορά. Ας πάρουμε τώρα ένα πεδίο στο οποίο από την αρχή του χρόνου έχουν εκδοθεί συνολικά Ν έργα. Αν αυτό το πεδίο διπλασιάζεται κάθε δεκαετία, όπως τα υγιή πεδία, τον επόμενο χρόνο θα παραχθούν 0,07Ν έργα και αυτά θα περιέχουν 0,7Ν αναφορές στον κατάλογο των Ν έργων. Επομένως, ο μέσος όρος εμφάνισης των Ν έργων παραπομπή σε καινούρια, είναι 0,7 φορές το χρόνο. Όμως υποθέσαμε ότι η συχνότητα εμφάνισης ως παραπομπή ή αναφορά, αφού μετρούμε την χρησιμότητα διάφορων έργων, δεν είναι ομοιόμορφη. Κάποια έργα θα αναφέρονται πολύ περισσότερο από άλλα. Μερικά μπορεί να αγνοηθούν τελείως και να μην αναφερθούν ποτέ.

Πρώτα θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η εμφάνιση σε παραπομπές φαίνεται να μειώνεται με τον χρόνο. Έχει αποδειχτεί, ότι αν οι παραπομπές που υπάρχουν σε ένα τεύχος ενός περιοδικού ή σε έναν τόμο για κάποιο έτος, καταταχθούν με βάση το χρόνο, τότε ο αριθμός τους μειώνεται με μεγάλους ρυθμούς, όσο κάποιος γυρίζει πίσω στο χρόνο. Ο Fussler μελέτησε περιοδικά φυσικής και χημείας, διαφόρων ημερομηνιών και έδειξε ότι παρόλο που υπήρχαν παραπομπές σε έργα 150 ετών, υπήρχε καθαρά μια μειωτική τάση με το χρόνο. Οι μισές από τις αναφορές στην χημεία έγιναν σε έργα που ήταν νεότερα των οχτώ ετών και στη φυσική σε έργα που έχουν εκδοθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Δυστυχώς, τα αποτελέσματα διαστρεβλώθηκαν επειδή τα χρόνια του πολέμου 1919 και 1946 χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή.

Μια καλύτερη ανάλυση της ημιζωής των έργων, μπορεί να γίνει από την έρευνα των βιβλιοθηκάριων για το μέγεθος της χρήσης των διαφόρων έργων στα περιοδικά (Σχήμα 18).


Σχήμα 18. Χρόνος ημιζωής της επιστημονικής λογοτεχνίας.

Στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες, ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό τέτοιων περιοδικών, βρέθηκε πολλές φορές ότι η χρησιμοποίηση μειώνεται με παράγοντα το δύο, ανά εννιά χρόνια. Οι έρευνες των Gross και Gross που έγιναν σε ένα συγκεκριμένο περιοδικό το Chemical Literature, έδειξαν ένα ημιδιπλασιασμό για κάθε δεκαπέντε χρόνια.

Παρόλα αυτά, το μέγεθος της συγγραφής σε κάθε πεδίο αυξάνεται εκθετικά, δηλαδή διπλασιάζεται κάθε δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Γι’ αυτό, με μια πρώτη προσέγγιση, ο αριθμός των παραπομπών μιας συγκεκριμένης ημερομηνίας φαίνεται να είναι σε αναλογία με τον συνολικό αριθμό των συγγραμμάτων που είναι διαθέσιμος αυτή την εποχή. Έτσι παρόλο που οι μισές παραπομπές αναφέρονται σε έργα νεότερα των δέκα ετών, είναι προφανές ότι ένα έργο αφού εκδοθεί έχει μόνιμες πιθανότητες να χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερη εποχή.

Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να τροποποιηθεί για να βελτιώσει την προσέγγισή μας. Σε πεδία που υπάρχει η τάση να τιμηθούν οι πρωτοπόροι - με ονόματα των νόμων, ονόματα σταθερών, ονόματα ειδών - παρατηρήθηκε ότι τα αξιόλογα έργα ουσιαστικά βελτιώνονται με τον καιρό και η πιθανότητα να εμφανιστούν ως παραπομπές αυξάνεται. Σε πεδία με πολύ μεγάλους αριθμούς εκδόσεων, υπάρχει μια τάση να χρησιμοποιούνται λιγότερο τα παλαιότερα έργα και να εμφανίζονται ως παραπομπές λιγότερο συχνά απ’ ότι θα αναμενόταν στατιστικά. Αυτή η τάση φαίνεται στο περιοδικό Physical Review Letters, που καταφέρνει την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στις εκδόσεις.

Σ’ αυτό, αφότου ιδρύθηκε, οι μισές αναφορές που γίνονται είναι σταθερά των τελευταίων 21/2 χρόνων. Οι μισές αναφορές είναι ακόμα νεότερες. Τα τελευταία 21/2 χρόνια της συγγραφής στη φυσική, περιέχουν λιγότερο από το ένα τρίτο του συνόλου της τελευταίας δεκαετίας και αυτή η δεκαετία φυσικά τις μισές από όλες τις εκδόσεις που έχουν γίνει γενικά. Επομένως αυτοί που εκδίδουν σε αυτό το περιοδικό είναι ικανοί να χειρίζονται έναν αριθμό έργων που είναι το λιγότερο από το 1/3 όλων των έργων που θα έπρεπε κανονικά. Για να ισορροπηθεί αυτό, τα έργα σ’ αυτό το πεδίο θα έπρεπε να εκδίδονται υποχρεωτικά σχεδόν τρεις φορές πιο συχνά και έτσι το ποσό της αναφοράς των εκδόσεων θα αυξάνεται.

Τώρα, εργασίες που έχουν τις ίδιες παραπομπές έχουν αυξημένη πιθανότητα να καταλήξουν στην ίδια δουλειά . Έτσι, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της αναλογίας , κατά την οποία μπορεί κάποιος να διεκδικεί προτεραιότητα αυτόματα φαίνεται να δημιουργεί μεγαλύτερες επιπτώσεις από τέτοιες διεκδικήσεις ή τουλάχιστον από τα ανεπεξέργαστα θέματά τους. Υπάρχει ένα υπόβαθρο πληροφοριών που εργάζεται για να μειώσει μέρος του οφέλους που έχει κερδισθεί από τη ραγδαία δημοσίευση.

Ας δούμε έπειτα τον τρόπο που οι αναφορές και οι παραπομπές διανέμονται διαφορετικά από την άποψη της χρονολογίας. Αν μπορούσαμε να παρατάξουμε το πλήθος των εργασιών από την άποψη μιας ιεραρχίας , έχοντας στην κορυφή τις ετήσιες εργασίες με τις περισσότερες παραπομπές και στο τέλος εκείνες που δίνουν μόνο μία (ή καθόλου) παραπομπές, θα έπρεπε προφανώς να έχουμε μία κατά Pareto κατανομή παρόμοια με αυτή που βρίσκουμε για τη χρησιμότητα των επιστημονικών δημοσιεύσεων. Από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε αν είχαμε την πληροφόρηση να πούμε ότι οι μισές από όλες τις παραπομπές είχαν δοθεί σε μια μικρή παρτίδα εργασιών που υπήρχαν εκείνη την εποχή . Για καθαρά ποιοτικούς λόγους θα υπέθετε κανείς ότι 100 εργασίες από ένα τομέα των 10000 καλύπτουν γύρω στο 1/3 των παραπομπών. Από την άλλη πλευρά , θα υπάρχουν αναπόφευκτα μερικές χιλιάδες εργασίες που έχουν χαθεί ή σπάνια έχουν γίνει αναφορές σε αυτές ,που δεν έγιναν γενικά γνωστές . Είναι αδύνατον να πούμε πόση απώλεια είναι δικαιολογημένη , αλλά ένα μεγάλο σώμα από παραγκωνισμένους συγγραφείς θα αισθάνονται ότι δεν είναι. Υπάρχουν προειδοποιητικές ιστορίες με ανακυκλωμένες εργασίες, όπως αυτή του Mendel να μας κάνουν να αισθανθούμε ότι η στατιστική απώλεια της βιβλιογραφίας να ελαττωθεί.

Έτσι, τα αναγκαία προβλήματα του επιστημονικού εργατικού δυναμικού και της βιβλιογραφίας είναι διπλάσια. Στην κορυφή των κριτικών προβλημάτων είναι επικρατέστερο ένα, ο ανθρωπινός μηχανισμός: κανονίζοντας για το υψηλότερο επίπεδο ανθρώπων να αλληλεπιδρούν σε προσιτούς αριθμούς, βλέποντας ότι η καλή δημοσιογραφία συνεχίζει να ανταποκρίνεται σε μεγάλες φυσικές ομάδες κανονίζοντας για τις σημαντικές εργασίες να συσσωρευτούν και να συμπυκνωθούν σε μονογραφίες και κείμενα. Στη χαμηλότερη άκρη βρίσκεται μία από τις λειτουργίες του πίνακα: Πώς καταφέρνει κανείς το μεγάλο σώμα του μέσου επιστήμονα να συμβαδίζει με τους αρχηγούς. Πως κάποιος ελέγχει τα μικρότερης ποιότητας κείμενα και τις σχεδόν άγνωστες εργασίες, ώστε να αποφευχθούν απώλειες; Θα δούμε αρκετούς διαφορετικούς μηχανισμούς κατά την εργασία από τους οποίους ο καθένας βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμη κατάσταση, καθώς κάνουμε την υπολογιστική μετάβαση από την μικρή Επιστήμη στην Μεγάλη Επιστήμη.

Το πρώτο αξιοσημείωτο φαινόμενο ανθρώπινης μηχανικής είναι ότι καινούριες ομάδες επιστημόνων αναδύονται, ομάδες που συνθέτονται από μέχρι και 100 άτομα. Στην αρχή όταν όχι περισσότεροι από αυτό τον αριθμό υπάρχουν σε μια χώρα μπορούσαν να συντεθούν μεταξύ τους, όπως η Βασιλική Κοινωνία ή Αμερικανική Φιλοσοφική Κοινότητα. Σε ένα αργότερο επίπεδο, μπορούσαν να διασπαστούν σε ειδικευμένες κοινότητες τέτοιου μεγέθους. Τώρα, ακόμα και τα μικρότερα παρακλάδια των θεμάτων που έχουν τεθεί , τείνουν να εκτείνουν τέτοια αριθμό μελών, και οι μεγαλύτερες ομάδες περιέχουν δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Σε μια ομάδα τέτοιου μεγέθους, όπως της προηγούμενης ανάλυσής μας είναι πιθανό να υπάρχουν και μερικές ομάδες μεγέθους 100, κάθε μια συμπεριλαμβάνοντας ένα κύκλο αλληλεπιδρόντων ηγετών. Βλέπουμε, λοιπόν, τέτοιες ομάδες να αναδύονται κάπως επιφυλακτικά, ως ξεχωριστές οντότητες.

Προφανώς, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου η πίεση των περιστάσεων μας ώθησε να σχηματίσουμε ομάδες ανθρώπων και να τους κρατάμε μακριά σε αλληλεπιδρόμενη απομόνωση. Τους δώσαμε μια προκαταρκτική γεύση από επίμονη συνεργασία στην πυρηνική φυσική και ξανά στα ραντάρ. Αυτές οι ομάδες είναι ακόμα μαζί μας σε μερικές εκατοντάδες ανθρώπων που συγκεντρώνονται στο Συνέδριο του Rochester για τις σπουδές στα θεμελιώδη σωματίδια, και κατά ένα παρόμοιο αριθμό επιστημόνων , ο οποίος συναθροίζεται μετά από πρόσκληση για να συζητηθούν ποικίλες όψεις της σταθερής κατάστασης της φυσικής.

Η οργάνωση δεν είναι τέλεια : μερικοί από τους καλύτερους επιστήμονες μπορεί να μην παίρνουν μέρος, κάποιοι από αυτούς που λαμβάνουν μέρος ίσως να μην είχαν τα προσόντα, αν είχαμε τέλεια αντικειμενική κρίση. Ευσυνειδήτως, κάποιος θα δοκίμαζε να μην είναι τόσο εκλεκτικός, να μην αποκλείει τον κύριο από το Βaffinland που θα ήταν ένας διακεκριμένος ερευνητής στα θεμελιώδη σωματίδια, μόνο αν μπορούσε. Αλλά υπάρχει ένα όριο στο χρήσιμο μέγεθος και αν τόσοι πολλοί έχουν προσκληθεί μια ανεπίσημη υποομάδα από μέλη με πραγματικές γνώσεις θα λάμβανε ύπαρξη.

Τέτοια δραστηριότητα δεν είναι σε καμία περίπτωση περιορισμένη στις δυο ομάδες που αναφέρθηκαν. Παρόμοιοι ανεπίσημοι οργανισμοί υπάρχουν στη μοριακή βιολογία, στη θεωρία των υπολογιστών, στη ραδιοαστρονομία και αναμφίβολα σε όλες τις επιστήμες με δεκάδες, χιλιάδες συμμέτοχες. Σύμφωνα με τη θεωρία μας είναι αναπόφευκτοι και όχι απλά ένα προϊόν του πολέμου ή του ειδικού χαρακτήρα κάθε επιστημονικού κλάδου. Τα συνέδρια είναι μόνο ένα σύμπτωμα, είναι ανεπαρκές να συναντούνται ως σώμα κάθε χρόνο και υπάρχει ανάγκη για ένα περισσότερο συνεχές μέσο για στενή επαφή με την ομάδα που απαριθμεί τουλάχιστον μια εκατοντάδα.

Έτσι, τέτοιες ομάδες επινοούν μηχανισμούς για καθημερινή επικοινωνία. Υπάρχει ένας λεπτομερής μηχανισμός που κυκλοφορεί όχι απλώς επανεκδόσεις των δημοσιεύσεων αλλά προσχέδια και προπροσχέδια εργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς και αποτελεσμάτων που λίγο θέλουν ακόμα να επιτευχθούν. Η ύπαρξη τέτοιων ομάδων θα μπορούσε να διαπιστωθεί με τον έλεγχο από κάποιον της λίστας των προσχεδίων και να ακολουθήσει έλεγχος από κάθε έναν που περιλαμβάνεται στην λίστα. Θα βρισκόταν, έτσι, μια κλειστή ομάδα, ένας μικρός αριθμός εκατοντάδων συμμετοχών, επιλεγμένων από ένα μεγάλο πλήθος δεκάδων χιλιάδων.

Επιπροσθέτως, το ταχυδρομείο με τις προτυπώσεις, τους τρόπους και τα μέσα, βρίσκεται σε φυσιολογική αντιπαράθεση με τα μέλη. Φαίνεται να έχουν διαπρέψει στην τέχνη να προσελκύουν προσκλήσεις από κέντρα που μπορούν να δουλέψουν παράλληλα με πολλά μέλη της ομάδας για λίγο καιρό. Μετά από αυτό μετακομίζουν στο επόμενο κέντρο και δουλεύουν με άλλα μέλη. Έπειτα επιστρέφουν στην βάση τους, αλλά πάντοτε η πίστη μας βρίσκεται στην ομάδα παρά στο ίδρυμα που τους υποστηρίζει, εκτός και αν συμβαίνει να είναι σταθμός σε ένα τέτοιο κύκλωμα. Για κάθε ομάδα υπάρχει εκεί ένα είδος εναλλασσόμενων κυκλωμάτων από ιδρύματα, κέντρα ερευνών και θερινά σχολεία, που τους δίνουν την ευκαιρία να συναντηθούν τμηματικά, έτσι ώστε κατά τη διάρκεια ενός διαστήματος μερικών χρόνων καθένας που μπορεί να είναι οποιοσδήποτε που έχει δουλέψει με όλους τους άλλους στην ίδια κατηγορία.

Τέτοιες ομάδες συνιστούν ένα αφανές κολέγιο με την ίδια αίσθηση, όπως έκαναν οι πρώτοι ανεπίσημοι πρωτοπόροι που αργότερα συνασπίστηκαν να εδραιώσουν την Βασιλική Κοινότητα το 1660. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο δίνανε σε κάθε άνθρωπο κύρος με την μορφή έγκρισης από τους συνάδελφους του, παρέχουν γόητρο και πάνω από όλα λύνανε αποτελεσματικά την επικοινωνιακή κρίση μειώνοντας την μεγάλη ομάδα σε μια μικρή από επιλεγμένα άτομα με μέγιστο μέγεθος τόσο, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από διαπροσωπικές σχέσεις. Τέτοιες ομάδες πρέπει να ενθαρρύνονται, καθώς δίνουν κύρος, χωρίς να αυξάνονται οι εργασίες που σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να γραφτούν αναγκαστικά. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η υψηλής ποιότητας επιστημονική ανταλλαγή έχει γίνει ένα σημαντικό κανάλι επικοινωνίας, καθώς και ότι πρέπει να χαλαρώσουμε την πρόοδο της.

Πιθανότατα, αν τέτοιες ομάδες νομιμοποιούνται αναγνωρίζονταν και δημοσίευαν ως εργασίες τους σε εφημερίδες που κυκλοφορούν σε μερικές εκατοντάδες άτομα, αυτό θα τις κατέστρεφε, θα τις έκανε αντικείμενα ζήλιας ή αυταρχικής διοίκησης και επισημότητας. Ελιτιστικές επιστημονικές εφημερίδες και φυλλάδια αυτού του τύπου έχουν υπάρξει από καιρό στην Ιαπωνία, μια χώρα που έχει αντιμετωπίσει το ειδικό πρόβλημα, για το οποίο αρκετοί κορυφαίοι επιστήμονες ξοδεύουν υπολογίσιμες περιόδους σε ξένα ιδρύματα.

Η επιστημονική ελίτ έχει αποκτήσει κύρος ανάμεσα στο κοινό γενικά και ειδικά στους εργοδότες, το οποίο τους έχει δώσει μια βέβαιη ευημερία και τους επιτρέπει να εναλλάσσονται. Παρεμπιπτόντως, αντικαθιστά τη φήμη που έχουν χάσει, από τότε που ευτελίστηκε η επιστημονική δημοσιογραφία. Παρόλη την τάση να τοποθετηθούν θερινά σχολεία σε ευχάριστα θέρετρα, όποτε είναι δυνατό, καθώς και να φτιάχνονται κέντρα ερευνών σε όμορφα μέρη για να φέρει κανείς την οικογένειά του, υπάρχει μια ευρύτερη ανάγκη. Υπάρχει μια βαθύτερη ανάγκη να αναγνωριστεί ότι, παρόλο που ένα μέρος σαν το Brookhaven, που ήταν κάποτε εκεί που κανείς πήγαινε να δουλέψει με μεγάλα μηχανήματα και βέβαιες άλλες ευκολίες, έχει σήμερα φτάσει στο σημείο να παίζει έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο ως σταθμός στο εναλλασσόμενο κύκλωμα των αφανών κολεγίων. Οι επιστήμονες έρχονται να δουλέψουν με άλλους επιστήμονες, που έχουν έρθει κι αυτοί να συνεργαστούν με άλλους που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Χρειαζόμαστε αρκετά περισσότερες τέτοιες ευκολίες σε ποικίλους τομείς και σε διάφορες χώρες. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ήταν σοφό για την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιχορηγήσει την ίδρυση των Fullbright Residential Buildings στο Λονδίνο, το Cambridge , την Οξφόρδη, την Κοπεγχάγη, τη Γενεύη, το Δελχί και οπουδήποτε αλλού επιστήμονες από τις ΗΠΑ εναλλάσσονται ως συνήθως σε αριθμό .

Τόσα πολλά για την ελίτ . τι όμως για τη μάζα; Η αναφορά για τα μεγάλα μηχανήματα είναι αυτομάτως αναμνησιακή του τρόπου , με τον οποίο ο σχηματισμός των ελίτ δημιουργεί πρόβλημα στην οργάνωση του υπολοίπου επιστημονικού πληθυσμού. Έχει γίνει σύνηθες να οργανώνεται έρευνα, ειδικά δουλειά που απαιτεί μεγάλα μηχανήματα , γύρω από μια σχετικά μεγάλη ομάδα ανθρώπων που περιλαμβάνει μερικούς αρχηγούς διαφόρων ειδικοτήτων , καθώς κι ένα μεγάλο αριθμό νεαρών ατόμων. Γίνεται, λοιπόν, συνήθεια να δημοσιεύουμε όπως ακριβώς μια τέτοια ομάδα. Όπως ο εκδότης των “Γραμμάτων Ανασκόπησης της Φυσικής “( Physical Review Letters) σημείωσε λυπητερά σε μια πρόσφατη περίσταση : “Οι φυσικοί που συμμετέχουν δεν αναφέρονται, ούτε καν στο περιθώριο”.

Αρκετά εκπληκτικά μια λεπτομεριακή εξέταση των επιπτώσεων της συνεργασίας στην επιστήμη δείχνει ότι αυτό είναι ένα φαινόμενο το οποίο αυξάνεται σταθερά και ακόμα πιο γρήγορα από την αρχή του αιώνα (Σχήμα 19). Είναι δύσκολο να βρούμε κάποια πρόσφατη αύξηση των καμπυλών που θα απομακρύνονταν στην εμφάνιση των μεγάλων μηχανημάτων και θα υποδείκνυαν κάτι τέτοιο ως μια αναγνωρίσιμη συνεισφέρουσα αιτία.

Δεδομένα από τη Χημική Σύνοψη (Chemical Abstracts), δείχνει ότι το 1900 περισσότερο από 80% όλων των εργασιών είχαν ένα μόνο συγγραφέα και σχεδόν όλες οι υπόλοιπες ήταν ζευγάρια, ο μεγαλύτερος αριθμός ήταν εκείνες που είχαν την υπογραφή ενός Καθηγητή και του αποφοίτου φοιτητή του, παρόλο που μερικές είναι του Pierre και Marie Curie, Cockroft και Walton, Sherlock Holmew και Watson. Από εκείνη την εποχή η αναλογία των εργασιών με πολλούς συγγραφείς έχει αυξηθεί σταθερά και δυναμικά, και είναι σήμερα τόσο μεγάλη, ώστε αν συνεχίσει κατά τον παρόντα ρυθμό, μέχρι το 1980 οι εργασίες ενός ατόμου θα

Σχήμα 19. Περιστατικά πολλαπλής αρθρογραφίας ως συνάρτηση του χρόνου

έχουν εκτοπιστεί. Είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό ότι εργασίες με τρεις συγγραφείς αυξάνονται πιο ραγδαία απ΄ ότι αυτές με δύο συγγραφείς, αυτές με τέσσερις συγγραφείς περισσότερο από αυτές με τρεις και ούτε καθεξής. Σήμερα μόνο μία στις τέσσερις εργασίες παρουσιάζει πολλαπλότητα τριών ή περισσότερων συγγραφέων, αλλά αν κρατήσει το ρεύμα περισσότερες από τις μισές εργασίες θα βρίσκονται σ’ αυτή την κατηγορία μέχρι το 1980 και θα προχωρούμε σταθερά προς μια ένα άπειρο από συγγραφείς κατά εργασία. Είναι μια από πιο βίαιες μεταβολές που μπορεί να μετρηθεί στις πρόσφατες τάσεις του επιστημονικού εργατικού δυναμικού και της βιβλιογραφίες.

Ένας τρόπος να κατανοήσουμε αυτή την κίνηση προς τη μαζική συνεργασία είναι να το δούμε σαν φυσική επέκταση της ανάπτυξης που δημιουργείται από τη σταθερή μεταβολή της κατανομής Pareto για την επιστημονική παραγωγικότητας. Υπάρχει μία συνεχόμενη κίνηση προς μια αύξηση στην παραγωγικότητα των πιο γόνιμων συγγραφέων και μια αύξηση στον αριθμό των λιγότερο παραγωγικών . Καθώς πλησιάζουμε ένα όριο και στις δύο κατευθύνσεις είναι προφανές ότι έχει κάτι να δώσει . Οι πιο παραγωγικοί άνθρωποι αυξάνουν την αποδοτικότητα τους με το να γίνονται αρχηγοί μιας ομάδας κι έτσι κατορθώνουν περισσότερα από ότι να δουλεύουν μόνοι . Οι μικρότερες ομάδες δεν έχουν αρκετές προμήθειες και δεν μπορούμε οικονομικά να τις αφήσουμε να αναπτυχθούν μέχρι να φτάσουν στην ωριμότητα να παράγουν σημαντικές εργασίες από μόνες τους. Από τη δημιουργία μιας τάξης ασήμαντων συγγραφέων, δηλαδή επιστημόνων που παράγουν ένα n-οστό μέρος μιας επιστημονικής εργασίας, ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός των μικρών ομάδων διατηρείται στο χαμηλότερο άκρο της κατανομής. Περιμένει κανείς ότι καθώς αυτά τα άτομα αναπτύσσονται θα εξελιχθούν σε μοναδικούς συγγραφείς καλύτερους, αλλά εν τω μεταξύ το σώμα των εργαζόμενων στην έρευνα αυξάνεται για να συμβαδίσει με την ζήτηση. Είναι σε κάποιο βαθμό τυχαίο ότι οργανώσεις την εποχή του πολέμου και της έλευσης των μεγάλων μηχανών έχουν προκαλέσει την εισαγωγή της τμηματοποίησης χωρίς την οποία θα είχαμε σοβαρή έλλειψη εργατικού δυναμικού.

Μια πιο αισιόδοξη άποψη είναι ότι η εμφάνιση αυτής της τάξης αυτών των μαθητευόμενων επιλύει μερικώς το πρόβλημα, της οργάνωσης του χαμηλότερου επιπέδου επιστημόνων, ώστε να μπορούν να σχετίζονται απευθείας με την ερευνητική ζωή της ελίτ. Αυτό δεν είναι τίποτα παρά μια λογική επέκταση αυτής της παλιάς γνωστής αρχής, ο μεγάλος καθηγητής με την ακολουθία του από απόφοιτους φοιτητές, το είδος σχέσεων για το οποίο ο Rutherford ή ο Liebig είναι ευρέως γνωστοί . Η μεγάλη διαφορά εδώ είναι ότι η κορυφή του τριγώνου δεν είναι ένα μόνο αγαπημένο άτομο, αλλά ένα αφανές κολέγιο. Ο τόπος του δεν είναι μια σκονισμένη σοφίτα κάποιου διδακτικού εργαστηρίου, αλλά ένας κινητός εναλλασσόμενος κύκλος σχετικά ακριβών ιδρυμάτων . Ο R.E Weston έχει προτείνει ότι μπορεί να ονομάσει κανείς τέτοιες ομάδες, όπως της Dabna Reds και του Harvard MIT Yankees και να δώσει σε κάθε παίχτη εκτίμηση.

Εξαιτίας αυτού, μια από τις μεγαλύτερες συνέπειες της μετάβασης από τη Μικρή Επιστήμη στη Μεγάλη Επιστήμη είναι ότι μετά από 3 αιώνες ο ρόλος των επιστημονικών εργασιών έχει αλλάξει δραστικά. Με πολλούς τρόπους η σύγχρονη ευκολία των μεταφορών και η ευημερία της ελίτ των επιστημόνων έχει αντικαταστήσει ότι συνήθιζε να επιτυγχάνεται από τη δημοσίευση των εργασιών. Τείνουμε σήμερα να επικοινωνούμε άτομο με άτομο, αντί για εργασία με εργασία .Στις πιο ενεργητικές περιοχές μεταδίδουμε τη γνώση μέσω της συνεργασίας . Μέσω επιλεγμένων ομάδων αναζητούμε γόητρο και την αναγνώριση των εαυτών μας από τους συναδέλφους μας, ως αποδεκτούς και άξιους συνεργάτες . Δημοσιεύουμε για μικρή ομάδα αναγκάζοντας την πρόοδο να προχωρήσει γρήγορα μπορεί με μια διαδικασία που θα την πιέσει ακόμα περισσότερο. Μόνο δευτερεύοντα, με την αδρανή γέννηση της παράδοσης δημοσιεύουμε για το ευρύ κοινό.

Όλα αυτά δημιουργούν σημαντική αλλαγή στην κινητοποίηση του επιστήμονα. Τροποποιεί τη συναισθηματική στάση του προς τη δουλειά του και τους άλλους επιστήμονες. Έχει κάνει, με διάφορους τρόπους, την επιστημονική εργασία μια τέχνη που πεθαίνει ή έχει ήδη πεθάνει. Επιπλέον, τα αφανή Κολέγια είχαν αποικοδόμηση ένα υπόβαθρο πληροφοριών που δουλεύει για να αυξήσει τη δύναμη τους και τη δύναμη της επιστήμης, σε σχέση με τις κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις. Χειρότερο είναι ότι το υπόβαθρο αυτό είναι τέτοιο ώστε να κινδυνεύουμε να χάσουμε δύναμη κι αποτελεσματικότητα σε τομείς και χώρες, όπου το εναλλασσόμενο κύκλωμα δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί. Με λίγα λόγια, σήμερα που έχουμε αποκτήσει μια ολοκληρωμένη, λογική θεωρία για το επιστημονικό εργατικό δυναμικό και τη βιβλιογραφία, πρέπει να στέψουμε το βλέμμα μας στο κοινωνικό και πολιτικό μέλλον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΕΟΙΣΤΗΜΟΝΕΣ

Κατά την ανάλυσή μας για την ανάπτυξη της επιστήμης έχουμε φτάσει σε ένα βασικό επίπεδο κατανόησης της ομαλής ,εκθετικής αύξησης και κατανομής του ταλέντου και της παραγωγικότητας. Ας στρέψουμε ,λοιπόν , την προσοχή μας και στο “αποκλίνον” ,δηλαδή σε εκείνα τα πράγματα που δεν ακολουθούν τον κανόνα. Αναμφίβολα, εκείνο που εκτρέπει πιο πολύ από τη “νομιμότητα” σε αυτόν τον αιώνα της Μεγάλης Επιστήμης είναι τα χρήματα. Τα οικονομικά της επιστήμης φαίνονται αρκετά ακανόνιστα και εφόσον δεσπόζουν στις περισσότερες κοινωνικοπολιτικές συνέπειες, η ανάλυσή μας πρέπει να αρχίσει από εδώ.

Αν η πολυπλοκότητα της επιστήμης μπορούσε να διανεμηθεί κατά τον ίδιο τρόπο με την παραγωγικότητα ή την αρτιότητα και τις επιδόσεις της ,δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Επιπλέον, αν η κατά κεφαλήν δαπάνη για την υποστήριξη των επιστημόνων ήταν συνεχής , θα έπρεπε να ξοδεύαμε μόνο αναλόγως με τον αριθμό τους, έτσι ώστε τα χρήματα που κοστίζουν να διπλασιάζονται κάθε 10 με 15 χρόνια. Αλλά στην πραγματικότητα οι δαπάνες μας, υπολογισμένες σε σταθερά δολάρια, διπλασιάζονται κάθε 5 ½ χρόνια, έτσι ώστε το κόστος για κάθε επιστήμονα να φαίνεται ότι διπλασιάζεται κάθε 10 χρόνια. Με άλλα λόγια, οι δαπάνες για την επιστήμη αυξάνονται κατά το τετράγωνο του αριθμού των επιστημόνων.

Εφόσον γνωρίζουμε ότι σε γενικά πλαίσια ο αριθμός των μέσων επιστημόνων αυξάνεται με το τετράγωνο αυτών που είναι πιο αποδοτικοί σε αυτό το φοβερό σε κόστος συμπέρασμα ότι οι δαπάνες για την έρευνα αυξάνουν κατά τον αριθμό των “καλών” επιστημόνων εις την τετάρτη. Έχει ήδη υπολογισθεί ότι οι ΗΠΑ ίσως να κατέχουν αρκετή ικανότητα να πολλαπλασιάσουν το πλήθος των διακεκριμένων επιστημόνων κατά ένα παράγοντα του 5. Ας είμαστε συντηρητικοί κι ας οραματιστούμε ένα μέλλον ,κατά το οποίο τριπλασιάζονται μόνο. Μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο αρκετό καιρό πριν το 2000. Μέχρι τότε , με βάση την αρχή που μόλις διατυπώσαμε , οι δαπάνες μας θα έχουν πολλαπλασιαστεί κατά 81 φορές κι αυτό θα ήταν περισσότερο από το διπλάσιο ολόκληρου του ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος).

Φαίνεται αδιαμφισβήτητο ότι πραγματοποιείται τέτοια αύξηση στις δαπάνες για την επιστήμη. Εθνικές έρευνες έδειξαν ότι οι δαπάνες ανάπτυξης ήταν περίπου 3 δις δολάρια το 1950 και 13 δις δολάρια το 1960 , περισσότερο από το 2πλάσιο κάθε 5 χρόνια .Το 15% της ετήσιας αύξησης πρέπει να αντιπαραταχθεί ενάντια στην αύξηση του ΑΕΠ μόνο κατά 3 ½ % το χρόνο. Με τον παρόντα ρυθμό η επιστήμη θα αποτελεί το 10% του ΑΕΠ μέχρι το 1973. Βρίσκεται ήδη γύρω στο 2 με 3% αναλόγως τον ορισμό.

Ας είμαστε αισιόδοξοι κι ας υποθέσουμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα συνεχιστεί χωρίς μείωση του ανθρώπινου δυναμικού που θα εμποδίζουν την αύξηση στον αριθμό των διπλωματούχων επιστημόνων κι ας επιστρέψουμε στο ερώτημα για το αν το κόστος κατά επιστήμονα θα πρέπει επίσης να αυξηθεί. Τα δεδομένα από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες , που τώρα υποστηρίζουν τόσο πολύ την έρευνα, υποδηλώνουν καθαρά ότι οι δαπάνες για κάθε επιστημονική εργασία αυξάνονται ραγδαία. Οι αριθμοί του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας για το μέσο όρο δαπανών κατά εργασία είναι $9,649 το 1950 και $18,584 το 1960, σχεδόν οι 2πλάσιες. Ο Johnson και ο Milton ερεύνησαν τα αρχεία μιας πλατειάς υπό έρευνα περιοχής σχετικά με τη βιομηχανία , τα πανεπιστήμια και τους οργανισμούς της κυβέρνησης και βρήκαν ότι σε μια δεκαετία ,παρόλο που το συνολικό κόστος αυξήθηκε 4 ½ φορές το αποτέλεσμα των ερευνών και της ανάπτυξης δεν ήταν παρά μόνο 2πλάσιο.

Βασικά, παρουσιάζεται ότι όσο περισσότερη έρευνα γίνεται εφικτή, η συνηθισμένη μας και αναμενόμενη αύξηση εξακολουθεί να είναι επιθυμητή, αλλά περισσότερο δύσκολα πραγματοποιείται. Το αποτέλεσμα είναι ότι προσφέρουμε όλο και περισσότερα κίνητρα αυξάνοντας τους μισθούς, παρέχοντας περισσότερη βοήθεια και δίνοντας στους ερευνητές καλύτερα εργαλεία για τη δουλειά τους. Αυτή είναι η κατά βάση νομική κατάσταση του Fechner που έχει ήδη περιγραφεί, το αποτέλεσμα ανάλογο με το λογάριθμο του κινήτρου. Παρόλα αυτά, είναι προφανώς απαραίτητο να καταναλώνουμε μονάδες οικονομικής σταθερότητας περίπου 2 φορές πιο γρήγορα από τις μονάδες επιστημονικής εγκυρότητας.

Μπορούμε, λοιπόν, να διερωτηθούμε γιατί το κατά κεφαλήν κόστος της έρευνας με όρους ΑΕΠ φαίνεται να έχει παραμείνει σταθερό σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας περίπου μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μόνο μέχρι εκείνη τη στιγμή συμβάδισε με τις νέες περιστάσεις μιας αύξησης που συμπορεύεται με την αύξηση του επιστημονικού εργατικού δυναμικού .

Ας αναφέρουμε ,ως ερμηνεία μάλλον παρά ως απάντηση, την πρόταση ότι αυτές είναι οι πληροφορίες για τον κυβερνοχώρο που τώρα προσπαθεί να επιβραδύνει την επιστήμη και να τη φτάσει σε ένα μέγιστο σημείο. Αυτή, εμείς ισχυριζόμαστε ότι είναι η κύρια αιτία της παρούσας λογισμικής παρά εκθετικής καμπύλης. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ “Μεγάλης” και “Μικρής” Επιστήμης. Δεν μπορούμε, όμως, να ανακαλύψουμε την αιτία μέχρι να κοιτάξουμε βαθύτερα στον κόσμο , παράλληλα με τις εθνικές καταστάσεις, και την κινητοποίηση του επιστήμονα.

Ας ερευνήσουμε πρώτα την κατάσταση σε όλο τον κόσμο αναλογιζόμενοι όλες τις ξεχωριστές χώρες και τους ποικίλους τομείς επιστήμης που περιέχουν. Για μια πρώτη προσέγγιση αυτά είναι ομαλά κατανεμημένα, όπως το μέγεθος των πόλεων μιας χώρας κατεβαίνοντας από τις λίγες μεγάλες στις περισσότερες μικρές. Υπάρχει κι εκεί ομοιόμορφη εκθετική αύξηση όπως ακριβώς και στις πόλεις. Έτσι και στην κατατακτήρια λίστα του μεγέθους των πόλεων, όπως την παρακολουθούμε να εξελίσσεται μέσα στην ιστορία, η σειρά έχει αλλάξει ελάχιστα, παρόλο που η κατανομή παραμένει σταθερή. Κατά την πάροδο των ετών παρατηρείται μια αλλαγή, κατά την οποία μερικές χώρες μένουν εναλλάξ πίσω από άλλες. Είναι μια αργή διαδικασία παρόλο που η πραγμάτωσή της ,όπως στο παράδειγμα του Sputnick μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση στην ομοιομορφία.

Κατά τη διάρκεια του αιώνα μας η επιστήμη σε όλο τον κόσμο έχει διαφοροποιήσει τους ορίζοντες της σχεδόν συστηματικά. Παρατηρείστε τα σχήματα που δείχνουν τη συνεισφορά διαφόρων χωρών στην παραγωγή επιστημονικών εγγράφων που αναλύονται στη “Χημική Σύνοψη” (Chemical Abstracts, Σχήμα 20) . Στη μία άκρη η παλιά και σταθερή επιστημονική κουλτούρα του British Commonwealth έχει παραμείνει αισθητά συνεχής , ενώ αυτή της Γαλλίας έχει υποστεί μια ελαφριά αλλά σταθερή μείωση. Στην άλλη άκρη η ΕΣΣΔ, η Ιαπωνία και όλες οι ελάχιστα επιστημονικά καταρτισμένες χώρες, έχουν θεαματικά βελτιώσει τη θέση τους στον κόσμο από περίπου 10% στην αρχή του αιώνα σε 50% την παρούσα στιγμή. Ενδιάμεσα, κι έχοντας συμπιεστεί από αυτήν την επέκταση, βρίσκονται τα δύο μεγάλα χημικά έθνη, η Γερμανία και οι ΗΠΑ. Η συνεισφορά και των δύο έχει μειωθεί από 60% σε 35%, με τις ΗΠΑ προφανώς να απορροφούν ένα μεγάλο τμήμα του Γερμανικού μεριδίου, κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, και τη Γερμανία να έχει συρρικνωθεί στο 1/5 του αρχικού της μεγέθους.

Συνολικά, εκτός από τα κέρδη των πολέμων από τη Γερμανία, οι ΗΠΑ κατά προσέγγιση έχουν διατηρήσει την αρχική τους θέση. Ίσως έχουν καλύψει και τις απώλειες της Γαλλίας. Σημειώνουμε ότι αυτό δεν περιλαμβάνει την σταθερή εκθετική αύξηση στην παγκόσμια αναλογία του διπλασιασμού κάθε 10 χρόνια. Το θεαματικό σε αυτό δεν είναι ότι οι ΗΠΑ ή κάθε άλλη χώρα έχει τη δυνατότητα να διατηρεί αυτό το ποσοστό και να κρατά τη θέση της σταθερή, αλλά το ότι αναντίρρητα η ΕΣΣΔ, η Ιαπωνία και οι μικρές επιστημονικά χώρες, έχουν καταφέρει σε αυτόν τον αιώνα να υπερβούν αυτή την αναλογία τόσο, ώστε να έχουν αναπτυχθεί από τη μειοψηφία σχεδόν στην κύρια πλειοψηφία. Μαζί φαίνονται να έχουν ξεπεταχτεί στην επιστημονική σκηνή κατά μία αναλογία που υπερβαίνει το κανονικό ποσοστό της επιστημονικής ανάπτυξης κατά 6%, κάθε χρόνο. Συμπερασματικά, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την εκπληκτική μείωση στην παραδοσιακή ικανότητα των μεγάλων εθνών να σχηματίσουν μια δική τους επιστημονική πλειοψηφία. Αντιμετωπίζουν μία ,κατά Παρέτο, κατανομή από μικρότερες χώρες, των οποίων ο συνολικός όγκος πρόκειται σύντομα να ξεπεράσει αυτών των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.

Η Ιαπωνία, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ έχουν όλες παρούσες δαπάνες της τάξης του 2-3% του ΑΕΠ τους. Πως είναι δυνατόν η συγκριτική τους παραγωγή να μεταβάλλεται αργά αλλά σταθερά; Η πιθανότερη εξήγηση φαίνεται να είναι η σταθερή αύξηση στο κόστος της επιστήμης, καθώς η κοινωνία διαποτίζεται


Σχήμα 20. Ποσοστά της συνολικά παγκόσμιας παραγωγής δημοσιεύσεων

από αυτήν την πράξη. Μια συμπληρωματική συνέπεια είναι ότι φαίνεται φτηνότερο κι ευκολότερο από ότι συνήθως να ωθήσεις την επιστήμη σε αλματώδη ανάπτυξη στο “κενό των υπανάπτυκτων χωρών.

Η παρούσα μεγάλη δραστηριότητα να μεταφερθεί η επιστήμη και η τεχνολογία στα μικρά έθνη, καθιστά αξιόλογο για εμάς να κοιτάξουμε προσεχτικά τη σύλληψη και τη γέννηση ενός καινούριου επιστημονικού και τεχνολογικού πολιτισμού . Πρέπει με προσοχή να διαχωρίσουμε τον τύπο της επιστημονικής ανάπτυξης που μας απασχολεί,. την εμφάνιση μιας χώρας συγγενική με όλες τις άλλες, από την κανονική ραγδαία αλλαγή, κατά την οποία όλες οι χώρες λαμβάνουν μέρος ανάλογα με την τάξη τους.

Οι περισσότερες χώρες μερικώς διατηρούν την ίδια θέση στην ιεραρχία , παραπονούμενες πικρόχολα, όπως η Alice, καθώς έχουν υποχρεωθεί να τρέξουν τόσο γρήγορα για να μείνουν στην ίδια θέση. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Zuckerman Comitee στην Αγγλία , πάνω στο επιστημονικό εργατικό δυναμικό είναι κάπως έτσι: Όταν μια χώρα αποφασίσει ότι μπορεί οικονομικά να αφήσει την επιστήμη να αναπτυχθεί μόνο κατά το επίπεδο της εθνικής οικονομικής επέκτασης και ότι η προσφορά και ζήτηση του επιστημονικού εργατικού δυναμικού μπορεί να τείνει σε εξίσωση, τότε αυτό είναι ισοδύναμο με την καταστροφική αποχώρηση από τον επιστημονικό αγώνα. Και αυτός είναι ο αγώνας κατά τον οποίο η Βρετανία αποστερήσα μεγάλων πηγών μετάλλων ή γεωργικών προϊόντων, θα έπρεπε να πασχίζει περισσότερο από κάθε άλλη χώρα.

Εφόσον φαίνεται ότι μια σταθεροποίηση της επιστήμης, η οποία τείνει να κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, πώς συμβαίνει περιστασιακά πάμπτωχοι να εξελίσσονται σε επιστήμονες εκατομμυριούχους; Σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό η ιστορία έχει εξασφαλίσει την ολοκληρωμένη αλληλουχία των βημάτων, με τα οποία ένα έθνος αιφνιδιαστικά ανερχόμενο μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο δυνατά από τον υπόλοιπο επιστημονικό κόσμο. Μια ανάλυση των δεδομένων της Ιαπωνίας μπορεί να θεωρηθεί ως πρότυπο (Σχήμα 21). Το 1869 στην αρχή της εποχής Meiji ca 1868, η Ιαπωνία διέκοψε τις σχέσεις της με την παράδοση και προκάλεσε την εισαγωγή της Δυτικής επιστήμης, όπως λέγονταν τότε τα Δυτικά προϊόντα.

Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τα ίχνη της προόδου μιας μόνο επιστήμης της Φυσικής. Το πρώτο βήμα ήταν η εισαγωγή αλλοδαπών επιστημόνων διδασκάλων από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη .Βρετανία , καθώς και η εξώθηση Ιαπώνων φοιτητών σε ξένα πανεπιστήμια για ανώτερη εκπαίδευση. Το αιφνίδιο κύμα της δυτικής επιστήμης χτύπησε τη χώρα απότομα και προκάλεσε αύξηση στον επιστημονικό πληθυσμό της Ιαπωνίας από 1 σε 15 μόνο σε 6 χρόνια. Κατά το 1880 το κύμα αυτό άρχισε να εξασθενεί στην αρχή ραγδαία, καθώς οι αλλοδαποί επέστρεψαν στα σπίτια τους , και στη συνέχεια με βραδύτερους ρυθμούς , καθώς οι εκπαιδευμένοι στο εξωτερικό


Σχήμα 21. Ο αριθμός των εκπαιδευόμενων φυσικών στην Ιαπωνία ως συνάρτηση του χρόνου

μαθητές και δάσκαλοι αποχώρησαν από το προσκήνιο ή πέθαναν έτσι ώστε το κύμα να έχει τελειώσει μέχρι το 1918. Αλλά το 1880, όταν η εισαγόμενη καμπύλη βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της ένα νέο κύμα ανερχόταν ραγδαία : η πρώτη γενιά Ιαπώνων φοιτητών εκπαιδευμένοι από τους προαναφερόμενους αλλοδαπούς και τις αρχές τους.

H πρώτη γενιά φοιτητών ήταν μια μικρή ομάδα . Υπήρχαν 10 το1880 και ο αριθμός τους ποτέ δεν ξεπέρασε τους 22, επιτυγχάνοντας μια σταθερή ισορροπία ανάμεσα στην εκπαίδευση και τη θνητότητα. Αργότερα κατά τον Α παγκόσμιο πόλεμο αρχίζουν να μειώνονται αξιοπρόσεχτα στον αριθμό , οι τελευταίοι απεβίωσαν το 1928.

Η δεύτερη γενιά φοιτητών, εκείνοι που εκπαιδεύονταν από Ιάπωνες στην Ιαπωνία, άρχισε το 1884και άνθησε από 60 αποφοίτους το 1900. Σύντομα η ανάπτυξη σταθεροποιήθηκε στο γνωστό εκθετικό σχήμα, διπλασιαζόμενη κάθε 10 χρόνια. Η ανάπτυξη, συνεχίστηκε χωρίς σοβαρή διακοπή ή διακύμανση και οδήγησε μέσα από τον τελευταίο πόλεμο το επίπεδο της φυσικής στην Ιαπωνία.

Το συνολικό αποτέλεσμα του αιφνιδιαστικού κύματος και του παλμού των φοιτητών της πρώτης γενιάς είναι η έναρξη της εκθετικής αύξησης. Η τελική καμπύλη αυτής της ανάπτυξης , όπως προβάλλεται στο σχήμα, λειτουργεί σχεδόν ακριβώς σαν να είχε προέλθει από το αποκορύφωμα του πρώτου αυτού κύματος, σαν να είχε δηλαδή αρχίσει από 12 φυσικούς το 1881. Ας σημειώσουμε, παρόλα αυτά, ότι η ανάπτυξη δεν άρχισε αμέσως. Υπήρξε μια καθυστέρηση 20 περίπου ετών την ώρα που ετοιμαζόταν η δεύτερη γενιά. Αξιοσημείωτο είναι ότι σταθερότητα εδραιώθηκε μόνο με τη “σοδειά” των εξολοκλήρου εκπαιδευμένων στην πατρίδα φυσικών. Η εικόνα, όμως, δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένη. Έχουμε παραβλέψει το πολύ σημαντικό γεγονός ότι η βασική και μέση εκπαίδευση αντιμετώπιζαν παρόμοια κρίση την ίδια περίπου χρονική περίοδο. Παραλείψαμε το κρίσιμο σημείο ότι η μεγαλύτερη από όλες δυσκολία ήταν να αποφασιστεί η γλώσσα της διδασκαλίας. Πριν τη δεύτερη γενιά δεν μπορούσε πιθανότατα η γλώσσα αυτή να είναι η Ιαπωνική. Εξάλλου κάτι τέτοιο δε μπορούσε να συμβεί πριν συνταχθούν νέο λεξιλόγιο και λεξικά.

Παρά τις απλοποιήσεις, μπορούμε να έχουμε τη βασική χρονική κλίμακα και τα σχήματα των διαφοροποιημένων εξισώσεων του επιστημονικού εργατικού δυναμικού σε μια υπανάπτυκτη χώρα, και έχουμε ελάχιστους λόγους να αμφισβητήσουμε ότι η περίπτωση αυτή είναι τυπική. Το πιο σημαντικό η καθυστέρηση ταυτόχρονα με την αναμονή μιας καινούργιας γενιάς και το κατοπινό φορτσάρισμα που είναι γρηγορότερο από την επόμενη εκθετική αύξηση. Ένα ακόμα παράδειγμα σαν τα ώριμα μήλα που πέφτουν εύκολα από το δέντρο. Τα μήλα εδώ δεν είναι ανακαλύψεις αλλά εν δυνάμει λαμπροί φυσικοί σε μια χώρα που δεν έχει φυσικούς. Αυτή η όψη είναι το αντίθετο άκρο μιας πολύ αναπτυγμένης επιστημονικά χώρας.

Η έκρηξη της επιστήμης μπορεί, λοιπόν, να είναι πολύ γρηγορότερη σε μια υπανάπτυκτη χώρα, αν έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες, παρά σε μια χώρα όπου η επιστήμη έχει εδραιωθεί. Στην περίπτωση των μεγαλύτερων μαζών πληθυσμού στον κόσμο η διαδικασία είναι μερικώς γνωστή και γίνεται μάλλον αιτία για σοβαρή ανησυχία.

Η έκρηξη στο “κενό” είναι βασικά ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ , έχοντας αρχίσει την επιστημονική τους επανάσταση πολύ αργότερα από την Ευρώπη, ήταν σε θέση να τη φτάσουν και να την ξεπεράσουν. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο η ΕΣΣΔ , αρχίζοντας πολύ αργότερα από τις ΗΠΑ ,έχει καταφέρει να επεκταθεί σ΄ ένα μεγαλύτερο εκθετικό επίπεδο, ίσως σε διπλασιασμό κάθε 7 χρόνια παρά κάθε 10. Παρομοίως τώρα που η Κίνα ανέρχεται επιστημονικά, όπως μπορεί κανείς να πει από το γεγονός ότι σήμερα μεταφράζουμε καθημερινά τον κύριο τύπο της ,όπως συνηθίζαμε να κάνουμε με το Ρωσικό για αρκετά χρόνια , μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα φτάσει σε ισότητα με τις άλλες χώρες μέσα στην επόμενη ή μεθεπόμενη δεκαετία. Ο Κινέζικος επιστημονικός πληθυσμός διπλασιάζεται κάθε 3 χρόνια.

Έτσι για τα μεγάλα τμήματα του γήινου πληθυσμού έχουμε ένα είδος φυλής που μειονεκτεί. Όσο πιο αργά μια χώρα αρχίσει την αποφασιστική της πορεία να δημιουργεί σύγχρονη επιστήμη , τόσο πιο γρήγορα μπορεί να αναπτυχθεί. Κάποιος μπορεί συνεπώς να υποθέσει ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες θα δούμε ένα σχετικά κοντινό τέλος σε μια φυλή που έχει επιβιώσει για αρκετούς αιώνες. Οι γηραιότερες επιστημονικά χώρες θα έρθουν απαραίτητα στην ώριμη κατάσταση του κορεσμού και οι καινούργιοι επιστημονικά πληθυσμοί της Κίνας, της Ινδίας , της Αφρικής και άλλων χωρών θα φτάσουν ταυτόχρονα στην γραμμή του τερματισμού.

Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι αυτή η διαδικασία είναι ιστορικά αναπόφευκτη και ότι πρέπει συνεπώς να διατηρήσουμε μια κατάσταση ισορροπίας και να μη πανικοβληθούμε κατά τη διάρκεια των επόμενων κυμάτων της –σαν του Sputnik—επιστημονικής προόδου από χώρες που θεωρούνταν προηγουμένως ως δευτέρας κλάσεως στην υψηλή επιστήμη και τεχνολογία.

Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, την καμπύλη κατανομής για την συχνότητα εμφάνισης της επιστημονικής ιδιοφυΐας σε μια χώρα. Παρόλο που δεν έχουμε αντικειμενική μονάδα μέτρησης για την εν δυνάμει ιδιοφυΐα σε μια υπανάπτυκτη χώρα, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα κλιμακωνόταν με τον ίδιο τρόπο ,όπως και στις αναπτυγμένες χώρες, με σχετικά λίγες μεγάλες ιδιοφυΐες κι ένα αριθμό πιο μέτριες που όλο και θα αυξάνονταν , καθώς θα επιτυγχανόταν το κατώτερο επίπεδο ικανοτήτων. Όπως έχουμε δει το γενικό αποτέλεσμα της αύξησης του ολικού επιστημονικού πληθυσμού είναι να πολλαπλασιάζονται οι μέτριες ιδιοφυΐες γρηγορότερα από τις μεγάλες που κυριαρχούν στο προσκήνιο και παράγουν τη μισή από όλη την επιστημονική πρόοδο.

Όσο η χώρα παραμένει σχετικά υπανάπτυκτη ο αριθμός των επιστημόνων θα είναι τόσο μικρός για να χρειάζεται κατηγοριοποίηση σε ομάδες και ελίτ, καθώς ολόκληρο το “σώμα” αποτελείται από την αφρόκρεμα που έχει αναδυθεί στη κορυφή. Καθώς η χώρα αναπτύσσεται, αρχίζει η κατηγοριοποίηση σε ομάδες μέσα σε επιστημονικές πόλεις , παράλληλα με την ελάττωση της σχετικής επιστροφής της πρώτης τάξεως επιστημόνων. Συμπερασματικά, αναλώνεται όλο και περισσότερο από την άλλη άκρη της ουράς της καμπύλης κατανομής, ώστε να υπάρχει η τάση για κατανάλωση ενός μεγαλύτερου τμήματος της ουράς, για να πλησιάσουν οι επιστήμονες που ανήκουν σε αυτό το σημείο το μέσο όρο της αποδοτικότητας τους.

Πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι εμείς δεν λέμε πως υπάρχει κάποια μείωση των ελάχιστων δεδομένων για να είναι κανείς επιστήμονας . Απλώς φαίνεται ότι η προσπάθεια να αποκτηθούν περισσότεροι επιστήμονες αυξάνει τον αριθμό στα κατώτερα επίπεδα σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στα ανώτερα . Έτσι, παρόλο που ο αριθμός των διανοουμένων μπορεί πάντα να αυξηθεί , αυτό γίνεται με το κόστος στο μέσο όρο του επιπέδου . Από τη φύση της αυτή η διαδικασία συνεπάγεται ότι σε κάποιο στάδιο ανάμεσα στην υπανάπτυξη και την υψηλή ανάπτυξη το ζητούμενο είναι να αφαιρεθεί η κρέμα. Η κοινωνία αρχίζει να εναντιώνεται στη φυσική κατανομή της ιδιοφυΐας. Προφανώς είναι αναπόφευκτο ότι αυξημένα κίνητρα κι ευκαιρίες συντελούν σε μια μικρότερη και λιγότερο πλούσια “σοδειά” επιστημόνων, μολονότι μια επαρκής αύξηση των κορυφαίων ανθρώπων θα έκανε τη διεργασία να αξίζει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η θέση μας είναι ότι η λογισμική μείωση από αιώνες εκθετικής αύξησης λαμβάνει χώρα επειδή εμείς δεν προσφέρουμε κατάλληλες πληροφορίες. Σε ένα ορισμένο επίπεδο, μπορεί να μην αξίζει άλλο να θυσιαστούν τόσα πολλά για να αυξηθούν τα κίνητρα και οι ευκαιρίες, όταν το μόνο αποτέλεσμα είναι μια συνολική μείωση. Είναι δύσκολο να υποστηριχτεί αυτή η θέση , καθώς μπορεί εύκολα να λεχθεί ότι όσο μπορεί να παραχθούν πρώτης τάξεως επιστήμονες και όσο αυτοί μπορούν να συνεχίσουν την πρώτης τάξεως δουλειά,, είναι πάντα αξιόλογο να επενδύονται προσπάθεια και χρήματα. Αυτό , μάλλον αγνοεί τους γενικούς μηχανισμούς κάθε προσέγγισης λογισμικής σταθερότητας. Οι δυνάμεις ανάπτυξης αποστερημένες από την τακτική τους λεία αρχίζουν να εφαρμόζονται αλλού και το αποτέλεσμα είναι ένα πλήθος νέων προβλημάτων. Στο επιστημονικό εργατικό δυναμικό, αν αρχίσουμε να ξύνουμε το πάτο του βαρελιού αυτό φαίνεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ο πιο προφανής είναι μάλλον μια αναστάτωση στην παραδοσιακή κι εθνική ισορροπία μεταξύ χωρών και τομέων. Η παράδοση βασίστηκε στη φυσική ιεραρχία της ανάπτυξης σε ποικίλες περιοχές , η νέα θέση , αντίθετα, βασίζεται κατά μέγιστο μέρος στην ιεραρχία των δυνάμεων που έχουν σχέση με λογισμικούς περιορισμούς.

Στο πεδίο της επιστημονικής δραστηριότητας , όπου υπήρχε κάποτε μια φυσική διαφοροποίηση μεταξύ των ανθρώπων σε ποικίλα θέματα ανάλογα με τις προτιμήσεις τους και την ιδιομορφία των ευκαιριών και της έμπνευσης, η κοινωνία προσφέρει ποικίλα κίνητρα και ευκολίες σχεδιασμένες να προσελκύουν τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες περιοχές. Έτσι , ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης αρχίζει να υπακούει αυτές τις διαφορετικές δυνάμεις και η κατανομή αλλάζει τόσο αποτελεσματικά σαν να υπήρχε μια σταθερή προσφορά και μια ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση. Υπάρχει , λοιπόν, η ισοδυναμία μιας περιορισμένης προσφοράς ανθρώπων ανώτερης ευφυΐας, ώστε να υπάρχει αυξημένος ανταγωνισμός για να διασφαλίζει την μεγάλη συγκέντρωση τέτοιου είδους ευφυΐας στο μέσο της μειωνόμενης πυκνότητας της.

Έτσι, σε αυτή την ανταγωνιστική κατάσταση, τομείς υψηλών κινήτρων κερδίζουν έναντι χαμηλών με ένα τρόπο που παρεκκλίνει από την παράδοση . Στις ΗΠΑ και την Αγγλία σήμερα, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τέτοιο ανταγωνισμό ανάμεσα σε λαμπρά θέματα που συνεπαίρνουν τους ανθρώπους και σε αδιάφορα που δεν το καταφέρνουν αυτό. Υπάρχει μια προφανής απομάκρυνση από την αναμενόμενη τάξη της ανάπτυξης αποφοίτων εκπαιδευμένων στην ιατρική , τη μηχανολογία ,και τα παιδαγωγικά που μπορεί να αποδοθεί στην εμμονή τους στη φυσική , τα μαθηματικά και την αστρονομία .

Παρομοίως, στην παγκόσμια σκηνή εμφανίζεται η τάση οι επιστήμονες να αφήνουν τις χώρες που υπάρχουν ελάχιστα μόνο κίνητρα και ευκαιρίες για να παραχθεί εργατικό δυναμικό , και να μετακομίζουν σε τόπους όπου για να γίνει η δουλειά πρέπει να είναι εξαιρετικά ελκυστική, κυρίως στις ΗΠΑ . Η πολυεθνικότητα της επιστήμης κάνει προφανώς τέτοιες κινήσεις πιο πιθανές για τους επιστήμονες παρά για άλλες τάξεις ανθρώπων . Έτσι, οι χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Ευρώπης παραπονούνται πικρόχολα για την απώλεια του πολυτάλαντου εργατικού δυναμικού τους μέσω της μετανάστευσης,. και υποφέρουμε από τις συνέπειες από μια ροή από περιοχές με ελλείψεις σε περιοχές με πλούτη και από την κρυσταλλοποίηση των αποθεμάτων του κόσμου του μητρικού λικέρ του επιστημονικού εργατικού δυναμικού που προκαλεί αυτό το εργατικό δυναμικό να μαζεύεται στα ήδη κορεσμένα κέντρα

Ακριβώς η ίδια διαδικασία λαμβάνει χώρα ανάμεσα στους επιστημονικούς κλάδους, όπως ανάμεσα στις χώρες. Ας το αναλύσουμε λίγο παραπέρα με όρους της δομής που έχουμε ήδη βρει, η σχηματοποίηση μικρών, αφανών κολεγίων 100 περίπου ανθρώπων διακεκριμένων σε κάθε κύριο τομέα. Καθώς μια τέτοια ομάδα αναπτύσσεται σε συγκροτημένο σώμα, αυξάνοντας την αποδοτικότητα και ικανότητα να συντονίζουν της δραστηριότητες ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων και των εργασιών τους, ώστε η δύναμη της ομάδας να μοιάζει να αυξάνεται ακόμα πιο γρήγορα από το μέγεθος της. Σίγουρα, όπως έχουμε δει, οι δαπάνες της θα αυξάνονται κατά το τετράγωνο του μεγέθους της. Έτσι, έχουμε ένα φαινόμενο θετικής εισόδου. Όσο πιο δυναμική, γίνεται μια τέτοια ομάδα, τόσο περισσότερη δύναμη μπορεί να αποκτήσει. Σ’ αυτόν που φαίνεται να έχει δοθεί, και αυτομάτως συνεπάγεται την στέρηση αυτού που δεν του έχει δοθεί.

Κατά βάθος το κίνητρο που ωθεί τους Τούρκους, Γιουγκοσλάβους, Καναδούς και Βραζιλιάνους επιστήμονες να μεταναστεύουν στις ΗΠΑ είναι το ίδιο με εκείνο που ωθεί τους εν δυνάμει σπουδαστές της ιατρικής να δοκιμάσουν για ένα Ph.D. (Διδακτορικό) στην φυσική. Οι χώρες της “Μεγάλης Επιστήμης, καθώς και τα θέματα της πρέπει να πρόσφεραν επιπρόσθετο κίνητρο για να διατηρήσουν κανονική αύξηση και κάνοντας αυτό τείναν να αντιδράσουν ενάντια στην Μικρή Επιστήμη και τις μικρές Χώρες.

Αυτό είναι όσο μακριά μπορεί η παρούσα μαθηματική ανάλυση να μας πάει αλλά σπάνια ξεκινάει να δημιουργεί τα πιο σημαντικά προβλήματα του αιώνα της Μεγάλης Επιστήμης. Πρέπει μετά να διερωτηθούμε για τους επιστημονικούς κλάδους της Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας για την εξήγηση της περίεργης δύναμης κίνητρων κι ευκαιριών κατά την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης. Έχοντας ήδη επισημάνει ότι το κίνητρο των επιστημόνων και ο ρόλος των επιστημονικών δημοσιεύσεων εμφανίζεται να έχει αλλαχτεί από την ανάδυση των αφανών κολεγίων, πρέπει να το διερευνήσουμε από προσεχτικότερα.

Αν είναι να υπάρχουν περισσότεροι επιστήμονες που πέφτουν απ’ το δέντρο σαν ώριμα μήλα, πρόθυμα να επιδιώξουν τον αφιερωμένο τους στόχο σε κάθε περίσταση, τα κίνητρα είναι απαραίτητα. Κατά τη διάρκεια των προηγουμένων δεκαετιών στις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, και λιγότερο στον υπόλοιπο κόσμο, υπήρχε μια έντονη αύξηση στο κοινωνικό κύρος του επιστήμονα. Εφόσον ήταν απαραίτητος, εφόσον άρχιζε κάποιος ανταγωνισμός, υπήρχε μια αυτόματη αύξηση των γενικών μισθών και των κονδυλίων για την έρευνα και των ευκολιών υπαγορευμένων από το πρεστίζ και τη μόδα της σύγχρονης επιστήμης. Αυτή τη στιγμή δε διαφωνούμε για το αν ή όχι τα αποτελέσματα δικαιώνουν το οικονομικά, κοινωνικό ή πολιτικό αδιέξοδο. Επαρκεί να σημειώσουμε ότι κάθε αύξηση στο πρεστίζ, παράγει μια αναμφίβολα αποζημίωση σε αυξημένα αποτελέσματα, αλλά επίσης κι ένα αυξημένο ανταγωνισμό που υψώνει το ενδιαφέρον για τον επόμενο γύρο.

Εφόσον έχουμε αναλάβει να πληρώνουμε τους επιστήμονες ανάλογα με την αξία τους ή τη ζήτηση για τις υπηρεσίες τους, αντί να τους δίνουμε όπως σε άλλες αφοσιωμένες ομάδες, απλώς μια ευκαιρία να επιβιώσουν, δε φαίνεται δρόμος επιστροφής. Φαίνεται προφανές ότι οι επιστήμονες που απολάμβαναν το ακριβό και κατάλληλο βραβείο τέτοιας αναγνώρισης δεν είναι το ίδιο είδος επιστημόνων με εκείνους που έζησαν το παλιό καθεστώς στο οποίο η κοινωνία τους προκαλούσε να υπάρχουν.

Το θέμα δεν θα ήταν τόσο ενοχλητικό αν ο μόνος τρόπος για να είναι κάποιος επιστήμονας ήταν να είναι προικισμένος με τα κατάλληλα ταλέντα. Μπορούμε να πούμε ότι αν οι άνθρωποι γίνονται Ραδιοαστρονόμοι όχι από τυχαίες καταστάσεις ή επειδή παρασύρθηκαν μέσα στο χορό, αλλά επειδή αυτό θα ήταν ότι μπορούσαν να κάνουν καλύτερα. Από τις σύγχρονες σπουδές δημιουργικής ικανότητας στα επιστημονικά πεδία εμφανίζεται ότι οι γενικοί και βέβαιοι τύποι ευφυίας έχουν εκπληκτικά λίγα να κάνουν με την επίπτωση της μεγάλης κατάκτησης. Στην καλύτερη περίπτωση είναι βέβαιο ότι δε χρειάζεται παρά ελάχιστο, αλλά μέσα σ’ αυτή τη δυσμένεια η πιθανότητα να γίνει κανείς επιστήμονας μιας μεγάλης ανακάλυψης φαίνεται σχεδόν τυχαία. Μια σημειωμένη ποιότητα είναι ένα βέβαιο χάρισμα που θα ορίσουμε ανορθοδοξία, την κυριότητα να δημιουργεί συνειρμό των ιδεών, να πραγματώνεις το απροσδόκητο. Ο επιστήμονας τείνει να είναι ο άνθρωπος που κάνοντας το τεστ με το συνειρμό των λέξεων, ανταποκρίνεται στο μαύρο, όχι με το άσπρο αλλά με το “χαβιάρι”. Τέτοια παρανοϊκά χαρακτηριστικά είναι άφθονα στο παράξενα εσωτερικό επιστημονικό χιούμορ του Lewis Carroll, και σε χιλιάδες φυλλάδια και σημειώματα στα δελτία ανακοινωθέν των εργαστηρίων.

Σημειώνουμε, παρεμπιπτόντως, ότι η αντίδραση σ’ αυτή την ανορθοδοξία είναι αυτό που παράγει την επίσης χαρακτηριστική αντικειμενικότητα και το συντηρητισμό του καλού επιστήμονα, την αντίδραση που παρουσιάζει μπροστά στην ανακάλυψη και τους τρελούς συνειρμούς που βρίσκει ο ίδιος και άλλοι, το συναίσθημα ότι ο άλλος άνθρωπος πρέπει να έχει λάθος. Έχει πιαστεί σε μια βίαιη αλληλεπίδραση μιας παθιασμένα ελεύθερης δημιουργίας από τη μια μεριά, και αντικειμενικής προσοχής από την άλλη. Σύμφωνα με τον Mac Kinnon, ο πολύ δημιουργικός επιστήμονας θα μπορούσε να οριστεί ως το σπάνιο άτομο που μπορεί να βιώσει τη έντονη τάση της θεωρίας και της αισθητικής, το περπάτημα σε τεντωμένο σκοινί μεταξύ ομορφιάς και αλήθειας. Ίσως απαιτεί ένα περίεργα σταθερό παρανοϊκό γνώρισμα, το οποίο πραγματώνεται όταν κάποιος γίνεται επιστήμονας.

Η Μεγάλη επιστήμη τείνει να συγκρατήσει κάποιες εκφράσεις ανορθοδοξίας. Η ανάδυση της δουλειάς με συνεργασία και των αφανών κολεγίων, η διάταξη άψογων ανέσεων, όλα δουλεύουν προς ένα συγκεκριμένο σκοπό στην έρευνα. Φαίνεται ότι εξασκούν πίεση να κρατήσουν την πρόοδο της επιστήμης κατευθυνόμενη προς εκείνες τις άκρες για τις οποίες η ομάδα και η εργασία έχει δημιουργηθεί .

Αυτό είναι ένα παλιό επιχείρημα ενάντια στο σχεδιασμό της έρευνας και προκαλεί την ανταπόκριση ότι πρέπει να είμαστε προσεχτικοί να δίνουμε σε κάθε άνθρωπο αυτό που του αξίζει, να του επιτρέπουμε να ακολουθεί το μονοπάτι οπουδήποτε κι αν οδηγεί. Αλλά δεν υπάρχει δρόμος να βεβαιώσουμε ότι ο άνθρωπος θα κινητοποιηθεί να ακολουθήσει το μονοπάτι όταν το πρεστίζ και το κύρος βασίζονται στην αναγνώριση από την ομάδα.

Όταν το πρεστίζ και το κύρος του ατόμου είναι επαρκή ή όταν για κάποιο άλλο λόγο ολόκληρη η ομάδα μπορεί να κινητοποιηθεί να ακολουθήσει, δημιουργεί ένα επίτευγμα, ένα γνωστό τώρα τύπο φαινομένου που φέρει αρκετό επιπρόσθετο κύρος μαζί του. Παρόλο που υπάρχει συνεπώς κάποια ομαδική ενθάρρυνση από την έκθεση της ανορθοδοξίας, μπορεί κάλλιστα να είναι αυτό που εφαρμόζει μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και ότι μπορεί να σπαταλούμε ανορθόδοξα σε άλλες κατευθύνσεις. Ίσως να υπάρχει ανάγκη για μια δραστική προσπάθεια να εξασφαλιστική επάρκεια υποστήριξης για την έρευνα, χωρίς αντικείμενο, τα κονδύλια χωρίς εργασία, μέσα για σπουδές και κύρος χωρίς υποχρέωση να συνδράμουν σε ένα συγκεκριμένο στόχο, το είδος της κατάστασης που είναι σήμερα μεροληπτικά εξασφαλισμένη από ινστιτούτα για ανώτερες σπουδές και μέσω υψηλού κύρους έρευνα.

Επιστρέφοντας τώρα στο ερώτημα για το αν η ανταμοιβή από τη Μεγάλη Επιστήμη παράγει ένα είδος επιστημόνων διαφορετικών από αυτών της μικρής επιστήμης, ας κοιτάξουμε τα χαρακτηριστικά που σημειώνονται από όλους εκείνους που έχουν αναζητήσει κανονικότητες ανάμεσα σε ομάδες διαπρεπών επιστημόνων . Ο Galton, ένας από τους πρώτους ερευνητές σημείωσε ότι περισσότεροι από τους μισούς αυτής της ομάδας των διακεκριμένων επιστημόνων, ήταν το μεγαλύτερο ή το μοναδικό παιδί στις οικογένειες τους και αυτή η προοπτική πολύ περισσότερο από το μέσο όρο, έχει έκτοτε επιβεβαιωθεί σε διάφορες έρευνες. Ο Galton σημείωσε επίσης ότι μια ασυνήθιστα υψηλή αναλογία ατόμων από την έρευνα του, ήταν πολύ συνδεδεμένοι με τον ένα γονιό, πολύ συχνότερα τη μητέρα.

Επιπροσθέτως έχει έκτοτε σημειωθεί ότι αρκετοί από αυτούς τους λαμπρούς επιστήμονες έχασαν τον ένα γονιό στη νιότη τους ( πριν την ηλικία των δέκα) και έτσι προσκολλήθηκαν αρκετά στον άλλο. Το ιστορικό των περιπτώσεων δείχνει ότι οι επιστήμονες συχνά είναι μοναχικά παιδιά που το βρίσκουν ευκολότερο να συνδεθούν με πράγματα παρά με ανθρώπους. Με λίγα λόγια, αρκετά παράξενα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας μοιάζει να εφαρμόζουν σ’ αυτούς που γίνονται επιστήμονες.

Προτείνω πως όλα αυτά χαρακτηριστικά αρμόζουν σε ανθρώπους που διέπρεψαν την εποχή της Μικρής επιστήμης, καθώς και ότι δεν έχουμε ακόμα αρκετή ιδέα από οποιαδήποτε νέα χαρακτηριστικά έχουν προκληθεί από τις αλλαγές των νέων συνθηκών της Μεγάλης Επιστήμης. Αρκετά από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που βρήκαμε προηγουμένως, φαίνονται επακόλουθα της υπόθεσης ότι αρκετοί επιστήμονες που έχουν στραφεί στο επάγγελμά τους για συναισθηματική ικανοποίηση που αλλιώς τους έλειπε. Αν αυτό αληθεύει είναι μόνο μια μερική εξήγηση, μπορεί να διαπιστωθεί πόσο καταστροφικά μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της αλλαγής συναισθηματικής επιβράβευσης της επιστημονικής ζωής. Αν οι επιστήμονες ήταν στο σύνολό τους, σχετικά φυσιολογικοί άνθρωποι, ίσως λίγο πιο ευφυής από τους άλλους ή έστω πιο ευφυής σε μερικούς τομείς δε θα ήταν τόσο δύσκολο. Αλλά εφόσον παρουσιάζεται ότι οι επιστήμονες είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στους τρόπους που επιτυγχάνουν ικανοποίηση και στα πολύ προσωπικά γνωρίσματα που τους έχουν ωθήσει να γίνουν επιστήμονες, πρέπει να ερευνηθεί προσεχτικά οτιδήποτε ανακατεύει και αλλάζει αυτά τα συστήματα επιβράβευσης. Οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή θα κάνει τους Μεγάλους Επιστήμονες ανθρώπους διαφορετικού ταμπεραμέντου και προσωπικότητας από εκείνη που έχουμε συνηθίσει ως παραδοσιακή ανάμεσα στους Μικρούς επιστήμονες.

Η νέα φάση της επιστήμης φαίνεται να έχει αλλάξει την διαδικασία επιβράβευσης κατά δύο διαφορετικούς τρόπους. Αφενός, έχουμε εισαγάγει το βραβείο του γενικού κύρους και οικονομικού αντικρίσματος, όπου υπήρχε σε μικρότερο βαθμό πριν και αφετέρου, έχουμε παροτρύνει τον επιστήμονα να αναζητεί την επιδοκιμασία των ομότιμών του, κατά ένα διαφορετικό τρόπο. Ο άνθρωπος των εξισώσεων του Μaxwell ήταν κάτι διαφορετικό από αυτόν του εμβολίου του Salk. Παρόλο που σύμφωνα με το μύθο ο επιστήμονας υποτίθεται ότι είναι αιωνίας υποκινούμενος μόνο από έμφυτη περιέργεια για το πως λειτουργούν τα πράγματα και τι μπορούν να κάνουν, υπάρχει σήμερα ένας διαφορετικός κοινωνικός μηχανισμός, δια του οποίου ο άνθρωπος οδηγείται να αισθανθεί την προσωπικές του εμπνεύσεις και ανεξαρτησία αναγνωρισμένη από άλλους ανθρώπους σαν να έχει θριαμβεύσει πάνω στη μυστικότητα της φύσεως.

Αν αυτό είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, αληθινό είναι σαφές ότι σε λιγότερο διαστρωματωμένες περιοχές τα αφανή κολέγια και όλες οι κατώτερες ομάδες παρέχουν κύρος και τα μέσα για να ζήσει κανείς μια καλή ζωή. Η ενασκούμενη δύναμη και όσο περισσότερη δύναμη έχει κάποιος σε μια τέτοια ομάδα, τόσο ευκολότερα μπορεί να επιλέγει τους καλύτερους φοιτητές, να τραβά τα μεγαλύτερα κονδύλια, την αιτία της ύπαρξης των μεγαλύτερων ερευνών. Τέτοια δύναμη δεν εκπροσωπεί κάποιον εγωκεντρικό πόθο από την πλευρά του επιστήμονα. Η κοινωνία υποστηρίζει αυτή τη δομή και πληρώνει, γι αυτήν όλο και περισσότερα, καθώς τα αποτελέσματα της δουλειάς του επιστήμονα είναι ζωτικά για τη δύναμη, την ασφάλεια και το όφελος του κοινωνικού συνόλου. Με οτιδήποτε αναφέρθηκε να βασίζεται σ’ αυτόν, από την ελευθερία στρατιωτικής επιδρομής μέχρι την ελευθερία από τις αρρώστιες, ο επιστήμονας κινεί τα νήματα ολόκληρης της πολιτείας.

Εύχομαι να μην είναι πολύ δραματικό να συγκρίνουμε την παρούσα θέση της επιστημονικής ηγεσίας με εκείνη που υπήρχε σε άλλες χώρες, καθώς και σε αυτή τη χώρα σε άλλες εποχές, ανάμεσα στις ομάδες που συνήθιζαν να ελέγχουν τα μέσα του μέλλοντος. Περιστασιακά, η στρατιωτική δύναμη έχει υπερισχύσει, και κατόπιν οι στρατηγοί κατείχαν τον έλεγχο, πίσω από κάθε εξέγερση του παλατιού ή Υπουργικό Συμβούλιο. Κάπου αλλού η κινητήριος δύναμη της πολιτείας και της εκπλήρωσης των αποφάσεων ήταν τα οικονομικά και ο έλεγχος του κεφαλαίου. Σε μια νομοθετική διακυβέρνηση το ζωτικό μέρος κατέχουν άνδρες νομικής εκπαίδευσης. Σε μια δημοκρατία είμαστε εξοικειωμένοι να βρίσκουμε την ηγεσία σε ανθρώπους που προέρχονται από όλους τους τομείς που είναι κρίσιμη για το πεπρωμένο του Κόσμου.

Μέχρι πρόσφατα, ο επιστήμονας, καθώς έπαιζε ένα χρήσιμο ρόλο στα θέματα της πολιτείας, ήταν ένα παθητικό όργανο που το συμβουλεύονται σαν λεξικό, να παρουσιάζει μετά από εντολή τη σωστή απάντηση. Αρκετοί επιστήμονες και μη θα πιστεύουν ότι είναι επιθυμητό να διατηρείται μπροστά σε όλες τις δυσκολίες την πρόταση ότι οι επιστήμονες θα έπρεπε να είναι προς χρήση και όχι στην κορυφή. Χωρίς να αμφισβητείται η ηθική της περίπτωσης, μπορεί να υποδείξει κανείς ότι οι θετικές πληροφορίες διευθύνοντας τη δύναμη των επιστημόνων εργάζεται ενάντια σε κάθε τέτοια πρόταση το αυξημένο κύρος των επιστημόνων και των επιστημονικών εργασιών τους κάνει επιπλέον ζωτικούς για την πολιτεία και την θέτει διαρκώς σε θέση να τοποθετεί τεχνικές αποφάσεις σε τεχνικά χέρια.

Παρόλα αυτά, επιχειρηματολογώ όχι τόσο πολύ για την ανάληψη του ελέγχου από επιστήμονες πάνω σε θέματα της τεχνικής του ελέγχου από επιστήμονες πάνω σε θέματα της τεχνικής του επιδεξιότητας, αλλά περισσότερο η νέα τους τάση να αναδυθούν στο πολιτικό προσκήνιο ως αντιπρόσωποι μιας ομάδας ανθρώπων που κινούν τα νήματα του πολιτισμού μας πρόκειται να ενθαρρυνθεί. Σε μια κορεσμένη οικονομία της επιστήμης είναι προφανές ότι η κατάλληλη παράταξη πόρων γίνεται πολύ πιο σημαντική από τις δαπανηρές προσπάθειες για την αύξησή τους.

Στη Μεγ. Βρετανία και στις ΗΠΑ πολύ λίγοι από τους γερουσιαστές, τα μέλη του Κοινοβουλίου και τους ενεργούς πολιτικούς - λιγότερο από 3% στην πραγματικότητα - είχαν εκπαιδευθεί στην επιστήμη ή την τεχνολογία. Ανάμεσα στους βοηθούς του Ανώτατου Συμβουλίου της ΕΣΣΔ, ο αριθμός υπερβαίνει το 25%, και παρόλο που ο μηχανισμός της κυβέρνησης τους είναι πολύ διαφορετικός από της δικής μας, το εκλαμβάνω ως ένδειξη του τρόπου που απλώνεται το δικό μας μέλλον.

Τον παλιό καιρό της μικρής επιστήμης υπήρχε μια τρομερή αντίδραση ενάντια στην πολιτική δράση από τους επιστήμονες. Ήταν σαν μοναχικοί λύκοι: εκτιμούσαν την ανεξαρτησία τους. Στο σύνολό τους, τους αρέσουν τα πράγματα, αλλά δεν ήταν τόσο καλοί με τους ανθρώπους. Η αποζημίωσή τους ήταν η επιδοκιμασία των συναδέλφων τους και δεν υποτίθεται ότι έπρεπε να ποθούν είτε οποιοδήποτε είδος θαυμασμού από τον άνθρωπο του δρόμου ή κοινωνικό κύρος μέσα στην κοινωνία. Είτε τους αρέσει είτε όχι, έχουν αποκτήσει σήμερα αυτό το κύρος, καθώς και έναν αυξανόμενο δείκτη ευημερίας. Έχουν αποκτήσει τη συνηθισμένη εμπειρία. Όταν είδα πρώτη φορά τον κωμικό χαρακτήρα του Superman που έμοιαζε κάποτε τόσο πολύ με αμερικανό ποδοσφαιριστή να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μου με πυρηνικό φυσικό, ένοιωσα ότι ξανάρχιζε το παλιό παιχνίδι και ότι ο επόμενος πρόεδρος θα μπορούσε να είναι πρώην επιστήμονας.

Αυτή είναι η πιστωτική πλευρά του καταλόγου που εξισορροπεί μερικές από τις άλλες, όχι τόσο καλές, αλλαγές που έχουν ήδη σημειωθεί στην πρώτη γενιά του καινούργιου ύφους Μεγάλης Επιστήμης. Ο επιστήμονες γίνεται δεκτός από την κοινωνία και πρέπει να επωμιστούν την ευθύνη του σε αυτό με ένα τρόπο. Η σχετικά εγωιστική, ελεύθερη επέκταση από εκθετικά αυξανόμενη προσωπική κυριότητα επιστημονικών ανακαλύψεων πρέπει να μετριασθούν όταν κανείς βρίσκεται σε λογισμική κατάσταση αγωνίζοντας να φτάσει εκεί πριν από κάποιον άλλον δεν είναι μια αφάνταστα ανεύθυνη πράξη.

Πρέπει σίγουρα να θεωρηθεί θέμα αρχής ότι μια χώρα που έχει φτάσει σε πλήρη υπολογιστική ωριμότητα, διαποτισμένη με την επιστήμη πρέπει να προσπαθεί να συμπεριφέρεται με ωριμότητα και σοφία. Πρέπει να δίνει οδηγίες στις νεότερες χώρες που αναπτύσσονται γύρω της και σταδιακά περνούν σε επιστημονική ανωτερότητα.

Ένα από τα πράγματα που συμβαίνουν είναι η ωρίμανση μιας σίγουρα υπεύθυνης συμπεριφοράς μεταξύ των επιστημόνων ανάλογα με αυτό που, σχεδόν προϊστορικά χρόνια, παρότρυναν τους επιστήμονες προς την ιδέα του Ιπποκρατικού Όρκου. Αντιθέτως με το δημόσιο αίσθημα, αυτό συνέβη όχι επειδή οι γιατροί ήταν ασυνήθιστα αφιερωμένοι ή πνευματώδης άνθρωποι, αλλά επειδή όλοι καθίστατο τόσο εύκολα υπεύθυνοι από τους πελάτες τους για δηλητηρίαση ή κατάχρηση εξουσίας. Ο επιστήμονας έχει δυσκολότερες ώρες φτάνοντας σ’ αυτό, καθώς ο πελάτης του είναι συνήθης η πολιτεία παρά κάποιο άτομο. Η ενοχή του φαίνεται μπροστά στα μάτια του Κόσμου παρά σ’ αυτά ενός ατόμου. Αναφέρομαι εδώ όχι μόνο σε τέτοια θέματα, όπως οι πυρηνικές δοκιμές και η διαρροή ραδιενεργούς σκόνης, αλλά επίσης σε ένα γενικό ερώτημα, τι υπηρεσία προσφέρει η επιστήμη για το κοινό όφελος και για τη βελτίωση της υψηλότερης κατανόησης του ανθρώπου. Τα αφανή κολέγια και οι ομάδες έχουν τώρα τη δύναμη να εγκαταλείπουν τους δηλητηριαστές και ανεπιτυχείς και να τους αποσύρουν από τον προστατευτικό πέπλο της αδιαφορίας που άρμοζε στις μέρες της Μικρής Επιστήμης.

Είναι εγκαρδιωτικό να ανακαλύπτει ότι γενικά, παρά διάφορα πολυδημοσιευμένα παραδείγματα, το παγκόσμιο σώμα επιστημόνων έχει υπάρξει αξιοσημείωτα ομόφωνο σε πολιτικούς υπολογισμούς κατά τη διάρκεια πρόσφατων ετών, και συνεπές στην δημόσια δράση την εποχή της Μεγάλης Επιστήμης. Η πρόσφατη ανάλυση του Robert Gilpin αυτής της συνέπειας πραγματοποιεί ένα πολύ ελπιδοφόρο ντοκουμέντο.

Οι επιστήμονες ελάχιστα έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι κρατούν στα χέρια τους ένα μεγάλο ποσό δύναμης από το οποίο έχουν πολύ λίγο χρησιμοποιήσει. Οι σειρές παλαιότερων επιστημόνων και διαχειριστών της επιστήμης έχουν τώρα ανέρθει στο σημείο όπου πιστεύω δεν είναι πολύ πριν μερικοί από τους καλούς αρχίσουν να εισέλθουν στην πολιτική σχετικά βίαια. Χρειαζόμαστε τέτοιους ανθρώπους στην εθνική αλλά και τη διεθνή σκηνή. Τους χρειαζόμαστε για την εσωτερική αναδόμηση ολόκληρης της κοινωνικής διάρθρωσης της επιστήμης, καθώς και για τα εξωτερικά προβλήματα της επιστήμης στην υπηρεσία του ανθρώπου.

Ελπίδα μου είναι σ’ αυτές τις διαλέξεις, πέρα από την δική μου περηφάνια και προκατάληψη κατά την μετάφραση των δεδομένων, να έχω καταφέρει να δείξω ότι ολόκληρες σειρές δυσφοριών και δυσκολιών του επιστημονικού εργατικού δυναμικού και της φιλολογίας του είναι τμήμα μιας απλής διαδικασίας, κατά την οποία τελικά βρίσκουμε μια αλλαγή της κατάστασης της επιστήμης την προτίμηση της οποίας δεν έχουμε δει για 300 χρόνια. Η νέα κατάσταση της επιστημονικής ωριμότητας θα εκραγεί πάνω μας μέσα στα επόμενα χρόνια και μπορεί να δημιουργήσει ή να καταστρέψει τον πολιτισμό μας, να μας οδηγήσουν στην ωριμότητα ή να μας καταστρέψουν. Εν τω μεταξύ πρέπει να αγωνιστούμε να είμαστε έτοιμοι με κάποια γενική κατανόηση της ανάπτυξης της επιστήμης.

και πρέπει να ψάξουμε για σημαντική ανάληψη δύναμης από υπεύθυνους επιστήμονες, υπεύθυνους εντός της οργάνωσης του δημοκρατικού ελέγχου και με καλύτερη γνώση πως να στήσουν το σπίτι της σε τάξη περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, από οποιαδήποτε άλλη εποχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου