Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ




ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ



Wiebe . E. Bijker


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 1991, 0: 30 πμ , Νέα Ζηλανδία, στις Ολλανδικές Παραθαλάσσιες περιοχές, Νότια του Ρότερνταμ, τα φώτα είναι ακόμα αναμμένα στα περισσότερα σπίτια και στις φάρμες. Ο αέρας, 11 μποφόρ, ουρλιάζει πάνω από τις πεδιάδες και σηκώνει πελώρια κύματα πάνω από τα φράγματα. Δέντρα ξεριζώνονται και κεραμίδια ξεκολλούν από τις σκεπές των σπιτιών. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που οι κάτοικοι της Νέας Ζηλανδίας ξενυχτάνε. Γύρω στις 1:30 πμ, η παλίρροια θα έχει δυναμώσει. Όχι τόσο σε δύναμη, αλλά σε ένταση. Η νοτιοδυτική θύελλα, η οποία “ οργίασε” για 2 ημέρες, ανάγκασε την νότια θάλασσα να υποχωρήσει προς τα στενά των Αγγλικών καναλιών, και ψηλά στις ακτές της Ζηλανδίας είναι 3 με 4 μέτρα ψηλότερη – δυνατότερη από την φυσιολογική.

Ο φόβος της παλίρροιας είναι που κρατάει τους κατοίκους ξάγρυπνους. Το Φλεβάρη του 1953, 39 χρόνια πριν, η Ζηλανδία πλημμύρισε από ένα παρόμοιο συνδυασμό δύναμης (αέρα) και παλίρροιας. Τη νύχτα εκείνη 1.835 άνθρωποι πνίγηκαν, περισσότεροι από 750.000 κάτοικοι επλήγισαν και 400.000 στρέμματα γης πλημμύρισαν. Από τότε οι Ολλανδοί μηχανικοί έχουν φράξει τις εισόδους νερού. Έχουν σηκώσει φράγματα και έχουν “χαλιναγωγήσει” τους αμμόλοφους. Άνθρωποι υψηλής επιστημονικής τεχνολογίας, έχουν προσληφθεί για να υποστηρίξουν αυτήν την πλευρά της Ολλανδικής παραλίας (ακτής). Ποιος μπορεί όμως να εγγυηθεί ότι σήμερα το βράδυ δεν θα είναι η μία νύχτα στις 4.000 που η θάλασσα θα περάσει από τα φράγματα ξανά ;

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – ΑΦΗΓΗΣΗ

Η τεχνολογία και η παραλιακή μηχανική έχουν κατορθώσει να κάνουν εφικτή την παραμονή 10 εκατομμυρίων Ολλανδών, δίπλα στην θάλασσα και πίσω από τα φράγματα. Χωρίς αυτήν την τεχνολογική υποστήριξη δεν θα υπήρχε η Ολλανδία. Ακόμα και η τεχνολογία σ’ αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή, όπως και σε άλλες συντελεί σημαντικά στην σημερινή κοινωνία. Μοιάζει σχετικό να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον ρόλο που μπορεί η τεχνολογία να πάρει, πως επηρεάζει την κοινωνία, πως προοδεύει, πως (γυρίζει) αλλάζει ακόμα και να ελέγχεται. Αυτό το κεφάλαιο θα αναφέρει (μελετήσει) σπουδές – έρευνες, που αναφέρονται σ’ αυτό (που έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν) το φαινόμενο. Θα προσπαθήσει επίσης να αναλύσει ( αναφορικά ) και να περιγράψει την τεχνολογία των φραγμάτων, που οι Ολλανδοί χρησιμοποίησαν για να προφυλάξουν τις ακτές από την θάλασσα.

Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν αρχικά τις ψυχολογικές έρευνες της τεχνολογίας, καθώς θα παραμελήσω να αναλύσω πολλές άλλες σπουδαίες πλευρές της λογοτεχνίας (φιλολογίας). Αρχικά, υπάρχει η ιστορία της τεχνολογίας. Για μια περιεκτική αναφορά, ειδικά στην Αμερικανική εργασία – έρευνα αυτού του τομέα, δείτε Staudenmaier ( 1985 ), Troitzsch & Wohlauf (1980), παρέχουν μια εισαγωγή στην Γερμανική παράδοση. Το δεύτερο μέρος της δουλείας, το οποίο επεκτείνεται στον πιο μικρό βαθμό, είναι η οικονομική πλευρά αυτής της τεχνολογικής αλλαγής. (Δείτε επίσης το κεφάλαιο – την αναφορά του Michael Callon πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το “εικαστικό” στοιχείο περιγράφεται από τους Dosi, Freeiman, Nelso, Siverberg & Soete (1988). Δεν θα σχολιάσω την άμεση ανάγκη προσέγγισης στον ρητορικό και γλωσσολογικό τομέα ανάλυσης της τεχνολογίας ούτε όμως θα αναφερθώ σε φιλοσοφικές σπουδές – μελέτες – έρευνες της τεχνολογίας. Είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε τις άκρες – δεσμούς σύνδεσης- στις φιλοσοφικές μελέτες – έρευνες (Winner 1991). Μια κεντρική σειρά από εκδόσεις, σ’ αυτόν τον τομέα, είναι οι διάφορες εκδόσεις της “Έρευνας στην Φιλοσοφία και την Τεχνολογία” ( γραμμένο με εκδότη τον Paul Durbin). Μια καλή παρουσίαση του θέματος, παρέχεται από τον Rapp (1981) και τον Micham (1980) παρουσιάζει – δίνει μια περιεκτική ιστορική και βιβλιογραφική μορφή του θέματος. Η ανθρωπολογία και η αρχαιολογία είναι πιθανά σχετικές, αλλά δεν καλύπτονται σ’ αυτό το κεφάλαιο.

Δεν έχω διαλέξει μια πειθαρχική ή χρονολογική ανασκόπηση, αλλά μια θεαματική σειρά της εφαρμογής της τεχνολογίας, βάζοντας σαν μοντέλο την ανάπτυξή της σοσιολογικοτεχνικής συγκέντρωσης – συναρμολόγησης, ελέγχου και παρεμβολών. Στην παρουσίαση μου επίσης για την τεχνολογική εικόνα χρησιμοποιώντας Ολλανδική μηχανική – μηχανολογία, θα αναρωτηθώ :

Πως είναι η ζωή στην τεχνολογική πλευρά ;

Ποιες είναι οι απασχολήσεις των μηχανικών και των τεχνικών;

Ποια η μορφή της τεχνολογίας και πως η κοινωνία είναι φτιαγμένη καθ’ αυτής ;

Είναι ουτοπία να προσπαθείς να ταξινομήσεις μια περίπλοκη έννοια (ορολογία) όπως “τεχνολογία”, “επιστήμη” και “κοινωνία”σε ένα εγχειρίδιο όπως αυτό. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να περιορίσω τον εαυτό μου να τονίσει την ευρύτητα της λέξης “τεχνολογία” όπως θα χρησιμοποιηθεί σ’ αυτό το κεφάλαιο. Η λέξη “τεχνολογία” θα έχει τουλάχιστον τρεις διαφορετικές προοπτικές έννοιες :

Φυσική –αυτόνομη (όπως τα αυλάκια),

Ανθρώπινα δημιουργήματα (όπως δημιουργώντας τα αυλάκια), και

Γνώσεις (όπως να γνωρίζεις το πώς χτίζονται τα αυλάκια και την υδροδυναμική που χρησιμοποιείται σαν πείραμα στα εργαστήρια).


Επίσης, θα σκεφτώ την λέξη τεχνολογία να αντιπροσωπεύει όχι μόνο την χειροδυναμική τεχνολογία (όπως υπόστρωμα), αλλά επίσης την “κοινωνική” τεχνολογία (όπως τα παραδοσιακά διαχειριζόμενο αυλάκι που χρησιμοποιείται στην Ολλανδία).

Μ’ αυτό τον τρόπο ομιλίας για την τεχνολογία, κόβουμε κατά μήκος τις παραδοσιακές διαχωρίσεις που γίνονται ανάμεσα στις λέξεις όπως : τεχνική ,technics, και τεχνολογία. Στα αγγλικά, η λέξη technics είναι ισοδύναμη με την λέξη είδη κιγκαλερίας, η λέξη τεχνική είναι σχετική και χρησιμοποιείται σε συνάρτηση με τις έννοιες μέθοδοι, προσόντα και εργασία ρουτίνας, και επίσης σε ότι έχει σχέση με εργασία που γίνεται όταν χρησιμοποιείται τσιμέντο, η λέξη δε τεχνολογία έχει δύο τελείως διαφορετικές έννοιες – η πρώτη είναι η επιστήμη της τεχνικής και της τεχνολογίας και η δεύτερη, η ανεπτυγμένη επιστήμη – που βασίζεται στην οργάνωση της τεχνικής και της τεχνολογίας (Rapp, 1981 , Winner 19977). O πρώτος πρακτικός λόγος για τον οποίο παρέχουμε αυτές τις οριοθετήσεις είναι γιατί πάνω από δύο δεκαετίες, οι περισσότεροι συγγραφείς έχουν διαχωρίσει την χρήση της λέξης τεχνολογία για να καλύπτει όλες τις έννοιες και θα είναι μάλλον σχολαστική απόπειρα να προσπαθήσουμε να αντικαταστήσουμε την εργασία τους με μια πιο σχολαστική ορολογία. Ο δεύτερος πιο αξιόλογος και ουσιαστικός λόγος είναι ότι τέτοιοι διαχωρισμοί μοιάζουν να είναι μάλλον ψεύτικοι, έτσι κι αλλιώς. Όπου υπάρχουν τέτοιοι διαχωρισμοί που έχουν ισχύ, είναι τα αποτελέσματα της τεχνολογικής εργασίας περισσότερη βασισμένη σε ουσιαστικές περιουσίες (υποθέσεις) των επιστημόνων. Ένα αυλάκι το οποίο είναι τεχνικό και αποτελείται από άργιλο – πηλό, άμμο και πέτρες κατασκευασμένα έτσι ώστε να αντέχει διάφορες εντάσεις και δυνάμεις νερού. Είναι επίσης μια τεχνική μέθοδος με την οποία απομακρύνονται τα νερά, και τέλος το οργανωτικό τεχνολογικό σύστημα το οποίο είναι ένας συνδυασμός (υπόστρωμα) από άμμο, πέτρες, μηχανήματα μέτρησης (τεχνικής και διαχειριστικής τεχνικής). Ποια από αυτές τις τρεις τεχνικές φραγμάτων είναι η σωστή, Θα εξαρτηθεί από την απάντηση στα παρακάτω ερωτήματα. Μια μέθοδος προσδιορισμού της τεχνολογίας η οποία δεν μας μπλέκει στο να κάνουμε μια πρώιμη διαχώριση, αλλά αντίθετα μας επιτρέπει να βρούμε, όπως οι ηθοποιοί, παρόμοιους διαχωρισμούς, στις επικείμενες διαχωρίσεις, η οποία μοιάζει πιο δυνατή. Θα επιστρέψω σ’ αυτό το θέμα αργότερα.

Πριν συνεχίσω, θα παρουσιάσω ορισμένες – μερικές από τις πλευρές της “μηχανικής και κατασκευής φραγμάτων”, με παράδειγμα την υπόθεση του 1953, που ονομάστηκε η “Ολλανδική πλημμύρα”. Αυτή η παράγραφος είναι κατά κύριο λόγο βασισμένη σε μελέτες που έχουν ήδη εκδοθεί, πραγματικές μαρτυρίες, και σε συνεντεύξεις. Δείτε Veen’ s(1962) pp. 170 – 200 τελευταίο κεφάλαιο (με ψευδώνυμο Κασσάνδρα) για μια πραγματική μαρτυρία στα Αγγλικά από κάποιον που ηγείται την Ολλανδική Μηχανική. Επίσης στα Αγγλικά είναι και η “Μάχη της Πλημμύρας” (1953).

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΤΟΥ 1953

Η πλημμύρα στις κάτω (νότιες – παραθαλάσσιες) περιοχές της Ολλανδίας είναι διαφορετική απ’ ότι στα άλλα μέρη του κόσμου. Όταν ξεκινά μια πλημμύρα, κανονικά τα φράγματα, για θαλάσσιο νερό, αφού έχοντας πραγματοποιήσει διάφορες καταστροφές ,το νερό θα επιστρέψει στην θάλασσα όταν η καταιγίδα τελειώνει. Αυτό δεν γίνεται στην Ολλανδία. Επειδή η ξηρά είναι κάτω από το θαλάσσιο επίπεδο η θάλασσα δεν θα κατατροπώσει τα πάντα. Αντίθετα, τα ρυάκια θα γεμίσουν και το νερό θα μπαινοβγαίνει ανάμεσα από τα χωρίσματα του φράγματος, με αποτέλεσμα να τα διευρύνει κάθε 6 ώρες. Η τεχνολογία και το κόστος αποζημίωσης αυτών των περιοχών θα εκτιμηθεί με αποτέλεσμα να γίνει βιώσιμη (καλλιεργήσιμη) γη. Είναι μια περιοχή κάτω από το επίπεδο της θαλάσσιας επιφάνειας (γης) , που δημιουργήθηκε με φράγματα (περιτριγυρισμένη) και μετά αφαιρώντας από μέσα το νερό. Περίπου 40 % της Ολλανδίας δημιουργήθηκε από διαφορετικά σε μέγεθος από λίγα μέχρι εκατοντάδες κυβικά μίλια. Το κόστος για την διαχείριση αυτών των διαφορετικών χώρων, τα οποία πλημμύρισαν το 1953, ήταν περίπου 5 φορές υψηλότερο από την κανονική τιμή πώλησης ανά ίντσα. Βλέποντας το από μια καθαρή οπτική οικονομική σκοπιά αυτό είναι γελοίο .

Στο ξημέρωμα της Κυριακής, 1 Φεβρουαρίου 1953, το ραδιόφωνο προειδοποιούσε :

“Πολλά φράγματα αυλάκια έχουν καταστραφεί. Αυτός είναι ένας “ειδικός” κίνδυνος στο Ouderkerk. Υπάρχει ένα μεγάλο ρήγμα στο Ouderkerk”.

Τα τεχνικά αυλάκια – φράγματα στον ποταμό Phine του Ouderkerk, χρειάζονται επείγουσα προστασία από το κέντρο της Ολλανδίας και τις πόλεις όπως το Ρότερνταμ , το Delft, το Hague, το Leiden, Gouda και το Άμστερνταμ (δείτε παράγραφο 11.1). Το γεγονός ότι το κέντρο της Ολλανδίας, παρεπιπτώντως δεν πλημμύρισε, ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού της γρήγορης αντιμετώπισης και της ύπαρξης ορισμένων μικρών φραγμάτων (καναλιών) τα οποία είχαν παραμείνει ενεργά στο δίκτυο, το οποίο δημιουργήθηκε στις αρχές του αιώνα. Ένα μικρό πλοίο, το οποίο επισκευαζόταν στον ποταμό κοντά στο Ouderkerk, παρασύρθηκε μέσα στο λιμάνι, με μήκος 7 μέτρα και προσάραξε. Προσάραξε ακριβώς μπροστά στον μόλο (στις αρχές) στα σύνορα του φράγματος, ενώ κάτοικοι και στρατιώτες γέμισαν το κενό με αμμόσακους μετά και έφραξαν τα νερά. Πριν το μέσον της νύχτας, το λιμάνι είχε κλείσει και η κεντρική Ολλανδία σώθηκε (αυτό το γεγονός ζωντανεύει τον μύθο διάσωσης της Ολλανδίας από τον Hansje Brinker, ένα οκτάχρονο αγόρι, που διαφύλαξε την πόλη του Haarlem και τα γύρω αγροκτήματα τοποθετώντας το δάχτυλό του στην τρύπα του φράγματος όταν είδε την θάλασσα μανιασμένα να ξεχύνεται μέσα. Κατά την διάρκεια εκείνης της ημέρας, τα παλαιά αυλάκια, τα οποία θεωρώντας από τον Van Veen (1962) σαν εξ’ ουρανού κατακόρυφη τύχη που δεν τους άξιζε (παράγραφος 177). Δεν τους άξιζε γιατί οι μηχανικοί – μηχανολόγοι, είχαν προειδοποιήσει την κυβέρνηση πολύ καιρό πριν ότι η πρόσχωση (του λυμένος) – προσχώσεις και οι τεχνίτες διέξοδοι του ύδατος, ήταν ανεπαρκείς. Ο ίδιος ο Van Veen σαν ειδικός – αρχηγός μηχανικός – μηχανολόγος του Rilkswatersraab (όπως θα δείτε παρακάτω) ήταν ο ειδικός ομιλητής για την αναβάθμιση της κατάστασης των Ολλανδικών προσχώσεων (αυλάκια). Ένα χρόνο αργότερα περίπου, στις 6 Νοεμβρίου 1953, το τελευταίο και μεγαλύτερο παλιρροιακό κύμα ήταν ακριβώς πριν η χειμωνιάτικη θύελλα αρχίσει ξανά.

Η όλη γκάμα (πρόοδος) της τεχνολογίας, η οποία είχε αναπτυχθεί κατά το πέρασμα των δεκαετιών, για τον “πόλεμο” της θαλάσσιας καταστροφής, ήταν αναγκασμένη να επανακτήσει (αποζητήσει0 τον έλεγχο της καταπατημένης (αποξηραμένης) γης. Πρώτα απ’ όλα, ο χρόνος – η στιγμή ήταν κρίσιμη. Οι προσχώσεις –αυλάκια μεγαλώνανε γρήγορα, σε όλα τα πιθανά ανοίγματα. Το μεγαλύτερο άνοιγμα- κενό στην καταστροφή του 1953 είχε μήκος 100 μέτρα και βάθος 15 μέτρα την 1 Φεβρουαρίου, αλλά λίγους μήνες αργότερα μεγάλωσε – επεκτάθηκε στα 200 μέτρα μήκος και 20 μέτρα βάθος. Αν τα αυλάκια – προσχώσεις δεν επιδιορθώνονται μέχρι τον επόμενο χειμώνα (την επόμενη χειμερινή περίοδο) αυτή η περίοδο της μπορεί να μην γίνονταν. Επίσης στην κλίμακα των λεπτών, ο χρόνος ήταν κρίσιμος. Η καλύτερη περίοδος επισκευής είναι όταν τα προσχώματα- αυλάκια είναι μικρά. Οπότε η καλύτερη στιγμή επιδιόρθωσης των κενών είναι λίγα λεπτά αργότερα από την δημιουργία τους, (από την έφοδο του νερού). Η παλαιά (σε ηλικία ) τεχνική είναι να φτιαχτεί μια ομάδα συνεχούς εργασίας, μέχρι να κλειστεί και το τελευταίο χαντάκι – πρόσχωση (του εδάφους) σε λεπτά από την είσοδο του νερού με το φράγμα, μόλις το νερό είναι σε μικρή εμβέλεια – απόσταση (μόλις ίντσες) πάνω από το θαλάσσιο επίπεδο. (Κατά την διάρκεια εισόδου νερού, η κατεύθυνση της παλίρροιας αλλάζει από ηρεμία σε πλημμύρα και αντίστροφα). Αργότερα το ύψος μπορεί να αυξηθεί και το ανάχωμα – φράγμα να καταστραφεί.

Για αιώνες η λέξη κλειδί “υλικό” χρησιμοποιείται για να δυναμώσει και να διορθώσει τα παραχώματα από αμμόσακους. Την νύχτα της 1 Φεβρουάριου 1953, αμμόσακοι ήταν δυνατόν να βρεθούν μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης στις αποθήκες ανεφοδιασμού οι οποίες παίξανε σημαντικό ρόλο. Μόνο από το κλείσιμο του Zuiderzee το 1920 που οι πήλινοι λίθοι άρχισαν να χρησιμοποιούνται για να χτιστούν τα παραχώματα, τα οποία ήταν πολύ μεγάλα για να χρησιμοποιηθούν αμμόσακοι. Η (ζωντανή) συγγενική εισβολή με την Νορμανδία έγινε πιθανή από caissons οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για να κλείσουν το παλιρροιακό κενό ξαφνικά και να χτίσουν την βασική δομή του παραχώματος. Το caisson

είναι ένα μεγάλο κατασκεύασμα που επιπλέει, συχνά κατασκευασμένο από μπετόν, το οποίο είναι ρυμουκλισμένο από την δεξιά πλευρά και μετά βυθισμένο μέσα στο θαλάσσιο κρεβάτι για να υποστηρίξει το σκελετό ενός παραχώματος ή φράγματος. Από το 1920 πελώριες ποσότητες από μη συσκευασμένη άμμο, από τον βυθό της θάλασσας ή από το βυθό της θάλασσας, χρησιμοποιείται για να δυναμώσει την υποστήριξη του παραχώματος. Πιο πρόσφατα (γύρω στο 1960) μεγάλοι όγκοι μπετόν άρχισαν να χρησιμοποιούνται, τους οποίους ειδικά κατασκευασμένα πλοία, τραίνα ή ακόμα και ελικόπτερα μετέφεραν.

Το 1953, όπως και στους αιώνες πριν, η ανθρώπινη δύναμη ήταν η πηγή δύναμης που έκανε την περισσότερη δουλειά. Αυτή ήταν και η μόνη πηγή δύναμης η οποία διανέμετο απλόχερα κατά την έκσταση της Ολλανδίας παραθαλάσσιας έκτασης η οποία είναι ισάξια να παρατηρηθεί με μικρή ειδοποίηση. Τα σακιά ήταν μεταφερόμενα από ανθρώπινες αλυσίδες και τοποθετημένα- παρατημένα στις σωστές θέσεις. Για το τελικό κλείσιμο των ρηγμάτων του 1953, βυθοκόροι μη μηχανή, ρυμουλκά και γερανοί χρησιμοποιήθηκαν αλλά την νύχτα του Φλεβάρη 1953, η ανθρώπινη δύναμη ήταν που έσωσε την ημέρα.

Μια θωρακισμένη θεμελίωση είναι απαραίτητη για να χτιστεί ένα παράχωμα σε ένα κενό με παλιρροιακό κύμα – φαινόμενο, η θαλάσσια άμμος δεν κάνει αφού διασκορπάται με αποτέλεσμα την υπονόμευση – υποσκάψει του παραχώματος. Για αιώνες (δομικά υλικά) χρησιμοποιούνται σαν υπόστρωμα για αυτά τα κατασκευάσματα. Αυτό το υπόστρωμα αποτελείται από ένα σκέτο- καθαρό κατασκεύασμα περίπου 20 cm φάρδος, περίπου 100 cm μήκος και περίπου 20 cm πλάτος. Μια σειρά από τέτοια υποστρώματα έχει βυθιστεί μέσα στην θάλασσα για να προφυλάξει το παράχωμα που θα χτιστεί πάνω. Μέχρι το 1970, που χρησιμοποιήθηκε το συνθετικό υπόστρωμα για πρώτη φορά, για το κλείσιμο ενός μεγάλου παλιρροιακού κύματος, τα παραχώματα στις Κάτω Χώρες (και σε όλες τις αμμώδεις εκτάσεις ανά τον κόσμο) ήταν χτισμένα με υποστρώματα χειροποίητα από κλαδιά ιτιάς (ή παρόμοια) δέντρα. Αφού το υπόστρωμα ήταν προκατασκευασμένο στην στεριά, ρυμουκλόντουσαν στην θάλασσα όπου και βυθίζονταν προσεκτικά αφού πέτρες από λατομεία τοποθετούν επάνω. Αυτό γινόταν με τα χέρια για να εγγυηθεί την σταδιακή και ελεγχόμενη βύθιση μέσα στην θάλασσα στην σωστή θέση.

Επιστημονικές έρευνες άρχισαν να παίζουν ένα ρόλο το 1920. Ο φυσικός Lorentz ερωτήθηκε για να κάνει ορισμένες μαθηματικές προβλέψεις σχετικά με τα αποτελέσματα του κλεισίματος του Ζuiderzee. Οι υδραυλικές έρευνες ενισχύθηκαν κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου όταν αναζητήθηκε να ερευνηθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τα λιμάνια μπορούσαν να χτιστούν με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφευχθεί η εισβολή των Νορμανδών. Εμπειρικές έρευνες με μια σκάλα μοντέλων είχε ήδη αρχίσει το 1930 η οποία εντάθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο. Η σκάλα μοντέλων (πειραμάτων) έπαιξε σημαντικό ρόλο για το κλείσιμο και του τελευταίου κενού στην καταστροφή του 1953. Το κλείσιμο με κιβώτια χρησιμοποιήθηκε εκατοντάδες φορές πριν ερευνηθεί η πραγματική σκάλα στα εργαστήρια. Οι μηχανικοί δεν είχαν προσωπικές εμπειρίες με τα κιβώτια. Έρευνες που χρησιμοποιούσαν δυνάμεις μέτρησης οι οποίες κρατούσαν τα καλώδια και λειτουργούσαν σαν ρυμουλκά κρατούσαν τα τελευταία κιβώτια στην θέση τους για να κλείσουν το κενό. Για να τελειώσουν πριν γυρίσει η παλίρροια, τα ρυμουλκά έπρεπε να αρχίσουν όταν η άμπωτης ήταν ακόμα δυνατή. Την ημέρα που έκλεισαν (το κενό) σε κλίμακα 1:1, οι νεώτεροι μηχανικοί , που είχαν ερευνήσει-δοκιμάσει στα εργαστήρια (το φαινόμενο) στέκονταν στο κατάστρωμα πίσω από τους παλιούς με πείρα καπετάνιους των ρυμουλκών. Όταν ένα από τα καλώδια γλίστρησε και ο έλεγχος του κιβωτίου κόντευε να χαθεί, επενέβηκαν γιατί είχαν δει αυτό το φαινόμενο χιλιάδες φορές και είχαν εφεύρει ένα σενάριο για να σωθεί το κιβώτιο. Με μια σειρά ασυνήθιστες οδηγίες – διαταγές, επανέκτησαν τον αλλόκοτο έλεγχο των χαρακτηριστικών που ανακάλυψαν στο εργαστήριο. Το τελευταίο κιβώτιο μπήκε στο τελευταίο κενό κατά την διάρκεια των τελευταίων κρίσιμων λεπτών που λιμνάζανε τα νερά, και το κενό κλείστηκε. (Έρευνες στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν τα μοντέλα, ήταν χωρίς εγγύηση για την επιτυχία). Για ένα μόνο πράγμα, εξαρτάται αν θα υπάρχουν μοντέλα για όλες τις σχετικές απόψεις του θέματος. Αν και το κλείσιμο του Zierikzee στην αρχή θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία, μετά από λίγες ημέρες τα κιβώτια άρχισαν να μεταφέρονται – μετακινούνται. Επειδή οι μηχανικοί δεν ήθελαν να χάσουν χρήσιμο χρόνο, για να φτιάξουν το υπόστρωμα, και το έδαφος ήταν πολύ γλιστερό, τα κιβώτια ξεβράστηκαν έξω από το κενό).

Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Το πρώτο θέμα των τεχνολογικών μελετών που θα συζητηθεί είναι η επίδραση της τεχνολογίας. Οι επιρροές της τεχνολογίας στην κοινωνία και φύση είναι σε τέτοιο σημείο πανταχού παρών που συχνά είναι αόρατες. Σε δημόσιες συζητήσεις για το κλείσιμο του παλιρροιακού ορμίσκου της Zealand την δεκαετία του 1970, για παράδειγμα, συχνά υποστηρίχτηκε ότι “η τεχνολογία καταστρέφει την φύση”, παρόλα αυτά , όπως και σε πολλές άλλες πυκνοκατοικημένες περιοχές του κόσμου, η “φύση” δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα περιβάλλον δημιουργημένο από προηγούμενες τεχνολογίες. Χωρίς την ποικιλία της ακτοπλοϊκής τεχνολογίας, η Ολλανδική κοινωνία και η φύση υπάρχουν. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, αλλά οι Ολλανδοί έφτιαξαν τη Ολλανδία !

Η επίδραση της τεχνολογίας στην κοινωνία είναι ένα από τα παλαιότερα θέματα των τεχνολογικών επιστημών. Μια κλασσική περίπτωση είναι η υποτιθέμενη επίδραση του αναβολέα στην καθιέρωση της φεουδαρχικής κοινωνίας.Ο αναβολέας σύμφωνα με τον White, συνέδεσε αποτελεσματικά άλογο και ιππέα μαζί σε μια μαχητική δύναμη χωρίς προηγούμενο.

Η διατήρηση μιας τέτοιας πολεμικής τεχνολογίας, παρόλα αυτά, απαιτούσε μεγάλη επένδυση σε άνδρες, άλογα και εξοπλισμό –επένδυση που θα μπορούσαν να γίνουν μόνο μετά από μια θεμελιώδη επανοργάνωση της κοινωνίας .Ένα άλλο παράδειγμα μιας τέτοιας άποψης είναι του Giedion’ s (1948) έκκληση για “ανώνυμη ιστορία” με την οποία εννοούσε μια εμπειρική έρευνα “για τα εργαλεία που έχουν καλουπώσει την τωρινή καθημερινή μας ζωή” : Κλειδαριές, τεχνολογία για ψήσιμο ψωμιού, έπιπλα, οικιακή τεχνολογία, εξοπλισμός μπάνιου.

Η ανάλυση της τεχνολογίας του Μαρξ, όπως επηρεάζει τις δυνάμεις παραγωγής και κατά συνέπεια καθορίζει την κοινωνία γενικά, παρουσιάζει έναν παρόμοιο ισχυρισμό .Ο MacKenzie (1984) διαφωνεί για την συνεχόμενη συνάφεια των αναλύσεων της μηχανής του Μαρξ, το άρθρο επίσης παρέχει μια περιεκτική βιβλιογραφία.

Ο Mackenzie, παρόλα αυτά, δείχνει ότι ο Μαρξ δεν μπορεί να καταταχθεί ως ένας απλός τεχνολογικός ντεντερμενιστής (βλέπε παρακάτω).

Εκτός του Μαρξ, μόνο μερικοί άλλοι οικονομολόγοι – όλοι εκτός των νεοκλασικών οικονομικών – έχουν λάβει υπ’ όψιν την επιρροή της τεχνολογίας στην κοινωνία. Σύμφωνα με το νεοκλασικό οικονομικά, η τεχνολογία, θεωρείται σημαντική αλλά παίρνεται ως δεδομένη ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες είναι πάντα χωρίς πρόβλημα διαθέσιμες.

Off the self

Τα μοντέλα των νεοκλασικών οικονομικών προσπαθούν να συλλάβουν την επίδραση συγκεκριμένης εργασίας, κεφαλαίου και τεχνικών αλλαγών στην οικονομική ανάπτυξη. Η τεχνολογία καθ’ αυτού, παρόλα αυτά παραμένει εκτός αυτής της ανάλυσης – μια εξωγενής μεταβλητή. Κατά συνέπεια, αυτή η εργασία δεν συνεισφέρει σε μια ειδική κατανόηση της επίδρασης της τεχνολογίας στην κοινωνία. Ο παράγοντας τεχνική αλλαγή είναι η σακούλα απορριμμάτων για όλες τις κοινωνικές, διοικητικές, συντακτικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές, ψυχολογικές και τεχνολογικές αλλαγές εκτός από την απλή ποσοτική αύξηση σε όγκο εργασίας και κεφαλαίου .

Εκτός του Μαρξ, ο Schumpeter είναι ο πιο καταλυτικός οικονομολόγος που έχει αναλύσει τον ρόλο της τεχνολογίας. (Δες Hagedoorn, 1989 για μια εισαγωγή στις πρώτες οικονομικές τεχνολογικές μελέτες και τη σχέση τους για την μοντέρνα(σύγχρονη εργασία). Για τον Schumpeter, ραγδαίες καινούργιες καινοτομίες μπορούν να δημιουργήσουν εντελώς καινούριες βιομηχανίες και σαν αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε νέες οικονομικές και κοινωνικές κατευθύνσεις. Στην πρώτη του εργασία υπέθεσε ότι αυτές οι καινοτομίες είναι διαθέσιμες off the self. Η τεχνολογία ήταν ακόμα μια εξωγενής μεταβλητή. Στην τελευταία του εργασία η τεχνολογία έγινε μια ενδογενής μεταβλητή όταν ανέλυσε τον ρόλο του επιχειρηματία στο να δημιουργήσει καινοτομίες. Του Schumpeter η θέση έχει οριστεί “τεχνολογική ώθηση” και η αντίθετη άποψη σαν “άνοδο της ζήτησης” – η συνεχώς αυξανόμενη εφευρετική δραστηριότητα, ανταποκρίνεται στην αύξηση της ζήτησης (Schumpeter1966) είναι Locus Classicus γι’ αυτήν την υπόθεση. Πολλές εμπειρικές μελέτες διεξήχθησαν για να καθορίσουν αυτό το ζήτημα της ανόδου της ζήτησης ενάντια στην τεχνολογική ώθηση. Aυτή η κατάσταση άλλαξε γύρω στο 1980 όταν οι οικονομολόγοι δεν δέχονταν πια αυτήν την διχοτόμηση και άρχισαν να βρίσκουν τρόπους ανάλυσης της τεχνολογίας ως μια ενδογενής μεταβλητή.

Aπευθύνει παρόμοια θέματα από ένα κοινωνιολογικό σημείο αναφοράς. Μια άλλη σχετικά γενική ανάλυση της επίδρασης της τεχνολογίας δίνεται από τον Mumford (1964) στην δική του κατάταξη των τεχνολογικών ως απολυταρχικές εναντίον των δημοκρατικών. Μεγάλο μέρος της εργασίας του Mumford μπορεί να κατανοηθεί, αναδρομικά, καθώς ενισχύει τον ισχυρισμό του ότι αυτοί οι δυο τύποι τεχνολογίας περιοδικά έχουν υπάρξει μαζί από την νεολιθική εποχή – “το πρώτο συγκεντρωτικό σύστημα, παρά πολύ δυνατό, αλλά έμφυτα ασταθής, το άλλο man- centered , σχετικά αδύναμα, αλλά εφευρετικό και διαρκές .

Προειδοποιεί ενάντια στην άποψη ότι διαδεδομένες τεχνολογίες ασκούνται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας : “το δικό μας σύστημα έχει επιτύχει κατοχή σε όλη την κοινωνία που απειλεί να εξαφανίσει οποιοδήποτε άλλο ίχνος δημοκρατίας”.

Σύμφωνα με τον Mumford, γίνεται αυτό με έναν πολύ πιο περίπλοκο τρόπο από τις προηγούμενες μορφές των φανερά βάρβαρων απολυταρχικών τεχνολογικών συστημάτων. Ένα σημαντικό σημείο εστίασης για τον Mumford είναι η πόλη ως μια τεχνολογία .Αργότερα αυτή η ανάλυση της πόλης σε μια περιγραφή του “υπέρ μηχανήματος”, ένα περίπλοκο δίκτυο από ανθρώπινα και μη ανθρώπινα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται μα διατάζουν τον κόσμο και να ασκούν εξουσία. O Ellu ακολούθησε με παρόμοια επιχειρήματα

Στην ανάλυση του Mumford, η τεχνολογική εξέλιξη, όντως, έχει μια γενική πολιτική, πολιτιστική ώθηση. Σε άλλες μελέτες, ερευνώντας την επίδραση της τεχνολογίας με πιο ειδικούς όρους, ο ίδιος ισχυρισμός συνοψίζεται στο ρητό τα τεχνουργήματα έχουν πολιτική”, όχι μόνο η τεχνολογία έχει επίδραση στην κοινωνία, οι επιρροές τις έχουν επίσης στρατηγικά κατευθυνθεί.

Ο Winner δημιούργησε αυτήν την φράση στο άρθρο του το 1980 :

“έχουν τα τεχνουργήματα πολιτική ;” Μια από τις υποθέσεις του σχηματίστηκε από τις γέφυρες πάνω από τα πάρκα του Long Island. Αυτές ήταν επίτηδες σχεδιασμένες από τον Robert Moses έτσι ώστε να αποθαρρύνουν την παρουσία λεωφορείων στα πάρκα που οδηγούν στις παραλίες

Οι άσπροι της ανώτερης και μεγαλομεσαίας τάξης, όπως αυτός τους αποκαλεί που έχουν αυτοκίνητα θα είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιούν για αναψυχή και μετακίνηση στις δουλείες τους.

Οι μαύροι και άλλοι φτωχοί άνθρωποι που φυσιολογικά χρησιμοποιούσαν δημόσια μέσα μεταφοράς κρατήθηκαν μακριά από τους δρόμους διότι τα λεωφορεία που είναι 12 πόδια ψηλά δεν μπορούσαν να περάσουν από κάτω από τις γέφυρες.

Μια συνέπεια ήταν να περιορίσει την πρόσβαση των φυλετικών μειονοτήτων και χαμηλόμισθων σε Jones Beach, Moses ευρέως αποδεκτά δημόσια πάρκα.

Ποιανού την πολιτική έχουν τα τεχνουργήματα; Μια συγκεκριμένη απάντηση δόθηκε από μελέτες της εργατικής τεχνικής. Η ανάλυση του Μαρξ, στην οποία ο καπιταλιστής κατέχει τα μέσα παραγωγής και προϊόντα ενώ ο εργάτης έχει στην κατοχή του/ της την εργατική του/ της δύναμη, επεκτείνεται ιδιαίτερα από Brevwrman (1974) στην πρόσφατη “θεωρία της εργατικής τεχνικής” .

Ο καπιταλιστής (και η κύρια μέθοδος του, η διοίκηση) αναλύονται καθώς επιζητείται έλεγχος της δύναμης της τάξης των εργατών.

Ακολουθώντας του F W Taylor τις αρχές για επιστημονική διοίκηση, ο καπιταλιστής το προσπαθεί αυτό τον εργάτη.

Η τεχνολογία το αποδεικνύει ιδιαίτερα χρήσιμο στην πορεία, σύμφωνα με την θεωρία της εργατικής τεχνικής. Καθιστά ικανούς τους καπιταλιστές να αποκτήσουν το μονοπώλιο στη τεχνική/ προσόντα και κατά συνέπεια στον έλεγχο της εργασίας.

Μεγάλο μέρος της αρχικής Γερμανικής κοινωνιολογίας της τεχνολογίας εστιάζεται σε παρόμοια ερωτήματα. Ο τόμος που εκδόθηκε από τον Jokisch (1982) παρέχει μια κατανοητή γενική άποψη, η οποία επίσης απευθύνει, επιπλέον με το θέμα επιρροής, ερωτήσεις όσον αφορά τον σχηματισμό της τεχνολογίας.

Πως τα τεχνουργήματα αποκτούν την δική τους πολιτική ; Απονέμεται σε αυτά από τους χρήστες τους ή δίνεται κατά την διάρκεια της κατασκευής του;

Πως αποκτούν τα τεχνουργήματα την πολιτική τους ; Τους έχει απονεμηθεί από τους χρήστες τους ή έχει τοποθετηθεί μέσα τους κατά την κατασκευή τους ; Υφίσταται το βεβυθισμένο κλαδόδεμα χάρη σε κάποιον λαμπρό εφευρέτη ή αναδύθηκε μέσα από μια αργή, σταδιακή συσσώρευση μικρών βελτιώσεων ; Μια σειρά από διαφορετικές απαντήσεις έχει οδηγήσει σε αξιοσημείωτα σώματα της λογοτεχνίας, στα οποία θα πρέπει να στραφώ τώρα.

ΠΡΟΠΛΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΕΧΝΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ

Σε αυτό το κεφάλαιο επιθυμώ να συζητήσω για τρεις διαφορετικές τάξεις προτύπων για την εξέλιξη των τεχνολογικών τεχνουργημάτων – υλικά, αντιληπτά και κοινωνικά πρότυπα. Η πρώτη τάξη επικεντρώνεται στην ίδια την τεχνολογία σαν την επεξηγηματική της βάση επειδή δίνει έμφαση στην σχετική αυτονομία της τεχνολογικής εξέλιξης. Η δεύτερη τάξη αποτελείται από εξελικτικά και ορθολογιστικά πρότυπα παίρνοντας την τεχνολογική γνώση σαν χαρακτηριστικό κλειδί για τα τεχνολογικά πρότυπα. Τέλος η τρίτη τάξη βρίσκει το σημείο έναρξης της στις κοινωνικές εφαρμογές που σχετίζονται με την τεχνολογία και επικεντρώνεται στην κοινωνική μορφή της τεχνολογίας. Αυτές οι τρεις τάξεις προτύπων αλληλοσυμπληρώνονται μερικά – εκφράζουν διαφορετικά, αλλά σημαντικά σημεία της τεχνολογικής εξέλιξης. Ωστόσο, σε άλλα σημεία είναι αντίθετες και θα συζητήσω την άποψη που υποστηρίζει ότι τα πρότυπα που παρουσιάζονται πιο κάτω δίνουν ακριβέστερες περιγραφές σχετικά με την εξέλιξη των τεχνουργημάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή παρέχουν καλύτερα μέσα για την ανάλυση της τεχνολογικής ανάπτυξης μέσα στην σχέση της με την κοινωνία. Διότι, αν ο απώτερος σκοπός των μελετών της κοινωνικοιστορικής τεχνολογίας είναι η κατανόηση της συνεργασίας, μεταξύ της τεχνολογίας και κοινωνίας, τότε είναι προτιμότερα τα πρότυπα που συγκρίνουν (εν μέρει) την σχέση της τεχνολογίας με την κοινωνία.

Ένας ακόμη τρόπος σύγκρισης των θεωριών της τεχνολογίας είναι το ερώτημα αν είναι καθοριστικές για την τεχνολογία. Ο Bimber (1990) διακρίνει διαφορετικές εκδοχές του τεχνολογικού καθορισμού – “ ο λογαριασμός με την κανονική βάση” (με την βοήθεια των Jungen Habermas και Jacques Winner ) ο “ο λογαριασμός των ακούσιων επιπτώσεων” (που χρησιμοποιήθηκε π.χ. από τον Langdon Winner) και “ο λογαριασμός λογικής ακολουθίας” (που δικαιολογήθηκε πιο ξεκάθαρα από τον G A Cohen, τον Richard Miller και τον Rodert Heilbroner ). O Bimber υποστηρίζει ότι μόνο πρόσφατα έχουν γίνει αυτές οι θεωρίες και τεχνολογικές και καθοριστικές. Εγώ θα χρησιμοποιήσω τον όρο με αυτή την έννοια “Τεχνολογικός καθορισμός” και έτσι θα συμπεριληφθούν δυο ιδέες – η τεχνολογική εξέλιξη είναι αυτόνομη και η κοινωνική εξέλιξη καθορίζεται από την τεχνολογία. Σύμφωνα με τον Edgerton (1993) για την ανάλυση του όρου “τεχνολογικός καθορισμός” φαίνεται σοφότερη η χρήση της δεύτερης ιδέας, μια θεωρία για την κοινωνία. Αυτή η θέση της κοινωνίας που καθορίζεται από την τεχνολογία θα πρέπει να διαχωριστεί από την αυτόνομη τεχνολογία, μια θεωρία για την τεχνολογία. Στην πράξη όμως, αυτές οι δύο απόψεις είναι συνήθως ενωμένες μεταξύ τους. Ο Τεχνολογικός καθορισμός έχει γίνει ένας όρος που χρησιμοποιείται κακώς από τους μαθητές. Ακόμα και αυτοί που δέχονται την άποψη ότι οι τεχνολογικές αλλαγές είναι ο κύριος υποστηρικτής των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών απορρίπτουν αυτήν την ετικέτα. Αυτό ίσως να οφείλεται κυρίως στον σημαντικό ιδεολογικό ρόλο που παίζει η άποψη του τεχνολογικού καθορισμού στις δημόσιες και πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την τεχνολογία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αφορμή αντικατάστασης του ανθρώπου από μηχανές, το οποίο είναι βλαβερό για την προσπάθεια δημιουργίας οργάνων για τον πιο δημοκρατικό έλεγχο της κοινωνίας και της τεχνολογίας. Τα ακόλουθα πρότυπα παρέχουν καλύτερα όπλα για την αποφυγή μιας τέτοιας αυτόνομης άποψης της τεχνολογίας.

ΥΛΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

Η εξέλιξη του βεβυθησμένου κλαδοδέματος, ιδιαίτερα αυτόν τον αιώνα μοιάζει να είναι ένα ιδανικό παράδειγμα μιας τεχνολογίας που έχει βελτιωθεί “λογικά” και για αυτόν τον λόγο δεν είναι απαραίτητη η περαιτέρω εξήγηση για την εξέλιξή του. Τα σημεία κατασκευής, όπου προκατασκευάζονταν τα κλαδοδέματα, βελτιώθηκαν με μικρά βήματα. Νέα υλικά, όπως το προπυλένιο, χρησιμοποιήθηκαν για να αντικαταστήσουν τα κλαδιά από ιτιά, χρησιμοποιήθηκαν μηχανήματα για την κατασκευή των ποικίλων τμημάτων των κλαδοδεμάτων και ναυπηγήθηκαν ειδικά πλοία για την βύθισή τους με μηχανικό τρόπο. Το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης ήταν η σχεδίαση ενός ειδικού κλαδοδέματος για χρήση στο Oosterschelde κατά την δεκαετία του ’70. Σε αυτήν την περίπτωση κατασκευάστηκε ένα συνθετικό κλαδόδεμα πάνω σε μια ειδικά κατασκευασμένη βάση και τοποθετήθηκε μέσα σε ένα τεράστιο τύμπανο, το οποίο μπορούσε να ανελκυθεί από ένα ειδικό πλοίο. Το πλοίο έβρισκε τη σωστή θέση και το κλαδόδεμα ξετυλιγόταν βαθμιαία και βυθιζόταν μέσα στην θάλασσα, σαν να ήταν ένα τεράστιο χαρτί τουαλέτας. Οι εξελίξεις στα υλικά και στα μηχανήματα έδωσαν την αφορμή για αυτήν την “αυτόματη” εξέλιξη.

Τα περισσότερα από τα υλικά πρότυπα που δίνουν έμφαση στην “αυτόνομη λογική” της τεχνολογικής εξέλιξης δεν είναι πολύ επεξεργασμένα και συχνά υπάρχει η πιθανότητα να βρεθούν ξαφνικά στις εργασίες που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με την τεχνολογική πρόσκρουση. Αυτά τα πρότυπα σε αυτήν την υλική τάξη δίνουν έμφαση περισσότερο στον πιθανό χαρακτήρα της τεχνολογικής εξέλιξης παρά σε μη γραμμική λογική. Γενικότερα αυτά τα πρότυπα είναι εξελικτικά. Ένα εξελικτικό τεχνολογικό πρότυπο θα έδινε πρώτα σημασία στις ποικίλες επιλογές που προσφέρουν οι μηχανικοί και κατόπιν στον τρόπο επιλογής αυτών των επιλογών. Το βεβυθισμένο κλαδόδεμα, παραδείγματος χάριν, πέρασε την διαδικασία επιλογής επειδή η Ολλανδία παραείχε μεγάλο αριθμό ιτιών και , παρόλο που έχουν περάσει αιώνες, αυτή η τεχνολογία δεν έχει αλλάξει πολύ. Πολλές καινοτομίες στην κατασκευή αυτών των κλαδοδεμάτων παρατηρήθηκαν μετά το 1953, όπου αυξήθηκε η ζήτηση- ένας μηχανικός περιστροφέας για να φτιάχνει καλώδιο από κλαδιά ιτιάς, ένα τεχνητό ναυπηγείο για να γίνεται η ύφανση χωρίς να ενοχλείται από την παλίρροια και συνθετικά υλικά για να αντικατασταθεί το ξύλο. Πολλές από τις καινοτομίες που εφαρμόστηκαν κατά την δεκαετία του ’50 θα μπορούσαν να έχουν εφαρμοστεί δεκαετίες νωρίτερα.

Πολλοί συγγραφείς έχουν διατυπώσει εξελικτικά πρότυπα και έτσι απομακρύνθηκαν από την εικόνα του ηρωικού εφευρέτη. Ο Ogburn και οι συνεργάτες του ( Gilfillan 1935a, 1935b,o Ogburn με τον Gilfillan το 1933, οι Οgburn &Nimkoff το 1955) και ο Usher (1954) ήταν από τους πρώτους. Όλοι τους έδωσαν κατά καιρούς έμφαση στην συσσώρευση μικρών εφαρμογών που οδήγησαν σε νέα τεχνουργήματα.

Το οικονομικό πρότυπο που αναπτύχθηκε από τους Nelson και winter (1977) υπάγεται επίσης στα ίδια κόκκινα γράμματα, παρόλο που η μονάδα ανάλυσης του προτύπου τους είναι περισσότερο η κατασκευαστική εταιρία παρά το τεχνούργημα. Αναγνωρίζουν “τεχνολογικά καθεστώτα” που επηρεάζουν τις απόψεις των μηχανικών σχετικά με το τι είναι κατορθωτό και έτσι η τεχνολογική εξέλιξη λαμβάνει μια σαφή θέση. Το πρότυπο τους έχει μερικά υπερτόνια της τεχνολογικής αυτονομίας –βλέπουν την τεχνολογία να εξελίσσεται μέσα από μια “φυσική τροχιά”.

Γνωστικιστικά μοντέλα

Ένα βήμα πιο πέρα από μια αυτόνομη θεώρηση της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι να τονίσει κανείς το ρόλο της τεχνολογικής γνώσης. Μια τέτοια πιο γνωστικιστική θεώρηση της ανάπτυξης των στρωμάτων δέσμης ξύλων αποφεύγει την υπόθεση μιας λογικής ( ή εξελικτικής ) αλυσίδας διαδοχικών τεχνουργημάτων. Περισσότερο από μια εντελώς αυτόματη διαδικασία που προκαλείται από τη μηχανοποίηση και τις υλικές καινοτομίες, ή μια πιο ελεύθερη διαδικασία ελεγχόμενη από την τυχαία παραλλαγή και την επιλεκτική μνήμη, η γνωστικιστική θεώρηση δίνει έμφαση στο ρόλο της επίλυσης προβλημάτων (problem solving ). Έτσι, η μηχανοποίηση ήταν μια λύση στην αυξημένη ζήτηση στρωμάτων για θεμέλια φραγμάτων τα νέα υλικά ήταν μια λύση στο πρόβλημα έλλειψης ιτιών και τα προ – φορτωμένα στρώματα με ακίνητο έρμα ήταν μια λύση στο πρόβλημα των στρωμάτων που βυθίζονταν σε απότομες πλαγιές από τα οποία τα χαλαρά χαλίκια του έρματος θα είχαν κυλήσει προς τα κάτω .

Τα γνωστικιστικά μοντέλα τεχνολογίας κυκλοφορούν σε πολλά σχήματα και μορφές . Ξεκινούν από την παρατήρηση ότι η πιο σημαντική άποψη της τεχνολογίας είναι η τεχνολογική γνώση .( βλ. Laudan, 1984, για μια περιεκτική θεώρηση και αρκετές συνεισφορές σ’ αυτή την προσέγγιση ) . Μερικά από αυτά τα μοντέλα είναι κυρίως ορθολογιστικά .( βλ. π.χ. Vos ,1991). Εν τούτοις , τα περισσότερα προσπαθούν να συλλάβουν τον τυχαίο χαρακτήρα της τεχνολογικής γνώσης στα εξελικτικά μοντέλα . ( βλ.Elster, 1983 , για μια συζήτηση πάνω σε διάφορες ποικιλίες μοντέλων , συμπεριλαμβανομένου και του εξελικτικού ). Οι Constant ( 1980 ) και Vincenti (1990 ) ξεκινούν και οι δύο από το έργο του D.Campbell (1974 ) , το οποίο είναι κομμάτι μιας μεγάλης παράδοσης μοντέλων δοκιμής και πλάνης και ποικιλίας και επιλογής για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης .( βλ. Radintzky & Bartley, 1987, για μια επιλογή, που συμπεριλαμβάνει και τον Campbell,1974). Ο Constant(1980), σε μια αναλογία με τον Kuhn (1962/1970) , διακρίνει μεταξύ κανονικής και ριζικής τεχνολογικής δραστηριότητας . Μετά αναλύει την ανάπτυξη της κανονικής τεχνολογίας τονίζοντας το ρόλο της σχετικής τεχνολογικής κοινότητας . Ο Constant προσδιορίζει την πιθανότητα της συνεξέλιξης δύο στενά συνδεδεμένων αλλά ξεχωριστών τεχνολογιών που ασκούν ισχυρή , αμοιβαία επιλεκτική πίεση . Περιγράφει την επανάσταση του στροβιλοφόρου κινητήρα αερίων [ turbojet ] ως μια περίπτωση συνεξέλιξης : “ νέα αεροσκάφη εν μέρει καθόρισαν το εξελικτικό περιβάλλον των μηχανών αεροσκαφών με έμβολο , ενώ η δημιουργία του στροβιλοφόρου κινητήρα αερίων [turbojet ] τελικά θα οδηγούσε σε μια επανάσταση στο σχεδιασμό και την κατασκευή αεροσκαφών ”. (Constant,1980,σελ.14) . Εστιάζοντας στη διαδικασία του σχεδιασμού , ο Vincenti (1990) εξετάζει την “ επιστημολογία της μηχανικής ”. Ορίζει έξι κατηγορίες γνώσης τεχνολογικού σχεδίου και στη συνέχεια περιγράφει αρκετές δραστηριότητες που γεννούν τη γνώση. Τέλος, ο Vincenti προτείνει ένα εξελικτικό μοντέλο για να περιγράψει την ανάπτυξη αυτής της τεχνολογικής γνώσης σαν μια ένθετη ιεραρχία διαδικασιών τυχαίας ποικιλίας και επιλεκτικής μνήμης στην οποία η γνώση που παράγεται σ’ ένα επίπεδο χρησιμοποιείται στη διαδικασία το επόμενο εξωτερικό επίπεδο .

Ποια είναι η σχέση μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας ; Όλες οι τεχνολογικές μελέτες ασχολούνται με το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας . Η παλιά ιδέα ότι η τεχνολογία είναι απλώς εφαρμοσμένη επιστήμη ήδη απορρίφτηκε στο πρώτο εγχειρίδιο STS (Spiegel-Rosing &Price,1977)- εφόσον δεν είναι επαρκής ως περιγραφή της σχέσης μεταξύ των δύο (Layton ,1977 ) . Οι Pinch και Bijker (1984) συζητούν για μια εμπειρική προσέγγιση , χωρίς να θεωρούν δεδομένη εκ των προτέρων κάποια ενυπάρχουσα διαφορά . Ο Vincenti (1990 ) θέτει κάποιες διακρίσεις μεταξύ τεχνολογικής και επιστημονικής γνώσης αλλά παρέχει αυτονομία στην περιοχή της τεχνολογικής γνώσης – δεν πρέπει πια να θεωρείται ως προσάρτημα στην επιστήμη .

Μοντέλα κοινωνικής διαμόρφωσης

Δεν είναι εντελώς καινούρια η ιδέα ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικά διαμορφούμενη , παρά μια αυτόνομα αναπτυσσόμενη δύναμη στην κοινωνία ή μια κυρίως γνωστική ανάπτυξη ( Ο Mumford, 1934 , 1967 , για παράδειγμα , υποστηρίζει ότι οι κοινωνικό-πολιτισμικές συνθήκες προηγούνται της ανάπτυξης ειδικών τεχνολογιών ) , αλλά η σημερινή ορμή αυτής της ιδέας και η ακριβής διατύπωσή της είναι σχετικά πρόσφατες .Αυτή η άποψη υποστηρίζεται πιο ξεκάθαρα από τους Mackenzie και Wajcman (1985). Διαφωνεί ριζικά με τη θεωρία της αυτονομίας .Τα μοντέλα κοινωνικής διαμόρφωσης τονίζουν ότι η τεχνολογία δεν ακολουθεί τη δική της φόρα ή ένα είδος λογικής , προσανατολισμένης στους στόχους και στην επίλυση προβλημάτων πορείας, αλλά, αντίθετα, προσδιορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες .

Μια πρώιμη παραλλαγή αυτής της άποψης εμπνεύστηκαν οι Marx και Braverman. O Noble (1984) υποστηρίζει ότι στον αυτοματισμό των εργαλειομηχανών η επιλογή του τύπου αριθμητικού ελέγχου αντί του τύπου εγγραφής - αναπαραγωγής μπορεί να ερμηνευθεί ως η κοινωνική διαμόρφωση αυτής της τεχνολογίας από τη διοίκηση : η πρώτη επιλογή θα επέτρεπε περισσότερο έλεγχο στο εργατικό δυναμικό απ’ ότι η δεύτερη , στην οποία παίζουν ακόμα πολύ σημαντικό ρόλο οι εργάτες με υψηλές ικανότητες .

Σε πιο γενικό επίπεδο , η παρέμβαση του κράτους είναι μια μορφή κοινωνικής διαμόρφωσης της τεχνολογίας . η τεχνολογία των ενόπλων δυνάμεων είναι ένα παράδειγμα στο οποίο μια τέτοια διαμόρφωση παίζει σημαντικό ρόλο με άμεσες επιπτώσεις για την τεχνολογία της ηλεκτρονικής , της πυρηνικής ενέργειας και των μεταφορών . Σε παρόμοιο γενικό επίπεδο , η εγχώρια τεχνολογία και η οικοδόμηση κατοικιών διαμορφώνονται κοινωνικά από τις σχέσεις μεταξύ των φύλων σε μια κοινωνία .( Βλέπε τα κεφάλαια του Smit και του Wajcman σ’ αυτόν τον τόμο . Ο Mackenzie,1990α, χρησιμοποιεί τη δική του ανάλυση για την τεχνολογία των κατευθυνόμενων πυραύλων ως βάση για να συμβάλει στην κατανόηση της κοινωνικοτεχνικής ανάπτυξης γενικότερα .)

Εστιάζοντας στις κοινότητες των επαγγελματιών , οι κοινωνιολογικές εκδοχές ενός μέρους του έργου που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο συμβάλλουν επίσης στην κατανόηση της κοινωνικής διαμόρφωσης της τεχνολογίας . Στην ανάλυση του Constant(1980) , για παράδειγμα , η “ κοινωνική δομή της τεχνολογικής πρακτικής ” παίζει αποφασιστικό ρόλο . Το κυρίως οικονομικό μοντέλο των Nelson και Winter επεκτάθηκε πρώτα από τον Dosi ( 1984) , ο οποίος εισήγαγε την έννοια του “τεχνολογικού παραδείγματος ”. Τότε αναλύθηκε κοινωνιολογικά από τους Belt και Rip (1987) , οι οποίοι πρόσθεσαν ότι οι διαδικασίες ποικιλίας και επιλογής δεν είναι ανεξάρτητες , αλλά συνδεδεμένες μέσω ενός “ συνδέσμου” - παραδείγματα τέτοιων συνδέσμων είναι το σύστημα πατέντας και τα τμήματα δοκιμής μεγάλων R&D εργαστηρίων .

Οι Pinch και Bijker ( 1984 ) υποστήριξαν ότι οι τεχνολογικές μελέτες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από πρόσφατες κοινωνικές μελέτες της επιστήμης. Σε μια γενική μεθοδολογική συζήτηση σχετικά με τα ερμηνευτικά όργανα που εφαρμόζονται στην ανάλυση της τεχνολογίας , υποστηρίζουν αρχικά , μαζί με τον Staudenmaier(1985) ότι για να αποφύγουμε μια “ στενή” θεώρηση της τεχνολογικής ανάπτυξης πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία σε αποτυχημένες τεχνολογίες παρά να ασχολούμαστε αποκλειστικά με τις επιτυχημένες . Έπειτα προτείνουν μαζί με τον Bloor (1976 ) , ότι κατά την ανάλυση της αποτυχίας και επιτυχίας των τεχνουργημάτων θα έπρεπε να εφαρμόζεται το ίδιο θεωρητικό πλαίσιο . Αυτή η “ αρχή της συμμετρίας “ μπορεί να διατυπωθεί όπως παρακάτω : Κατά την ερμηνεία της επιτυχίας ή αποτυχίας ενός τεχνουργήματος μην χρησιμοποιείτε ως εξήγηση τη λειτουργία ή μη λειτουργία αυτού του τεχνουργήματος. Η λειτουργία ενός τεχνουργήματος δεν είναι μια εγγενής ιδιότητα από την οποία προέρχεται η ανάπτυξή του , αλλά μια κατασκευασμένη ιδιότητα και το αποτέλεσμα της ανάπτυξής

Κοινωνικο-τεχνικά σύνολα

Οι μελετητές της τεχνολογίας δεν έχουν μείνει ευχαριστημένοι με τη μερικότητα των θεμάτων επιρροής και διαμόρφωσης . Ένα από τα προβλήματα της θεωρίας της κοινωνικής διαμόρφωσης είναι , για παράδειγμα , ότι φαίνεται να υπάρχει πολύ λίγος χώρος για τις προφανείς επιδράσεις της τεχνολογίας στην κοινωνία . Πολλά πρόσφατα έργα έργα έχουν αφιερωθεί στην ενοποίηση των θεμάτων επιρροής και διαμόρφωσης μέσα σε μια ανάλυση αυτού που θα ονομάσω “ κοινωνικό-τεχνικά σύνολα ” ( βλέπε Law & Bijker,1992, για μια θεώρηση της πρόσφατης δουλειάς πάνω σ’ αυτό το θέμα ) .Πριν δώσω μια σύντομη εικόνα αυτής της δουλειάς, θα γυρίσω πάλι σε μια περίπτωση παράκτιας μηχανικής – μια περίπτωση που φαίνεται ότι απαιτεί μια τόσο ολοκληρωμένη ανάλυση .


Το “ σχέδιο του Δέλτα ”

Η καταστροφή του 1953 στην Ολλανδία επιτάχυνε τις πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την επιδείνωση των φραγμάτων. Η λύση βρισκόταν στην επισκευή και ανύψωση των φραγμάτων ή στην αναζήτηση πιο ριζικών επιλογών; ( Πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο , ο Van Veen είχε προτείνει αρκετά σχέδια που περιελάμβαναν κλείσιμο των παλιρροϊκών μηχανών στο Δέλτα του Zeeland . Κανένα από αυτά σχέδια δεν είχε ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. ) Στις 18 Φεβρουαρίου του 1953 συστήθηκε μια κυβερνητική επιτροπή . Η πιο σημαντική έκθεσή της , που δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1954 , πρότεινε μια ριζική λύση. Οι εργασίες άρχισαν ανεπίσημα τον Αύγουστο του 1955 και το 1957 η Ολλανδική Βουλή τελικά ακολούθησε τις συμβουλές της επιτροπής και προτίμησε τη ριζική λύση . Πέρασε ένας νόμος που καθόριζε λεπτομερώς το “ σχέδιο του Δέλτα ” [deltaplan] - όλα τα παλιρροϊκά ποταμάκια στο δέλτα του Zeeland , όπου οι ποταμοί Ρήνος και Μάας εκβάλλουν στη Βόρειο Θάλασσα , επρόκειτο να κλειστούν εκτός από το Westerschelde , που συνέδεε την Antwerp με τη θάλασσα και το Waterweg , που συνέδεε το Rotterdam με τη θάλασσα .

Αυτή η ριζική επιλογή προϋπέθετε μια μερική εγκατάλειψη του προϋπάρχοντος αποκεντρωμένου συστήματος διαχείρισης φραγμάτων και νερού. Τα μεγάλα “ υψηλής τεχνολογίας ” κλεισίματα των εισόδων της παλίρροιας θα ανήκαν σε εθνική δικαιοδοσία παρά στον έλεγχο των τοπικών επιτροπών ύδρευσης . Ένα από τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την κεντρική αρχή , το Rijkswaterstaat , μετά την καταστροφή του 1953 ήταν ότι το αποκεντρωτικό σύστημα ελέγχου ήταν εν μέρει υπεύθυνο για την κακή ποιότητα μερικών από τα αναχώματα. ( το Rijkswaterstaat είναι το εθνικό κυβερνητικό σώμα για τη διαχείριση των υδάτων και αναχωμάτων. Εξ αιτίας του τεράστιου μεγέθους του και της σχετικής πολιτικής δύναμης , μερικές φορές ονομάζεται “ κράτος εν κράτει ”) . Ένα άλλο πιθανό συμπέρασμα , αν και τότε δημιουργήθηκε από λίγους, ήταν ότι το αποκεντρωτικό σύστημα διαχείρισης είχε προμηθεύσει τις απαραίτητες τεχνικές , τη γνώση και την τεχνολογία για να υπάρξει επαρκής , άμεση και επί τόπου αντίδραση στις ρωγμές των αναχωμάτων. Στο Deltaplan η αυτοπροστασία που προηγουμένως παρεχόταν από περίπου 1000 χμ. αναχωμάτων υπό αποκεντρωτικό έλεγχο , τώρα θα παρεχόταν από λιγότερο από 30 χμ. αναχωμάτων κάτω από κεντρικό έλεγχο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 50 η πίστη στο Rijkswaterstaat ήταν τόση που αυτή η μετάβαση στον κεντρικό έλεγχο δεν συνάντησε καμιά αντίσταση .

Οι εργασίες προχωρούσαν καλά . Οργανώθηκαν σε μια διαδικασία μάθησης , το Deltaschool . Το πρώτο έργο ήταν ένα φράγμα πλημμύρων στο Ρήνο , λίγο πιο κάτω στον ρου του ποταμού από τη ρωγμή του 1953 , ώστε να προστατευθεί το κεντρικό διαμέρισμα της Ολλανδίας .{ Το φράγμα ( φράκτης ; ) πλημμύρων είναι μια κατασκευή που συνήθως μένει ανοιχτή ώστε να επιτρέπει στο νερό να περνάει αλλά μπορεί να κλείνει σε περίπτωση επικίνδυνα υψηλής πλημμυρίδας } . Άλλα έργα ακολούθησαν με σειρά σπουδαιότητας μεγέθους και πολυπλοκότητας . Εκτός από τα τέσσερα βασικά κλεισίματα , μια σειρά από δευτερεύοντα φράγματα στα μεσόγεια αλλά και υδατοφράχτες χρειάστηκαν για να ελέγξουν την παλίρροια κατά τη διάρκεια των εργασιών κλεισίματος και να ρυθμίσουν τα επίπεδα του νερού στη συνέχεια . Τα τέσσερα βασικά κλεισίματα θα ήταν τρία αναχώματα και ένας αγωγός υπερχείλισης για τα νερά του Ρήνου και του Μάας. Τα κριτήρια ασφαλείας είχαν υπερισχύουσα σπουδαιότητα στις αποφάσεις σχετικά με τις λεπτομέρειες στο Deltaplan .Η λέξη κλειδί και στις πολιτικές και στις τεχνικές συζητήσεις ήταν “ το επίπεδο του Delta ” , το επίπεδο δηλαδή της μεγάλης συγκέντρωσης υδάτων σε καταιγίδα , που είχε πιθανότητες να συμβεί μία στα 10.000 χρόνια . Τα αναχώματα σχεδιάστηκαν με αυτό το επίπεδο κατά νου. Στη σχεδιαστική πρακτική , αυτό το ονομαζόμενο βασικό επίπεδο με πιθανότητα υπέρβασης 1: 10000 δεν είχε τον αμφίβολο σκληρό χαρακτήρα που είχε στη διάρκεια των δημόσιων συζητήσεων . Ποικίλοι διαφορικοί παράγοντες , ανάμεσα στους οποίους οι υδρολογικές μεταβλητές αυτών και ο παράγοντας οικονομικής συμπίεσης , είχαν ως αποτέλεσμα τα διαφορετικά επίπεδα σχεδιασμού κατά μήκος της ολλανδικής ακτής . Το τελικό αποτέλεσμα σχεδιασμού για το Zeeland ήταν , για παράδειγμα , 1:4000 χρόνια . Φράγματα ( φράκτες ) πλημμύρων και υδατοφράκτες που θα επέτρεπαν στην παλίρροια να προχωρήσει αποκλείστηκαν λόγω υψηλού κόστους . Με αυτό τον τρόπο το Deltaplan θα δημιουργούσε δεκάδες λίμνες γλυκού νερού χωρίς καμία παλιρροϊκή κίνηση . Αν και μια λεπτομερής εξέταση στα αποτελέσματα επί της οικολογίας θεωρήθηκε αδύνατη αλλά και περιττή , φάνηκε ότι τα εκτροφεία στρειδιών και το ψάρεμα αλμυρού νερού θα έπρεπε να καταργηθούν . Αυτό το κόστος θεωρήθηκε αρκετά λογικό μπροστά στην προοπτική της ασφάλειας και δεν υπήρξε περαιτέρω συζήτηση, ειδικά αφού το γλυκό νερό θα ήταν ωφέλιμο στη γεωργία της περιοχής .

To Deltaplan αναγνωρίστηκε γενικώς ως τεχνολογικά μοναδικό έργο του οποίου τα τελικά μεγάλα κλεισίματα ήταν πολύ πέρα από τις τεχνικές δυνατότητες που υπήρχαν το 1953 , όταν δηλαδή το σχέδιο πρωτοκατατέθηκε . Η περίπτωση όμως ήταν τέτοια που στην πραγματικότητα οι εργασίες άρχισαν πριν το Κοινοβούλιο εγκρίνει το σχέδιο . Το ακόλουθο κοινοβουλευτικό διάταγμα εξελίχθηκε πολύ ομαλά , πράγμα που μπορεί να ληφθεί ως ένδειξη για την πανεθνική υποστήριξη του σχεδίου σχετικά με την ασφάλεια ως προτεραιότητα , αλλά και την εμπιστοσύνη προς την Rijkswaterstaat ως τη βασική αρχή για την εκτέλεση του σχεδίου .

Το Deltaplan απαιτούσε όχι μόνο τεχνολογικές καινοτομίες σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα αλλά και οργανωτικές και οικονομικές καινοτομίες . Ο πρώτος διευθυντής του τμήματος του Δέλτα του Rijkswaterstaat αποπειράθηκε να διαπραγματευθεί συγκεκριμένες φόρμες οργάνωσης που θα του έδιναν άμεση πρόσβαση στον αρμόδιο υπουργό και θα του επέτρεπαν να παρακάμψει άλλα ανταγωνιστικά τμήματα μέσα στο ίδιο το Rijkswaterstaat . Τα κατάφερε , αν και τμηματικώς .Η οργανωτική κουλτούρα του Rijkswaterstaat αποδείχτηκε υπερβολικά αδιάλλακτη και αυτός χρειάστηκε να συνυπάρξει με τις υπάρχουσες ιεραρχικές δομές . Τα αποτελέσματα αυτής της αποτυχίας κι ο επακόλουθος ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του Rijkswaterstaat φαίνεται “ μέσα ” στα ποικίλα τεχνικά σχέδια για το Deltaplan . Το υπερμέγεθες σχέδιο των διεξόδων του αγωγού υπερχείλισης στο Haringvliet για παράδειγμα , αποφασίστηκε από συγκεκριμένες αξιολογήσεις του κινδύνου για πάγο .Οι μηχανικοί σε διάφορες θέσεις στο Rijkswaterstaat έδωσαν διαφορετικές εκτιμήσεις για αυτόν τον κίνδυνο . Διαφορετική οργάνωση στην ομάδα σχεδιαστών πιθανόν να έδινε μικρότερες θύρες εισόδου .( H. A. Ferguson, 1988)

Άλλες οργανωτικές καινοτομίες περιλάμβαναν καινούριο τμήμα υδραυλικών ερευνών , νέα σχέση με το Εργαστήριο Υδραυλικής Έρευνας του Delft, την επί τόπου εξάσκηση των νέων μηχανικών ώστε να συμπληρώσουν τη θεωρητική τους κατάρτιση και καινούριοι διακανονισμοί συμβολαίων με τις εταιρίες των βυθοκόρων , τις κατασκευαστικές εταιρίες καθώς και αυτές της παραγωγής ταπήτων. Οι οικονομικές μεταβλητές έπαιξαν σημαντικό ρόλο μέχρι το τέλος του έργου και μπορούν να παρατηρηθούν σε όλα τα σχέδια .
Αν και το τελικό αποτέλεσμα του έργου του Delta και ειδικά ο φράκτης Oosterschelde διαφημίζεται ως το 8ο θαύμα στον κόσμο και παρότι οι αριθμοί επιτυχίας του είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου στον τομέα αυτό , οι “ εκ των έσω ” επισημαίνουν ότι δεν αποτέλεσε απλή υπόθεση συγκέντρωσης της γνώσης . Υπάρχουν ακόμα διαφωνίες για φαινομενικά βασικά θέματα όπως ο σχεδιασμός των αναχωμάτων . Μόνο μετά την πλημμύρα του 1953 για παράδειγμα , οι μηχανικοί αντιλήφθηκαν ότι τα ρήγματα στα αναχώματα σχεδόν πάντα συμβαίνουν από το μέσα μέρος του αναχώματος , το νερό που ρέει πάνω από το ανάχωμα αυλακώνει την εσωτερική πλαγιά και μόνο τότε το ανάχωμα σπάει . Κυριολεκτικά όλες οι προσπάθειες για το χτίσιμο και την επισκευή των αναχωμάτων κατευθύνονται προς την εξωτερική πλευρά των αναχωμάτων από τους προϊστορικούς χρόνους . Ακόμη και μετά από έρευνα στις ρωγμές των αναχωμάτων το 1953 , η γνώση για το χτίσιμο των αναχωμάτων δεν αποτελούσε μια ομάδα από αντικειμενικά και συγκεκριμένα επιστημονικά δεδομένα . Ο Ferguson για παράδειγμα ( 1988) σχολιάζει τις φανερές διαφορές μεταξύ των δύο μεγαλύτερων αναχωμάτων κλεισίματος του Deltaplan .

Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι οι συγκεκριμένες ( διαφορές ) έχουν δημιουργηθεί από σημαντικές τεχνικές μελέτες ( σκέψεις ) . Ο Κύριος λόγος παρ’ όλα αυτά είναι ότι οι σχεδιαστές δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν πάνω στα οφέλη ( πλεονεκτήματα ) από εξωτερικούς παράγοντες όπως ένα εξωτερικό κομμάτι γης . Στη μία περίπτωση οι αντιτιθέμενοι της ιδέας των εξωτερικών παραγόντων νίκησαν και το ven dim δεν απέκτησε το εξωτερικό κομμάτι γης . Λίγο αργότερα αυτοί που συμφωνούσαν με την αρχική ιδέα νίκησαν . Και οι Brewers Dam απέκτησαν ένα μεγάλο κομμάτι γης . Ακόμη δε γνωρίζουμε τι είναι καλύτερο ( σελ. 60 ) .

Μελέτη ( έρευνα ) χρησιμοποιώντας μοντέλα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διευθέτηση του Deltaplan ( σχέδιο Δέλτα ). Από το 1920 , μαθηματικά μοντέλα είχαν χρησιμοποιηθεί στη δεκαετία του 1940 . Αυτά συμπληρώθηκαν από φυσικά μοντέλα στα οποία οι φυσικές διαστάσεις κλιμακώθηκαν καθοδικά (-) από παράγοντες των 100 και 400 . Η ώρα κλιμακώθηκε ανοδικά παράγοντα του 40 . Η άμμος κλιμακώθηκε καθοδικά χρησιμοποιώντας εδαφικό Bakelite και το νερό παρέμεινε νερό σε 1/1 . Η καθοδική κλιμάκωση ( για παράδειγμα ) 100/1 δεν μπορεί να είναι τόσο ευρείας διαστάσεως όσο η οριζόντια καθοδική κλιμάκωση. Για παράδειγμα 400/1 γιατί η συμπεριφορά του νερού αλλάζει πλήρως (θεμελιακά ) όταν κυλάει σε πιο ρηχά ρυάκια . Αυτό είναι ένα παράδειγμα των περιπλεκόμενων νόμων κλιμάκωσης πού είναι αναμειγμένοι σε όλα τα τεχνολογικά μοντέλα . Αυτοί οι νόμοι κλιμάκωσης εννοούν ότι τ’ αποτελέσματα από τα μοντέλα δεν μπορούν να μεταφραστούν σε κλίμακα 1/1 ξεκάθαρα και αντικειμενικά όπως και τ’ αποτελέσματα επιστημονικών πειραμάτων δεν μπορούν να παρθούν έτσι ώστε να μας παρέχουν μια ξεκάθαρη απάντηση σχετικά με τη φυσική κατάσταση . Στο πιο περίπλοκο μοντέλο του Oosterschelde χρησιμοποίησαν ένα συνδυασμό αλατιού και φυσικού νερού . Για πιο λεπτομερείς μελέτες αναχωμάτων ( αυλακιών ) και κατασκευών χρησιμοποιήθηκαν αέρας και κύματα αγωγών ύδατος . Η οργάνωση της έρευνας αυτού του μοντέλου ήταν τόσο δύσκολη και αποφασιστική (κρίσιμη ) όσο και η ερμηνεία των νόμων κλιμάκωσης . Διευθύνοντας τις σχέσεις μεταξύ Rijkswaterstaat , το υδρολυτικό εργαστήριο του DELFT , και ιδιωτικές κατασκευαστικές σταθερότητες ήταν τόσο κομμάτι ( απόσπασμα ) των τελειωμένων ( επιτεύξεων ) του Deltaplan όσο ήταν και η ύφανση στρώματος κρεβατιού ή ο σχεδιασμός του εκφορτισμού - εκκένωσης των καταρρακτών ( υδροφράγματων ) . Η κυρίως έρευνα διευθετήθηκε από το εργαστήρι του Delft , αλλά η μετάβαση σε σχέδιο και κατασκευή ήταν υπευθυνότητα του Rijkswaterstaat. Κατά κάποιο σημείο ( βαθμό ) τα ιδιωτικά γραφεία έφεραν εις πέρας κάποιες μελέτες κλιμάκωσης στο Delft . Για λόγους συναγωνισμού ήθελαν να αποκρύψουν / κρατήσουν κρυφά τ’ αποτελέσματα από τ’ άλλα γραφεία και από τον Rijkswaterstaat . Η αίθουσα στην οποία βρίσκονταν τα μοντέλα φυλαγόταν προσεκτικά όπως κάθε εγκατάσταση στρατιωτικής έρευνας .

Στα τέλη του 1960 στο Deltaplan είχαν γίνει εξαιρετικές επιτυχίες και προχώρησε στην τελική φάση που ήταν το κλείσιμο του μεγαλύτερου παλιρροιακού κόλπου , του Oosterschelde. Οι πύλες ( η αρχή ) για το καλώδιο ( συρματόσχοινο ) που θα καταργούσε τους μεγάλους κύβους για τον πυρήνα του αναχώματος ( κεντρικό μέρος ) τοποθετήθηκαν το 1971 . Παρ ’ όλα αυτά ολόκληρο το έθνος υποστήριξε ότι το Deltaplan είχε εισπραχθεί το 1950 . Τώρα άρχισε να χάνει έδαφος ( αποδυναμώνεται ) . Η ειδική ποιότητα της παλιρροιακής οικολογίας του Oosterschelde αξιοποιήθηκε πιο πολύ από πριν . Η ανεπιθύμητη προσδοκία διαγράφτηκε και γίνεται πελώρια βάση για τα μολυσμένα νερά του Rhine και του Maas . Αναπτυσσόμενη προσοχή δίνεται στα βουνά του σιταριού και βουτύρου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας . Μείωση της σημασίας της καθοριστικής καλλιέργειας με καινούριες προμήθειες φρέσκου νερού . Η παραγωγή φαγητού δεν φαίνεται να είναι πλέον το άμεσο πρωταρχικό πρόβλημα , ιδιαίτερα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο . Άλλες κοινωνικές αλλαγές επηρέασαν το 1970 τις εργασίες του Delta . Το κύρος του Rijkswaterstaat όπως και πολλοί άλλοι θεσμοί στην Ολλανδία συζητήθηκε . Στις γενικές εκλογές του 1972 το κλείσιμο του Oosterschelde πήρε πολιτική αξία . Μια εναλλακτική λύση ν’ αφήσουν το Oosterschelde ανοικτό και ν’ αυξήσουν όλα τα αναχώματα ήταν ένα θέμα προς συζήτηση . Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής : Η Ολλανδία σχεδόν διαλύθηκε μια και χωρίστηκε σε κομμάτια . Στην κυβέρνηση ( Βουλή ) αυτοί που ανώνυμα υποστήριζαν το project ( σχέδιο ) πριν από 15 χρόνια μειώνονταν σε 50% . Μερικοί μηχανικοί μεταγράφηκαν σε αξιότιμους χτίστες ενός ταλαιπωρημένου έθνους καταστρέφοντας την οικολογία, αλλά και τις ίδιες τις οικογένειές τους .

Το 1974 η Κυβέρνηση αποφάσισε μετά από το σταμάτημα μιας βαθιάς εσωτερικής φιλονικίας να κλείσει τελικά το Oosterschelde με το θάψιμο του σωληνώματος. Αυτό θα γινόταν με καθυστέρηση 7-8 χρόνων ροής . Σε πολλές χώρες , ειδικά στη Ζηλανδία, αυτό ήταν ένα απαράδεκτο ρίσκο που είχε δοθεί σε προσωρινά αναχώματα και είχαν ευκαιρία ροής 1/1000 χρόνια . Στη Βουλή η κίνηση για να συνεχισθεί η ολοκλήρωση του κλεισίματος καταψηφίστηκε με 75 ψήφους κατά έναντι των 67 υπέρ . Αυτοί που ήταν υπέρ του κλεισίματος κατονόμασαν αυτήν την ενέργεια << μια αγνή πολιτική απόφαση >> .

Οι πύλες ( πόρτες ) για τον καλωδιακό δρόμο διαλύθηκαν και καινούρια στρώματα εκβαθύνθηκαν . Εντατικές έρευνες πάνω στα παλιρροιακά ρεύματα και στον αμμώδη βυθό άρχισαν . Για να αυξήσουν την ασφάλεια της Ζηλανδίας στη διάρκεια της αργοπορημένης περιόδου τ’ αυλάκια τα εξύψωσαν για να επιτευχθεί η έκκληση και να μπορέσει να γίνει δυνατή η εκχείλιση του νερού σε 1/500 . Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το project ήταν πρωτοφανούς περιπλοκής . Ο βυθός του Oosterschelde βρέθηκε ότι είχε ασυνήθιστο ρευστό είδος άμμου και οι ταχύτητες της παλίρροιας και ( οι ποσότητες ) που συναντήθηκαν ήταν μεγαλύτερες από κάθε προηγούμενο project. Ένα από τ’ αρνητικά αποτελέσματα ήταν ότι το φράγμα ( περίφραγμα ) της εκχείλισης του νερού έπρεπε να κατασκευασθεί στο σημείο που θα άνοιγε το νερό . Η μόνη άλλη μηχανική κατασκευή για το project , ο αποφορτισμός υδατοφρακτών ( βάνα ) , έπρεπε να είχε κτισθεί στο σημείο αποξήρανσης από τα αναχώματα του κολπίσκου . Μετά από την ολοκλήρωση του φράγματος , ο κολπίσκος εκχείλισε , τα αυλάκια μετακινήθηκαν και το κενό που απέμεινε μεταξύ υδροφρακτών και ακτής έκλεισε με τα αυλάκια . Μια τέτοια λύση ήταν τώρα απίθανη γιατί τα αποτελέσματα μείωσης του όγκου της παλίρροιας και αμετάβλητα θα επηρέαζε την οικολογία του Oosterschelde . Μερικά διαφορετικά φράγματα περισσότερο ριζοσπαστικά συζητήθηκαν και προσπάθησαν να ερευνήσουν τα ομοιώματα .

Τα δυο κύρια προβλήματα αποδείχτηκε ότι ήταν η ίδρυση του υδροφράγματος μετακίνηση μόνο μερικών ιντσών όπου θα συμπίεζε τις κινητές πόρτες του υδροφράγματος , μειώνοντας το φράγμα πλημμύρας και μπορούσαν να ελέγχουν τον προϋπολογισμό . Η Βουλή όρισε ρητώς τα ανώτατα έξοδα ; Αν αυτό το έργο δεν μπορούσε να επιτευχθεί το κλείσιμο έπρεπε να γίνει με έναν κανονικό ( σύνηθες ) υδατοφράχτη . Το πρόβλημα ίδρυσης λύθηκε μερικώς με τη δημιουργία ενός καινούριου πλοίο. Χρησιμοποιώντας καρφιά μήκους 40 μ . για να συμπυκνώσουν το κατάστρωμα του πλοίου. Προκατασκεύασαν μερικώς στρώματα του πλοίου τα οποία ήταν κατασκευασμένα με οριζόντια και κάθετη ακρίβεια . Το πρόβλημα του προϋπολογισμού λύθηκε με το συνδυασμό μετρήσεων . Μια σχεδιασμένη υιοθέτηση του τελευταίου σταδίου κατασκευής παραβίαζε την αρχή της οικολογίας . Αφέθηκαν να κλείσουν το φράγμα για μερικές μόνο φορές και να παράγουν δουλειές .

O φράκτης φράγματος – πλημμύρας Oosterschelde ανοίχτηκε από τη βασίλισσα της Νορβηγίας στις 4 Οκτωβρίου το 1986 . Αυτό το φράγμα ουσιαστικά ολοκλήρωσε το Deltaplan , το οποίο συμπληρώθηκε με καθυστέρηση 10 χρόνων και με αύξηση του προϋπολογισμού κατά 30% σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια .Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό σύστημα ευρέσεως επικρότησε το << στέμμα >> της παραθαλάσσιας μηχανολογίας .Είναι όμως παρ’ όλα αυτά αναξιόπιστο από μερικούς ειδικούς εξ αιτίας της πρωτοφανούς κριτικής φύσης της ίδρυσής του . Στο Deltaplan ίσως να εικονογραφείται καλύτερα από το φράγμα του Oosterschelde , και οι αξίες προστασίας του περιβάλλοντος . Στην οργάνωση του Rijkswaterstaat οι σχέσεις μεταξύ γραφείων, εργαστηρίων και της οικονομικής πολιτικής της ολλανδικής Βουλής συγχωνεύτηκαν στην τεχνολογία - σαν να ήταν στρώματα - συγκεκριμένες κολόνες , ατσάλινες πόρτες και κομπιούτερς ελέγχου . Η ολλανδική κοινωνία διέπλασε την τεχνολογία του Deltaplan τόσο όσο το Deltaplan διέπλασε την ολλανδική κοινωνία για το μέλλον .

Οι προσεγγίσεις που πρέπει να συζητηθούν σε αυτό το κομμάτι δεν σταματούν εδώ με τον επίλογο ότι τα αποτελέσματα της τεχνολογίας στην κοινωνία είναι συμπληρωματικά φαινόμενα . Υπάρχει ένα επιπλέον επιχείρημα ότι ακόμα η διάκριση μεταξύ κοινωνικών και τεχνικών δεν μπορεί να γίνει ο πρωταρχικός ρόλος .Είναι τελικά το κλείσιμο του Oosterschelde από φράγματα πλημμύρας μια τεχνολογική λύση ; Στην πραγματικότητα είναι όπως και για τους περισσότερους επισκέπτες του υδροφράγματος , μηχανολόγους και άλλους ομοίους ή είναι τελικά μια πολιτική λύση ; Βέβαια , έτσι είχε ιδωθεί από σημαντικούς ομιλητές και των δύο αντιπάλων μερίδων στα τέλη του 1970 . Είναι το Deltaplan μια τεχνολογία που μικραίνει την ακτή προστατεύοντας έτσι τη Νέα Ζηλανδία από τη θάλασσα ; ή είναι ένα κοινωνικό σύστημα που επικεντρώνει τη διοίκηση των αυλακιών και προστατεύει τη Ζηλανδία ; Όταν αναλύουμε την κοινωνικοηθική ομοφωνία του Deltaplan και το φράγμα του Oosterschelde γίνεται εμφανές ότι αυτά δεν κατασκευάζονται από προϊόντα που είναι κοινωνικά , τεχνικά , οικονομικά ή κοινωνικά .Αυτού του είδους τα στοιχεία σχηματίζουν ένα αδιάφανο δίκτυο .

Κοινωνικοηθικές ομοφωνίες

Τρεις προσεγγίσεις / θεωρίες


Το 1998 μια έρευνα ξέφυγε και ανέλυσε την τεχνολογία και την κοινωνία σαν μια στενή ομοφωνία , ετερογενούς ομοφωνίας τεχνικών , κοινωνικών , πολιτικών και οικονομικών στοιχείων . υπάρχουν μερικές προσεγγίσεις που βλέπουν την τεχνολογία μ’ αυτό τον τρόπο . Μερικά ζητήματα είναι κοινά σε όλες τις θεωρίες ( προσεγγίσεις ) . Μια πρόσφατη γερμανική εργασία αψηφεί μια κατηγορία σ’ αυτούς τους τομείς , γιατί συγκεκριμένα σχεδιάζει σε όλους τους τομείς , γιατί συγκεκριμένα σχεδιάζει σε όλους αυτούς τους τομείς και ακόμη περισσότερο . Κοίτα για παράδειγμα Hemmen 1992, Joerges 1988 ; Rammert 1990 ; Wemgart 1989 . Παρ’ όλα αυτά όλοι προσπαθούν να υπολογίσουν τον εμφανή άκαμπτο χαρακτήρα πολλών τεχνολογιών , μη αποδεχόμενοι τον τεχνολογικό ντετερμινισμό ή την αυτόνομη τεχνολογία . Ο Mackenzie και ο Spinardi ( 1988) διαφοροποίησαν τη θεωρία του ντετερμινισμού και τη συγχώνευσαν σε μια πιο εύχρηστη θεωρία . Η Misa (1988) παρουσιάζει την ύπαρξη των τεχνολογικών ντετερμινιστικών απόψεων μέσα στις τεχνολογικές μελέτες , δεν μπορεί έτσι απλά να μην επιτραπεί σαν να είναι ακατάλληλη χρήση της παλιάς σταθερής εικόνας της τεχνολογίας. Επίσης παρουσιάζει τις τεχνολογικές μελέτες σε μικρό επίπεδο ανάλυσης τείνουν να υποστηρίξουν τον μη ντετερμινιστικό χαρακτήρα της τεχνολογίας , ενώ οι μικρομελέτες τείνουν να παράξουν ντετερμινιστικές εικόνες .

Η θεωρία των συστημάτων αναλύει την τεχνολογία σαν ετερογενή συστήματα τα οποία στην ανάπτυξή τους απόχτησαν μια τεχνολογική ορμή που φαίνεται να τους οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση , με μια συγκεκριμένη αυτονομία ( κοίτα Hughes , 1983 για την ολική παρουσίαση αυτής της προσέγγισης η οποία αναπτύχθηκε συγκρινόμενη αναλυτικά με τα συστήματα ηλεκτρικής διανομής στη Νέα Υόρκη , Λονδίνο ) . Ο Hughes (1987 β΄) απλά φέρνει το επιχείρημα ενάντια σε προηγούμενη διάκριση μεταξύ κοινωνικών , επιστημονικών , τεχνικών και ούτω καθ’ εξής . Ο Shrum (1985 β΄) επίσης ασχολήθηκε με τη μελέτη μεγάλων τεχνικών συστημάτων και δικτύων αλλά από μια πιο κοινωνική πλευρά , συνδυάζοντας έτσι ποιοτικές και ποσοτικές μεθόδους . Το Deltaplan μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο σύστημα . Αποτελείται από στοιχεία , ετερογενή όπως αυλάκια , φράγματα πλημμυρών , κανάλια , λίμνες , επίπεδα νερού , όπως αλμυρό – πόσιμο , ναυτικές πορείες ( δρομολόγια ) , και κανόνες για το κλείσιμο και το άνοιγμα των υδροφρακτών και των φραγμάτων . Το θέμα του κοινωνικού σχηματισμού περιπλέκεται επί πλέον από την αναγνώριση του Henges εθνικές τεχνοτροπίες στην ανάπτυξη τεχνολογικών συστημάτων . Στην περίπτωση , της παραθαλάσσιας μηχανολογίας αυτό το σύστημα θα οδηγούσε στην ύπαρξη εμφανών διαφορών μεταξύ αγγλικών και ολλανδικών σχεδίων για τα φράγματα πλημμύρας . Η θεωρία της << τεχνολογικής ορμής >> αιχμαλωτίζει όμορφα την εμφανιζόμενη φύση των τεχνολογικών συστημάτων , ενώ την ίδια στιγμή αυτή δεν είναι εσωτερική περιουσία αλλά ότι αυτή σιγά σιγά χτίζεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του συστήματος . Παρόλο πού η θεωρία αναπτύχθηκε από τεχνολογικά συστήματα ανάλυσης , τα οποία είναι μεγάλα σε φυσική αίσθηση όπως συστήματα ηλεκτροδότησης , σιδηροδρομικά συστήματα , τηλεφωνικά δίκτυα , η θεωρία μπορεί να εφαρμοσθεί σε μικρές τεχνολογίες όπως : συστήματα καθοδήγησης βλημάτων ( Mackenzie 1990 α΄ ) και κινητικών δρομολογίων στο χώρο (Pinch ,1989 ) . Η εμπιστοσύνη όμως του προγράμματος έρευνας , έχει παραμείνει στη μελέτη μεγάλων τεχνικών συστημάτων ( La porte ,1989 ,Mayntz & Hughes , 1988 , Weingart 1989 ) . H συγκεκριμένη απεικόνιση του Hughes συσχετίζεται με ( ιδιωτικά ) επιχειρηματικά συστήματα - όπως του Edison και της Siemens που είναι και θεμελιωτές αυτών των συστημάτων . Ένας από τους τρόπους , με τους οποίους αυτά τα συστήματα θεμελιώθηκαν ορμητικά είναι μέσω οικονομικών κλιμάκων . Καμιά πλευρά δεν φαίνεται να συνδέεται ευθέως με την υπόθεση του Deltaplan .

Η θεωρία του ενεργού δικτύου συσχετίζεται με του Callon, Latour και Law , παρουσιάζει κοινωνικό – οικοηθικές ομοφωνίες σαν είναι ετερογενή δίκτυα ανθρώπινων και μη ανθρώπινων δρώντων προσώπων . Εμφανή παραδείγματα αυτής της θεωρίας είναι Callon (1980 , 1981 , 1986 b ) ,Law ( 1987 a ) και Latour ( 1984 , 1987 ,1992 ) . Για περισσότερες πληροφορίες κοίτα στις αναφορές του Law ( 1986 c ),Bijker ,Hughes, και Pinch ( 1987 ) , Law ( 1991c ) και Bijker και Law (1992 ) . Η ανάπτυξη αυτών των δικτύων αναλύεται σαν επικέντρωση μεταφράσεων - προσπάθειες από δρώντες στο δίκτυο έτσι ώστε να μετακινήσουν άλλους ενεργά συμμετάσχοντες σε διαφορετικές θέσεις , μεταφράζοντας έτσι το βαθύτερο νόημα αυτών των ενεργειών . Η έννοια της μετάφρασης είναι επίσης και το ουσιαστικό σημείο της θεωρίας του ενεργού Network - δικτύου ( κοίτα κεφάλαιο του Callon σε αυτόν τον τόμο ) . Χρησιμοποιείται για να αναλύσει τη διευθέτηση της κοινωνίας μας από τον ανασχηματισμό και το μετασχηματισμό των μηχανημάτων , των θεσμών και των δρώμενων προσώπων . Η δύναμη των συμμετασχόντων ( όπως ενός καπετάνιου της τεχνολογίας , ή του Rijkswaterstaat , ή ενός αρχηγού της Μαφίας ) δεν αποτελείται από καμιά γενετική ιδιαιτερότητα σε αυτούς τους ανθρώπους ή σε αυτούς τους θεσμούς αλλά αυθεντικοποιείται από τα networks που μπορούν να έχουν κάτω από τον έλεγχό τους . Ένα χαρακτηριστικό της θεωρίας των ενεργών networks - δικτύων , που τη διαχωρίζει από το λεξιλόγιο όλων των άλλων STS θεωριών , είναι η οντολογική της βάση . Με μια μη αποδεκτή διαφορά μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων , η οποία είναι κεντρική στη δυτική κοινωνία ( στη Δύση) και στην πραγματικότητα ( είναι κεντρική στον τρόπο σκέψης των περισσοτέρων post-Kantian , η θεωρία του ενεργού δικτύου στηρίζεται σε προ - μοντέρνες εποχές .( κοίτα Collins & Yearley ,1992 a ,1992 b και Callon & Latour,1992 a , για μια πολιτική διαμάχη πάνω σ’ αυτή την ουσιαστική ερώτηση ) . Η << αρχή της γενικευμένης συμμετρίας >> επιμένει στην ανάλυση του ανθρώπινου και μη ανθρώπινου κόσμου με την ίδια θεωρητική δομή ; Με άλλα λόγια η ανάπτυξη της εξήγησης των κοινωνικό – ηθικών συντονισμών δεν ανέμενε ούτε κοινωνικές , ούτε τεχνικές μειώσεις . Η συσχέτιση αυτής της θεωρίας με το Deltaplan είναι εμφανής στο μέλλον . Η υπόθεση μπορεί να περιγραφθεί ( παρόλο που δεν το επιχείρησα αυτό ) σε ένα λεξιλόγιο που χτίζει ένα δίκτυο (network) από τέτοιου είδους , διαφορετικά ενεργά μέλη όπως μηχανολόγοι , το Rijkswaterstaat , περιβαλλοντολόγους , αυλάκια και φράχτες , πέτρες , παλιρροιακά ρεύματα , χείμαρρους , εξόρμηση καταιγίδων .( Η θεωρία του network βασίζεται σε ημιομοιότητες . Χρησιμοποιώντας τον όρο actant , η παραδοσιακή συνεκδοχή των φυσικών επιστημών για τη λέξη actor αποφεύγεται ) . Μια εξήγηση για την ανάπτυξη του φράκτη του Oosterschelde θα μπορούσε έτσι να αποφύγει τη μονόπλευρη εξήγηση στους << κοινωνικούς παράγοντες >> όπως την πολιτική , τα οικονομικά , ή ακόμη και το φόβο σχετικά με << τεχνικούς παράγοντες >> όπως είναι η αυξανόμενη μηχανολογική γνώση , τα καλύτερα στρώματα , ή τα πιο γρήγορα κομπιούτερς.

Στο έργο << Προσέγγιση της κοινωνικής κατασκευής της τεχνολογίας >> οι Pinch και Bijker θεωρούν << κατάλληλες κοινωνικές ομάδες >> σαν το αρχικό τους σημείο εκκίνησης . ( Αυτή η “ SCOT ” προσέγγιση διαφαίνεται γνησιότατα κάτω από το λάβαρο της << κοινωνικής μορφοποίησης της τεχνολογίας >> . Μετά από κάποιους δισταγμούς , έχω αποφασίσει να την παρουσιάσω εδώ , στο κεφάλαιο που αφορά τα κοινωνικοτεχνικά σύνολα , εξ αιτίας της θεωρητικής της ανάπτυξης και της εστίασής της πάνω στην ιδέα του << τεχνολογικού πλαισίου >> - βλέπε παρακάτω - σαν διακόπτης ανάμεσα στην κοινωνική μορφοποίηση της τεχνολογίας και την τεχνική μορφοποίηση της κοινωνίας ) . Τα τεχνουργήματα , αν μπορεί κανείς να τα πει έτσι , περιγράφονται μέσα από τα μάτια των μελών των κατάλληλων κοινωνικών ομάδων . Οι αλληλεπιδράσεις εντός και μεταξύ των κατάλληλων κοινωνικών ομάδων απαρτίζουν τα διαφορετικά τεχνουργήματα , μερικά των οποίων μπορεί να είναι κρυμμένα εντός του ιδίου << πράγματος >> . Σ’ αυτή την περίπτωση η << ερμηνευτική ευκαμψία>> αυτού του << πράγματος >> αποκαλύπτεται με την εξιχνίαση των διαφορετικών εννοιών που αποδίδονται σ’ αυτό από τις διάφορες κατάλληλες κοινωνικές ομάδες . Αυτή η επίδειξη της ερμηνευτικής ευκαμψίας είναι ένα κρίσιμο βήμα στη συζήτηση ( ή αμφισβήτηση ) του κατορθωτού της κάθε κοινωνιολογίας της τεχνολογίας – δείχνει ότι ούτε η αναγνώριση ενός τεχνουργήματος ούτε η τεχνική του << λειτουργία >> ή <<μη λειτουργία>> είναι εσωτερική ιδιότητα ( ιδιοκτησία ) του τεχνουργήματος αλλά είναι υποκείμενο ( θέμα ) των κοινωνικών μεταβλητών . Το επόμενο βήμα τότε είναι να περιγραφεί το πώς τα τεχνουργήματα είναι πράγματι κοινωνικά κατασκευασμένα ούτως ώστε να εξιχνιάζονται οι αυξημένοι ( ή μερικές φορές μειωμένοι ) βαθμοί σταθερότητας ενός τεχνουργήματος. Οι Pinch και Bijker ( 1984 ) χρησιμοποιούν το ποδήλατο με τις ψηλές , μεγάλες ρόδες του 1870 σαν παράδειγμα . Το πρώτο βήμα στο περιγραφικό τους μοντέλο είναι μια κοινωνική αποκατάσταση ( ανακατασκευή , αποδόμηση ) του τεχνουργήματος ( από τον αναλυτή ). Σ’ αυτήν την περίπτωση αυτά τα αποτελέσματα που φαίνονται να <<κρύβονται εντός>> της υψηλότροχης κανονικότητας ήταν τελικά δυο απείρως διαφορετικά τεχνουργήματα : η ανασφαλής μηχανή για τις γυναίκες και τους γεροντότερους , και η μαχομηχανή για <<νέους ανθρώπους με τα μέσα και το σθένος ( νεύρο ) >>. Το δεύτερο βήμα είναι να ανιχνεύσουμε την κοινωνική κατασκευή αυτών των τεχνουργημάτων ( από τις κατάλληλες κοινωνικές ομάδες των δρώντων ). Διάφοροι <<μηχανισμοί διακοπής συζητήσεων >> μπορεί να αναγνωρισθεί ότι φέρνουν την ερμηνευτική ευκαμψία σε ένα τέλος και αρχίζουν την πορεία σταθεροποίησης του τεχνουργήματος εντός των κατάλληλων κοινωνικών ομάδων . Το τρίτο βήμα είναι η γενίκευση πέρα από τη μελέτη μιας περίπτωσης και η τυποποίηση μιας θεωρίας των κοινωνικοτεχνικών συνόλων . Η ιδέα του << τεχνολογικού πλαισίου >> προτίθεται να εξηγήσει την ανάπτυξη των ετερογενών κοινωνικοτεχνικών συνόλων , ούτως ώστε να προληφθεί μια κοινωνική υποβίβαση (Bijker ,1987 , 1992 ). Ένα τεχνολογικό πλαίσιο κατασκευάζει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δρώντων της κατάλληλης κοινωνικής ομάδας . Ένα χαρακτηριστικό κλειδί του << τεχνολογικού πλαισίου >> είναι το γεγονός ότι είναι εφαρμόσιμο σε όλες τις κατάλληλες κοινωνικές ομάδες - τεχνικούς και άλλους ομοίως . Αναπτύσσεται << κτίζεται , ορθώνεται >> όταν η αλληλεπίδραση << γύρω >> από μια τεχνολογία αρχίζει και συνεχίζει . Η πρώιμη τεχνολογία Deltaplan για παράδειγμα μπορεί να πει κανείς ότι έχει μορφοποιήσει το τεχνολογικό πλαίσιο των παράκτιων μηχανικών και ισχυρά επηρεάσει την επιλογή για μια φιλόδοξη << υψηλής τεχνολογίας >> λύση για το Oostreschelde μάλλον παρά απλά και μόνο για μια ανύψωση όλων των τάφρων (αναχωμάτων ) γύρω από τη λεκάνη του Oosterschelde . Η υφιστάμενη πρακτική οδηγεί τη μελλοντική πρακτική , εν τούτοις χωρίς λογικό προσδιορισμό . Η ιδέα του << τεχνολογικού πλαισίου >> σχηματοποιεί ένα διακόπτη στην ανάλυση των κοινωνικοτεχνικών συνόλων ; Είναι ο τρόπος με τον οποίο η τεχνολογία επηρεάζει την αλληλεπίδραση και τοιουτοτρόπως μορφοποιεί ιδιαίτερες κουλτούρες αλλά επί πλέον εξηγεί πώς μια νέα τεχνολογία είναι κατασκευασμένη από έναν συνδυασμό ικανών και αναγκαίων αλληλεπιδράσεων εντός των κατάλληλων κοινωνικών ομάδων με ένα ιδιαίτερο τρόπο .

.

Έλεγχος και επέμβαση

Έτσι όπως αναπτύχθηκαν οι προσεγγίσεις στα προηγούμενα κεφάλαια συμφωνούν με τον έλεγχο και τη δυνατότητα επέμβασης ; Σε πολλές αντικρουόμενες μελέτες η τεχνολογία εκλαμβάνεται σαν μια χωριστή οντότητα που ακολουθεί ένα γραμμικό μονοπάτι . Η τεχνολογία είναι σαν ένα τρένο που τρέχει στις γραμμές προσηλωμένο σ’ αυτές εν τούτοις χωρίς να είναι γνωστό στις λεπτομέρειες ; Κάποιος μπορεί να ελπίζει να αλλάξει την κατεύθυνση του τρένου , μόνο να ελέγξει την ταχύτητά του και να βελτιώσει την ασφάλεια των διασταυρώσεων . Η ορθόδοξη << τεχνολογική διατίμηση >> όπως έχει εξηγηθεί με παραδείγματα από την πρώιμη δουλειά του Αμερικανικού Γραφείου της Τεχνολογικής Διατίμησης ζητά να προβλέψει την τεχνολογική ανάπτυξη και τη σύγκρουσή της με την κοινωνία και έτσι ελπίζει να αποφύγει μερικά από τα αρνητικά της αποτελέσματα με << έγκαιρη προειδοποίηση >> . ( δες Leyten & Smits, 1987, για μια συγκριτική επανάληψη των διαφορετικών ιδεών της τεχνολογικής διατίμησης . Οι αναλύσεις κόστους – κέρδους είναι άλλο ένα παράδειγμα εργαλείων ελέγχου και επέμβασης που βασίζονται πάνω σ’ αυτή την εικόνα της τεχνολογίας. Μια τέτοια προσέγγιση στην τεχνολογία συνεπάγεται ένα δίλημμα ελέγχου (Collingridge , 1980 ) – είτε είναι τόσο πρώιμο να προβλέψουμε τις ενοχές μιας νέας τεχνολογίας ή είναι τόσο αργά να επέμβουμε επειδή η τεχνολογία έχει γίνει τόσο οχυρωμένη στην κοινωνία και την κουλτούρα που δεν μπορεί ν’ αλλάξει τώρα πια.

Συνδεδεμένα ανάμεσα στην κοινωνική μορφοποίηση και τις εξελικτικές απόψεις της τεχνολογίας είναι τα μοντέλα τεχνολογικής διατίμησης που αναπτύχθηκαν σε Σουηδία και Ολλανδία . Οι Leyten και Smits (1987) παρουσιάζουν μια συγκριτική μελέτη των διαφορετικών αντιλήψεων της τεχνολογικής διατίμησης σ’ αυτά τα μέρη .( Για περισσότερες πληροφορίες για τη Σουηδία δες SFS ,1982 , για περισσότερα γύρω από την ολλανδική << κατασκευαστική τεχνολογική διατίμηση >> προσέγγιση δες Dacy Ouwens , Hoogstraten , Jelsma , Prakke & Rip , 1987 ,και Schot , 1991 ) . Οι Schwarz και Thompson ( 1990 ) εξετάζουν την << κατασκευαστική τεχνολογική διατίμηση >> στη βάση της δικής τους θεωρίας κουλτούρας , που είναι μια επέκταση του έργου της ανθρωπολόγου Mary Douglas (e.g.,1970 , 1982). Σ’ αυτά τα μοντέλα η πιθανότητα μιας συνεχούς μορφοποίησης και επαναμορφοποίησης μιας τεχνολογίας κατά τη διάρκεια όλων των σταδίων ανάπτυξής της είναι αναγνωρίσιμη . Ένας σκελετός έχει αναπτυχθεί για να ενθαρρύνει μια θετική συνεργασία ανάμεσα στις επίσημες τεχνολογικές διατιμήσεις των ινστιτούτων και τις πιο άτυπες τεχνολογικές εκτιμήσεις ( διατιμήσεις ) προερχόμενες από άλλες κατάλληλες κοινωνικές ομάδες , όπως οι καταναλωτές . Στον επιμερισμό των ρόλων ανάμεσα σ’ αυτές τις ομάδες , αναγνωρίζεται ότι η τεχνολογική ανάπτυξη εμπλέκει πολλούς περισσότερους από απλώς μηχανικούς και πολιτικούς .

Ποια μορφή μπορεί να πάρει ο έλεγχος και η επέμβαση στις προσεγγίσεις που χρησιμοποιούν κοινωνικοτεχνικά σύνολα σαν μέρος της ανάλυσης ; Είναι άμεσα ξεκάθαρο ότι το δίλημμα ελέγχου του Collingridge τώρα εξαφανίζεται . Ο σαν άγραφος ιστός χαρακτήρας της τεχνολογίας και ο διαπεραστικός κοινωνικά κατασκευασμένος χαρακτήρας δείχνει ένα πλήθος από ευκαιρίες για επιρροή στην ανάπτυξη της τεχνολογίας ( και της κοινωνίας και ούτω καθ’ εξής ) σε όλα τα στάδια . Αλλά περισσότερες μελέτες για το πώς αυτό μπορεί να προκύψει είναι αναγκαίες . Μελέτες ηθικών συζητήσεων ( επιχειρημάτων ) που έγιναν από προτείνοντες και αντιπροτείνοντας μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας μπορεί να είναι ένας πολύτιμος τρόπος να έρθουμε σε επαφή με την τεχνολογία τόσο όσο θα μπορούσαν να είναι μελέτες τεχνικών κανόνων και κανονισμών . Εθνογραφικές σπουδές που εκθέτουν πρακτικές θα μπορούσαν να καταγράψουν την πορεία μορφοποίησης μιας τεχνολογίας με το μάνατζμεντ ενός οργανισμού (Mackenzie, 1990 b ). Έτσι για παράδειγμα θα μπορούσε πιθανότατα να << χειριστεί >> τη λεηλασία πάνω στον προϋπολογισμό του φράγματος Oosterschelde μετακινώντας μερικά από τα έξοδα σε άλλα δευτερεύοντα σχέδια , με αναδιανομή των εξόδων σε άλλα υπουργεία , και συζητώντας το γεγονός ότι το κόστος ήταν πράγματι 20% χαμηλότερο απ’ ότι είχε σχεδιαστεί αλλά << η πολιτική απόφαση να μείνει το Oosterschelde ανοιχτό >> είχε προκαλέσει την αύξηση . Εφαρμοσμένη πάνω σε μια πιο μακρο-οικονομική κλίμακα , η ανάκτηση των πλημμυρισμένων polders μπορεί τώρα να μην φαίνεται τόσο γελοία όσο είχα προτείνει στην εισαγωγή . Υπάρχουν περισσότερα για κοινωνικό-οικονομική ανάλυση παρά για στενό προσδιορισμό κόστους .

Συμπέρασμα

Σ’ αυτό το κεφάλαιο έχω προσπαθήσει να επαναλάβω τον κορμό των μελετων της τεχνολογίας παρουσιάζοντας τα διάφορα θέματα που έχουν επισημανθεί από λόγιους στην κοινότητα STS . Η απεριόριστη ώση της συζήτησης έχει θέσει << υπό κάτω >> αυτά τα θέματα και σχετικά ανεξαρτητοποίηση από τις ιδιότητές τους , μια γενική ευρεσιτεχνία μπορεί να αναγνωρισθεί στην οποία η σπουδή της τεχνολογίας και της κοινωνίας έχει αναπτυχθεί . Αυτή η ευρεσιτεχνία μπορεί , πολύ σχηματικά , να χαρακτηρισθεί σαν ένα είδος αργής κίνησης εκκρεμούς - μια μέτρια ταλάντευση .

Πριν τη δεκαετία του 1940 οι κοινωνικές επιστήμες δεν έδωσαν μεγάλη προσοχή στη μελέτη της λεπτομερούς ανάπτυξης των τεχνικών επιτευγμάτων και της κοινωνίας . ( Οι William Ogburn και Lewis Mumford αποτέλεσαν σημαντικές εξαιρέσεις , δες Westrum , 1991 , κεφ. 3 , για μια συζήτηση της << παλαιάς >> κοινωνιολογίας της τεχνολογίας ). Εκτός από μια αφηρημένη ιδέα , η τεχνολογία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στις κοινωνικές επιστήμες . Το εκκρεμές άρχισε να ταλαντεύεται , και ειδικά οι ιστορικοί , κάποιοι οικονομολόγοι , και αργότερα φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι ανακάλυψαν την τεχνολογία . Η ταλάντωση << πήγε πολύ μακριά >> , εν τούτοις, και η τεχνολογία είχε ιδωθεί σαν ένας αυτόνομος παράγοντας στον οποίο η κοινωνία έπρεπε να υποκλιθεί . Η τεχνολογία ήταν πέρα για πέρα σημαντική . Με την ανατολή των μοντέλων κοινωνικής μορφοποίησης , το εκκρεμές ταλαντεύτηκε προς τα πίσω από αυτόν τον ντετερμινιστικό τεχνολογικό σχεδιασμό . Αλλά ξανά η ταλάντευση πήγε ακόμα λίγο μακριά . Το ζήτημα της σύγκρουσης σχεδόν εξαφανίστηκε από τον ορίζοντα και η τεχνολογία φαινόταν απλώς μια κοινωνική δομή που δεν μπορούσε να εξαφανιστεί σε έναν ισχυρόγνωμον , ανθεκτικό σε μετασχηματισμούς , τύπο κοινωνικής μορφοποίησης . Πρόσφατα το εκκρεμές άρχισε να κινείται πάλι πίσω ξανά για να επανορθώσει την ανισορροπία . Η τεχνολογία ανέκτησε κάτι από την ισχυρογνωμοσύνη της χωρίς πλήρη απώλεια του κοινωνικά μορφοποιημένου χαρακτήρα της . Οι ταλαντεύσεις είναι μικρότερες τώρα . Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εκκρεμές δεν κινείται πια σε επίπεδο πλάνο αλλά σε κύκλους Foucault .

Οι επιστήμες της τεχνολογίας δεν θα έπρεπε να σταματήσουν στο συμπέρασμα ότι κοινωνικό-τεχνικά σύνολα έχουν αναδυθεί από τον άγραφο ιστό της τεχνολογίας και της κοινωνίας . Η έρευνα πηγαίνει και έρχεται τελικά σε δύο κατευθύνσεις . Πρώτον , χρειαζόμαστε άραγε ένα νέο θεωρητικό σκελετό για να αναλύσουμε την ανάδυση , μορφοποίηση και ανάπτυξη των συνόλων ; Απλούς τεχνικούς ή κοινωνικούς υποβιβασμούς δεν θα κάνουμε αλλά τι θα πράξουμε ; ( Woolgar,1991 b, θέτει το ερώτημα και συζητεί ( ή αμφισβητεί ) για την αντανακλαστικά αναλυμένη τεχνολογία σαν ένα θέμα ( εδάφιο ). Η εστίαση τότε δεν θα ήταν στην ανάλυση των διαφορετικών παραστάσεων αλλά πάνω στην ίδια την παραστατική δραστηριότητα από μόνη της - από δρώντες τόσο όσο και από τον αναλυτή . Δες ακόμα Pinch,1993 και τα κεφάλαια σ’ αυτό το βιβλίο από τον Callon και τον Restivo ) . Δεύτερον , έχουμε ανάγκη να επιστρέψουμε σε μερικά από τα πολιτικά ερωτήματα πού πληροφορούν οι πρώιμες μελέτες STS. Οι επιστήμες τεχνολογίας σαν πεδίο φαίνεται να έχουν χάσει λίγο από την απ’ ευθείας αρμοδιότητά τους ( σχέση τους ) για την πληθώρα των προβλημάτων που οι κοινωνίες μας αντιμετωπίζουν προς το παρόν . Τα διόδια ( ή κωδωνισμός ) του ακαδημαϊκού απειλούν να παράγουν πολιτικο- πολιτισμική ασχετοσύνη ( αναρμοδιότητα ) .

επίλογος

Ευτυχώς το Νοέμβριο του 1991 οι τάφροι πράγματι αντιστάθηκαν στο φούσκωμα ( μεγάλο κύμα ) της καταιγίδας . Το Φεβρουάριο του 2053 μπορεί να υπάρξει πάλι ένα τέτοιο φούσκωμα της καταιγίδας . Μικρές αλλαγές μπορούν να συνδυασθούν σε μεγάλα αποτελέσματα . Θα μπορέσουν οι ολλανδικές τάφροι και τα φράγματα πλημμύρων να σταθούν όρθια σ’ αυτό ; Θα ανέλθει το παγκόσμιο επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας ως αποτέλεσμα του φαινομένου του θερμοκηπίου και θα προκαλέσει κινδύνους που δεν είχαν προβλεφθεί όταν το επίπεδο Delta είχε ορισθεί ( παγιωθεί , μονιμοποιηθεί ) . Θα μπορούσε βαθμιαία ελάττωση των επιπέδων ( ύψους ) της ολλανδικής γης εξ αιτίας της εκμετάλλευσης των αποθεμάτων των γεωλογικών αερίων , να επιβαρύνει περισσότερο από το μέχρι πρότινος αναμενόμενο ; Θα υπάρχουν αναμμένα φώτα κατά τη διάρκεια της καταιγίδας νύχτα Φεβρουαρίου του 2053 ; Πόσο πολύ θα εμπιστεύονταν τότε την τεχνολογία Deltaplan οι κάτοικοι της Ζηλανδίας ;

Το σχέδιο Deltaplan ήταν από κοντά και κριτικά ακολουθούμενο από διάφορες κατάλληλες κοινωνικές ομάδες - αυτή η τεχνολογία δεν έχει αναπτυχθεί βεβαίως σε απομόνωση . Το γενικό κοινό πιθανότατα γνωρίζει περισσότερο γι΄ αυτές τις παράκτιες αμυντικές τεχνολογίες παρά για όποιο άλλο μοντέρνο τεχνολογικό σύστημα . Φαίνεται να προκαλεί τέλεια αίσθηση , για παράδειγμα , να υπάρχει μια κοινοβουλευτική συζήτηση για τα κριτήρια λειτουργίας του φράγματος Oosterschelde . το ενδιαφέρον και η επίγνωση του κοινού για το κοινωνικοτεχνικό σύστημα είναι τέτοιο ώστε η πρόσφατα εκδοθείσα διατίμηση ( εκτίμηση ) των πέντε πρώτων ετών λειτουργίας θα συζητηθεί εντατικά σε δημόσιες ακροάσεις πριν οδηγηθούμε σε μια απόφαση για τα λειτουργικά κριτήρια του φράγματος : Σε ποιο επίπεδο νερού οι πόρτες θα κλείνουν ; Ποιο σύστημα παλίρροιας θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη λήξη των συζητήσεων ; Τα παλιά κόμματα παίρνουν θέση : Οι περιβαλλοντιστές προτείνουν να αυξηθεί το επίπεδο έτσι ώστε το φράγμα να μην κλείνει τόσο συχνά , οι τοπικές πολιτικές αρχές πιθανότατα θα επιλέξουν μια χαμηλότερη στάθμη για μεγαλύτερη ασφάλεια .

Μπορεί ο τύπος των τεχνολογικών μελετών που συζητήθηκε σ’ αυτό το κεφάλαιο να συμβάλει στην ασφάλεια της Ολλανδίας το 2053 ; Βεβαίως όχι με τη μορφή της παρουσίασης απ’ ευθείας οργάνων άσκησης πολιτικής ή τεχνολογικής διατίμησης . Τεχνολογία και κοινωνία είναι περιπεπλεγμένες σε μεγάλο μπλέξιμο για ένα σύνολο πού ελπίζει για συναφή - ανεξάρτητα εργαλεία ή συνταγές . Εάν οι μελέτες της τεχνολογίας αναμένεται να συνεισφέρουν θα ήταν πιο πιθανό να συμβεί στο πνεύμα των ιδεών του Διαφωτισμού - προνοώντας επίγνωση σε μια φονταμενταλιστική μέθοδο θεμελίωσης της ανάπτυξης των κοινωνιών και τεχνολογιών . Μια ανάλυση του πώς η λογοτεχνία και η τέχνη καθρεφτίζουν τεχνολογικές και κοινωνικές αναπτύξεις και δια τούτου συμβάλλουν στη δικιά τους αμοιβαία μορφοποίηση θα μπορούσε να είναι μια καρποφόρος είσοδος για τέτοιες φωτισμένες μελέτες . (e.g., Hughes, 1989 a; Marx, 1964; Williams, 1990). Δεν υπάρχουν προνομιούχοι δρώντας τώρα πια - ούτε μηχανικοί, ούτε διαχειριστές , ούτε τεχνοκράτες . Όλοι συμβάλλουν εν γνώσει ή εν αγνοία , στη μορφοποίηση της κοινωνικοτεχνολογίας . Φυσικά μπορούμε να επιλέξουμε την ανάπτυξη οργανωτικών και ρυθμιστικών σκελετών (δομών) που κάνουν πιο σαφή τη περιπλοκή πού έχουν εκείνες οι ιδιαίτερες κατάλληλες κοινωνικές ομάδες ( δες επίσης Jasanoff ,1990 α , που ερεύνησε τη ρυθμιστική μέθοδο από μια όμοια προοπτική ). Είναι ενθαρρυντικό ότι το κοινό μπορεί να συμμετάσχει στην πορεία απόφασης να ρυθμίζει τον τρόπο ενέργειας της λειτουργίας του φράγματος Oosterschelde . Πριν μια δεκαετία πολλοί άνθρωποι πιθανόν να είχαν συζητήσει ( ή αμφισβητήσει ) το ότι ο δημοκρατικός έλεγχος και τα συστήματα ( υψηλής τεχνολογίας ) είναι ένα contradictio in terminis . Είχε συζητηθεί ( αμφισβητηθεί ) ( e.g.Winner,1980) ότι η πυρηνική ενέργεια θα μπορούσε να υπάρχει πιθανόν μόνο σε ένα συγκεντρωτικό << αστυνομοκρατούμενο κράτος >> . Η δημοκρατική ενέργεια διανομής τεχνολογίας τότε ήταν συνώνυμη με την αποκέντρωση , τα μικρής κλίμακας ενεργειακά συστήματα . Ο Mathews ( 1989 a , 1989 b ) επισημαίνει προβλήματα δημοκρατικού ελέγχου σε κοινωνικό - δημοκρατικά συστήματα φέρνοντας πρόσφατες μελέτες σε μια καταγραφή. Πρέπει να συνεχίσουμε να μελετούμε κοινωνικοτεχνολογία σε όλη της την ετερογένεια. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε να συμβάλουμε στο δημοκρατικό έλεγχο της τεχνολογίας συνεχίζοντας να ανοίγουμε με το μοχλό το μαύρο κουτί της τεχνολογίας και να ( προ ) ειδοποιούμε για την εξέλιξη των κοινωνικοτεχνικών συστημάτων .-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου