Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ



ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ


[Κεφάλαιο 5]

David J. Hess


Οι Πολιτισμικές μελέτες είναι ένα θέμα που περιλαμβάνει διαφορετικές αρχές, όπως η STS, τα οποία δεν έχουν εύκολο ορισμό. Στη Βρετανία οι Επιμορφωτικές Μελέτες ήταν ιστορικά συνδεδεμένες με το Κέντρο Πολιτισμικών Μελετών Του Μπέρμιγχαμ. Τα βασικά χαρακτηριστικά των Βρετανικών πολιτισμικών σπουδών είναι (1) θεωρητικά πλαίσια που πρώτα προήλθαν από τον Δυτικό Μαρξισμό (όπως ο Gramsci) και σημειολογία, ακολουθούμενα από φεμινιστικά και άλλα πλαίσια, (2) εστίαση σε πολιτισμό ευρύτερα γνωστό, υποκουλτούρα, και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας παρά υψηλό πολιτισμό, όπως στην παραδοσιακή λογοτεχνία και τις καλλιτεχνικές σπουδές, (3) ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και κλασικών μελετών (αρχειακή, εθνογραφική, και βασισμένη σε κείμενο κριτική), και (4) μία πολιτικά εμπλεκόμενη προοπτική1. Στη Βόρειο Αμερική οι πολιτισμικές μελέτες τείνουν να πλησιάσουν περισσότερο σε κάποια γλωσσική θεωρία (π.χ. στρουκτουραλισμός) και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τον φεμινισμό, την περιθωριοποίηση κάποιων ατόμων, τον ρατσισμό, και θέματα για την μετααποικιακή ταυτότητα. Οι Βορειοαμερικανικές πολιτισμικές μελέτες τείνουν να κυριαρχηθούν από γνώστες των κλασσικών και λογοτεχνικών σπουδών, κινηματογραφικές σπουδές και τμήματα με διαφορετικές αρχές όπως σπουδές για θέματα γυναικών2.

Στους κύκλους των STS στις Ηνωμένες Πολιτείες, μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι οι πολιτισμικές μελέτες τις επιστήμης και τις τεχνολογίας θα είναι οι διάδοχοι των διάφορων αφηρημένων κατασκευών του προηγούμενου κεφαλαίου. Η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών, ανθρώπων μη λευκών, νέους επαγγελματικούς οργανισμούς, και νέες αρχές (ανθρωπολογία, λογοτεχνικές σπουδές) υποστηρίζουν τον ανταγωνισμό. Παρόλα αυτά ο ορισμός των πολιτισμικών σπουδών τις επιστήμης και τις τεχνολογίας όχι μόνο περίπλοκος αλλά και αμφιλεγόμενος. Στις επιστημονικές μελέτες, η συμμετοχή ανθρωπολόγων και ιστορικών είναι μάλλον μεγαλύτερη από ότι είναι οι πολιτισμικές επιστήμες ως όλο στην Βόρειο Αμερική. Μερικοί ανθρωπολόγοι και ιστορικοί απορρίπτουν τον όρο πολιτισμικές επιστήμες εξαιτίας της σχέσης του με τον κριτικισμό της μεταστρουκτουραλιστικής λογοτεχνίας και πολιτικές ταυτότητας. Αυτοί που αποδέχονται τον όρο ή είναι θετικοί προς τις πολιτισμικές επιστήμες έχουν την τάση να επαναπροσδιορίζουν το πεδίο που είναι παρόμοιο με τις Βρετανικές πολιτισμικές μελέτες. Γι’ αυτό, η κοινωνική θεωρία τείνει να καταλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος στις πολιτισμικές επιστήμες και τεχνολογία από ότι οι Αμερικάνικες πολιτισμικές μελέτες ως όλο. Η φεμινιστική και η θεωρία των περιθωριοποιημένων συχνά χρησιμεύει ως γέφυρα μεταξύ των δύο, όπως στη δουλεία της Donna Haraway. Παρομοίως, το περιεχόμενο του STS τείνει να είναι υπέρ της συλλογής στοιχείων για μελέτη, εθνογραφικές συνεντεύξεις, και αρχειακές έρευνες για τις κειμενοστραφείς κριτικές μεθόδους ή τις ιμπρεσσιονιστικές μεθόδους παρατήρησης οι οποίες είναι χαρακτηριστικά των Αμερικάνικων πολιτισμικών σπουδών γενικότερα. Κατά την άποψη μου, οι πολιτισμικές μελέτες της επιστήμης και τεχνολογίας τείνουν να γίνουν πιο αυστηρές θεωρητικά και μεθοδολογικά-και πιο πολύ προς την περιοχή των κοινωνικών επιστημών/ιστορίας και αυτό των ανθρωπιστικών/κοινωνικών επιστήμων-από ότι οι Βορειοαμερικανικές πολιτισμικές μελέτες ως όλο.Πρόσθετα χαρακτηριστικά των πολιτισμικών μελετών της επιστήμης και της τεχνολογίας περιλαμβάνουν τις τάσεις για εστίαση σε ερωτήσεις που αφορούν τον πολιτισμό και τη δύναμη (συγκεκριμένα όπως θεωρητικοποίεται από φεμινιστικές, μετααποικιακές, και αντιρατσιστικές προσωπικές απόψεις), για να προβληματίσει την σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία ιστορικά ως μέρος της μεταμοντέρνας κατάστασης, για να εξετάσει πως οι μη ειδικοί και ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες αναδομούν την επιστήμη και την τεχνολογία, και συγκροτούν συμμαχίες μεταξύ ερευνητικών και ακτιβιστικών/παρεμβατικών κοινωνικών διατάξεων3.

Ο όρος “κριτικός” είναι εξίσου ασαφής και πολύπλοκος στο σύγχρονο περιεχόμενο του STS. Στις κλασικές μελέτες ο όρος “κριτική θεωρία” συνήθως αναφέρεται σε μια θεωρία λογοτεχνικού και πολιτισμικού κριτικισμού, με άλλα λόγια, μια θεωρία που βοηθάει και κατευθύνει την ερμηνεία των κειμένων. Στις κοινωνικές επιστήμες ο ίδιος όρος συχνά αναφέρεται στη Δυτική Μαρξιστική παράδοση που σχετίζεται με την σχολή της Φρανκφούρτης και τους Μετά-Μαρξιστικούς μελετητές που έχουν επηρεαστεί από αυτή τη σχολή όπως ο Jurgen Habermas (έγινε 1980). Στο STS ο όρος μερικές φορές χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σύγκληση ερευνητικών παραδόσεων οι οποίες περιλαμβάνουν φεμινιστικές/αντιρατσιστικές σπουδές, κριτικές της τεχνολογικής κοινωνίας, ακραίους επιστημονικούς ερευνητές, και διάφορους άλλους ανθρώπους με ειδικές σπουδές οι οποίοι ανησυχούν για την κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Η κατηγορία των κριτικών STS συνεπώς επικαλύπτεται αλλά δεν είναι συνεχόμενη με τις πολιτιστικές μελέτες της επιστήμης και τεχνολογίας. Ως στοιχείο, η ορολογία μπερδεύει ακόμα και έναν σχετικά καλοβαλμένο άτομο που αυτή είναι η μητρική του γλώσσα όπως είμαι εγώ, και ακόμα αυτή η απόπειρα σε μια μη πολεμική σχεδίαση είναι πιθανό να αμφισβητηθεί.

Οι κριτικές επιστημονικές μελέτες καθαυτές μπορούν να εντοπιστούν στα ακραία επιστημονικά ρεύματα εντός της επιστήμης τα οποία ξεκίνησαν το 1930 και 1940 και αναπτύχθηκαν ουσιαστικά κατά την διάρκεια και μετά τα γεγονότα του 1960. Μερικά από τα κινήματα και αρχεία περιλαμβάνουν την Βρετανική Κοινωνία για Κοινωνική Ευθύνη στην Επιστήμη (Επιστήμη για το Λαό), Επιστήμονες και Μηχανικοί για Κοινωνική και Πολιτική Δράση (Επιστήμη για το Λαό), και Ακραία Επιστημονική Κολεκτίβα και οι οργανισμοί των γυναικείων κινημάτων υγείας. Το Rensselaer Επιστημονικό και Τεχνολογικό Τμήμα Σπουδών είναι ένα από τα παλαιότερα προγράμματα STS που κατάφερε να πάρει κλαδική κατάσταση και έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο ως καταφύγιο για πτυχιούχους φοιτητές οι οποίοι επιθυμούν να μελετήσουν τους απογόνους μιας παραλλαγής του STS στις κριτικές και τις πολιτιστικές μελέτες της τεχνολογίας και της επιστήμης. Πολλά από τα μέλη του τμήματος μοιράζονται μια ανησυχία για μια κριτική επιθεώρηση της επιστήμης και τεχνολογίας από την οπτική των δημοκρατικών αξιών ορισμένων με την ευρύτερη έννοια.

Μερικές Βασικές Αρχές Υποβάθρου

Η Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν μια ομάδα Γερμανών Διανοούμενων των μέσων του εικοστού αιώνα οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τους Μαρξ και Φρόιντ και οδηγούμενοι από τους Max Horkheimer, Theodor Adorno, και Walter Benjamin. ¨Όπως και στον κύκλο της Βιέννης, πολλοί ήταν αναγκασμένοι να φύγουν από την κεντρική Ευρώπη καθώς η δύναμη των Ναζί μεγάλωνε, και πολλοί ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι φιλονικίες οι οποίες συνεχίζουν μέχρι σήμερα μεταξύ των φιλοσόφων και των ερευνητών των κοινωνικών επιστημών συνεπώς έχουν κάποιο ιστορικό προηγούμενο στις διαφορές που υπάρχουν στις δύο Ευρωπαϊκές σχολές. Τα μέλη της σχολής της Φρανκφούρτης στις Ηνωμένες Πολιτείες επηρέασαν την μετάβαση από την παλιά Old Left του 1930 – η οποία ήταν συνδεδεμένη με την εργατική τάξη και ήταν προ-κομμουνιστική μέχρι το 1950- στην American New Left η οποία άνθησε με τα πολιτικά δικαιώματα και τα αντιπολεμικά κινήματα του 1960.Η κοινωνική θεωρία του New Left γενικά έβγαινε από τον Δυτικό Μαρξισμό για να κριτικάρει την «μπουρζουαζία» την λειτουργική κοινωνιολογία όπως αυτή του Talcott Parsons και Rabert Merton. Ο Jurgen Habermas θεωρείται ο πιο καταλυτικός Ευρωπαίος κληρονόμος της σχολής της Φρανκφούρτης, και μέρος της δουλείας του πληροφόρησε την βασισμένη – στο – ενδιαφέρον ανάλυση της σχολής του Εδιμβούργου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, o Herbert Marcuse είχε μάλλον μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνική θεωρία των New Left, τουλάχιστο κατά την περίοδο 1960-1970.

Παρόλο που η σχολή της Φρανκφούρτης ήταν αυτή που είχε την μεγαλύτερη επιρροή από τις παραδόσεις των Δυτικό Μαρξιστών της κοινωνικής θεωρίας (αυτοί είναι, μη-Σοβιετικοί και μη-Κινέζοι), δύο αρχές που σχετίζονται με τον Georg Lukacs και τον Antonio Gramsci- η αναπαράσταση αντικειμένου ως ύλης και η ηγεμονία – είναι ίσως οι πιο επιδραστικές Δυτικό Μαρξιστικές έννοιες στη σύγχρονη STS ανάλυση.Ο Μarx ανέλυσε τον φετιχισμό των οικονομικών αγαθών ως την κατάσταση στην καπιταλιστική παραγωγή δια μεσώ της οποίας οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων παίρνουν το χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ πραγμάτων και γι' αυτό αποκτούν μια πλασματική αντικειμενικότητα. Στο ανάγνωσμα του Lukacs (1968), όταν ένας κόσμος αντικειμένων και σχέσεων μεταξύ πραγμάτων γίνει πραγματικότητα, υποκειμενικά οι εργάτες αποξενώνονται από το αντικείμενο της εργασίας τους, το οποίο γίνεται ένα οικονομικό αγαθό. Λόγω αυτού, η αρχή της αναπαράστασης του αφηρημένου σαν αρχή ύλης του Lukacs εμπλέκει τον μετασχηματισμό των κοινωνικών και ανθρωπίνων σχέσεων σε οικονομικά αγαθά και πράγματα, με άλλα λόγια, η εργασία των εργατών δεν είναι πλέον δημιουργική δουλεία επειδή γίνεται ένα οικονομικό αγαθό το οποίο πωλείται στην αγορά εργασίας. Ο Lukacs διαφώνησε στο ότι η ιστορική πρόοδος της περιπλοκότητας των ανθρωπίνων σχέσεων αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον καπιταλισμό και μεσουράνησε στην ανάπτυξη του φιλοσοφικού ιδεαλισμού.

Η αρχή της αναπαράστασης του αφηρημένου ως ύλης μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις επιστημονικές μελέτες ως ένα μέσο για την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι γενικές πολιτισμικές αξίες μπορούν να ιδωθούν ως φυσικές αφότου έχουν κωδικοποιηθεί με επιστημονικές αναπαραστάσεις. Για παράδειγμα, η Donna Haraway περιγράφει το φύλο ως «μια αρχή που αναπτύχθηκε για να εξετάσει την πολιτογράφηση της σεξουαλικής διαφορετικότητας.(1989:290). Οι φεμινιστές έχουν δείξει πως η επιστήμη θεωρεί τις πολιτισμικές αξίες ως υλικό και τις κατηγοριοποιεί με το να τους προσδίδει μια φυσικότητα που στην πραγματικότητα μπορεί να μην υπάρχει. Ιστορικά, αυτό έχει συχνά συμβεί σε περιγραφές φυσικών διαφορών μεταξύ ανθρωπίνων ομάδων σύμφωνα με τη φυλή, το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Βιολογικές ή γενετικές διαφορές (όπως το χρώμα του δέρματος ή το φύλο) έχουν καμιά φορά χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσουν διαδιδόμενες κοινωνικές διαφορές (όπως η εξυπνάδα ή τον ορθολογισμό), ακόμα και όταν υπάρχουν λίγες αποδείξεις για τέτοιους ισχυρισμούς.

Μία δεύτερη βασική αρχή είναι η ηγεμονία. Συνήθως αποδίδεται στον Gramsci παρόλο που προϋπήρχε σε λανθάνουσα μορφή στον Marx, η ιδέα της ηγεμονίας παρέχει ένα αντίδοτο στον οικονομικό ντετερμινισμό του υπεραπλουστευτικού ή εκλαϊκευμένου Μαρξισμού.Εκτός αυτού, η αρχή της ηγεμονίας βοηθάει στην εξήγηση της σταθερότητας και την άνιση κατανομή του πλούτου και της δύναμης σε προφανείς δημοκρατικές κοινωνίες. Αντίθετα προς την αρχή της ιδεολογίας του Marx, η οποία έχει ως βασικό πιστεύω την κοινωνική θέση, και τη νομιμότητα του Weber, η οποία περιγράφει μία γενική πίστη στο δικαίωμα των εξουσιαστών να εξουσιάζουν, η ηγεμονία περιγράφει την διαδικασία με την οποία οι άρχουσα/ες τάξη/εις υποστηρίζουν τη δημιουργία και τη διάχυση ενός γενικού συστήματος αξιών και ιδεών οι οποίες διεισδύουν μέσα από τους κύριους θεσμούς της κοινωνίας4. Άλλα συστήματα πιστεύω και αξιών επιτρέπονται να υπάρχουν, έτσι ώστε να διατηρείται η ψευδαίσθηση ενός δημοκρατικού πλουραλισμού, μια ψευδαίσθηση η οποία είναι χρήσιμη στο να νομιμοποιήσει την άρχουσα τάξη. Το ηγεμονικό σύστημα καταφέρνει να έχει υποστήριξη από πολλά μέλη της μεσαίας τάξης και ακόμα και κάποια μέλη από τις καταπιεσμένες τάξεις και ομάδες. Παρομοίως, δεν χρειάζεται να απονομιμοποιήσεις το σύστημα με το να καταπιέσεις τους κριτές του, είναι μόνο απαραίτητο να εξασφαλίσεις ότι οι κριτές είναι περιθωριοποιημένοι και αναποτελεσματικοί. Ο Gramsci ενδιαφερόταν ιδιαίτερα στο ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας στη διατήρηση της ηγεμονίας, αλλά και ο θεσμός της επιστήμης παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Παρόλο που οι Μαρξιστές γενικά βλέπουν την επιστήμη ως μία πιθανή απελευθερωτική δύναμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταστείλει αντιηγεμονικά πολιτικά κινήματα και κινήματα διανοουμένων με το να τους επιτίθενται με την πρόφαση των ψευδοεπιστημονικών. Αυτή η πλευρά της επιστήμης είναι ιδιαίτερα εμφανής σε περιβαλλοντικές διαμάχες μεταξύ κοινοτήτων και μεγάλων εταιριών ή του κράτους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, τα πλούσια ινστιτούτα συγκεντρώνουν μεγάλες ποσότητες από καλά-χρηματοδοτούμενη και καλά-διαπιστευμένη επιστήμη ως ένα μέρος της ολικής πολιτικής στρατηγικής έτσι ώστε να υποβαθμιστούν οι κοινοτικές διεκδικήσεις.

Γενικά, η Μαρξιστική κοινωνική θεωρία τείνει να θέτει μια διαφοροποίηση μεταξύ της επιστήμης και της ιδεολογίας, με την ιδεολογία να αντιπροσωπεύει ψεύδη γνώση ή ψεύδη συναίσθηση. Παρόλο που η καθαρή αναγνώριση του Marx για την ανάγκη διαφοροποίησης της αληθούς από την ψεύδη γνώση ήταν καθαρή, φαίνεται περιττό να χαραμίσουμε τον όρο «ιδεολογία» σε αυτή την διαφοροποίηση. Φαίνεται καλύτερο να ορίσουμε την ιδεολογία ως ομιλίες ή συστήματα ιδεών τα οποία θεωρούνται στην πολιτισμική/πολιτική τους διάσταση χωριστά από την αληθή ή ψευδή κατάσταση τους (π.χ., Lynch 1994). Ο Louis Dumont (1977) μας εφοδίασε με ένα προφανές παράδειγμα μιας ανάλυσης της πολιτιστικής διάστασης της ιδεολογίας. Σε μια αμφισβητήσιμη ανάλυση η οποία υποστηρίζεται από μία έντονη ανθρωπολογική άποψη για σύγκριση, ο Dumont έδειξε με ποίο τρόπο η σύγχρονη οικονομία-αμφότερες η συμβατική και η Μαρξιστική-κωδικοποίησε την σύγχρονη Δυτική αξία του ατομικισμού. Είναι χρήσιμο να ξεχωρίσουμε την ιδεολογία με αυτή τη γενικότερη έννοια -συστήματα ιδεών ιδωμένα μέσα από την πολιτιστική τους διάσταση- από τον όρο «πολιτική ιδεολογία», όπως ο Θατσερισμός και ο Ρηγκανισμός.

Παρόλο που η Νταμονιανή (Dumontian) διατύπωση της ιδεολογίας παρέχει ένα προφανές πολιτιστικό κριτικισμό των γενικευμένων προφάσεων μερικών Δυτικών κοινωνικών επιστημών, δεν εστιάζει εμφανώς στην ανάλυση των επιστημονικών αρχών και συζητά το θέμα της δύναμης. Γι’ αυτό το λόγο πολλοί ερευνητές έχουν καταλήξει στο ότι η θεωρία του Michel Foucault για την γνώση και τη δύναμη είναι πιο κατάλληλη για τις δικές τους ανησυχίες. Πριν εισάγουμε την αντίληψη του Foucault (1970) για τη γνώση και τη δύναμη, είναι χρήσιμο να εξηγήσουμε πρώτα τις αρχές του για την επιστήμη και τον μηχανισμό. Το προηγούμενο αναφέρεται στο «επιστημονικό πλέγμα» το οποίο για τους παρόντες σκοπούς μπορεί να επεξηγηθεί ως το γενικό, συνεπαγόμενες υποθέσεις οι οποίες υπόκεινται σε ένα πεδίο από αρχές σε μία δοσμένη χρονική στιγμή. Με τους δικούς του όρους η «επιστήμη» είναι «είναι το ολοκληρωτικό σύνολο που ενώνει, σε μια δοσμένη χρονική στιγμή, τις παρεκβατικές πρακτικές που γεννούν επιστημονικές φόρμες, επιστήμη, και πιθανόν τυποποιημένα συστήματα» (1972:191). Τα παραδείγματα βοηθούν στην διευκρίνιση αυτού του μάλλον αφηρημένου ορισμού. Στο «In The Order Of Things», ο Foucault σχεδίασε μια μετάβαση η οποία ξεκίνησε με την Αναγέννηση της επιστήμης που του φαινόταν ότι ήταν στηριγμένη στις «ομοιότητες», όπως στις αστρολογικές ομοιότητες μεταξύ των ουρανίων σωμάτων και της γήινης συμπεριφοράς. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της κλασσικής επιστήμης-αυτή της γνώσης κατά την περίοδο που ακολούθησε την επανάσταση της επιστήμης και προχρονολογήθηκε της βιομηχανικής επανάστασης-θεώρησε ότι ήταν στηριγμένη στην «απεικόνιση» σε ένα πίνακα πιθανοτήτων. Παραδείγματα αυτού του στυλ οργάνωσης της σκέψης περιλαμβάνουν τις ταξινομίες των φυτών και ζώων τις πρώιμης βοτανολογίας και ζωολογίας. Τελικά, η «σύγχρονη» επιστήμη, η οποία ξεκίνησε τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, έφερε το χρόνο, τη λειτουργία, και το δυναμισμό σε πολλές επιστημονικές αρχές.

Ο Foucault διαδοχικά ανάπτυξε μία πιο περιεκτική ανάλυση του μηχανισμού dispositif, έναν όρο για το «ετερογενές σύνολο» από στοιχεία τα οποία περιλαμβάνουν «ομιλίες, θεσμούς, αρχιτεκτονικές φόρμες, ρυθμιστικές αποφάσεις, νόμους, διοικητικά μέτρα, επιστημονικές δηλώσεις, φιλοσοφικές, ηθικές, και φιλανθρωπικές προτάσεις-εν συντομία, αυτό που έχει ειπωθεί έχει την ίδια βαρύτητα με αυτό που δεν έχει ειπωθεί» (1980:194). Από την οπτική γωνία της STS, ο μηχανισμός του Foucault είναι παρόμοιος με τους διαδοχικούς σχηματισμούς των ετερογενών δικτύων. Με δικούς του όρους, ο μηχανισμός σημειώνει μια μετατόπιση από την δική του αρχή για την επιστήμη προς την εστίαση σε μη παρεκβατικές πρακτικές και της αναλυτικής της δύναμης.

Ο Foucault ανέπτυξε ένα πλαίσιο δουλειάς για να αναλύσει την σύγχρονη μορφή της δύναμης την οποία περιγράφει όπως ασκείται «εντός του σώματος της κοινωνίας παρά εκτός αυτής» (1980:30). Χρησιμοποίησε τη μεταφορά του «τριχοειδούς αγγείου» για να περιγράψει την διασκορπισμένη φύση της σύγχρονης δύναμης παντού στην κοινωνία. Παρόλο που ο Foucault ασχολήθηκε με την δύναμη στο κράτος και στο νομικό σύστημα, ολικά έτεινε να προσέχει πρακτικές που είχαν σχέση με ιδρύματα όπως άσυλα, φυλακές, στρατώνες, σχολεία, και νοσοκομεία (1980:30-31). Η σύγχρονη δύναμη παρήγαγε καινούργια αντικείμενα γνώσης και νέες επιστημονικές αρχές, κυρίως στις κοινωνικές και διοικητικές επιστήμες. Σε αντίθεση με τον Merton, o Foucault διαφωνεί ότι ισχυρισμοί για την ύπαρξη ή ακόμα για την επίτευξη αυτόνομης επιστήμης είναι αφελείς : «Η άσκηση δύναμης δημιουργεί γνώση αενάως και, εύγλωττα, η γνώση επιφέρει συνεχώς τις συνέπειες της δύναμης» (52). Η σύγχρονη δύναμη, η οποία, είναι η μορφή της δύναμης που αναδύθηκε άγρια μετά την βιομηχανική επανάσταση, λειτούργησε σε μεγάλο μέρος μέσω της κανονικοποίησης και της παρακολούθησης παρά μέσω της καταστολής. «Η Κανονικοποίηση» περιγράφει μια διαδικασία μετακίνησης του πληθυσμού προς κάποιες νόρμες ή στάνταρτ δια μέσου των πειθαρχικών τεχνολογιών, κυρίως στους τομείς της παιδείας, του στρατού, της δημόσιας και πνευματικής υγείας, της εγκληματικότητας και της σεξουαλικότητας. Οι πειθαρχικές τεχνολογίες ξεχώρισαν και περιόρισαν τις αποκλίσεις, και αυτές οι τεχνολογίες λειτούργησαν πολλές φορές απευθείας στην υποβολή πειθαρχίας και τάξης και στον έλεγχο του σώματος να παράγει υπακοή. Η εμφάνιση της βιοδύναμης μετατόπισε τη δύναμη μακριά από την κοινωνική επίδειξη της καταπίεσης προς μία υποβολή πειθαρχίας και τάξης για το (1) κοινωνικό σώμα, όπως με τον διαχωρισμό των αρρώστων, των τρελών, ή των εγκληματιών και με την ανάπτυξη μέτρων και νορμών για τον πληθυσμό, κυρίως στον τομέα της κοινωνικής υγείας, και (2) του ατομικού σώματος, με την υποβολή πειθαρχίας και τάξης στην συμπεριφορά μέσω απευθείας ελέγχου των σωματικών αναγκών, της δουλειάς, ή της διασκέδασης.

Στις αρχικές σελίδες του Πειθαρχία και Τιμωρία, ο Foucault παρέχει μια μνημειώδη περιγραφή της τιμωρίας πριν τον δέκατο ένατο αιώνα. Ένας κατάδικος υποβαλλόταν σε οδυνηρά, δημόσια βασανιστήρια τα οποία περιλάμβαναν ξέσκισμα της σάρκας και χύσιμο σε αυτήν λιωμένου μολύβδου και λαδιού πάνω στις πληγές, πριν το σώμα του τελικά τεντωθεί και ακρωτηριαστεί. Ο Foucault αντιπαραθέτει αυτόν τον τρόπο βασανισμού με πιο σύγχρονους τρόπους, όπως η πανοπτική του δεκάτου ενάτου αιώνα του ωφελιμιστή φιλοσόφου Jeremy Bentham. Σε αυτό το μοντέλο, οι δεσμοφύλακες στέκονταν στο κέντρο και μπορούσαν να δουν μέσα στα κελιά των κρατουμένων οι οποίοι τους περικύκλωναν. Ο Foucault (1979, 1980) χρησιμοποίησε το πανοπτικό ως μία μεταφορά για μια τεχνολογία σύγχρονης δύναμης η οποία λύνει το πρόβλημα της παρακολούθησης με το να αναπτύξει πειθαρχικές διαδικασίες οι οποίες εσωτερικέυονται από τον πληθυσμό, όπως η εσωτερίκευση των κανόνων της δημόσιας υγείας μέσα από τις πρακτικές της φροντίδας του σώματος. Κάποιος μπορεί να μπει στον πειρασμό να συμπεριλάβει την μεταφορά των καμερών παρακολούθησης των τραπεζών, αλλά μάλλον μια καλύτερη μεταφορά για αυτού του είδους την δύναμη είναι οι πολυάριθμοι φάκελοι και ντοσιέ οι οποίοι κρατούνται για διάφορα άτομα από τις κυβερνητικές υπηρεσίες, εργοδότες, παροχείς ιατρικής περίθαλψης. Αν και, δεν υπάρχει πλέον στήριξη στο στοκ και τα δημόσια βασανιστήρια – υπολείμματα των οποίων μπορούν ακόμα να βρεθούν στις ιστορικές τοποθεσίες της αποικιακής Αμερικής, αντί γι αυτά, ο πληθυσμός ελέγχεται με την παρακολούθηση και την αξιολόγηση.

Μια εναλλακτική προσέγγιση της ανάλυσης της δύναμης στην επιστήμη φαίνεται στην δουλεία του Pierre Bourdieu. Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι οι αρχές του Bourdieu για το κεφάλαιο και τη Doxa να είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη. Κάποιος ίσως θεωρήσει το συμβολικό κεφάλαιο ως μία κατάσταση η οποία φαίνεται μέσω ενός πολιτικό οικονομικού φακού. Το συμβολικό κεφάλαιο μπορεί να αποταμιευτεί και ξοδευτεί, να συσσωρευτούν και σπαταληθούν, να επισωρευτούν και να επενδυθούν, και να μεταμορφωθούν σε οικονομικό κεφάλαιο. Με τους όρους της επιστήμης, το συμβολικό κεφάλαιο μπορεί να επιχειρησιοποιηθεί σαν ένα CV των επιστημόνων και rolodex, τα οποία είναι, ένα σύνολο από επιτέυματα καριέρας και ένα δίκτυο. Με άλλα λόγια, το συμβολικό κεφάλαιο είναι εφάμιλλο με τις αρχές της φήμης και της αναγνώρισης στην κοινωνιολογία της επιστήμης. Παρόλα αυτά, η ανάλυση του Bourdieu (1975) του συμβολικού κεφαλαίου στην επιστήμη είναι τρόπο τινά διαφορετικό από την φήμη και την αναγνώριση επειδή αφήνει χώρο σε αναλύσεις της επιστήμης με όρους κατοχής ή μη κατοχής επιστημονικών τάξεων. Η δουλειά του Bourdieu έχει επηρεάσει μερικούς ειδικούς στις επιστημονικές σπουδές, όπως ο Bruno Latour και o SteveWoolgar (1986), ο οποίος επέκτεινε την δουλειά του στην ανάλυση τους για τους πιστωτικούς κύκλους.Παρ’ όλα αυτά, η αρχή υποβάλλεται ακόμα σε κριτική που προέρχεται από άλλα οικονομικά μοντέλα, με άλλα λόγια, αυτά τα μοντέλα τείνουν να ισοπεδώσουν λογαριασμούς των επιστημόνων με το να τους περιγράφει ως βελτιστοποιούς (Knorr-Cetina 1981).

Για πιο γενική χρήση είναι η ανάλυση του Bourdieu για τη Doxa, οι προϋπόθεσης τις οποίες οι αντίπαλοι σε αμφισβητήσεις ή άλλες διαφωνίες παραβλέπουν ως αυταπόδεικτες και γιαυτό δεν χωρούν διαφωνίες (1975:34). Ως ένα σημείο, η αρχή της Doxa μπορεί να συγκριθεί με την επιστήμη του Foucault, αλλά οι σκοποί και οι χρήσεις των δύο αρχών είναι διαφορετικοί. Η Doxa στοχεύει στις αδιαφιλονίκητες υποθέσεις σε ένα χώρο που χαρακτηρίζεται από αμφισβητήσεις και διαφωνίες, όπου η επιστήμη-η οποία είναι συχνά αδιαφιλονίκητη και ίσως αναίσθητη- είναι περισσότερο ιστορικά ριζωμένη και συγκεκριμένη σε ένα σύνολο πειθαρχικών κανόνων. Γενικά, η δουλειά του Bourdieu εμφανίζει ερωτήσεις για τις στρατηγικές και τη δράση, ενώ η δουλειά του Foucault επιτρέπει μία πιο μακροπρόθεσμη ματιά στις ιστορικά αναδυόμενες δομές.

Θέματα από τη φεμινιστική και αντιρατσιστική θεωρία

Μέχρι στιγμής, οι κριτικοί θεωρητικοί ήταν κυρίως άνδρες και έτσι τα φεμινιστικά ενδιαφέροντα απουσίαζαν από τον ορίζοντα της έρευνας. Οι φεμινιστικές θεωρίες διασταυρώνονται ποικιλοτρόπως με την έρευνα της επιστήμης και της τεχνολογίας, μερικά θέματα μάλιστα έχουν ήδη αναφερθεί, πχ τα θέματα σχετικά με τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία της επιστήμης. Ένα αποτέλεσμα των φεμινιστικών συνεισφορών στην κριτική/μορφωτική πλευρά της έρευνας της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι η αναγωγή των προβληματικών περιοχών και των πλαισίων εργασίας, όπως αυτά είχαν ορισθεί από άνδρες θεωρητικούς, σε τεχνολογικές περιοχές σχετικές με το γένος. Για παράδειγμα, η Anne Balsamo (1996) έχει επεκτείνει το ενδιαφέρον του Foucault για το σώμα και τις πειθαρχικές τεχνολογίες στο σημείο που αυτές διασταυρώνονται με το γένος. Σε μια ανάλυση που έχει κάνει για τις γυναίκες bodybuilders, μας αποκαλύπτει τα αντίθετα ρεύματα που υπάρχουν σε μια σωματική, πειθαρχική άσκηση η οποία φαίνεται να αντιτίθεται στο παραδοσιακό, ανδρικό στερεότυπο του αδύνατου και εύθραυστου γυναικείου σώματος. Έτσι, παρ’ όλο που η άσκηση αντιτίθεται σε αυτά τα στερεότυπα, οι απεικονίσεις της άσκησης (όπως φωτογραφίες) επαναπροσδιορίζουν τα στερεότυπα του σεξουαλικού γυναικείου σώματος. Μια κάπως διαφορετική επέκταση των αμφιβολιών του Foucault είναι η δουλειά του David Horn (1994) στην αναπαραγωγή της μεσοπολεμικής Ιταλίας. Ο Horn μελετά την εμφάνιση νέων επιστημών, νέων επαγγελμάτων και νέων τακτικών που έκαναν τις πληθυσμιακές δυναμικές και την αναπαραγωγή το βασικό μέλημα της κρατικής μεσολάβησης.

Εκτός από τα θέματα που προήλθαν από προεκτάσεις υπαρχόντων πλαισίων, ένας αριθμός από πιο γενικά φεμινιστικά θέματα είναι επίσης σημαντικός για την έρευνα της κριτικής επιστήμης και τεχνολογίας. Πρωταρχικό ανάμεσά τους είναι το θέμα του γένους (gender). Παρ’ όλο που η λέξη gender χρησιμοποιείται τόσο ευρέως σήμερα ώστε ο όρος δεν χρειάζεται επεξεργασία, δεν ήταν πάντα έτσι. Αρχικά, η ιδέα του γένους αναπτύχθηκε σε αντίθεση με το φύλο (sex) και ήταν χρήσιμη για την κριτική συμπεριφορών εξαρτωμένων από το γένος, οι οποίες μείωναν την κοινωνική δράση σε βιολογία. (Να σημειώσουμε ότι οι έννοιες των όρων «sex» και «gender», μερικές φορές αντιστρέφονται στα θέματα της πειθαρχίας. Ακολουθώ την χρήση των ανθρωπολογικών και πολιτιστικών ερευνών.) Ο όρος «gender» αναφέρεται στις μορφωτικές και πολιτιστικές διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών, ενώ ο όρος «sex» αναφέρεται στην κατανόηση των βιολογικών διαφορών. Η βασική εξέλιξη από τη μελέτη των φεμινιστικών επιστημών είναι ότι σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο να βλέπουμε τον όρο «sex» (στη διαίρεση sex/gender) σαν κοινωνικά κατασκευασμένο. Με άλλα λόγια, η ιεραρχική σχέση των όρων «sex» και «gender» έχει αντιστραφεί. Σε σημείο που ο συμπληρωματικός όρος (gender) οδηγείται στο να υπερισχύσει του, μέχρι πρότινος, αδιαμφισβήτητου και βασικού όρου «sex». Αν και κάποιες πρώιμες εκθέσεις άφησαν τις βιολογικές περιγραφές όπως ήταν και απλά τόνισαν ότι η σημασία του πολιτιστικού παράγοντα (gender) δε μπορεί να μειωθεί προς όφελος του βιολογικού (sex), σύγχρονες φεμινιστικές εκθέσεις για τη βιολογική κατανόηση των φυλετικών (sex) διαφορών αποκαλύπτουν φυλετική (σεξιστική) προκατάληψη, άρα και τη πολιτιστική (gender) άποψη βιολογικών περιγραφών του φύλου (πχ Hubbard 1990, Tuana 1989).

Άλλα θέματα-κλειδιά από την έρευνα της φεμινιστικής επιστήμης περιλαμβάνουν τον ανδροκεντρισμό (εκθέσεις προερχόμενες από μια «ανδρική» οπτική γωνία), το σεξισμό (υποβάθμιση του ενός φύλου) και το μισογυνισμό (ομιλία ή πράξη κατευθυνόμενη εναντίων των γυναικών). Η Harding (1986) αναγνώρισε πέντε σημαντικούς τομείς ανδροκεντρισμού στις κοινωνικές επιστήμες, μερικοί από τους οποίους επεκτείνονται και στη βιολογία.

1. Την αδιαφορία για ορισμένα πεδία στην έρευνα.

2. Την εστίαση σε γενικές και κοινές πράξεις και όχι σε ατομικές και λιγότερο ορατές.

3. Την υπόθεση μιας μοναδικής κοινωνίας και βιολογίας - αδιαφορία για τη διαίρεσή τους ως προς το γένος (gender).

4. Το γεγονός ότι οι διακρίσεις ως προς το γένος/φύλο (sex/gender) δεν λαμβάνονται υπόψη σαν παράγοντες της κοινωνικής δράσης και της βιολογικής διαδικασίας.

5. Την εμπόδιση εξαγωγής συμπερασμάτων από διάφορα είδη πληροφοριών λόγω μεθοδολογικών προτιμήσεων.

(Harding 1986, ακολουθώντας τους Millman και Kanter 1975)

Άλλο ένα βασικό θέμα της έρευνα της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι ο «εσσενσιαλισμός» (ρεαλισμός). Ένα παράδειγμα το οποίο έχουν κατακρίνει πολύ, είναι το επιχείρημα ότι οι γυναίκες ή οι ομάδες ιθαγενών (και ιδιαίτερα οι γυναίκες που ανήκουν σε ομάδες ιθαγενών) έχουν μια πιο προνομιούχα οπτική γωνία στην κριτική της «δυτικής» επιστήμης (πχ Shiva 1989). Ένα άλλο παράδειγμα εσσενσιαλισμού είναι η άποψη ότι επειδή οι γυναίκες έχουν τη λειτουργία της εγκυμοσύνης, λογικά ασχολούνται στην επιστήμη με μεθόδους όπου χρησιμεύει η ικανότητά τους να νιώθουν τα συναισθήματα ενός άλλου ανθρώπου. Παρ’ όλο που οι φεμινιστές αναγνωρίζουν πλέον τη στρατηγική αξία του ρητορικού εσσενσιαλισμού σαν πολιτικό περιεχόμενο, δεν ισχύει το ίδιο όταν πρόκειται για θεωρητική ή φιλοσοφική θέση, όπου ο εσσενσιαλισμός είναι προβληματικός (Haraway 1991:225-57). Ακόμα και όταν κάποιος χρησιμοποιεί εσσενσιαλιστικά επιχειρήματα για να δώσει πλεονεκτήματα σε ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες, μπορεί πολύ γρήγορα να αναγκαστεί να διατηρήσει αυτήν την τακτική του αποκλεισμού. Με άλλα λόγια, αν κάποιος θέσει το επιχείρημα ότι οι γυναίκες μπορούν να έχουν μια συγκεκριμένη προσφορά στην επιστήμη λόγω αυτής τους της ικανότητας να νιώθουν τα συναισθήματα κάποιου άλλου, αυτό μπορεί να γυρίσει εναντίον τους από εκείνους που θα κάνουν την κλασσική σύνδεση γυναικών και παραλογισμού.

Η Haraway (1991) παρουσίασε ένα άλλο σημαντικό θέμα: «αντιτιθέμενες ομάδες» ή «αντιτιθέμενες μέθοδοι», το οποίο μπορεί να θεωρηθεί (με τους όρους του Grams) σαν αντιηγεμονική κίνηση και πρακτική. Το θέμα αυτό δεν είναι απλά η παραδοσιακή ιδέα της πολιτικής των συνασπισμών γιατί αναγνωρίζει τις αντιθέσεις μεταξύ ιστορικά αποκλεισμένων ομάδων, επομένως και την πιθανότητα μιας ποικιλίας αντιτιθέμενων απόψεων. Παραδείγματος χάριν, η Haraway (1989) κάνει μια περίληψη των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες εισήγαγαν την προοπτική των γυναικών, το φεμινισμό ή τα θέματα του γένους (gender) στον επαναϋπολογισμό των μεθόδων και θεωριών της μελέτης των πρωτευόντων θηλαστικών. Τονίζει ότι δεν εννοεί την εύκολη μορφή της «αντιτιθέμενης μεθόδου» όπου απλά αντιστρέφονται οι όροι της σχέσης, όπως η αντικατάσταση της θεωρίας του άνδρα-κυνηγού (όσον αφορά τους αρχικούς ρόλους των ανθρώπων) με τη θεωρία της γυναίκας-δέκτη-συγκεντρωτή. Αντιθέτως δείχνει ότι οι γυναίκες προκάλεσαν ποικιλία αλλαγών στην μελέτη των πρωτευόντων θηλαστικών, οι οποίες συχνά συγκρούονταν μεταξύ τους. Γενικά, υποστηρίζει ότι οι αντιτιθέμενες ομάδες δεν αντέστρεψαν τους όρους του χώρου, αλλά αντιθέτως προκάλεσαν πιο βαθιές αλλαγές «με το να ανακατασκευάσουν όλον τον χώρο» (1989:303).

Η έρευνα της Haraway στη μελέτη των πρωτευόντων θηλαστικών προσφέρει ένα πλαίσιο για μια θεωρία επιστημονικών αλλαγών η οποία μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική στην περιγραφή του Thomas Kuhn (1970, 1993) μιας γλωσσολογικής αλλαγής στις επιστημονικές επαναστάσεις, όπως επίσης και στη θεωρία δράστη-δικτύου σχετικά με τη σταδιακή προσαρμογή και σταθεροποίηση. Υποστηρίζει ότι προκειμένου να αποσταθεροποιήσεις ένα χώρο πρέπει «να γράφεις προγράμματα για υπολογιστές, να διαφωνείς για τα πρωτόκολλα συλλογής δεδομένων, να φωτογραφίες, να συμβουλεύεσαι τα σώματα της εθνικής επιστημονικής πολιτικής, να γράφεις κείμενα για το γυμνάσιο και το λύκειο, να δημοσιεύεις στα σωστά έντυπα κλπ» (1989:303). Με άλλα λόγια η Haraway αναγνωρίζει την ετερογενή, δικτυο-δομική εργασία την οποία έχουν επισημάνει οι οπαδοί της θεωρίας δράστη-δικτύου και η οποία θα μπορούσε να περικυκλώσει την αόριστη διαδικασία ανάπτυξης ανωμαλιών την οποία περιέγραψε ο Kuhn. Επίσης αναγνωρίζει ότι «η αποσταθεροποίηση είναι ομαδική δουλειά», αυτό σημαίνει ότι δεν είναι η δουλειά μιας ιδιοφυΐας ή ενός επαναστάτη επιστήμονα. Αυτό το σημείο είναι πιο εμφανές στη δουλειά της Michel Callon (1986) όπως και στο παράδειγμα του Bruno Latour για τον Pasteur (1988), επίσης το ίδιο εννοείται και στο έργο του Kuhn. Όμως η Haraway τονίζει και ένα τρίτο σημαντικό στοιχείο, το οποίο και ο Kuhn αλλά και οι οπαδοί της θεωρίας δράστη-δικτύου δεν είδαν: «Ακόμα και για να φανταστείς την αποσταθεροποίηση πρέπει να είσαι μορφοποιημένος σε μια κοινωνική στιγμή όπου η αλλαγή είναι δυνατή και οι άνθρωποι παράγουν διαφορετικά νοήματα σε πολλούς άλλους τομείς της ζωής» (1989:303). Για παράδειγμα, ο θάνατος της θεωρίας του άνδρα-κυνηγού δεν ήταν μόνο η δουλειά ενός ετερογενούς δικτύου γυναικών επιστημόνων, αλλά τμήμα μιας ευρύτερης κοινωνικής μετάβασης η οποία είναι συνδεδεμένη και με δραματικές αλλαγές στο ρόλο των γυναικών στην κοινωνία και στην κοινωνική σκέψη. Η έμφαση αυτή τονίζει το πολιτιστικό περιεχόμενο των ιστορικών διαδικασιών που δεν βλέπουν οι εναλλακτικές θεωρίες.

Ένα άλλο θέμα που μπορεί να συσχετιστεί με τις αντιτιθέμενες μεθόδους είναι η λεπτή σχέση μεταξύ «φυλής» (race) και γένους (gender) στην επιστήμη. Παρ’ όλο που οι γυναίκες από τις δυτικές κοινωνίες και οι άνδρες από τις μη δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν παρόμοια θέματα (όχι ομαδικά θέματα) στην επιστήμη, τα ενδιαφέροντά τους και οι απόψεις τους δε συμπίπτουν απαραίτητα. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως η μελέτη των πρωτευόντων θηλαστικών οι συμπτώσεις είναι βασανιστικές. Για παράδειγμα, όπως οι δυτικές, λευκές γυναίκες, έτσι και οι γιαπωνέζες που ασχολούνται με τη μελέτη των πρωτευόντων θηλαστικών, έχουν αναπτύξει υποκειμενικές μεθόδους και έχουν κάνει παρατηρήσεις οι οποίες τονίζουν τη σημασία των θηλυκών στις κοινωνίες των θηλαστικών. Αλλά ενώ διαφαίνεται κάποια ενότητα, η Haraway την αμφισβητεί. Ρωτάει: «Ποια είναι η παραγωγική δομή της αντιτιθέμενης συζήτησης που ενισχύει τα προνόμια της ενότητας με κόστος μια επώδυνη αυτοκριτική με δύναμη και βία στην ίδια σου την πολιτική;» (1989:257). Με άλλα λόγια, η Haraway έχει πολύ καλή γνώση της διαδικασίας ηγεμονίας που συμβαίνει μέσα σε αντιτιθέμενες ομάδες όπως πχ οι άνδρες επί των γυναικών στο εργατικό κίνημα ή οι λευκές γυναίκες επί των μαύρων στο φεμινιστικό κίνημα.

Άλλες έρευνες γύρω από το θέμα των φυλών έχουν εξετάσει τις περιπτώσεις ρατσισμού που η επιστήμη νομιμοποίησε. Ένα παράδειγμα είναι η κρανιομετρία του 19ου αιώνα, η μέτρηση δηλαδή, της κρανιακής χωρητικότητας για να αποδειχτούν διαφορές ευφυΐας ανάμεσα στις διάφορες φυλές. Οι πρώιμες έρευνες είχαν τεράστια μεθοδολογικά λάθη και η κοινή γνώμη, πολύ γρήγορα απέρριψε την ιδέα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ κρανιακής χωρητικότητας και ευφυΐας σε ανθρώπινους πληθυσμούς. Η σχολή του Franz Boas (Columbia school of anthropology που είναι διαφορετική σχολή από τo Columbia school of the sociology of science (Merton)) αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος των πόρων της στο να κατακρίνει τα διάφορα ρατσιστικά συμπεράσματα της επιστήμης. Πιθανόν, το πιο σημαντικό θεωρητικό θέμα που έχει προκύψει από την έρευνα του ρατσισμού στην επιστήμη είναι η ασυνάρτητη σχέση φυλής και βιολογίας. Μπορεί κανείς να δείξει αυτήν την ασυναρτησία και από την πολιτιστική της πλευρά, αλλά και από τη βιολογική της. Πολιτιστικά είναι εύκολο να δειχθούν οι διαφορές στις φυλετικές κατηγορίες, στο χρόνο αλλά και σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Η σύγκριση της κυρίως διπολικής βόρειας Αμερικής (υπάρχουν ή μαύροι ή άσπροι) με τις μυριάδες κατηγορίες του Βραζιλιάνικου συστήματος αφήνει κανέναν με την αίσθηση ότι η καθημερινή έννοια του όρου «φυλή» είναι πολιτιστικά κατασκευασμένη. Επίσης από τη βιολογική πλευρά, η «φυλή» είναι άσχετη λόγω της έλλειψης σημαντικών διαφοροποιήσεων στα γονίδια μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων ανθρώπων5.

Ο περιβαλλοντολογικός ρατσισμός είναι άλλο ένα σημαντικό θέμα που προέκυψε από την έρευνα της επιστήμης και της τεχνολογίας όσον αφορά τις «φυλές». Ο Robert Bullard (1990) έχει δείξει ότι στις ΗΠΑ, η πολιτική του «όχι-στο-δικό-μου-σπίτι» καμιά φορά σημαίνει «ναι-στο-σπίτι-του-μαύρου». Η έρευνα στην περιβαλλοντολογική δικαιοσύνη και στον περιβαλλοντολογικό ρατσισμό συμπεριλαμβάνει έναν αριθμό γενικών ενδιαφερόντων. Ένα από αυτά είναι η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο θέματα κοινωνικής ή οικονομικής δικαιοσύνης γίνονται αόρατα και δύσκολο να αμφισβητηθούν όταν μεταφράζονται σε πολύ τεχνικές ομιλίες. Έτσι η έρευνα της περιβαλλοντολογικής δικαιοσύνης δίνει την ευκαιρία για μια γενικότερη μελέτη της ηγεμονίας, αυτό επιτυγχάνεται με την ανάλυση της διαδικασίας με την οποία, κοινωνικά και οικονομικά θέματα γίνονται ανθεκτικά στις προκλήσεις με το να γίνονται πολύ τεχνικά και δύσκολο να αμφισβητηθούν. Με τη σειρά του, αυτό μας οδηγεί στο σχετικό θέμα της κατανόησης της αντίδρασης, της τεχνολογίας και του ξεπουλήματος ανεπιθύμητης τεχνολογίας σε φτωχές κοινωνίες και χώρες. Όλος ο χώρος της τεχνολογίας και της αντίδρασης των εργατών, των κοινωνιών και των φτωχών χωρών εγγυάται περισσότερη έρευνα και στοχασμούς6.

Έρευνα της κριτικής και φεμινιστικής τεχνολογίας

Η έρευνα της κριτικής τεχνολογίας κατάγεται από μια κάπως διαφορετική σειρά θεμάτων από ότι η ανάλυση της τεχνολογίας. Ο Lewis Mumford (1964a, 1964b) είναι ο παππούς της έρευνας της κριτικής τεχνολογίας και κατά περίπτωση, η διάκρισή του μεταξύ απολυταρχικών και δημοκρατικών τεχνικών ακόμη επικαλείται. Αυτή η διάκριση αντιπαραβάλλει τις τεχνολογίες με κέντρο το σύστημα οι οποίες είναι δυνατές και ασταθείς, με τις ανθρωποκεντρικές οι οποίες είναι σχετικά αδύναμες αλλά ευρηματικές και διαρκείς. Ο Mumford ήταν, ξεκάθαρα υπέρ του δεύτερου, χαμηλής τεχνολογίας κόσμου και ανησυχούσε για τη γενικότερη κατεύθυνση της ανθρώπινης «προόδου».

Ο Jacques Ellul ανέπτυξε μια παρόμοια κριτική για την τεχνολογική κοινωνία. Δανείστηκε τον όρο «τεχνική» (technique) από το Marcel Mauss για να ξεχωρίσει μια εκλογικευμένη τεχνική αρχή από τη μηχανή ή την τεχνολογία καθεαυτή. Όρισε την τεχνική ως την «ολότητα των μεθόδων η οποία έρχεται λογικά και έχει (σαν στόχο) απόλυτη αποτελεσματικότητα (σε δεδομένη στιγμή ανάπτυξης) σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης προσπάθειας» (Ellul 1965:xxv). Το τελικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης της τεχνικής είναι, όπως στην παγκόσμια ιστορία του Max Webber που τελειώνει στο σιδερένιο κλουβί της εκλογίκευσης, η τεχνολογική κοινωνία.

Και ο Mumford και ο Ellul ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί προς τη μαζική κίνηση σε νέες τεχνολογίες που χαρακτήριζε τη νεωτεριστική κουλτούρα. Ένα αποτέλεσμα αισιόδοξης αντιμετώπισης των νέων τεχνολογιών είναι η «τεχνολογική θεραπεία», δηλαδή η προσπάθεια να βρεθεί τεχνολογική λύση σε ένα κοινωνικό ή/και πολιτικό πρόβλημα (Ellison 1978). Η τεχνολογική θεραπεία είναι συνήθως καταδικασμένη σε αποτυχία ή, το πολύ, σε ανάμικτη επιτυχία, όπως η περίπτωση κάποιων νέων βιοϊατρικών τεχνολογιών ή κάποιων απόψεων της Πράσινης Επανάστασης (Pfaffenberg 1992). Επίσης συναντούμε συχνά αισιόδοξες προβλέψεις, ότι μια νέα τεχνολογία θα μας οδηγήσει σε μια πιο δίκαια κοινωνία. Αυτή η αντίληψη είναι ιδιαίτερα εμφανής στα θέματα μηχανοργάνωσης και παγκόσμιας πληροφορικής υποδομής. Ο David Hakken και η Barbara Andrews (1993) επέκριναν δύο αντίθετα στρατόπεδα, τους «κομπιουτοπικούς», αυτούς που πιστεύουν ότι η μηχανοργάνωση θα έχει σαν αποτέλεσμα μια καλύτερη κοινωνία, και τους «κομπιουτροπικούς», αυτούς που πιστεύουν πως θα οδηγήσει σε ένα χειρότερο μέλλον. Οι Hakken και Andrews προτείνουν μια εναλλακτική προοπτική για τις σπουδές υπολογιστών η οποία βλέπει τη σχέση μεταξύ μηχανοργάνωσης και κοινωνικών αλλαγών σαν θέμα για εμπειρική έρευνα η οποία αναγνωρίζει τοπικές ιδιαιτερότητες. Αυτή η θέση μπορεί να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό απαιτήσεων από απλές αιτιολογικές σχέσεις μεταξύ τεχνολογίας και κοινωνίας.

Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός είναι η λίγο πιο γενική άποψη ότι «η κοινωνική ανάπτυξη καθορίζεται από την τεχνολογία» (Bijker 1994:238). Κάποιες παραλλαγές του Μαρξισμού (γνωστές και ως χυδαίος-Μαρξισμός) έχουν πάρει μια από τις πιο διάσημες φράσεις του Μαρξ (Ο μύλος που δουλεύει με το χέρι οδηγεί στην κοινωνία με το φεουδάρχη, ο μύλος που δουλεύει με ατμό, στο βιομήχανο καπιταλιστή.) και την έχουν κάνει τίτλο τεχνολογικού ντετερμινισμού (Marx 1963:109). Οι θεωρίες του τεχνολογικού ντετερμινισμού αναμφίβολα βασίζονται συχνά σε αυτό που ο Langdon Winner (1977) είπε «αυτόνομη τεχνολογία». Αυτός ο όρος περιγράφει το φόβο πολλών ότι σε κάποιες εξελιγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, η τεχνολογική ανάπτυξη θα αποκτήσει ζωή σαν ένα, εκτός ελέγχου, τέρας του Frankenstein.

Ο Winner ανέπτυξε την εναλλακτική προοπτική ότι η τεχνολογία και ο τεχνολογικός σχεδιασμός είναι τα προϊόντα ενδιαφερόμενων ανθρώπινων αποφάσεων. Η δουλειά του προτείνει στους πολίτες να ξυπνήσουν από την «τεχνολογική υπνοβασία» τους, να εξερευνήσουν, να κρίνουν και να διαμαρτυρηθούν για το αβασάνιστο αγκάλιασμα των νέων τεχνολογιών. Πρέπει επίσης να ελέγξουν την πεποίθηση ότι οι επιλογές των τεχνολογιών σχεδίων δεν οδηγούνται από κάποια πολιτική, δεν έχουν πολιτικές και οικονομικές συνέπειες και ότι δεν επιδέχονται έλεγχο και μετατροπή. Σε μια έκθεση του, που αναφέρεται συχνά, ο Winner (1986) ρωτάει: «Έχουν τα τεχνολογικά αντικείμενα πολιτική;» και απαντά θετικά. Ένα μεγάλο παράδειγμα είναι η δουλειά του μεγιστάνα των δημοσίων έργων της πολιτείας της Νέας Υόρκης Robert Moses, ο οποίος έχτισε τις γέφυρες του Long Island, με χλόη στα πλάγια ώστε να εμποδίσει την πρόσβαση των λεωφορείων στην Jones Beach και να απομονώσει τις παραλίες. Παίρνοντας αποφάσεις για το σχεδιασμό, οι οποίες είναι δύσκολο ή ακριβό να πραγματοποιηθούν, οι παραγωγοί των τεχνολογικών αντικειμένων μπορούν να κατασκευάζουν ενσωματωμένες πολιτικές οι οποίες ελαττώνουν τη διερμηνευτική ευκαμψία (Winner 1993).

Σε μια άλλη ανάλυση για την πολιτική του σχεδιασμού, ο Brian Pfaffenberg ανέπτυξε τον όρο «τεχνολογική ομαλοποίηση», τον οποίο περιγράφει ως εξής: «Ένα σώμα σχεδιασμού δημιουργεί, προσαρμόζει ή μετατρέπει ένα τεχνολογικό αντικείμενο, μια τεχνολογική δραστηριότητα ή ένα τεχνολογικό σύστημα το οποίο είναι ικανό να εκφράσει και, εξαναγκαστικά, να θέσει σε λειτουργία ένα κατασκευασμένο όραμα μιας διαστρωματωμένης κοινωνίας στην οποία ο πλούτος, η δύναμη και το κύρος είναι διαφορετικά κατανεμημένα.» (1992:291). Ο Pfaffenberg, στη συνέχεια ανέπτυξε ένα τυπολόγιο στρατηγικών ομαλοποίησης το οποίο περιέχει διαδικασίες όπως συγκέντρωση, τυποποίηση, περιθωριοποίηση και αποκηρύξει. Η ανάπτυξη της ανάλυσης της πολιτικής της τεχνολογίας έχει προφανείς πιθανότητες για υβριδικές θεωρίες χρησιμοποιώντας και θέματα του Foucault όπως η κανονικοποίηση.

Οι κριτικοί της τεχνολογίας κατηγορήθηκαν κάποιες φορές ως Λουδίτες, δηλαδή αναχρονιστές που μας πάνε πίσω στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία, όταν κάποιοι εργάτες κατέστρεψαν τις μηχανές (για σύγχρονες παραλλαγές βλ. Lyon 1989). Μια προσπάθεια για να γίνει ένα βήμα από την κριτική της τεχνολογικής κοινωνίας προς ένα πιο θετικό πρόγραμμα, ήταν το κίνημα της «κατάλληλης τεχνολογίας» (επίσης γνωστό και ως ενδιάμεση τεχνολογία). Αυτό το κίνημα που είχε συνδεθεί με τον E.F.Schumacher (1973) και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στη δεκαετία του ’60, απαιτούσε την ανάπτυξη της τεχνολογίας η οποία θα ήταν συνεπής με την τοπική οικολογία και κουλτούρα, ειδικά αν επρόκειτο για φτωχές χώρες. Όπως σημειώνει και ο Winner, η ιδέα της κατάλληλης τεχνολογίας έγινε πιο προβληματική στην εφαρμογή της στις δυτικές κοινωνίες (1986:63)7. Πιο πρόσφατα, συζητήσεις μας οδήγησαν προς τις πράσινες τεχνολογίες ή τις υποφερτές τεχνολογίες, ασαφείς όροι για την κατάλληλη τεχνολογία που κάπως οδηγούν την ανθρώπινη οικολογία προς σχέσεις που μάλλον δεν θα γκρεμιστούν από ανυπόφορα γεγονότα όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ο υπερπληθυσμός ή η ανεξέλεγκτη μόλυνση.

Δύο άλλες σύγχρονες περιοχές έρευνας της κριτικής της τεχνολογίας είναι η τεχνολογία στον στρατό και η τεχνολογία στον χώρο εργασίας. Για παράδειγμα, ο όρος «διπλή χρήση» αναφέρεται στο σχεδιασμό των τεχνολογιών ώστε να έχουν εφαρμογή και στον στρατό και στους πολίτες. Τέτοιοι όροι που συνήθως μπαίνουν κάτω από τον τίτλο των οικονομικών χειρισμών της μετα-ψυχροπολεμικής εποχής χρειάζονται προσεκτική εξέταση γιατί μπορεί απλά να είναι έξυπνα συγκαλυμμένοι τρόποι διατήρησης πολεμικών προϋπολογισμών, χωρίς να προσφέρουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη στους πολίτες. Οι τεχνολογίες διπλής χρήσης είναι απίθανο να έχουν αξιοσημείωτη επίδραση στην οικονομία και είναι πιθανό να εμπλέξουν την τεχνολογική πολιτική σε θέματα εθνικής ασφάλειας (Sclove 1944). Όσον αφορά την τεχνολογία στην εργασία, ο Harry Braverman (1974) ανέπτυξε μια κριτική προς τις νεωτεριστικές διοικητικές πρακτικές, δείχνοντας πως ο Taylorισμός καταστρέφει τον «τεχνίτη» εργάτη υποβαθμίζοντας την τέχνη της κατασκευής. Ο David Noble (1984) επέκτεινε αυτόν τον τύπο ανάλυσης, δείχνοντας πώς η αυτοματοποίηση και τα μηχανήματα εισήχθησαν με τέτοιο τρόπο που βελτίωσαν τη διαδικασία και έτσι μετέφεραν δύναμη από τον έμπειρο εργάτη στη διοίκηση.

Φεμινιστές αναλυτές της έρευνας της επιστήμης και της τεχνολογίας έχουν εξετάσει τις επιπλοκές των νέων οικιακών τεχνολογιών και των νέων αναπαραγωγικών τεχνολογιών για τις γυναίκες. Οι κριτικές έρευνες στις οικιακές τεχνολογίες όπως η δουλειά του Ruth Schwartz Cowen (1976,1983) έχουν δείξει πώς συσκευές με στόχο τη μείωση του κόπου, συμπίπτουν με αλλαγές μέσα στο σπίτι οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα «περισσότερη δουλειά για τη μητέρα». Άλλοι, στην κατάλληλη (οικιακή) τεχνολογική φλέβα, έχουν εξετάσει τις δυνατότητες αλλαγών στο σχεδιασμό του οικιακού χώρου για τα σχέδια απελευθέρωσης της γυναίκας (Doorly 1985). Οι καλύτερες έρευνες για γυναικείες αναπαραγωγικές τεχνολογίες έχουν μεθοδολογικά ξεκινήσει με την κατανόηση της πλευράς του ασθενούς ή χρήστη, τονίζοντας την ποικιλία των εμπειριών των γυναικών και επομένως, στην πολύπλευρη φύση της κατηγορίας «γυναίκα». Επίσης έχουν δείξει πώς οι τεχνολογίες δομούνται σε αλληλεπίδραση με επαγγελματίες γιατρούς, χρησιμοποιώντας μεθόδους που δεν μπορούν να συλλάβουν απλά μοντέλα πατριαρχικής κυριαρχίας8. Εν ολίγοις, αυτές οι έρευνες φέρνουν μια πολιτιστική οπτική στην ανάλυση της τεχνολογίας.

Ένα παράδειγμα πολιτιστικής προσέγγισης σαν πρακτική εκπαίδευση στις νέες αναπαραγωγικές τεχνολογίες είναι η δουλειά της Robbie Davis-Floyd (1992a, 1992b) στις τεχνολογίες γέννας. Δείχνει μια μεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων, από το μοντέλο της φυσικής γέννας με τη μαμή, μέχρι τη γέννα σε νοσοκομείο υψηλής τεχνολογίας. Όπως και σε μερικές από τις άλλες έρευνες νέων αναπαραγωγικών τεχνολογιών, η Davis-Floyd αντικρούει την απλοϊκή φεμινιστική άποψη, ότι ο ανδρικά κυριαρχούμενος κόσμος της γέννας σε νοσοκομείο υψηλής τεχνολογίας είναι αποξενωτικός και αποδυναμωτικός για τις γυναίκες. Αντιθέτως τονίζει την τεράστια ανομοιομορφία των εγκύων γυναικών και το γεγονός ότι κάποιες βρίσκουν το νοσοκομείο υψηλής τεχνολογίας δυναμωτικό. Έτσι η επιλογή είναι σημαντική στο θέμα της ενδυνάμωσης. Παρ’ όλα αυτά η ευρύτερη έννοια της επιλογής είναι προβληματική. Η Marilyn Strathern (1992) εξετάζει την πληθώρα επιλογών που δημιουργήθηκε από την αναπλήρωση, την τεχνητή γονιμοποίηση, την αμνιοκέντηση και άλλες αναπαραγωγικές τεχνολογίες. Η συγγένεια ήταν πάντα κατασκευασμένη σαν κάτι για το οποίο δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, «κολλάς» με την οικογένεια σου. Αντιθέτως οι νέες αναπαραγωγικές τεχνολογίες περικυκλώνουν τον κόσμο των συγγενειών στον επιχειρησιακό κόσμο της επιλογής. Αυτές οι πολυπλοκότητες γεννούν ερωτήματα για τη φύση της ταυτότητας και των κοινωνικών σχέσεων σε έναν όλο και πιο υλικό κόσμο (βλ. επίσης Edwards et. al. 1993).

Έννοιες από την Ιστορία της Επιστήμης

Αν και η ιστορία της επιστήμης είναι ευρέως περιγραφική ή ιδεογραφική, υπάρχουν κάποια σημαντικά θεωρητικά ζητήματα τα οποία έχουν προκύψει από ιστορικές μελέτες. Συνεπώς, η ιστορία της επιστήμης αξίζει αναγνώριση σε κάθε επανεξέταση εννοιών «κλειδιών» των επιστημονικών σπουδών. Τρία παραδείγματα συνεισφορών εννοιών είναι η κριτική της ιστορίας whig, η ανάλυση της επιστημονικής επανάστασης και το πρόβλημα της περιοδικοποίησης στην επιστήμη. Και τα τρία παρέχουν εργαλεία για καίριες, πολιτιστικές, αναλύσεις σε επιστημονικές σπουδές.

Η ‘‘ιστορία whig’’ αναφέρεται σε έναν τύπο ιστορίας μεταφράζει το παρελθόν με βάση τις επιστημονικές οπτικές γωνίες του παρόντος και συχνά υιοθετεί τη μοιρολατρική άποψη ότι οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι τεχνολογικές καινοτομίες ήταν επόμενο να γίνουν διότι υπήρχαν κάπου στη φύση. Η ιστορία whig επομένως αντιπροσωπεύει μία ασύμμετρη προσέγγιση των επιστημονικών σπουδών της γνώσης της οποίας η αρχή της συμμετρίας του δυνατού προγράμματος παρείχε μια εναλλακτική. Από μία όψη της ιστορίας whig, κάποιος μπορεί να πει για πρώιμες και μετώιμες ανακαλύψεις. Οι μετώιμες ανακαλύψεις φαίνονται να είναι πίσω από τον καιρό τους περισσότερο από ότι μπροστά από αυτόν, όπως κρίνονται από την παρούσα γνώση (Zuckerman and Lederberg 1986). Ένα συγγενικό μεθοδολογικό ζήτημα είναι ο παροντισμός, μία προσέγγιση της ιστορίας η οποία εκτιμά το παρελθόν με όρους του παρόντος. Αν και ο όρος υπερκαλύπτει την ιστορία whig, ο παροντισμός αναφέρεται στην προσπάθεια να μειωθεί η αποστολή της ιστορίας να παρέχει μαθήματα για το παρόν όπως η πολιτική ενόραση. Μία εναλλακτική είναι να αντιμετωπίζεις το παρελθόν ως διαφορετικό πολιτιστικά και να χρησιμοποιείς το παρελθόν ως σημείο αναφοράς ώστε να αναπτύξεις συγκριτικές σπουδές οι οποίες θα παρέχουν τη βάση για μία πιο βαθυστόχαστη πολιτιστική ανάλυση των υποθέσεων της επιστήμης στο παρόν.

Οι κριτικές της ιστορίας whig και του παροντισμού είναι στενά συνδεδεμένες με την αλλοτινή διαμάχη μεταξύ του εσωτερικισμού και του εξωτερικισμού. Οι υπολογισμοί της επιστήμης και της τεχνολογίας από τους εσωτερικιστές εξηγούσαν την καινοτομία εξετάζοντας διανοούμενες γενεαλογίες και επιχειρώντας να λύσουν γρίφους και επικεντρώνονταν στην αρχή και την ανάπτυξη των επιστημονικών ιδεών μελετώντας το πώς οι ιδέες επηρεάζονταν από άλλες ιδέες. Αντιθέτως οι υπολογισμοί των εξωτερικιστών εξέταζαν την αλληλεπίδραση των κοινωνικών και των επιστημονικών ιδεών μεταξύ τους καταχωρώντας τους κοινωνικούς παράγοντες οι οποίοι έδιναν σχήμα στην αρχή και την ανάπτυξη των ιδεών αυτών. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν με πολλούς τρόπους παράλληλος με τη διαμάχη των ρεαλιστών /εποικοδομητικών μεταξύ κάποιων φιλόσοφων και θεωρητικών SSK. Η διαμάχη εσωτερικιστών/εξωτερικιστών φαίνεται να έχει χάσει πολύ από την επιρροή της μιας και οι ιστορικοί γράφουν με αυξανόμενο ρυθμό ετερογενείς αναλύσεις οι οποίες δείχνουν πως περιεκτικοί/συμφραστικοί, διανοητικοί/κοινωνικοί, ή παγκόσμιοι/επιμέρους παράγοντες λειτουργούν συγχρόνως στην δημιουργία της γνώσης, της τεχνολογίας και της κοινωνίας.

Ένα ακόμα σύνολο από έννοιες κλειδιά στην ιστορία της επιστήμης έχει προκύψει από διαμάχες πάνω στην ερμηνεία της επιστημονικής επανάστασης, αυτό είναι η ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης της σχετιζόμενης με την εργασία των πρώτων μοντέρνων φυσικών φιλοσόφων όπως είναι ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος, ο Μπόυλ και ο Νεύτωνας. Η μελέτη της επιστημονικής επανάστασης παρείχε ένα κτίσμα για μία ευρέως φάσματος ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ ιστορικών και κοινωνικών επιστημόνων στην οποία οι ιστορικοί συνεισέφεραν, συχνά στο υπόβαθρο, σε μια γενική θεωρία επιστημονικών αλλαγών. Διαμάχες με θέμα τις αιτίες και το νόημα της επιστημονικής επανάστασης υποθάλπουν μια θεωρία επιστημονικών επαναστάσεων η οποία τις συσχετίζει με ευρύτερους μετασχηματισμούς στον χώρο της κοινωνίας και του πολιτισμού. Όπως στην περίπτωση των συζητήσεων της αρχολογίας της Haraway, από τις διαμάχες αυτές απορρέει μια εναλλακτική πρόταση της διανοητικής έμφασης στο κτίσιμο ανωμαλιών ως κινητήρια δύναμη πίσω από τις επιστημονικές επαναστάσεις. Παρομοίως, συνιστούν μια εναλλακτική στα μοντέλα δράσης-και-στρατηγικής του SSK. Επομένως, μελέτες της επιστημονικής επανάστασης του δεκάτου εβδόμου αιώνα (η επιστημονική επανάσταση) μπορούν να καλλιεργηθούν ώστε να παρέχουν ένα εναλλακτικό θεωρητικό πλαίσιο για την ανάλυση άλλων επιστημονικών επαναστάσεων, συλλογικές αλλαγές απόψεων και επιστημονικές αλλαγές γενικότερα.

Οι παλαιότερες κοινωνιολογικές μελέτες της επιστημονικής επανάστασης ήθελαν το επίκεντρο της στην ανάδυση του Δυτικού εκσυγχρονισμού όπως τον έχουν συλλάβει ο Weber και ο Marx. Η θέση του Merton είναι πιθανότατα η πιο γνωστή μελέτη της επιστημονικής επανάστασης με τους όρους που αναφέρθηκαν. Η ανάλυση του Robert Merton (1970) είναι βασισμένη στην διάγνωση του εκσυγχρονισμού ως γενική διαδικασία ορθολογισμού του Weber στην οποία οι θεσμοί τείνουν να γίνουν περισσότερο γραφειοκρατικοί και ειδικευμένοι και οι εξασκήσεις πιο βασικές. O Weber (1958) διαφωνούσε στο ότι η ασκητική, Καλβινιστική πτέρυγα του Προτεσταντισμού συνεισέφερε στην ανάπτυξη του ορθολογιστικού, γραφειοκρατικού καπιταλιστικού χαρακτήρα της σύγχρονης Δύσης. Η θέση του Merton προσθέτει σε αυτή τη θεωρία το αποτύπωμα ότι οι Πουριτανικές θρησκευτικές αρχές λειτούργησαν σαν κεντρί στις αρχές της σύγχρονης επιστήμης. Συχνά παρεξηγημένος στο θέμα αυτό, ο Merton δεν υποστήριζε ότι σε ποσοτική αναλογία οι πρώτοι φυσικοί φιλόσοφοι στην Αγγλία ή σε άλλες χώρες θα φαίνονταν περισσότερο πουριτανοί, ούτε υποστήριζε πως οι αξίες των Πουριτανών συνέταξαν έναν αναγκαίο και επαρκή σκοπό για την σύγχρονη επιστήμη9. Αντίθετα, διαφωνούσε στο ότι οι αρχές των Πουριτανών παρείχαν πρόσφορο έδαφος, ή ένα κεντρί στην επιστημονική επανάσταση. Για παράδειγμα, διαφωνούσε στο ότι το Πουριτανικό ενδιαφέρον για το καλό χρησιμεύει και στο ότι η δουλειά γενικά βοήθησε στο να ξεκινήσει η χρήση, από κάποιο κέντρισμα, της πειραματικής μεθόδου της πρώιμης σύγχρονης επιστήμης.

Συγγενικές με τη θέση του Merton με βάση τη συγκριτική της οπτική γωνία, είναι και οι θέσεις του Needham και του Hessen. Ο Joseph Needham (1974) προσθέτει μια διάγνωση επί των συγκριτικών παραγόντων οι οποίοι οδήγησαν στον σάλο των επιστημονικών εξελίξεων στη Δύση, παρά το γεγονός ότι η Κίνα είχε μείνει για αιώνες μπροστά από την Δύση πριν από τη σύγχρονη περίοδο της δεύτερης. Το σύνολο των παραγόντων είναι περίπλοκο και αλλάζει κατά τη διάρκεια της γόνιμης καριέρας του φιλόλογου αυτού, αλλά περιλαμβάνει παράγοντες κοινωνικής οργάνωσης οι οποίοι περιέχουν μία πρόχειρη μελέτη του Weber10. Η θέση του Hessen (1971) ήταν μία εναλλακτική, Μαρξιστική μελέτη η οποία αναπτύχθηκε από τον Boris Hessen, έναν Σοβιετικό φυσικό και ιστορικό του οποίου η εργασία πάνω στην επιστημονική επανάσταση συνέπεσε χρονικά με αυτή του Merton. Ο Hessen υποστήριζε ότι η Νευτωνιακή μηχανική μπορούσε να ερμηνευτεί με όργανα ως απάντηση στα τότε επίκαιρα προβλήματα της μεταφοράς νερού, στην τεχνολογία μεταλλίων και στις βολές. Σε μία ιδιαίτερα λεπτή διαφωνία ο Hessen συνιστά ότι η ανάπτυξη της θερμοδυναμικής, ιδικά ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας έπρεπε να περιμένει τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν με την ανάπτυξη της ατμομηχανής11.

Δύο άλλες μελέτες που άσκησαν επιρροή παρέχουν οι Steve Shapin και ο Simon Schaffer (1983) και η Margaret Jacob (1988). Οι προηγούμενοι ανασκοπούν την αμφισβήτηση των πειραματικών επιστημών από τον Boyele Hobbes και τη διαφωνία στο ότι η ανάδυση του πειράματος και του εργαστηρίου ως κοινωνικά δρώμενα συνεισέφεραν στη δημιουργία της σύγχρονης κοινωνίας. H Jacob έδειξε ότι η φιλοσοφία του Boyele για τα αιμοσφαίρια, η οποία από μία οπτική γωνία του παρόντος ήταν ο προάγγελος της σύγχρονης ατομικής θεωρίας της χημείας, αναπτύχθηκε σε μία περίοδο θρησκευτικής διχόνοιας η οποία συμπεριλάμβανε ακραίες πανθεϊστικές απόψεις περί φύσης. Η άποψη του Boyele υποστήριξε τις αρχές των ορθοδόξων θρησκευόμενων ως προς τη δυικότητα της ύλης και του πνεύματος. Η Jacob προσθέτει, ως μία βελτίωση αν όχι διόρθωση της θέσης του Merton, ότι μέχρι την εποχή του Newton η επιστήμη ήταν λιγότερο μία έκφραση του Πουριτανισμού από ότι των φιλελεύθερων ή ‘‘ανοιχτόμυαλων’’ Διαμαρτυρόμενων οι οποίοι εκπροσωπούσαν την Αγγλικανική Εκκλησία του τέλους του δεκατου εβδόμου αιώνα. Επίσης ανέπτυξε μία μελέτη της σχέσης επιστήμης/κοινωνίας την οποία η ίδια αποκαλεί ‘‘κοινωνικό πλαισίωμα’’, μία εναλλακτική του κοινωνικού δομισμού η οποία, όπως ο ‘‘ρεαλιστικός δομισμός’’, αναγνωρίζει μερικά από τα επιχειρήματα της θέσης των ρεαλιστών (Jacob 1994).

Οι φιλόλογοι έχουν αναπτύξει με αυξανόμενους ρυθμούς πολιτιστικές μελέτες της επιστημονικής επανάστασης οι οποίες έχουν εκτείνει τη αναλυτική ματιά στους τομείς του καπιταλισμού, του Προτεσταντισμού και έχουν φέρει στην επιφάνεια σύγχρονες ερωτήσεις πάνω στις ετεροπολιτιστικές αξίες, στο γένος, στον αποικισμό και στις διεθνείς συναλλαγές. Για παράδειγμα, ο Frances Yates (1972) υποστηρίζει ότι η σύγχρονη επιστήμη αναδύθηκε από το κουκούλι των μυστικιστικών και μαγικών ενασχολήσεων γνωστών ως μαγεία της Αναγέννησης, Νεοπλατωνισμός και Ρoσικρουσιανισμός. Η θέση του Yates γενικώς θεωρείται υπερβάλλουσα, αλλά παρέχει μία πολύτιμη υπενθύμιση ότι πολλοί από τους πρώτους φυσικούς φιλόσοφους, συμπεριλαμβανομένου και του Newton, δεν ήταν τόσο σύγχρονοι όσο συνιστούν μερικές βασικές μελέτες της επιστημονικής επανάστασης. Aκόμη και ο όρος “επιστήμων” είναι ένας αναχρονισμός, αφού ο όρος που χρησιμοποιούνταν την εποχή εκείνη ήταν “φυσικός φιλόσοφος”. Παρόμοια, μερικές από τις βασικές έννοιες της πρώιμης σύγχρονης επιστήμης, όπως η βαρύτητα, περιλάμβαναν σχεδόν μυστικιστικές ιδέες όπως η δράση από απόσταση. Αυτές ήταν ηχώ αυτού που ο Foucault θα ονόμαζε Αναγεννησιακή επιστήμη των ομοιοτήτων.

Η θέση του Merchant (1980) προσθέτει την άποψη ότι οι αρχές της σύγχρονης επιστήμης ήταν βαθιά επηρεασμένες από τον εκσυγχρονισμό της Δυτικής πατριαρχίας. Οι πρώιμοι μοντέρνοι επιστήμονες οραματίζονταν την επιστήμη ως μια διαδικασία κυριαρχίας πάνω σε μία άτακτη φύση, όπως ακριβώς οι άντρες κυριαρχούσαν τις γυναίκες(το οποίο θεωρούντο ως κοντινότερο στη φύση) και τις απέκλειαν από την επιστήμη και τα αναδυόμενα πεδία αγορών στα οποία βασιζόταν ο καπιταλισμός. Ένας βασικός υποστηρικτής της πατριαρχικής επιστήμης και τεχνολογίας ήταν ο Francis Bacon, του οποίου τα συγγράματα αναλύει η Carolyn Merchant για τις βίαιες μερικές φορές μεταφορές της επιστήμης ως σχέδιο κυριαρχίας του αρσενικού12. Ένας άλλος αριθμός ερευνητών έχει αναλύσει τον ρόλο της πρώιμης σύγχρονης επιστήμης στην αποικιοκρατία, ενώ ερευνητές του Ισλαμισμού έχουν επίσης δείξει πόσοι από τους φαινομενικούς νεωτερισμούς των πρώιμων σύγχρονων επιστημών ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα Δυτικών/μη-Δυτικών ανταλλαγών. Ως αποτέλεσμα, το ανάστημα της Δυτικής επιστημονικής επανάστασης ελαττώνεται όσο κάποιος εξετάζει τους μη Δυτικούς προκατόχους13.

Ένας τρίτος τομέας ιστορικής έρευνας η οποία είχε ως αποτέλεσμα διάφορες εννοιολογικές εργασίες, είναι η συζήτηση της περιοδικοποίησης. Η επιστήμη και η τεχνολογία, όπως η λογοτεχνία και οι τέχνες, έχουν κατηγοριοποιηθεί ιστορικά με την έννοια της περιόδου. Η μέθοδος αυτή μπορεί να φανεί χρήσιμη σε μια καλύτερη κατανόηση των υπονοούμενων υποθέσεων τις οποίες μοιράζονται οι επιστήμες σήμερα και πιθανόν στο να προταθούν εναλλακτικές σε μερικά από τα νέα ρεύματα στην επιστήμη (όπως η θεωρία του χάους και της περιπλοκότητας). “Μοντερνισμός” είναι ο όρος που έχει δοθεί στην γενική μετατροπή της Δυτικής κοινωνίας από το 1500 περίπου. Η μετατροπή αυτή περιλάμβανε την ανάδυση του θρησκευτικού πλουραλισμού, του καπιταλισμού, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, της σύγχρονης γραφειοκρατικής πολιτείας, της αποικιοκρατίας, του εκσυγχρονισμού της πατριαρχίας και του θρυμματισμού των κοινωνιών βασισμένων σε φατρίες, και της επιστημονικής επανάστασης. Χρησιμοποιώ τον όρο “πρώιμος μοντερνισμός” για να αναφερθώ στην περίοδο μέχρι το 1800. Οι όροι “μοντέρνος” και “μοντερνοποίηση” έχουν εκταθεί και σε μη-Δυτικές κοινωνίες οι οποίες έχουν υιοθετήσει μερικά ή όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του δυτικού μοντερνισμού.

Η άποψη του Foucault για τον εκσυγχρονισμό (1970) ήταν κάπως διαφορετική από την συνηθισμένη. Έδινε έμφαση στο άνοιγμα που έγινε πρόχειρα μετά την βιομηχανική αλλά και την Γαλλική Επανάσταση. Βέβαια, κατά την διάρκεια του δεκάτου ένατου αιώνα υπήρχε ένα χαρακτηριστικό πολιτιστικό ύφος ανάμεσα σε πολλές από τις επιστήμες. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο κόσμος της φυσικής του Νεύτωνα ήταν κατά κάποιο τρόπο άχρονος και αναστρέψιμος. Έπρεπε να προηγηθεί η ανάπτυξη της θερμοδυναμικής στον δέκατο ένατο αιώνα ώστε ο χρόνος-από μια άποψη η ιστορία-να εισέλθει στην φυσική. Παρόλο που, όπως υποστήριζε ο Hessen, η ανακάλυψη της ενέργειας του ατμού παρείχε πρακτικούς λόγους για την ανάπτυξη της θερμοδυναμικής, η θεωρητική καινοτομία ήταν επίσης μέρος μιας γενικής πολιτιστικής μετάβασης η οποία έδωσε στον κόσμο έννοια βασισμένη κυρίως στην εξέλιξη. Η θεωρία της εξέλιξης και οι ιστορικές ματιές περιπλέκονται σε μεγάλο βαθμό σε διάφορες αρχές, συμπεριλαμβανομένων της βιολογίας, της γεωλογίας, της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής οικονομίας και της φιλολογίας. Η κοινωνία γενικά της εποχής εκείνης έχει χαρακτηριστεί μερικές φορές ως “εποχή επαναστάσεων”, αυτό σημαίνει, μια εποχή όπου μεταρρυθμιστικά και επαναστατικά κινήματα προσπάθησαν να φέρουν στο φως ανθρωποκεντρικές μεταβάσεις στην κοινωνία και στην πολιτεία. Αυτά τα πολιτικά κινήματα καθοδηγούνταν από ένα σύστημα παρομοίων αξιών το οποίο αντιμετώπιζε την ιστορία ως μια προοδευτική διαδικασία η οποία μπορούσε να διαμορφωθεί από την ανθρώπινη λογική. Ως ένα βαθμό αυτή η αισιόδοξη αντιμετώπιση της ιστορίας και της πολιτικής παρέμεινε ανέπαφη μέχρι τους παγκόσμιους πολέμους του εικοστού αιώνα.

Αλλού έχω υποστηρίξει ότι κάποιος μπορεί να οροθετήσει δύο μεταγενέστερους χρονικά πολιτισμούς στην επιστήμη (Hess 1995: κεφ.3). Στις πολιτιστικές σπουδές ο “μοντερνισμός” συνήθως αναφέρεται σε μια περίοδο από το 1870 ως το 1960 περίπου, με το απόγειο της να βρίσκεται ανάμεσα στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Στις τεχνολογικές σπουδές, ο μοντερνισμός έχει χαρακτηριστεί από την δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής η παραγωγή σιδήρου αντικαταστήθηκε από αυτή του ατσαλιού, και οι ατμομηχανές αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρικές και από μηχανές εσωτερικής ανάφλεξης. Παρόμοια, κατά τη διάρκεια της εκσυγχρονιστικής περιόδου οι μεταφορές και οι επικοινωνίες υπέστησαν κι αυτές μετατροπές αφού οι σιδηρόδρομοι έδωσαν την θέση τους σε δρόμους και αεροδιάδρομους και οι τηλέγραφοι αντικαταστάθηκαν από τηλέφωνα, ραδιόφωνο και αργότερα τηλεόραση. Στις κατασκευές, τα συστήματα γραμμών συναρμολόγησης και ο Ταιηλορισμός άρχισαν να γίνονται όλο και πιο επικρατέστερα και στην αρχιτεκτονική τα χρησιμοθηρικά σχέδια ήταν δημοφιλή. Μία από τις μελέτες της εκσυγχρονιστικής επιστήμης που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή είναι αυτή του Paul Forman, ο οποίος υποστήριζε ότι οι φυσικοί στο Weimar της Γερμανίας ήταν έτοιμοι να δεχθούν την αρχή του ακαθόριστου λόγω του ότι υπήρχε ένα δυνατό ρεύμα στους πολιτιστικούς κύκλους των Γερμανών διανοούμενων το οποίο έβλεπε με κριτικό μάτι τις υπερβολικά μηχανιστικές, μηχανικές και νομοθετικές υποθέσεις της επιστήμης14.

Γενικότερα, οι εκσυγχρονιστικές επιστήμες έτειναν στο να μοιράζονται μερικά γενικά πρότυπα: είχαν αναπτύξει θεωρίες οι οποίες εννοιοθετούσαν τα αντικείμενα τους με όρους συστήματος κλειστού ως προς το δυναμικό, συχνά με αρχές ισορροπίας. Οι αρχές του συστήματος ισορροπίας και της ομοιόστασης ήταν κεντρικές σε έναν αριθμό πεδίων συμπεριλαμβανομένων του οικονομικού, της βιολογίας, της γλωσσολογίας, της χημείας, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Για παράδειγμα, η ανάδυση της ατομικής φυσικής είχε κτιστεί γύρω από θεμελιώδεις υποθέσεις σχετιζόμενες με το δυναμικό των συστημάτων ισορροπίας και των κλειστών συστημάτων. Aυτές οι εξελίξεις δεν συνέβησαν ταυτόχρονα στον τομέα των αρχών, έλαβαν χώρα σε διάφορα μέτρα και σε διάφορους χρόνους. Παρόλα αυτά, όλες μαζί χαρακτηρίζουν ένα εκσυγχρονιστικό ύφος της επιστήμης το οποίο συμβαδίζει με τον εκσυγχρονιστικό πολιτισμό των περιβαλλόντων κοινωνιών.

Ως περιγραφικός όρος, ο “μεταμοντερνισμός” γενικά αναφέρεται σε κοινωνικές αλλαγές οι οποίες συνέβησαν κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, επιταχύνοντας μετά την δεκαετία του 1960 και ακόμα περισσότερο κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αυτές οι αλλαγές περιλαμβάνουν την ένταξη των υπολογιστών, την ανάδυση των βιοτεχνολογιών, την παγκοσμιοποίηση και τον τερματισμό της εθνικής πολιτείας. Στην οικονομία, η ελαστική συσσώρευση, η οποία είναι η απλή παραγωγή και η χρήση νέας τεχνολογίας στον χώρο της διεύθυνσης, έχει έρθει στην θέση της παραγωγής με γραμμή συναρμολόγησης και της ιεραρχικής διεύθυνσης. Παρόμοια, στην επιστήμη υπάρχει μια τάση η σκέψη με βάση τα κλειστά συστήματα και το σύστημα ισορροπίας να αντικαθίστανται από μοντέλα ανοικτών συστημάτων και από μη γραμμικά δυναμικά αυτοπρογραμματιζόμενα συστήματα. Γενικά, ο όρος “μεταμοντέρνος” με αυτήν την έννοια υποτίθεται ότι είναι ισοδύναμος με τον “μετώιμο μοντέρνο” ή “μεταμοντερνιστικό”. Η παγκόσμια οικονομία παραμένει καπιταλιστική οπότε ο μεταμοντερνισμός είναι σε κάποια θεμελιώδη έννοια η συνέχεια της πρώιμης σύγχρονης περιόδου. Ο “μεταφορντισμός” αναφέρεται στην μεταμοντέρνα οργάνωση του χώρου εργασίας, περιλαμβάνοντας τις μετα-Ταιηλοριστικές μεθόθους διαχείρησης, την ελαστική συγκέντρωση και μια ρητορεία για την συνεργασία εργαζόμενου-κεφαλαίου15. Η συζήτηση του David Harvey (1989) για την ελαστική συγκέντρωση, έχει καταλάβει ένα σημαντικό χώρο στις θεωρίες της οικονομικής και τεχνολογικής πλευράς της μεταμοντέρνας περιόδου. Η Εmily Martin (1994) έχει υποστηρίξει ότι οι ελαστικοί εργάτες και χώροι εργασίας της μετα-Φορντιστικής πραγωγής είναι χαρακτηριστικά άλλων εκδηλώσεων ελαστικότητας στον μεταμοντέρνο πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένων των νέων τρόπων σκέψης για την ασθένεια και το ανοσοποιητικό σύστημα.

Ο όρος “μεταμοντέρνος” χρησιμοποιείται επίσης για την περιγραφή ενός θεωρητικού πλαισίου στις κοινωνικές επιστήμες και στην ανθρωπολογία, συνήθως σχετιζόμενου με τις πολιτιστικές σπουδές και την μεταδομική συμβολοθεωρία. Οι αντίπαλοι της προσέγγισης αυτής συχνά την κατηγορούν ως παραλογισμό, ο οποίος, όταν διαλυθεί ο καπνός, συνήθως ανέρχεται σε μια κατηγορία επιστημολογικού ή οντολογικού ρελατιβισμού, δηλαδή ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε περιορίζεται από τις ικανότητες μας. Παρόλα αυτά, διαβάζοντας προσεκτικά άτομα τα οποία παραπέμπονται συχνά όπως ο Jacques Derrida και η Donna Haraway αποκαλύπτεται ότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι ανακριβείς και εξαιρετικά κακεντρεχείς. Είναι πιθανόν τέτοιοι χαρακτηρισμοί να απευθύνονται επίτηδες σε φιλόσοφους όπως ο Paul Feyerabend, αλλά υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία τα οποία να υπονοούν ότι μια γνωστή θεωρητικός και αναλυτής της μεταμοντέρνας επιστήμης όπως η Haraway υποστηρίζει θέσεις αντιεπιστημονικές και παράλογης φύσης. Αντί αυτού, παρέχει ενδιαφέροντες νέους τρόπους σκέψης για το ιστορικό φαινόμενο της μεταμοντέρνας κοινωνίας.

Μία από τις εννοιολογικές συνεισφορές της Haraway ήταν να εξελίξει την ιδέα του ανθρωποειδούς ως την εικόνα του μεταμοντέρνου πολιτισμού. Παρόλο που η ευρέα χρήση του όρου είναι για οποιοδήποτε υβρίδιο ανθρώπου-μηχανής, ο ορισμός της Haraway είναι πολύ πιο περίπλοκος:“Γλωσσολογικά και υλικά ένα υβρίδιο κυβερνητικού εξαρτήματος και οργανισμού, ένα ανθρωποειδές, είναι μια χίμαιρα επιστημονικής φαντασίας από το 1950 και μετά. Αλλά ένα ανθρωποειδές είναι επίσης μία ισχυρή κοινωνική και επιστημονική πραγματικότητα της ίδιας περιόδου”(1991:κεφ.8). Υποστηρίζει ότι ένα ανθρωποειδές υπάρχει “όταν δύο είδη ορίων είναι συγχρόνως προβληματικά:1)αυτό μεταξύ των ζώων (και των υπόλοιπων οργανισμών) και των ανθρώπων, και 2) αυτό μεταξύ των αυτό-ελεγχόμενων, αυτό-διοικούμενων μηχανών (αυτοματισμένων) και των οργανισμών, ειδικά των ανθρώπων (πρότυπα αυτονομίας). Το ανθρωποειδές είναι το σχήμα το οποίο γεννήθηκε από την συνένωση αυτοματισμού και αυτονομίας”(1989:138-39). Παρόλα αυτά, ο λόγος της Haraway δεν είναι ο τελευταίος σε αυτό το θέμα. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι πολιτιστικές σπουδές των μορφών των ανθρωποειδών της μεταμοντέρνας κοινωνίας είχαν μεταμορφωθεί σε μία αυξανόμενη βιομηχανία (Gray 1995).

Ένα βασικό χαρακτηριστικό του μεταμοντέρνου πολιτισμού είναι η αντιπαράθεση πεδίων του πολιτισμού, προηγουμένως ξεχωριστά μεταξύ τους, ή το πέρασμα από όρια τα οποία προηγουμένως ήταν άθολα. Η Haraway έκανε δημοφιλή τον όρο “εσώρηξη” για να περιγράψει τη διαδικασία αυτή (1989). Η άνοδος των γενικευμένων σπουδών, όπως το STS, είναι ένα παράδειγμα του επιπέδου της αυξημένης πολυπλοκότητας και επικοινωνίας του μεταμοντέρνου κόσμου. Ο Paul Rabinow (1992) υποστηρίζει ότι ένα άλλο είδος εσώρηξης συμβαίνει και αυτό στον μεταμοντέρνο πολιτισμό: η βιοκοινωνικότητα, στην οποία η “φύση” μετατρέπεται σε ένα κατασκευασμένο αντικείμενο το οποίο δεν είναι πλέον έξω από την κοινωνία, όπως συμβαίνει με την γενετική μηχανική των φυτών και των ζώων (βλέπε επίσης Strathern 1992). Η υπεραρχολογία και η βιοκοινωνικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από δύο παραδείγματα της μεταμοντέρνας κατάστασης στην οποία τα άλλοτε σταθερά σύνορα διαπερνώνται συχνά και με σχετική ευκολία.

Στην επιστήμη, σε μερικά πεδία μπορούμε να δούμε σχεδιαγράμματα της μεταμοντέρνας θεωρίας. Στην βιολογία η εξελικτική θεωρία του δεκάτου ενάτου αιώνα υπέστη άλλη μία αλλαγή από τα μοντέλα ισορροπίας της εκσυγχρονιστικής περιόδου σε νέες θεωρίες βασισμένες σε προσομοίωση με υπολογιστή και μη γραμμικές δυναμικές. Παρόμοια, η μοριακή βιολογία αποσταθεροποιεί τις κατηγορίες των συμβατικών ειδών με το να εστιάζεται σε γονίδια, την επανασύνδεση τους, και τη μετάδοση τους. Στην φυσική, ελάχιστα υπάρχει η αίσθηση ότι θα βρεθεί ένα απόλυτο θεμελιακό μόριο, και η θεωρία του χάους/περιπλοκότητας έφερε ένα νέο πλαίσιο για την ανάλυση περιοχών οι οποίες προηγούμενα φαίνονταν απλώς τυχαίες. Γενικά, η αλλαγή στην έμφαση σε σχέση με τα ανοικτά συστήματα και στα μοντέλα της αυτό-οργάνωσης χαρακτηρίζει ένα “μεταμοντέρνο” ύφος στην επιστημονική θεωριοποίηση. Όπως και στο παρελθόν, το ύφος αυτό είναι αρκετά σύγχρονο με τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στους εθνικούς και διεθνείς πολιτισμούς. Το να βλέπεις ιστορικά την μεταμοντέρνα σκέψη κάνει πιο εύκολη την αναζήτηση των κρίκων της με τα κοινωνικά φαινόμενα. Η ιστορία του κοινωνικού Δαρβινισμού και οι κοινωνικές θεωρίες των χρησιμοθηρών από παλαιότερες περιόδους υποστηρίζουν ότι οι κρίκοι αυτοί μπορούν να περιπλέξουν τόσο, όσο μπορούν και να ξεδιαλύνουν. Κατά κάποιο τρόπο, επιστρέφουμε στην βασική έννοια της επαναποίησης: οι κοινωνικές διεργασίες οι οποίες είναι υπό αλλαγές προβάλλονται στην φύση σε νέα επιστημονικά πρότυπα (τα οποία μπορεί και να είναι “αληθινά” με την έννοια ότι αντιπροσωπεύουν μέρος του κόσμου το οποίο δεν είχε φανεί παλαιότερα), και με τη σειρά τους τα νέα αυτά πρότυπα επανατροφοδοτούν κοινωνικές θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές μπορεί να δείξουν νέες οπτικές γωνίες στον κοινωνικό κόσμο, αλλά συγχρόνως μπορεί να τραβήξουν την προσοχή από μια πιο σημαντική επιθεώρηση των θεμελιωδών ειρμών του εκσυγχρονισμού και του καπιταλισμού.

Έννοιες από την ανθρωπολογία

Η εμπειρία μου από την περίοδο ‘αρχή και επιστήμες’ σε σχέση με την ιδέα των χρονικών πολιτισμών με απεικονίζει στο ιστορικό μου ως ανθρωπολόγο. Η συνεισφορά της ανθρωπολογίας στο STS έχει ιστορικά αποδοθεί ως μερικά μεθοδολογική: η χρήση της εθνογραφίας ως μέθοδος έρευνας. Αυτή η αντίληψη της συνεισφορά της ανθρωπολογίας στο STS είναι διπλά λανθασμένη, όχι μόνο επειδή τείνει να περιορίσει την ανθρωπολογία σε εθνολογία, αλλά επίσης επειδή συνήθως περιέχει μία παρανόηση του όρου «εθνογραφία ». Στη μελέτη της επιστήμης ο όρος «εθνογραφία » έχει ιστορικά χρησιμοποιηθεί ανακριβώς σε κάθε είδους μέθοδο συλλογής στοιχείων για μελέτη, συμπεριλαμβανομένου βραχυπρόθεσμων μελετών που βασίζονται στην παρατήρηση. Έτσι, στους χώρους της μελέτης της επιστήμης ο όρος αυτός έχει συγκριτικά μία πιο ανακριβή χρήση παρά στην ανθρωπολογία, όπου η εθνογραφία συνήθως απαιτεί την εκμάθηση της γλώσσας, την ανάπτυξη κωδικών αποκρυπτογράφησης πληροφοριών και την αφιέρωση τουλάχιστον ενός με δύο χρόνων για την λίγο ή πολύ συνεχή συμμετοχή και παρακολούθηση σε μία κοινότητα, οργανισμό ή κοινωνική δραστηριότητα. Για αυτό το λόγο, ο όρος «εργαστηριακές μελέτες » είναι προτιμότερος για το πρώτο κύμα των εθνογραφικών μελετών στη μελέτη της επιστήμης. Το πρώτο κύμα των εθνογραφικών μελετών, ή εργαστηριακών μελετών, εστιαζόταν στις εργαστηριακές, προσφωνημένες ερωτήσεις γύρω από θεωρητικά ζητήματα στην κοινωνιολογία και φιλοσοφία της γνώσης και ήταν το προϊόν κυρίως Ευρωπαίων με εκπαίδευση στην κοινωνιολογία και φιλοσοφία16. Το δεύτερο κύμα ασχολείται με ευρύτερα ζητήματα όπως υπερεθνικές αρχές ή γεωγραφικές περιφέρειες, απευθύνει ερωτήσεις ορισμένες κυρίως από ένα ενδιαφέρον ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. σεξισμός, ρατσισμός, αποικισμός, ταξική διαμάχη, οικολογία) τα οποία αντιμετωπίζονται με υβριδικές φεμινιστικές / πολιτιστικές / κοινωνικές θεωρίες και είναι περισσότερο το προϊόν Αμερικανών με επαγγελματική εκπαίδευση στην ανθρωπολογία.

Οι εθνογραφικές μελέτες πάνω σε φυσικούς επιστήμονες της Sharon Traweek, βασισμένες πάνω σε συλλογή στοιχείων μίας δεκαετίας και άνω, θεωρούνται συνήθως ως ορόσημο για την αρχή του πρώτου κύματος της εθνογραφίας17. Το πρώτο της βιβλίο, Beamtimes and Lifetimes(1988), προκαλεί μία αξιοπρόσεκτη αντίθεση με τις παλαιότερες εργαστηριακές «εθνογραφίες» του SSK τμήμα της μελέτης της επιστήμης. Αντί να εστιάζει στη διαδικασία γέννησης των γεγονότων, η Traweek εξετάζει τη σημασία χωροταξικών διευθετήσεων, σχεδιασμού μηχανών, του κύκλου ζωής (ή καριέρας ), κοινωνικών ομάδων και πολιτισμικών αλλαγών. Επιπλέον, συγκρίνοντας Γιαπωνέζους και Αμερικανούς φυσικούς επιστήμονες, η Traweek εξετάζει το ρόλο των εθνικών και φυλετικών πολιτισμών στη διαμόρφωση επιστημονικών θεσμών και πρακτικών. Επίσης παρουσιάζει το τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες ελίσσονται μεταξύ των πολιτισμικών διαφορών και ακόμα το στρατηγικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν αυτές τις διαφορές ως πηγή γνώσεων και πληροφοριών (1992).

Οι διατηρημένες και εθνολογικά βασισμένες ανθρωπολογικές μελέτες της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας είναι τόσο πρόσφατες που ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν είχε επιτευχθεί ένας καλά διαμορφωμένος διάλογος με τους άλλους κλάδους της ΕΤΚ. Ωστόσο, αρκετές βασικές ιδέες φανερώνουν σύγχρονες ανθρωπολογικές έρευνες και αρχίζουν να επηρεάζουν την ΕΤΚ ολοκληρωτικά.Ένα παράδειγμα αυτής της μεταρρύθμισης είναι η τάση των εθνολογικά ενημερωμένων πολιτισμικών μελετών και εθνογραφικών αναλύσεων να κινούνται σε ευρύτερο πεδίο από ένα πεδίο δράσης, πεδίο δύναμης ή ένα κοινωνικό κόσμο. Ένας όρος για αυτό το πεδίο είναι η «αρένα», το οποίο είναι ένα πεδίο αλληλεπιδράσεων μεταξύ επιστημονικών, κυβερνητικών, βιομηχανικών, θρησκευτικών και άλλων παραγόντων που διαμορφώνουν μία κοινωνία. Αρκετοί ανθρωπολόγοι και μερικοί κοινωνιολόγοι υιοθετούν αυτή τη προσέγγιση καθώς εξετάζουν την εισαγωγή μίας νέας τεχνολογίας ή επιστήμης μέσω αλλαγής φακών των ποικίλων πλευρών που αναμειγνύονται18. Αντί να ακολουθούν τους επιστήμονες μέσω της κοινωνίας, για να χρησιμοποιήσουν την διαδικασία της SSK, αυτή η προσέγγιση κοιτά πέρα από τις διάφορες ομάδες στο πρίσμα της επιστήμης και τεχνολογίας. Αυτή η προσέγγιση ξεκινά με τις διάφορες απόψεις των ειδικών και μη, αιρετικών και υπερασπιστών, παραγωγών και καταναλωτών, ανδρών και γυναικών, διευθυντών και εργατών και άλλων. Αυτή η μορφή της εθνογραφίας επομένως μοιάζει περισσότερο με τα προγράμματα EPOR/SCOT της SSK και τις κοινωνιολογικές θεωρίες παρά με τις εργαστηριακές μελέτες. Με άλλα λόγια, η νοηματικά προσανατολισμένη προσέγγιση του EPOR/SCOT και των κοινωνιολογικών θεωριών παρέχει μία συνέχεια στη πολιτισμική προσέγγιση της ανθρωπολογικής εθνογραφίας.

Ο όρος ‘πολιτισμός’ έχει πολλαπλές σημασίες σε σχέση με τα πειθαρχικά σώματα που τον χρησιμοποιούν και είναι επομένως χρήσιμη μία προσπάθεια να εξηγηθεί και να αναπτυχθεί η ανθρωπολογική και πολιτισμική ιδέα με τη χρήση του στα σχετικά πεδία. Στις πολιτισμικές μελέτες ο όρος αναφέρεται γενικά στα γραπτά και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, στις τέχνες και άλλες αναπαραστάσεις των πολιτισμικών εθίμων. Αυτές οι αναπαραστάσεις περιλαμβάνουν υψηλές, χαμηλές (δημοφιλείς) και λαϊκές κουλτούρες και συνεπώς οι πολιτισμικές μελέτες έρχονται σε αντίθεση με παλαιότερα πειθαρχικά πλαίσια εργασίας τα οποία περιόριζαν το αντικείμενο της μελέτης τους στην υψηλή κουλτούρα, όπως η Αγγλική λογοτεχνία. Ωστόσο, επειδή οι πολιτισμικές μελέτες έχουν την τάση να εστιάζουν στην ενδιάμεση λαϊκή κουλτούρα, παραμένουν συνεχείς σε πεδία όπως λογοτεχνική και κινηματογραφική κριτική.

Στην κοινωνιολογία και στις πολιτικές επιστήμες, ο όρος ‘κουλτούρα’ αντιπροσωπεύει συνήθως τα μέτρα και τις αξίες μίας κοινωνικής ομάδας, όπως για παράδειγμα ένα κράτος, μία περιοχή ή μία τοπική κοινωνία. Με αυτή την έννοια, ο όρος ‘κουλτούρα’ χρησιμοποιείται σε αντίθεση με την πολιτειακή, οικονομική και κοινωνική δομή, όπως στην Parsonian διάκριση μεταξύ του πολιτισμικού και κοινωνικού συστήματος. Τα πολιτιστικά ιδρύματα με αυτή την έννοια περιορίζονται σε αυτά τα ιδρύματα που είναι υπεύθυνα για την κοινωνικοποίηση των ατόμων και τη διατήρηση της παράδοσης όπως για παράδειγμα η εκπαίδευση, οι τέχνες και η θρησκεία. Για τους κοινωνιολόγους, η λέξη ‘κοινωνία’ αποτελεί συχνά τον γενικό όρο και η λέξη ‘κουλτούρα’ χρησιμοποιείται ως περιγραφή ενός στενότερου πεδίου μέτρων και αξιών.

Για τους ανθρωπολόγους (ειδικότερα στη Βόρεια Αμερική), η λέξη ‘κουλτούρα’ τείνει να είναι ο πιο γενικός όρος. Αντιπροσωπεύει το σύνολο της γνώσης, των πεποιθήσεων και των τεχνών, συνειδητών και μη, ενός κοινωνικού συνόλου (από περιοχές πολυεθνικού χαρακτήρα έως μικροκοινωνιολογικές ομάδες). Με αυτή την έννοια, η κουλτούρα διαπερνά και περιλαμβάνει όλους τους κοινωνικούς θεσμούς και πρακτικές που έχουν σχέση με μία δοσμένη κοινωνική ομάδα, συμπεριλαμβανομένου το πολίτευμα, την οικονομία, την κοινωνική οργάνωση, τη θρησκεία, τις τέχνες και την εκπαίδευση. Ο όρος ‘πολιτισμικοί θεσμοί’ αποτελεί οξύμωρο σχήμα αφού όλοι οι θεσμοί είναι πολιτισμικοί. Περισσότερο από ένα σύστημα μέτρων και αξιών, η κουλτούρα είναι ένα συνυφασμένο σύστημα συμβολικών εννοιών. Η κουλτούρα είναι δομημένη όπως η γλώσσα και για αυτό, είναι δυνατή η περιγραφή συμβολικών δομών που διαπερνούν τους κοινωνικούς θεσμούς, πρακτικές και ό,τι άλλο που έχει σχέση με την κουλτούρα. Επίσης η κουλτούρα, όπως και η γλώσσα, παρέχει τις συνθήκες δράσης, τις διαρρυθμίσεις (σύμφωνα με την ορολογία του Pierre Boyrdieu) οι οποίες προδιαθέτουν τους ανθρώπους να δρουν και να αντιδρούν με συγκεκριμένους τρόπους19. Αντίθετα με τη συγκεντρωτική αντίληψη που εισηγείται η διατύπωση των μέτρων και αξιών, η κουλτούρα αμφισβητείται, αλλάζει και διαχωρίζεται. Για αυτό και διαφορετικές προσωπικότητες και ομάδες έχουν μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο διαφορετικές περιοχές ειδίκευσης και συγκρουόμενες αξίες. Η κουλτούρα είναι περιοδική και διασταυρώνεται. Επομένως, μπορεί κάποιος να μιλά για κουλτούρα εντός κουλτούρας (όπως στη περίπτωση της φυσικής υψηλής ενέργειας εντός της κουλτούρας της φυσικής) και για κουλτούρες που διασταυρώνονται με άλλες κουλτούρες (π.χ. η φυσική ως μία υπερεθνική κουλτούρα που διασταυρώνει την Ιαπωνική και Αμερικανική εθνική κουλτούρα). Μερικές φορές η κουλτούρα θεωρείται ως διαιρετή στα πολιτισμικά συστήματα, μία έκφραση η οποία έγινε δημοφιλής από τον Clifford Geertz (1973) και είναι δανεισμένη από την Parsonian κοινωνιολογία. Για αυτό, η θρησκεία, η πολιτική ιδεολογία, η επιστήμη και οι τέχνες μίας κοινωνίας είναι παραδείγματα πολιτισμικών συστημάτων ή συστημάτων συμβολικών εννοιών.

Συνήθως οι ανθρωπολόγοι ξεκινούν τις μελέτες τους υπό το πρίσμα των κοινοτήτων. Συνεπώς, το σημείο έναρξης μίας ‘πολιτιστικής μελέτης’ δε διαφέρει πολύ από μία προσωπικής απόψεως επιστημολογία. Ειρωνικά, οι ανθρωπολόγοι τείνουν να αποφεύγουν τη λέξη ‘πολιτισμός’ μεταξύ τους. Αντίθετα, η λέξη αυτή τείνει να εμφανίζεται σε συζητήσεις εύρους φάσματος όταν έρχονται σε σύγκρουση με άλλους οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο αυτό με τρόπο που οι ανθρωπολόγοι θεωρούν να είναι σε μεγάλο βαθμό περιοριστικός, ή κάνουν υποθέσεις για τις απόψεις των ηθοποιών χωρίς να κάνουν την απαραίτητη εμπειρική έρευνα ώστε να επιβεβαιώσουν αυτές τις υποθέσεις.

Ανθρωπολόγοι, οι οποίοι μελετούν την επιστήμη και τεχνολογία έχουν περιστασιακά χρησιμοποιήσει την αρχή του πολιτισμού με το να επεκτείνουν κατηγορίες της παραδοσιακής πολιτιστικής ανάλυσης. Για παράδειγμα, ο Hugh Gusterson (1996) εξετάζει το ρόλο της τελετουργίας και μυστικοπάθειας στη κουλτούρα ενός εργαστηρίου πυρηνικών όπλων. Με το να παρουσιάζει τη δοκιμή των πυρηνικών όπλων ως τελετουργία, δείχνει πώς η συμμετοχή στις δοκιμές αλλάζει την κοινωνική θέση των σχεδιαστών των πυρηνικών όπλων. Επιπρόσθετα, η κουλτούρα της μυστικοπάθειας και της καθιερωμένης απομόνωσης της κοινότητας των πυρηνικών όπλων απομακρύνει τους επιστήμονες από το κόσμο και τις ανησυχίες της υπευθυνότητας σχετικά με την παραγωγή των πυρηνικών όπλων. Μία άλλη κατηγορία της παραδοσιακής πολιτιστικής ανάλυσης είναι η υλική κουλτούρα, η οποία καλύπτει όλα τα υλικά αντικείμενα κατασκευασμένα σε ένα επιλεγμένο πολιτισμό: κτίρια, ενδυμασία, μηχανές, εξοπλισμοί, επίπλωση και άλλα. Οι ανθρωπολόγοι έχουν από καιρό αναγνωρίσει ότι διαφορετικοί πολιτισμοί έχουν διαφορετικά στυλ υλικής κουλτούρας. Με τη σύγκριση της υλικής κουλτούρας μεταξύ εθνών, οι ανθρωπολόγοι έχουν αποκαλύψει αξιοσημείωτες διαφορές στο σχεδιασμό. Για παράδειγμα, στην Ιαπωνία οι ανιχνευτές της φυσικής υψηλών ενεργειών είναι αξιόπιστοι και μεγάλης διάρκειας, ενώ στις Η.Π.Α. η Traweek (1988) βρήκε ένα σχέδιο το οποίο έδινε έμφαση στην ανοικτή αρχιτεκτονική. Εξηγεί ότι οι διαφορετικά σχεδιασμοί αποκαλύπτουν διαφορετικά οικονομικά πρότυπα, διαφορετική μόρφωση των τεχνικών και διαφορετική έρευνα προβλημάτων και στυλ.

Στρουκτουραλισμός και Μεταστρουκτουραλισμός

Σε ένα καλό παράδειγμα επιστημονικής καινοτομίας με ην ιδέα της διασταύρωσης, ο Claude Levi-Strauss (1966) ανέπτυξε την πολιτιστική σκέψη εφαρμόζοντας τη στρουκτουραλιστική θεωρία της γλωσσολογίας σε φαινόμενα όπως η συγγένεια και οι μύθοι. Ακολούθησε το γλωσσολογικό μοντέλο ταξινομώντας φωνήματα σε φωνητικά χαρακτηριστικά που οι γλωσσολόγοι γενίκευσαν από παρατηρήσεις σε αυτά (όπως θετική ή αρνητική φωνή, ή θετική ή αρνητική φιλοδοξία). Μεταφερόμενη στην ανθρωπολογία, η διάκριση αυτή των φωνημάτων και φωνητικών χαρακτηριστικών έγινε γνωστή σε μερικούς κύκλους ως emic versus etic επιπέδων ανάλυσης. Οι emic αναλύσεις αντιπροσώπευαν τις κατηγορίες της τοπικής κουλτούρας, ενώ οι etic αναλύσεις ήταν κατηγορίες φτιαγμένες από τους ανθρωπολόγους βασισμένες στη συγκριτική ανάλυση (κάτι σαν τον διαχωρισμό μεταξύ παρατηρητικών και θεωρητικών όρων).

Ο στρουκτουραλισμός του Levi-Strauss και άλλων ανθρωπολόγων θεωρείται σήμερα ξεπερασμένος για λόγους όπως η υπερβολική τυπολατρία του και η αποτυχία του να σχηματίσει θεωρία για τις σχέσεις δράστη και κατασκευής. Ωστόσο, ο στρουκτουραλισμός έχει επηρεάσει τις ανθρωπολογικές και πολιτιστικές μελέτες παρέχοντας ένα τρόπο που ερμηνεύει το νόημα των πράξεων, κειμένων και θεσμών με το να χαρτογραφεί ένα κώδικα εννοιών πάνω σε άλλους. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να ερμηνεύει κατηγορίες από τη φύση και το πολιτισμό σε μύθους με το να δείχνει πώς αυτοί χαρτογραφούνται σε κώδικες της μαγειρικής. (Στις περισσότερες περιστάσεις το ωμό φαγητό είναι φυσικό και το μαγειρεμένο είναι πολιτιστικό). Με αυτή την ανάλυση οι γυναίκες συχνά μεσολαβούν μεταξύ φύσης και πολιτισμού και έτσι εμφανίστηκε η γενική διαμάχη ότι οι πολιτιστικοί κώδικες συχνά περιλαμβάνουν τη συμβολική εξίσωση ότι οι γυναίκες είναι για τη φύση ότι είναι οι άνδρες για το πολιτισμό, μία πολιτιστική δομή που βρέθηκε να είναι σχεδόν παγκόσμια20. Παρόλο που η ανάλυση του Levi-Strauss έχει κατακριθεί για ανδροκεντρισμό, η βασική μέθοδος για την ερμηνεία της κωδικοποίησης των διαχωρισμών της φύσης και του πολιτισμού εναντίον φυλετικών διαχωρισμών έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις φεμινιστικές μελέτες της επιστήμης. Για παράδειγμα, πολλές από τις αναλύσεις της Haraway στο Primate Visions γίνονται πιο κατανοητές όταν διαβάζονται έναντι του υπόβαθρου των στρουκτουραλιστικά επηρεασμένων μελετών της φεμινιστικής ανθρωπολογίας της δεκαετίας του 80.

Μία δεύτερη σημαντική άποψη του στρουκτουραλισμού του Levi-Strauss είναι η ανάλυσή του στον τοτεμισμό. Τα τοτέμ είναι κατηγορίες κοινωνικού διαχωρισμού οι οποίες ταυτίζονται με κατηγορίες φυσικού διαχωρισμού. Το προηγούμενο παράδειγμα παρέχει ένα είδος ανάλυσης του τοτεμισμού στη πιο γενική έννοια. Ωστόσο, ανθρωπολογικές συζητήσεις έχουν επικεντρωθεί σε τοτεμικές συνάφειες σε προγενέστερες κοινωνίες. Για παράδειγμα, μία ομάδα από φυσικούς διαχωρισμούς (αρκούδες, αετοί, λύκοι) συσχετίζεται με μία ομάδα από κοινωνικούς διαχωρισμούς (η οικογένεια αρκούδα, η οικογένεια αετός, η οικογένεια λύκος). Μερικοί ανθρωπολόγοι έχουν δηλώσει ότι ο τοτεμισμός μπορεί να είναι μία χρήσιμη αλληγορία για τις σύγχρονες κοινωνίες και ακόμα για την επιστήμη. Για παράδειγμα, ο Marshall Sahlins (1976) ισχυριζόταν ότι η επιστήμη μπορεί να είναι η υψηλότερη μορφή τοτεμοσμού, όπως στον παραλληλισμό, που πρώτα ο Marx παρατήρησε και σχολίασε, μεταξύ της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου και της θεωρίας του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Η απεικόνιση των μηχανισμών της παρέκκλισης και της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου είναι παρόμοια με το καπιταλιστικό κόσμο του νεωτερισμού των προϊόντων και του ανταγωνισμού της αγοράς. Έχω επεκτείνει αυτή τη συζήτηση με το να ισχυρίζομαι ότι η ανάλυση των ‘τεχνοτοτέμ’-χρονικά και πολιτιστικά συγκροτημένες συστοιχίες τεχνικών και κοινωνικών εννοιών-παρέχει ένα χρήσιμο εναλλακτικό στις αναλύσεις του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου για τη σχέση μεταξύ σκεπτικών και κοινωνικών κατηγοριών (Hess 1995:ch. 2).

Ένας ακόμη τομέας όπου οι ανθρωπολόγοι και οι ερευνητές πολιτιστικών μελετών διαχωρίζονται είναι η μελέτη της αναδόμησης. Μία πλευρά της αναδόμησης περιλαμβάνει τις διαδικασίες στις οποίες νέες κοινωνικές ομάδες σε κοινότητες εμπειρογνώμων (όπως γυναίκες επιστήμονες) αμφισβητούν υπάρχουσες θεωρίες και μεθόδους. Ωστόσο, η αναδόμηση μπορεί ακόμα να περιλαμβάνει την τάση ομάδων μη εμπειρογνώμων (ή ομάδες με διαφορετικές επαγγελματικές εξειδικεύσεις) να επανερμηνεύουν και να επαναδιαμορφώνουν την επιστήμη και την τεχνολογία καθώς μεταπίπτουν από εξειδικευμένες ομάδες παραγωγών σε άλλες ομάδες, είτε σε οικιακό ή εργασιακό περιβάλλον21.

Η αναδόμηση είναι συγκρίσιμη με μία διαδικασία που ο Levi-Strauss περιέγραψε ως bricolage. Μία γαλλική λέξη για τον πολυτεχνίτη, ο bricoleur εισήλθε στην κοινωνική θεωρία μέσω της σύγκρισης με τον μηχανικό που έκανε ο Levi-Strauss (1996). Ο Levi-Strauss ισχυριζόταν ότι ο μηχανικός εργαζόταν μέσω σχεδίου και πρωταρχικών αρχών, ενώ ο bricoleur εργαζόταν με τα αντικείμενα στο χέρι κάτω από μία καιροσκοπική ή αδέξια ‘λογική του χειροπιαστού’. Αφότου οι εργαστηριακές μελέτες αποκάλυψαν τη δεικτική φύση της εργαστηριακής επιστήμης ως πειραματισμό (e.g., Knorr-Cetina 1981), οι επιστήμονες άρχισαν να φαίνονται περισσότερο σαν bricoleurs παρά ιδανικοί τυπικοί μηχανικοί της διατύπωσης του Levi-Strauss. Γενικότερα, καθώς νέες ομάδες εισέρχονται σε επιστημονικές αρχές ή καθώς η επιστήμη περνά στο γενικό κοινό, οι θεωρίες και η γνώση υπόκεινται μερικές φορές σε μια γενική διαδικασία αναδόμησης παρόμοια με τη διαδικασία bricolage.

Για τη καλύτερη κατανόηση της αναδόμησης, οι ερμηνευτικές μέθοδοι της διαδόμησης είναι καταλληλότεροι από αυτές του στρουκτουραλισμού. Η διαδόμηση παρουσιάζεται συχνά μέσω της κριτικής του λογοκεντρισμού του Derrida, ένας εθνοκεντρισμός του φιλοσοφικού ζητήματος που ο Derrida απέδιδε σε ένα μεγάλο αριθμό στοχαστών, συμπεριλαμβανομένου τον de Saussure (1996). Ο Derrida ισχυριζόταν ότι η λογοκεντρική υπεροχή του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου απεικονίζει τη λανθασμένη Δυτική άποψη της υπεροχής του υποκείμενου έναντι της γλώσσας. Στην ορολογία της ΕΤΚ, κάποιος μπορεί να ερμηνεύσει τον Derrida καθώς κριτικάρει την άποψη της υπεροχής των ηθοποιών έναντι του δικτύου ή, σε πιο κοινωνικούς και θεωρητικούς όρους, την υπεροχή του ατόμου έναντι της κοινωνίας και του ατόμου έναντι της δομής. Μεγαλύτερης σημασίας στις πολιτιστικές μελέτες της επιστήμης και τεχνολογίας από την κριτική του Derrida στον λογοκεντρισμό αποτελεί ο τρόπος σκέψης του περί πολιτιστικών κωδικών ο οποίος αποκολλείται από την στρουκτουραλιστική ανάλυση των συμβολικών αντιθέσεων (π.χ. αρσενικό/θηλυκό). Αντίθετα, ο Derrida παρουσίασε μία ανάλυση αναμφίβολων ιεραρχιών στις οποίες ο ένας όρος είναι συμπληρωματικός και ο άλλος περιγραφικός. Αυτός ο τρόπος σκέψης για τον συμβολισμό μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο ανίχνευσης του φαλλοκεντρισμού και άλλων ειδών προκαταλήψεων σε επιστημονικές αναπαραστάσεις, κείμενα και γλώσσα γενικότερα.

Για παράδειγμα, στη συμβατική πατριαρχική χρήση στις περισσότερες Δυτικές γλώσσες, οι όροι ‘άντρας/γυναίκα’ αποτελούν μία ιεραρχία στην οποία ο ‘άνδρας’ είναι ο περιγραφικός όρος που αναπαριστά το ανθρώπινο είδος. Διαδοχικά ο όρος ‘άνδρας’ περιλαμβάνει το φυλετικό διαχωρισμό ‘άνδρας/γυναίκα’ με τη γυναίκα να αποτελεί τον συμπληρωματικό όρο. Διαδοχικά, η ‘γυναίκα’ ως το θηλυκό του ανθρώπινου είδους περιλαμβάνει τον όρους ‘γυναίκα’ για τον ενήλικο και ‘κορίτσι’ για το παιδί, ο νέος συμπληρωματικός όρος. Οι Διαδομικές ερμηνείες δείχνουν πώς μία φαινομενικά ουδέτερη αντίθεση αποτελεί μία ιεραρχία, η οποία με τη σειρά της μπορεί να αντιστραφεί με την επίδειξη του πώς ο συμπληρωματικός όρος (ή θεωρία) μπορεί να επανερμηνευτεί ως οι συνθήκες της δυνατότητας του πρώτου. Αυτή η στρατηγική χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό στις φεμινιστικές λογοτεχνικές μελέτες και παρέχει νέες ερμηνείες παλιών κειμένων που φανερώνουν μία άποψη κάπως παραμελημένη όπως η υποβαθμισμένη εικόνα του γυναικείου χαρακτήρα. Μία παρόμοια στρατηγική υποστηρίζει μερικές μελέτες πάνω στο φύλο και την επιστήμη, στις οποίες κρυμμένες πλευρές του γυναικείου χαρακτήρα έρχονται στην επιφάνεια για να υπονομεύσουν σεξιστικές ή ανδροκεντρικές μελέτες.

Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η κριτική της κυρίαρχης μοριακής θεωρίας του DNA, με τις αναμφίβολες πολιτιστικές χαρτογραφήσεις πάνω σε ιεραρχίες φυλής και φύλου. Ένας αριθμός ακαδημαϊκών έχουν επισημάνει το πολιτιστικό υπόβαθρο της κυρίαρχης μοριακής θεωρίας στη πρώιμη μοριακή βιολογία, που περιλαμβάνει ένα είδος εντολών από το DNA στο RNA στη κατασκευή της πρωτεΐνης22. Αυτή η αντίληψη του κυττάρου προσδίδει ενεργητικότητα στο πυρήνα και παθητικότητα στο κυτταρόπλασμα και οι πολιτιστικές κατηγορίες της ενεργητικότητας/παθητικότητας είναι εξαιρετικά φυλετικές. Όπως η Emily Martin (1991) ισχυρίζεται, ο φυλετικός διαχωρισμός σε αυτούς τους χώρους του κυττάρου απαντάται όχι μόνο μέσω της γενικής συσχέτισης με τον προσδιορισμό της ενεργητικότητας και της παθητικότητας, αλλά επίσης μέσω της παραδοσιακής θεωρίας ότι το ωάριο είναι το παθητικό μέσο αναπαραγωγής που το ενεργητικό σπερματοζωάριο γονιμοποιεί. Κι αυτό επειδή το σπερματοζωάριο συμβάλλει στο πυρήνα του ωαρίου και το μεταμορφώνει, ενώ το κυτταρόπλασμα παραμένει κατά μία έννοια ένας γυναικείος χώρος. Φυσικά, θέματα ακρίβειας διαχωρίζονται από τα θέματα πολιτιστικής σημασίας και οι θεωρίες του DNA ή του ενεργητικού πυρήνα και σπερματοζωαρίου μπορούν ή όχι να δικαιολογηθούν. Ωστόσο, η φεμινιστική θεωρία και η διαδομική ανάλυση βοηθούν στο να προκληθεί μία εγρήγορση που κάνει δυνατή την αμφισβήτηση αυτών των αναπαραστάσεων ως ενδεχομένως μη ακριβές. Αποδεικνύεται ότι το μοντέλο του ενεργητικού σπερματοζωαρίου έχει διαμφισβητηθεί ως ανακριβές, άλλα όπως ο Martin δείχνει, το νέο μοντέλο του ενεργητικού ωαρίου αμέσως συγκέντρωσε εξ ίσου φυλετικούς και αρνητικούς συσχετισμούς.

Δημόσια κατανόηση της Επιστήμης και Τεχνολογίας

Οι πολιτιστικές και ανθρωπολογικές σπουδές των παραπληρωματικών όρων και της αναδόμησης έθεσαν μια νέα στροφή στη μελέτη της δημόσιας κατανόησης της επιστήμης (PUT ή PUST, εάν συμπεριληφθεί η τεχνολογία). Σε μια επαναληπτική θεώρηση στη βιβιλιογραφία της PUT, ο Brian Wynne (1994) διαχώρησε τις εμπειρικές σπουδές σε τρεις κύριες ομάδες: ευρείας κλίμακας ποσοτικές θεωρήσεις επιλεγμένων δειγμάτων του κοινού, γνωστικών μοντέλων κατανοήσεων της επιστήμης και έρευνες πεδίου στο πώς τα άτομα διαφορετικού κοινωνικού υπόβαθρου θεωρούν και δημιουργούν την έννοια της επιστημονικής επιδεξιότητας. Όπως σημειώνει ο Wynne, οι έρευνες συχνά "ενισχύουν το σύνδρομο... κατά το οποίο μόνο το κοινό, και όχι η επιστήμη ή η επιστημονική κουλτούρα ή θεσμοί, είναι προβληματισμένο" (370). Σε αντίθεση, οι έρευνες πεδίου τείνουν να δώσουν έμφαση στις διαδικασίες του πώς ομάδες ατόμων αναδομούν ενεργά την επιστήμη. Εδώ βλέπουμε μια ιεραρχική διαμόρφωση των όρων - επιστήμονες και απλό κοινό - που οι έρευνες πεδίου τείνουν να ερευνήσουν.

Οι επιστήμονες που τους απασχολούσε η απώλεια της υποστήριξης από τους φόρους για τις έρευνές τους ήταν οι πρώτοι υποστηρικτές της έρευνας για την PUS. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι οι αντιλήψεις του κοινού για τις περισσότερες επιστημονικές αντιλήψεις και έρευνες είναι πολύ φτωχές. Με άλλα λόγια, η "επιστημονική διαμόρφωση" είναι χαμηλή. Γι' αυτό, από την άποψη των επιστημόνων, ένα πρόβλημα είναι αυτό της μετάδοσης της επιστήμης στο κοινό. Μερικοί κοινωνιολόγοι μοιράζονται αυτό το ενδιαφέρον και σημειώνουν τις επιπλοκές της χαμηλής επιστημονικής διαμόρφωσης για μια βιώσιμη δημοκρατία. Για παράδειγμα, ο Merton ανησυχούσε πως το κοινό ήταν "επιδεκτικό σε νέους μυστικισμούς που εκφράζονταν με φαινομενικά επιστημονικούς όρους" και γιαυτό ήταν υποκείμενο σε ολοκληρωτική ιδεολογία (1973: 277). Σχεδιάζοντας σε θεωρίες και μεθόδους από την πολιτιστική ανθρωπολογία, ο Christopher Toumey αναλύει περιπτώσεις στις οποίες "η εμφάνιση επιστημονικής αυθεντίας μπορεί εύκολα να επικληθεί μέσα από φτηνά σύμβολα και υποκατάστατες εικόνες, όπως το λευκό μακιγιάζ ενός ηθοποιού" (1996: 6). Ο Toumey ανάλυσε τις επιπλοκές της "επίκλησης" της επιστημονικής αυθεντίας για μια δημοκρατική κουλτούρα.

H κοινωνιολόγος Dorothy Nelkin και οι συνεργάτες της συνέβαλαν σε μια κάπως διαφορετική προσέγγιση σε θέματα PUS σε μια δημοκρατική κουλτούρα μέσω των μελετών τους σχετικά με επιστημονικές και τεχνικές αμφισβητήσεις (Nelkin 1992, 1994). Σε παραδείγματα περιλαμβάνονται τα δικαιώματα των ζώων, η μείωση του όζοντος, η πυρηνική ενέργεια και η επιστήμη δημιουργίας. Η Nelkin και οι συνεργάτες της τείνουν να προσεγγίσουν αυτές τις αμφισβητήσεις ως τμήματα ευρύτερων διαμαχών μεταξύ αξιών και κοινωνικών ομάδων, όχι σαν απλές περιπτώσεις ορθολογιστών επιστημόνων και παράλογου κοινού. Συχνά οι συγκρούσεις περιλαμβάνουν δυο "καλά", όπως οι πολιτικές προτεραιότητες εναντίον των περιβαλλοντικών αξιών, οικονομικά ενδιαφέροντα εναντίον κινδύνων υγείας, και ατομικά δικαιώματα εναντίον κοινωνικών στόχων. Η Nelkin επίσης ανίχνευσε πώς οι τεχνικές αμφισβητήσεις έχουν αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου. Για παράδειγμα, παρατήρησε, "Κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980 οι διαδηλωτές αυξανόμενα σχεδίαζαν τις επιθέσεις τους κατά της επιστήμης στην ηθική γλώσα των δικαιωμάτων" (1992: xii). Η έρευνα της Nelkin αποκαλύπτει ότι αυτές οι τεχνικές συγκρούσεις είναι μια συνέχεια συγκρούσεων θεμελιωδών αξιών στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό το πλαίσιο προτείνει μια πιο εξειδικευμένη ανάλυση της PUS απ' ό,τι το μοντέλο μετάθεσης που προτάθηκε από μερικούς επιστήμονες.

Ένας αριθμός μελετών από κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους δείχνει ότι οι απλές ομάδες αναπτύσσουν ελάχιστα εξειδικευμένη κατανόηση της επιστήμης όταν είναι μέσα στα ενδιαφέροντά τους να το κάνουν. Για παράδειγμα, ο Brian Wynne (1996) εξέτασε τις αντιλήψεις των ντόπιων σχετικά με τη μόλυνση από ακτινοβολία στην Περιοχή Λιμνών της Βόρειας Αγγλίας. Το ατύχημα του Τσερνόμπιλ συνοδεύτηκε από υψηλά επίπεδα βροχόπτωσης στην περιοχή αυτή, και οι προβατοτρόφοι έμαθαν μεταγενέστερα ότι τα λιβάδια τους μολύνθηκαν. Παρόλα αυτά, η επέμβαση της κυβέρνησης προήλθε μέσω μιας σειράς μπερδεμένων μηνυμάτων, και οι επιστήμονες δεν έλαβαν υπόψη τους τη γνώση των ντόπιων καθώς ανέπτυσαν τις αναλύσεις τους. Ως αποτέλεσμα, μερικές από τις συστάσεις των επιστημόνων ήσαν αστείες, υπό το φως της γνώσης του κοινού, σχετικά με μοντέλα βοσκής, τοπική οικολογία και τοπικούς τύπους εδάφους. Ακόμη, οι υποψίες σχετικά με τη μόλυνση από το κοντικό πυρηνικό εργοστάσιο του Sellafield επανήλθαν, καθώς οι αγρότες άρχισαν να υποψιάζονται ότι το ατύχημα του Τσερνόμπιλ χρησιμοποιήθηκε ως προκάλυψη ενός τοπικού προβλήματος ραδιενεργής μόλυνσης. Έτσι, ο Wynne δείχνει ότι όχι μόνο οι ομάδες των απλών ατόμων μπορούν να αναπτύξουν ένα σχετικά εξειδικευμένο σκεπτικισμό σχετικά με την γνώση των ειδικών (με την προϋπόθεση ότι αξίζει τον κόπο γίνει κάτι τέτοιο), αλλά επίσης ότι ομάδες ειδικών μπορούν να αποτύχουν - και τεχνικά και πολιτικά - όταν δεν παίρνουν υπόψη τους τη γνώση των ντόπιων. Αν οι επιστήμονες είχαν ακούσει τους αγρότες θα είχαν παράγει καλύτερα επιστημονικά μοντέλα της ακτινοβολίας καθώς και καλύτερες συστάσεις για την αντιμετώπιση της μόλυνσης.

Η προσέγγιση του Weynne είναι κατά κάποιο τρόπο παρόμοια με τα μαθήματα αναπτυξιακών ανθρωπολόγων που έχουν εξετάσει τοπικές αποκρίσεις πανω στην τεχνική αλλαγή. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το "Aτσάλινα Τσεκούρια για τους Αυστραλιανούς της Λίθινης Εποχής" του Lauriston Sharp (1952), όπου δείχνει την επίδραση μιας προφανώς αβλαβούς τεχνολογικής μετάβασης: ατσάλινα τσεκούρια. Ο Sharp δείχνει πως η μετάβαση επιτάχυνε την αποσύνθεση της κοινωνικής δομής και κοσμολογίας που συνόδευε την ιεραποστολική εργασία και επαφή με λευκούς γενικότερα. Όπως στην περίπτωση των προβατοτρόφων του Wynne, ο Sharp επιχειρεί να δείξει πώς η αποτυχία να ληφθεί υπόψη η γνώση των ντόπιων μπορεί να αποβεί καταστροφική. Στην πραγματικότητα, ο Sharp ίδρυσε το τμήμα ανθρωπολογίας του Cornell με την ελπίδα ότι οι ανθρωπολόγοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποφυγή μερικών από τις καταστροφές που συχνά εμφανίστηκαν σε αναπτυξιακά σχέδια που σχεδιάστηκαν χωρίς να ληφθεί υπόψη η ντόπια γνώση.

Στις δεκαετίες από την εποχή των "Ατσάλινων Τσεκουριών" μερικές ομάδες στον τρίτο κόσμο, όπως και μερικοί ανθρωπολόγοι, έφτασαν να αμφισβητούν ακόμα και φωτισμένη προ-αναπτυξιακή θέση όπως το όραμα του Sharp για τα αναπτυξιακά σχέδια που οδηγούνταν από ανθρωπολογική γνώση. Όπως σημειώνει ο Arturo Escobar, "Οι συγγραφείς μ' αυτή την κλίση δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται όχι σε εναλλακτικές ανάπτυξης αλλά σε εναλλακτικές στην ανάπτυξη, δηλαδή την απόρριψη όλων των παραδειγμάτων" (1995: 215). Ο Escobar αναλύει και κριτικάρει τις αναπτυξιακές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας τους, καθιερωμένων πρακτικών, μεθόδων και σχέσεων με ευθυγραμμίσεις παγκόσμιας ισχύος.

Μια σχετική επέκταση της PUS μέσω της ανθρωπολογίας θα ήταν η αναθεώρηση της μελέτης της εθνοεπιστήμης ως μια εκδοχή των σπουδών PUS. Ο όρος "εθνοεπιστήμη" μερικές φορές αναφέρεται σε μια μέθοδο για μια σχετικά επίσημη ανάλυση κατάταξης συστημάτων, συνήλθως τοπικών και μη-Δυτικών. Παρόλα αυτά, ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη οποιουδήποτε από τα διάφορα μη-Δυτικά ή παραδοσιακά Δυτικά συστήματα γνώσης. Χρησιμοποιημένος μ' αυτόν τον τρόπο, ο οποίος φαίνεται προτιμότερος, η "εθνοεπιστήμη" είναι ένας γενικός όρος που μπορεί να περιλάβει πειθαρχημένους καταμερισμούς που αντανακλούν αυτούς της Δυτικής γνώσης, για παράδειγμα, εθνοαστρονομία, εθνοβοτανική, εθνοϊατρική, εθνοψυχιατρική κ.ά. (Hess 1995: ch. 7). Η μελέτη των συστημάτων της γηγενούς και μη-Δυτικής γνώσης μπορεί να οδηγήσει σε μια αναθεώρηση μερικών δυτικών επιστημών από μια μη-δυτική σκοπιά. Οι μη-δυτικές προσεγγίσεις έχουν ειδικότερα επικρατήσει στο ιατρικό πεδίο. για παράδειγμα, έχουν παράσχει τρόπους αναθεώρησης στάνταρντ ψυχιατρικών κατηγοριών και υποθέσεων (Kleinman 1988). Μελέτες εθνοεπιστημών επίσης έχουν επιπλοκές στην αναθεώρηση αναπτυξιακών σχεδίων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις γνώσεις των ντόπιων. Μια εφαρμογή υπήρξε η χρήση τοπικών παιχνιδιών, γνώση συγγένειας και άλλα επίσημα συστήματα όπως ο τρόπος για τη βελτίωση της μαθηματικής παιδαγωγικής στα σχολεία (Borba 1990; Watson-Verran 1988).

Ένα επιπρόσθετο βήμα στην έρευνα PUS είναι να ακολουθηθούν οι ιθαγενείς ομάδες και φτωχές κοινότητες καθώς αναπτύσσουν τις δικές τους τεχνολογίες και αρθρώσεις με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, μια ομάδα στην Ινδία ανέπτυξε μια φάρμα φιδιών η οποία πουλά δηλητήριο σε εργαστηρια, κι άλλη μια ομάδα ανέπτυξε έναν τρόπο να παράγει χαρτί από το φλοιό ενός δένδρου περισσότερο παρά από το θερισμό δασών μαλακών δένδρων (Hess 1995: ch. 8). Στις Η.Π.Α., η έρευνα της Paula Treichler (1991) στην κοινότητα του AIDS και εναλλακτικών φαρμάκων έδειξε πώς ομάδες απλών ατόμων μερικές φορές προχωρούν μπροστά κάνοντας τη δική τους έρευνα η οποία θέτει άμεσα μια εναλλακτική λύση σε μια επίσημη ιατρική έρευνα. Στην κίνηση AIDS αυτή η έρευνα πήρε τη μορφή των "αντάρτικων" κλινικών που πρόσφεραν και δοκίμαζαν εναλλακτικά φάρμακα. Επί του παρόντος εξετάζω τις αναδομήσεις των φαρμάκων στην κίνηση εναλλακτικής θεραπείας του καρκίνου. Αυτή η μορφή PUS μπορεί να είναι ιδιαίτερα ισχυρή εξαιτίας του ότι ομάδες απλών ατόμων - ή μίξεις ομάδων ατόμων και περιθωριοποιημένων επιστημόνων - μπορούν να δημιουργήσουν επιτυχημένους συνασπισμούς εναλλακτικής επιστήμης. Στις περιοχές της ιατρικής φροντίδας για χρόνιες ασθένειες και έρευνας πάνω σε περιβαλλοντικές τοξίνες, αυτοί οι συνασπισμοί μπορούν να παράσχουν μια σημνατική ώθηση για ανασχηματισμούς που είναι απαραίτητοι στις εγκαθιδρυμένες διατάξεις έρευνας.

Πιο γενικά, οι σπουδές PUS αποκαλύπτουν τα ευρήματα του μοντέλου μετάδοσης που χαρακτηρίζουν την ανθρωπολογία της μάζας από επιστημονες και ιατρικούς ερευνητές. Η ιδέα ότι το κύριο πρόβλημα στη δημόσια κατανόηση της επιστήμης είναι ότι δεν υπάρχει αρκετή, είναι παρόμοια με την παλιά αποικιακή αντίληψη ότι ήταν δέσμευση του λευκού ανθρώπου να εκπολιτίσει τους ιθαγενείς και να κυριαρχήσει στα θηλυκά. Όταν εφαρμόζεται στην επιστημονική πρακτική, αυτή η προσέγγιση θα οδηγήσει σε σφάλματα τακτικής, όπως ακριβώς τα μοντέλα ανάπτυξης κορυφής - βάσης οδήγησαν σε καταστροφές στο πεδίο. Το μοντέλο εναλλακτικής αναδόμησης προτείνει ότι το "κοινό" είναι συχνά ο κάτοχος βαθύτατων γνώσεων. Πόσο καλά οι επιστήμονες θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους αν έδιναν δοκιμές πάνω σε αυτοκινούμενους μηχανισμούς, διαδικασίες παράδοσης ταχυδρομείου, κομμωτήρια κ.λπ.; Το κοινό δεν είναι τόσο αγράμματο, όσο απασχολημένο. Η έρευνα που υπογράμμισε τα παραπάνω προτείνει ότι οι ομάδες κοινού είναι ικανές να κατανοήσουν την επιστήμη όταν αγγίζει τις ζωές τους με σημαντικούς και υποστηρικτηικούς τρόπους. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι ομάδες μαζών συχνά αναπτύσσουν γνώμες και μερικές φορές έρευα που είναι παράταιρες με αυτές των ειδικών. Για παράδειγμα, έχω βρει ότι οι ασθενείς με καρκίνο που συμβουλεύονται την εναλλακτική ιατρική συχνά αναπτύσσουν πολύ εξειδικευμένη κατανόηση της σχετικής επιστήμης. Παρόλο ότι η PUS στην περίπτωση αυτή ίσως έχει στενά πλαίσια με την έννοια ότι είναι περιορισμένη σε μια μικρή περιοχή της επιστήμης, συχνά είναι πολύ βαθειά και καλυπτόμενη με μια εξειδικευμένη κατανόηση της πολιτικής και της κοινωνιολογίας της γνώσης. Στην κατάσταση αυτή μια συγκαταβατική προσέγγιση ανύψωσης των αγράμματων θα οδηγούσε μόνο σε μεγαλύτερη πόλωση. Αντίθετα, τα σχετικά μορφωμένα μοντέλα επιστήμης χρειάζεται να κατανοηθούν, αναλυθούν και δοκιμαστούν εμπειρικά, και σε μερικές περιπτώσεις ενσωματωθούν με την εξειδικευμένη επιστήμη. Περιβαλλοντικά και ιατρικά θέματα είναι δυο περιοχές όπου οι μη εξειδικευμένες γνώσεις δείχνουν ουσιαστικά ατέλειες σε επίσημα χρηματοδοτημένα ερευνητικά προγράμματα.

Αξίες Επανασκέψεως

Η ανάλυση της κουλτούρας - συγκριτικά μέσα σε ομάδες, γένη, τόπους και χρόνους - παρέχει έναν τρόπο επέκτασης της συζήτησης σχετικά με τις αξίες στην επιστήμη, η οποί ανοίχτηκε σε προηγούμενα κεφάλαια. Για να ανακεφαλαιώσουμε, αρχίζω με τις τεχνικες αξίες για την θεωρητική εκλογή που υπογραμμίστηκε από τον Kuhn, έπειτα εξετάστηκε ο συμπληρωματικός κατάλογος των Μερτονιανών κανόνων. Παρόλα αυτά, οι κοινωνιολογικές σπουδές της θεωρίας συσσωρευμένων πλεονεκτημάτων και η βιβλιογραφία SSK έδειξαν τη διαδεδομένη σημασία διάφορων τύπων εγωκεντρικών αξιών. Οι αξίες αυτές παίζουν ένα μεταβλητό ρόλο στις αποφάσεις-κλειδιά όπως η εκτίμηση προσωπικού, εκλογή ερευνητικών προβλημάτων και υλικών, και θεωρητικές και μεθοδολογικές προτιμήσεις. Μεταγενέστερη εργασία σε πολιτιστικές και κριτικές μελέτες της επιστήμης και τεχνολογίας έχουν βοηθήσει να γενικευθεί η ναάλυση των αξιών ώστε να δειχθεί όπως οι επιστήμες και θεωρίες σχηματίζονται από τις γενικές πολιτιστικές αξίες ακόμα και καθώς παρέχουν αναπαραστάσεις ή ενόργανες προβλέψεις για τον κόσμο. Ο όρος "γενικές πολιτιστικές αξίες" αναφέρεται σε αξίες συνδεμένους με τρόπους που κάποιος βλέπει τον κόσμο σε σύνδεση με συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, έθνη, τάξεις, γενιές, εθνικές ομάδες κ.λπ. Μερικοί ερευνητές στο πεδίο STS (συμπεριλαμβανομένου και εμένα) θεωρούν τις γενικές πολιτιστικές αξίες όχι σαν επιδρώσες δυνάμεις που θα μπορούσαν να εξαφανιστούν αλλά ως παραγωγικές πηγές για θεωρητικές, μεθοδολογικές, σχεδιαστικές και άλλες ανακαλύψεις. Το ερώτημα δεν είναι πώς να εξαλειφθούν οι πολιτιστικές αξίες αλλά αντίθετα πως να ανακαλυφθεί ποιες πολιτιστικές αξίες δομούν την επιστήμη και αν διαφορετικές ή καλύτερες επιστήμες θα εξάγονταν εάν άλλες αξίες αντικαθιστούσαν αυτές που υπάρχουν τώρα.

Για παράδειγμα, στο 19ο αιώνα οι επιστήμονες έτειναν να θεωρούν τον κόσμο μέσω σπουδαίων χρονικών αφηγήσεων σύμφωνα με τις επεκτατικές βιομηχανικές και αποικιακές κουλτούρες εκείνου του καιρού. Σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη, οι κοινωνίες του καιρού επεκτείνονταν - και πρέπει να γίνεται έτσι - σε μια αδιάκοπη, προς τα εμπρός και προς τα πίσω, ροή προόδου. Αξίες όπως η πρόοδος μέσα στο χρόνο δεν ήσαν επιδρώσες που εμπόδιζαν τους επιστήμονες από την εξαγωγή ακριβών παραστάσεων του κόσμου. αντίθετα, ήσαν παραγωγικές στο ότι παρείχαν τις συνήθηκες δυνατότητας για τέτοιες θεωρίες όπως η εξέλιξη, αλλαγή στην ομιλία και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής. Με τον καιρό τέτοιες θεωρίες φαίνονταν περισσότερο να περιβάλλουν τα πάντα απ' ό,τι συμβαίνει σήμερα, όπου οι σπουδαίες χρονικές αφηγήσεις συναντούν μεγαλύτερο σκεπτικισμό στη γενική κουλτούρα και οι επιστήμονες παράγουν θεωρίες που είναι πιο συνδεμένες με τις κουλτούρες μέσα στις οποίες ζουν. Εξετάζοντας την επιστήμη συγκριτικά μέσω της κουλτούρας διάφορων χρονικών περιόδων, γίνονται ευκολότερα αντιληπτές οι αξίες που υπόκεινται στα γενικά περιγράμματα των θεωριών, περιλαμβανομένων αυτών της παρούσης περιόδου. Ως αποτέλεσμα, κάποιος είναι σε καλύτερη θέση να προτείνει εναλλακτικές και να κατανοήσει τα παρόντα τεχνοπολιτιστικά φαινόμενα, όπως τον τρόπο με τον οποίο η πολυπλοκότητα και η θεωρία του χάους τείνουν να επικρατήσουν σ' όλο το διανοητικό τοπίο. Παρόλο που τέτοιες νέες θεωρίες ίσως φαίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές, είναι ακριβώς το λεπτό όπου ασκούν την επίδρασή τους που θα πρέπει να ερευνηθούν από την απόμακρη άποψη μιας συγκριτικής προοπτικής.

Το κύριο μεθοδολογικό θέμα στις συζητήσεις για τις αξίες είναι μια συγκριτική προοπτική. Είναι δύσκολο να δει κάποιος τις λοξοδρομήσεις στις υπάρχουσες θεωρίες μέχρι που να υπάρχει μια εναλλακτική με την οποία μπορεί να γίνει σύγκριση. Στην περίπτωση της "πρωτευολογίας" (primatology) όπως μελετήθηκε από την Haraway (1989), μερικές από τις πιο σπουδαίες εναλλακτικές ανέκυψαν όταν μη συμπεριλαμβανόμενες προηγουμένως κοινωνικές κατηγορίες - ΝοτιοΑσιάτες, Γιαπωνέζει και γυναίκες της Δύσης - εισήχθησαν στο πεδίο. Μπόρεσαν να δουν αυτό που οι άντρες της Δύσης δεν μπορούσαν να δουν, να πάνε (μερικές φορές με τόλμη) εκεί όπου λευκός άντρας δεν είχε πάει ποτέ. Αυτό που εμφανιζόταν προηγούμενα ως αγνή αναπαράσταση τώρα αποκαλυπτόταν να είναι μόνο μερική αναπαράσταση που βασιζόταν σε πολιτιστικές αξίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθώς νέες ομάδες συνεχίζουν να εισέρχονται στο πεδίο (όπως οι ομοφυλόφιλοι και λεσβίες επιστήμονες), θα υπάρξουν επιπρόσθετες αναθεωρήσεις που θα αποκαλύψουν τις πεποιθήσεις των φαινομενικά πολύ ανόμοιων απόψεων που σήμερα συζητούνται.

Παρόμοιες απόψεις εμφναίζονται όταν συγκρίνεται η κοινωνική οργάνωση των επιστημονικών ερευνητικών ομάδων, για παράδειγμα, μέσα στις εθνικές κουλτούρες23. Η οργανωτική δομή των ακαδημαϊκώντμημάτων και εργαστηρίων ποικίλει αισθητά από μια χώρα σε άλλη και η ποικιλία είναι μέρος ενός ευρύτερου μοντέλου γενικής κοινωνικής δομικής ποικιλίας. Στις Η.Π.Α. το σύστημα τείνει να βασίζεται στον ανταγωνισμό, προαγωγή μέσω κινητικότητας και την προβολή ανερχόμενων αστέρων. Σε άλλες χώρες η προαγωγή εμφανίζετια περισσότερο μέσω συγκριτικά άκαμπτων ιεραρχικών δομών που είναι τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου ιεραρχικών μοντέλων οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης. Οι διαφορές αυτές δεν είναι απλώς επιστημονικού ενδιαφέροντος. μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιώδεις δια-πολιτιστικές δυσεπικοινωνίες σε διεθνείς συναντήσεις και σχέδια συνεργασίας. Επίσης μπορούν να παράσχουν τις καταστάσεις για διαφορετικά στιλ εθνικής θεωρίας και ερευνητικών ενδιφερόντων (Harwood, 1993).

Tέλος, επειδή η επιστημονική και τεχνολογική πρακτική από μόνη της είναι τμήμα μιας ευρύτερης πολιτικής κουλτούρας, οι αξίες επίσης δομούν πολιτικές πρακτικές διεργασίας. Σε μια αναθεώρηση της περιγραφικής έρευνας σε εθνικές αξίες και πρακτικές, ο Andrew Webster σχεδίασε δυο διαφορές-κλειδιά στα στιλ πρακτικών εθνικής επιστήμης και τεχνολογίας (1991: 62-65). Σε χώρες όπως οι Η.Π.Α., η διαδικασία πρακτικής είναι ανοιχτή, ανταγωνιστική και αγωνιστική περισσότερο παρά σχετικά κλειστή και μέσα σε περιορισμένους ειδικούς και περιορισμένη διερεύνηση από το κοινό, όπως στη Βρετανία. Ακόμα, στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία η διαδικασία πρακτικών είναι μάλλον πλουραλιστική παρά σχεδιασμένη από το κράτος, όπως στο ανοιχτό, ανταγωνιστικό Ολλανδικό σύστημα ή το κλειστό, περιορισμένο Γιαπωνέζικο σύστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχουν διαφορετικά στιλ δημοκρατικής συμμετοχής, και μια χώρα ίσως έχει κάποια μαθήματα να προσφέρει σε άλλες. Η εργασία του Richard Sclove (195a) είναι πιθανότατα το κύριο υπόδειγμα του πώς να αλλάζουν οι πρακτικές διεργασιών της επιστήμης και τεχνολογίας υπό την προοπτική των δημοκρατικών αξιών.

Κοντολογής, το ερώτημα σχετικά με τις αξίες παραμένει κεντρικό στην STS, αλλά η ερώτηση έχει μετατραπεί ώστε να εμπλέκει μια περισσότερο εξειδικευμένη και συγκριτική κατανόηση των αξιώναπ' ότι το Μερτοριανό μοντέλο των τεχνικών και θεσμικών κανόνων. Η σύγχρονη STS έρευνα ανοίγει το πρόβλημα σε κοσμική, εθνική, φυλετική, δημοκρατική και μια ακτίνα άλλων αξιών καθώς θεμελιώνουν θεσμούς, θεωρίες, σχεδιασμό, μέθδους, πρακτικές και άλλες διαστάσεις της επιστήμης και τεχνολογίας. Ακόμα, επειδή οι αξίες πηγάζουν από τις δράσεις των ιστορικά τοποθετημένων κοινωνικών δρώντων ατόμων, οι αξίες δεν θεωρούνται πια ως μονολιθικές, αλλά ως αμφισβητήσιμες, αμφισβητημένες και υποκείμενες σε αλλαγές. Η ευρεία ακτίνα των αξιών και συμφραζομένων που μελετήθηκε δείχνει πως η επιστημονική γνώση είναι μέρος του πολιτισμού, καθώς και ότι αναπαριστάνει τον κόσμο.

Σημειώσεις

1. Για εισαγωγή βλ. During (1993) και Turner (1992). Το Oxford University Press έχει τώρα μια σειρά αναγνωστών στις πολιτισμικές έρευνες για άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

2. Βλ. Grossberg et al. (1992) πάνω στις πολιτισμικές έρευνες γενικώς, και Rouge (1991) και Traweek (1993) δύο θεωρήσεις γύρω από θέματα που αφορούν τις STS.

3. Παραδείγματα αυτής της παράδοσης περιλαμβάνονται στα Downey et al. (1997), Haraway (1989), Martin (1994), Penley και Ross (1991) και Traweek (1992).

4. Βλ. Bocock (1986) για μια ανασκόπηση του θέματος.

5. Για εισαγωγή στις έρευνες των φυλών, της κρανιομετρίας και σχετικών θεμάτων στην επιστήμη, βλ. Harding (1993) (συλλογή σχετικών εκθέσεων).

6. Για περισσότερα στο θέμα της των φτωχών χωρών και ιθαγενών βλ. Hess (1995: κεφ. 8). Σχετικά με την αντίδραση σε θέματα ανεπτυγμένων χωρών και αντιθέσεων σχετικών με πυρηνική ενέργεια, πληροφορική τεχνολογία και βιοτεχνολογία βλ. Bauer (1995). Επίσης αναμένεται και η έρευνα του Ron Eglash από το Ohio State University.

7. Για μια ανασκόπηση του κινήματος της κατάλληλης τεχνολογίας στις ΗΠΑ βλ. Pursell (1993).

8. Π.χ. Davis-Floyd (1992a), Edwards και Franklin (1993), Layne (1992), Martin (1987) και Rapp (1991).

9. Merton (1973: κεφ. 11, 1984) επίσης Abraham (1983) και Shapin (1988)

10. Βλ. Restivo (1979) για μια εισαγωγή στο μαζικό πολύτομο έργο του Joseph Needham.

11. To έργο του Hessen υπάρχει από το 1930 και όπως και το έργο των Fleck (1979) και Mannheim (1952), θεωρείται πρόδρομος της σύγχρονης κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης. Σχετικά με την κοινωνιολογική έρευνα της θεωρίας του Hessen στη Σοβιετική επιστήμη βλ. Graham (1985).

12. Επίσης βλ. Keller (1985), Bacon και Noble (1992) και Schiebinger (1989) σχετικά με γυναίκες και την πρώιμη ιστορία της μοντέρνας επιστήμης.

13. Ο Cohen (1994) κάνει μια ανασκόπηση των συγκεκριμένων, αλλά και άλλων, περιπτώσεων επιστημονικών επαναστάσεων. Επίσης βλ. Hess (1995: κεφ. 5) για μια ανασκόπηση η οποία δίνει έμφαση στη διαπολιτιστική μάθηση της επιστημονικής επανάστασης.

14. Για τη διατριβή του Forman βλ. Forman (1971), Fuller (1988: κεφ. 10) και Hendry (1980).

15. Βλ. ειδική έκδοση του Science as Culture (1990, τεύχος 8).

16. Έρευνες δειγμάτων σε εργαστήρια ήταν τα έργα των Knorr-Cetina (1981), Latour και Woolgar (1986, αρχικά 1979), Lynch (1985) και, μέχρι ενός σημείου, Collins και Pinch (1982), αν και η έρευνα των Collins και Pinch ασχολείται κυρίως με τις αντιθέσεις εκτός εργαστηρίων και είναι περισσότερο μια ανθρωπολογική εθνογραφία.

17. Traweek (1988, 1992). Βλ. Hess (1991a, 1997b) για μια ανάλυση του μεθοδολογικού υπόβαθρου του δεύτερου κύματος και για μια πιο λεπτομερή ανάλυση της εθνογραφίας στις STS.

18. Π.χ. Clarke και Montini (1993: 44), Clarke (1990), Hess (1991b), Martin (1994), Rapp (1990) και Traweek (1992).

19. Βλ. Bourdieu (1991). Επειδή η σύγχρονη ανθρωπολογική χρήση του θέματος του πολιτισμού στην Αμερικάνικη ανθρωπολογία είναι αρκετά ελαστικό ώστε να αναγνωρίζει τη διαλεκτική του δράστη και της δομής, δεν υπάρχει ανάγκη να μπορδέψουμε το λεξιλόγιο με παρόμοια θέματα όπως το "habitus" του Bourdieu.

20. Π.χ. Ortner (1974), MacCormack και Strathern (1980).

21. Για εισαγωγή σε αυτές τις φιλολογίες βλ. Hess (1995: κεφ. 6) και Irwin και Wynne (1996).

22. Για παραδείγματα βλ. Gilbert (1989) και Keller (1985). Για μια πιο λεπτομερή σύνοψη των ερευνών βλ. Hess (1995: 27-32).

23. Για μια ανασκόπηση βλ. Hess (1995: κεφ. 5), το οποίο συνεχίζει μια παράδοση η οποία ξεκινάει νωρίτερα και από τον Ben-David (1971).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου