Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΑΠΟ ΤΗ “ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ” ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ



ΑΠΟ ΤΗ “ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ” ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ


Paul Edwards

Πριν από δύο χρόνια έλαβα από έναν εκδότη, χωρίς να το ζητήσω, ένα αντίγραφο από ένα καινούργιο βιβλίο κειμένων πάνω στους υπολογιστές και τα κοινωνικά θέματα. Είχε ένα στιλπνό μεγαλόσχημο φύλλο με ένα όμορφα σχεδιασμένο γραφικό κομπιούτερ στο εξώφυλλο. Με επιβλητικού τύπου μαύρα γράμματα ο τίτλος έγραφε: Υπολογιστές και Κοινωνία -Σύγκρουση !

Ο αισθησιασμός αυτού του τίτλου, με την εικόνα της μπάλας του μπιλιάρδου, περικλείει ωραία αυτό που είναι πιθανόν να αποτελεί την πιο συνηθισμένη άποψη της σχέσης ανάμεσα στην τεχνολογία της πληροφορικής και τον κοινωνικό κόσμο. Οι υπολογιστές είναι με επιχειρήματα ανάμεσα στις έξι σπουδαιότερες τεχνολογίες μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια εντυπωσιακή λίστα που θα μπορούσε να περιλαμβάνει την τηλεόραση, τα τζετ , τους δορυφόρους , τους πυραύλους , ατομικά όπλα και τη γενετική μηχανική . Η εξάπλωση της φτηνής , πανίσχυρης διαδικασίας πληροφορικής και των υποστηριζόμενων από υπολογιστές συστημάτων ελέγχου έχει χωρίς αμφιβολία αλλοιώσει -και σε μερικές περιπτώσεις έχει βαθιά μετασχηματίσει - τη φύση του πολέμου , της επικοινωνίας , της επιστήμης , των γραφείων , των εργοστασίων , της κυβέρνησης και ορισμένων πολιτιστικών μορφών . Αυτό το σημείο δύσκολα χρειάζεται επιβεβαίωση . Οι αναφορές στην '' πληροφορική επανάσταση '' έχουν γίνει κατ' ουσίαν μια μικρή βιομηχανία .

Αλλά η ακριβής φύση αυτών των “κρούσεων“ της υπολογιστικής καθώς και οι λεπτομέρειες του πώς οι υπολογιστές υποτίθεται ότι πρέπει να τις παράγουν , παραμένουν προς συζήτηση . Ο ουτοπικός / δυστοπικός χαρακτήρας μεγάλου μέρους της ανάλυσης σ’αυτή την περιοχή επιδεινώνεται από τον γενικά μη ιστορικό χαρακτήρα της . Η βάση για τους ισχυρισμούς ‘συγκρούσεις’ βρίσκεται πιο συχνά στην ευρεία οικονομική ή πολιτιστική (φιλοσοφική) ανάλυση απ’ότι στην λεπτομερή εξερεύνηση του χαρακτηριστικού των τοπικών αποτελεσμάτων κάποιας από τη λογοτεχνία των καλύτερων επιστημονικών μελετών.

Αυτό το κεφάλαιο εξερευνά κάποια από τα σημαντικά κοινωνικά αποτελέσματα των ψηφιακών υπολογιστών και μερικές από τις κοινωνικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την ανάπτυξή τους . Επειδή ακόμα και μια γρήγορη ανασκόπηση ενός τόσο πελώριου πεδίου είναι πέρα από τα διαθέσιμα χωροταξικά όρια , το κεφάλαιο επικεντρώνεται σε τρεις περιπτώσεις : τις στρατιωτικές σχέσεις με την υπολογιστική στην μεταπολεμική περίοδο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, στο ‘πάζλ παραγωγικότητας‘ της εισαγωγής των υπολογιστών στην τραπεζική εργασία και στην σχέση της ταυτότητας του γένους (του φύλου) με τη χρήση των υπολογιστών . Το κεφάλαιο έχει δύο στόχους . Πρώτον, να προσφέρει στον αμύητο ένα σημείο εισόδου σε κάποια θέματα από την αχανή λογοτεχνία πάνω στους υπολογιστές και την κοινωνία. Δεύτερον και πιο σημαντικό , να παρέχει μια ιστορική και κοινωνική ανάλυση που αντιμετωπίζει τους υπολογιστές όχι απλά σαν αιτίες αλλά επίσης και σαν αποτέλεσμα των κοινωνικών τάσεων .

Σ’αυτό παίρνω σαν δεδομένο ότι η τεχνολογική αλλαγή όπως το έθεσε ο Merritt Roe Smith , είναι μια κοινωνική διαδικασία : οι τεχνολογίες μπορούν και έχουν ‘κοινωνικές συγκρούσεις’ αλλά είναι ταυτόχρονα κοινωνικά προϊόντα που ενσωματώνουν σχέσεις ισχύος και κοινωνικούς στόχους και δομές. Οι κοινωνικές κρούσεις και η κοινωνική παραγωγή τεχνουργημάτων στην πράξη λαμβάνουν χώρα σ’ένα σφιχτά πλεγμένο κύκλο . Οι τρεις περιπτώσεις που παρουσιάζονται εδώ δείχνουν πώς μια πλήρης ανάλυση πρέπει να αντανακλά την πολυπλοκότητα αυτής της αλληλεπίδρασης .

Περίληψη – Επισημάνσεις: Η μεγάλη χρησιμότητα της πληροφορικής στις ανθρώπινες καθημερινές δραστηριότητες την έχει καταστήσει αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Πολλοί είναι δε αυτοί που την κατατάσσουν μεταξύ των έξι σπουδαιότερων τεχνολογικών επιτευγμάτων. Η ραγδαία ανάπτυξή της έχει μετασχηματίσει βαθιά πολλούς τομείς, όπως η επιστήμη, οι επικοινωνίες κ.α.

Ωστόσο η συμβίωση πληροφορικής και κοινωνίας δεν είναι απόλυτα ομαλή. Η ορθότητα της χρήσης των υπολογιστών είναι αμφιλεγόμενη. Η συμβολή τους στην ανάπτυξη της πολεμικής τεχνολογίας σαφέστατα εμποδίζει την ομαλή ένταξή τους στις κοινωνικές διαδικασίες

Αυτό το κεφάλαιο ασχολείται με τα αποτελέσματα της αμφίδρομης σχέσης υπoλογιστών-κοινωνίας. Και ειδικότερα με

Τη σχέση υπολογιστών στρατού μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο

Τη χρησιμότητα των υπολογιστών στην αύξηση της παραγωγικότητας στις τράπεζες

Τη σχέση γένους και υπολογιστών

1. ΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ ήταν η μόνη πιο σημαντική πηγή υποστήριξης για προηγμένη έρευνα από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τώρα . Πώς αυτή η υποστήριξη επηρέασε την ίδια την τεχνολογία ; Πώς η νέα τεχνολογία επηρέασε τα στρατιωτικά δόγματα και τις εκπαιδευτικές δομές ; Η ιστορική ανάλυση που παρουσιάζεται εδώ δείχνει πως οι στρατιωτικές ανάγκες και προτεραιότητες κατεύθυναν την ανάπτυξη των υπολογιστών ιδιαίτερα στις δύο πρώτες της δεκαετίες και δείχνει πως οι υπολογιστές με τη σειρά τους διαμόρφωσαν το στρατό .

Οι ιστορικοί αναγνωρίζουν γενικά τώρα τον John Atanasoff τον εφευρέτη των εργαστηρίων Bell , το 1940, του πρώτου ηλεκτρονικού ψηφιακού υπολογιστή . Αλλά ενώ ο Atanasoff και άλλοι δημιούργησαν αυτόν και άλλα πρωτότυπα μόλις πριν οι ΗΠΑ μπουν στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο , η σημασία τους ήταν κατά μεγάλο ποσοστό μη αναγνωρισμένη . Αυτό εξηγείται κυρίως επειδή οι αναλογικοί υπολογιστές , όπως ο διαφορικός αναλυτής του Vannenar Bush , ήταν ήδη μια καλά αναπτυγμένη τεχνολογία . Ο Bush έφτιαξε μια σειρά από αυτά τα μηχανήματα τα οποία ήταν τεχνολογικά υψηλά, αν και όχι τέλεια ακριβή στην επίλυση πολύπλοκων διαφορικών εξισώσεων, που έφτασαν στο ζενίθ με ένα που φτιάχτηκε το 1942 στο ΜΙΤ και ήταν πλήρως προγραμματιζόμενο με τη χρήση διατηρημένης χαρτοταινίας. Νέοι αναλογικοί υπολογιστές όπως αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν σαν αντιαεροπορικά όπλα ήταν ανάμεσα στα αποφασιστικά τεχνικά επιτεύγματα του πολέμου . Αλλά η πυρετώδης τεχνική ανάπτυξη του οπλικού εξοπλισμού του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε ζήτηση για τεράστιους αριθμούς υπολογισμών για να λυθούν τα βαλλιστικά προβλήματα και τα προβλήματα κωδικοποίησης –και εξαιτίας της βιασύνης τους - με άνευ προηγουμένου τάξεις ταχυτήτων . Ήταν προς αυτό τον σκοπό που αναπτύχθηκαν οι προγραμματίσιμοι ηλεκτρονικοί ψηφιακοί υπολογιστές, ικανοί για δραματικά γρηγορότερους υπολογισμούς .

Ο πρώτος από αυτούς κατασκευάστηκε από τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας . Ο ηλεκτρονικός , αριθμητικός αφομοιωτής και υπολογιστής (ENIAC:Electronic Numerical Integrator and Calculator ) κατασκευάστηκε στη σχολή Μηχανικών Moore στη Φιλαδέλφεια ανάμεσα στο 1943 και 1946 από το τμήμα βαρέως πυροβολικού του στρατού των ΗΠΑ. Ο σκοπός του ήταν να αυτοματοποιήσει τον κουραστικό υπολογισμό των βαλλιστικών πινάκων, από τους οποίους τα αντιαεροπορικά όπλα και το πυροβολικό εξαρτιόταν για ακρίβεια . Κατά τη διάρκεια του πολέμου , αυτοί οι υπολογιστές εκτελούνταν από ένα κυρίως θηλυκό σώμα νέων μαθηματικών , γνωστό σαν ‘υπολογιστές’ με χρήση υπολογιστών χειρός . Όταν άρχισε το πρόγραμμα ENIAC κάποιες από αυτές τις γυναίκες έγιναν οι πρώτοι προγραμματιστές –εξού και το παρατσούκλι ‘υπολογιστής’ για την καινούργια μηχανή . Το ENIAC δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι μετά το τέλος του πολέμου , οπότε τέθηκε αμέσως σε εργασία πάνω σε εξισώσεις φυσικής σχετικά με θερμοπυρηνικά όπλα για τα εργαστήρια Los Alamos (απέτυχε να επιλύσει κάποια από αυτά , παράγονται ανάγκες για πιο ισχυρά μηχανήματα) . Ανάμεσα στα πολλά επιδραστικά μέλη της ομάδας ανάπτυξης του ENIAC ήταν ο John von Newmann, o οποίος ανέπτυξε την αρχιτεκτονική της σειράς ελέγχου που τώρα έχει το όνομά του και οι Presper Eckert και John Mauchly, που πρότειναν και διηύθυναν το πρόγραμμα και ήταν υπεύθυνοι για τις περισσότερες από τις μορφές σχεδιασμού –κλειδιά του ENIAC . Οι Eckert και Μαuchly ξεκίνησαν τη δική τους εταιρία –UNIVAC, η πρώτη παραγωγή υπολογιστών –το 1946 χρησιμοποιώντας τη γνώση που απέκτησαν δουλεύοντας στον ENIAC και τον διάδοχο του , τον EDVAC.

Tα εύσημα για την πρώτη λειτουργική ηλεκτρονική ψηφιακή μηχανή , ανήκουν παρόλα αυτά στο Βρετανικό ‘Κολοσσό’ που κατασκευάστηκε στο Bletchley Park με τη συμμετοχή του Alan Turing , τον μαθηματικό που εφεύρε τη θεωρία του ψηφιακού υπολογισμού το 1936. Ο πρώτος Κολοσσός ολοκληρώθηκε το 1943 και χρησιμοποιήθηκε στο υπόλοιπο του πολέμου για να λύσει τα κρυπτογραφικά Enigma και Fish (ψάρι) που χρησιμοποιήθηκαν από τη γερμανική υψηλή ηγεσία .Η μεγάλη ταχύτητα και ακρίβεια της μηχανής , συγκρινόμενη με τις υπάρχουσες τεχνικές υπολογισμού χειρός και τον αυτοματοποιημένο αναλογικό υπολογισμό εβδόμης, επέτρεψαν να σπάσει τα κρυπτογραφικά γρήγορα , αρκετά ώστε τα κρυπτογραφημένα μηνύματα να φανούν χρήσιμα στους συμμάχους . Ο Κολοσσός έπαιξε έτσι έναν κύριο – ίσως ακόμα και αποφασιστικό ρόλο στο να παρεμποδίσει την ήττα των Βρετανών και επιβεβαιώνοντας μια ακόλουθη συμμαχική νίκη .

Η ανάπτυξη των υπολογιστών στην εποχή του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου , μπορεί να χαρακτηριστεί σαν έρευνα οδηγούμενη από την ανάγκη . Οι ιδέες για την αυτοματοποίηση των υπολογιστών ήρθαν από τους επιστήμονες και τους μηχανικούς . Υιοθετήθηκαν από το στρατό εξαιτίας των ειδικών προϋπαρχόντων αναγκών για υπολογισμό . Οι υπολογιστές της εποχής του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου παρήγαγαν μόνο περιορισμένα αποτελέσματα στο στρατό , επειδή χρησιμοποιήθηκαν απλά για να επιταχύνουν υπάρχουσες διαδικασίες . Αλλά αυτά τα στρατιωτικά σχέδια παρήγαγαν τοπικές συγκεντρώσεις ερευνητών που δούλευαν πάνω στις ηλεκτρονικές , ψηφιακές τεχνικές και αυτές οι ομάδες συνέχισαν μετά τον πόλεμο , παρέχοντας τους κοινωνικούς και οργανωτικούς πυρήνες για μελλοντική έρευνα. Σ’αυτό το σημείο , οι υπολογιστές ήταν ξεκάθαρα περισσότερο ένα κοινωνικό προϊόν παρά ένας οδηγός κοινωνικής αλλαγής .

Η ανάπτυξη των υπολογιστών στην περίοδο από το 1945-1955 έγινε πολύ γρήγορα , με σχέδια σαν αυτά του SEAC του Εθνικού Γραφείου Σταθερών της μηχανής του Ινστιτούτου Προηγμένων Ερευνών (IAS) του von Newmann και αρκετών αντιγραφών της και του BINAC των Eckert και Mauchly (που κατασκευάστηκε σαν υπολογιστής καθοδήγησης για τον πύραυλο Snack του Northrop) . Σχεδόν κάθε καινούριο μηχάνημα περιελάμβανε νέες καινοτομίες . Η ομάδα του UNIVAC ζορίστηκε να δημιουργήσει και να εισάγει έναν υπολογιστή παραγωγής (τελικά τα κατάφερε το 1951 και στη συνέχεια πούλησε 46 UNIVAC Is) , αλλά τα περισσότερα μηχανήματα ήταν ένα από κάθε είδος , πειραματικά πρωτότυπα . Τότε όπως τώρα , η τεχνική πρόοδος έλαβε χώρα με εκπληκτική ταχύτητα . Στην πραγματικότητα , στατιστικές μετρήσεις της ανάπτυξης των υπολογιστών , όπως η κλίμακα διπλασιασμού της χωρητικότητας ,της μνήμης τυχαίας προσπέλασης (RAM) και τάξη υποδιπλασιασμού του κόστους ανά υπολογισμό έγιναν και παραμένουν αλληγορίες (μετατροπές) της προόδου και της τεχνολογικής ‘επανάστασης’ (βλ.σχήματα 12,1 και 12,2 παρακάτω).

Ίσως καταθαμπωμένη από αυτή τη μυϊκή τεχνική πρόοδο , η περισσότερη ιστοριογραφία της υπολογιστικής επικεντρώθηκε σε τρία πράγματα : (a) τα τεχνικά χαρακτηριστικά των μηχανημάτων ,(b) τις βιογραφίες των ατόμων που είναι υπεύθυνοι για σημαντικές καινοτομίες και (c) τη διανοητική ιστορία της υπολογιστικής σαν ένα πρόβλημα των μαθηματικών και των μηχανικών .Μέχρι πρόσφατα , λίγοι ιστορικοί είχαν πολλά να πουν σχετικά με τις κοινωνικές σχέσεις που εμπλέκονται στον υπολογιστή R&D -ιδιαίτερα , για το νόημα της στρατιωτικής εγγύησης .

Οι ανάγκες του στρατού επηρέασαν την τεχνολογία των υπολογιστών μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν τα εργαστήρια ερευνών της εποχής του πολέμου διαλύθηκαν ή επέστρεψαν κάτω από πολιτικό έλεγχο ? Η νέα κατάσταση των ΗΠΑ σαν μια υπερδύναμη , ο κεντρικός ρόλος της επιστήμης και της τεχνολογίας στην προσπάθεια του πολέμου , το μαζικό ομοσπονδιακό κεφάλαιο της εποχής του πολέμου και η σχετική προώθηση των κοινών στόχων για την επιστήμη και άλλοι παράγοντες , όλα συνεισέφεραν στην εμφάνιση ενός λόμπι πανίσχυρων επιστημόνων για μια συνεχιζόμενη ομοσπονδιακή εγγύηση από τη μια μεριά και για μια εντελώς νέα αίσθηση μέσα στις ένοπλες δυνάμεις της σπουδαιότητας της επιστήμης και της τεχνολογίας –και της δυναμικής συνεισφοράς των ‘πολιτικών’ επιστημόνων και μηχανικών-από την άλλη . Ο ερχόμενος ψυχρός πόλεμος ήταν το πρώτο στοιχείο που επέτρεψε στους στρατιωτικούς οργανισμούς , ειδικά στο Γραφείο Ναυτικών Ερευνών (ONR=Office of Naval Research), να γίνουν οι αμελείς σπόνσορες της ομοσπονδιακής επιστήμης και τεχνολογίας R&D στα χρόνια του 1940 και 1950 . Αλλά ακόμα τα περισσότερα σχέδια R&D υπολογιστών έλαβαν χώρα όχι σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις ,αλλά σε βιομηχανικά ή πανεπιστημιακά εργαστήρια . Αυτό ήταν συνεπές με το γενικό πρότυπο της μεταπολεμικής ομοσπονδιακής εγγύησης για την επιστήμη και την τεχνολογία . Επειδή τόσο πολλές περιοχές της επιστήμης και τεχνολογίας επωφελήθηκαν από το σχετικά έμμεσο κεφάλαιο του ONR , πολλοί ιστορικοί παρέλειψαν τις στρατιωτικές επιρροές εξαιτίας της ιδέας ότι ‘όλοι έτρωγαν από την ίδια σκάφη’.

Αλλά οι στρατιωτικοί σπόνσορες δεν χρειάστηκαν να πάρουν λεπτομερή κατεύθυνση των σχεδίων έρευνας για να επιτύχουν τους σκοπούς τους , που ήταν σε κάθε περίπτωση πολύ γενικού χαρακτήρα σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες όπως οι υπολογιστές . Μπορούσαν να βασιστούν , αντί αυτού ,στην απλή ζήτηση μιας εύλογης στρατιωτικής αιτιολόγησης για τα ερευνητικά σχέδια . Οι ιδέες των πολιτικών επιστημόνων και των μηχανικών , σε συνδυασμό με την εμπειρία τους από τον καιρό του πολέμου για τα στρατιωτικά ερευνητικά προγράμματα ,δημιούργησαν καινούριες στρατιωτικές ιδέες σε μεγάλους αριθμούς . Αυτές αποδείχτηκαν συχνά πολύ πιο φιλόδοξες και έβλεπαν πολύ πιο μακριά από αυτές των ίδιων των στρατιωτικών αρχηγών που ήταν τυλιγμένες σε έναν στρατιωτικό παραδοσιασμό που κατέστη προβληματικός από τις νέες τεχνολογίες του πολέμου .

Τουλάχιστον , στο πεδίο των υπολογιστών ,μια διαδικασία αμοιβαίου προσανατολισμού φάνηκε ,στην οποία οι μηχανικοί κατασκεύαζαν βλέψεις στρατιωτικών χρήσεων των υπολογιστών για να δικαιολογήσουν μεγάλες εφαρμογές ,ενώ τα στρατιωτικά πρακτορεία κατεύθυναν την προσοχή των μηχανικών σε ειδικά πρακτικά προβλήματα που οι υπολογιστές θα μπορούσαν να επιλύσουν .

Οι πιο φιλοσοφημένοι αρχηγοί και στρατιωτικοί πολιτικοί , είχαν μια σαφή κατανόηση αυτής της μορφής εγγραφής των πολιτικών επιστημόνων ,μηχανικών και άλλων διανοουμένων .Ο Vannevar Bush , για παράδειγμα στην περίφημη αναφορά του για την πολιτική της μεταπολεμικής επιστήμης ,Επιστήμη : το Ατελείωτο Όριο , παράθεσε τους γραμματείς του πολέμου και το Ναυτικό :

‘Αυτός ο πόλεμος δίνει έμφαση σε τρία γεγονότα ανώτατης σημασίας για τη στρατιωτική ασφάλεια: (1) Πανίσχυρες νέες τακτικές άμυνας και επίθεσης αναπτύχθηκαν γύρω από νέα όπλα που δημιουργήθηκαν από την επιστημονική και μηχανική έρευνα … (2) Ο πόλεμος είναι αυξανόμενα συνολικός πόλεμος, στον οποίο πρέπει οι ένοπλες υπηρεσίες να συμπληρωθούν από την ενεργή συμμετοχή κάθε στοιχείου του πολιτικού πολιτισμού. Για να εγγυηθεί η συνεχής ετοιμότητα δια μέσου τεχνικών γραμμών που βλέπουν μακριά οι ερευνητικοί επιστήμονες της χώρας, πρέπει να κληθούν να συνεχίσουν σε καιρό ειρήνης κάποιο υποκατάστατο τμήμα αυτών των τύπων συμμετοχής στην εθνική ασφάλεια, το οποίο έκαναν τόσο αποτελεσματικά μέσα στο άγχος αυτού του πολέμου.’

Ένα άλλο έμμεσο κανάλι στρατιωτικών επιρροών στη τεχνολογία ήταν ο ίδιος ο χώρος αγοράς. Το απόλυτο μέγεθος των αυξανόμενα εξοπλισμένων με υψηλή τεχνολογία στρατιωτικών δυνάμεων εγγυάτο τη συνεργατική επένδυση στα σχετικά με το στρατό σχέδια R&D. Η ανάπτυξη των transistor (αναμεταδότη) - ιδιωτικά επιχορηγούμενου από τα εργαστήρια Bell, αλλά με τις στρατιωτικές αγορές τη κύρια λογική του - γνωστό παράδειγμα. Αλλά υπάρχουν και άλλα ίσης σπουδαιότητας. Η DoD επιχορήγησε την ανάπτυξη ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στη δεκαετία του 1950 και αγόρασε ολόκληρη την εξαγωγή του πρώτου χώρου της βιομηχανικής κατασκευής ακέραιου κυκλώματος, που άξιζε 4 εκατομμύρια δολάρια, κυρίως για χρήση στα συστήματα καθοδήγησης του πυρηνικού πυραύλου Minuteman. Οι δύο κύριες γλώσσες προγραμματισμού η COBOL (στη δεκαετία του ‘60) και η Ada (στη δεκαετία του ’80) ήταν προϊόντα των προσπαθειών ρύθμισης των standard (σταθερών) που εισήχθησαν από το στρατό για να διαβεβαιώσουν την συμβατότητα των λογισμικών ανάμεσα στα διάφορα σχέδια. Η στρατιωτική εγγύηση και οι εξειδικεύσεις για την κατασκευή πολύ υψηλής ταχύτητας ολοκληρωμένων κυκλωμάτων (VHSIC) στην δεκαετία του ’80 οδήγησε στην αρχική αμερικανική αρχηγεία σε αυτό το πεδίο – ακολουθούμενη από αποτυχίες που οφείλονται στην λειτουργία χαμηλού κόστους του εξοπλισμού που σχεδιάστηκε για τις ανάγκες παραγωγής μικρών παρτίδων για τα υψηλά εξειδικευμένα στρατιωτικά σχέδια.

Οι στρατιωτικές επιρροές , στην τεχνολογία των υπολογιστών ήταν έτσι ευρέων διαδεδομένες αλλά ήταν συχνό το προϊόν έμμεσων μορφών επέμβασης που έμειναν απαρατήρητες στην παραδοσιακή ιστορική ανάλυση.

Περίληψη – Επισημάνσεις: Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ιδιαίτερη άνθιση γνώρισαν οι αναλογικοί υπολογιστές του Bush. Η χρήση τους ήταν διαδεδομένη τόσο στο στρατό, όσο και στην επίλυση διαφορικών εξισώσεων. Η ανεπάρκειά τους όμως σε πολύπλοκα θέματα οδήγησε τους επιστήμονες στην ανάπτυξη των ηλεκτρονικών ψηφιακών υπολογιστών.

Ο πρώτος ψηφιακός υπολογιστής (ENIAC) κατασκευάστηκε από τον αμερικανικό και βρετανικό στρατό στη Φιλαδέλφεια ανάμεσα στο 1943-1946, με σκοπό την απλοποίηση των υπολογισμών των βαλλιστικών πινάκων. Οι πρώτες προγραμματίστριες ήταν γυναίκες μαθηματικοί. Αργότερα ο ENIAC χρησιμοποιήθηκε στα εργαστήρια του Los Alamos για την επίλυση εξισώσεων φυσικής σχετικά με τα θερμοπυρηνικά όπλα. Οι σημαντικότεροι από τους κατασκευαστές του ENIAC ήταν οι John Von Newman, o Presper Eckert και ο John Mauchly ,με τους δύο τελευταίους να δημιουργούν την πρώτη εταιρία παραγωγής υπολογιστών, την UNIVAC.

H πρώτη λειτουργική ηλεκτρονική ψηφιακή μηχανή, ο Κολοσσός, κατασκευάστηκε από τον Alan Turing στο Bletchley Park. Η μεγάλη της ταχύτητα και ακρίβεια βοήθησε τους Συμμάχους να αποκρυπτογραφήσουν γερμανικά μηνύματα κατά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο.

Οι υπολογιστές γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση εκείνη την περίοδο και ταυτόχρονα τέθηκαν οι βάσεις για τη μετέπειτα αλματώδη εξέλιξή τους. Την περίοδο 1945-1955 κατασκευάστηκαν οι SEAC, IAS και BINAC ενώ η UNIVAC κατάφερε να πουλήσει 46 UNIVAC Is .

Τα τρία στοιχεία της ιστορίας των υπολογιστών τα οποία χρίζουν ιδιαίτερης αναφοράς ήταν τα τεχνικά χαρακτηριστικά των υπολογιστών, οι βιογραφίες των εφευρετών και η υπολογιστική σαν ένα πρόβλημα των μαθηματικών και των μηχανικών.

Μετά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο η τεχνολογία των υπολογιστών ξέφυγε από τα στενά όρια του στρατού. Δημιουργήθηκε ένα πολύ ισχυρό λόμπι επιστημόνων που ευνοούμενο από τις συνθήκες – ψυχρός πόλεμος – συνέβαλε στην εξάπλωσή τους. Εκείνη την εποχή μάλιστα αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα τα σχέδια των R&D υπολογιστών από το Γραφείο Ναυτικών Ερευνών (ΟΝR).

Έντονη ήταν η παρουσία των στρατιωτικών σπονσόρων, οι οποίοι προφασιζόμενοι ότι ενεργούσαν για τα στρατιωτικά συμφέροντα, έβλεπαν πολύ μακρύτερα. Οι προθέσεις τους είχαν γίνει αντιληπτές από κάποιους πιο φιλοσοφημένους στρατιωτικούς και πολιτικούς. Ένας από αυτούς ήταν και ο Vannevar Bush, κατά τον οποίο οι επιστήμονες έπρεπε να συνεχίσουν το έργο τους ακόμα και μετά τον πόλεμο προς το γενικότερο συμφέρον της κοινωνίας.

Αργότερα οι στρατιωτικές επιρροές στην τεχνολογία φάνηκαν με την ανάπτυξη των τρανζίστορ και τη χρήση των γλωσσών προγραμματισμού COBOL και ADA.

Το σχέδιο Whirlwind και το σύστημα Αεράμυνας Sage


Πιθανόν το μόνο πιο σημαντικό σχέδιο υπολογιστή της δεκαετίας από το 1946 – 1956 ήταν το Whirlwind του MIT, το οποίο κάτω από τη διεύθυνση του μηχανικού Jay Forrester, άρχισε στη πραγματικότητα το 1944 σαν ένας αναλογικός υπολογιστής για χρήση σε έναν εξομοιωτή πτήσης, επιχορηγούμενο από το ναυτικό. Τα νέα σχετικά με τα σχέδια των ψηφιακών υπολογιστών ENIAC και EDVAC οδήγησαν τον Forrester στο να εγκαταλείψει την αναλογική προσέγγιση στις αρχές του 1946. Αλλά ο αρχικός σκοπός εφαρμογής του εξομοιωτή πτήσης παρέμενε. Οι εξομοιωτής πτήσης εκείνης της εποχής ήταν σερβολειτουργικές μηχανικές απομιμήσεις των καμπίνων του πιλότου των αεροσκαφών που εξομοίωναν τις υψομετρικές αλλαγές του αεροπλάνου σαν ανταπόκριση στον έλεγχο του χειρισμού του, δίνοντας στους νέους πιλότους την ευκαιρία να εξασκηθούν χωρίς τα έξοδα ή τον κίνδυνο μιας πραγματικής πτήσης. Στη θεωρία οι εξομοιωτές πτήσης ήταν και παραμένουν αυτό που είναι γνωστό σαν μια τεχνολογία ‘διπλής χρήσης’ ομοίως χρήσιμη ΄για την εκπαίδευση στρατιωτικών και πολιτικών πιλότων. Αλλά η επειγότητα του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου τους έκανε στην πράξη το 1940-1945 μια στρατιωτική τεχνολογία. Αυτός ο πρακτικός στόχος διέκρινε τον Whirlwind από όλα σχεδόν τα άλλα σχέδια ψηφιακών υπολογιστών αυτής της περιόδου επειδή απαιτούσε έναν υπολογιστή που

Α) θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ένας μηχανισμός ελέγχου και

Β) θα μπορούσε να εκτελεί αυτήν την λειτουργία σε πραγματικό χρόνο

Είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση στο ότι σε αυτή την ιστορική σύνδεση αυτά δεν ήταν φανεροί στόχοι για έναν ψηφιακό υπολογιστή.

Οι αναλογικοί υπολογιστές και οι μηχανισμοί ελέγχου (σερβομηχανισμοί) ήταν καλά ανεπτυγμένοι, με φιλοσοφημένα θεωρητικά υποστηρίγματα (θεμέλια). (Στην πραγματικότητα ο Forrester άρχισε τη δουλειά του στο MIT σαν τελειόφοιτος φοιτητής στο εργαστήριο σερβομηχανισμών του Gordon Brοwn).

Οι αναλογικοί ελεγκτές δεν απαιτούσαν το τότε πολύπλοκο επιπλέον στάδιο της μετατροπής των ερεθισμάτων των αισθητηρίων σε αριθμητική μορφή και των οδηγιών ελέγχου σε κυμματομορφές ή άλλα αναλογικά σήματα.

Τα μηχανικά ή ηλεκτρομηχανικά μηχανήματα ήταν εξ ορισμού πιο αργά από τα ηλεκτρονικά, αλλά δεν υπήρχε λόγος για τον οποίο οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή ελεγκτές θα έπρεπε να είναι ψηφιακοί, επειδή πολλά ηλεκτρονικά συστατικά έχουν αναλογικές ιδιότητες. Πολυάριθμοι ηλεκτρονικοί αναλογικοί υπολογιστές κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια και μετά του πολέμου.

Τα περισσότερα άλλα σχέδια είδαν τους ηλεκτρονικούς ψηφιακούς υπολογιστές σαν ουσιαστικά γιγαντιαίους υπολογιστές, πρωταρχικά χρήσιμους για επιστημονικούς υπολογισμούς. Το μέγεθος τους, η δαπάνη τους και αυτή η όψη της λειτουργίας τους οδήγησαν πολλούς στο να πιστεύουν ότι μιας και τελειοποιήθηκαν μόνο λίγοι – ίσως μόνο κανα δυο – από τους ψηφιακούς υπολογιστές δεν θα χρειάζονταν ποτέ. Ακόμα και ο Forrester σκέφτηκε προφανώς κάποτε ότι ολόκληρη η χώρα θα εξυπηρετούταν τελικά από έναν και μόνο γιγαντιαίο computer.

Η τεχνολογία της ψηφιακής υπολογιστικής δεν είχε επιτύχει ακόμα αυτό που οι Pinch και Bijker ονόμασαν ‘κλείσιμο’ ή αυτήν την κατάσταση τεχνικής εξέλιξης και κοινωνικής αποδοχής στην οποία μεγάλες εκλογές γενικά συμφωνούν στον σκοπό του, στο νόημα του και στη φυσική του μορφή. Η μορφή των υπολογιστών σαν εργαλεία, ήταν ακόμα εξαιρετικά ελαστικές και οι δυνατότητες τους παρέμεναν να ενοραστούν, να αποδειχτούν και να καθιερωθούν στην πρακτική.

Από το 1948 με το ενδιαφέρον τους σε έναν υπερφιλοσοφιμένο και μέχρι τώρα εξαιρετικά ακριβό εξομοιωτή πτήσης να μειώνεται γοργά, το ONR άρχισε να αναζητάει άμεσα , χρήσιμα αποτελέσματα σαν αντάλλαγμα για τη συνεχιζόμενη επιδότηση. Αυτή η ανικανοποίηση οφειλόταν κυρίως στο πραγματικά κολοσσιαίο κόστος του Whirlwind. Όπου η κλίμακα κόστους για τους υπολογιστές όπως ο UNIVAC ήταν τυπικά ανάμεσα στις $300.000 και $600.000 δολάρια της εποχής εκείνης. Η ομάδα του Whirlwind σκόπευε να ξοδέψει ένα μίνιμουμ τεσσάρων εκατομμυρίων δολλαρίων. Οι απαιτήσεις κεφαλαίου του MIT για τον Whirlwind για το οικονομικό, περίπου 1.5 εκατομμύρια δολλάρια, έφτασαν περίπου το 80% του προϋπολογισμού του ONR για μαθηματικές έρευνες του 1949 και περίπου το 10% ολόκληρου του προϋπολογισμού του ΟΝR για συμβαλλόμενη έρευνα. Ο πραγματικός προϋπολογισμός για αυτό το χρόνο ήταν 1.2 εκατομμύρια δολλάρια – πάλι ένα εκπληκτικό επίπεδο επένδυσης, σε ένα μόνο σχέδιο.

‘Το εκτιμούμενο κόστος ολοκλήρωσης του Whirlwind ήταν περίπου το 27% του συνολικού … κόστους ολόκληρου του προγράμματος υπολογιστών DoD’. Μέχρι τον Μάρτιο του 1950 το ΟΝR (Γραφεία Εθνικών Ερευνών) είχε κόψει τον προϋπολογισμό του Whirlwind για το επόμενο οικονομικό έτος σε μόνο $250.000. Συγκρινόμενο με τα 5.8 εκατομμύρια δολλάρια ετήσιου προυπολογισμού που ο Forrester είχε σε ένα σημείο προτείνει σαν ένα βολικό νούμερο για ερευνητικό πρόγραμμα computer ΜΙΤ συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών και άλλων εφαρμογών ελέγχου, αυτό το ποσό ήταν ουσιαστικά μικροσκοπικό.

Ο Forrester έτσι άρχισε τότε να ψάχνει για έναν καινούργιο εκπαιδευτικό σπόνσορα – και για μια καινούργια στρατιωτική δικαιολογία. Ήταν σε μια ειδική θέση να το κάνει αυτό για έναν αριθμό λόγων. Πρώτα το εργαστήριο του Forrester διασκέδαζε ένα σταθερό ρεύμα επισκεπτών και από τους βιομηχανικούς και από τους στρατιωτικούς κύκλους, ο καθένας με ερωτήσεις και ιδέες σχετικά με το πώς μια μηχανή όπως ο Whirlwind θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αυτοματοποιήσει τις επιχειρήσεις. Οι σημειώσεις του Forrester δείχνουν ότι ανάμεσα στο 1946 και το 1948 αυτοί οι επισκέπτες ανέσυραν δεκάδες πιθανοτήτων, συμπεριλαμβανομένων του στρατιωτικού και λογιστικού σχεδιασμού, του ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, του ελέγχου καταστροφών, της ασφάλειας ζωής του ελέγχου και της καθοδήγησης πυραύλων και των πρώτων συστημάτων προειδοποίησης . Δεύτερον , ο Forrester ‘μοιραζόταν τους φόβους του προσωπικού του Κέντρου Ειδικών Μηχανημάτων (SDC=Special Devices Center) του Ναυτικού ,σχετικά με την εμπιστευτική σχεδίαση μιάς ικανότητας Ρωσικού ατομικού χτυπήματος μέχρι το 1953’ και πίστευε ότι η δουλειά του θα μπορούσε να κάνει μια προσωπική συμμετοχή .

Τελικά , ο Forrester και η ομάδα του είχαν βαθιά απασχόληση με το θέμα των στρατιωτικών εφαρμογών από την αρχή . Στις αρχές του 1946 ,όταν ο Forrester πρώτος ανέφερε στο Ναυτικό για το σχέδιο του να στραφεί στους ψηφιακούς υπολογιστές ,είχε συμπεριλάβει αρκετές σελίδες για τις στρατιωτικές δυνατότητες .

Σε τακτική χρήση θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον αναλογικό υπολογιστή που χρησιμοποιούνταν τότε σε συστήματα ‘ελέγχου επιθετικών και αμυντικών πυρκαγιών’ και ακόμα περαιτέρω , θα έκανε δυνατά ένα ‘συντονισμένο Κέντρο Πληροφοριών Πολέμου’ που θα κατείχε ‘αυτόματες αμυντικές’ δυνατότητες ,ένα σημαντικό παράγοντα στις ‘πολεμικές ρουκέτες και στους κατευθυνόμενους πυραύλους’.

Τον Οκτώβριο του 1947 ο Forrester ο αρχηγός του SDC Perry Crawford και ο υπαρχηγός του Whirlwind Robert Everett είχαν εκδώσει δύο τεχνικές αναφοράς σχετικά με το πώς ένας ψηφιακός υπολογιστής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε αντιυποβρυχιακό πόλεμο (εναντίον των υποβρυχίων) και στον συντονισμό μιάς ναυτικής δύναμης από υποβρύχια ,πλοία και αεροπλάνα . Aυτό το χρόνο σε συχνές συναντήσεις στα αρχηγεία Sands Point , o Crawford και άλλο προσωπικό SDC ενθάρρυναν τους Forrester και Everett ‘να δουν πιο φιλόδοξες προοπτικές από το είδος που είχε διεγείρει τις προοπτικές ελέγχου των οξυδερκών συστημάτων που παρουσιάστηκαν στις αναφορές τους L-1 και L-2.

Τον επόμενο χρόνο ,καθώς η συνέχιση της υποστήριξης από το ONR γινόταν ολοένα και πιο αβέβαιη ,ο πρόεδρος του MIT Karl Campton ζήτησε από το Whirlwind μια αναφορά του μέλλοντος των ψηφιακών υπολογιστών στο στρατό . Η ομάδα παρήγαγε μια σαρωτική ενόραση στις στρατιωτικές εφαρμογές των υπολογιστών σε στόχους εντολών και ελέγχου,συμπεριλαμβανομένων του ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας του ελέγχου των πυρκαγιών και των μαχών και της καθοδήγησης πυραύλων καθώς και σε επιστημονικούς υπολογισμούς και στη λογιστική . Το εκτιμούμενο κόστος αυτού του προγράμματος τοποθετήθηκε στα 2 δισεκατομμύρια δολάρια (σημερινά δολάρια) για πάνω από 15 χρόνια.

Ο …εξομοιωτής πτήσης (σχέδιο ,πρόγραμμα) αντικαταστάθηκε από την ευρύτερη αντίληψη ενός κομπιουτερισμένου πραγματικού χρόνου συστήματος πολέμου και ελέγχου .

Στην πραγματικότητα η αναφορά συζήτησε τις περισσότερες από τις περιοχές όπου οι υπολογιστές έχουν τελικά εφαρμοστεί σε στρατιωτικά προβλήματα .

Τελικά ,δουλεύοντας με την επονομαζόμενη επιτροπή Valley αρχηγούμενη από έναν άλλο καθηγητή του MIT ,τον George E. Valley) ,ο Forrester κατασκεύασε μιά μεγάλη στρατηγική αντίληψης της άμυνας του εθνικού εναέριου περιμετρικού χώρου που ελέγχονταν από κεντρικούς ψηφιακούς υπολογιστές . Αυτοί θα έλεγχαν μακρινά έγκαιρης –προειδοποίησης πολικά ραντάρ και σε περίπτωση μιάς ρωσικής βομβιστικής επίθεσης θα προσάρμοζαν τους διακόπτες σε κάθε εισερχόμενο σκάφος ,θα κατεύθυναν τους διαδρόμους πτήσης τους και θα συντόνιζαν την αμυντική ανταπόκριση .

Οι προϋπολογισμοί στρατιωτικής έρευνας πήραν μια απότομη στροφή προς τα πάνω σαν αποτέλεσμα της έκρηξης μιας Σοβιετικής ατομικής βόμβας το 1949 και την αναταραχή του πολέμου στην Κορεάτικη χερσόνησο το 1950. Μέχρι αυτόν τον χρόνο, εξαιτίας του ελέγχου της στα πυρηνικά όπλα, η αεροπορική δύναμη είχε φανεί σαν το στρατιωτικό κέντρο του ψυχρού πολέμου και η περισσότερο οξυδερκής (που κοιτούσε μπρος) και τεχνολογικά προσανατολισμένη από τις ένοπλες υπηρεσίες. Το 1950 η αεροπορική δύναμη παρέλαβε την υποστήριξη του Whirlwind από το ONR. Κάτω από τη χορηγία της αεροπορικής δύναμης το σχέδιο της επιτροπής Valley εξελίχθηκε γρήγορα στο SAGE (Ημι-αυτοματοποιημένο Εδαφικό Περιβάλλον = Semi-automatic Ground Environment) πρόγραμμα αεράμυνας. Παρόλα αυτά, οι πρωταρχικές δεσμεύσεις της αεροπορίας βρίσκονταν στις επιθετικές στρατηγικές δυνάμεις. Οι διοικητές στα υψηλότερα επίπεδα πίστευαν ότι μια αποτελεσματική άμυνα ενάντια σε μια Σοβιετική πλήρους - κλίμακας πυρηνική επίθεση – ακόμα και χωρίς πυραύλους – ήταν μια αδυνατότητα. Προτιμούσαν να βασίζονται σε μια πολιτική ‘ταχείας χρήσης΄ πυρηνικών όπλων, έναν ευφημισμό για ένα πρωταρχικό χτύπημα. Κάτω από αυτή τη στρατηγική, η αεράμυνα δεν θα ήταν φυσικά απαραίτητη. Η ομάδα του Forrester γελοιοποιούταν σαν ‘τα παιδιά της γραμμής Maginot από το MIΤ’. Ο στρατηγός Hoyt Vanderberg ονόμασε το πρόγραμμα ‘επιθυμητή σκέψη και σημείωσε ότι η ελπίδα φάνηκε σε κάποια στρατηγία ότι η απεραντότητα της ατμόσφαιρας μπορεί κατά ένα θαυμάσιο τρόπο να σφραγιστεί σε μια αυτόματη άμυνα που βασίζεται στη μαγεία των ηλεκτρονικών. Ευχήθηκα συχνά όλες οι προετοιμασίες για τον πόλεμο να μπορούσαν με ασφάλεια να περιοριστούν στην κατασκευή μιας ασπίδας που θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να μας φυλάξει από όλα τα χτυπήματα και θα άφηνε έναν εξασθενημένο εχθρό. Αλλά σε όλη τη μακριά ιστορία του πολέμου αυτό δεν έγινε ποτέ δυνατό.

Ιδιαίτερα η αεροπορία φοβήθηκε ότι η έμφαση στη αεράμυνα θα μείωνε τους προϋπολογισμούς για τα στρατηγικά αεροπορικά σώματα (SAC = Strategic Air Corps) πυρηνικής επίθεσης. Αλλά ήταν σημαντικά ενισχυμένη από πολιτικές πιέσεις η παραγωγή κάποιου πράγματος που να έμοιαζε με μια ενεργή άμυνα αέρος έτσι ώστε να καθησυχαστούν οι δημόσιοι φόβοι για πυρηνική επίθεση. Αυτοί οι φόβοι σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία των τεχνολογικών μυαλών των μηχανικών του ΜΙΤ, δημιούργησε την απαραίτητη ορμή για το πρόγραμμα SAGE. Ο Eisenhower κατέληξε να υποστηρίζει και την SAC και το πρόγραμμα ηπειρωτικής αεράμυνας κάτω από την υψηλή τεχνολογία και στρατιωτική άμυνα του New Look.

Η ομάδα του Valley γρήγορα πείστηκε για την αποτελεσματικότητα των ψηφιακών τεχνικών του Forrester. Αλλά η ψηφιακή προσέγγιση ενέπλεκε μια κύρια αναδόμηση των συστημάτων εντολών της αεροπορίας, επειδή ήταν κεντροποιημένη και αυτοματοποιημένη μάλλον παρά αποκεντρωτική και προσανατολισμένη στον πιλότο. Για ανταγωνιστικό πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο του Michigan, βασισμένο σε αναλογική τεχνολογία, θα διατηρούσε τις βασικές δομές εντολών αλλά επιταγχύνοντας την διαδικασία υπολογισμού με αναλογικούς υπολογιστές. Η αεροπορία συνέχισε να επιδοτεί το πρόγραμμα του Michigan μέχρι το 1953. Ακόμα και τότε, η αεροπορία μόνο ακύρωσε το πρόγραμμα όταν το ΜΙΤ απείλησε να παραιτηθεί αν δεν δεσμευόταν στην ψηφιακή προσέγγιση.

Ο πρώτος τομέας SAGE έγινε λειτουργικός το 1958. Το κέντρο ελέγχου του συνίστατο από ένα τετραόροφο κτίσμα χωρίς παράθυρα, με έξι – ποδών πάχους ανθεκτικούς στις εκρήξεις τοίχους. Η μηχανή Whirlwind έγινε το πρωτότυπο για τα περιεχόμενα της, τον υπολογιστή παραγωγής FSQ – 7, που κατασκευάστηκε από την IBM. Αποτελούμενη από 70 θήκες, γεμισμένες με 58.000 σωλήνες κενού, ο FSQ – 7, ζύγιζε 300 τόνους και κατείχε χώρο 20.000 τετραγωνικά πόδια πάνω στο πάτωμα με άλλα 20.000 τετραγωνικά πόδια αφιερωμένα σε εκτεθειμένο εξοπλισμό από κονσόλες και τηλέφωνα. Μέχρι τα 1961 και οι 23 τομείς δούλευαν. Το συνολικό κόστος του σχεδίου στη δεκαετία του 1950 ήταν κάπου ανάμεσα στα 4 και τα 12 δισεκατομμύρια δολάρια. Μέρη του συστήματος λειτουργούσαν – χρησιμοποιώντας τους αρχικούς υπολογιστές σωλήνων κενού – μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Ο Whirlwind και το SAGE ήταν υπεύθυνα για πολλά κύρια τεχνικά πλεονεκτήματα. Η λίστα περιλαμβάνει την εφεύρεση της αποθήκευσης μαγνητικού πυρήνα, επιδείξεις βίντεο, όπλα φωτός, τεχνικές επιδείξεις γραφικών, το πρώτο αλγεβραϊκό λεξιλόγιο υπολογιστή και πολυεπεξεργασία. Πολλά από αυτά τα πλεονεκτήματα φέρουν το άμεσο αποτύπωμα των στρατιωτικών στόχων του προγράμματος SAGE, και το πολιτικό περιβάλλον της μεταπολεμικής εποχής – ένα άλλο παράδειγμα της κοινωνικής διαμόρφωσης της τεχνολογίας. Θα αναφέρω απλώς 3 παραδείγματα:

Πρώτα, όπως ο Paul Bracken (1984) έδειξε, ο ψυχρός πόλεμος, η απαίτηση της πυρηνικής εποχής τα στρατιωτικά συστήματα να παραμένουν σε συναγερμό 24 ώρες το εικοσιτετράωρο για χρόνια αντιπροσώπευσε μια εντελώς άνευ προηγουμένου πρόκληση όχι μόνο στις ανθρώπινες οργανώσεις αλλά και στον εξοπλισμό. Ο υπολογιστής Whirlwind ήταν ειδικά σχεδιασμένος για την ακραία εμπιστοσύνη που απαιτείτο κάτω από αυτές τις συνθήκες, Ήταν ο πρώτος διπλός υπολογιστής (δηλ. ήταν στην πραγματικότητα δυο υπολογιστές που έτρεχαν ο ένας πίσω από τον άλλο, ο ένας από τους οποίους θα μπορούσε να αναλάβει από τον άλλον πάνω στην δράση σε περίπτωση αποτυχίας). Με τον ίδιο λόγο η μηχανή είχε μια αρχιτεκτονική ανοχή λάθους και πρωτοπόρες μεθόδους εντοπισμού συστατικών αποτυχιών. Η έρευνα του Whirlwind επικεντρώθηκε επίσης βαριά και επιτυχώς στην αύξηση της διάρκειας ζωής των σωλήνων κενού, μια κύρια αιτία καταρρεύσεων στους πρώτους υπολογιστές. Ο χρόνος εκτός λειτουργίες (επισκευής) για τα μηχανήματα FSQ – 7 μετρήθηκε σε λεπτά ανά έτος – άλλοι υπολογιστές αυτής της εποχής ήταν συχνά εκτός λειτουργίας για αριθμούς εβδομάδων.

Δεύτερον, το SAGE ήταν το πρώτο ευρύ σύστημα ελέγχου που χρησιμοποιούσε ψηφιακό υπολογιστή. Μετέφραζε τα δεδομένα ότι ραντάρ σε συντεταγμένες αντιαεροπορικής κρούσης και πορείες πτήσης που αποστέλλονται στους πιλότους από το ράδιο. Η εκτέλεση πραγματικού – χρόνου ήταν μια απαίτηση που επιβαλλόταν από τη λειτουργία ελέγχου του συστήματος SAGE. Αυτό απαιτούσε πρώτα πολύ πιο γρήγορες ταχύτητες λειτουργίας από ότι κάθε άλλη μηχανή αυτής της περιόδου όχι μόνο για τις μονάδες κεντρικής επεξεργασίας αλλά για τα μηχανήματα εισαγωγής και εξαγωγής ομοίως. Δεύτερον, απαιτούσε την ανάπτυξη μεθόδων που αλληλομετέτρεπαν τα σήματα αισθητηρίων και ελέγχου από αναλογική σε ψηφιακή μορφή. Για παράδειγμα, τα σήματα των ραντάρ μετατρέπονταν σε ψηφιακούς τόνους για μετάδοση μέσα από τηλεφωνικές γραμμές.

Τέλος, αυτή η μακρινής απόσταση ψηφιακή επικοινωνία χρησιμοποιήθηκε και για τη μετάδοση των δεδομένων των ραντάρ και για τον συντονισμό των κέντρων SAGE. Το SAGE ήταν έτσι το πρώτο δίκτυο εργασίας υπολογιστή, μια απαίτηση της κεντρικής δομής της διοίκησης. Αλλά αυτή η κεντροποίηση ήταν η ίδια ένα προϊόν του SAGE. Ήταν και μια τεχνολογική σύγκρουση γιατί, χωρίς της υψηλής – ταχύτητας επικοινωνίας και συντονισμό, ο κεντρικός έλεγχος αυτής της κλίμακας δεν θα ήταν δυνατός και ένα κοινωνικό προϊόν, επειδή το SAGE είχε ενορασθεί από ‘χτίστες συστήματος’ με τη φράση του Thomas Hughes, που κατασκεύασαν τεχνολογίες για να ταιριάξουν σε ένα ενορατικό ιδεώδες. Πώς τα σχέδια Whirlwind και SAGE επεξηγούν την κοινωνική διεργασία στην ιστορία των υπολογιστών; Τρία σημαντικά σημεία πρέπει να γίνουν.

Πρώτα, θεωρημένη σαν πολιτικό – στρατιωτικό τόλμημα, η αξία του σχεδίου του SAGE – όπως και το πανομοιότυπο της, της δεκαετίας του ’80 το στρατηγικό αμυντικό σύστημα Star Wars’ – ήταν σχεδόν εντελώς φανταστική και ιδεολογική. Το στρατιωτικό της δυναμικό ήταν ελάχιστο, αλλά βοήθησε να δημιουργηθεί μια έννοια ενεργής άμυνας που καθησύχασε κάποια από την αβοήθητη παθητικότητα του πυρηνικού φόβου. Οι πολιτικοί αρχηγοί, το αρχόμενο σώμα των στρατιωτικών τεχνοκρατών και μηχανικών με μια σχεδόν ενστικτώδη πεποίθηση στις τεχνολογικές λύσεις για πολιτικό – στρατιωτικά προβλήματα – όλοι βασιζόμενοι στις τεχνολογικές επιτυχίες του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου – έτσι ενωμένοι ενάντια στην αεροπορία γύρω από ένα ουσιαστικά ιδεολογικό πρόγραμμα τεχνολογικής άμυνας. Οι υπολογιστές ελέγχου πραγματικού – χρόνου ήταν ένα προϊόν αυτών των κοινωνικών δυνάμεων.

Δεύτερον σε συζητήσεις στρατιωτικών συμφωνιών, είναι σύνηθες να αποπέμπεται η επιχορήγηση ή η εσκεμμένη ραπτική των προτάσεων των χορηγών τους ιδιαίτερους στόχους των γραφείων των κεφαλαίων, όσο άσχετες και αν είναι προς τα αποτελέσματα των ερευνών. Υποθετικά οι προτάσεις των χορηγών που δικαιολογούν βασική έρευνα σε όρους εφαρμογής είναι απλά ένα μέσο για να αποκτηθούν κεφάλαια που και οι δέκτες τους και οι δότες τους ξέρουν πως θα χρησιμοποιηθούν στην πραγματικότητα κάπου αλλού. Στην περίπτωση του Whirlwind τουλάχιστον μια πολύ πιο πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στις αιτιολογήσεις του κεφαλαίου και της τεχνολογίας αποκτήθηκε. Οι μελέτες τους για πιθανές στρατιωτικές εφαρμογές και οι επαφές τους με στρατιωτικά γραφεία εξάπλωσαν την έννοια των δυνατοτήτων και των άλυτων τεχνικών προβλημάτων της ομάδας του Whirlwind. Ταυτόχρονα, χρησίμευσαν για να μορφώσουν το γραφείο κεφαλαίων σχετικά με τις ακόμα ονειρεμένες δυνατότητες για κεντρική διοίκηση και έλεγχο. Ενώ το ONR δεν ήταν εξ ολοκλήρου πεπεισμένο, το σκεπτικό και τα αρχεία που παρήχθησαν σε αυτήν την ανταλλαγή διατήρησαν την επιχορήγηση για αρκετά χρόνια και αργότερα αποδείχθηκε τεράστιας αξίας στο να πείσει ένα άλλο στρατιωτικό γραφείο, την αεροπορία να προσφέρει υποστήριξη. Η πηγή κεφαλαίων, το πολιτικό κλίμα και οι προσωπικές τους εμπειρίες κατεύθυναν την προσοχή της ομάδας του Forrester προς τις στρατιωτικές εφαρμογές, ενώ η έρευνα της ομάδας τελικά κατεύθυνε τον στρατό προς νέες αντιλήψεις διοίκησης και ελέγχου.

Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αυτό μια διαδικασία αμοιβαίου προσανατολισμού, στην οποία κάθε συνέταιρος κατεύθυνε τον άλλο προς ένα νέο πεδίο ενδιαφερόντων και λύσεων. Οι διαπραγματεύσεις για τα κεφάλαια τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση έγιναν ταυτόχρονες διαπραγματεύσεις των τελικών τεχνικών χαρακτηριστικών των υπολογιστών και των στρατιωτικών διοικητικών δομών και των στρατηγικών στόχων.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, μέσα στο διάστημα πολύ λίγων χρόνων οι συντηρητικοί της αεροπορίας που είχαν αντιτεθεί στο εξυπολογιστικοποιημένο σύστημα αεράμυνας, είτε έγιναν, είτε αντικαταστάθηκαν από τους πιο ισχυρούς προτείνοντες της υψηλής τεχνολογίας, κομπιουτερισμένου πολέμου σε κάθε υπηρεσία των ενόπλων Αμερικανικών δυνάμεων.

Τελικά το SAGE όρισε ένα πρότυπο που επαναλήφθηκε αδιάκοπα στα επόμενα χρόνια κομπιουτερισμένης διοίκησης και ελέγχου της πυρηνικής άμυνας. Πάνω από 24 ευρείας κλίμακας κεντρικά δίκτυα εργασίας εντολών και ελέγχου κατασκευάστηκαν από την αεροπορία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τα μέσα της δεκαετίας του ’60 – τα επονομαζόμενα μεγάλα L συστήματα (big L systems), συμπεριλαμβανομένων το Strategic Air Command Control System (Στρατηγικό Σύστημα Διοίκησης και Ελέγχου Αέρος) και το Ballistic Missile Early Warning System ( Σύστημα Έγκυρης Προειδοποίησης Βαλλιστικού πυραύλου). Το 1962 το World – Wide – Millitary Command and Control System (Παγκόσμιο Στρατιωτικό Σύστημα Διοίκησης και Ελέγχου), ένα σφαιρικό δίκτυο εργασίας από κανάλια επικοινωνίας που περιλάμβαναν τους στρατιωτικούς δορυφόρους, και θεωρητικά επιτύγχανε πραγματικού – χρόνου κεντρική διοίκηση όλως των Αμερικανικών δυνάμεων παντού στον κόσμο, έγινε λειτουργικό. Τα μακρινά συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν από το SAGE συνδέθηκαν τελικά με δυνατότητες κεντρικού υπολογιστή στα αρχηγεία της Βόρειου – Αμερικανικής διοίκησης αεράμυνας στο Κολοράντο για ICBM ανίχνευση και ανταπόκριση. Η στρατηγική αμυντικής πρωτοβουλίας του προέδρου Reagan ήταν έτσι μόνο η τελευταία σε μια μακρά σειρά ελεγχόμενων από υπολογιστή, κεντρικών διοικητικών σχημάτων για την συνολική άμυνα. Κατά αυτή την έννοια η τεχνολογία SAGE είχε κύρια αποτελέσματα στο στρατιωτικό δόγμα και την οργανωτική δομή. Η τεχνολογία SAGE χρησιμοποιήθηκε επίσης από την IBM για να κατασκευάσει το ημι-αυτόματο περιβάλλον επιχειρηματικής έρευνας (SABRE: Semi-automatic-business-research environment) - μια άμεση αναφορά στο SAGE – το πρώτο υπολογιστικό, κεντρικό σύστημα κράτησης αεροπορικών θέσεων.

Περίληψη – Επισημάνσεις: Το Whilwind του ΜΙΤ ήταν το σημαντικότερο σχέδιο υπολογιστή το 1946-1956. Ήταν ένας εξομοιωτής πτήσης που χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες της πολεμικής αεροπορίας. Με την έναρξη του πολέμου κρίθηκε αναγκαία η κατασκευή ενός ψηφιακού υπολογιστή που θα χρησιμοποιείτο ως μηχανισμός ελέγχου και ταυτόχρονα θα εκτελούσε τη λειτουργία σε πραγματικό χρόνο.

Η απλότητα στη χρήση των αναλογικών υπολογιστών σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος των ψηφιακών, τους έκανε ιδιαίτερα προσιτούς για τους επιστήμονες. Οι ψηφιακοί αντίθετα δεν είχαν τελειοποιηθεί, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της κοινωνίας.

Η κατασκευή των εξομοιωτών πτήσης Whilwind απαιτούσε τεράστια δαπάνη χρημάτων. Χαρακτηριστικά ένας εξομοιωτής πτήσης κόστιζε 5 φορές περισσότερο από έναν υπολογιστή όπως ο UNIVAC με τιμή γύρω στις $300000-$600000 δολάρια.

Ο Forester βλέποντας την έλλειψη χορηγών για τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του προφασίστηκε διάφορες δικαιολογίες για να προσελκύσει νέα κεφάλαια. Μάλιστα για να προωθήσει το έργο του, τόνιζε ιδιαίτερα τη σημασία που θα είχε αυτό σε περίπτωση ρωσικού ατομικού χτυπήματος.

Το 1946 ο Forester παρουσίασε τη δουλειά του στο Ναυτικό, μιλώντας για αυτοματοποίηση των αμυντικών συστημάτων μέσω ενός κέντρου πληροφοριών πολέμου. Το 1947 σε συνεργασία με τους Perry Crowford και Robert Everett ασχολήθηκε με τη χρήση των ψηφιακών υπολογιστών στα υποβρύχια. Αργότερα δουλεύοντας με την επιτροπή Valley σχεδίασε την επέκτασή τους στην αεράμυνα των Η.Π.Α. Αυτή η προσπάθεια βρήκε αντίθετους τους στρατιωτικούς διοικητές στα ανώτερα επίπεδα, οι ποίοι έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στα πυρηνικά όπλα. Μάλιστα θεωρούσαν την αεράμυνα ανεπαρκή να προστατεύσει τις Η.Π.Α. από ενδεχόμενη ρωσική πυρηνική επίθεση. Ωστόσο το δημόσιο αίσθημα απαιτούσε τη δημιουργία ενός αμυντικού αεροπορικού συστήματος, ικανού να προστατεύσει από μια τέτοια επίθεση. Φάνηκε λοιπόν ότι το πρόγραμμα του Forester με την ονομασία SAGE είχε βρει τους υποστηρικτές που χρειαζόταν.

Ο πρώτος τομέας SAGE άρχισε να λειτουργεί το 1958 με τη δημιουργία από την ΙΒΜ του υπολογιστή παραγωγής FSQ-7. Το μέγεθός του και το κόστος του ήταν τεράστιο. Η επιλογή αυτή όμως απέφερε αρκετά αποτελέσματα και κατάφερε να φέρει σε πέρας πολλούς από τους στρατιωτικούς στόχους. Σύμφωνα με τον Paul Bracken το Whilwind ανταποκρίθηκε επιτυχώς στην απαίτηση τα στρατιωτικά συστήματα να παραμένουν σε συναγερμό επί 24ώρου βάσεως και επίσης πέτυχε την αύξηση της διάρκειας ζωής των σωλήνων κενού.

Επιπλέον το SAGE ήταν το πρώτο σύστημα που χρησιμοποίησε ψηφιακούς υπολογιστές. Η καινοτομία αυτή επέτρεψε πολύ γρήγορες ταχύτητες λειτουργίας προκαλώντας επανάσταση εκείνη την εποχή. Το SAGE με τις μοναδικές του δυνατότητες χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη της εξ αποστάσεως ψηφιακής επικοινωνίας και τη δημιουργία ενός συστήματος κεντρικού ελέγχου.

Τα σχέδια Whilwind και SAGE εισχώρησαν βαθιά στους κόλπους της κοινωνίας. Η μεγάλη αξία του SAGE οφείλεται στο γεγονός ότι περιόρισε το φόβο για μία πυρηνική επίθεση αφού το αμυντικό αυτό σύστημα λειτουργούσε επιτυχώς. Όμοια το πρόγραμμα Whilwind οδήγησε στην εξάπλωση της στρατιωτικής διοίκησης αφού οι εφαρμογές του στα στρατιωτικά θέματα ήταν απεριόριστες. Σε πολύ μικρό λοιπόν διάστημα η επιστήμη των υπολογιστών εδραιώθηκε στον Αμερικανικό στρατό.

Στα επόμενα χρόνια το SAGE αποτέλεσε κύρια βάση στη κατασκευή κεντρικών δικτύων εργασίας (Strategic Air Command Control System , Ballistic Missile Early Warning System). Μάλιστα το 1962 δημιουργήθηκε το World-Wide-Millitary Command and Control System όπου από ένα κεντρικό υπολογιστή ελέγχονταν όλες οι Αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Το SAGE όμως δεν είχε ενεργή συμμετοχή μόνο στα στρατιωτικά θέματα. Η IBM έχοντάς το ως πρότυπο κατασκεύασε το SABRE το πρώτο κεντρικό σύστημα κράτησης αεροπορικών θέσεων.

2. YΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ :

ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ‘ΠΑΖΛ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ’


Οι υπολογιστές είχαν ομοίως μαζικά αποτελέσματα στη φύση ,την ποιότητα και την δομή της εργασίας όπου έχουν ειπωθεί ότι είναι σημαντικά υπεύθυνοι για την εμφάνιση της ‘μεταβιομηχανικής κοινωνίας’ και της ‘επανάστασης της πληροφορικής’. Εδώ επίσης, βρίσκουμε ότι μια ιδεολογία τεχνολογικού προσδιοριτισμού είναι κοινή ,αντανακλάται από τη συχνή πεποίθηση των managers ότι και τα οφέλη παραγωγικότητας και ο κοινωνικός μετασχηματισμός θα είναι αυτόματα αποτελέσματα της υπολογιστικοποίησης . Αυτός ο τομέας προσπαθεί να εξισορροπήσει αυτή την άποψη ενάντια στην ιδέα ενός ‘υπολογιστικού ιστού’ στον οποίο οι υπολογιστές είναι μόνο ένας από μια ποικιλία κοινωνικών και τεχνικών παραγόντων που επηρεάζουν την οργανωτική αποτελεσματικότητα και κουλτούρα .

Ο ρόλος των υπολογιστών σ’αυτό το πρόβλημα είναι παράξενος . Ο τομέας κατασκευής υπολογιστών ήταν ο πιο μεγάλος μόνος συνεισφορέας στην αύξηση της παραγωγικότητας στο Αμερικάνικο εμπόριο .Αλλά στις σημαντικά κομπιουτερισμένες βιομηχανίες υπηρεσιών ,η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν πολύ φτωχή . Όπως ο Martin Baily (1991) παρατηρεί ‘προφανώς βελτιωνόμαστε στην κατασκευή υπολογιστών αλλά ακόμα δέν γνωρίζουμε στ’αλήθεια τί να κάνουμε μ’αυτούς αφού κατασκευαστούν’ .Αυτό είναι το γνωστό ‘πάζλ παραγωγικότητας’.

Το παράδειγμα που θα θεωρήσω εδώ είναι η τραπεζική βιομηχανία ,ο πρώτος κύριος μη στρατιωτικός τομέας της παγκόσμιας οικονομίας για υπολογιστικοποίηση .Ολόκληρη η τραπεζική επιχείρηση είναι τελικά μιά μορφή πληροφορικής επεξεργασίας και οι παραδοσιακές τεχνικές έκαναν την τραπεζιτική πολύ πιο έντονη σε εργασία από τον οικονομικό παγκόσμιο μέσο όρο .Θα φαινόταν τότε , να είναι μια ιδανική αρένα κομπιουτεροποίησης, που θα αναμενόταν να κάνει φανταστικά κέρδη από την αυτοματοποίηση των υπολογισμών, τον απολογισμό management, την τακτοποίηση λογαριασμών και γραμματειών και την επεξεργασία των επιταγών.

Κατά ενδιαφέρον τρόπο, το πρώτο σύστημα υπολογιστή για την επεξεργασία επιταγών ERMA αναπτύχθηκε σε ένα μυστικό συνεργατικό πρόγραμμα ανάμεσα στη τράπεζα της Αμερικής και το ινστιτούτο έρευνας του Stanford. Τον καιρό της δημοσίευσης του το 1955, καμιά άλλη τράπεζα δεν εξερευνούσε παρόμοια υπολογιστικά συστήματα. Παρόλα αυτά οι ιστορίες για υπολογιστές στην τραπεζιτική συχνά ισχυρίζονταν ότι η κομπιουτεροποίηση απαιτείτο από τους γρήγορα αυξανόμενους όγκους συναλλαγών από το κόστος εργασίας και από την μεγάλη αλλαγή των (κυρίως νέοι, γυναίκες) ταμείων και υπαλλήλων. Ο ERMA εισήγαγε την αναγνώριση χαρακτήρα μαγνητικής μελάνης που επέτρεψε εν μέρη την αυτόματη επεξεργασία των επιταγών. Προώθησε ένα τεράστιο κύμα επενδύσεων σε εξοπλισμό κομπιούτερ από την τραπεζική βιομηχανία, που συνέχισε ώστε το 97% των εμπορικών τραπεζών χρησιμοποιούσε υπολογιστές μέχρι το 1980. Ο Richard Franke μελέτησε την Αμερικανική οικονομική βιομηχανία για να προσδιορίσει τα αποτελέσματα αυτής της επένδυσης στην παραγωγικότητα και τα κέρδη της βιομηχανίας.

Περίληψη – Επισημάνσεις: Είναι γεγονός ότι η ανθρώπινη κοινωνία κατακλύζεται από ακούσματα του τύπου “ μεταβιομηχανική κοινωνία” και “επανάσταση της πληροφορικής”, με αποτέλεσμα να σχηματίζει κανείς την άποψη ότι η εποχή μας είναι η εποχή των πληροφοριών . Πράγματι τα διοικητικά στελέχη βλέπουν την πληροφορική σαν κάτι που αυξάνει την παραγωγικότητα. Για αυτό το λόγο ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους και αντικειμένου περιλαμβάνουν στον εξοπλισμό τους κάποιο σύστημα υπολογιστή. Υπολογίζεται ότι στην Αμερική γύρω στο 50% των εργαζομένων σε υπηρεσίες έχουν άμεση πρόσβαση σε Η/Υ και δεν φαίνεται τα πράγματα να είναι διαφορετικά στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες. Το παράδοξο σε σχέση με το Αμερικάνικο εμπόριο ήταν ότι παρόλο που οι υπολογιστές είχαν μεγάλη συνεισφορά στην αύξηση της παραγωγικότητας, στις σημαντικά κομπιουτερισμένες βιομηχανίες υπηρεσιών, η αύξησή της ήταν φτωχή. Αυτό είναι γνωστό σαν “πάζλ παραγωγικότητας” .

Αμερικανικές τράπεζες:

Βαριά επένδυση, αργή ανάπτυξη

Ο Franke βρήκε ότι ανάμεσα στο 1948 και 1983, τα αποτελέσματα των Αμερικανικών τραπεζών αυξήθηκαν στο τετραπλάσιο, όμως η μεγαλύτερη περίοδος ανάπτυξης ήταν ανάμεσα στο 1948-1958 πριν δηλαδή εισαχθούν οι υπολογιστές (βλέπε σχήμα 12.4). Η εισροή εργασίας (δηλαδή οι ώρες εργασίας) αυξήθηκαν επίσης σταθερά, αν και πιο αργά, τρεις φορές περισσότερο από το επίπεδο τους το 1948. Μετά το 1958 η εισροή εργασίας αυξήθηκε ελαφρά πιο γρήγορα μάλλον παρά λιγότερο και η εισροή κεφαλαίου – όπως θα μπορούσε να αναμένεται – αυξήθηκε κατά 14 φορές από το επίπεδο της το 1948, πηδώντας από μια κλίμακα αύξησης 2.7% το χρόνο σε ένα βαθμό 9.1% μετά το 1958. Το μεγαλύτερο μέρος του άλματος αποδίδεται στον εξυπολογισμό (υπολογιστικοποίηση) και τα έμμεσα του αποτελέσματα, όπως την αυξημένη άνεση στις παρακλαδικές τράπεζες.

Όμως αυτή η τεράστια επένδυση δεν είχε ουσιαστικά αποτέλεσμα στην παραγωγικότητα της εργασίας. Το σχήμα 12.5 δείχνει ότι η παραγωγικότητα αυξήθηκε πιο γρήγορα πριν το 1958 από ότι μετά με μια κορυφή το 1975 και έπεσε ελαφρά μετά από κει. Αυτό σήμαινε φυσικά ότι, ενώ η ένταση των κεφαλαίων (ο λόγος εργασίας προς εισροές κεφαλαίων) της βιομηχανίας τετραπλασιάστηκε η παραγωγικότητα του κεφαλαίου της βιομηχανίας (ο λόγος των εξερχόμενων αποτελεσμάτων προς το κεφάλαιο) έπεσε στο μόλις ένα πέμπτο του επιπέδου του 1948. Τα δεδομένα από την δεκαετία του ’80 δείχνουν την παραγωγικότητα να αυξάνει ξανά – αλλά μόνο στην μη εντυπωσιακή τάξη του 2% το χρόνο.

Αυτή η επένδυση έλαβε βέβαια χώρα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου πολύ γρήγορης τεχνολογικής αλλαγής όταν οι τράπεζες βρέθηκαν συχνά στη θέση να αντικαθιστούν απαρχαιωμένο εξοπλισμό που υπήρξε καινούργιος λίγα χρόνια πριν. Παρόλα αυτά ο Franke χρησιμοποίησε στατιστικές οπισθοδρομήσεις για να αντισταθμίσει αυτά τα αποτελέσματα και ακόμα και τότε βρήκε ότι η παραγωγικότητα δεν άρχισε να αυξάνει παρά μέχρι την τέταρτη γενιά τεχνολογίας υπολογιστών και ακόμα και τότε όχι πολύ.

Τι εξηγεί το παράδοξο της μαζικής αυτοματοποίησης με σχεδόν τιποτένια αποτελέσματα; Μια πιθανότητα είναι η ίδια η άποψη του Franke. Συμπεραίνει ότι ‘οι βασικές αλλαγές στην κατανομή και την οργάνωση της δουλειάς, που οφείλονται στην νέα τεχνολογία, καταλήγουν αρχικά σε δυσοικονομίες (δυσλειτουργίες). Μόνο με τον χρόνο μπορούν να προσαρμοστούν οι επιχειρήσεις ώστε να γίνουν παραγωγικές’. Αυτή η μακροοικονομική εξήγηση βασίζεται στο οικείο μοντέλο ‘σύγκρουσης΄των σχέσεων ανάμεσα στην τεχνολογία και την κοινωνία. Οι υπολογιστές συγκρουόμενοι με την τραπεζική βιομηχανία την διασπά σαν ένα διεσχασμένο άτομο που μόλις τώρα αρχίζει να επανασταθεροποιήται σε ένα καινούργιο συντονισμό. ‘Δυσλειτουργίες’ ήταν το αποτέλεσμα.

Περίληψη – Επισημάνσεις: Ένας τομέας στον οποίο παρουσιάστηκε το “πάζλ παραγωγικότητας” είναι η τραπεζική βιομηχανία. Η κομπιουτεροποίηση σ’ αυτόν τον τομέα φάνταζε σαν ένα ισχυρό μέσο που θα απέδιδε μεγάλα κέρδη και πολλές διευκολύνσεις στην οικονομική βιομηχανία. Τα πρώτα υπολογιστικά συστήματα εμφανίστηκαν στις Αμερικάνικες τράπεζες, στις οποίες ο Franke έκανε έρευνες για να προσδιορίσει τα αποτελέσματα αυτών στην αύξηση της παραγωγικότητας. Οι έρευνές τους έδειξαν ότι παρά την αύξηση της εισροής κεφαλαίου και της εισροής εργασίας, τα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα της εργασίας δεν ήταν τα αναμενόμενα. Αυτό κατά τη γνώμη του οφείλεται στο ότι οι τράπεζες αναγκάζονταν να εκσυγχρονίζουν συνεχώς τα παλιά υπολογιστικά τους συστήματα με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία στην κατανομή και οργάνωση της εργασίας.




“Global Bank Brazil”


Η Shoshana Zuboff, που διεξήγαγε τις λεπτομερείς μας γεωγραφικού μήκους μελέτες για την κομπιουτεροποίηση σε αρκετές εργοστασιακές και γραφειακές ρυθμίσεις ανάμεσα στο 1982 – 1986, εξέτασε την ανάπτυξη ενός περιβάλλοντος βάσεως δεδομένων στο βραζιλιάνικο κλάδο μιας κύριας τράπεζας των Η.Π.Α. Καλεί το ίδρυμα ‘Global Bank Brazil’.


Στη “Global Bank Brazil”, μια ομάδα απο νέους οξυδερκείς managers είχαν καθορίσει να προσπεράσουν άλλες τράπεζες αναπτύσσοντας και εγκαθιδρύοντας ένα σύστημα πληροφορικής. Οι νέοι υπολογιστές θα τους επέτρεπαν όχι μόνο να αυτοματοποιήσουν τις υπάρχουσες διεργασίες αλλά να αναπτύξουν και να πουλήσουν μια ευρεία κλίμακα καινούργιων προϊόντων βασισμένων στην πληροφορική. Για παράδειγμα, ενοράστηκαν ενσωματωμένες πωλήσεις πραγματικών εκτάσεων στις οποίες η τράπεζα θα παρείχε ένα ‘πακέτο’ πληροφόρησης σχετικά με τις ιδιοκτησίες, τα δάνεια και την ασφάλεια ή ‘έξυπνες’ μεσιτείες βασισμένες στη συνεχώς ανανεωμένη γνώση των καταστάσεων ρευστότητας των πελατών. Οι υπολογιστές της τράπεζας θα συνέδεαν τις ανάγκες μια εταιρίας για μετρητά με το πλεόνασμα μιας άλλης και οι τραπεζίτες θα μεσίτευαν την διαπραγμάτευση.


Αυτοί οι ίδιοι οι managers επίσης συνεισέφεραν σε μια όψη ‘κρούσης’ του περιβάλλοντος της βάσεως δεδομένων. Πίστευαν ότι, το να εμπλακούν περισσότερο στην ανάλυση και την λήψη αποφάσεων που βασίζονταν στις πληροφορίες που θα παρείχε το σύστημα. Αντί να ξοδεύουν το χρόνο τους στο τηλέφωνο ή παίζοντας γκολφ με τους πελάτες διατηρώντας, προσωπικές σχέσεις και αποκτώντας ένα αόριστο ‘ένστικτο’ για τις καταστάσεις τους, οι τραπεζίτες θα δούλευαν με απτά αντικειμενικά δεδομένα. Το κλειδί για τις καινούργιες τους εργασίες θα ήταν η αποτελεσματική εξερεύνηση της πληροφόρησης.


Σύμφωνα με τα λόγια ενός manager: ‘Η εξυπηρέτηση, η τελειότητα και η καινοτομία είναι μόνο παρατσούκλια τώρα καθώς σπρώχνουμε την τεχνολογία, οι άνθρωποι θα διαπιστώσουν ότι έχουν ένα αληθινά πολύτιμο εργαλείο στα χέρια τους. Τότε θα αναγκαστούν να το χρησιμοποιήσουν. Τότε μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που σκέφτονται και κάνουν τη δουλειά τους.Ένας άλλος είπε:


‘Είμαστε σε μια καμπύλη εκμάθησης τώρα, προσπαθώντας να καταλάβουμε την τεχνολογία. Αλλά σε κάποιο σημείο θα έχουμε μια επανάσταση. Η τεχνολογία θα αποδείξει ότι η σύγχρονη οργάνωση είναι ανεπαρκής. Μερικοί άνθρωποι θα προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον και κάποιοι όχι. Σε κάθε επανάσταση πολλοί άνθρωποι σκοτώνονταν και κάποιοι άνθρωποι θα πεθάνουν στο τέλος και αυτής επίσης’.


Αλλά αντί να προκληθεί μια ‘επανάσταση’, το περιβάλλον της βάσεως δεδομένων βυθίστηκε στη λάσπη ενός εκπαιδευτικού λιμνάζοντος ύδατος, που αυτοματοποίησε κάποια υπαλληλικά έργα ρουτίνας και είχε πολύ λίγο αποτέλεσμα στο τρόπο που η τράπεζα έκανε δουλειές.


Ο λόγος είχε να κάνει με το γεγονός ότι οι παλαιότεροι managers από την αρχή, είχαν αντισταθεί στο πρόγραμμα της βάσης δεδομένων. Για να αποφύγουν την παρέμβαση των παλαιότερων managers και την κατεδάφιση των ‘επαναστατικών’ τους στόχων, η εξελικτές της βάσης δεδομένων είχαν αποφασίσει μια στρατηγική εκτέλεσης που θα έβαζε την τεχνολογία μέσα στη τράπεζα από την ‘πίσω πόρτα’. Αντί να την εγκαταστήσουν πρώτα στο τμήμα marketing της τράπεζας ή κάποια άλλη περιοχή υψηλής ορατότητας, επέλεξαν να την εισάγουν στο κεντρικό τομέα των παθητικών, τον πιο παλιό, το λιγότερο αυτοματοποιημένο και τον πιο εσωτερικό από τις διεργασίες της τράπεζας – ‘ένα πίσω γραφείο’.


Τα κεντρικά παθητικά διατηρούσαν αρχεία από τα ισοζύγια πίστωσης των πελατών και των ιστορικών των πελατών. Εδώ η βάση δεδομένων χρησίμευσε απλά να αυτοματοποιηθεί μια υπάρχουσα εργασία. Οι υπάλληλοι ήταν εκπαιδευμένοι να εισάγουν δεδομένα στο νέο σύστημα αλλά δεν τους είχαν πει πως λειτουργούσε. Οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούσε είχαν θεωρηθεί πολύ δύσκολοι για να τους κατανοήσουν οι υπάλληλοι και ακόμα και το νόημα του όρου περιβάλλον βάσεως δεδομένων δεν εξηγήθηκαν στην ομάδα. Μια επιπόλαιη εκπαιδευτική περίοδος συνολικά οχτώ ημερών δεν άφησε κανένα στη ομάδα σε θέση να κατανοήσει το ‘επαναστατικό’ δυναμικό στο οποίο οι σχεδιαστές στηρίζονταν.


Κατά συνέπεια, η βάση δεδομένων έγινε κατανοητή από αυτούς που δεν ήταν μυημένοι στους σχεδιαστικούς στόχους σαν λειτουργία ελέγχου, όχι ένα προϊόν εξελικτικής λειτουργίας, χειρότερα συσχετίστηκε με τις πιο σκοτεινές από τις εργασίες της τράπεζας. Το πρόγραμμα που εξακολούθησε όταν η μελέτη της Zuboff τελείωσε το 1984, στάθηκε πολύ μακριά από τους αρχικούς ενορατικούς τους στόχους.


Οι managers του προγράμματος είχαν επιλέξει αυτό το γήπεδο επειδή πίστευαν ότι η τεχνολογία θα εξανάγκαζε μια επαναοργάνωση των λειτουργικών διαιρέσεων της τράπεζας και των δομών ισχύος. Αλλά η στρατηγική εκτέλεσης που επέλεξαν παρήγαγε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο για το νέο σύστημα. Απομόνωσαν τους εαυτούς τους από την παλαιότερη διοίκηση της τράπεζας και απέκρυψαν τη φύση του σχεδίου τους ακόμα και από τους πρώτους του χρήστες. Βασιζόμενοι σε ένα κρουστικό μοντέλο κοινωνικής αλλαγής, οι εξελικτές της βάσης δεδομένων απέφυγαν την άμεση ανάσυρση οργανωτικών θεμάτων – και κατεύθυναν το πρόγραμμα τους σε μια οργανωτική μαύρη τρύπα. Δεν κατάλαβαν ότι το ‘περιβάλλον’ βάσης δεδομένων, δε περιείχε τον εαυτό του αλλά ήταν μόνο ένα στοιχείο ενός ευρύτερου κοινωνικοτεχνικού συστήματος που οι Kling και Scacchi το αποκάλεσαν ‘ο ιστός της υπολογιστικής’.


Ας κοιτάξουμε τώρα σε μια αντίθετη περίπτωση όπου οι αναπτυχθείς του συστήματος κατάλαβαν πολύ καλά τον κοινωνικό σκοπό αυτού που έκαναν αλλά απέτυχαν να λάβουν υπόψη τις κοινωνικές προσκρούσεις της τεχνολογίας. Αυτή η περίπτωση είναι η κομπιουτεροποίηση του βρετανικού τραπεζικού συστήματος στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές των χρόνων του ’80.


Περίληψη – Επισημάνσεις: Εξετάζοντας κανείς ξεχωριστά κάποια τράπεζα, μπορεί να διαπιστώσει μια άλλη εξήγηση για τα μη προσδοκώμενα αποτελέσματα που είχε η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας (Η/Υ) σ’αυτήν. Ένα παράδειγμα αποτελεί η μελέτη της Shoshana Zuboff στην ”Global Bank Brazil” για την ανάπτυξη ενός περιβάλλοντος βάσεως δεδομένων. Μια ομάδα από νέους managers προσπάθησαν να εισάγουν στην “Global Bank Brazil” ένα καινούριο σύστημα πληροφορικής που θα τους βοηθήσει να βρουν νέες μεθόδους ώστε η εργασία τους να γίνεται πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά. Γι’ αυτό εξέλιξαν μια υψηλότερου επιπέδου οργάνωση των δεδομένων τις λεγόμενες βάσεις δεδομένων. “Βάση δεδομένων είναι μια συλλογή των λειτουργικών δεδομένων ενός οργανισμού ή μίας επιχείρησης. Τα δεδομένα φυλάσσονται σε περιφερειακές μονάδες μνήμης ηλεκτρονικών υπολογιστών και επεξεργάζονται από ένα αριθμό πληροφοριακών εφαρμογών”. Σ’αυτό το πρόγραμμα της βάσης δεδομένων οι παλιοί managers αντέδρασαν. Έτσι οι νέοι managers για να αποφύγουν αυτές τις αντιδράσεις κατέφυγαν στη λύση της απόκρυψης του προγράμματος, τοποθετώντας το στις εσωτερικές διεργασίες της τράπεζας. Ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησαν να πετύχουν τους στόχους τους δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, διότι απομόνωσαν τους εαυτούς τους από το ευρύτερο κοινωνικό τεχνικό σύστημα αποφεύγοντας παράλληλα την άμεση ανάσυρση οργανωτικών θεμάτων.








Βρετανικές τράπεζες : Οι υπολογιστές σαν Στρατηγικές για Αλλαγές Οργάνωσης




Στο βρετανικό τραπεζικό σύστημα ο παραδοσιακός τρόπος εκπαίδευσης πριν την κομπιουτεροποίηση βασιζόταν σε ένα κύριο μοντέλο μαθητείας ,σύμφωνα με τον Steve Smith (1989). Η απασχόληση άρχιζε στην ηλικία των 15 ή 16 και κάποιος ανερχόταν τότε επίπεδο σε μια ιεραρχία σε μορφή πυραμίδας .Τελικά ,με τύχη και καπατσοσύνη ,κάθε υπάλληλος μπορούσε να ελπίζει να γίνει manager μιάς παρακλαδικής τράπεζας ή ακόμα και ένας γενικός manager ενσωματωμένα αρχηγεία .Οι παρακλαδικές τράπεζες κάτω από το παλιό σύστημα ήταν τράπεζας πλήρους εξυπηρέτησης (με όλες τις υπηρεσίες) κάτω από ένα αποκεντρωτικό σύστημα . Οι managers των παρακλαδικών τραπεζών με την υπεροχή τους ή με τις γνώσεις που είχαν αποκτήσει , ήταν ικανοί (τουλάχιστον στη θεωρεία) να εκτελέσουν κάθε διεργασία σε κάθε επίπεδο ιεραρχίας της τράπεζας-παρακλάδι . Οι παλαιότεροι managers ήταν γενικοί στρατηγοί των οποίων οι ικανότητες λήψης αποφάσεων και η εξουσία διατηρούνταν απορρέοντας από μια ευρεία και βαθιά προσωπική εμπειρία.


Μαζί με αυτή τη δομή καριέρας πήγαινε ένα ήθος της ευελιξίας του υπαλλήλου. Οι υπάλληλοι είχαν μια ευρεία κλίμακα ικανοτήτων που τους επέτρεπε να στρέφονται από εργασία σε εργασία κατά τη διάρκεια μιας τραπεζικής ημέρας, οι οποίες θα μπορούσαν να απαιτούν ταχυδρόμηση πράξεων και τακτοποίηση λογαριασμών και γραμματίων το πρωί, όταν λίγοι πελάτες έρχονται στην τράπεζα και δουλειά ταμία προς το τέλος της ημέρας, όταν πελάτες έρχονταν να εξαργυρώσουν επιταγές πληρωμών και να ανασύρουν κεφάλαια.


Η κομπιουτεροποίηση σ’ αυτή την περίπτωση εισήχθη ευρέως για να αναδομήσει την εργασία. Ο Smith αναφέρει στον Διευθυντή διοίκησης (διευθυντή διαχείρισης) του Olivetti.


‘Η τεχνολογία πληροφορικής είναι βασικά μια τεχνολογία συντονισμού και ελέγχου του εργατικού δυναμικού, των εργατών με λευκά κολάρα, τους οποίους η Taylorian (επιστημονική διαχείριση του Taylor) μέθοδος δεν καλύπτει … Η ηλεκτρονική επεξεργασία δεδομένων (EDP = electronic data processing) φαίνεται να είναι ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία με τα οποία η διαχείριση (management) της εταιρίας, εγκαθιδρύει πολιτικές που αφορούν άμεσα την διαδικασία εργασίας που καθορίζεται από πολύπλοκους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Με αυτή την έννοια, η EDP είναι στην πραγματικότητα μια οργανωτική τεχνολογία, και όπως η οργάνωση της εργασίας, έχει μια δυαδική λειτουργία σαν μια παραγωγική δύναμη και ένα εργαλείο ελέγχου για το κεφάλαιο.’


Οι Βρετανοί τραπεζίτες τοποθέτησαν υπολογιστές σαν μέρες ενός γενικού σχεδίου να απομακρυνθούν από ο μοντέλο εκμάθησης της τέχνης προς ένα μοντέλο εκλογικευμένης βιομηχανικής παραγωγής. Οι υπολογιστές διευκόλυναν για παράδειγμα, την προοδευτική εξειδίκευση των εργασιών και την αυτοματοποίηση ενός μεγάλου μέρους της δουλειάς που κάποτε γινόταν με το χέρι.


Μαζί με αυτή την εξειδίκευση πηγή μια εξεπίτηδες αναδόμηση των δρόμων καριέρας. Σήμερα όχι μια αλλά αρκετές σειρές εισαγωγής αναγνωρίζονταν και πιο οριζόντια και κάθετη διατομή των λειτουργιών έχει λάβει χώρα, καταλήγοντας σε μια περισσότερο διαφοροποιημένη δομή όπου όλα τα μονοπάτια δεν ξεκινούν από τη βάση ή οδηγούν στην κορυφή και οι περισσότεροι εξειδικευμένες εργασίες σημαίνουν μεγαλύτερη εμπειρία αλλά λιγότερη ευελιξία.


Μερικές τράπεζες χρησιμοποίησαν επίσης υπολογιστές για να κεντρικοποιήσουν διεργασίες σε μια αξονική και δορυφορική διαμόρφωση που ονομάστηκε ‘επανοργάνωση δικτύου εργασίας παρακλαδιών’. Τα δορυφορικά παρακλάδια, στο νέο σχήμα, προσφέρουν περιορισμένες υπηρεσίες κυρίως σε άτομα. Μερικοί δορυφόροι δεν έχουν managers. Το κεντρικό γραφείο φιλοξενεί τις υπηρεσίες επεξεργασίας των δεδομένων καθώς και ειδικευμένες υπηρεσίες για ενσωματωμένους πελάτες και επενδυτές. Αυτή η κεντρικοποίηση ενισχύει τη διατόμηση της τραπεζικής εργασίας και δημιουργεί μια τάξη εξειδικευμένων managers.


Αλλά το αποτέλεσμα αυτής της επαναδόμησης βασισμένη σε υπολογιστές της τραπεζικής οργάνωσης ήταν μεικτό. Ενώ η παραγωγικότητα σε τέτοιες επαναλαμβανόμενες εργασίες όπως η εισαγωγή δεδομένων ανέβαινε, ο αριθμός του υπαλληλικού προσωπικού δεν έπεφτε και συχνά αύξανε. Ένας καινούργιος γενετικώς διαχωρισμός της εργασίας επίσης φάνηκε, με περισσότερες γυναίκες να δουλεύουν στον χαμηλοτάβανο ρόλο των υπαλλήλων και τους άντρες να σκαρφαλώνουν σ’ αυτό που ήταν γνωστό σαν ‘το πρόγραμμα επιταχυνόμενης καριέρας’.


Ο Smith τοποθετεί το συχνό παράπονο ότι το προσωπικό το οποίο ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι εύρισκαν τους εαυτούς τους αφιερωμένους σε μια επαναλαμβανώμενη δουλειά εργοστασίου. Αυτό δεν είναι τραπεζική εργασία, είναι δουλειά εργοστασίου.


Η επαναλαμβανόμενη φύση περισσότερο διατμημένης εργασίας, μαζί την αντίστοιχη μείωση σε όρους συλλογικότητας και κοινότητας, προκάλεσε πτώση του ηθικού σε αρκετές (αν και όχι σε όλες) τράπεζες. Αυτό το στοιχείο έχει επιβεβαιωθεί και σε άλλες μελέτες ‘υπολογιστικοποίησης’ σε δουλειά γραφείου όπου οι managers είχαν τους ίδιους στόχους. Η μειωμένη ευελιξία λιγότερο ικανών υπαλλήλων οδήγησε σε ανεπάρκειες εξαιτίας της ποικίλης εργασιακής δομής μιας τραπεζικής ημέρας. Τελικά, εντάσεις πρόβαλαν ανάμεσα σε γενικούς managers της παλιάς σχολής και τους νεώτερους εξειδικευμένους πάνω στην ίδια τη φύση της τραπεζικής εργασίας. Η νεώτερη ομάδα έτεινα να χειρίζεται τις παρακλαδικές εργασίας. Η νεώτερη ομάδα έτεινε να χειρίζεται τις παρακλαδικές εργασίες σαν μηχανικές ή βιομηχανικές διεργασίες. Οι γενικοί ένιωθαν πως αυτό ήταν προσβολή σε μια προηγούμενη προσεγμένη (τιμημένη) καριέρα και επίσης πίστευαν ότι από τη νέα ομάδα έλειπε μια προαισθαντική κατανόηση των τραπεζικών διεργασιών επαναπαυμένοι πολύ βαριά στην ανάλυση. Το συνολικό αποτέλεσμα, όπως και στην περίπτωση της Αμερικής, ήταν μια εκπληκτικά χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας.


Η Βρετανική περίπτωση δείχνει υπολογιστές που χρησιμοποιήθηκαν για να διευκολύνουν τη δημιουργία ενός κοινωνικού προϊόντος – σε αυτή την περίπτωση την αυτοματοποίηση της παραδοσιακής δουλειάς και μια κεντρικοποίηση του προηγουμένου αποκεντρωτικού παρακλαδικών συστήματος. Αυτοί οι στόχοι ενσωματώθηκαν στο σχέδιο των υπολογιστών συστημάτων που εγκαταστάθηκαν ιδιαίτερα στην κεντροποίηση της επεξεργασίας δεδομένων (μειώνοντας τις τράπεζες – παρακλάδια σε μηχανήματα εισαγωγής – εξαγωγής) και στην διάτμηση της δουλειάς με της εργασίες εισαγωγής δεδομένων διαχωρισμένες από άλλες πιο πολύπλοκες τραπεζικές αποστολές καθώς η επανοργάνωση και η επένδυση σε εξοπλισμό κομπιούτερ προχώρησε, είχαν κρούσεις πάνω στον κοινωνικό ΄χώρο της οργάνωσης – πράγμα που κατά πολύ δεν είχε προβλεφθεί ούτε ήταν επιθυμητό από τους σχεδιαστές. Το να ‘εκλογικεύσουμε’ μια υπάρχουσα διεργασία έφερε παραλογισμούς, εν μέρει επειδή χειρίστηκε την οργάνωση σαν μια μηχανή χωρίς να λάβει υπόψη κοινωνικές παράγοντες όπως η εργασιακή ικανοποίηση και το γένος και εν μέρει επειδή τα συστήματα των υπολογιστών στέριωσαν μια λιγότερο ευέλικτη εργασιακή δομή.


Από αυτά τα δυο παραδείγματα μπορούμε να δούμε ότι μπορεί να υπάρχουν κοινωνικοπολιτιστικοί καθώς και τεχνολογικοί-οικονομικοί λόγοι για το παζλ της παραγωγικότητας. Όταν οι υπολογιστές εισήχθησαν στην Global Band Brazil με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να “ταρακουνήσουν’ την οργάνωση, το αποτέλεσμα ήταν μερική αποτυχία που οφειλόταν στην αδράνεια – μια αποτυχία άμεσης διαχείρισης κοινωνικής συνάφειας. Όταν οι υπολογιστές εισήχθησαν σαν τμήμα άμεσης διαχείρισης κοινωνικής συνάφειας, βασισμένης σε ένα μοντέλο αυτοματοποίησης, είχαν απρόβλεπτες κρούσεις στον πολιτισμό της εργασίας που οδήγησε σε ανεπάρκειες και κοινωνικές εξαρθρώσεις.


Περίληψη – Επισημάνσεις: Μια άλλη περίπτωση που η εισαγωγή των υπολογιστών δεν έφερε τα ανάλογα αποτελέσματα είναι αυτή των Βρετανικών τραπεζών. Η ιεραρχία των Βρετανικών τραπεζών ήταν σε μορφή πυραμίδας όπου κάποιος υπάλληλος ξεκινώντας από χαμηλά, αργότερα αν ήταν ικανός μπορούσε να γίνει manager. Οι τράπεζες λειτουργούσαν κάτω από ένα αποκεντρωτικό σύστημα, με τους managers να μπορούν να εκτελέσουν κάθε διεργασία σ’αυτές. Η κομπιουτεροποίηση σ’αυτήν την περίπτωση αποσκοπούσε στην εξειδίκευση, την αυτοματοποίηση των εργασιών και την κεντρικοποίηση του αποκεντρωτικού παρακλαδικού συστήματος. Έτσι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι υπάλληλοι να δουλεύουν μηχανικά πάνω στον τομέα της εργασίας τους και να μην υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους. Οπότε οι managers έπαψαν να έχουν δημιουργικούς στόχους έτσι ώστε να υπάρχει και σ’αυτή την περίπτωση χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας. Παρατηρούμε ότι και στα δύο παραδείγματα η κοινωνικό-πολιτιστική ή οι τεχνολογικοί-οικονομικοί λόγοι οδήγησαν στο “παζλ παραγωγικότητας”.


3. ΓΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ




Η δουλειά του υπολογιστή ταξινομείται κατά ένα σχεδόν γραμμικό τρόπο κατά μήκος ενός άξονα που προσδιορίζεται από το γένος. Οι γυναίκες είναι κυρίαρχες στις περιοχές κατώτερων προσόντων, κατώτερης τάξης και κατώτερου μισθού όπως η κατασκευή microchip και η συναρμολόγηση των υπολογιστών (ιδιαίτερα σε “μακρινές” ή ξένες εταιρείες) και η εισαγωγή δεδομένων, όπου οι γυναίκες αποτελούν πάνω από το 95 % της δύναμης εργασίας. Ενώ η στατιστική απόδειξη σ’ αυτή την περιοχή είναι προβληματική, μια γενική τάση είναι αλάνθαστη: οι αριθμοί των γυναικών αρχίζουν να μειώνονται καθώς το επίπεδο ικανοτήτων ανεβαίνει, με κάτι της τάξης του 65% των Αμερικάνων χειριστών υπολογιστών, 30% - 40% των προγραμματιστών και 25% - 30% των αναλυτών συστημάτων να είναι θηλυκού γένους. Οι ανισορροπίες του γένους στις Ευρωπαϊκές χώρες είναι περισσότερο δραματικές.

Ένα παρόμοιο μοντέλο υπάρχει στην εκπαίδευση, κατά έναν τρόπο που οι στενές παράλληλοι δημιουργούν διαφοροποίηση στα μαθηματικά. Τα κορίτσια και τα αγόρια δείχνουν σχεδόν όμοια ενδιαφέροντα και ικανότητες στις πρώτες τάξεις, αλλά αρχίζουν γύρω στην ηλικία των 11 ή 12 τα κορίτσια να σταματούν βαθμιαία την εγγραφή στα μαθήματα υπολογιστών. Μέχρι την ηλικία του γυμνασίου τα αγόρια ξεπερνούν τα κορίτσια σε τέτοια μαθήματα κατά 2 προς 1. Κατά τη δεκαετία του ΄80 αυτός ο ίδιος λόγος ανδρών προς τις γυναίκες επέμεινε στις τάξεις αποφοίτησης του κολεγίου με περίπου το 35% των βαθμών bachelor στις υπολογιστικές επιστήμες να απονέμονται σε γυναίκες. Αλλά υπάρχουν στοιχεία ότι αυτό το ποσοστό έχει ουσιαστικά μειωθεί, ίσως και στο 20% στα τελευταία 2 με 3 χρόνια, χωρίς μια αντίστοιχη πτώση σε άλλους μεγαλύτερους τεχνικούς.

Μέχρι το επίπεδο του διδακτορικού, η κατάσταση είναι πολύ πιο τραγική· το ποσοστό των διδακτορικών στην επιστήμη των υπολογιστών που απονέμεται στις γυναίκες έχει παραμείνει σταθερά στο 10% - 12% από το 1978. Η κατάσταση στη μηχανική είναι χειρότερη με τις γυναίκες να παίρνουν μόνο το 8% των διδακτορικών, παρόλο που τα νούμερα εδώ έχουν αυξηθεί. Για σύγκριση σημειώστε ότι το ποσοστό στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά είναι τώρα περίπου 17% και ανεβαίνει.

Η ανισορροπία είναι πιο αυστηρή στο επίπεδο της απασχόλησης καθηγητικού προσωπικού. Μόνο 6,5% των καθηγητών των Ιδρυμάτων που κατέχουν τμήματα υπολογιστικής είναι γυναίκες (7% στην επιστήμη υπολογιστών και 3% στην ηλεκτρική μηχανική). Το ένα τρίτο των τμημάτων απονομής διδακτορικού δεν έχουν καθόλου γυναικείου καθηγητικό σώμα.




Περίληψη-Επισημάνσεις : Μπορούμε να πούμε ότι ιδιαίτερα στις μέρες μας παρατηρείται ένα χάσμα μεταξύ υπολογιστών και γυναικών. Λίγες είναι οι γυναίκες που εμβαθύνουν και προσπαθούν να μάθουν όσο πιο λεπτομερώς γίνεται τους υπολογιστές. Όμως, υπάρχει ένας τομέας στους υπολογιστές (εύκολος στη μάθηση) όπου το γυναικείο φύλο υπερτερεί κατά πολύ του αντρικού (95%), και αυτό είναι η εισαγωγή δεδομένων. Άλλοι δυο τομείς που παρατηρείται το φαινόμενο αυτό, αλλά όχι τόσο έντονα, είναι η κατασκευή microchip και η συναρμολόγηση των υπολογιστών. Βέβαια, η αμοιβή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ μικρή, όπως άλλωστε μικρός είναι και ο χρόνος μάθησης τους.

Το φαινόμενο αυτό ,όμως, δεν παρατηρείται με τα ίδια ποσοστά σε όλες τις ηλικίες. Μέχρι την ηλικία των 11 ή 12 τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν σχεδόν όμοια ενδιαφέροντα και ικανότητες. Μετά την ηλικία αυτή αρχίζει να φαίνεται εντονότερα το χάσμα. Στο γυμνάσιο η αναλογία μετατρέπεται σι 2 προς 1. Σε βαθμό bachelor το χάσμα αυξάνεται περισσότερο και στο διδακτορικό το γυναικείο φύλο εκπροσωπείται ελάχιστα. Σε επίπεδο καθηγητών τείνει να εκλείψει η γυναικεία παρουσία.

Το χάσμα αυτό τα παλαιότερα χρόνια δεν ήταν τόσο έντονο, αλλά αυξήθηκε με τον καιρό και όπως όλα δείχνουν θα συνεχίσει να αυξάνεται. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν ευνοεί ιδιαίτερα το ευαίσθητο φύλο. Και αυτό γιατί, όσο περνούν τα χρόνια η τεχνολογία εξελίσσεται και η γυναικεία παρουσία σε αυτήν μειώνεται συνεχώς. Στις μέρες μας η σχέση τεχνολογίας και γυναικών είναι εντελώς επιφανειακή. Όμως η κατάσταση αυτή δεν θεωρείται ανησυχητική, γιατί σε άλλους τομείς οι γυναίκες πρωτοστατούν με αποτέλεσμα η κατάσταση να εξισορροπείται.






ΤΟ ΦΥΛΟ ΣΤΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ


Μια πιθανή εκδοχή της ιστορίας επαφίεται για εξήγηση στην προκατάληψη και στη συστηματική καταπίεση. Τα αγόρια του γυμνασίου έχουν συχνά παρατηρηθεί να ενοχλούν τα κορίτσια και να υποβαθμίζουν τις ικανότητές τους, κάποιες φορές επίτηδες για να κρατήσουν τις εγγραφές στις τάξεις υπολογιστών χαμηλές.

Οι απεικονίσεις σε βιβλία επιστήμης υπολογιστών δείχνουν ένα 10 : 1 λόγο ανδρών προς γυναίκες και η διαφήμιση των υπολογιστών προσανατολίζεται ισχυρά προς το αντρικό φύλο. Οι γυναίκες σπουδάστριες σε όλα τα επίπεδα έχουν αναφέρει καταπίεση σε πολλές μορφές, που κλιμακώνονται από ανοικτές δηλώσεις γηραιών καθηγητών ότι οι γυναίκες δεν ανήκουν στο σχολείο αποφοίτων μέχρι πιο πανούργα και πιθανόν ασυνείδητη κακομεταχείριση, όπως το να αγνοούν τις δικές τους ιδέες ή να τις κουκουλώνουν με παρόμοιες ιδέες των ανδρών συναδέλφων τους που παίρνουν τους επαίνους. Οι ακόλουθες παραπομπές από σπουδαστές και ερευνητικό προσωπικό απεικονίζουν την κάποιες φορές πολύ άμεση φύση αυτού του σεξισμού.

Ενώ δίδασκα ένα τμήμα απαγγελίας, ένα τελειόφοιτος σπουδαστής τινάχτηκε μπροστά και ζήτησε το νούμερο του τηλεφώνου μου. Οι άνδρες συχνά με διακόπτουν κατά τη διάρκεια τεχνικών συζητήσεων για να ρωτήσουν προσωπικά ζητήματα ή να κάνουν ακατάλληλες παρατηρήσεις για μη επαγγελματικά ζητήματα.

Μου είπε μια γραμματέας που προγραμμάτιζε μια καλοκαιρινή τεχνική συνάντηση σε μια τοποθεσία ιδιόκτητη του ΜΙΤ ότι ο οικοδεσπότης του meeting θα προτιμούσε οι γυναίκες που παρευρίσκονταν να φορούν μπικίνι για το κολύμπι.

Μου είπε ένας άνδρας μέλος του καθηγητικού σώματος ότι οι γυναίκες δεν κάνουν καλούς μηχανικούς εξαιτίας της πρώτης παιδικής τους εμπειρίας… τα μικρά αγόρια χτίζουν πράγματα, τα μικρά κορίτσια παίζουν με κούκλες, τα αγόρια αναπτύσσουν ένα ισχυρό ανταγωνιστικό ένστικτο, ενώ τα κορίτσια αναθρέφουν.

Τέτοιοι παράγοντες όπως η έλλειψη των μοντέλων γυναικείου ρόλου και το επονομαζόμενο φαινόμενο – απατεώνα κατά το οποίο οι μειονότητες νιώθουν τους εαυτούς τους ότι δεν είναι “αληθινά” μέλη της κυρίαρχης ομάδας, δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ίδιες τους τις ικανότητες και αποφεύγουν τη δημόσια έκθεση έτσι ώστε να μην εκλαμβάνονται ότι εκπροσωπούν έναν πραγματικό επιστήμονα υπολογιστών, είναι ανάμεσα στους άλλους τρόπους που η ταξινόμηση των κενών διαιωνίζεται.

Αυτοί είναι αληθινοί και σημαντικοί μηχανισμοί στη δημιουργία γενετικών ανισορροπιών. Ταυτόχρονα, υπάρχουν στοιχεία που προτείνουν ότι στη βιομηχανία των υπολογιστών πέρα από μια συστηματική απόρριψη, πολλές εταιρείες έκαναν ενεργές προσπάθειες να προσλάβουν περισσότερες γυναίκες και ότι, συγκρινόμενη με άλλες παλαιότερες βιομηχανίες, η υπολογιστική υπήρξε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τις γυναίκες. Στην ακαδημαϊκή κοινότητα, η έλλειψη γυναικών διδακτόρων κάνει την εύρεση ταλαντούχων υποψηφίων, δύσκολη. Έτσι, ενώ η περισσότερο πανούργα προκατάληψη επιμένει, η άμεση διάκριση ενάντια στις γυναίκες είναι πιθανόν κάτι λιγότερο από παράγοντα στην υπολογιστική από ότι σε άλλες καριέρες.

Περίληψη-Επισημάνσεις: Μπορούμε να πούμε ότι το φαινόμενο του φεμινισμού έχει εξαπλωθεί σε πολλούς τομείς, ακόμα και στην εκπαίδευση. Τα αγόρια με το θράσος τους προσπαθούν να μειώσουν τα κορίτσια και να τα αποτρέψουν από εκεί που θέλουν να είναι κυρίαρχοι. Περιοδικά και βιβλία (υπολογιστών) απευθύνονται κυρίως στο αντρικό φύλο.

Ένα τρομερό φαινόμενο που επικρατεί είναι ότι οι ιδέες των κοριτσιών κρύβονται και καταπολεμούνται από τους άντρες, οι οποίοι περνάνε στη θέση αυτών των ιδεών, όμοιες δικές τους ιδέες. Παρατηρείται, λοιπόν, το φαινόμενο ότι όπου θέλουν οι άντρες να υπερισχύσουν, μηχανεύονται πολλούς πανούργους τρόπους για να καταπολεμήσουν το γυναικείο φύλο. Αυτό συμβαίνει έντονα στον τομέα των υπολογιστών, κυρίως, διότι οι γυναίκες είναι μειονότητα και έτσι, δεν μπορούν να αντιδράσουν.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι τα αγόρια ασχολούνται, κατά τα παιδικά τους χρόνια, με πράγματα που έχουν σχέση με την τεχνολογία, ενώ τα κορίτσια παίζουν με κούκλες. Επίσης, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, παρατηρείται το θλιβερό φαινόμενο, οι γυναίκες να βλέπονται μόνο σαν αντικείμενα σεξισμού.

Κατά τη γνώμη μου, για όλα αυτά ευθύνεται η κοινωνία, η οποία έχει ήδη καταφέρει να απομακρύνει κατά πολύ το γυναικείο φύλο από την τεχνολογία. Επιπλέον, έχει περάσει στον έξω κόσμο μια ηττοπάθεια, που διακρίνει το φύλο αυτό, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να μην αντιδρούν σ’ αυτήν την καταπολέμησή τους από τους άντρες.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΕΝΩΝ

Αλλά μια άλλη προσέγγιση στο θέμα των διαφορών των γενών είναι να κάνουμε την ερώτηση του αν ή όχι οι υπολογιστές, σαν εργαλεία είναι ουδέτερου γένους. Θα επιχειρηματολογήσω ότι οι υπολογιστές είναι πολιτιστικά κατασκευασμένοι κατά τέτοιο τρόπο ώστε να χαρακτηρίζονται με ένα γένος και να αντιστέκονται στις προσπάθειες των γυναικών να πιάσουν φιλίες μαζί τους.

Οι επιστήμονες τείνουν να σκέφτονται τους υπολογιστές σαν μηχανές Turing, παγκόσμιες μηχανές ικανές να κάνουν οτιδήποτε από το να ελέγχουν ένα διαστημόπλοιο έως το να ισορροπούν ένα βιβλίο επιταγών. Αλλά οι άνθρωποι πάντα αντιμετωπίζουν την τεχνολογία σε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον και αναπτύσσουν την κατανόησή τους από εκεί. Αν συναντηθούν πρώτα με τους υπολογιστές μέσα σε μια τάξη, είναι το πιο πιθανό να τους συστηθούν σε μια θεωρητική μορφή που δίνει έμφαση στις αφηρημένες ιδιότητές τους και στην ηλεκτρονική τους λειτουργία. Αν συναντήσουν τους υπολογιστές σε ένα γραφείο, μπορεί να τους κατανοήσουν σαν επεξεργαστές κειμένου ή σαν υπολογιστές μεγάλων λογιστικών φύλλων. Σε κάθε περιβάλλον θα περιβάλλονται από ένα είδος φακέλου των λεγόμενων, των γραπτών, των διαθέσεων, των εικόνων και των αισθημάτων άλλων ανθρώπων γι’ αυτούς. Το τυπικό περιεχόμενο, μια ομιλίας ή ενός εκπαιδευτικού συνεδρίου ή μιας συζήτησης με έναν άλλο χρήστη είναι μόνο ένα μέρος αυτού που κοινοποιείται.

Πολλοί επενδυτές έχουν προτείνει ότι η αποφυγή των υπολογιστών από τα κορίτσια συνδέεται με διαφορές ανάμεσα σ΄ αυτό που μπορεί χαλαρά να οριστεί σαν οι “κουλτούρες” των ανδρών και των γυναικών. (Φυσικά, υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία ανάμεσα στις γενικότητες που τώρα θα περιγράψω). Οι άνδρες μαθαίνουν να δίνουν αξία στην ανεξαρτησία, την ικανότητα να κάνουν πράγματα από μόνοι τους, χωρίς βοήθεια. Νιώθουν πιο άνετα σε μια κοινωνική ιεραρχία στην οποία η θέση τους είναι σχετικά ξεκάθαρη. Από νωρίς εκπαιδεύονται για ρόλους ανταγωνιστών και αντίμαχων και εκτιμούν τη νίκη και τη δύναμη. Η αφηρημένη λογική είναι για τους άνδρες, μια σημαντική αξία, εν μέρει εξ' αιτίας της σχέσης της με τη δύναμη.

Η γνωστή μελέτη της Carol Gilligan για την ηθική των ανδρών και των γυναικών “Με μια διαφορετική φωνή”, αποκάλυψε ότι οι άνδρες τείνουν να θεωρήσουν την υψηλότερη μορφή ηθικής σαν βασισμένη σε μια δικαιολογημένη προσκόλληση σε έναν πρωταρχικό ηθικό νόμο που μεταχειρίζεται όλους τους παίχτες σαν ίσους.

Οι γυναίκες αντίθετα, τείνουν να προτιμούν την αλληλεξάρτηση. Η εξάρτηση από άλλους εκτιμάται γιατί διατηρεί συνεχώς ένα κοινωνικό “εργοστάσιο” ή δίκτυο εργασίας που θεωρείται πιο σημαντικό από την ατομική αυτό-επάρκεια. Αντί της ιεραρχίας, η γυναικεία κουλτούρα ασκεί την κοινωνική “επιπεδοποίηση” στην οποία ένας υποκείμενος στόχος των συζητήσεων ή των παιχνιδιών είναι να τους κρατήσουν όλους στο ίδιο επίπεδο κατάστασης. Παρομοίως, ο ανταγωνισμός και η νίκη είναι λιγότερο σημαντικά από το να διατηρούμε ένα παιχνίδι συζήτησης σε συνέχεια . Οι πρακτικές ικανότητες μάλλον, παρά η αφηρημένη λογική τείνουν να είναι κύριες αξίες, και αυτό πηγαίνει μαζί με μια ηθική που αντιλαμβάνεται τις ιδιαίτερες σχέσεις ότι αντικαθιστούν τους αφηρημένους κανόνες – οι άνθρωποι έχουν διαφορετική μεταχείριση σε συνάρτηση των αναγκών τους και των σχέσεών τους με τους άλλους μάλλον, παρά την ίδια μεταχείριση βασισμένη στην ηθική τους ισότητα.

Στις μελέτες της σχετικά με την εκμάθηση από τα παιδιά της γλώσσας LOGO σε ένα ιδιωτικό σχολείο, η Sherry Turkle παρατήρησε δύο βασικές προσεγγίσεις στον προγραμματισμό υπολογιστών. Οι μαθητές που ονομάζει “σκληροί κυρίαρχοι” χρησιμοποίησαν ένα σχεδιασμένο, δομημένο, τεχνικό στυλ, ενώ οι “μαλακοί κυρίαρχοι” βασίστηκαν σε ένα πιο όμορφο σύστημα βαθμιαίας ανάπτυξης, αλληλοδραστικό παιχνίδι και ενστικτώδη πηδηματάκια. Με τα δικά της λόγια

“Η σκληρή κυριαρχία είναι η επιβολή της θέλησης πάνω στη μηχανή μέσα από την εφαρμογή ενός σχεδίου. Ένα πρόγραμμα είναι το εργαλείο για προμελετημένο έλεγχο. Το να κάνεις το πρόγραμμα να δουλέψει είναι πιο πολύ σαν να κάνεις “κάποιον να πει την ατάκα του” παρά να αφήσεις τις ιδέες να φανούν μέσα από το πάρε-δώσε της συζήτησης…Ο στόχος είναι πάντα να κάνεις το πρόγραμμα να συνειδητοποιήσει το σχέδιο.

Η μαλακή κυριαρχία είναι πιο αλληλεπιδραστική… η κυριαρχία του καλλιτέχνη: δοκίμασε αυτό, περίμενε για μια ανταπόκριση, άσε το συνολικό σχήμα να φανεί μέσα από μια αλληλεπίδραση με το μέσο. Είναι πιο πολύ σαν μια συζήτηση από ένα μονόλογο.”

Σημειώστε την ομοιότητα αυτών των μορφών με τις δύο κουλτούρες που περιέγραψα. Στην πραγματικότητα, η Turkle βρήκε ότι η πλειονότητα των σκληρών κυρίαρχων ήταν αγόρια και η πλειονότητα των μαλακών χρηστών ήταν κορίτσια. Αλλά και τα δύο στυλ παρήγαγαν ολοκληρωμένου προγραμματιστές.

Και η σκληρή και μαλακή κυριαρχία της Turkle και οι περιγραφές μου για τις κουλτούρες ανδρών και γυναικών είναι φυσικά γελοιογραφίες των τεράστια ευέλικτων και πολύπλοκων διεργασιών παρά άκαμπτοι και γρήγοροι κανόνες. Μια κουλτούρα δεν είναι ένα πρόγραμμα αλλά ένα λεπτό σετ ωθήσεων προς ιδιαίτερες κατευθύνσεις που δεν αντιλαμβάνεται ο καθένας στον ίδιο βαθμό και δεν ανταποκρίνεται με τον ίδιο τρόπο. Πολλοί άνδρες είναι περισσότερο στο σπίτι σαν αυτό που περιέγραψα σαν “γυναικεία” κουλτούρα και αντίστροφα, και είναι σημαντικό ότι εξαιρετικά προγράμματα μπορούν να κατασκευαστούν από ανθρώπους και των δύο φύλων που χρησιμοποιούν και τις δύο μεθόδους, κάτι που η Turkle είδε σε άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών.

Όπως και να έχει το πράγμα, αυτές οι δύο διχοτομίες είναι υπαινικτικές (υποδηλωτικές). Θεωρείστε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι τα πολλά αν όχι τα περισσότερα παιχνίδια video τονίζουν τη βία συχνά με μια στρατιωτική μεταφορά. Το πρώτο παιχνίδι video ήταν το “Πόλεμος στο Διάστημα” γραμμένο από τους ανθρώπους του ΜΙΤ στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. (Αλλά το πρώτο εμπορικό παιχνίδι ήταν το αγαθό “Pong” και ένα από τα πιο δημοφιλή σημερινά παιχνίδια είναι το ομοίως μη στρατιωτικό Tetris). Ακόμα όμως, ο κύριος όγκος των παιχνιδιών που οδήγησαν στην τρέλα του video στις αρχές των χρόνων του ΄80 ήταν διαμαχικά στη φύση τους και ήταν εν μέρει σαν μια αργοπορημένη ανταπόκριση στη δυναμική αγορά των εφήβων – κοριτσιών που λιγότερο βίαια εναλλακτικά παιχνίδια όπως τα Frogger και Pac-man κατασκευάστηκαν.

Η κουλτούρα των hacker, για να δώσουμε ένα άλλο παράδειγμα, είναι έντονα προσανατολισμένη προς το ανδρικό φύλο. Οι hackers συχνά δουλεύουν σε ανεξάρτητη απομόνωση. Πολλοί λένε ότι η γοητεία που τους ασκεί το hacking σχετίζεται με την έννοια ελέγχου και δύναμης, μια έξαρση της ικανότητάς τους να κάνουν την μηχανή να κάνει οτιδήποτε. Ενώ το επονομαζόμενο ήθος του hacker που περιγράφηκε από τον Steve Lery θεωρητικά αξιολογεί την ικανότητα προγραμματισμού πάνω από όλα τα άλλα συμπεριλαμβανομένων της φυσικής εμφάνισης και του γένους, στην πρακτική εφαρμογή, οι hackers συχνά αποφεύγουν τις γυναίκες και τις κλείνουν έξω από τους κοινωνικούς τους κύκλους. Η εθνογραφική μελέτη της Turkle για τους hackers του ΜΙΤ αποκάλυψε μια πανίσχυρη ανταγωνιστική πλευρά σε τέτοια φαινόμενα όπως ο “αθλητικός θάνατος”, η πρακτική του να παραμένει κάποιος σε ένα τερματικό μέχρι να ιδρώνει, αποκτώντας δόξα μέσα από ένα είδος ορμής φυσικής αυταπάρνησης. Στις δεκαετίες του ΄60 και ΄70 και σε κάποια έκταση ακόμα σήμερα, οι hackers έπαιζαν ένα σημαντικό ανεπίσημο ρόλο στην ανάπτυξη του συστήματος software και των παιχνιδιών κομπιούτερ. Έτσι οι αντιλήψεις τους για τη φύση της υπολογιστικής ενσωματώθηκαν κατά μια έννοια στα μηχανήματα.

Μια άλλη πηγή διαφοροποίησης των γενών μπορεί να είναι η φύση της εκπαίδευσης πάνω στους υπολογιστές στα σχολεία και στα κολέγια. Η επιστήμη των υπολογιστών με την περιθωριακή της πειθαρχική θέση ανάμεσα στα μαθηματικά, τη ψυχολογία της αντίληψης και τη μηχανική, έχει σε μια ορισμένη έκταση βασιστεί για την εκπαιδευτική της επιβίωση στο άπλωμα ενός ισχυρισμού μαθηματικής-επιστημονικής καθαρότητας, και μια θέση στην οποία αυτός ο ισχυρισμός εκφράζεται (και οι μαθητές ξεβοτανίζονται (επιλέγονται) για σωστές ικανότητες και προσανατολισμούς) ως η εισαγωγή στις τάξεις της επιστήμης υπολογιστών. Τα παραδοσιακά τμήματα προγραμματισμού, εν μέρει για αυτό το λόγο, διδάσκονται με ένα υψηλά θεωρητικό τρόπο που τονίζει αφηρημένες ιδιότητες της λογικής, των υπολογισμών και ηλεκτρονικών μάλλον παρά τις πρακτικές χρήσεις. Τα κορίτσια αναφέρουν αδιαφορία και άγχος στις τάξεις με αυτόν τον προσανατολισμό και επιτυγχάνουν καλύτερους βαθμούς σε τμήματα με πιο πρακτικές

κλίσεις.

Σε μια κύρια συζήτηση του 1989 στις σελίδες μια εφημερίδας επιστήμης υπολογιστών, την “Επικοινωνίες του ACM” ο επιστήμονας υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Texas στο Austin, ο Edsger Dijkstra πρότεινε ότι η εισαγωγική επιστήμη υπολογιστών πρέπει να διδάσκεται σε ένα ακόμα πιο τυπικό μοντέλο δίνοντας έμφαση στον βασικά μαθηματικό του πυρήνα. Από το να χρησιμοποιούν αληθινούς υπολογιστές, οι φοιτητές στο πρόγραμμα του Dijkstra θα είχαν να γράψουν προγράμματα στις κοινά χρησιμοποιούμενες γλώσσες και να αποδείξουν τη βάση τους λογικά ( αντί να τις αναπτύσσουν με τις μεθόδους δοκιμής-και-λάθους). Πολλοί από τους συναδέλφους του δήλωσαν ένσταση σ’ αυτή την πλεονασματικά τυποποιητική άποψη – αλλά αναμφισβήτητα αντανακλά ένα σημαντικό νήμα της σκέψης σχετικά με την εκμάθηση των υπολογιστών. Στην έκταση που αυτή η στρατηγική διδασκαλίας επικρατεί, τείνει να εμποδίσει την εισαγωγή των γυναικών σ’ αυτό το πεδίο.

Αυτά τα τελευταία τρία παραδείγματα – παιχνίδια video, hacking και εκπαίδευση υπολογιστών – όλα δείχνουν τη διεργασία της δημιουργίας κουλτούρας (νοοτροπίας) σε δράση. Η αλληλεπίδραση με τα πολεμικά παιχνίδια του video κατασκευάζει τον υπολογιστή σαν ένα μέρος σύγκρουσης και ανταγωνισμού, ένα παιχνίδι όπου η νίκη είναι ένα ζήτημα μεταφορικής ζωής και θανάτου. Το hacking χρησιμοποιεί τον υπολογιστή σαν ένα μέσο κοινωνικής επεξεργασίας της αυτό-κατασκευής στην οποία οι νέοι άνδρες ολοκληρώνονται ο ένας με τον άλλον και με την μηχανή και επιτυγχάνουν ανεξαρτησία και δύναμη. Ο υπολογιστής σαν ο χώρος αυτής της αυτό-κατασκευής, αποκτά μια συσχέτιση (σύνδεση) με το γένος. Η διδασκαλία των υπολογιστών που τονίζει την αφηρημένη λογική είναι περισσότερο επικλητική για τα αγόρια και διευκολύνει την σύνδεση των υπολογιστών με τους άνδρες. Έτσι οι υπολογιστές έχουν συχνά θεωρηθεί πολιτιστικά σαν αντικείμενα αρσενικού γένους.

Εδώ, τότε είναι μια άλλη κοινωνική διεργασία μέσα από την οποία η τεχνολογία των υπολογιστών και η κοινωνική παραγωγή γνώσης και αξιών αλληλεπιδρούν. Η τάση είναι να θεωρούμε αυτούς τους πολιτιστικούς παράγοντες, επειδή είναι τόσο ευέλικτοι και μεταβλητοί, σαν ξεχωριστούς και ανεξάρτητους από σχέδια. Αλλά οι άνθρωποι τους συμπεριλαμβάνουν στην εμπειρία τους της υπολογιστικής σαν αναγκαίες παρουσίες που δομούν τον υπολογιστή που αντιλαμβάνονται. Κοινωνική “συνάφεια” και διεισδυτική ύπαρξη σχεδίου: κανένα στοιχείο δεν είναι καθαρά ουσιαστικό και κανένα άλλο καθαρά τυχαίο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτές οι τρείς σύντομες μελέτες περιπτώσεων περιθάλπουν την αλληλεπίδραση της τεχνολογίας με την πολιτική, την κοινωνία και τον πολιτισμό καθώς οι υπολογιστές αυξανόμενα διαχέονται στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Οι υπολογιστές σπάνια “προκαλούν” κοινωνική αλλαγή με την άμεση έννοια που υπαινίσσεται το μοντέλο “σύγκρουσης”, αλλά συχνά δημιουργούν πιέσεις και πιθανότητες στις οποίες τα κοινωνικά συστήματα ανταποκρίνονται. Οι υπολογιστές επηρεάζουν την κοινωνία μέσα από μια αλληλεπιδραστική διαδικασία κοινωνικής κατασκευής.

Ποιος θα πάρει υπολογιστές; Ποια νέα είδη πρόσβασης στην πληροφόρηση θα επιτρέψουν; Ποιος θα ευεργετηθεί και ποιανού οι δραστηριότητες θα αποτελέσουν αντικείμενο σε ποιο λεπτομερή εξέταση; Πως αυτοί οι παίκτες θα αντιδράσουν σε τέτοιες αλλαγές; Αυτές οι ερωτήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές ακριβώς επειδή ο υπολογιστής δεν έχει εισαχθεί μόνο σε έναν οργανισμό ή σε μια κουλτούρα αλλά συχνά ενσωματώνει ιδιαίτερες εικόνες του πως ο οργανισμός ή η κουλτούρα (φιλοσοφία) λειτουργεί και ποίοι οι ρόλοι των μελών του θα έπρεπε να είναι. Αφού έχει εγκατασταθεί, ένα σύστημα υπολογιστή, ενσωματώνοντας αυτές τις εικόνες, μπορεί να βοηθήσει στο να τις εκπαιδεύσει και να τις στεριώσει. Αυτό που χρειάζεται είναι μια γνώση του “υπολογιστικού ιστού”, δηλαδή, των τρόπων με τους οποίους ένα καινούργιο σύστημα κομπιούτερ θα εισχωρήσει μέσα σε ένα υπάρχον εργασιακό δίκτυο από κοινωνικές σχέσεις. Ούτε η προσέγγιση “κοινωνικών κρούσεων” ούτε η προσέγγιση “κοινωνικών προϊόντων” θα παράγει μια επαρκή εικόνα αυτής της αλληλεπίδρασης· μόνον μια εικόνα τεχνολογικής αλλαγής σαν μια κοινωνική επεξεργασία είναι πιθανό να είναι αρκετά εύρωστη για να αιχμαλωτίσει τη γεύση του πώς οι υπολογιστές δουλεύουν στη κοινωνία.-

Περίληψη-Επισημάνσεις: Το χάσμα αυτό οφείλεται κυρίως στις δυο διαφορετικές κουλτούρες που υπάρχουν μεταξύ αντρών και γυναικών . Οι άντρες δημιουργήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυναμικοί, να επιδιώκουν τη δόξα και να θέλουν να είναι κυρίαρχοι. Αυτό βέβαια τους κάνει ανταγωνιστικούς μεταξύ τους. Οι γυναίκες αντιθέτως στηρίζονται περισσότερο στην αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Οι υπολογιστές ως δυναμικά εργαλεία απευθύνονται περισσότερο στους άντρες.

Το φαινόμενο αυτό μπορούμε να το παρατηρήσουμε αρκετά έντονα, στα παιχνίδια, στους hackers και την εκπαίδευση. Τα παιχνίδια που κυκλοφορούν στο εμπόριο είναι πάρα πολλά. Λίγα είναι όμως εκείνα που μπορούν να προσελκύσουν το γυναικείο φύλο. Τα παιχνίδια αυτά είναι το pacman, το Tetris κ.τ.λ. Σ’ αυτά τα παιχνίδια δεν κυριαρχεί το πνεύμα της ανταγωνιστικότητας, με αποτέλεσμα την ανάδειξη ενός μόνο ατόμου. Αυτό συμβαίνει, όμως, σε μια τεράστια πλειοψηφία από τα παιχνίδια που κυκλοφορούν. Έτσι, λοιπόν, αυτά αναφέρονται περισσότερο στο αντρικό φύλο.

Μιλώντας για τους hackers, μπορούμε να πούμε ότι είναι κάποια άτομα, τα οποία κατέχουν σχεδόν πλήρως την επιστήμη των υπολογιστών. Αυτοί μπορούν να σπάσουν κωδικούς και να μάθουν τα μυστικά και τα απόκρυφα στοιχεία μεγάλων υπηρεσιών ή εταιριών. Γι’ αυτό, λοιπόν, και τους κυνηγούν. Αρκετοί από αυτούς βρίσκονται, άλλωστε, στη φυλακή. Αυτοί, όμως, είναι μεγάλοι hackers, οι οποίοι επηρέασαν κατά πολύ τις εταιρίες αυτές. Μπορούν να εισχωρήσουν ακόμη και σε απόκρυφα sites του FBI. Πολλές τέτοιες κινήσεις μπορούν να στοιχίσουν τη φυλάκισή τους, αν βέβαια τους ανακαλύψουν. Η ηλικία των hackers ποικίλει. Μπορούμε να τους βρούμε ακόμη και σε μικρές ηλικίες. Αυτοί βέβαια δεν μπαίνουν σε sites του FBI, αλλά συνήθως πειράζουν διάφορα διάσημα πρόσωπα και γενικά προσπαθούν να διασκεδάσουν με τις ικανότητές τους. Το hacking είναι αρκετά διαδεδομένο στη χώρα μας.η ικανότητα των hackers προξενεί τον θαυμασμό των υπολοίπων και πολλοί που ασχολούνται με τους υπολογιστές τους ζηλεύουν. Πολλοί ειναι επίσης αυτοί που προσπαθούν να μιλήσουν μαζι τους και αρκετοί δημοσιογράφοι θέλουν να τους πάρουν συνέντευξη. Πολλές πάλι εταιρίες θέλουν να τους προσλάβουν και να τους εντάξουν στο δυναμικό τους, προσφέροντάς τους τεράστια ποσά, για να ανταγωνίζονται πιο εύκολα τις αντίπαλές τους εταιρίες, μαθαίνοντας μυστικές τους κινήσεις. Τέλος πρέπει να πούμε ότι οι hackers διώχνουν τις γυναίκες από τους κύκλους τους. Έτσι η παρουσία του γυναικείου φύλου στο hacking μπορεί και να μην υπάρχει.

Το φαινόμενο αυτό μπορούμε να το δούμε και στον εκπαιδευτικό τομέα. Όπως αναφέραμε παραπάνω τα κορίτσια όσο μεγαλώνουν αποσπώνται όλο και πιο πολύ από τους υπολογιστές. Αυτό όμως δεν παρατηρείται μόνο στη συγκεκριμένη επιστήμη αλλά γενικά στις θετικές επιστήμες. Στις θεωρητικές επιστήμες βέβαια συμβαίνει το αντίθετο με το γυναικείο φύλο να πρωτοστατεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου