Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕ



ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ


Shrum & Shenkav

Η βιβλιογραφία πάνω στην επιστήμη και τεχνολογία στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (Less Developed Countries = LDCs) είναι τεράστια και αυτοπειθαρχούμενη, αλλά όχι κυρίαρχα ακαδημαϊκή στον χαρακτήρα. Θα ήταν εύκολο να καταδικάσουμε πολλή από αυτήν για έλλειψη συστηματισμού, μεθοδολογικής σκέψης και θεωρητικής στήριξης. Ένα ακόμα μεγαλύτερο μέρος της θα μπορούσε να καταδικαστεί για τις πολεμικές του, τα ιδεαλιστικά του μοντέλα και τις αφελείς του παραδοχές. Αυτό που πρέπει να διατηρηθεί υπόψη, παρόλα αυτά, είναι ότι πολλές από τους συνεισφορείς της δεν έχουν αποκλειστικό (αν όχι πρωταρχικό) στόχο την ενίσχυση της κατανόησης. Αντ' αυτού, επικεντρώνονται στην βελτίωση αυτού του τμήματος της ζωής του ανθρώπινου είδους στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ή στην πρόοδο οργανωτικών στόχων τέτοιων όπως η κερδοφορία. Η δουλειά που συζητιέται παρακάτω είναι πολύ ευρύτερη απ' ότι στις μελέτες STS που στην εποχή μας πραγματοποιούνται σε πολλά ιδρύματα παρόλο που υποπίπτει μέσα σε αυτά τα όρια. Οι εργασίες της σύνθεσης αυτής της βιβλιογραφίας και της κατασκευής της θεωρίας επαφείονται στο μέλλον. Στο πρώτο μέρος ανασκοπούμε τις προοπτικές πάνω στη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και την οικονομική ανάπτυξη, την εγκαθίδρυση στα ιδρύματα σε όλο τον κόσμο της Δυτικοποιημένης επιστήμης, και την διεξαγωγή αποτελεσμάτων έρευνας από τις LDCs. Στο δεύτερο μέρος, ανασκοπούμε την έρευνα πάνω στην τεχνολογική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων της μετάδοσης της τεχνολογίας, της επέμβασης και των κανονισμών από το κράτος, της γενιάς της τεχνολογίας, των κοινωνικών αποτελεσμάτων της κοινωνικής αλλαγής και των κατάλληλων τεχνολογικών επιχειρημάτων. Η αξιοσημείωτη διαφοροποίηση των πειθαρχικών προοπτικών, των θεωρητικών ενδιαφερόντων και των εμπειρικών μελετών αποκλείει οποιαδήποτε απλή περίληψη προσλαμβανόμενης ή σύγχρονης σοφίας. Είναι χτυπητό παρόλα αυτά, ότι πολλοί συγγραφείς έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα -είτε το δηλώνουν με αυτούς τους όρους είτε όχι- ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα έπρεπε να θεωρούνται με όρους μορφών ειδικού-περιεχομένου γνώσης και πρακτικής που αλληλεπιδρούν με μια ομάδα παγκόσμια κατανεμημένων κοινωνικών ενδιαφερόντων. Μια τέτοια αντίληψη είναι προτιμότερη από αυτές που βασίζονται σε μεγάλη θεωρία (είτε επιστήμης ,είτε τεχνολογίας, είτε εξέλιξης ) και προτείνει ότι οι προσεγγίσεις κοινωνικού δικτύου εργασίας θα είναι χρήσιμες για να αιχμαλωτίσουν την περικλειόμενη ομάδα των ατομικών και οργανωτικών αλληλεπιδράσεων που προωθούν (που κινούν) την τεχνοεπιστήμη του κόσμου.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΙΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ

Όλες οι θεωρίες εξέλιξης υπονοούν κάποια υποθεωρία ή απολογισμό για το ρόλο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Στο ένα άκρο, επιχειρηματολογείται ότι η έλλειψη καινοτομίας και η αντίσταση στην αλλαγή είναι οι κύριες αιτίες της υπανάπτυξης. Στο άλλο άκρο, οι εισαγόμενες επιστημονικές ιδεολογίες και τα τεχνολογικά τεχνουργήματα από τις βιομηχανοποιημένες χώρες λέγεται ότι δημιουργούν σκόπιμες εξαρτήσεις. Σε όλα αυτά, οι συναγωνιζόμενοι χαρακτηρισμοί κοινωνικών παικτών (δρώντων) παίζουν ένα ρόλο. Είναι παθητικοί υποδοχείς της Δυτικής βοήθειας; Είναι ισχυρογνώμονες παραδοσιακοί, απρόθυμοι να αλλάξουν τις ανεπαρκείς αγροτικές εργασίες και τις μεθόδους παραγωγής; Είναι λογικοί ηθοποιοί (δρώντες) που απορρίπτουν ή ανατρέπουν ακατάλληλες τεχνολογίες που επιβάλλονται από ελίτ; Είναι απομιμητές των πολυεθνικών στον καπιταλιστικό πυρήνα; Είναι δυνατό να αναφέρουμε ότι πολλές μελέτες, αν και σίγουρα όχι όλες, πηγαίνουν τώρα πέρα από απολογισμούς S&T στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες με όρους ατομικών ιδιοτήτων ή από το πιο απλό τους άθροισμα. Στη θέση αυτής της παλιότερης 'ατομιστικής' άποψης, οι σχετικές (συγγενικές) αντιλήψεις έχουν γίνει περισσότερο σημαντικές. Εδώ το κύριο επίκεντρο, είναι πάνω στις σχέσεις (που καλούνται επίσης 'δεσμοί' ή 'δεσίματα') ανάμεσα στους κοινωνικούς δρώντες, είτε είναι μεμονωμένα πρόσωπα, είτε οργανισμοί, είτε έθνη και στα αποτελέσματα αυτών των σχέσεων στην προώθηση εξαναγκαστικών μορφών δράσης. Οι μακροθεωρίες της εξέλιξης τυπικά επικεντρώνονται στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη, στις ελίτ και στις πολυεθνικές οργανώσεις (MultiNational Corporations = MNCs). Επειδή η εθνική υγεία και η επιστημονική προσπάθεια είναι αναμφισβήτητα συνδεδεμένες, οι ερευνητές ρώτησαν, γιατί και με ποιες συνέπειες δεσμεύονται οι LDCs σε διάφορα είδη έρευνας; Μπορεί η επένδυση στην επιστημονική έρευνα καθώς και η επένδυση στην τεχνολογία και τη μηχανική να συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη; Τρεις θεωρητικές προοπτικές φάνηκαν να στηρίζουν την ερώτηση: ο εκμοντερνισμός, η εξάρτηση και η εκπαίδευση.

Εκμοντερνισμός

Σύμφωνα με τις νεοκλασσικές οικονομικές προσεγγίσεις στις θεωρίες εξέλιξης (ανάπτυξης) και κοινωνιολογικού εκμοντερνισμού, η τεχνολογία είναι ένας πρωταρχικός κινητήρας κοινωνικής αλλαγής ανάμεσα στις εθνικές καταστάσεις ίδιου επιπέδου εκμοντερνισμού. Σε ακραίες εκδοχές της μοντερνιστικής άποψης (και ιδιαίτερα σε χαρακτηρισμούς τους από κριτικούς), οι κύριες αιτίες ανάπτυξης είναι εσωτερικές σε μια χώρα ενώ η διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων είναι μικρής σημασίας. Αλλά η επιστημονική γνώση και η μετάδοση της τεχνολογίας θεωρήθηκαν ότι είναι μια ειδική περίπτωση. Οι θεωρίες του εκμοντερνισμού πίστευαν ότι η επιστήμη ήταν ισχυρά δεμένη με την τεχνολογία και όπως η εκπαίδευση, βελτίωνε την ικανότητα μιας χώρας να προωθεί την ανάπτυξη μέσα από πιο αποτελεσματική χρήση των πόρων της. Η μετάδοση της τεχνολογίας, βοήθησε στο ότι ενθαρρύνθηκαν προωθούμενα εκπαιδευτικά ιδρύματα και άλλες μορφές επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας (συμπαράστασης) σαν τμήμα μιας κατάλληλης εξελικτικής διαδικασίας. Η σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και την ανάπτυξη θεωρήθηκε ότι είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τις LDCs που έδειξαν να φτάνουν σε ένα εξελικτικό σημείο απογείωσης. Πρώτα, μια οικονομική υποδομή, που συμπεριλαμβάνει και την εργασία και το κεφάλαιο, απαιτείται για να απορροφήσει την επιστημονική γνώση και να καταστήσει δυνατή τη χρήση της. Δεύτερον, η επιστημονική γνώση πρέπει να είναι σχετική και εφαρμόσιμη στην οικονομική προσπάθεια. Αλλά οι LDCs συχνά έχουν έλλειψη από μια γερή οικονομική υποδομή και η ερώτηση της σχετικότητας (συγγένειας) συζητιέται ακόμα έντονα. Ένα από τα πιο εκπληκτικά ευρήματα που φάνηκαν από την εμπειρική δουλειά της δεκαετίας του 1970 ήταν η ασήμαντη επιρροή της επέκτασης της ανώτερης εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη. Σε αιχμηρή αντιπαράθεση η επέκταση (διάδοση) και της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φάνηκε να έχει ισχυρά θετικά αποτελέσματα στην εθνική οικονομική ανάπτυξη. Οι απόφοιτοι του σχολείου στο δευτεροβάθμιο επίπεδο, φτάνουν την οικονομική δύναμη εργασίας (τους τομείς παραγωγής και παροχής υπηρεσιών), ενώ οι απόφοιτοι από τα κανάλια ανώτερης εκπαίδευσης αγγίζουν απασχολήσεις που δεν παράγουν απτά (χειροπιαστά) αγαθά (π.χ. δικηγόροι, δημόσιοι λειτουργοί). Σαφής στους απολογισμούς της σχέσης ανάμεσα στην επιστήμη και την οικονομική ανάπτυξη είναι μια προϋπόθεση σχετικά με την έμμεση επιρροή της επιστήμης στην τεχνολογία. Η συμβατική πεποίθηση ότι η τεχνολογία είναι βαθιά ριζωμένη στην επιστημονική γνώση έχει υποστεί συστατική επαναθεώρηση. Ενώ τέτοιες σχέσεις επίδρασης από την επιστήμη στην τεχνολογία πράγματι συμβαίνουν, αυτό το μοντέλο δεν αντανακλά γενικά μια εκφραστική διαδικασία έρευνας και καινοτομίας. Η επιστήμη διαπερνά τον τεχνολογικό παλμό μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία που αποτελείται από αρκετές συνιστώσες αλλά δεν λαμβάνουν χώρα σε κάποια καθοριστική σειρά. Συχνά οι τεχνολογικές εξελίξεις επηρεάζουν την επιστήμη.

Εξάρτηση

Η θεωρία της εξάρτησης ήταν η πρώτη κύρια συνεισφορά στην κοινωνική επιστήμη που πρωτοφάνηκε στις ίδιες τις LDCs . Αν η θεωρία του εκμοντερνισμού ελαχιστοποιεί την επίδραση των εξωτερικών σχέσεων πάνω στις εσωτερικές διεργασίες, η θεωρία της εξάρτησης (και η στενή της συγγενής, η θεωρία του 'παγκόσμιου συστήματος'), επιχειρηματολογεί ότι οι εξωτερικές σχέσεις δημιουργούν εμπόδια στην εξέλιξη επειδή η κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης καθορίζεται από δυνάμεις έξω από τη χώρα. Η θέση μέσα σε ένα διεθνές εργασιακό δίκτυο σχέσεων είναι μια κεντρική συνιστώσα της οικονομικής ανάπτυξης. Οι θεωριστές της εξάρτησης ισχυρίζονται ότι οι λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες ενσωματώνονται κακώς μέσα στο διεθνές σύστημα εξαιτίας της εξάρτησής τους από ένα μικρό αριθμό σχέσεων ανταλλαγής και επειδή αυτές οι σχέσεις λειτουργούν, μέσα από ποικίλους μηχανισμούς, για να ευεργετήσουν τα συμφέροντα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Για παράδειγμα, επενδύσεις από ξένες επιχειρήσεις επηρεάζουν τον διαχωρισμό της εργασίας και την οικονομική δομή στις LDCs. Τέτοιες οικονομικές επενδύσεις διαστρέφουν τις εσωτερικές διεργασίες, αυξάνοντας την επερχόμενη ανισότητα, καταργώντας την πολιτική δημοκρατία, προωθώντας την εμφάνιση οικονομικών τομέων συνδεδεμένων με τον πυρήνα και εμποδίζοντας την οικονομική ανάπτυξη. Η δυτική επιστήμη θεωρείται σαν ένας άλλος μηχανισμός κυριαρχίας, όχι απλώς παράγοντας τα τεχνολογικά μέσα για την υποδούλωση της μάζας (κατά κάποιο τρόπο) αλλά επίσης σαν μια ιδεολογική δύναμη και σαν ένα ακατάλληλο εξελικτικό μοντέλο. Η δημιουργία και η διατήρηση επιστημονικών ιδρυμάτων όχι μόνο απορροφά προσωπικό και κεφάλαιο αλλά αποτελεί μια άσχετη ιδεολογική εκτροπή για χώρες χωρίς τους πόρους ή τις διασυνδέσεις να ακολουθήσουν την δυτική, προσανατολισμένη στην εξειδίκευση, επιστήμη. Οι ερευνητές στις LDCs συνδέονται με τον "επιστημονικό πυρήνα" στις βιομηχανοποιημένες χώρες. Η γνώση παράγεται σε συνεργασία με ξένους συναδέλφους και ερευνητικά κέντρα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της LDC. Οι επενδύσεις στην βασική έρευνα, και κατά συνέπεια στην έρευνα παραγωγικότητας, επιδοτούνται όχι μόνο από ντόπιες πηγές αλλά επίσης και από ξένες. Αυτό ενισχύει την ανάπτυξη του τριτογενή τομέα και αυξάνει το μέγεθος των πανεπιστημίων αλλά καταλήγει σε κακοκατανομή των εθνικών πόρων με δαπάνη στους τομείς παραγωγικότητας, παρεμβαίνει στον κοινωνικό διαχωρισμό της εργασίας και καθυστερεί την οικονομική ανάπτυξη. Διεθνικές εμπειρικές μελέτες έδειξαν σταθερά, θετικούς συσχετισμούς ανάμεσα στον οικονομικό πλούτο και την έρευνα παραγωγικότητας. Τέτοιες σχέσεις μπορεί να μην αντανακλούν παρά τη γενική αντιστοιχία μιας ευρείας κλίμακας χαρακτηριστικών των βιομηχανοποιημένων κοινωνιών και αυτά δεν υπονοούν καμιά αιτιολογική δύναμη. Θα μπορούσε ακόμα να είναι ότι η σχέση υπάρχει επειδή μόνο οι πλούσιες χώρες μπορούν να βαστάξουν την πολυτέλεια της "βασικής" έρευνας. Ένα κύριο και ακόμα άλυτο θέμα για τις LDCs είναι η έκταση στην οποία η επένδυση στην επιστήμη από το κράτος διεγείρει ή καθυστερεί την οικονομική ανάπτυξη. Η σχέση ανάμεσα στο επιστημονικό και το οικονομικό καθεστώς μπορεί να είναι διαφορετική για τα διάφορα επίπεδα ανάπτυξης. Οι Shenhan και Kamens χρησιμοποίησαν μια γεωγραφικού μήκους ανάλυση (1973-1980) διακρίνοντας την ενδογενή και την δυτική επιστημονική γνώση. Για ένα δείγμα 73 LDCs, η τελευταία δεν έχει σχέση με την οικονομική λειτουργία και ίσως και μια ήπια αρνητική σχέση με την οικονομική λειτουργία στις φτωχότερες χώρες. Για τα ανεπτυγμένα έθνη, από την άλλη μεριά, η επιστημονική γνώση βρέθηκε να συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη. Αν και οι LDCs επενδύουν περισσότερη προσπάθεια στην εφαρμοσμένη έρευνα, μπορεί επίσης να είναι λιγότερο ικανές να μετατρέψουν τη θεωρητική γνώση σε τεχνολογικές εφαρμογές.

Εκπαιδευτική θεωρία

Είτε η δυτική επιστήμη είναι χρήσιμη είτε είναι συντριπτική στις LDCs, παραμένει η ερώτηση του γιατί οι χώρες δεσμεύονται στην πρόωθησή της. Η εκπαιδευτική θεωρία ασχολείται με τις συνιστώσες του ισομορφισμού, ή με την υιοθέτηση δομικά παρόμοιων μορφών μέσα στον κόσμο. Γενικά, η εγκαθίδρυση της ισομορφικής επιστήμης στις LDCs παράγεται από μια πεποίθηση στην παγκοσμιότητα της επιστήμης και την αναγκαιότητά της για εκμοντερνισμό. Οι επιστήμονες, οι ελίτ και αυτοί που φτιάχνουν πολιτική και στις αναπτυγμένες και στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες συμμερίζονται αυτήν την κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, η υιοθέτηση των δυτικών οργανωτικών μορφών χρησιμεύει σαν μια νόμιμη μηχανή σε άλλες πολιτείες και διεθνή πρακτορεία. Μέσα από τις μιμητικές διαδικασίες με τις οποίες επιτυχή υπάρχοντα συστήματα χρησιμεύουν σαν μοντέλα, τα επιστημονικά ιδρύματα και πεποιθήσεις προδιαγράφονται και διαχέονται σαν ένα συστατικό-κλειδί του μοντέρνου συστήματος του κόσμου. Τέτοιες διαδικασίες είναι το κύριο επίκεντρο της εκπαιδευτικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη για να δημιουργεί "αλήθειες" που λαμβάνουν υπόσταση κανονισμών (κανόνων). Οι πρακτικές, διαδικασίες και εθνικές πολιτικές υιοθετούνται, μετασχηματίζονται και αναπαράγονται όχι απαραίτητα επειδή η τεχνική τους ανωτερότητα έχει αποδειχθεί, αλλά εξαιτίας της πίστης των συμμετεχόντων στην αποτελεσματικότητα ορισμένων τρόπων του να κάνουμε πράγματα. Η επιστήμη, όπως η εκπαίδευση, είναι ένα από τα πιο σημαντικά ιδρύματα που παρέχουν ερμηνείες, πολιτιστικά νοήματα και εργαλειακές (με όργανα, με εργαλεία) μοχλεύσεις στον κόσμο. Η τεράστια περιβαλλοντική υποστήριξη επιτρέπει στους ηθοποιούς (στους δρώντες) και οργανισμούς που είναι αποδεκτοί σαν "επιστημονικοί" για να προσδιορίσουν το νόημα της λογικής δραστηριότητας και ενθαρρύνει την διάχυση παντού στον κόσμο. Οι επιστήμονες και οι επιστημονικές κοινότητες είναι κύριος φορέας της ιδεολογίας της παγκοσμιότητας (του διεθνισμού), προωθώντας την ιδέα ενός παγκόσμιου και ελεύθερου περιεχομένου συστήματος της επιστήμης. Σχετική ομοφωνία υπάρχει πάνω στη φύση και τους στόχους της Επιστήμης επειδή οι περισσότερο εξέχοντες επιστήμονες στις LDCs που αναδεικνύονται στις διοικητικές θέσεις και στις θέσεις πολιτικής, εκπαιδεύονται στις βιομηχανοποιημένες χώρες. Οι LDC επιστήμονες συνδέονται αρχικά με διεθνή επιστημονικά δίκτυα εργασίας (συχνά μέσα από τις εκπαιδευτικές εμπειρίες) και παραμένουν συνδεδεμένοι μέσα από τις διεθνείς συνεργασίες, την ανταλλαγή των σχολίων, την διεθνική επιδότηση και τις διεθνείς συναντήσεις. Η διατήρηση αυτών των δεσμών τείνει να δουλεύει ενάντια στις ξένες επεμβάσεις και την κατευθυνόμενη - προς - τον - στόχο επιστήμη, που αντιμάχεται με την ιδέα ότι το αόρατο χέρι της θεωρητικής ανάγκης θα έπρεπε να ρυθμίζει την πρόοδο της γνώσης. Η αντιληπτική σύγκριση του Choudher, (1985) ανάμεσα στην δουλειά των αποφοίτων στην Ινδία και τις ΗΠΑ εξετάζει τις συνέπειες της περιφερειακής τοποθεσίας (θέσης) πάνω στις πρακτικές έρευνας και προσανατολισμού των επιστημόνων, συμπεραίνοντας ότι οι προσπάθειες να εξομοιωθούν "μεγάλοι επιστήμονες" μπορεί ακόμα και να είναι η αιτία πραγματικής "αποτυχίας" μάλλον παρά ένας παράγοντας κοινωνικοποίησης σε παραγωγικές δραστηριότητες έρευνας. Υποθέτοντας την δυτικοποιημένη επιστήμη και τις δυτικές οργανωτικές μορφές, οι LDCs βοηθούν να προωθηθεί η συγκρισιμότητα και η συμβατότητα αλλά όχι λύσεις σε τοπικά προβλήματα. Εμπειρικά, η υιοθέτηση των δυτικών μοντέλων δεν υπονοεί ότι τα ιδρύματα που αναπτύσσονται στις LDCs είναι απλώς καθρέπτες των δυτικών τους ομολόγων, όπως δείχνουν οι Eiseman (1980, 1982) και Schiwartzman (1991)? Η ιδρυματική θεωρία υποτιμά τη δύναμη και τα συμφέροντα των κοινωνικών παραγόντων (δρώντων) στο ιδρυματικό πεδίο, κι όμως οι διαδικασίες που περιγράφει τροφοδοτούνται συχνά από τη δύναμη και τη κυριαρχία που εξηγούνται καλύτερα από την προσέγγιση της εξάρτησης. Αυτά που λαμβάνονται ως "δωρεά" μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν ένα όχημα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων. Η θεωρία της εξάρτησης δεν είναι αντιφατική με την ιδρυματική θεωρία αλλά συμπληρωματική, δείχνοντας προς εναλλακτικούς μηχανισμούς εργασιακού δικτύου σαν κατευθυντήριες δυνάμεις. Το προηγούμενο τονίζει ότι η εγκαθίδρυση σχέσεων με ισχυρούς δρώντες επιτρέπει εξάρτηση ακούσια εναλλακτικών πηγών. Η ιδρυματική θεωρία υποθέτει ότι δρώντες σε δομικά ισοδύναμες θέσεις (π.χ. με παρόμοιες ομάδες σχέσεων με άλλους δρώντες στο σύστημα) θα έπρεπε να συμπεριφέρονται παρόμοια σύμφωνα με τα μοντέλα που παρέχονται από "επιτυχείς" θέσεις με κύρος. Αθροιστικά, το αν κάποιος πιστεύει ότι οι περισσότεροι διεθνείς επιφέρουν ανάπτυξη ή εξάρτηση, είναι ένα λάθος να τοποθετηθεί ένα τόσο μεγάλο θεωρητικό φορτίο σε οποιοδήποτε τύπο δεσμού, εξωτερικού ή εσωτερικού . Παρόλο που η αιτιολογική σημασία των συνδέσεων με τις MNCs και τις βιομηχανοποιημένες χώρες εκτιμάται τώρα ευρέως, είναι προτιμότερο να αναγνωρίσουμε ότι τα εξελικτικά μονοπάτια είναι ιστορικά βοηθήματα, χωρίς να αναζητάμε ένα παγκόσμιο μοντέλο ανάπτυξης.

Η κατανομή της Παγκόσμιας Επιστήμης

Ο τελευταίος Mike Moravcsik (1928-1989) ήταν ένας ακούραστος προωθητής της "ανάπτυξης της επιστήμης" για τα οφέλη, και τα υλικά και τα πνευματικά, που θα συνόδευαν την πρόοδο της επιστήμης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλά παρέμεινε τραχύς στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στην κρίση του για την επιστήμη του Τρίτου Κόσμου. Ένα δοκίμιο με τον John Ziman (1985) περιέγραψε μια πραγματικότητα πίσω από το "προσωπείο της επιστήμης" στην φανταστική χώρα 'Paradisia': "τίποτε περισσότερο από τους τομείς μιας επιστημονικής κοινότητας, αποδιοργανωμένη, διασπασμένη και περιορισμένης επαγγελματικής ανταγωνιστικότητας, φτωχά αγωνιζόμενη, πνευματικά απομονωμένη, και προσανατολισμένη προς ευρέως ρομαντικούς στόχους-ή προς καθόλου στόχους". Σε αυτή την έκταση έχει επιταχύνει η πρακτική της μοντέρνας έρευνας μέσα στον κόσμο; Τι επίπεδο επιστημονικής και τεχνολογικής ικανότητας χαρακτηρίζει τα έθνη; Ο κύριος τρόπος εκτίμησης των ικανοτήτων υπήρξε μέσα από δείκτες όπως οι δημοσιεύσεις, οι δηλώσεις και ο αριθμός και η κατανομή του τεχνικού προσωπικού. Υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης χαρακτηρίζουν την παραγωγή της επιστήμης του κόσμου. Παρόλο που η απόλυτη ποσότητα της τεχνολογίας που παράγεται από τις LDCs έχει βαθμιαία αυξηθεί-ανεξάρτητα από την χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης-πολλοί παρατηρητές θα συμφωνούσαν με κάποια μερίδα από την κρίση των Moravcsik και Ziman. Καμία από τις LDCs (συμπεριλαμβανομένων των Ινδία, Κίνα, και Βραζιλία, των κορυφαίων παραγωγών) έχει το είδος της ενεργής επιστημονικής κοινότητας, χαρακτηριστικό των χωρών OECD. Οι μετρήσεις της ανισότητας στην παραγωγή των επιστημονικών δημοσιεύσεων είναι ακόμα μεγαλύτερες από αυτές στις άλλες κοινωνικές σφαίρες. Το υψηλό επίπεδο ανισότητας απεικονίζεται σε αυτές τις μελέτες από το γεγονός ότι πάνω από τα ? των παγκόσμιων επιστημονικών αποτελεσμάτων παράγεται από 10 χώρες. Είναι όλες υψηλά βιομηχανοποιημένες, εκτός από την Ινδία, την κορυφαία LDC παραγωγής επιστήμης. Η κυριαρχία των OECD και των ανατολικών Ευρωπαϊκών χωρών στην παραγωγή επιστημονικής έρευνας είναι καλοδεχούμενη. Μαζί οι δύο περιοχές συνεισφέρουν το 94% της περιεχόμενης επιστημονικής βιβλιογραφίας. Ανάμεσα στο 1981 και το 1985, οι LDCs παρήγαγαν το 5,8% των επιστημονικών συμπερασμάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Υπάρχουν παρόλα αυτά σημαντικοί περιορισμοί σε αυτές τις μελέτες, ιδιαίτερα το επίκεντρο των περιοδικών εξερχόμενων αποτελεσμάτων. Επειδή η ντόπια ανασκοπική εφημερίδα είναι αγαπημένη δυτική μορφή για την διάδοση των ευρημάτων των ερευνών, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν συχνά τον δείκτη επιστημονικής τοποθέτησης για να αναλύσουν τις διαφορές στην επιστημονική παραγωγικότητα ανάμεσα στις χώρες τις πειθάρχησης. Η δουλεία που δημοσιεύεται διεθνώς προσανατολισμένες εφημερίδες είναι ξεχωριστή, και σε όρους κοντινών διαδικασιών ανασκόπησης και κρούσης, από αυτήν που δημοσιεύεται σε εθνικές και τοπικές εφημερίδες. Τέτοιες βάσεις δεδομένων καλύπτουν μόνο μια μικρή αναλογία της συνολικής τεχνικής βιβλιογραφίας, παραμελώντας τις μη - αγγλικές πηγές και τα περισσότερα από τα περιοδικά στις LDCs. Οι LDCs μπορούν μόνο να έχουν λόγο για ένα τμήμα της συνολικής κάλυψης της εφημερίδας στα κύρια περιεχόμενα, αλλά το μερίδιο του κόσμου από τις LDCs σε ορισμένα πεδία (όπως οι εδαφολογικές επιστήμες και η γεωργία) είναι μεγαλύτερο. Πολλοί ερευνητές δημοσιεύουν κατά πολύ στις ντόπιες εφημερίδες, ακόμα κι αν δημοσιεύουν διεθνώς. Ενώ η συνεισφορά των LDC στην διατήρηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας είναι μικρή, δεν υπάρχει ούτε μια βάση δεδομένων από την οποία να μπορούν να γίνουν αξιόπιστες εκτιμήσεις της συνολικής συνεισφοράς στην δημοσιευόμενη λογοτεχνία. Παρόλο που οι αναπτυγμένες χώρες κατέχουν μια θέση κεντρικότητας, γλωσσολογική και επιμορφωτική, και οι πολιτικοί παράγοντες επηρεάζουν τον ειδικό βαθμό επιρροής που έχει μια χώρα πάνω σε μια άλλη. Ο Schott (1988) αποκάλυψε έξι δομικά ισοδύναμων περιοχών στο παγκόσμιο επιδραστικό εργασιακό δίκτυο. Οι De Bruin, Braam και Mood (1991) σε μια ανάλυση των συγγραφέων της κατάστασης του Κόλπου δείχνουν πόσο συχνά η επιστημονική συνεργασία αντανακλά τις πολιτικές και τις προηγούμενες αποικιακές συμμαχίες. Ακόμα πιο σημαντικό από το που η δουλειά δημοσιεύεται είναι το τι είδους δουλειά έχει γίνει. Είκοσι χρόνια πριν η ομάδα του Sussex εκτίμησε ότι το 98% των παγκοσμίων δαπανών R&D (Έρευνα και Ανάπτυξη) ήταν από Δυτικές χώρες ενώ μόνο το 1% σχετίζονταν με προβλήματα άμεσα σχετικά με τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οπουδήποτε κι αν πρωτοφαίνονται οι πηγές, η επιλογή του προβλήματος στις LDCs είναι ένα κεντρικό ζήτημα και κοινωνιολογικά και πολιτικά. Είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιώσουμε τον βαθμό στον οποίο η δημοσιευμένη έρευνα προσανατολίζεται προς τα τοπικά προβλήματα και ανάγκες. Η ιδεολογία μιας παγκόσμιας επιστήμης, με όλο της τον δυτικό εθνοκεντρισμό, έχει συνέπειες για την ενσωμάτωση της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας και για τις προτάσεις επιστημονικής πολιτικής. Οι συνήγοροι ενός παγκόσμιου επιστημονικού συστήματος επιχειρηματολογούν ότι η μικρότητα και ο επαρχιωτισμός εμποδίζουν την εξέλιξη μιας κρίσιμης επιστημονικής μάζας σε μια χώρα και την επικοινωνία με ικανούς συναδέλφους. Αν οι επιστήμονες πρέπει να ανήκουν στο παγκόσμιο σύστημα, η επιστημονική λειτουργία στις LDCs θα έπρεπε να σχετίζεται με την υιοθέτηση ξένων μορφών ιδρυμάτων. Αυτή η άποψη, ενώ είναι εύκολα εξηγήσιμη με τους όρους της ιδρυματικής θεωρίας, μπορεί να έχει ανεπιθύμητες συνέπειες για την τοπική οικονομική λειτουργικότητα δημιουργώντας ένα χάσμα ανάμεσα στην ερευνητική προσπάθεια και τις εθνικές οικονομικές ανάγκες. Οι τοπικές οικονομίες μπορεί να ασκούν λιγότερη πίεση στους ερευνητές όταν είναι ενσωματωμένοι σε μια διεθνή επιστημονική κοινότητα που προωθεί την προσανατολισμένη - στην - εξειδίκευση επιστήμη. Η κορυφαία έρευνα που κατευθύνεται προς μια συζήτηση θεωρητικής γνώσης μπορεί να προτιμάται στην έρευνα που διαπραγματεύεται με τοπικά προβλήματα υγείας, ενεργειακές ανάγκες, και την παραγωγή τροφίμων. Η εκλογικευμένη πίστη σε μια ελεύθερη-περιεχομένου, προσανατολισμένη στην εξειδίκευση επιστήμη, που αντανακλάται με εμμονή στις αξίες του διεθνισμού, θεωρείται αυξανόμενα σαν αλλόκοτη στην σύγχρονη επιστήμη και τις τεχνολογικές μελέτες. Αλλά στο πλαίσιο του Τρίτου Κόσμου, μπορεί να είναι στην πραγματικότητα επιζήμια.

H ΠΡOΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Η πλειονότητα της έρευνας που έγινε στο περιεχόμενο των LDCs συσχετίζεται πιο άμεσα με την τεχνολογία από ότι με την επιστήμη. Η τεχνολογία έχει πιο σαφή συγγένεια με τα επιχειρήματα εξάρτησης επειδή εμπεριέχει την ανάπτυξη και βελτίωση των βιομηχανικών επεξεργασιών, την μεταφορά ή εφεύρεση τεχνουργημάτων, την βελτίωση των αποδόσεων συγκομιδής και της παραγωγής τροφίμων, και την διαμόρφωση των κοινωνικών ιδρυμάτων. Όπως η λογοτεχνία παραπάνω δείχνει σε προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στους επιστημονικούς και οικονομικούς τομείς, η παρουσία ή η απουσία δεσμών είναι ένα θέμα-κλειδί στην έρευνα πάνω στην τεχνολογία. Η τεχνολογική ανάπτυξη στις LDCs μπορεί να αναφέρεται σε ένα ευρύ φάσμα αλλαγών, τις συνιστώσες τους και τις συνέπειές τους. Σε αυτό τον τομέα ανασκοπούμε σύγχρονη εργασία πάνω στην (α) μεταφορά της τεχνολογίας μέσα από τα διεθνή σύνορα, (β) την δημιουργία και την προσαρμογή της τεχνολογίας μέσα στις LDCs, (γ) τα αποτελέσματα της τεχνικής αλλαγής, (δ) την διαδικασία της κρατικής ρύθμισης, και (ε) τα επιχειρήματα που αφορούν την Κατάλληλη Τεχνολογία.

Μεταφορά Τεχνολογίας

Οι σχέσεις ανάμεσα στις χώρες είναι σχεδόν πάντα σχέσεις ανάμεσα σε οργανώσεις, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές. Η "μεταφορά της τεχνολογίας" εξετάζει αρκετές μορφές αυτών των σχέσεων. Σημειώνει την κίνηση των τεχνουργημάτων και/ή της γνώσης. Προϊόντα και επεξεργασίες ανεπτυγμένα σε άλλες χώρες στρέφονται προς τα σύνορα των LDCs . Έχει συχνά παρατηρηθεί ότι το περισσότερο της μεταφοράς της τεχνολογίας από τις MNCs δεν λαμβάνει χώρα προς όφελος της χώρας που την δέχεται. Η μετάδοση της τεχνολογίας δεν είναι ξεκάθαρα μια διαδικασία που χαρακτηρίζει ένα "στάδιο" στην ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου. Συμβαίνει συνεχώς στον Πρώτο Κόσμο ομοίως. Ούτε μόνο εμπλέκει σχέσεις ανάμεσα στις βιομηχανοποιημένες και τις λιγότερο βιομηχανοποιημένες χώρες. Η ιστορική ανασκόπηση του Headrick (1988) πάνω στην μετάδοση της τεχνολογίας ανάμεσα στην Βρετανία και τις αποικίες της δεν αποκαλύπτει κανένα απλό "πλεονέκτημα" που να κερδίζεται από τις τεχνολογικές εισαγωγές ή εξαγωγές. Η ίδια τεχνολογία που χρησιμεύει σαν μια βάση για την επιρροή των αποίκων θέτει σε κίνηση διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής που υπονομεύει την ισχύ τους. Στην θεωρία, η μετάδοση της τεχνολογίας συνδέεται συχνά με την διάχυση των καινοτομιών, κι όμως δεσμοί ανάμεσα στα δύο σώματα της φιλολογίας δεν υπήρξαν στενοί. Μια βιβλιομετρική μελέτη του θέματος έδειξε ότι τα δύο πεδία αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτό δεν άλλαξε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και η μειούμενη προθυμία να θεωρηθεί η τεχνολογική διάχυση σαν μια διαδικασία υιοθέτησης χωρίς προσαρμογή προτείνει ότι μπορεί να παραμείνει έτσι. Νεοκλασικές μεταχειρίσεις της μετάδοσης της τεχνολογίας, ευρέως οικονομικές στον χαρακτήρα, τονίζουν τέτοιους παράγοντες όπως (α) την πολυπλοκότητα του προϊόντος ή τις τεχνικές παραγωγής που μεταδίδονται, (β) το περιβάλλον μεταφοράς στις χώρες που στέλνουν και στις χώρες που δέχονται, (γ) τις απορροφητικές ικανότητες της φίρμας-δέκτη, και (δ) την ικανότητα μετάδοσης / στρατηγική μεγιστοποίησης κέρδους της χώρας-δότη. Ο Mansfield (1975) συζητά τις μορφές μετάδοσης, την τυποποίηση των δαπανών μετάδοσης σαν μια συνάρτηση της εμπειρίας και της φίρμας-κλειδί και της φίρμας-δότη και της φίρμας-δέκτη, τον αριθμό τω ετών που η τεχνολογία υπήρξε, και τον αριθμό των εταιρειών που ήδη έχουν εφαρμόσει την τεχνολογία. Σε μια μελέτη 37 χημικών, ημιαγώγιμων και φαρμακευτικών καινοτομιών, δείχθηκε ότι ο ρυθμός μετάδοσης της τεχνολογίας δια μέσου των διεθνών συνόρων αυξάνεται πιο γρήγορα απ' ότι στο παρελθόν σαν αποτέλεσμα της αναπτυσσόμενης επιρροής των πολυεθνικών. Βραχυπρόθεσμες στρατηγικές ιδιωτικών επιχειρήσεων δεν προϋποθέτουν απαραίτητα ή ακόμα και συνηθισμένα την "ανάπτυξη" στην ποικιλία των νοημάτων της εκτός κατά την μηδενική έννοια ότι κάποια βιομηχανική ή επιχειρηματική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα μέσα σε μια LDC. Η έννοια ότι οι LDCs είναι ελεύθερες να διαλέξουν αυτόνομα από τις διάφορες τεχνολογικές εναλλακτικές λύσεις ή ότι "επιχειρηματική" δραστηριότητα θα ενδυναμώνει πάντα την αύξηση και την ανάπτυξη στις χώρες - δέκτες είναι αναχρονιστική. Η σχέση ανάμεσα στον προμηθευτή και τον προμηθευόμενο συχνά εμπλέκει μια σύγκρουση ενδιαφερόντων, έναν ισχυρισμό που τονίζεται από τα επιχειρήματα εξάρτησης. Για παράδειγμα, η μελέτη του Kaplinsky (1988) πάνω σε μια μεγάλη εταιρεία στην Κένυα επεξεργασίας ανανά με προορισμό την εξαγωγή δείχνει με λεπτομέρειες πως η κατανομή των κερδών ευνοεί την MNC μάλλον παρά την τοπική περιοχή. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολυάριθμα κριτήρια για επιτυχή μεταφορά της τεχνολογίας που αντανακλούν τα ενδιαφέροντα μιας ποικιλίας συνιστωσών. Περιλαμβάνουν επιχειρηματικές όπως την επιστροφή της επένδυσης ή την ανάπτυξη των πωλήσεων, τις δευτερεύουσες συνέπειες όπως η διεθνής ανταγωνιστικότητα (αύξηση εξαγωγών) ή την ανάπτυξη των ενδογενών ικανοτήτων (εκπαίδευση προσωπικού, ικανότητα για καινοτομία) καθώς και τα σπάνια μετρούμενα αλλά όμως κρίσιμα κοινωνικά αποτελέσματα όπως η ανεργία και η ανισότητα. Πολύ από την λογοτεχνία πάνω στην μετάδοση της τεχνολογίας αποτελείται από μελέτες περιπτώσεων που δίνουν λίγη συστηματική προσοχή σ' αυτές τις ποικίλες διαστάσεις της μετάδοσης. Ο τύπος της δυαδικής σχέσης, ανάμεσα στον προμηθευτή και τον δέκτη μπορεί να είναι ο μόνος πιο σημαντικός παράγοντας στην πρόβλεψη των συνεπειών της μετάδοσης της τεχνολογίας. Όπως ο Derakshani (1984) επιχειρηματολογεί, το κέντρο του ελέγχου (ιδιοκτησία, διοίκηση), η προσωπική αλληλεπίδραση, η αρχική ανάμιξη του προμηθευτή και η σταθερότητα της σχέσης είναι κρίσιμα στην κινητοποίηση (ενίσχυση των κινήτρων) του προμηθευτή. Μεγαλύτερος έλεγχος, αλληλεπίδραση, ανάμιξη και σταθερότητα συνδέονται με την προθυμία του προμηθευτή να επενδύσει στην μετάδοση. Επειδή οι τιμές που πληρώνονται για την ξένη τεχνολογία δεν είναι σταθερές, αλλά αντ' αυτού εξαρτώνται από το παζάρεμα, αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι μια καρποφόρα περιοχή για μικροκοινωνιολογική έρευνα πάνω στην διατίμηση της τεχνολογίας. Ο Helleiner (1988) συζητά τις στρατηγικές παζαρέματος κατά ένα πρωταρχικό τρόπο. Η τεχνολογία που εμπεριέχεται στα τεχνουργήματα μπορεί απλώς να αποσταλεί ανάμεσα στις χώρες (σε αντάλλαγμα για την επικαιρότητα ή την επιρροή στην πολιτική της χώρας - δέκτη), αλλά η μετάδοση της κατασκευαστικής τεχνολογίας λαμβάνει χώρα σε μια κλίμακα από την άμεση επένδυση (μια εντελώς ιδιόκτητη θυγατρική) σε ανεξάρτητους αδειούχους, μέσα από τον ενδιάμεσα διακανονισμό ενός βήματος αρμού (συνδέσμου). Οι συμφωνίες παροχής αδείας υπονοούν σχετικά μακρινές (από απόσταση σχέσεις = λιγότερες αλληλεπιδράσεις) ανάμεσα στην πηγή και τον δέκτη. Κάποιοι επιχειρηματολογούν ότι η άδεια (καθώς και οι εμπορικές μάρκες και οι παντέντες) είναι μια μορφή τεχνολογικής κυριαρχίας που οφείλεται στον υψηλό βαθμό της τεχνολογικής συγκέντρωσης αλλά θεωρείται επίσης ότι βοηθάει στην βιομηχανοποίηση της υποκατάστασης της εισαγωγής. Παρόλο που η άδεια μπορεί να είναι αρκετή για την μεταφορά της τεχνολογίας στις ανεπτυγμένες χώρες, οι LDCs συχνά χρειάζονται πιο στέρεες σχέσεις από αυτές που υπονοούνται από το δικαίωμα της χρήσης της ιδιοκτητικής πληροφόρησης. Για τον ίδιο λόγο, οι μελέτες των λειτουργιών "εκκίνησης" είναι γενικά κρίσιμες απ' αυτές τις συμφωνίες. Η πώληση κατασκευαστικού hardware, ενώ είναι σχετικά απλή, αποτυγχάνει να προωθήσει την τεχνολογική κατοχή στην χώρα - δέκτη εξαιτίας εξαναγκασμών πάνω στη φύση του περιεχομένου των αλληλεπιδράσεων που εμπλέκονται. Οικονομικά επιχειρήματα σχετικά με την καταλληλότητα των καινοτομιών προτείνουν ότι, για την υψηλή τεχνολογία, οι MNCs βρίσκουν πιο αποτελεσματικό να μεταφέρουν μέσα στη φίρμα και ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά τους αναπτύσσονται ώστε να εμποδίζουν τις καινοτομίες από μεταγενέστερους αντιγραφείς. Παρόλο που τμήμα της διακύμανσης στις αποφάσεις μεταφοράς εξηγείται από τις πολιτικές στις χώρες - οικοδεσπότες, η οργανωτική δομή της MNC παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Η μελέτη του William Pavidson (1983) σε 57 πολυεθνικές με βάση τις ΗΠΑ και 954 νέα προϊόντα δείχνει ότι οι δομές που κεντρικοποιούν τα πλεονεκτήματα εκμάθησης είναι πιο αποτελεσματικές στην μετάδοση από αυτές που τα κατανέμουν (όπως οι παγκόσμιες κατανομές προϊόντος). Θεωρείται γενικά, ιδιαίτερα προς την αρχή της περιόδου που θεωρούμε εδώ, ότι ο ρόλος των MNCs και η εγκαθίδρυση των "εσωτερικών" ή "διοργανωτικών" μηχανισμών μεταφοράς έχει επισκιασμένα πρότυπα και αδειοποίηση και είχε το αποτέλεσμα της επικέντρωσης R&D στη χώρα - οικοδεσπότη, με περιορισμένα και τοπικά R&D εργαστήρια θυγατρικών. Επιστρέφουμε σ' αυτό το σημείο αφού θεωρήσουμε τις πολιτικές του κράτους και τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς. Η παραλαμβανόμενη σοφία (γνώση) σχετικά με τις R&D δραστηριότητες των πολυεθνικών προτείνει μια ποικιλία αρνητικών αποτελεσμάτων, με κέντρο τη δημιουργία εξάρτησης στους δέκτες: (α) μεγάλο τμήμα της μεταφοράς τεχνολογίας αποτελείται από εσωτερικό τεχνικό εμπόριο (τεχνική ανταλλαγή) ανάμεσα στις MNCs και τα παραρτήματά τους, (β) μέσα στις MNCs υπάρχει μια έλλειψη αντιστοιχίας ανάμεσα στη θεωρητική τιμή και την πραγματική τιμή οποιασδήποτε εσωτερικής μεταφοράς τεχνολογίας (γ) οι MNCs αφιερώνουν περισσότερους πόρους στην επινόηση καινούριων προϊόντων παρά νέων διαδικασιών παραγωγής. και (δ) οι δραστηριότητες R&D των MNCs έχουν κέντρο τις μητρικές εταιρείες ενώ οι δραστηριότητες R&D των παραρτημάτων ελέγχονται στενά και (ε) το βάρος R&D είναι άνισα κατανεμημένο σε βάρος του παραρτήματος, σαν αποτέλεσμα του κύκλου του προϊόντος. Οι μικρομελέτες τόνισαν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και τον τρόπο που η εκπαίδευση επηρεάζει τη "σφυρηλάτηση" του προσωπικού ή τα επίπεδα της κατανόησης που μπορούν να οδηγήσουν στην προσαρμοστικότητα. Οι MNCs ενδιαφέρονται περισσότερο στο κερδοσκοπικό ταλέντο, τη γενική μόρφωση και τα αντιληπτά χαρακτηριστικά προσωπικότητας των εργατών παρά για την ικανότητα των διαχειριστών να ακολουθήσουν "εθνομεθοδολογικές ουρές" που είναι ιόμως σημαντικές. Παρόλο που η λογοτεχνία τονίζει το ρόλο των MNCs, εξαιτίας του κυρίαρχου ρόλου τους στην μετάδοση της τεχνολογίας, υπήρξε κάποια προσοχή σε όχι MNCs, στον ρόλο των περιφερειακών και διεθνών οργανισμών και στα πανεπιστήμια. Η μεταφορά της πρακτικής τεχνολογίας εμπλέκει ένα μοναδικό σετ θεμάτων και έχει μελετηθεί από μια διαφορετική κοινότητα σχολιαστών. Οι στρατιωτικές μεταφορές μπορεί να αυξάνουν την πιθανότητα της ένοπλης συμπλοκής. Μπορούν, κατ' ελάχιστον, να αποτελούνται απλώς από τεχνικό εξοπλισμό και ισχνά τμήματα για ενάντιου περιεχομένου συνασπισμούς ή μπορεί και να εμπλέκουν ένα μεγάλο τμήμα έρευνας. Η πρόσφατη ανακάλυψη της μαζικής και καλυμμένης Ιρακινής απόπειρας να αναπτύξει μια ικανότητα πυρηνικών όπλων με μακροπρόθεσμη βοήθεια από μια ποικιλία κρατών και ιδιωτικών χορηγών αναγγέλλει μια εμφανιζόμενη περιοχή εξειδίκευσης: την ανακατασκευή των τεχνικών συστημάτων. Με την ύφεση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ΗΠΑ και την πρώην Σοβιετική Ένωση για στρατιωτική χορηγία στις LDCs, πολλά θέματα μεταφοράς τεχνολογίας θα αφορούν τις ικανότητες βαλλιστικών πυραύλων και των τεχνολογικών τους μορφών.

ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Δεν χρειάζεται θεωρητικό επιχείρημα για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι οι ντόπιες φίρμες των LDCs είναι σε μειονεκτική θέση στις σχέσεις τους με τις MNCs. Η κρατική δράση (συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανικής, της εμπορικής και της πολιτικής R&D) αποτελεί επέμβαση τρίτου κόμματος σε αυτές τις σχέσεις και θεωρείται κρίσιμη στην προώθηση της επιστήμης και της τεχνολογίας για ανάπτυξη. Στην δεκαετία του 1970 αυτές οι πολιτικές επικεντρώνονταν σε ενδογενή S&T (Επιστήμη και Τεχνολογία) ιδρυματοποίηση. Μέσα στη δεκαετία του 1980 "αυτόνομες" πολιτικές, αν και ποτέ εξολοκλήρου απορριπτόμενες, επαναθεωρήθηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν. Επιχειρήματα πρότειναν ότι το κλείσιμο των οικονομιών από ανοικτή κρατική δράση κατέληξε σε πιο μέτριες θέσεις που δεν απέρριπταν εξολοκλήρου τις εμπειρίες των βιομηχανοποιημένων χωρών σαν σχετικές με την ανάπτυξη. Αναγνωρίζεται αυξανόμενα ότι οι κρατικές οργανώσεις ανταγωνίζονται με άλλα ιδρύματα στις LDCs και ότι εκτός από λίγες παραμένουσες σοσιαλιστικές χώρες, είναι συχνά πολύ αδύναμες για να επιφέρουν μονόπλευρη αλλαγή. Το κράτος μπορεί, με επαρκή κεφάλαια, να καθιερώσει εθνικά ιδρύματα έρευνας, προωθώντας την τεχνολογία άμεσα. Απολυταρχικά καθεστώτα μπορεί ενεργά να αναζητούν να καταργήσουν την έρευνα-έναν σχετικά εύκολο στόχο όπου οι πόροι είναι λιγοστοί. Το περισσότερο της βιβλιογραφίας πραγματεύεται με τους έμμεσους μηχανισμούς της κρατικής επέμβασης, όπως η αλλαγή του τρόπου σύνδεσης ανάμεσα στους ξένους προμηθευτές και τις ντόπιες επιχειρήσεις (από την πλήρη ιδιοκτησία έως τις σχέσεις που βασίζονται πάνω σε συμβόλαια), η μεταβολή των δαπανών μεταφοράς (ισοζύγια πληρωμών, περιορισμοί των ντόπιων εταιρειών) και το περιεχόμενο του "τεχνολογικού πακέτου" (τις πληροφορίες, τις υπηρεσίες, τα δικαιώματα και τους περιορισμούς). Μια πρώιμη μαζική μελέτη έδειξε ότι οι δεσμοί ανάμεσα στην έρευνα και την παραγωγή στις LDCs είναι ασθενείς ή ανύπαρκτοι. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα ήταν ότι οι πολιτικές στις ξένες επενδύσεις, οι ρυθμοί πίστωσης και τόκων, οι κανονισμοί πατέντων και εμπορίου, οι εισαγωγές και εξαγωγές, τα κριτήρια ανάλυσης του σχεδίου, η προστασία της αγοράς, και η κοινωνική ανισότητα είναι πιο επιδραστικά στον προσδιορισμό της κατεύθυνσης της τεχνολογικής αλλαγής από τις ίδιες τις πολιτικές R&D. Παρόλο που το άνοιγμα στο εμπόριο συχνά επιχειρηματολογείται απλά σαν συνέπεια των απεριόριστων πολιτικών εμπορίου γενικά ή των τυπικών οικονομικών μοντέλων, κάποιοι προκαλούν τη βάση των πολιτικών εισαγωγής της LDC και επιχειρηματολογούν ότι καθοδηγούνται λάθος. Είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο, για τις κυβερνήσεις να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τον τρόπο, το κόστος και το περιεχόμενο των εισαγωγών της τεχνολογίας στο πλαίσιο ασύμβατων εθνικών προοπτικών και ανταγωνιστικών συνιστωσών. Ο σχεδιασμός πολιτικής της επιστήμης και της τεχνολογίας στις σοσιαλιστικές χώρες, ήταν ένα κύριο θέμα συζήτησης, ιδιαίτερα οι ιστορικοί απολογισμοί των αλλαγών πολιτικής (τακτικής), οι οργανωτικοί διακανονισμοί, και οι μελέτες περιπτώσεων ειδικών περιοχών. Η εμπειρία της Κίνας κατά τη διάρκεια και μετά την Πολιτιστική Επανάσταση είναι ένα εκπαιδευτικό αλλά ακόμα λίγο κατανοητό επεισόδιο. Από την άλλη μεριά, μια γενική πολιτική προώθησης της επιστήμης και της τεχνολογίας (που εκφράστηκε από το σύνθημα του Deng Xiao Peng "Η Επιστήμη και η Τεχνολογία είναι η Πρώτη Παραγωγική Δύναμη") μέσα από το σύστημα των υπουργείων της κυβέρνησης, σχεδιάστηκε για να αποκεντρώσει τις αποφάσεις χρηματοδότησης επιτρέποντας στα επαρχιακά και τοπικά σώματα να πάρουν αποφάσεις και να χορηγήσουν κεφάλαια. Από την άλλη μεριά τα δίκτυα εργασίας των διαπροσωπικών σχέσεων, τόσο κρίσιμα για υποστήριξη και πόρους στις κεντροποιημένες οικονομίες, έτειναν να επανακεντροποιήσουν και να υπονομεύσουν τον τοπικό έλεγχο, καθώς οι διευθυντές του προγράμματος που είχαν ξεπεραστεί, χρησιμοποίησαν τους άμεσους δεσμούς τους με τα υπουργεία για να κερδίσουν πόρους. Οι τεχνολογικές πολιτικές της Ινδίας έγιναν αυξανόμενα περιοριστικές από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μετά που σχετικά ανοικτές πολιτικές στην δεκαετία του 1950 είχαν υποστεί εντατική μελέτη, όχι μόνο επειδή είναι η μεγαλύτερη LDC για την οποία η πληροφόρηση είναι εύκολα διαθέσιμη, αλλά εξαιτίας της ενεργής της κοινωνικής επιστημονικής κοινότητας. Μέχρι τα μέσα των χρόνων του 1960 η Ινδία είχε μια συλλογή κρατικά επιδοτούμενων πρακτορείων των οποίων οι δραστηριότητες δεν σχετίζονταν άμεσα με το σύστημα παραγωγής και ένα βιομηχανικό σύστημα βαριά εξαρτημένο από την ξένη τεχνολογία. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Indira Gandi έγινε μάρτυρας της δημιουργίας καινούριων πρακτορείων έρευνας και διοίκησης, αλλαγών στις σχετικές κατανομές ανάμεσα στα πρακτορεία (υπηρεσίες), περιοριστικών και επιλεκτικών πολιτικών απέναντι στις ξένες επενδύσεις και συνεργασίες καθώς και προσπαθειών σύνδεσης του συστήματος S&T με άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας μέσα από ένα σχέδιο S&T. Παρά την πολιτική εσωτερική διαμάχη και τις γραφειοκρατικές συγκρούσεις, η ανάπτυξη της έρευνας και οι τεχνολογικές ικανότητες στην Ινδία υπήρξαν σημαντικές. Μια μελέτη της Ινδικής βιομηχανίας επιστημονικών οργάνων από το 1947 ως το 1963 βρήκε ότι οι περιορισμοί στις εισαγωγές βοήθησαν την ανάπτυξη της ντόπιας βιομηχανίας, αλλά απαιτήθηκε μια δεκαετία πριν η παραγωγή να μπορέσει να πάρει την θέση των εισαγωγών. Ο Alam (1988) εξέτασε ξένες συνεργασίες που εγκρίθηκαν ανάμεσα στο 1977 και στο 1983. Συνεντεύξεις με 211 φίρμες εισαγωγής τεχνολογίας και κυβερνητικά στελέχη αποκάλυψε μια τεράστια ζήτηση για τεχνολογία και οι περιοριστικές τακτικές είχαν ένα περιορισμένο αποτέλεσμα στην προώθηση της ενδογενούς εξέλιξης. Μια μελέτη 42 βρετανικών εταιρειών εξαγωγής, βρήκε ότι εξαιτίας της διαφοροποίησης των προμηθειών, οι περιοριστικές τακτικές εισαγωγής της Ινδίας είχαν ένα αρνητικό αποτέλεσμα στην συγχρονικότητα των τεχνολογιών. Επιχειρηματολογείται ότι οι περιορισμοί διεύρυναν τα χάσματα ανάμεσα στο δυναμικό, στο προγραμματισμένο και στο πραγματικό περιεχόμενο των μεταδιδόμενων τεχνολογιών. Τα αποτελέσματα στις πολιτικές της Νέας Ινδίας των τελών της δεκαετίας του 1980 - απλοποιημένες διαδικασίες παροχής αδείας, αυξημένος ανταγωνισμός και μεγαλύτερη εισαγωγή τεχνολογίας - πρέπει ακόμα να αξιολογηθούν. Λεπτομερείς μελέτες του πως γίνεται η πολιτική επιστήμη της τεχνολογίας στις LDCs είναι ακόμα σπάνιες. Ο Hill (1986) σημειώνει την γενική αποδοχή των δεικτών S&T για τον προγραμματισμό αλλά μια έλλειψη επιρροής των σχεδιαστών επιστήμης και τεχνολογίας που οφείλεται στην απουσία δεσμών με τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλές μελέτες περιπτώσεων των πολιτικών και της λειτουργικότητας συγκεκριμένων κυβερνήσεων, για παράδειγμα η Sri Lanka, μια σειρά μελετών της UNESCO, τα μικροηλεκτρονικά στην Βραζιλία και τοα πετροχημικά στη Νιγηρία. Τέτοιες μελέτες πολιτικής δεν θεωρούν προσεκτικά τον ρόλο των ελίτ και των συνιστωσών στη δημιουργία πολιτικής, αλλά άλλοι πιάνουν αυτό το πρόβλημα. Εν τω μέσω πολλής νόμιμης ανησυχίας σχετικά με τους "φορείς" της αυτονομίας και της πιθανότητάς της στο φως των σύγχρονων διεθνών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, ένας αριθμός περιπτώσεων φάνηκε από χώρες, που φαίνονται να είναι ιστορίες επιτυχίας, νικώντας τις προβλέψεις αυτών που θεωρούσαν την υποανάπτυξη μια μόνιμη κατάσταση. Η εμπλοκή της κυβέρνησης στην επιστημονική και τεχνολογική πολιτική είναι φανερή στις μελέτες των "Πρόσφατα Βιομηχανοποιημένων Χωρών" (Νότια Κορέα, Χόνκ Κόνκ, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Μεξικό, Βραζιλία). Ακολουθώντας την αρχηγία της Ιαπωνίας, η ιδέα ότι η βιομηχανική ανάπτυξη θα προηγείτο της τεχνικής ανάπτυξης, οδήγησε της επενδύσεις της κυβέρνησης στην βιομηχανία και την επιμόρφωση των εργατών. Η εισαγωγή τεχνολογίας από την Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη δεν αντιμετωπίζεται σαν απειλή αλλά αντ' αυτού σαν μια ευκαιρία για αφομοίωση, βελτίωση και αντιστροφή της μηχανικής. Κάποιες από τις καλύτερες μελέτες χρησιμοποιούν το παράδειγμα ενός φορέα για να απεικονίσουν την εμπλοκή του κράτους κατά ένα εκλεκτικό τρόπο, ιδιαίτερα στην διαπραγμάτευση των όρων που επιβάλλονται στους ξένους προμηθευτές τεχνολογίας. Η σύγκριση του Arnold (1988) ανάμεσα στην Κορέα και την Ταϊβάν δείχνει το διπλό κίνητρο αυτής της εμπλοκής και στην αναβάθμιση της τεχνολογικής ικανότητας και στην ενδυνάμωση της στρατιωτικής ικανότητας. Επιπλέον, διαφορετικά επίπεδα κεντρικοποίησης στην επιστημονική τακτική φαίνονται να είναι αποτελεσματικά, παρόλο που οι ακριβείς μηχανισμοί συζητούνται. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις προηγούμενες δυο δεκαετίες, καθώς η Κορέα βιομηχανοποιήθηκε, οι ιδιωτικές δαπάνες στην έρευνα αυξήθηκαν από 12,6% κατά περισσότερο από δύο τρίτα, ενώ τα κεφάλαια για δημόσια έρευνα μειώθηκαν από 84% σε λιγότερο από το 1 / 4. Βασισμένα στην σχετική επιτυχία αυτών των ανώτερα δεσμευμένων LDCs τα συμπεράσματα του James (1988) αντανακλούν τις απόψεις αρκετών: Τα κράτη θα πρέπει να είναι εκλεκτικά στην υποστήριξη συγκεκριμένων περιοχών για R&D, να στρέφουν κεφάλαια σε εφαρμοσμένα σχέδια, και να αποφεύγουν προγράμματα με διεθνές κύρος αλλά περιορισμένη τοπική χρησιμότητα. Δηλαδή, οι περιοριστικές πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν σε συγκεκριμένους στόχους μάλλον, περά να καθοδηγούνται από μια γενική φιλοσοφία. Η έναρξη παραγωγής μπορεί να απαιτεί παρέμβαση, ενώ η παραγωγή για εξαγωγή μπορεί να απαιτεί απελευθέρωση. Οι κανονισμοί πρέπει μάλλον να είναι εξειδικευμένοι στις τεχνολογίες παρά να είναι γενικοί.

Γενιά της τεχνολογίας

Η πιο σημαντική εξέλιξη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 είναι η διεύρυνση του ενδιαφέροντος έρευνας πέρα από το νεοκλασικό ζήτημα της επιλογής τεχνικής (η ένταση της εργασίας και το κεφάλαιο στην διαδικασία παραγωγής). Ακριβώς όπως υπήρξε μια γενική αναγνώριση στις μελέτες επιστήμης και τεχνολογίας ότι οι ερευνητές πρέπει να εξετάζουν τις τοπικές συνθήκες παραγωγής και τον σιωπηλό χαρακτήρα της πολλής γνώσης, μια ομοφωνία φάνηκε ότι οι τεχνολογικές ικανότητες στις LDCs πρέπει να εξετάζονται με πιο φιλοσοφημένους και διαφοροποιημένους τρόπους. Οι αγορές, οι εργοστασιακές λειτουργίες, η αντιγραφή υπαρχόντων τεχνολογιών και η καινοτομία, είναι όλες μορφές γνώσης που απαιτούν λεπτομερείς μελέτες. Στην εξήγηση της ανάπτυξης των NDCs, η διαδικασία της καινοτομίας είναι ένα σημαντικό συστατικό, αλλά η επινόηση καινούριων προϊόντων και διεργασιών δεν είναι κρίσιμη ή ακόμα και απαραίτητη για την βιομηχανοποίηση αν μια χώρα συλλέξει άλλες ικανότητες. Όπως ο Fransman (1985/1988) αποτελεσματικά επιχειρηματολογεί, σχετικές ικανότητες μπορούν να αποκτηθούν ακόμα και στο ψάξιμο για νέα προϊόντα. Οι διαδικασίες και οι βαθιές μορφές της τεχνολογικής γνώσης δεν είναι απαραίτητα προτιμητέες. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι τεχνολογίες δεν "υιοθετούσαν" απλά, αλλά "προσαρμόζονταν" στο τοπικό περιβάλλον. Είχε γίνει κατανοητό ότι οι σημαντικές διεργασίες της τεχνικής αλλαγής συνέβαιναν μέσα σε μερικές LDCs και ορισμένους βιομηχανικούς τομείς. Για παράδειγμα, η μελέτη των Girvan και Marcelle (1990) για μια Ιαπωνική εταιρεία αποδίδει την επιτυχία της στις ενεργείς στρατηγικές της ανάπτυξης σχέσεων με τους προμηθευτές των ακατέργαστων υλικών και στον πειραματισμό μέσα στο εργοστάσιο. Ο Tenball (1984) προσπαθεί να μετρήσει την τεχνολογική εκμάθηση σε φίρμες και την επέκτασή της σ' αυτές που ενσωματώνεται κατά τις εξαγωγές. Ο οδηγός για αυτεπάρκεια μπορεί να καταλήγει σε φτωχή παραγωγικότητα τα στοιχεία ξένης και τοπικής τεχνολογίας πρέπει να συνδυάζονται. Οι Dahlman, Ross - Larson και Westphal (1987) παρέχουν μια καλά εδραιωμένη δήλωση αυτής της άποψης. Η δέσμευση στην τοπική τεχνολογική βελτίωση είναι ένας κρίσιμος παράγοντας. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην έρευνα που εκτείνεται στις LDCs, και στην εισαγόμενη τεχνολογία; Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι η τοπική R&D είναι ανεπαρκής για διεθνείς ανταγωνιστικούς στόχους. Ο Wionczek (1983) εξετάζει τα φαρμακευτικά στο Μεξικό και δείχνει την αναμενόμενη σχέση ανάμεσα στις εισαγωγές και την χαμηλή εγχώρια R&D, ενώ ο Evans συναθροίζει τις δραστηριότητες στην Βραζιλία, συμπεριλαμβάνοντας έναν αριθμό αιτιολογήσεων (λαμβανομένων σαν δεδομένα) που χρησιμοποιούνται από τους managers των MNC σχετικά με την έλλειψη ενδιαφέροντος για την τοπική R&D. Κι όμως ένας αριθμός μελετών προκαλεί αυτή την "είτε/ή" άποψη. Οι Fairchild και Sasm (1986) δείχνουν τις φίρμες της Λατινικής Αμερικής να ανταγωνίζονται επιτυχώς με τις MNCs μέσα από την δική τους R&D δραστηριότητα. Ο Blumenthal (1979) δείχνει ότι οι βιομηχανίες / χώρες που εισάγουν μεγαλύτερα ποσά τεχνολογίας ξοδεύουν επίσης περισσότερο σε R&D. Η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις εισαγωγές τεχνολογίας και την εγχώρια R&D επιβεβαιώθηκε για τον ιδιωτικό τομέα και φίρμες "χαμηλής τεχνολογίας" στην Ινδία από τον Siddarthan (1988). Η μελέτη του Κατρακ (1989) για τις Ινδικές Φίρμες δείχνει ΄τι οι εισαγωγές αύξησαν τις ευκαιρίες για μια φίρμα να ξεκινήσει R&D και ότι οι φίρμες που ξοδεύουν περισσότερο σε εισαγωγές ξοδεύουν περισσότερο σε R&D. Μια σχετική μελέτη έδειξε ότι οι μάρκες που εισήγαγαν τεχνολογία μέσα από άδεια έτειναν να συμπληρώσουν αυτήν με περισσότερη από τη δική τους R&D. Ένας αριθμός επενδύσεων έγινε παράλληλα με τις μελέτες επικοινωνίας, παραγωγικότητας ή συστημάτων αξιολόγησης στις ανεπτυγμένες χώρες. Οι Ebadi και Dilts (1986) καθιερώνουν μια σχέση ανάμεσα στη συχνότητα της επικοινωνίας και την λειτουργικότητα για ένα δείγμα 49 ομάδων έρευνας στο Αφγανιστάν. Οι Singah και Krishnaiah (1989) έδειξαν ότι το κλίμα εργασίας στις μονάδες R&D σχετίζονταν με την αποτελεσματικότητα για ένα μεγάλο δείγμα μονάδων σε πέντε χώρες (που περιελάμβαναν την Αίγυπτο, την Αργεντινή, την Ινδία και την Κορέα) και συμπέραναν ότι το κλίμα επηρεάζονταν περισσότερο από την κοινωνικοπολιτιστική ρύθμιση παρά από τον ιδρυματικό τόπο. Χρησιμοποιώντας τα ίδια δεδομένα, οι Nagpaul και Krishnaiah (1988) βρήκαν ότι οι εξωτερικοί δεσμοί με τους χρήστες και τους ερευνητές σχετίζονταν με την αποτελεσματικότητα. Η μελέτη του Suttmeier για την απάτη στην Κινέζικη επιστήμη είναι Metronian στον προσανατολισμό της, με ένα ενδιαφέρον γύρισμα στην έννοια της νόμιμης παρέμβασης. Ένα ιδιαίτερα γοητευτικό παράδειγμα είναι ο υπολογισμός των Blecher και White (1979) για τα αποτελέσματα της πολιτιστικής επανάστασης πάνω στην οργάνωση και τις λειτουργίες μιας τεχνικής μονάδας 248 ατόμων στην δυτική Κίνα, που βασίζονταν στις εγκυκλοπαιδικές επανασυλλέξεις ενός μόνο συμμετέχοντα.

Τα κοινωνικά αποτελέσματα της Τεχνολογικής Αλλαγής

Στην αρχή της δεκαετίας του 1980, ο Hebe Vessuri (1980) κάλεσε για μια κατανόηση της διαδικασίας τεχνικής αλλαγής στην γεωργία της Λατινικής Αμερικής σε όρους εγκαθίδρυσης σχέσεων ανάμεσα στους δρώντες. Σε μια περιορισμένη έκταση αυτό συνέβει. Υπάρχουν πολλές μελέτες περιπτώσεων τεχνικής αλλαγής και προειδοποιήσεις σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών. Το μεγαλύτερο σώμα της δουλειάς πάνω στα αποτελέσματα της τεχνικής αλλαγής αφορά τις συνέπειες της Πράσινης Επανάστασης - δηλαδή τις εξελίξεις στην τεχνολογία γεωργικής παραγωγής - στην παραγωγικότητα, την απασχόληση, την ανισότητα και την ιδιοκτησία της γης καθώς και στην υγεία, το περιβάλλον και την κοινωνική ανησυχία. Πιο πρόσφατα, οι νέες βιοτεχνολογίες ήταν ένα επίκεντρο ενδιαφέροντος. Μελέτες της μετάδοσης των δυτικών γεωργικών πρακτικών (μοντέρνες ποικιλίες σπόρων, λιπάσματα και εντομοκτόνα, μαζί με την μηχανοποιημένη παραγωγή) τείνουν να πέσουν σε ξεχωριστά πεδία, εξαρτώμενες από το κατά πόσο οι συγγραφείς υποστηρίζουν ή όχι αυτές τις εξελίξεις. Οι θεωρίες της σχέσης ανάμεσα στην τεχνολογία και την απασχόληση προτείνουν ότι οι νέες γεωργικές τεχνολογίες μπορεί να αυξάνουν τις αποδόσεις αλλά απαιτούν επενδύσεις κεφαλαίου που αυξάνει τις τοπικές ανισότητες και την εξάρτηση από τους προμηθευτές. Ο Pearse (1980) παρέχει την βασική ανασκόπηση των μελετών των ΗΠΑ δεικνύοντες ότι όπου οι ανισότητες υπάρχουν, οι στρατηγικές της Πράσινης Επανάστασης καταλήγουν στην επιμονή και την δημιουργία φτώχιας στις αγροτικές περιοχές. Μια άλλη ομάδα συγγραφέων νιώθουν ότι οι αρνητικές συνέπειες της Πράσινης Επανάστασης έχουν υπερμεγενθυθεί. Οι Forsyth, Norman, McBain και Solomon αποπειράθηκαν να δείξουν ότι η υιοθέτηση τεχνολογιών ενταντικοποίησης της εργασίας δεν μειώνει την ανεργία, ενώ οι Gong και Gangopaihyay (1987) επιχειρηματολογούν ότι μπορούν στην πραγματικότητα να δημιουργήσουν εκτεταμένη ανεργία. Οι Bayri και Furtan (1989) εξέτασαν την περίπτωση της Τουρκίας, βρίσκοντας ότι οι σοδειές υψηλής απόδοσης μετατόπισαν απλώς την εργασία επειδή το στάρι έχει γενικά λιγότερη ένταση δουλειάς από τις σοδειές που το αντικατέστησαν και ότι οι πραγματικοί μισθοί έπεσαν εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού. Ο Blyn (1983) ζητά να αποδείξει τα θετικά αποτελέσματα της ένταξης των τρακτέρ στην Ινδία. Άλλες μελέτες βρίσκουν μικρή επίδραση γενικά. Η μελέτη του Merdt για τους αγρότες ρυζιού στις Φιλιππίνες δείχνει γενικά μικρή αλλαγή στα πραγματικά εισοδήματα των ορυζοκαλλιεργητών ή εργατών στην περίοδο από το 1965 έως το 1982, ενώ οι Diwan και Kalliapur (1985) βρήκαν ότι τα νέα λιπάσματα είχαν μικρή επίδραση στην παραγωγή σπόρου. Η μελέτη του Leaf (1983) για ένα χωριό την Runjab από το 1965 έως το 1978 βρήκε πραγματικά κέρδη, οικονομικά και οικλογικά συμπεριλαμβανομένης μιας αύξησης στην ισότητα. Ενδιαφέρουσα και άξια αναφοράς είναι η μελέτη του Zarkovic (1987) για τα αποτελέσματα της τεχνολογικής καινοτομίας πάνω στην γεωργία για μια περίοδο 20 χρόνων που έδειξε ότι η γεωργική δύναμη εργασίας αυξήθηκε στην Runjab αλλά μειώθηκε στην Haryana προτείνοντας ότι δεν μπορεί κάποιος να κάνει γενικεύσεις σχετικά με την Πράσινη Επανάσταση όπως τόσοι πολλοί έκαναν. Παρόλο η τεχνολογία που κάνει οικονομία εργασίας δεν θεωρείται συνήθως επιθυμητή ακόμα και αυτό δεν μπορεί εντελώς να γενικευτεί. Ο κατανοητός πρόσφατος τόμος του Michael Lipton με τον Richard Longhurst (1989) αναζητά να λύσει το "μυστήριο" του πως μοντέρνες ποικιλίες σπόρων "δουλεύουν" αλλά αποτυγχάνουν να ανακουφίσουν την φτώχεια. Οι μοντέρνες ποικιλίες φτάνουν στους μικρούς αγρότες, μειώνουν το ρίσκο, αυξάνουν την απασχόληση και μειώνουν τις τιμές των τροφίμων. Αλλά επειδή οι φτωχοί είναι αυξανόμενα ανίσχυροι (χωρίς χέρια εργάτες ή σχεδόν χωρίς χέρια αγροτικοί εργάτες), αυτά τα πλεονεκτήματα διαγράφονται ή εκτρέπονται εύκολα. Γενικά, οι αρνητικές επιπτώσεις της Πράσινης Επανάστασης ήταν μεγαλύτερες όταν οι μοντέρνες τεχνολογίες εισήχθησαν κάτω από τις συνθήκες υψηλής ανισότητας. Ξεκάθαρα, πολύ μένει να γίνει στην ανάλυση των κοινωνικών αποτελεσμάτων των νέων γεωργικών τεχνολογιών στους όρους των αλληλεπιδράσεων τους με τα πολιτικά συστήματα και το αυξανόμενο ενδιαφέρον στο είδος. Η συγκομιδή σακχαροκαλάμου στην Κούβα χρησιμοποιήθηκε για να προτείνει ότι οι σοσιαλιστικές χώρες μπορούν να υιοθετούν μηχανικές τεχνικές με λιγότερες κοινωνικές μετατοπίσεις από τις καπιταλιστικές χώρες. Τα αποτελέσματα της τεχνικής αλλαγής στις γυναίκες δείχνουν ότι ο εκμοντερνισμός έκανε λίγο για να απελευθερώσει τη γυναίκα αγρότισσα από τους παραδοσιακούς ρόλους. Στη δυτική Αφρική, ο Von Broun (1988) βρήκε ότι η τεχνολογική αλλαγή οδήγησε σε βελτιωμένη διατροφή, αλλά ότι οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας παρά να βελτιώσουν την μερίδα των γυναικών, απλώς οδήγησαν σε μια εισροή αρσενικών στην παραγωγή. Πρέπει κάποιος να συμπεράνει ότι (α) οι διαφορετικές πειθαρχικές προοπτικές και παραδόσεις έρευνας παρουσιάζουν ελλείψεις ολοκλήρωσης και (β) οι μελέτες των κοινωνικών επιδράσεων της τεχνολογίας στις LDCs απέδωσαν αξιοσημείωτη πληροφόρηση για τους ιδιαίτερους τύπους καταστάσεων, αλλά υπάρχουν πολύ λίγες συγκριτικές μελέτες για να επιτρέψουν μια συστηματική επιβεβαίωση των κοινωνικών αποτελεσμάτων. Η συζήτηση πάνω στην κατάλληλη τεχνολογία βοηθάει στο να ενσωματωθούν πολλά από τα πιο βασικά πρακτικά και θεωρητικά ζητήματα σ' αυτή την περιοχή.

Κατάλληλη Τεχνολογία και Αξιολόγηση Τεχνολογίας
Μέσα από συζητήσεις για την επιλογή τεχνολογίας και τα αποτελέσματα της τεχνολογικής αλλαγής, οι αντιλήψεις της Κατάλληλης Τεχνολογίας (ΑΤ) και ο προγενέστερος όρος Ενδιάμεση Τεχνολογία (ΙΤ) καθώς και διαφορετικά αλλά σχετικά παρακλάδια όπως η τεχνολογική ανάμιξη και η βέλτιστη τεχνολογία είναι διάχυτες. Η ιδέα της "καταλληλότητας" εφαρμόστηκε σε οτιδήποτε από την κατασκευή ποδηλάτων έως την τεχνολογία της πληροφορικής. Το θέμα των περισσότερων συζητήσεων είναι ότι η τεχνολογία θα πρέπει να σχεδιαστεί, να αξιολογηθεί, να υιοθετηθεί και να προσαρμοστεί με κάποια αντίληψη των βασικών θεωρητικών αναγκών. Εμφανιζόμενη στα χρόνια του 1970 με τη δουλειά του E. E . Schumacher, η ιδέα ότι κάποιες από τις αρνητικές συνέπειες των εντατικού-κεφαλαίου τεχνολογιών που εισάγονται από υψηλά βιομηχανοποιημένες χώρες θα μπορούσαν να μειωθούν ή να προληφθούν με την υιοθέτηση μικρότερης κλίμακας, εντατικής εργασίας, λιγότερο μηχανοποιημένων τεχνολογιών, μετασχηματίστηκε σε ένα είδος κοινωνικού κινήματος. Η κλασσική οικονομική εργασία πάνω στο θέμα, η Τεχνολογία και Υποανάπτυξη τoυ Frances (1977), δεικνύει τις βασικές παραδοχές. Η επένδυση στην τεχνολογία από τις LDCs σχετίζεται με διπλή εξέλιξη, πλεονεκτήματα που επαυξάνονται από τον εκμοντερνισμένο τομέα και αυξανόμενη ανεργία. Οι ίδιες οι τεχνολογίες δεν πρέπει να κατηγορηθούν αλλά οι φτωχές επιλογές τεχνολογίας που καθορίζονται από το περιβάλλον στις βιομηχανοποιημένες χώρες όπου αναπτύσσονται και από εκεί αρρωστημένα τοποθετούνται στις ευρέως διαφορετικές συνθήκες των LDCs. Αυτή η επιλογή επηρεάζεται από τη συμμαχία ενδιαφερόντων ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες και τον προηγμένης τεχνολογίας τομέα στις χώρες-δέκτες. Ο Stewart επιχειρηματολογεί ότι η επιλογή της τεχνικής θα πρέπει να προσδιοριστεί ώστε να περιλαμβάνει όλους τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι βασικές ανάγκες μπορεί να ικανοποιούνται. Η Κατάλληλη Τεχνολογία είναι πιθανό να είναι παλαιότερη τεχνολογία από αυτή των προηγμένων χωρών, παραδοσιακή τεχνολογία από τον Τρίτο Κόσμο, ή πρόσφατη τεχνολογία που σχεδιάστηκε λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές συνθήκες. Η μελέτη του Perkin (1983) πάνω σε 10 βιομηχανίες στην Τανζανία απλοποιεί το πρόβλημα. Παρόλο που τα περισσότερα από τα αποτελέσματα ήρθαν από πρακτικές παραγωγής μικρής κλίμακας, το κράτος αγόρασε μεγαλύτερου κεφαλαίου, λιγότερο αποτελεσματικές τεχνολογίες, εξαιτίας εν μέρει διαδικασιών προϋπολογισμού. Ο Ahiakpor (1989) παρακολούθησε 297 κατασκευαστικές φίρμες πέντε βασικών τύπων: ξένης ιδιοκτησίας, ιδιωτικές, μικτές ξένες-ιδιωτικές, κρατικές, και μικτές κρατικές-ξένες. Βασισμένος στην εξάρτηση των εισαγωγών και τον πολύ υψηλό λόγο κεφαλαίου-εργασίας, συμπεραίνει ότι οι μικτές εταιρείες που ανήκουν στο κράτος και σε ξένους επιλέγουν τις λιγότερο "κατάλληλες" τεχνολογίες, προτείνοντας σε ορισμένους την κακή συνεννόηση των τοπικών και ξένων ελίτ που υποστηρίζονται από το κράτος. Ένας μεγάλος αριθμός εμπειρικών μελετών της Κατάλληλης Τεχνολογίας σχολιάζονται στους Ghosh και Morrison (1984). Oι κριτικοί της ΑΤ δεν αναζητήθηκαν. Είναι ειρωνικό ότι το κίνημα της Κατάλληλης Τεχνολογίας που ανέσυρε μεγάλο μέρος της έκκλησής του από την αναγνώριση ότι η τεχνολογία δεν είναι ελεύθερη πλαισίου (συνθηκών), επικρίθηκε γρήγορα ότι παραμέλησε το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο οι ΑΤs θα εισάγονταν. Κάποιο είδος αξιολόγησης της τεχνολογίας θα φαινόταν ότι εμπλέκεται στην ιδέα της Κατάλληλης Τεχνολογίας, αλλά οι αξιολογήσεις είναι συχνά αφηρημένες και θεωρητικές παρά συστηματικές και εμπειρικές. Συχνά είναι χωρίς ενδιαφέρον για τους συμμετέχοντες. Η συζήτηση του Elzinga (1981) για τις ιδεολογικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις που αναπτύσσονται μέσα στη διαδικασία αξιολόγησης για την βοήθεια ανάπτυξης, εφαρμόζεται ομοίως και στην αξιολόγηση της τεχνολογίας. Υπάρχουν εσώχτιστοι περιορισμοί στην ικανότητα των LDCs να παραλάβουν την αξιολόγηση της τεχνολογίας. Οι Randolph και Koppel (1982) μελέτησαν την αξιολόγηση της τεχνολογίας σε επτά ασιατικές χώρες, βρίσκοντας ότι οι δραστηριότητες είχαν ήδη επιλεγεί και ότι οι περισσότερες χώρες απλώς ενδιαφέρονταν για την γρήγορη υιοθέτησή τους. Οι ΗΠΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα υπήρξαν ενεργές σε αυτή την περιοχή. Πολυάριθμες προτάσεις για ποικίλες εκτιμήσεις και μέθοδοι λήψης αποφάσεων είναι τώρα υπαρκτές. Από την προοπτική των LDCs οι παράγοντες που θα έπρεπε να είναι σημαντικοί στην λήψη αποφάσεων περιλαμβάνουν την ερώτηση του κατά πόσο η τεχνολογία είναι στο σωστό επίπεδο διανόησης για την εν λόγω χώρα και κατά πόσο προσφέρει την καλύτερη αξία μακροπρόθεσμα, παρά το αρχικό της κόστος. Η πραγματική και σκεπτόμενη συζήτηση του Αhmad πάνω στο θέμα ταυτοποιεί τα κύρια ζητήματα αξιολόγησης για τις αναπτυσσόμενες χώρες σε όρους κόστους, ποιότητας, κλίμακας, βαθμού διανόησης (εξελικτικού βαθμού), κινδύνου αποτυχίας, και περιβαλλοντικών κινδύνων. Μαζί με πολλούς συγγραφείς, αισθάνεται ότι το κίνημα ΑΤ έδωσε μια ρομαντική όψη στο πρόβλημα και ότι οι συχνές συγκρούσεις ενδιαφέροντος αποτρέπουν την ρεαλιστική αξιολόγηση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτή η ανασκόπηση επικεντρώθηκε στο δημοσιευμένο στην Αγγλία υλικό πάνω στην επιστήμη και την τεχνολογία στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες από το 1976 έως το 1992. Κατ' αυτή την έννοια είναι τόσο περιορισμένο όσο οι μελέτες παραγωγικότητας που συζητήθηκαν στο πρώτο μέρος. Οι μελέτες επιστήμης και τεχνολογίας στις ίδιες τις LDCs απέκτησαν όγκο σε αυτή την περίοδο. Στην Κίνα, για να πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα, ένα πεδίο γνωστό σαν η Διαλεκτική της Φύσης άρχισε με την μετάφραση της δουλειάς του Engel στη δεκαετία του 1930. Δημοφιλές κυρίως από τους επιστήμονες, στο πεδίο αυτό κυριαρχούσαν φιλοσοφικά ζητήματα, οι Σοβιετικές επιρροές, και με επίκεντρο τα υλικά του προ-εικοστού αιώνα μέχρι την εξαφάνισή του κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Κατά την περασμένη δεκαετία, νέοι επαγγελματικοί συσχετισμοί και διδακτορικά προγράμματα εγκαθιδρύθηκαν. Η Διαλεκτική της Φύσης είναι τώρα μια ομπρέλα για περισσότερους από 3000 επαγγελματίες που μελετούν την ιστορία, την φιλοσοφία, και την κοινωνιολογία της επιστήμης και της τεχνολογίας καθώς και τις πολιτικές επιστήμες. Ο μαρξισμός παραμένει η κυρίαρχη προοπτική, αλλά η έκταση στην οποία παρέχει ένα πραγματικό οργανωτικό πλαίσιο εργασίας έχει μειωθεί. Εργασίες από τους Merton, Kuhn, Popper, Price διαβάζονται τώρα ευρέως καθώς μια νέα γενιά φοιτητών ψάχνει τη δυτική βιβλιογραφία για εναλλακτικές κρίσιμες προοπτικές. Με δεδομένα τα πολιτιστικά μας κέντρα, καθώς και την θαυμαστή εσωπειθαρχικότητα του πεδίου, φαίνεται εύκολο να μιλήσουμε για κοινές κατανοήσεις. Περιγραφικά ταυτοποιήσαμε (α) ένα νέο επίκεντρο στην αυξητική τεχνική αλλαγή που χαρακτηρίζει τις περισσότερες από τις δραστηριότητες LDC, (β) μια αναγνώριση ότι είναι μη-παραγωγικό να κάνουμε αιχμηρούς διαχωρισμούς ανάμεσα στη γενιά της νέας τεχνολογίας και τις τροποποιήσεις που είναι απαραίτητες στις νέες συνθήκες, (γ) μια νέα έμφαση στην μετάδοση της τεχνολογίας που είναι μάλλον σιωπηλή παρά σαφής και κωδικοποιημένη, και (δ) μια γνώση του ότι η ικανότητα να παράγεται βασική επιστήμη δεν σχετίζεται ισχυρά με την υιοθέτηση και χρήση της τεχνολογίας. Ο επαναπροσανατολισμός δεν έλαβε χώρα, καθώς η ιστορία πηγαίνει σε ορισμένες περιοχές μελετών S&T, σαν ένα αποτέλεσμα θεωρητικών ή επιστημονολογικών θεωρήσεων. Λέγεται πιο εύκολα ότι οι άνθρωποι που ανησυχούν για το πώς γινόταν η τεχνολογία στις LDCs - παρά του να εικάζουν για ποιο λόγο δεν έφτασε τα παγκόσμια στάνταρ-άρχισαν να εξετάζουν τις τοπικές συνθήκες για την παραγωγή γνώσης. Έχει επιχειρηματολογηθεί, για παράδειγμα, ότι η φύση και η διασπορά της γεωργικής R&D στην Αφρική είναι ευρέως υπεύθυνες για την ασχετοσύνη της. Αλλά οι ερευνητές στις LDCs ήταν αν μη τι άλλο, πιο ευαίσθητοι στην διαδικασία της τεχνολογικής υιοθέτησης, ή της "εθνοεπιστήμης" σε άτυπο πεδίο και στα βασισμένα στην κοινότητα ερευνητικά ευρήματα. Ένα σημαντικό επίκεντρο της έρευνας θα παραμείνουν τα πιστεύω και οι πρακτικές μικρών ομάδων εξειδικευμένων δρώντων S&T, αλλά η γενιά της γνώσης δεν έχει ανάγκη να μελετηθεί σε εργαστήρια έρευνας και σίγουρα δεν θα πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες των επιστημόνων και των μηχανικών. Ούτε οι διεργασίες μικροεπιπέδου θα είναι αρκετές για να απολογηθούν για την διακύμανση της εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογίας. Όπως οι οργανωτικοί θεωριστές επιχειρηματολογούν, η διαμόρφωση των σχέσεων μέσα και ανάμεσα στις φίρμες, τα εθνικά εργαστήρια, και τα πανεπιστήμια παρέχει ένα σημαντικό πλαίσιο για την λήψη αποφάσεων και την κατανομή των πόρων. Μια κατανόηση της μετάδοσης της τεχνολογίας απαιτεί μια προχωρημένη γνώση των αιτίων, των ποικιλιών και των συνεπειών των εσωοργανωτικών σχέσεων. Στο μακροεπίπεδο, η ερώτηση καταλήγει σε μια συζήτηση του κατά πόσο το έθνος ή η οργάνωση είναι πιο σημαντική στην ανταγωνιστική εχθρότητα. Τα μοντέλα κοινωνικού εργασιακού δικτύου προσφέρουν μια ευκαιρία για ενσωμάτωση των μικρό και μάκρο προσεγγίσεων μέσα από τα επίκεντρά τους στους κοινωνικούς δρώντες - και ατομικούς και οργανωτικούς - και μια αντίληψη που εμπλέκει και την παρουσία και την απουσία σχέσεων μέσα στο κοινωνικό σύστημα. Μια χαμηλή πυκνότητα δεσμών ανάμεσα στους ερευνητές και στους χρήστες, ειδικά όταν συνδυάζονται με δεσμούς με τα δυτικά ερευνητικά κέντρα, μπορεί να μεταφραστεί σε ακατάλληλες τεχνολογίες ή άσχετη έρευνα. Τα επιστημονικά "κέντρα" στις αναπτυσσόμενες χώρες μπορεί να είναι ακόμα λιγότερο σχετικά, με την έννοια της ανταπόκρισης στην εθνική πολιτική, από τα επαρχιακά ιδρύματα. Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι οργανώσεις είναι διαφοροποιημένες οντότητες και αναπτύσσουν εσωτερικά ικανά ενδιαφέροντα, ο μηχανισμός συσσωρευτικού πλεονεκτήματος είναι διαφορετικός στα μικρό και μακροεπίπεδα. Η παγκόσμια τεχνική κοινότητα είναι τώρα μια πραγματικότητα, αλλά που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα διαφοροποίησης και ανισότητας. Ο στόχος των επόμενων 15 χρόνων είναι να την εξετάσουμε χωρίς εθνική προκατάληψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου