Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΜΙΑ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ;



ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΜΙΑ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ;



Helen E. Longino

Το ερώτημα σ’ αυτό τον τίτλο κρύβει πολλαπλές ασάφειες. Όχι μόνον οι επιστήμες αποτελούνται από πολλές διακριτές περιοχές, αλλά ο όρος «επιστήμη» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε μια μέθοδο έρευνας, μια ιστορικά μεταβαλλόμενη συλλογή πρακτικών, έναν κορμό γνώσης, ένα σύνολο ισχυρισμών, ένα επάγγελμα, ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων, κλπ. Και καθώς οι επιστήμες είναι πολλές, τόσοι είναι και οι επιστημονικοί κλάδοι γνώσεων που προσπαθούν να τις κατανοήσουν: η φιλοσοφία, η ιστορία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η ψυχολογία. Οποιαδήποτε απάντηση από την πλευρά κάποιου απ’ αυτούς τους επιστημονικούς τομείς γνώσεων θα είναι, τότε, κατ’ ανάγκην μερική. Σ’ αυτό το δοκίμιο, θα ρωτήσω για τη δυνατότητα της θεωρητικής φυσικής επιστήμης δηλαδή του φεμινιστή και θα ρωτήσω από την πλευρά του φιλόσοφου. Πριν, όμως, ξεκινήσω να αναπτύσσω την απάντησή μου, θέλω να επανεξετάσω κάποια από τα ερωτήματα που μπορούν να εννοηθούν, προκειμένου να φτάσω στην διατύπωση που επιθυμώ να απευθύνω.

Το ερώτημα μπορεί να διερμηνευτεί ως πραγματικό, που μπορεί να απαντηθεί δείχνοντας αυτό που οι φεμινιστές στις επιστήμες κάνουν και λένε: «Ναι, και αυτό είναι αυτό που είναι». Μια τέτοια απάντηση όμως μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένη. Ακόμα και ένας φίλος του φεμινισμού όπως ο Stephen Gould απορρίπτει την ιδέα ενός χαρακτηριστικού φεμινιστή ή ακόμα την γυναικεία συμβολή στις επιστήμες. Στην εν γένει θετική επανεξέταση του βιβλίου της Ruth Bleier Επιστήμη και Γένος, Gould (1984) παραμερίζει την σχέση μεταξύ των τρόπων συμπεριφοράς των γυναικών και των αξιών και της επιστήμης των αλληλοσυσχετισμών που απαιτεί. Οι επιστήμονες (άρρενες, βέβαια) προχωρούν ήδη με τα προγράμματα έρευνας των ατόμων που ασχολούνται με τους αλληλοσυσχετισμούς και αυτών που ασχολούνται με την ολότητα. Γιατί, υπονόησε, θα πρέπει οι γυναίκες ή οι φεμινίστριες να έχουν οποιεσδήποτε ιδιαίτερες διακριτές συμμετοχές να κάνουν; Δεν είναι η επιστήμη για φεμινίστριες ή για άνδρες, απλά καλή και κακή επιστήμη. Το ερώτημα της φεμινιστικής επιστήμης δεν μπορεί να τεθεί καθ’ υπόδειξη, αλλά εμπεριέχει μια βαθύτερη, περίπλοκη διερεύνηση.

Το βαθύτερο ερώτημα μπορεί να έχει από μόνο του μερικές σημασίες. Το ένα σύνολο εννοιών είναι κοινωνιολογικό και το άλλο εννοιολογικό. Η κοινωνιολογική σημασία προχωρεί ως ακολούθως. Γνωρίζουμε ποια είδη κοινωνικών συνθηκών καθιστούν δυνατή την επιστήμη των μισογυνιστών. Η εργασία της Margaret Rossiter (1982) πάνω στην ιστορία των γυναικών επιστημόνων στις ΗΠΑ και η εργασία της Kathryn Addelson (1983) πάνω στην κοινωνική δομή της επαγγελματικής επιστήμης δίνουν λεπτομερώς τις σχέσεις μεταξύ μια ιδιαίτερης κοινωνικής δομής για την επιστήμη και τα είδη της επιστήμης που παράγονται. Ποια είδη κοινωνικών συνθηκών θα καθιστούσαν δυνατή την φεμινιστική επιστήμη; Αυτό είναι ένα σημαντικό ερώτημα, που δεν είμαι εφοδιασμένος να διερευνήσω, αν και αυτό που μπορώ να διερευνήσω είναι, πιστεύω, σχετικό με αυτό. Αυτή είναι η δεύτερη, εννοιολογική, διερμηνεία του ερωτήματος: τι είδους αίσθηση κάνει το να συζητούμε για την φεμινιστική επιστήμη; Γιατί το ερώτημα αυτό καθ’ αυτό δεν είναι οξύμωρο, συνδέοντας έτσι όπως είναι, αξίες και ιδεολογική δέσμευση με την έννοια της απρόσωπης, αντικειμενικής, άνευ αξιών έρευνας; Αυτό είναι το πρόβλημα που επιθυμώ να απευθύνω σ’ αυτό το δοκίμιο.

Η ελπίδα για μία φεμινιστική θεωρητική φυσική επιστήμη απέκρυψε μια ασάφεια μεταξύ περιεχομένου και πρακτικής. Με αίσθημα ικανοποίησης η ιδέα μιας φεμινιστικής επιστήμης εμπεριέχει έναν αριθμό υποθέσεων και φέρνει στο μυαλό έναν αριθμό οραμάτων. Κάποιοι θεωρητικοί έγραψαν σαν να είναι η φεμινιστική επιστήμη μια από τις θεωρίες οι οποίες κωδικοποιούν μια ιδιαίτερη παγκόσμια άποψη, που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, αλληλεπίδραση και ολοκληρωτισμό. Μια τέτοια επιστήμη λέγεται ότι είναι η φεμινιστική επειδή είναι η έκφραση και η γενναιότητα της γυναικείας ευαισθητοποίησης ή συναφές ταμπεραμέντο. Εναλλακτικά, λέγεται ότι οι γυναίκες έχουν συγκεκριμένα γνωρίσματα (τάσεις να απασχολούνται με συγκεκριμένα, αλληλεπιδρώντας μάλλον παρά μεμονωμένα και ελέγχοντας τις κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές) που τις καθιστούν ικανές να κατανοήσουν τον αληθινό χαρακτήρα των φυσικών διεργασιών (που είναι περίπλοκοι και αλληλοσυσχετιζόμενοι). Ενώ οι αντίπαλοι αυτής της άποψης του αλληλοσυσχετισμού την βλέπουν σαν μια βελτίωση μέσα από πολλές προσωρινές επιστήμες, στιγματίστηκε επίσης σαν ήπια - περιγραφόμενη κακώς σαν μη-μαθηματική. Οι γυναίκες στις επιστήμες που αισθάνονται ότι τους ζητάτε να μην κάνουν καλύτερη επιστήμη, αλλά κατώτερη επιστήμη, απάντησαν θυμωμένα σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό της φεμινιστικής επιστήμης, σκεπτόμενες ότι απλά είναι μια νέα κάλυψη της παλιάς ιδέας ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν επιστήμη. Πιστεύω ότι η άποψη του αλληλοσυσχετισμού μπορεί να υπερασπιστεί έναντι αυτής της απάντησης, αν και απαιτεί την διάσωσή της και από κάποιους αντιπάλους της. Όμως, πιστεύω επίσης, ότι ο χαρακτηρισμός της φεμινιστικής επιστήμης ως έκφρασης ενός διακριτού γυναικείου συναφούς ταμπεραμέντου παρουσιάζει άλλες οπισθοχωρήσεις. Κατ’ αρχάς συγχέει το γυναικείο με το φεμινιστικό. Ενώ είναι σημαντικό να απορρίψουμε την κλασική προσβολή των αρετών που χαρακτηρίζουν τις γυναίκες, είναι επίσης σημαντικό να θυμηθούμε ότι οι γυναίκες κατασκευάζονται για να απασχολούνται σε θέσεις κοινωνικά υποδεέστερες.

Αυτός ο χαρακτηρισμός της φεμινιστικής επιστήμης είναι επίσης μια εκδοχή των πρόσφατα προτεινόμενων αντιλήψεων μιας «άποψης των γυναικών» ή «μιας φεμινιστικής άποψης» και πάσχει από την ίδια αμφιβολία παγκοσμιοποίησης που πάσχουν κι αυτές οι αντιλήψεις. Εάν υπάρχει μια τέτοιου είδους άποψη, υπάρχουν πολλές: όπως της Maria Lugones και της Elizabeth Spelman που έγραψαν εύστοχα στο τιτλοφορούμενο άρθρο τους, «Έχουμε μια Θεωρία για Σένα! : την Φεμινιστική Θεωρία, τον Πολιτιστικό Ιμπεριαλισμό και την Απαίτηση για την ‘Φωνή της Γυναίκας’, γυναίκες που είναι διαφορετικές ως προς τις εμπειρίες τους να παράγουν ένα απλό συναφές πλαίσιο (Lugones και Spelman 1983). Επιπρόσθετα, οι επιστήμες είναι αυτές καθ’ αυτές πολύ διαφορετικές ώστε να πιστεύω ότι μπορούν εξίσου να μετασχηματίζονται μέσω ενός τέτοιου πλαισίου. Για να απορρίψουμε αυτή την έννοια της φεμινιστικής επιστήμης, όμως, δεν πρέπει να ξεχωρίσουμε την επιστήμη από τον φεμινισμό. Θα ήθελα να προτείνω να επικεντρωθούμε στην επιστήμη ως πρακτική παρά σαν περιεχόμενο, σαν διεργασία μάλλον παρά σαν προϊόν· ως εκ τούτου, όχι στην φεμινιστική επιστήμη, αλλά στο να κάνουμε επιστήμη ως φεμινιστές.

Το να κάνουμε επιστήμη εμπεριέχει πολλές πρακτικές: πως δομεί κάποιος ένα εργαστήριο (ιεραρχικά ή συλλογικά), πώς κάποιος συσχετίζεται με άλλους επιστήμονες (ανταγωνιστικά ή σε συνεργασία), πως και εάν κάποιος αναλαμβάνει πολιτικούς αγώνες με καταφατική δραστηριότητα. Επεκτείνεται επίσης σε πνευματικές πρακτικές, σε δραστηριότητες επιστημονικής έρευνας, τέτοιες όπως η παρατήρηση και η εκλογίκευση. Μπορεί να υπάρξει μια φεμινιστική επιστημονική έρευνα; Αυτή η δυνατότητα φαίνεται να είναι προβληματική έναντι του υπόβαθρου συγκεκριμένων σταθερών προϋποθέσεων γύρω από την επιστήμη. Ο ισχυρισμός ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια φεμινιστική επιστήμη με την έννοια μιας πνευματικής πρακτικής είναι είτε ανοησία εξαιτίας του οξύμωρου όπως ειπώθηκε παραπάνω, ή ο ισχυρισμός διερμηνεύεται για να σημάνει ότι η καθιερωμένη επιστήμη (η επιστήμη όπως γίνεται και κυριαρχείται από τους άνδρες) είναι εσφαλμένη γύρω από τον κόσμο. Η φεμινιστική επιστήμη μ’ αυτή την τελευταία διερμηνεία παρουσιάστηκε ως διορθωτική των σφαλμάτων των ανδρών, της κλασικής επιστήμης και ως αποκαλύπτουσα την αλήθεια που είναι κρυμμένη από την ανδρική «κακή» επιστήμη, καθώς αποκλείει το φύλο από την επιστήμη.

Και οι δύο από αυτές τις διερμηνείες εμπεριέχουν την απόρριψη της μιας προσέγγισης ως εσφαλμένης και τον εναγκαλισμό της άλλης ως τον δρόμο προς μια σωστότερη κατανόηση του φυσικού κόσμου. Και οι δύο τείνουν προς το απόλυτο η μια της άλλης. Κάθε μία είναι μια πλευρά του ίδιου νομίσματος, και αυτό το νόμισμα, πιστεύω, είναι η αντίληψη της ελεύθερης αξιών επιστήμης. Αυτή είναι η αντίληψη ότι η επιστημονική μεθοδολογία εγγυάται την ανεξαρτησία της επιστημονικής έρευνας από αξίες ή θεωρήσεις σχετιζόμενες με αξίες. Μια επιστήμη ή ένα πρόγραμμα επιστημονικής έρευνας που ενημερώνεται από αξίες είναι αυτό καθ’ αυτό στην πραγματικότητα «κακή επιστήμη». «Καλή επιστήμη» είναι η έρευνα που προστατεύεται από την μεθοδολογία από αξίες και ιδεολογία. Αυτή η ίδια αντίληψη αποτελεί τη βάση στην απάντηση του Gould προς την Bleier, έτσι ώστε να χρήζει λεπτομερούς έρευνας. Στις σελίδες που ακολουθούν, θα εξετάσω την αντίληψη της ελεύθερης αξιών επιστήμης και κατόπιν θα εφαρμόσω το αποτέλεσμα αυτής της εξέτασης στην αντίληψη μιας έρευνας φεμινιστικής επιστήμης.

ΙΙ


Διακρίνω δύο είδη αξιών σχετικών με τις επιστήμες. Οι συντακτικές αξίες, εσωτερικές στις επιστήμες, είναι η πηγή των κανόνων που προσδιορίζουν τι συγκροτεί αποδεκτή επιστημονική πρακτική ή επιστημονική μέθοδο. Οι προσωπικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες, εκείνες οι ομαδικές ή μεμονωμένες προτιμήσεις γύρω από το τι έπρεπε να γίνει, τις ονομάζω εννοιολογικές αξίες, για να υποδηλώσω ότι ανήκουν στο κοινωνικό και πολιτιστικό περιεχόμενο με το οποίο γίνεται η επιστήμη (Longino 1983c). H παραδοσιακή διερμηνεία της ελευθερίας από αξίες της σύγχρονης φυσικής επιστήμης ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι τα συντακτικά και εννοιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι σαφώς διακριτά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ώστε οι εννοιολογικές αξίες να μην παίζουν κανένα ρόλο στις εσωτερικές διεργασίες της επιστημονικής έρευνας, στην εκλογίκευση και την παρατήρηση. Θα επιχειρηματολογήσω ως προς το ότι αυτή η συντακτική ανάλυση της διάκρισης δεν μπορεί να διατηρηθεί.

Υπάρχουν μερικοί τρόποι για να αναπτυχθεί ένα τέτοιο επιχείρημα. Κάποια επιστήμονας αρέσκεται να προσκαλεί το κοινό της να επισκεφθεί οποιαδήποτε επιστημονική βιβλιοθήκη και να διαβάζει προσεκτικά τους τίτλους πάνω στα ράφια. Παρατηρήστε πόσο επιβοηθητικές στα κοινωνικά και πολιτιστικά ενδιαφέροντα είναι οι έρευνες που παρουσιάζονται από τους τίτλους και μόνον του βιβλίου. Οι ακροατές της θα εγκαταλείψουν γρήγορα τις ιδέες τους γύρω από την ουδετερότητα της αξίας των επιστημών, που αυτή προτείνει. Αυτή η άσκηση μπορεί πράγματι να δείξει την επιρροή των εξωτερικών, εννοιολογικών θεωρήσεων πάνω στην έρευνα που γίνεται/υποστηρίζεται (πχ. στην επιλογή ενός προβλήματος). Δεν δείχνει όμως ότι τέτοιου είδους θεωρήσεις επηρεάζουν την εκλογίκευση ή την αποδοχή της υπόθεσης. Το τελευταίο θα απαιτούσε λεπτομερή διερεύνηση των ειδικών περιπτώσεων ή του γενικού εννοιολογικού επιχειρήματος. Το εννοιολογικό επιχείρημα εμπεριέχει την ανάπτυξη κάποιας εκδοχής του τι είναι γνωστό στην φιλοσοφία της επιστήμης όπως η θέση του υποπροσδιορισμού, δηλαδή, η θέση ότι μια θεωρία υποτιμάται πάντα από την απόδειξη που παρατίθεται για την υποστήριξή της, με συνέπεια ότι διαφορετικές ή ασυμβίβαστες θεωρίες να υποστηρίζονται από ή τουλάχιστον συμβατές με τον ίδιο κορμό της απόδειξης. Θα σκιαγραφήσω μια εκδοχή του επιχειρήματος που απευθύνεται στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του επιστημονικού συμπεράσματος.

Επί τη βάσει πάνω στην οποία ένα λογικό θετικιστικό πρόγραμμα «σκόνταφτε» ήταν η διάκριση μεταξύ της θεωρητικής και την παρατηρητικής γλώσσας. Οι θεωρητικές προτάσεις περιέχουν, ως θεμελιώδεις περιγραφικοί όροι, όρους που δεν παρουσιάζονται στην περιγραφή των δεδομένων. Έτσι, οι υποθέσεις πάνω στην φυσική των σωματιδίων περιέχει όρους όπως «ηλεκτρόνιο», «πιόνιο», «μουόνιο», «στροφορμή ηλεκτρονίου», κλπ. Η απόδειξη για μια υπόθεση τέτοια όπως «ένα πιόνιο καθυστερεί διαδοχικά μέσα σε ένα μουόνιο, κατόπιν ένα ποζιτρόνιο» προφανώς δεν είναι άμεσες παρατηρήσεις των πιόνιων, μουόνιων και ποζιτρόνιων, αλλά αποτελείται κυρίως από φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί σε μεγάλες και περίπλοκες πειραματικές συσκευές: επιταχυντές, θαλάμους νεφώσεως, θαλάμους φυσαλίδων. Οι φωτογραφίες δείχνουν όλα τα είδη των στραβών γραμμών και των σπιράλ. Η απόδειξη για τις υποθέσεις της φυσικής σωματιδίων παρουσιάζεται ως προτάσεις που περιγράφουν αυτές τις φωτογραφίες. Τελικά, βέβαια, οι φυσικοί για τα σωματίδια δείχνουν σε ένα σημείο στην φωτογραφία και αναφέρουν πράγματα όπως «Εδώ ένα νετρίνιο χτυπά ένα νετρόνιο». Ένας τέτοιος ισχυρισμός, όμως, είναι ένα ερμηνευτικό επίτευγμα που εμπεριέχει την κατάρρευση των θεωρητικών και παρατηρητικών στιγμών. Ένας σκεπτικιστής θα έπρεπε να εφοδιαστεί με ένα περίπλοκο επιχείρημα που να συνδέει τα στοιχεία της φωτογραφίας με τα ίχνη που αφήνουν αυτά τα ίδια τα σωματίδια. Εκείνο που μετρά σαν θεωρία και ως δεδομένο με μια πραγματική αίσθηση μεταβάλλεται με το χρόνο, όπως κάποιες αντιλήψεις και πειραματικές διαδικασίες έρχονται να ενσωματωθούν επιτυχώς σε ένα ειδικό πλαίσιο και άλλες παίρνουν τη θέση τους στον ορίζοντα. Όμως, όπως δείχνει η ιστορία της φυσικής, η επιτυχής ενσωμάτωση δεν παρέχει εγγύηση έναντι της ανατροπής.

Οι λογικοί θετικιστές και οι διάδοχοί τους, έλπισαν να μοντελοποιήσουν τυπικά την επιστημονική συναγωγή συμπεράσματος. Η απόδειξη των υποθέσεων, των δεδομένων, επρόκειτο να παρουσιαστούν ως λογικές συνέπειες των υποθέσεων. Όταν όμως προσπαθούμε να χαρτογραφήσουμε αυτή τη λογική δομή πάνω στις επιστήμες, ανακαλύπτουμε ότι οι υποθέσεις δεν είναι, για το μεγαλύτερο μέρος, απλά γενικεύσεις των αναφορών των δεδομένων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δεσμοί μεταξύ των δεδομένων και της θεωρίας, δεν μπορούν να παρουσιαστούν κατάλληλα ως τυπικοί ή συντακτικοί, αλλά καθιερώνονται μέσω υποθέσεων που δημιουργούν ή υπονοούν ανεξάρτητους ισχυρισμούς γύρω από το πεδίο πάνω στο οποίο κάποιος θεωρητικοποιεί. Οι θεωρίες επιβεβαιώνονται μέσω της επιβεβαίωσης των υποθέσεων τους, που τις συγκροτούν, έτσι ώστε η επιβεβαίωση των υποθέσεων και των θεωριών να είναι σχετική με τις υποθέσεις που στηρίζονται πάνω στον ισχυρισμό της αποδεικτικής σχέσης. Η επιβεβαίωση τέτοιων υποθέσεων, που δεν είναι συχνά ευκρινείς, υπόκειται, αυτή καθ’ αυτή, σε παρόμοια σχετικοποίηση. Και είναι αυτές οι υποθέσεις που μπορούν να αποτελέσουν το μέσον για την εμπλοκή των θεωριών που υποκινούνται πρωταρχικά από εννοιολογικές αξίες (Longino 1979, 1983a).

Ο στόχος αυτού του υπερβολικά συμπτυγμένου επιχειρήματος είναι ότι δεν μπορεί κανείς να δώσει έναν a priori ορισμό της επιβεβαίωσης ότι εξαλείφει αποτελεσματικά το ρόλο των γεμάτων αξίες υποθέσεων σε μια εύλογη επιστημονική έρευνα χωρίς την εξάλειψη όλων μαζί των βοηθητικών υποθέσεων (προϋποθέσεων). Δηλαδή λέμε ότι όλες οι επιστημονικές εκλογικεύσεις εμπεριέχουν προϋποθέσεις σχετικές με αξίες. Μερικές φορές οι βοηθητικές προϋποθέσεις θα υποστηρίζονται από κοσμική επαγόμενη εκλογίκευση. Αλλά μερικές φορές δεν θα υποστηρίζονται. Σε οποιαδήποτε δεδομένη περίπτωση, μπορεί να είναι μεταφυσικές ως προς τον χαρακτήρα· μπορεί να μην υπόκεινται σε δοκιμή με τις παρούσες διερευνητικές τεχνικές· μπορεί να έχουν τις ρίζες τους σε εννοιολογικές σχετιζόμενες με αξίες θεωρήσεις. Εάν, όμως, δεν υπάρχει κανένας a priori τρόπος να εξαλειφθούν τέτοιες προϋποθέσεις από την αποδεικτική εκλογίκευση εν γένει, και ως εκ τούτου, κανένας τρόπος για να αποκλειστούν οι όλο αξία προϋποθέσεις, τότε δεν υπάρχει καμιά τυπική βάση για να επιχειρηματολογήσουμε ότι κάποιο συμπέρασμα που μεσολαβεί μέσω των εννοιολογικών αξιών είναι κατ’ αυτό τον τρόπο κακή επιστήμη.

Ένα συγκρίσιμο σημείο δημιουργήθηκε από κάποιους ιστορικούς που διερευνούν τις προελεύσεις της σύγχρονης επιστήμης. Οι James Jacob (1977) και Margaret Jacob (1976) υποστήριξαν σε μια σειρά άρθρων και βιβλίων ότι η υιοθέτηση των εννοιών της ύλης από τους επιστήμονες του 17ου αιώνα όπως ο Robert Boyle εμπλέκετο κατ’ λαβυρινθώδη τρόπο με πολιτικές θεωρήσεις. Οι έννοιες της ύλης που παρείχαν την θεμελίωση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν οι φυσικές θεωρίες και η επιστήμη του Boyle άσχετα από τους λόγους γι’ αυτό, απέβησαν αποδοτικοί κατά τρόπους που υπερέβαιναν τις προσδοκίες του. Εάν η παρουσία των εννοιολογικών επιρροών ήταν οι βάσεις για την απόρριψη μιας γραμμής της έρευνας, τότε, η τότε σύγχρονη επιστήμη δεν θα έμπαινε στο στάδιο της πραγματοποίησης.

Το συμπέρασμα αυτής της γραμμής του επιχειρήματος είναι ότι οι συντακτικές αξίες που συλλαμβάνονται ως επιστημολογικές (δηλαδή, ως αναζητούσες την αλήθεια) δεν είναι επαρκείς για να προβάλλουν την επίδραση των εννοιολογικών αξιών σ’ αυτή την ίδια τη δόμηση της επιστημονικής γνώσης. Τώρα, οι τρόποι κατά τους οποίους οι εννοιολογικές, αξίες επιδρούν, ή όχι, σ’ αυτή την δόμηση και αλληλεπίδραση, εάν συμβαίνει αυτό, με συντακτικές αξίες πρέπει να προσδιοριστούν ξεχωριστά για διαφορετικές θεωρίες και τομείς της επιστήμης. Αλλά αυτό το επιχείρημα, εάν είναι βάσιμο, μας λέγει ότι αυτού του είδους η έρευνα είναι τελείως σεβαστή και δεν εμπεριέχει καμία ασαφή υπόθεση ή χωρίς επιχειρηματολογία απορρίψεις του θετικισμού που βασίζονται στο ένστικτο. Δίνει επίσης τη δυνατότητα σε κάποιον να μπορεί να δημιουργήσει σαφείς δεσμεύσεις αξιών και ακόμα να κάνει «καλή» επιστήμη. Το εννοιολογικό επιχείρημα δεν δείχνει ότι όλες οι επιστήμες είναι πλήρεις αξιών (όπως αντιτίθενται στη μεταφυσική) - που πρέπει να καθιερώνονται από μια περίπτωση-κατά-περίπτωση βάση, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία όχι μόνο της λογικής και της φιλοσοφίας αλλά και της ιστορίας και της κοινωνιολογίας. Δείχνουν ότι δεν είναι όλες οι επιστήμες ελεύθερες αξιών, και σημαντικότερα, δεν είναι απαραίτητα στη φύση της επιστήμης να είναι ελεύθερη αξιών. Εάν απορρίψουμε αυτή την αντίληψη βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση για να συζητήσουμε τις δυνατότητες της φεμινιστικής επιστήμης.


ΙΙΙ

Στα πρώτα άρθρα (Longino 1981, 1983b, Longino and Doell 1983), χρησιμοποίησα παρόμοιες θεωρήσεις για να υποστηρίξω ότι η επιστημονική αντικειμενικότητα πρέπει να ληφθεί και πάλι ως συνάρτηση της κοινόχρηστης δομής της επιστημονικής έρευνας παρά σαν μια ιδιοκτησία των μεμονωμένων επιστημόνων. Χρησιμοποίησα κατόπιν αυτές τις ιδέες γύρω από την επιστημονική μεθοδολογία για να δείξω ότι η επιστήμη που παρουσιάζεται από την ανδρική προκατάληψη δεν είναι εκ των πραγμάτων ακατάλληλη ή «κακή» επιστήμη· ότι η διάρθρωση της επιστήμης δεν μπορεί ούτε να αποκλείσει την έκφραση της προκατάληψης ούτε να τη δικαιολογήσει. Έτσι, υποστήριξα ότι και η έκφραση της ανδρικής προκατάληψης στις επιστήμες και η φεμινιστική κριτική της έρευνας παρουσιάζουν ότι οι προκαταλήψεις είναι - θα λέγαμε - έργο ως συνήθως· ότι από την επιστημονική έρευνα αναμένεται να εκθέσει τις βαθιές μεταφυσικές και κανονιστικές δεσμεύσεις του πολιτισμού μέσα στον οποίο ανθεί· και τελικά ότι η κριτική των βαθύτερων υποθέσεων που οδηγούν στην επιστημονική εκλογίκευση γύρω από τα δεδομένα αποτελεί το κατάλληλο τμήμα της επιστήμης.

Το επιχείρημα που μόλις ανέφερα γύρω από την έννοια της ελεύθερης αξιών επιστήμης είναι παρόμοιο σε πνεύμα με εκείνες των πρώτων επιχειρημάτων. Πιστεύω ότι καθίσταται δυνατό να δούμε αυτά τα ζητήματα από μια ελαφρά διαφορετική γωνία.

Υπάρχει η παράδοση να επιθεωρούμε την επιστημονική έρευνα σαν μια κατά κάποιο τρόπο ανεξερεύνητη. Αυτό περιλαμβάνει την υπόθεση ότι τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου είναι σταθερά με καθορισμένες σχέσεις του ενός προς το άλλο, ότι αυτές οι σχέσεις μπορούν να γίνουν γνωστές και να διαμορφωθούν κατά έναν συνεχή και ενοποιημένο τρόπο. Αυτή δεν είναι η παλιά αντίληψη της «ενοποιημένης επιστήμης» των λογικών θετικιστών, με το προνόμιο της φυσικής. Στην «ανερμήνευτη» ή «προ-αναλυτική» κατάστασή της, είναι απλά η έννοια ότι υπάρχει μια συνεχής, ολοκληρωμένη ή συνεκτική, πραγματικά θεωρητική επεξεργασία όλων των φυσικών φαινομένων. (Η ακαθόριστη αρχή της κβαντοφυσικής περιορίζεται ως προς την κατανόησή μας από την συμπεριφορά μερικών σωματιδίων που αυτά καθ’ αυτά αποτελούν τη βάση των σταθεροτήτων του φυσικού κόσμου. Οι στοχαστικές θεωρίες αποκαλύπτουν σταθερότητες, αλλά σταθερότητες περισσότερο ανάμεσα σε σύνολα παρά σταθερές σχέσεις ανάμεσα σε μεμονωμένα αντικείμενα ή συμβάντα). Το έργο του επιστημονικού ερευνητή είναι να ανακαλύψει αυτές τις σταθερές σχέσεις. Ακριβώς όπως η εργασία των φιλοσόφων του Πλάτωνα ήταν να ανακαλύψουν τις σταθερές σχέσεις ανάμεσα σε τύπους, και η εργασία των επιστημόνων του Γαλιλαίου ήταν να ανακαλύψουν τους νόμους που γράφτηκαν με τη γλώσσα του μεγάλου βιβλίου της φύσης, τη γεωμετρία, έτσι η εργασία του επιστήμονα σε αυτή την παράδοση παραμένει η ανακάλυψη των σταθερών σχέσεων όπως τις συνέλαβαν. Αυτές οι έννοιες είναι τμήμα της ρεαλιστικής παράδοσης στη φιλοσοφία της επιστήμης.

Δεν είναι πλέον δυνατόν, σ’ έναν αιώνα που έχει δει τον κατακερματισμό των επιστημονικών τομέων γνώσης να δώσουμε μια τέτοια ενοποιημένη περιγραφή των αντικειμένων της έρευνας. Αλλά η άποψη ότι είναι καθήκον να ανακαλύψουμε τις σταθερές σχέσεις κάποιου είδους και ότι η εφαρμογή της παρατήρησης, του πειράματος και του λόγου οδηγεί στην ενοποιητέα, εάν όχι ενοποιήσιμη, γνώση κάποιας ανεξάρτητης πραγματικότητας είναι ακόμα με μας. Αποδεικνύεται σαφέστατα με δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επιστημονικής ρητορικής: τη χρήση της παθητικής φωνής όπως «συνάχθηκε ότι ...» ή «ανακαλύφθηκε ότι...» και την απόδοση στην επίδραση των δεδομένων, όπως «τα δεδομένα εισάγουν ....». Μια τέτοια γλώσσα υπέστη κριτική για την παραίτηση από την υπευθυνότητα που αυτή υποδηλώνει. Ακόμα περισσότερο, ο επιστημονικός ερευνητής, και εμείς μαζί του, γινόμαστε παθητικοί παρατηρητές, θύματα της αλήθειας. Η έννοια της ελεύθερης αξιών επιστήμης είναι αναπόσπαστη μ’ αυτή την άποψη της επιστημονικής έρευνας. Και εάν εμείς απορρίψουμε αυτή την ιδέα μπορούμε και να απορρίψουμε τους ρόλους μας σαν παθητικοί θεατές, ανίκανοι να επηρεάσουμε την πορεία της γνώσης.

Ας αναπτύξω αυτό το σημείο κατά κάποιο τρόπο πιο συγκεκριμένα και αυτοβιογραφικά. Η Βιολόγος Ruth Doell και εγώ εξετάσαμε μελέτες σε τρεις περιοχές της έρευνας πάνω στην επίδραση των ορμονών του φύλου πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και την συναφή λειτουργία: έρευνα πάνω στην επίδραση της προ-γενετικής έκθεσης σε υψηλότερο ή χαμηλότερο επίπεδο, από το κανονικό, ανδρογόνων και οιστρογόνων πάνω στην επονομαζόμενη «φύλου-ρόλου» συμπεριφορά στα παιδιά, επίδραση των ανδρογόνων (προ και μετα-γενετική) πάνω στην ομοφυλοφιλία στις γυναίκες, και επίδραση χαμηλότερων από το κανονικό (για τους άνδρες) επιπέδων ανδρογόνου στην εφηβεία όσον αφορά τις ικανότητες στο χώρο (Doell και Longino 1988).

Οι μελέτες που εξετάσαμε είναι ευάλωτες στην κριτική των δεδομένων τους και των μεθοδολογιών τους για την παρατήρηση. Παρουσιάζουν επίσης σαφή απόδειξη της ανδροκεντρικής προκατάληψης - ως προς την υπόθεση ότι υπάρχουν απλά δύο φύλα και δύο γένη ( εμείς και αυτοί), στην κατεύθυνση των κατάλληλων και ακατάλληλων συμπεριφορών για τα αρσενικά και θηλυκά παιδιά, στην γελοιογραφία του λεσβιασμού, στην υπόθεση της αρσενικής μαθηματικής υπεροχής. Δεν βρήκαμε όμως, ότι αυτές οι υποθέσεις παρενέβαιναν στα συμπεράσματα από τα δεδομένα στη θεωρία που βρήκαμε απαράδεκτη. Αυτές οι σεξιστικές υποθέσεις πράγματι επηρεάζουν τον τρόπο που περιγράφονταν τα δεδομένα. Τι παρενέβη στα συμπεράσματα από τα υποτιθέμενα δεδομένα (δηλαδή, τι λειτούργησε ως βοηθητικές υποθέσεις ή τι παρασχέθηκε ως βοηθητικές υποθέσεις) ήταν αυτό που εμείς ονομάζουμε γραμμικό μοντέλο - η υπόθεση ότι υπάρχει ένας άμεσος απλός τρόπος αιτιώδους σχέσης μεταξύ των προ- ή μετα-γενετικών επιπέδων ορμόνης και της κατοπινής συμπεριφοράς ή της συναφούς λειτουργίας. Για να το θέσουμε σκληρά, οι γεννητικές ορμόνες οργανώνουν τον εγκέφαλο σε κρίσιμες περιόδους ανάπτυξης. Ο οργανισμός είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο διατεθειμένος να ανταποκριθεί με μια κλίμακα από τρόπους σε μια κλίμακα από περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Η προϋπόθεση του μονοκατευθυντήριου προγραμματισμού υποστηρίζεται δήθεν από την εύρεση μιας τέτοιας σχέσης σε άλλα θηλαστικά· κυρίως, από πειράματα που παρουσίασαν την ανεξαρτησία των σεξουαλικών συμπεριφορών - τρόπος ερωτικής πράξης και λόρδωση - πάνω στην έκθεση περι-γενετικής ορμόνης και από το εύρημα των αποτελεσμάτων των σεξουαλικών ορμονών πάνω στην ανάπτυξη των εγκεφάλων τρωκτικών. Για να το φέρουμε στη βάση των ανθρώπων πρέπει να αγνοήσουμε μεταξύ άλλων πραγμάτων, μερικές σημαντικές διαφορές μεταξύ ανθρώπινων εγκεφάλων και εκείνων των άλλων ειδών. Υπονοεί επίσης μια προθυμία να θεωρήσουμε τους ανθρώπους με έναν ιδιαίτερο τρόπο - να δούμε τους εαυτούς μας να παράγονται από παράγοντες πάνω στους οποίους δεν έχουμε κανέναν έλεγχο. Δεν είμαστε μόνον, σαν επιστήμονες, θύματα της αλήθειας, αλλά είμαστε αιχμάλωτοι της ίδιας της φυσιολογίας. Στο όνομα της επέκτασης κάποιου επεξηγηματικού μοντέλου, οι ανθρώπινες ικανότητες για την αυτό-γνωσία, την αυτό-επίγνωση, τον αυτό-προσδιορισμό εξαλείφονται από οποιοδήποτε ρόλο στην ανθρώπινη δραστηριότητα (τουλάχιστον στις μελετούμενες συμπεριφορές).

Η Doell και εγώ διαφωνήσαμε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, για την αντικατάσταση αυτού του γραμμικού μοντέλου του ρόλου του εγκεφάλου στην συμπεριφορά από ένα αρκετά μεγαλύτερης περιπλοκότητας που συμπεριλαμβάνει φυσιολογικά, περιβαλλοντικά, ιστορικά και ψυχολογικά στοιχεία. Ένα τέτοιο μοντέλο δεν εμποδίζει μόνο την αλληλεπίδραση των φυσιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων αλλά και την αλληλεπίδραση αυτών με ένα συνεχώς αυτοτροποποιούμενο, αυτοπαρουσιαζόμενο (και αυτοοργανούμενο) κεντρικό σύστημα επεξεργασίας. Στην σύγχρονη νευροβιολογία, το πλησιέστερο μοντέλο είναι εκείνο που αναπτύχθηκε με την ομαδική επιλεκτική προσέγγιση στη ανώτερη λειτουργία του εγκεφάλου του Gerald Edelman και άλλων ερευνητών (Edelman & Mountcastle, 1978). Υποστηρίξαμε ότι αυτό το μοντέλο αυτού τουλάχιστον του βαθμού περιπλοκότητας είναι αναγκαίο για να επεξηγήσει τις μελέτες των ανθρώπινων συμπεριφορών με τις σεξουαλικές ορμόνες και την έρευνα της συμπεριφοράς και εκείνη, εάν οι γεννητικές ορμόνες λειτουργούν καθόλου σε αυτά τα επίπεδα, θα πρέπει πιθανά να βρεθούν το πολύ-πολύ για να διευκολύνουν ή να αναχαιτίσουν την νευρική διεργασία εν γένει. Η στρατηγική που ακολουθούμε στο επιχείρημά μας είναι να δείξουμε ότι ο βαθμός της σκοπιμότητας που εμπεριέχεται στις συμπεριφορές υπό αμφισβήτηση είναι μεγαλύτερος από τον προϋποτιθέμενο από τους ερευνητές για την ορμονική επίδραση και να υποστηρίξουμε ότι αυτός ο βαθμός σκοπιμότητας περιπλέκει τις ανώτερες εγκεφαλικές διεργασίες.

Σ’ αυτό το σημείο η Ruth Doell και εγώ συμφωνούμε. Θα ήθελα να προχωρήσω πιο πέρα και να περιγράψω τι έχουμε κάνει από την προοπτική της παραπάνω φιλοσοφική συζήτησης της επιστημονικής μεθοδολογίας.

Εγκαταλείποντας την πολεμική μου διάθεση για μια πιο εκφραστική, θέλω να πω ότι, τελικά, η δέσμευση του ενός μοντέλου προς το άλλο επηρεάζεται έντονα από αξίες ή άλλα εννοιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τα μοντέλα από μόνα τους καθορίζουν την συνάφεια και τη διερμηνεία των δεδομένων. Το γραμμικό ή πολύπλοκο μοντέλο δεν είναι με τη σειρά τους ανεξάρτητα ή αποκλειστικά υποστηριζόμενα από τα δεδομένα. Αμφιβάλλω, για παράδειγμα, ως προς το ότι η ελεύθερη αξιών έρευνα θα αποκαλύψει την αποτελεσματικότητα ή μη αποτελεσματικότητα των σκόπιμων καταστάσεων ή των φυσιολογικών παραγόντων όπως η ορμονική έκθεση στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Πιστεύω αντίθετα ότι ένα ερευνητικό πρόγραμμα στην νευροεπιστήμη που υποθέτει ότι το γραμμικό μοντέλο και ο δυαδισμός φύλο-γένος θα παρουσιάσει την επίδραση της ορμονικής έκθεσης πάνω στην συμπεριφορά γένους-ρόλου. Και πιστεύω ότι ένα ερευνητικό πρόγραμμα στην νευροεπιστήμη και την ψυχολογία που προχωρεί στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι πραγματικά κατέχουν τις ικανότητες της αυτοεπίγνωσης, της αυτοέκφρασης και του αυτοπροσδιορισμού, και κατόπιν ζητά τον τρόπο που η δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος ενισχύει την έκφραση αυτών των ικανοτήτων, θα αποκαλύψει την αποτελεσματικότητα των σκόπιμων καταστάσεων (κατανοητά ως πολύ περίπλοκα είδη εγκεφαλικών καταστάσεων).

Από την στιγμή που αυτή η τελευταία υπόθεση δεν περιέχει από μόνη της κανονιστικούς όρους, πιστεύω πως η απόφαση να την υιοθετήσουμε υποκινείται από θεωρήσεις πλήρεις αξιών - από την επιθυμία να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους ως αυτοπροσδιορισμένοι (τουλάχιστον σε κάποιο χρόνο), δηλαδή, ως ικανοί να δραστηριοποιηθούμε επί τη βάση των εννοιών ή αναπαραστάσεων των εαυτών μας και του κόσμου μέσα στον οποίο δρούμε. (Τέτοιες αναπαραστάσεις δεν είναι απαραίτητα ορθές, σίγουρα παρεμβαίνουν οι πολιτισμοί μας σε αυτές· αυτό που εμείς επιθυμούμε είναι ότι είναι αποτελεσματικές). Πιστεύω περαιτέρω ότι αυτή η επιθυμία και της Doell και εμού, είναι κατά κάποιους τρόπους, μια άποψη του φεμινισμού μας. Η προτίμησή μας για ένα νευροβιολογικό μοντέλο που επιτρέπει την επίδραση για την αποτελεσματικότητα της σκοπιμότητας, είναι εν μέρει μια αξιολόγηση της δικής μας (και του καθένα) υποκειμενικής εμπειρίας της σκέψης, προσεκτικής μελέτης και επιλογής. Ένα από τα αξιώματα της φεμινιστικής έρευνας είναι η γενναιότητα της υποκειμενικής εμπειρίας, και έτσι η προτίμησή μας από αυτή την άποψη προσαρμόζεται στα σχέδια της φεμινιστικής έρευνας. Υπάρχει, όμως, ένας αμεσότερος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο φεμινισμός μας με αυτή την προτίμηση. Φεμινισμός είναι πολλά πράγμα για πολύ κόσμο, αλλά στην καρδιά του εν μέρει αποτελεί περίπου την επέκταση του ανθρώπινου δυναμικού. Όταν οι φεμινίστριες μιλούν για έξοδο και πράγματι βγαίνουν από τους κοινωνικά περιγραφόμενους ρόλους του φύλου, όταν οι φεμινίστριες επικρίνουν τα ιδρύματα εξουσίας, επιμένουμε στην ικανότητα των ανθρώπων - αρσενικών και θηλυκών - να δρουν επί τη βάση των αισθήσεων του εαυτού τους και της κοινωνίας και να δρουν για να επιφέρουν αλλαγές στον εαυτό τους και την κοινωνία επί τη βάσει αυτών των αντιλήψεων. (Όχι μέσα σε μια βραδιά και όχι μέσα από μια απλή καλή πράξη θέλησης. Το θέμα είναι ότι ενεργούμε). Και έτσι η επίκριση μας για τις θεωρίες της ορμονικής επίδρασης ή του προσδιορισμού της επονομαζόμενης συμπεριφοράς φύλου-ρόλου δεν είναι απλά μια απόρριψη της σεξιστικής προκατάληψης στην περιγραφή των φαινομένων - τη συμπεριφορά των εξεταζόμενων παιδιών, των σεξουαλικών ζωών των λεσβιών κλπ. - αλλά των περιορισμών της ανθρώπινης ικανότητας που επιβάλλονται από το αναλυτικό μοντέλο που υφίσταται τέτοια έρευνα.

Ενώ το στρατηγικό επιχείρημα που υιοθετούμε έναντι του γραμμικού μοντέλου βασίζεται πάνω σε συγκεκριμένη κατανόηση του σκοπού, οι αξίες που υποκινούν την υιοθέτησή μας αυτής της κατανόησης παραμένουν κρυμμένες σ’ αυτό το πολεμικό κείμενο. Οι πολιτικές μας δεσμεύσεις, όμως, προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη κατανόηση της ανθρώπινης δραστηριότητας, έτσι ώστε όταν ερχόμαστε αντιμέτωπες σε μια σύγκρουση μεταξύ αυτών των δεσμεύσεων και των σχέσεων ενός συγκεκριμένου μοντέλου εγκεφαλικής συμπεριφοράς αφήνουμε τις πολιτικές δεσμεύσεις να καθοδηγήσουν την επιλογή.

Η συνάφεια του επιχειρήματός μου γύρω από την ελεύθερη αξιών επιστήμη θα πρέπει να καταστεί σαφής. Οι φεμινίστριες - μέσα και έξω από την επιστήμη - συχνά καταδικάζουν την ανδρική προκατάληψη στις επιστήμες από την πλεονεκτική σκοπιά της δέσμευσης προς μια ελεύθερης αξιών επιστήμη. Η ανδροκεντρική προκατάληψη, που αναγνωρίστηκε κάποτε, μπορεί κατόπιν να φανεί σαν παραβίαση των κανόνων, σαν «κακή» επιστήμη. Η φεμινιστική επιστήμη, αντίθετα, μπορεί να εξαλείψει αυτή την προκατάληψη και να παράγει καλύτερη, καλή, αληθέστερη, ή ελεύθερη γένους επιστήμη. Από αυτή την προοπτική η διεργασία που μόλις περιέγραψα είναι ανάθεμα. Αλλά εάν οι επιστημονικές μέθοδοι που γεννιούνται από συντακτικές αξίες δεν μπορούν να εγγυηθούν την ανεξαρτησία από τις εννοιολογικές αξίες, τότε αυτή η προσέγγιση στην σεξιστική επιστήμη δεν θα λειτουργήσει. Δεν μπορούμε να περιορίσουμε τους εαυτούς μας απλά στην εξάλειψη της προκατάληψης, αλλά πρέπει να επεκτείνουμε το σκοπό μας ώστε να συμπεριλάβουμε την ανίχνευση του περιορισμού και τα διερμηνευτικά πλαίσια και την εύρεση ή δημιουργία καταλληλότερων πλαισίων. Δεν έχουμε ανάγκη, πράγματι δεν θα πρέπει να περιμένουμε ένα τέτοιο πλαίσιο να ανακύψει από τα δεδομένα. Περιμένοντας, εάν το επιχείρημά μου είναι σωστό, διατρέχουμε τον κίνδυνο να εργαστούμε ασυναίσθητα με προϋποθέσεις γεμάτες από αξίες από το κείμενο που επιδιώκουμε να αλλάξουμε. Αντί να παραμένουμε παθητικοί αναφερόμενοι στα δεδομένα και στο τι προτείνουν τα δεδομένα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ικανότητά μας να επηρεάσουμε την πορεία της γνώσης και τον τρόπο ή να ευνοήσουμε τα ερευνητικά προγράμματα που είναι συνεπή με τις αξίες και τις δεσμεύσεις που εκφράζουμε στο υπόλοιπο των ζωών μας. Από αυτή την προοπτική, η ιδέα της ελεύθερης αξιών επιστήμης δεν είναι απλώς κενή, αλλά επιζήμια.

Η αποδοχή της συνάφειας στις πρακτικές μας σαν επιστήμονες των πολιτικών μας δεσμεύσεων δεν υποδηλώνει απλές και σκληρές επιβολές αυτών των αντιλήψεων πάνω στη γωνία του φυσικού κόσμου που είναι υπό μελέτη. Εάν αναγνωρίσουμε, όμως, ότι η γνώση σχηματίζεται από υποθέσεις, αξίες και ενδιαφέροντα ενός πολιτισμού και ότι, μέσα στα όρια, μπορεί κάποιος να επιλέξει κάποιου τον πολιτισμό, τότε είναι σαφές ότι σαν επιστήμονες/θεωρητικοί, έχουμε μια επιλογή. Μπορούμε να συνεχίσουμε να καθιερώνουμε την επιστήμη, τυλιγμένη άνετα στους μύθους της επιστημονικής ρητορικής, ή μπορούμε να εναλλάξουμε τις πνευματικές μας πεποιθήσεις. Ενώ παραμένουμε δεσμευμένοι με έναν αφηρημένο στόχο κατανόησης, μπορούμε να επιλέξουμε σε ποιον, κοινωνικά και πολιτικά, θα λογοδοτήσουμε κατά την αναζήτηση αυτού του στόχου μας. Ιδιαίτερα, μπορούμε να επιλέξουμε μεταξύ του να λογοδοτήσουμε σε κάποιο παραδοσιακό κατεστημένο ή στους πολιτικούς μας συντρόφους.

Μια τέτοιου είδους λογοδότηση δεν απαιτεί μια ριζοσπαστική διακοπή ασχολίας με την επιστήμη την οποία κάποιος έχει μάθει και στην οποία έχει εξασκηθεί. Η ανάπτυξη της «νέας» επιστήμης εμπεριέχει μια πιο διαλεκτική εξέλιξη και περισσότερη σταθερότητα με την καθιερωμένη επιστήμη παρά με την οικεία γλώσσα των επιστημονικών εξελίξεων που συνεπάγεται.

Επικεντρούμενοι στην λογοδότηση και την επιλογή, αυτή η έννοια της φεμινιστικής επιστήμης διαφέρει από εκείνες που προχωρούν από την υπόθεση της αναλογίας μεταξύ συγκεκριμένων μοντέλων των φυσικών διεργασιών και των έμφυτων γυναικείων τρόπων κατανόησης. Αντίθετα διαφωνώ για την εσκεμμένη και ενεργητική επιλογή ενός διερμηνευτικού μοντέλου και για την δικαιολογία ως προς το ότι βασίζουμε αυτή την επιλογή πάνω σε πολιτικές θεωρήσεις σ’ αυτή την περίπτωση. Προφανώς η επιλογή του μοντέλου περιορίζεται επίσης από την (αυτό που γνωρίζουμε ως) πραγματικότητα, δηλαδή, από τα δεδομένα. Αλλά η πραγματικότητα (ό,τι γνωρίζουμε απ’ αυτή ότι) είναι, ήδη υποστήριξα, ανεπαρκής για τον προσδιορισμό της επιλογής του μοντέλου. Οι φεμινίστριες θεωρητικοί που αναφέρθηκαν παραπάνω επικεντρώθηκαν στη σχέση μεταξύ του περιεχομένου μιας θεωρίας και των γυναικείων αξιών ή εμπειριών, ιδιαίτερα της αναλογίας που γίνεται αντιληπτή μεταξύ των αλληλοσυσχετιστικών, των ολοκληρωμένων οραμάτων της φύσης και ενός τύπου κατανόησης και συνόλου αξιών που αποδίδονται ευρέως στις γυναίκες. Αντίθετα, υποθέτω ότι μια φεμινιστική επιστημονική πρακτική παραδέχεται τις πολιτικές θεωρήσεις σαν σχετικούς περιορισμούς στην εκλογίκευση και την διερμηνεία, στο σχήμα του περιεχομένου. Σ’ αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση, αυτές οι θεωρήσεις σε συνδυασμό με τα φαινόμενα που υποστηρίζουν κάποιο επεξηγηματικό μοντέλο που είναι υψηλά αλληλοσυσχετιστικό, και υπερβολικά περίπλοκο. Αυτό το επιχείρημα, μέχρι τώρα, όμως, είναι ουδέτερο ως προς το θέμα του εάν κάποιο αλληλοσυσχετιστικό και περίπλοκο που λαμβάνεται υπόψη στις φυσικές διεργασίες θα είναι πάντα εκείνο που προτιμάται. Εάν όμως, είναι το προτιμώμενο, αυτό θα συμβαίνει εξαιτίας των ρητών πολιτικών θεωρήσεων και επειδή ο αλληλοσυσχετισμός είναι η έκφραση «της γυναικείας φύσης».

Η ενσωμάτωση μιας πολιτικής δέσμευσης με την επιστημονική εργασία θα εκφράζεται διαφορετικά σε διαφορετικούς τομείς. Σε κάποια, τέτοια όπως τα περίπλοκα ερευνητικά προγράμματα που έχουν μια βάση στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συγκεκριμένες κινήσεις, τέτοιες όπως αυτή που περιγράφηκε παραπάνω, μοιάζουν πολύ προφανή. Σε άλλα ίσως να μην είναι σαφής ο τρόπος έκφρασης ενός εναλλακτικού συνόλου αξιών στην έρευνα, ή ποιες αξίες θα ήταν κατάλληλες. Το πρώτο βήμα, όμως, είναι να εγκαταλείψουμε την ιδέα της εξονυχιστικής έρευνας των δεδομένων που δίνουν έναν ασυνάρτητο κορμό γνώσης. Το δεύτερο είναι να σκεφτούμε μέσα από ένα συγκεκριμένο τομέα και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε απλά τις μη αναφερόμενες και θεμελιώδεις υποθέσεις του και το πως αυτές επηρεάζουν την πορεία της έρευνας. Η γνώση ενός μέρους της ιστορίας του τομέα γνώσης είναι αναγκαία σ’ αυτήν διεργασία, καθώς συζητείται συνεχώς με άλλες φεμινίστριες.

Οι φεμινιστικές παρεμβάσεις φαντάζομαι θα είναι τοπικές (δηλαδή, ειδικά σε μια συγκεκριμένη περιοχή έρευνας)· μπορεί να μην είναι αποκλειστικές (δηλαδή, διαφορετικές φεμινιστικές προοπτικές μπορεί να παρουσιαστούν κατά την παρουσίαση της θεωρίας)· και θα είναι κατά έναν τρόπο συνεχείς με την υπάρχουσα επιστημονική εργασία. Η διαμόρφωση τέτοιων παρεμβάσεων, της επιστήμης που γίνεται από φεμινίστριες σαν φεμινίστριες, και από μέλη άλλων μη χειραφετημένων ομάδων, έχει το δυναμικό, παρ’ όλα αυτά, να μετασχηματίσει τελικά τον χαρακτήρα της επιστημονικής πραγματείας.

Το να κάνουμε επιστήμη με διαφορετικό τρόπο απαιτεί περισσότερα από την απλή θέληση να κάνουμε επιστήμη και θα ήταν ανειλικρινές να προσποιηθούμε ότι οι φιλοσοφίες μας της επιστήμης είναι το μόνο εμπόδιο. Η επιστημονική έρευνα λαμβάνει χώρα σε ένα κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιεχόμενο που επιβάλει μια ποικιλία από ιδρυτικά εμπόδια όσον αφορά την καινοτομία, μαζί με την πνευματική επεξεργασία των αντίθετων και πολιτικών δεσμεύσεων. Η φύση της επιστημονικής καριέρας σημαίνει ότι το έργο κάποιου πρέπει να αναγνωρίζεται καθώς αντιμετωπίζει ικανοποιητικά κάποια πρότυπα ποιότητας προκειμένου αυτός να καταστεί ικανός να την συνεχίσει. Εάν αυτά τα πρότυπα είναι στενά συνδεδεμένα με τις αξίες και τις υποθέσεις που κάποιος απορρίπτει, είναι πιθανή η μη κατανόηση παρά ο προσηλυτισμός. Η επιτυχία απαιτεί να παρουσιάζουμε το έργο μας κατά τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί αυτά τα πρότυπα και είναι ευκολότερο να κάνουμε έργο που να μοιάζει ακριβώς με έργο που είναι γνωστό ότι τους ικανοποιεί παρά να οδεύουμε προς μια νέα κατεύθυνση. Μια άλλη ώθηση προς προσαρμογή προέρχεται από τη δομή της υποστήριξης για επιστήμη. Πολλές από τις επιστημονικές αντιλήψεις που υποστηρίζεται ότι είναι συνεπείς με την φεμινιστική πολιτική έχουν έναν διακριτό μη παραγωγικό προσανατολισμό. Στο παράδειγμα που συζητήθηκε παραπάνω, σκεφτείτε τον εγκέφαλο ως ορμονικά προγραμματισμένο να παρεμβαίνει και να ελέγχει περισσότερο παρά να σκέφτεται ως ένα αυτό-οργανωμένο, πολύπλοκα αλληλεπιδρόν σύστημα. Το να κάνουμε επιστήμη, όμως, απαιτεί οικονομική υποστήριξη και εκείνοι οι οποίοι παρέχουν την υποστήριξη είναι ολοένα και περισσότερο η βιομηχανία και ο στρατός. Όπως ίσως αναμένεται, υποστηρίζουν τα ερευνητικά προγράμματα περισσότερο για να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ανάγκες, προγράμματα που υπόσχονται ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες για παρέμβαση και επιδέξιο χειρισμό των φυσικών διεργασιών. Οι επιστήμες μας εργάζονται για την δημιουργία χρημάτων και την χρηματοδότηση του πολέμου. Η δυνατότητα εναλλακτικής κατανόησης του φυσικού κόσμου είναι άσχετη προς την κουλτούρα που κατευθύνεται από αυτά τα συμφέροντα. Για να κάνουμε φεμινιστική επιστήμη πρέπει να αλλάξουμε το κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο κατά το οποίο γίνεται η επιστήμη.

Έτσι: μπορεί να υπάρξει φεμινιστική επιστήμη; Εάν αυτό σημαίνει: είναι κατ’ αρχάς δυνατόν να κάνουμε επιστήμη ως φεμινίστριες; η απάντηση πρέπει να είναι: ναι. Εάν αυτό σημαίνει; μπορούμε στην πράξη να κάνουμε επιστήμη ως φεμινίστριες; η απάντηση πρέπει να είναι: όχι μέχρις ότου αλλάξουμε τις παρούσες συνθήκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου