Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ



Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ


[Κεφάλαιο 2]

David J. Hess


Το να σκέπτεσαι πολιτιστικά συνεπάγεται να ξεκινάς με το ερώτημα της τοπικής σημασίας: Ποια η σημασία του Χ στο Υ; Για παράδειγμα, τι σημαίνει αυτός ο υπολογιστής σ’αυτήν την ομάδα των ειδικών σε αντίθεση με εκείνη την ομάδα των ειδικών ή σε αντίθεση με εκείνη την ομάδα των μη ειδικών; Για να απαντήσει στο ερώτημα κανείς, καθορίζει τεχνικές κατηγορίες ή διακρίσεις. Σε οποιαδήποτε στιγμή οι διάφορες ομάδες μέσα στο πεδίο της έρευνας παράγουν διαφορετικές θεωρίες, παρατηρήσεις, μηχανές, μεθόδους, πειράματα και ούτω καθεξής. Σε μερικές περιπτώσεις εκείνες οι διαφορές είναι μόνο το αποτέλεσμα διαφορετικών ερευνητικών ερωτημάτων, και αναπαριστάνουν συμπληρώσεις παρά αντιφάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις οι διαφορές παίρνουν τη μορφή αντιφάσεων, και διενέξεων και λογομαχίες προκύπτουν. Είτε οι διαφορές προκύπτουν από συμπληρώσεις είτε από αντιφάσεις, οι διαφορές έχουν έννοια. Εκείνες οι έννοιες μπορεί να είναι σαφείς– συνειδητά κατανοητές στο μυαλό των εν λόγω ανθρώπων– ή απόλυτες, δηλαδή σιωπηρές στις πράξεις και τους γλωσσολογικούς κώδικές τους .

Στο πιο εσωτερικό επίπεδο η έννοια των τεχνικών διαφορών μπορεί να ερμηνευτεί από την αναφορά άλλων διακρίσεων. Αυτή η διαδικασία για τη γένεση της έννοιας είναι γενικά πως δουλεύουν τα διδακτικά βιβλία: μια νέα αντίληψη ερμηνεύεται με το να βασίζεσαι σε προηγούμενες. Όμως, συχνά οι τεχνικές διαφορές έχουν κάποια σχέση με τις κοινωνικές διαφορές επίσης. Μερικές φορές οι κοινωνικές διαφορές είναι τοπικές και εσωτερικές στις εν λόγω κοινωνίες– όπως δύο θεωρίες που καθορίζονται για να ανταγωνιστούν εργαστήρια ή δίκτυα ερευνών– αλλά μερικές φορές οι κοινωνικές διαφορές αναφέρονται σε κατηγορίες στην γενικότερη δομή, όπως τάξη, γένος σεξουαλικότητα, εθνικότητα και ιθαγένεια. Όπως έχει δείξει η ανθρωπολόγος Emily Martin στο Η Γυναίκα μέσα στο Σώμα και σε πολυάριθμα άρθρα, συχνά ακόμα και τα διδακτικά βιβλία προτείνουν γενικότερες κοινωνικές έννοιες στις μεταφορές που χρησιμοποιούν για να εξηγήσουν τεχνικές ιδέες και μέσα στις γελοιογραφίες και τα διαγράμματά τους.

Σε αντίθεση με αυτήν την πολιτιστική ή προσανατολισμένης- σημασίας προσέγγιση, περισσότερες κοινωνιολογικά αναλύσεις τείνουν να λειτουργούν εκφρασμένες σε επεξηγήσεις και μεταβλητές. Δείχνουν πως μια δοσμένη σειρά από κοινωνικούς παράγοντες, Χ, μπορεί να λειτουργήσει ως μια μεταβλητή που επηρεάζει το τελικό σχήμα μιας επιστημονικής γνώσης ή τεχνολογίας,Υ. Σε μια φόρμουλα η κοινωνική εποικοδόμηση κοιτάζει την τεχνική από την άποψη μιας λογικής της επεξήγησης: το Χ (κοινωνικός παράγοντας) επηρεάζει το Υ(επιστημονική ιδέα ή τεχνολογικού τεχνουργήματος) και επομένως εξηγεί πως το Υ είναι όπως είναι. Κοινωνικές εποικοδομητικές αναλύσεις επομένως συχνά συντηρούν αφηγήσεις για το πώς γεγονότα ή μηχανές εγκαταστάθηκαν πλατιά. Οι κοινωνικοί παράγοντες (Χ) και το τεχνικό περιεχόμενo (Υ) δεν αναφέρονται σε τοπικές κατηγορίες; αντίθετα, αναπαριστάνουν κατηγορίες τις οποίες ο ερευνητής βρίσκει σχετικές για κάνει την ανάλυση.

Σε αντίθεση, μια πολιτιστική ή προσανατολισμένης σημασίας προσέγγιση στην κατασκευή είναι ερμηνευτική (βλέπε σχήμα 2.1). Με άλλα λόγια, το αντικείμενο της ερμηνείας Υ καταρρέει μέσα σε εμφανείς διακρίσεις στον πολιτισμό (Υ1,Υ2, Υ3, κλπ) και μετά ερμηνεύεται από την άποψη του πως μεταφράζονται οι διαχωρισμοί μέσα στο Υ σε άλλες εμφανείς πολιτιστικές κατηγορίες, όπως οι διαχωρισμοί μέσα στο Χ (Χ1, Χ2, Χ3, κλπ). Συγκρίνοντας την κοινωνική εποικοδόμηση με την πολιτιστική εποικοδόμηση, δεν επιθυμώ να υποδηλώσω ότι η μια προσέγγιση είναι σωστή και η άλλη είναι λανθασμένη.Θα ήταν καλύτερα να σκεφτούμε τις δύο ως διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης του ίδιου φαινομένου. Επιπλέο, κανένας κοινωνικός επιστήμονας ,και καμία κοινωνική επιστημονική μελέτη, δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην μια κατηγορία ή σε μια άλλη. Αντίθετα, είναι πιθανότερο για τον ερευνητή να χρησιμοποιήσει και τους δύο τύπους ανάλυσης σε διαφορετικά σημεία σε μια συζήτηση ή ένα δοκίμιο. Έτσι, οι δύο μορφές ανάλυσης πιθανόν να φανούν ως οι δύο άκρες ενός Ακόμα και σ’αυτό το βιβλίο, το παρόν κεφάλαιο τείνει προς την πολιτιστική ή ¨ανθρωπολογική¨ πλευρά του, ενώ άλλα κεφάλαια θα εστιάσουν περισσότερο σε επεξηγήσεις της κοινωνικής επιρροής, και υπό αυτήν την έννοια πιθανόν θεωρηθούν πιο ¨κοινωνιολογικές¨.

Τεχνοτοτεμισμός

Αναφέρομαι στην συμπαραγωγή της τεχνικής και της κοινωνικής διαφοράς ως τεχνοτοτεμισμός, μια συνέπεια που θα αποτελέσει το αρχικό σημείο για τη δική μου έκδοση μιας πολιτιστικής δυναμικής προοπτικής. Τοτεμισμός είναι η διαδικασία με την οποία κοινωνικές ομάδες πετυχαίνουν συνοχή και διακριτικότητα με το να αναγνωρίζονται με φυσικά φαινόμενα. Για παράδειγμα, ένα μέλος μιας παραδοσιακής αυτόχθονης κοινωνίας πιθανόν να ανήκει στην φυλή της αρκούδας ή της κουκουβάγιας. Σήμερα, αθλητικές ομάδες συχνά συμβολίζονται από φυσικά τοτέμ, για παράδειγμα, οι Καρδινάλιοι του Αγ.Λουδοβίκου

ή οι Αρκούδες του Σικάγο.Φυσικά, μερικά πολιτιστικά αντικείμενα επίσης έχουν γίνει τοτέμ, όπως οι Κόκκινες Κάλτσες του Σινσινάτι. Παρομοίως, μερικά από τα τοτέμ έχουν γίνει υπερβολικά αμφιλεγόμενα, όπως οι Ερυθρόδερμοι της Ουάσινγκτον ή οι Ινδιάνοι του Κλέβερλαντ. Μέρος της διένεξης – και η προσβλητικότητα της πράξης – πηγάζει από το γεγονός ότι ονομάζοντας μια ομάδα ανθρώπων (μια αθλητική ομάδα) από μια άλλη ομάδα ανθρώπων (Ιθαγενείς Αμερικάνοι), η δεύτερη ομάδα ανθρώπων τοποθετείται σε μια φυσική/ υλική κατηγορία μαζί με ζώα και κάλτσες παρά στην ανθρώπινη κατηγόρια των αθλητικών ομάδων. (Αυτή η πολιτογράφηση επεκτείνεται σε άλλα είδη στερεοτυπικής συμπεριφοράς όπου οι μασκότ μπορούν να παίζουν το ίδιο καλά.)

Προσβλητικός όπως μερικές φορές μπορεί να γίνει στο σημερινό κόσμο, ο τοτεμισμός σε μια γενική έννοια είναι ένα πλατιά διαδεδομένο μέρος των ανθρώπινων κοινωνιών. Όπως ο ανθρωπολόγος Marshall Sahlins έχει δείξει στο Πολιτιστικός και Πρακτικός Λόγος, ένα μεγάλο μέρος του καταναλωτικού πολιτισμού λειτουργεί σύμφωνα με τις τοτεμικές σχέσεις. Ρουχισμός, τροφή, αυτοκίνητα και ούτω καθεξής είναι όλα ταξινομημένα σε μυριάδες διαχωρισμούς που επιτρέπουν στους ανθρώπους να κάνουν διακρίσεις μεταξύ τους μέσω των αντικειμένων τους. Αν ένας λευκός, άνδρας, Αμερικάνος πίνει μπύρα Coors, οδηγεί ένα Ford ημιφορτηγό με ένα NRA αυτοκόλλητο προφυλακτήρα, φοράει καρό φανελένια πουκάμισα, λεει ταυτόχρονα κάτι για τον ίδιο όπως κάποιος που δεν πίνει γάλα σόγιας καλλιεργημένη χωρίς χημικά, μεταφέρεται με ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, και φοράει T-shirts με φεμινιστικά ή αντιρατσιστικά σχέδια πάνω τους. Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνική του ταυτότητα– η κοινωνική κατηγόρια στην οποία ανήκει – γίνεται στερεότυπη ή αποσαφηνίζεται μέσω της θέσης του σε μια σειρά υλικών κωδίκων. Επίσης, εκείνοι οι κώδικες γίνονται στερεοτυπικοί και αποσαφηνίζονται με την κατοχή μιας κοινωνικής θέσης ή διεύθυνσης.

Οι διαφημιστές καταλαβαίνουν πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο κατηγορίες καταναλωτικών προϊόντων συνωμοτούν με κατηγορίες του γένους, της εθνικότητας, της τάξης και της περιφερειακής ταυτότητας, και βασίζουν πολλές από τις εκστρατείες τους στην καθιέρωση εκείνων των διαφορών για τους καταναλωτές. Αν βομβαρδίζουν τους καταναλωτές με το να διαφημίζουν κάτι σαν ‘Αυτό δεν είναι του πατέρα σου το σαράβαλο’, αργά ή γρήγορα το σαράβαλο/ η τοτεμική συνδεσμολογία της παλιάς γενιάς θα αντικατασταθεί με μια άλλη. Με άλλα λόγια, τοτεμικές σχέσεις δεν δίνονται φυσικά. Χτίζονται μέσω των πράξεων μιας κοινωνικής ομάδας σε μια άλλη. Εκείνες οι πράξεις δεν είναι αθώες σε δύναμη. Μεγάλα σωματεία ξοδεύουν περιουσίες κάθε μέρα για να πείσουν τους καταναλωτές να κάνουν τους σωστούς συνειρμούς στο μυαλό τους. Ως ένας καταναλωτής / θεατής, ίσως γράψω στον τηλεοπτικό σταθμό και ζητήσω να τρέξει άλλη μια διαφήμιση που δημιουργεί κάποια άλλη τοτεμική συνδεσμολογία με το διαφημιζόμενο προϊόν, αλλά πιθανότατα θα ακουστώ σαν κάποιο που κατέχει μεγάλα μερίδια σε μια εταιρία ή πληρώνει χιλιάδες δολάρια για κάθε διαφήμιση. Με λίγα λόγια, τοτεμικές σχέσεις υποδηλώνουν περισσότερα σε έννοια από την άποψη της σημασιολογικής διαφοράς: επίσης υποδηλώνουν δύναμη.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό του τοτεμισμού είναι ότι οι κοινωνικές κατηγορίες και οι φυσικές/ τεχνικές κατηγορίες είναι συγκροτημένες ως συστήματα διακρίσεων. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές και οι φυσικές/ τεχνικές έχουν γίνει σημαντικές με το να καθορίζεται η μία πάνω στην άλλη ή να μεταφράζεται η μία από την. Δεν λεω ότι χωρίς σύμβολα θα ήταν αδύνατο να διακρίνουμε ένα κοκκινολαίμη από ένα ριζοσπαστικό παρακινητή, άλλοι κώδικες, όπως ρεπερτόρια προτύπων συμπεριφοράς ή συνειδητών πεποιθήσεων, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν. Όμως, ακριβώς όπως μέρος του τι σημαίνει να είσαι μέλος της φυλής της αρκούδας ή της κουκουβάγιας στηρίζεται στις διαφορές που αποδίδονται σε αρκούδες και κουκουβάγιες, έτσι μέρος της ταυτότητας του να είσαι ένας κοκκινολαίμης ή ένας ριζοσπαστικός στηρίζεται στις έννοιες που αποδίδονται στα διαφορετικά καταναλωτικά προϊόντα τα οποία μια κοινωνική κατηγορία χρησιμοποιεί σε αντίδραση προς μίαν άλλη. Στην πιο απλή του μορφή, ένας διαχωρισμός των κοινωνικών κατηγοριών ζωντανεύει μέσω ενός διαχωρισμού των φυσικών κατηγοριών. (ή στον τεχνολογικό πολιτισμό μας των υλικών ή τεχνικών κατηγοριών), και αντίστροφα.

Είναι επίσης πιθανό να μιλάμε για επιστημονικό τοτεμισμό ή για τοτεμισμό των επιστημονικών ιδεών. Όπως έγραψε ο Sahlins, ‘Η επιστήμη μας ίσως να είναι η υψηλότερη μορφή τοτεμισμού’(1976:53). Το παράδειγμα του σχεδιάστηκε πάνω στην εξελικτική βιολογία και σε ένα πολύ διορατικό απόσπασμα για τον Darwin από τον σύγχρονό του Marx . Σε ένα γράμμα στον Engels το 1862, ο Marx έγραφε:

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Darwin αναγνωρίζει ανάμεσα στα κτήνη και τα φυτά την δική του Αγγλική κοινωνία με τον δικό της διαχωρισμό της εργασίας , του ανταγωνισμού, το άνοιγμα νέων αγορών, ‘εφευρέσεων’, και Μαλθουσιανό ‘αγώνα για επιβίωση.’…Με τον Darwin το ζωικό βασίλειο εμφανίζεται ως αστική κοινωνία. (Sahlins 53)

Μέσω φυσικής εκλογής ο Darwin εισήγαγε ευκινησία και δυναμισμό στα επιστημονικά μοντέλα του φυσικού κόσμου: φυτά και ζώα εξελίσσονται, εξαφανίζονται, αλλάζουν θέσεις με το πέρασμα του χρόνου, ακριβώς όπως οι καπιταλιστικές εταιρίες ανεβαίνουν και πέφτουν. Καθώς ο Sahlins συνεχίζει να εξηγεί, ο Engels τότε σημείωνε ότι τη στιγμή που θα είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά των νέων κοινωνικών σχέσεων στη φύση, η φύση θα μπορούσε να μεταφερθεί πίσω στην κοινωνία ως ένα μέσο νομιμοποίησης μιας υπάρχουσας κοινωνικής τάξης ως τη φυσική τάξη. Ονομάζω αυτό το ‘μπούμερανγκ’ του τεχνοτοτεμισμού. Άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει τις λέξεις ενσάρκωση ή περιπλοκή για να περιγράψουν σχετικές διαδικασίες. Με άλλα λόγια, επειδή οι σχέσεις ήταν κατ’αυτόν τον τρόπο μέσα στη φύση, κάποιοι άνθρωποι συνεπώς μπορούσαν να υποστηρίζουν ότι εκείνες οι φυσικές σχέσεις σχημάτιζαν ένα ιδανικό πρότυπο για την κοινωνία επίσης. Για παράδειγμα, Κοινωνικός Δαρβινισμός μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να υπερασπίσει κοινωνική αδικία κάτω από το πανό της επιβίωσης των πιο κατάλληλων.

Ο Sahlins περιορίζει τη συζήτηση του για τον επιστημονικό τοτεμισμό στην περίπτωση της Δαρβινικής εξελικτικής θεωρίας. Εκείνη η θεωρία μπορεί να διαβαστεί σχεδόν ως ένα ακριβές παράδειγμα τοτεμισμού, επειδή οι σχέσεις ανάμεσα σε είδη φυτών και ζώων χρησιμεύουν ως καθρέπτες μέσω των οπίων οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπινες κοινωνικές ομάδες μπορούν να γίνουν σαφείς. Θα χρησιμοποιήσω τη συνέπεια του τεχνοτοτεμισμού σε ένα κάπως γενικότερο τρόπο για να αναφερθώ σε κάθε περίπτωση στην οποία διαχωρισμοί ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες αναγνωρίζονται με τεχνικές / φυσικές διακρίσεις, δηλαδή, διακρίσεις ανάμεσα σε ιδέες, θεωρίες, σχολεία, τεχνολογίες, φυσικά γεγονότα, ή μεθόδους. Η STS λογοτεχνία είναι γεμάτη από ιστορικά υποθέσεων που δείχνουν πως κοινωνικές κατηγορίες αναφέρονται σε τεχνικές. Δοθέντος του γενικού θέματος του βιβλίου, πολυμορφωτισμός, διάλεξα σε αυτό το βιβλίο να εστιάσω μόνο σε λίγες από τις πιθανές κοινωνικές κατηγορίες: τάξη, γένος, φυλή και ιθαγένεια .

Η Επιγραφή της Τάξης, της Φυλής και του Γένους στα Τεχνοτοτέμ

Για να ζωντανέψω λίγο την ιδέα του τεχνοτοτεμισμού ή των τοτεμικών σχέσεων στην επιστήμη και την τεχνολογία, παρουσιάζω κάποια ιστορικά υποθέσεων που εστιάζουν στο πως η τάξη, η φυλή και το γένος γίνονται σαφή ή μεταφράσιμα μέσω τεχνοεπιστημονικών διακρίσεων. Υπάρχει ένας αόριστος αριθμός κοινωνικών σχέσεων, και μεγάλος και μικρός, οι οποίες αναπαράγονται σε ένα πεδίο τεχνικών διαφορών ανάμεσα σε θεωρίες, γεγονότα, μεθόδους, τεχνάσματα και ούτω καθεξής. Ξεκινώ με μια συζήτηση για ταξικά ενδιαφέροντα, όχι επειδή θέλω να ευνοήσω την τάξη, αλλά επειδή μια συγκεκριμένη λογομαχία προκύπτει για την τάξη στην STS λογοτεχνία, και αυτή η λογομαχία είναι γενικού ενδιαφέροντος σε κάθε συζήτηση για τον τεχνοτοτεμισμό.

Ταξικά Ενδιαφέροντα και το Πρόβλημα του Καταλογισμού

Ένα τωρινό κλασσικό παράδειγμα επιστημονικού τοτεμισμού στην STS λογοτεχνία συνεπάγεται δομές στατιστικών στην Βρετανία των αρχών του εικοστού αιώνα. Όπως έχει δείξει ο ιστορικός Donald Mackenzie, μια λογομαχία που προέκυψε ανάμεσα στους υπερασπιστές της συσχετικής στατιστικής r t του Karl Pearson και σε εκείνους που υποστηρίζουν την εναλλακτική Q στατιστική του πρώην μαθητή του George Yule. Η στατιστική του Pearson θεωρούσε ότι ένας διαχωρισμός δεδομένων σε δύο κατηγορίες (όπως ψηλοί και κοντοί άνθρωποι) θα μπορούσε να γίνει πρότυπο όπως, ένας αυθαίρετος διαχωρισμός σε μια κανονική κατανομ, δηλαδή μια καμπύλη σε σχήμα καμπάνας. Για παράδειγμα, το ύψος των ανθρώπων τείνει να σχηματίσει μια καμπύλη καμπάνας με τους περισσότερους ανθρώπους να έχουν το μέσο ύψος (πες, έξι πόδια σε ένα δείγμα). Όσο μακρύτερα είναι κάποιος στην κατανομή από το μέσο ύψος, όλο και λιγότεροι άνθρωποι θα έχουν ψηλότερα ή κοντύτερα ύψη. Ο Pearson υποστήριζε την εφαρμογή μιας δυναμικής στατιστικής – κάποιος που θεωρούσε μια θεμελιώδη σε σχήμα καμπάνας κανονική κατανομή – σε περιπτώσεις ονομαστικών δεδομένων που είναι χωρισμένα σε δύο κατηγορίες όπως ψηλοί και κοντοί.

Σε αντίθεση, ο Yule υποστήριζε μια στατιστική που δεν απαιτούσε την θεώρηση μιας θεμελιώδους κανονικής κατανομής. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός πληθυσμού που έχει εκτεθεί σε ευλογιά, υπάρχουν δύο επιλογές: είναι είτε νεκροί είτε ζωντανοί. Αυτός ο τύπος δεδομένων είναι τώρα γνωστός ως ‘ονομαστικά δεδομένα’ και ο Yule υποστήριζε ότι έβγαινε νόημα να θεωρεί ότι υπήρχε μια θεμελιώδης κανονική κατανομή για ονομαστικά δεδομένα. Όπως έγραφε ο Yule, “Όλοι εκείνοι που πέθαναν από ευλογιά είναι ισοδύναμα νεκροί” (Barnes και MacKenzie 62). Σήμερα, και οι δύο τύποι στατιστικής χρησιμοποιούνται, και η διαμάχη έχει κατά πολύ επιλυθεί από μια πλουραλιστική άποψη η οποία αρνείται μοναδική εγκυρότητα σε οποιαδήποτε στατιστική. Όμως, προς το παρόν τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα, και μια λογομαχία προέκυψε.

Η λογομαχία φαίνεται να είναι μια εντελώς τεχνική συζήτηση που είχε να κάνει με το είδος των θεωρήσεων που επιθυμεί κάποιος να κάνει για τις θεμελιώδεις κατανομές. Όμως, όπως ο MacKenzie φανερώνει, η τεχνική λογομαχία είναι ταυτόχρονα μια κοινωνική διαμάχη. Οι υποστηρικτές του Pearson ήταν δεμένοι στα βιομετρικά και ευγονικά επιστημονικά εργαστήρια του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου, και ο Pearson ήταν ο επικεφαλής εκείνης της ομάδας. Η υπεράσπιση του Pearson για την συσχετική στατιστική που θεωρούσε τις θεμελιώδεις κατανομές πληθυσμών ήταν στενά συνδεδεμένη με τις ανησυχίες του με κληρονομικότητα και κοινωνική αλλαγή μέσω ευγονικής. Όπως ο MacKenzie και ο συνάδελφός του Barry Barnes σημειώνουν, η δουλειά του Pearson ήταν ‘ένα σχέδιο που στόχευε στην προσφορά μιας επιστημονικής βάσης για ευγονική πολιτική και ιδεολογία’, δηλαδή ένα πολιτικό πρόγραμμα που υποστήριζε εκλεκτική ανθρώπινη ανατροφή προκειμένου να βελτιωθεί ο πληθυσμός (Barnes και MacKenzie 59-60).

Ο Yule, αντίθετα, είχε την εξής άποψη μεταξύ άλλων ερευνητών, αρχικώς στη Βασιλική Στατιστική Κοινωνία. Περισσότερο ενδιαφερόταν για τις αιτήσεις δημόσιας υγείας, όπως ο εμβολιασμός, και να μετρήσει την επιτυχία και την αποτυχία σ’ αυτήν την περιοχή, και το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια απλή στατιστική που να μετράει την αντιστοιχία μεταξύ των εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων εναντίων νεκρών και ζωντανών. Γι’ αυτό δεν προκαλεί έκπληξη ότι “ο Yule απομακρύνθηκε από τα βιομετρικά εργαστήρια στα οποία ο Pearson τον είχε διδάξει, σε πιο συντηρητικά συμφραζόμενα παρεχόμενα από την Βασιλική Στατιστική Κοινωνία”(61).

Ο Mackenzie δείχνει πώς η διαφορά μεταξύ δύο στατιστικών τείνει να συσχετιστεί με την κοινωνική διαφορά. Σε ένα διαπροσωπικό επίπεδο είναι η διαφορά μεταξύ δύο προσώπων, αλλά ο Pearson και ο Yule επίσης προσέλκυσαν υποστηρικτές από δύο δίκτυα εργασιών στατιστικολόγων, αντίστοιχα από το Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και της Βασιλικής Στατιστικής Κοινωνίας. Πίσω από τα δύο δίκτυα εργασιών βρίσκονταν συγκρουόμενες πολιτικές απόψεις για τις οποίες ο Mackenzie υποστήριζε ότι γενικά έχουν σχέση με τις συγκρούσεις μεταξύ της επιστημονικής τάξεως και των εδραιωμένων ανώτερων τάξεων. Ο Pearson ήταν μέρος της ανερχόμενης μέσης ή επιστημονικής τάξης με την οποία οι ευγενείς συνδέονταν με την επιστημονική δύναμη και την διαφοροποίηση από την εργατική τάξη. Οι πολιτικές απόψεις του Pearson ήταν κοντά στο σοσιαλισμό του Fabian, την πατριαρχική δομή του σοσιαλισμού που ωφελούσε τις επιστημονικές τάξεις μέσω της δημιουργίας μιας κοινωνικής πρόνοιας. Σε αντίθεση ο Yule ήταν συντηρητικός αριστοκράτης που δεν χρησιμοποιούσε τα κοινωνικά προγράμματα των ευγενών. Ο δεσμός μεταξύ της επιστήμης και της κοινωνίας είναι πολύπλοκος: συγκρουόμενα άτομα, αντίπαλα δίκτυα εργασιών και συγκρουόμενων τάξεων. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο στατιστικές λειτουργούσαν σαν τεχνολογικά τοτέμ.

Οι Barnes και Mackenzie εξέτασαν το θέμα των Yule/ Pearson μέσω του φακού των ενδιαφερόντων, κυρίως των ενδιαφερόντων των τάξεων. Η ανάλυσή τους έγινε η εστία κριτικής που δημιούργησε έναν αριθμό αντιρρήσεων στις ενδιαφέροντος- βασισμένες εξηγήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ανάμεσα στις κριτικές υπήρχαν ερωτήσεις σχετικά με την αξιοπιστία των προσπαθειών να καταλογίσουν τα ενδιαφέροντα των τάξεων στους Yule και Pearson. Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία, ότι οι στατιστικολόγοι συνειδητά ανέπτυσσαν τις στατιστικές για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των τάξεων ακόμη και αν ανήκαν εκεί, θα υπήρχαν και άλλα πολλά κίνητρα ή αιτίες για ανταγωνιστικές προσεγγίσεις. Έτσι, υπάρχει πρόβλημα προσδιορισμού –ή καταλογισμού – σχέσεων αιτίας –και- αποτελέσματος μεταξύ της διαμόρφωσης της μακροκοινωνικής τάξης και της μικροκοινωνικής πολιτικής, των συγκρουόμενων δικτύων εργασίας και στατιστικών μετρήσεων.

Όμως, για το σχεδιασμό της κριτικής των πολιτιστικών πολιτικών των στατιστικών, δεν είναι απαραίτητο να αναπτύξουμε μια απερίσκεπτη ή διεξοδική ανάλυση του λόγου που οι στατιστικολόγοι κατέληγαν να αναπτύξουν τις στατιστικές τους. Μάλλον, η προσέγγιση που έχω προαναφέρει διαχωρίζει το πρόβλημα, ερμηνεύοντας την πολιτιστική σημασία που υπονοείται στις αντίπαλες στατιστικές. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν να εξετάσουμε πώς οι ηθοποιοί κατανοούσαν την φιλονικία τους και τη σχέση του με τον ανταγωνισμό δικτύων εργασίας και τάξεων. (Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω ντοκουμέντων ή αντιφατικών υποθέσεων, μέσω προηγούμενων συνεντεύξεων και πεδίων εργασίας). Καθώς διάβαζα το θέμα, αναρωτήθηκα την ανθρωπολογική ερώτηση, “Λοιπόν, τι σκέφτονταν ο Pearson και ο Yule σχετικά με τη γενική κοινωνική σημασία της δουλειάς του, περιλαμβανομένης της σχέσης της με τα ενδιαφέροντα των τάξεων;”. Προφανώς υπάρχουν λίγα ιστορικά ντοκουμέντα να απαντήσουν στην ερώτηση, και είναι αδύνατο να καταφύγω σε συνεντεύξεις ή εθνογραφικές μεθόδους επειδή και οι δύο στατιστικολόγοι είναι τώρα εξίσου νεκροί. Στην απουσία περισσότερων στοιχείων, είναι καλύτερο να μειώσουμε τη σχέση μεταξύ των στατιστικολόγων και του πολιτισμού των τάξεων, σε αυτή του ανταποκριτή παρά της καθημερινότητας. Με άλλα λόγια, προτιμότερο από το να πεις ότι τα ενδιαφέροντα των τάξεων εξηγούν τις διαφορετικές θέσεις στις στατιστικές αμφισβητήσεις, είναι ασφαλέστερο να πεις ότι τα προβλήματα και τα κοινωνικά προγράμματα που μοιάζουν σχετικά στους πολιτισμούς των δύο τάξεων, είναι παρόμοια με τα προβλήματα και τα κοινωνικά προγράμματα που μοιάζουν σχετικά στα δύο δίκτυα εργασιών. Λοιπόν, από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται λογικό να θέσεις μια σχέση τοτέμ μεταξύ της διαίρεσης των τάξεων και των στατιστικών μετρήσεων. Για τους σκοπούς της πολιτιστικής κριτικές δεν είναι απαραίτητο να προχωρήσω σε εξηγήσεις (οι τάξεις προκαλούν τις στατιστικές); είναι αρκετό να αποδείξω ότι υπάρχουν μερικά στοιχεία, ότι τα επίπεδα διαφορών συμπίπτουν χρονικά.

Το πρόβλημα με τη χρήση ενδιαφερόντων σαν τυχαία εξήγηση των επιστημονικών θεωριών ήταν ένας λόγος γιατί πολλοί STS ερευνητές απέρριψαν την τύπου- ενδιαφέροντος ανάλυση, που ιδρύθηκε από τους ερευνητές του σχολείου του Edinburgh, όπως οι Barnes και Mackenzie. Δυστυχώς, η ολική απόρριψη της ερευνητικής ατζέντας, μπορεί να σήμαινε το χάσιμο ενός πολύτιμου εργαλείου για την πολιτιστική κριτική της επιστήμης και της τεχνολογίας. Παρόλα αυτά, θα μπορούσα να συμφωνήσω με τις κριτικές που βρήκαν πρόβλημα με τον προσδιορισμό μιας τυχαίας σχέσης μεταξύ, ας πούμε, των κοινωνικών τάξεων και των επιστημονικών θεωριών, η σχέση μπορεί ακόμα να ισχύει σε επίπεδο ομοιότητας ή παραλληλισμού κατά μήκος πολιτιστικών κυριαρχιών. Με άλλα λόγια, κάποιος μπορεί να ιδρύσει μια δομή κατά μήκος κυριαρχιών ακόμα και αν μια τυχαία σχέση δεν μπορεί να αποδειχθεί. Η “χωρίς σκοπιμότητα” των δομών μπορεί να υπονοηθεί ή κατηγορηματικά να αναγνωρισθεί από τους εμπλεκόμενους ηθοποιούς. Υπάρχει, επίσης, πρόβλημα στην ορισμένη εστία των εξηγήσεων για το παίξιμο των θεμάτων. Μπορεί, πράγματι, να δημιουργεί πρόβλημα το να πεις ότι η “αιτία” της διαφοράς στις στατιστικές και του θέματος των στατιστικών είναι, τουλάχιστον με απλό τρόπο, ταξικά ενδιαφέροντα. Κάποιος μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα, λέγοντας ότι η τάξη μπορεί λογικά να απαιτηθεί σαν τουλάχιστον ένας σημαντικός διαμορφωτικός παράγοντας σε ένα σύνθετο ιστό αιτιών. Όμως, το όλο θέμα μπορεί ακόμα να εστιασθεί στο front-end των τυχαίων σχέσεων, που είναι σχέσεις που εξηγούν την ύπαρξη αντιστοιχίας. Οτιδήποτε κάποιος αποφασίσει ότι “προκαλεί” την ύπαρξη των τεχνοτοτεμικών σχέσεων σε πρώτο επίπεδο, αυτές οι σχέσεις μπορεί αντίθετα να συντελέσουν στην αναπαραγωγή των τεχνοκοινωνικών διαμορφώσεων πολύ αργότερα αφότου άφησαν τα συμφραζόμενα της παραγωγής. Με άλλα λόγια, οι τεχνοτοτεμικές σχέσεις δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των κοινωνικών συγκρούσεων ή των κοινωνικών δυνάμεων, αλλά επίσης την συνεχιζόμενη αναγνώριση και αναπαραγωγή των κοινωνικών και πνευματικών εντολών. Αυτός ο “χωρίς ραφή ιστός” αποδεικνύεται καλύτερα σε μερικές από τις μελέτες των τεχνοτοτέμ των γενών, των φυλών και των εθνικοτήτων.

Τεχνοτοτέμ των γενών και των φυλών I: Κύτταρα.

Η Βιολογία, η ιατρική και η ψυχιατρική έχουν αποδείξει ότι είναι περιοχές- κλειδιά για τις κοινωνικές μελέτες των δομών της γνώσεως σχετικά με τα γένη και τις φυλές. Το πρώτο τμήμα θα ασχοληθεί με το πώς οι αμφισβητήσεις στο βιολογικό κύτταρο συχνά εμφανίζονται πρώτα σαν πνευματικά θέματα αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δείξουν ότι μεταφράζονται σε δομές των διαφορών μεταξύ των φυλών και των γενών. Η συζήτησή μου ακολουθεί την γενική συγκριτική επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τη Βιολογία και την ομάδα Μελέτης των Γενών (1989) του κολεγίου Swarthmore, το οποίο περιείχε την συνεργασία μιας ομάδας, κυρίως θηλυκών μαθητών, με τον ιστορικό Scott Gilbert.

Στο δοκίμιο “Cellular Politics” ο Gilbert έδειξε ότι το 1930 ο Αφρικοαμερικανός θαλάσσιος βιολόγος και εμβρυολόγος Ernest Everett Just υποστήριξε το ρόλο του κυτοπλάσματος πάνω στα νουκλεοτίδια για την ανάπτυξη του οργανισμού. Ο Just συνόψισε την θέση του “Αντίθετα με την αντίληψη της γονιδιακής θεωρίας, η θεμελιώδης θέση μου είναι ότι τα γονίδια λειτουργούν μετακινώντας ουσίες από το κυτταρόπλασμα”(293). Ο Scott απέδειξε πώς η υποστήριξη του Just για το ρόλο του κυτοπλάσματος έχει σχέση με την ταύτισή του με τους εμβρυολόγους, οι οποίοι εκείνη την εποχή διαφωνούσαν με τους γενετιστές για την σπουδαιότητα των νουκλεοτιδίων στη εξελικτική πορεία του. Οι εμβρυολόγοι έδιναν μεγαλύτερο ρόλο στο κυτταρόπλασμα και οι γενετιστές έδιναν μεγαλύτερο ρόλο στα νουκλεοτίδια. AT STAKE ήταν η σχετική σημασία δύο πειθαρχιών, και οι πιθανές συνέπειες του θέματος που περιλάμβανε πρόσβαση στην καθιερωμένη υποστήριξη. Στο Beyond the Gene ο ιστορικός Jan Sap ασχολήθηκε με τη μεγαλύτερη ιστορία της αμφισβήτησης μεταξύ πυρηνοκεντρικών και κυτταροπλασμικών προσεγγίσεων για την κληρονομικότητα.

Και οι δύο, ο Sap και Gilbert είχαν αναλύσει κάποιους από τους τρόπους με τους οποίους αυτοί απεικονίζουν την αμφισβήτηση σε ευρύτερους μακροκοινωνικολογικούς κώδικες. Ένα παράδειγμα περιείχε τις δομές του κυττάρου που χρησιμοποιούνταν μεταφορικά για την κοινωνία στο σύνολό της, με τα νουκλεοτίδια να αντιπροσωπεύουν την ελίτ και δυνατές ομάδες, και το κυτταρόπλασμα την τάξη - και- περιοχή ή τις μάζες. Ο Gilbert υποστήριζε ότι η σημασία του Just στην σημαντικότητα του περιθωρίου του κυττάρου σε σχέση με τα νουκλεοτίδια, περαιτέρω ανταποκρίνονταν σε άλλες σχέσεις μεταξύ περιθωρίου και κέντρου στην Αμερικάνικη κοινωνία. Ο Just έκρινε την κεντρο- νουκλεοτιδιακή προσέγγιση σαν ένα αληθές ψήφισμα του αυταρχισμού. Πάντως, ο Just δεν ήταν ο μόνος βιολόγος που έκρινε την πολιτική γεωγραφία του κυττάρου, ερωτήσεις για τον αυταρχισμό και την περιθωριοποίηση είχαν ιδιαίτερη σημασία για τον Just, που υπέφερε από ρατσισμό μέσα στην επιστημονική κοινότητα και μέσα στην ευρύτερη κοινωνία. Γι` αυτό είναι ενδιαφέρον ότι επίσης επιτέθηκε στην “Θεωρία του εμβρυϊκού διαμερισμού”- λέξη που έχει ευρέως κριθεί στα Αμερικάνικα Αγγλικά- και υπερασπίστηκε μια προοπτική που την ονόμασε “διαφοροποίηση”(1936:273-76).

Μέχρι εδώ η ανάλυση είναι δομικός παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται στις στατιστικές: μια τεχνική διαφορά (δύο στατιστικές/ δύο μέρη του κυττάρου) δείχνει να αντιστοιχεί στην μικροκοινωνικολογική διαφορά (δύο δίκτυα εργασιών ή πειθαρχιών ) η οποία γυρίζοντας απεικονίζεται στις μακροκοινωνικολογικές διαφορές. Όμως, το τελείωμα της ανάλυσης σε αυτό το σημείο δίνει λάθος αίσθηση του κλεισίματος. Αντίθετα, κοιτώντας την τεχνική διαφορά σαν πολιτιστικό θέμα που ερμηνεύεται παρά σαν μια μεταβλητή που εξηγείται, υποθέτουμε ότι το κείμενο μπορεί να διαβάζεται πάντα και η ανάλυση ποτέ να μην είναι πραγματικά ολοκληρωμένη. Ένα παράδειγμα, αναφερόμενο από τον Sapp, περιλαμβάνει το ρόλο της γενετικής στην αναδυόμενη σύγκρουση Ανατολής / Δύσης, στην οποία Σοβιετικοί επιστήμονες υπό τον T.D.Lysenko απέρριψαν την γενετική του Mendelian. Σε αυτή την περίπτωση η πυρηνοκεντρική / κυτταροπλασμική διαφορά ευθυγραμμίζετε με τις διεθνείς πολιτικές διαφορές του αναδυόμενου κρύου πολέμου. Ένα άλλο παράδειγμα, περιλαμβάνει τη δουλειά της γενετίστριας Barbara McClintock για τη υπόθεση της δομής του κυττάρου. Όπως και ο Just, θεωρούσε τον εαυτό της αρχικά, σαν μια επιστήμονα της οποίας η θεωρία έπαιρνε μέρος μέσα στα πνευματικά και μεθοδολογικά όρια της πειθαρχίας της. Παρόλο που ήταν γενετίστρια, ενδιαφερόταν πολύ για θέματα ανάπτυξης και, επίσης, δούλευε με σπόρους παρά με βακτηρίδια, τα οποία προτιμούσαν οι περισσότεροι γενετιστές. Αυτό το υπόβαθρο τη βοήθησε, σαν τον Just, να δει την πολυπλοκότητα στις σχέσεις μεταξύ των γονιδίων, του κυττάρου και της ανάπτυξης. Η McClintock επίσης υπέφερε από αυστηρή διάκριση, παρόμοια με τη ρατσιστική διάκριση που υπέστη ο Just και οι δύο κατέληξαν σε παρόμοιες περιθωριακές θέσεις, παρά ως καθηγητές σε περιοχές κύρους. Η McClintock τελικά έλαβε το βραβείο Νόμπελ στη δουλειά της ως γενετίστρια, αλλά η αναγνώριση ήρθε αργά στη ζωή της.

Οι παραλληλισμοί μεταξύ της McClintock και του Just ξεπερνούν τις ιστορίες της ζωής τους, ως Αμερικανοί βιολόγοι στα μέσα του εικοστού αιώνα που υπέφεραν από διακρίσεις. Όπως ο Just υποστήριξε ένα μεγαλύτερο ρόλο για το κυτταρόπλασμα, έτσι και η McClintock διαφώνησε με αυτό που ήταν γνωστό σαν προσέγγιση του ισχυρού μορίου. Αυτή η προσέγγιση ή θεωρία ήταν συσχετισμένη με το “κεντρικό δόγμα” των Watson και Crick, στο οποίο το DNA παράγει το RNA και αυτό παράγει πρωτείνη. Όπως και η STS ερευνήτρια Evelyn Fox Keller περιγράφει, “στον προσδιορισμό της θέσης ενός γενετικού ελέγχου σε ένα απλό μόριο,[θεωρία του ισχυρού μορίου],θέτει μια δομή του γενετικού οργανισμού η οποία είναι ουσιαστικά ιεραρχική, και η οποία απεικονίζεται στα βιβλία με οργανική σειρά σαν αυτή των συλλογικών δομών”(1985:170-71). Αντίθετα, η λιγότερο ιεραρχική θεωρία της McClintock έδειξε ότι τα γονίδια μπορούν να ξαναφτιαχτούν και έτσι περαιτέρω να ανταποκριθούν σε εξωτερικά σήματα από το κύτταρο ή το περιβάλλον. Δύο τοτέμ, ξανά, ήταν αντίθετα, της McClintock τα μεταθετά γονίδια εναντίων του ισχυρού μορίου των γενετιστών.

Είχε η θεωρία της McClintock σχέση με τη θέση της ως γυναίκα σε ένα χώρο που τον κυριαρχούσαν άνδρες; Ο Keller είναι προσεκτικός στην απάντηση της ερώτησης. Η McClintock δεν ήταν φεμινίστρια και όπως πολλές γυναίκες επιστήμονες, επέμενε στο ιδανικό μιας ανεξάρτητη- γένους επιστήμης. Πάντως, το είδος του γένους μπορεί ακόμα να είναι μέρος της ιστορίας σε πολιτικό επίπεδο και σε πολιτιστική λογική. Στους φεμινιστικούς κύκλους ο Watson και ο Crick είναι γνωστοί για τις αντιφεμινιστικές τους συμπεριφορές (“το καλύτερο σπίτι για μια φεμινίστρια είναι ενός άλλου ατόμου η πυτιά”) χρησιμοποιώντας χωρίς άδεια ή απερίσκεπτα, σημαντικά δεδομένα της κρυσταλογράφου Rosalind Franklin και ακόμα πολύ συχνά, αφήνοντας απρόσεκτα να περάσει η περιοχή του softball στα χωράφια αραβοσίτου της McClintock στο Gold Spring Harbor. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι στις φεμινιστικές επιστημονικές μελέτες ερευνητών είχαν αναρωτηθεί τους φυλετικούς υπαινιγμούς της μονομερώς προσδιορισμένης θεωρίας του ισχυρού μορίου σχετικά με την λειτουργία των νουκλεοτιδίων/ γονιδίων και της παθητικότητας του περιβάλλοντος κυτταροπλάσματος/ κυττάρου. Έτσι όποια και να ήταν τα προσωπικά κίνητρά της, η McClintock βοήθησε να τεθεί σε προβληματισμό ένα κεντρικό δόγμα του πεδίου της, το οποίο κάποιοι υποστηρίζουν ότι αντανακλά μια ανδρική προκατάληψη.(Φυσικά, τα συμφραζόμενα του Just το δόγμα δεν περιορίζεται σε μια προκατάληψη; ο όρος ισχυρός αποκτά ολοκληρωτικά νέες έννοιες στα συμφραζόμενα.)

Αυτές οι μελέτες δείχνουν πώς μια πολιτιστική διάταξη (μοντέλο του κυττάρου) μεταφράζεται σε άλλες (κώδικες φυλών και γενών), ακόμα και όταν οι ίδιοι επιστήμονες μπορεί να μην κατηγορούσαν ολοκληρωτικά ή συνειδητά την μετάφραση της δουλειάς τους. Ένας τρόπος να κάνεις τις αναλύσεις αυτού του τύπου πιο ισχυρές είναι να ακολουθήσεις τις μεταφορές που χρησιμοποιούσαν οι επιστήμονες στις θεωρίες και τις περιγραφές τους. Αυτές οι μεταφορές παρέχουν στοιχεία για μετάφραση μέσω κυριαρχιών, που μια δομική ανάλυση μπορεί μόνο να προτείνει. Για παράδειγμα, ένας τρόπος στον οποίο η γενετική παραδοχή των σχέσεων μεταξύ των νουκλεοτιδίων και του κυτταροπλάσματος έχει ιδρυθεί, έχει μέσω μεταφορών χρησιμοποιηθεί σε σχέση με την πορεία της γονιμοποίησης. Επειδή το σπέρμα φαίνεται να συμβάλλει στα νουκλεοτίδια των ζυγωτών, το κυτταρόπλασμα παραμένει σαν θηλυκός χώρος. Με άλλα λόγια η φυλετική σπέρματος / ωαρίου σχέση μεταφράστηκε σε νουκλεοτίδιο / κυτταρόπλασμα σχέση.

Η ομάδα μελέτης Βιολογίας και Γενών επεξεργάστηκε πώς οι ανδρικές αφηγήσεις των ηρωικών κατακτήσεων, μετατράπηκαν σε βιολογικές περιγραφές της γονιμοποίησης σαν τη δουλειά ενός δυνατού σπέρματος που ανταγωνίζεται με άλλα σπέρματα, σαν να μάχεται για το δρόμο προς το παθητικό ωάριο και να διαπερνάει το τοίχωμά του. Η δραστηριότητα του σπέρματος, ύστερα μεταφέρετε μέσα στο κύτταρο για να γίνει το ενεργό νουκλεοτίδιο, ενώ η παθητικότητα του ωαρίου γίνεται παθητικότητα του κυτταροπλάσματος. Μεταγενέστερα, η βιολογική έρευνα υπονόμευσε αυτές τις αφηγήσεις της γονιμοποίησης ουσιαστικά. Αυτή η έρευνα έδειξε ότι τα ωάρια παίζουν περισσότερο ενεργό ρόλο προσελκύοντας το σπέρμα σ’ αυτό, και η ουρά του σπέρματος τείνει να κινείται απότομα από άκρη σε άκρη παρά να ωθείται εμπρός και πάνω στο ωάριο το οποίο κυριεύεται. Όμως, όπως η Emily Martin προειδοποιεί, η θέαση του ενεργού ωαρίου στη γονιμοποίηση μπορεί να υπονομεύει τον υπονοούμενο σεξισμό της γυναικείας παθητικότητας, αλλά η νέα θέαση μπορεί να χαράξει τις δικές του αντιθηλυκές ή αντιφεμινιστικές φυλετικές προκαταλήψεις (1991). Έδειξε πώς το μοντέλο του ενεργού ωαρίου μερικές φορές μετατρέπει το παθητικό γυναικείο ωάριο στο αντίθετο, σε επιθετικό και επικίνδυνο θηλυκό που “αιχμαλωτίζει και δένει” το αβοήθητο ανδρικό σπέρμα. Με άλλα λόγια, το ωάριο φαίνεται να έχει μετατραπεί από παρθένα σε μάγισσα ή πόρνη. Η νέα κατασκευή όμως, συνεχίζει να δανείζεται γενικά πολιτιστικά στερεότυπα των φύλων, με σκοπό να αναπαράγει μια λογική στην οποία η σχέση ωαρίου/ σπέρματος ανακεφαλαιώνει πατριαρχικές απόψεις για τις γυναικείες/ ανδρικές σχέσεις.

Από αυτά τα παραδείγματα είναι πιθανό να δεις βασικές κυτταρικές δομές σαν πολύπλοκο θέμα που μπορεί να διαβάσει γενικούς κοινωνικούς κώδικες των γενών και φυλών. Η θεωρία του ισχυρού μορίου του κεντρικού δόγματος αποδίδει υπηρεσίες στα χρωματοσώματα και τα γονίδια των νουκλεοτιδίων, σε αντίθεση με την παθητικότητα των πρωτεϊνών, κυτταροπλάσματος και του περιβάλλοντος (φυσικού) πέρα από το κύτταρο. Αυτή η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε ένα αποδεκτό χάρτη του κόσμου ή μελλοντική έρευνα μπορεί να αμφισβητήσει την ιστορία σαν μονομερής. Και στις δύο περιπτώσεις, οι τρόποι με τους οποίους η ιστορία έχει ειπωθεί, μεταφέρει ένα κοινωνικό μήνυμα στο οποίο, υπερβάλλοντας, τα λευκά αγόρια διδάσκουν σε όλους τους άλλους το δόγμα του ποιος είναι ο αφέντης του σπιτιού του κυττάρου, της επιστήμης και της κοινωνίας.

Διάλεξα αυτά τα αλληλένδετα παραδείγματα, γιατί δείχνουν ένα τρόπο σκέψης σχετικά με τα φύλα, την φυλή και το περιεχόμενο της επιστήμης που αποφεύγει το πρόβλημα του καταλογισμού. Το κάνουν εστιάζοντας στις κοινωνικές/ τεχνικές συνδέσεις σαν μετάφραση παρά σαν προειδοποίηση. Με άλλα λόγια, δεν είναι απαραίτητο να εξετάσεις τις σκόπιμες γενετικές πολιτικές της McClintock ή τις υπονοούμενες φυλετικές πολιτικές του Just και να αποδείξεις ότι σκόπιμα έχτισαν τις θεωρίες τους να απεικονίζει τις θέσεις τους σαν γυναίκα ή σαν Αφρικοαμερικανός στην επιστημονική κοινότητα. Ακόμα, δεν είναι απαραίτητα να αποδείξεις τις περιθωριοποιημένες θέσεις τους στις επιστημονικές κοινότητές τους κάνοντας ευκολότερο γι’ αυτούς να γίνουν λιγότερο επενδυμένες στο να συγκεντρώνουν και να ιεραρχούν αφηγήσεις, ή ακόμα, όπως στις περίπτωση του Just, κατηγορηματικά να τις υποψιάζεσαι. Ενώ, είναι μόνο απαραίτητο να ακολουθήσεις τις συμβολικές συνδέσεις μεταξύ νουκλεοτιδίου/ κυτταροπλάσματος, σπέρματος/ ωαρίου, λευκού/ μαύρου και αρσενικού/ θηλυκού σαν πολιτιστικές διαταγές ή κώδικες της κοινωνίας. Έτσι, οι λογομαχίες πάνω στην δομή του κυττάρου χρησιμοποιούνταν σαν σημεία μετάφρασης μεταξύ κοινωνικής ιεραρχίας και κυτταρικής. Η σχέση είναι αυτή του τοτεμισμού, όχι απαραίτητα αυτή της αιτιολογίας. Δεν είναι απορία πώς η μεταβλητή Α (περιθωριοποίηση) διαμορφώνει τη μεταβλητή Β(βιολογική θεωρία), αλλά πώς οι δομές και επεξεργασίες της κοινωνικής περιθωριοποίησης και ιεραρχίας είναι εμπλεκόμενες με αυτές της βιολογικής θεωρίας.

Αυτές οι περιπτώσεις επίσης αποφεύγουν άλλου τύπου καταλογισμού προβλημάτων συσχετισμένων με το γενετισμό ή εθνικισμό των μεθόδων. Μερικοί σπουδαστές έχουν προτείνει ότι μη ηγεμονικές ομάδες- γυναίκες- Δυτικοί, Δυτικοί από λιγότερο εκπροσωπημένες ομάδες, κ.τ.λ.- παράγουν την επιστήμη τους μέσω διαφορετικών μεθόδων. Παραδείγματα περιλαμβάνονται στις συζητήσεις, για παράδειγμα, ότι οι γυναικείες μέθοδοι είναι πιο ποιοτικές ή συμπαθείς. Μερικές φορές βρίσκει, κυρίως στην λαϊκή λογοτεχνία, προτάσεις του τύπου “οι γυναίκες ή οι έγχρωμοι άνθρωποι έχουν περισσότερο οργανικές ή εμπαθείς προσεγγίσεις να συγκεντρώνουν γνώσεις για τον κόσμο”. Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρική έρευνα από την επιστήμη και τις τεχνολογικές μελέτες- κυρίως εργαστηριακές μελέτες όπως η δουλειά του STS ερευνητών κανένα Knorr- Cetina στο The Manufacture of knowledge- υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν απλή επιστημονική μέθοδος και ότι οι επιστήμονες και οι μηχανικοί είναι λίγο ευκαιριακοί στην καθημερινή χρήση των μεθόδων τους.

Επιπλέον, φεμινιστές STS ερευνητές όπως η Sandra Harding, Helen Longino, και Donna Haraway έχουν προειδοποιήσει κατά του κινδύνου της τοποθέτησης μίας απλής φεμινιστικής ή Ιθαγενή Αμερικανικής ή Αφρικανής Αμερικανικής μεθόδου. Μία εναλλακτική φεμινιστική/πολιτιστική προσέγγιση θα ρωτούσε σε αντίθεση, πώς μέθοδοι συλλογής δεδομένων και ερμηνείας μπορούν να αυξηθούν με το φύλο ή τις εθνικές διακρίσεις σε συγκεκριμένες συνθήκες. Οι γυναίκες, για παράδειγμα, δεν φέρνουν πάντα πιο εμπαθείς μεθόδους σε μία επιστημονική εξειδίκευση. Πράγματι, σε μερικές περιπτώσεις γυναίκες και έγχρωμοι άνθρωποι έχουν φέρει στα πεδία της δημόσιας διαμάχης και ανεπίσημης επιστημονικής έρευνας αυστηρά ποσοτικές μεθόδους που βοηθούν να εξασθενίσουν οι μεγάλης διάρκειας λαοφιλής αντιλήψεις. Για παράδειγμα, στα 1890 η Αφρικανοαμερικανή ακτιβίστρια υπότροφος- δημοσιογράφος Ida B. Wells ανέπτυξε μία ποσοτική ανάλυση του λιντσαρίσματος, βασισμένη σε έγγραφα γραμμένα από λευκούς, για να καταρρίψει τα δημοφιλή στερεότυπα ότι τα λιντσαρίσματα ήταν κυρίως συνεταιρισμένα με μαύρους άντρες που είχαν βιάσει λευκές γυναίκες. Οι μέθοδοι της ήταν μία ρητορικά σημαντική επιλογή για την χρονική περίοδο και το αντικείμενο συζήτησης.

Σε μερικές περιπτώσεις γενικευμένοι ή ρεαλιστικοί ισχυρισμοί σχετικά με τις μεθόδους μπορούν να γίνουν πολιτικά χρήσιμα ρητορικά επινοήματα, αλλά σε άλλες περιπτώσεις μπορούν να έχουν το ακούσιο συμπέρασμα της διαιωνισμένης πίστης ότι οι γυναίκες, οι έγχρωμοι άνθρωποι, και άλλες ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες πάντα σκέφτονται πιο εμπαθητικά/συναισθηματικά και λιγότερο λογικά. Δοξασίες αυτού του είδους διαδοχικά μπορούν να δικαιολογήσουν απαγορευτικά κοινωνικά τεχνάσματα που αποτρέπουν αυτές τις ομάδες απ’το να το κάνουν μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας και εργαστήρια της τεχνολογικής παραγωγής. Ως αποτέλεσμα έχω εστιάσει εδώ στο περιεχόμενο του τι παράγεται παρά στις μεθόδους με τις οποίες παράγεται το περιεχόμενο. Παρόλου που οι μέθοδοι μπορούν επίσης να αυξηθούν με τις διακρίσεις του έθνους και του γένους, η ανάλυση πρέπει να αποκρουσθεί σε περιπτώσεις μελετών για να αποφύγουμε να κάνουμε γενικούς ισχυρισμούς σχετικά με το ερώτημα της διαφοροποίησης.

Τεχνοτοτέμ του Γένους και του Έθνους ΙΙ: Νοημοσύνη.

Μία δεύτερη κύρια περιοχή στην οποία η δομή της εθνικής και φυλετικής ιεραρχίας εξαντλούνται σε επιστημονικές θεωρίες συμπεριλαμβάνει την ψυχολογία, ψυχιατρική, φυσική ανθρωπολογία και άλλα πεδία που δουλεύουν με την ανθρώπινη διαφοροποίηση. Αυτή η ενότητα θα εστιάσει στις αμφισβητήσεις πάνω στην νοημοσύνη, η οποία σε κάθε σημείο του εικοστού αιώνα έχει γίνει τόπος για την μετάφραση των ρεαλιστικών και σεξιστικών ιδεών σε επιστημονικές ομιλίες. Οι αντιφάσεις πάνω στην νοημοσύνη είναι επίσης ενδιαφέροντες διότι συμπεριλαμβάνουν νέα μετάφραση των θεωριών κατά μήκος της πολιτιστικής διαίρεσης των Γάλλων/Αγγλο-σαξώνων.

Η δομή των διανοητικών ικανοτήτων και φυλών έχουν μακρά ιστορία, από διαμάχες για το μέγεθος του κρανίου και την επίδραση των ασθενειών στις φυλετικές αναμίξεις του δεκάτου ενάτου αιώνα εώς τις διαμάχες των IQ τεστ σήμερα. Η λέξη επιμειξία ήταν αρχικά ένας υποτιμητικός όρος για το ανακάτεμα των φυλών, που μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή του πολιτισμού δια μέσω της αναπλήρωσης από έναν κόσμο από ‘μιγάδες’. Αρχικά ένας όρος δυσφήμησης ανθρώπων από αναμιγμένη γενεαλογία, μιγάς όπως οι ετυμολογικά συγγενείς λέξη παντόφλες (mulas), είχαν σκοπό να δημιουργήσουν υβριδικά ότι απειλούν την ιεραρχία των φυλών πανηγυρίζοντας τους πολιτισμένους, λευκούς, και εξουσιοδοτώντας πάνω στο ‘αρχέγονο’ σκοτάδι, και την σκλαβιά. Ως τον εικοστό αιώνα οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες είχαν αποτύχει εύνοιας, αλλά στην θέση τους ρατσιστικοί υπολογισμοί των πνευματικών ικανοτήτων αναδύθηκαν δια μέσω νέων μεθόδων, των ψυχολογικών τεστ.

Όπως παρουσιάστηκε από την Alfred Binet στην Γαλλία το 1905, ένα τεστ νοημοσύνης μέτρησε την διανοητική ηλικία μαθητών με σκοπό να βρει παιδιά που θα μπορούσαν να επιδοτηθούν από διορθωτικές μεσολαβήσεις. Στο ΄Όχι στην γενιά μας ” οι επιστήμονες οι επιστήμονες R.C. Lewontin, Steven Rose, και Leon Kamin περιγράφουν πως ο Binet αναγνώρισε φανερά βιολογικές όψεις της νοημοσύνης όπως η καθυστέρηση, αυτός προσεκτικά ζωγράφιζε τα όρια για την βιολογική εξήγηση της νοημοσύνης. Για παράδειγμα, εξήγησε την διαφορά μεταξύ των βαθμών της ανώτερης Βελγικής τάξης και τους βαθμούς των Παρισινών ως προς το μέγεθος της σχολικής τάξης την ποιότητα του σχολείου, και το οικογενειακό περιβάλλον.Η γενική κοινωνικοπνευματική προσέγγιση της νοημοσύνης από τον Bins, ήταν αρκετά άνιση με προσεγγίσεις που σύντομα κατόρθωσαν να διακριθούν στις Αγγλοφωνούμενες χώρες.

Στην Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τεστ νοημοσύνης διαιρέθηκαν στην επίβλεψη των ευγενετικών, συμπεριλαμβανομένου του φοιτητή Ανθρωπολογίας Cyril Burt στη Βρετανία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το τεστ Binet μετασχηματίστηκε στο Stanfort-Binet τεστ νοημοσύνης που χρησιμοποιεί το πηλίκο νοημοσύνης (IQ) δηλαδή, την αναλογία μεταξύ της διανοητικής και χρονολογικής ηλικίας, που αναπτύχθηκε από τον Γερμανό ψυχολόγο William Stern το 1912. (Πράγματι, αυτό ήταν το είδος της μεταβλητής για το οποίο το Άτομο r θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλο απ’ το Yule Q. Σε αντίθεση Yule’s Q θα δούλευε καλύτερα αν κάποιος σκεφτόταν την νοημοσύνη σε σχέση με το ‘κανονικό’ και ‘καθυστερημένο’, που ήταν όλα όσα πραγματικά απαιτούσε ο Binet για την προσέγγισή του στην θεραπευτική αγωγή). Οι ευγενετικοί ανέπτυξαν την άποψη ότι η νοημοσύνη ήταν κληρονομική και μόνιμη, και από την αρχή το τεστ το χρησιμοποιούσαν για να ξεχωρίζουν ομάδες. Κατά φυλή ή τάξη για εκπαιδευτική ‘κατανομή φοιτητών σε πρόγραμμα’ (U.S.) ή ‘κατανομή φοιτητών σε μαθήματα’(U.K.). Η διαμάχη στις φυλετικές διαφοροποιήσεις του IQ έχει επεκταθεί στο τέλος του εικοστού αιώνα μολονότι την πολλαπλάσια επίκριση που περιλαμβάνει η αποκάλυψη του Cyril Burt ως μια επιστημονική απάτη, η αναγνώριση των πολιτιστικών προκαταλήψεων για τα τεστ ερωτημάτων, και οι κρυφές περιβαλλοντικές μεταβλητές αγνοούνται από τις πανομοιότυπες μελέτες.

Ως τοτέμ, τότε, δύο ορισμοί ή θεωρίες γίνονται ενάρθρως με δύο κοινωνικές θέσεις. Μια όψη βλέπει την νοημοσύνη ως ένα βιολογικό γνώρισμα που μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με τα τεστ και ότι ποικίλει μέσα στις ομάδες των ανθρώπινων φυλών. Η άλλη όψη βλέπει την πρώτη θέση σαν ρατσιστική και διαφωνεί στο ότι η νοημοσύνη είναι πολύπλοκο και πολύπλευρο φαινόμενο, ότι δεν μπορεί εύκολα να περιοριστεί σε ένα τεστ, ότι οι ‘φυλές’ δεν είναι γενετικά συνδεδεμένες, και ότι κάθε προσπάθεια να συνδέσεις τις φυλές με την νοημοσύνη είναι αντιεπιστημονική.

Για να αμβλύνουμε την πολιτιστική ανάλυση της νοημοσύνης, είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τις φυλές /IQ διαμάχη με μια θεωρία για την νοημοσύνη των μηχανών. Ας εστιάσουμε από εδώ και πέρα σε μερικές δεκαετίες στο μέσω του εικοστού αιώνα, όταν ο μαθηματικός Alan Turing ανέπτυξε το Turing τεστ, που καθορίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να λέγεται ότι μια μηχανή σκέφτεται. Η δουλεία του Turing έχει επηρεαστεί πολύ σήμερα από τις διαμάχες σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά είναι επίσης ενδιαφέρον να μεγαλώσει το ερώτημα της θέσης του σε ομοφυλόφιλους άντρες και την εφαρμογή του σεξουαλικού προσανατολισμού σε μια θεωρία που καθορίζει την νοημοσύνη στις μηχανές. Παρόλο που θα είναι σκληρό να αποδείξει μια αιτιολογική σχέση μεταξύ του σεξουαλικού του προσανατολισμού και την θεωρίας του για το μυαλό και τις μηχανές, αυτή η δυσκολία δεν θα πρέπει να εμποδίζει μια επέκταση των επιπλοκών της σύνδεσης από την πολιτιστική όψη.

Ο Turing στοχάστηκε μια συνθήκη με την οποία θα υπήρχε μια έλλειψη από διαφοροποιήσεις μεταξύ ανθρώπινης και μηχανικής νοημοσύνης, με άλλα λόγια, καθόρισε συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες μια μηχανή θα μπορεί να λέγεται ότι είναι ίση με την ανθρώπινη νοημοσύνη. Αν και προηγούμενες μηχανές αναγνωρίζονταν ως ανίκανες από νοημοσύνη, ο Turing υπέθεσε αξιωματικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η ισότητα θα μπορούσε να απαρτηθεί. Ο Turing επίσης πίστευε ότι η ομοφυλοφιλία δεν ήταν παθολογία και ότι η δίωξη των ομοφυλόφιλων σαν βιολογικά κατώτεροι ήταν γελοίο. Δοθέντος τα πιστεύω του σχετικά με την ισότητα των ομοφυλόφιλων και ετερόφυλων, είναι ενδιαφέρων να δυναμώσουμε την ερώτηση της έκτασης με την οποία το τεστ Turing μπορεί επίσης να διαβαστεί σαν μετάφραση της αρχής της ισότητας των ετερόφυλων/ ομοφυλόφιλων σε αυτή της ισότητας του ανθρώπου/ μηχανής.

Παρόλο που αυτή η εξίσωση των πολιτιστικών κωδικών είναι μόνο δελεαστική, η περίπτωση της Turing αγωγής και τιμωρίας για τους ομοφυλόφιλους το 1950 εξασφάλισε μερικές πολύ ειδικές πληροφορίες σχετικά με το ποιες ιδέες του σεξουαλικού φύλου, και νοημοσύνη ήταν αμοιβαία μεταφραζόμενα στα μέσα του αιώνα. Την εποχή που η ομοφυλοφιλία ήταν έγκλημα, και όταν ο Turing αποφυλακίστηκε αυτός παρακολούθησε μια ορμονική θεραπεία ως μια εναλλαγή στον όρο αποφυλάκισης. Τα επακόλουθα του φύλου και της νοημοσύνης γίνονται καταφανώς στην επιλογή της ορμονικής θεραπείας: δωδεκάδες από οιστρογόνα. Μελέτες κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ισχυρίζονται ότι η ορμονική θεραπεία επιτυχώς αδυνάτισε το σεξουαλικό οδηγό, αλλά επίσης υποπτεύονταν μια άποψη για αποτέλεσμα αναστολής της διανοητικής ή μαθησιακής ικανότητας. Η πίστη ότι οι γυναικείες ορμόνες μπορούσαν να ελαττώσουν την νοημοσύνη συνεργάστηκε με μια μακρόχρονη ιατρική παράδοση που οδηγούσε στο ότι η γυναικεία κύρια ικανότητα ήταν βιολογική κατώτερη από αυτή των αντρών. Στον 19ο αιώνα, νευρολόγοι προειδοποίησαν τις γυναίκες να μην μελετούν πολύ από φόβο μήπως αναπτύξουν νευρώσεις. Η λογική σκέψη, και η μόρφωση, ήταν στην δικαιοδοσία των λευκών αντρών.

Επιστρέφοντας τώρα στα τεστ νοημοσύνης, σε αυτό το περιβάλλον των ιατρικών ομιλιών για την ομοφυλοφιλία, γυναικείες ορμόνες, και νοημοσύνη, το IQ μπορεί να έχει πραγματικά παρουσιάσει μία προοδευμένη κίνηση σε σχέση με το γένος, ακόμη και αν δεν το έκανε σε σχέση με το φύλου. Το 1930 τα πρότυπα IQ τεστ είχαν αναπτύξει ότι αποβάλουν τις σεξουαλικές διαφοροποιήσεις, που θα μπορούσαν να περιπλέξουν το ευγενετικό ερευνητικό έργο. Έτσι, υπήρχαν αντιλογίες ακόμα και μεταξύ αυτών που πίστευαν ότι η βιολογική διαφοροποίηση και νοημοσύνη ήταν ισχυρά συγγενικές, και η ανάλυση χρειάζεται να είναι αρκετά φιλοσοφημένη να περιλαμβάνει πολυπλοκότητες αυτού του είδους.

Γενικά, προσπάθεια να θεωρήσουν τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους άντρες, ή έγχρωμους ανθρώπους ως βιολογικά κατώτεροι είναι μέρος μία πιο πλατιάς σύγκλησης από μεροληπτικά κοινωνικά τεχνάσματα που συνεχίζουν να αφήνουν το σημάδι τους στην εγγραφή νόμων για γυναίκες και ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες στην τεχνολογική πειθαρχία. Δυτικοί πολιτισμοί έχουν την τάση να τοποθετούν τις γυναίκες, τους ΄έγχρωμους ανθρώπους και άλλου; Αλλιώτικούς ως κοντινότεροι στην φύση. Εγκατεστημένοι κοντινότερα στην φύση, οι λευκοί άντρες. Αλλιώτικοι έχουν κατασκευάσει πέρα από την λογική και τον πολιτισμό και επομένως ΄έχουν μεγαλύτερη ανάγκη της εξημέρωσης, του ελέγχου, του πολιτισμού και τον υπόλοιπο εξοπλισμό της ‘υπευθυνότητας του λευκού άντρα’. Η επιστήμη- ο τόπος των επιχειρημάτων και του πολιτισμού, η επαρχία της Δύσης, η γυναίκα. και ο λευκός – έχει απαντήσει πολύ εύκολα σε όλα αυτά τα καλέσματα στο παρελθόν.

Τεχνοτοτέμ της Διεθνούς Κουλτούρας.

Μέχρι τώρα η συζήτηση των τεχνοκατασκευαστών τοτέμ περιορίστηκε σε φυλές, τάξης, σεξουαλικού προσανατολισμού και γένους. Μπορούσε εύκολα να εξαπλωθεί για να περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους άλλα σημεία κοινωνικές διαφοράς συνθέτουν επιστημονικές θεωρίες.

Ακόμη υπάρχει ένας άλλος τρόπος με τον οποίο κοινωνικές διαφορές και τεχνικές διαφορές καθορίζουν το ένα το άλλο: διάμεσο την κατά μεγάλο βαθμό εκλεκτοί, αντρικές κοινότητες της διεθνούς επιστήμης διάμεσο διεθνών πολιτισμών.

Ακόμη και για πολιτισμούς που είναι κατά πολλούς τρόπους παρόμοιοι είναι πιθανόν να βρεις δραματικές διαφορές στο τι μερικές φορές αναφέρεται ως ‘εθνικό στυλ’ της επιστημονικής σκέψης. Για παράδειγμα. Ο Γάλλος φυσικός και ιστορικός της επιστήμης Pierre Duhem έκανε ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ Άγγλων και ηπειρωτικών φυσικών που διάρκεσε τουλάχιστον μέχρι το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ο Duhem χαρακτήρισε Βρετανούς φυσικούς όπως ο Faraday, Maxell και Thomson ότι ενδιαφέρονταν για τα δομικά μηχανικά μοντέλα ή παραποίηση αλγεβρικών τύπων. Το Αγγλικό είχε πραγματικά λειτουργική διάθεση συμπερασματικά, δεν ενδιαφέρονταν για την αντιλογία μεταξύ των τύπων ή την δυσπιστία που περιλαμβάνεται στη χρήση μηχανικών μοντέλων για φαινόμενα όπως ο ηλεκτρισμός. Σε αντίθεση του Duhem τον χαρακτήριζε το ηπειρωτικό στυλ των φυσικών και μαθηματικών – η δουλειά των Ampere, Poisson και Poincare – ως λειτουργικός από τις πρώτες αρχές στην παράδοση του Rene Descartes. To ‘Γαλλικό μυαλό’ έτεινε να δουλεύει μία σειρά από λογικά συμπεράσματα από τις πρώτες αρχές και να σχεδιάζει ένα καλός ορισμένο, λογικά σύστημα.

Ο Duhem σημείωσε, αλλά χωρίς πραγματικά να αναπτύξει το σημείο, ότι τα μηχανικά μοντέλα των Βρετανών φυσικών ήταν μέρος μίας μεγαλύτερης ροπής για αναπαράσταση με λεπτομέρειες και ατομικές μονάδες. Η ανάλυσή του αρθρώνει την καλά-κερδισμένη διαμάχη μεταξύ Άγγλο-σάξων εμπειριτικιστών και Γάλλων ορθολογιστών ότι χρονολογούν πίσω στους δύο ιδρυτές φιλοσόφους της μοντέρνας επιστήμης, Francis Bacon και Rene Descartes. Στις αρχές του δεκάτου εβδόμου αιώνα Άγγλος Bacon δημοσίευσε διάφορες θεραπείες που εξασφάλιζαν μία φιλοσοφική βάση και άμυνα από τις νέες πειραματικές και μηχανικές μεθόδους δια μέσω μία εισαγωγικής προσέγγισης βασισμένη στα πειράματα και παρακολουθήσεις. Στο πρώτο βιβλίο του Nouum Organum συνηγόρησε νέα μέθοδο που ΄κατασκευάζει τα αξιώματα από την λογική και ιδιαίτερα, ανεβαίνοντας συνεχώς και βαθμιαία, μέχρι τελικά να φτάσει στο πιο γενικά αξίωνα, το οποίο είναι ο σωστός αλλά ασυνόδευτος τρόπος’ (1952:108;1.19). σε αντίθεση, η μέθοδος του Decrates πετύχαινε μείωση απ’την πρώτη Αρχή και μετά δοκίμαζε μειώσεις με πειράματα. Ο Decrates απέδειξε την δύναμη της προσέγγισής του με την συνεισφορά των πεδίων της οπτικής και μετεωρολογίας. Επίσης ανέπτυξε μία νέα σύνθεση των πεδίων της γεωμετρίας και της άλγεβρας που έγινε γνωστή ως αναλυτική γεωμετρία και που προετοίμαζε το θεμέλια για τα μοντέρνα μαθηματικά.

Σε ένα επίπεδο οι πολιτισμοί απ ’τους οποίους οι Descartes και Bacon αναδύθηκαν είχαν αρκετά πολλές ομοιότητες. Και τα δύο είδη ήταν δυνατά και η θρησκευόμενη ορθοδοξία επιδοκίμαζε με διώξεις της ετεροδοξίας. Ευτυχώς, και οι δύο Descartes και Bacon αναδύθηκαν είχαν αρκετά πολλές ομοιότητες. Και τα δύο είδη ήταν δυνατά και η θρησκευόμενη ορθοδοξία επιδοκίμαζε με διώξεις της ετεροδοξία. Ευτυχώς, και οι δύο Descartes και Bacon ήταν ,κατά μία έννοια , απρολόγιστες για μία θρησκευτική τάξη ακόμη και αν είχαν αναμορφώσει άποψη γι ’αυτό. Ωστόσο υπήρχαν ακόμα κρίσιμες διαφορές μεταξύ τις δύο ζωές και κουλτούρες. Ο Bacon προόδευσε γρήγορα κάτω απ’τον James I και έγινε λόρδος καγκελάριος της Αγγλίας, ήταν επώνυμος μέρος των υψηλά-επιπέδων πολιτικών κύκλων, δηλαδή, μέχρις που έπεσε στην εύνοια για αποδοχή λαδώματος. Με λίγα λόγια, για την περισσότερη απ’την ενήλικη ζωή του ο Bacon ήταν μέρος της επίσημης τάξης σε μία εποχή ηγούμενος της Αγγλική Επανάσταση. Παρόλα αυτά, έγραφε ακόμα με μία κουλτούρα που μετά από μία περίοδο αρκετών αιώνων είχε αναπτύξει μία κοινοβουλευτική παράδοση και ένα άγραφο δίκαιο νομικό σύστημα. Επιπλέον, στις αρχές του δεκάτου εβδόμου αιώνα η Βρετανία είχε γίνει μία μεγάλη Διαμαρτυρόμενη επαρχία στην οποία πολυάριθμες, περισσότερο δημοκρατικές εκδόσεις του Προτεσταντισμού ανέρχονταν από την αφάνεια σε αντίσταση στις δομές και πρακτικές που εξασφάλιζαν οι Αγγλικανιστές απ’τον Καθολισμό. Έτσι, στην πολιτική, τον νόμο, και την θρησκεία, η Βρετανική κοινωνία ανέπτυξε μία ‘ανεβασμένη’ κουλτούρα που αόριστα συντονιζόταν με τον εμπειριτικισμό του Bacon. Παρόλο που ο Bacon εργαζόταν κοντά στο King James I και δεν ήταν φίλος του κοινοβουλίου, αναπτυσσόταν Δε μία κουλτούρα που εξελισσόταν αυτό που έπρεπε να λέγεται ένα εισαγωγικό στυλ σε μία ποικιλία πολιτιστικής κυριότητας.

Σε αντίθεση, οι Γάλλοι παρέμεναν σε μία πολύ περισσότερο ιεραρχική κοινωνία με πολιτική εξουσία ορισμένη γύρω από ένα υψηλά κεντρικό κράτος και επίσημα θρησκευτική εξουσία με κέντρο τον Πάπα, όπως και ο Bacon, o Descartes διαφωνούσε κατά κάποιο τρόπο με την κουλτούρα του: απέρριψε την χριστιανική μόρφωσή ρου και βρήκε την Προτεσταντική επαρχία της Ολλανδίας πιο ευχάριστη, παρόλα αυτά, όπως ακριβώς η Αγγλική κουλτούρα μπορεί να περιγραφή σαν να έχει ένα εισαγωγικό στυλ, έτσι η Γαλλική κουλτούρα μπορεί να περιγράφεί σαν να έχει ένα συμπερασματικό ή ‘πάνω – κάτω’ στυλ. Καθώς η εξουσία στην Γαλλική κοινωνία πήγαζε από τον βασιλιά ή τον Πάπα προς τα κάτω, έτσι ο Descartes δημιούργησε ένα σύστημα που πήγαζε από την πρώτη Αρχή της εμπειρικής παρατήρησης.

Πιο γενικά, η Άγγλο-σαξονική κουλτούρα τείνει άμεσα στην ατομικιστική παρουσίαση και εισαγωγική λογική. Άγγλο-σάξων ψυχολόγος ήταν ατομικιστής, και οι κοινωνικές θεωρίες ήταν οικονομικές, και οι οποίες και οι δύο βασίζονταν σε λεπτομέρειες. Επιπροσθέτως, όπως σημείωσε ο Duhem, τα μυθιστορήματα των Αγγλοσαξόνων και το θέατρο τείνουν να μπουν σε λεπτομέρειες και ατομικούς χαρακτήρες αγγίζουν σε τέτοιο βαθμό που το Γαλλικό μυαλό του βρίσκει την αφήγηση βαρετή, έτσι, η απομίμηση ενός επιστημονικού στυλ είναι μέρος ενός πιο γενικού πολιτιστικού στυλ: η φυσική μιας μηχανικής μονάδας, η ψυχολογία των κοινωνικών ιδεών, μία κοινωνική θεωρία των ατομικών προτύπων, μία οικονομία συνεταιρισμένης ανάλυσης, και ου το καθεξής. Όλα ήταν μέρος της ίδιας πολιτιστικής λογικής που δημιούργησε μία βιβλιογραφία από λεπτομέρειες και ατομικούς χαρακτήρες, ένα νομικό σύστημα βασισμένο στον άγραφο νόμο ένα θρησκευτικό σύστημα βασισμένο σε αιρέσεις, και μία δομή βασισμένη σε εγγυήσεις της ατομικής ελευθερίας.

Οι Γαλλική φυσική, βιβλιογραφία, κοινωνική θεωρία, νόμος θρησκεία και κυβέρνηση ήταν σε πολλές περιπτώσεις περισσότερα ιεραρχικές και συμπερασματικές. Η εμπειριτικιστική ορθολογική διάσταση είναι πράγματι μία ειδική περίπτωση της αξίας της διαφοράς μεταξύ δύο πολιτισμών. Είναι αλήθεια ότι και οι Γάλλοι και οι Άγγλοι μοντερνοποιήθηκαν με διαφορετική κυριότητα σι διαφορετική ταχύτητα. Επιπλέον, η Γαλλική κουλτούρα του εικοστού αιώνα είναι σε πολλούς τρόπους πιο δημοκρατική και μοντέρνα από την Αγγλική κουλτούρα του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Παρόλα αυτά, σε κάθε δοσμένο χρόνο υπάρχει μία γενική ροπή των Γάλλων να σκέφτονται και να οργανώνουν την κοινωνική και πνευματική ζωή κατά μήκος συμπερασματικών γραμμών, τουλάχιστον συγγενικές στις Βρετανικές ροπές να κάνουν έτσι κατά μήκος σχετική επαγωγικών γραμμών. Πολλά σπουδαία ζευγάρια της επιστήμης και διανοούμενοι κατά μήκος της ηπειρωτικής διαίρεσης των Darwin / Lamark, Dalton / Gay-Lussac, Rumford/Carnot , Galton / Quetelet , Ampere / Faraday, κ. ο. κ . –και έχουν ακόμη να συζητήσουν συγκριτική από μία πολιτιστική όψη.

Στην κοινωνική θεωρία οι διαφορές είναι ίσως πιο καθαρά αρθρωμένες. Οι Άγγλοι φιλόσοφοι Locke και Hobbes, για παράδειγμα, ίδρυσαν τις δικές τους θεωρίες για την κοινωνία στηριζόμενοι πάνω σε σύμβαση, ενώ ο Γάλλος φιλόσοφος Rousseau συμφώνησε ότι η κοινωνική σύμβαση κάθε αυτό ήταν ασήμαντη εκτός αν προηγούνταν με την έννοια της κοινότητας ή του κοινού εαυτού. Εδώ, ο Locke συμπέραινε την κοινωνία από μία συνάντηση ατομικιστών , ενώ ο Rouiseau σημάδεψε σε ένα κοινωνική επίπεδο που έπρεπε να προηγείται την κοινωνική σύμβαση. Οι βασικές διαφορές διαιωνίζονταν τον δέκατο ένατο αιώνα Δε ποικίλες Γαλλικές και Βρετανικές διατυπώσεις της κοινωνίας. Για παράδειγμα, ο John Stuart Mill τοποθέτησε την ψυχολογία ως την βασίλισσα της επιστήμης σε νέα κοινωνία που λειτουργούσε σύμφωνα με τα ατομική πρότυπα, ενώ ο σύγχρονός του Auguste Comte τοποθέτησε την κοινωνιολογία στην κορυφή των κοινωνιών που λειτουργούσαν απ’την ανώτερη τάξη. Έτσι , ο Mill κοίταξε στην κοινωνία περισσότερο από την ατομική όψη, ενώ ο Comte (και ιδιαίτερα ο πνευματικός διάδοχός του Durkeim) τείνουν να βλέπουν στον ατομικισμό από τις όψεις της κοινωνίας. Η διαμάχη συνέχισε τον εικοστό αιώνα με μορφή της αντίδρασης και επαναδούλεψη της κοινωνιολογίας του Durkheim και του Levi Strauss στρουκτουραλιστική ανθρωπολογία. Κάποιος μπορεί μα επιγράφει την διαφορά στο πνευματικό στυλ μεταξύ του Άγγλο Αμερικανικών και Γαλλικού εμπειριτικισμού / ορθολογισμού, επαγωγικού/ συμπερασματικού, γεγονότων /αλήθειας, ή ατομικιστών/ υλιστικών . Οποιοδήποτε κι ’αν είναι η ετικέτα, κάθε γενιά φαίνεται να ξαναδημιουργεί - αλλά επίσης να ξαναδουλεύει –τις διαιρέσεις σε ένα διαφορετικό πνευματικό ή επιστημονικό χώρο.

Καθώς οι επιστημονικές κοινότητες και εθνικές κοινωνίες έχουν γίνει πιο διεθνείς τον εικοστό αιώνα, η ανάλυση του εθνικού στυλ διαφέρει στη δομή των επιστημονικών θεωριών μπορεί να παρέχει λιγότερες ιδέες. Ακόμη και στην αλλαγή του αιώνα ο Duhem παρατήρησε ότι το "αγγλικό μοντέλο" της φυσικής εξαπλωνόταν στην ήπειρο. Παρόλα αυτά, στις κοινωνικές επιστήμες και στις ανθρωπιστικές υπάρχουν ακόμα διαφορετικά ηπειρωτικά και αγγλοσαξονικά στυλ, ενώ περιστασιακά υπάρχουν ακόμα διαμάχες και στις φυσικές επιστήμες - όπως η γαλλική ενάντια στην αμερικανική ερμηνεία για τον ιό του AIDS - που μας δείχνουν ότι οι διαφορές στις εθνικές κουλτούρες μπορούν ακόμη να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο και στις φυσικές επιστήμες. Μια αποτυχία στο να ερευνήσουμε πιο προσεχτικά αυτές τις διαφορές στις εθνικές επιστήμες και στις κοινωνικές θεωρίες ισοδυναμεί με την αποδοχή της ιδεολογία της επιστήμης σαν υπερεθνικό φαινόμενο που είναι παντού το ίδιο.

Η παραγωγή των τεχνοτοτέμ : Από την πρόχειρη κατασκευή στην ανακατασκευή

Μέχρι τώρα η συζήτησή μου περί του τεχνοτοτεμισμού έχει περιοριστεί στο να δείχνω πώς οι τεχνικές διακρίσεις συμπαράγονται με τις κοινωνικές διακρίσεις. Η εξέλιξη είναι πιο πολύπλοκη όταν νέες κοινωνικές ομάδες λαμβάνουν και ξανά επεξεργάζονται τη τεχνική νοημοσύνη. Ο ανθρωπολόγος Claude levi-Strauss εισήγαγε τον όρο πρόχειρη κατασκευή για να περιγράψει μια παρεμφερή πορεία κατά την οποία οι πρώτες φυσικές θεωρίες, μύθοι σχετικά με τη φύση, έχουν περάσει στις κοινωνικές ομάδες. Ο κατασκευαστής με πρόχειρα υλικά είναι ένας πολυτεχνίτης που παίρνει ότι είναι διαθέσιμο - κομμάτια ξύλου, μέταλλα, ανταλλακτικά, απορρίμματα - και τα ξανασυναρμολογεί για να κατασκευάσει νέα αντικείμενα ή για να διορθώσει τα παλιά. Οι Γάλλοι ανθρωπολόγοι υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι ενός πολιτισμού παίρνουν τους μύθους άλλων πολιτισμών και τους ξαναλένε δανειζόμενοι τα στοιχεία αυτών των μύθων - χαρακτήρες, ρυθμίσεις, γεγονότα, κ .α . συνδυάζοντάς τα με διαφορετική σειρά. Τα στοιχεία παραμένουν κατά μεγάλο μέρος τα ίδια (παρόλο που είναι μερικές φορές αντικατεστημένα), αλλά έχουν επαναδιαμορφωθεί με άλλους τρόπους.

Έχει σχέση η πρόχειρη κατασκευή με την επιστήμη και την τεχνολογία; Εάν κάποιος θέλει να τεκμηριώσει ότι η επιστήμη είναι διαπολιτισμική και παντού η ίδια, τότε η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Αυτή είναι η υπόθεση στο The Savage Mind, όπου ο Levi-Strauss έφερε σε αντιπαράθεση τον κατασκευαστή με πρόχειρα υλικά με τον μηχανικό. Επειδή ο πρώτος παίρνει αυτό που πέφτει στα χέρια του και το χρησιμοποιεί, έχει την τάση να δουλεύει με ότι τεχνικές πηγάζουν από τα υλικά. Αντίθετα ο μηχανικός δουλεύει με βασικές αρχές. Εδώ ο Levi-Strauss συσχετίζει την παραγωγική μέθοδο με την επιστήμη, την μηχανική, και το "καινούριο", ενώ η επαγωγική μέθοδος συνδέεται με τα εργαλεία όλων των επιτηδευμάτων και τους μυθοποιούς των μη-δυτικών κοινωνιών.

H διαφορά ανάμεσα στο μηχανικό και στον κατασκευαστή που χρησιμοποιεί πρόχειρα υλικά μπορεί να αντικρουστεί και στις δυο θεωρητικές και εμπειρικές ομάδες. Ένα επιχείρημα είναι ότι υπάρχει μια πολιτιστική τάση στη κατασκευή του Levi-Stauss από τους μηχανικούς και τους χρήστες πρόχειρων υλικών. Ο μηχανικός του Levi-Strauss λειτουργεί παραγωγικά από τις πρώτες αρχές κατά τρόπο που ακολουθεί το Γαλλικό στυλ στην επιστήμη και φιλοσοφία. Σε αντίθεση ο Levi-Strauss συσχετίζει το εμπειρικό και το επαγωγικό στυλ με το "πρωτογενές". Η συσχέτιση αυτή είναι εθνοκεντρική σε πολλά επίπεδα. Όχι μόνο αποτυγχάνει να παρέχει σους ιθαγενείς την ικανότητα να δημιουργήσουν ένα παραγωγικό τρόπο σκέψης, αλλά και συσχετίζει το Βρετανικό, και το αγγλόφωνο, στυλ στη φιλοσοφία και την επιστήμη με το πρωτογενές του κριού. Επιπλέον αν και ο μηχανικός και ο χρήστης του κριού είναι φιγούρες ανδροπρεπείς , οι τρόποι με τους οποίους η λογική ανατίθεται στη μια πλευρά υπονοεί ένα παραλληλισμό με το δυτικό πρότυπο που συνδέει τη λογική με το φύλο.

Ο Levi-Strauss έπεσε θύμα ενός πιο γενικού λάθους που εμπλέκει την αλαζονεία μιας μοναδικής διαπολιτισμικής και τεχνικής γνώσης. Πιο ευρέως αποδεκτή σήμερα είναι η ιδέα ότι η επιστήμη και η τεχνολογία λειτουργούν επίσης σύμφωνα με τα πρότυπα του χρήστη του κριού. Για παράδειγμα ο φιλόσοφος Jacque Derrida ισχυρίζεται πως: "Αν κάποιος καλέσει πρόχειρη κατασκευή την αναγκαιότητα του δανείζεσθαι τις αντιλήψεις κάποιου από το κείμενο μιας κληρονομιάς που έχει λίγο ή πολύ συνοχή ή έχει καταστραφεί, πρέπει να λεχθεί πως κάθε διάλογος είναι πρόχειρα κατασκευασμένος" (1978:285). Επιπλέον εμπειρικές μελέτες σε εργαστήρια δείχνουν ότι οι επιστήμονες μοιάζουν με τον ψευτομάστορα χρήστη του κριού πολύ περισσότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί ο Levi-Strauss.

Παρόλο που η δημιουργία των κατασκευαστών που χρησιμοποιούν πρόχειρα υλικά από τον Levi-Strauss μειονεκτεί, έχω επιστρέψει στην ιδέα γιατί βοηθάει να μεταφέρω τη συζήτηση πέρα από την ανάλυση του τεχνοτοτεμισμού, δηλαδή, στην πολιτιστική ερμηνεία των μεθόδων κατά των οποίων διαφορετικοί εμπειρογνώμονες, κοινωνίες, κ.α. κατασκευάζουν διαφορετικές ερμηνείες της επιστήμης και της τεχνολογίας. Στην κατασκευή διαφορετικών ερμηνειών, οι επιστήμονες και οι μηχανικοί μερικές φορές δεσμεύονται σε μια συναφή πορεία προς την πρόχειρη κατασκευή. Με άλλα λόγια, παίρνουν τις ερμηνείες άλλων κοινωνιών και τις ανακατασκευάζουν έτσι ώστε τα στοιχεία να συνδυάζονται για να ταιριάζουν καλύτερα με τον δικό τους τοπικό πολιτισμό, το οποίο συμπεριλαμβάνει την αντίληψή τους στο πια δομή ταιριάζει καλύτερα στα ενδιαφέροντά τους. Έτσι επιστρατεύω την έννοια της πρόχειρης κατασκευής για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Επιστρέφοντας στα πολιτιστικο - πολιτικά θέματα, δεν αρκεί να παρέχεις μια καθαρά δομική ή ερμηνευτική ανάλυση που θα ακολουθεί προσεχτικά τα νήματα των πολιτιστικών νοημάτων της τεχνοκοινωνικής διαφοράς. Με το να συνειδητοποιήσεις την ιστορία των επιστημονικών θεωριών και των τεχνολογικών πρακτικών σαν τοτέμ για τη φυλή, τη τάξη, το φύλο και άλλες κοινωνικές διαφοροποιήσεις έχεις κάνει μόνο το πρώτο βήμα. Το επόμενο βήμα είναι να ψάξεις για τρόπους κατά τους οποίους διαφορετικές ομάδες δραστήρια ανακατασκευάζουν επιστήμες και τεχνολογίες με το να θέτουν εναλλακτικούς τρόπους συνειδητά συνδεδεμένους με την κοινωνική τους οντότητα. Σε μερικές περιπτώσεις αυτές οι εναλλακτικές ανοίγουν πιθανότητες για την εύρεση νέων τρόπων του να κάνεις επιστήμη και τεχνολογία που θα προάγει καλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη. Συμπερασματικά προτιμώ τον όρο ανακατασκευή από τον όρο πρόχειρη κατασκευή για να μεταβιβάσω το επίπεδο των δρώντων, των στρατηγικών, και των σχέσεων ισχύος.

Πριν εξετάσουμε μερικές περιπτώσεις ανακατασκευής, είναι σημαντικό να δείξω ότι δεν υποστηρίζω ότι οι γυναίκες και τα μέλη των όχι καλά εκπροσωπούμενων κοινωνικών ομάδων μετέχουν πάντα στην ανακατασκευή. Στη πραγματικότητα, τα περισσότερα μέλη των ιστορικά αποκλειόμενων ομάδων που απασχολούνται στα τεχνικά επαγγέλματα δημιουργούν γνώση και τεχνολογία στην κυρίαρχη παράδοση που έχουν εκπαιδευθεί. Μερικές φορές ανταμείβονται για τις προσπάθειές τους και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μοντέλα ρόλων όπως οι γυναίκες που σκιαγραφούνται στο Nobel Prize Women in Science της ερευνήτριας της STS Sharon McGrayne. Ομοίως, οι άντρες των επικρατέστερων ομάδων μπορούν επίσης να ανακατασκευάσουν τεχνοεπιστήμη από άλλες προοπτικές. Με άλλα λόγια, μια τοποθέτηση σαν μέλος των επικρατέστερων ομάδων δεν ανταποκρίνεται πάντα σε θέση υπέρ αυτών των ομάδων, όπως και η έλλειψη του συνόλου των μελών δεν ανταποκρίνεται πάντα σε ένα μετρητή θέσεων στην προοπτική αυτών των ομάδων. Αυτό που με ενδιαφέρει, συνεπώς, είναι ένα στενό υποσύνολο περιπτώσεων στο οποίο γυναίκες και άνθρωποι των κυρίαρχων ομάδων έχουν δραστήρια ανακατασκευάσει την επιστήμη και την τεχνολογία από την οπτική γωνία που είναι ρητά συνδεμένη με την ξένη ταυτότητά τους. Παρόλο που όλη η ανακατασκευή είναι κατασκευή (και τ' αντίθετο), προτιμώ να χρησιμοποιώ τον όρο ανακατασκευή για να αναφέρομαι σε ένα συγκεκριμένο τύπο δομής από ομάδες και άτομα που έχουν διαφορετικές προοπτικές από την επικρατούσα τάση της τεχνικής επιδεξιότητας.

Οι γυναικείες ανακατασκευές

Υπάρχει τώρα μια αναπτυσσόμενη φιλολογία που παρέχει παραδείγματα μεθόδων όπου οι γυναίκες επιστήμονες και μηχανικοί όχι μόνο δεν έχουν συμπυκνώσει την ιδεολογική φύση της επιστήμης και της τεχνολογίας αλλά έχουν κατασκευάσει εναλλακτικά δικά τους τεχνοτοτέμ που σαφώς χαράζουν άλλα κοινωνικά οράματα. Θα εξετάσω δυο παραδείγματα εδώ, ένα από τον κλάδο της ζωολογίας που μελετάει τα θηλαστικά και ένα από την κατασκευή αυτοκινήτων. H δημοφιλής εικόνα των γυναικών και της μελέτης θηλαστικών διαμορφώθηκε από τις κινηματογραφικές ταινίες και τα ντοκιμαντέρ των Jane Goodall και Dian Fossey. Έγιναν γνωστές με το να ζουν ανάμεσα σε χιμπαντζήδες και γορίλες και εισάγοντας νέες επιστημονικές πληροφορίες βασισμένες στις πολύχρονες και επίμονες μελέτες τους. Ωστόσο, εισάγοντας οι γυναίκες καινούριες μελέτες και την φυσική ανθρωπολογία, δημιούργησαν έναν αριθμό μεθόδων που δεν γίνονταν σαφή από το πλατύ κοινό. Πολλές από αυτές τις αλλαγές αναλύθηκαν από την ιστορικό Donna Haraway στα βιβλία της Primate Visions και Simians,Cyborgs, and Women, δυο από τους τόμους που άσκησαν την μεγαλύτερη επιρροή στη δημιουργία μιας φεμινιστικής- πολιτιστικές μελέτες- ανθρωπολογικής ερμηνείας του STS στη δεκαετία του 1990. Εδώ, θα εστιάσω σε μια από τις αλλαγές που έγιναν από τις γυναίκες που μελετούσαν τα θηλαστικά και φυσικούς ανθρωπολόγους τον τελευταίο εικοστό αιώνα: η παρουσίαση μιας θεωρίας που μερικές φορές καλείται "γυναίκα-η-συλλέκτρια". Η περίπτωση αυτή είναι ένα παράδειγμα της ανακατασκευής και μας βοηθάει επίσης να αντιμετωπίζονται οι δημοφιλείς παρανοήσεις σχετικά με τις γυναίκες που μελετούν τα θηλαστικά σαν εικόνες μητρικών μεθόδων.

Η θεωρία γυναίκα-η-συλλέκτρια θεώρησε ως δεδομένη την εξήγηση της καταγωγής των ανθρωπόμορφων ειδών από πιθηκοειδείς προγόνους, μια μετάβαση που οι μελετητές των θηλαστικών και οι φυσικοί ανθρωπολόγοι γενικά υπέθεταν να συνδέεται με την αλλαγή τόπου κατοικίας από τα δάση στις σαβάνες. Ως το 1960 η κύρια εξήγηση για αυτή την αλλαγή ήταν η όπως καλούνταν θεωρία του άντρα-του-κυνηγού. Ως μια πρώτη προσέγγιση, η περίπλοκη θεωρία μπορεί να περιγραφεί ως η σύνδεση των ανθρωποειδών δίποδων στην εξελικτική επιλογή ανάγκης ότι οι παραλλαγές του ευνοούμενου είδους που μπορούσαν να καλύψουν μεγαλύτερες αποστάσεις για το κυνήγι στη σαβάνα. Η θεωρία επίσης υπέθετε μια ακριβή σεξουαλική διαίρεση της εργασίας στην οποία οι άντρες έκαναν το κυνήγι και οι γυναίκες έμεναν στο "σπίτι" να μεγαλώσουν τα παιδιά, όχι αντίθετα προς την σεξουαλική διαίρεση της εργασίας πολλών Δυτικών κοινωνιών κατά την χρονική περίοδο που παράχθηκε η θεωρία. Αν και ανακεφαλαιώνοντας την θεωρία μπορεί να φανεί καχύποπτη και ολοφάνερα προκατειλημμένη από μια αντρική όψη, είναι σημαντικό να μην χρωματίσουμε την αρχιτεκτονική αρχή της, ο ανθρωπολόγος Sherwood Washburn, ως ένας "νεαντερτάλειος". Η Haraway σημείωσε ότι η δημιουργία του Washburn για τη φυσική ανθρωπολογία ανέπτυξε ενεργά θεωρίες που αμφισβητούν της παλαιότερες γενιές των εξελικτικών θεωριών, οι οποίες αναπτύσσουν φυλετικές ιεραρχίες (1989:87). Επιπλέον, ο Washburn είναι γνωστός για το ότι έχει εκπαιδεύσει ένα δυσανάλογα μεγάλο αριθμό από γυναίκες φυσικούς ανθρωπολόγους σε σύγκριση με τους άντρες συναδέλφους της γενιάς του.

Ένας από τους μαθητές του Washburn είναι η ανθρωπολόγος Adrienne Zihlman, η οποία, στην ετήσια συγκέντρωση των Αμερικανικών Ανθρωπολογικών Εταιριών το 1970, άκουσε μια εργασία με τίτλο "Γυναίκα η Συλλέκτρια: Γυναικεία προκατάληψη στην Ανθρωπολογία" από την ανθρωπολόγο Sally Linton Slocum (1975). Η Zihlman και η ανθρωπολόγος Nancy Tyrner ανέπτυξαν την θεωρία γυναίκα-η-συλλέκτρια σε διαδοχικά χρόνια. Παρόλο που υπάρχουν ποικίλες εκδόσεις της θεωρίας, επαρκεί για τους εδώ σκοπούς να δουλέψουμε με μια πρώτη προσέγγιση. Έρευνες από τον Goodal και τους μελετητές πρωτευόντων θηλαστικών είχαν ανακαλύψει πως χιμπατζήδες που κατοικούν στο δάσος κατασκευάζουν πρωτόγονα εργαλεία και επίσης κυνηγούν και σκοτώνουν μικρά ζώα. Αυτή η έρευνα προβλημάτισε περισσότερο τις προηγούμενες διασυνδέσεις μεταξύ χρήσης εργαλείων, κυνήγι και τη μετάβαση στη σαβάνα. Επιπλέον, ένα πλήθος από μελετητές υποδεικνύοντας στις πολυπλοκότητες των κοινωνικών δομών των πρωτευόντων θηλαστικών, στις οποίες ο πολύπλοκος δεσμός μητέρας-βρέφους, η γυναικεία σεξουαλική επιλογή, και μητροεστιακή κοινωνική δομή ήταν χαρακτηριστικά. Μελέτες των κυνηγών-συλλεκτών του Kung στην Αφρικανική σαβάνα, οι οποίες θεωρούνταν ότι ήταν κοντά στις παλαιές ανθρωποειδείς κοινωνίες, επίσης έδειξαν ότι το μέγεθος των θερμίδων του φαγητού προέκυψε από την συλλογή παρά από το κυνήγι. Έτσι, ένα πλήθος από ερευνητικά γενικά πλάνα συγκλίνουν στο να υπονοούν ότι η ιστορία ήταν περισσότερο πολύπλοκη από την άντρας-ο-κυνηγός. Όπως συνοψίζει η Haraway :

Η Zihlmar συμφώνησε στο ότι ό,τι ήταν καινούριο ήταν, ακριβώς, η αποδοτική ενασχόληση με την συλλογή και των δύο φύλλων, στην οποία η παραγωγή, η ανταλλαγή και αναπαραγωγικές δραστηριότητες της γυναίκας μπορούσαν δυναμικά να παρακινήσουν, αλλά όχι σπάνια να προκαλέσουν, μια αλλαγή δημιουργίας τύπων. Η εκτεταμένη διάρκεια των σχέσεων μητέρας-νέου, βελτίωσε την γυναικεία σεξουαλική αποφασιστικότητα, περισσότερο από την πολυπλοκότητα των μητροεστιακών ομάδων απαιτώντας μεγαλύτερη κοινωνική ικανότητα και στις δύο συνεργασίες και συναγωνισμό και από τα δύο φύλα, και πολιτιστικές καινοτομίες (εργαλεία, κοινωνικές διευθετήσεις, και άλλες τεχνολογίες) ενδυναμώνοντας αυτές τις προεκτάσεις που φαίνονται σαν γνήσιες. (1989:339-40)

Ίσως κάποιος ελπίζει ότι, δίνοντας την βασική απόδειξη, της Zihlman η πιο περιεκτική θεωρία της γυναίκα-η-συλλέκτρια θα μπορούσε εύκολα να είχε εκτοπίσει το παλαιότερο μοντέλο. Ωστόσο, ακόμη και αν η Zihlman αντιστάθηκε διατυπώνοντας μια αντιστροφή καθρέφτη του άντρα-ο-κυνηγός, η θεωρία γυναίκα-η-συλλέκτρια συχνά διερμηνευόταν με αυτό τον τρόπο και τότε απορριπτόταν ως έχοντας μια αντιστρόφου φύλλου κλίση. (Όταν εξηγούσα τις θεωρίες στις τάξεις μου, κάποιες απ' τις μαθήτριες συνήθως είχαν σηκώσει τα χέρια τους πριν ακόμα τελειώσω την επισήμανση της διάκρισης της αντιστρόφου γένους κλίσης). Άλλοι απόδειξαν την συλλογή ως σημαντική, αλλά προσδιόριζαν την καινοτομία στους άντρες! Άλλοι πάλι, συμπεριλαμβανομένου του Washburn, ελαχιστοποίησαν την συνεισφορά των Slocum, Tanner, Zihlman και συναδέλφων τους ισχυριζόμενοι ότι η συλλογή περιλαμβανόταν ήδη σαν ένας παράγοντας συνεισφοράς στην θεωρία του άντρα-ο-κυνηγός. Με άλλα λόγια, η γυναίκα-η-συλλέκτρια έγινε συνεταιρική μέσα στην θεωρία του άντρα-ο-κυνηγός.

Όπως οι θεωρίες για το φύλο (ή τεχνοτοτέμ), η γυναίκα-η-συλλέκτρια και ο άντρας-ο-κυνηγός εξασφαλίζουν ένα παράδειγμα για την πολιτιστική πολιτική του τι συμβαίνει όταν μια προηγούμενη αποκλεισμένη ομάδα εισάγει ένα πεδίο συστηματικής έρευνας. Πολλοί θα συνεχίσουν να δουλεύουν στο ερευνητικό έργο που δεν είναι αντιφατικό στους αρχηγούς των πεδίων, αλλά σε μερικές περιπτώσεις κάποια μέλη της νέας ομάδας μπορεί να φέρουν κύριες αλλαγές στην θεωρία ή την μεθοδολογία. Ωστόσο η αμφίβολη μοίρα της γυναίκας-η-συλλέκτρια δείχνει πώς η ανακατασκευή της επιστήμης από προηγούμενες αποκλεισμένες ομάδες μπορεί να μετενσυγκροτηθεί ή αναδιανεμηθεί - δηλαδή, ανα-ανακατασκευαστεί. Έτσι, η ανακατασκευή είναι μία αυξανόμενη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και επανα-διαπραγμάτευσης. Για να τονίσουμε το σημείο είναι ίσως χρήσιμο να αναλογιστούμε μια άλλη περίπτωση, μια που περιλαμβάνει την ανακατασκευή του τεχνολογικού σχεδιασμού παρά την επιστημονική θεωρία.

Όταν δόθηκε στην διοικητική υπάλληλο της Ford που είναι υπεύθυνη σχεδίου Mimi Vandermolen η αρμοδιότητα να ξανασχεδιάσει ένα αυτοκίνητο, συμβουλεύτηκε πενήντα γυναίκες σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με τα αυτοκίνητα. Το εκ-νέου σχεδιασμένο Ford Prode κατέληξε σε ένα πλήθος αλλαγών που έκαναν το αυτοκίνητο πιο ευχάριστο στην επαγγελματία γυναίκα την οποία η Ford στόχευε ως αγοραστή. Για παράδειγμα, το πεντάλ του γκάζι σχεδιάστηκε να είναι στη σωστή γωνία για γυναίκες που χρησιμοποιούν ψηλά τακούνια, τα κουμπιά χειρισμού τροποποιήθηκαν έτσι ώστε ακόμα και γυναίκες με μακριά νύχια να μπορούν εύκολα να τα πατήσουν, και ένα νέο καλούπι χρησιμοποιήθηκε για τα καθίσματα, ώστε γυναίκες με φορέματα να μπορούν να μπουν και να βγουν απ' το αυτοκίνητο πιο εύκολα. Επιπλέον, το κάλυμμα (το σημείο στο οποίο το παρμπρίζ συναντά το μηχανικό τμήμα) ήταν χαμηλότερο γιατί δοκιμές έδειξαν ότι γενικά στις γυναίκες αρέσει να κάθονται ψηλά και κοντά στο τιμόνι, και προτιμούσαν το χαμηλότερο σχέδιο. Ως συνάδελφος γυναίκα, και κάτοχος του Prode σημειώνω επίσης ότι το αυτοκίνητο είναι διαθέσιμο με ένα κουμπί πανικού στο μπρελόκ του κλειδιού. Αν κάποιος αρπάξει τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, ο ιδιοκτήτης μπορεί να πατήσει το κουμπί πανικού, και αμέσως τα φώτα του αυτοκινήτου θα αρχίσουν να αναβοσβήνουν και η κόρνα θα αρχίσει να χτυπά.

Το ξανασχεδιασμένο Ford Prode βασιζόταν στα αποτελέσματα των συνεντεύξεων με γυναίκες της Ford και σε συζητήσεις στην κοινωνία του μάρκετινγκ μέσα στην εταιρεία. Ως αποτέλεσμα, τα σημεία που ήταν αξιοπρόσεχτα σε αυτές τις γυναίκες αντανακλούν το ντύσιμο και την άνεση που ενδιαφέρει μια γυναίκα που δουλεύει σε μια μεγάλη Αμερικανική εταιρεία, και κυρίως επαγγελματίες γυναίκες που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Οι αλλαγές στον σχεδιασμό δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ακραίες, και επιγράφει στην τεχνολογία μια συγκεκριμένη εικόνα της γυναίκας που θα μπορούσε να θεωρείται πατριαρχική. Με άλλα λόγια, το αυτοκίνητο σχεδιάστηκε για μια γυναίκα που έχει μακριά νύχια, χρησιμοποιεί ψηλά τακούνια, κ. ο. κ . Έτσι, παρόλο που το Prode παρέχει ένα παράδειγμα του πώς η τεχνολογία μπορεί να ξανασχεδιαστεί στο φως της τάσης αρσενικού χαρακτήρα, το νέο σχέδιο μπορεί επίσης να επιγράψει νέες τάσεις από μόνο του.

Ίσως αξίζει να επαναλάβω το σημείο που η ανακατασκευή της επιστήμης και τεχνολογίας περιλαμβάνει περισσότερα από απλή απαλοιφή τάσεων. Η σκέψη της απαλοιφής τάσεων τείνει να γίνει με στενή συνεργασία με την υπόθεση ότι τελικά θα ήταν πιθανόν να φτάσουμε μια ιδανική κατάσταση στην οποία επιστήμη και τεχνολογία είναι χωρισμένες απ' την κανονική κουλτούρα. Το εναλλακτικό μοντέλο που εγώ και πολλοί STS ερευνητές χρησιμοποιούμε υποθέτει ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα παίρνει πάντα τον τόπο της τοτεμικής σχέσης. Το ερώτημα προκύπτει μόλις ανακαλύψεις τις τάσεις που χτίζονται μέσα στα τεχνοτοτέμ, και τότε χτίζονται νέες θεωρίες και τεχνάσματα που εξασφαλίζουν πιο δίκαια αναπαραγωγή της κοινωνίας. Ωστόσο, το τελικό συμπέρασμα δεν είναι μια θεωρία ή τεχνολογία που είναι έξω από την κουλτούρα. Αντ' αυτού, είναι μερικώς εμπλουτισμένο με διάφορες πολιτικές κουλτούρας, μερικές από τις οποίες μπορεί να μην τις γνωρίζουμε ακόμη.

Μια Αφρικανική Αμερικανική Επιστήμη

Ένα παράδειγμα μιας εναλλακτικής επιστήμης κατασκευασμένη από μια Αφρικανική Αμερικάνικη προσωπική άποψη είναι η εργασία του George Washington Carver. Μια μεγάλη απορριπτέα φιγούρα στις Αφρικανικές Αμερικάνικες μελέτες, ο Carver συχνά έχει κριθεί για την αδιαφορία του για τα παραδοσιακά πρότυπα των λευκών για την ιδανική Αφρικανή Αμερικανή γυναίκα ως ένα ταπεινό, δουλικό άτομο. Για παράδειγμα, ένας Αφρικανοαμερικανός μαθητής αμφισβήτησε ότι ένα καλύτερο μοντέλο για ένα Αφρικανοαμερικάνο επιστήμονα είναι του προαναφερθέντα Ernest Everett Just, που ανοικτά υποστήριξε την φυλετική ισότητα και δεν έπαιξε την ταπεινή υπόθεση των λευκών (Winston 1971:702-4). Eπιπλέον, ενώ ο Carver δεν δημοσίευσε ερευνητικά αποτελέσματα σε κριτικά επιστημονικά περιοδικά, ο Just καλώς δημοσίευσε, και ακόμη αυτός υφίσταται μεγάλη προκατάληψη. Ωστόσο, o Carver παραμένει, ένα ενδιαφέρον παράδειγμα διότι το περιεχόμενο της επιστημονικής του έρευνας εμπλουτιζόταν βαθιά με το ενδιαφέρον του για τους φτωχούς κτηματίες στο Νότο, ιδιαίτερα Αφρικανοαμερικανούς, που ακόμα μοχθούν κάτω απ' το κληροδότημα του King Cotton και της δουλείας. Έτσι, αντίθετα με τον Just, ο Carver εξασφαλίζει ένα μοντέλο όχι από μια Αφρικανοαμερικανική επιστήμη αλλά από έναν παραγωγό μιας Αφρικανικοαμερικανικής επιστήμης.

Σε πολλές περιπτώσεις το σχέδιό του ήταν μια αποτυχία (ακριβώς όπως η Ford Probe εμπλέκει παραδοσιακές αντιλήψεις των γυναικών ακόμη και όταν κατασκευάζει ένα γυναικείο αυτοκίνητο ), αλλά η περίπτωση Carver είναι διδακτική επειδή εστιάζει στο ερώτημα του ανακατασκευαστικού περιεχομένου.

Η πρώιμη βιογραφία του Carver είναι θολή, αλλά λέγεται ότι έχει γεννηθεί σκλάβος. Ο ιδιοκτήτης του, Moses Carver, ήταν φίλος των Βόρειων, και για την πίστη του αυτή υπόφερε επιθέσεις από Νότιους κατά την περίοδο του εμφύλιου πολέμου. Σε κάποιο σημείο ο George και η μητέρα του Mary απήχθηκαν και κυριολεκτικά πουλήθηκαν. O Moses Carver ποτέ δεν βρήκε τη Mary, αλλά ως αντάλλαγμα τελικά επιμόρφωσε τον George, ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως “ άντρας που είχε γίνει ανταλλαγή με ένα άλογο.” Το επεισόδιο της απαγωγής είναι μόνο ένα παράδειγμα των δύσκολων παιδικών χρόνων και εφηβείας του George Washington Carver, του οποίου τα χρόνια κατά τα οποία διαπλάστηκε ο χαρακτήρας του ήταν γεμάτα με γεγονότα διαδηλώνοντας για τα καταπιεστικά χέρια της φυλετικής πρόληψης και μια ίση αποφασιστικότητα να ξεπεράσει τα εμπόδια.

Τελικά, ο Carver, συνάντησε κάποια υποστήριξη από ένα συμπαθητικό ζευγάρι λευκών το οποίο αναγνώρισε το ταλέντο του, και ήταν ικανός να τελειώσει τη μόρφωσή του και να μπει στο κολέγιο γεωργίας & μηχανιστικών τεχνών στο Ames της πολιτείας Iowa. Εκείνο τον καιρό το σχολείο ήταν μέρος πνευματικής έξαρσης σαν κέντρο ανάκαμψης της γεωργικής επιστήμης στις Η. Π. Α. Το διδακτικό προσωπικό της πανεπιστημιακής σχολής συμπεριλάμβανε τον Dr. Louis. H. Pammell, ίσως τον επικεφαλή Βοτανολόγο της χώρας, τον James Wilson, πρωθιερεύς της Γεωργίας και διευθυντή του πειραματικού σταθμού ο οποίος έγινε υπουργός Γεωργίας υπό τους προέδρους McKinley, Roosevelt και Taft, τον βοηθό του Wilson, Henry C. Wallace, ο οποίος έγινε υπουργός Γεωργίας υπό τους προέδρους Coolidge και Harding και τον γιο του Henry Wallace, ο οποίος μεγάλωσε παίρνοντας φυσική ανατροφή με τον Carver και αργότερα έγινε ο υπουργός Γεωργίας υπό τον Franklin D. Roosevelt και όντας αντιπρόεδρος το 1940. Συνεπώς η Iowa εξασφάλισε πλούσιο έδαφος για ένα σπουδαίο μυαλό και οι προοδευτικοί εκεί αναγνώρισαν τα ταλέντα του. Αφού ο Carver έλαβε το B.S του, το ερευνητικό προσωπικό του πανεπιστημίου τον προσκάλεσε να μείνει ως βοηθός βοτανολόγου στον πειραματικό σταθμό και ως διευθυντής στο θερμοκήπιο.

Το 1896 η ζωή του Carver άλλαξε εντυπωσιακά όταν έλαβε ένα γράμμα από τον Booker T. Washington, ο οποίος προσκάλεσε τον Carver να συνεργαστεί μαζί του στο ινστιτούτο της Tuskegee. O Washington, σαν τον Carver, ήταν μια αμφιλεγόμενη φιγούρα ανάμεσα στους Αφρικανοαμερικανούς ,και για τους δύο υιοθέτησε μια στρατηγική κατευνασμού το οποίο ενοχλούσε τους πιο μαχητικούς και πολιτικούς Αφρικανοαμερικανούς στα αστικά κέντρα του Βορρά. (Κατά ένα τρόπο οι κριτικές είναι μια πρόωρη εκδήλωση αυτού που μερικές φορές σήμερα ονομάζουμε “Martin/Malcolm” μοίρασε τις διαφορές ανάμεσα στους Martin Luther King, Jr., και τον Malcolm X ( ο οποίος συμβολίζει τις τάσεις στους Αφρικανοαμερικανούς πολιτικούς μεταξύ των πιο νότιων, αγροτικών, συντηρητικών σχημάτων και των πιο βόρειων, αστικών, ριζοσπαστικών σχημάτων.) Παρόλο που οι Βόρειες κριτικές του Washington ήταν αισθητήριες, ήταν επίσης ένας πολύ διπλωματικός ηγέτης ο οποίος ήξερε πως να χειριστεί τα πολιτικά ανάμεσα στους νότιους συντηρητικούς και τους βόρειους φιλελεύθερους προκειμένου να εξασφαλίσει κεφάλαιο και υποστήριξη για την τολμηρή του προσπάθεια να δημιουργήσει υψηλότερη μόρφωση για τους Αφρικανοαμερικανούς στα αγροτικά βόρεια. Επιπλέον, κάτω από την προστασία του Washιngton ο Carver, ήταν ικανός να επιδιώξει διδασκαλία και έρευνα, το οποίο του επέτρεπε να αφιερώσει τη ζωή του βοηθώντας τους φτωχούς Αφρικανοαμερικανούς αγρότες.

Ανάμεσα στα επιτεύγματά του ο Carver όρισε μοντέλα επιστήμης , έρευνας και μόρφωσης τα οποία σήμερα είναι ακόμα εφαρμόσιμα στις αγροτικές περιοχές παντού στον κόσμο. Για παράδειγμα, ο Carver, ίδρυσε το “κινητό σχολείο”, ένα βαγόνι το οποίο ταξίδευε και συναντιόταν με φτωχούς ανθρώπους, συνήθως έξω από τις εκκλησίες τις Κυριακές, για να τους δώσει προτάσεις στο να βελτιώσουν την γεωργία, την ξυλουργία, την υγιεινή κ .τ .λ Ίσως τα πιο φημισμένα επιτεύγματά του ήταν η δουλειά του σε εφαρμογές για εναλλακτικές λύσεις στο King Cotton. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η σιταρόψειρα προερχόταν από το Τέξας και κατάστρεφε τις σοδειές βαμβακιού. Ο Carver εκμεταλλεύτηκε το πλήγμα για να ενθαρρύνει τους φτωχούς αγρότες να φυτέψουν φιστίκια, μια θρεπτική και ανθεκτική (στο κρύο) καλλιέργεια. Πολλοί αγρότες πράγματι ακολούθησαν την συμβουλή του αλλά σύντομα η απόφασή τους αποτέλεσε σε υπεραφθονία φιστικιών. Παρόλο που το φύτεμα φιστικιών είχε το πλεονέκτημα να αποσπάσει τους μικρούς αγρότες από τα χέρια του King Cotton, ακόμα χρειάζονταν a cash crop.

Ο Carver απάντησε στο πρόβλημα αναπτύσσοντας σχεδόν 300 προϊόντα για το φιστίκι και πάνω από 100 για την γλυκοπατάτα. Πολλά ήταν τρόφιμα προϊόντα τέτοια όπως φυστικόγαλα, το οποίο ιεραποστολείς το πήραν μεταγενέστερα στην Αφρική και το χρησιμοποίησαν για να σώσουν παιδιά σε μέρη όπου τα βοοειδή δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Ο Carver επίσης ανάπτυξε τα βιομηχανικά και αφυδατωμένα προϊόντα τα οποία ήταν δεκαετίες πριν την ώρα τους, και οι επινοήσεις του βοήθησαν να διασφαλιστεί η βάση για την βιομηχανία φιστικιών του νότου.

Επίσης κατέθεσε στο Κογκρέσο να βοηθήσει στην προστασία της δημιουργούμενης βιομηχανίας φιστικιού, από έναν άγνωστο εισβολέα με χαμηλού κόστους ασιατικά φιστίκια, να κατακλύσουν την αγορά. Η φήμη του έφτασε σε κρατικά επίπεδα και δέχτηκε πολλές προσφορές για υψηλόμισθες ερευνητικές θέσεις. Ο Thomas Edison, για παράδειγμα, προσέφερε στον Carver 100.000 δολάρια για να έλθει στο Dearborn ή ακόμα και να πάει τόσο μακριά ώστε να φτιάξει γι’αυτόν ένα εργαστήριο.

Ως μια φιγούρα ιδιοφυίας, ο Carver, έγινε ένας θρύλος για την εποχή του. Διατήρησε μια προσωπικότητα αγίου, φορώντας το ίδιο παλτό για σχεδόν 30 χρόνια και αφήνοντας επιταγές στο δωμάτιό του ή δίνοντάς τις σε μαθητές που τις χρειάζονταν. Αποτέλεσε μικρογραφία του ταπεινόφρονα νέγρου που οι λευκοί ρατσιστές βρήκαν συμπαθητικό. Έδωσε πολλές ομιλίες εμπρός στους νότιους μεγαλοβιομήχανους, ακόμη κι όταν μερικές φορές δεν του επιτρεπόταν να τρωει μαζί τους ή έπρεπε να εισέλθει μέσα από τα καταλύματα των σερβιτόρων. Έβλεπε τον εαυτό του να θυσιάζει την αξιοπρέπειά του με το στόχο να βοηθά χτυπημένους από την φτώχεια αγρότες. Σε συζητήσεις των ερευνητικών μεθόδων του υποβίβασε την δουλειά του “Μιλώντας στα φυτά” και την επιστημονική του οξυδέρκεια απλά, ως δουλειά του Θεού. (Ωστόσο, όπως οι μαθητές είχαν να ανακαλύψουν, ήταν πραγματικά ένας πολύ σχολαστικός μεθοδολόγος, πράγμα το οποίο τονίζει την άποψη που έκανα παραπάνω σχετικά με τους κινδύνους of essentializing τις γυναίκες και, σ’αυτήν την περίπτωση, τους Αφρικανοαμερικάνους καθώς πάντοτε συνεργάζονταν με διαφορετικές μεθόδους.)

Μολονότι επιτυχημένος σαν ένα μοντέλο για τους Αφρικανοαμερικάνους οι οποίοι έπρεπε να μάχονται τις ρατσιστικές αντιλήψεις σχετικά με την έλλειψη νοημοσύνης ή ανικανότητας για έρευνα, σαν μία πολιτική φιγούρα ο Carver ήταν μια αποτυχία. Απέτυχε να μιλήσει καθαρά και ξάστερα σε θέματα για τα πολιτικά δικαιώματα και να γίνει ο Frederick Douglass της Αφρικανοαμερικανικής επιστήμης. Ωστόσο, πέτυχε στο να βοηθήσει να ανοίξει η πόρτα για μια εναλλακτική λύση στο King Cotton. Σχετικά με αυτό δεν ήταν απλώς άλλος ένας λαμπρός επιστήμονας ο οποίος έτυχε να είναι Αφρικανοαμερικανός, ο Carver μετέδωσε την επιστήμη του με τις κοινωνικές του ανησυχίες και έχτισε μια Αφρικανοαμερικανική επιστήμη. Έστησε το ένα είδωλο έναντι του άλλου -το φιστίκι (και την γλυκοπατάτα) έναντι στο βαμβάκι - και ενίσχυσε μια εναλλακτική επιστήμη και τεχνολογία που θα μπορούσε να ωφελήσει εκείνους που καλλιεργούσαν τα εναλλακτικά φυτά.

Επίσης χειρίστηκε το σύστημα με όλες του τις δυνάμεις για τους δικούς του στόχους να αναπλάσει μια νέα γεωργική επιστήμη και μια νέα νότια κοινωνία. Φυσικά, η κοινωνιολογία του και τα πολιτικά του ήταν απλοϊκά, και μεγάλα, οι λευκοί πρωτευουσιάνοι οικειοποιήθηκαν την έρευνά του ενώ οι λευκοί πολιτικοί σφετερίστηκαν τη φήμη του. Προς παράφραση του Karl Marx, οι άντρες και οι γυναίκες φτιάχνουν την δική τους ιστορία αλλά όχι ακριβώς όπως θα επιθυμούσαν. Παρόλα αυτά, ο Carver δίνει ένα παράδειγμα -ακόμη και αν επιμέρους αποτυχία- των επιπέδων στα οποία κάποιος μπορεί να πάρει την ιδέα της ανασυγκρότησης του περιεχομένου.

ΕΘΝΙΚΕΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΕΙΣ

Οι επιστήμονες σε διαφορετικές χώρες μετέχουν επίσης στην ανασυγκρότηση των επιστημονικών παραδόσεων καθώς τις λαμβάνουν από άλλες χώρες. Για παράδειγμα, στην Ψυχαναλυτική Πολιτική η STS ερευνήτρια Sherry Turkle σύγκρινε την αποδοχή και επανεξέταση της ψυχανάλυσης στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες κοινωνικές συνθήκες θέτουν το βάθρο για την πρώιμη αποδοχή της ψυχανάλυσης, αλλά η αποδοχή που ο Freud περιέγραψε σαν υπερβολικά ενθουσιώδη εκτέλεσε με αυτό μια πρωταρχική επανεξέταση όπου επαναπροσάρμοσε την ψυχανάλυση σε ένα μήνυμα ελπίδας σε μια κουλτούρα ρεαλιστικής αυτοπραγμάτωσης. Οι Αμερικάνοι απορρίπτουν αρκετή από την κριτική και ιστορική πλευρά της ψυχανάλυσης και αντ’αυτού ανασχημάτισαν την ψυχανάλυση κατά ένα πιο ιατρικό τρόπο ο οποίος προσανατολίστηκε προς την ρεαλιστική διέξοδο θεραπείας.

Σε αντίθεση, στη Γαλλία ήταν μια υπάρχουσα ερευνητική παράδοση της λειτουργικής ψυχολογίας συνδυασμένη με το έργο του Pierre Janet, έτσι ο Freud, ο οποίος νωρίς στην καριέρα του είχε σπουδάσει στην Γαλλία, φάνηκε σαν λιγότερο πρωτότυπος ή ακόμα δευτερογενής. Το ψυχιατρικό και ιατρικό προσωπικό εκεί απέρριψε την ψυχανάλυση, η οποία παρέμεινε ευρέως περιορισμένη στους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες και τους συγγραφείς. Ήταν μόνο μετά τα πολιτικά γεγονότα του Μάη του 1968 όπου η ψυχανάλυση άρχισε να πετυχαίνει την θέση υπεροχής στην Γαλλική κουλτούρα η οποία απορροφούσε την Αμερικανική κουλτούρα. Ακριβώς όπως οι Αμερικάνοι είχαν μετασχηματίσει την ψυχανάλυση, έτσι και οι Γάλλοι ξαναέγραψαν την Αυστριακή επιστήμη. Υπό την ηγεσία του Jacques Lacan, το “French Freud” έγινε μια νέα επιστήμη η οποία ήταν σε πολλές περιπτώσεις το αντίθετο της ψυχανάλυσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τα λόγια της Turkle,

Το Lacanian πρότυπο είναι κατασκευαστικό, τονίζοντας ιδιαίτερα τους προσωπικούς περιορισμούς απ’ότι τις ελευθερίες του, είναι ποιητικό, γλωσσολογικό και θεωρητικό απ’ότι ρεαλιστικό, και τείνει να διευρυνθεί σε πολιτική συνδιάλεξη το οποίο προξενεί ερωτήσεις πέρα από την ψυχανάλυση. (50)

Με λίγα λόγια, δοθέντος ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες η ψυχανάλυση έγινε μέρος της ιατρικής και ο Freud για μεγάλο χρονικό διάστημα συνυφαινόταν μεταξύ σεξιστικής και ετεροσεξιστικής πολιτική, στην Γαλλία η ψυχανάλυση συσχετίστηκε με τον αριστερό και το Γαλλικό φεμινισμό.

Κάποιος θα μπορούσε να απαντήσει σε αυτούς τους διαπληκτισμούς ως ακολούθως: Εντάξει, ακόμη και εάν οι ανθρώπινες επιστήμες αναδημιουργούνται καθώς περνούν δίπλα από τις κουλτούρες, το ίδιο σίγουρα δεν μπορεί να λεχθεί για τις φυσικές επιστήμες. Στην πραγματικότητα, υπάρχει αυξανόμενη ένδειξη για την ύπαρξη των ανασχηματισμών στις φυσικές επιστήμες επίσης. Για παράδειγμα, στο BEAMTIMES AND LIFETIMES η ανθρωπολόγος Sharon Traweek έχει δείξει ότι το Γιαπωνέζικο πηγαίο σύστημα διασφαλίζει τους φυσικούς με μεγάλες αρχικά προγραμματισμένες δαπάνες αλλά λίγα μετέπειτα αποθέματα(1988: 46-83). Επί προσθέτως, το σύστημα των διαγωνισμών στην Ιαπωνία έχει παρακωλύσει το σχηματισμό μόνιμου προσωπικού από πεπειραμένους , υψηλά εκπαιδευμένους τεχνικούς. Σαν αποτέλεσμα, όταν οι Γιαπωνέζοι φυσικοί αξιοποίησαν τα δικά τους μηχανήματα για τις μετρήσεις μορίων υψηλής ενέργειας, διάλεξαν για ασφάλεια, ανθεκτικούς ανιχνευτές οι οποίοι κατασκευάστηκαν με την καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία. Σε αντίθεση, τουλάχιστον ένας Αμερικανικός ανιχνευτής - εκείνος των ασσύμετρων δακτυλίων ποζιτρονίου ηλεκτρονίου του Stanford - είναι σε πολλές περιπτώσεις το αντίθετο του Γιαπωνέζικου στυλ, ο Αμερικανικός ανιχνευτής κατασκευάστηκε με μια ανοιχτή αρχιτεκτονική όπου επέτρεπε στους φυσικούς να ανασκευάσουν το μηχάνημα. Ενώ αντιθέτως το Γιαπωνέζικο μηχάνημα κατασκευάστηκε για ακρίβεια προς όφελος νέων δεδομένων, ο Αμερικανικός ανιχνευτής σχεδιάστηκε να είναι ικανός για μία πλατιά κλίμακα απροσδόκητων μορίων.

Κάποιος μπορεί ακόμα να αποδείξει ότι το περιεχόμενο των θεωριών των φυσικών, περισσότερο από το στυλ των ανιχνευτών, είναι περισσότερο ή λιγότερο το ίδιο στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Απ’τη μία πλευρά το επιχείρημα είναι σχεδόν ταυτολογικό, γιατί εξ’ορισμού επιστήμη είναι ένα κοινωνικό μηχάνημα για παραγωγή γνώσης η οποία μπορεί να γίνει αποδεκτή έναντι διαφορετικών κουλτουρών. Καθώς οι επιστημονικές κοινότητες μετακινούνται απο τα τοπικά ερευνητικά σχολεία και τα ακριτικά μέρη της χώρας στα διεθνή δίκτυα με διεθνείς συναντήσεις, ιδέες και θεωρίες ρέουν γρήγορα απο μέρος σε μέρος και οι επιστήμονες ζουν όλο και περισσότερο σε διεθνικές πειθαρχικές κοινωνίες. Παρ’όλα αυτά, μερικές μελέτες τώρα δείχνουν πώς το περιεχόμενο των θεωριών είναι κατά καιρούς ανασχηματισμένο σε διαφορετικές εθνικές κουλτούρες, ακόμη και στις φυσικές επιστήμες. Για παράδειγμα, στο δοκίμιό του “The Biopolitics of a Multicultural Field.” η Haraway πραγματεύεται μερικούς τρόπους στους οποίους η μελέτη πρωτεύοντων θηλαστικών έχει επανεξεταστεί σε Ασιατικό περιβάλλον (1989:244-75). Οι δυτικοί φροντίζουν να ενεργούν απο την άποψη μιας απότομης διαίρεσης ανάμεσα στη φύση και την κουλτούρα, και προσδιορίζουν πρωτεύοντα θηλαστικά σε μια φύση που φαίνεται άγρια. Σε αντίθεση, οι Γιαπωνέζοι φροντίζουν να βλέπουν τη φύση ως κάτι που καλλιεργείται από τα ανθρώπινα χέρια (όπως είναι οι Γιαπωνέζικοι κήποι), και φροντίζουν να βλέπουν τη σχέση ζώου/ανθρώπου περισσότερο από την άποψη μιας οικογένειας μεταφορικά στην οποία τα ζώα είναι τα νεώτερα αμφιθαλή αδέλφια των ανθρώπων. Εκείνες οι διαφορετικές υποθέσεις εκφράστηκαν παίζοντας σε διαφορετικούς σχηματισμούς μεθόδων για τη μελέτη των θηλαστικών. Για παράδειγμα, οι Γιαπωνέζοι μελετητές θηλαστικών έτειναν να ταΐζουν τα πρωτεύοντα θηλαστικά , μια διαδικασία που έκανε ευκολότερο να παρατηρούν τα ζώα. Σε αντίθεση, οι δυτικοί συχνά απέρριπταν την τροφοδότηση προς χάρη μεθόδων οι οποίες θα είχαν λιγότερη τύχη στο να επιφέρουν αναστάτωση στην συμπεριφορά των ζώων στη φυσική τους κατάσταση. Επί προσθέτως, οι Γιαπωνέζοι επίσης φροντίζουν να τονίζουν μια εμπαθή μέθοδο η οποία έδωσε έμφαση στα πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά των μαϊμούδων λαμβάνοντάς τις ως άτομα και μέλη κοινωνικών ομάδων.

Στο θεωρητικό επίπεδο οι Γιαπωνέζοι μελετητές θηλαστικών ανάπτυξαν επίσης εναλλακτικές στη δυτική μελέτη των θηλαστικών αναφέροντας ότι οι Γιαπωνέζοι macaques ήταν οργανωμένοι ως matrilineal κοινωνία και τονίζοντας - πολύ πριν φεμινιστικές αναθεωρήσεις εμφανιστούν στη Δύση- τη σημασία από τις σχέσεις των αρσενικών στις ιεραρχίες των θηλυκών. Παρόλο που η Γιαπωνέζικη κοινωνία είναι υψηλά πατριαρχική, οι άντρες είναι επίσης πιο πρόθυμοι να αναγνωρίσουν τη σημασία της μητρότητας και σχέση μητέρας- γιου στην καθημερινή ζωή καθώς οι θηλυκές deities και οι shamans στην θρησκεία Shinto. Για μια ακόμη φορά το γενικό πλαίσιο της κουλτούρας περιέχει τις συνθήκες πιθανότητας για αξιοποίηση εναλλακτικών θεωριών.

Η Haraway επίσης αναλύει πως η Ινδία αναπαριστά ακόμα μια πιθανότητα. Στην Ινδία οι μαϊμούδες ανήκουν σε κάτι ιερό υπερφυσικό απο ότι σε μία καλλιεργούμενη φύση, όπως στην Ιαπωνία, ή σε μια άγρια φύση, όπως στη Δύση. Ένας απο τους θεούς στον Ινδουισμό είναι η μαϊμού Hanuman, η οποία απεικονίζεται να σώζει μια ανθρώπινη θεότητα. Και στις δύο θρησκευτικές ιστορίες και στην καθημερινή ζωή οι μαϊμούδες απεικονίζονται να αλληλεπιδρούνται με τους ανθρώπους. Το κουλτουριάρικο νόημα και οι κοινωνικές σχέσεις με τις μαϊμούδες στην Ινδία σχηματίζουν το φόντο στην απαγόρευση της Ινδικής κυβέρνησης για εξαγωγές μαϊμούδων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η απαγόρευση εμφανίστηκε όταν οι Ινδοί ανακάλυψαν ότι η Αμερικανική κυβέρνηση εξέθετε χιλιάδες μαϊμούδες σε πειράματα μα ακτινοβολία για να κατανοήσουν καλύτερα πώς θα λειτουργήσουν οι άνθρωποι σε κάποιο γεγονός πυρηνικού πολέμου. Επί προσθέτως, οι Ινδοί ιεράρχες

έχουν πραγματώσει σπουδές στην αλληλεπίδραση μαϊμούδων και ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου μια έρευνα που τεκμηρίωνε την εξασθένηση των πληθυσμών της μαϊμούς. Αντιθέτως με τους δυτικούς που έχουν εστιάσει στη μελέτη των πρωτευόντων θηλαστικών μέσα στην αρχική τους φυσική κατάσταση, οι Ινδοί ιεράρχες έχουν προσεγγίσει το βάθος της κουλτούρας τους, το οποίο συσχέτισε τις μαϊμούδες περισσότερο σε σχέση με τους ανθρώπους για να αναπτύξει μια διαφορετική έμφαση στην ιεραρχική έρευνα.

Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν πόσο εύκολα οι σχέσεις εθνικών διαφορών και εθνικού στυλ γλιστράνε σε δημοσιεύσεις οι οποίες χρωματίζονται απο νεοαποικιοκρατίες και διεθνείς πολιτικές. Οι Ινδικές και Αμερικανικές θεωρίες είναι διαφορετικές, αλλά οι διαφορές μπορούν να εκφραστούν σε ένα παιχνίδι ισχύος στο οποίο η μια μεριά μπορεί να προσπαθεί να σταματήσει την άλλη πλευρά απο την καταδίωξη της επιστήμης μέσα από την ρίζα.

Οι πιο εύπορες χώρες μπορούν να χρηματοδοτούν έρευνες στον τρίτο κόσμο οι οποίες ταιριάζουν στις ιδέες τους και οι χώρες του τρίτου κόσμου μπορούν να σταματούν την προσέγγιση για τους ερευνητές από εύπορες χώρες. Σ’αυτό το πλαίσιο είναι εύκολο για πνευματικές και θεωρητικές διαφορές να ολισθήσουμε γρήγορα σε κατηγορίες ιμπεριαλισμού ή εθνικού σωβινισμού.

Συμπέρασμα: Τεχνοτοτεμισμός ανακατασκευή και δύναμη

Έχω δει τη μεταφορά του τοτεμισμού για ένα τύπο ανάλυσης που αποκαλύπτει την κουλτουριάρικη και πολιτική διαφορά όπου πρωτύτερα μόνον η τεχνική διαφορά ήταν εμφανής. Αυτή η ανάλυση δεν ψάχνει να εξηγήσει την τεχνική διαφορά από την κοινωνική διαφορά, αντιθέτως, δείχνει πώς τα δύο συνυφαίνονται ή συναποτελούνται. Διαφορές στον ένα τομέα, τον τεχνικό, γίνονται σημαντικές επειδή είναι μεταφράσιμες σε διαφορές σε άλλον τομέα, τον κοινωνικό, και αντίστροφα. Άλλωστε, έχω συμφωνήσει χάριν συντομίας ότι επισημαίνει τις διαδικασίες κατά τις οποίες το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης και τεχνολογικών σχεδιασμών ανασυγκροτείται απο τη σκοπιά ομάδων οι οποίες ιστορικά δεν είχαν την ίδια πρόσβαση στα μέσα της τεχνοεπιστημονικής παραγωγής όπως έχουν στην ανώτερη και μεσαία τάξη, μορφωμένοι άντρες Ευρωπαϊκής καταγωγής. Στην πορεία η ανάλυση μπορεί να καταδείξει εναλλακτικές λύσεις και επιλογές όπου πρωτύτερα μόνο μια πιθανότητα μπορεί να είχε διοραθεί. Η κουλτουρο-πολιτική ανάλυση επίσης μαρτυρά το τι παίζεται: ποιος είναι συνδεδεμένος με ποια πλευρά μιας τεχνικής επιλογής ή συζήτησης. Ωστόσο η ιστορία αρχίζει μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις.

Να σχεδιάσουμε τομείς κοινωνικής και τεχνικής διαφοράς είναι μόνον ένα πρώτο βήμα για να αναλύσουμε πώς εκείνες οι διαφορές ενσωματώνονται σε αγώνες εξουσίας πέρα απο τους οποίους η θεωρία ή επινόηση θεωρείται περισσότερο αληθής ή περισσότερο επιτυχής. Στο STS μια ισχυρή προσέγγιση για την ανάλυση αυτών των αγώνων εξουσίας είναι το έργο των Bruno Latour, Michel Callon, και των συνεργατών τους. Η προσέγγισή τους, μερικές φορές αναφέρεται ως δίκτυο ηθοποιών θεωρία, εξετάζει το αποτέλεσμα των επιστημονικών και τεχνικών ανταγωνισμών ως εκτενώς καθορισμένα απο μια ικανότητα να κάνει τους άλλους να ακολουθήσουν μια έκδοση αυτού που υπολογίζεται ως το “αληθές” ή “επιτυχές”. Επιστήμονες και μηχανικοί - οι πρωταγωνιστές- χτίζουν ετερογενή δίκτυα συνεργατών, οπαδών, μηχανημάτων, εκδόσεων, οργανώσεων και ούτω καθεξής να κάνουν τις θεωρίες και επινοήσεις τους επιτυχείς και ακαταμάχητες. Καθώς εκείνα τα δίκτυα εξαπλώνονται, τα περιστατικά γίνονται πιο πραγματικά και οι τεχνολογίες γίνονται πιο επιτυχείς. Με άλλα λόγια, η αλήθεια και η επιτυχία είναι κοινωνικά διαπραγματεύσιμες. Οι επιστήμονες, όπως οι επιχειρηματίες, χρειάζεται να πείθουν τους άλλους ανθρώπους να στηρίζουν τη δουλειά τους.

Η προσέγγιση του να εξετάζουμε την επιστήμη και την τεχνολογία ως μια ενεργή δομική πορεία είναι ένας πολύ ισχυρός τρόπος για διαλεύκανση ερωτήσεων του πώς ευρέως παραδεκτές γνώσεις και τεχνολογίες ήρθαν για να γίνουν δεκτές. Εν τούτοις, οι περιπτωσιολογικές μελέτες του τεχνοτοτεμισμού -ιδιαίτερα εκείνες που συσχετίζονται με την τάξη, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τον αγώνα, τη φυλετικότητα και την εθνικότητα -δείχνουν ότι από μόνη της η ιδέα της ανάπτυξης και του συναγωνισμού των δικτύων ηθοποιών απέχει από την ολοκλήρωση. Οι πρωταγωνιστές έρχονται στα δίκτυά τους με ιστορίες και εκείνες οι ιστορίες ενσωματώνονται σε απο παλιά υπάρχουσες κοινωνικές δομές οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την πατριαρχεία, ρατσισμό, αποικιοκρατία και ταξική εξουσία. Για παράδειγμα, καθώς η ιστορικός Donna Haraway δείχνει, εκείνοι οι μελετητές θηλαστικών οι οποίοι επιθυμούσαν να παλέψουν τους υποστηρικτές της θεωρίας άντρας-ο-κυνηγός ήταν γενικά γυναίκες οι οποίες προσπαθούσαν να κερδίσουν μια θέση για τον εαυτό τους και την δουλειά τους στην πατριαρχική ακαδημία και κοινωνία. Είναι δυνατό να περιγράψουμε τις θεωρίες αυτών καθώς κυλούν εξαιτίας των εναλλακτικών δικτύων που κατασκευάζουν, αλλά μια θεωρία τεχνοεπιστημονικής ανασκευής θα χρειαζόταν ακόμη να απευθύνει το κρίσιμο σημείο του πώς το πεδίο δράσης για τα δίκτυα ηθοποιών είναι μακριά από επίπεδα. Εκείνοι οι οποίοι ελέγχουν τα δίκτυα της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν είναι οι κατάλληλοι να αφήσουν να εισέλθουν θεωρίες και επινοήσεις επινοημένες από εκείνους οι οποίοι δεν τα ελέγχουν. Εάν τα ελέγχουν, είναι κατάλληλοι να πράξουν έτσι μόνο με μικρότερες τροποποιήσεις. Για παράδειγμα η Ford Probe μετά βίας θέτει κάποια από τις βαθύτερες δομές της πατριαρχίας ή άλλων μορφών εξουσίας σε συζήτηση. Εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν πιο σοβαρές εναλλακτικές-δημόσια μεταφορά ή (στην περίπτωση του King Cotton) κτηματική μεταρρύθμιση- συχνά υποφέρουν από τους μηχανισμούς οριοθέτησης.

Οι πρωταγωνιστές έρχονται στα δίκτυα μέσα στις κουλτούρες που τους τροφοδοτούν με προκαταλήψεις σχετικά με ανάλογες μορφές γνώσης, μεθοδολογία και μηχανήματα. Έτσι παρ’όλο που ένα δίκτυο ηθοποιών ανάλυση φέρνει στο STS το χρήσιμο διορθωτικό που δείχνει ένα τρόπο στον οποίο η δομική αλλαγή είναι εφικτή, συζητήσεις των δικτύων ηθοποιών πρέπει να μορφοποιηθούν από μία ανάλυση κουλτούρας και ισχύος. Η διαμόρφωση μπορεί να δείξει πώς επιτυχημένοι τεχνοεπιστημονικοί μεταρρυθμιστές-εκείνοι οι οποίοι κατασκευάζουν νέα αυτοκίνητα ή ξαναφτιάχνουν το φιστικί- μπορούν επίσης να τερματίσουν να αναπαράγουν τις δομές που αμφισβητούν. Η διαμόρφωση μπορεί επίσης να προβάλλει τις λειτουργίες αυτού που ο STS ερευνητής Brian Martin έχει ονομάσει “πνευματική καταστολή”(1986). Εκ περιτροπής, αφού έχει αναγνωρισθεί ότι οι κανόνες του παιχνιδιού είναι στημένοι, μπορεί κανείς να ερευνήσει αυτό που έχω ονομάσει “στρατηγικές έντεχνης αποφυγής”, το οποίο είναι, επιτυχείς τρόποι για ανασκευή της επιστήμης και της τεχνολογίας που επίσης είναι γνώστες των δομών της κουλτούρας και της εξουσίας στις οποίες κάποιος είναι εγκατεστημένος.



Σχόλια: Η πολιτιστική κατασκευή της επιστήμης και της τεχνολογίας

Η συζήτησή μου για τον τεχνοτοτεμισμό ακολουθεί την μακρά κοινωνιολογική παράδοση που φράζεται από το Durkheim ([1915]1865) και τους Durkheim και Mauss (1963). Στην STS λογοτεχνία αυτή η παράδοση έχει εξεταστεί (π.χ. Bloor 1982,Shapin 1979) όπως και κριθεί (Latour 1990). Μια μεγάλη κριτική των συμβατικών χρήσεων της κοινωνικής θεωρίας των Purkeim / Mauss είναι ότι θεωρεί ως δεδομένο τις κοινωνικές κατηγορίες και βλέπει τις φυσικές κατηγορίες ως μια προβολή των κοινωνικών κατηγοριών πάνω σε ένα φυσικό κόσμο, με τις κοινωνικές κατηγορίες ως την αιτία και τις φυσικές κατηγορίες ως την συνέπεια. Άλλες εκδοχές θεωρούν δεδομένες τις φυσικές ή κοινωνικές κατηγορίες και βλέπουν το πρόβλημα ως ένα πρόβλημα χάραξης των δύο πάνω στο καθένα. Ο Latour υποστηρίζει αντίθετα μια προοπτική που βλέπει και τις κοινωνικές και φυσικές κατηγορίες ως συναποτελούμενες. Είμαι υπέρ και αυτής της άποψης και θα υποστήριζα ότι μια παρόμοια άποψη βρίσκεται στην ερμηνεία του τοτεμισμού η οποία διατυπώθηκε από τον Levi-Strauss (1963b). Ακριβώς όπως ο γλωσσολόγος Ferdinard de Saussure υποστήριζε ότι ο ήχος και η έννοια είναι συναποτελούμενες στο σύμβολο (ή σημάδι/ εκφραστής σε μεταδοτικές αναγνώσεις), έτσι η κοινωνία και η φύση είναι συναποτελούμενες στο τοτέμ.

Σε επίσημους όρους, το Υ1 είναι στο Υ2 όπως το Χ1 στο Χ2, όπου Υ1 και Υ2 είναι διακρίσεις σε φυσικό κώδικα και Χ1 και Χ2 είναι διακρίσεις στον κοινωνικό κώδικα. Σαφώς, πολλαπλές κατηγορίες και κώδικες έχουν ισχύ σε ιστορικά υποθέσεων. Παρόλο που ο Levi-Strauss είναι πιθανόν πλησιέστερα συνδεδεμένος με φόρμουλες αυτού του τύπου, η γενική μέθοδος ερμηνείας διανοητικών διαχωρισμών με την επίδειξη του πώς αυτοί σχεδιάζουν πάνω σε κοινωνικούς διαχωρισμούς δεν περιορίζεται σε κανένα σχολείο εντός της πολιτιστικής ανθρωπολογίας , κοινωνιολογίας, φιλολογικοπολιτιστικές σπουδές ή ιστορία. Ούτε θα έπρεπε η μέθοδος να φανεί περιοριστική στην νεωτεριστική κοινωνική θεωρία. Αν και χρησιμοποίησα ένα νεωτεριστικό τρόπο παρουσίασης της πολιτιστικής εποικοδόμησης (μέσω μιας κλειστής φόρμουλας), κανείς δεν χρειάζεται να σκεφτεί τις τοτεμικές σχέσεις από την άποψη διακριτικών, επίσημων συστημάτων. Κανείς χρειάζεται μόνο να μελετήσει και να διαβάσει με προσοχή, τις προσεχτικά φυλαγμένες ετικέτες των τοτεμικών σχέσεων της τάξης, του γένους , της ιθαγένειας και της εθνικής κουλτούρας στην εργασία μιας μεταμοντέρνας “κριτικής” κουλτούρας όπως η Haraway για να κατανοήσει ότι η τοτεμική αρχή είναι υπερβατική της νεωτεριστικής / μεταμοντέρνας διαίρεσης. Επιπλέον κοίταξε την Διάκριση του Bourdiex (1984) για μια ανάπτυξη της ανάλυσης των τοτεμικών σχέσεων στο περιεχόμενο των καπιταλιστικών κοινωνιών.

Στην αλληλογραφία Darwin/ Marx, κοίταξε επίσης την Haraway (1974:122), και για μια σχετική συζήτηση του Δαρβινισμού και του Κοινωνικού Δαρβινισμού, δες τον Shapin και τον Barnes(1979). Μια συνηθισμένη αλλά εσφαλμένη άποψη είναι ότι ο Marx ήθελε να αφιερώσει την Pas Kapital στον Parwin Carrol και Feuer 1976). Το γράμμα που έχω παραθέσει προσφέρει μια καλύτερη αίσθηση της γνώμης του Marx.

Στο παράδειγμα των στατιστικών στη Βρετανία ,ο Mackenzie κάνει μια πιο πειστική επιχειρηματολογία για τις συνδέσεις μεταξύ τάξεων σε ένα κεφάλαιο που συγκρίνει τους βιομετρικούς με τους Μεντελικούς(Mackenzie 1983, κεφ.6). στο θέμα της κατηγορίας ,βλέπε τον Woolgav (1981a,1981b), Barnes (1981),Barnes και Mackenzie (1979), Mackenzie (1978,1981,1983: κεφάλαιο7), επίσης βλέπε Mackenzie (1984) και Yearly(1982). Μολονότι το παράδειγμά μου για τον τεχνοτοτεμισμό και την τάξη βασίζεται σε στατιστικές μετρήσεις, πολυάριθμα παραδείγματα είναι πιθανά. Ένα παράδειγμα είναι το “How the refrigerator Got it Hum” του Cowan που δείχνει πώς το ψυγείο με ηλεκτρική ενέργεια νίκησε το ψυγείο με απορρόφηση αερίου(1985a, βλέπε ακόμα 1983). Παρόλο που η τελευταία είχε πολυάριθμα τεχνικά προτερήματα , δεν ευθυγραμμίζεται με τα μεγάλα σωματεία και τις αναπτυσσόμενες

Ηλεκτρικές και ηλεκτρικών μηχανημάτων βιομηχανίες. Για τη διατύπωση των κοινωνικών σχημάτων/ κοινωνικών αποτελεσμάτων σαν “χωρίς ραφή ιστό”,δες τους Bijker και Law(1992).

Για τον Ernest Everett Just, δες Gilbert(1988,1991) και για τη βιογραφία του, Manning(1983). Ο Manning (1983:263) υποστήριζε ότι ο Just χρησιμοποιούσε το κύτταρο σαν μοντέλο στο οποίο μπορεί κάποιος να ψάξει τις “ρίζες της ανδρικής συμπεριφοράς”. Ο Gilbert (1988)επίσης αντιτίθεται με τον Just για τις συγκρίσεις του, Richard Goldschmidt. Ο Just τελικά πήγε στην Ευρώπη εξαιτίας της κοινωνικής διάκρισης που αντιμετώπισε στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, όπως ο Goldschmidt, ένας Γερμανός Εβραίος, που πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες αφότου οι Ναζί αύξησαν τη δύναμή τους. Όμως, η κυτταρική απεικόνιση του Goldschmidt τονίζει την σημαντικότητα των νουκλεοτιδίων και ο Gilbert υποστηρίζει ότι η άποψη του Goldschmidt ανταποκρίνεται στη θέση του σαν μέλος της πνευματικής Γερμανοεβραϊκής αριστοκρατίας(δες κεφάλαιο 5 για την συζήτησή μου για τους Μανδαρίνους και τους πραγματιστές βασισμένο στην έρευνα του Harwood). Άλλη κατεύθυνση της αντιπαράθεσης περιέχει τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ του McClintock και του Goldschmidt στη φύση των γονιδίων(Keller 1983). Στο δοκίμιο της ομάδας μελέτης Βιολογίας και Γενετικής(1989) επεκτείνεται η συζήτηση σε δύο άλλα μοντέλα σχέσεων νουκλεοτιδίων- κυτταροπλάσματος τα οποία IN TURN είναι δοκιμαστικώς προτεινόμενα να συσχετιστούν με τις πολιτιστικές διαφορές στις οικογενειακές δομές των επιστημόνων που παρήγαν τις θεωρίες τους. Δες Sapp (1987) για την ιστορία της έρευνας για την κυτταροπλασμική κληρονομιά.

Για άλλη μια φεμινιστική κριτική συμβατικών περιγραφών του DNA, που περιλαμβάνει μια καλή συζήτηση της περιθωριοποίησης του Franklin στο έπος του DNA, δες τον Hubbard (1990). Το απόσπασμα για την ιδέα των Watson και Crick από το μέρος ενός φεμινιστή είναι από το δοκίμιο Ομάδα Μελέτης Βιολογίας και Γεύσης (1989). Στον McClintock, δες τη βιογραφία από τον Keller (1983), που περιλαμβάνει το πασίγνωστο αλλά αμφιλεγόμενο κεφάλαιο που έχει τον τίτλο βιβλίου, Ένα αίσθημα για τον Οργανισμό. Το βιογραφικό κεφάλαιο του McGrayne στο McClintock (McGrayne 1993) περιλαμβάνει μια συζήτηση για την αντίδραση του γενετιστή στη βιογραφία από τον Keller. Δες επίσης τον Keller (1985, 1989 α) για περαιτέρω συζητήσεις του θέματος. Στο ζήτημα της θηλυκής/φεμινιστικής μεθόδου, δες την κριτική της ιδέας μιας παγκόσμιας φεμινιστικής μεθόδου από μια προοπτική SSK από τους Richards και Schuster (1989 a). με μια απάντηση από τον Keller (1989 b) και μια ανταπάντηση από τους Richards και Schuster (1989 b). Για το γενικό επιχείρημα ενάντια μιας απλής φεμινιστικής μεθοδολογίας, δες τα δοκίμια από τους Harding και Longino στην Tuana (1989). Για την επέκταση του επιχειρήματος σε άλλες υποεκπροσωπευόμενες ομάδες, δες τα συμπερασματικά τμήματα του “Βιο-πολιτική ενός πολυπολιτιστικού πεδίου” της Haraway (1989: κεφ.10). Δες επίσης για μια γενική αξιολόγηση της πλατιάς ποικιλίας μεθόδων έρευνας που χρησιμοποιούνται σε φεμινιστικές μελέτες.

Για επιπρόσθετες κριτικές και της έννοιας του γένους στη Βιολογία και την Ανθρωπολογία, δες ειδικά τα δοκίμια που έχουν συλλεχθεί στο Harding (1993), που περιλαμβάνει μια κάπως πιο μικρή έκδοση του δοκιμίου της Haraway “Βιο-πολιτική”. Για κριτικές μελετών εγκεφάλου και διαφορικής νοημοσύνης του δέκατου ένατου αιώνα, δες Gould (1981) και Lewontin, Rose και Kamin (1984: κεφ.6). Στις συζητήσεις εξέτασης νοημοσύνης, δες Gould (1981), Richardson (1990) και Snyderman και Rathman (1988). Για τον Turing και τη δίκη της ομοφυλοφιλίας, δες Hodges (1983)’ επίσης δες τον Caporael (1986) πάνω στον Turing και την νοημοσύνη. Πάνω στις ψυχιατρικές/νευρολογικές θεωρίες της κατωτερότητας των γυναικών, δες τους Braude (1989) και Brumberg (1988), ανάμεσα σε πολλές άλλες μελέτες. Μια άλλη εκδοχή της επερχόμενης βιολογικής δομής της κατωτερότητας συνεπάγεται την πιο πολύπλοκη έρευνα στην ημισφαιρική πλαγιοποίηση και γένος (Γένοβα 1989: Rosser 1992: 72-76). Επίσης, προσέξτε για προσεχή εργασία από τον Joe Dumit σε ανιχνεύσεις σε PET και διαφορά πολιτισμού (προσεχώς στους Downey, Dumit και Traweek ). Για μια πιο λεπτομερή σύγκριση επιστημονικών τεχνοτροπιών Γάλλων και Αγγλο-Σαξόνων, δες τους Nye (1993) και Duhem (1982: κεφ.4).

Σχετικά με την πρόχειρη κατασκευή και τη βελτιωμένη ποιότητα της χειρονακτικής εργασίας, δες στους Latour και Woolgar (1979) και Knorr-Cetina (1981). Όσον αφορά τους κοσμικούς πολιτισμούς που αναφέραμε στο κεφάλαιο 4, η πρόχειρη κατασκευή βρίσκεται κάπου μεταξύ της μοντέρνας και μεταμοντέρνας ανθρωπολογίας. Σαν μια νεωτεριστική αρχή η πρόχειρη κατασκευή συνεπάγεται την αντίληψη μιας αρμονικής διάταξης, αδιάλλακτων στοιχείων που περνούν από ένα ξεχωριστό σύστημα σε ένα άλλο, όπου αναδιοργανώνονται και αναρυθμίζονται σαν ένα νέο σύστημα (και συνεπώς αθροίζονται σε ένα νέο είδος ισορροπίας-ο νέος μύθος ανακατασκευής). Δίνοντας τις σχέσεις μεταξύ του όρου πρόχειρη κατασκευή και των νεωτεριστικών απόψεων των Levi-Strauss περί στρουκτουραλισμού, η πρόχειρη κατασκευή είναι πιθανό να αμφισβητηθεί από αυτούς που απλά ταυτίζονται με την μεταμοντέρνα θεωρίας. Ακόμη, θα εισηγούμουν ότι η πρόχειρη κατασκευή είναι επίσης μια μεταμοντέρνα κατηγορία, γι' αυτό αναμιγνύεται με όρια που καταπατούνται, με αποδιοργανώσεις ιδεών κλειστών και ασυνεχών συστημάτων, και εν τέλει (όπως στις θρυλικές μελέτες των Levi-Strauss) με απουσία τερματισμού. Κάποιος επίσης ίσως θεωρήσει την πρόχειρη κατασκευή σαν απόρριψη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Επιπλέον σε πασιφανείς περιπτώσεις όπως ομάδες ή έθνη που απορρίπτουν επιστήμες για θρησκευτικούς ή πολιτικούς λόγους (π. χ . οι Επιστήμoνες του Χρηστού, η πρώην Σοβιετική Ένωση), μια γνωστή περίπτωση είναι η απόρριψη των όπλων από τον Ιαπωνική Tokugawa (Perrin 1979). Όμως, η Ιαπωνική υπόθεση των όπλων είναι πολύπλοκη, και δεν την έχω χρησιμοποιήσει εδώ εξαιτίας αυτών που φαίνονται να είναι σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα (δες Totman 1980).

H αναφορά στην ανακατασκευή δεν εξετάζει την κλάση σαν μεταβλητή, γιατί σ' αυτή την περίπτωση αυτό το θέμα καλύπτεται στο κεφάλαιο 6 στη συζήτηση για ανακατασκευή από τούς εργάτες και από τις απειλούμενες τοπικές κοινωνίες. Δες Dickson (1984) και Sclove (1993) για μεθόδους στη λογοτεχνία, ειδικά ιδέες για δημοκρατικοποίηση της τεχνολογίας, της πολιτικής και της παραγωγής.

Η αναφορά στον άντρα-τον-κυνηγό και γυναίκα-την-συλλέκτρια προσεγγίζεται στην Haraway (1989: κεφ.7,8,11,14; 1991: κεφ. 2,5) και στον Lee (1984) στον χρήση θερμίδων του κυνηγού-συλλέκτη (δες επίσης Asquith 1981,1986). Για μια ιστορική μελέτη του γένους, του πολιτισμού, και της επιστήμης, δες Jordanova (1989). Για το Ford prode, δες το άρθρο του Vandermolen (1992). Για την γυναικεία προσέγγιση στο σχεδιασμό συστήματος, δες Benston (1989).

Σχετικά με την επαναδόμηση της μελέτης των θηλαστικών διαμέσου των πολιτισμών, δες ξανά το δοκίμιο “Βιο-Πολιτική” της Haraway (1989: καφ.10). Το κεφάλαιο θα είναι ο υποψήφιός μου για τον καλύτερο δρόμο μέσα στην εργασία αυτού του ιστορικού με επιρροή STS/ φεμινιστικών/πολιτιστικών μελετών.

Για περισσότερες πληροφορίες στον George Washington Carver, και για τις βιογραφικές πηγές που έχουν ληφθεί υπόψη σ’αυτόν τον τομέα, δες τους Elliott (1966), Holt (1943), Manber (1967), McMurray (1981), και Winston (1971). Για τη χρήση του φυστικογάλατος στην Αφρική, δες τον Manber (1967: 121). Οι βιογράφοι επίσης αναφέρουν τα γεγονότα που γράφτηκαν από τον Carver και είναι διαθέσιμα ως Ανακοινωθέντα, ο Σταθμός Πειράματος, αρ.1-44, Τασκένδη Normal and Industrial Institute, 1898-1943. Υπάρχουν λίγες πληροφορίες για τη δουλειά Αφρικάνων ή Αφρικανοαμερικάνων γυναικών επιστημόνων που θα μπορούσαν να συγκριθούν στο πολιτιστικά ριζωμένο σχέδιο του Carver. Δες τον Rosser (1992: 16-21) για ένα αρχικό σημείο σχετικά με τις Αφρικανοαμερικανές γυναίκες βιολόγους. Ίσως είναι το ότι η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, ή η έλλειψη έρευνας μπορεί να είναι το προϊόν του μεγάλης κλίμακας αποκλεισμού των Αφρικανών και Αφρικανοαμερικάνων γυναικών από την επιστημονική επιχείρηση. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες περιπτώσεις Αφρικανοαμερικανών γυναικών εφευρετών, που περιλαμβάνουν κάποιες εφευρέσεις στις περιοχές των καλλυντικών και οικιακής τεχνολογίας που είναι ριζωμένα στην εμπειρία των Αφρικανοαμερικανών γυναικών (δες τον Stanley 1983, 1993).

Στις θεωρίες του δικτύου ηθοποιών, ξανά δες τους Latour (1987) και Callon, Law και Rip (1986). Στη θεωρία του δικτύου ηθοποιών “πράγματα” όπως μηχανές, γεγονότα και οργανισμοί μπορούν να έχουν επιρροές στην ανάπτυξη των δικτύων σε τέτοια έκταση που τα πράγματα μπορεί ακόμα και να θεωρηθούν σαν να έχουν κάποιες κυριότητες παρόμοιες με τους ηθοποιούς. Οι θεωρητικές διαφορές στο STS ανάμεσα, ας πούμε, εθνομεθοδολόγους της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, που είναι σχετικά ατομικιστικοί και τους θεωρητικούς του δικτύου ηθοποιών της Γαλλίας, για τους οποίους θα υποστήριζα ότι είναι καρτεσιανοί και ολιστικοί, μου χτυπάει σαν παράδειγμα της αναπαραγωγής των πολιτιστικών τεχνοτροπιών Γάλλων και Αγγλοσαξόνων. Σε στρατηγικές ματαίωσης, δες τον Hess (1992 a).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου