Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ



Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ



[Εισαγωγή Βιβλίου]

Steven Shapin


Δεν υπήρξε κάτι σαν την επανάσταση της επιστήμης και αυτό είναι ένα βιβλίο περί αυτού. Πριν αρκετό καιρό, όταν ο κόσμος της ακαδημίας προσέφερε περισσότερη βεβαιότητα και περισσότερες ανέσεις, ιστορικοί ανακοίνωσαν την πραγματική ύπαρξη ενός συνοχικού, κατακλυσματικού και κρίσιμου γεγονότος που άλλαξε βασικά και ανέκκλητα αυτό που οι άνθρωποι ήξεραν για το φυσικό κόσμο και πώς ασφάλισαν την κατάλληλη γνώση αυτού του κόσμου. Ήταν η στιγμή στην οποία ο κόσμος είχε γίνει σύγχρονος, ήταν ένα Καλό Πράγμα, και συνέβη κάποια στιγμή κατά το τέλος του 16ου κι αρχές του 18ου αιώνα. Το 1943 ο γάλλος ιστορικός Alexandre Koyre γιόρτασε τις αντιληπτές αλλαγές στην καρδιά της επανάστασης της επιστήμης ως “την πιο απόκρυφη επανάσταση που έχει επιτευχθεί ή υποφέρει από τον ανθρώπινο νου”, από την ελληνική αρχαιότητα. Ήταν μια επανάσταση τόσο απόκρυφη που η κουλτούρα του ανθρώπου “για αιώνες δεν κατάλαβε την καρποφορία και το νόημά της που, ακόμα και τώρα, συχνά δεν καταλαβαίνεται, ούτε εκτιμείται”. Λίγα χρόνια αργότερα ο άγγλος ιστορικός Herbert Butterfield έκρινε ότι η επανάσταση της επιστήμης “επισκιάζει τα πάντα από τότε που ανυψώθηκε η χριστιανοσύνη και μειώνει την Αναγέννηση και Μεταρρύθμιση στην κατηγορία απλών επεισοδίων ….(είναι) η πραγματική καταγωγή του σύγχρονου κόσμου και της σύγχρονης νοοτροπίας”. Ήταν ωστόσο ερμηνευμένη ως αντιληπτή επανάσταση, μια βασική αναδιοργάνωση των τρόπων σκέψεών μας για το φυσικό. Από αυτή την άποψη, μια ιστορία για την επανάσταση της επιστήμης, μπορεί να ειπωθεί ανεπαρκές μέσα από μια αφήγηση ραγδαίων αλλαγών στις βασικές κατηγορίες σκέψης. Για τον Butterfield, οι πνευματικές αλλαγές που δημιουργούσαν την επανάσταση της επιστήμης σαν να “φοράει κανείς καινούργιο ζευγάρι γυαλιών”. Και για τον A. Rupert Hall δεν ήταν τίποτα παρά “μία εκ’ των προτέρων ερμηνεία των αντικειμένων επιστημονικής και φιλοσοφικής έρευνας”.

Αυτή η αντίληψη για την επανάσταση της επιστήμης είναι στολισμένη περίτεχνα με παράδοση. Λίγα ιστορικά περιστατικά παρουσιάζονται ως ουσιώδη ή πιο ανταπόδεικτα από ότι αξίζουν να μελετηθούν. Έχει ιδρυθεί ένα μέρος για τις αφηγήσεις της επανάστασης της επιστήμης στο γενναιόδωρο δυτικό κύκλο, και αυτό το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να γεμίσει αυτό το κενό οικονομικά και να προκαλέσει περισσότερη περιέργεια για τη δημιουργία πρόωρης σύγχρονης επιστήμης1.

Ωστόσο, όπως πολλές “παραδόσεις” του 20ου αιώνα, που περιείχαν την έννοια της επανάστασης της επιστήμης δεν είναι όσο παλιά νομίζουμε. Η φράση “επανάσταση της επιστήμης” μάλλον εφευρέθηκε από τον Alexandre Koyre το 1939, και πρωτοέγινε τίτλος βιβλίου στην επανάσταση της επιστήμης του A. Rupert Hall το 19542. Πριν από αυτόν τον καιρό δεν υπήρχε κανένα γεγονός να μελετηθεί στο γενναιόδωρο κύκλο, ούτε κανένα διακριτικό αντικείμενο ιστορικής αναζήτησης, καλούσε την επανάσταση της επιστήμης. Παρόλο που πολλοί εξασκητές του 17ου αιώνα εξέφρασαν την πρόθεση να επιφέρουν ραγδαία διανοητική αλλαγή, οι άνθρωποι που κάνουν την επανάσταση δεν χρησιμοποιούν τέτοια ορολογία σ’ αυτό που κάνουν.

Από την αρχαιότητα ως την πρόωρη σύγχρονη εποχή, μια “επανάσταση” επικαλέστηκε την ιδέα ενός περιοδικού επαναλαμβανόμενου κύκλου. Στην αστρονομία του Κοπέρνικου στα μέσα του 17ου αιώνα για παράδειγμα, οι πλανήτες ολοκληρώνουν τις επαναστάσεις τους γύρω από τον ήλιο, καθώς οι αναφορές σε πολιτικές επαναστάσεις χειρονομούν στις πτώσεις και ροές ή κύκλους -τροχός της τύχης- στις ανθρώπινες σχέσεις. Η ιδέα της επανάστασης ως μια ραγδαία και μη αντιστρέψιμη αναταξινόμηση ανεπτυγμένη μαζί με γραμμικά, αναπροσανατολιστικές αντιλήψεις χρόνου. Σ’ αυτή την καινούρια αντίληψη, η επανάσταση δεν ήταν επανάληψη αλλά το αντίθετο, η επαναφορά νέων γεγονότων που ο κόσμος δεν έχει ξαναζήσει και ίσως να μην ξαναζήσει ποτέ. Όχι μόνο αυτή η ιδέα της επανάστασης, αλλά και οι αρχές μιας επαναστατικής ιδέας στην επιστημονική ημερομηνία από τα συγγράμματα του 18ου αιώνα των γάλλων φιλοσόφων διαφωτιστών που τους άρεσε να απεικονίζουν τους εαυτούς τους και τους πειθαρχημένους τους, ως ραγδαίους ανατρεπτιστές του αρχαίου καθεστώτος κουλτούρας. (Μερικοί συγγραφείς του 17ου αιώνα στους οποίους αναφέρεται αυτό το βιβλίο, δεν επέφεραν καινούρια γεγονότα, αλλά ξαναποθήκευσαν ή έκαναν τα παλιά γεγονότα γνήσια.)

Η έννοια μιας επανάστασης ως εποχική και μη αναστρέψιμη αλλαγή, είναι πιθανόν, να είχε αρχικά υποβληθεί μ’ ένα συστηματικό τρόπο σε γεγονότα της επιστήμης κι αργότερα σε πολιτικά γεγονότα. Μ’ αυτό το σκεπτικό, οι πρώτοι επαναστάτες μπορεί να υπήρξαν επιστήμονες, και οι “Αμερικάνοι”, “Γάλλοι” και “Ρώσοι επαναστάτες” να είναι οι γεννήτορές τους.

Καθώς η αντίληψή μας για την επιστήμη το 17ο αιώνα έχει αλλάξει τα πρόσφατα χρόνια, κι έτσι οι ιστορικοί έχουν γίνει συνεχώς ανήσυχοι με την ιδέα της “επανάστασης της επιστήμης”. Ακόμα και η γνησιότητα της κάθε λέξης αυτής της φράσης έχει διαμφισβητηθεί. Πολλοί ιστορικοί δεν είναι πια ευχαριστημένοι με το γεγονός ότι υπήρξε κάποιο μεμονωμένο και διακριτικό γεγονός, τοποθετημένο σε χώρο και χρόνο, που μπορεί να ειπωθεί ως “επανάσταση της επιστήμης”. Τέτοιοι ιστορικοί απορρίπτουν ακόμα και την ιδέα ότι υπήρξε κάποια μεμονωμένη, συνοχική και κουλτουριάρικη οντότητα, ονομαζόμενη “επιστήμη” στο 17ο αιώνα που υφίσταται επαναστατική αλλαγή.

Υπήρξε μια διαφορετική παράταξη από πρακτικές κουλτούρες με σκοπό την κατανόηση, την εξήγηση και τον έλεγχο του φυσικού κόσμου, το καθένα με διαφορετικά χαρακτηριστικά και το καθένα να υφίσταται διάφορους τρόπους αλλαγών.

Είμαστε τώρα πιο αμφίβολοι για ισχυρισμούς που λένε ότι υπάρχει “μέθοδοι επιστήμης” -συνοχικές, παγκόσμιες και δραστικές διαδικασίες για να δημιουργηθεί η επιστημονική γνώση- κι ακόμα πιο σκεπτικοί για ιστορίες που εντοπίζουν την καταγωγή τους τον 17ο αιώνα, από την εποχή που ήρθε σ’ εμάς χωρίς προβληματισμό. Και πολλοί ιστορικοί τώρα δεν δέχονται ότι οι αλλαγές που σφηρηλίστικαν επιστημονικές πεποιθήσεις και πρακτικές κατά τον 17ο αιώνα ήταν τόσο “επαναστατικές”, όσο είχε ευρέως εικονογραφηθεί. Η συνέχεια της γνήσιας φιλοσοφίας του 17ου αιώνα με το αρχαίο παρελθόν τώρα συνεχώς υποστηρίζεται, καθώς οι “αργοπορημένες” επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα στη χημεία και βιολογία ακολούθησαν την ερμηνεία των ιστορικών για την γνήσια επανάσταση της επιστήμης.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ;

Υπάρχουν ακόμη άλλοι λόγοι που οι ιστορικοί είναι ανεπιεικείς με την κατηγορία της επανάστασης της επιστήμης καθώς συνέχεια ερμηνεύεται. Αρχικά, οι ιστορικοί τα τελευταία χρόνια έχουν δυσαρεστηθεί με τον παραδοσιακό τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ιδέες σαν να πλέουν ελεύθερα σε αντιληπτό διάστημα. Παρόλο που προηγούμενα γεγονότα περιέκλειαν την επανάσταση της επιστήμης με όρους αυτονόμων ιδεών ή ξεκάρφωτες νοοτροπίες, οι πιο σύγχρονες ερμηνείες έχουν επιμείνει στη σημασία τοποθέτησης ιδεών στο ευρύ κουλτουριάρικο και κοινωνικό περιεχόμενο. Τώρα ακούμε περισσότερο από ότι πριν για σχέσεις μεταξύ επιστημονικών αλλαγών του 17ου αιώνα και αλλαγές σε θρησκευτικά, πολιτικά και οικονομικά πρότυπα. Πιο θεμελιώδης, πολλοί ιστορικοί τώρα εύχονται να καταλάβουν συγκεκριμένες ανθρώπινες “πρακτικές” από τις οποίες δημιουργούνται ιδέες κι αντιλήψεις. Τι έκαναν οι άνθρωποι όταν έκαναν ή επιβεβαίωναν μια παρατήρηση, αποδείκνυαν ένα θεώρημα, ή εκτελούσαν κάποιο πείραμα; Μια αφήγηση επανάστασης της επιστήμης ως ιστορία αντιλήψεων που πλέουν ελεύθερα είναι ζωικά διαφορετική από μια ιστορία από πρακτικές δημιουργίας αντιλήψεων.

Τελικά, ιστορικοί ενδιαφέρονται για το “πρόσωπο” της επανάστασης της επιστήμης. Τι είδους ανθρώπων σφηρηλίστικαν τέτοιες αλλαγές; Πίστευαν όλοι όπως πίστευαν, ή μόνο μερικοί; Και αν μόνο μερικοί πήραν μέρος σ’ αυτές τις αλλαγές, με ποια έννοια μπορούμε να πούμε ότι η επανάσταση της επιστήμης κάνει μαζικές αλλαγές στο πως εμείς βλέπουμε τον κόσμο, όσο και η στιγμή που ο μοντερνισμός φτιάχτηκε για “μας”; Η πειθώ τέτοιων ερωτήσεων κάνει τα προβλήματα στο γραπτό λόγο να μην απεικονίζονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την επανάσταση της επιστήμης. Όταν απαντάμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις σημαίνει ότι χρειαζόμαστε μια αιτία αλλαγών στην πρόωρα μοντέρνα επιστήμη που είναι απαραίτητη για τις εποχές μας οι οποίες είναι με λιγότερη αυτοπεποίθηση, αλλά ίσως με περισσότερη πνευματική περιέργεια.

Εκτός από αυτές τις δικαιολογημένες αμφιβολίες κι αβεβαιότητες παραμένει μια έννοια μέσα στην οποία είναι πιθανόν να γράψουμε δικαιολογημένα και με καλή πίστη για την επανάσταση της επιστήμης. Υπάρχουν δύο πράγματα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας εδώ. Το πρώτο είναι ότι πολλές βασικές μορφές στο τέλος του 16ου και 17ου αιώνα ρωμαλέα εξέφρασαν τη δικιά τους άποψη ότι δηλαδή προτάθηκαν από αυτούς πολύ νέες και πολύ σημαντικές αλλαγές στη γνώση της φυσικής πραγματικότητας και στις πρακτικές από τις οποίες δικαιολογημένη γνώση θα ήταν ασφαλισμένη, εκτιμημένη και με επικοινωνία. Παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως “μοντέρνοι” σε αντίθεση με τους “αρχαίους” τρόπους σκέψης κι εφαρμογής. Η δική μας έννοια ετοιμασίας ραγδαίων αλλαγών ουσιαστικά προέρχεται από αυτούς (και εκείνοι που υπήρξαν αντικείμενα επιθέσεών τους), και δεν είναι απλά η δημιουργία ιστορικών στα μέσα του 20ου αιώνα. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο 17ος αιώνας παρίσταται σε κάποιες συνειδητές και μεγάλες προσπάθειες αλλαγών πεποιθήσεων, και τρόπους για να ασφαλιστούν πεποιθήσεις στο φυσικό κόσμο. Κι ένα βιβλίο για την επανάσταση της επιστήμης μπορεί δικαιολογημένα να πει μια ιστορία γι’ αυτές τις προσπάθειες, εάν πέτυχαν ή όχι, εάν αμφισβητήθηκαν ή όχι στην τοπική κουλτούρα κι εάν ήταν συνοχικά ή όχι.

Αλλά γιατί εμείς λέμε αυτές τις ιστορίες αντί για άλλες; Αν διάφορων λογιών ανθρώπων πίστευαν διαφορετικά πράγματα για τον κόσμο, πως παρουσιάζουμε τους δικούς μας χαρακτήρες και τις σχετικές πεποιθήσεις; Μερικοί “φυσικοί φιλόσοφοι” για παράδειγμα υπερασπίζουν λογική θεωρία, ενώ άλλοι έσπρωξαν ένα πρόγραμμα από σχετικά γεγονότα μη θεωρητικά και πειράματα3. Η μαθηματική φυσική ήταν για παράδειγμα μια διαφορετική πρακτική από τη βοτανολογία. Υπήρχαν πολλές διαφορετικές ερμηνείες για το πώς έπρεπε να κάνει κανείς αστρονομία και να πιστέψει όπως ένας αστρονόμος, οι σχέσεις μεταξύ “ορθών επιστημών” αστρονομίας και χημείας και “ψευδοεπιστημών” αστρολογίας κι αλχημείας ήταν έντονα προβληματικές κι ακόμα η κατηγορία της “φύσης” ως αντικείμενο έρευνας είχε κατανοηθεί με ραγδαίους διαφορετικούς τρόπους από διάφορους εξασκητές. Δεν μπορούμε να επιμείνουμε πολύ σ’ αυτό το σημείο. Οι εφαρμογές κουλτούρας κατατάχθηκαν στην κατηγορία της επανάστασης της επιστήμης -ωστόσο έχει ερμηνευτεί- δεν είναι συνεκτεταγμένα με πρόωρα μοντέρνα ή 17ου αιώνα επιστήμη. Ιστορικοί διαφωνούν για το ποιες πρακτικές υπήρξαν “κύριες” στην επανάσταση της επιστήμης και οι συμμετέχοντες διαφωνούσαν για το ποιες πρακτικές παράγουν γνήσια γνώση και ποιες ανασχηματίστηκαν θεμελιώδης.

Για ποιο θεμελιώδη κριτήριο επιλογής, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι “οι περισσότεροι άνθρωποι” -ακόμα και οι πιο μορφωμένοι- τον 17ο αιώνα δεν πίστευαν αυτά που πίστευαν οι ειδικοί επιστήμονες εξασκητές, και η έννοια με την οποία οι “άνθρωποι” σκέφτονταν για τον κόσμο που είχε επαναστήσει εκείνη τη στιγμή είναι αρκετά περιορισμένη. Δεν θα πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι μπορεί κάποιος να γράψει μια πειστική ιστορία ιδεών του 17ου αιώνα για τη φύση, χωρίς καν να αναφέρει την επανάσταση της επιστήμης παραδοσιακά ερμηνευμένη.

Η ιδέα της επανάστασης της επιστήμης, είναι μια έκφραση “δικού μας” ενδιαφέροντος για τους προγόνους μας, ενώ εμείς είμαστε επιστήμονες στα τέλη του 20ου αιώνα κι ότι πιστεύουμε μετράει ως αλήθεια για το φυσικό κόσμο. Κι αυτό το ενδιαφέρον παρέχει την δεύτερη νόμιμη δικαιολόγηση για να γράψουμε για την επανάσταση της επιστήμης.

Ιστορικοί της επιστήμης τώρα καταδικάζουν την ιστορία “τωρινής-καταγωγής” λέγοντας ότι παραμορφώνει τις σκέψεις μας για το πώς είναι το παρελθόν. Όμως δεν υπάρχει λόγος να μη γνωρίζουμε πως φτάσαμε από εκεί ως εδώ, ποιοι είναι οι πρόγονοί μας, και ποια είναι η καταγωγή που μας συνδέει στο παρελθόν. Με αυτή την έννοια μια ιστορία για την επανάσταση της επιστήμης το 17ο αιώνα μπορεί να είναι αιτία αυτών των αλλαγών που νομίζουμε ότι μας καθοδήγησαν -όχι άμεσα- σε συγκεκριμένες μορφές του παρόντος για τις οποίες ενδιαφερόμαστε. Το να κάνουμε το ίδιο είναι μια έκφραση του ίδιου ενδιαφέροντος για τις εξελίξεις του Δαρβίνου (για την καταγωγή των ανθρώπων) χωρίς να θεωρούμε ότι τέτοιες ιστορίες είναι αφηγήσεις με επάρκεια για το πώς ήταν η ζωή πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι κακό να λέμε τέτοιες ιστορίες, αρκεί να μη δίνουμε σ’ αυτές περιθώρια. Οι ιστορίες για τους προγόνους μας δεν είναι αφηγήσεις για το παρελθόν: οι ζωές και οι σκέψεις του Γαλιλαίου, του Ντεσκάρτες και του Μπόιλ δεν ήταν καθόλου τυπικές για ιταλούς, γάλλους και άγγλους τον 17ο αιώνα, και λέγοντας ιστορίες γι’ αυτούς μας οδηγεί αποκλειστικά στο ρόλο ερμηνείας του νόμου ελεύθερης πτώσης, τα οπτικά του ουράνιου τόξου και το νόμο αερίου και όχι στην ερμηνεία μελετών και καριέρας τους τον 17ο αιώνα.

Το παρελθόν δε γίνεται “σύγχρονος κόσμος” σε καμία στιγμή: δεν θα πρέπει να μας κάνει εντύπωση ότι οι ιδέες των εξασκητών του 17ου αιώνα μετατρέπονται από γενιά σε γενιά για να γίνουν “δικές μας”. Και τελικά οι ιστορίες που λέμε για τους προγόνους μας πάντα παρουσιάζουν “σημερινό” ενδιαφέρον. Το ότι λέμε ιστορίες για τον Γαλιλαίο, Μπόιλ, Ντεσκάρτες και Νιούτον αντανακλά κάτι για τις επιστημονικές πεποιθήσεις στα τέλη του 20ου αιώνα και το πώς εκτιμούμε αυτές τις πεποιθήσεις. Για διάφορους σκοπούς μπορούμε να εντοπίσουμε απόψεις του μοντέρνου κόσμου στους φιλοσόφους “νικημένες” από τον Γαλιλαίο, Μπόιλ, Ντεσκάρτες και Νιούτον και γνώση πολύ διαφορετική από αυτές που καθιέρωσαν οι πρόγονοί μας επιστήμονες δηλαδή οι περίπλοκες. Οι περισσότεροι άνθρωποι του 17ου αιώνα δεν είχαν ποτέ ακούσει για προγόνους επιστήμονες κι ίσως είχαν διαφορετικές πεποιθήσεις από τους δικούς μας εκλεκτούς προγόνους. Η πλειοψηφία ανθρώπων του 17ου αιώνα δεν ζούσαν στην Ευρώπη, δεν ήξεραν ότι ζούσαν στο 17ο αιώνα και ούτε ήξεραν ότι η επανάσταση της επιστήμης γινόταν. Ο μισός πληθυσμός της Ευρώπης που ήταν γυναικείος δεν συμμετείχε καθόλου στην επιστημονική κουλτούρα και η πλειοψηφία -ανδρών και γυναικών- ήταν αγράμματοι και είχαν αποκλειστεί από τον ερχομό επίσημης μάθησης.

ΚΑΠΟΙΑ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ.

Θέλω αυτό το βιβλίο να είναι ιστοριογραφικά σύγχρονο -επιμένοντας σε μερικά από τα πιο πρόσφατα ιστορικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά περιστατικά της επανάστασης της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, δεν έχω σκοπό να προβληματίσω τους αναγνώστες με επαναλαμβανόμενες αναφορές σε μεθοδολογικές και αντιληπτές συζητήσεις μεταξύ ακαδημαϊκών. Αυτό το βιβλίο δεν γράφτηκε για επαγγελματίες μελετητές και οι αναγνώστες θα βοηθηθούν με αυτό το βιβλίο για την συνοδευόμενη από αυτό βιβλιογραφική έκθεση. Δεν υπάρχει λόγος να αρνηθούμε ότι αυτή η ιστορία της επανάστασης της επιστήμης αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη άποψη κι είναι δική μου άποψη. Άλλοι ειδικοί θα διαφωνήσουν αναμφίβολα με την προσέγγισή μου -μερικοί από αυτούς σφοδρά- και πολλές αφηγήσεις προσφέρουν διαφορετική γνώμη για το τι πρέπει να ειπωθεί για την επανάσταση της επιστήμης.

Οι θέσεις προσφάτων ιστοριογραφικών θεμάτων είναι οι εξής:

Το παίρνω ως δεδομένο ότι η επιστήμη είναι μια τοποθετημένη ιστορικά και κοινωνικά δραστηριότητα κι ότι κατανοείται σε σχέση με τα περιεχόμενά της. Ιστορικοί διαφωνούν με το αν η επιστήμη σχετίζεται με τα ιστορικά και κοινωνικά της περιεχόμενα ή αν πρέπει να αντιμετωπίζεται μεμονωμένα. Εγώ θα γράψω για την επιστήμη του 17ου αιώνα σαν να ήταν ένα ιστορικό φαινόμενο, που προσκαλεί τους αναγνώστες να δουν αν η αφήγηση είναι συνοχική κι ενδιαφέρον.

Για αρκετό καιρό, οι συζητήσεις ιστορικών για κοινωνιολογική και ιστορική προσέγγιση “περιεχομένου” στην επιστήμη φάνηκε να χωρίζουν εξασκητές σε “πνευματικούς παράγοντες” -ιδέες, αντιλήψεις, μεθόδους, αποδείξεις- και σε “κοινωνικούς παράγοντες” –μορφές οργάνωσης, πολιτικές και οικονομικές επιρροές στην επιστήμη και κοινωνικές χρήσεις και συμπεράσματα επιστήμης. Μερικοί ιστορικοί, αλλά κι εγώ το θεωρούμε ανόητη οριοθέτηση και δεν θα σπαταλήσω το χρόνο των αναγνωστών με το να ανακεφαλαιώνω αυτές τις αμφισβητήσεις. Αν η επιστήμη πρέπει να κατανοηθεί ως ιστορικά τοποθετημένη στη συλλεκτική της άποψη (κοινωνιολογικά), τότε αυτή η κατανόηση πρέπει να περικλείει όλες τις πλευρές της επιστήμης, και τις ιδέες κι εφαρμογές της όχι λιγότερο απ’ τις κοινωνικές της χρήσεις. Όποιος θέλει να αντιπροσωπεύσει την επιστήμη κοινωνιολογικά δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη του τι ήξεραν οι εξασκητές και το πώς απέκτησαν τις γνώσεις τους. Αλλά ο ρόλος του είναι να δείξει την δομή δημιουργίας της γνώσης κι εγκράτειάς της ως κοινωνικές διαδικασίες.

Οι παραδοσιακοί “κοινωνικοί παράγοντες” (ή ό,τι είναι κοινωνιολογικό στην επιστήμη) έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε σκέψεις “εξωτερικές” για την επιστήμη –για παράδειγμα, η χρήση μεταφορών από την οικονομία στην ανάπτυξη επιστημονικών γνώσεων ή για ιδεολογικές χρήσεις της επιστήμης στη δικαιολόγηση πολιτικών διαδικασιών. Αρκετά καλή ιστορική δουλειά έχει γίνει με βάση αυτή την κατασκευή. Ωστόσο η αναγνώριση για το τι είναι κοινωνιολογικό για την επιστήμη και το τι είναι “εξωτερικό” για την επιστήμη μου φαίνεται ένας περίεργος και περιορισμένος τρόπος συνέχειας. Υπάρχει τόση “κοινωνία” στα επιστημονικά εργαστήρια όση υπάρχει κι “εξωτερικά”. Και στην πραγματικότητα η παραμικρή διάκριση μεταξύ κοινωνικό και πολιτικό από τη μια μεριά, και “επιστημονική αλήθεια” από την άλλη, είναι ένα προϊόν κουλτούρας αυτής της εποχής που αναφέρεται στο βιβλίο. Το τι κατανοεί κανείς λογικά ως επιστήμη στα τέλη του 20ου αιώνα είναι ένα προϊόν ιστορικών επεισοδίων που θέλουμε να καταλάβουμε εδώ. Πέρα από την πραγματική διάκριση μεταξύ κοινωνικού και επιστημονικού ως πηγή αφήγησης μιας ιστορίας, θέλω να το κάνω θέμα ζήτησης. Πώς και γιατί νομίζουμε ότι αυτή η διάκριση αποτελεί κάποιο θέμα;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια “ουσία” επιστήμης του 17ου αιώνα ούτε ανασχηματισμούς στην επιστήμη. Συνεπώς δεν υπάρχει μια συνοχική ιστορία που θα μπορούσε να περιέχει όλες τις πλευρές της επιστήμης ή τις αλλαγές της για τις οποίες εμείς οι άνθρωποι του 20ου αιώνα μπορεί να ενδιαφερόμαστε. Εφόσον στην άποψή μου δεν υπάρχει ουσία επανάστασης της επιστήμης, μια ποικιλία ιστοριών μπορεί να ειπωθεί, η καθεμιά με σκοπό να τραβήξει την προσοχή σε μερικά πραγματικά χαρακτηριστικά της κουλτούρας του παρελθόντος. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή είναι απαραίτητο γνώρισμα σε οποιαδήποτε ιστορία και δεν μπορεί να υπάρξει οριστικοποιημένη ιστορία. Το τι επιλέγουμε αναπόφευκτα αντιπροσωπεύει τα ενδιαφέροντά μας παρόλο που προσπαθούμε να το πούμε “όπως ακριβώς συνέβη”. Υπάρχει αναπόφευκτα κάτι για “εμάς” στις ιστορίες που λέμε για το παρελθόν. Αυτή είναι η δυσχέρεια του ιστορικού και είναι ανόητο να νομίζουμε ότι υπάρχει κάποια μέθοδος που να μας βγάλει από αυτή τη δύσκολη θέση.

Οι ερμηνείες των επαγγελματιών ιστορικών σέβονται την απέραντη γνώση που έχουμε για γεγονότα του παρελθόντος. Τέτοιος σεβασμός είναι πνευματική ειλικρίνεια και όλοι οι ιστορικοί που εύχονται να είναι ειλικρινείς νοιώθουν την ανάγκη να δώσουν προσόντα σε οποιαδήποτε γενίκευση επιστημονικού παρελθόντος. Στις ακόλουθες σελίδες υπάρχουν πολλά σημεία τα οποία θα ήθελα να είχα τονίσει περισσότερο.

Υποκύπτοντας σ’ αυτό έχει και τις επιπτώσεις του. Ιστορίες πολύπλοκες, με απέραντα προσόντα, φραγμένες με τροποποιήσεις και περικυκλωμένες μ’ ένα σωρό λογοτεχνικά παραθέματα, που διαβάζονται μόνο από ειδικούς. Τέτοιες αφηγήσεις δεν είναι αρκετά συνοχικές για να τις κατανοήσουμε γενικότερα. Σκοπός μου είναι να τραβήξω την προσοχή στην κουλτουριάρικη ετεροδοξία της επιστήμης του 17ου αιώνα, αλλά θα το πετύχω αυτό ακολουθώντας κάποια θέματα που βρίσκονται στην εποχή του ενδιαφέροντος.

Είμαι ικανοποιημένος που δέχομαι ότι αυτή η αφήγηση της επιστημονικής επανάστασης είναι επιλεκτική και σύντομη. Υπάρχει μια σύγχρονη προκατάληψη προς τις εμπειρικές και πειραματικές επιστήμες, προς αγγλικά υλικά. Είναι μέρος του δικού μου ιστορικού ενδιαφέροντος και αιτίας της κρίσης μου ότι πολλές φορές πρόσφατες ιστορικές έρευνες υπήρξαν υπερβολικά λανθασμένες προς την μαθηματική φυσική και τα ηπειρωτικά σκηνικά4. Αυτή η συγκέντρωση δικαιολογήθηκε από την άποψη που ήταν “πραγματικά καινούρια” και “πραγματικά σημαντική” τον 17ο αιώνα ήταν η μαθηματικοποίηση της μελέτης της κίνησης και η καταστροφή του Αριστοτέλιου κόσμου -για το λόγο αυτό εστιάστηκε η προσοχή του Γαλιλαίου, Ντεσκάρτες, Χίγκενς και Νιούτον. Η υπερηφάνεια του χώρου σύμφωνα με μερικές παραδοσιακές ιστορίες σε μαθηματική φυσική κι αστρονομία, έτεινε να δώσει μια εντύπωση ότι αυτές οι πρακτικές αποτελούν αποκλειστικά την επιστημονική επανάσταση, ή ακόμη ότι αυτή η αφήγησή τους μετράει κι αξίζει να ειπωθεί για τη σημαντική καινοτομία στη νωρίτερη μοντέρνα επιστήμη.

Σε εξασθενισμένη μορφή, υπάρχουν πολλά γι’ αυτές τις υποθέσεις που αξίζουν να διατηρηθούν, κι αυτό το βιβλίο θ’ ασκήσει προσοχή περιοδικά στη σημασία ανασχηματισμένων πρακτικών, κάνοντας παρατηρήσεις και συνιστώντας εμπειρία σε μεγαλύτερη γκάμα επιστημών. Πράγματι κάποιες πρόσφατες ιστορικές μελέτες έδειξαν ότι τον 17ο αιώνα και ειδικά στα αγγλικά σκηνικά παρουσιάζονται αξιοθαύμαστες καινοτομίες, στους τομείς της αναγνώρισης της ασφάλειας, της εγκυρότητας, της οργάνωσης και της έμπειρης επικοινωνίας και θέλω αυτή η έρευνα να αντικατοπτρίσει τη σημαντικότητα αυτών των ισχυρισμών. Όμως παρά το γεγονός ότι το βιβλίο δίνει πολλή προσοχή σ’ αυτό που ονομάζεται “μηχανική”, “πειραματική” και φιλοσοφία “μικρών μορίων”, εγώ απλά δεν εξισώνω αυτές τις πρακτικές με την επιστημονική επανάσταση. Δεν είναι όλοι οι φυσικοί του 17ου αιώνα μηχανικοί και πειραματικοί, ενώ πέρα απ’ τις εκδόσεις αυτές που περιέκλειαν μηχανισμό και πειραματισμό, οι κατάλληλοί τους ρόλοι και σκοποί αμφισβητούνταν. Παρόλο αυτά νομίζω πως οι προσπάθειες να μηχανοποιηθεί όχι μόνο η φύση αλλά και το μέσο, του να γνωρίζουμε για την φύση, όπως επίσης για τις διαμάχες για την ιδιοκτησία των μηχανικών και πειραματικών τρόπων, συλλαμβάνουν πολλά που αξίζει να καταλάβουμε για τη πολιτιστική αλλαγή αυτής της περιόδου.

Αν υπάρχει κάποια αυθεντικότητα για τη σύλληψη αυτού του βιβλίου πιθανό να ρέει απ’ το βασικό οργανισμό του. Τα τρία κεφάλαια συμφωνούν συνεπώς με αυτό που ήταν γνωστό για το φυσικό κόσμο πώς η γνώση ασφαλίστηκε και τι προτείνει η γνώση που λαμβάνουμε.

Τι, πώς, γιατί; Κάποιες υπάρχουσες έρευνες εστίασαν το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στο τι και πώς. Αυτά τα γεγονότα έτειναν να υποφέρουν από τον ιδεαλισμό. Το “γιατί” δεν αναφέρθηκε καθόλου.

Θέλω να εγγυηθώ και να συνοψίσω μια περισσότερο ή λιγότερο κανονική αφήγηση αλλαγών σε πεποιθήσεις ευρέως ειπωμένες να είναι χαρακτηριστικό της επιστημονικής επανάστασης, συγχρόνως δίνοντας κάποια ένδειξη ότι παρόμοιες πεποιθήσεις διέθεταν ποικιλία κι ήταν έντονα συναγωνιζόμενες. Ξεκινώ παίρνοντας μια ποικιλία στο να αλλάζεις σχέδια πεποιθήσεων για τη φύση που επανειλημμένα απειλήθηκαν από προηγούμενους ιστορικούς. Έδειξα ότι δεν υπάρχει καμία ουσία της επιστημονικής επανάστασης, ακόμα, πραγματικά κριτήρια με σπρώχνουν σε χρόνους που κατευθύνονται προς μια ψεύτικη συνοχική αφήγηση διακριτικών αλλαγών σε φυσικές γνώσεις. (Όταν αυτή η ψεύτικη συνοχή εμφανίζεται, το μόνο που μπορώ να κάνω από εποχή σε εποχή, είναι να τονίζω τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτή.) Θα δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε τέσσερις άσχετες πλευρές αλλαγών στη γνώση για το φυσικό κόσμο και αλλαγές στην ασφάλεια αυτής της γνώσης.

Πρώτον, η μηχανοποίηση της φύσης: η αυξανόμενη χρήση μηχανικών μεταφορών να κατασκευάσουν φυσικές διαδικασίες και φαινόμενα.

Δεύτερον, η αναπροσωποποίηση φυσικής γνώσης: η αυξανόμενη διάσταση μεταξύ ανθρώπινων υποκειμένων και φυσικών αντικειμένων γνώσεών τους.

Τρίτον, η απόπειρα μηχανοποίησης δημιουργίας γνώσεων, δηλαδή η ανάπτυξη σχηματισμένων μεθόδων που είχαν σκοπό να πειθαρχήσουν την παραγωγή γνώσης με το να λιγοστεύει τις επιρροές απ’ τα ανθρώπινα πάθη κι ενδιαφέροντα.

Και τέταρτον, η βλέψη στο να χρησιμοποιήσουν ανασχηματισμένη φυσική γνώση για να πετύχουν ηθικό, κοινωνικό και πολιτικό τέλος.

Η κατάσταση αυτή συμφωνούσε ότι η γνώση στην απορία ήταν χωρίς ενδιαφέρον. Το πρώτο και δεύτερο θέμα βρίσκονται στο κεφάλαιο ένα, το τρίτο στα κεφάλαια δύο και τρία και το τέταρτο στο κεφάλαιο τρία.

Το πρώτο κεφάλαιο ερευνά κάποια στάνταρ θέματα της επιστημονικής επανάστασης: η σύγχρονη πρόκληση της φυσικής φιλοσοφίας Αριστοτέλιου και ειδικά η διάκριση μεταξύ της φυσικής που είναι κατάλληλη για να καταλάβουμε τα γήινα και ουράνια σώματα, την επίθεση πάνω σ’ ένα ομοίωμα στο κέντρο της γης και την αντικατάστασή του απ’ το ηλιακό σύστημα του Κοπέρνικου, η μηχανική μεταφορά της φύσης, η σχέση του με τη “μαθηματικοποίηση προσόντων” ολοφάνερη στη διαβρωτική αντίθεση μεταξύ “πρωταρχικών” και “δευτερευόντων” προσόντων.

Το δεύτερο κεφάλαιο απομακρύνεται από παραδοσιακούς τρόπους της επιστημονικής επανάστασης. Στρέφει την προσοχή από τη γνώση που αντιμετωπίζεται απλά σαν προϊόν στην ανάπτυξη μιας πιο δραστήριας και πραγματικής λογικής για το πώς ήταν να δημιουργήσει κανείς επιστημονική γνώση -το τι έπρεπε κανείς να κάνει για να ασφαλίσει λίγη φυσική γνώση. Πώς η καινούρια γνώση διέφερε σε σχήμα και υφή από την παλιά, και πώς διέφερε η νέα δημιουργία γνώσης από την παλιά; Θέλω εδώ να δώσω στους αναγνώστες να καταλάβουν ότι οι γνώσεις κι αλλαγές που περιγράφονται στο πρώτο κεφάλαιο έπρεπε να κατασκευαστούν στρυφνά και να δικαιολογηθούν και ως ένα σημείο οι εξασκητές αποκλίνουν για το πώς να ασφαλίσουν φυσική γνώση και να την εγγυηθούν. Θέλω να εισάγω μια δυναμική, λογική προς την επιστήμη σε δράση και την επιστήμη δημιουργίας, παρά να ερμηνεύσω την επιστήμη ως “πεποίθηση” στατική και χωρίς “σώμα”. Μια παρόμοια λογική υπάρχει στο τελευταίο κεφάλαιο που στοχεύει να περιγράψει τη γκάμα ιστορικών σκοπών του 17ου αιώνα. Η φυσική γνώση δεν ήταν θέμα πεποίθησης, ήταν και πηγή μιας ποικιλίας πρακτικών δραστηριοτήτων. Οι συνήγοροί της στο τι θεωρούσαν ότι χρησίμευε η ανασχηματισμένη φυσική φιλοσοφία; Νόμιζαν ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει εκεί που δεν μπορούσε να χρησιμεύσει η παραδοσιακή μορφή γνώσεων; Γιατί να εκτιμηθεί και να υποστηριχτεί από άλλα ινστιτούτα της κοινωνίας;

Καθώς αναγνωρίζω την επιλεγμένη φύση αυτής της αφήγησης, θέλω να διασπείρω ερμηνευμένες γενικεύσεις με μια σειρά από βινιέτες συγκεκριμένων επιστημονικών πεποιθήσεων και πρακτικών. Το κάνω αυτό γιατί θέλω αυτό το βιβλίο αυθαίρετα επιλεγμένο, να κάνει τους αναγνώστες να νοιώσουν πώς ήταν να έχουν κάποιο είδος γνώσης, να δημιουργήσουν λίγη φυσική γνώση, να δημοσιεύσουν και να αναγνωρίσουν την αξία του στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν νομίζω ότι αυτός ο σκοπός έχει ακόμα επιτευχθεί ικανοποιητικά. Θέλω οι βινιέτες να υπηρετήσουν ως παράθυρα του παρελθόντος, μέσα από τα οποία μπορούν να ρίχνουν ματιές οι αναγνώστες. Θέλω να καταλάβει ο κόσμος τη δημιουργία κι εφαρμογή αυτής της επιστήμης. Δεν υπάρχει κοινότυπος ιστορικός σκοπός, παρά μόνο “να κάνουμε την ιστορία να ζωντανέψει”, αυτή ακριβώς η επιθυμία εμψυχώνει το βιβλίο.

Σημείωση 1: Όταν οι ιστορικοί χρησιμοποιούν τη φράση “πρόωρα σύγχρονη” αναφέρονται στην ευρωπαϊκή ιστορία από το 1550 έως το 1800. Εγώ θα χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο για να αναφερθώ στην περίοδο 1700-1730. Αργότερα θα χρησιμοποιήσω τους όρους “σύγχρονος” και “συγχρονιστής” για να προσδιορίσω μερικούς επιστημονικούς ανασχηματισμούς γνώσεων και να συγκεντρωθώ στο 17ο αιώνα.

Σημείωση 2: Το 1930 ο γάλλος φιλόσοφος Gaston Bachelard αναφέρθηκε στις “μεταλλαγές” (ή μη συνεχόμενες μεγάλες κλίμακες) στην ανάπτυξη της αντιληπτής δομής της επιστήμης, μια εφαρμογή που ο Koyre νωρίς ανέπτυξε: “Η επανάσταση της επιστήμης ήταν αναμφίβολα μια τέτοια μεταλλαγή…. Ήταν απόκρυφη διανοητική αλλαγή για την οποία η σύγχρονη φυσική …… ήταν και η έκφραση και ο καρπός”.

Σημείωση 3: Τον 17ο αιώνα η λέξη “επιστήμη” (από τη λατινική λέξη scientia, που σημαίνει γνώση ή σοφία) είχε την τάση να ορίζει κάθε μορφής συγκροτημένη γνώση (γνώση απαραίτητων παγκόσμιων αληθειών), καθώς ερωτήσεις για το τι πράγματα υπήρχαν στη φύση και στη δομή του φυσικού κόσμου, λέγονται “φυσική ιστορία” και “φυσική φιλοσοφία”. Αυτό το βιβλίο θα αναφέρει φυσικούς φιλοσόφους, φυσικούς ιστορικούς, μαθηματικούς, αστρονόμους, χημικούς κ.τ.λ. Ο όρος “επιστήμονας” εφευρέθηκε τον 19ο αιώνα και δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Σημείωση 4: Σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιώ αγγλική ύλη όχι για να σημάνω ή να ισχυριστώ την κεντρική ανάπτυξη ιδιαίτερα στην Αγγλία, αλλά σαν έναν τρόπο τοπικών, διευκρινιστικών τάσεων που ήταν, σε γενική μορφή, ευρέως διαδεδομένος στην Ευρώπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου