Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ HESS: Η Φιλοσοφία της Επιστήμης



ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ HESS: Η Φιλοσοφία της Επιστήμης


Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή

Κεφάλαιο 2: Η Φιλοσοφία της Επιστήμης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Η επιστήμη έχει γίνει βασικός παράγοντας σε πολλά θέματα κοινής ανησυχίας- όπως της ιατρικής, πληροφοριακής και περιβαλλοντικής. Στη δουλειά η επαγγελματική διάλεξη έχει γίνει κατά μεγάλο βαθμό τεχνική, και στο σπίτι αντιμετωπίζουμε καθημερινά δηλώσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για καρκινογενή στοιχεία στη τροφή μας, ή για τα τεχνικά χαρακτηριστικά στις ηλεκτρικές συσκευές διαφόρων ανταγωνιστικών εταιρειών.

Οι μελέτες της επιστήμης μας δίνουν με πιο εκλεπτυσμένους τρόπους τα εργαλεία της αντίληψης για τη σκέψη της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης. Οι μελέτες της επιστήμης εντοπίζουν επίσης, την ιστορία του επιστημονικού τομέα, τη δυναμική της επιστήμης ως κοινωνικό ίδρυμα και τη φιλοσοφική βάση προς την επιστημονική γνώση. Διδάσκει για παράδειγμα, ότι υπάρχουν τρόποι δημιουργίας κριτηρίων για την εκτίμηση αντίθετων θεωριών και ερμηνειών, αλλά επίσης ότι υπάρχουν τρόποι εύρεσης των στοιχείων που βρίσκονται κρυμμένα πίσω από μια ρητορική αντικειμενικότητα. Στη πορεία αυτή, οι μελέτες της επιστήμης διευκολύνουν τους απλούς ανθρώπους να εξετάσουν τους εμπειρογνώμονες και τους ισχυρισμούς τους. Διδάσκει επίσης σε ποια σημεία υπάρχουν οι προκαταλήψεις - και βεβαίως συγκεντρώνει μεγαλύτερη κοινή συμμετοχή στα θέματα της τεχνικής πολιτικής.

Με λίγα λόγια, οι επιστημονικές μελέτες δίνουν μια βάση για τους ανθρώπους οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη θέση που επικρατεί η επιστήμη και η τεχνολογία σε μια δημοκρατική κοινωνία να μπορούν να συζητήσουν τέτοια περίπλοκα τεχνικά θέματα. Λόγω αυτού του ρόλου, οι επιστημονικές μελέτες δεν είναι πάντα ο δημοφιλέστερος χώρος. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 οι ‘επιστημονικοί πόλεμοι’- ένα κύμα επιθέσεων σε κάποια σπουδαία πρόσωπα της επιστήμης -ήταν αρκετά έντονοι.

Το θέμα αυτό γύρω από την επιστήμη, την τεχνολογία και την κοινωνία γίνεται περισσότερο ενδιαφέρων στη τεχνολογική κοινωνία μας- όχι μόνο στο κοινό αλλά στους επιστήμονες και μελετητές. Οι επιστήμονες αναγνωρίζουν την πολιτική φύση της επιστήμης, και τα προβλήματα μελέτης δένονται σταδιακά με τα κοινά και ιδιωτικά στοιχεία έξω από τους επιστημονικούς τομείς. Επίσης, όπως οι κλασσικοί φιλόλογοι και οι κοινωνικοί επιστήμονες αντιμετωπίζουν τεχνολογικά θέματα πολύ συχνά, έλκονται και οι ίδιοι προς στους επιστημονικούς τομείς. Όμως, καθώς μπαίνουν οι ‘καινούργιοι’ στον κύκλο αυτό, μερικές φορές ξανά-ανακαλύπτουν τον τροχό επειδή δεν κατέχουν τις ιστορικές βάσεις των αντιλήψεων και θεωριών.

Υπάρχει μεγάλη ανάγκη, για επανάληψη των κύριων αντιλήψεων του επιστημονικού κλάδου, ο οποίος θα δείξει την κατεύθυνση προς συγκεκριμένες φιλολογίες της φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, ιστορίας, των πολιτιστικών μελετών, και στις φεμινιστικές μελέτες της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό το βιβλίο παρουσιάζει πολλές ιδέες-κλειδιά και ένα χάρτη του φάσματος που καταλαμβάνουν. Οι δημόσιες συζητήσεις που έχουν ήδη φτάσει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ονομάστηκαν «επιστημονικοί πόλεμοι», θα ενσωματωθούν σε έναν συνεχή διάλογο. Όταν οι κριτικοί έξω από τον επιστημονικό τομέα απορρίπτουν τον τομέα αυτό για τη σχετικότητά του, στην πραγματικότητα συμμετέχουν στις δημόσιες συζητήσεις και ουσιαστικά δεν προσφέρουν κάτι καινούργιο.

Ο αρχικός σκοπός του βιβλίου είχε την πρόθεση διδακτικού περιεχομένου για τους πτυχιούχους και τους μεταπτυχιακούς. Ο τομέας αυτός μπορεί να είναι περίπλοκος στην αρχή - όπως θυμάμαι και τη δική μου σχετική εμπειρία όταν ξεκίνησα στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Ακόμα και ο τίτλος δεν είναι σταθερός. Μερικοί προτίμησαν τον τίτλο φιλόσοφοι της επιστήμης. Άλλοι προτίμησαν τα αρχικά HPS (Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης) για την περιγραφή ενός σημείου που ονομάζεται φιλοσοφικός ιστορικισμός, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί αρκετά ευκρινής σε σχέση με αυτούς που ενδιαφέρονται στη μελέτη της επιστήμης, κοινωνίας, τεχνολογίας. Οι κοινωνιολόγοι που μελέτησαν την επιστημονική γνώση αρχικά αναφέρονταν στον τομέα ως «επιστημονικές μελέτες», σε αντίθεση με την καθορισμένη κοινωνιολογία της επιστήμης. Όσο μεγάλωνε το ενδιαφέρων τους προς την τεχνολογία, άρχισαν να προσθέτουν το «Τ» για την τεχνολογία STS (Sociological technology studies- Κοινωνιολογικές Τεχνολογικές Μελέτες).

Όμως ακόμα και το ακρωνύμιο «STS» είναι αμφιλεγόμενο. Έχει γίνει συζήτηση για το αν θα πρέπει να σημαίνει επιστήμη, τεχνολογία και κοινωνικές μελέτες ή απλά επιστημονικές και τεχνολογικές μελέτες. Ο πρώτος ορισμός αναφέρεται σε μια εποχή όπου οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης και τεχνολογίας διαχωρίζονταν περισσότερο από την ιστορική και φιλοσοφική επιστήμη της τεχνολογίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 συζητήθηκε τόσο πολύ ο εσωτερικόεπιστημονικός τομέας μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων, τους ιστορικούς και φιλόσοφους -και στη συνέχεια από τους φυσικούς επιστήμονες, ανθρωπολόγους, πολιτιστικούς μελετητές και φεμινιστικούς μελετητές- ότι υπάρχει μια αυξημένη τάση της χρήσης «STS» για να έχει τη σημασία της επιστημονικής και τεχνολογικής μελέτης’. Εγώ βρίσκομαι ανάμεσα σ’αυτούς που χρησιμοποιούν τον όρο ‘STS’ ως εσωτερικό επιστημονικό τομέα συνομιλίας ανάμεσα σε ένα πλήθος ‘επιστημονικών τομέων’ αντί για τις απλές μορφές των κοινωνικών μελετών τεχνολογίας και κοινωνίας.

Αυτοί οι οποίοι μπήκαν στον χώρο αυτό με γνώσεις γύρω από την επιστημονική ακτιβισμό η αφαίρεση του όρου ‘κοινωνία’ έδειξε τον αξιοθρήνητο επαγγελματισμό του τομέα αυτού και το μειωμένο ενδιαφέρον προς τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Πολλοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τον όρο «επιστημονικές μελέτες» για μια πιο καθοριστική φράση προς τον όρο STS που είναι παράλληλη με τις τεχνολογικές μελέτες. Εγώ χρησιμοποιώ τον όρο «επιστημονικές μελέτες» για τίτλο αυτού του βιβλίου επειδή έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται κοινώς ως βασικό και περιεκτικό όνομα για το χώρο.

Παρά τις αντιρρήσεις μου για την ανάπτυξη του εσωτερικοεπιστημονικού τομέα, τα τμήματα των επιστημονικών τομέων παραμένουν ισχυρά και αποτελούν τη βάση αυτού του βιβλίου. Τα κεφάλαια 2,3, και 4 είναι η εισαγωγή της έννοιας για τη φιλοσοφία της επιστήμης, της κοινωνιολογικής γνώσης και την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης. Αυτοί οι τομείς συγκροτούν τις κύριες πηγές του ειδικού επιστήμονα στην ορολογία και θεωρία. Το κεφάλαιο 5, ‘Κρίσιμες, πολιτιστικές μελέτες της επιστήμης και τεχνολογίας’, υποδηλώνει την άποψή μου για την κατεύθυνση που παίρνει ο τομέας.

Εισάγει τις θεωρητικές αντιλήψεις από ένα σύνολο τομέων της ανθρωπολογίας, της κριτικής κοινωνικής θεωρίας, των πολιτιστικών μελετών, φεμινιστικών μελετών, κριτικών τεχνολογικών μελετών, και της πολιτιστικής ιστορίας της επιστήμης.

Ο εσωτερικόεπιστημονικος τομέας καλύπτει μεγάλη περιοχή της φιλολογίας και δεν θα μπορέσω να πω ότι έχω πλήρεις γνώσεις σε όλους τους τομείς της. Αντιθέτως, έχω επιλέξει κάποιες έννοιες με στόχο τον διάλογο στον εσωτερικοεπιστημονικό τομέα. Υπάρχουν διαθέσιμες εισαγωγές για κάποιους συστατικούς επιστημονικούς τομείς, και ένας οδηγός που συμπεριλαμβάνεται στο τέλος του βιβλίου για την παραγωγική φιλολογία.

Αλλά οι Επιστημονικές Μελέτες δίνουν μια πρώτη γεύση του τομέα αυτού που δεν περιορίζεται σε έναν συστατικό επιστημονικό τομέα. Επιπλέον, καλύπτουν σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων όπως τον φιλοσοφικό νατουραλισμό και ρεαλισμό, τη θεωρία του δικτύου-μεσολαβητή (actor-network) την ανθρωπολογία της επιστήμης και τεχνολογίας και τις πολιτιστικές/φεμινιστικές επιστήμες. Κάποια άλλα εισαγωγικά βιβλία συνήθως παραμελούν τις τυχών παρεξηγήσεις κατά τη διασταύρωση επιστημονικών τομέων. Αντίθετα, εγώ εξετάζω με περισσότερη λεπτομέρεια τον διάλογο του διασταυρωμένου επιστημονικού τομέα, και συχνά προτείνω λύσεις.

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες των επιστημονικών μελετών, δεν έχω πρόθεση να δημιουργήσω έναν ουδέτερο χωρίς αξία χάρτη της περιοχής του επιστημονικού τομέα. Η πρόθεσή μου είναι προσεγγίσω το έργο αυτό με δίκαιο τρόπο και να προσφέρω στον αναγνώστη την δική μου κατανόηση των θέσεων των άλλων πρώτα, πριν δώσω τη δική μου θέση. Το βιβλίο αυτό, όπως θα διαβάσετε, καλύπτει την Αμερικάνικη όψη περισσότερο των επιστημονικών θεμάτων παρά των τεχνολογικών. Παραμένει επίσης, στις βασικές έννοιες του δικτύου της επιστήμης, όπως την ιστορία, φιλοσοφία και τις κοινωνικοπολιτιστικές μελέτες της επιστήμης. Συνεπώς, άλλοι τομείς όπως αυτός της ψυχολογικής και της ρητορικής της επιστήμης που μέχρι τώρα έχουν κάνει μικρές προσφορές στα κύρια σημεία της επιστημονικής συζήτησης δεν καλύπτονται πλήρως. Οι πολιτικές συζητήσεις γίνονται σε όλα τα περιοδικά καθώς και οι πολιτικές σημασίες τονίζονται στο βιβλίο αυτό. Η δική μου προσέγγιση των πολιτικών θεμάτων δίνεται στον επίλογο.

Ο τομέας αυτός μπορεί να είναι δηκτικός, ίσως επειδή η επιστήμη και η τεχνολογία ως χώροι είναι βασικοί στους ανθρώπους που ασχολούνται μ’αυτούς. Σκεφτείτε ένα συμβούλιο θρησκευτικών μελετών όπου θεολόγοι διαφόρων θρησκειών καθώς και ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες συγκεντρώνονται να εκφράσουν και να συζητήσουν τις ιδέες τους. Τότε μπορεί κανείς να καταλάβει πως ξεκινούν οι «επιστημονικοί πόλεμοι». Η ελπίδα μου είναι για μια καλύτερη κατανόηση των διαφόρων επιστημονικών τομέων από τον αναγνώστη για την αποφυγή πολλών παρεξηγήσεων. Οι φοιτητές και πτυχιούχοι τείνουν να απορρίπτουν τα λεγόμενα κάποιου συγγραφέα επειδή διαφωνούν σε ένα ή δύο σημεία. Εγώ προσπαθώ να ενθαρρύνω την λεπτομερή εξέταση του άλλου κειμένου ή επιστημονικού τομέα για αυτό που έχει να προσφέρει στο δικό του έργο.

Η ελπίδα μου λοιπόν είναι να κατανοηθεί η υπόσχεση μιας συνεχούς συζήτησης μεταξύ φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων, ιστορικών και άλλων, συμπεριλαμβανομένων και φυσικών επιστημόνων. Ο κάθε χώρος ακόμα και ο κάθε θεωρητικός και η κάθε εμπειρική μελέτη παρέχει μοναδική προσφορά αν διαβαστεί ορθά. Βγάζοντας τις παρωπίδες από τους κοινωνικούς τομείς τις κοινωνιολογίας, ιστορίας, φιλοσοφίας ή ανθρωπολογίας και κινούμενοι προς τον μεταεπιστημονικό τομέα, οι επιστημονικές μελέτες μπορούν να δώσουν μια πολύτιμη σειρά εννοιών στις κοινές συζητήσεις για τον ρόλο της επιστήμης και τεχνολογίας σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Η Φιλοσοφία της Επιστήμης

Μια εσωτερικοεπιστημονική άποψη


Ενώ οι STS (sociological technology studies) ή οι επιστημονικές μελέτες γίνονται όλο και περισσότερο εσωτερικοεπιστημονικές συνομιλίες υπάρχει ακόμα το χάσμα της κατανόησης μεταξύ των διαφόρων συστατικών επιστημονικών τομέων, ειδικά ανάμεσα στη φιλοσοφία και την κοινωνική μελέτη. Χρησιμοποιώ τον όρο «επιστημονικές μελέτες» για την συμπερίληψη των ιστορικών, πολιτιστικών μελετητών και κοινωνικών επιστημόνων. Ακολουθώντας την Αμερικάνικη χρήση του όρου αναφέρομαι στους κοινωνιολόγους πολιτιστικής ανθρωπολογίας, στους πολιτικούς επιστήμονες, πολιτικούς αναλυτές, οικονομικούς αναλυτές, στους επιστήμονες των τομέων διαχείρισης και διοίκησης και κάποιους άλλους μελετητές όπως για παράδειγμα τους γεωγράφους. (Σε άλλες χώρες ο όρος αυτός περιορίζεται στους κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους και πολιτικούς επιστήμονες). Σε αντίθεση ο όρος των «ανθρωπιστικών σπουδών» αναφέρεται στους τομείς της ιστορίας, της φιλολογίας και φιλολογικούς τομείς όπως την πολιτιστική ανθρωπολογία και κοινωνιολογία. Μερικές φορές «οι επιστημονικές μελέτες» χρησιμοποιούνται για ομπρέλα των κοινωνικών επιστημών και της φιλολογίας. Ενώ ο διαχωρισμός των φιλολογικών/κοινωνικών επιστημών έχει γίνει θέμα αμφισβήτησης σε μερικούς επιστημονικούς τομείς, στον τομέα του STS, ο πιο σημαντικός επιστημονικός διαχωρισμός ήταν περισσότερο μεταξύ αυτών που είχαν κάποιου είδους υποταγής προς την Αγγλοσαξονική ή Γερμανική φιλολογία της επιστήμης, και σε αυτούς που είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό ή πολιτιστικό προσανατολισμό. Ο όρος ‘φιλοσοφία’ καλύπτει την πρώτη ομάδα (ενώ υπάρχει ένα φιλοσοφικό έθιμο όλων των ηπείρων που έχει μεγαλύτερη επιρροή προς τις τεχνολογικές μελέτες), αλλά κάποιος άλλος όρος είναι απαραίτητος να καλύψει την δεύτερη ομάδα των κοινωνικά προσανατολισμένων κοινωνικών επιστημόνων και φιλολόγων. Στον Αγγλόφωνο κόσμο, «οι κοινωνικές επιστήμες» είναι ίσως ο καλύτερος όρος που καθορίζει περιγραφικά την εμπειρική μελέτη που συμπεριλαμβάνει το έργο των κοινωνικών επιστημόνων καθώς και των πτυχιούχων φιλολόγων στην ιστορία, στις πολιτιστικές μελέτες και σε άλλους τομείς της φιλολογίας. Στην φιλολογία «οι πολιτιστικές μελέτες» χρησιμοποιούνται μερικές φορές σαν όρος, αλλά αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα τον αποκλεισμό πολλών κοινωνικών επιστημών. Εγώ θα χρησιμοποιήσω των όρο «κοινωνικές επιστήμες» ως γενικό αλλά ελλιπή όρο για να καλύψω τους κοινωνικούς επιστήμονες και εκείνους τους φιλολόγους που ασχολούνται με τις κοινωνικές όψεις του κόσμου που μελετούν.

Αυτό το κεφάλαιο αρχίζει την εξέταση των κύριων εννοιών της επιστημονικής μελέτης, επιθεωρώντας τη φιλοσοφία της επιστήμης μέσα από τον εσωτερικοεπιστημονικό φακό. Επικεντρώνεται επίσης σε δύο όψεις της φιλοσοφίας της επιστήμης, τις παρεξηγήσεις και πιθανότητες στον σπάνιο δηκτικό διάλογο μεταξύ των φιλοσόφων και των ερευνητών κοινωνικών μελετών και η εφαρμογή της φιλοσοφίας της επιστήμης στην επίλυση του προβλήματος για τον καθορισμό καλών κριτηρίων και την επιλογή βασικών θεωριών.

Ακολουθώντας τον Steve Fuller (1988), θα προσπαθήσω να βρω ένα μέσο έδαφος στο διάλογο μεταξύ των φιλοσόφων και ερευνητών κοινωνικών μελετών ξεκινώντας με τον καθορισμό μεταξύ των επιτακτικών και περιγραφικών προσεγγίσεων της επιστήμης και τεχνολογίας. Ενώ ορισμένες φιλοσοφίες της επιστήμης (όπως η εξελικτική επιστημολογία) είναι περιγραφικές, το μεγαλύτερο μέρος είναι βοήθημα για να δούμε το κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας της επιστήμης, κάνοντας διευκρινίσεις που ίσως βοηθήσουν τους επιστήμονες να αποφασίσουν πως θα μπορέσουν να βελτιώσουν τους τρόπους σκέψεώς τους προς την επιστήμη. Ο Fuller ίσως δημιούργησε τον επιτακτικό ρόλο της φιλοσοφίας της επιστήμης πιο καλά από όλους τους φιλόσοφους, και εισήγαγε τον όρο «κοινωνική επιστημολογία» για το ένα είδος επιτακτικής χρήσης της φιλοσοφίας της επιστήμης. Στα λόγια του, το βασικό ερώτημα της κοινωνικής επιστημολογίας είναι,

Πώς μπορεί να οργανωθεί η ασχολία της γνώσης δεδομένου ότι κάτω από ομαλές συνθήκες η γνώση συνεχίζεται από πολλούς ανθρώπους και ο καθένας απ’αυτούς δουλεύει σε ένα καθορισμένο σώμα γνώσης και είναι εφοδιασμένος με τις ίδιες περίπου λειψές γνωσιακές ιδιαιτερότητες με ποικίλους βαθμούς πρόσβασης στις δραστηριότητες του άλλου;

Ενώ η κοινωνική επιστημολογία φέρνει τη φιλοσοφία της επιστήμης στο βασίλειο του επιτακτικού έργου για την επιστήμη στην κοινωνία θα αποδώσω επίσης τη συνηθισμένη φιλοσοφία της επιστήμης ως επιτακτική με μια πιο συμπτυγμένη έννοια: η προσφορά του προς την κατανόηση της δημιουργίας καλύτερων επιστημονικών θεωριών και εξηγήσεων. Το έργο του Fuller είναι ένα καλό σημείο έναρξης για τον καθορισμό μεταξύ της παραγραφής και της περιγραφής, ή των κανονιστικών προσεγγίσεων αντίθετα με των εμπειρικών. Ενώ οι φιλόσοφοι βεβαίως περιγράφουν την επιστήμη και την τεχνολογία και οι ερευνητές των κοινωνικών μελετών συνήθως συμμετάσχουν στις πολιτικές και ενεργητικές συζητήσεις που μπορούν να είναι περιγραφικές, ο καθορισμός του Fuller είναι χρήσιμος για τον τρόπο που θα κινηθούμε προς έναν παραγωγικό διάλογο μεταξύ των απόψεων φιλοσοφικών και κοινωνικών μελετών στην επιστήμη και τεχνολογία. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία μπορεί να βοηθήσει τους κοινωνικούς επιστήμονες και φιλολόγους όταν βρίσκονται στον διατακτικό τομέα και στη συνέχεια η ανάλυση των κοινωνικών και πολιτιστικών μελετών ίσως βοηθήσει τους φιλόσοφους όταν βγάζουν περιγραφικά συμπεράσματα για την επιστήμη και τεχνολογία.

Αυτή η επιθεώρηση μερικών εννοιών στην επιστήμη της φιλοσοφίας θα επικεντρωθεί σε ένα είδος παραγραφικού ερωτήματος: ποια πλαίσια θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν οι επιστήμονες για να δικαιώσουν τις επιλογές τους μεταξύ των βασικών θεωριών; Για να δοθεί η απάντηση όπως και σε άλλους χώρους του φιλοσοφικού προβλήματος, οι φιλόσοφοι επιδιώκουν ένα ευρύ διάλογο επιχειρημάτων. Ενώ ο διάλογος μπορεί να μη φτάσει σε τελική κοινή συναίνεση, η μπρος και πίσω πορεία δίνει τη δυνατότητα για την εύρεση εκείνων των ελλείψεων από προηγούμενες λύσεις και δίνει επιλογές που απαντούν σ’αυτές τις ελλείψεις. Αυτή η επιθεώρηση θα καλύψει τον θετικισμό, τη συμβατικότητα, τη παραποίηση, τον ιστορικισμό, τον νατουραλισμό/ρεαλισμό, τον κονστρουκτιβισμό, τη σχετικιστικότητα και τον φεμινισμό.

Θετικισμός

Στη φιλοσοφία της επιστήμης ο «θετικισμός» είναι συντόμευση του ‘λογικού θετικισμού’ ή του ‘λογικού εμπειρικισμού’, όροι οι οποίοι δεν είναι ακριβώς όμοιοι μεταξύ τους, αλλά θα θεωρηθούν έτσι εδώ για την απλούστευσή τους. Στα πλαίσια του STS, ο όρος ‘θετικισμός’ συνήθως συνδέεται με τις φιλοσοφικές θέσεις οι οποίες πηγάζουν από τον Κύκλο της Βιέννης. Όμως για τους κοινωνικούς επιστήμονες η λέξη ‘θετικισμός’ μπορεί να αναφέρεται στην σκέψη του Auguste Comte, ένας κοινωνικός θεωρητικός του 19ου αιώνα. Ο Comte πίστευε στην ενοποίηση των επιστημών και υποστήριξε μια εξελικτική θεωρία επιστημονικής προόδου που οδήγησε σε θετικό στάδιο το οποίο ταίριαξε συμπτωματικά με τις γνώσεις του για την επιστήμη εκείνης της εποχής.

Μ’αυτή την έννοια ο όρος ‘θετικός’ μπορεί να αποδoθεί: «είμαι θετικός, έχω δίκιο, γιατί η θέση μου βασίζεται στην επιστήμη». Στις φιλολογικές και πολιτιστικές μελέτες μια άλλη χρήση της λέξης εμφανίζεται μερικές φορές. Ο «θετικιστής» μπορεί να έχει υποτιμητική έννοια για (1) κάποιον που έχέι απλοϊκή άποψη της επιστήμης, και (2) για κάποιον που θέλει με απλουστευμένο τρόπο να βασίσει την κοινωνική επιστήμη ή τις φιλολογικές μεθόδους του σε μια ιδανική έκδοση προς τις φυσικές επιστήμες. Σε αμφιλεγόμενες συζητήσεις ο τίτλος «θετικιστής» συνήθως αντιτίθεται στον «μεταμοντερνιστή» ενώ σε συζητήσεις όπου αυτοί οι τίτλοι μεταφέρονται από εδώ και εκεί, έχουν και μικρή σημασία.

Ο θετικισμός αναπτύχθηκε αρχικά στην Αυστρία και την Γερμανία στην δεκαετία του 1920. Τρεις είναι οι βασικές πηγές έμπνευσης του ρεύματος του θετικισμού:

Κατ' αρχάς, ήταν οι σημαντικές εξελίξεις στη λογική και τα θεμέλια των μαθηματικών, που σημειώθηκαν στο τέλος του δεκάτου ενάτου και στις αρχές του εικοστού αιώνα και ήσαν συνδεδεμένες με τα ονόματα των Hilbert, Peano, Frege και Russell.

Εξ ίσου σημαντικό ήταν το κύριο φιλοσοφικό έναυσμα του θετικισμού, που προέρχεται από την παράδοση του εμπειρισμού. Ο κλασικός εμπειρισμός διαμορφώθηκε αρχικά κατά τον Διαφωτισμό και ύστερα από τους Hobbes, Locke και κυρίως τον Hume. Αργότερα τον δέκατο ένατο αιώνα μετασχηματίσθηκε από τον Comte (αλλά και άλλους, όπως οι Mill, Spencer και Durkheim) σε μια συγκεκριμένη εμπειρική μεθοδολογία που εξηγούσε ταυτόχρονα φύση και κοινωνία, δηλαδή, ενστερνιζόταν την ενότητα των επιστημών. Σύμφωνα με την παράδοση του κλασικού εμπειρισμού, η έγκυρη γνώση κι η επιστήμη θεμελιώνονται μόνο πάνω στα δεδομένα της εμπειρίας και της παρατήρησης. Επιπλέον, με τον Comte, ο εμπειρισμός έρχεται να εκφράσει την ίδια την ιδέα του νεωτερισμού μέσω μιας εξελικτικής θεωρίας της επιστημονικής προόδου. Για τον Comte, η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας ανά τους αιώνες αποκορυφωνόταν στη νεωτεριστική εποχή του θετικισμού, κατά την οποία η επιστήμη αντιπροσώπευε το εγκόσμιο πνεύμα της βιομηχανικής κοινωνίας.

Τέλος, ήταν οι επαναστατικές πρόοδοι στην φυσική και ειδικότερα στους τομείς της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, που επιτελέσθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Με αφετηρία λοιπόν αυτούς τους τρεις σταθμούς στην ανάπτυξη της επιστήμης και της φιλοσοφίας, ο στόχος του θετικισμού ήταν η δημιουργία μιας εξίσου επαναστατικής επιστημολογίας, η οποία θα θεμελίωνε εμπειρικά τη λογική της επιστήμης απαλλαγμένη από τις αντιφάσεις της παραδοσιακής μεταφυσικής. Με άλλα λόγια, ο σκοπός ήταν να δικαιολογηθεί, να νομιμοποιηθεί και να επικυρωθεί η επιστήμη ανεξάρτητα από φιλοσοφικές ή άλλες ερμηνείες για το πώς λειτουργεί.

Επιστρέφοντας τώρα στον φιλοσοφικό θετικισμό, ο Κύκλος της Βιέννης ήταν ομάδα φιλοσόφων των οποίων έργο τους άνθισε στα μέσα του πολέμου. Πολλοί απ’αυτούς είχαν σπουδάσει φυσική και επηρεάστηκαν από την επίσημη Βρετανική φιλοσοφία με καθοδηγητή τον Bertrand Russell. Επειδή μερικοί ήταν Εβραίοι και άλλοι αριστεροί, η κοινωνική τους θέση ήταν η αιτία της διάσπασης του κύκλου όταν μπήκαν σε κυριαρχία οι Ναζιστές. Τα περισσότερα μέλη του κύκλου μετακόμισαν στην Βρετανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου επηρέασαν πολύ την Αγγλο-αμερικάνικη φιλοσοφία. Τα μέλη του Κύκλου της Βιέννης ήταν οι Moritz Schlick, Ernst Mach, Otto Neurath, και ο Rudolf Carnap - οι A.J. Ayer, Herbert Feigl, Kurt Gö del, και Hans Reichenbach συνδέονταν με τον κύκλο. Ο Karl Popper είχε στενές διασυνδέσεις με τον κύκλο αλλά ποτέ δεν θεωρήθηκε πιστός θετικιστής.

Η δεύτερη ομάδα ήταν η Εταιρία Εμπειρικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου γύρω από τον Hans Reichenbach, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τους Walter Dubislav, Kurt Grelling και Carl Hempel. Ακόμη μια άλλη συγγενής ομάδα υπήρχε και στην Πράγα (Frank). Η σύγκλιση των ομάδων αυτών οδηγεί το 1930 στην έκδοση του περιοδικού Erkenntnis από τους Carnap και Reichenbach, που αμέσως γίνεται το επίσημο όργανο του θετικιστικού ρεύματος.

Ίσως η κύρια έννοια που συνδέεται με την θετικιστική φιλοσοφία της επιστήμης τουλάχιστον στις πρώτες εκδοχές της, ήταν το κριτήριο της επαλήθευσης, που έλεγε ότι οι δηλώσεις έχουν έννοια όταν επαληθεύονται. Ενώ κάποιες δηλώσεις μπορούσαν να εξακριβωθούν με τη λογική ή με τον ορισμό, το σημαντικότερο μέσο επαλήθευσης ήταν η «εμπειρία». Για παράδειγμα, η πρόταση, «τα κοράκια είναι δεκαπέντε» δεν έχει καμία έννοια γιατί η πρόταση δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ως αληθής ή ψευδής ενώ θα μπορούσε αν ήταν «τα κοράκια είναι μαύρα». Έτσι, κάτω από αυτό το κριτήριο, οι προτάσεις της μεταφυσικής (όπως, για παράδειγμα, η πρόταση “υπάρχει ζωή μετά θάνατον”) αλλά και κάποιοι γενικοί χαρακτηρισμοί (του τύπου, για παράδειγμα, “τα σκυλιά είναι περισσότερα από τις γάτες”) δεν έχουν κανένα νόημα, με την έννοια ότι δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς, αφού πρακτικά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να επαληθευθούν εμπειρικά. Αντίθετα, κάποιες επιστημονικές προτάσεις (όπως, για παράδειγμα, η πρόταση “υπάρχει ζωή στη σελήνη”) ή και κάποιοι άμεσοι χαρακτηρισμοί (του τύπου, για παράδειγμα, “τα σκυλιά είναι τετράποδα”) μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να απορριφθούν από τα υπάρχοντα εμπειρικά δεδομένα και γι' αυτό έχουν νόημα. Ενώ το κριτήριο της επαλήθευσης έχασε τη σημαντικότητά του με την πάροδο του χρόνου, η εμπειρική ερμηνεία της έννοιας συνέχισε να υπογραμμίζει τον οξύ διαχωρισμό που οι θετικιστικές συνήθως έβγαζαν μεταξύ των θεωρητικών όρων και των όρων παρατήρησης. Οι θεωρητικοί όροι, όπως η ενέργεια στην φυσική, μπορεί να μην έχουν καμία σημασία με την ακριβή έννοια γιατί δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμοι, ούτε να έχουν άμεση σχέση όταν μετριούνται με τους ειδικούς μηχανισμούς μέτρησης. Ενώ οι παρατηρησιακοί όροι (όπως, για παράδειγμα, “άσπρο,” “μεγάλο,” “ελαφρύ”) αναφέρονται σε απλές παρατηρήσεις αντιληπτών πραγμάτων, καταστάσεων και ιδιοτήτων τους ή και των σχέσεών τους.

Βέβαια, δεν είναι υποχρεωτικό όλοι οι θεωρητικοί όροι ή προτάσεις να στηρίζονται στην εμπειρία, όπως πιστοποιούν παραδείγματα από τη λογική και τα μαθηματικά. Γενικώς λοιπόν, ο θετικισμός πρεσβεύει ότι οι θεωρητικοί όροι ανήκουν σε τρεις διακριτές ομάδες (λεξιλόγια): (i) το λογικό λεξιλόγιο, που περιλαμβάνει τις λογικές σταθερές και το μαθηματικό συμβολισμό, (ii) το παρατηρησιακό λεξιλόγιο και (iii) το θεωρητικό λεξιλόγιο.

Αντίστοιχα, οι θεωρητικές προτάσεις μπορούν να είναι ενός από τους εξής τρεις τύπους γλωσσών: (i) την παρατηρησιακή γλώσσα, που περιέχει μόνο παρατηρησιακό (και λογικό) λεξιλόγιο, (ii) την θεωρητική γλώσσα, που περιέχει μόνο θεωρητικό (και λογικό) λεξιλόγιο, και (iii) τη μικτή γλώσσα, που περιέχει μικτές προτάσεις.

Η ερμηνεία της έννοιας ως σημείο αναφοράς έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με την κατανόηση της έννοιας που είναι κοινή στη φιλολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Αυτή είναι μία από τις πρώτες ευκαιρίες για τη διασταύρωση των παρεξηγήσεων που γίνονται στους επιστημονικούς τομείς. Για παράδειγμα σύμφωνα με τον Ferdinand de Saussure, το νόημα μιας πρότασης πηγάζει από τη σχετική θέση του σε διάφορους κώδικες σημασιολογικών διαφορών. Συνεπώς, το νόημα της πρότασης «το τσακάλι γελάει», κατανοείται μέσα από μια σειρά αντιθέσεων. Αυτές συμπεριλαμβάνουν τις αντιθέσεις μεταξύ του τσακαλιού και άλλων ζώων (δηλ. δεν είναι κοράκι ή κύκνος), τις αντιθέσεις του γέλιου και άλλων δραστηριοτήτων (δεν είναι μαύρο, δεν γίνεται άσπρο, ούτε συγκρούεται σ’έναν τοίχο)-η γραμματική αντιπαράθεση του τσακαλιού και του γέλιου σε μια πρόταση συγκρινόμενη με άλλες περιπτώσεις -και τη σημασιολογική χαρτογράφηση των συνδέσεων μεταξύ του ‘τσακαλιού’ και του ‘γέλιου’. Αυτή η όψη της έννοιας έχει μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη γλωσσολογία, την πολιτιστική ανθρωπολογία, την ιστορία και τις φιλολογικές/πολιτιστικές μελέτες μέσα από διάφορες πνευματικές εξελίξεις γνωστές ως δομισμός (structuralism), μετά δομισμός (poststructuralism) και αποδόμιση.

Συνεπώς μια όψη της έννοιας συνδέεται με μια λέξη ενός πράγματος στο οποίο αναφέρεται, ενώ μια άλλη όψη ανοίγει έναν νέο κόσμο ερμηνειών. Σε αντίθεση με το έργο των θετικιστών για τη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας επίσημης προσέγγισης, οι σημασιολογικές προσεγγίσεις της έννοιας παρουσιάζουν τις γνώσεις και τους πολιτισμούς ως σημαντικότατα σημεία αναφοράς. Ενώ οι διαφορές μεταξύ των θετικιστών και σημασιολόγων είναι μεγάλες, μπορούν να συμβαδίσουν. Δηλαδή, υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς τη γλωσσολογική πραγματικότητα. Αυτός είναι ο πρώτος καθορισμός που θέλω να κάνω μεταξύ της φύσης της φιλοσοφίας του παραδείγματος της ‘πάπιας -λαγού (ή κορακιού-τσακάλι) και των κοινωνικών/πολιτιστικών μελετών. Όπως και στην περίπτωση των διαγραμμάτων gestalt [τα διαγράμματα αυτά είναι διαγράμματα μορφολογικής ψυχολογίας, δηλαδή διαγράμματα σύμφωνα με τα οποία, ανάλογα με την πολιτιστική, κοινωνιολογική, ψυχολογική και ίσως θρησκευτική κατάσταση των ατόμων, δίνεται διαφορετική ερμηνεία για το ίδιο παράδειγμα, με τις ίδιες παρατηρήσεις, π.χ. το ίδιο σκίτσο μπορεί να ερμηνευτεί σαν πάπια ή λαγός.] που αλλάζουν μεταξύ της πάπιας και λαγού, δεν είναι απαραίτητο να επιλέξουμε τις δύο όψεις των εννοιών. Καλύτερα θα ήταν να καταλάβουμε πως συνδέονται αυτά σε μια σειρά ερωτήσεων και θεμάτων. Ένας παραπλανητικός τρόπος να ερμηνεύσουμε αυτή τη διαφορά είναι με τη σύγκριση εννοιών των απόψεων του θετικιστή και σημασιολόγου με αυτά που ονομάζονται πολλές φορές, απόψεις αλήθειας της αντιστοιχίας και συνοχής.

Για να επιτευχθεί όμως η καθαρή λογική δόμηση του τελικού προϊόντος της επιστημονικής πράξης, ο θετικισμός προτρέπει να παραβλεφθούν οι ψυχολογικοί ή και κοινωνιολογικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τις σκέψεις και τις πράξεις των επιστημόνων, δηλαδή, να διακριθεί πλήρως η λογική από την ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την ιστορία. Η υποτιθέμενη σύγχυση της λογικής με την ψυχολογία ονομάσθηκε “ψυχολογισμός” και της λογικής με την κοινωνιολογία “κοινωνιολογισμός.” Και τις δυο αυτές τάσεις ο θετικισμός τις θεωρούσε θανάσιμα αμαρτήματα και τις απέρριπτε εκ των προτέρων.

Για μια πρώτη προσέγγιση, η αντιστοιχία της αλήθειας λέει ότι οι προτάσεις είναι αληθείς όταν αναφέρονται σε πράγματα που υπάρχουν, ενώ η άποψη της συνοχής λέει ότι οι προτάσεις είναι αληθείς μόνο όταν τοποθετούνται λογικά σε ένα συνδεδεμένο σώμα γνώσης. Μεγάλη παρεξήγηση θα γινόταν αν διαφωνούσαμε ότι η ήδη υπάρχουσα θεωρία της έννοιας συνδεδεμένη με τον de Saussure υπονοούσε ότι οι κοινωνικές επιστήμες και οι ανθρωπιστικοί τομείς που χρησιμοποιούν τις εννοιολογικές θεωρίες του, θα εμπεριέχουν μια θεωρία της συνοχής της αλήθειας. Επειδή οι κοινωνικοί επιστήμονες όπως για παράδειγμα οι γλωσσολόγοι, δημιουργούν θεωρίες από γλωσσολογικές παρατηρήσεις, φιλοσοφικά μπορεί να έχουν είτε μέρισμα συνοχής, ή αντιστοιχία στην αλήθεια. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μπερδεύεται η σημασιολογική με τη συνοχική άποψη της έννοιας, ακόμα και αν υπάρχουν συμπτωματικές περιπτώσεις.

Σύμφωνα με την άποψη της έννοιας που δημιουργήθηκε από την παρατήρηση, οι θετικιστές μπόρεσαν να ξεχωρίσουν τη θεωρία από την παρατήρηση. Ο Carnap για παράδειγμα, ξεχώρισε τις τοπικές μορφές παρατήρησης από τους γενικούς εμπειρικούς νόμους που παρέμειναν σταθεροποιημένοι στην παρατηρησιακή γλώσσα, και στη συνέχεια ξεχώρισε τους εμπειρικούς νόμους από τους θεωρητικούς νόμους ή θεωρίες που δεν ήταν βασισμένοι στην παρατηρησιακή γλώσσα. Το χάσμα μεταξύ των θεωρητικών ορολογιών (π.χ. της θερμικής ενέργειας) και των όρων παρατήρησης (π.χ. μια μέτρηση της θερμότητας) δημιούργησε πρόβλημα ερμηνείας. Οι θετικιστές προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα προτείνοντας αυτό που ονομάζουν κατά καιρούς κανόνες αντιστοιχίας, κανόνες λειτουργικότητας, συνδυαστικοί νόμοι ή ένα λεξικό. Αυτοί οι κανόνες ή ορισμοί έδωσαν τη δυνατότητα μετάφρασης διαφόρων κατηγοριών.

Αυτές είναι οι μικτές προτάσεις που ονομάζονται κανόνες αντιστοίχησης και δεν είναι παρά ένα είδος λεξικών, που μεταφράζουν τους θεωρητικούς σε παρατηρησιακούς όρους. Σαν αποτέλεσμα της δράσης των κανόνων αντιστοίχησης, αφενός εξασφαλίζεται η γνωστική σημασία των θεωρητικών όρων κι αφετέρου παράγεται η σημασιολογική ερμηνεία των θεωρητικών γλωσσών μέσω της σύνδεσής τους με τα αντιληπτά φαινόμενα, στα οποία αναφέρονται.

Σύμφωνα με τον διαχωρισμό μεταξύ των όρων παρατήρησης και θεωρίας είναι η θεωρία της εργαλειοκρατίας, η όψη ότι οι θεωρίες είναι υπολογιστικά όργανα για την πρόβλεψη ή επεξήγηση παρατηρούμενων φαινομένων. Σημειώστε ότι στις κοινωνικές επιστήμες η εργαλειοκρατία μπορεί να αναφέρεται σε ένα είδος ανάλυσης που ερμηνεύει τα κίνητρα για την ενέργεια στα πλαίσια της απόκτησης ή της προστασίας περιοχής, συνήθως με τη χρήση οικονομικών ή στρατιωτικών μεταφορών. Στη φιλοσοφία, η εργαλειοκρατία έρχεται σε αντίθεση με την οντολογική πραγματικότητα, που λέει ότι οι θεωρητικοί ορισμοί συλλαμβάνουν βαθύτερες έννοιες της πραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, για τον θετικισμό, οι θεωρητικοί όροι δεν συλλαμβάνουν κάτι από τις βαθύτερες δομές της πραγματικότητας, δηλαδή, δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε οντολογικό ρεαλισμό. Απλώς είναι τα κατάλληλα εργαλεία ή οι πρόσφορες κατασκευές, που χρησιμοποιούνται στη συγκρότηση λογικών θέσεων για τα παρατηρούμενα φαινόμενα. Μερικοί θετικιστές δεν είχαν πειστεί ολοκληρωτικά για την μεταφυσική (και μερικές φορές ανεξήγητη) φύση των δηλώσεων από τους ρεαλιστές για τους θεωρητικούς ορισμούς τους. Με αυτή την έννοια, μπορεί να διαφωνήσει κανείς στο ότι οι θετικιστές που εφάρμοσαν την εργαλειοκρατία δεν ήταν ρεαλιστές. Για παράδειγμα, ο Reichenbach ισχυριζόταν ότι ήταν ρεαλιστής καθώς και στα τελευταία έργα του ο Carnap φαίνεται να αναγνώριζε τη δύναμη της ρεαλιστικής διαφωνίας ότι οι θεωρητικοί ορισμοί είχαν την τάση να γίνουν όροι παρατήρησης με τη πάροδο του χρόνου, αλλά προτίμησε να αντικαταστήσει τη συζήτηση αυτή με την ερώτηση: «Θα προτιμήσουμε μια γλώσσα της φυσικής (και της επιστήμης γενικότερα) που περιέχει θεωρητικούς όρους, ή μια γλώσσα χωρίς τέτοιους όρους;». Όλοι τους όμως ξεκινούσαν από το γεγονός ότι οι επιστημονικές θεωρίες πρέπει να γίνονται κατανοητές σαν τυπικά αξιωματικά συστήματα, που επιδέχονται κάποια εμπειρική σημασιολογική ερμηνεία.

Υπήρξαν όμως πολλές επικρίσεις του θετικισμού, ιδιαίτερα από την δεκαετία του ’60 και ύστερα που οδήγησαν είτε σε μία αυξανόμενη μείωση της αξιοπιστίας του θετικισμού, είτε στην απόρριψη του ή το μετασχηματισμό του και την εμφάνιση νέων επιστημονολογικών ρευμάτων και προέρχονται από αντίπαλες φιλοσοφίες ή γενικότερα διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Για λόγους οικονομίας, δεν θα αναφερθούμε καθόλου στην επιστημολογική ταυτότητα των επικριτών, οι οποίοι θα υπονοούνται από τον χαρακτήρα των αρνητικών επισημάνσεών τους. Με τις διευκρινίσεις αυτές, μπορούμε να συνοψίσουμε κάπως σχηματικά (ακολουθώντας τον Delanty [1997, σελ. 12-3)]) τα εξής σημεία, στα οποία παρατηρείται μια έντονη αμφισβήτηση του θετικισμού:

Επιστημονισμός ή ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Μεθοδολογικά ο θετικισμός δεν δέχεται καμιά διαφορά μεταξύ των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών. Η υιοθέτηση όμως της ενότητας της επιστημονικής μεθόδου γίνεται με ταυτόχρονη παραδοχή του κυρίαρχου ρόλου των φυσικών επιστημών, αφού γενικώς αυτές εκλαμβάνονται ως το μοντέλο των κοινωνικών επιστημών. Το αποτέλεσμα είναι ο επιστημονισμός, δηλαδή, η άποψη ότι η σημασιολογική ερμηνεία της γνώσης απορρέει μόνο από τις φυσικές επιστήμες.

Φυσιοκρατία ή φαινομενοκρατία. Για τον θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου είναι μια εξωτερική στην επιστήμη πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείται από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφενός την φυσιοκρατία, δηλαδή, την ανάδειξη της φυσικής-εμπειρικής προέλευσης της γνώσης, κι αφετέρου την φαινομενοκρατία ή αντικειμενισμό, δηλαδή, την αποδοχή μιας αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.

Εμπειρισμός. Στην βάση της θετικιστικής επιστημολογίας βρίσκεται η εμπειρική παρατήρηση (κριτήριο της επαλήθευσης), η οποία υλοποιείται με την πειραματική μέθοδο. Η αναντίρρητη αναγνώριση του θετικού χαρακτήρα της εμπειρίας ως του αποκλειστικού κριτηρίου της αλήθειας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του θετικισμού.

Ουδετερότητα ή αξιολογική αδιαφορία. Σύμφωνα με τον θετικισμό, η επιστήμη δεν πρέπει να ενέχεται σε καμία αξιολογική κρίση του αντικειμένου της μελέτης της. Είναι μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Η αποστολή της είναι να περιορίζεται στα εμπειρικά γεγονότα, από τα οποία, ο θετικισμός πιστεύει, δεν μπορούν να παράγονται αξίες. Επιπλέον, η αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας γίνεται με μοναδικό γνώμονα την εμπειρική επαλήθευση, ανεξάρτητα ηθικής ή αυτοσυνειδησίας.

Εργαλειακή γνώση. Στον θετικισμό, η εμπειρική φόρτιση της θεωρίας οδηγεί αυτόματα σε μια εργαλειακή σύλληψη της επιστήμης. Έτσι, αυτή γίνεται κατανοητή σαν ένα χρήσιμο τεχνικό εργαλείο που μπορεί να εφαρμοσθεί εξίσου καλά σε μια πληθώρα διαφορετικών περιπτώσεων. Κάποιες φορές όμως, η έμφαση στον εργαλειακό και άρα ουδέτερο ρόλο της επιστήμης κρύβει μια πολιτικά συντηρητική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή της επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της επιστήμης.

Με το υπάρχον λεξιλόγιο, μπορούμε να στρέψουμε τη προσοχή μας στα προβλήματα της δικαιολόγησης, της εισαγωγής, και της θεωρίας της επιλογής. Ο Hans Reichenbach έκανε πασίγνωστο το κεντρικό διαχωρισμό μεταξύ του περιεχομένου της ανακάλυψης και της δικαιολόγησης. Μια απόρροια της θεμελιώδους για τον θετικισμό διάκρισης μεταξύ της κανονιστικής λογικής και της περιγραφικής ψυχολογίας ή κοινωνιολογίας είναι η πολυσυζητημένη διάκριση του Reichenbach μεταξύ του “πλαισίου ανακάλυψης” και του “πλαισίου δικαιολόγησης.” Εδώ η “ανακάλυψη” εννοείται όχι σαν ανακάλυψη νέων φαινομένων αλλά σαν ανακάλυψη νέων υποθέσεων και θεωριών. Οπότε το πλαίσιο της ανακάλυψης είναι το πλαίσιο της γένεσης και κατασκευής θεωριών, κάτι που μπορεί να οφείλεται σε πολλές αιτίες (όπως συγκυρίες, προσωπικότητα, κοινωνική οργάνωση κλπ.). Όλα αυτά ενδιαφέρουν τη ψυχολογία ή την κοινωνιολογία αλλά δεν επιδέχονται καμιά λογική ανάλυση. Το έργο της λογικής εγκύπτει, όταν προκύψει το ερώτημα της δικαιολόγησης ή της αξιολόγησης των θεωριών που ανακαλύφθηκαν, δηλαδή, της σημασίας και της ένταξης της νέας θεωρίας στο πλαίσιο της συνολικής επιστήμης. Κατά τον θετικισμό, το ψυχολογικό ή κοινωνιολογικό πλαίσιο της ανακάλυψης δεν παίζει κανένα ρόλο στην ανάλυση του πλαισίου της λογικής δικαιολόγησης. Όπως εξηγεί ο Ian Hacking, οι φιλόσοφοι είναι περισσότερο απασχολημένοι με το τελευταίο. Για να δικαιολογηθεί ένας νόμος ή μια θεωρία ρωτάει κανείς, είναι λογικό, υποστηριγμένο από τις αποδείξεις, επιβεβαιωμένο από το πείραμα, ενισχυμένο από συνεχή πειράματα; Αυτές είναι ερωτήσεις για τη δικαιολόγηση ή για την ορθότητα. Οι φιλόσοφοι ενδιαφέρονται για τη δικαιολόγηση, τη λογική, την αιτία, την ορθότητα και την μεθοδολογία.

Με παρόμοιο τρόπο ο Karl Popper χρησιμοποίησε το παράδειγμα της δικαστικής αίθουσας για να περιγράψει τη φιλοσοφική έννοια της δικαιολόγησης. Η επιστημονική γνώση είναι σαν την ετυμηγορία των ενόρκων, ενώ η φιλοσοφική δικαιολόγηση είναι σαν τη κρίση του δικαστή. Η ετυμηγορία απλώς υπάρχει, ενώ η δικαιολόγηση ή η κρίση μπορεί σωστά ή λάθος να συσχετιστεί με μια γενική σειρά αρχών.

Οι φιλόσοφοι αυτής της γνώμης είδαν το περιεχόμενο της ανακάλυψης- πως οι επιστήμονες καταλήγουν σε μια θεωρία ή νόμο - όπως το βασίλειο της ιστορίας, ψυχολογίας, ή κοινωνιολογίας. Είχαν τη πρόθεση να αποδεχτούν ένα ρόλο για κοινωνικούς παράγοντες στην επιστήμη, εφόσον οι παράγοντες παραπέμπονταν στα πλαίσια της ανακάλυψης. Από αυτή την άποψη, οι φιλόσοφοι βλέπουν ότι το καθήκον τους είναι η μελέτη των λογικών απόψεων της επιστήμης, ενώ οι κοινωνικές μελέτες περιορίζονται στις μη-ορθολογικές απόψεις της επιστήμης(Lauden, 1977). Όμως είναι δύσκολη η διατήρηση αυτής της άποψης γιατί η κοινωνική ακτιβισμός είναι επίσης λογική, και η λογική ελέγχεται από την κοινωνία. Μπορούν να αναπτυχθούν ιστορικές ή κοινωνιολογικές περιγραφές εξελίξεων, όπως της μεθοδολογίας ή της λογικής, και αυτός ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ των κοινωνιολογικών μελετών και της φιλοσοφίας σίγουρα θα είναι ανεπιτυχείς. Οι παρεξηγήσεις εξαλείφονται όταν ο κύριος επιστημονικός τομέας έχει την έννοια περιγραφικού και όχι διατακτικού έργου.

Επομένως, ο θετικισμός αδιαφορεί τόσο για το νόημα μιας συγκεκριμένης επιστημονικής γνώσης όσο και για τους τρόπους, που οι επιστήμονες παράγουν γνώση. Το πρώτο το αφήνει στην αντίστοιχη θεωρία που διαπραγματεύεται το περιεχόμενο της εν λόγω γνώσης και το δεύτερο στη ψυχολογία και την κοινωνιολογία. Αντιθέτως, ο θετικισμός ενδιαφέρεται μόνο για τη μελέτη των λογικών σχέσεων μεταξύ όλων των δυνατών επιστημονικών γνώσεων, όπως κι αν αυτές παρήχθησαν. Σύμφωνα με τον Carnap (1937, σελ. xiii), “η φιλοσοφία πρέπει να αντικατασταθεί από τη λογική της επιστήμης - δηλαδή, από τη λογική ανάλυση των εννοιών και των προτάσεων των επιστημών, διότι η λογική της επιστήμης δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης.” Αφού λοιπόν η λογική είναι μια a priori επιστήμη, η θετικιστική επιστημολογία γίνεται έτσι μια a priori φιλοσοφία. Με άλλα λόγια, είναι μια a priori θεώρηση της επιστημονικής πρακτικής, δηλαδή, των ιδεατών τύπων σύμφωνα με τους οποίους η επιστήμη πρέπει να συμμορφώνεται.

Ο Ronald Giere καταλαβαίνει αυτό το βασικό σημείο. Σημειώνει, για τον Carnap και πιθανόν για πολλούς άλλους φιλόσοφους που βρίσκονται κάτω από την επιρροή του θετικιστικού εθίμου, ότι η φιλοσοφία είναι «το πως ένας ιδανικός λογικός επιστήμονας θα έπρεπε να σκέφτεται». Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο, γιατί μερικοί φιλόσοφοι φαίνεται να νομίζουν ότι περιγράφουν ιστορικά γεγονότα, ενώ στην ουσία αναπλάθουν τους ιδανικούς επιστήμονες για να βγάζουν διατακτικά συμπεράσματα. Ο Giere προσθέτει « για τον λογικό εμπειρικισμό, τότε, το χάσμα μεταξύ της ψυχολογίας ή της κοινωνιολογίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας της επιστήμης είναι σαν το χάσμα μεταξύ του «είναι» και «θα’πρεπε», που λογικά δεν συνδέονται. Ο σκοπός του θετικισμού δεν ήταν να κάνει διάκριση μεταξύ του ‘είναι’ και ‘θα’πρεπε’, αλλά να δει τη φιλοσοφική παραγραφή όπως εντοπίζεται στις λογικές εξελίξεις που κατά κάποιον τρόπο βρίσκονται έξω από την κοινωνία και τον πολιτισμό.

Η επιλογή της λέξης ‘δικαίωσης - δικαιολόγησης’ κατευθύνεται προς ένα σύμπλεγμα αξιών που δίνουν βάσεις στον θετικιστή. Η έννοια της ‘δικαίωσης’ στη Δυτική επιστήμη και φιλοσοφία μπορεί να συγκριθεί με τη Δυτική θρησκεία. Η Καλβινιστική πλευρά της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης υποστήριξε ότι η δικαίωση προέρχεται από την πίστη και όχι από τα καλά έργα. Εδώ η δικαίωση βασίζεται πάνω σ’αυτόν που θεωρείται καλός χριστιανός και επομένως θα κριθεί ικανός να περάσει το κατώφλι του παραδείσου. Πριν απ’τη Μεταρρύθμιση ο πάπας μερικές φορές έκανε άφεση αμαρτιών με ανταλλαγή τη νομισματική προσφορά στην εκκλησία. Το δόγμα της δικαίωσης επεκτάθηκε στις χρηματικές προσφορές στην εκκλησία και οι πλούσιοι πίστευαν πως αγόραζαν το εισιτήριο για τον παράδεισο. Στην υποστήριξη της δικαίωσης η οποία θα προερχόταν από τη πίστη, (που με τη σειρά της θα εγκρινόταν από τα καλά έργα), Προτεστάντες όπως ο Martin Luther επιχειρούσαν να αιτιολογήσουν την πορεία της δικαίωσης.

Με παρόμοιο τρόπο οι θετικιστές ήθελαν να αιτιολογήσουν την εξέλιξη της δικαίωσης - δικαιολόγησης μέσα απ’την επιστήμη. Για να γίνει αυτό, προσπάθησαν να τοποθετήσουν τη δικαιολόγηση στους λογικούς κανόνες που προέρχονταν από μια διαδικασία της λογικής -παρόμοια δηλαδή με τη λογική σειρά των μαθηματικών: τη δικαιολόγηση από την αιτία ή τη λογική. Καταλαβαίνουμε έτσι τη συσχέτιση που υπήρχε μεταξύ της λογικής του θετικισμού και των μαθηματικών. Καλό θα 0ήταν να αναφέρουμε ότι υπόδειγμα του θετικιστικού σχεδίου ήταν το πρόγραμμα των Μαθηματικών Αρχών (Principia Mathematica, Whitehead & Russell, 1910-13), στο οποίο επιχειρούταν η αναγωγή της αριθμητικής στη λογική. Πιο συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα αυτό ξεκινώντας από βασικές έννοιες της λογικής, όπως του συνόλου και των στοιχείων του, κατασκευάζονταν στη συνέχεια αντικείμενα που έχουν τις τυπικές ιδιότητες των ακεραίων. Με τον τρόπο αυτό, οι Russell και Whitehead άρθρωναν μια τεχνητή λογική γλώσσα με ανεπτυγμένες εκφραστικές δυνατότητες, σαφήνεια και εσωτερική συνέπεια. Όπως οι θεολόγοι, πίστευαν ότι τα λογικά συστήματα υπήρχαν έξω από την επιρροή της ανθρώπινης ιστορίας ή τον πολιτισμό. Ενώ αυτή η σκέψη μπορεί να εκπλήσσει τους αναγνώστες σήμερα, και να τη θεωρήσουν φιλοσοφικά θεολογική, ας δούμε τι υποστηρίζουν πριν εκφράσουμε την άποψή μας. Ένα μεγάλο πρόβλημα στην φιλοσοφική δικαίωση της επιστημονικής γνώσης ήταν το πρόβλημα της επαγωγής, δηλαδή πως μπορούμε να βγάλουμε γενικούς εμπειρικούς νόμους από την παρατήρηση. Όπως ρώτησε ο Carnap: «τι μας δίνει το δικαίωμα να πηγαίνουμε από την παρατήρηση προς τον νόμο που εκφράζει κάποιες ομαλότητες της φύσης;». Στην επαγωγική λογική, τα συμπεράσματα βγαίνουν με βεβαιότητα από τις επαγωγές μόνον και εφόσον ακολουθούνται από κανόνες. Για παράδειγμα, οι κύκνοι είναι λευκοί, και αν αυτό το πουλί είναι ένας κύκνος, τότε αυτό το πουλί είναι λευκό. ( Ένα άλλο παράδειγμα για την επαγωγική λογική είναι το είδος μαθηματικών αποδείξεων που πολλοί έμαθαν στο σχολείο ) . Όμως η βεβαιότητα των επαγωγικών συμπερασμάτων δεν ίσχυε για την παραγωγική λογική, δηλαδή, επαγωγικώς ακατάλληλες εξαγωγές συμπερασμάτων από πειραματικές πληροφορίες προς τους εμπειρικούς νόμους. Ο Carnap υπερασπίστηκε την ιδέα ότι μπορούσε να βγει επαγωγική λογική από την επιβεβαίωση ή την δικαιολόγηση των εμπειρικών νόμων. Ενώ απέρριψε την άποψη ότι αυτή η λογική μπορούσε να απλοποιηθεί μέχρι να μπει στον επαγωγικό μηχανισμό, πίστευε ότι «σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να καθοριστεί η λογική πιθανότητα ή ο βαθμός επιβεβαίωσης με μηχανικές διαδικασίες», μιας υπόθεσης που βασίζεται σε μια σειρά παρατηρήσεων. Έτσι μπορούσε να καθορίσει τη λογική πιθανότητα ή τον βαθμό επιβεβαίωσης μιας πρόβλεψης ή ακόμα και μια σειρά νόμων με βάση τις παρατηρήσεις. Συγκεκριμένα, ο Carnap θεωρεί ότι η επαγωγή “e συνεπάγεται L” έχει νόημα σαν πρόταση διατυπωμένη με πιθανότητες, δηλαδή, σαν “η πιθανότητα να ισχύει η L, όταν δίνεται η e, είναι ίση με r,” όπου r ένας αριθμός μεταξύ 0 και 1 (συμβολικά: p(L|e) = r). Παρότι ο Carnap ανέπτυξε το πιθανοκρατικό μοντέλο της επαγωγικής λογικής μόνο για πολύ απλές γλώσσες (όπου, ακόμη και σ' αυτές, τα τεχνικά προβλήματα είναι τεράστια), εκείνο που θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι η θετικιστική προσπάθεια απάντησης του προβλήματος έθετε την επιστημονική επαγωγή σε καθαρά αντικειμενικές βάσεις, κοινές με εκείνες της παραγωγικής λογικής.

Ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα δικαίωσης δημιουργείται όταν δύο επιστήμονες εισάγουν δύο διαφορετικές θεωρίες. Ποια κριτήρια πρέπει να επιλέξει κανείς ανάμεσα σε δύο καλά διαμορφωμένες θεωρίες; Ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον ερώτημα στη φιλοσοφία της επιστήμης. Αν οι φιλόσοφοι μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του ερωτήματος ίσως διευκολύνουν την επιλογή της θεωρίας για να λειτουργήσει καλύτερα στις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες. Μια πρώτη απάντηση φαίνεται καθαρά στο ερώτημα ότι θα ήταν προτιμότερο να επιλέξει τη θεωρία που αντιστοιχεί καλύτερα στους εμπειρικούς νόμους ή παρατηρήσεις. Να βρει ποια θεωρία ταιριάζει καλύτερα σε όλες τις παρατηρήσεις είτε με την εξέταση των παρατηρήσεων που υπάρχουν ή κάνοντας ένα πείραμα που θα επιτρέψει την επιλογή μεταξύ των δύο θεωριών. Στην πρακτική, αυτή η προσέγγιση λειτουργεί στην επιστήμη και δεν χρειάζεται μεγάλη βοήθεια από τη φιλοσοφία.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Σε μερικές περιπτώσεις δύο θεωρίες μπορεί να μην διαχωρίζονται ξεκάθαρα, με άλλα λόγια μπορεί να εξηγούν τα ίδια γεγονότα. Σ’αυτή τη περίπτωση η θεωρία που μπορεί να προβλέψει και να εξηγήσει καινούριους νόμους ή και παρατηρήσεις είναι σίγουρα η προτιμότερη. Υπάρχει όμως και άλλη μορφή δυσδιάκρισης όταν «δύο θεωρίες οδηγούν στις ίδιες ακριβώς προβλέψεις» (Carnap, 1955). Πολλοί ρεαλιστές πιστεύουν ότι οι θετικιστές έρχονται σε αδιέξοδο όταν αντιμετωπίζουν τέτοια περίπτωση. Η επιλογή μεταξύ δύο θεωριών που συμπίπτει με την πιο έντονη μορφή δυσδιάκρισης είναι μεταφυσική και συνεπώς, όχι επιστημονική.

Όμως, σ’αυτή τη περίπτωση ο Carnap αποδέχτηκε την απλότητα ως κριτήριο επιλογής. Στη μελέτη του για την επιλογή μεταξύ την Ευκλείδειος Γεωμετρία και την αντευκλείδειος γεωμετρία, μπόρεσε να διακρίνει δύο είδη απλότητας. Η αντευκλείδειος γεωμετρία ήταν περισσότερο περίπλοκη, αλλά απλούστευε πολύ το σύστημα των φυσικών νόμων, ακόμα και ο Einstein μαζί με τους οπαδούς του επέλεξαν τη συστηματική μορφή της απλότητας αντί για την υπολογιστική μορφή (Carnap, 1955).

Το κριτήριο της απλότητας έχει μεγάλη ιστορία η οποία ξεκίνησε από τον William της Ockham και είναι γνωστός ως Occam’s Razor ή ο κανόνας της φιλαργυρίας. Αυτή η αρχή δηλώνει ότι οι οντότητες δεν θα’πρεπε να πολλαπλασιάζονται πέρα από το απαραίτητο σημείο. Ο Carnap επομένως φέρνει στο φως ένα παλιό κριτήριο για την επιλογή της θεωρίας και διευκρινίζει ποιο είδος απλότητας είναι καλύτερο. Το πρόβλημα της δυσδιάκρισης φαίνεται να έχει λυθεί.

Η ενοποίηση της επιστημονικής θέσης

Πριν περάσουμε στην επόμενη παράγραφο, θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε στις βασικές διαφορές επιστήμης και φιλοσοφίας, ώστε να διαχωριστούν οι δύο αυτές έννοιες, προτού μελετήσουμε την ενοποίηση και «σύμπτυξη» κατά ένα μέρος των δύο θεωριών, που θα γεννήσουν, μέσα από αυτές τις διαφορές, δύο νέες έννοιες, την ανθρωπιστική και τη φυσική επιστήμη και θα βοηθήσουν, στη συνέχεια, στην κατανόηση της «ενοποίησης της επιστημονικής θέσης».

Σημειώνουμε τις κυριότερες διαφορές ανάμεσα στην φιλοσοφία και στην επιστήμη :

Η φιλοσοφία εξετάζει αν, κατά τον Αριστοτέλη, αυτό που φαίνεται ως πραγματικό είναι και πραγματικό, εξετάζει δηλαδή η φιλοσοφία το "καθόλου", ενώ οι επιστήμες εξετάζουν τα "επιμέρους" δηλαδή τις ειδικές γνώσεις. Η επιστήμη αναφέρεται σε ειδικό τομέα γνώσεων, ενώ της διαφεύγει το όλο και πολλές φορές αγνοεί την ουσία, δηλαδή τις αρχές του θέματος με το οποίο καταπιάνεται.

Η φιλοσοφία ερευνά "την αρχή των όντων" και είναι γνώση θεωρητική και όχι πρακτική, αναζητεί τα "ριζώματα πάντων" όπως λέει ο Husserl.

Η φιλοσοφία κινείται σε αφηρημένο χώρο και εξετάζει τα πράγματα σε βάθος ερευνώντας το γιατί, ενώ η επιστήμη ασχολείται με το πώς.

Η φιλοσοφία δουλεύει με έννοιες και προτάσεις και όχι με φαινόμενα όπως η επιστήμη.

Η επιστημονική γνώση, είναι σχετική, επειδή πάντοτε το επόμενο στάδιό της είναι τελειότερο σε σχέση με το προηγούμενο, δηλαδή προοδεύει με την έννοια ότι κάθε στάδιο έρχεται σε ρήξη μερική ή καθολική με κάθε τι προηγούμενο. Η επιστήμη είναι πεπερασμένη και συγκεκριμένη, δηλαδή η γνώση που μας προσφέρει είναι σχετική και ισχύει μόνο για τα συγκεκριμένα πράγματα ή φαινόμενα με τα οποία καταπιάνεται. Η φιλοσοφική αλήθεια φαίνεται απόλυτη για όποιον τη ζει.

Η επιστήμη προχωράει από το ορατό στο ορατό και ασχολείται με ορισμένα με σαφήνεια προσδιορισμένα από την ίδια αντικείμενα. Αντίθετα, η φιλοσοφία προχωρεί από το ορατό στο αόρατο και πραγματεύεται "το σύνολο των αντικειμένων και φαινομένων".

Προορισμός της επιστήμης είναι η γνώση του συγκεκριμένου αντικειμένου, προορισμός της φιλοσοφίας, σύμφωνα με την άποψη του Γουλιέλμου Diltey είναι "η σύλληψη της ενότητας του είναι στις διάφορες εμπειρίες και τις εκδηλώσεις της ζωής".

Η επιστήμη είναι αυστηρά αντικειμενική και έχει κύριο σκοπό να βρει και να διατυπώσει νόμους, οι οποίοι διέπουν τα φαινόμενα. Στη φιλοσοφία υπάρχει αντικειμενικότητα, η οποία όμως δεν τοποθετείται στο πλαίσιο της επαλήθευσης ή διάψευσης των προτάσεών της, αλλά στο βαθμό που δίνει νόημα, άποψη που οι νεοθετικιστές υποστηρίζουν έντονα. Η φιλοσοφία ακόμα, δεν διατυπώνει νόμους με βάση δεδομένα, αλλά κανόνες με βάση τα ιδεατά.

Η επιστήμη έχει ειδικές μεθόδους ώστε να αποδεικνύει αυτό που γνωρίζει, η φιλοσοφία "δείχνει" τα νοήματά της, τα οποία φανερώνει απλώς και καλεί τους ανθρώπους να τα σκεφτούν.

Τέλος, όπως παρατηρεί ο Ι.Ν.Θεοδωρακόπουλος, ενώ η επιστήμη έχει σκοπό να εξηγήσει ή να σώσει τον κόσμο της φύσης, δηλαδή τα φαινόμενα και τούτο σημαίνει να βρει νόμους, το έργο της φιλοσοφίας, αντίθετα, συνίσταται στο να σώσει το νόημα της ζωής, να διατηρήσει δηλαδή την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και, συγχρόνως, να εξηγήσει το αίνιγμα του κόσμου, να το παρουσιάσει λογικά – διαλεκτικά μέσα στη ζωή του πνεύματος.

Η ενοποίηση της επιστημονικής θέσης προσφέρει μια γραμμή διάρκειας μεταξύ τον θετικισμό του 19ου και τον λογικό θετικισμό του 20ου αιώνα. Οι John Stuart Mill και Auguste Comte, θετικιστές του 19ου δημιούργησαν πλούσια σχήματα για τις σχέσεις μεταξύ των επιστημόνων όπου η ιεραρχία των επιστημονικών τομέων αντιστοιχούσε επίσης στην ιεραρχία των φαινομένων. Όπως και τότε η ενοποίηση των σχημάτων για τις σύγχρονες επιστήμες συνήθως έχει σχέση με την υποστήριξη της αναγωγής. Για παράδειγμα, η βιολογία μπορεί να αναχθεί στη βιοχημεία και φυσική, και οι νοητικές καταστάσεις μπορούν να αναχθούν σε νευρικές καταστάσεις.

Ο Fuller παρατηρεί ότι υπήρχαν συγκεκριμένες παραλλαγές στην ενοποίηση της επιστημονικής θέσης ακόμα κατά την δεκαετία του ‘20 και ‘30. Στην Ευρώπη, η ενοποίηση της επιστημονικής θέσης τόνισε την μαθηματική ενοποίηση των επιστημών-και τα μαθηματικά ή η μαθηματική πλευρά της φυσικής ήταν το πρότυπο της επιστήμης. Ο Fuller σχολιάζει ότι στη Γερμανία, η χημεία και η φυσική είχαν σχέση με την ήττα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και οι θετικιστές είχαν την τάση να απομακρύνονται από εκείνους τους τομείς. Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η τεχνολογία είχε σχέση με τη νίκη του πολέμου, οι θεωρητικοί όπως ο John Dewey συνέδεαν την επιστήμη με την τεχνολογία.

Ως φιλοσοφική πρόταση, η ενοποίηση της επιστημονικής θέσης ισχυρίζεται ότι οι θεωρίες διαφόρων επιστημονικών τομέων δεν θα έπρεπε να είναι σε αντίθετα πεδία, ακόμα και όταν τα διάφορα επίπεδα της επιστήμης και παρατηρήσεις δεν απλοποιούνται. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα χρήσης διαφόρων θεωριών μαζί για την πρόβλεψη νέων παρατηρήσεων.

Στο σημείο των κριτηρίων της μεθόδου και της δικαιολόγησης, η ενοποίηση της επιστημονικής θέσης θα είχε την έννοια ότι μια φιλοσοφία της επιστήμης όπως κατανοείται σε έναν επιστημονικό τομέα θα μπορούσε να μεταφερθεί σε άλλους επιστημονικούς τομείς. Με άλλα λόγια οι φιλόσοφοι της επιστήμης που βασίζονται στη φυσική μπορούν να επεκταθούν σε άλλους επιστημονικούς τομείς.

Ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία στο σημείο αυτό έρχεται όταν η φιλοσοφία της επιστήμης γενικεύεται -από τις φυσικές επιστήμες προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η τάση των φιλοσόφων της επιστήμης να χρησιμοποιούν τη φυσική ως πρότυπό τους έχει δημιουργήσει μια παρεξήγηση στους επιστημονικούς τομείς με τους κοινωνικούς επιστήμονες και τους ουμανιστές. Μερικοί ουμανιστές έχουν υποστηρίξει μια ριζοσπαστική διαφορά που υπάρχει μεταξύ των φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών στα πλαίσια μιας διαφοράς στη μεθοδολογία της εξήγησης και στην ερμηνευτική κατανόηση. Στις πιο φιλοσοφικές κοινωνικές επιστήμες και σε πολλές φιλολογίες η μέθοδος που προτιμάται γενικότερα είναι κάποιο είδος ερμηνείας παρά επεξήγησης. Όμως, πολλοί ισχυρίζονται (και εγώ θα συμφωνούσα) ότι η ερμηνευτική κατανόηση είναι ένα είδος επεξήγησης. Υπάρχει η δυνατότητα, συνεπώς να διατηρηθεί μια μοναδική άποψη της μεθοδολογίας, ακόμα και αν κάποιος δεν αποδεχτεί άλλους τομείς ενοποίησης όπως τη μεταβολή του κοινωνικού/ συμβατικιστικού προς το νευρολογικό/βιολογικό. Όμως, η έμφαση που δίνεται στην προβλέψιμη εξήγηση στη φυσική φαίνεται αδύνατη για τα περισσότερα φαινόμενα που μελετούνται στις κοινωνικές επιστήμες. Πολλά κοινωνικά φαινόμενα είναι πάρα πολύ πολύπλοκα για να είναι και προβλέψιμα, τουλάχιστον προς το παρόν. Συνεπώς, καθώς οι κοινωνικοί επιστήμονες διαβάζουν φιλοσοφίες των επιστημών, αμέσως βλέπουν την αποτυχία μερικών επιχειρημάτων για να τις μεταφέρουν στους δικούς τους τομείς και γίνονται σκεπτικοί περί του συνολικού περιεχομένου. Η αντίθετη επιχειρηματολογία μερικών φιλοσόφων, ότι οι κοινωνικές επιστήμες είναι υποανάπτυκτες επιστήμες -χειροτερεύει τις καταστάσεις με την υποτίμηση της αντίληψης των κοινωνικών επιστημόνων και φιλολόγων όταν οι φιλόσοφοι της επιστήμης δεν κατανοούν τις προσπάθειές τους.

Μια άλλη διάσταση του διαχωρισμού της φυσικής/ανθρωπιστικής επιστήμης είναι το πολιτιστικό νόημα που αποδίδεται στη διαφορά αυτή. Η διαφορά μεταξύ των ανθρωπιστικών επιστημών και φυσικών επιστημών είναι μια εσωτερική αναπαραγωγή στον τομέα της επιστήμης του διαχωρισμού μεταξύ των επιστημονικών και πολιτιστικών περιοχών που δεν είναι επιστημονικές, όπως δηλαδή οι τέχνες και μέχρι ενός σημείου η θρησκεία. Αυτή η διαφορά απόψεων είναι συνήθως τόσο δραματική που η παλιά διαμόρφωση των «δύο κουλτούρων» του C.P. Snow συνεχίζει να ισχύει (1959). Οι αναλυτές των φεμινιστικών επιστημονικών μελετών έχουν δείξει τον κλασσικό διαχωρισμό μεταξύ των φυσικών επιστημών και του ουμανισμού, και τον συσχετισμένο άλλα όχι πανομοιότυπο διαχωρισμό μεταξύ των σκληρών και μαλακών επιστημών, οι οποίες είναι φορτωμένες με καλολογικά στοιχεία. Αυτοί οι διαχωρισμοί συνεχώς επαναλαμβάνονται- με άλλα λόγια οι διαχωρισμοί συμβαίνουν σε διαμορφώσεις διαφόρων επιστημών, δηλαδή μεταξύ της επιστήμης γενικότερα και της μη-επιστήμης ή μεταξύ των επιστημών και τις ανθρωπιστικές σπουδές αλλά και μέσα στους ίδιους επιστημονικούς τομείς (π.χ. στη φυσική με τη βιολογία ή την μοριακή βιολογία και την οικολογία κλπ). Η φεμινιστική θεωρία δεν τονίζει μόνο ένα είδος αποσύνδεσης των επιστημόνων αλλά και την αρρενωπή προκατάληψη που ίσως μπαίνει σε κάποιες διατυπώσεις ειδικά όταν αναφέρονται στα πλαίσια της απλοποίησης.

Ένας άλλος σχετικός διαχωρισμός είναι ο καθορισμός των ιδεογραφικών και νομοθετικών επιστημών. Η ιδεογραφική επιστήμη είναι η μελέτη των ιστορικών γεγονότων, όπως της φυσικής ιστορίας μιας γεωλογικής ή οικολογικής περιοχής, ή μια ιστορική ή εθνογραφική μελέτη στις ανθρωπιστικές/κοινωνικές σπουδές. Η νομοθετική ιστορία χαρακτηρίζεται από την έρευνα γενικών νόμων. Αυτός ο διαχωρισμός συμβαίνει και στις φυσικές επιστήμες (η βιολογία σε αντίθεση με τη φυσική ιστορία), και στις κοινωνικές επιστήμες και ανθρωπιστικές σπουδές (η κοινωνιολογία σε αντίθεση με την ιστορία). Ακόμα και μέσα σε κάποιους επιστημονικούς τομείς οι διαφορετικές φάσεις θεωρούνται ιδεογραφικές και νομοθετικές. Συνεπώς, στην εθνογραφία της ανθρωπολογίας (η περιγραφή των ανθρώπων),είναι ιδεογραφική, ενώ η εθνολογία και η πολιτιστική/ κοινωνική ανθρωπολογία ακολουθούν ίδια σχήματα. Οι διαφορετικοί στόχοι, μέθοδοι και ιστορίες των διαφόρων ιδεογραφικών και νομοθετικών τομέων εισάγουν νέο ερώτημα για την ενοποίηση της επιστημονικής θέσης.

Μια άλλη πλευρά όπου οι κοινωνικές επιστήμες περιπλέκουν το ερώτημα της ενοποίησης είναι η χρήση της μη-ενοποίησης της επιστήμης ως χρήσιμο εργαλείο μελέτης στις κοινωνικές μελέτες. Για παράδειγμα, όπως η Sheila Jasanoff (1990) έχει παρουσιάσει τις σταθερές για την κρίση της αποδοχής στην κανονιστική επιστήμη και στην ερευνητική επιστήμη που διαφέρουν πολύ. Αναφερόμενη, στο πρώτο, η επάρκεια της νομικής εξέτασης σε αντίθεση με την στατιστική εξέταση παίζει μεγαλύτερο ρόλο. Ο Robert Merton (1973) για παράδειγμα διαχώρισε τις κωδικοποιημένες επιστήμες από τις αποκωδικοποιημένες επιστήμες, όπου νέες έρευνες προσθέτουν νέο εμπειρικό υλικό αλλά δεν επεκτείνονται απαραίτητα με βάση προηγούμενων ερευνών. Αυτός ο καθορισμός είναι παρόμοιος με τον νομοθετικό /ιδεογραφικό καθορισμό αλλά όχι πανομοιότυπος. Θεώρησε χρήσιμο αυτόν τον καθορισμό για την διαμόρφωση μερικών εμπειρικών σχημάτων στις επιρροές των υλικών και τις εξελίξεις στα αθροιστικά πλεονεκτήματα. Επιπλέον, ένα σύνολο μετρήσεων δείχνουν σταθερές διαφορές σε ένα πλήθος επιστημών. Αυτές οι μετρήσεις συμπεριλαμβάνουν κάποια ευρήματα στην καθιερωμένη κοινωνιολογία της επιστήμης, όπως η διαφορά μεταξύ των επιστημονικών τομέων σε βαθμούς αποδοχής για τις υποβολές περιοδικών (συνδρομές) και το ποσοστό εκδόσεων σε άρθρα και βιβλία.

Η έρευνα της κοινωνικής επιστήμης, επομένως, προτείνει τρόπους όπου η ενοποίηση της επιστημονικής θέσης περιορίζεται, και απ’αυτή την άποψη έχει φιλοσοφικές συνέπειες. Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι είναι σκεπτικοί προς την γενίκευση των άλλων τομέων. Όπως τονίζει ο Paul Durbin: «τώρα η φιλοσοφία της επιστήμης είναι από μόνη της μια πολλαπλότητα της διαφοροποίησης ...και κάθε μια απ’αυτές τις επιστήμες με ατελείωτες αναπαραγόμενες υπο-ειδικότητες, κατευθύνονται από μόνες, περιφρονώντας οποιαδήποτε ενοποίηση ενός μοναδικού επιστημονικού προτύπου». Υπάρχει η δυνατότητα υποστήριξης της επιστημονικής θέσης σε μία ή πολλές διαστάσεις, με την αναγνώριση της μη-ενοποίησης μιας επιστήμης από άλλες διαστάσεις.

Συμβατικισμός

Ο συμβατικισμός ιστορικά, αποτελεί τον πρώτο κύριο πόλο αντίθεσης στον θετικισμό(ή, καλύτερα, τον επαγωγισμό). Ενώ ο συμβατικισμός συνήθως συνδέεται με τον Pierre Duhem, θα ήταν πιο σωστό να τον ταυτίσουμε με τον Jules Henri Poincaré ως το δημιουργό αυτής της άποψης (Gillies 1993). O συμβατικισμός υποστηρίζει ότι οι επιστημονικοί νόμοι (όπως της Νευτώνειας Μηχανικής), και τα μαθηματικά αξιώματα (όπως της Ευκλείδειας Γεωμετρίας) δεν είναι πειραματικά συμπεράσματα, αλλά αντίθετα είναι αποκρυμμένοι ορισμοί. Δύο συγκεκριμένες θέσεις που συνδέονται με τον συμβατικισμό είναι ο υπο-προσδιορισμός και η επιβαρημένη θεωρία.


Η θέση του υπο-προσδιορισμού του Duhem και του W.V.Quine υποστηρίζει ότι μια θεωρία μπορεί να διατηρηθεί στα πλαίσια των αντιφατικών παρατηρήσεων, δεδομένου ότι θα γίνει μια ρύθμιση προς τις βοηθητικές υποθέσεις που προέρχονται από την θεωρία. Δηλαδή, η θέση του υποπροσδιορισμού της θεωρίας από τις εμπειρικές ενδείξεις απορρίπτει τη δυνατότητα να υπάρχει μόνο ένας θεωρητικός σχηματισμός που να βρίσκεται σε καθολική συμφωνία με την εμπειρία. Λόγω του ότι η αιτιολόγηση της θέσης του υποπροσδιορισμού στηρίζεται σε κάποια επιχειρήματα που ανεπτύχθησαν από τους P. Duhem και W.V.Quine, ονομάζεται και θέση Duhem-Quine (παρότι οι δυο εκδοχές των Duhem και Quine δεν συμπίπτουν πλήρως,όπως παρατηρεί ο Gillies [1993, σελ. 98]).

Ο Pierre Duhem (1914) ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε τη σημασία των αρνητικών εμπειρικών ενδείξεων και, έτσι, ισχυρίσθηκε ότι σε αυτές δεν μπορεί να επαφίεται η ισχύς ενός θεωρητικού μοντέλου. Διότι, γενικώς, το μοντέλο έχει νόημα σε ένα σύνθετο πειραματικό πλαίσιο, το οποίο μερικώς καθορίζεται και από άλλα μοντέλα. Επομένως, μόνο στο συνολικό πειραματικό πλαίσιο, οι εμπειρικές ενδείξεις έχουν κάποιο νόημα. Αυτό σημαίνει ότι οι αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μαρτυρήσουν ότι συνολικά κάτι δεν πάει καλά, χωρίς όμως να μπορούν κατηγορηματικά να απορρίψουν την ισχύ του εξεταζομένου μοντέλου. Γιατί είναι πιθανό οι αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις να μην αφορούν αποκλειστικά το μοντέλο αυτό αλλά να προέρχονται από την ακαταλληλότητα κάποιων από τα άλλα μοντέλα που καθορίζουν το συνολικό πειραματικό πλαίσιο.

Οι απόψεις αυτές του Duhem διαδόθηκαν ευρύτερα από τον W.V. Quine (1953), που υπερασπίζονταν με θέρμη την “ολιστική” θεώρηση της επιστημονικής γνώσης. Για τον Quine, οι απόψεις του Duhem ήταν συνέπεια του εξής απλού λογικού σχήματος. Έστω Η μια εμπειρικά δοκιμαζόμενη υπόθεση, Α οι απαιτούμενες βοηθητικές υποθέσεις στο σχετικό πειραματικό πλαίσιο και Ο οι συνεπαγόμενες εμπειρικές παρατηρήσεις. Τότε, κατά τη στοιχειώδη λογική, η πρόταση “οι Η και Α συνεπάγονται την Ο” είναι ισοδύναμη με την άρνησή της, δηλαδή, την πρόταση “η άρνηση των Ο συνεπάγεται είτε την άρνηση της Η ή την άρνηση των Α.” Αυτό σημαίνει ότι από τις αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις (η άρνηση των Ο) έπεται ότι ή η Η ή οι Α ή και τα δυο είναι ψευδείς αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μπορούμε a priori να αποφανθούμε ποιο από όλα αυτά τα ενδεχόμενα συμβαίνει.

Το συμπέρασμα που βγαίνει από την θέση Duhem-Quine είναι ότι, ακόμη κι όταν υπάρχουν αρνητικά εμπειρικά δεδομένα, η ισχύς μιας θεωρίας μπορεί πάντα να διατηρηθεί, αν γίνουν κάποιες κατάλληλες τροποποιήσεις στις βοηθητικές υποθέσεις της θεωρίας. Με αυτή την έννοια οι θεωρίες υπο-προσδιορίζονται από τις υποθέσεις. Έτσι, μια κύρια θεωρία μπορεί να προστατευτεί από ανασκευές αν γίνουν αλλαγές μετά, στις βοηθητικές υποθέσεις. Μια βοηθητική υπόθεση είναι η τροποποίηση στη θεωρία που γίνεται σε περίπτωση ανασκευής για να καλυφθεί εκείνη η στιγμή της ανασκευής, αλλά κανένα ευρύτερο πρόβλημα. Ένα παράδειγμα είναι τα επικύκλια, μικροί κύκλοι που βρίσκονται μέσα στις πλανητικές τροχιές, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν στις πρώτες θεωρίες του ηλιακού συστήματος για να εξηγήσουν τις παρατηρήσεις των πλανητών που παραβιάζουν την τέλεια κυκλική κίνηση. Με τα παραπάνω βλέπουμε τη σημασία που έχουν οι αλλαγές στις βοηθητικές προτάσεις για την τελική επικύρωση της θεωρίας. Το κύριο ερώτημα είναι πώς, με ποια κριτήρια, επιλέγονται αυτές οι θεωρίες που διαφέρουν μεταξύ τους στις βοηθητικές υποθέσεις. Σύμφωνα με την θέση του υποπροσδιορισμού, τα κριτήρια αυτά δεν μπορεί να είναι εμπειρικά (γιατί θα είχαμε τότε μια θεωρία για την επιλογή των κριτηρίων που θα δεχόταν πλήρη εμπειρικό προσδιορισμό). Κάποιοι ,οδηγούνται να συμπεράνουν ότι, αφού τα κριτήρια επιλογής της εύλογης θεωρίας ποικίλουν σε διαφορετικές ομάδες για διαφορετικές περιόδους, θα μπορούσαν τα κριτήρια αυτά να οφείλονται σε κοινωνικούς παράγοντες. Πάντως, στους θιασώτες των κοινωνικών μελετών της επιστήμης παραμένει ακλόνητη η πεποίθηση (όπως έχει επισημανθεί από τους Knorr-Cetina και Mulkay [1983]) ότι η θέση Duhem-Quine του υποπροσδιορισμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα επιχείρημα εναντίον των απόψεων που θέλουν να αποκλείουν την δυνατότητα κοινωνιολογικής έρευνας της επιστημονικής γνώσης.

Σχετική με τον υπο-προσδιορισμό είναι η επιβαρημένη θεωρία, των παρατηρήσεων, που υποστηρίχτηκε από τον Duhem και αργότερα από τον Paul Feyerabend, Thomas Kuhn, και Norwood Hansen. Ενώ σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι οι θεωρίες σχηματίζουν, περιορίζουν, και δίνουν χρώμα στις παρατηρήσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις η φύση των παρατηρήσεων δεν θεωρείται αρκετά δυνατή να εμποδίσει την επιλογή των θεωριών με βάση τις παρατηρήσεις που αποκτούνται από τις έρευνες, οι οποίες διαμορφώνονται για να εκτιμήσουν ή να εξετάσουν ανταγωνιστικές θεωρίες.

Σχετικά με τον συμβατικισμό, δύο περιορισμοί πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Καταρχήν ο υπο-προσδιορισμός και η επιβαρημένη θεωρία δεν είναι τόσο καταστροφικές όσο φαίνονται. Στην πράξη μπορούν να σχεδιαστούν πειράματα όπου οι βοηθητικές υποθέσεις ταιριάζουν περισσότερο με τις υπάρχουσες αποδείξεις παρά με τη θεωρία που πρόκειται να εξεταστεί (Laudan 1990). Δεύτερον, η αποδοχή του λόγου του συμβατικιστή δεν υπονοεί ότι είναι αδύνατη η διατήρηση γενικών διατακτικών κριτηρίων προς την επιλογή θεωρίας.

Ο Duhem υποστήριζε ότι ένα κριτήριο επιβεβαίωσης μπορεί να διατηρηθεί για ένα συνολικό σώμα θεωριών ως σύνολο που θα πρέπει να προσεγγίζει την πληρότητα των εμπειρικών νόμων. Χαρακτηριστικά ο Duhem (1914, σελ. 144) διατύπωνε το κεντρικό σημείο της θέσης αυτής με τον εξής τίτλο ενός κεφαλαίου του βιβλίου του: “Ένα Πείραμα στην Φυσική Δεν Είναι Απλώς η Παρατήρηση Ενός Φαινομένου· Είναι, Επιπλέον, η Θεωρητική Ερμηνεία του Φαινομένου Αυτού.” Μεταγενέστερα η θέση αυτή υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από τους Kuhn, Feyerabend, Bohm, Hanson και Toulmin. Για συγκεκριμένες θεωρίες, το κριτήριο της επιλογής της θεωρίας πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την εσωτερική συνοχή και την συνοχή με τις άλλες θεωρίες. Επιπλέον ο Duhem επέτρεψε μέχρι ενός σημείου την μη-επιβεβαίωση για να λυθεί μια αμφισβήτηση μεταξύ ισότιμων εμπειρικών θεωριών. Σε μια παραγραφή μιας μετατροπής της θεωρίας έγραφε: «μπορεί να είναι παράλογο για ένα [επιστήμονα] να διατηρεί με οποιοδήποτε κόστος, τις σκουλικο-φαγωμένες κολώνες ενός κτιρίου που έχει διαβρωθεί παντού, όταν είναι δυνατόν να σηκώσουμε αυτές τις κολώνες και να χτίσουμε ένα απλό, όμορφο και στέρεο σύστημα». Βεβαίως, κλασσικό παράδειγμα θεωρείται η άποψη του ηλιοκεντρικού συστήματος που θεωρεί δεδομένους τους ελλειπτικούς τροχούς αντί για τα επικύκλια. Με αυτό το σχόλιο φαίνεται να προσθέτει την απλότητα και την ομορφιά, ο Duhem, ως κριτήριο επιλογής της διατακτικής θεωρίας στο γενικότερο κριτήριο του για την συνοχή. Σημειώστε ότι το κριτήριο της απλότητας εγκρίθηκε επίσης από τον Carnap, έτσι βλέπει κανείς ότι οι δύο θέσεις- του θετικιστή και του συμβατικιστή δεν είναι σε τόσο μεγάλη αντιπαράθεση όσο φαινόταν αρχικά.

Η παραποίηση και το πρόβλημα του διαχωρισμού

Ο Popper είναι γνωστός για την δημιουργία μιας θετικιστικής κριτικής η οποία απέφευγε τον συμβατικισμό. Προσπάθησε να ανασκευάσει το θετικισμό χωρίς όμως να κατορθώσει να θεωρηθεί ότι έχει εντελώς απομακρυνθεί από την προβληματική του. Συχνά, τον θεωρούσαν θετικιστή, αλλά δεν ήταν μέλος του Κύκλου της Βιέννης και διατηρούσε αντίθετες απόψεις από μεγάλα πρόσωπα όπως τον Carnap. O Ian Hacking περιγράφει συγκεκριμένα τις διαφορές τους:

Ο Carnap θεωρούσε ότι οι σημασίες και η θεωρία της γλώσσας ενδιαφέρουν την φιλοσοφία της επιστήμης. Ο Popper τα αψηφούσε ως σχολαστικά θέματα. Ο Carnap προτιμούσε την επαλήθευση για να διακρίνει την επιστήμη από τη μη επιστήμη. Ο Popper πρόβαλλε την διάψευση. Ο Carnap προσπαθούσε να εξηγήσει το σωστό λόγο με την θεωρία της επικύρωσης. Ο Popper υποστήριζε ότι η ορθολογικότητα βρίσκεται στη μέθοδο. Ο Carnap θεωρούσε ότι η γνώση έχει θεμέλια. Ο Popper πρόβαλλε ότι δεν υπάρχουν θεμέλια και ότι όλη μας η γνώση είναι διαψεύσιμη. Ο Carnap πίστευε στην επαγωγή. Ο Popper υποστήριζε ότι δεν υπάρχει λογική πέρα από την παραγωγή. (1983)

Στο τελευταίο σημείο ο Popper (1963) , αναζωογονούσε τον ισχυρισμό του David Hume για την επαγωγική συναγωγή του συμπεράσματος. Με άλλα λόγια, επειδή όλοι οι κύκνοι ήταν λευκοί μέχρι την χρονική στιγμή ‘t’ δεν υπάρχουν λογικές βάσεις για να συμπεράνουμε ότι στην επόμενη παρατήρηση δεν θα υπάρχει μαύρος κύκνος. Κάτι που έχει στην πραγματικότητα συμβεί με την ανακάλυψη μαύρων κύκνων στην Αυστραλία Ο Hume υποστήριζε ότι η επαγωγική λογική οδηγούσε σε μια ατέλειωτη διαδρομή: δεν ξέρω αν μια ακόμη παρατήρηση θα επιβεβαιώσει ή όχι τον νόμο, και έτσι κάνω μια ακόμη παρατήρηση και ούτω καθεξής. Είμαι παγιδευμένος σε μια ατέλειωτη διαδρομή, όπως θα συζητήσουμε ,αυτό το επιχείρημα, ανακατασκευάζεται στην κοινωνιολογική φιλοσοφία σαν μια ανάλυση.

Η άποψη ότι οι επιστήμονες εισήγαγαν θεωρίες ή νόμους από τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με τον Popper, ήταν ένας μύθος. Αντίθετα, βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα, εικάζουν μια υπόθεση και μετά προσπαθούν να την ανασκευάσουν μέσα από παρατηρήσεις. Δεν συνεχίζουν με την επιβεβαίωση των θεωριών ή των νόμων, παρά μόνο αποτυγχάνουν να τις παραποιήσουν, συνεπώς πείθονται περισσότερο για την ορθότητα. Αξιωματικά, οποιαδήποτε θεωρία ή νόμος είναι αδύνατος και γι’ αυτό ο Popper υποστήριζε το δικαίωμα λάθους, δηλαδή την άποψη ότι καμία γνώμη δεν είναι απρόσβλητη από τα λάθη.

Σημειώστε ότι ο Popper κατέκρινε την θετικιστική άποψη της επαγωγής χρησιμοποιώντας περιγραφικό ισχυρισμό: οι επιστήμονες δεν αφαιρούν θεωρίες ή νόμους απ’ τις παρατηρήσεις. Ο Popper διαμορφώνει έναν άλλο τρόπο συναγωγής, στον οποίον αντικαθιστά την αρχή της επαλήθευσης με την αρχή της διάψευσης. Η επιστημολογική μέθοδος του Popper, που βασίζεται σε εικασίες και ανασκευές, είναι επίσης γνωστή σαν διαψευσιοκρατία ή μέθοδος δοκιμής και λάθους. Στην θέση λοιπόν της επαγωγικής λογικής (τη συναγωγή από το ειδικό στο γενικό), ο Popper βάζει την παραγωγική λογική (τη συναγωγή από το γενικό στο ειδικό) μέσω της διάψευσης (ανασκευής) μιας υπόθεσης (εικασίας). Για τον Popper, ο επιστήμονας δεν μαζεύει γεγονότα και δεδομένα για να κατασκευάσει νέες θεωρίες αλλά για να διαψεύσει τις υπάρχουσες θεωρίες. Όπως έλεγε ο ίδιος, “η γνώση δεν ξεκινά από την αντίληψη ή τις παρατηρήσεις ή τη συλλογή δεδομένων ή γεγονότων, αλλά μάλλον ξεκινά από προβλήματα”. Όμως δεν έχει αξιόπιστες έρευνες από τις κοινωνικές επιστήμες για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του. Ο Karl Popper επιτίθεται στη θετικιστική επικύρωση και απορρίπτει τη λογική της επαγωγής. Στη θέση τους, θεμελιώνει την αρχή της διαψευσιμότητας και δέχεται μόνο την παραγωγική λογική. Ένας τρόπος για να υποστηριχτεί ο θετικισμός θα ήταν να βασιστεί κανείς στην εμπειρική έρευνα, και να υποστηρίξει στη συνέχεια ότι οι επιστήμονες σκέφτονται με πιθανολογικό τρόπο, παρόμοιο με την επαγωγική λογική που προτάθηκε από τον Carnap. Αντίθετα ένας οπαδός του Popper μπορεί να ισχυριστεί ότι η προσφυγή στο ιστορικό αρχείο ή η εμπειρική κοινωνικοεπιστημονική μελέτη θα ήταν άσχετη. Αν πράγματι οι επιστήμονες σκέφτονται κατ’αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να δράσουν όπως ένας Ποπεριανός επιστήμονας, ξεκινώντας δηλαδή πρώτα με τη θεωρία ή τον νόμο και μετά να προσπαθήσει να την ανασκευάσει. Πολλές φορές, υπάρχουν επιστημονικές θεωρίες, που μολονότι ήδη έχουν διαψευσθεί, συνεχίζουν να γίνονται αποδεκτές. Σαν ένα τέτοιο παράδειγμα ο Popper συνήθιζε να φέρνει τη Νευτώνεια μηχανική. Η θεωρία του Νεύτωνα βρισκόταν σε μια εντυπωσιακή συμφωνία με την παρατήρηση και το πείραμα από τον καιρό που πρώτο-εμφανίσθηκε (το 1687) ως το 1900. Στην περίοδο όμως 1900-20 βρέθηκε να μην είναι ακριβής από την άποψη της σχετικιστικής μηχανικής, χωρίς όμως να έχει από τότε εγκαταλειφθεί.

Ενώ ο Popper απέρριψε την θετικιστική άποψη της εισαγωγής, σε άλλους τομείς είχε τις ίδιες απόψεις με τους θετικιστές. Για παράδειγμα, η άποψή του για την επιστήμη ήταν λογική και γι΄αυτό είναι συνδεδεμένος με το θέμα της δικαιολόγησης στη γενική του μορφή. Ο Popper απλώς άλλαξε το πρόβλημα από το πως να εισαχθούν καλές υποθέσεις προς το πως να ανασκευαστούν οι κακές. Επίσης, το πρόβλημα της εκτίμησης θεωριών ή νόμων συνέχιζε να απαιτεί δικαιολόγηση και η δικαιολόγηση αυτή μπήκε στις εμπειρικές πρακτικές, παρόμοιες με αυτές των θετικιστών. Ο Popper συνέχιζε να πιστεύει ότι η εξέταση ήταν το κλειδί της αποδοχής ή της απόρριψης μιας υπόθεσης. Υπό αυτήν την έννοια ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τους θετικιστές, με αποτέλεσμα η παραποιητική του άποψη να έχει αποκαλεστεί πολλές φορές μια ακραία μορφή επαλήθευσης. Ένας τρόπος που μπορεί να εξεταστεί αυτό είναι με την «υποθετικό-παραγωγική» μέθοδο. Ο θετικισμός ακολουθεί την “υποθετικό-επαγωγική μέθοδο,” που σημαίνει ότι, δοθείσης μιας υπόθεσης, αν η παρατήρηση την επιβεβαιώνει, τότε η υπόθεση ισχύει σε κάποιο βαθμό. Από την άλλη μεριά, ο Popper αναπτύσσει την “υποθετικό-παραγωγική μέθοδο,” σύμφωνα με την οποίαν, δοθείσης μιας υπόθεσης, αν η παρατήρηση την διαψεύδει, τότε η υπόθεση αυτόματα δεν ισχύει.

Μια θετικιστική ερμηνεία ήταν αν μια υπόθεση είναι αληθής και αν μια επιβεβαιωτική παρατήρηση είναι αληθής, τότε η υπόθεση επιβεβαιώνεται μέχρι ενός σημείου. Ο Popper υποστηρίζει ότι αν μια υπόθεση είναι αληθής και μια επιβεβαιωμένη παρατήρηση είναι ψευδής, τότε η υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται. Για τον Popper, οι επιστημονικές θεωρίες έχουν πάντα τη λογική μορφή των καθολικών γενικεύσεων, όπως στην πρόταση “όλα τα Α είναι Β.” Αλλά για τον έλεγχο της αλήθειας τέτοιων προτάσεων, ο Popper εστιάζεται στο αν ισχύει η άρνησή τους, αφού το ψευδές τους απορρέει αυτόματα (παραγωγικά) από οποιαδήποτε μαρτυρία που είναι διατυπωμένη σαν μια πρόταση του τύπου “αυτό το Α δεν είναι Β.” Συνεπώς, για τον Popper, το έργο της επιστήμης για την επικύρωση των θεωριών είναι να παράγει μαρτυρίες από εμπειρικές παρατηρήσεις, οι οποίες μπορεί να διαψεύδουν λογικά τις θεωρίες αυτές. Βέβαια, με τη μέθοδο αυτή της διαψευσιμότητας, μπορεί να πει κανείς, το πρόβλημα της επαγωγής δεν λύνεται αλλά απλώς αποφεύγεται.

Ο Popper αρχικά ανέπτυξε τον ισχυρισμό της παραποίησης ως λύση στο πρόβλημα διαχωρισμού, ή το πως να καθορίζεται η επιστήμη από τη μη-επιστήμη. Από την άποψη των θετικιστών (ή τουλάχιστον μερικών), ένας ισχυρισμός ο οποίος αρχικά μπορούσε να επαληθευτεί, μπορούσε να θεωρηθεί σημαντικός και επιστημονικός. Επομένως, μια αρχική ψευτοεπιστημονική δήλωση δεν ήταν δυνατόν να επιβεβαιωθεί. Απασχολημένος με αυτές τις ψευτοεπιστημονικές επιτυχίες του Μαρξισμού, και της ψυχανάλυσης, ο Popper διαμόρφωσε την παραποίηση για ένα καλύτερο κριτήριο διαχωρισμού. Τον Μαρξισμό, ο Popper τον θεωρούσε σαν μια μεταφυσική φιλοσοφία της ιστορίας (ιστορικισμό) βασισμένη στην θετικιστική πλάνη των νόμων της ιστορίας.

Η διαμόρφωση της παραποίησης του Popper για το έγκυρο κριτήριο διαχωρισμού δεν ήταν το μοναδικό ενδεχόμενο. Ο Thomas Gieryn (1994), σχολιάζει ότι η φόρμουλα του Robert Merton για τη σειρά των παγκοσμίων γνωμών αντιπροσωπεύει μια άλλη προσπάθεια για να λυθεί το πρόβλημα του διαχωρισμού. Όπως και το κριτήριο του Τhomas Kuhn , ότι οι επιστήμες έχουν παραδείγματα. Ο Mario Bunge παρουσίασε οχτώ αρνητικά κριτήρια που εξυπηρετούσαν ως δείκτες της μη-επιστήμης (1982). Ο Larry Laudan (1983), που έδειξε ότι δεν μπορεί να απορρέει από τη λογική θέση του υποπροσδιορισμού η θέση ότι η επιλογή της θεωρίας πρέπει να εξαρτάται από κοινωνικούς παράγοντες, υποστηρίζει ότι τα κριτήρια διαχωρισμού των φιλοσόφων όπως του Αριστοτέλη, Carnap, και Popper δημιουργήθηκαν για να αποκλείσουν συγκεκριμένες περιπτώσεις (όπως την ψυχανάλυση του Popper και του Μαρξισμού). Υποστηρίζει ότι μια πιο καλύτερη και ειλικρινής προσέγγιση θα ήταν η δημιουργία συγκεκριμένων ισχυρισμών εναντίον κάποιων ανεπαρκών ψευτοεπιστημόνων αντί της δημιουργίας παγκοσμίων κριτηρίων, όπου κάποιες εξαιρέσεις σίγουρα θα εντοπιστούν (Fuller 1988). Στη συνέχεια, ο CharlesTaylor (1996) εξέταση προσεκτικά ένα μεγάλο μέρος του S.T.S. που προσεγγίζει το πρόβλημα του διαχωρισμού και κατέληξε ότι μπορεί να ενσωματωθεί σε μια ευρεία ρητορική βάση.

Το πρόβλημα του διαχωρισμού μπορεί να φαίνεται δυσνόητο φιλοσοφικό θέμα, άλλα έχει άμεσες πολιτικές συνέπειες σε πολλούς τομείς. Ένα παράδειγμα είναι το νομικό πρόβλημα για τον καθορισμό κριτηρίων για συγκεκριμένες αποδεκτές βεβαιώσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα κριτήριο που διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα βασίστηκε στην δήλωση του Frye 1923, η οποία καθόριζε το επιστημονικό περιεχόμενο με ένα κριτήριο γενικά αποδεκτό στον τομέα όπου θα εφαρμοζόταν. Σε φιλοσοφικά πλαίσια σημαίνει το πεδίο της επιλογής της θεωρίας, το οποίο είναι βασισμένο σε ένα σταθερό κριτήριο. Στις νομικές διαμάχες, υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος προς την συντηρητική προκατάληψη στα πλαίσια κάθε έρευνας, οι οποίες δεν είναι αυτόνομες. Αντίθετα έχουν δημιουργηθεί από συνεταιρικές ομάδες, επαγγελματίες κ.λ.π. Ο κανόνας 702, του Ομοσπονδιακού Κανονισμού Τεκμηρίων (Federal Rules of Evidence) που εκδόθηκε κατά τη δεκαετία του ‘70, έδωσε μεγαλύτερα περιθώρια στην εμπειρογνωμονική βεβαίωση, βασίζοντας την αποδεκτή πραγματοσύνη στην γνώση, πείρα, δεξιότητα και εκπαίδευση. Όμως αυτός ο κανονισμός κατέληξε να είναι αυτό που πολλοί θεώρησαν άχρηστη επιστήμη.

Μια απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου το 1993 (Daubert κατά Merrel Dow Pharmaceuticals Inc.) δημιούργησε 4 οδηγούς που συμπεριλαμβάνουν το κριτήριο του Frye, πρόσθεσαν την δυνατότητα ελέγχου, την αναλυτική κριτική και έκδοση αποτελεσμάτων και τέλος έθεσαν κάποια όρια για την χαμηλότερη (πιθανή) αναλογία σφαλμάτων στους κατηγορούμενους. Μπορεί κάποιος να δει το κατά πόσο δυσκολεύτηκαν τα δικαστήρια με το ιδιαίτερο πρόβλημα του διαχωρισμού. Όπως τονίζει ο εισαγγελέας Richard Jaffe (1996), οι επιπτώσεις είναι τεράστιες, σε περίπτωση που τα κριτήρια του Frye και Daubert μπορούν να έρθουν σε αντιπαράθεση με τους κατηγορούμενους οι οποίοι βασίζονται σε τομείς εμπειρογνωμοσύνης, όπως την περιβαλλοντική ιατρική.

Ο Popper έδωσε επίσης περιγραφικά κριτήρια για την επιλογή της θεωρίας. Συμφώνησε με ένα κριτήριο απλότητας και χρησιμοποίησε την θεωρία της βαρύτητας ως παράδειγμα. «Η νέα θεωρία θα πρέπει να εξελίσσεται από μια απλή, καινούργια, ισχυρή ενοποιημένη ιδέα για κάποια σύνδεση ή σχέση (όπως την έλξη της βαρύτητας)μεταξύ μεμονωμένων αντικειμένων (όπως τους πλανήτες με τα μήλα), ή γεγονότων (όπως την εσωτερική μάζα και την μάζα της βαρύτητας) ή νέων θεωρητικών εισαγωγών (όπως ο τομέας και τα στοιχεία)»(1963). Αυτό το κριτήριο συμπεριλαμβάνει και την ακρίβεια, με άλλα λόγια θεωρεί δεδομένο ότι η θεωρία μπορεί να εξηγήσει μια σειρά γεγονότων ή την ίδια σειρά γεγονότων ως ανταγωνιστική θεωρία. Δεύτερον, η νέα θεωρία πρέπει ανεξάρτητα να δίνει τη δυνατότητα εξέτασης, δηλαδή εκτός από την καλύτερη εξήγηση των αποδεκτών κριτηρίων, πρέπει να έχει νέες συνέπειες. Τρίτον, εκτός από την απόδοση ανασκευασμάτων, πρέπει να δημιουργήσει επιτυχημένες προβλέψεις νέων επιρροών. Επομένως, στην ανάπτυξη των κριτηρίων του για την επιλογή θεωρίας, ο Popper προώθησε την άποψη της παραποίησης σε ένα τέτοιο σημείο μειώνοντας την παραποίηση αυτή σε επιτυχείς προβλέψεις. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι το γεγονός, ότι για τον Popper , αυτό που θεωρείται αντικειμενικό είναι εκείνο που είναι ανοικτό στην εξονυχιστική έρευνα, που ανταποκρίνεται στην πρόκληση για διάλογο και που φθάνει μέχρι και την κριτική του επικρατούντος δόγματος. Ο Popper πίστευε ότι η αντικειμενικότητα της επιστήμης δεν θεωρείται υπόθεση μεμονωμένων επιστημόνων αλλά είναι το “κοινωνικό αποτέλεσμα των αλληλο-επικρίσεών των, του φιλικού-εχθρικού διαχωρισμού του έργου μεταξύ των επιστημόνων, της συνεργασίας των αλλά και του ανταγωνισμού των” .Για το λόγο αυτό, η επιστημολογική προσέγγιση του Popper συνηθίζεται να λέγεται και κριτικός ορθολογισμός.

Ιστορικισμός

Μια βασική κριτική της παραποίησης του Popper, όπου φιλόσοφοι σαν τον Imre Lakatos αναγνώρισαν, προήρθε από τον Thomas Kuhn. Στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, ο Kuhn υποστήριζε ότι οι επιστήμονες συνεχίζουν να δουλεύουν με θεωρία ή σειρά θεωριών ακόμα και όταν αντιμετωπίζουν ανωμαλίες ή σημεία ανασκευασμάτων. Ο Kuhn ανέδειξε με μεγάλη έμφαση τη σπουδαιότητα της ανάλυσης αφενός της δομής των επιστημονικών θεωριών κι αφετέρου των επαναστατικών τρόπων της αλλαγής και διαδοχής των. Το έργο του Kuhn είχε σημαντικότερη θέση στη φιλοσοφία της επιστήμης, από τον απλό ισχυρισμό του για την αρνητική στάση του προς την παραποίηση. Η προσφορά του έργου του ήταν αυτό που ονόμασαν πολλοί φιλόσοφοι, ιστορικισμός την περίοδο δηλαδή, και ο τρόπος στον οποίο είχε ανταπόκριση ο θετικισμός και ο ποπεριασμός και προχρονολογούσε τον νατουραλισμό, δηλαδή μεταξύ της δεκαετίες του ‘60 μέχρι και ‘80. Αυτή η τάση της φιλοσοφίας -που συνοψίστηκε στο έργο των Kuhn, Paul Feyerabend, Stephen Toulmin & Imre Lakatos-απέρριψε την έλλειψη ανησυχίας μεταξύ των θετικιστών, Ποπεριανών, και συντηρικιστών με το ιστορικό αρχείο και αντίθετα υποστήριζε ένα μεγαλύτερο ρόλο για ιστορικά γεγονότα στην φιλοσοφική επιχειρηματολογία. Η ανάδυση του ιστορικισμού και αυτό που ονόμαζαν οι ανθρωπολόγοι «ειρήνη στη βεντέτα» μεταξύ του Popper και των θετικιστών. Ο Hacking υποστηρίζει σε αντίθεση με τον Kuhn -τουλάχιστον στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων - ότι ο Carnap και ο Popper διατηρούσαν παρόμοιες απόψεις: η παρατήρηση μπορεί να καθοριστεί από την θεωρία, η ανάπτυξη της γνώσης πολλαπλασιάζεται, η επιστήμη είναι επαγωγική, η ορολογία πρέπει ή θα’πρεπε να είναι ακριβής, υπάρχει αρμονία στην επιστήμη, και ένας καθορισμός μπορεί να διατηρηθεί μεταξύ της ανακάλυψης και της δικαίωσης.

Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Kuhn είχε βασική επιρροή στην φιλοσοφία και στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης, αλλά μετά την δεκαετία του ‘70 είχε αντίθετη επιρροή λόγω της ανατροπής που προκάλεσαν άλλες ομάδες και θεωρίες στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης. Οι διάφορες ομάδες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την δεκαετία του ‘70, αμέσως αντικατέστησαν την ανάλυση του Κuhn όπως δηλαδή οι νατουραλιστικές και οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις στην φιλοσοφία. Επιπλέον καθώς αυτές οι εναλλακτικές προσεγγίσεις διαμορφώνονταν το καινοτομικό έργο του Κuhn τέθηκε ως θέμα. Πολλές κοινωνικές ιδέες του Κuhn είχαν και τους προγόνους τους, όπως στις μελέτες από το 1930 του Ludwik Fleck (1970), στους τρόπους σκέψης και τα συλλογικά (μια κοινωνική μονάδα στην επιστήμη όπως ο επιστημονικός τομέας ένα δίκτυο ή μια κοινότητα) και οι φιλοσοφικοί ισχυρισμοί του Κuhn επίσης είχαν τους προκατόχους τους στον συντηρητικισμό. Τελικά ως κοινωνιολόγος ο Κuhn φαίνεται να έχει μεγαλύτερη τάση προς την Μερτονιανή άποψη. Στην κοινωνιολογική υποτίμηση του Kuhn συνέτεινε και το γεγονός πως ένα μέρος της κοινωνιολογικής θεματολογίας του αναγνωρίσθηκε να έχει εμφανισθεί πρωτύτερα στην δεκαετία του ’30 στις μελέτες του Ludwik Fleck (1979) για τους τύπους σκέψης και τις συλλογικές επιστημονικές ομάδες (όπως κλάδοι, δίκτυα, κοινότητες). Η κοινωνιολογική αντίδραση στον Kuhn έφθασε μέχρι του σημείου κάποιοι να θεωρούν όχι μόνο συντηρητικές τις τοποθετήσεις του αλλά και εμπόδια για την ανάπτυξη των συγχρόνων μελετών της επιστήμης.

Μέχρι το 1990 Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, στο περιεχόμενο του STS γενικά είχε γίνει αντιληπτό ως ιστορική παρά σύγχρονη και πολλοί θεώρησαν την ιστορική επιρροή ως συντηρητική, με την έννοια ότι συνεχίζει, αντί να έρθει σε αντίθεση με τις βασικές θεωρίες στην κοινωνική επιστήμη και φιλοσοφία. Όμως έξω από τον χώρο του STS το έργο του Κuhn συνέχιζε να υπάρχει ανεξάρτητο, καθώς οι επιστήμονες, διάσημοι συγγραφείς και άλλοι συνέχιζαν να μιλούν για τις επαναστατικές του ιδέες. Φυσικά υπάρχουν σημεία καλών φιλολογικών και κοινωνικών περιπτώσεων των επιστημονικών επαναστάσεων, και το έργο του Κuhn αξίζει κάποια αναγνώριση για τη προσφορά της θεωρίας του. Οι επιστημονικές επαναστάσεις, οι διαμάχες και η ομαλή επιστήμη έχουν αναφερθεί κατά καιρούς ως οι τρεις φάσεις της επιστημονικής έρευνας.

Η άλλη φάση της επιστημονικής έρευνας ήταν αυτό που χαρακτήρισε ο Κuhn ως ομαλή επιστήμη ή λύση προβλημάτων, δηλαδή οι προστιθέμενες παρατηρήσεις και οι μικρές θεωρητικές καινοτομίες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι δηλώσεις της γνώσης θα είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες. Η λύση προβλημάτων δεν προσπαθεί να ανασκευάσει την θεωρία και το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού έργου έχει σχέση με λύσεις προβλημάτων. Όμως - αυτό είναι μια φιλοσοφική επίπτωση - το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής έρευνας δεν ακολουθεί το πρότυπο παραποίησης του Popper.

H θεωρία του Κuhn αποδίδει τις επιστημονικές επαναστάσεις σε μια παραδειγματική κρίση που γίνεται με την συσσώρευση ανωμαλιών, οι οποίες στη συνέχεια οδηγούν στη διαμόρφωση ενός παραδείγματος. Η έννοια του «παραδείγματος» μετατόπισε τη συζήτηση στο θέμα της παραποίησης και επιβεβαίωσης από μια μοναδική θεωρία προς κάτι πιο συμπτυγμένο. Στη δομή των επιστημονικών επαναστάσεων ο όρος «παράδειγμα» ήταν αμφίβολος και δημιουργήθηκαν είκοσι-δύο διαφορετικές χρήσεις. Ο ίδιος ο Kuhn παραδέχθηκε ότι περιέγραψε περισσότερα από ένα πράγματα , για την έννοια του παραδείγματος. Αρχικά στο βιβλίο της Δομής με τον όρο παράδειγμα υπονοείται “το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων αξιών και των τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημόνων” (Kuhn, 1962, σελ. viii). Αργότερα πάντως ο Kuhn προχώρησε σε μια συγκεκριμένη εξειδίκευση της έννοιας του παραδείγματος. Για το σκοπό αυτό, το 1969 στον επίλογο της δεύτερης (αγγλικής) έκδοσης του βιβλίου της Δομής, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον όρο παράδειγμα και στην θέση του να εισαγάγει ένα ζευγάρι δυο όρων, που απέδιδαν με μεγαλύτερη ακρίβεια το συνολικό αρχικό νόημα. Οι πολλαπλές χρήσεις του όρου, η επιμονή του Κuhn για τη σύνδεση τους στις κοινότητες και η λόγια φύση των παραδειγμάτων όλα υπονοούσαν μια παράλληλη σχέση προς τη τυπική φύση του όρου «πολιτισμός», για τους ανθρωπολόγους. Επομένως, φαινόταν ότι ο Κuhn ήθελε να ξαναδημιουργήσει την έννοια «πολιτισμός» των ανθρωπολόγων. Σε άλλα έργα του, ο Κuhn διευκρίνισε κάποιες άλλες έννοιες που απέδιδε στην έννοια του παραδείγματος. Τόνιζε τη σχέση του παραδείγματος με μια επιστημονική κοινότητα στα πλαίσια των ειδικοτήτων και επιστημονικών τομέων, αλλά υπογράμμιζε επίσης τα πολλαπλά επίπεδά τους.

Η γενικότερη έννοια του παραδείγματος ήταν «ο κλαδικός πίνακας», τα αλληλένδετα στοιχεία που σχετίζονται με τον επιστημονικό τομέα. Αυτή η λίστα στοιχείων μεταφέρθηκε από το έργο «Η Δομή» (1970) προς την έκδοση του 1977, «Η Απαραίτητη Ένταση», το οποίο περιγράφει τρία κύρια στοιχεία του κλαδικού πίνακα: (1) τη συμβολική γενίκευση του παραδείγματος, (2) τα πρότυπα, που δίνουν στην ομάδα «τις προτιμούμενες αναλογίες » ή μία αναλογία, όπως δηλαδή, ένα ηλεκτρικό κύκλωμα μπορεί να θεωρηθεί σταθερό υδροδυναμικό σύστημα, και (3) κατανεμημένα παραδείγματα, συνήθως βασικά προβλήματα που έχουν λύσει μια θεωρία και που εξυπηρετούν ως οδηγοί για νέες έρευνες. Για πολλούς λόγους, η θολότητα της έννοιας- η τάση των ερευνητών της επιστημονικής μελέτης να σκέφτονται περισσότερο στα πλαίσια των δικτύων, σχολείων και τομέων γενικότερα, αντί στα πλαίσια ερευνητικών κοινοτήτων και η ύπαρξη άλλων, γενικά αποδεκτών όρων που λίγο ή πολύ προσφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα ( ο πολιτισμός, η επιστήμη, το ερευνητικό πρόγραμμα και την θεωρία ή παγκόσμια θεωρία ) -και ο όρος «παράδειγμα» φαίνεται να έχει μεγαλύτερη επιτυχία έξω από τον κύκλο των επιστημονικών μελετών παρά μέσα σ’αυτές.

Ένας άλλος κρίσιμος όρος είναι η «ανωμαλία» μια παρατήρηση που σηκώνει αμφιβολίες προς κάποια θεωρία, ενώ από λογική πλευρά δεν έρχεται σε αντίφαση με τη θεωρία. Η ιδέα αυτή τοποθετεί τον Κuhn κάπου ανάμεσα της Ποπεριανής ανασκευής και της συντηρητικότητας. Ενώ ο Κuhn δεν εγκρίνει την αλγοριθμική φύση της παραποίησης μέσα από ανασκευαστικές περιπτώσεις, αφήνει περιθώριο για τις αρνητικές περιπτώσεις, ειδικά μέσα από την συσσώρευσή τους με την πάροδο του χρόνου. Επιπλέον ένα νέο παράδειγμα δεν υπάγει εμπειρικό τεκμήριο του προηγούμενου. Μια μετατόπιση παραδείγματος ή μια θεωρητική αλλαγή δεν είναι απαραίτητα και προοδευτική -το τμήμα της παλιάς γνώσης που χάνεται αναφέρεται ως «απώλεια του Κuhn». Όπως τονίζει ο Hacking, η περιγραφή της θεωρίας του Κuhn διαφέρει κατά πολύ από τη θεωρία του υπαινιγμού, όπου μια κύρια θεωρία ή παράδειγμα εξηγεί τα νέα φαινόμενα και κάνει μερικές ακριβείς προβλέψεις της προηγούμενης.

Η έννοια της απώλειας του Κuhn είναι σημαντική για την κατανόηση της ασυμμετρίας (των παραδειγμάτων), η οποία συνδέεται με τον Κuhn, ενώ υποστηρίχτηκε και από τον Feyerabend, όπου και αυτή η θέση έχει και τους προγόνους της από το έργο του Carnap. Ο όρος ασυμμετρία, που προέρχεται από τα μαθηματικά (δυο αριθμοί λέγονται ασύμμετροι αν ο λόγος τους είναι άρρητος), τονίζει το γεγονός ότι δυο ανταγωνιστικά παραδείγματα δεν είναι απλώς ασυμβίβαστα, αλλά δεν έχουν ούτε καν κοινό μέτρο σύγκρισης. Πάντως, και με την έννοια της ασυμμετρίας συμβαίνει ο Kuhn να μην εννοεί πάντα το ίδιο πράγμα. Γενικώς, διακρίνει τρεις διαφορετικές κατηγορίες ασυμμετρίας: την ασυμμετρία εννοιών, την ασυμμετρία κριτηρίων και την ασυμμετρία αντιληπτικής ικανότητας.

Η εννοιολογική ασυμμετρία ή ασυμμετρία του γλωσσικού νοήματος παρουσιάζεται, κατά τον Kuhn, όταν στην επαναστατική μετάβαση από μια κανονική παράδοση σε μια άλλη, οι επιστήμονες, που εξακολουθούν να μιλούν τις ίδιες λέξεις, αλλάζουν τα νοήματά τους προσδίδοντας εντελώς νέες σημασίες σε παλιούς όρους. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν να επικοινωνούν με αυτούς που έχουν μείνει πιστοί στο παλιό παράδειγμα. Μεγαλύτερη αξία έχει για τον Kuhn η ασυμμετρία των κριτηρίων. Είναι γεγονός ότι στην διαδικασία διαμόρφωσης μιας παράδοσης κανονικής επιστήμης, η επιστημονική κοινότητα αναπτύσσει “νόρμες,” “κανόνες” ή “κριτήρια,” που αντιστοιχούν στο κυρίαρχο παράδειγμα. Όλα αυτά, εκτός των άλλων, ιεραρχούν τις προτεραιότητες των προβλημάτων, αξιολογούν τις λύσεις και θεσμοθετούν τους τρόπους αποδοχής των αποτελεσμάτων. Αλλά το δόγμα του Kuhn για την προτεραιότητα των παραδειγμάτων συνεπάγεται ότι τα κριτήρια προσδιορίζονται από τα παραδείγματα κι όχι το αντίστροφο. Τέλος, ακόμη πιο σημαντική είναι για τον Kuhn η ασυμμετρία της αντιληπτικής ικανότητας, όταν σε καταστάσεις κρίσεων επιβάλλονται διαφορετικές παραστάσεις στο ίδιο πράγμα. Ουσιαστικά, η παντελής έλλειψη κοινής αντικειμενικής βάσης, κάνει τους υποστηρικτές διαφορετικών παραδειγμάτων να βλέπουν διαφορετικά πράγματα, όταν κοιτούν από το ίδιο σημείο στην ίδια κατεύθυνση. Αρχικά, η θέση αυτή, είχε υπερασπιστές από διάφορα παραδείγματα που ζούσαν σε τόσο διαφορετικούς κόσμους με αποτέλεσμα οι θεωρίες τους να είναι δυσνόητες, αλλά με την πάροδο του χρόνου η δυσαναλογία αυτής της θέσης μεταφέρθηκε στα προβλήματα της μετάφρασης των θεωριών. Στις διαμάχες των κοινωνικών μελετών η θέση της ασυμμετρίας δεν αποδείχτηκε και τόσο χρήσιμη διότι οι αντίπαλοι μπορούν να αποφύγουν τη μετάφραση και να μπουν αμέσως στο στάδιο της διαδικαστικής εφαρμογής.

Μια από τις επιπτώσεις που υπάρχει στη θέση της ασυμμετρίας μεταξύ των κύριων θεωριών ή παραδειγμάτων είναι ότι η αλλαγή μπορεί να αποτελέσει διαδικασία μετατροπής αντί για αλλαγή γνώμης που οδηγείται από τους ισχυρισμούς και τα τεκμήρια. Ως αποτέλεσμα, ο Κuhn ακολούθησε τον Max Planck (1949), όταν ισχυρίστηκε ότι η παραδειγματική αλλαγή συμβαίνει και συνδέεται συχνά με την αλλαγή γενεών, όπου ένα παλιό παράδειγμα εκλείπει όταν μια παλιά γενεά σβήνει. Ο Κuhn αρνήθηκε επίσης κριτικές που έλεγαν ότι είχε μετατρέψει το πρόβλημα της επιλογής της θεωρίας «σε ψευδής ψυχολογία». Αντίθετα υποστήριξε παγκόσμια κριτήρια για την επιλογή της θεωρίας, αποτρέποντας τις κριτικές ότι η θεωρία της παραδειγματικής αλλαγής μετέτρεπε την επιλογή της θεωρίας σε επιστημολογικό συσχετισμό. Ο Κuhn αναφέρει παρακάτω τα κύρια κριτήρια για την επιλογή θεωρίας:

Πρώτον, μια θεωρία πρέπει να ακριβής-στο πεδίο που εφαρμόζεται, δηλαδή οι συνέπειες που βγαίνουν από μια θεωρία θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τα αποτελέσματα των πειραμάτων και παρατηρήσεων. Δεύτερον, μια θεωρία πρέπει να είναι συνεπής, όχι μόνο με τον ίδιο της τον εαυτό, αλλά και με άλλες αποδεκτές σχετικές θεωρίες. Τρίτον, πρέπει να έχει μεγάλο σκοπό: συγκεκριμένα, οι συνέπειες της θεωρίας πρέπει να επεκτείνονται πολύ πιο πέρα από τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις, νόμους, ή υπο-θεωρίες, για την εξήγηση των οποίων αρχικά είχε κατασκευασθεί. Τέταρτον, πρέπει να είναι απλή, να φέρνει τάξη στα φαινόμενα, που αν δεν υπήρχε θα ήταν απομονωμένα και ως σειρά μπερδεμένα. Πέμπτον, μια θεωρία θα πρέπει να είναι γόνιμη στα νέα ευρήματα των ερευνών δηλαδή να αποκαλύπτει νέα φαινόμενα ή άλλες σχέσεις που δεν σημειώθηκαν νωρίτερα ανάμεσα σ’αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Παρατηρούμε ότι τα παραπάνω κριτήρια επιλογής θεωρίας αφενός είναι περιγραφικά αυτών που κάνουν στην πράξη οι επιστήμονες (παρότι ο ίδιος ο Kuhn δεν έκανε καμιά σχετική εμπειρική έρευνα για να τα τεκμηριώσει) κι αφετέρου είναι διατακτικά του τι θα πρέπει να κάνουν στην πράξη οι επιστήμονες.

Επειδή ο Κuhn αναφέρθηκε στα κριτήρια επιλογής της θεωρίας ως αξίες, προφανώς πίστευε ότι περιέγραφε μια σειρά αξιών που καθοδηγούσαν τους επιστήμονες. Τα κριτήρια του διπλασιάστηκαν ως περιγραφή , από μια μεριά, αυτό που αυτός νόμιζε ότι οι επιστήμονες διατηρούσαν ως αξίες που καθοδηγούν την επιλογή της θεωρίας, και από την άλλη μεριά, μια παραγραφή σ’αυτό που θα’πρεπε να καθοδηγεί την επιλογή της θεωρίας. Παρόμοια εμπειρική έρευνα για τον ισχυρισμό του Κuhn, έχει τεθεί σε θέμα από τους κοινωνικούς επιστήμονες ,ότι ο ακτιβισμός των επιστημόνων πραγματικά καθοδηγείται από αυτές ή άλλες παγκόσμιες αξίες, όπως την συμπληρωματική λίστα καθιερωμένων αξιών, γνωστές ως Μερτονιανοί κανόνες.

Προτείνω, λοιπόν να βλέπουμε τις αξίες του Κuhn από την πλευρά των διατακτικών κριτηρίων της επιλογής θεωρίας. Από αυτή την άποψη, ο Κuhn συνθέτει τα κριτήρια επιλογής της θεωρίας όπως αρθρώνονται από τον Carnap, Duhem, Popper και άλλους φιλόσοφους. Σημειώστε ότι το κριτήριο της ακρίβειας είναι συμβιβαστό με κάποιου τύπου κριτήρια επαλήθευσης ή διάψευσης. Παρόμοια, για τα κριτήρια ευρείας ακτίνας δράσης και γονιμότητας, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πορίσματα του κριτηρίου της ακρίβειας, όταν αυτό περιορίζεται σε μελλοντικές προβλέψεις. Το κριτήριο συμβατισμού είναι παρόμοιο προς το κριτήριο επιλογής της θεωρίας που προτιμάται από τους συμβατικιστές όπως τον Duhem, και τον Popper. Ως γεγονός, επειδή η απλότητα πρέπει να κριθεί από ένα πλήθος άλλων θεωριών, σχετίζεται στενά με τη συμβατικότητα. Με λίγα λόγια η κύρια προσφορά του Κuhn στο θέμα της επιλογής θεωρίας είναι να συνθέτει και να αρθρώνει προηγούμενες συζητήσεις. Εγώ θα προσθέσω και την άποψη ότι :η παραγωγικότητα και η ακρίβεια είναι στενά συνδεδεμένες ως μια ομάδα ενώ η απλότητα και η συμβατικότητα ως μια άλλη ομάδα. Υπάρχουν άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις που βοηθούν να επεκταθεί αυτή η λίστα και σε άλλες κατευθύνσεις;

Μετα-Κουνιανές Θεωρίες της Πρόοδου

Ο Imre Lakatos αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του Κuhn ότι οι θεωρίες συνυπάρχουν μέσα σε ένα πλήθος ανωμαλιών, επομένως, δεν απορρίπτονται εύκολα ακόμα και σε ανασκευαστικές περιπτώσεις.Όπως όταν ο Γαλιλαίος διετύπωσε την άποψη ότι η γη κινείται ή όταν, πιο πρόσφατα, η Δαρβινική θεωρία της εξέλιξης τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Ακόμη κι όταν υπάρχουν αρνητικά εμπειρικά δεδομένα, η ισχύς μιας θεωρίας μπορεί πάντα να διατηρηθεί, αν γίνουν κάποιες κατάλληλες τροποποιήσεις στις βοηθητικές υποθέσεις της θεωρίας. Με την έννοια αυτή, η επικύρωση του συνόλου μιας θεωρίας δεν μπορεί να προσδιορισθεί πλήρως από τα εμπειρικά δεδομένα, αλλά μόνο ένα τμήμα της, οπότε μιλάμε για έναν εμπειρικό υπο–προσδιορισμό της θεωρίας. Ο πυρήνας της θεωρίας μπορεί να επιβιώσει σε αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις, εφόσον γίνουν κάποιες μεθύστερες αλλαγές σε βοηθητικές υποθέσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα δίνεται από την υιοθέτηση των επικύκλων, μικρών κύκλων μέσα στις πλανητικές τροχιές, που χρησιμοποιήθηκαν στις πρώτες θεωρίες του ηλιακού συστήματος, για να εξηγήσουν τις παρατηρήσεις των πλανητών που παραβίαζαν την τέλεια κυκλική κίνηση. Αντίθετα με τον Κuhn, πρότεινε μια μεθοδολογία επιστημονικής έρευνας που θα δημιουργούσε αυτό που ονόμασε "εκλεπτυσμένη παραποίηση". Ο Lakatos ισχυρίστηκε ότι «η βασική μονάδα εκτίμησης δεν πρέπει να είναι απομονωμένη θεωρία ή μια σύνδεση θεωριών αλλά ένα ερευνητικό πρόγραμμα». Ένα παράδειγμα είναι η Νευτωνιανή επιστήμη, που βάση της ήταν μια σύνδεση θεωριών ή συμπερασμάτων: οι τρείς νόμοι της μηχανικής και ο νόμος της βαρύτητας. Αυτά αποτελούν τον σκληρό πυρήνα ή το αρνητικό ευρηστικό του ερευνητικού προγράμματος κατά τον Lakatos. Ο σκληρός πυρήνας του ερευνητικού προγράμματος υποστηρίζεται από μια «προστατευτική ζώνη βοηθητικών υποθέσεων» που "χωνεύουν" τις ανωμαλίες. Σύμφωνα με τον Kuhn, προϋπόθεση για λάβει χώρα μια επιστημονική επανάσταση είναι να παρατηρηθούν κάποιες ανωμαλίες στη λειτουργία των παραδειγμάτων, από τις οποίες να εγκύψουν κάποιες περίοδοι κρίσης.

Μια ανωμαλία μπορεί να είναι κάποιο γεγονός που εγείρει υποψίες για την ισχύ του επικρατούντος παραδείγματος χωρίς αναγκαστικά να υπάρχει καμιά ασυμβατότητα με την αντίστοιχη θεωρία. Κάτι τέτοιο, πχ., θα μπορούσε να ήταν ένα από τα εξής: (i) Ένας άλυτος γρίφος, που επιμένει να υπάρχει παρά τις θεωρητικές υποδείξεις ότι θα έπρεπε να μπορεί να λυθεί στα πλαίσια του παραδείγματος. (ii) Κάποιες νέες παρατηρήσεις ή εμπειρικές ενδείξεις που φαίνονται να αντιστέκονται σε μια άμεση υπαγωγή στη λογική του επικρατούντος παραδείγματος. (iii) Κάποια καινούργια θεωρητικά αποτελέσματα που κι αυτά δεν φαίνεται να μπορούν να αφομοιωθούν από την δομή του επικρατούντος παραδείγματος. Βέβαια, κατ' αρχήν, η εμφάνιση μιας ανωμαλίας δεν μπορεί να κλονίσει την παντοδυναμία του παραδείγματος, γιατί θεωρείται φυσικό το γεγονός κάθε παράδειγμα να έχει κάποιες ατέλειες. Το θετικό ευρηστικό «αποτελείται από μια τμηματική αρθρωμένη σειρά προτάσεων για το πώς να μετατραπούν ή να εξελιχθούν οι ανασκευαστικές παραλλαγές του ερευνητικού προγράμματος, πώς να τροποποιηθεί το "ανασκευαστικό" της "προστατευτικής ζώνης". Όπως οι περιγραφές των θεωρητικών δομών μερικών επιστημών,οι έννοιες του σκληρού πυρήνα μαζί με το αρνητικό ευρηστικό και μιας προστατευτικής ζώνης με το θετικό ευρηστικό φαίνεται να ανταποκρίνονται σε πολλές περιπτώσεις.

Ο Lakatos έγραψε « όλα τα ερευνητικά προγράμματα που θαυμάζω έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα προβλέπουν βασικά γεγονότα, γεγονότα που δεν είχαν σκεφτεί ή που διαψεύτηκαν από προηγούμενα ανταγωνιστικά προγράμματα». Στα προοδευτικά προγράμματα υπάρχει μια σειρά θεωριών, η καθεμία καλύτερη από την προηγούμενη. «Καλύτερο» καθορίζεται αυτό που συμβαδίζει με τρία κριτήρια: η νέα θεωρία έχει περισσότερο εμπειρικό περιεχόμενο από την προηγούμενη, δηλαδή προβλέπει γεγονότα – η νέα θεωρία εξηγεί την επιτυχία της προηγούμενης, δηλαδή υπάγει την προηγούμενη, και τουλάχιστον κάποιο περίσσειο περιεχόμενο της νέας θεωρίας επιβεβαιώνεται.

'Ενα πρόβλημα με την πρόταση του Lakatos είναι η απαίτηση της υπαγωγής που σημαίνει ότι τα κριτήριά του δεν θα εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει "απώλεια Kuhn" και συνεπώς η πραγματική εφαρμογή του δεύτερου κριτηρίου του περιορίζεται. Επιπλέον, η χρήση των επιτυχών προβλέψεων ως κριτηρίου της επιλογήςτης θεωρίας δεν είναι και πολύ καινούργια και περιορίζει την εφαρμογή των κριτηρίων στις επιστήμες που δίνουν προβλέψιμες εξηγήσεις. Επίσης ο Lakatos, δεν προσφέρει δυνατή μορφή για την δυσδιάκριση,όπως περιγράφεται από τον Carnap, όπου σε δύο θεωρίες (ή ερευνητικά προγράμματα) έγιναν παρόμοιες προβλέψεις. Εδώ θα πρέπει να βρει κανείς άλλα κριτήρια , όπως αυτό της απλότητας ή της επιβεβαίωσης.

Ο Lakatos επίσης, προσέφερε στην αναστάτωση του εσωτερικοεπιστημονικού διαλόγου, όταν χρησιμοποίησε τον Μαρξισμό ως υπόδειγμά του για ένα εκφυλιστικό ερευνητικό πρόγραμμα. Σύγκρινε τις αποτυχημένες προβλέψεις και τις εξηγήσεις του Μαρξισμού με τις επιτυχημένες προβλέψεις της Νευτωνιανής μηχανικής. Η σύγκριση κινήθηκε περισσότερο από την ιστορική τοποθεσία του στον Ψυχρό Πόλεμο της Πολιτικής, αλλά υπονοεί και μια ενοποίηση της επιστημονικής διατριβής η οποία τίθεται σε θέμα. Δεν υπάρχει περίπτωση να έβρισκε κάποια κοινωνική θεωρία ή ερευνητικό πρόγραμμα κοινωνικής επιστήμης που θα έδινε επιτυχημένες προβλέψεις, παρόμοιες προς αυτές της Νευτωνιανής Μηχανικής, απλώς επειδή τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πολύπλοκα. Σε κάποιο άλλο σημείο το αναφέρει αυτό, λέγοντας ότι οι κοινωνικές επιστήμες είναι «υποανάπτυκτες».

Κατά κανόνα υπάρχουν πάντα εναλλακτικές θεωρίες που ταιριάζουν στα δεδομένα λιγότερο ή περισσότερο, έτσι το καίριο ερώτημα είναι πώς και με ποιά κριτήρια επιλέγονται αυτές οι θεωρίες που διαφέρουν μεταξύ τους στις βοηθητικές υποθέσεις. Σύμφωνα με τη θέση του υπο–προσδιορισμού, τα κριτήρια αυτά δεν μπορεί να είναι εμπειρικά (γιατί θα είχαμε τότε μια θεωρία για την επιλογή των κριτηρίων που θα δεχόταν πλήρη εμπειρικό προσδιορισμό). Επιπλέον, επειδή για πολλούς στοχαστές θα ήταν προβληματική η αποδοχή της ύπαρξης της κατηγορίας της a priori αλήθειας, τα κριτήρια δεν φαίνεται να μπορεί να είναι ούτε λογικά. Έτσι, κάποιοι οδηγούνται να συμπεράνουν ότι, αφού τα κριτήρια επιλογής της εύλογης θεωρίας ποικίλους σε διαφορετικές ομάδες για διαφορετικές περιόδους, θα μπορούσαν τα κριτήρια αυτά να οφείλονται σε κοινωνικούς παράγοντες. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ιδιαίτερα πιστευτός και έχει ήδη ανασκευαστεί από τον Laudan που έδειξε ότι δεν μπορεί να απορρέει από τη λογική θέση του υπο–προσδιορισμού η θέση ότι η επιλογή της θεωρίας πρέπει να εξαρτάται από κοινωνικούς παράγοντες. Ο Larry Laudan ανέπτυξε μια διαφορετική προσέγγιση προς της ανάλυση του Lakatos για τα ερευνητικά προγράμματα και την πρόοδο της επιστήμης. Πρότεινε το «ερευνητικό έθιμο» προς αντικατάσταση του παραδείγματος του Kuhn ή το ερευνητικό πρόγραμμα του Lakatos:

1. Το κάθε ερευνητικό έθιμο έχει ένα αριθμό συγκεκριμένων θεωριών τα οποία αποτελούν παράδειγμα ή τμηματικά το επιβεβαιώνουν – μερικές απ’αυτές τις θεωρίες θα είναι ταυτόχρονες, άλλες θα είναι προσωρινοί διάδοχοι των προηγούμενων.

2. Το κάθε ερευνητικό έθιμο παρουσιάζει συγκεκριμένες μεταφυσικές ή μεθοδολογικές δεσμεύσεις που ως σύνολο, ξεχωρίζει το ερευνητικό έθιμο από τα άλλα.

3. Το κάθε ερευνητικό έθιμο (αντίθετα με μια συγκεκριμένη θεωρία) περνάει πολλά στάδια διαμόρφωσης και γενικά έχει μεγάλη ιστορία πίσω του, που προεκτείνεται μέσα από μια χρονική περίοδο.

Η έννοια του κάθε ερευνητικού εθίμου , όπως καθορίζεται εδώ, χάνει κάποια συμβατικιστική σοφία που διατήρησε στον ορισμό του ο Lakatos για το ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο έχει θετικό και αρνητικό ευρηστικό. Όμως, όπως το παράδειγμα του Kuhn,ο ορισμός του Laudan για το ερευνητικό έθιμο τονίζει τις υπερ-θεωρητικές δεσμεύσεις. Αυτή η αλλαγή μας δείχνει μια αναβάθμιση από τη πρώτη προσέγγιση του ερευνητικού προγράμματος του Lakatos.

Τι προσφέρει ο Laudan στο πρόβλημα της επιλογής της θεωρίας; Καθόρισε την πρόοδο αυξάνοντας τις πιθανότητες για λύσεις προβλημάτων. Τα προβλήματα είναι εμπειρικά, όπως δηλαδή η ανάλυση μιας ανωμαλίας, ή μπορεί να είναι και αντιλήψεις, όπως δηλαδή όταν μια θεωρία είναι εσωτερικά ασταθής ή ασταθής προς μία άλλη αποδεκτή θεωρία. Το πρώτο κριτήριο είναι εμπειρικός υπαινιγμός, και το δεύτερο είναι ένας συνδυασμός κριτηρίων σταθερότητας και απλότητας.

Τόσο ο Laudan, όσο και οι Lacatos και Kuhn, εκφράζουν – εξωτερικεύουν εκείνες τις εσωτερικές διεργασίες που πραγματοποιούνται στο μυαλό ενός ανθρώπου, προκειμένου να αντιμετωπίσει, να λύσει ένα πρόβλημα. Ίσως όλη αυτή η "δομή" να μας φαίνεται γνωστή. Ίσως γιατί αυτή υπάρχει ήδη μέσα μας και εφαρμόζεται, έστω και ενστικτωδώς τις περισσότερες φορές. Εν προκειμένω, η διατύπωση αυτής της ενστικτώδους "μεθοδολογίας" αποτελεί το "μήλον της Έριδος" για τους μελετητές. Ο όρος «πρόοδος» ή «προοδευτικός» όπως χρησιμοποιούνται από τους Lakatos και Laudan παρουσιάζουν και τις άλλες πλευρές για τις εσωτερικοεπιστημονικές παρεξηγήσεις. Για παράδειγμα, ας μιλήσουμε για την προσέγγιση ενός κοινωνικού επιστήμονα στο πρόβλημα, την διατριβή του Derek de Solla Price «για την ημέρα της επιστημονικής καταστροφής». Ο Price ισχυρίστηκε ότι η παγκόσμια επιστήμη άρχισε να επεκτείνεται από τότε που συλλήφθηκε η ιδέα ,και ο βαθμός ανάπτυξής της διπλασιάζεται ανά δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Επειδή αυτός ο βαθμός ανάπτυξης δεν μπορούσε να συγκρατηθεί , ο Price πρόβλεψε μια ημέρα επιστημονικής καταστροφής, και η πρόβλεψή του φαίνεται να έχει γίνει πραγματικότητα στις μέρες μας, δηλαδή με όλες τις περικοπές κόστους που γίνονται στην δεκαετία του ‘90. Ενώ ακόμα μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια «πρόοδο» στην εποχή των περικοπών κόστους, υπολογότητας και πραγματιστικών ενδιαφερόντων, πρέπει να εισαχθεί αυτό το κοινωνικό-επιστημονικό εύρημα στη φιλοσοφική διαμάχη για να αποστερεοποιηθεί η έννοια της πρόοδου. Γιατί πρέπει να είναι κανείς ευχαριστημένος μ’αυτό τον περιορισμένο ορισμό της πρόοδου όπως φαίνεται στις προσεγγίσεις του Lakatos και Laudan; Μπορεί κανείς να δημιουργήσει κριτήρια για την πρόοδο της επιστήμης στο καθιερωμένο επίπεδο, όπως δηλαδή την ελάχιστη διατήρηση των μηνιαίων αποδοχών σύμφωνα με το κόστος της ζωής, ή το αυξανόμενο ποσοστό της διαφοροποίησης και του ισοδιαφέροντος στον σταθερό κύκλο της επιστημονικής και τεχνικής παραγωγής; Είμαι της γνώμης ότι οι περιγραφές της επιστημονικής προόδου των Lakatos και Laudan είναι πολύ περιορισμένες.


Νατουραλισμός και Ρεαλισμός


Το έργο του Laudan επηρέαστηκε από τον Αμερικάνικο πραγματισμό, όπως φαίνεται εξάλλου στον ορισμό του για την πρόοδο μέσα από την έννοια της λύσης προβλημάτων. Στην φιλοσοφία ο πραγματισμός έχει αναφερθεί πολλές φορές ως Σχολή Φιλοσοφίας του Chicago. Στην φιλοσοφία ο όρος «Σχολή του Chicago» συνήθως αναφέρεται στην περίοδο όταν ο John Dewey φοιτούσε εκεί. Ο όρος ίσως δημιουργήθηκε το 1903 όταν ο William James αναγνώρισε το έργο Mελέτες στη Λογική Θεωρία του Dewey, και ανακοίνωσε τη «γέννηση» της πραγματιστικής φιλοσοφίας της Σχολής του Chicago . Οι κύριοι πραγματιστικοί φιλόσοφοι ήταν οι Dewey, James, George Herbert Mead, και ο Charles Sanders Pierce. Για τους πραγματιστές η γνώση προέρχεται από την εμπειρία της εργασίας, και η αλήθεια καθορίζεται από πρακτικά αποτελέσματα ,όπως την πρόβλεψη και τον έλεγχο ή επιθυμητές ψυχολογικές/κοινωνικές συνέπειες. Όπως οι θετικιστές, οι πραγματιστές ήταν επικριτικοί προς την μεταφυσική παρατήρηση, αλλά όπως οι σύγχρονοι νατουραλιστές, οι πραγματιστές βασίζονταν στα φυσικά γεγονότα που έβγαιναν επιστημονικά ως βάση για φιλοσοφικούς ισχυρισμούς. Επομένως, ο πραγματισμός είναι ένα ρεύμα που συμβάλλει στον νατουραλισμό στην σύγχρονη φιλοσοφία της επιστήμης.

Ο νατουραλισμός, σύμφωνα με έναν αξιόλογο Αμερικανό νατουραλιστικό φιλόσοφο , είναι η άποψη ότι «όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να κατανοηθούν ως εντελώς φυσικά φαινόμενα, όπως δηλαδή και οι δραστηριότητες των χημικών και ζώων»(Giere, 1988). Ο νατουραλισμός συχνά θεωρείται η τρίτη φάση της φιλοσοφίας της επιστήμης μετά τις πρώτες διαμάχες ανάμεσα στον θετικισμό, Ποπεριανισμό και συντηρητικισμό και το δεύτερο κύμα του ιστορικισμού. Μερικοί νατουραλιστές φιλόσοφοι θεωρούν τους Αμερικανούς πραγματιστές (όπως τον Dewey, Pierce, & James) πιο κοντινούς διανοητικούς πρόγονους από τους αρχηγούς των βασικών εθίμων στη φιλοσοφία της επιστήμης. Όμως υπάρχουν καθαρές επιρροές από τις πρώτες σχολές της φιλοσοφίας της επιστήμης. Όπως τον ιστορικισμό, ο νατουραλισμός τείνει να αποφεύγει τον ισχυρισμό που βασίζεται στο επίσημο, μια λογική που ήταν χαρακτηριστική στους θετικιστές, και αντίθετα παρεμβάλλει αποδεκτά εμπειρικά γεγονότα στον φιλοσοφικό ισχυρισμό. Όμως αντίθετα από τον ιστορικισμό, ο νατουραλισμός τείνει να βασίζεται περισσότερο στα φυσικά γεγονότα των γνωστικών και εξελικτικών διαδικασιών ως αξιόπιστο πρότυπο για τον καθορισμό της αλήθειας από την πίστη. Οι νατουραλιστές συνήθως εμπλέκονται και στις φιλοσοφίες των συγκεκριμένων επιστημονικών τομέων όπως δηλαδή τη βιολογία, την γνωστική επιστήμη, σε αντίθεση με την έμφαση στη φυσική στις πρώτες γενεές της φιλοσοφίας. Η βαθιά τους συμμετοχή στους συγκεκριμένους επιστημονικούς τομείς φέρνει την φιλοσοφία της επιστήμης σε μια πιο συνεχή ροή στις θεωρητικές συζητήσεις ανάμεσα στους επιστημονικούς τομείς. Συνεπώς, η δικαίωση διαμορφώνεται όχι κατά ένα φανταστικό σκεπτικό αλλά κατά του στόχου για την ακριβή δημιουργία της αληθινής γνώσης του κόσμου. Για τον θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου είναι μια εξωτερική στην επιστήμη πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείται από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφενός την φυσιοκρατία, δηλαδή, την ανάδειξη της φυσικής-εμπειρικής προέλευσης της γνώσης, κι αφετέρου την φαινομενοκρατία ή αντικειμενισμό, δηλαδή, την αποδοχή μιας αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.

Ίσως το μέγιστο είδος επιρροής της νατουραλιστικής προσέγγισης στη σύγχρονη φιλοσοφία της επιστήμης είναι η εξελικτική επιστημολογία, δηλαδή οποιαδήποτε θεωρία που εξηγεί την ανθρώπινη και ζωϊκή γνωστική με την εξελικτική θεωρία. Ο Werner Callebut ισχυρίζεται ότι είναι σημαντικό να διακρίνουμε δύο διαφορετικά προγράμματα: (1) την βιολογική εξελικτική επιστημολογία (που είναι γνωστή επίσης ως βιοεπιστημολογία ή ΕΕΜ, για την εξελικτική επιστημολογία των μηχανισμών), η οποία είναι η φυσική επιστήμη της εξελικτικής βάσης της ζωϊκής γνωστικής και των συστημάτων των αισθήσεων, και (2) μια εξελικτική περίπτωση της επιστήμης ή ΕΕΤ, εξελικτική επιστημολογία των θεωριών. Ο Daryl Chubin και ο Sal Restivo (1983) αποκάλεσαν το τελευταίο το «το ήπιο πρόγραμμα» στο STS. Οι ηγέτες στην ανάπτυξη της εξελικτικής προσέγγισης της επιστήμης ήταν οι Donald Campbell, David Hull, και ο Popper. Η προσφορά του Hull στην εξελικτική θεωρία συμπεριλαμβάνει την περιγραφή και την διασάφηση των παρακάτω: ένας αναδιπλωτής , «μια οντότητα που μεταφέρεται ολόκληρα σε επόμενες αναδιπλώσεις», ένας μεσολαβητής, «μια οντότητα που αλληλεπιδρά ως συνεκτικό σύνολο με το περιβάλλον του με τέτοιο τρόπο όπου αυτή η αλληλεπίδραση προκαλεί διαφορετική αναδίπλωση, επιλογή, «μια διαδικασία όπου η διαφορική εξαφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των μεσολαβητών προκαλούν την διαφορική διαιώνιση των σχετικών αναδιπλώσεων», και η καταγωγή , «μια οντότητα που παραμένει ακαθόριστα μέσα στον χρόνο είτε με την ίδια ή μεταλλαγμένη μορφή ως αποτέλεσμα της αναδίπλωσης». Ο Hull ισχυρίζεται ότι αυτός ο καθορισμός του μεταξύ των μεσολαβητών και αναδιπλωτών είναι προοδευτικός προς τον όρο «μέσο» του Campbell, τον οποίο δεν συνεπάγεται ο καθορισμός και επομένως πολύ πιθανόν να δημιουργηθεί νοητική σύγχυση.

Αυτοί οι όροι απευθύνονται στην βιολογική, καθώς και νοητική, επιστημονική και πολιτιστική εξέλιξη, επομένως είναι σχετικές με τις κοινωνικές επιστήμες όπως για παράδειγμα την πολιτιστική επιστημολογία. Όμως, γενικά οι πολιτιστικοί ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι σήμερα δεν δείχνουν ενδιαφέρον στις εξελικτικές προσεγγίσεις των κοινωνικών φαινομένων. Οι θετικιστές παραδέχονταν τον κυρίαρχο ρόλο των φυσικών επιστημών, ως μοντέλου των κοινωνικών επιστημών. Σύμφωνα με αυτούς, η μελέτη της επιστήμης είναι μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Αυτές οι προσεγγίσεις έχουν σημαδεμένη ιστορία στον 19ο αιώνα, όταν χρησιμοποιούνταν να διατάζουν τις κοινωνίες με τρόπο που νομιμοποιούσε το «φόρτο του λευκού» στην αποικιοκρατία. Τον 20ο αιώνα, οι εξελικτικές προσεγγίσεις συνδέθηκαν με την λειτουργικότητα, όπως στην κοινωνική θεωρία του Talcott Parson, που σήμερα αμφισβητείται, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω. Οι διαφορετικές έννοιες και ιστορίες της εξελικτικής θεωρίας στην φιλοσοφία και οι κοινωνικές επιστήμες μας δίνουν μια άλλη ευκαιρία για διασταυρωμένες παρεξηγήσεις των επιστημονικών τομέων.

Συνήθως οι νατουραλιστές όπως οι εξελικτικοί επιστημολόγοι είναι και ρεαλιστές, ένας όρος που επίσης δίνει πολλές ευκαιρίες για παρεξηγήσεις. Πολλοί ρεαλιστές είναι και Μαρξιστικοί, και στην Βρετανία ο όρος «κριτικός ρεαλιστής» συνήθως είναι λέξη κλειδί για Μαρξιστή. Ο Hacking μας διευκρινίζει τρεις τύπους ρεαλισμού:

1. Οντολογικός, όπου συγκεκριμένες θεωρίες είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς «λόγω του πώς είναι ο κόσμος»

2. Αιτιώδης, όπου οι θεωρητικοί όροι της θεωρίας δηλώνουν τις θεωρητικές οντότητες που είναι αιτιολογικά υπεύθυνοι για τα παρατηρούμενα φαινόμενα.

3. Επιστημολογικός, όπου «μπορούμε να έχουμε εγγυημένη πεποίθηση προς τις θεωρίες ή τις οντότητες (τουλάχιστον ως αρχή)».


Το πρώτο είδος του ρεαλισμού συνήθως συνδέεται με κάποια θεωρία επιστημονικής πρόοδου, όπως δηλαδή ότι οι θεωρίες και οι μέθοδοι περιγράφουν τον πραγματικό κόσμο πέραν από τις παρατηρήσεις, καλύτερα με την πάροδο του χρόνου, ή οι θεωρητικοί όροι που φαίνεται να είναι απλά οργανικοί αποκτούν οντολογική ιδιότητα με την πάροδο του χρόνου.Η θεωρία γίνεται κατανοητή σαν ένας λογικός μηχανισμός για την εξήγηση ή πρόβλεψη των εμπειρικών φαινομένων της παρατήρησης και διαμέσου της πειραματικής μεθόδου.

Ο δεύτερος ορισμός του ρεαλισμού σχετίζεται με την φιλοσοφία της επεξήγησης. Γενικά, δύο βασικές προσεγγίσεις καθορίζονται: συμπερασματικές και αιτιολογικές. Η συμπερασματική προσέγγιση μεταχειρίζεται την επεξήγηση είτε ως εισαγωγικό ή επαγωγικό συμπέρασμα σε ένα έθιμο που έχει δημιουργήσει ο Carl Hempel. Για να συνοψίσω, αν η σειρά των προτάσεων είναι αληθής, και τα συμπεράσματα είναι λογικά συνδεδεμένα στις επεξηγήσεις,τότε τα συμπεράσματα είναι αληθή ή πιθανόν αληθή. Κάτω από το πρότυπο του νόμου, τα συμπεράσματα υπάγονται κάτω από ένα γενικό νόμο και κάποιες προηγούμενες συνθήκες. Το πρώτο είδος της επεξήγησης ονομάζεται νομολογική-επαγωγική, και οι επεξηγήσεις κατανοούνται ως προβλέψεις γεγονότων, που δημιουργούνται από γεγονότα που έχουν συμβεί, και βασίζονται στους παγκόσμιους νόμους (νομολογικοί). Όταν τουλάχιστον ένας νόμος είναι στατιστικής φύσης, ο τύπος επεξήγησης είναι επαγωγική-στατιστική παρά επαγωγική-νομολογική. Όμως, πολλοί θα ισχυρίζονται ότι τα συμπεράσματα μπορούν να βγουν και επαγωγικά-επομένως, ο τρίτος τύπος εξαγωγής συμπεράσματος: επαγωγική-στατιστική. Σε όλες τις περιπτώσεις η επεξήγηση έχει την έννοια της περιγραφής. Αυτή η κατανόηση της επεξήγησης συμβαδίζει με την άποψη ότι μερικές φορές μπορεί να ακούσει κανείς από τους επιστήμονες, ονομαστικά, ότι η επιστήμη προσφέρει μόνο γενικές περιγραφές του κόσμου αλλά όχι επεξηγήσεις. Κεφαλαιώδους σημασίας για τον θετικισμό είναι το πρόβλημα της επαγωγής, δηλαδή, του πώς οι γενικοί εμπειρικοί νόμοι μπορούν να προκύψουν από τις παρατηρήσεις. Το πέρασμα από το ειδικό στο γενικό (επαγωγή) ιστορικά υπήρξε το αδύνατο σημείο, η Αχίλλειος πτέρνα, του εμπειρισμού από τον καιρό των Bacon και Hume. Από την άλλη μεριά, το πέρασμα από το γενικό στο ειδικό (παραγωγή) δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα σε συστήματα παραγωγικής λογικής, στα οποία τα συμπεράσματα έπονται με βεβαιότητα των υποθέσεων, εφόσον τηρούνται οι σχετικοί λογικοί κανόνες. Για παράδειγμα, αν “όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι” (ας συμβολίσουμε με L αυτή την γενική πρόταση) κι αν “το πουλί Α είναι κύκνος” τότε ισχύει ότι “το πουλί Α είναι άσπρο.” Το θέμα για την επαγωγική θεμελίωση είναι αν μπορούμε και με ποια έννοια να ισχυρισθούμε ότι η παρατηρησιακή πρόταση “το πουλί Α είναι ένας άσπρος κύκνος” (ας τη συμβολίσουμε με e) συνεπάγεται την ισχύ της γενικής πρότασης L, ότι, δηλαδή, “όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι.”

Μια θετικιστική απάντηση στο πρόβλημα της επαγωγής δόθηκε από τον Carnap (1950) μέσω του μέτρου πιθανότητας ή βαθμού επιβεβαίωσης μιας υπόθεσης βασισμένης σε εμπειρικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, ο Carnap θεωρεί ότι η επαγωγή “e συνεπάγεται L” έχει νόημα σαν πρόταση διατυπωμένη με πιθανότητες, δηλαδή, σαν “η πιθανότητα να ισχύει η L, όταν δίνεται η e, είναι ίση με r,” όπου r ένας αριθμός μεταξύ 0 και 1 (συμβολικά: p(L|e) = r). Παρότι ο Carnap ανέπτυξε το πιθανοκρατικό μοντέλο της επαγωγικής λογικής μόνο για πολύ απλές γλώσσες (όπου, ακόμη και σ' αυτές, τα τεχνικά προβλήματα είναι τεράστια), εκείνο που θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι η θετικιστική προσπάθεια απάντησης του προβλήματος έθετε την επιστημονική επαγωγή σε καθαρά αντικειμενικές βάσεις, κοινές με εκείνες της παραγωγικής λογικής.

Επειδή το πρότυπο του γενικού νόμου υποβάλλεται σε αντίστροφες περιπτώσεις, μερικοί φιλόσοφοι έχουν υποστηρίξει την αιτιώδη προσέγγιση, μια έκδοση όπου φαίνεται να είναι ο δεύτερος τύπος ρεαλισμού του Hacking. Από αυτή την άποψη, οι επεξηγήσεις αποτελούν όχι μόνο ένα ισχυρισμό που δείχνει ότι το φαινόμενο θα αναμενόταν αλλά μιας δήλωσης αιτιών που δείχνει πως το φαινόμενο επήλθε. Ένα κλασσικό σημείο έναρξης στις συζητήσεις της αιτίας είναι η Humean αιτιότητα, που όπως αναδιαμορφώθηκε από φιλόσοφους του 20ου αιώνα είναι ως εξής: δεδομένες δύο περιπτώσεις η Ε1 και η Ε2 , η Ε1 προκαλεί την Ε2 εάν (1) Ε1 συνέβη πριν την Ε2 , (2)υπάρχει η δυνατότητα να συναχθεί η Ε2 αν γνωρίζουμε ότι η Ε1 έγινε, με μια σειρά νόμων της φύσης, και δηλώσεων αμοιβαίων συνθηκών, και (3)δεν υπάρχει η δυνατότητα να συναχθεί η Ε2 από την Ε1 γνωρίζοντας μόνο την σειρά νόμων της φύσης και τις δηλώσεις αμοιβαίων συνθηκών. Αυτή η περιγραφή, μας περιγράφει την κατανόηση του αιτιώδους, υπονοούμενη στην ιατρική έρευνα που ακολουθεί τις αξιώσεις του Koch. Η περιγραφή του Hacking μιας αιτιώδους μορφής ρεαλισμού, που απευθύνεται στους θεωρητικούς όρους, είναι παράδειγμα μιας άλλης αιτιώδους επεξήγησης.

Ο τρίτος τύπος ρεαλισμού έχει σχέση με μια αντίθεση στην επιστημολογική σχετικότητα. Οι φιλόσοφοι έχουν κατηγορήσει κατά καιρούς μερικούς κοινωνικούς επιστήμονες που εργάζονται κάτω από το κονστρουκτιβιστικό έθιμο με επιστημολογική σχετικότητα. Πρέπει να αναρωτηθούμε αν πραγματικά ο ρεαλισμός προσφέρει κάτι στο πρόβλημα που αναλύεται στο κεφάλαιο αυτό. Ίσως η μοναδική προσφορά του ρεαλιστή θα ήταν ένα κριτήριο με το οποίο, υποθέτοντας την προφανή δυσδιάκριση, θα πρέπει να προτιμήσουμε την θεωρία που χρησιμοποιεί τους όρους που είναι πιο ρεαλιστικοί. Με άλλα λόγια πρέπει να προτιμούμε την θεωρία με περισσότερους παρατηρητικούς όρους ή θεωρητικούς όρους που θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν κάποτε σε παρατηρητικούς όρους. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να προτιμάται ένα ερευνητικό πρόγραμμα όπου κάποιοι θεωρητικοί όροι έχουν δείξει κάποια τάση μετατροπής προς παρατηρητικούς όρους με την πάροδο του χρόνου, και σε ένα πρόγραμμα που έδωσε αυξημένα τεχνολογικά οφέλη. Για παράδειγμα, οι ιοί ήταν οι θεωρητικοί όροι που έχουν γίνει παρατηρητικοί όροι, με την πάροδο του χρόνου και με την βελτίωση της τεχνολογίας.

Κονστρουκτιβισμός και Σχετικότητα

Ενώ οι φιλόσοφοι συνήθως είναι ακριβείς στη χρήση των όρων, υπάρχει μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον κοστρουκτιβισμό και την σχετικότητα. Και οι δύο αυτοί τίτλοι εφαρμόζονται στο έργο των ιστορικιστών όπως του Kuhn και άλλων κοινωνικών επιστημόνων.

Στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης και τεχνολογίας, ο όρος «κοινωνικός κονστρουκτιβισμός» χρησιμοποιείται συχνά ως γενικός τίτλος για τις μελετές που εξετάζουν πως οι κοινωνικές μεταβλητές διαμορφώνουν το σχήμα επιλογών για το τί εκτελεί η έρευνα, το πώς την εκτελεί, πώς γίνονται επιλογές θεωριών στις συζητήσεις, και στο σημείο όπου οι παρατηρήσεις, νόμοι, θεωρίες και άλλοι ισχυρισμοί γνώσεων γίνονται αποδεκτοί σε μεγαλύτερες επιστημονικές κοινότητες. Οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούν τον όρο «κονστρουκτιβισμό» κάπως διαφορετικά για να αναφερθούν στην ιδέα ότι οι επιστήμονες δεν ανακαλύπτουν τον κόσμο αλλά επιβάλλουν μια δομή σ’αυτή ή κατά κάποιον τρόπο «κατασκευάζουν» τον κόσμο. Στην ακραία του μορφή ο κονστρουκτιβισμός αποτελεί περισσότερο από ένα συμβολικό σύνολο θεωριών - αναφέρεται σε ένα κοινωνικό ιδανικό όπου δεν υπάρχει υλιστική πραγματικότητα που περιορίζει ή κατασκευάζει τις αισθητικές παρατηρήσεις. Εκτός των παραπάνω, σχετικά με το πρόβλημα της θεωρίας της επιλογής, αυτή η ακραία έκδοση θα ισχυριζόταν ότι ο κόσμος δεν περιορίζει με σοβαρό τρόπο την επιλογή της θεωρίας - μ’αυτή την έννοια ο κόσμος κατασκευάζεται παρά ανακαλύπτεται. Μερικοί φιλόσοφοι θα ισχυρίζονταν ότι ο κονστρουκτιβισμός των κοινωνικών μελετών της επιστήμης υπονοεί τον κοινωνικό ιδεαλισμό και την επιστημολογική σχετικότητα, αλλά προτείνω ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των δύο. Μπορεί να υπάρχουν μερικοί κοινωνικοί επιστήμονες που αποδέχονται την φιλοσοφική θέση του κοινωνικού ιδεαλισμού και της επιστημολογικής σχετικότητας , και αν υπάρχουν τότε προτείνω να ονομάσουν τη φιλοσοφική τους θέση «ριζοσπαστικός κονστρουκτιβισμός». Βεβαίως υπάρχουν μερικοί κοινωνιολόγοι της επιστημονικής γνώσης που έχουν κάνει δηλώσεις που υπονοούν ότι αποδέχονται ή έχουν αποδεχτεί κάποια στιγμή τον ριζοσπαστικό κονστρουκτιβισμό.

Μια εναλλακτική λύση στον ριζοσπαστικό κονστρουκτιβισμό είναι το σημείο όπου οι επιστημονικές θεωρίες είναι ρεαλιστικοί χάρτες ή επεξηγήσεις ενός πραγματικού κόσμου και την ίδια στιγμή μέσα τα οποία κωδικοποιούν πολιτιστικό-σχετικές γλωσσολογικές κατηγορίες και πολιτιστικές αξίες, και διαμορφώνονται από κοινωνικά ενδιαφέροντα (τα οποία ονομάζω εγώ, πολιστικό κονστρουκτιβισμό) και άλλες κοινωνικές μεταβλητές (τα οποία ονομάζω εγώ, κοινωνικό κονστρουκτιβισμό). Πολλοί ερευνητές στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης θα αποδέχονταν κάποια ήπια μορφή κονστρουκτιβισμού. Πιστεύουν ότι οι επιστημονικές θεωρίες και παρατηρήσεις περιορίζονται από ένα πραγματικό, υλιστικό κόσμο, αλλά όχι εξ’ολοκλήρου. Οι κοινωνικές μεταβλητές και οι πολιστικές αξίες παίζουν επίσης ρόλο. Η ανάμειξη του υλιστικού και κοινωνικού/πολιτιστικού ποικίλει στους επιστημονικούς τομείς και η φάση της έρευνας.

Προτείνω να προστεθεί μια άλλη φιλοσοφική άποψη: ο συντηρητικός κονστρουκτιβισμός, που θα έλεγε ότι τα κοινωνικά πλεονεκτήματα και οι πολιτιστικές αξίες διαμορφώνουν τις επιστημονικές θεωρίες μόνο με την εισαγωγή της προκατάληψης. Με την πάροδο του χρόνου αυτή η προκατάληψη μπορεί να αφαιρεθεί, για να παραχθεί μια ουτοπική κατάσταση όπου η επιστήμη είναι αντικειμενική ή απελευθερώνεται από τον εμποτισμό πολιτιστικών αξιών και κατηγοριών. Ένας μέτριος κονστρουκτιβιστής δεν θα έβλεπε τις παραπεμπτικές και κοινωνικοπολιστικές απόψεις των επιστημονικών παρουσιάσεων. Οι πολιτιστικές αξίες δεν είναι αγριόχορτα που μπορούμε να μαζέψουμε από τον κήπο της επιστήμης για να κάνουμε χώρο για τα άνθη - αντιθέτως είναι το χώμα στο οποίο φυτρώνουν τα άνθη. Με άλλα λόγια, οι επιστημονικές θεωρίες συμμετέχουν στο γενικό επιστημικό, εθνικό, προσωρινό, γένος τους και άλλες σε άλλους πολιτισμούς, κωδικοποιώντας έτσι τις αξίες τους. Aξίζει εδώ να αναφερθεί η άποψη του Kuhn για τη σύνδεση του παραδείγματος με την κοινότητα των επιστημόνων που καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Το γεγονός όμως είναι ότι μέσω αυτής της σφαιρικής έννοιας του παραδείγματος ο Kuhn ορίζει την βασική κοινωνιολογική μονάδα της επιστημολογίας του, που είναι η επιστημονική κοινότητα, δηλαδή, η κλειστή ομάδα επιστημόνων που ασπάζονται το ίδιο παράδειγμα. Όπως έχει αλλού παρατηρηθεί (δείτε την Εισαγωγή του Βασίλη Κάλφα στην ελληνική μετάφραση της Δομής του Kuhn, 1981, σελ. 26), υπάρχει μια ενδιαφέρουσα κυκλικότητα στους ορισμούς παραδείγματος και επιστημονικής κοινότητας με την έννοια ότι οι δυο αυτές έννοιες έχουν νόημα μόνο εφόσον δημιουργούνται ταυτόχρονα και αλληλεξαρτώνται. Η με αυτόν τον τρόπο συγκρότηση της επιστημονικής κοινότητας εκτιμάται από πολλούς (πχ., Delanty, 1997, σελ. 35) ότι συνεπάγεται έναν αυξημένο ρόλο της επιστημονικής κοινότητας για την κατασκευή της επιστήμης. Έτσι, θεωρείται ότι ο επιστημολογικός προβληματισμός του Kuhn συνηγορεί για την έμφαση στην κατασκευή (κι όχι στην ανακάλυψη) από μεριάς επιστημόνων του αντικειμένου της δουλειάς των μέσω προσωπικών πεποιθήσεων, κοινωνικής δικαιολόγησης και μηχανισμών επίτευξης κοινής συναίνεσης με διάλογο και συνεργασία. Με άλλα λόγια, με τις θέσεις του Kuhn για το παράδειγμα και την επιστημονική κοινότητα, μπορούμε να δούμε την επιστήμη σαν μια ανθρώπινη κατασκευή ή δημιουργία, που σαν τέτοια παίρνει τις διαστάσεις ενός κοινωνικο-πολιτιστικού φαινομένου. Με αποτέλεσμα, η επιστημονική εξέλιξη να είναι δυνατόν να επηρεάζεται από παράγοντες εξωτερικούς σε αυτήν, όπως οι πεποιθήσεις των ανθρώπων, η πολιτική και οι κοινωνικές συνθήκες.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίφημη δήλωση του Μαρξ για την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, που κωδικοποιεί την αστική τάξη του 19ου αιώνα για τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό όπως προβάλλεται στη φύση. Ένας ριζοσπαστικός κονστρουκτιβιστής μπορεί να ισχυριστεί ότι η εξελικτική θεωρία, καθώς και τις παρητηρήσεις που έκανε ο Δαρβίνος, ήταν προβολή του καπιταλισμού του 19ου αιώνα, πάνω στον φυσικό κόσμο που ήταν λίγο ή πολύ άγραφος πίνακας. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε στην εξελικτική θεωρία και σήμερα γιατί συνεχίζουμε να ζούμε σε καπιταλιστική κοινωνία που διεισδύεται με τις ίδιες μεταφορές και πολιτιστικές δομές όπως στην εποχή του Δαρβίνου. Απ’αυτή την άποψη, δεν θα υπήρχε κανένας τρόπος να επιλέγαμε ανάμεσα στην εξελικτική θεωρία και την δημιουργική επιστήμη, εκτός διαμέσου της δύναμης και της πεποίθησης ή της συνέπειας με το πολιτιστικό ήθος ή την παγκόσμια όψη.

Ένας συντηρητικός κονστρουκτιβιστής θα έλεγε ότι οποιεσδήποτε πολιτιστικές προκαταλήψεις στην εξελικτική θεωρία που εισήχθηκαν στο πρότυπο του Δαρβίνου έχουν εξαλειφθεί επιτυχώς από επόμενες εκδόσεις της θεωρίας. Ακόμα και αν είχε προβάλλει κάποιο μέρος της κοινωνίας του στην φύση ο Δαρβίνος, και δημιούργησε έναν παραμορφωμένο χάρτη της φύσης, επακόλουθες εξελίξεις στην εξελικτική θεωρία (και παρατηρήσεις) έχουν αποβάλλει προοδευτικά αυτές τις παραμορφώσεις. Όπως ένα προοδευτικό ερευνητικό πρόγραμμα, η εξελικτική θεωρία έχει βελτιωθεί με τα χρόνια. Επομένως, η εξελικτική θεωρία ασυμπτωτικά προσεγγίζει μια αγνή, διαφανή παρουσίαση της φύσης.

Ένας μέτριος κονστρουκτιβιστής θα ισχυριζόταν ότι η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου πρόβαλε την Δαρβινική κοινωνία στην φύση και έδωσε έναν σχετικά ακριβή χάρτη σε μια επιλεγμένη άποψη του φυσικού κόσμου. Μεταγενέστερες εξελίξεις στην εξελικτική θεωρία παρουσίασαν πιο ακριβείς χάρτες, βήμα βήμα με τον συντηρητικό κονστρουκτιβιστή, αλλά αυτές οι εξελίξεις δεν είχαν σαν συνέπεια την απόδραση από τον πολιτισμό. Αντίθετα, μεταγενέστερες αλλαγές επιμέρους συμφωνούν με γενικές πολιστικές αλλαγές της επιστήμης και κοινωνίας. Για παράδειγμα, η εξελικτική θεωρία αναπτύχθηκε τον 20ο αιώνα προς τα πρότυπα ισορροπίας και μετά στα μη-γραμμικά πρότυπα, αυτές οι αλλαγές επέφεραν γενικές μεταφορές και δομές που εμφανίζονται ως τμήμα των γενικών πολιτιστικών αλλαγών από τον 19ο αιώνα μέχρι τον μοντερνισμό και μεταμοντερνισμό. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι επιστημονικές θεωρίες είναι ρεαλιστικά και κοινωνικά δημιουργημένες. Σε μια παρόμοια αλλά όχι πανομοιότυπη διαμόρφωση,ο Fuller ισχυρίζεται ότι «το κοινωνικό και το γνωστικό δεν είναι ξεχωριστά τμήματα της επιστημονικής επιχείρησης-αντίθετα είναι δύο σχετικές αυτόνομες διαλέξεις που διατίθενται για οποιοδήποτε τμήμα της επιστήμης». Προτιμώ να σκέφτομαι τις κοινωνικοπολιτιστικές και παραπεμπτικές απόψεις των επιστημονικών θεωριών ως δύο διαστάσεις του ίδιου φαινομένου αντί για δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις. Κάποια έκδοση αυτής της άποψης υποστηρίζεται από φιλόσοφους όπως τον Giere κάτω από τον όρο «προοπτικός ρεαλισμός» και τον Fuller κάτω από τον όρο «ρεαλιστικός κονστρουκτιβισμός».

Για να ισχυριστούμε ότι οι επιστημονικές θεωρίες ή τα πρότυπα είναι αναπαραστάσεις, θα πρέπει να ξεδιπλώσουμε την έννοια «παραστάσεις» μέσα από τους επιστημονικούς τομείς. Για τους ρεαλιστές φιλόσοφους όπως τον Giere, ο όρος αναπαραστάσεις προορίζεται στην ιδέα ότι οι επιστημονικές θεωρίες αντιπροσωπεύουν ή χαρτογραφούν την πραγματικότητα. Στην ιστορία και τις πολιτιστικές επιστήμες, οι «συλλογικές αναπαραστάσεις» του Durkheim είναι μοιρασμένες ιδέες και πεποιθήσεις μιας κοινότητας ή άλλης κοινωνικής μονάδας, όπως στις θρησκευτικές κοσμολογίες. Δεδομένης της πολυφωνίας της λέξης «αναπαραστάσεις» , θα ταίριαζε με τον υβριδικό κόσμο του μέτριου (ρεαλιστικού) κονστρουκτιβισμού. Με άλλα λόγια, οι επιστημονικές αναπαραστάσεις είναι και παραπεμπτικές-χάρτες ή πρότυπα του κόσμου - και κοινωνικοπολιτιστικές - κωδικοποιήσεις αξιών, γενικές πολιτιστικές κατηγορίες, ενδιαφέροντα και τα λοιπά.

Τώρα που έχω αναφέρει τα κύρια σημεία του μέτριου κονστρουκτιβιστή, ας κάνουμε μερικές ερωτήσεις. Τί προκαλεί τους επιστήμονες να επιλέγουν ανάμεσα στις θεωρίες: το γεγονός ότι παρουσιάζουν τον κόσμο ακριβώς όπως είναι ή ότι αντιπροσωπεύουν τα κοινωνικά συμφέροντα ή τις πολιτιστικές αξίες και κατηγορίες; Από παραγραφική άποψη, δεν υπάρχει μεγάλη διαφωνία: το πρώτο πρέπει να πληροφορεί για την καλή επιλογή της θεωρίας. Στο σημείο της περιγραφής τα πράγματα είναι λίγο πολύπλοκα. Μπορεί να απαντήσει κάποιος (κονστρουκτιβιστής) στην ερώτηση λέγοντας ότι η επιλογή της θεωρίας είναι υπερκαθορισμένη. Ή όπως εγώ υποστηρίζω, μπορεί να αρνηθεί να δώσει απάντηση στην ερώτηση κάτω από τους παγκόσμιους όρους και να δώσει απάντηση με βάση ξεχωριστές περιπτώσεις. Υιοθετώντας αυτές τις δύο στρατηγικές -διαχωρίζοντας την παραγραφική από την περιγραφική ερώτηση και μεταρρυθμίζοντας τις παγκόσμιες βάσεις της ερώτησης-το πρόβλημας της σχετικότητας μπορεί να αποφευχθεί.

Η σχετικότητα είναι για τους φιλόσοφους μια λέξη παρόμοια προς τον θετικισμό για τους κοινωνικούς επιστήμονες και ανθρωπολόγους - δηλαδή είναι καλύτερα να κατηγορείς κάποιον άλλο ότι την χρησιμοποιεί.(!!!) Για να έχει νόημα η λέξη καθορίζω τέσσερεις τύπους. Στις κοινωνικές επιστήμες, όπως την ανθρωπολογία, η πολιτιστική σχετικότητα αναφέρεται σε μια ερευνητική στάση και μέθοδο που ξεκινάει με τις αντιλήψεις μιας κοινότητας, ενός ενεργητή ή άλλης κοινωνικής μονάδας. Με άλλα λόγια , η κοινωνική δράση ερμηνεύεται ως σχετική με τις κοινωνικές έννοιες που αποδίδονται σ’αυτή από τους ενεργητές που συμμετέχουν. Όμως η κοινωνική ερμηνεία ή η ανάλυση της κοινωνικής επιστήμης δεν τελειώνει με τις τοπικές έννοιες-με τη σειρά τους αυτές οι έννοιες εξηγούνται από γενικές θεωρίες που υπάρχουν στις κοινωνικές επιστήμες. Η προσφυγή στις θεωρίες και στην εξήγηση συνήθως τοποθετεί την κοινωνική σχετικότητα σε αντίθετα πεδία με την επιστημολογική σχετικότητα.

Η επιστημολογική σχετικότητα είναι η άποψη που (1) τα τεκμήρια ή άλλα καθολικά κριτήρια δεν παίζουν κρίσιμο ρόλο στην επιλογή της θεωρίας, που αντιθέτως ελέγχεται από απρόοπτα ή συγκεκριμένα κοινωνικά γεγονότα και (2) προσπαθεί να αρθρώσει περιγραφικά κριτήρια για την επιλογή θεωρίας και είναι άχρηστα γιατί κανένας επιστήμονας δεν θα τα υποστηρίξει. Ενώ μερικοί κοινωνικοί κονστρουκτιβιστές μπορεί να υποστηρίζουν αυτή την άποψη, πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι ενώ η επιλογή της θεωρίας είναι ετερογενική, το τεκμήριο παίζει σημαντικό ρόλο ακόμα , σε πολλές αν όχι σ’όλες τις συζητήσεις. Ενώ η πρώτη υπόθεση παραβιάζεται, και προσπαθεί να αρθρώσει παραγραφικά κριτήρια για την επιλογή της θεωρίας είναι ακόμα αξιόλογα. Τα κριτήρια επιλογής θεωρίας, κατά τον Kuhn έχουν αναλυθεί σε προηγούμενη παράγραφο. Συνοπτικά, μια θεωρία πρέπει να είναι ακριβής, συνεπής με τον εαυτό της και με άλλες αποδεκτές σχετικές θεωρίες, ευρείας ακτίνας δράσης, απλή και γόνιμη για νέες έρευνες..

Η μεταφυσική (οντολογική) σχετικότητα είναι η άποψη ότι οι θεωρίες και η θεωρητική γλώσσα δεν συγκρατούν από τίποτα την δομή της πραγματικότητας πίσω από τις παρατηρήσεις. Οι θετικιστές και οι ριζοσπαστικοί κονστρουκτιβιστές επομένως θα είναι σχετικιστές μ’αυτή την έννοια - σε αντίθεση με τους ρεαλιστές και ρεαλιστικούς/μέτριους κονστρουκτιβιστές. Επειδή η ρεαλιστική άποψη μπορεί να δώσει κάτι στην επιλογή της θεωρίας, που δεν μπορεί ο σχετικιστής σ’αυτή την περίπτωση ο ρεαλισμός δικαιολογείται.

Τέλος, η ηθική σχετικότητα είναι η άποψη που ισχυρίζεται ότι δεν θα’πρεπε να υπάρχουν γενικά επικυρωμένες αξίες, όπως των Ηνωμένων Εθνών, καθιερωμένα δηλαδή ανθρώπινα δικαιώματα. Γενικά, οι ανθρωπολόγοι και άλλοι που εφαρμόζουν την πολιτιστική σχετικότητα ως μέθοδο σήμερα υποστηρίζουν περισσότερο μια πολιτική και ηθική στάση ανοχής και βοήθειας σε περιθωριακές ομάδες- όμως πιστεύουν ότι η πολιτιστική σχετικότητα είναι σε αντίθεση με την ηθική σχετικότητα. Οι άνθρωποι που προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι η ηθική και πολιτιστική σχετικότητα είναι παρόμοιες, ή ότι η πολιτιστική σχετικότητα οδηγείται πρός την ηθική σχετικότητα, απλώς μπερδεύουν τα θέματα. Συνήθως το αντίθετο είναι αληθές.

Σημειώστε ότι η αποδοχή μιας μορφής σχετικότητας δεν υπονοεί την αποδοχή και μιας άλλης, ενώ συνήθως η ηθική και πολιτιστική σχετικότητα είναι αντίθετες, και η επιστημολογική με την οντολογική σχετικότητα είναι συνδεδεμένες. Εκτός από τους τέσσερους τύπους σχετικότητας που έχω αναφέρει, υπάρχουν και άλλοι μέθοδοι που γίνεται ο καθορισμός. Για παράδειγμα, η Karin Knorr-Cetina και o Michael Mulkay καθορίζουν την επιστημική σχετικότητα, η οποία επιβάλλει «ότι η γνώση είναι ριζωμένη σε συγκεκριμένο χρόνο και πολιτισμό», από την κριτική σχετικότητα που υποστηρίζει «ότι όλες οι μορφές της γνώσης είναι ‘ισότιμα έγκυρες’ και δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τις διαφορετικές μορφές της γνώσης και να τις διακρίνουμε μεταξύ τους». Από την δική μου άποψη , αυτός είναι καθορισμός μεταξύ του μέτριου κονστρουκτιβισμού και της επιστημολογικής σχετικότητας. Ο Harry Collins εγκρίνει επίσης την σχετικότητα στο εμπειρικό του πρόγραμμα για την σχετικότητα. Ο Fuller διακρίνει μεταξύ του ρεαλισμού/αντιρρεαλισμού και την σχετικότητα/αντικειμενικότητα. Για την πρώτη διάκριση έχουμε την ερώτηση, «υπάρχουν έγκυρες βάσεις για την κριτική της επιστήμης πέρα από αυτές που έχουν σχέση με την κρίση της εμπειρικής επάρκειας;», και για την δεύτερη διάκριση «υπάρχουν έγκυρες βάσεις για την κριτική της επιστήμης πέρα από αυτές που έχουν σχέση με την κρίση του εμπειρογνώμονα;». O Laudan μας περιγράφει μια χιουμοριστική παρωδία για την σχετικότητα όπου ο σχετικιστής είναι ο σκεπτικός χαρακτήρας σ’έναν διάλογο με ένα πιο ευφυή θετικιστή και ρεαλιστή , και έναν ακόμα πιο ευφυή πραγματιστή. Δυστυχώς, η παρωδία αυτή μας αφήνει με την εντύπωση ότι οι κοινωνικοί επιστήμονες είναι χαζοί και ανίκανοι να βρούν μια φιλοσοφικά κατανοητή άποψη για τους εαυτούς τους, και σαν αποτέλεσμα ρίχνει λάδι στη φωτιά στις κατακρίσεις αντί να βρίσκει τρόπο αποφυγής. Για να είμαι σαφής, υποστηρίζω ελάχιστα την πολιτιστική σχετικότητα, όπως τουλάχιστον καθορίζεται εδώ για τη μεθοδολογία στην πολιτιστική ανθρωπολογία.

Οι Κοινωνικές Επιστήμες και το Πρόβλημα της Επιλογής Θεωρίας.

Τώρα μπορούμε να επιστρέψουμε στο πρόβλημα της αιτιολόγησης της επιλογής θεωρίας και να λάβουμε υπόψη πως οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης μπορούν να προσφέρουν με βοηθητικό τρόπο σ’αυτό το πρόβλημα για την αποφυγή της παγίδας της επιστημολογικής σχετικότητας. Οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν κατά καιρούς ζητήσει τον υποπροσδιορισμό και την επιβάρυνση από τη θεωρία ως φιλοσοφική άδεια για μια περιγραφική θεώρηση που δείχνει πως οι ιδιαίτερες αξίες ή τα κοινωνικά συμφέροντα διαμορφώνουν την επιλογή θεωρίας. Όμως, οι ισχυρισμοί των συντηρικιστών είναι άσχετοι, όχι επειδή οι συντηρικιστές όπως ο Duhem δίνουν διατακτικές βάσεις για την επιλογή θεωρίας, αλλά επειδή τα διατακτικά τους επιχειρήματα ξεχωρίζουν από τις περιγραφικές θεωρήσεις. Το πώς πρέπει να επιλέγουν οι επιστήμονες τις θεωρίες δεν έχει άμεση σχέση στο εμπειρικό πρόβλημα της περιγραφής με το πως τελικά στην ουσία επιλέγουν θεωρίες. Ωστόσο, είναι αντιστρέψιμη η παραπάνω συνθήκη;

Οι περιγραφικές θεωρήσεις των επιστημόνων στην πρακτική φαίνεται να μην ακολουθούν τα καθολικά, διατακτικά κριτήρια που προτείνει η φιλοσοφία της επιστήμης, εξισώνοντας τη χαλαρή οικογένεια κριτηρίων όπως είχε αναφερθεί ξεκάθαρα από τον Kuhn. Για να καταλάβουμε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ χρήσιμο να διαχωρίσουμε ανάμεσα στα υποκειμενικά ή κρυφά κριτήρια για την επιλογή θεωρίας ( εκείνα τα άτομα τα οποία δουλεύουν ανεξάρτητα ή μοιράζονται τις πληροφορίες ανάμεσα σε δίκτυα συμμάχων) και τα κοινά κριτήρια, που συχνά γίνονται έγκυρες απόψεις σε συζητήσεις. Κοινωνικά Δίκτυα: Πολλές φορές κάποια μέλη της επιστημονικής κοινότητας συγκροτούν δίκτυα, που συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς ή ασθενείς δεσμούς (Granovetter, 1973), στην βάση κοινών επιστημονικών τοποθετήσεων ή πολιτιστικών επιλογών ή ιδεολογικών συστρατεύσεων ή πολιτικών συμμαχιών ή θεσμικής νομιμοφροσύνης ή ακόμη και προσωπικών φιλιών. Στις περιπτώσεις αυτές, ανάλογα του πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί του δικτύου, τόσο τυφλή είναι η υποστήριξη των ομοϊδεατών στις αξιολογήσεις. Αρκετά συχνά τα κοινά κριτήρια έχουν σχέση με τα φιλοσοφικά ιδανικά για την επιλογή θεωρίας (όπως φαίνεται σε διάφορες εκδόσεις, στις βιογραφίες ή σε δημόσιους διαξιφισμούς), ενώ δεν ισχύει το ίδιο για τα υποκειμενικά ή κρυφά κριτήρια. Για τον λόγω αυτό, είναι πολύ σημαντικό να παρακολουθούμε τους επιστήμονες κατά την πράξη -δηλαδή μέσα και έξω από το εργαστήριο. Οι εμπειρικές μελέτες αυτού του είδους έχουν δείξει ότι εκτός από τις καθολικές αξίες - όπως την ακρίβεια, την συνέπεια, και την απλότητα - οι επιστήμονες εκτιμούν τις θεωρίες και τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με τα ιδιαίτερα ή υποκειμενικά κριτήρια. Στις κοινωνικές επιστήμες, ο προσανατολισμός μιας καθολικής αξίας αναφέρεται στην κατάσταση όπου οι μεσολαβητές χρησιμοποιούν σταθερά το ίδιο σύστημα αξιών σε όλες τις κοινωνικές περιπτώσεις. Στην περίπτωση της επιλογής θεωρίας, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι αξίες της ακρίβειας, της συνέπειας, του σκοπού και τα λοιπά. Αντίθετα, ιδιαιτερότητα σημαίνει ότι οι κοινωνικοί μεσολαβητές μετατρέπουν το σύστημα αξιών ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση ( όπως δηλαδή μια σειρά αξιών για φίλους και οικογένεια, ή για τον κοινωνικό κύκλο κάποιου, και άλλες σειρές για άλλες ομάδες).

Οι φιλόσοφοι που έχουν μελετήσει προσεχτικά τις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης αναγνωρίζουν τα όρια των καθολικών αξιών για τις περιγραφικές θεωρήσεις της δραστηριότητας των επιστημόνων, επειδή τελικά φαίνεται ότι οι επιστήμονες πιστεύουν περισσότερο στην ιδιαιτερότητα από ότι θέλουν να παραδεχτούν δημόσια. Η Helen Longino είναι παράδειγμα φιλοσόφου που αναγνωρίζει τα όρια των καθολικών αξιών σε περιγραφικές θεωρήσεις όταν αναλύει την προβληματική φύση για τον καθορισμό μεταξύ της ουσιώδους αξίας και αυτής του γενικού πλαισίου. Ορίζει τις προηγούμενες ως εσωτερικές στις επιστήμες και « η πηγή των κανόνων, που ορίζουν τι είναι αυτό που συντελεί ώστε να γίνουν αποδεκτές οι επιστημονικές πρακτικές», ενώ οι γενικού πλαισίου αξίες «ανήκουν στο κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον όπου γίνεται η επιστήμη». Για τους δικούς μας σκοπούς εδώ, ο καθορισμός της (Longino), μεταξύ των δύο αυτών αξιών μπορούν να ερμηνευτούν ως παραδείγματα καθορισμού του κοινωνικού επιστήμονα μεταξύ των καθολικών και ιδιαίτερων αξιών. Η Longino ισχυρίζεται ότι η παραδοσιακή απαίτηση για την ελευθερία αξιών στην επιστήμη, έχει σαν αποτέλεσμα, τα δύο είδη αξιών να ξεχωρίζουν και να είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Γενικά, η παλιότερη άποψη ότι η καλή επιστήμη είναι χωρίς αξίες, ή κυβερνάται ολικά από τις ουσιώδεις αξίες, ή τις καθολικές αξίες, ενώ η κακή επιστήμη καταστρέφεται από τις γενικού πλαισίου αξίες, τώρα φαίνεται να μην είναι λογικά στους σύγχρονους ερευνητές. Η Longino ισχυρίζεται ότι ο παραδοσιακός διαχωρισμός μεταξύ των δύο αξιών δεν μπορεί να διατηρηθεί. Αντίθετα, υπάρχει μια μετατόπιση προς την σκέψη των δύο αυτών αξιών, καθώς αυτές συνυπάρχουν στις διαδικασίες της παραγωγής επιστήμης.

Τι εννοείται ακριβώς με ιδιαίτερες αξίες; Όπως απευθύνονται στο πρόβλημα της εκτίμησης της έρευνας και επιλογής της θεωρίας, θα περιλαμβάνουν τις παρακάτω κατηγορίες:

1. Ευνοιοκρατία: το άτομο το οποίο προτείνει έναν επιστημονικό ισχυρισμό ή μια θεωρία είναι φίλος (ή εχθρός), ή συνδέεται με δίκτυα συμμάχων ή εχθρών, ή τους χρωστάω μια χάρη εγώ (ή εκδίκηση).

2.Κοινωνική προκατάληψη: το άτομο είναι μέλος της χ κοινωνικής κατηγορίας εξωτερική προς την επιστήμη, που είτε συμπαθώ ή όχι. Με άλλα λόγια, στον ιδανικό κόσμο της επιστήμης, το άτομο έχει «μια λειτουργικά άσχετη θέση», όπως δηλαδή το γένος , ράτσα, εθνικότητα, θρησκεία, και τα λοιπά.

3. Γνωσιακή ρουσφετολογία ή γνωσιακή ιδιαιτερότητα: το άτομο συγγράφει έξω από τον εμπειρογνωμικό τομέα μου ή το ερευνητικό δίκτυό μου, έτσι υποχρεούμαι να τους δώσω λιγότερη σημασία γιατί δεν γνωρίζω το αντικείμενο εργασίας τους ή το δίκτυο στο οποίο κινούνται.

4. Προσωπικό όφελος: Θα πρέπει να υποστηρίξω ή να εμποδίσω το άτομο έτσι ώστε να ωθήσω (ή να καταστρέψω) την καριέρα μου, την χρηματοδότησή μου, και την φήμη μου, ή αυτή των φίλων μου και του κύκλου μου.

5.Φήμη: το άτομο που καταλαμβάνει αυτό που αντιλαμβάνομαι ως την θέση χ στην κοινωνική ιεραρχία της επιστήμης, σύμφωνα με τα κριτήρια όπως δηλαδή τα προσόντα μόρφωσης, την καθιερωμένη επαγγελματική θέση, τη φήμη, τα βραβεία και το κύρος μέσα από δημοσιεύσεις.

Αυτά και άλλα ιδιαίτερα κριτήρια για την επιλογή θεωρίας είναι τμήμα της επιστήμης. Η φήμη είναι περίπλοκη επειδή αν η επιβράβευση και τα συστήματα κατοχής θέσεων στην επιστήμη είναι καθολικά και δίκαια, τότε οι δείκτες της φήμης δεν είναι ιδιαίτερες. Όμως, το μεγαλύτερο τμήμα της εμπειρικής έρευνας υπονοεί ότι η επιβράβευση και τα συστήματα κατοχής θέσεων δεν είναι απόλυτα καθολικά και δίκαια. Σε ένα τέλειο κόσμο πρέπει κανείς να εκτιμήσει τον επιστήμονα με τα ελάχιστα προσόντα αγνοώντας τις ενδείξεις της φήμης όπως δηλαδή την καθιερωμένη επαγγελματική τους θέση. Επειδή δεν συμβαίνει κατά την πράξη, η φήμη μπορεί κατά κάποιο τρόπο τουλάχιστον να καταχωρηθεί στην κατηγορία της ιδιαιτερότητας.

Είναι δύσκολο να καταγραφούν αυτές οι ιδιαίτερες αξίες γιατί όταν οι επιστήμονες κάνουν δημόσιες ή αναδρομικές δηλώσεις για την επιλογή της θεωρίας τους, αποφεύγουν τα κριτήρια ιδιαιτερότητας και στη θέση τους χρησιμοποιούν τα καθολικά κριτήρια που συμβαδίζουν καλύτερα με τα «ορθολογικά» κριτήρια των φιλοσόφων, όπως με τις αξίες του Kuhn. Ορθολογισμός είναι η θεωρία εκείνη σύμφωνα με τα διδάγματα της οποίας πηγή και κριτήριο της γνώσης είναι η καθαρή νόηση, ο ορθός λόγος.

Σύμφωνα με τους ορθολογιστές ο άνθρωπος έχει έμφυτη την ικανότητα ανεξάρτητα από την εμπειρία των αισθήσεων να βρίσκει την αλήθεια και να αποκτά τη γνώση. Με τον ορθό λόγο ο άνθρωπος δημιουργεί γνώσεις για πράγματα πάνω από την εμπειρία και μπορεί να βρίσκει αλήθειες a priori, οι οποίες είναι απόλυτα βέβαιες και αναγκαίες και ισχυρές αιώνια.

Η εμπειρία ή δεν αξιολογείται καθόλου ή είναι δευτερεύων παράγοντας ο οποίος δίνει αφορμή για την έκδοση των έμφυτων εννοιών.

Έτσι σύμφωνα με τους ορθολογιστές, η εμπειρία υπάρχει μόνο υπό τον όρο ότι ανεξάρτητα από αυτή υπάρχει το σύστημα των λογικών αρχών.

Η ορθολογική αυτή αντίληψη είναι πολύ παλιά. Έπαθε όμως τέτοιες παραλλαγές, που η ιστορία της είναι ένα από τα τυπικά παραδείγματα που δείχνει πως οι άνθρωποι το ίδιο πρόβλημα το κοίταξαν από διαφορετικές πλευρές στις διάφορες εποχές και το είπαν με το ίδιο ή διαφορετικό όνομα που φανέρωνε πάντα την ίδια ουσία.

Η θεωρία του ορθολογισμού είχε μερικά ασθενή σημεία, ενώ πολλές φορές παρουσιάζεται ως αναπόδεικτη και μυστική. Ίσως είναι περισσότερο μια προσπάθεια διαπίστωσης μιας κατάστασης, δηλαδή πως είναι φτιαγμένο το λογικό.

Άλλοτε θεωρεί ως έμφυτες τις ιδέες, άλλοτε θεωρεί έμφυτη μόνο την παράγουσαν τη γνώση νοητική ικανότητα. Την αντίληψη για έμφυτες ιδέες στηρίζει αποκλειστικά στην ανώτερη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου σε αντίθεση προς τους κατώτερους οργανισμούς και δεν λαβαίνει υπόψη της ότι οι ιδέες αυτές γίνονται συνειδητές χάρη στην εμπειρία που προέρχεται από την παιδεία. Ακόμα την αξία της βεβαιότητας των λογικών αρχών μόνο έμμεσα αποδεικνύει και μάλιστα ότι προέρχεται από το απόλυτο κύρος του Θεού στο οποίο και οφείλονται. Εξάλλου το γεγονός της ιστορικότητας της εξελικτικής πορείας της νόησης του ανθρώπου και μάλιστα η πορεία του από το μύθο και τη φαντασία στο λογικό και την αιτιώδη ερμηνεία του κόσμου φανερώνει ότι δεν μπορεί να υπάρχουν έμφυτες και ολοκληρωμένες ιδέες, αλλά ιδέες που εξελίσσονται συνεχώς και γίνονται ακριβέστερες και πλησιέστερες. Ο Ορθολογισμός θεωρεί το πρόβλημα της νόησης και της γνώσης στατικά. Με άλλα λόγια, μπορεί να δικαιώνουν ή να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους. Όμως τα κριτήρια ιδιαιτερότητας παίζουν λειτουργικό ρόλο στην επιστήμη ως κύρια όργανα εξέτασης. Για παράδειγμα, ακόμα και αν τα κριτήρια όπως της φήμης μπορεί να απορρίπτονται , αλλά ενδεχομένως ως προς τον άνθρωπο ιδιαίτερα, χρησιμοποιούνται ευρύτατα και είναι σχετικά επιδραστικοί οδηγοί εξέτασης. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι τα κριτήρια ιδιαιτερότητας θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στην λίστα των διατακτικών κριτηρίων για την επιλογή θεωρίας; Όχι απαραίτητα: κάνοντας αυτό το άλμα θα είχε σαν αποτέλεσμα την σύγχυση της περιγραφής με την παραγραφή και την διάπραξη νατουραλιστικής πλάνης (τα πράγματα έχουν έτσι ,επομένως έτσι πρέπει να είναι). Δηλώσεις για το ποια είναι η περίπτωση, μπορεί να είναι σχετικές με την προσπάθεια διαμόρφωσης παραγραφικών κανόνων, αλλά μόνο επειδή επιτρέπουν σε κάποιον να ισχυριστεί ότι κάποιες διατακτικές απόψεις φαίνονται αναληθείς, δεδομένου των παρούσων περιγραφικών θεωρήσεων, για το πως έχουν τα πράγματα.

Αντίθετα, ας λάβουμε υπόψη δύο παραγωγικές φιλοσοφικές συνέπειες στην έρευνα της κοινωνικής επιστήμης που υπονοεί ότι οι ιδιαίτερες αξίες, ειδικά της γνωστικής ιδιαιτερότητας, παίζουν σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση των ερευνητικών προγραμμάτων, θεωριών και εμπειρικών ισχυρισμών. Ένας ισχυρισμός είναι, ότι η μίξη των ιδιαίτερων και καθολικών αξιών στην πραγματική επιστήμη δεν έχει βλάψει την επιστήμη. Ο Stephen Cole αναλύει τον ισχυρισμό αυτό λέγοντας ότι το ιδιαίτερο αυτό σύστημα μπορεί να έχει και τα πλεονεκτήματα του, όπως δηλαδή την επιτροπή των ερευνητών να ξοδεύουν λιγότερο χρόνο στην γραφή προτάσεων και την παροχή καλύτερων εργασιακών συνθηκών για περισσότερη δημιουργική εργασία. Υποστηρίζει ότι η γνωστική ιδιαιτερότητα μπορεί να είναι πανταχού παρών και ότι υπάρχει λειτουργική απαίτηση για μεγαλύτερη παραγωγικότητα στην επιστήμη. Επομένως, μια από της συνέπειες στην έρευνα κοινωνικής επιστήμης για παραγραφική φιλοσοφία της επιστήμης είναι ότι ίσως αξίζει να μελετηθούν τα κριτήρια ιδιαιτερότητας, για να καθοριστεί αν θα’πρεπε να περιλαμβάνονται κάποια απ’αυτά στην παραγραφική λίστα των κριτήριων της επιλογής θεωρίας, και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες.

Ένας σχετικός ισχυρισμός είναι και τα προφανή καθολικά κριτήρια για την επιλογή θεωρίας που μπορεί να ποικίλουν στους επιστημονικούς τομείς και με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα, μια εμπειρικά παραγόμενη λίστα καθολικών κριτήριων που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση καλής θεωρίας στην ανθρωπολογία στα τέλη του 20ου αιώνα δεν θα συμπίπτει εν μέρει (ή καθόλου) με παρόμοια λίστα που χρησιμοποιείται για τις επιλογές θεωρίας των φυσικών στα τέλη του 20ου αιώνα. Μια επιπλοκή στην φιλοσοφική μελέτη είναι ότι τα διατακτικά κριτήρια μπορεί να είναι πιο χρήσιμα αν συνδεθούν με το χρονικό περιεχόμενο και το διαπαιδαγωγικό περιεχόμενο της δημιουργίας της γνώσης, και ίσως με την παραγωγή της γνώσης και της κατανάλωσης της (εργαστηριακή εργασία, συγγραφή μελετών, τον προσδιορισμό των γραπτών ισχυρισμών, κ.λ.π.). Βέβαια αυτή η συζήτηση υπονοεί την διάσπαση της επιστήμης.

Σαφώς, η βαθιά γνώση κατάλληλων περιγραφικών θεωρήσεων από την ιστορία και τις κοινωνικές επιστήμες δεν προϋποθέτει αναγκαία, πλήρη σχετικοκρατία στην οποία όλα ταιριάζουν. Μάλλον, αυτές οι εμπειρικές διαπιστώσεις μπορούν μόνο να περιπλέξουν τις προσδοκίες. Αντιστρόφως, οι φιλόσοφοι δίκαια αντικρούουν μερικές από τις περιγραφικές θεωρήσεις στις κοινωνικές μελέτες γνώσης, στις οποίες ίσως έχει υποτιμηθεί η επιστημονική χρήση καθολικιστικών κριτηρίων, ακόμα και στις συζητήσεις. Καθολικότητα: Τα κριτήρια της επιστήμης είναι τα ίδια παντού και για πάντες, καθόσον αποτελούν προκαθορισμένα απρόσωπα κριτήρια. Η επιστήμη δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με την φυλή, την εθνότητα, την θρησκεία, την κοινωνική τάξη ή την ατομική προσωπικότητα ή με οποιαδήποτε μορφή ιδιαιτερότητας. Έτσι, η επιστημονική κοινότητα μπορεί να θεωρηθεί από τις πλέον κοσμοπολίτικες ομάδες του κόσμου. Σύμφωνα με τον Merton, “η αντικειμενικότητα αποκλείει την ιδιαιτερότητα” (1973, σελ. 270) κι, επομένως, η επιστημονική αντικειμενικότητα αναπτύσσεται πάνω στην επιστημονική καθολικότητα.

Ίσως φαίνεται βιαστική η τυφλή επιβεβαίωση της υπερβολικής σημασίας των καθολικιστικών κριτηρίων που στηρίζονται σε μερικά αντιπαραδείγματα. Αν οι φιλόσοφοι θέλουν να αντικρούσουν τις περιγραφικές θεωρήσεις, πρέπει να κάνουν την έρευνα (όπως ο Giere 1988) και να υποστούν αξιολόγηση σύμφωνα με τα κριτήρια του επιστημονικού κλάδου των κοινωνικών μελετών στον οποίο δουλεύουν εμπειρικά. Γενικά δεν θα συνηγορούσα σχετικά με το αν τα καθολικιστικά κριτήρια ή τα κριτήρια ιδιαιτερότητας επιδρούν πιο δυναμικά και πιο ολοκληρωτικά στις επιστήμες. Μάλλον υποθέτω ότι τα κριτήρια ιδιαιτερότητας ενεργούν πιο δυναμικά σε περιπτώσεις που είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στην εφαρμοσμένη επιστήμη, σε οικονομικά και πολιτικά ενδιαφέροντα, σε θέματα που σχετίζονται με το γένος και τη φυλή, στο μέτωπο της έρευνας και στις διενέξεις. Φαίνεται προτιμότερο να αφήσουμε το συγκριτικό ρόλο των καθολικιστικών κριτηρίων και των κριτηρίων ιδιαιτερότητας ανοιχτό στην εμπειρική ανάλυση, η οποία επιτρέπει αξιοσημείωτη παραλλαγή .

Προσπαθώντας να ξεδιαλύνω το πρόβλημα του συγκριτικού ρόλου των δυο τύπων αξιών, προτιμώ η διάκριση των καθολικιστικών έναντι των κριτηρίων ιδιαιτερότητας να στηρίζεται σε αυτή των γνωσιακών/ ορθολογιστικών έναντι των κοινωνικών/ πνευματικών. Οι περαιτέρω διακρίσεις είναι ανακριβείς τρόποι αναφοράς στην έκταση με την οποία ατομικιστικά ή κριτήρια ιδιαιτερότητας εισάγονται στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων οι οποίες έχουν θεωρηθεί ότι άρχονται από καθολικιστικά κριτήρια. Αν σκεφθούμε το πρόβλημα από την άποψη του γνωσιακού ενάντια στο κοινωνικό ή του ορθολογιστικού ενάντια στο πνευματικό, προκαλείται σύγχυση. Για να ξεκινήσουμε, η αντίθεση ανάμεσα στο γνωσιακό ή ορθολογιστικό από τη μια μεριά και το κοινωνικό ή πνευματικό από την άλλη, είναι ασήμαντη. Μορφές διαλογισμού δεν μπορούν να υποβληθούν ολοκληρωτικά σε ψυχοβιολογικές διαδικασίες νόησης. Παρ’όλα αυτά το πρότυπο της λογικής είναι υποκείμενο στην παραλλαγή μέσα στον χρόνο και τον πολιτισμό. Για παράδειγμα, ο Fuller προβληματίζεται στη σύλληψη της λογικής σκιαγραφώντας τρία σπουδαία παραδείγματα της Δυτικής Ιστορίας: α) το Ελληνικό τέλος, όπου η λογική είναι έμφυτη στον κόσμο, β)ο διαφωτισμός raison ή Vernunft , όπου η λογική μπορεί να είναι έμφυτη στον κόσμο, αλλά πρέπει πρώτα να απελευθερωθεί και, γ) η μοντέρνα αιτιοκρατία στην οποία η λογική δεν είναι έμφυτη στον κόσμο και πρέπει να επιβληθεί από έξω. Σίγουρα αυτοί οι τρεις ορισμοί έχουν ξεκάθαρη ιστορική και πνευματική κατεύθυνση η οποία δημιουργεί καθολική αξίωση από τη μεριά των υψηλών υποθέσεων μιας εκδοχής.

Εναλλακτικά, αν κάποιος οροθετεί τη λογική ως γνώση, μπορεί να θεωρηθεί μη κοινωνικό ή μη πνευματικό, μόνο αν αναφέρεται σε καθολικές ψυχοβιολογικές διαδικασίες οι οποίες δεν διαφοροποιούνται ανάμεσα στους πολιτισμούς. Οι γνωσιακές διαδικασίες αυτού του είδους, υφίστανται, (όπως και η ικανότητα απόκτησης γλώσσας ) αλλά δεν υπάρχουν ακόμα ευρέως αποδεκτά στοιχεία ότι αυτές οι ψυχοβιολογικές γνωσιακές διαδικασίες σχετίζονται με το πρόβλημα σε τέτοια έκταση, που οι επιστήμονες χρησιμοποιούν καθολικιστικά ή κριτήρια ιδιαιτερότητας σε εκτιμητικές θεωρίες και γνωσιακούς ισχυρισμούς. Οι επιστήμονες, όπως ο καθένας άλλωστε, έχουν πρόσβαση στις ίδιες γνωσιακές διαδικασίες, είτε προσανατολίζουν τη δράση τους με καθολικιστικές αξίες, ή με αξίες ιδιαιτερότητας . Με άλλα λόγια χρειάζονται ικανότητα σκέψης, γνώση ή λογική για να πάρουν αποφάσεις που ακολουθούν εξειδικευμένους προσανατολισμούς, όπως ακριβώς γίνεται με τους καθολικιστικούς προσανατολισμούς. Μήπως αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει συγκεκριμένος τύπος λογικής που να σχετίζεται με την σύγχρονη επιστήμη; Πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες θα υποστήριζαν ότι ο τύπος της λογικής στην επιστήμη δεν είναι ποιοτικά διαφορετικός από αυτό άλλων εξειδικευμένων επαγγελματικών ομάδων που ανήκουν στις προοδευτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Η παραπάνω άποψη κερδίζει συνεχώς έδαφος στους φιλόσοφους και ειδικότερα στους φυσιοκράτες που εργάζονται κατά μήκος γνωσιακών ή εξελικτικών γραμμών. Για παράδειγμα, ο Giere μιλά υπέρ του περιορισμού στον ορισμό της λογικής ως «αποτελεσματική χρήση των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη επιθυμητών στόχων» (1995; Ι5) Η μόνη μου διαφωνία σχετικά με τον ορισμό είναι ότι τείνει να ελαττώσει την προσαρμογή των μέσων για την επιστήμη στην επιλογή κατάλληλων μεθόδων. Αυτό ίσως είναι ένα καλό διατακτικό κριτήριο για τη λογική και την επιστήμη, περιγραφικά όμως, η δομή της κοινωνικής δράσης στην επιστήμη, συμπεριλαμβάνει ένα πιο ευρύ πεδίο στόχων και μέσων. Έτσι οι επιστήμονες ίσως ενεργούν ορθολογιστικά, όταν χρησιμοποιούν σαν μέσα ρητορικές στρατηγικές, που περιέχουν καθολικιστικά στοιχεία για εξειδικευμένους στόχους (π.χ. χρήση επιχειρημάτων που ακολουθούν τη λογική ενάντια σε άλλες θεωρίες, με σκοπό να προωθήσουν τη δική τους καριέρα). Επιπλέον, θα μπορούσαν να προσαρμόσουν τα εξειδικευμένα μέσα και τις εξειδικευμένες μεθόδους για καθολικιστικούς στόχους (π.χ. σφετερισμός κεφαλαίων για ασφαλή έρευνα). Ο καθορισμός αυτού που οι επιστήμονες βλέπουν σαν πεδίο μέσων και σκοπών, είναι ένα εμπειρικό θέμα το οποίο δύσκολα επιλύεται. Θα πρότεινα τρεις κατευθυντήριες γραμμές για να γίνει αυτή η εκτίμηση: α) να μη θεωρείται δεδομένο, ότι μια περιπτωσιολογική μελέτη μπορεί να γενικευθεί σε ολόκληρη την επιστήμη β) να μη συγχέονται οι νόμιμες αξίες που έχουν διατυπωθεί δημόσια, ή σε δημοσιεύσεις, με κρυμμένες αξίες και γ) να μη γίνονται άκριτα δεκτοί , ισχυρισμοί για τον καθολικισμό σε επαναθεωρητικές αξίες που έχουν δημιουργηθεί σε διατριβές για τους μεταγενέστερους ή σε συνεντεύξεις με ερευνητές επιστημονικής μελέτης.

Συνοψίζοντας, η διάκριση ανάμεσα στις καθολικιστικές αξίες έναντι των προσανατολισμών ιδιαιτερότητας των αξιών, είναι πιο ξεκάθαρη σε σχέση με άλλες κατηγορίες, όπως η ορθολογιστική ενάντια στην κοινωνική. Η έκταση στην οποία οι καθολικιστικές και οι αξίες ιδιαιτερότητας, διαμορφώνουν επιστημονικές αποφάσεις , είναι μια περιγραφική θεώρηση και δεν μπορεί να επιλυθεί με εκτεταμένες αναλύσεις σχεδιασμένες να καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις, όλους τους επιστημονικούς κλάδους και όλες τις χρονικές περιόδους. Εξακολουθεί να εκκρεμεί η ερώτηση για το αν τα κριτήρια ιδιαιτερότητας θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν μερικώς κατευθυντήρια κριτήρια επιλογής της θεωρίας, σίγουρα ο Cole έχει προκαλέσει διαπληκτισμό για χάρη τους. Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, στρεφόμαστε στη φεμινιστική φιλοσοφία της επιστήμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου