
- ΜΙΑ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Philip Kitcher
1. Εισαγωγή
Κάτι άσχημο έχει συμβεί στις σύγχρονες μελέτες της επιστήμης. [1] Μερικοί από εμάς αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής τους καριέρας επιχειρηματολογώντας υπέρ της σπουδαιότητας της κριτικής κοινωνικής μελέτης της επιστήμης. Ακόμη και εν ενεργεία επιστήμονες δεν τήρησαν πάντα ευνοϊκή στάση απέναντι σε αυτά τα επιχειρήματα. Η περίφημη (ίσως απόκρυφη) κρίση του Richard Feynmans ότι η φιλοσοφία της επιστήμης είναι περίπου τόσο χρήσιμη στους επιστήμονες όσο η ορνιθολογία στα πτηνά παρατέθηκε και υποστηρίχτηκε από τον Steven Weinberg, ο οποίος σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο δίνει τον τίτλο Όνειρα μιας τελικής θεωρίας εναντίον της φιλοσοφίας.[2]
Προσφάτως, ανθρωπιστές και κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι διεξάγουν κοινωνικές μελέτες θεωρούνται μάλλον ως ανατρεπτικοί παρά ως άσχετοι ερασιτέχνες, ταγμένοι στην υπονόμευση του επιστημονικού κύρους. Τα τελευταία βιβλία των Paul Gross και Norman Levitt (Ανώτερη Προκατάληψη), και του Lewis Wolpert (Η Αφύσικη φύση της Επιστήμης) καθιστούν αρκετά σαφές ότι διακεκριμένοι επιστήμονες βρίσκουν μεγάλα τμήματα της εργασίας που έχει εκπονηθεί στο όνομα των κοινωνικών μελετών της επιστήμης αδαή, συγκεχυμένα και καταστρεπτικά. Ο Alan Sokal “celebra ted hoax” αποκαλύπτει ότι οι εκδότες ενός επιστημονικού περιοδικού δράττονται της ευκαιρίας να δημοσιεύσουν φιλόδοξες ανοησίες γιατί εναρμονίζεται αρκετά καλά με αυτό που ήθελαν να ισχυριστούν για την επιστήμη. Όταν αυτό το επεισόδιο αντιπαρατίθεται σε άλλες επιστημονικές κριτικές, υπάρχει πρόδηλη απόπειρα γενίκευσης και αποπομπή ολόκληρου του πεδίου ως κυκεώνα. Συνεπώς, κατά την άποψη μου, κάτι άσχημο έχει συμβεί. Στόχος μου είναι να προσπαθήσω να μελετήσω λεπτομερώς τη φύση του προβλήματος και τον τρόπο με το οποίο η επιστήμη μπορεί να ωφεληθεί.
Οι φιλόσοφοι, οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι ίσως στραφούν σε περιοχές της επιστήμης επειδή ελπίζουν να φωτίσουν θέματα που ανακύπτουν εντός των ορίων της επιστήμης τους. Αυτό γίνεται ιδιαιτέρως εμφανές στην περίπτωση της φιλοσοφίας, όπου παραδοσιακά προβλήματα μπορούν να επανεξεταστούν σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τα αποτελέσματα της σύγχρονης επιστήμης∙ η γνώση της φυσικής μπορεί να παρέχει πληροφορίες για τον ντετερμινισμό, τα ευρήματα της επιστήμης των νεύρων μπορούν να ρίξουν φως σε θέματα της φιλοσοφίας του νου. [3] Οι επιστήμονες δε θα πρέπει να θεωρούν αυτό το είδος έρευνας ως απειλητικό (ή ακόμη και παρανοημένο), αν και μερικοί ίσως έχουν τη φαντασίωση ότι θα μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα με ένα ή δύο ελεύθερα κυριακάτικα απογεύματα. Πιο πιθανή είναι η κατηγορία για χυδαίο επιστημονισμό από μέρους των ιστορικών, των φιλοσόφων και των κοινωνιολόγων, οι οποίοι δυσανασχετούν με την αντίληψη ότι η πνευματική καθαρότητα των μαθημάτων τους θα πρέπει να αμαυρωθεί από τον δανεισμό στοιχείων των φυσικών επιστημών. Στους επιστημονικούς κύκλους είναι πολύ περισσότερο αμφισβητήσιμη η σκέψη ότι το φως της γνώσης στην επιστήμη μπορεί να προέλθει από την ιστορία, τη φιλοσοφία ή την κοινωνιολογία και ότι οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης που διεξάγονται από παρείσακτους είναι δυνατόν να επισημάνουν ερωτήματα και απαντήσεις που διαφεύγουν της προσοχής των πρωταγωνιστών. Επιθυμώ να ξεκινήσω προτείνοντας ότι αυτή η συνεισφορά των κοινωνικών μελετών της επιστήμης δεν είναι απλώς μια θεωρητική πιθανότητα, αλλά κάτι που έχει επιτευχθεί σε σημαντικό αριθμό πρόσφατων βιβλίων και άρθρων. Οι ιστορικές, φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές απόψεις μπορούν να προσφέρουν:
πολύτιμες αναλύσεις σχετικά με το πώς έχει προκύψει η σύγχρονη επιστημονική αντίληψη,
εννοιολογική και μεθοδολογική αποσαφήνιση, ιδιαιτέρως στα πεδία όπου υπάρχει θεωρητική διαμάχη,
αυξημένη συνειδητοποίηση των κοινωνικών πιέσεων που επηρεάζουν ορισμένα είδη επιστημονικής έρευνας, και
διερεύνηση του αντίχτυπου των επιστημονικών ευρημάτων στα άτομα και την κοινωνία, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για λογικότερη επιστημονική τακτική. Πιστεύω ότι υπάρχουν παραδείγματα αυτής της συνεισφοράς σε όλα αυτά τα πεδία και θα παραθέσω:
ιστορικές εκθέσεις σχετικά με την ανάπτυξη του Δαρβινισμού, της ευγονικής, της μοριακής βιολογίας και του χαρακτήρα της πειραματικής έρευνας στην υψηλοενεργειακή φυσική, [4]
φιλοσοφική εργασία για τον κοινωνιο-βιολογικό διάλογο, την αμφισβήτηση του IQ, την αμφισβήτηση των μονάδων επιλογής, τις επιπτώσεις του θεωρήματος του Bell, και για την αιτιολογική μεθοδολογία στις κοινωνικές επιστήμες, [5]
κοινωνιο-ιστορική έρευνα για τους τρόπους με τους οποίους ο αποκλεισμός ορισμένων κατηγοριών ανθρώπων από την επιστημονική έρευνα έχει επηρεάσει το χαρακτήρα της υπάρχουσας επιστήμης, [6] και
μελέτες για τις κοινωνικές επιπτώσεις της σύγχρονης μοριακής γενετικής. [7]
Έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι η εργασία που γίνεται σε αυτές τις περιοχές και σε παρόμοιες, αποτελεί σημαντικό μέρος της επιστημονικής δραστηριότητας και συχνά συνέχεια της ίδιας της επιστήμης. Αυτή η συνέχεια εκφράζεται από το γεγονός ότι ιστορικοί, φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι συχνά συνεργάζονται με επιστημονικούς ειδικούς στους αρμόδιους τομείς και μερικές φορές εμφανίζονται στα πιο έγκυρα επιστημονικά περιοδικά.
Prima facie, η κατηγορία ότι η κοινωνιολογική μελέτη της επιστήμης στελεχώνεται από ανθρώπους αδαείς σε ό,τι αφορά τα επιστημονικά πεδία τα οποία αποτελούν το γνωστικό αντικείμενό τους, μία κατηγορία η οποία συχνά αρθρώνεται ως επακόλουθο της απάτης του Sokal, είναι εντελώς παράλογη. [8] Για να υποστηρίξω τα λεγόμενά μου, ίσως βοηθούσε η λεπτομερέστερη μελέτη μίας υποδειγματικής εργασίας. Το 1986 ο Martin Rudwick, ιστορικός των επιστημών της γης, έγραψε ένα μεγάλο και σημαντικό βιβλίο για τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στη Γεωλογία στη δεκαετία του 1830, δανειζόμενος τον τίτλο του βιβλίου του από το όνομα που έδωσαν στη διαμάχη αυτοί που συνεπλάκησαν σε αυτή – Η Μεγάλη Δεβόνιος Αμφισβήτηση. [9] Χρησιμοποιώντας εξαιρετικά πλούσιες πηγές, ιδιαιτέρως επιστημονικά περιοδικά, επιστολές και σημειωματάρια που αφορούν στο θέμα, ο Rudwick κατάφερε να επισημάνει τους τρόπους ανάλυσης μιας επιστημονικής συζήτησης. Το θέμα του δεν ήταν μόνο οι περιστασιακές συμπλοκές με κομμάτια βράχου σε διάφορα μέρη αλλά και οι κοινωνικές δομές της Βρετανίας. Η Ευρωπαϊκή επιστήμη επηρέασε την διαδικασία ανάλυσης. Αυτή η εργασία θα μπορούσε να εκπονηθεί μόνο από κάποιον που συνδυάζει σπάνια ταλέντα εφόσον ο Rudwick δεν είναι απλώς ένας ιστορικός επηρεασμένος έντονα από την κουλτούρα της Βικτοριανής Αγγλίας και την Ευρώπη του 19ου αιώνα, είναι επιπλέον ένας πρώην παλαιοντολόγος, του οποίου τα αμιγώς επιστημονικά έργα χρησιμοποιούνται και μνημονεύονται ακόμη και σήμερα. [10]
Όσοι επιστήμονες πιστεύουν ότι με το θέμα ασχολούνται αδαείς οφείλουν να διαβάσουν Rudwick. Είναι ειδικός στα ζητήματα των οποίων μελετά την ιστορία, ειδικός με όποιο μέτρο κι αν θέσουν οι κριτικοί. Τώρα η προφανής απάντηση στην παράθεση μιας μεμονωμένης περίπτωσης είναι ότι πρόκειται για εξαιρετική περίπτωση, όμως στην πραγματικότητα αν και οι περιπτώσεις δύο διδακτορικών διπλωμάτων είναι σχετικά σπάνιες, πολλοί άνθρωποι που ασχολούνται με την ιστορία της επιστήμης, τη φιλοσοφία της επιστήμης ή την κοινωνιολογία της επιστήμης έχουν ουσιαστική κατάρτιση σε έναν ή περισσότερους επιστημονικούς τομείς. Η επιστημονική τους εκπαίδευση ίσως είναι διαφορετική από εκείνη των επιστημονικών ερευνητών, είναι λιγότερο στενά συνδεδεμένη και χωρίς το βάθος της γνώσης που τυπικά διαθέτουν οι ερευνητές. Ιστορικοί, φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι της επιστήμης συχνά κατέχουν σύμφυρμα γνώσεων κατά μία άποψη ανάλογο με εκείνο των προπτυχιούχων φοιτητών, κατά άλλη άποψη με εκείνο των πτυχιούχων φοιτητών και κατά κάποιο τρόπο παρόμοιο με αυτό των επαγγελματιών ερευνητών. Έτσι ένας φιλόσοφος που εργάζεται πάνω στο πρόβλημα των διαστάσεων στην κβαντική μηχανική ίσως γνωρίζει τόσα πολλά για τα πρόσφατα μαθηματικά αποτελέσματα σε αυτόν τον τομέα όσα οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας φυσικός, ενώ εξακολουθεί να αγνοεί λεπτομέρειες των πειραματικών διαδικασιών που οποιοσδήποτε ταλαντούχος προπτυχιούχος φοιτητής της φυσικής θα μπορούσε να διεκπεραιώσει με ευκολία.
Μερικοί ιστορικοί της σύγχρονης βιολογίας έχουν ευρύτερες γνώσεις για αυτήν την επιστήμη από πολλούς επαγγελματίες βιολόγους αν και ίσως αποτύγχαναν σε προπτυχιακές εξετάσεις με σκοπό τη διάγνωση της ικανότητας να αναγνωρίζουν οργανικές δομές ή κυτταρικούς τύπους. Με απλά λόγια, το σημαντικό είναι ότι οι ακαδημαϊκοί των κοινωνικών μελετών της επιστήμης έχουν τις σχετικές πληροφορίες για τις εργασίες τους και θα ήταν άφρον να τους επιπλήξουν αν δεν καταφέρουν να αντεπεξέλθουν σε καθήκοντα μάλλον άσχετα προς τα ερωτήματα που επιχειρούν να απαντήσουν. [11] Σε αυτό το σημείο οι κριτικοί των κοινωνιολογικών μελετών της επιστήμης ίσως συναινέσουν στο ότι ο τομέας με τον οποίο ασχολούνται είναι ένα κράμα που περιέχει σειρές έρευνας πραγματικά ενημερωμένες και πολύτιμες των οποίων όμως υπερέχει κατά πολύ η εργασία γιατί κάνει επιδεικτικούς ισχυρισμούς με βάση αδαείς και πρόχειρους συλλογισμούς πάνω σε μερικές πτυχές της επιστήμης. Πιστεύω ότι αν αυτό ήταν κοινά αποδεκτό, θα αποτελούσε τότε ένα σημαντικό βήμα προς την σωστή κατεύθυνση, εκτονώνοντας την ένταση στους κόλπους της επιστήμης, διότι θα εισήγαγε διακρίσεις σε μία βιβλιογραφία η οποία συχνά εμφανίζεται να υποθέτει μία ενωμένη ομάδα ανθρωπιστών δολοφόνων. Στα επόμενα κεφάλαια σκοπός μου είναι να προχωρήσω ανιχνεύοντας τους λόγους για τους οποίους η μορφή των σύγχρονων κοινωνιολογικών μελετών της επιστήμης αποτελεί θέμα διαμάχης και να καταδείξω μερικά από τα ψεγάδια τα οποία οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες επεσήμαναν στα μέρη των κοινωνιολογικών μελετών της επιστήμης τα οποία απεχθάνονται ιδιαιτέρως.
2. Μερικά σημεία τα οποία πρέπει να είναι αδιαφιλονίκητα
Η κοινωνιολογική μελέτη της επιστήμης οφείλει να ανταποκρίνεται σε δύο ομάδες φαινομένων. Ο συστηματικός κίνδυνος εδρεύει στην έμφαση που δίνεται στα θέματα της μίας ομάδας και στον παραμερισμό αυτών της άλλης αν και οι δύο ομάδες θα πρέπει να είναι αδιαφιλονίκητες. Ένα χρήσιμο πρώτο βήμα στην προσπάθεια κατανόησης των διαφωνιών σχετικά με το ρόλο και το υψηλό κύρος της επιστήμης είναι να ενθυμούμαστε αυτά τα θέματα.
Η ρεαλιστική – ορθολογιστική ομάδα
Στους περισσότερο εξέχοντες τομείς της επιστήμης, η έρευνα είναι προοδευτική και αυτός ο προοδευτικός χαρακτήρας διαφαίνεται στις αυξανόμενες δυνάμεις πρόβλεψης και παρέμβασης.
Αυτές οι αυξανόμενες δυνάμεις πρόβλεψης και παρέμβασης μας δίνουν το δικαίωμα να υποστηρίξουμε ότι τα είδη των ενοτήτων που περιγράφονται στην επιστημονική έρευνα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη δική μας θεωρία για αυτά και πολλές από τις περιγραφές μας είναι περίπου σωστές.
Ωστόσο οι ισχυρισμοί μας είναι πολύ πιθανό να αναιρεθούν στο μέλλον. Δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι οι δικές μας απεικονίσεις της φύσης είναι περίπου σωστές αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι ίσως χρειαστεί να τις επανεξετάσουμε αύριο.
Τυπικά οι απόψεις μας στους πλέον εξέχοντες τομείς της επιστήμης βασίζονται σε αποδείξεις και οι διαμάχες διευθετούνται με εκκλήσεις στους κανόνες της λογικής και τις αποδείξεις.
Αυτοί οι κανόνες της λογικής και οι αποδείξεις προοδεύουν με την πάροδο του χρόνου, καθώς ανακαλύπτουμε περισσότερα για τον κόσμο αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για τον κόσμο. Δηλώνοντας ότι αυτές οι πέντε θέσεις πρέπει να παραμείνουν αδιαφιλονίκητες προκαλώ φυσικά αυτούς που πιστεύουν ότι μερικές από αυτές είναι ψευδείς. [12] Ωστόσο, οι 1-5 είναι, τουλάχιστον επιφανειακά, ακριβείς περιγραφές των απόψεων της επιστήμης που θα εξέπλητταν εκείνους που στοχάζονται στους διάφορους τομείς της επιστήμης και στην ιστορία τους, έτσι ώστε οι μελετητές που επιθυμούν να τις απορρίψουν θα πρέπει να μπουν στον κόπο να εξηγήσουν γιατί τα φαινόμενα απατούν. Θα πρέπει να ερευνήσουμε συστηματικά και εκτεταμένα για να ανακαλύψουμε γιατί η ρεαλιστική – ορθολογιστική ομάδα θεμάτων είναι προηγμένη. Υπάρχουν εκπληκτικές διαφορές μεταξύ της ιστορικής ανάπτυξης των τεχνών και της λογοτεχνίας και της ιστορικής ανάπτυξης της επιστήμης: παλαιότεροι επιστημονικοί ισχυρισμοί υπάρχουν σε εγχειρίδια, η εκπαίδευση των επιστημόνων ανακεφαλαιώνει ως ένα σημείο, την ιστορία των γνωστικών αντικειμένων στα οποία εκπαιδεύονται, παλαιότερα εργαλεία και τεχνικές τόσο θεμελιώδεις όσο και σχετικές με την φυσική επιστήμη εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για την επίλυση προβλημάτων που προκύπτουν στην έρευνα, συχνά με σαφή επίγνωση των ορίων τους. Σε μερικούς επιστημονικούς τομείς, οι οπτικές αναπαραστάσεις που δημιουργούνται παρουσιάζουν αξιοσημείωτη συσσώρευση λεπτομερειών – σκεφτείτε για παράδειγμα τα μοντέλα χημικών μορίων, γενετικών χαρτών, απεικονίσεις της διαδοχής των γεωλογικών στρωμάτων και τα χαρακτηριστικά απολιθώματα αυτών.
Ομοίως, υπάρχουν πολλά παραδείγματα στα οποία αμφισβητείται η ύπαρξη των διαφόρων ενοτήτων που συζητούνται από τους επιστήμονες, πέρα από αισθητηριακές παρατηρήσεις αν και μπορεί να είναι, φαίνεται να παρουσιάζει τόσες δυσκολίες όσα ρωτήματα τίθενται για την ύπαρξη ξηρών προϊόντων μεσαίου μεγέθους. Νομίζουμε για παράδειγμα ότι οι παρούσες ικανότητές μας να μεταχειριζόμαστε οργανισμούς και να παράγουμε ζύμη, μύγες και ποντίκια (για να ονομάσουμε τρία από τα πλέον μεταμορφώσιμα είδη ζωντανών οργανισμών) με περίεργους συνδυασμούς χαρακτηριστικών εξαρτώνται από τους λεπτομερείς γενετικούς χάρτες τους οποίους έχουν συντάξει μοριακοί βιολόγοι και το μοντέλο των επιτυχών επεμβάσεων θα ήταν αδύνατο χωρίς την ύπαρξη των γονιδίων – και πραγματικά αν οι γενετικοί χάρτες μας δεν ήταν περίπου σωστοί. [13] (Ακριβώς όπως πιστεύουμε ότι εκατομμύρια τουριστών θα προσανατολίζονταν στον υπόγειο σιδηρόδρομο αν οι αναρτημένοι χάρτες δεν ήταν περίπου σωστοί.) [14]
Παρόλα αυτά, ενώ φυσικά θεωρούμε ότι έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε τους κύριους ισχυρισμούς οι οποίοι ενοχοποιούνται περισσότερο στις επιτυχημένες επεμβάσεις μας στη φύση, το μόνο ορθό είναι να αναγνωρίσουμε τα δικά μας σφάλματα. Οι προκάτοχοι μας συχνά σκέπτονταν, απολύτως δικαιολογημένα, ότι υπήρχαν πράγματα στον ουρανό και τη γη τα οποία αποδείχτηκε ότι απείχαν από τα διαπιστευτήρια της μεταγενέστερης φυσικής φιλοσοφίας. και οι δικές μας κρίσεις για το τι υπάρχει και το πώς είναι, ίσως αποδειχτούν λανθασμένες από κάποιες απόψεις.
Ακριβώς όπως βλέπουμε προηγούμενους ερευνητές να έχουν τμήματα μίας σωστής εικόνας των φαινομένων που εξερευνούν, έτσι κι εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι διάδοχοι μας θα κάνουν λεπτότερες διακρίσεις από εμάς, ότι θα πάρουμε τη θέση μας στην ιστορική πρόοδο των επιστημονικών απόψεων, με τις δικές μας σκέψεις και λάθη. Φυσικά, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια σημεία των πεποιθήσεών μας θα απορριφθούν ως πλάνες, - επειδή αν αυτό ήταν εφικτό θα κάναμε τις αλλαγές μόνοι μας – αλλά θα έπρεπε να υποπτευόμασταν αυτά τα σημεία. Προς το παρόν, μπορούμε μόνο να εκφράσουμε την λογική εμπιστοσύνη μας στο σύνολο, αφιερώνοντας ίσως τους εαυτούς μας σε εκείνα τα μέρη της σύγχρονης επιστήμης που φαίνονται περισσότερο σχετικά με τις προβλέψιμες και έξυπνα διαχειριζόμενες επιτυχίες μας. [15]
Ο διαχωρισμός του τι είναι σωστό, τι αξίζει να διδαχθεί και του τι δεν είναι, φαίνεται να εξαρτάται από την πρόοδο των αποδείξεων. Οι επιστήμονες κάνουν πειράματα, παρατηρήσεις, ανασκοπούν συλλογές δειγμάτων, αναφέρουν τα ευρήματα τους κατά τρόπο σύμφωνο με τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, εκτελούν μαθηματικές αναλύσεις και διατυπώνουν συλλογισμούς τους οποίους οι συνάδελφοι τους εξετάζουν επισταμένως. Τουλάχιστον σύμφωνα με το πρότυπο του ρόλου της επιστήμης, η αποδοχή και η απόρριψη των επιστημονικών ισχυρισμών, συμπεριλαμβανομένων και των ισχυρισμών για την εγκυρότητα των οργάνων, των πειραματικών τεχνικών και της κατάλληλης απόδοσης, είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που υπόκειται σε κανόνες της λογικής και των αποδείξεων. (Ιστορικά, κύριο καθήκον της φιλοσοφίας της επιστήμης είναι η αναγνώριση αυτών των κανόνων.)
Με την ανάπτυξη της επιστήμης, μπορούν να βελτιωθούν οι αποφάσεις που καθορίζουν την αξιολόγηση των επιστημονικών μερών: είμαστε πολύ περισσότερο ενημερωμένοι για τα συμπεράσματα της στατιστικής ανάλυσης και της στατιστικής μεθοδολογία από ότι ήμασταν πριν μερικές δεκαετίες (για να μην αναφερθούμε στον 19ο αιώνα), μέρος της επιτυχίας του Darwin οφείλεται στο ότι αναγνώριζε από τους προκατόχους του ότι μία θεωρία μπορεί να υποστηριχθεί ούσα ικανή να συστηματοποιήσει ένα μεγάλο όγκο παρατηρήσεων, ακόμα κι αν δεν απέρρεαν από συγκεκριμένες προβλέψεις για το μέλλον, και οι πειραματικές πρακτικές στη βιοїατρική επιστήμη ωφελήθηκαν από την ευρύτερη κατανόηση των ευεργεσιών των διπλά τυφλών δοκιμών και των προβλημάτων της επίδρασης του πλασέμπο.
Πολλά περισσότερα θα μπορούσαν να λεχθούν για κάθε θέμα της ρεαλιστικής – ορθολογιστικής ομάδας, όμως πιστεύουμε ότι αρκούν για να υποδείξουν μερικά από τα χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να εξηγήσουν αυτοί που τα αμφισβητούν. Ας περάσουμε σε μία άλλη συλλογή θεμάτων τα οποία υποστηρίζονται από την ιστορική και σύγχρονη πρακτική της επιστήμης.
Η κοινωνιο-ιστορική ομάδα θεμάτων
Η επιστήμη δημιουργείται από ανθρώπινα όντα, δηλαδή από όντα με περιορισμένες γνώσεις που ζουν σε κοινωνικές ομάδες με πολύπλοκη δομή και μακρά ιστορία.
Κανένας επιστήμονας δε μπαίνει στο εργαστήριο ή στο χώρο της επιστήμης του χωρίς τις αντιλήψεις που του έχει προσδώσει η προηγούμενη ιστορία της ομάδας στην οποία ανήκει.
Οι κοινωνικές δομές στα πλαίσια της επιστήμης επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο εκπέμπεται και λαμβάνεται η έρευνα και αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο στις εσωτερικές θεωρητικές διαμάχες.
Οι κοινωνικές δομές που έχει εμπεδώσει η επιστήμη επηρεάζουν το είδος των πιο σημαντικών ερωτημάτων και μερικές φορές των ερωτήσεων που προτείνονται και γίνονται αποδεκτές. [16]
Εκ νέου, θα είμαι σχετικά σύντομος στην υποστήριξη αυτών των θεμάτων. Αν και μερικές εξιδανικευμένες επιστημονικές πρακτικές προχωρούν με τη μορφή έρευνας η οποία διεξάγονταν από υποκείμενα που είχαν αποχωριστεί από το σώμα, λογικά παντογνώστες και μεμονωμένα, ο καθένας γνωρίζει καλύτερα. Οι σημερινοί ερευνητές περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους έξω από τα εργαστήρια, έχοντας κοινωνικές σχέσεις όχι μόνο με φίλους επιστήμονες αλλά και με εκείνους που υποστηρίζουν την έρευνά τους ή επηρεάζονται από αυτή, κατέχουν θέσεις στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, τελικά, οι ικανότητες τους να βγάζουν λογικά συμπεράσματα και μαθηματικούς υπολογισμούς είναι περιορισμένες και υπόκεινται σε λάθη. Αυτοί που θέλουν να επιτιμήσουν την πρώτη διατριβή στην κοινωνιο-ιστορική ομάδα θεμάτων σίγουρα δε συναγωνίζονται αυτά τα σημεία αλλά μάλλον αρνούνται ότι έχουν αντίκτυπο στην επιστημονική πρακτική. Κάθε μία από τις παρακάτω διατριβές επισημαίνει έναν τρόπο με τον οποίο οι ατομικές και ομαδικές ιστορίες και/ή κοινωνικοί ρόλοι κάνουν τη διαφορά στην επιστημονική εργασία.
Κάθε φορά που ένας επιστήμονας κάνει μία παρατήρηση, ένα πείραμα ή προτείνει μία σειρά συλλογισμών χρησιμοποιεί ως πηγή τις διάφορες κατηγορίες και επικαλείται τις τρέχουσες σταθερές μίας μεμονωμένης ομάδας, συνήθως μίας σχετικά μικρής ομάδας ειδικών που ενδιαφέρονται για ένα τεχνικό πρόβλημα. Πολλά από αυτά που ο επιστήμονας θεωρεί ως δεδομένα δεν έχουν ελεγχθεί ανεξάρτητα αλλά έχουν ενσωματωθεί σε μία περίοδο εκπαίδευσης, έτσι ώστε η εργασία να προωθεί παρά να ανακεφαλαιώνει αργά και λεπτομερώς ότι έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν. Η εξάρτηση από αντιλήψεις που εισήχθησαν καιρό πριν ή από υπάρχουσες σταθερές τις οποίες οι επιστήμονες δεν εξέτασαν για γενιές γίνεται εμφανέστερη όταν πραγματοποιείται εκτεταμένη επανεξέταση, όταν οι παλιές αντιλήψεις αποβάλλονται ή οι σταθερές τροποποιούνται. [17]
Συνεπώς η διατριβή 2 στην κοινωνιο-ιστορική ομάδα θεμάτων πρέπει να γίνει αποδεκτή. Στην διατριβή 3 έγκειται η προφανής σκέψη ότι οι επιστήμονες αντικαθιστούν πολύπλοκες σχέσεις δεσμών και αντιθέσεων, συνεργάζονται με κάποιους συναδέλφους τους και συναγωνίζονται άλλους. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι οι “συμμαχίες” έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική ανάπτυξη των διαφόρων επιστημών. Στα τέλη του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου αιώνα, οι διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του Καρτέσιου και του Νεύτωνα έδειξαν καθαρά πως οι προηγούμενες πεποιθήσεις μπορούν να προδιαθέσουν το μυαλό να ανταποκριθεί σε μερικές θεωρήσεις και να αγνοήσει άλλες. Η ανάδειξη ηγετικών μορφών στο Βρετανικό επιστημονικό κατεστημένο από το Δαρβίνο ήταν σίγουρα σημαντική για την εξασφάλιση ενός κοινού δεκτικού ως προς τις επαναστατικές ιδέες. Ίσως θεωρηθεί ότι αυτό το είδος κοινωνικού αντίκτυπου αποτελεί ατυχή διαστρέβλωση της επιστήμης, ότι όταν οι επιστήμονες συμπεριφέρονται σωστά είναι μάλλον αδιάφοροι ως προς το γεγονός ότι ένα επιχείρημα προωθείται από έναν φίλο, έναν ανταγωνιστή ή έναν δυσφημιστή. Ωστόσο για λόγους που τελικά προέρχονται από τον John Stuart Mill, ίσως πιστέψουμε ότι η πιθανότητα διαμάχης μεταξύ των διαφωνούντων φατριών, καθεμία συνδεδεμένη με δεσμούς αλληλεγγύης, ίσως συνεισφέρει στην ενδεχόμενη άρθρωση ανώτερων θέσεων, που ένα κοινωνικό σύστημα για την επιστήμη μπορεί να επωφεληθεί από τα γεγονότα του ανθρώπινου συναγωνισμού και της συνεργασίας ώστε να εργαστούν αποτελεσματικά για την αποκάλυψη της αλήθειας. [18]
Τελικά, και ίσως προφανέστερα, τα είδη των προβλημάτων που κραυγάζουν ως σημαντικά εξαρτώνται εν μέρει από την ιστορίας του πεδίου και από τα ευρύτερα ενδιαφέροντα των μελών της κοινωνίας. Οι σύγχρονες επιστήμες της κληρονομικότητας υποθέτουν ότι ορισμένα προβλήματα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά – σχεδιάζοντας και θέτοντας στη σειρά διάφορα γονιδιώματα, αναγνωρίζοντας τις δομές και τους ρόλους μεμονωμένων μορίων – εν μέρει εξαιτίας της ιστορία της έρευνα στο μεγάλο ερώτημα “Πώς κληρονομούνται τα χαρακτηριστικά;” το οποίο καθόρισε τον τομέα εξ αρχής, εν μέρει εξαιτίας αυτών που είναι πραγματοποιήσιμα σήμερα και εν μέρει εξαιτίας των πρακτικών συνεπειών ορισμένων μορφών έρευνας, όταν άπτονται των προβλημάτων συγκεκριμένων τύπων κοινωνιών (ειδικό5τερα, η ελπίδα ότι τα σχέδια και οι σειρές θα μας βοηθήσουν στην αντιμετώπιση ιατρικών προβλημάτων)[19].
Λιγότερο εμφανώς, οι πρακτικές απαιτήσεις και η ιστορία των σταθερών της έρευνας παίζουν επίσης ρόλο στον καθορισμό αυτών που θα θεωρηθούν αποδεκτές λύσεις, καθορίζοντας για παράδειγμα την ακρίβεια που πρέπει να έχει μία απάντηση αν πρόκειται να εφαρμοστεί. Η διαρκής ανησυχία που εκφράζεται από μερικούς επιστήμονες σχετικά με την διαστρέβλωση της ερευνητικής ατζέντας από πρακτικές ανησυχίες ενισχύει αυτήν την άποψη για την επίδραση της κοινωνίας στην επιστήμη. Η πρόκληση για τις κοινωνιολογικές μελέτες της επιστήμης είναι η δέουσα εκτίμηση και των δύο ομάδων. Η ιστορία των κοινωνιολογικών μελετών της επιστήμης (και προσφάτως των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης [20]) δείχνει μία αρχική περίοδο (μέχρι τη δεκαετία του 1960) στην οποία κυριάρχησε η πρώτη ομάδα – οι επιστήμονες θεωρήθηκαν αντικοινωνικοί, λογικά παντογνώστες, όντα που ενδιαφέρονταν μόνο για το τι συνέβαινε στο εργαστήριο. Από τη δεκαετία του 1970, η Κοινωνική Μελέτη της Επιστήμης έχει μερικές φορές αγνοήσει εντελώς την πρώτη ομάδα – θεωρούν ότι νεκρώνεται ο εγκέφαλος των επιστημόνων από τη στιγμή που θα μπουν στο εργαστήριο ως τη στιγμή που θα φύγουν από αυτό.
Περίεργες ιστορίες λέγονται σχετικά με τους τρόπους που η τάξη, το φύλο, η θρησκευτική παιδεία, οι πολιτικές διαμάχες στην ευρύτερη κοινωνία και το πολιτισμικό ύφος καθορίζουν το χαρακτήρα της εργασίας των ερευνητών. Συχνά αυτές οι απόψεις συνδυαζόμενες με λεπτομέρειες της επιστημονικής εργασίας σε τόσο υψηλό επίπεδο γενίκευσης, ακόμη και παρανόησης, προκαλούν τη δικαιολογημένη αγανάκτηση των επαγγελματιών ερευνητών- γι’ αυτό και τα εύλογα παράπονα των Gross, Levitt, Sokal, Wolpert και άλλων. [21]
Ωστόσο, η ρεαλιστική-ορθολογιστική ομάδα δεν αποπέμπεται πάντα, ούτε και σε έργα αφιερωμένα στην επίδειξη των έξυπνων τρόπων με τους οποίους εξαντλούνται τα θέματα στην κοινωνιο-ιστορική ομάδα. Μία μελέτη που δεν επιτιμά καμία από τις ομάδες είναι η “Μεγάλη Δεβόνιος Αμφισβήτηση” του Rudwick, την οποία έχω ήδη επαινέσει. Αναμφίβολα υπάρχουν εγχειρήματα τα οποία παρουσιάζονται ως συνεισφορές στην Κοινωνική Μελέτη στης Επιστήμης και εισάγουν φανταχτερή ορολογία, παίζουν βερμπαλιστικά παιχνίδια και επιδεικνύουν εκπληκτική ασάφεια σχετικά με επιστημονικές απόψεις που συνήθως γίνονται κατανοητές από μαθητές Γυμνασίου ( τα λάθη συχνά συνοδεύονται από θερμές καταγγελίες των κακών της επιστήμης). [22]
Ως απάντηση σε αυτά δημιουργείται μία τάση αφομοίωσης έμπειρων μελετητών που έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να πουν, όπως οι Helen Longino και Steven Shapin ως και λιγότερο ευφυείς και καταρτισμένους συγγραφείς. Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο της επιχειρηματολογίας μου, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι κριτικοί δικαίως αναγνωρίζουν ένα διαρκή κίνδυνο υπερβολικής έμφασης στη δεύτερη ομάδα και παράβλεψης της πρώτης. Ο δεύτερος στόχος μου είναι να κατανοήσω γιατί υπάρχει αυτή η έλλειψη ισορροπίας.
3. Η πηγή του προβλήματος
Η ρίζα του προβλήματος είναι η “άσχημη” φιλοσοφία που έχει επηρεάσει τη σύγχρονη ιστορία της κοινωνιολογικής επιστήμης (και περιστασιακά τη σύγχρονη φιλοσοφία της επιστήμης).Υπάρχουν αρκετές ιδέες οι οποίες έχουν ερμηνευτεί δραματικά σε τέτοιο βαθμό ώστε να δίνουν αφορμή για τα Τέσσερα Δόγματα της Κοινωνικής Μελέτης της Επιστήμης.
Η θεωρητικολογία της παρατήρησης. Αποτελεί φιλοσοφική κοινοτοπία από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ότι η παρατήρηση του κόσμου προϋποθέτει έννοιες και ταξινομήσεις με τη βοήθεια των οποίων κατανοούμε την ροή της εμπειρίας. [23] Είναι πειρασμός να ισχυριστούμε ότι ανακαλύπτουμε στη φύση ότι εμείς προσδίδουμε σε αυτή και ότι ο κόσμος – ή τουλάχιστον ο μοναδικός κόσμος στον οποίο μπορούμε να αναφερθούμε καθορίζεται και δημιουργείται από εμάς, έτσι ώστε να είναι σύμφωνος με τις προηγούμενες ταξινομήσεις μας. Όπως ο Kuhn (ένας από τους πρώτους υποστηρικτές της θεωρητικολογίας της παρατήρησης) διαπίστωσε το γεγονός ότι οι έννοιες και οι ταξινομήσεις εμπλέκονται στην παρατήρηση Δε σημαίνει ότι το περιεχόμενο της εμπειρίας καθορίζεται από αυτές ή ότι δε μπορούμε οδηγούμενοι από την εμπειρία να αντιληφθούμε τα φαινόμενα. [24]
Ούτε υπονοεί ότι είμαστε κατά κάποιον τρόπο “αποκομμένοι” από τον κόσμο, ή ότι ο μόνος κόσμος για τον οποίο μπορούμε να μιλήσουμε πρέπει να είναι “κατασκευασμένος”. Είναι εύκολο να πλανηθούμε αποδεχόμενοι μια εσφαλμένη εικόνα: φανταζόμαστε ότι είμαστε καθισμένοι σε μία σπηλιά ή πίσω από μία οθόνη στην οποία προβάλλονται εικόνες και υποθέτουμε ότι μερικά από τα χαρακτηριστικά των εικόνων εξαρτώνται από τις ιδιότητες της επιφάνειας. Πώς θα μπορέσουμε λοιπόν, να ανακαλύψουμε πώς είναι τα πραγματικά αντικείμενα που αποτελούν της πηγή αυτών των εικόνων; Για σημαντικές περιόδους της ιστορίας της φιλοσοφίας, οι στοχαστές δελεάστηκαν από αυτήν την εικόνα, αλλά όπως επεσήμαναν οι κριτικοί παρουσιάζει πολλά ψεγάδια. [25]
Ερχόμαστε σε τυχαία επαφή με τα φυσικά αντικείμενα και,
αν και αυτή η επαφή υπαγορεύεται από την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε (αντιλήψεις, παραστάσεις), δεν αντιλαμβανόμαστε της αντίληψης αυτών των καταστάσεων. Υπάρχουν ενδιαφέροντα ερωτήματα για την αντιληπτική ψυχολογία σχετικά με το σημείο στο οποίο προηγούμενες πεποιθήσεις, έννοιες και η εκπαίδευση επηρεάζουν τον χαρακτήρα των αντιληπτικών καταστάσεων μας και μπορούμε να στραφούμε στη φυσική , τη φυσιολογία και την ψυχολογία για τους ρίξουμε φως. [26] Θα ήταν λοιπόν πιο ακριβές αν λέγαμε ότι ο κόσμος δεν καθορίζεται από τις ταξινομήσεις μας αλλά οι παραστάσεις μας από τον κόσμο σχηματίζονται έτσι και ότι αυτή η μορφοποίηση υπόκειται σε εμπειρική διερεύνηση. Όμως σε αυτό τον σημείο οι πρωταθλητές του κινήματος των αφηρημένων κατασκευών θα αντιταχθούν στην εκχώρηση προνομίων στην επιστήμη, στην αντίληψη ότι τα ερωτήματα αποφεύγονται με επιδεξιότητα κοκ. ούτε και οι πρωταθλητές της Κοινωνικής Μελέτης της Επιστήμης μπορούν να προσφέρουν μία εφάμιλλη εικόνα, ούτε μία που θα χρησιμοποιεί οθόνες ή τοίχους σπηλαίων. Ο Καρτέσιος ξεκίνησε τη φιλοσοφία πάνω σε ένα αίτημα για θεμελιωμένη δικαιολόγηση και παρά τα όσα αποκάλυψε αυτός και οι λαμπροί διάδοχοι του, γνωρίζουμε τώρα ότι το πρόβλημα το οποίο έθεσε είναι άλυτο, όπως γνωρίζουμε ότι είναι άλυτο το πρόβλημα της τριχοτόμησης μιας γωνίας με χάρακα και διαβήτη και ότι η προσπάθεια δεν μπορεί να επιτελεστεί απόδειξης της συνάφειας της αριθμητικής στα πλαίσια της αριθμητικής. [27]
Αν ο υποστηρικτής του κινήματος των αφηρημένων κατασκευών μας υπενθυμίσει ότι δεν έχουμε αποδείξει ότι οι επιστημονικές μας απόψεις είναι αξιόπιστες, η σωστή αντίδραση είναι να ομολογήσουμε ότι δεν το κάναμε. Δεν υπάρχουν προκαθορισμένες αρχές για να γίνει κάτι τέτοιο. Ο μόνος τρόπος για να διαχωρίσουμε τη συνεισφορά των ιστοριών μας από τις παρατηρήσεις μας είναι να επικαλεστούμε μερικά μέρη της επιστήμης με τον τρόπο που έχω προτείνει. Μόλις επισημανθεί αυτό το σημείο είναι εύκολο να δούμε ότι η ερμηνεία της θεωρητικολογίας της παρατήρησης οδηγεί σε ένα είδος σφαιρικού σκεπτικισμού που καθιστά αδύνατον το να ειπωθεί οτιδήποτε άλλο. Αν προσφέρεται ως προοίμιο σε έναν από τους συνήθεις ισχυρισμούς σχετικά με το ρόλο της κοινωνίας ή των κοινωνικών ενδιαφερόντων στη μορφοποίηση της επιστήμης, τότε η τολμηρή προσπάθεια θα είναι ευάλωτη στο ίδιο αμείλικτο αίτημα για αιτιολόγηση των ταξινομήσεων. Επιθυμείς να αναφερθείς σε αεραντλίες, κοινωνίες ευγενών, δικαστήρια της Αναγέννησης, εγγραφές. Με ποιο δικαίωμα χρησιμοποιείς αυτές τις έννοιες; Γιατί διηγείσαι ψυχολογικές ιστορίες που άπτονται της κοινής λογικής για τους τρόπους με τους οποίους τα κίνητρα οδηγούν σε πράξεις ή νομίζεις ότι οποιοδήποτε από τα μακροσκοπικά αντικείμενα –συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων – είναι όπως ακριβώς τα θεωρούν οι σύγχρονες απόψεις της κοινής λογικής; Όχι στην εκχώρηση προνομίων! Η συνάφεια απαιτεί οι υποστηρικτές του κινήματος των αφηρημένων κατασκευών να πάρουν στα σοβαρά τέτοιου είδους κριτική, οδηγώντας τους σε τέτοιο σημείο ώστε να μην μπορούν να πουν τίποτα. Υπάρχουν ενδιαφέροντα προβλήματα σχετικά με τον παγκόσμιο σκεπτικισμό και τον επιστημονικό ρεαλισμό καθώς προωθούνται μα αυτή τη λογική τα φιλοσοφικά ερωτήματα. [28]
Μερικοί επαγγελματίες πεπεισμένοι από την ιδέα ότι δε μπορούμε να αναφερόμαστε στα πράγματα έτσι όπως ακριβώς είναι, αναζητούν απάντηση στην πρόκληση του παγκόσμιου σκεπτικισμού για σύνολα που δεν τους αρέσουν και στη συνέχεια αναφέρονται εκ του προχείρου σε θέματα που τους αρέσουν (άνθρωποι, κοινωνίες, ανθρώπινα κίνητρα). Αυτό ονομάζεται εκχώρηση προνομίων.
Ο υποπροσδιορισμός της θεωρίας από την απόδειξη. Ο Pierre Duhem εξέφρασε αυτήν την άποψη στην αλλαγή του αιώνα, επιμένοντας ότι οι υποθέσεις δοκιμάζονται σε πολυάριθμα πράγματα και ο Quine, σε πιο αφηρημένη γλώσσα πρότεινε ότι “η συνολική επιστήμη” υποπροσδιορίζεται από κάθε πιθανή εμπειρία. [29]
Ο Duhem θεώρησε ότι η “καλή αίσθηση” (bon sens) βοήθησε τον/την επιστήμονα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Αν και ο Quine τυπικά κάνει ασαφείς αναφορές σε “ένα ιδανικό όργανο επιστημονικής μεθόδου”, το κύριο σημείο του φαίνεται να είναι λογικό: για κάθε ασύμβατη σειρά προτάσεων που περιέχει έναν λογικά συγκροτημένο ισχυρισμό S, υπάρχει μία συμβατή υποσειρά αρχετύπων που περιέχουν το S, και τυπικά υπάρχουν πολλές εναλλακτικές υποσειρές της αρχικής σειράς. [:30] Αυτό διογκώθηκε δραματικά από μερικούς ιστορικούς και κοινωνιολόγους που διατείνονταν πως δείχνει ότι ο κόσμος δεν έχει σχέση με αυτό που αποδέχονται οι επιστήμονες. Για να διαπιστώσουμε πόσο παράξενο είναι κάτι τέτοιο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι διαφαίνεται επίσης πως η κοινωνία μπορεί να μην έχει σχέση με αυτό που αποδέχονται οι επιστήμονες. Όμως αν λάβουμε σοβαρά υπόψη ότι άπτεται της μεθοδολογίας παρά της συνέπειας, είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε ότι οι περιστροφές που αντιμετωπίζουν οι υποστηρικτές του κινήματος των αφηρημένων κατασκευών ως διαθέσιμες αποκρίσεις στην εμπειρία εμπλέκουν επιστημονικά κόστη.
Αναλύοντας σημαντικές, παρατεταμένες επιστημονικές διαμάχες βλέπουμε ότι ο αντίχτυπος της εμπειρίας είναι πολύπλοκος και ότι οι ορθολογιστές επιστήμονες τελικά απομακρύνονται από μη υπερασπίσιμες θέσεις. Ο Duhem άρχισε μία συλλογιστική πορεία που μας βοήθησε να δούμε ότι δεν υπάρχει στιγμιαίος ορθολογισμός στην επιστήμη. Στα πρώτα στάδια της χημικής επανάστασης, αυτοί που θεωρούσαν τη φωτιά ως ύλη μπορούσαν να προσφέρουν εναλλακτικές αναλύσεις των χημικών αντιδράσεων που ο Lavoisier θεωρούσε ότι συνοδεύονταν από δέσμευση ή έκλυση οξυγόνου. Καθώς ο αριθμός των ευρημάτων αυξήθηκε έγινε ολοένα και πιο δύσκολη η εξεύρεση ενός κοινού τρόπου αντιμετώπισης όλων των χημικών αντιδράσεων. Έτσι οι προτάσεις του Lavoisier για τη φυσική κατάσταση των σωμάτων ήταν ιδιαιτέρως επιτυχείς. [31]
Υπάρχουν κάποιοι εργάτες της επιστήμης οι οποίοι υποστηρίζουν ότι είναι θεμιτό ακόμη και σωστό να προσεγγίσουμε ένα γεγονός της ιστορίας της επιστήμης ( ή και της πρόσφατης επιστήμης) χωρίς να εξετάσουμε επισταμένως τις λεπτομέρειες των πειραμάτων και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτά, ακριβώς διότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι ο κόσμος δεν έχει κανένα αντίκτυπο στις πεποιθήσεις των επιστημόνων.[32]
H έκκληση στον υποπροσδιορισμό αποτελεί για άλλη μια φορά την επαναδιατύπωση μίας μορφής σκεπτικισμού – ισοδύναμης σε αξία με πρωτοετή φοιτητή αναγνώστη του Καρτέσιου που απαιτεί την απόδειξη ότι είναι . Όπως ακριβώς ο Δρ. Johnson απάντησε στον Berkeley κλωτσώντας μία πέτρα, κατά τον ίδιο τρόπο και οι κριτικοί απαντούν στην υπερερμηνεία του υποπροσδιορισμού παραθέτοντας τα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης. Αυτό αποτελεί μέρος μίας σωστής απάντησης, αλλά χρειάζεται να συμπληρωθεί από την διάγνωση των φιλοσοφικών λαθών τα οποία προέτρεψαν τους ειδικούς να λησμονήσουν όλη την επιστημονική έρευνα, τα πειράματα και τους συλλογισμούς και να αγάλλονται στον πλούτο της προσωπικής και κοινωνικής ζωής τους – εν συντομία, να αμελήσουν μία ομάδα θεμάτων γοητευμένοι από κάποια άλλη.
Η Ποικιλία των Αντιλήψεων επ’ αυτού αποτελεί μία άλλη σειρά επιχειρημάτων τα οποία μερικές φορές οδηγούν τους επα³ οντες των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης στο ίδιο σημείο. Υποθέτουμε ότι ξεκινάμε από το προφανές γεγονός ότι οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των επιστημόνων, διαφέρουν στις αντιλήψεις τους. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το γεγονός; Όχι, προτείνεται, με έκκληση προς τον κόσμο γιατί η φύση που αντιμετωπίζουν οι πιστοί είναι η ίδια και στα δύο παραδείγματα. Συνεπώς η εξήγηση για την ποικιλότητα της πίστης πρέπει να βρίσκεται αλλού στις διαφορετικές κοινωνίες όπου ζουν οι πιστοί. Αυτό το επιχείρημα χρειάζεται μόνο μία σαφή δήλωση για να αυτοκαταστραφεί (ή μήπως για να αυτό-αποσυντεθεί;).
Οι άνθρωποι που διαφέρουν στις αντιλήψεις μπορεί να αντιμετωπίζουν την ίδια φύση, αλλά οι σχέσεις τους με τη φύση μπορεί να είναι εκπληκτικά διαφορετικές. Υποτίθεται ότι τα ταξίδια διευρύνουν το μυαλό, και στην ιστορία της επιστήμης αυτοί που ταξίδεψαν αντιμετώπισαν συχνά πράγματα σε ασυμφωνία προς τα δικά τους πιστεύω και με τα πιστεύω αυτών που άφησαν πίσω τους. Δεν είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τις διαφορές των αντιλήψεων εκείνων που ταξίδεψαν αρκετά και εκείνων που παρέμειναν σπίτι τους αναγνωρίζοντας την απόκλιση στην εμπειρία της φύσης. Σε πολλές περιπτώσεις επιστημονικής αμφισβήτησης [33], παρατηρείται κάτι σαν αυτό – μία ομάδα επιστημόνων έχει μεγαλύτερο εύρος εμπειριών της φύσης από κάποια άλλη, ενώ μερικές φορές το εύρος είναι απλώς διαφορετικό. Συνεπώς το επιχείρημα παρουσιάζεται εσφαλμένο σχεδόν από την αρχή υποθέτοντας ότι οι περιπτώσεις που αφορούν στη φύση πρέπει να λάβουν μία συγκεκριμένη μορφή: Ο τάδε επιστήμονας πιστεύει ότι τα πράγματα είναι έτσι επειδή έτσι είναι. Μόλις εγκαταλείψουμε αυτόν τον άγονο τρόπο εξήγησης της πίστης, το κενό στην κοινωνική εξήγηση αποκαλύπτεται όσο πραγματικά είναι. Ωστόσο, μπορούμε να αναγνωρίσουμε πραγματική οξυδέρκεια όταν τίθεται το θέμα της ποικιλομορφίας της πίστης αν θυμηθούμε τη φιλοσοφική πρακτική στην οποία αντιδρούσαν οι πρώτοι συνήγοροι του Ισχυρού Προγράμματος στην Κοινωνιολογία της Γνώσης.
Από τη δεκαετία του 1930 ως και αυτή του 1960, οι φιλόσοφοι της επιστήμης συνεπαίρνονταν με το (απολύτως νόμιμο) πρόβλημα της κατανόησης της αιτιολόγησης των επιστημονικών πεποιθήσεων, και εστίασαν την προσοχή τους στις αληθινές πίστεις. Τα μοντέλα αιτιολόγησης που κυριαρχούσαν έτειναν να αναγνωρίσουν σχετικά απλές μορφές λογικών συμπερασμάτων και ήταν άξιο απορίας πώς οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να αντιταχθεί στα τεράστια επιτεύγματα στην ιστορία της επιστήμης. Η ευεργετική επισήμανση των επαναστατών κοινωνιολόγων έδωσε έμφαση στον φυσικό ορθολογισμό μελών του είδους μας και έγινε ιδιαιτέρως δύσκολη η θεώρηση ευφυών συμμετεχόντων σε παρατεταμένες επιστημονικές συζητήσεις ως φανατικών, προκατειλημμένων ή παραλόγων. Αυτό που έλειπε από ολόκληρη την αντιπαράθεση ήταν η σαφής αντίληψη του πόσο πολύπλοκοι και δύσκολοι είναι συχνά οι συλλογισμοί στον περίπλοκο επιστημονικό περίγυρο. Στη συζήτηση μεταξύ του Lavoisier και των αντιπάλων του δεν υπάρχουν απλοί κανόνες άμεσου ορθολογισμού και η προσεκτική φιλοσοφική αναδόμηση μπορεί να εξηγήσει πώς λογικοί άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν για μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικά να αναγκάζονται από τα στοιχεία να φθάνουν σε συμφωνία.. [34]
Μόλις αυτό γίνει αποδεκτό, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα κίνητρα και την υπερβολική ανάπτυξη μιας από τις σπουδαίες κοινότοπες εργασίες στην Κοινωνική Μελέτη της Επιστήμης, την αρχή της συμμετρίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο David Bloor πρότεινε ότι οι εξηγήσεις αληθινής και ψευδούς πίστης θα πρέπει να είναι συμμετρικές, δηλαδή, θα πρέπει να αφορούν στις ίδιες κατηγορίες αιτιών. Υπάρχει μία σπουδαία γνώση: τα ανθρώπινα όντα έχουν ευρέως παρόμοιες ικανότητες, ζουν σε μεγάλο ποσοστό κατά τον ίδιο τρόπο και η ευρείας κλίμακας φυσιολογικοί, σωματικοί και ψυχολογικοί παράγοντες που προσδιορίζουν την πίστη είναι οι ίδιοι. Συνήθως δεν εξηγούμε την πίστη ενός επιστήμονα αποδίδοντας σε αυτόν κάποια ασυνήθιστη ικανότητα που μόνο αυτός κατέχει – αν και πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες επικαλούμαστε το γεγονός ότι κάποιος διαθέτει μία συνήθη ικανότητα ανεπτυγμένη σε υψηλό βαθμό προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.[35]
Αυτό είναι απολύτως συμβατό με την αποδοχή των σοβαρών και σημαντικών διαφορών στη διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι σχηματίζουν τις πεποιθήσεις τους: Ο Terrie ο ταξιδιώτης διαφέρει από τον σπιτόγατο Sam επειδή ο Terrie έχει δει πράγματα που δεν έχει δει ο Sam, ακόμη κι αν οι διαφορετικές πεποιθήσεις τους παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες (η αντίληψη παίζει σημαντικό ρόλο και για τους δυο τους), οι λεπτομέρειες διαφέρουν (έχουν διαφορετικές δυνατότητες αντίληψης). Μερικές φορές, ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι για να εκφέρουν άποψη για την ποιότητα των διαδικασιών με τις οποίες σχηματίζονται οι πεποιθήσεις. Αν υποθέσουμε ότι τρεις φοιτητές χρησιμοποιούν τα δεδομένα για να υπολογίσουν την πιθανότητα να παρουσιάζει ένας ασθενής μία συγκεκριμένη ασθένεια, τότε επιδοκιμάζουμε τον πρώτο για την άψογη Μπαγιεσιανή ανάλυση, διορθώνουμε τα λάθη του δεύτερου ο οποίος αμελεί την κατανομή της βάσης και μας σοκάρει η απόδοση ενός τρίτου που απλώς αναμειγνύει εικασίες με το θαυμασμό στην απάτη του χαρτοπαίκτη. Όπως είναι φυσικό, και οι τρεις τύποι αντιλήψεων εκπορεύονται από τις ίδιες κατηγορίες αιτιών (εμπλέκονται στην υπολογιστική διαδικασία)αλλά όμως και οι τρεις τύποι διαφέρουν σημαντικά, και διαφέρουν στο βαθμό αξιοπιστίας τους. Ο παραγκωνισμός αυτών των απλών σημείων οδηγεί σε μερικά αξιοπερίεργα των συζητήσεων στις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης.
Η μελέτη του Rudwick για τη λύση της Μεγάλης Δεβονίου Αμφισβητήσεως κατακρίθηκε για την ασύμμετρη αντιμετώπιση κάποιων παραγόντων. [36] Σύμφωνα με την αφήγηση του Rudwick, οι γεωλόγοι κατάφεραν να συμφωνήσουν για τη διαστρωμάτωση της Γης, αν και δύο μορφές παρέπεμπαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Αυτές οι δύο μορφές αποτελούσαν ένα ενδιαφέρον μείγμα των περιπτώσεων που εξετάστηκαν στην προηγούμενη παράγραφο: και οι δύο είχαν κατά πολύ περισσότερο περιορισμένη εμπειρία από τη μεγάλη πλειοψηφία που κατέληξε σε συμφωνία και οι δύο υπεράσπιζαν τις πεποιθήσεις τους με διαδικασίες που ήταν κατά πολύ λιγότερο αξιόπιστες. Για να επιπλήξουν τον Rudwick για την αποτυχία του να μεταχειριστεί τους “outliers” συμμετρικά είναι η ίδια έκκληση για κίβδηλη ισότητα που κάποιος μπορεί να μετατρέψει σε ερώτηση σχετικά με έναν αγώνα: πολύ κοντά στην πίστα βρίσκονται οι επίσημοι κριτές με τακτικά ελεγχόμενη όραση, τον καλύτερο βοηθητικό εξοπλισμό και επαρκή εμπειρία. Όλοι τους συμφωνούν για το αποτέλεσμα. Πάνω στις κερκίδες βρίσκονται δύο θεατές, ο ένας από αυτούς έχει περιορισμένη θέα και ο άλλος έχει χάσει τα γυαλιά του, ενώ κανένας τους δεν έχει κλιθεί να κρίνει αγώνα πριν. Ο καθένας τους εκφέρει κρίση διαφορετική από αυτή των κριτών και από τον άλλο, αλλά πρέπει να είμαστε συμμετρικοί, δεν πρέπει να εκχωρούμε προνόμια, στη θελκτική επιγραμματική έκφραση ενός εκλεκτού επιστήμονα της λογικής θα πρέπει να είμαστε τόσο ανοιχτόμυαλοι όσο το επιτρέπει το μυαλό μας. [37]
Κατηγορίες Παραγόντων και η Συγγραφή τη Ιστορίας. Υπάρχει μία τελευταία σύγχυση που επικρατεί στις περισσότερες εργασίες των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης. Όπως ακριβώς οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης υποβιβάζουν τους εαυτούς τους πριν την κοινότοπη ιδέα της συμμετρίας, έτσι και οι ιστορικοί εμμένουν ότι οι αφηγήσεις θα πρέπει να δομούνται σύμφωνα με τις κατηγορίες των παραγόντων: λέγοντας την ιστορία μίας επιστημονικής ανακάλυψης, δεν πρέπει να στρατεύουμε έννοιες που δεν ήταν διαθέσιμες σε αυτούς που εμπλέκονται. Η έμφαση στις κατηγορίες παραγόντων έχει ένα σημαντικό σημείο. Αν ο ιστορικός μπορεί να κάνει παραστατικούς τους τρόπους με τους οποίους μία ομάδα επιστημόνων αναπαριστά τον κόσμο γύρω της, τότε είναι πιθανή η εκτίμηση της πορείας της αναζήτησης των πληροφοριών τους όπως αυτοί την βιώνουν, πράγμα το οποίο ικανοποιεί έναν επεξηγηματικό σκοπό. Ο απολογισμός του Rudwick για τη Μεγάλη Δεβόνιο Αμφισβήτηση μας παρέχει τις απόψεις των συμμετεχόντων έτσι ώστε καθώς ακολουθούμε τις έρευνές τους να νιώθουμε τις εκπλήξεις τους και να αντιλαμβανόμαστε την έλξη προσεγγίσεων οι οποίες, μερικές σελίδες μετά, αποβαίνουν άκαρπες.
Ωστόσο θα ήταν σφάλμα να νομίσουμε ότι αυτός είναι ο μοναδικός επεξηγηματικός ρόλος της ιστορίας, ή ότι οι εκκλήσεις σε ότι είναι τώρα αποδεκτό είναι πάντοτε άτοπες. Οι ιστορικοί των μαθηματικών βρίσκουν συχνά διαφωτιστικό να παραθέτουν τη μελέτη του Frobenius σχετικά με την ύπαρξη των τριών αλγεβρών συσχετιζόμενης διαίρεσης πέρα από τις πραγματικές, στην προσπάθεια εξήγησης γιατί οι έρευνες του Hamilton στις υψηλότερες διαστατικά αναλογίες των μιγαδικών αριθμών κατέρρευσαν όπου κατέρρευσαν. [38] Οποιοσδήποτε τέτοιος απολογισμός δε θα μας βοηθούσε να δούμε την έρευνα όπως ο Hamilton, θα μας καταστήσει όμως ικανούς να κατανοήσουμε γιατί αντιμετώπισε τα συγκεκριμένα προβλήματα στα διάφορα στάδια. Η μετέπειτα γνώση μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την ιστορία για να παίξει επεξηγηματικό ρόλο, διαφορετικό από την εμβύθιση μας στον κόσμο των πρωταγωνιστών. [39] Οι καθαρολόγοι ίσως ανησυχούν για την χρήση διαφόρων ευρημάτων από τη σύγχρονη επιστήμη στην κατανόηση του παρελθόντος. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις η καθαρολογία οδηγεί στον παραλογισμό. Θα έπρεπε ο στρατιωτικός ιστορικός που μελετά τον πόλεμο των χαρακωμάτων της περιόδου 1914-1918 να μην χρησιμοποιεί πηγές για την τεχνική κατανόηση των επιδράσεων της εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών, των ψυχολογικών συνεπειών της ζωής στα χαρακώματα – κατανόηση η οποία είναι απόρροια των στοχασμών στα γεγονότα του χρονικού; Ανεξαρτήτως από το πόσο το πόσο αποφασισμένοι είμαστε να βρούμε κατηγορίες παραγόντων, οποιαδήποτε θεώρηση των ανθρώπων του παρελθόντος θα εμπεριέχει υποθέσεις για τα κίνητρα και τη δράση, το χαρακτήρα του δημόσιου κόσμου και τις ανθρώπινες αντιδράσεις σε αυτόν, και κάνουμε αυτές τις υποθέσεις χρησιμοποιώντας την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση.[40]
Μόλις αναγνωρίσουμε ότι η προσπάθεια να αναστείλουμε μερικές τρέχουσες αντιλήψεις είναι πολύτιμη για να μπορέσουμε να “δούμε” τις καταστάσεις όπως αυτοί που συμμετείχαν σε αυτές και ότι η διατήρηση αυτών των πεποιθήσεων μπορεί είναι σημαντική για την αναγνώριση (εκ των έξω) των προβλημάτων τους και των επιτυχιών τους, μπορούμε να προσδώσουμε στο τοτέμ των ιστορικών τη δέουσα αξία. Για να εδραιώσω αυτήν την άποψη, επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα τελευταίο παράδειγμα. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η Ευρώπη υπέφερε από τη βουβωνική χολέρα κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, και η σύγχρονη επιστήμη μας δίνει μία άποψη για το πώς εξαπλώθηκε η βουβωνική χολέρα. Είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τη γνησιότητα των δύο διαφορετικών μορφών της ιστορίας στα χρόνια της χολέρας. Η μία μας παραθέτει τις απόψεις των παραγόντων, χρησιμοποιεί τις κατηγορίες τους και μας παρουσιάζει τις εναλλακτικές λύσεις και τις δυσκολίες όπως αυτοί τις είδαν. Η άλλη αναζητά πληροφορίες στην σύγχρονη επιδημιολογία για να εξηγήσει γιατί η χολέρα ξέσπασε στο συγκεκριμένο μέρος, γιατί οι διάφορες στρατηγικές εναντίον της ήταν αναποτελεσματικές, πώς μερικοί άνθρωποι κατάφεραν να επιζήσουν και τα λοιπά. Και οι δύο μορφές ιστορίας μπορούν πραγματικά να διαφωτίσουν, ενώ η δεύτερη δε θα πρέπει να επηρεάζεται από υποθετικές προκαταλήψεις.
Πολλοί κριτικοί των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης αναγνωρίζουν τη σχετικότητα της γνώσης η οποία συχνά είναι ανεξέλεγκτη. Αναγνωρίζοντας τέσσερις δρόμους που ξεκινούν από λογικά εφαλτήρια σημεία, ελπίζω να απέδειξα πως ο δρόμος για τη σχετικότητα είναι στρωμένος με τα χειρότερα των επιχειρημάτων. Συνεπώς οι μαθητευόμενοι θα χαράξουν στη μνήμη τους τα Τέσσερα Δόγματα:
Δεν υπάρχει αλήθεια εκτός από 6την κοινωνική αποδοχή,
Κανένα σύστημα πεποιθήσεων δεν περιορίζεται λόγω της πραγματικότητας, κανένα σύστημα πεποιθήσεων δεν είναι προνομιακό,
Δε θα πρέπει να υπάρχουν ασυμμετρίες στην εξήγηση της αλήθειας ή του ψεύδους, της κοινωνίας ή της φύσης,
Θα πρέπει να αποδίδεται τιμή στις κατηγορίες των παραγόντων. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αφήσουμε τη διάγνωση της σύγχρονης δυσπραγίας των σύγχρονων Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης σε αυτό το σημείο. ‘Όταν τα Τέσσερα Δόγματα θα αφομοιωθούν πλήρως, ώστε οι εκκολαπτόμενοι μελετητές από να ξεκινούν από τα συμπεράσματά τους σαν να ήταν ευαγγέλιο, τότε θα μπορούν να γίνουν πραγματικά προσιδιάζουσες τολμηρές προσπάθειες.[41]
Πώς μπορούν οι Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης να απελευθερωθούν από την ασύμμετρη μεταχείριση της κοινωνίας και να επιτευχθεί η φύση στην πρώτη φάση της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης;[42] Πώς μπορούν τα μαθήματα των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης να εφαρμοστούν στις ίδιες τις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης; Περιμένετε! Ανακοινώθηκαν νέες τάσεις στη Γαλλική Υψηλή Κουλτούρα.[43] Επιτρέψτε μας να αναμείξουμε λίγο Lacan, λίγο Lyotard και πολύ λίγο Deleuze. Ας παίξουμε με τον Derrida.[44] Ας αποκτήσουμε δίκτυα παραγόντων, ατελείωτη εξάσκηση, ανερχόμενες διαλεκτικές επιφάνειες, πολυεκφωνούμενες, πολυγενείς, μεταφαλλοκεντρικές, διακατηγορικά ευαίσθητες ομιλίες. Ας βρούμε λύσεις σε προβλήματα που κανένας ποτέ δε σκέφτηκε να θέσει σχετικά με την επιστήμη. Πραγματικά, ας ξεχάσουμε απολύτως την επιστήμη στην στέρησή μας των κανονικών κειμένων και την προαγωγή του συγκείμενου. Όπως ο Lear στους θαμνότοπους, θα κάνουμε κι εμείς τέτοια πράγματα/ Δε γνωρίζουμε τι είναι αλλά θα γίνουν /Ο Τρόμος της γης.[45]
Φυσικά και υπερβάλλω, λιγάκι όμως. Ο ευγενικός αναγνώστης, αρχίζοντας ένα βιβλίο όπως το “Ποτέ Δε Γίναμε Μοντέρνοι” (We Have Never Been Modern) τουLatour ή του Pickering “Η Ατέλειωτη Εξάσκηση” (Τhe Mangle of Practice) μπορεί μόνο να αναρωτηθεί για τη στάθμη στην οποία έχει ανέβει η θάλασσα των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης. Η Επιστήμη Δε φαίνεται πλέον να αποτελεί το κυριότερο θέμα (η κύρια θέση έχει τώρα δοθεί στις ίδιες τις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης), όμως, αντ’αυτού εισάγαμε μία ομιλία ως αποκλεισμένοι από τα φαινόμενα τα οποία βρίσκονταν κάποτε στο κέντρο του πεδίου όπως μερικές φιλοσοφικές έρευνες της δεκαετίας του 1950, με τις αποκλειστικές μανίες με τη μαυρίλα των κοράκων. Αμυδρά αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι προοπτικές ανταγωνισμού βάλλουν η μία κατά της άλλης, όμως ο ακριβής χαρακτήρας των θέσεων και οι προδιαγραφές στις οποίες εμπίπτουν είναι μάλλον σκοτεινές, Τελικά, κανείς μπορεί να ρωτήσει “Αν αυτές είναι οι απαντήσεις, ποιες, παρακαλώ, είναι οι ερωτήσεις;[46]
Βεβαίως, αυτό είναι το σημείο στο οποίο οι κριτικοί των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης, είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης θα πρέπει να φωνάξουν “Αρκετά!”. Όπως ακριβώς οι πρωταγωνιστές νομίζουν ότι υπάρχει μία άρρηκτη σειρά συλλογισμών που τους οδηγεί στα συμπεράσματά τους, οι αντίπαλοι τους εμμένουν στη ίδια υπόθεση και πιστεύουν ότι ολόκληρη η επιχείρηση ήταν σαθρή από τη αρχή. Συμμερίζομαι την ανυπομονησία τους στα τελευταία στάδια του ερευνητικού έργου – η αυτόματη υπόθεση ότι τα Τέσσερα Δόγματα είναι βάσιμα και ότι ένας πρέπει συνεπώς να αναλάβει τα ερευνητικά έργα που έχω παρωδήσει – όμως, στην προσπάθεια να εκθέσω τα ακριβή σημεία στα οποία η ενόραση αφήνει έδαφος για υπερερμηνεία, ελπίζω να προετοιμάζω το δρόμο για μία πιο συμπαθητική άποψη των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης, η οποία όχι μόνο θα προσφέρει μία διαφορετική εικόνα των επιστημών αλλά και θα δείξει πώς μερικά κομμάτια γνώσης που αποτελούν είδωλο στις σύγχρονες Κοινωνικές Μελέτες των Επιστημών μπορούν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα.
4. Η Πραγματική Πρόκληση
Σήμερα η περισσότερο γενική πρόκληση είναι η ανάδειξη και των δύο θεματικών ομάδων. αυτή η εργασία δεν είναι αδύνατη και προσφάτως εμφανίστηκαν διάφορα βιβλία τα οποία με διαφορετικούς και ασύμβατους τρόπους προσπαθούν να αναμείξουν ιστορικές, φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές ενοράσεις σχετικές με την επιστήμη. Όπως η μελέτη του Rudwick για την ιστορία της Γεωλογίας, το “Πώς τελειώνουν τα Πειράματα” του Peter Galison αποτελεί εκτενή διεύρυνση των ιστορικών επεισοδίων (αυτή τη φορά στα πλαίσια της φυσικής του 20ου αι.), αποκαλύπτοντας τους πολλαπλούς περιορισμούς που δρουν στην καθημερινή πειραματική πρακτική. Το “Εξηγώντας την Επιστήμη” του Ronald Gieres συνδέει τις φιλοσοφικές θεωρήσεις των επιστημονικών συλλογισμών με τα μοντέλα της ανθρώπινης γνώσης και κάνει μερικά βήματα προς την εμφύτευση της ανθρώπινης γνώσης στην κοινωνική μήτρα.
Οι λεπτομέρειες της κοινωνικής ανταλλαγής στο εσωτερικό μιας επιστημονικής ομάδας (οι ειδικοί στην ταξινόμηση αγκαλιάζουν το σχέδιο του “cladism”) εξετάζονται επισταμένως στο “Η Επιστήμη ως Διαδικασία” του David Hull, ο οποίος αποδεικνύει πώς η επίμονη ανησυχία για το κύρος μπορεί να δώσει ώθηση στην προοδευτική διανοητική εξέλιξη. Από μία περισσότερο αφηρημένη άποψη, η Helen Longino (η Επιστήμη ως Κοινωνική Γνώση) ερευνά τις προû ποθέσεις για μία ευνομούμενη επιστημονική κοινότητα και αμφισβητεί το σημαντικό ρόλο που παίζουν οι κοινωνικές αξίες στις επιστημονικές αποφάσεις. “Η Αταξία των Πραγμάτων” φαίνεται να αποτελεί ένα παρόμοιο θέμα για τη σχέση μεταξύ επιστήμης και ευρύτερων αξιών καθώς επίσης και για τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων επιστημών. Τελικά, στο “Η Πρόοδος της Επιστήμης” προσπαθώ να αποδείξω την περιπλοκή των συλλογιστικών διαδικασιών που παρουσιάζονται στις σημαντικότερες επιστημονικές συζητήσεις και να κατασκευάσω ένα επίσημο πλαίσιο για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα διάφορα είδη κοινωνικών θεσμών, κοινωνικών σχέσεων και προσωπικών φιλοδοξιών μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο στη γένεση καινούριας γνώσης. [47]
Ίσως απρεπώς, θα ήθελα να δω αυτά τα έργα ως προσπάθεια να κρατηθώ από διαφορετικά μέρη του ίδιου (σημαντικού!) ελέφαντα. Υπάρχουν δύο σημαντικές θεματικές ομάδες τις οποίες τα βιβλία που ανέφερα πραγματεύονται ανεπαρκώς. Η πρώτη αφορά τη σχέση μεταξύ της πρακτικής της επιστήμης και τις αξίες της ευρύτερης κοινωνίας. Η δεύτερη επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές σχέσεις και οι δομές διαφόρων τύπων παρουσιάζονται στη δημιουργία της επιστήμης. Τι είδους κριτικές αξίες παρεμβάλλονται στο πάρσιμο των επιστημονικών αποφάσεων, και πού ακριβώς παρεμβάλλονται (μόνο μεταξύ του συσσωρευμένων ενεργειών; μόνο στο στάδιο του σχεδιασμού της έρευνας; στο σημείο όπου συνάγονται συμπεράσματα; πότε αυτά τα συμπεράσματα διαδίδονται; ή σε όλα αυτά τα σημεία και σε περισσότερα;) Υπάρχει ένταση μεταξύ επιστημονικών και άλλων αξιών, και αν είναι έτσι πώς μπορούμε να εξετάσουμε αυτήν την ένταση και την εκτόνωσή της;[48]
Πώς τέτοια φαινόμενα όπως η φήμη, τα είδη των δεσμών, ο ανταγωνισμός για τους φυσικούς πόρους, η ανάγκη συνεργασίας σε μεγάλης κλίμακας ερευνητικά έργα, επηρεάζουν τους τρόπους με τους οποίους εξετάζονται τα επιστημονικά ερωτήματα και οι απαντήσεις που γίνονται αποδεκτές; Τι ακριβώς είναι οι σύγχρονοι κοινωνικοί θεσμοί που διαμορφώνουν την επιστημονική έρευνα και είναι άραγε καλά σχεδιασμένοι για την προώθηση της γνώσης; Aπλώς, οι δύο ομάδες ερωτημάτων είναι συνυφασμένες και δεν νοείται η απάντηση της μιάς ανεξαρτήτως της άλλης. Θα πρέπει επίσης να γίνει σαφές ότι τα ερωτήματα είναι σημαντικά. Οι επιστήμονες στοχαστές θέλουν να κατανοήσουν τους τρόπους με τους οποίους οι υπάρχουσες διευθετήσεις “κατασχέτουν” ορισμένα είδη ευκαιριών (γιατί θα πρέπει τα κοινωνικά συστήματα που έχουν αναπτυχθεί από τον 17ο αιώνα να συμβάλλουν ιδιαιτέρως στην υπόθαλψη της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας;) Οι στοχαστές (είτε επιστήμονες είτε όχι) θέλουν να γνωρίζουν αν η έρευνα σε διάφορες περιοχές αλλοιώνεται από τις αξίες συγκεκριμένων ομάδων, και, σε ευρύτερο επίπεδο, πώς η επιστήμη επιδρά στην ανθρώπινη ευημερία.
Κατά κύριο λόγο τα κίνητρα που ωθούν πολλούς μελετητές στις κοινωνιολογικές μελέτες της επιστήμης είναι η προσπάθεια να βρουν τρόπους με τους οποίους η επιστήμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το καλό της ανθρωπότητας. κατ’ουσίαν όλη η παραδοσιακή φιλοσοφία της επιστήμης αγνοεί αυτά τα κίνητρα. Πικρή ειρωνεία των σύγχρονων κοινωνικών μελετών της επιστήμης αποτελεί το γεγονός ότι ενώ εμφανίζονται να ανταποκρίνονται περισσότερο στις ευρύτερες ανησυχίες, η υιοθέτηση των Τεσσάρων Δογμάτων τις υπονομεύει. Υποθέτουμε ότι ανησυχείτε για τον αντίχτυπο των επιστημονικών ανακαλύψεων στην ανθρώπινη ευημερία. Ένα άμεσο πόρισμα είναι ότι καμία γενική εικόνα που να επικυρώνει ένα παγκόσμιο σκεπτικισμό για τα επιστημονικά επιτεύγματα δε μπορεί να είναι ικανοποιητική.[49]
Διότι αν οδηγούμαστε σε κίνημα αφηρημένων κατασκευών εφαρμόσιμο σε όλες τις περιπτώσεις, απόρριψη των εννοιών της λογικής, απόδειξη και αλήθεια, τότε υπάρχει μία τρομερή ειρωνεία. Το τελευταίο πράγμα που οι φιλελεύθεροι πολιτικοί θέλουν να πουν για τις υπερβολές της ποπ κοινωνιοβιολογίας ή την Καμπύλη Bell είναι ότι αυτά τα τολμήματα είναι όπως οι κοινωνικές κατασκευές του Darwin και του Εinstein, [50] ή γιατί η συζήτηση για τη λογική θεωρείται πεπαλαιωμένη, δεν είναι λιγότερο λογικό να πιστέψουμε τους ισχυρισμούς για το γενετικό καθορισμό της εγκληματικής συμπεριφοράς από το να υποστηρίξουμε το μοντέλο της διπλής έλικας του DNA. Χρειαζόμαστε τις κατηγορίες της λογικής, της αλήθειας και της προόδου, αν πρόκειται να διαχωρίσουμε την πολύτιμη επιστήμη από τις απεχθείς μιμήσεις. Είναι προφανές για περίπου μισό αιώνα ότι η έρευνα που αποφέρει επιστημονικά οφέλη μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες είτε για τα άτομα ή ακόμη και για όλα τα είδη. Οι φιλοσοφικές ιστορίες για την επιστήμη έχουν επικεντρωθεί στον επιστημονισμό. Αντιμέτωπες με έρευνες που έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν το περιβάλλον με ριζικούς τρόπους, να μετατρέψουμε την αυτοκατανόησή μας, να αντιδράσουμε με διάφορους κοινωνικούς θεσμούς και κοινωνικές προκαταλήψεις, δημιουργείται ένα μεγαλύτερο πρόβλημα κατανόησης για το πώς οι επιστήμες επιδρούν στην ανθρώπινη ευημερία.[51]
Οποιαδήποτε τέτοια στρατηγική δεν είναι μόνο ανακριβής, αλλά και πολιτικά ανούσια. Μόνο με τη προσεκτική ανάλυση της επιστήμης και των σχέσεών της με τις ανθρώπινες ανησυχίες, η οποία ανάλυση σχετίζεται με τις δύο θεματικές ομάδες – μπορούμε να ελπίζουμε σε παραγωγικό διάλογο με το κοινό.[52] Αν οι Gross και Levitt δικαίως θεωρούν ότι ένα από τα κίνητρα των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης είναι να γίνει ο κόσμος ασφαλέστερος, τότε τα Τέσσερα Δόγματα αποτελούν σοβαρό εμπόδιο στην εξέταση σοβαρών θεμάτων. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η συνεισφορά των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης άπτεται της διερεύνησης μίας σειράς ερωτημάτων που οι φιλόσοφοι αμέλησαν, τα ερωτήματα που αφορούν στις αξίες έχουν περιοριστεί. Ακόμη, δεδομένης της έμφασης που δόθηκε στα κοινωνικά, θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι η πρόσφατη εργασία στις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης θα παρείχε τουλάχιστον τα εργαλεία για τα θέματα που αφορούν στους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές δομές διαμορφώνουν την έρευνα.
Οποιαδήποτε τέτοια ελπίδα βυθίζεται σε απογοήτευση, Είναι ώρα εξομολόγησης. Δημιουργώντας μία γενική προσέγγιση [53] στο ερώτημα “Οι επιστημονικές δομές αλληλεπιδρούν με τα ατομικά κίνητρα για να προάγουν την αξιοπιστία της συλλογικής μάθησης; Έπρεπε να επινοήσω δική μου κοινωνιολογία. Δεν υπήρχε θεωρητικό υπόβαθρο για να με βοηθήσει να ερευνήσω τις τυχαίες διαδικασίες που επηρεάζουν την έρευνα. Ωστόσο, όπως τον Hull και εμένα, οι Shapin και Schaffer δεν είχαν προγενέστερα σημεία αναφοράς της κοινωνικής αιτίας.Οι απόψεις τους ήταν σημαντικές για αυτούς που εμπλέκονταν σε πολιτικές συζητήσεις απολύτως λογικές και χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο.
Μία νεώτερη γενιά κοινωνιολόγων της επιστήμης συνέλαβαν το θέμα διαφορετικά. Ο Robert Merton και οι διάδοχοί του θέλησαν να κατανοήσουν τις διαδικασίες αιτιολόγησης στα πλαίσια των επιστημονικών κοινοτήτων. Η σύγχρονη κοινωνιολογία έχει αναπτύξει κλάδους που μελετούν τους θρησκευτικούς δεσμούς και οργάνωση, το έγκλημα και την αντικοινωνική συμπεριφορά. Επιπλέον, προσδοκούμε ο κοινωνιολόγος να είναι σε θέση να προωθήσει την κατανόηση σημαντικών φαινομένων από εμάς και να ρίξει φως στον τρόπο με τον οποίο η εγκληματικότητα αυξάνεται ή μειώνεται σε σχέση με την κατανομή της ηλικίας και το οικονομικό επίπεδο.
Αντιλαμβανόμαστε ότι ο κοινωνιολόγος θα προσφέρει το μοντέλο αιτιών και καθώς τα φαινόμενα είναι πολυσύνθετα η ακρίβεια είναι περιορισμένη. Η κοινωνιολογία του Merton αντιμετωπίζει γενικά αυτού του είδους τα κοινωνικά φαινόμενα. Παρόλα αυτά οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης αποδεικνύονται πραγματικά χρήσιμες και απαντούν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε
Πέρα από τους επιστημονικούς πολέμους.
Μέχρι τώρα η συζήτηση υπήρξε κριτική. Αν και αμύνθηκα των κοινωνικών μελετών της επιστήμης ο κύριος στόχος ήταν να προσδιορίσουμε που οι Κοινωνικές Μελέτες της επιστήμης έκαναν λάθος και πως αφήνουν αναπάντητα τα κύρια ερωτήματα. Απλώς πιστεύω ότι οι κριτικοί των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης όπως οι Gross, Levitt, Sokal, Wolpert προσδιόρισαν τις ατέλειες ορισμένων σύγχρονων επιστημονικών συζητήσεων. Οι Gross και Levitt και άλλοι κριτικοί κατηγορήθηκαν ότι δεν έκαναν διακρίσεις στους ανθρώπους με του οποίους ασχολούνταν. Μία προσεκτικότερη ματιά σε αυτές τις κριτικές αποκαλύπτει ότι δεν ήταν ακριβείς. Οι Shapin και Schaffer επαινούνται γιατί εξέδωσαν ένα βιβλίο που ερευνήθηκε διεξοδικά (68) και γιατί προκάλεσαν ερωτήματα (65); οι Helen Longino και Evelyn Fox Keller περιγράφονται ως παράλογες και έρχονται σε αντίθεση με τις φεμινίστριες συγγραφείς (κυρίως τη Sandra Harding). Οι κριτικοί προσεγγίζουν τις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης σαν να ωθούνταν από κοινή ιδεολογία που σκοπεύει στην αφαίρεση του μυστηρίου από την επιστήμη, να υπονομεύσει την επιστημονική της διάσταση και να καταστήσει έγκυρους τρόπους που είναι ασυμβίβαστοι με αυτήν(11).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι το κατάφεραν. Η Sandra Harding ανακοινώνει ότι χρειαζόμαστε κάτι διαφορετικό από την επιστήμη, ότι χρειαζόμαστε κάτι που να χρησιμοποιείται από γυναίκες κάθε τάξης, φυλής και κουλτούρας. [54] Η Harding αποτελεί τυπικό παράδειγμα στο οποίο θέλουν να αντιταχθούν οι Gross και Levitt. Oι Longino και Keller θέλουν να υπερασπίσουν την ιδεολογία στην ακαδημία (136) και οι Shapin και Schaffer αντιτίθενται στον σνομπισμό και τους ασυνείδητους πλουτοκράτες(69).
Θεωρώντας ότι οι Keller, [55] Longino, Shapin και Schaffer ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τη Harding, είναι σαν να θεωρώ ότι οι χιμπατζήδες, οι φώκιες και τα δελφίνια ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα didelfis virginiana που είναι θηλαστικά αλλά οι ομοιότητες σταματούν εκεί. Οι Shapin και Schaffer θέλουν να κατανοήσουν ένα σημαντικό επεισόδιο στη γέννηση της σύγχρονης επιστήμης και ίσως έχουν παρεκκλίνει λόγω του θαυμασμού τους για το Δόγμα των Δύο.
Η επιστήμη της Longino ως Κοινωνική Γνώση είναι σημαντική για δύο λόγους. Πρώτον, η αντικειμενικότητα αποτελεί κοινωνική έννοια και ο ισχυρισμός ότι μία πεποίθηση είναι αντικειμενική πρέπει να προέρχεται από διαδικασίες κριτικής συζήτησης. Δεύτερον, οι αξίες των συγκεκριμένων υπο-ομάδων στα πλαίσια της κοινωνίας επιδρούν στην έρευνα σε διαφορετικά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων και των παγκόσμιων υποθέσεων.[56] Τα δύο θέματα της Longino παρουσιάζουν την επιστημονική έρευνα ως μεροληπτική, αντανακλώντας μόνο τις αξίες
μίας ορισμένης κοινωνικής ομάδας στα πλαίσια μίας ευρύτερης κοινωνίας. ένα κύριο πρόβλημα που τίθεται με την υπόθεση ότι όλες οι αντιλήψεις που διαμορφώνονται αποτελούν παραλλαγές στα λεγόμενα της Harding ‘κατασχέτει’ την δυνατότητα ορισμένων από αυτούς να διατυπώσουν απόψεις για τα ερευνητικά προγράμματα που παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο μέρος.
Αν επιθυμούμε να κατανοήσουμε τις πολυπλοκότητες της σχέσης μεταξύ επιστήμης και κοινωνικών θεσμών θα χρειαστούμε συγκεκριμένα παραδείγματα και τμήματα της κοινωνιολογίας της επιστήμης και το ύφος της ιστορίας των Shapin και Schaffer ώστε να σχηματίσουμε γενικότερη εικόνα. Ομοίως, οι θέσεις της Longino δημιουργούν ερωτήματα που παραγκωνίστηκαν στην κοινωνική μελέτη της επιστήμης. Μόλις διαπιστώσουμε την σπουδαιότητα των δύο θεματικών ομάδων γίνεται σαφές ότι αποτελούν μέρη μιας τελικής σύνθεσης.
Εδώ ίσως να βρίσκεται ένα καλό επιχείρημα για συμμετρία. Όπως οι φιλόσοφοι της επιστήμης δε θέλουν να αποπέμψουν την παραδοσιακή επιστήμη, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ελευθερώσουν τα εξέχοντα επιτεύγματα των κοινωνικών μελετών της επιστήμης από την επίδραση των Τεσσάρων Δογμάτων. Οι κριτικοί φαίνεται να επιθυμούν την αναβίωση του κόσμου των φιλικών θεαμάτων του Ορθολογιστικού-Ρεαλισμού στον οποίο οι παρείσακτοι τραγουδούν μόνο χαρούμενα τραγούδια γύρω από τη φωτιά των επιστημόνων.
Μία άποψη των Περιθωριοποιημένων.
Σχεδόν αμφιβάλω αν αυτό το δοκίμιο θα πείσει κανένα καθώς προσπάθησα να παραμείνω ουδέτερος. Τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί ότι το μέσον είναι η πιο άβολη θέση. Μερικοί από τους επιστήμονες φίλου μου επαναλαμβάνουν τον Cato, προτείνοντας ότι η καταστροφή των κοινωνικών μελετών της επιστήμης είναι το μόνο αντίδοτο και με καλούν στο χορό γύρω από τα απανθρακωμένα απομεινάρια. Συνάδελφοι στις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης συμμερίζονται τις απόψεις μου. έτσι το μέσο περιθωριοποιείται και εμείς που βρισκόμαστε σε αυτό μετακινηθήκαμε, ξανά και ξανά για να επαναλάβουμε την πιο γνωστή διαμαρτυρία του Mercutio. [57] Έγραψα αυτό το δοκίμιο ελπίζοντας ότι οι συζητήσεις θα χρησιμοποιηθούν για περισσότερο παραγωγικές προσεγγίσεις σημαντικών θεμάτων. Είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος. Η τάφρος έχει ανοιχτεί βαθιά και η φωτιά δε φαίνεται να σταματά.
Ακόμα και ο τίτλος αυτού του βιβλίου αποκαλύπτει τη σημαντική έλλειψη κοινής αποδοχής. Οποιαδήποτε κι αν είναι τα λάθη τους, η Κοινωνική Μελέτη της Επιστήμης δεν είναι ένας πύργος στην άμμο. Η έννοια έχει συλληφθεί καλύτερα σαν μια αποικία παρατεταγμένη σε μία δύσκολη αλλά στρατηγικής σημασίας ακτή. Μερικά από τα κτίρια, ογκώδη και στολισμένα επιδεικτικά, στέκονται πάνω σε τόσο λεπτά θεμέλια, που δεν είναι απαραίτητο ένα γιγάντιο σεισμικό κύμα για να τα παρασύρει, αρκεί και ένα κύμα. Άλλα είναι ένα περίεργο κράμα χειροποίητου και κακοχτισμένου κτιρίου, συχνά με έναν αταίριαστο στάβλο. Μερικά, πιο ταπεινά, παραγκωνίζονται από τους μηχανικούς και κατασκευάζονται τελευταία. Ίσως, αν γίνει αποδεκτή αυτή η εικόνα, να αρχίσουμε να βλέπουμε ότι οδηγούμαστε σε Ουτοπία ή να καλέσουμε τις μπουλντόζες. Αυτό που χρειάζεται είναι η εκκαθάριση των φτωχογειτονιών και η αστική ανανέωση, σχέδιο στο οποίο θα κληθούν να συμμετέχουν ιστορικοί, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και επιστήμονες.
Σημειώσεις
[1] Εδώ και σε ολόκληρο το έργο μου, χρησιμοποιώ τον όρο κοινωνικές μελέτες της επιστήμης όταν αναφέρομαι στη μελέτη της επιστήμης από μη επιστήμονες, όπως για παράδειγμα ιστορικούς, φιλοσόφους και κοινωνιολόγους, και τον όρο Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης όταν αναφέρομαι μια σε συγκεκριμένες απόψεις σχετικές με αυτόν τον τομές, ιδιαιτέρως στην τυχαία επιλογή δογμάτων που επισύρουν το θυμό των επιστημονικών κριτικών. Η χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων στον τίτλο παρέμεινε ως άσκηση για τον αναγνώστη.
[2] Για μία οξεία απάντηση στον Weinberg, βλέπε το φωτισμένο δοκίμιο του Wesley Salmons “Dreams of a Famous Physicist”, που κυκλοφορεί σε μία συλλογή δοκιμίων του που θα εκδοθούν από τον Oxford University Press.
[3] Αυτά είναι μόνο δύο μεταξύ πολλών προφανών παραδειγμάτων. Για παραδείγματα αυτού του είδους φιλοσοφικής εργασίας, βλέπε John Earman “A Primer on Determinism” (Dordrecht: Kluwer, 1986) και Patricia Smith Churchland “Neurophilosophy” (Cambridge MA.: MIT Press, 1985).
[4] Βλέπε για παράδειγμα, Ernst Mayr και William Provine (eds) “The Evolutionary Synythesis” (Cambridge MA: Harvard, 1980), χαρακτηριστικό παράδειγμα σκληρής εργασίας στην εξέλιξη των ειδών μετά τον Darwin σε συνεργασία με ιστορικούς της επιστήμης και εξέχοντες εξελικτικούς βιολόγους, για την ευγονική Daniel Kevles “In The Name of Eugenics” (London: Penguin, 1987), για τις πρώτες δεκαετίες της μοριακής βιολογίας, Horace Freeland Judson με το επιβλητικό έργο “The Eighth Day of Creation” (New York: Simon Schuster, 1979), για πειράματα της φυσικής του εικοστού αιώνα, Peter Galison “How Experiments” End (Chicago:University of Chicago Press. 1987).
[5] Για την αμφισβήτηση του IQ, βλέπε την ανθολογία “The IQ Controversy’ (New York: Pantheon, 1974) των Ned Block και Cerald Dworkins, ιδιαιτέρως το μακροσκελές δοκίμιο των εκδοτών. Ο Block έχει γράψει επίσης τη μοναδική άριστη διάγνωση των ψεγαδιών του Richard Herrnst στο έργο του Charles Murrays “The Bell Curve” (Cognition 1995). Πρωτοπόρα εργασία για τις μονάδες επιλογής της αμφισβήτησης έγινε από τους David Hull, William Wimsatt και Elliot Sober. Βλέπε ιδιαιτέρως, Sober “The Nature of Selection” (Chicago: University of Chicago Press,1992). Οι συνέπειες του θεωρήματος του Bell διερευνήθηκαν από πολυάριθμους σύγχρονους φιλοσόφους της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των Bas van Fraassen, Abner Shimony, Arthur Fine, John Jarrett και Geoffry Hellman, πολλά από τα πιο σημαντικά δοκίμια για την κβαντική μηχανική συντεταγμένα από φιλοσόφους εμφανίζονται στο Physics Review Letters. Για δύο πρόσφατες μελέτες που δίνουν νέες διαστάσεις στη συζήτηση θεμάτων για τις βάσεις της κβαντικής φυσικής, βλέπε David Albert “Quantum Mechanics and Experience” (Cambridge MA.: Harvard University Press, 1992) και Tim Maudlin “Quantum Theory and Locality” (Oxford: Blackwell, 1994). Εξαιρετική εργασία στις κοινωνικές επιστήμες έχει γίνει από τους Clark Glymour, Peter Spirtes, Richard Scheines και Kevin Kelly, βλέπε Glymour et al., “Discovering Causal Structure”. Για την κοινωνιολογική συζήτηση, βλέπε Michael Ruse Sociobiology: “Sense or Nonsense” (Dordrecht: Reidel, 1979 και το έργο μου “Vaulting Ambition: Sociobiology and the Quest for Human Nature” (Cambridge MA.: MIT Press, 1985).
[6] Βλέπε Londa Schiebinger “The Mind Has No Sex?” (Cambridge MA: Harvard University Press, 1989) και Kenneth Manning “Black Apollo of Science” (New York: Oxford University Press, 1983). Οι Gross and Levitt προσφέρουν μία κάπως εμπεριστατωμένη εκτίμηση των έργων του Μanning (σημείωση 62, 285), αποφεύγοντας την λεπτομερή κριτική.
[7] Για παράδειγμα: Troy Duster “Backdoor to Eugenics” (New York: Routledge.1990), Dorothy Nelkin και Laurence Tancredi “Dangerous Diagnostics (δεύτερη έκδοση, Chicago: University of Chicago Press, 1994), Daniel Kevles και Leroy Hood (eds) “The Code of Codes” (Cambridge MA.: Harvard, 1992), και το έργο μου “The Lives to Come: The Genetic Revolution and Human Possibilities (New York: Simon Schuster, 1996).
[8] Αν και οι Gross και Levitt διαβάζονται συχνά επειδή διατυπώνουν αυτήν την κατηγορία, φαίνεται να είναι μάλλον ο τόνος του “Hogher Superstition” (Baltimore: John Hopkins, 1994) παρά αυτά που διατυπώνουν με την κριτική εξεχουσών μορφών της Κοινωνικής Μελέτης της Επιστήμης. Ορθώς καταλογίζουν στους Bruno Latour και Sandra Harding άγνοια διαφόρων τεχνικών ζητημάτων (ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με τα θέματα που πραγματεύονται, αλλά οι Gross και Levitt αναφέρονται διεξοδικά στην τεχνική ικανότητα σε άλλες περιπτώσεις (για παράδειγμα, επαινούν την έκθεση της θεωρίας του χάους του Harmke Kammingas [95], ξεχωρίζουν την διακεκριμένη έκθεση της αναπτυξιακής βιολογίας του Scott Gilbert [117, 121] και κάνουν παρατηρήσεις στην εκτενή εκπαίδευση στην επιστήμη της Evelyn Fox Kellers [140]. εδώ αλλά και σε ολόκληρο το έργο παρατίθενται υποσημειώσεις για τους Gross και Levitt για το “Higher Superstition”). Επίσης αμφισβητώ ότι ο Sokal θα κατηγορούσε όλους τους λειτουργούς των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης για επιστημονική άγνοια. Ωστόσο, ο μύθος έχει εξαπλωθεί μεταξύ των επιστημόνων και θα πρέπει να καταρριφθεί.
[9] Έχει εκδοθεί από τον University of Chicago Press, 1986. Όταν τέσσερις οργανισμοί των κοινωνικών μελετών της επιστήμης (ο Οργανισμός της Ιστορίας της Επιστήμης, ο Οργανισμός για την Κοινωνική Μελέτη της Επιστήμης, ο Οργανισμός για την Ιστορία της Τεχνολογίας και ο Σύλλογος Φιλοσοφίας της Επιστήμης) συναντήθηκαν εκείνο το χρόνο (η μόνη συνάντηση των τεσσάρων), το βιβλίο του Rudwick ήταν ο στόχος ενός μοναδικού πολυδιάστατου συμποσίου όπου οι ειδικοί και των τεσσάρων οργανισμών διατύπωσαν τα σχόλια τους.
[10] Ο Stephen Jay Gould εγκωμιάζει το παλαιοντολογικό έργο στην κριτική του “The Great Devonian Controversy” (βλέπε “An Urchin in the Storm”, New York: Norton, 1987, 78), όμως πραγματικό έπαινο ίσως αποτελεί το γεγονός ότι το έργο του Rudwick για τα βραχιόποδα αναφέρεται ως σημαντική επεξήγηση ενός από τα πλέον πολυδιαβασμένα δοκίμια για την σύγχρονη επαναστατική θεωρία, Gould και Lewontins “the Spandrels of San Marco and the Panglossian Paradigm: A Critic of the Adaptionist Programme, (Proceedings of the Royal Society of London, B 205, 1979, 581-598).
[11] Βεβαίως, οι ειδικοί των κοινωνικών μελετών της επιστήμης μερικές φορές αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν ότι θα τους ήταν χρήσιμες συγκεκριμένες επιστημονικές πληροφορίες και ότι οι επαγγελματίες ερευνητές μπορούν να πολύτιμο και κρίσιμο ρόλο στην επισήμανση αυτού. Ωστόσο, αυτό αντιτίθεται απολύτως στην κατηγορία ότι οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης κατακλύζονται από αδαείς ερασιτέχνες.
[12] Σε αυτό το σημείο θα έπρεπε να αναγνωρίσω ότι μερικές από αυτές τις θέσεις άπτονται εκλεπτυσμένων φιλοσοφικών συζητήσεων, και υπάρχουν φιλόσοφοι οι οποίοι έχουν προσφέρει σοβαρές προκλήσεις στα ακριβή αναγνώσματά τους. Ιδιαιτέρως, οι Hilary Putnam, Arthur Fine, Nelson Goodman και Richard Rorty θα διαφωνούσαν με την πλέον εμφανή ερμηνεία της 2. Φαίνεται σημαντικός ο διαχωρισμός των φιλοσοφικών ανησυχιών σχετικά με την κατανόηση της σχέσης σκέψης και γλώσσας με την πραγματικότητα των πλέον ανεπεξέργαστων προτάσεων που προωθούνται στις πιο σύγχρονες Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης και επίσης η παραδοχή ότι για τους Putnam και Fine τουλάχιστον, υπάρχει μία άποψη κατά την οποία η ερμηνεία της 2 μπορεί να είναι αληθής. (Αυτό ίσως ισχύει επίσης για τους Goodman και Rorty, αν και δεν είμαι τόσο σίγουρος). Οι εντονότερες αντιρρήσεις στη 2 οι οποίες καταδικάζουν ισχυρές ερμηνείες του ρεαλισμού είναι ότι οι φιλόσοφοι έχουν προσθέσει μεταφυσικές επιβαρύνσεις στις συνήθεις πρακτικές για την περιγραφή των επιτευγμάτων της επιστήμης, όχι ότι η πρακτική αναγνώρισης αυτών των επιτευγμάτων πρέπει να αναθεωρηθεί ριζικά. Αυτό γίνεται σαφέστατο στην σύσταση του Fine για την φυσική οντολογική στάση (βλέπε “The Shaky Game”, Chicago; University of Chicago Press, 1986).
[13] Φυσικά μερικοί φιλόσοφοι θα ενίσταντο. Βλέπε Bas van Fraassen “The Scientific Image” (Oxford: Oxfo5rd University Press, 1980). Οι απόψεις του Van Fraassen απετέλεσαν αντικείμενο εκτενούς συζήτησης και κριτικής, βλέπε για παράδειγμα, P. Churchland και C. Hooker (eds) “Images of Science: (Chicago: Univarsity of Chicago Press, 1984).
[14] Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η κατάλληλη αίσθηση ακρίβειας και στα δύο παραδείγματα εξαρτάται από τις συμβάσεις της ανάγνωσης του χάρτη. Από τους τυποποιημένους γενετικούς χάρτες δε θα πρέπει να συναγάγει κανείς ότι τα χρωμοσώματα είναι ίσια ούτε και από το γνωστό χάρτη του υπόγειου σιδηρόδρομου του Λονδίνου θα πρέπει να βγάλουμε ακριβή συμπεράσματα για τις διευθυντικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων σταθμών.
[15] “Φαίνονται” είναι η σωστή λέξη, επειδή η γνώση των μερών των πεποιθήσεών μας τα οποία πραγματικά μας βοηθούν δεν είναι αντικειμενική.
[16] Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Gross και Levitt φαίνονται να αποδέχονται αυτό το σημείο (139), αν και παρουσιάζονται απρόθυμοι να δεχτούν την ιδέα ότι οι ιστορικές, φιλοσοφικές, ή κοινωνιολογικές διερευνήσεις ίσως αποκαλύψουν λεπτομερώς πώς εφαρμόζεται σε συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία.
[17] Η κλασική ερμηνεία αυτού του θέματος είναι προφανώς “The Structure of Scientific Revolutions” (Chicago: University Press, 1962, εκτεταμένη δεύτερη έκδοση, 1970). Το θέμα ουσιαστικά αναπτύσσει τον απολογισμό του Kuhn για την κανονική επιστήμη, αν και όπως έχω προτείνει, τα χαρακτηριστικά της κανονικής επιστήμης ίσως εκτιμηθούν καλύτερα θεωρώντας εκείνες τις σπασμωδικές αλλαγές τις οποίες ο Kuhn αποκαλεί επαναστάσεις. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι οι ευρείες αλλαγές εμπλέκουν μετατροπές. Για τη δική μου προσπάθεια να αναπτύξω τα κοινωνικο-ιστορικά θέματα χωρίς τα μη-ορθολογιστικά στοιχεία που μερικές φορές φορές αναδύονται στην επιφάνεια των γραπτών του Kuhn, βλέπε “The Advancement of Science” (New York: Oxford, 1993).
[18] Bλέπε J.S. Mill “On Liberty” Κεφάλαιο 2. Ο Paul Feyerabend υποστηρίζει ότι η επιστήμη θα πρέπει πάντα να βρίσκει ένα μέρος για την άρθρωση αιρετικών απόψεων (βλέπε το έργο του “Against Method”, London: Verso, 1975), και η Elisabeth Lloyd ισχυρίζεται ότι οι άμυνά του σχεδιάστηκε για να θέσει ως παράδειγμα τη στρατηγική του να παίζει το συνήγορο του διαβόλου του οποίου τη συμμετοχή ο Mill θεώρησε τόσο απαραίτητη. Από εντελώς διαφορετική άποψη, θεωρώ ότι δεν υπάρχει λόγος να σκεπτόμαστε ότι οι κοινωνικοί θεσμοί που επωφελούνται από τον ανταγωνισμό και την αφοσίωσή μας είναι απαραίτητα αντίθετοι προς την προαγωγή της γνώσης. Βλέπε “The division of Cognitive Labor” (Journal of Philosophy, 1990, 5-22) και Κεφάλαιο 8 του “The Advancement of Science”.
[19] Βεβαίως, οι κριτικοί διατείνονται ότι η αισιοδοξία είναι αβάσιμη (βλέπε Richard Lewontin, “The dream of the Human Genome in his Biology as Ideology”, New York: Harper, 1992). Προσπαθώ να καταλήξω σε μία ρεαλιστική εκτίμηση στα Κεφάλαια 4-5 του “The Lives to Come”.
[20] Σας υπενθυμίζω ότι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης είναι το πεδίο και Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης είναι η συλλογή των πρόσφατων μοντέρνων εργασιών σε αυτό το πεδίο, οι οποίες έχουν προκαλέσει σχόλια.
[21] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα πιο στυγερά παραδείγματα που παραθέτουν οι Gross και Levitt προέρχονται από ανθρώπους τους οποίους αυτοί που ασκούν την επιστήμη δε θα θεωρούσαν ως κέντρο του πεδίου. Ως κάποιος που έχει παρακολουθήσει πολυάριθμα Forum των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης κατά την τελευταία δεκαετίας, δεν έχω ακούσει ποτέ για τους Steven Best, Kathrerine Hayles, Maryanne Campbell ή Moris Berman. Δεν νομίζω να έχω ακούσει παρουσιάσεις που να αναφέρουν τους Stanley Aronowitz ή Jeremy Rifkin και μόνο δύο να αναφέρονται στην Carolyn Merchant. Αντιθέτως, τα παρακάτω πρόσωπα είναι πάντα παρόντα στις παρουσιάσεις και τις συζητήσεις: Bruno Latour, Donna Haraway, Steven Shapin, Simon Schaffer,Helen Longino, Evelyn Fox Keller και Sandra Harding (όλοι αυτοί συζητούνται από τους Gross και Levitt) καθώς επίσης και οι Harry Collins, PeterGalison, Lorraine Daston, Paul Forman, Norton Wise, Trevor Pinch, Michael Lynch, Andrew Pickering και Ian Hacking (σε κανέναν από αυτούς δε γίνεται αναφορά).
[22] Πολλά, αν και όχι όλα, από τα πιο περίεργα εγχειρήματα πραγματοποιούνται από ανθρώπους τους οποίους αυτοί που ασκούν τις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης θα θεωρούσαν συγκεχυμένους και επιφανειακούς.
[23] Δημιουργική εργασία είναι το δοκίμιο του Wifrid Sellar, “Empiricism and the Philosophy of Mind” που αρχικά εκδόθηκε το 1956 και ανατυπώθηκε στο “Science Perception and Reality” του Sellar (London: Routledge and Kegan Paul, 1963). Οι φιλόσοφοι της επιστήμης συχνά αντιμετώπισαν επιχειρήματα παρόμοια με του Sellar στις παρουσιάσεις των Norwood Russell Hanson (“Patterns of Discovery”, Cambridge: Cambridge University Press, 1958) και Tomas Kuhn “The Structure of Scientific Revolutions”.
[24] Βλέπε Kuhn “The Structure of Scientific Revolutions”, Κεφάλαιο VI.
[25] Μεταξύ των καλύτερων πραγματεύσεων βρίσκονται: J.L. Austin “Sense and Sensibilia”(Oxford: Oxford University Press, 1962), και η συζήτηση του Jonathan Bennett για τη συγκάλυψη του δόγματος της αντίληψης στο “Locke, Berkeley, Hume: Central Themes” (Oxford: Oxford University Press, 1971, ιδιαιτέρως το Κεφάλαιο III).
[26] Βλέπε Jerry Fodor, Observation Reconsidered, Philosophy of Science, 51, 1984, 23-43, επίσης τις ανταλλαγές απόψεων των Paul Churchland και Fodor, (Philosophy of science, 55,1988,167-87, 188-198).
[27] Ζητώ συγνώμη εδώ για την ελαφρώς ανακριβή διατύπωση των δύο προβλημάτων, όμως οι μαθηματικοί και αυτοί που ασχολούνται με τη λογικοί θα καταλάβουν εύκολα πώς να προσθέσουν τις κατάλληλες παραμέτρους.
[28] Βλέπε, για παράδειγμα, Barry Stroud, “The Significance of Philosophical Skepticism” (Oxford University Prss,1984), Hilary Putnam, “Reason, Truth and History” (Cambridge: Cambridge University Press, 1981), Arthur Fine, “The Shaky Game” και Richard Rorty, “Objectivism, Relativism, and Truth” (Cambridge: Cambridge University Press, 1991).
[29] Pierre Duhem, “The Aim and structure of Physical Theory” (μεταφρασμένο και ανατυπωμένο, Princeton, Princeton University Press, 1954) και W.V. Quine, “The Two Dogmas of Empiricism” (στο “From a Logical Point of View”, New York: Harper, 1953).
[30] Η διατύπωση της θέσης του Quine για τον υποπροσδιορισμό των θεωριών είναι πολλή δυσκολότερη από ότι αρχικά εμφανίζεται. Αν κάποιος πιστεύει ότι υπάρχει μία προνομιούχα τάξη εμφανών δηλώσεων, τότε είναι δυνατόν να προτείνει την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών θεωριών εξίσου καλά θεμελιωμένες από όλες τις αληθείς εμφανείς δηλώσεις. Οι απόψεις του Quirles για το νόημα και τη συνωνυμία του δημιουργούν δυσκολίες στην ανατομή των πρόσφατων θεμάτων και οι προτάσεις του για επιβεβαίωση δεν είναι λεπτομερείς. Ωστόσο, η κύρια ανησυχία για τη θέση του υποπροσδιορισμού είναι ο προβληματικός χαρακτήρας της διάκρισης μεταξ΄6υ θεωρητικών και εμφανών δηλώσεων. Αν αυτή η διάκριση απλώς εγκαταλειφθεί, φτάνουμε στην σχετικά συνηθισμένη θέση του κειμένου.
[31] Για την ανακατασκευή των μερών του παραδείγματος, βλέπε “The Advancement of Science” 272-290. Oι λεπτομέρειες από πολλά πειράματα του Lavoisier και τα αποτελέσματά τους δίνονται στο “Lavoisier and the Chemistry of Life” (Madison WI.: University of Wisconsin Press, 1985) του F.L. Holmes.
[32] Έτσι οι Steven Shapin και Simon Schaffer ανασκευάζουν το διάλογο μεταξύ Boyle και Hobbes χωρίς να καταπιάνονται με τις λεπτομέρειες των πειραμάτων με την αεραντλία του Boyle (βλέπε Leviathan and the Air-Pump). Γιατί χρησιμοποιούν αυτόν τον τρόπο; Τα γραπτά τους δείχνουν ότι όχι μόνο δεν είναι οκνοί αλλά ότι είναι ικανοί να ασχοληθούν με τα τεχνικά σημεία της επιστήμης. Η απάντηση είναι ότι από την αρχή γνωρίζουν ότι κάθε πείραμα επιδέχεται διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας, ο Hobbes σημείωσε ότι όλα τα πειράματα εμπεριέχουν μία σειρά θεωρητικών υποθέσεων στην παρούσα κατασκευή και λειτουργία της συσκευής και ότι σε ζητήματα αρχών και πρακτικής αυτές οι υποθέσεις μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση (σελ. 112), συνοδευόμενες από μία υποσημείωση με την επιχειρηματολογία θέσης των Duhem-Quine. Παρακάτω θα δείξω ότι μέρη της μελέτης παραμένουν πολύτιμα βοηθήματα για τη μελέτη της επιστήμης.
[33] ‘Όχι σε όλα. Όπως παρατήρησε ο Duhem, υπάρχουν μερικές περιπτώσεις στις οποίες οι επιστήμονες μοιράζονται τις ίδιες εμπειρίες και εξάγουν διαφορετικά συμπεράσματα. Υποστήριξα παραπάνω ότι δε θα πρέπει να επηρεαζόμαστε από συμπεράσματα εφήμερου υποπροσδιορισμού της άποψης ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να επιλυθούν με περαιτέρω εμπειρία.
[34] Πάλι, βλέπε “The Advancement of Science” 272-290.
[35] Για παράδειγμα, στην ομάδα Morgan, ο Bridges ήταν διάσημος για την ικανότητά του να εντοπίζει μεταλλαγμένες μύγες και αυτή του η ικανότητα ίσως ευθύνεται για τις διαφορετικές πεποιθήσεις αυτού και των άλλων.
[36] Βλέπε Trevor Pinch Strata Various (Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης, 16, 1986, 705-713) και Harry Collins “Pumps, Rock and Reality” (Κοινωνιολογική κριτική, 21, 8, 19-28). Αξίζει να τονίσουμε ότι αυτές οι κριτικές κάνουν διορατικές επισημάνσεις για τα έργο του Rudwick, παρά την υπερβολική εμμονή στη συμμετρία.
[37] Η παρατήρηση οφείλεται αρχικά στον Alan Ross Anderson, που τη χρησιμοποίησε πολύ πριν το φετιχισμό της συμμετρίας.
[38] Επιλέγω αυτό το παράδειγμα γιατί αποτελεί μία περίπτωση στην οποία η καλύτερη παραδοσιακή εργασία στην ιστορία της επιστήμης αντιμετωπίζει πρόσφατες τάσεις στις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης. Βλέπε Andrew Pickering “The Mangle of Practice (Chicago: University of Chicago Press, 1995), 141 fn. 26. Δίνοντας έμφαση στην σπουδαιότητα του να ακολουθείς τους επιστήμονες μέσα από τις έρευνές τους, ο Pickering εμφανίζεται να κλείνει τα μάτια στιας ενοράσεις που προέρχονται από την υιοθεσία μίας εξωτερικής προοπτικής και αποπέμπει ότι καλείται επιστημονική έκθεση (3). Όπως προτείνω στο κείμενο, αυτό είναι σοβαρό ατόπημα.
[39] Επειδή αυτό το σημείο παρεξηγείται πολύ εύκολα, αξίζει να σημειώσουμε εκτενώς ότι ο ισχυρισμός μου δεν αφορά τον Whiggism ή την τελεολογία. Δεν υπάρχει πρόταση ότι η αλήθεια πρέπει να εξάγεται ή ότι οι παράγοντες σύρονται κατά κάποιον τρόπο σε αυτή. Αντιθέτως, τονίζω απλώς το εμφανές σημείο ότι η παρούσα γνώση καθιστά κάποιον ικανό να δει γιατί οι ιστορικοί παράγοντες είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα είτε όχι (αντιμετωπίζουν αντίσταση, στη φράση του Pickering) στις σχετικές φάσεις της συστηματικής έρευνάς τους. Καταλαβαίνουμε γιατί οι προηγούμενες προσπάθειες του Hamilton τον περιέπλεξαν στις ανακολουθίες, και επίσης, γιατί αργότερα μπόρεσε να αναπτύξει μία εμφανώς συνεχή θεωρία. Καταλαβαίνουμε γιατί oι πρώτοι θάλαμοι ιονισμού δεν λειτούργησαν, γιατί οι γεωλόγοι δεν κατάφεραν να βρουν ανομοιομορφίες στη Δεβόνιο περίοδο, γιατί οι μελέτες του Mendel εμφανίζουν εμφανή ανεξαρτησία ταξινόμησης – στα Δεβόνια στρώματα και σε ότι αφορά τα χρωμοσώματα των μπιζελιών αντίστοιχα.
[40] Όμως ίσως κάνουμε λάθος στη χρησιμοποίηση της σύγχρονης επιστήμης! Πραγματικά. Όλα ;αυτά δείχνουν ότι η ιστορία που γράφουμε σήμερα είναι σφαλερή, και ότι τα μελλοντικά επιτεύγματα της επιστήμης ίσως αποτελέσουν αιτία να ξαναγραφτεί. Αυτό δε θα προκαλέσει έκπληξη. Εξάλλου, θα ήταν πολύ περίεργο για τους ιστορικούς να ισχυριστούν ότι η γνώση που συγκεντρώνουν δεν επιδέχεται επανεξέταση, ότι μπορεί να ξεπεράσει αλλαγές στις πεποιθήσεις και στο περιβάλλον!
[41] Όποιος έχει προσπαθήσει να εμπλακεί σε συζήτηση με ανθρώπους που έχουν πρόσφατα εκπαιδευτεί στις Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης θα γνωρίζει ότι τα συμπεράσματα των τεσσάρων επιχειρημάτων που έχω σχολιάσει θεωρούνται αξιωματικά. Δεν θέτονται υπό αμφισβήτηση και τα ερωτήματα που ανακύπτουν αποκαλύπτουν ότι είναι κατάλοιπα του σκοτεινού παρελθόντος.
[42] Η παλιά πρακτική εξήγησης των επιστημονικών επιτευγμάτων σε σχέση με τα συμφέροντα των παραγόντων πριμοδοτούσε την κοινωνία απέναντι στη φύση. Αυτό είναι ασύμμετρο και θα πρέπει να παραχωρηθεί χώρος για κάτι καλύτερο. Χρειαζόμαστε ταυτόχρονη κατασκευή της φύσης και της κοινωνίας από κάτι πιο σταθερό. Έτσι βαδίζουμε το δρόμο προς τη θεωρία του δικτύου παραγόντων του Latour ή τον ακρωτηριασμό της πρακτικής του Pickering. Δε χρειάζεται να αποτολμούμε τέτοιους ζοφερούς προορισμούς αν μπορούμε να αποφύγουμε τα λάθη που σχολιάζω.
[43] Αξίζει να επαναλάβουμε μία εμπνευσμένη υποσημείωση του Larry Laudan… ο Foucault επωφελήθηκε από εκείνη την περίεργη άποψη ότι αν ένας Γάλλος λέει ανοησίες τότε πρέπει να απομένει ένα βαθύτερο νόημα το οποίο είναι δύσκολο να καταλάβει ένας αγγλόφωνος ομιλητής (“Progress and its Problems”, Berkeley: University of California Press, 1977, 241 n.I2). Nομίζω ότι ο Laudman υπερβάλλει για τον Foucault (του οποίου οι θεωρήσεις της τρέλας, της κλινικής και της τιμωρίας μου φαίνονται εμπνευσμένες), αλλά ότι η διάγνωση μιας περίεργης τάσης μεταξύ των Αγγλο-αμερικανών ακαδημαϊκών είναι σωστή.
[44] Ο Alan Sokal σίγουρα προσπάθησε να διαπράξει την απάτη του με τη μεγαλειώδη ανοησία πολλής μεταμοντέρνας συζήτησης. Αυτή η απάτη έκανε το διάλογο στους κόλπους των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης και μεταξύ φοιτητών και επιστημόνων ακόμη πιο δύσκολο (όπως κατέδειξε ο Arthur Fine, η δράση του Sokal το έκανε πιο δύσκολο για ένα φιλόσοφο της φυσικής να συνδιαλεχθεί με ήδη καχύποπτους φυσικούς), ίσως όμως εξυπηρέτησε ένα πολύτιμο στόχο των Λογοτεχνικών τμημάτων. Επειδή έδειξε τόσο καθαρά ότι μερικοί αυτικράτορες είναι γυμνοί, ο Sokal έδωασε στους ειδικούς που ασχολούνται με τον Dante ή την Jane Austen το κουράγιο να αρνηθούν ότι η μελέτη του αστικού γκράφιτι έχει περίπου το ίδιο βάθος και ενδιαφέρον. (Ο Sokal έκανε αυτήν την τοποθέτηση σε δημόσιες παρουσιάσεις.)
[45] Ο Russell αρχικά χρησιμοποίησε αυτή τη φράση για να χαρακτηρίσει τη φιλοσοφία του Nietzsche. Αυτό μου φαίνεται άδικο, αλλά άπτεται των σύγχρονων εργασιών των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης. Ίσως κάποιος σύγχρονος κριτικός θεωρήσει την κρίση μου άδικη. Πιστεύω ότι τόσο τα γραπτά που σχολιάζω όσο και η κριτική μου θα μείνουν στην αφάνεια.
[46] Για να είμαι δίκαιος, το βιβλίο του Pickering απορρέει από την ανησυχία εξεύρεσης μιας κατάλληλης ιδιωματικής έκφρασης για το Science Studies, για την εξεύρεση περιγραφής των μερών της επιστημονικής πρακτικής. Κατά την κρίση μου, αυτές οι περιγραφές θα ήταν διαφωτιστικότερες αν στερούνταν των μεταφορών που φαίνονται να αποτελούν τον πρωταρχικό στόχο του βιβλίου.
[47] Άλλες πρόσφατες μελέτες που στρέφονται σε πιο καταρτισμένες εργασίες στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης περιλαμβάνουν σημαντικά δοκίμια των Arthur Fine (“Science Made Up”, στις εκδόσεις Peter Galison and David Stump “The Disunity of Science”, Stanford, Stanford University Press, 19965, 231-254) και Nancy Cartwright ( “Fundamentalism and the Patchwork of Laws, Proceedings of the Aristotelian Society).
[48] Αυτό το ερώτημα τέθηκε από τον Isaac Levi σε μία συζήτηση για το “The Advancement of Science” (βλέπε την συνδρομή του στο συμπόσιο γι’ αυτό το βιβλίο στο Philosophy and Phenomenological Research, September 1995, LV, 619-627 και η απάντησή μου, 671-3) Στο “In The Lives to Come”στρέφομαι σε ορισμένες από τιας ανησυχίες του Levi σε συγκεκριμένη περίπτωση (τα ηθικά και κοινωνικά θέματα γύρω από το “Human Genome Project”), μία γενικότερη συζήτηση γίνεται στο δοκίμιό μου “An Argument about Free Inquiry” είναι όμως η πρώτη φορά που επιχειρώ να καταπιαστώ με ένα σύμπλεγμα παραμελημένων θεμάτων.
[49] Οι Gross και Levitt εκτιμούν αυτήν την άποψη (45) – ομοίως και η Evelyn Fox Keller. (Βλέπε “Secrets of Life, Secrets of Death”, 3-5). Η Κeller κάποτε μου έκανε την παρατήρηση ότι πολλές από τις πιο σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις ηθικές και κοινωνικές επιπτώσεις του “Human Genome Project” πηγάζουν από την αναγνώριση ότι οι άνθρωποι έχουν γονότυπο (πραγματικά) και οι γονότυποί τους μπορούν να ανακαλυφθούν.
[50] Αν και το είχα επισημάνει σε διάφορες περιστάσεις, οφείλω αυτήν την κομψή διατύπωση στις πνευματώδεις παρατηρήσεις του Richard Boyd.
[51] Υποπτεύομαι ότι μερικοί από τους συγγραφείς που προκάλεσαν την κριτική των Gross και Levitt παρακινήθηκαν από αυτή την τη στρατηγική.
[52] Οφείλω αυτή τη φράση στον Jona Salk. Για δεκαετίες ο Salk ενδιαφερόταν για την κατανόηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των επιστημών (ιδιαιτέρως των βιολογικών επιστημών) και των ανθρωπίνων ανησυχιών. Λίγο πριν το θάνατό του, η Patricia Churchland και εγώ είχαμε διάφορες συζητήσεις μαζί του σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους θα προαχθεί η κατανόηση.
[53] Στο Κεφάλαιο 8 του “Advancement of Science”
[55] Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των Κeller και Longino. Για λόγους οικονομίας, θα προέτρεπα αυτούς που τη γνωρίζουν από τους Gross και Levitt να διαβάσουν το πιο πρόσφατο βιβλίο της “Secrets of Life, Secrets of Death”.
[56] Βλέπε “Science as a social Process 66-81, και 86-98. Σημειώνω, για το αρχείο, ότι Δε συμφωνώ με την άποψη της Longino για την αντικειμενικότητα. Οι διαφορές μεταξύ των θέσεων μας μπορούν να σταχυολογηθούν από τις αντίστοιχες συνεισφορές μας στο F. Schmitt (ed) “Social Epistemology” (Rowan and Alanheld, 1994).
[57] “Καταραμένα και τα δυο σας σπίτια!” Ρωμαίος και Ιουλιέτα, III-I-89.Πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τη θέση του στη μέση, ο Μερκάτιο βρίσκεται πιο κοντά στους Μοντέγους παρά στους Καπουλέτους. Kenneth Manning “Black Apollo of Science
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου