Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Επιστημονική Επανάσταση ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΓΝΩΣΤΟ;



ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΓΝΩΣΤΟ;



[Κεφάλαιο 2 του βιβλίου

Επιστημονική Επανάσταση]

Steven Shapin


Διαβάζοντας το βιβλίο της φύσης


Τίποτα δεν είναι τόσο αξιοσημείωτο για τη “νέα επιστήμη” του 17ου αιώνα όσο οι ισχυρισμοί των προτεινόντων της ότι ήταν καινούρια .Οι φιλόσοφοι των σωματιδίων και της μηχανικής σε πολλές περιπτώσεις έντονα επέμειναν ότι οι καινοτομίες τους αντιπροσώπευαν ριζικές αναχωρήσεις από τα παραδοσιακά συνιστώμενα σώματα της φυσικής γνώσης. Το ένα κείμενο μετά το άλλο, συμφωνούσε με την καινοτομία των διανοητικών της περιεχομένων. Στη φυσική ο Γαλιλαίος πρόσφερε το “Συζητήσεις και Αποδείξεις που αφορούν Δύο Νέες Επιστήμες” στην αστρονομία υπήρχε η νέα του Kepler στη χημεία και πειραματική φιλοσοφία ο Boyle εξέδωσε μία μεγάλη σειρά έργων που ονομαζόταν Νέα πειράματα, ο Pascal έγραψε για το κενό στο έργο του Νέα πειράματα για το Κενό όπως και ο Otto Von Guericke στο έργο του Νέα πειράματα του Magdeburg σε Άδειο διάστημα. Το νέο Όργανο του Bacon πήρε τον τίτλο μίας καινούριας μεθόδου που εννοούσε να αντικαταστήσει το παραδοσιακό όργανο (το σώμα των λογικών γραπτών του Αριστοτέλη) και το Νέα Ατλαντίς ήταν ένα καινοτομικό φωτογραφικό σχεδιάγραμμα για την τυπική κοινωνική οργάνωση της επιστημονικής και τεχνικής έρευνας.

Η μεγάλη καινοτομία των πρακτικών που εμφανίστηκαν ταυτοποιήθηκε συχνά σαν ένα κύριο σημείο προς όφελός τους. Οι παραδοσιακές αποθήκες γνώσης και οι παραδοσιακοί τρόποι διασφάλισης .και στέριωσης της γνώσης ειπώθηκε ευρέως ότι ήταν άχρηστη, έπρεπε να υποτιμηθούν και να εγκαταλειφθούν. Και κάνοντας έτσι η φύση των “παλιών” φιλοσοφιών απεικονίστηκε συχνά σαν να μην αντιπροσώπευε την πολυπλοκότητά τους και την φιλοσοφία τους. Στην Αγγλία του 17ου αιώνα αυτοχαρακτηρισμένοι “μοντέρνοι” παρατάχτηκαν ενάντια σε σύγχρονους “αρχαίους”. Οι πιο πολεμικές φωνές ανάμεσα στους μοντέρνους λογάριασαν ότι τίποτα δεν έπρεπε να διατηρηθεί από τις παραδοσιακές πρακτικές και ότι το κληροδοτημένο περιεχόμενο της αρχαίας εκμάθησης ήταν λίγο παραπάνω από μία διαθήκη στην ανθρώπινη ικανότητα για απάτη και στην ανθρώπινη ευπιστία σε ότι επιβάλλεται από την εξουσία. (Σε απάντηση η πανίσχυρη κοινότητα των αρχαίων του 17ου αιώνα ταυτοποίησαν τους αντιπάλους τους σαν Φιλισταίους που δικαιολογούσαν την άγνοιά τους μέσα από την άρνησή τους να μάθουν από την δύσκολα αποκτημένη, και ουσιαστικά γερή , γνώση των προγόνων).

Η συχνά επαναλαμβανόμενη αρχιτεκτονική μεταφορά του Bacon περιέλαβε τη ριζική εκμοντερνιστική ώθηση. Τόσο άχρηστες ήταν οι παραδοσιακές φιλοσοφίες του “Δεν έμεινε παρά μόνο μια πορεία … να προσπαθήσουμε να ανανεώσουμε το όλο πράγμα πάνω σε ένα καλύτερο σχέδιο και να αρχίσουμε μια ολική ανακατασκευή των επιστημών, των τεχνών, και όλης της ανθρώπινης γνώσης, που θα στηρίξουμε πάνω κατάλληλα θεμέλια”. Στην Γαλλία ο Descartes ομοίως ανακοίνωσε ότι αυτό του μέτραγε τότε σαν φιλοσοφία είχε παράγει λίγη αξία . Πήγε τον εαυτό του σε ένα “δωμάτιο θερμαινόμενο με θερμάστρα” και πέταγε παράμερα όλα τα φιλοσοφικά κείμενα που είχε διαβάσει . Αρχίζοντας το φιλοσοφικό σχέδιο από την αρχή θα ήταν καλύτερο από το να “χτίσω πάνω στα παλιά θεμέλια”. Και ο Άγγλος πειραματολόγος Henry Power ( 1923 – 1968 ) ακολούθησε ακριβώς το πρότυπο χειροκροτώντας τη νέα φιλοσοφία : “Σκεπτόμενος βλέπω πως όλα τα παλιά Σκουπίδια πρέπει να πεταχτούν μακριά, και τα σαθρά κτίρια να κατεδαφιστούν … Αυτές είναι οι ημέρες που πρέπει να απλώσουν ένα καινούργιο θεμέλιο μιας πιο τέλειας φιλοσοφίας που δεν θα απορριφθεί ποτέ”. Πράγματι, το πιάσιμο αυτής της “μοντέρνας” αντίληψης αντανακλάται από κυρίαρχα νήματα της ιστοριογραφίας: οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι του εικοστού αιώνα έχουν μόνο με δυσκολία απομακρύνει τους εαυτούς τους από τη ρητορική των μοντέρνων προκατόχων τους για να δώσουν μια στενή αποτίμηση της σχέσης ανάμεσα στη μοντερνιστική ρητορική του 17ου αιώνα και τις ιστορικές πραγματικότητες .

Σχεδόν δεν χρειάζεται να πούμε, ότι κανένα σπίτι δεν χτίζεται σε εντελώς παρθένα υλικά, σύμφωνα με ένα σχέδιο που δεν φέρει ομοιότητα με παλιά πρότυπα και κανένα σώμα πολιτισμού δεν είναι ικανό να απορρίψει εντελώς το προηγούμενό του. Η ιστορική αλλαγή δεν είναι έτσι και οι περισσότερες “επαναστάσεις” πραγματοποιούν λιγότερο σαρωτικές αλλαγές απ’ ότι διαφημίζουν ή που διαφημίζονται από αυτές. Η νέα αστρονομία του Κοπέρνικου διατήρησε την παραδοχή του Αριστοτέλη σχετικά με την τελειότητα της κυκλικής κίνησης, όπως έκανε η ανακάλυψη του William Harvey ( 1578 – 1657 ) για την κυκλοφορία του αίματος. Η ταυτότητα και η πρακτική της πρώτης μοντέρνας αστρονομίας εξαρτώταν απόλυτα από την παρατήρηση δεδομένων που συλλέγησαν από τους αρχαίους: δεν υπήρχε τρόπος οι πρακτικοί του 16ου-17ου αιώνα, όσο “επαναστατικοί” κι αν ήταν, μπορούσαν να αφήσουν παράμερα αυτό το κληροδότημα. Όπως θα δείξει το κεφάλαιο 3, πολλοί μηχανικοί φιλόσοφοι ανακοίνωσαν δημόσια την απόρριψή τους για την παλιά τεχνολογία ενώ διατηρούσαν έναν σημαντικό ρόλο για εξηγήσεις με όρους σκοπού σε κάποιες από τις αληθινές επεξηγηματικές πρακτικές τους. Η μοντερνιστική ρητορική αγκαλιάζοντας το εντελώς καινούριο και απορρίπτοντας εντελώς το προηγούμενο δεν περιγράφει επαρκώς την ιστορική πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Κοπέρνικος, και πολλοί από τους ακόλουθούς του, αρέσκονταν να επιχειρηματολογούν ότι ο ηλιοκεντρισμός ήταν ένα γεγονός αρχαίας άποψης, που φθάρθηκε από την αναγνώριση επόμενων επαυξήσεων, και ο ανατομιστής Andreas Vesalius (1514-1564) -που γιορτάστηκε σαν ο εφευρέτης των αυστηρών παρατηρητικών μεθόδων και σαν ο κριτικός των αρχαίων ανατομικών ισχυρισμών- είδε τον εαυτό του σαν να αναβίωνε την καθαρή ιατρική γνώση του έλληνα φυσικού Galen (A.D. 129-ca. 200). Και ακόμα καθώς η Καρτεσιανή μεθοδολογία εορταζόταν για την ριζική της αντικατάσταση (απ’ αυτήν ) των πρακτικών της υπάρχουσας γνώσης, έτσι ο συγγραφέας της αντιμετωπίστηκε από κάποιους σύγχρονούς του ότι απασχολούσε έναν παραδοσιακό ρόλο σαν μεγάλος φιλοσοφικός δάσκαλος: “Ιδού έγινε ο Νέος Αριστοτέλης”.

Οι “καινούργιες” και οι “παλιές” απόψεις για την φύση συνυπήρχαν, και οι αποδοχείς τους κατά καιρούς αγωνίζονταν για να αναγνωριστεί το σωστό σαν μοντέρνο ή αρχαίο. Κάποιοι πρακτικοί, ασκούμενοι την επιστήμη, διεκδικούσαν από την αρχέγονη αρχαιότητα αυτό που ήταν φανερά καινούριο, ενώ άλλοι επιχειρηματολόγησαν ότι αυτό που φαινόταν παραδοσιακό ήταν στα αλήθεια ανανεούμενο και διανοητικά ανυπέρβατο. Το κεφάλαιο 1 αναφέρεται στην άποψη του Bacon ότι οι μοντέρνες πρόοδοι στην φυσική γνώση ήταν η ολοκλήρωση της προφητείας της Παλιάς Διαθήκης, και το κεφάλαιο 3 θα σημειώσει ότι αρκετοί μοντέρνοι ασκούμενοι συνέλαβαν τον αυξανόμενο τεχνικό έλεγχο μέσα σε ένα Χριστιανικό μεσαιωνικό περιεχόμενο. Για κάθε ασκούμενο που θεώρησε ισοδύναμο το καινοτομικό πολύτιμο υπήρξε ένας άλλο που συνέδεσε τις μοντέρνες γνώμες με την ανεκπαίδευτη άγνοια. Η επιστημονική επανάσταση ήταν σημαντικά, αλλά μόνο εν μέρει, ένα Νέο Πράγμα. Όπως και να έχει, η ρητορική της πλήρους απόρριψης και αντικατάστασης τραβάει την προσοχή στο πώς οι πρακτικοί έτειναν να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους με σεβασμό στις υπάρχουσες φιλοσοφικές παραδόσεις και εγκαθιδρύσεις.

Αυτό που ειπώθηκε ότι είναι υπερβολικά λάθος με τις υπάρχουσες φυσικές φιλοσοφικές παραδόσεις ήταν ότι προχωρούσαν όχι από την απόδειξη της φυσικής πραγματικότητας αλλά από την ανθρώπινη υπάρχουσα εξουσία. Αν κάποιος ήθελε να σιγουρέψει την αλήθεια για τον φυσικό κόσμο, θα έπρεπε να συμβουλευτεί όχι την εξουσία των βιβλίων αλλά την εξουσία της ατομικής αιτίας και την απόδειξη της φυσικής πραγματικότητας. Ο Άγγλος φυσικός φιλόσοφος William Gilbert (1544-1603), για παράδειγμα, αφιέρωσε το βιβλίο του, του 1600, πάνω στον μαγνητισμό στους “αληθινούς φιλόσοφους, στα ευφυή μυαλά , που όχι μόνο στα βιβλία αλλά στα ίδια τα πράγματα κοιτάζουν για τη γνώση”. Αυτό ήταν, είπε ο Gilbert, “ένα καινούριο στυλ φιλοσοφίας”. Όταν ο Descartes απομονώθηκε μόνος του, ήταν μια έκφραση επίλυσης να “αναζητήσω καμιά άλλη γνώση παρά αυτή που θα μπορούσα να βρω μέσα στον εαυτό μου, ή ίσως στο μεγάλο βιβλίο της φύσης”. Και ο William Harvey είπε ότι ήταν “βάση” για να “πάρουν οδηγίες από τα σχόλια άλλων χωρίς να εξετάσουμε τα ίδια αντικείμενα (ιδιαίτερα), καθώς το βιβλίο της φύσης ανοίγεται τόσο πολύ και είναι τόσο εύκολο για να το συμβουλευτεί κάποιος”. Εδώ ήταν μια από τις κεντρικές ρητορικές φιγούρες που οι νέοι φιλοσοφικοί πρακτικοί χρησιμοποίησαν για να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από τους παλιούς. Το κατάλληλο αντικείμενο της φυσικής φιλοσοφικής εξέτασης, δεν ήταν τα παραδοσιακά αξιολογημένα βιβλία των ανθρώπινων συγγραφέων αλλά το Βιβλίο της Φύσης .

Ο Ελβετός, άνθρωπος της ιατρικής Αναγέννησης και φυσικός μάγος, Παράκελσος (1493-1541), επιχειρηματολόγησε με σθένος ότι αυτοί που έδειξαν την ιατρική αλήθεια παραμέρισαν τα αρχαία κείμενα και μελέτησαν άμεσα τα βότανα, τα ορυκτά και τα αστέρια. Η φυσική πραγματικότητα είναι “σαν γράμμα που μας στάλθηκε από εκατοντάδες μίλια μακριά, και στο οποίο το πνεύμα του συγγραφέα μιλάει σε μας”. Είπε ότι “δεν συμπλήρωσε τα βιβλία του από τους ειδικούς του Ιπποκράτη και του Galen” αλλά τα έγραψε από την αρχή, “στηρίζοντάς τα πάνω στην εμπειρία”: “Αν θέλω να αποδείξω οτιδήποτε, το κάνω όχι εξετάζοντας τις αυθεντίες αλλά από τα πειράματα και την αιτιολόγηση”. Όταν ο Γαλιλαίος συνηγόρησε μια μαθηματικά συλλαμβανομένη φυσική φιλοσοφία, χρησιμοποίησε τη μορφή του βιβλίου της φύσης για να επιχειρηματολογήσει την περίπτωση του: “Φιλοσοφία γράφτηκε σε αυτό το βιβλίο, το σύμπαν, που είναι συνεχώς ανοικτό στην ατένισή μας…Είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών, και οι χαρακτήρες της είναι τρίγωνα, κύκλοι και άλλα γεωμετρικά σχήματα χωρίς τα οποία είναι ανθρωπίνως αδύνατο να κατανοήσουμε έστω και μια λέξη”. Στη δεκαετία του 1660 ο Boyle έγραψε ότι “κάθε σελίδα στο μεγάλο τόμο της φύσης είναι γεμάτη από πραγματικά ιερογλυφικά, όπου (από έναν ανατρεπόμενο τρόπο έκφρασης) τα πράγματα στέκονται για λέξεις, και οι ποιότητές τους για γράμματα”. Λίγοι μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι παρέλειψαν να κάνουν αναφορά στο βιβλίο της Φύσης, συνιστώντας την άμεση επιθεώρησή της πάνω από τα κείμενα των ανθρώπινων εξουσιών, όσο αρχαία και όσο υψηλής αξίας ήταν αυτά .

Κανένα μοντερνιστικό ρητό του 17ου αιώνα δεν ακούγεται περισσότερο αυταπόδεικτο απ'αυτά: επαναπαυθείτε όχι πάνω στην μαρτυρία των ανθρώπων αλλά πάνω στην μαρτυρία της φύσης, ευνοήστε τα πράγματα πάνω από τις λέξεις σαν πηγές γνώσης, προτιμήστε την απόδειξη των ίδιων σας των ματιών και τη δική σας λογική, από αυτά που σας λένε οι άλλοι. Εδώ είναι η ριζική ιδέα του μοντέρνου εμπειρισμού, της άποψης ότι η καθαρή γνώση απορρέει και θα έπρεπε να απορρέει από την άμεση εμπειρία των αισθήσεων. Και εδώ επίσης είναι τα θεμέλια της μοντέρνας έλλειψης εμπιστοσύνης στις κοινωνικές πλευρές της κατασκευής γνώσης: αν στ' αλήθεια θέλετε να σιγουρέψετε την αλήθεια για τον φυσικό κόσμο, ξεχάστε την παράδοση, αγνοήστε την εξουσία, να είστε σκεπτικιστές ως προς αυτά που σας λένε οι άλλοι και να ερευνάτε τα διάφορα πεδία μόνο με τα μάτια σας ανοικτά. Όπως είπε ο John Locke, “Μπορούμε όσο λογικά ελπίζουμε να δούμε με τα μάτια άλλων ανθρώπων, τόσο να γνωρίσουμε από τις κατανοήσεις άλλων ανθρώπων. Τόσο πολύ όσο εμείς θεωρούμε και κατανοούμε την αλήθεια και τη λογική, τόσο κατέχουμε από πραγματική και αληθινή γνώση… Στις επιστήμες, ο καθένας έχει τόσα πολλά όσα ξέρει και κατανοεί. Αυτό που πιστεύει μόνο και εμπιστεύεται δεν είναι παρά κουρέλια”.

Δεν υπάρχει πιθανόν άλλη ευαισθησία που να δείχνει πιο δυνατά τους μοντέρνους του 17ου αιώνα και των τελών του 20ού αιώνα από τη σύσταση για διανοητικό εξατομικισμό και την απόρριψη της εμπιστοσύνης και εξουσίας στο κυνήγι της φυσικής γνώσης. Κι όμως η ρητορική του ατομικιστικού εμπειρισμού δεν ήταν ούτε ανόθευτη ούτε αυταπόδεικτη για τους πρώτους ασκούμενους μοντερνιστές. Και η πρακτική της παρατήρησης και η αξιοπιστία των αναφορών της παρατήρησης στην πρώτη μοντέρνα περίοδο θα μπορούσε να είναι έντονα προβληματικές. Θριαμβευτικές ιστορίες της επιστήμης, σαρδόνια συνδέουν την ιστορία του ανόητου καθηγητή από την Padua, που αρνήθηκε να κοιτάξει μέσα από το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου για να δει με τα δικά του μάτια τα πρόσφατα ανακαλυπτόμενα φεγγάρια γύρω από το Δία. Τι μπορεί να πει κάποιος για έναν άνθρωπο που προτιμάει την εξουσιαστική παράδοση, που υποστήριζε ότι τέτοια φεγγάρια (δορυφόροι) δεν μπορούσαν να υπάρχουν από τις αποδείξεις των ίδιων του των ματιών; Για τους μοντέρνους του 20ου αιώνα, απλώς το να περιγράψουμε τέτοια συμπεριφορά σημαίνει να την καταδικάσουμε σαν παράλογη.

Ούτως ή άλλως, στον πρώτο μοντερνιστικό πολιτισμό, καλά κατοχυρώνονταν αιτιολογήσεις για μια τόσο φανερά παράξενη προτίμηση. Αν για παράδειγμα, οι τηλεσκοπικές παρατηρήσεις του Γαλιλαίου ήταν να μετρήσουν σαν αποδείξεις υπέρ ή εναντίων αστρονομικών θεωριών, έπρεπε να υπάρχουν βάσεις εξασφάλισης, ότι αυτή η απόδειξη ήταν σίγουρη. Τέτοια εξασφάλιση πρακτικά ήταν διαθέσιμη για τηλεσκοπικές παρατηρήσεις γήινων πραγμάτων. Όταν ο Γαλιλαίος πήγε στη Ρώμη το 1611 να επιδείξει το τηλεσκόπιο του, μάζεψε έναν αριθμό εξεχόντων φιλοσόφων στην κορυφή μιας από τις πύλες της πόλης. Κοιτάζοντας μέσα από το τηλεσκόπιο, απ' αυτό το πλεονεκτικό σημείο, μπορούσαν να δουν το παλάτι ενός ευγενούς “τόσο ευδιάκριτα που εύκολα μετρήσαμε κάθε του παράθυρο , ακόμα και το μικρότερο, και η απόσταση είναι δεκαέξι ιταλικά μίλια”. Και από το ίδιο σημείο οι παρατηρητές θα μπορούσαν να διαβάσουν τα γράμματα σε μια γκαλερί , που απέχει δυο μίλια, “τόσο καθαρά, που διακρίναμε ακόμα και τα κομμάτια ανάμεσα στα γράμματα”. Έτσι η αξιοπιστία της τηλεσκοπικής παρατήρησης γήινων αντικειμένων θα μπορούσε να κατοχυρωθεί συγκρίνοντας αυτό που βλεπόταν μέσα από το όργανο με αυτό που ήταν γνωστό από την παρατήρηση χωρίς μέσα .

Παρόλα αυτά, στους πρώτους μοντέρνους φιλοσοφικούς πολιτισμούς, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά όταν το τηλεσκόπιο κατευθυνόταν προς τους ουρανούς. Και οι τυπικές και οι άτυπες σύγχρονές θεωρίες της ανθρώπινης όρασης θα μπορούσαν να μετρήσουν ενάντια στην αξιοπιστία της τηλεσκοπικής παρατήρησης των ουρανών. Τα γήινα αντικείμενα και το υπόβαθρό τους μας είναι οικεία, και χρησιμοποιούμε την οικειότητα αυτή αυτόματα για να διορθώσουμε μια σειρά φανερών οργανικών παρεκκλίσεων. Η ίδια οικειότητα δεν είναι διαθέσιμη στις παρατηρήσεις ουρανίων σωμάτων. Για να μεγαλώσει η αξιοπιστία του τηλεσκόπιου του Γαλιλαίου στην παροχή αποδείξεων για τους ουρανούς ως εκ τούτου θα έπρεπε να εμπλέκει μια έκκληση σε μια νέα και ισχυρή θεωρία για την όραση, και υπάρχουν λίγα στοιχεία ότι ο Γαλιλαίος είχε τέτοια θεωρία .

Ακόμα κι αν, αντίθετα από τον καθηγητή της Padua, κάποιος δεχόταν την προσφορά του Γαλιλαίου και κοίταζε άμεσα μέσα από το τηλεσκόπιο τα ουράνια σώματα, δεν υπήρχε εγγύηση ότι θα έβλεπε αυτό που ο Γαλιλαίος είπε ότι είδε. Μετά την ανακάλυψη του για τους δορυφόρους του Δία, ο Γαλιλαίος σε αρκετές περιπτώσεις μάζευε εξέχοντες φιλοσόφους να μαρτυρήσουν γι' αυτούς. Πολλοί απ' αυτούς τους μάρτυρες επεσήμαναν ότι παρόλο που το τηλεσκόπιο δούλευε “θαυμάσια” για την επίγεια όραση, αποτύγχανε ή “εξαπατούσε” σχετικά με τον ουράνιο παλμό. Ένας μάρτυρας έγραψε ότι ο Γαλιλαίος “δεν είχε επιτύχει τίποτα, αφού περισσότεροι από είκοσι μορφωμένοι άνθρωποι ήταν εκεί κι όμως κανένας δεν είδε τα νέα φεγγάρια καθαρά … μόνο κάποιοι με αιχμηρή

όραση πείστηκαν σε κάποια έκταση”. Ούτε θα έπρεπε μια τέτοια δήλωση να έρθει σαν μεγάλη έκπληξη. Το να βλέπουμε με τη βοήθεια ενός τηλεσκοπίου (ή μικροσκοπίου) είναι μια προικισμένη όραση κάτω από ειδικές συνθήκες. Όταν εσείς κι εγώ μάθαμε αυτές τις ικανότητες σαν σπουδαστές, είχαμε τεράστια πλεονεκτήματα σε σχέση με τους σύγχρονους του Γαλιλαίου. Ανήκαμε σε έναν πολιτισμό που είχε ήδη εδραιώσει την αξιοπιστία αυτών των οργάνων (κατάλληλα χρησιμοποιημένα), που είχε ήδη αποφασίσει για μας τι είδη πραγμάτων αυθεντικά υπήρχαν στους χώρους του πολύ μακρινού και του πολύ μικρού, και που είχε ήδη παράσχει δομές εξουσίας μέσα στις οποίες θα μπορούσαμε να μάθουμε τι να βλέπουμε (και τι να παραβλέπουμε). Καμιά από αυτές τις πηγές δεν ήταν απροβλημάτιστα διαθέσιμη στον Γαλιλαίο, έπρεπε να δημιουργηθούν με εργασία και να διασπαρθούν. Ετσι παρόλο που είναι σωστό να πούμε ότι η πραγματοποιούμενη με όργανα εμπειρία των ουρανών συμβάλει σημαντικά στην αξιολόγηση των αστρονομικών θεωριών, είναι ζωτικό να κατανοήσουμε πόσο αβέβαιη τέτοια εμπειρία θα μπορούσε να είναι και πόσο πολύ δουλειά απαιτήθηκε για να την εγκαταστήσουμε σαν αξιόπιστη.

Και υπήρχαν ακόμα άλλα γενικά προβλήματα υπηρετώντας την μοντέρνα χρήση της ατομικής εμπειρίας των αισθήσεων για να αξιολογήσουν παραδοσιακά εγκαθιδρυμένα σώματα της γνώσης. Η Χριστιανική θεολογία βεβαίωσε το θεοσεβές ότι οι αισθήσεις των ανθρώπινων όντων ακολουθώντας την πτώση από τη χάρη (λόγω του προπατορικού αμαρτήματος) διαφθείρονται, και ότι η αξιόπιστη γνώση δε θα λαμβανόταν με εμπιστοσύνη σε τέτοιες υποβαθμισμένες πηγές. Ανάμεσα στους μοντέρνους ο Bacon ήταν πολύ μόνος αποδεχόμενος συνολικά ότι πριν από την Πτώση του ο Αδάμ κατείχε “την καθαρή (αγνή) και αδιάφθορη φυσική γνώση”, τη δύναμη που του επέτρεψε να δώσει στα πλάσματα τα κατάλληλα ονόματά τους. Ο Γαλιλαίος διατήρησε το ότι ο Σολομώντας και ο Μωυσής “ήξεραν τη σύσταση του σύμπαντος τέλεια”, και αργότερα οι Boyle και Newton εκτίμησαν ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια αλυσίδα ιδιαίτερα προικισμένων ατόμων των οποίων η αγνή και πανίσχυρη αρχαία σοφία είχε διατηρηθεί ανέπαφη, δείχνοντας ότι αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη της Ημέρας της Κρίσεως αυτής της γενεαλογίας. Σε ένα περισσότερο κοσμικό ιδίωμα, η ιδέα της γραμμικής, συσσωρευτικής , πνευματικής προόδου ήταν ακόμα καινούρια και όχι ευρέως αποδεκτή. Πολλά σχόλια, συμπεριλαμβάνοντας κάποιους από τους πιο εξέχοντες φυσικούς φιλοσόφους της πρώτης μοντέρνας περιόδου, δέχονταν σαν ένα ζήτημα βεβαίως ότι οι αρχαίοι είχαν καλύτερη γνώση της δυναμικής τεχνολογίας, και από αυτή που κατείχετο στον 16ο και 17ο αιώνα ή από αυτή που μοντέρνα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να έχουν. Τα ερείπια των έργων της ακόμα αξεπέραστης Ελληνικής και Ρωμαικής μηχανικής φαίνονταν να υποστηρίζουν έντονα αυτή την ιδέα. Επιπλέον , η “αυταπόδεικτη” άποψη ότι η κληρονομιά και η εξουσία πρέπει να προσεγγίζονται μόνο όταν δεν μπορούμε να έχουμε ατομική εμπειρική πρόσβαση είναι, όπως ο φιλόσοφος Ian Hacking σημείωσε, μια δημιουργία του πολιτισμού του 16ου και 17ου αιώνα, των οποίων τις κρίσεις θέλουμε να καταλάβουμε: “Η Αναγέννηση είχε τον άλλο τρόπο γι'αυτό. Η κληρονομιά και η εξουσία ήταν πρωταρχικές, και τα πράγματα θα μπορούσαν να μετρήσουν σαν αποδείξεις μόνο όταν προσομοίαζαν τη μαρτυρία των παρατηρητών και την αυθεντία των βιβλίων” .

Ένα ισχυρό επιχείρημα που ευνοεί την εμπιστοσύνη στην προσωπική παρατήρηση παρά σε παραδοσιακά κείμενα ήταν πιο αρχαία από μοντέρνα .Θα μπορούσε να δεχτεί κάποιος ότι τα αληθινά αρχαία κείμενα ήταν τεράστια πολύτιμες πηγές αλήθειας σχετικά με τον φυσικό κόσμο ισχυριζόμενος ότι οι αρχικά αγνές πηγές αυτής της αρχαίας αλήθειας είχαν μολυνθεί με τον χρόνο. Ο Robert Hooke ανέσυρε μια αναλογία ανάμεσα στην πολιτική και φιλοσοφική δεκαετία: “Λέγεται για τις μεγάλες αυτοκρατορίες, ότι ο καλύτερος τρόπος για να τις διατηρήσουμε από την φθορά, είναι να τις φέρουμε πίσω στις πρώτες Αρχές… πάνω στις οποίες άρχισαν. Το ίδιο είναι αναμφίβολα αλήθεια στην Φιλοσοφία”. Πρέπει να προχωρήσει κάποιος μπροστά πηγαίνοντας (γυρίζοντας) προς τα πίσω: πρόοδος μέσα από τον εξαγνισμό. Στο ένα άκρο ο Bacon λογάριασε τον ίδιο τον Αριστοτέλη σαν ένα διαφθορέα μιας πιο αρχέγονης και πολύτιμης φυσικής φιλοσοφίας, ενώ άλλοι πιο μοντέρνοι δήλωναν υποταγή στον Αριστοτέλη αλλά όχι στους πρώτους μοντέρνους Αριστοτελικούς. Ο William Gilbert ήταν ένας από τους πολλούς μοντέρνους φυσικούς φιλόσοφους που απέρριψαν την αρμοδιότητα (την εξουσία) των Σχολείων αντικρούοντας τη γενεαλογία που φαινόταν να συνδέει τα δόγματά τους με τις προβαλλόμενες αγνές, δυνατές και αρχαίες πηγές τους: τα λάθη που συσσωρευτικά εισήχθησαν στα αρχαία κείμενα από “απλούς αντιγραφείς” πρέπει να διορθωθούν επιμένοντας πάνω στην άμεση εμπειρία. Ο Bacon πρότεινε ότι οι επιστήμες “ανθίζουν περισσότερο στα χέρια του πρώτου συγγραφέα και έπειτα εκφυλίζονται”. Η αρχαιότητα της αριστοτελικής παράδοσης εννοούσε ότι το αυθεντικό σώμα της γνώσης είχε περάσει από πολλά χέρια, καθένα από τα οποία μπορεί να είχαν επιφέρει διαφθορά: “Ο χρόνος είναι σαν ένα ποτάμι που μας έφερε πράγματα ελαφριά και που επιπλέουν, ενώ αυτά που είναι βαριά και στέρεα βούλιαξαν”. Και σε ένα παρόμοιο ρεύμα, ο Boyle έγραψε ότι δεν εμπιστευόταν τις παραπομπές κάθε συγγραφέα από άλλους συγγραφείς: πολλές φορές, στην επιθεώρηση, η παραπομπή (το εδάφιο) ήταν λάθος, και κάποιες φορές σκόπιμα κατασκευασμένο.

Η παράδοση της λογιότητας της Αναγέννησης γνωστή σαν ουμανισμός πόζαρε σημαντικά στις πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στα αξιοπρόσεκτα της ατομικής εμπειρίας και την εξουσία των αρχαίων κειμένων. Ο ουμανισμός ήταν μια πρακτική πολιτισμού που στόχευε στην ανακατασκευή της δημόσιας παρακαταθήκης γνώσης με στενή λόγια επαναθεώρηση των αυθεντικών Ελληνικών και Λατινικών πηγών –αφήνοντας παράμερα μεταγενέστερα σχόλια (και πιθανές διαφθορές) από Χριστιανούς και Άραβες γραφείς. Οι ουμανιστές λόγιοι υποπτεύτηκαν ότι η αρχαία αλήθεια είχε διαβρωθεί από τους αντιγραφείς και ερμηνευτές ανά τους αιώνες, και η πρακτική της ουμανιστικής λόγιας λογοτεχνίας συνήθως στενά συνδέθηκε με αυτή της παρατηρητικής επιστήμης. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ κάποιοι αστρονόμοι του 16ου και 17ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου και του Kepler, επέμειναν στην σχετική ωμότητα της αρχαίας αστρονομίας συγκρινόμενοι με την μοντέρνα τελειότητά της, άλλοι συμπεραλαμβανομένου του Newton, είδαν στα καθήκοντα να περιλαμβάνεται η ανακάλυψη (η αποκατάσταση) της χαμένης σοφίας των αρχαίων, παραλαμβάνοντας προσεχτικές φιλολογικές μελέτες για να υποστηρίξουν αυτή την επιχείριση. Κάποιοι ουμανιστές συμπέραναν ακόμα ότι η αρχαϊκή υφασμένη αλήθεια μπορούσε τώρα να επαναγκατασταθεί μόνο δευσμεύοντας στοιχεία (αποδείξεις) άμεσα από τη φύση. Οι ατομικές παρατηρήσεις θα μπορούσαν ως εκ τούτου να είναι ένα μέσο για να αποφασίσουμε ποια αντίγραφα των Ελληνικών και των Λατινικών χειρόγραφων ήταν πράγματι αυθεντικά.

Αυτή η ευφυής και επακόλουθη ουμανιστική ώθηση προς την άμεση παρατήρηση ήταν μια μορφή ευρείας κλίμακας στις πρώτες μοντέρνες επιστημονικές πρακτικές, αλλά ήταν ίσως πιο χτυπητή στην φυσική ιστορία του 16ου αιώνα. Εδώ έγινε κατανοητό ότι σύγχρονα διαθέσιμα κείμενα από τέτοιους Έλληνες και Ρωμαίους φυσικούς ιστορικούς όπως οι Θεόφραστος(372-287Π.Χ.), Pliny και Elder, Διοσκουρίδη και Galen ήταν προβληματικά αντίγραφα των αντιγραφών. Οι εκδόσεις είναι γνωστό ότι ποικίλουν, ότι είναι ατελείς και διεφθαρμένες. Πως θα μπορούσε να ανακαλύψει κάποιος τις αυθεντικές αγνές και ακριβείς περιγραφές των φυτών και των ζώων; Όπου αφορούσε την ανθρώπινη ιστορία, οι μόνες κύριες διαθέσιμες μέθοδοι ήταν η φιλολογία και η αντιπαραβολή του ενός κειμένου με το άλλο. Για την βοτανική και την ζωολογία, παρόλα αυτά, θα μπορούσε κάποιος να αντιπαραβάλει σημαντικά τα κείμενα με την άμεσα παρατηρούμενη εμφάνιση των ζωντανών υπό εξέταση πραγμάτων- στην πολιτιστικά αβλαβή παραδοχή ότι οι μορφές των φυτών και των ζώων δεν είχαν αλλάξει μέσα στα ενδιάμεσα χρόνια. Η παρατήρηση θα βοηθούσε να αποφασίσουμε ποιες ήταν στα αλήθεια οι αυθεντικές αρχαίες περιγραφές και, περαιτέρω, ποια αρχαία ονόματα και περιγραφές αναφέρονταν σε ποια υπάρχοντα φυτά. Στο κάτω- κάτω, αυτό δεν ήταν που οι ίδιες οι αρχαίες εξουσίες είχαν κάνει; Δεν ήταν ο Αριστοτέλης ένας στενός παρατηρητής του φυσικού κόσμου; Δεν είχε συμβουλέψει ο Galen τους ασκούμενους “να γίνουν ειδικοί σε όλα τα θέματα των φυτών, ζωών και μετάλλων… επιθεωρώντας τα προσωπικά, όχι μια ή δύο φορές, αλλά συχνά;” Και όταν η άμεση παρατήρηση είχε ολοκληρωθεί, οι βοτανιστές του 16ου αιώνα προχώρησαν τις αρχαίες τους πηγές καλύτερα. Οι αρχαίοι δε συμπλήρωσαν τις προφορικές τους περιγραφές με εικόνες-ανησυχώντας ότι ο ανθρώπινος καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να αντιγράψει κάθε δεδομένο φυτό με την απαιτούμενη ακρίβεια ή να αιχμαλωτίσει τις εποχιακές αλλαγές στην εμφάνισή τους- αλλά τα τυπωμένα βιβλία τέτοιων Γερμανών βοτανιστών της Αναγέννησης όπως ο Otto Brunfels (ca.1488-1534) και ο Leonhard Fuchs(1501-1566) προσέφεραν λεπτομερείς ξυλογραφικές απεικονίσεις για να δρουν και σαν καταγραφές της βοτανικής πραγματικότητας και σαν μέτρα για να πειθαρχήσουν τις παρατηρήσεις των άλλων.

Χριστιανικές θρησκευτικές παρακινήσεις επίσης φάνηκαν σαν αυτή σε αυτή την σύνδεση. Το Βιβλίο της Φύσης που κάποιος διασκέδαζε να διαβάζει κατά προτίμηση από τα κείμενα των ανθρώπων του Σχολείου κατανοείτο ότι ήταν θεϊκά γραμμένο. Είχε ειπωθεί ευρέως ότι ο Θεός είχε γράψει δύο βιβλία με τα οποία η ύπαρξή του, οι ιδιότητες του και οι προθέσεις του θα μπορούσαν να γίνουν γνωστές. Το ένα ήταν η Αγία Γραφή, αλλά το άλλο αναφερόταν αυξανόμενα στην πρώτη μοντέρνα περίοδο σαν το Βιβλίο της Φύσης. Η Προτεσταντική Αναδιαμόρφωση του 16ου έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην επιθυμία κάθε Χριστιανού να έχει άμεση επαφή με την Αγία Γραφή, και όχι να επαναπαύεται στις ερμηνείες των ιερέων και των Παπών (του Πάπα), και η επινόηση της τύπωσης με κινητό τρόπο στην δεκαετία του 1450 παρακίνησε να διαβάσει ο καθένας τη Βίβλο από μόνος του για τον εαυτό του, αφού τώρα αυτό ήταν πιο πρακτικά κατορθώσιμο. Μια παρόμοια ώθηση πληροφόρησε την ενθάρρυνση να διαβάσει ο καθένας το Βιβλίο της Φύσης από μόνος του, όχι επαναπαυόμενος στις παραδοσιακές εμπειρίες της εκπαιδευτικής συγγραφής. Η άμεση εμπειρία της φύσης λογαριαζόταν πολύτιμη αφού κατανοούταν σαν δέσμευση με ένα θεϊκά συγγραμένο κείμενο.

Φυσικά, περισσότερο χαρακτηριστικά μοντέρνα αισθήματα παρουσιάστηκαν επίσης στην προτίμηση για την απόδειξη των πραγμάτων πάνω από την εξουσία των κειμένων. Το κεφάλαιο 1 σημείωσε τις γνώμες ότι ο φυσικός κόσμος στον οποίο οι μοντέρνοι φιλόσοφοι διασκέδαζαν την πρόσβαση ήταν απλά πολύ μεγαλύτερος και πιο ποικίλος από ότι ήταν γνωστό στους αρχαίους. Φιλοσοφικά σχήματα βασισμένα σε περιορισμένη γνώση ήταν πιθανό να είναι λάθος για αυτόν ακριβώς το λόγο, και η εκτεταμένη εμπειρία που παρέχετε, για παράδειγμα, από τα εξερευνητικά ταξίδια στον Νέο Κόσμο ήταν μια σημαντική υποστήριξη για τους σύγχρονους του πρώτου μοντέρνου σκεπτικισμού σχετικά με τα παραδοσιακά φιλοσοφικά συστήματα. Η Αναγέννηση μαρτυρούσε μια επανεκτίμηση του πιθανού σκοπού της ανθρώπινης γνώσης και μεγαλύτερη (εμπιστοσύνη) πεποίθηση σχετικά με τους στόχους για διανοητική και τεχνική πρόοδο. Η επιθετική μοντέρνα ρητορική του 17ου αιώνα απλώς απέρριψε την παραδοσιακή υπακοή στο αρχαίο δόγμα και στις αρχαία εγκατεστημένες παρακαταθήκες γνώσης. Άρχισε να γίνεται πιθανό να αμφισβητηθούν όχι μόνο οι μοντέρνες πειθαρχίες των Ελλήνων αλλά και ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Λίγοι μοντέρνοι ακολούθησαν τον Hobbes στην περιγραφή της Ελληνικής φιλοσοφίας σαν γεμάτη “απάτη και ακαθαρσία”, αλλά πολλοί βρήκαν τρόπους να διαβεβαιώσουν την ανεπάρκεια της συγκρινόμενης με τους μοντέρνους τρόπους αιτιολόγησης και την άμεση δέσμευση με την ίδια την φύση. Ήταν μόνο μέσα από τις αλλαγμένες αξίες που τοποθετούνταν στην άμεση εμπειρία και το κύρος των κειμένων που το πρώτο θα μπορούσε πιθανά να διαψεύσει το τελευταίο.

Οι μοντέρνοι φιλόσοφοι, όπως ο Bacon και ο Hobbes, απλώς ανέτρεψαν το ιστορικό σχήμα που έδωσε στην αρχαιότητα το διανοητικό της κύρος. “Η παλιά ηλικία του κόσμου”, έγραψε ο Bacon, “πρέπει να λογαριάζεται η αληθινή αρχαιότητα, και αυτό είναι το κατηγορώ των καιρών μας, όχι για την πρώτη ηλικία του κόσμου στην οποία οι αρχαίοι έζησαν”. Δεν υπάρχει δικαιολογία για την υπακοή (τον σεβασμό) στους Έλληνες, είμαστε εμείς οι ίδιοι που διασκεδάζουμε το συσσωρευτικό όφελος της εμπειρίας και την σοφία που αυτή παράγει: “Κοιτάζοντας στην εξουσία, δείχνει ένα αδύνατο μυαλό για να παραχωρηθεί τόσο πολύ στους συγγραφείς και όμως να αρνηθεί να μετρήσει στο χρόνο τα δίκια του, ποιος είναι ο συγγραφέας των συγγραφέων, όχι μόνον αλλά μάλλον όλης της συγγραφής. Σωστά η αλήθεια ονομάζεται η κόρη του χρόνου, όχι της εξουσίας”. Απλώς από την αρετή του να είμαστε μοντέρνοι ξέρουμε περισσότερα και καλύτερα από τους αρχαίους. Η ιδέα της διανοητικής προόδου έτσι κατέστη ιστορικά φυσική.

Το σύνταγμα της Εμπειρίας

Σε θέμα αρχής , ως εκ τούτου , η σύσταση των μοντέρνων ήταν ξεκάθαρη: αποκτείστε μόνοι σας εμπειρία, θυμηθείτε όχι λέξεις ούτε τις παραδοσιακές εγκαθιδρύσεις αλλά πράγματα. Η εμπειρία έπρεπε να σχηματιστεί μέσα στα θεμέλια της κατάλληλης επιστημονικής γνώσης, και η εμπειρία ήταν να πειθαρχήσει την θεωρία σχετικά με το πώς η φύση γενικά δουλεύει . Αλλά τι είδους εμπειρία έπρεπε να δειχθεί;Πως έπρεπε αξιόπιστα να αποκτηθεί; Και πώς όφειλε κάποιος να συμπεράνει από την εμπειρία γενικεύσεις για τη φυσική τάξη, σε οποιαδήποτε κλίμακα; Οι μοντέρνες φυσικές φιλοσοφικές πρακτικές διέφεραν σημαντικά σ'αυτές τις ερωτήσεις. Αυτό που μετρούσε σε μια πρακτική σαν αξιόπιστα αποτελούμενη εμπειρία, και αξιόπιστο συμπέρασμα , ήταν ομοίως ταυτοποιούμενο από κάποιον άλλο σαν αβέβαιο ή αφιλοσόφητο. Ένα νήμα φιλοσοφικής πρακτικής ήταν συνεχές με τον Αριστοτέλη, παρόλο που έκανε έκκληση σε κάποιους μοντέρνους του 17ου αιώνα , καθώς και σε σύγχρονους αρχαίους. Ο στόχος εδώ ήταν τυπικά η επιστημονική απόδειξη, δηλαδή, η άσκηση του να δείξουμε πώς τα συμπεράσματα για τα φυσικά αποτελέσματα ακολουθούνταν απαραίτητα από αναμφισβήτητη, λογικά εγκατεστημένη γνώση των αιτιών τους. Για τις αφηρημένες μαθηματικές επιστήμες οι αρχές από τις οποίες έπρεπε κάποιος να προχωρήσει λαμβάνοντας σαν φανερές και αναμφισβήτητες, όπως ένα αξίωμα στην γεωμετρία του Ευκλείδη : “το σύνολο είναι μεγαλύτερο από οποιοδήποτε των τμημάτων του”. Για αυτές τις επιστήμες που είχαν να κάνουν με το φυσικό κόσμο, οι αρχές βασίζονταν σε εμπειρικούς ισχυρισμούς που λογαριάζονταν ότι έχουν κάτι από τον αυταπόδεικτο χαρακτήρα των μαθηματικών αξιωμάτων.

Ο ιστορικός Peter Dear σημείωσε ότι ο όρος “εμπειρία” στην Σχολαστική φυσική φιλοσοφία του 16ου και 17ου αιώνα αναφερόταν σε μια παγκόσμια δήλωση γεγονότων. Τέτοια, υποτίθεται ότι έπρεπε να αναπτυχθούν από αξιόπιστη επιλογή από πολλές προσβάσιμες περιπτώσεις, και η παγκοσμιότητά τους σημείωσε το καθεστώς τους σαν μια αναμφισβήτητη αλήθεια που θα μπορούσε να διαμορφώσει μια προϋπόθεση στη λογική επιστημονική επίδειξη της αιτιολογικής δομής του κόσμου. Για τον Αριστοτέλη και πολλούς άλλους από τους ακολούθους του , τα φυσικά φαινόμενα λαμβάνονταν σαν δεδομένα : ήταν δηλώσεις για το πώς τα πράγματα συμπεριφέρονται στο φυσικό κόσμο, και θα μπορούσαν να απορρέουν από κάθε αριθμό πηγών - κοινή ή ειδικευμένη γνώμη, ό,τι ήταν διαθέσιμο στις αισθήσεις από ανταγωνιστικά ικανά άτομα ή ανασυρόταν από το μνημονικό τους. Πάρτε, για παράδειγμα, την εμπειρία - που τοποθετήθηκε από τον Αριστοτέλη και τους ακολούθους σαν απόδειξη ότι η γη δεν κινείτο - ότι ένα τόξο που τινάσσεται ευθεία πάνω στον αέρα προσγειωνόταν σχεδόν εκεί από όπου ξεκίνησε. Ή πάρτε την εμπειρία ότι τα βαριά σώματα πέφτουν, ή ότι ο ήλιος δύει στην δύση. Αυτές είναι όλες αυθεντικές εμπειρίες από αρετή της έκκλησης σε “αυτό που κάθε ικανό άτομο γνωρίζει”, και μέτρησαν σαν δηλώσεις σχετικά με το πώς ο κόσμος γενικά συμπεριφέρεται , όπως ο Αριστοτέλης είπε, “πάντα ή κατά το μεγαλύτερο μέρος”. Η εμπειρία που πόζαρε σ' αυτήν την πρακτική σπάνια βασιζόταν πάνω σε εργασιακά παραλαμβανόμενη ιδιαίτερη εμπειρία - η προσιτή και κοινής λογικής ποιότητά της ήταν ό,τι χρειαζόταν γι'αυτό το νήμα φυσικής φιλοσοφίας. Η εμπειρία είχε ένα σημαντικό ρόλο σ' αυτή τη σύνδεση, αλλά ήταν υποδεέστερη σε μια συνολική επιχειρηματολογική δομή που στοχευόταν για να εγγυηθεί τη φυσική γνώση ενός γενικού αναμφισβήτητου χαρακτήρα. Για να φτάσουμε σε φιλοσοφικά βέβαιη γνώση μιας συνηθισμένης πορείας της φύσης έπρεπε κάποιος να αιτιολογήσει βάσει των εμπειριών που αξιόπιστα μαρτυρούσαν σε αυτή τη συνηθισμένη πορεία. Αναμφισβήτητα και σφαιρικά συμπεράσματα απαιτούσαν αναμφισβήτητες και σφαιρικές προϋποθέσεις. Διακριτικά και ιδιαίτερα γεγονότα μπορεί να μην ικανοποιούσαν προς αυτό το σκοπό, και η γνώση αυτών θα μπορούσε να είναι αναξιόπιστη: το πρόσωπο που μαρτυρούσε μπορεί να ψευδόταν ή να είχε εξαπατηθεί, τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία μπορούσαν να εξαπατήσουν τη φυσική τάξη των πραγμάτων, τα γεγονότα που ανέφεραν μπορεί να μην ήταν συνηθισμένα αλλά ανώμαλα.

Αυτή η προτίμηση για εμπειρία σαν του “τι συμβαίνει στον κόσμο”, σχημάτισε μια σημαντική βάση για την πρακτική τέτοιων μοντέρνων όπως οι Γαλιλαίος , Pascal , Descartes και Hobbes. Και παρόλο που αυτοί οι μοντέρνοι κριτίκαραν πολλούς από τους ισχυρισμούς, αντιλήψεις, και διεργασίες της Αριστοτέλειας φυσικής φιλοσοφίας, η “εμπειρία” που σ' αυτήν έκαναν έκκληση ήταν συχνά ερμηνευόμενη με έναν αναγνωρίσιμα παραδοσιακό τρόπο. Έτσι ο Descartes παρατήρησε ότι παρόλο που τα πειράματα ήταν αναγκαία στην φυσική φιλοσοφία, ήταν γενικά “καλύτερο να κάνουμε χρήση απλώς αυτών που παρουσιάζονται τυχαία στις αισθήσεις μας”, και ο Hobbes λογάριασε ότι τα τεχνητά πειράματα δεν ήταν απαραίτητα αφού υπήρχε επαρκής εμπειρία “που δειχνόταν από τους ουρανούς και τις θάλασσες και την πλατιά Γη”.

Κάποιες από τις πιο γιορτασμένες πρώτες πειραματικές λειτουργίες της Επιστημονικής Επανάστασης ήταν “τα πειράματα κεκλιμένου επιπέδου” του Γαλιλαίου, όπου μπάλες κυλούσαν σε μια χαμηλή ράμπα για να δώσουν την εμπειρική εγγύηση για τον μαθηματικά εκφραζόμενο νόμο της πτώσης. Η αναφορά του Γαλιλαίου γι'αυτά τα πειράματα - που κατατάχθηκαν ενάντια στον απολογισμό του Αριστοτέλη για την κίνηση - ανακοίνωσε ότι είχε κάνει τα πειράματα “συχνά”, ακόμα και τόσο συχνά όσο “εκατό φορές”, και τα αποτελέσματα συμφωνούσαν πλήρως με τη θεωρία του. Στην πραγματικότητα , οι ιστορικοί έχουν επί μακρόν συζητήσει το κατά πόσον αυτά τα πειράματα εκτελέστηκαν ποτέ πραγματικά ή για το κατά πόσον αντιμετωπίζονται καλύτερα σαν “πειράματα σκέψης”, φανταστικές πρόβες στο μυαλό του Γαλιλαίου αυτού που θα μπορούσε να συμβαίνει και ήταν ορισμένοι χειρισμοί που διεξήχθησαν, με δεδομένο αυτό που ήδη σίγουρα ξέρουμε για τον φυσικό κόσμο. Εδώ , όπως ο Peter Dear σημείωσε, ο Γαλιλαίος δεν έλεγε, “Έκανα αυτό και αυτό, είναι αυτό που συνέβη, από το οποίο μπορώ να συμπεράνω…”. Μάλλον, έλεγε, “Αυτό είναι που συμβαίνει”. Η εμπειρία που παρήγαγε και δημοσιοποίησε σαν αποτέλεσμα της επικοινωνίας αυτού του πειράματος ήταν ως εκ τούτου σαν την εμπειρία που θα κατέληγε κάνοντας το πείραμα φανταστικά στο κεφάλι σας , ανεξάρτητα αν εκτελούσε φυσικά ή όχι τους ιδιαίτερους πειραματικούς υπό συζήτηση χειρισμούς.

Αυτό το είδος στάσης προς την εμπειρία σαν “τι συμβαίνει στην φύση” συνέχισε να είναι μια σημαντική φιγούρα και της περισσότερης μοντέρνας και της περισσότερης Αριστοτέλειας πρακτικής στην ήπειρο. Ήταν ένα κύριο καθήκον των Ηπειρωτικών Ιησουϊτών ασκούμενων για να διαπραγματευθούν με την καινούρια παρακαταθήκη της ιδιαίτερης, και τεχνητά λαμβανόμενης, εμπειρίας παρεχόμενης, για παράδειγμα, από το τηλεσκόπιο και το βαρόμετρο, και να φέρουν τέτοια ευρήματα μέσα στο περιβάλλον των Αριστοτελικών αντιλήψεων για τον κατάλληλο ρόλο της εμπειρίας στο φιλοσοφείν. Αυτό το έκαναν παρατάσσοντας μια ευρεία κλίμακα κοινωνικών και γλωσσολογικών τεχνικών για να δώσουν σε τέτοια ιδιαίτερη εμπειρία την αύρα της βεβαιότητας, που η Αριστοτελική φιλοσοφική πρακτική έκρινε αναγκαία, συμπεριλαμβάνοντας την κατονομασία αξιόπιστων μαρτύρων, τη δημόσια επίδειξη της σχετικής εμπειρογνωμοσύνης, και την χρήση διηγηματικών τεχνικών που σχεδιάστηκαν για να κάνουν τις εμπειρικές δηλώσεις να δείχνουν σαν αναμφισβήτητα αξιώματα. Είναι απλώς ψέμα , ως εκ τούτου, ότι από την Αριστοτέλεια φυσική φιλοσοφία του 17ου αιώνα έλειπαν οι πηγές για να διαπραγματευτευθεί με την καινούρια εμπειρία που φέρεται από το τεχνητό πείραμα ή τα επιστημονικά όργανα, ούτε τα Αριστοτελικά πλαίσια φθείνουν αμέσως μακριά με την εμφάνιση των μοντέρνων εναλλακτικών. Ακριβώς μέσα από τις παραδόσεις της Αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας του 17ου αιώνα , με τις συνδεδεμένες αντιλήψεις εμπειρίας μ'αυτές , παρέμειναν σθεναρά.

Κι όμως πολλοί άλλοι ασκούμενοι του 17ου αιώνα, ιδιαίτερα στην Αγγλία, ανέπτυξαν μια καινούρια και πολύ διαφορετική προσέγγιση στην εμπειρία και τον κατάλληλο ρόλο της στην φυσική φιλοσοφία. Στις αρχές του αιώνα, ο Bacon με επιρροή επιχειρηματολόγησε ότι η συνθήκη για μια σωστή φυσική φιλοσοφία ήταν η θεμελίωσή της σε ένα εργασιακά συμπληρωμένο μητρώο γεγονότων φυσικής ιστορίας - ένα κατάλογο, απάνθισμα, και παράθεση όλων των γεγονότων που θα μπορούσαν να παρατηρηθούν στη φύση. Το μητρώο των γεγονότων φυσικής ιστορίας έπρεπε να περιέχει διάφορα είδη: οντότητες και αποτελέσματα, που φυσικά λαμβάνουν χώρα άσχετα με το αν παράγονταν κατά τη συνηθισμένη πορεία της φύσης ή αν ήταν “λάθη” ή “τέρατα” της φύσης, και εκείνα που παράγονταν τεχνητά από την ανθρώπινη εργασία – “όταν εξαναγκάζεται από την τέχνη και τα χέρια του ανθρώπου να βγει από τη φυσική της κατάσταση, και να μπει σε καλούπια” - δηλαδή, όταν η φύση τίθεται σε πειραματική δοκιμή ή υπόκειται σε τεχνολογική επέμβαση. Πρώτα η φυσική ιστορία (το ανασκευασμένο και εξαγνισμένο μητρώο γεγονότων ), μετά η φυσική φιλοσοφία (αξιόπιστη γνώση της αιτιολογικής δομής της φύσης που παρήγαγε αυτά τα γεγονότα). Και μια κεντρική φιγούρα ενός στενά σχετικού νήματος της μοντέρνας φυσικής φιλοσοφικής πρακτικής ήταν αυτό που βασιζόταν για το εμπειρικό του περιεχόμενο όχι μόνο στην φυσικά διαθέσιμη εμπειρία του τι συνέβαινε στον κόσμο αλλά επίσης στα πειράματα που τεχνητά και σκόπιμα επινοούνταν για να παράγουν φαινόμενα που δεν θα μπορούσαν να παρατηρηθούν , τουλάχιστον όχι εύκολα, στην φυσιολογική πορεία της φύσης. Αυτά τα πειράματα τυπικά ενέπλεκαν την κατασκευή και τη χρήση ειδικών συσκευών , όπως τα βαρόμετρα που περιγράφηκαν στο κεφάλαιο 1. Το βαρόμετρο, θυμηθείτε, ήταν ένα όργανο που διαφημίστηκε ότι κάνει το βάρος του αέρα - το οποίο φυσιολογικά δεν το βιώνουμε - εύκολα αισθητό, ακόμα και ορατό.

Ο έλεγχος της εμπειρίας

Η φυσική φιλοσοφία είχε τραβήξει θεαματικά λάθη, κατά την άποψη του Bacon, επειδή ήταν ανεπαρκώς πληροφορημένη για τις οντότητες και τα φαινόμενα που η φύση στην πραγματικότητα περιείχε. Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε ο Bacon, “καμία έρευνα δεν είχε γίνει για να συλλέξει μια παρακαταθήκη ιδιαίτερων παρατηρήσεων επαρκών είτε στον αριθμό, είτε στο είδος, είτε σε βεβαιότητα, για να πληροφορήσει την κατανόηση”. Χειρονομώντας τον απεικονιστικό ρόλο της εμπειρίας που περιγράφτηκε στο προηγούμενο τμήμα, ο Βαcon έκρινε ότι τα κακά των σύγχρονων φυσικών φιλόσοφων είχαν αναδυθεί από μια πτωχευμένη, και ανεπαρκώς αξιολογημένη, αποθήκη εμπειριών: “Σαν κάποιο βασίλειο ή πολιτεία επρόκειτο να διευθύνει τα συμβούλιά του και τις υποθέσεις του όχι από γράμματα και αναφορές από πρέσβεις και από άξιους εμπιστοσύνης αγγελιοφόρους, αλλά από το κουτσομπολιό του δρόμου, τέτοιο ακριβώς είναι το σύστημα διοίκησης που εισήχθη στη φιλοσοφία σε σχέση με την εμπειρία. Τίποτα δεόντως ερευνημένο, πιστοποιημένο, μετρημένο, ζυγισμένο ή λογαριασμένο, δεν βρίσκεται στην φυσική ιστορία, και αυτό που στην παρατήρηση είναι χαλαρό και ασαφές, είναι στην πληροφόρηση παραπλανητικό και προδοτικό”. Αν η εμπειρία επρόκειτο να σχηματίσει τα θεμέλια μιας αληθινής και χρήσιμης φιλοσοφίας της φύσης, κατά τη γνώμη του Bacon, έπρεπε να είναι γνήσια, και να συμβαίνει πραγματικά, ειδική εμπειρία. Το θέμα μιας τέτοιας άσκησης δεν ήταν να χρησιμοποιήσουμε την αναμφισβήτητη εμπειρία για να απεικονίσουμε μια γενική άποψη του πώς η φύση δούλευε αλλά να συγκεντρώσουμε αρκετές αυθεντικές εμπειρίες για να εδραιώσουμε ερωτήσεις για το πώς η φύση θα μπορούσε εύλογα να δουλέψει.

Μ’ αυτή τη σύνδεση, κάποιες σημαντικές περαιτέρω βελτιώσεις πρέπει τώρα να γίνουν στη μοντερνιστική ρητορική σχετικά με τους αντίστοιχους ρόλους της εμπειρίας και του κατεστημένου που σημειώθηκαν νωρίτερα σ’ αυτό το κεφάλαιο. Η μοντερνιστική απόρριψη του καταστημένου και της κληρονομιάς στην επιστήμη ήταν στην πραγματικότητα το τελικό επίκεντρο. Όταν οι μοντέρνοι του 17ου αιώνα συνέστησαν την πράξη μακριά από το κατεστημένο, είχαν γενικά υπόψη την παραδοσιακά εγκατεστημένη εξουσία του Αριστοτέλη και των Σχολαστικών ακολούθων του στα πανεπιστήμια. Αλλά παρά την πολλή ρητορική που προτιμούσε την εξουσιαστική κληροδότηση των πραγμάτων σ’ αυτή των ανθρώπων, η μοντέρνα επιχείρηση κατά κανένα τρόπο δεν διαδόθηκε με βάση την ανθρώπινη κληροδότηση, ούτε είναι δυνατόν να φανταστούμε πως θα έμοιαζε μια φυσική, επιστημονική επιχείρηση που απέρριπτε εξολοκλήρου την διαθήκη. Οι μοντέρνοι ασκούμενοι υποτίθεται ότι έπρεπε να συλλέγουν μια παρακαταθήκη γνώσης των γεγονότων, αλλά η περισσότερη απ’ αυτή τη γνώση αναγκαία αποκτήθηκε από δεύτερο χέρι, και η επεξεργασία των πειραματικών γραπτών του Boyle αργότερα σ’ αυτό το κεφαλαίο θα περιγράψει κάποιες τεχνικές που στόχευσαν να επεκτείνουν αξιόπιστα την εμπειρία με έμμεσα μέσα.

Ο πρακτικός στόχος, ως εκ τούτου, ήταν να κοσκινίσουμε και να αξιολογήσουμε τις αναφορές εμπειρίας. Η φτωχή κατάσταση της ύπαρξης της φυσικής φιλοσοφίας αποδόθηκε ευρέως στον ανεπαρκή ποιοτικό έλεγχο πάνω στις καταγραφές της από γεγονότα. Αν απλώς κάθε αναφορά εμπειρίας επρόκειτο να είναι αξιόπιστη, τότε ο οίκος της φυσικής φιλοσοφίας θα προσομοίαζε με το Bedlam (τρελλοκομείο) ή την Βαβέλ που μερικοί μοντέρνοι πρότειναν ότι ήταν. Ο Bacon πρότεινε μια ομάδα τεχνικών για την καθιέρωση ότι τα γεγονότα σχετικά με την φύση ήταν επαρκώς παρατηρημένα, δοκιμασμένα, και κατεγραμμένα. Τίποτα δεν θα παραδεχόταν στο μητρώο των φυσικών γεγονότων “παρά στη βάση της πίστης των ματιών” (δηλαδή, με οπτική μαρτυρία) “ή τουλάχιστον με προσεκτική και αυστηρή εξέταση” : “μακριά από αρχαιότητες, και μνείες ή κληροδοτήματα των συγγραφέων”, “όλες οι δεισιδαιμονικές ιστορίες” “και οι παλιοί μύθοι των γυναικών” έπρεπε να κρατηθούν παράμερα. Στην πραγματικότητα, η ρητορική απόλυση του William Gilbert για την παραδοσιακή φυσική ιστορική διαθήκη συγκρίνοντάς τη με “τα παραληρήματα μιας φλύαρης στρίγγλας” αντήχησε από πολλούς άλλους μοντέρνους. Αν συγγραφική διαθήκη έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, τότε αυτή η συνθήκη έπρεπε να σημειωθεί προσεχτικά, μαζί με την πιθανή αξιοπιστία της πηγής του: “Ο,τιδήποτε υιοθετείται πρέπει να ανασύρεται από τον τάφο και την αξιόπιστη ιστορία και τις άξιες εμπιστοσύνης αναφορές”. Έτσι έπρεπε η εμπειρία να καλωσορισθεί από αυτή την ανασκευασμένη φυσική φιλοσοφία σαν ένα ισχυρό μέσο παραγκωνίζοντας την παραδοσιακή πρακτική, αλλά οι αναφορές εμπειρίας έπρεπε να κινηθούν προσεκτικά για να βεβαιώσουν ότι ήταν γνήσιες. Το σπίτι της φυσικής φιλοσοφίας έπρεπε πράγματι να ανοιχτεί, αλλά η είσοδος στα εσωτερικά του δωμάτια έπρεπε επαγρυπνιστικά να ελέγχεται. Και παρόλο που αρκετοί μοντέρνοι ασκούμενοι πρότειναν σαφείς κανόνες για την αξιολόγηση των αναφορών εμπειρίας, χρειάζεται να τονιστεί ότι η τυπική μεθοδολογία ήταν πολύ λιγότερο σχετική εδώ από την κινητοποίηση της καθημερινής κοινωνικής γνώσης. Οι περισσότεροι ασκούμενοι έμοιαζαν να ξέρουν τα ορατά σημάδια μιας αξιόπιστης αναφοράς και ενός αξιόπιστου προσώπου χωρίς να έχουν εκφράσει τυπικά τις βάσεις της αξιοπιστίας .

Οι μηχανισμοί της ποίησης γεγονότων

Τα εμπειρικά γεγονότα που παρείχαν τα θεμέλια μιας ανασκευασμένης φυσικής φιλοσοφίας έπρεπε να είναι δηλώσεις όχι του “τι συμβαίνει στη φύση” αλλά του “τι πραγματικά συνέβη στη φύση” όταν παρατηρήθηκε με συγκεκριμένους τρόπους και σε συγκεκριμένους χρόνους , χώρους, και συνθήκες, από ειδικούς ανθρώπους. Για πολλούς φυσικούς φιλοσόφους, ιδιαίτερα αλλά όχι αποκλειστικά στην Αγγλία, αυτή η ιδιαιτερότητα ήταν αυτό που έκανε την εμπειρία επαρκώς αξιόπιστη για να εδραιώσει φιλοσοφικά ερωτήματα. Μόνο επειδή το μητρώο γεγονότων έπρεπε να παρέχει τα σίγουρα θεμέλια της φυσικής φιλοσοφίας, τα γεγονότα δεν έπρεπε να εξιδανικεύονται ή να χρωματίζονται με θεωρητικές προσδοκίες, αλλά πρέπει να επιβεβαιώνονται και να αντιπροσωπεύονται ακριβώς όπως παρουσιάστηκαν: όχι, για παράδειγμα, πώς οι πέτρες πέφτουν, αλλά πώς αυτή η ιδιαίτερου μεγέθους και σχήματος πέτρα έπεσε σε τέτοια και τέτοια μέρα όπως μαρτυρήθηκε από ειδικούς παρατηρητές, των οποίων η ικανότητα και η ειλικρίνεια έχουν παραχωρηθεί. “Στη φύση”, έγραψε ο Bacon, “τίποτα δεν υπάρχει στ’ αλήθεια εκτός από ατομικά σώματα, που εκτελούν καθαρές ατομικές πράξεις”. Ζήτησε μια “συλλογή ή ιδιαίτερη φυσική ιστορία όλων των θαυμάτων και τερατωδών γεννημάτων της φύσης, από ο,τιδήποτε … που είναι καινούργιο στη φύση, σπάνιο, και ασυνήθιστο”. Αυτό ήταν μια προγραμματική αιτιολόγηση για “τις καμπίνες περιεργειών” στη μόδα τότε στους κύκλους των ευγενών σε όλη την Ευρώπη. Αυτές οι καμπίνες εύγλωττα κατέθεταν την ιδιαιτερότητα της φύσης και την χτυπητή ποικιλία. Φορτωμένες με σπανιότητες και παραδοξότητες, τέτοιες καμπίνες ήταν προσιτή απόδειξη ότι υπήρχαν πράγματι περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη από αυτά που ονειρευτήκαμε στις παραδοσιακές φιλοσοφίες.

Όπως οι μοντέρνοι του 17ου αιώνα διίσταντο σχετικά με τον ερμηνευτικό και φιλοσοφικό ρόλο της εμπειρίας, έτσι διέφεραν σε ερωτήσεις σχετικά με τη μέθοδο που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή φυσικής φιλοσοφικής γνώσης. Οι Bacon, Descartes, Hobbes, Hooke, και άλλοι εξέφρασαν ανώτατη πεποίθηση ότι η γνώση της αιτιολογικής δομής της φύσης θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με σιγουριά—μόνο αν το μυαλό διευθυνόταν και πειθαρχούσε στη σωστή μέθοδο. Η μέθοδος έπρεπε να είναι τα πάντα. Η μέθοδος ήταν αυτό που έκανε τη γνώση για τον φυσικό κόσμο δυνατή και πιθανή, ακόμα κι αν οι συνταγές γι’ αυτή την κατάλληλη μέθοδο ποικίλαν πολύ. Η μηχανική μεταφορά που δόμησε τη γνώση για τον φυσικό κόσμο πληροφόρησε επίσης για τα μέσα με τα οποία αυτή η γνώση θα μπορούσε να αποκτηθεί. Ο Bacon έγραψε ότι το μυαλό δεν έπρεπε “να αφεθεί να πάρει τη δική του πορεία” αλλά ότι έπρεπε “να καθοδηγηθεί σε κάθε βήμα, και η δουλειά να γίνει σαν από μηχανή”. Για τον Bacon, όπως και για πολλούς άλλους ασκούμενους, η φυσική φιλοσοφία οριζόταν από το στόχο της να επιβεβαιώσει την αιτιολογική γνώση: αυτό ήταν που την έκανε φιλοσοφία αντίθετα από ιστορία. Αλλά σ’ αυτή την εκδοχή η κατάλληλη μέθοδος προχώρησε από την συσσωρευμένη γνώση ιδιαίτερων—παρατηρούμενων και πειραματικών γεγονότων—στην αιτιολογική γνώση και τις γενικές αλήθειες , δηλαδή, ήταν μια επαγωγικά και εμπειρικά εδραιωμένη διαδικασία. Γι’ αυτό το μητρώο των γεγονότων έπρεπε να είναι σίγουρο. Αν το θεμέλιο ήταν αδύναμο, το οικοδόμημα που θα στηριζόταν επάνω θα έτρεμε. Επαγωγικές διαδικασίες, και οι σχετικές τους θέσεις ως προς τους τρόπους εξαγωγής συμπεράσματος από το μητρώο γεγονότων, επηρέασαν την Αγγλία, αν και, όπως θα δούμε, πολλοί Ηπειρωτικοί ασκούμενοι, και ακόμα και μερικοί Άγγλοι, εξέφρασαν σκεπτικισμό σχετικά με τη φιλοσοφική τους νομιμότητα, βεβαιότητα, και τα φιλοσοφικά τους θέματα.

Ο Bacon διαφήμισε την επαγωγική του μέθοδο σαν την ανατροπή της παραδοσιακής, φυσικής φιλοσοφικής πρακτικής. Έως τώρα, σημείωσε, η φυσική φιλοσοφία έτεινε να χρησιμοποιήσει τις λεπτομέρειες μόνο σαν ένα γρήγορο μέσο για να φτάσει σε γενικές αρχές της φύσης. Με την αλήθεια αυτών των αρχών να λαμβάνεται σαν αναμφισβήτητη, θα μπορούσαν τότε να χρησιμοποιηθούν για να κρίνουν ανάμεσα στα φαινόμενα της φύσης, να αποφασίζουν ανάμεσα στα συχνά συγκρουόμενα στοιχεία της εμπειρίας των αισθήσεων. Αυτή η μέθοδος αιτιολόγησης από ρυθμισμένες γενικές αρχές—που θεωρούνταν ότι είναι αληθινές στο ίδιο τους το δίκιο—στην εξήγηση των λεπτομερειών καλείται επαγωγή, και στην μόνη της χρήση ο Bacon απέδωσε τα άσχημα της σύγχρονης φυσικής φιλοσοφίας. Δεν ήταν αλήθεια, όπως λέγεται μερικές φορές, ότι η επαγωγή του Bacon συνέστησε αλόγιστη συλλογή γεγονότων. Από τη μια μεριά, ο Bacon και οι ακόλουθοί του στηρίχτηκαν πολύ στις επονομαζόμενες κρίσιμες περιπτώσεις, των οποίων ο σκοπός ήταν να κρίνουν αποφασιστικά και αδιαμφισβήτητα ανάμεσα στις εναλλακτικές φυσικές θεωρίες. Από την άλλη, οι αισθήσεις που χρειάζονταν να εκπαιδευτούν από τη λογική μέθοδο αν επρόκειτο να αποφέρουν αξιόπιστη πληροφόρηση, κάνουν για να στηρίζουν τη φιλοσοφία επάνω τους. Αλλά με σκοπό να δημιουργήσουν αξιόπιστη αιτιολογική γνώση, επιχειρηματολόγησε ο Bacon, το σχετικό βάρος και η προτεραιότητα που δένονται με το γεγονός και τη θεωρία πρέπει να στραφούν λογικά: “Πρέπει να οδηγήσουμε τους ανθρώπους στις ίδιες τις λεπτομέρειες, ενώ οι άνθρωποι από την πλευρά τους πρέπει να αναγκάσουν τους εαυτούς τους για λίγο να παραμερίσουν τις έννοιες τους και να αρχίσουν να οικειοποιούνται με τα γεγονότα”. Ούτε η αίσθηση ούτε η λογική μόνο θα αρκούσαν για να κάνουν φυσική φιλοσοφική γνώση, αλλά έπρεπε να έρθει και ο καιρός που θα φέρει τη θεωριοποίηση πρόσωπο-με-πρόσωπο με τα γεγονότα.

Και εδώ άλλη μια σημαντική βελτίωση στην επάρκεια της μοντερνιστικής ρητορικής έπρεπε να γίνει. Παρά την μοντερνιστική εμφάνιση στην προτεραιότητα της άμεσης εμπειρίας των αισθήσεων, ο Bacon επίσης συμφώνησε με πολλούς άλλους φυσικούς φιλοσόφους του 17ου αιώνα ότι οι μη-εκπαιδευμένες αισθήσεις ήταν ικανές να εξαπατούν και ότι οι αισθήσεις χρειαζόταν να είναι μεθοδικά πειθαρχημένες αν επρόκειτο να αποφέρουν την αυθεντική παρακαταθήκη γεγονότων πάνω στην οποία η φιλοσοφική λογική θα μπορούσε να δουλέψει. Όπως η θεωρία που δεν πληροφορείτο από γεγονότα έπρεπε να απορριφθεί, έτσι η καταστροφική κατάσταση πολλής υπάρχουσας φυσικής γνώσης αποδιδόταν συχνά στον ρόλο των αναφορών μη-εκπαιδευμένης αίσθησης και μη πειθαρχημένης αισθαντικότητας. Στην απαίδευτη αίσθηση το φεγγάρι δεν φαινόταν μεγαλύτερο από μηλόπιτα και ο ήλιος φαινόταν να γυρίζει γύρω από τη γη. Ήταν εκπαιδευμένη λογική, όχι απλή αίσθηση, που επέτρεψε στους μοντέρνους “να δουν” το φεγγάρι σαν πολύ μεγάλο και τον ήλιο σαν ακίνητο. Λίγοι μοντέρνοι πρακτικοί, όσο σφοδροί κι αν ήταν στον θεμελιώδη ρόλο της εμπειρίας, παρέλειψαν και εκ τούτου να χειριστούν την έμφυτη αναξιοπιστία των αισθήσεων. Ο Γαλιλαίος δημοσίως χειροκρότησε τον Κοπέρνικο για το ότι κάνει “τη λογική να κυριεύει τόσο την αίσθηση, που αψηφώντας την τελευταία, η πρώτη έγινε η αφέντρα των πιστεύω του”. Ο Joseph Glanvill (1636-1680), ένας δυνατός δημοσιολόγος του Αγγλικού πειραματισμού, παρατήρησε ότι “σε πολλές ιδιαίτερες περιπτώσεις, δεν είμαστε βέβαιοι για την αναφορά των Αισθήσεων μας”, και χρειαζόμαστε τη γνώση “για να διορθώσει τις Πληροφορίες τους”. Και ο ίδιος ο Robert Hooke ένας γόνιμος εφευρέτης επιστημονικών οργάνων, ενώ σημείωνε “τη στενότητα και απορία” των αισθήσεων του πεσμένου ανθρώπου, εγκωμίασε το ρόλο του τηλεσκόπιου και του μικροσκοπίου στην διόρθωση των αδυναμιών τους και στην επέκταση της αυτοκρατορίας τους. (Δεν υπάρχουν ανησυχίες εδώ για την αξιοπιστία της μεσιτευόμενης με όργανα εμπειρίας). Η πρόοδος της γνώσης αναφερόταν όχι απλά σε έναν εκτεταμένο ρόλο για την αίσθηση αλλά σε μια μελετημένη διόρθωση της αίσθησης από την λογική, ίσως από μηχανικά όργανα, και βεβαίως από πρακτικές διεργασίες για να εκτιμηθούν οι αναφορές της αισθαντικής εμπειρίας.

Αν η εμπειρία επρόκειτο να παίξει τον καθιδρυτικό της ρόλο σε μια ανασκευασμένη και τακτικά φυσική φιλοσοφία, θα έπρεπε ως εκ τούτου να ελέγχεται, να συμβουλεύεται, και να πειθαρχείται. Αν η απαίδευτη αίσθηση ήταν πιθανό να παραπλανά, τότε έπρεπε να βρεθούν τρόποι να ρυθμιστεί, να κανονιστεί το ποια εμπειρία θα μπορούσε κατάλληλα να εδραιώσει τον φιλοσοφικό συλλογισμό. Η ερώτηση ποια εμπειρία περιέπλεκε κρίσεις σχετικά με το ποιανού εμπειρία. Το όριο ανάμεσα στην αυθεντική εμπειρία και σ’ αυτό που ονομαζόταν ευρέως “παλιές ιστορίες γυναικών” έπρεπε να σημειωθεί και να επιμείνουμε σ’ αυτό. Ο Άγγλος φυσικός φιλόσοφος John Wilkins, για παράδειγμα, διαχώριζε ανάμεσα στο “χυδαίο” και το μαθημένο σε αυτά ακριβώς τα εδάφη : το πρώτο χορήγησε τα πρωτεία και το προνόμιο να αμεσοποιεί τις εντυπώσεις των αισθήσεων, ενώ το τελευταίο ήταν κατάλληλα προσεκτικό σχετικά με την αξιοπιστία τους: “Μπορείτε πολύ γρήγορα να πείσετε κάποιον χωρικό ότι το φεγγάρι είναι φτιαγμένο από πράσινο τυρί, (όπως λέμε) ότι είναι μεγαλύτερο από την ρόδα του κάρου, αφού και τα δυο φαίνονται ισοδύναμα να αντικρούουν την θέα του, και δεν έχει αρκετή λογική που θα τον οδηγήσει πέρα από τις αισθήσεις του”. Ο Boyle επιχειρηματολόγησε ότι η κρίση “του αληθoύς της δυσδιακριτικότητας … φαίνεται μάλλον να διαμένει στο μάτι από ότι στο μυαλό”, και αυτή ήταν η κύρια βάση για χυδαίο λάθος. Ο φυσικός σερ Thomas Browne (1605-1682) στο έργο του Pseudodoxia epidemica (Επιδημική ψευδοδοξία, 1646) παρατήρησε την “εσφαλμένη διάθεση των ανθρώπων” που τους έκανε εύπιστους και εύκολα παραπλανώμενους από “μάντες και ταχυδακτυλουργούς”. Η αίσθηση χρειαζόταν να καθοδηγηθεί από την γνώση, και ελλείψει γνώσης οι κοινοί άνθρωποι ήταν “παρά κακοί θεατές της αλήθειας”: “Η κατανόηση τους είναι τόσο αδύναμη στην οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα των ψευδών, και στην ανατροπή των λαθών της λογικής, που υποβάλλεται στις σφαλερότητες της αίσθησης, και είναι ανίκανη να επανορθώσει το λάθος των αισθητηρίων”. Αυτό θέλει να πει, ότι για τέτοιους ασκούμενους η πειθάρχηση της εμπειρίας εμπλέκει σημαντικά ένα χάρτη της κοινωνικής τάξης. Η κατάλληλη εμπειρία για φιλοσοφικό συμπέρασμα πρέπει να εμφανίζεται απ’ αυτά τα είδη ανθρώπων που ταιριάζουν αξιόπιστα και ειλικρινά να την έχουν, να την αναφέρουν ή αν δεν είναι δική τους, να αξιολογούν τις αναφορές εμπειρίας άλλων. Η απειθάρχητη εμπειρία δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.

Οι ιστορικοί και φιλόσοφοι της επιστήμης έδωσαν παραδοσιακά παρά πολύ προσοχή στις τυπικές μεθοδολογικές δηλώσεις, συχνά παίρνοντας τέτοιες δηλώσεις κατά πρόσωπο αξίας σαν επαρκείς απολογισμούς του τι έκαναν παλαιότεροι ασκούμενοι όταν πήγαν να κατασκευάσουν, να διατιμήσουν, και να διαδόσουν επιστημονική γνώση. Στην πραγματικότητα, η σχέση ανάμεσα σε κάθε σώμα τυπικών μεθοδολογικών κατευθύνσεων και συγκεκριμένη φυσική φιλοσοφική πρακτική στον 17ο αιώνα είναι βαθιά προβληματική. Για παράδειγμα, ούτε αυτοί των οποίων οι μεθοδολογικές δηλώσεις ομολογούσαν ριζική διάσπαση ανάμεσα στην θεωριοποίηση και την συλλογή γεγονότων ούτε αυτοί που ανακοίνωσαν την συστηματική σκεπτικιστική απόρριψη της παραδοσιακής κουλτούρας πέτυχαν πλήρως τους στόχους τους. Υπάρχουν πολλά για να συστηθεί μια αναθεωρητική άποψη ότι η τυπική μεθοδολογία πρέπει να κατανοείται σαν μια ομάδα ρητορικών εργαλείων για να τοποθετηθούν οι πρακτικές στον πολιτισμό και για να συγκεκριμενοποιηθεί το πώς αυτές οι πρακτικές έπρεπε να αξιολογηθούν. Αυτό δεν σημαίνει, παρόλα αυτά, να αρνηθούμε στην τυπική μεθοδολογία ένα ρόλο στην επιστήμη του 17ου αιώνα. Η μεθοδολογία μπορεί να είναι εν μέρει, όπως έχει ονομαστεί, ένας “μύθος”, αλλά οι μύθοι μπορεί να έχουν πραγματικές ιστορικές λειτουργίες. Οι μεθοδολογικές δηλώσεις όπως του Bacon κατασχέθηκαν άπληστα από μεταγενέστερους, κυρίως Άγγλους, φυσικούς φιλοσόφους για να δικαιολογήσουν ένα προσχεδιασμένο συλλογικό πρόγραμμα περισυλλογής πειραματικών και παρατηρούμενων γεγονότων, ενώ ευρέως επαγωγικές μεθοδολογίες χρησιμοποιήθηκαν από αλλά είδη φιλόσοφων για να δικαιολογήσουν την σπουδαιότητα της λογικής θεωριοποίησης πάνω από την συσσώρευση λεπτομερειών των γεγονότων. Η τυπική μεθοδολογία είναι σημαντική, ως εκ τούτου, με τον ίδιο τρόπο που η αιτιολόγηση μιας πρακτικής είναι σημαντική στην αναγνωρισμένη της ταυτότητα και αξία. Μια πρακτική χωρίς έναν σχετικό μύθο είναι πιθανόν να είναι αδύναμη, δύσκολη στην αιτιολόγηση, δύσκολη ακόμα και στο να καταστεί ορατή σαν ένα διακριτό είδος δραστηριότητας. Οι αιτιολογήσεις δεν πρέπει απλώς να εξισώνονται με την πρακτική που αιτιολογούν, και χρειαζόμαστε ακόμα μια ζωντανή εικόνα του τι έκαναν μια τάξη μοντέρνων φυσικών φιλόσοφων στην πραγματικότητα όταν κανόνισαν σχετικά με την εξασφάλιση ενός τμήματος γνώσης. Οι μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι δεν πίστευαν απλώς στα πράγματα σχετικά με τον φυσικό κόσμο, έκαναν πράγματα για να επιβεβαιώσουν, να αιτιολογήσουν, και να διαδόσουν αυτές τις πεποιθήσεις. Το να κάνεις φυσική φιλοσοφία, ήταν ένα είδος δουλειάς. Έτσι χρειάζεται τώρα να στραφούμε από τις αφηρημένες φόρμουλες μεθοδολογίας στην πρακτική εργασία του να κάνουμε την εμπειρία κατάλληλη για ορισμένα είδη φυσικής φιλοσοφικής έρευνας.

Πώς να κάνουμε ένα Πειραματικό Γεγονός

Όπως η μηχανική μεταφορά βρίσκεται στην καρδιά των καινούργιων νημάτων της φυσικής φιλοσοφίας, έτσι τα μηχανικά μέσα έρχονται να υποθέσουν μια νέα σπουδαιότητα στην κατασκευή γνώσης. Αυτή η έμφαση στα τεχνητά επινοημένα πειράματα δεν είναι πουθενά πιο χτυπητή παρά στα ερευνητικά προγράμματα που σχετίζονται με τη Βασιλική Κοινωνία του Λονδίνου (που ιδρύθηκε το 1660) και ιδιαίτερα με τον πιο επηρεαστικό της τύπο, τον Robert Boyle. Η αντλία αέρος που εφεύρε για τον Boyle ο βοηθός του Robert Hooke στο τέλος της δεκαετίας του 1650 γρήγορα έγινε έμβλημα του τι ήταν το να κάνουμε πειραματική φυσική φιλοσοφία. Ήταν η μεγαλύτερη μηχανή κατασκευής γεγονότος της Επιστημονικής Επανάστασης. Πώς δούλευε αυτή η αντλία αέρος; Πώς η απορρέουσα γνώση προσφερόταν σαν ένα φάρμακο για τις υπάρχουσες πνευματικές ασθένειες και σαν υπόδειγμα του πόσο κατάλληλα η επιστημονική γνώση θα έπρεπε να παράγεται; Οι ακόλουθες σελίδες προσφέρουν μία κορνίζα ενός ειδικού, υψηλά επηρρεαστικού σετ πρακτικών κατασκευής γνώσης, ενώ οι τελευταίοι τομείς προειδοποιούν ενάντια στην παραδοχή ότι ήταν παγκόσμια εγκεκριμένες, ακόμα και από συναδέλφους μοντέρνους μηχανικούς φιλοσόφους.

Η αντλία αέρος είχε ένα χαρακτήρα εμβλήματος δυο αντιστοιχίες: πρώτα, αυτή και οι πρακτικές του κινούνταν γύρω απ' αυτήν ήταν φτιαγμένες μέσα σε μοντέλα του σωστού τρόπου να προχωρήσουμε στην πειραματική φυσική φιλοσοφία. Η Βασιλική Κοινωνία έξυπνα διαφήμισε το πειραματικό της πρόγραμμα μέσα στην Ευρώπη, και ο πειραματισμός με την αντλία αέρος επαναλαμβανόμενα δεικνύετο σαν ένα παράδειγμα πειραματικής φιλοσοφίας . Η φυσική πειραματική χρήση των οργάνων όπως η αντλία αέρος αναγνωρίστηκε σαν ένα καινούργιο πράγμα στον 17ο αιώνα, έλκοντας την ευρεία υποστήριξη, την μίμηση, και επίσης την αντίθεση. Πολλές ιστορίες πειραματισμού στην φυσική επιστήμη ευλογοφανώς λένε ιστορίες προέλευσης που χαράσσονται πίσω στην αντλία αέρος του Boyle.

Δεύτερον, χειρισμού με όργανα όπως η αντλία αέρος θα μπορούσαν να αποδώσουν φυσική φιλοσοφική γνώση μόνο μέχρι εδώ καθώς τα αποτελέσματα που παράγονται μ' αυτούς και απ' αυτούς λαμβάνονταν σαν να αντανακλούσαν το πώς τα πράγματα ήταν στη φύση. Το κεφάλαιο 1 συζήτησε τη γενική μοντέρνα απόρριψη του Αριστοτελείου διαχωρισμού ανάμεσα στη “φύση” και τη “τέχνη”. Εκτός αν γινόταν αποδεκτό ότι υπήρχε μια βασική ομοιότητα ανάμεσα στα προϊόντα της φύσης και αυτά του ανρθώπινου τεχνάσματος, οι πειραματικοί χειρισμοί με μηχανές δεν θα μπορούσαν να σταθούν για το πώς τα πράγματα ήταν στη φύση, και η διάδοση της μεταφοράς ρολογιού για τη φύση καθώς και η αξιοπιστία των τηλεσκοπικών παρατηρήσεων των ουρανών, μαρκάρει αυτή την αποδοχή. Ο πειραματισμός με τέτοια όργανα άνοιξε τις πιθανότητες για τεράστιο έλεγχο και πεποίθηση. Κάποιος θα μπορούσε σύμφωνα με την αρχή να βασιστεί σε πειραματικά φαινόμενα κατά βούληση, σε κάθε καιρό, μπροστά σε οποιουσδήποτε παρατηρητές, χωρίς να περιμένει αυτά να συμβούν φυσικά, θα μπορούσε να παράγει αποτελέσματα που δεν ήταν καθόλου προσιτά στην φυσιολογική ανθρώπινη εμπειρία. Στην περίπτωση της αντλίας αέρος πολύ από το φυσικό φιλοσοφικό ενδιαφέρον στα τεχνητά κατασκευασμένα φαινόμενα, προχώρησε αποδέχοντας ότι το κενό που παρήγαγε μπορούσε να αντιπροσωπεύσει αυτό που θα παρατηρούσε κάποιος αν επρόκειτο να ταξιδέψει πάνω από την ατμόσφαιρα. Η αντλία θα μπορούσε να κάνει προσιτό και να διακηρύξει τα αόρατα, και φυσιολογικά μη αισθητά, αποτελέσματα του αέρα. Κι όμως αυτές οι πρακτικές συστάσεις προς όφελος του τεχνητού πειραματισμού εξαρτώνταν απόλυτα στην αποδοχή της αρχής ότι τα προϊόντα της ανθρώπινης τέχνης μπορούσαν να αντιπροσώπευαν την τάξη της φύσης. Χωρίς αυτή τη βασική αποδοχή, δεν θα μπορούσαν να υπάρχει σίγουρο συμπέρασμα για το ποια πειραματική συσκευή έκανε διακήρυξη στην φυσική τάξη των πραγμάτων.

Η αντλία αέρος προτίθετο να παράγει ένα λειτουργικό κενό μέσα στον μεγάλο υποδοχέα της από γυαλί. Τραβώντας συνεχώς το πιστόνι (ή “βεντούζα”) της αντλίας πάνω και κάτω και προσαρμόζοντας την βαλβίδα και την κάνουλα που συνέδεε τον υποδοχέα με την μπρούτζινη συσκευή της αντλίας, ποσότητες αέρα αφαιρούνταν από τον υποδοχέα. Η προσπάθεια της άντλησης γινόταν όλο και πιο δύσκολη, μέχρι που στο τέλος αντιστεκόταν σε κάθε ανθρώπινη δύναμη. Σ' αυτό το σημείο ο Boyle έκρινε ότι έχει εξαντλήσει σχεδόν όλο τον ατμοσφαιρικό αέρα από τον υποδοχέα. Αυτό το ίδιο μετρούσε σαν πείραμα, και αναφερόταν σαν το πρώτο από τη σειρά των 43 Νέων Φυσικο-μηχανικών Πειραμάτων που Αγγίζουν την Πηγή του Αέρα (1660) του Boyle. Ήταν το λειτουργικό κενό που έπρεπε να απολογηθεί για το αδύνατο έργο του να ταξιδέψουμε πάνω από την ατμόσφαιρα, και ο Boyle πρόσφερε ένα μηχανικό λόγο από την εμπειρία της αφής του να δουλεύουμε το πιστόνι.

Ο εξαντλημένος υποδοχέας της αντλίας αέρος ήταν, παρόλα αυτά, λιγότερο σημαντικός σαν ένα πείραμα αυτό καθ' αυτό παρά σαν ένας χώρος στον οποίο θα μπορούσε κάποιος να κάνει πειράματα. Ο υποδοχέας είναι ένα αφαιρούμενο μπρούτζινο κάλυμμα στην κορυφή, πάνω από ένα άνοιγμα αρκετά μεγάλο για να επιτρέψει σε όργανα να μπουν στη γυάλινη σφαίρα , και οι υπόλοιπες από τις σειρές δοκιμών πάνω στις ιδιότητες του αέρα αποτέλεσαν παρατηρήσεις αντικειμένων και συσκευών που τοποθετήθηκαν μέσα στον υποδοχέα. Θεωρείστε το 17ο πείραμα αυτής της σειράς, που ο Boyle χαρακτήρισε σαν “τον κύριο καρπό που υποσχέθηκα στον εαυτό μου από τη μηχανική μας”. Αυτό το πείραμα αποτελείτο απλά απ΄ την τοποθέτηση της συσκευής του Τorricelli - το υδραργυρικό βαρόμετρο που περιγράφηκε στο κεφάλαιο 1- μέσα στον υποδοχέα, που βαθμιαία εξαντλήθηκε απ΄αέρα. Ο Boyle ανακοίνωσε μια προσδοκία σχετικά μ' αυτό το πείραμα που έδειξε αμέσως το εμβληματικό του καθεστώς και το ρόλο του στην επιβεβαίωση μιας ευρέως μηχανικής άποψης για τη φύση. Περίμενε ότι καθώς ο υποδοχέας εκκενωνόταν το επίπεδο του υδραργύρου στο βαρόμετρο θα έπεφτε. Και όταν είχαμε τελείως, ή σχεδόν τελείως, αδειάσει τον υποδοχέα, τότε ο υδράργυρος μέσα στον μακρύ σωλήνα θα κατέβαινε εντελώς, ή σχεδόν εντελώς, σ' αυτόν που περιεχόταν στο χαμηλότερο μέρος του σωλήνα. Αν ο γαμπρός του Pascal είχε κουβαλήσει το βαρόμετρο του όχι πάνω στο Puy de Dôme αλλά πάνω στην κορυφή του ωκεανού του αέρα που περιβάλλει τη γη, αυτό ήταν αυτό που θα είχε παρατηρήσει. Και πράγματι, ενώ δεν υπήρχε αλλαγή στο ύψος του υδραργύρου όταν το βαρόμετρο τοποθετήθηκε στον υποδοχέα και σφραγίστηκε, ο Boyle παρατήρησε ότι το επίπεδο του υδραργύρου κατέβαινε με κάθε “εκτόνωση” αντλίας μέχρι που τέλος, όταν ο υποδοχέας δεν μπορούσε να εξαντληθεί άλλο, στάθηκε λίγο πιο πάνω από το κατώτερο επίπεδο υδραργύρου. Αν γύριζε την κάνουλα για να αφήσει λίγο αέρα να μπει ξανά πίσω στον υποδοχέα, τότε ο υδράργυρος ξανανέβαινε λίγο.

Επιπλέον, η προοδευτική πτώση στο επίπεδο του υδραργύρου μέσα στον υποδοχέα δεν μπορούσε να λογαριαστεί σαν απλώς ένα αποτέλεσμα του βάρους του αέρα – παρόλο, που όπως ο Pascal και άλλοι είχαν καθιερώσει, ο αέρας είχε βάρος. Ενώ ο υδράργυρος στο δοχειάκι (στο κάτω-κάτω μέρος) του σωλήνα του Pascal εκτείθετο στον αέρα, αυτός μέσα στον υποδοχέα του Boyle δεν εκτείθετο. Δεν μπορούσε να ειπωθεί ότι μια στήλη ατμόσφαιρας κρατούσε με το βάρος της κάτω τον υδράργυρο στο δοχειάκι, αφού το γυαλί του υποδοχέα στεκόταν ανάμεσα στον υδράργυρο και την ατμοσφαιρική στήλη. Το βάρος του σώματος του αέρα που εγκλειόταν μέσα στον ίδιο τον υποδοχέα δεν θα μπορούσε να είναι πολύ, σίγουρα όχι αρκετό για να στηρίξει μια στήλη υδραργύρου 30 ιντσών. Μια άλλη έννοια ως εκ τούτου φάνηκε ότι χρειάζεται να απολογηθεί για τα πειραματικά φαινόμενα μηχανικά, και αυτήν ο Boyle κάλεσε πίεση ή πηγή του αέρα. Από αυτά και άλλα φαινόμενα της αντλίας ο Boyle συμπέρανε ότι τα σωματίδια του αέρα έχουν πιθανόν έναν ελαστικό, σαν ελατήριο χαρακτήρα που αντιστέκεται στις δυνάμεις που δρουν πάνω τους και που επεκτείνεται όταν αυτές οι δυνάμεις ελαττώνονται . Όσο δύναμη ασκείται σε ένα εγκλεισμένο σώμα αέρα, τόση δύναμη γυρίζει πίσω. Όταν μια ποσότητα αέρα αφαιρείται από τον υποδοχέα, η επεκτατική δύναμη του εναπομείναντα αέρα μειώνεται. Ο υδράργυρος του εγκλεισμένου βαρόμετρου κατέβηκε επειδή, όπως είπε ο Bοyle , υπήρχε τότε ανεπαρκής πίεση για να αντισταθεί στο βάρος του υδραργύρου.

Τα σύνορα της Φυσικής Γνώσης

Η πίεση ή το ελατήριο του αέρα γινόταν ορατό σαν ένα κύριο επίτευγμα ενός πειραματικού προγράμματος στην φυσική φιλοσοφία: το τεχνητό πείραμα ήταν αυτό που έκανε την πίεση να εκδηλωθεί σαν μια πραγματική δύναμη που μηχανικά λειτουργεί στην φύση. Τα τεχνητά αποτελέσματα της αντλίας αέρος μέτρησαν σαν ζητήματα γεγονότος σχετικά με τη φύση. Τα πειραματικά γεγονότα μαρτύρησαν προς μια ενωτική τάξη της φύσης που ήταν αιτιολογικά υπεύθυνη γι' αυτά τα γεγονότα. Τα γεγονότα της αντλίας αέρος ήταν ορατά ή απτά , ενώ οι αιτίες που καταμαρτυρούσαν δεν ήταν προσιτές στις αισθήσεις. Πώς τότε ήταν κατάλληλο να κινηθούμε από το ένα στο άλλο; Πώς ήταν σωστό να μιλήσουμε αντίστοιχα για τα γεγονότα και τις φυσικές τους αιτίες;

Πολλοί μοντέρνοι ασκούμενοι - συμπεριλαμβανομένων κάποιων (σαν τον Descartes) μη εντυπωσιασμένοι με την αξία ενός προγράμματος συστηματικού πειραματισμού - συμφωνούσαν ότι οι διανοητικές ποιότητες της υλικής και θεωρητικής γνώσεις διέφεραν. Εδώ ξανά η μεταφορά του ρολογιού ανασύρθηκε για να εκφράσει τους κυμαινόμενους βαθμούς εμπιστοσύνης που θα μπορούσε κάποιος να δώσει στα γεγονότα και τις υποθέσεις που θα μπορούσε να διαμορφώσει κάποιος σχετικά με τις αιτίες που κρύβονται κάτω απ' αυτά τα γεγονότα. Βλέπουμε ένα ρολόι να βρίσκεται σε ένα ράφι τζακιού. Η παρατήρηση της κανονικής κίνησης των δεικτών του, μας δίνει την γνώση των αποτελεσμάτων. Όταν αξιόπιστα παρατηρούνται και ανακοινώνονται, αυτά (τα αποτελέσματα ) μετρούν σαν ζητήματα γεγονότος. Όταν ικανοποιούνται τέτοιες συνθήκες, μπορούμε να έχουμε βέβαιη γνώση αυτών των γεγονότων, για πρακτικούς σκοπούς τόσο βέβαιους όσο τα αποτελέσματα τις μαθηματικής ή λογικής απόδειξης. Αλλά υποθέστε ότι οι εσωτερικές λειτουργίες του ρολογιού είναι σίγουρα εγκλεισμένες σε ένα αδιαφανές κουτί και είναι πρακτικά απρόσιτες στην επιθεώρηση από εμάς. Δεν μπορούμε τότε να έχουμε παρόμοια βέβαιη γνώση του ποιες αιτίες παράγουν αυτά τα αποτελέσματα. Το ότι οι αιτίες είναι μηχανικές στη φύση είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να είμαστε λογικά βέβαιοι (σύμφωνα με τους μηχανικούς φιλοσόφους), αλλά το πώς ακριβώς τα μηχανικά τμήματα και κομμάτια διατάσσονται είναι ένα ζήτημα μόνο πιθανής γνώσης. Οι πληροφορημένες υποθέσεις μας για το πώς η εργασία του ρολογιού παράγει τα έκδηλα αποτελέσματα της έχουν ένα αθεράπευτα θεωρητικό και υποθετικό χαρακτήρα. Με ένα αληθινό ρολόι , θα μπορούσαμε, αν στα αλήθεια το θέλαμε, να αφαιρέσουμε το κουτί και να εξετάσουμε τις εσωτερικές του λειτουργίες. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τους κατασκευαστές ρολογιών πως κάνουν τη δουλειά τους. Αλλά για τη φύση δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο επειδή δεν μπορούμε να έχουμε άμεση αισθητική πρόσβαση στην κρυμμένη αιτιολογική δομή της φύσης. Πρέπει να συμπεράνουμε τις αιτιολογικές εργασίες από τα αποτελέσματα, και δεν μπορούμε να εξετάσουμε το Θεό, που είναι μεγάλος κατασκευαστής. Έτσι προσφέροντας έναν πιθανό απολογισμό του πως η μηχανή του κόσμου δούλευε o Descartes - ο οποίος αλλού επέμενε για τον υψηλό βαθμό βεβαιότητας των μηχανικών εξηγήσεων του- είπε:

Ακριβώς όπως ένας βιομηχανικός κατασκευαστής ρολογιών μπορεί να κάνει δύο ρολόγια που κρατούν το χρόνο εξίσου καλά και χωρίς καμία διαφορά στην εξωτερική τους εμφάνιση, κι όμως χωρίς καμία ομοιότητα στην σύνθεση των τροχών τους , έτσι είναι βέβαιο ότι ο θεός δουλεύει με άπειρους διαφορετικούς τρόπους, χωρίς να είναι δυνατό για το μυαλό του ανθρώπου να καταλάβει ποιο από αυτά τα μέσα επέλεξε να χρησιμοποιήσει… Και πιστεύω ότι θα έχω κάνει αρκετά αν οι αιτίες που κατέταξα είναι τέτοιες ώστε τα αποτελέσματα που μπορούν να παράγουν είναι παρόμοια με αυτά που βλέπουμε στον κόσμο, χωρίς να πληροφορούμαστε για το να υπάρχουν άλλοι τρόποι με τους οποίους παράγονται.

Στην περίπτωση της πειραματικής δουλειάς του Boyle πάνω στον αέρα αυτή η πιθανολογική στάση προς τις φυσικές αιτίες ήταν ιδιαίτερα εμφανείς στον απολογισμό του για την ελαστικότητα του αέρα και στην εμπιστοσύνη του σχετικά με την αιτία του. O Boyle είπε ότι τόλμησε να “μιλήσει εμπιστευτικά και θετικά για πολύ λίγα πράγματα, εκτός από τα θέματα γεγονότων”, καθώς αυτά τα γεγονότα δηλώνονταν από την αξιόπιστη παρατήρηση ή το πείραμα. Αντίθετα , όταν οι προηγούμενες γνώμες σχετικά με την φυσική κατάσταση των υποθέσεων που γεννούσαν αυτά τα γεγονότα, ο Boyle συνέστησε υπέρτατη προσοχή. Για τέτοιες αιτιολογικές υποθέσεις αυτός ο ίδιος μίλησε “τόσο αμφισβητήσιμα, και χρησιμοποίησε τόσο συχνά , της λέξεις ίσως, φαίνεται, δεν είναι απίθανο, και άλλες τέτοιες εκφράσεις, που συμπεραίνω μια διστακτικότητα για την αλήθεια των απόψεων στις οποίες τείνω”. Αυτή η διαφορά στην διανοητική ποιότητα έγινε ακόμα και ορατή στη δομή των κειμένων του Boyle . Στα Νέα Πειράματα ο Boyle είπε ότι εννοούσε να αφήσει “ένα καταφανές διάστημα” ανάμεσα στις διηγήσεις των γεγονότων γι' αυτά που έδειξε η αντλία αέρος και στις περιστασιακές “συζητήσεις” για την αιτιολογική ερμηνεία τους . Οι αναγνώστες καλούνταν, αν ήθελαν , να διαβάσουν τα πειράματα και τις ερμηνευτικές “σκέψεις” ξεχωριστά .

Ο Boyle διαβεβαίωσε τους αναγνώστες ότι δεν είχε κανονίσει να εκτελέσει τα πειράματα του με σκοπό να αποδείξει ή να διαψεύσει κάθε σύστημα φιλοσοφικής μεγάλης θεωρίας. Τόσο μακριά από το να είναι ένας πρωταθλητής κάθε ιδιαίτερου σώματος αιτιολογικής θεωρίας, είπε ότι είχε σπανίως διαβάσει τις φιλοσοφικές εργασίες τέτοιων εξέχοντων φυσικών φιλοσοφικών συστημάτων όπως ο Descartes, “που δεν θα μπορούσα να προκατέχομαι από κάποια θεωρία η αρχές”. Θεωρούσαν τον εαυτό του “ευχαριστημένο που σκεφτόταν ότι σπάνια κοίταζε κάποιο άλλο βιβλίο από αυτό της φύσης”. Αυτός ήταν ο τρόπος του Boyle για να δείξει ότι η ενδιαφερόμενη για τη θεωρία παρατήρηση κινδυνεύει να διαστραφεί και να γίνει αναξιόπιστη. Και ο “συστηματικός” τρόπος διεργασίας - δεσμευμένος με τα στοιχεία των γεγονότων καθώς γεννιόταν πάνω σε ένα ολόκληρο σύστημα φυσικής φιλοσοφίας- ταυτοποιείτο σαν μια αιτία της αποτυχίας της παραδοσιακής φιλοσοφικής πρακτικής.

Σύμφωνα με αυτά, ο Boyle είπε ότι η “δουλειά” του στα πειράματα της αντλίας αέρος “δεν ήταν να προσδιορίσει την επαρκή αιτία της ελαστικότητας του αέρα, αλλά μόνο να δηλώσει, ότι ο αέρας έχει ελαστικότητα, και να συσχετίσει κάποια από τα αποτελέσματα της”. Για να είναι σίγουρος, ο Boyle πρόσφερε κάποιες υποθέσεις σχετικά με τις πραγματικότητες των σωματιδίων που ήταν η αίτια της ελαστικότητας του αέρα, αλλά αυτές οι απόψεις κυμαίνονταν με τις κατάλληλες επιφυλάξεις. Τα σωματίδια του αέρα θα μπορούσαν να έχουν μια δομή σαν συνηθισμένα σπειρωειδή μεταλλικά ελατήρια, ή θα μπορούσαν να μοιάζουν με μαλλί προβάτου ή σφουγγάρια, ή ακόμα, η ελαστικότητα θα μπορούσε να αποδοθεί στους στροβίλους που ο Descartes ευνοούσε. Τέτοιες αιτιολογικές εικασίες ήταν βέβαια ένα κατάλληλο τμήμα της πειραματικής φυσικής φιλοσοφίας, αλλά ήταν λιγότερο σίγουρες από τα γεγονότα, και ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν μετά από την εγκαθίδρυση ενός επαρκούς σώματος γνώσης γεγονότων. Στην γενική πρακτική αυτό σημαίνει ότι ο Boyle δήλωνε τον εαυτό του ένα μηχανικό φιλόσοφο αλλά ποτέ στην πραγματικότητα δεν έδωσε ειδικές μηχανικές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων. Όπως σημειώθηκε στο κεφάλαιο 1, παρόλο που εξέφρασε γενική εμπιστοσύνη στις εξηγήσεις που ήταν μικρομηχανικής μορφής, ο Boyle και οι ακόλουθοί του διέφεραν σημαντικά από τον Descartes στο ότι αποποιούνταν του να εκφράσουν ακριβή μικρομηχανικά μεγέθη, μορφές, διακανονισμούς, και καταστάσεις κίνησης που γέννησαν τέτοιες παρατηρούμενες ιδιότητες όπως η ελαστικότητα, το χρώμα, η οσμή, κ.λπ. Αυτό ήταν ένας μηχανισμός οριοθετημένος με αρχές, από τους σχετικούς βαθμούς βεβαιότητας που έπρεπε να έχει στην γνώση γεγονότων ενάντια στην αιτιολογική θεωρητική γνώση.

Παρόλο που ο Boyle αναγνώρισε ότι η έρευνα για αιτιολογική κατανόηση- αν και υπό τις εκάστοτε συνθήκες - ήταν ένα κατάλληλο έργο για την πειραματική φυσική φιλοσοφία, υπήρχαν άλλα σώματα γνώσης που έπρεπε να αποκλειστούν τελείως από την δουλειά της πειραματικής φυσικής φιλοσοφίας. Αν τα ζητήματα γεγονότων έπρεπε να μετρήσουν σαν τα σίγουρα θεμέλια μιας ανδιαμορφωμένης φυσικής φιλοσοφίας, έπρεπε να είναι εγγυημένα σαν αυθεντικά και να προστατεύονται από την μόλυνση από άλλα λιγότερο βέβαια και λιγότερο αδιαμφισβήτητα θέματα της γνώσης. Η γενική - αν και όχι παγκόσμια - τάση της Αγγλικής πρακτικής του 17ου αιώνα ήταν να απορρίπτει την νομιμότητα μέσα στην φυσική φιλοσοφία των σαφώς θεολογικών, ηθικών, και πολιτικών θεωρήσεων. Το Βιβλίο της Φύσης που οι μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι διάβαζαν κατανοείτο σαν το βιβλίο του Θεού, αλλά ειπώθηκε συχνά ότι μια μηχανική φιλοσοφία έπρεπε να χειρίζεται τη φύση από τις μηχανικές της πλευρές. Έτσι, για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1660, κριτικοί της δουλειάς του Boyle πάνω στην ελαστικότητα του αέρα προκάλεσαν την επάρκεια ενός μηχανικού απολογισμού και προέτρεψαν στην αναγκαιότητα του να ληφθούν υπόψη πνευματικές δυνάμεις. Ο Boyle απάντησε σημειώνοντας την βαθιά του ευλάβεια αλλά υπενθυμίζονται στους κριτικούς του τα κατάλληλα όρια της φυσικής φιλοσοφίας:

Κανένας δεν είναι περισσότερο πρόθυμος (από εμένα) να αναγνωρίσει και να σεβαστεί την Θεία Παντοδυναμία, (αλλά) η διαφορά μας δεν είναι στο τι ο Θεός μπορεί να κάνει, αλλά στο τι μπορεί να γίνει από φυσικούς παράγοντες, όχι ανυψωμένος πάνω από τη σφαίρα της φύσης,… και κατά την κρίση των αληθινών φιλοσόφων, υποθέτω ότι (η μηχανική) υπόθεση δεν θα χρειαζόταν άλλο πλεονέκτημα... από αυτά που στα πράγματα μας εξηγούνται από τη συνηθισμένη πορεία της φύσης, ενώ στην άλλη αναδρομή θα οφειλόταν σε θαύματα.

Η δύναμη του Θεού και των πνευματικών παραγόντων στην φυσική τάξη αναγνωρίστηκε ελεύθερα, αλλά κατά την άποψη του Bοyle και των συναδέλφων του ο σκοπός της φυσικής φιλοσοφίας, ήταν να περιγραφεί από τα μηχανικά μέσα που ο Θεός χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει τον κόσμο-ρολόι και τον μηχανικό τρόπο λειτουργίας του. Μια εδραιωμένη σε γεγονότα πειραματική φυσική φιλοσοφία διατηρούσε την υποψηφιότητα μιας καλά- θεμελιωμένης βεβαιότητας και μιας καλά- συλλαμβανομένης προσέγγισης στην γνώση της αιτιολογικής δομής που κρύβεται κάτω από τη φύση. Θεωρείτο ευρέως ότι οι θεολογικές, ηθικές, μεταφυσικές, και πολιτικές συζητήσεις δημιουργούσαν διχασμό και σύγκρουση. Αν μια αναδιαμορφωμένη φυσική φιλοσοφία όφειλε να προσφέρει μια γνήσια βεβαιότητα, τότε τα όρια ανάμεσα σ' αυτήν και τις αμφισβητούμενες περιοχές πολιτισμού έπρεπε να γίνουν ξεκάθαρα. Η “πρόοδος της ανθρώπινης γνώσης”, έγραψε ο Βoyle , παρεμποδίστηκε εισάγοντας “τα ήθη και τις πολιτικές μέσα στις επεξηγήσεις της φύσης των σωμάτων, όπου όλα τα πράγματα αληθινά αλληλεπιδρούν σύμφωνα με νόμους μηχανικούς”. Με άλλα λόγια, οι συνθήκες μιας τέτοιας ευφυούς και αντικειμενικής γνώσης για τη φύση όπως ήταν δυνατό για τους ανθρώπους να εξασφαλίσουν ήταν ο διαχωρισμός της φυσικής φιλοσοφίας από μορφές πολιτισμού στις οποίες τα ανθρώπινα πάθη και τα ενδιαφέροντα δεσμεύονταν από την ερμηνεία της φύσης στις μηχανικές της πλευρές. Το να μιλήσουμε ευφυώς και φιλοσοφικά για το τι είναι “φυσικό” ή “υλικό” σημαίνει να μιλήσουμε με μηχανικούς όρους. Αυτό δεν είναι απαραίτητα το ίδιο πράγμα σαν να λέμε ότι ο μηχανισμός είναι εξολοκλήρου επαρκής για να απολογηθεί για όλα τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στην ανθρώπινη εμπειρία. Εκεί που οι μοντέρνοι ασκούμενοι διαφώνησαν σημαντικά ήταν στην ταυτοποίηση τους για το ποια φαινόμενα ήταν φυσικά.

Δημοσιοποιώντας τη Γνώση

Είναι παραδοσιακό να χαράσσουμε τον περίγυρο της Επιστημονικής Επανάστασης μέσα από τα κείμενα μεμονωμένων ασκούμενων. Κι όμως ο κάθε φυσικός φιλόσοφος δεν έκανε γνώση ολομόναχος, και η ίδια η ιδέα της γνώσης υπονοεί ένα κοινό και μοιρασμένο πράγμα, που αντιπαραβάλλεται με την ατομική στάση του πιστεύω. Για να εγκαθιδρυθεί η αξιοπιστία του και για να εξασφαλιστεί το καθεστώς του σαν γνώση, το ατομικό πιστεύω ή η εμπειρία πρέπει αποτελεσματικά να κοινοποιηθεί σε άλλους. Πράγματι, οι μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι αφιέρωσαν πολλή προσοχή της σκέψης τους και πολλή πρακτική εργασία στην ερώτηση του πώς η εμπειρία θα μπορούσε αποτελεσματικά και αξιόπιστα να κάνει το πέρασμα από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα. Πολλοί ασκούμενοι έκριναν ότι η ευρέως διεγνωσμένη ασθένεια της σύγχρονης φυσικής φιλοσοφίας ξεκίνησε από τον εξαιρετικά ιδιωτικό ή ατομικιστικό της χαρακτήρα, και το επόμενο κεφάλαιο θα θεωρήσει κάποιους κινδύνους που απέρρεαν από τον πνευματικό ατομισμό.

Είδαμε ότι η Αγγλική εμπειρική παράδοση του 17ου αιώνα έδινε ιδιαίτερη έμφαση στις λεπτομέρειες των γεγονότων σαν το σίγουρο θεμέλιο για φυσική φιλοσοφική γνώση. Αν οι ιδιαίτερες εμπειρίες επρόκειτο να υπηρετήσουν αυτή τη λειτουργία, παρόλα αυτά, η αυθεντικότητα τους ότι πράγματι συνέβησαν, ιστορικά ειδικά γεγονότα κάπως έπρεπε να εγγυάται και να γίνεται πειστική σε μια κοινότητα. Κατά συνέπεια, αν κάποιες ιδιαιτερότητες έπρεπε να γίνουν κομμάτι μιας μοιρασμένης αποθήκης γνώσης, αξιόπιστοι τρόποι έπρεπε να βρεθούν για να ταξιδέψουν, και να επεκταθούν από ένα άτομο σε πολλά άλλα. Ο Boyle και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν μια ποικιλία σχετικά καινοτομικών τεχνικών για να βοηθήσουν την μετάβαση της πειραματικής και παρατηρητικής εμπειρίας από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο. Πρώτα , υπενθύμιση ότι μια από τη συστάσεις ενός προγράμματος πειραματισμού ήταν μεγαλύτερος πρακτικός έλεγχος πάνω στην εμπειρία. Αντίθετα από τα καθαρά φυσικά φαινόμενα, αυτά που παράγονταν σε όργανα όπως η αντλία αέρος θα μπορούσαν - μέσα σε πρακτικά όρια - να λαμβάνουν χώρα όταν και όπου κάποιος ήθελε. Οι μάρτυρες θα μπορούσαν ειδικά να κινηθούν για να παρατηρήσουν τα πειραματικά αποτελέσματα και να καταθέσουν την αυθεντικότητα τους, και τα κείμενα του Boyle μερικές φορές ονόμαζαν μάρτυρες στις δοκιμές τις αντλίας αέρος. Επιπλέον, οι πειραματικές εκτελέσεις ήταν μορφή ρουτίνας στις συναντήσεις της Βασιλικής Κοινωνίας, και ένα Βιβλίο-Μητρώο παρεχόταν στους μάρτυρες για να καταθέσουν την συναίνεσή τους στα πειραματικά αποτελέσματα. Δεύτερον, ο Boyle με επιρροή συνέστησε οι πειραματικές αναφορές να γράφονται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε μακρινούς αναγνώστες-όχι παρόντες σαν αυτόπτες μάρτυρες- να αναπαραγάγουν τα σχετικά αποτελέσματα. Οι πραγματικές μέθοδοι, τα υλικά, και οι συνθήκες έπρεπε να περιγράφονται με λεπτομέρειες κάθε λεπτό έτσι ώστε οι αναγνώστες που από το μυαλό θα προσπαθούσαν να κάνουν έτσι να μπορούν να αναπαράγουν τα ίδια πειράματα και έτσι να γίνονται άμεσοι μάρτυρες.

Όπως συνέβη, καμιά από αυτές τις τεχνικές δεν ήταν ένα πολύ ισχυρό μέσο για να επεκταθεί η εμπειρία. Για πρακτικούς λόγους μόνο ο αριθμός των άμεσων μαρτύρων στις πειραματικές δοκιμές ήταν πάντα περιορισμένος: στο εργαστήριο του Boyle αυτό το κοινό πιθανόν αποτελείτο από το πολύ τρεις έως έξι ικανούς συναδέλφους, και το ακροατήριο για τις δοκιμές της Βασιλικής Κοινωνίας σπάνια ξεπερνούσαν τους 20 και ήταν τυπικά πολύ λιγότεροι. Και αν και τα κείμενα του Boyle ενθάρρυναν την αναπαραγωγή και πρόσφεραν λεπτομερείς οδηγίες στο πώς να προχωρήσει κάποιος, μετά από έναν αριθμό ετών ακόμα και ο ίδιος πείστηκε ότι λίγες ικανές αντιγραφές των πειραμάτων της αντλίας αέρος διεξήχθησαν και ολοκλήρωσαν αυτές της λίγες που είχαν γίνει. Σύμφωνα μ' αυτά, αν η εμπειρία επρόκειτο αποτελεσματικά να επεκταθεί, άλλα μέσα από την δημόσια μαρτυρία και την φυσική αναπαραγωγή έπρεπε να κάνουν την δουλειά.

Τέτοια μέσα βρέθηκαν στις μορφές της ίδιας της επιστημονικής επικοινωνίας. Η εμπειρία θα μπορούσε να επεκταθεί και να γίνει δημόσια γράφοντας επιστημονικές διηγήσεις κατά τρόπο που πρόσφεραν στους μακρινούς αναγνώστες που δεν είχαν άμεσα παραβρεθεί στα φαινόμενα -και πιθανόν δεν θα παρευρίσκονταν ποτέ- τόσο ζωντανή αφήγηση των πειραματικών εκτελέσεων που θα μπορούσαν να γίνουν μέσα στο μυαλό εικονικών μαρτύρων. Οι περισσότεροι ασκούμενοι που αποταμίευσαν τις λεπτομέρειες των γεγονότων του Boyle στην αποθήκη γνώσης τους το έκαναν όχι μέσα από την άμεση μαρτυρία τους ή μέσα από την αναπαραγωγή αλλά μέσα από την ανάγνωση των αναφορών του και βρίσκοντας αρκετό έδαφος ώστε να εμπιστευτούν την ακρίβεια και την φιλαλήθειά τους. Όπως ο Boyle είπε, οι διηγήσεις του (και αυτές του ικανά ακολούθησαν το στυλ που συνέστησε) έπρεπε να γίνουν “υποστηριχτηκές καταγραφές” της νέας πρακτικής, και οι αναγνώστες “δεν χρειάζονται να επαναλάβουν ένα πείραμα για να έχουν μια ξεχωριστή ιδέα γι' αυτό, καθώς τους επαρκεί για να εδραιώσουν πάνω τους τις σκέψεις και τις υποθέσεις τους”. Η εικονική μαρτυρία ενέπλεκε την παραγωγή στο μυαλό του αναγνώστη μιας εικόνας μιας πειραματικής σκηνής καθώς φανέρωνε την αναγκαιότητα είτε για την άμεση μαρτυρία της είτε για την αναπαραγωγή της. Στο πειραματικό γράψιμο του Boyle αυτό σήμαινε ένα υψηλά καθοριστικό των συνθηκών ύφος, συχνά συγκεκριμενοποιώντας με βασανιστικές λεπτομέρειες το πότε, το πώς, και το πού τα πειράματα γίνονταν, ποιος ήταν παρών, πόσες φορές επαναλλαμβάνονταν, και με ποια ακριβώς αποτελέσματα. Τα πειράματα έπρεπε να είναι λεπτομερή σε μεγάλο βαθμό, και οι αποτυχίες καθώς και επιτυχίες να αναφέρονται. Ένα τέτοιο ύφος θα μπορούσε “να αποτρέψει τον αναγνώστη από το να αμφισβητήσει” τα σχετικά αποτελέσματα και θα διαβεβαίωνε τον αναγνώστη για την ειδική ιστορική πραγματικότητα των λεπτομερειών των γεγονότων.

Ο επιστημονικός συγγραφέας φάνηκε σαν αδιάφορος και ταπεινός, μη ανησυχώντας για την δόξα και μη σχετιζόμενος με κανένα σχολείο μεγάλης φιλοσοφικής θεωριτικοποίησης: “δεν είναι στα σχέδια μου”, ο Boyle έγραψε, “να στρατολογήσω τον εαυτό μου με, ή εναντίον, οποιουδήποτε από τους Φυσιολογιστές”. Ένα τέτοιο πρόσωπο θα μπορούσε να γίνει πιστευτό, και οι διηγήσεις ενός τέτοιου προσώπου θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σαν τη διάφανη διαθήκη της ίδιας της φύσης. Ένας καθοριστικός των συνθηκών και ειλικρινής τρόπος γραψίματος θα μπορούσε να μετατρέψει τους αναγνώστες σε μάρτυρες. Η εμπειρία θα μπορούσε να επεκταθεί και τα θεμέλια των γεγονότων της φυσικής φιλοσοφικής πρακτικής θα γίνονταν πιο σίγουρα. Αφού αυτά τα θεμέλια φυσικής γνώσης θα ήταν εγγυημένα από αυτά τα μέσα, η φιλοσοφική έρευνα για τις αιτίες θα μπορούσε με ασφάλεια να προχωρήσει.

Ποιος είναι ο σκοπός του Πειράματος;

Η συσσώρευση λεπτομερειών σαν ένας τρόπος εδραίωσης μιας αναδιαμορφωμένης φυσικής φιλοσοφίας ήταν ένα σημαντικό νήμα μοντέρνας πρακτικής, ιδιαίτερα ευνοημένη από Αγγλία αλλά επιδραστική και στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Δημοσιωμένη μέσα από ένα εργασιακό δίκτυο “ευφυοποίησης” που είχε κέντρο την Βασιλική Κοινωνία του Λονδίνου ευρέως πειραματικές και επαγωγικές πρακτικές διασφάλισαν ένα πλατύσκαλο σε έναν αριθμό Ευρωπαϊκών χωρών και ακόμα και στον εμφανιζόμενο επιστημονικό πολιτισμό των Αμερικάνικων αποικιών. Και όμως αυτός ο τρόπος εξασφάλισης της φυσικής γνώσης ήταν ανοχύρωτος και κάποιοι μοντέρνοι τον απέρριψαν στο σύνολο του ή εν μέρει. Ούτε η συστηματική εκτέλεση των πειραμάτων ούτε η άποψη ότι μια μάζα επικυρωμένων γεγονότων παρείχαν τα μοναδικά σίγουρα θεμέλια της φυσικής φιλοσοφικής γνώσης απλώς καθόριζαν τι ήταν μοντέρνο.

Ο Descartes για παράδειγμα, ανακοίνωσε ότι οι βάσεις για σωστή φυσική φιλοσοφική γνώση έπρεπε να δειχθούν μέσα από λογικά διεξαγόμενο σκεπτικισμό και αυτoεξέταση. Αμφισβητείστε όλα όσα μπορείτε, και όταν φθάσετε σε αρχές που δεν μπορείτε να αμφισβητήσετε τότε έχετε τα θεμέλια της φιλοσοφίας. Ο Descartes δεν εκτέλεσε ο ίδιος μια μεγάλη μάζα φυσικών πειραμάτων, και παρόλο που τυπικά εξέφρασε την ευχή να “γίνει μια απειρότητα πειραμάτων” δεν θεώρησε ότι η διαμόρφωση μιας σίγουρης φυσικής φιλοσοφίας έπρεπε να περιμένει τα αποτελέσματα τους. Τα πειράματα έπρεπε να έχουν ένα ρόλο, αλλά δεν ήταν απαραίτητο να τα στοιβάζουμε σε ένα μεγάλο σωρό ιδιαιτεροτήτων, και ακόμα λιγότερο να περιμένουμε να σιγουρέψουμε τις γενικές φυσικές αρχές από αυτό το σωρό. Ο Descartes ακόμα παραπονέθηκε ότι αυτά τα πειράματα που πρόσφατα γνωστοποιήθηκαν περιείχαν πάρα πολύ ιστορική εξειδίκευση και ιδαιτερότητα για να είναι χρήσιμα φιλοσοφικά: “Είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τόσο πολύπλοκα με άχρήστες λεπτομέρειες και επιπόλαια συστατικά που θα ήταν πολύ δύσκολο για τον ερευνητή να ανακαλύψει τον πυρήνα της αλήθειας τους”. Αντίθετα από τον Boyle και τους συνεργάτες του, ο Descartes ήταν σκεπτικιστής ότι μια κοινότητα θα μπορούσε ποτέ να βρει τα ηθικά και τα λόγια μέσα για να διαβεβαιώσει την αξιοπιστία μιας μάζας πειραματικών αναφορών.

Στην Αγγλία ο Thomas Hobbes πήρε βίαια εξαίρεση στο πειραματικό πρόγραμμα που σχετίστηκε με τον Boyle και τη Βασιλική Κοινωνία. Κατά την άποψη του, ήταν ένα άσκοπο πρόγραμμα. Γιατί να εκτελούμε συστηματικές σειρές πειραμάτων, όταν κάποιο που θα μπορούσε στην πραγματικότητα να διακρίνει τις αιτίες από τα αποτελέσματα, αυτό το μόνο πείραμα θα ήταν αρκετό; Ούτε ήταν εμφανές στον Hobbes ότι τα τεχνητά αποτελέσματα, όπως αυτά που παράγονται με την αντλία αέρος του Boyle, ήταν είτε απαραίτητα στην φυσική φιλοσοφία ή άξιζαν τα έξοδα και τον κόπο εκτέλεσης των πειραμάτων: “Αυτό που θέλω από τα πειράματα μπορείτε να το εφοδιάσετε από την ίδια σας την αποθήκη, ή τέτοια φυσική ιστορία που ξέρετε ότι είναι αληθινή, παρόλο που μπορεί να είμαι πολύ ευχαριστημένος με τη γνώση των αιτιών αυτών των πραγμάτων που ο καθένας βλέπει κοινώς να παράγονται”. Ούτε μπορούσε κάθε διανοητική επιχείρηση με τον τίτλο της φιλοσοφίας να είναι ευχαριστημένη με την αιτιολογική προσοχή να είναι συνδεδεμένη με το πειραματικό πρόγραμμα. Αναφερόμενος στην Βασιλική Κοινωνία, ο Hobbes έγραψε, “Μπορεί να φτιάχνουν τις μηχανές και τα δοχεία και να δοκιμάζουν συμπεράσματα αλλά δεν είναι ποτέ περισσότερο φιλόσοφοι για όλα αυτά”. Παρόλο που στα χρόνια του 1660 και 1670 ο Hobbes έδειξε την ανασφάλεια του προγράμματος συστηματικού πειραματισμού με την αντλία αέρος του Boyle, προσφέροντας λεπτομερείς εναλλακτικούς απολογισμούς για τα αποτελέσματα της αντλίας και θεωρητικά συμπεράσματα από αυτά.

Ένα πρόγραμμα συστηματικής συλλογής γεγονότων θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα μητρώο φυσικών και τεχνητών αποτελεσμάτων: θα μπορούσε να μετρήσει σαν φυσική ιστορία. Αλλά ο Hobbes επέμεινε πάνω στην παραδοσιακή ερμηνεία της φυσικής φιλοσοφίας σαν την αναζήτηση εξασφάλισης της γνώσης από τα αίτια της φύσης -“η φιλοσοφία είναι η επιστήμη των αιτιών”- και δεν είδε ασφαλή τρόπο στο να προχωρήσει από μια στοίβα λεπτομερειών στην αιτιολογική γνώση που κατείχε την κατάλληλη βεβαιότητα για να φιλοσοφεί. Για να έχει τον τίτλο “φιλοσοφία”, μια πρακτική δεν θα μπορούσε απλώς να αγκαλιάζει την προσοχή του Boyle που αφορά την συνήθη κατασκευή της φύσης. Αντ’ αυτού έπρεπε να προχωρήσει από τη λογικά εγκαθιδρυμένη σωστή γνώση των αιτιών στη γνώση των αποτελεσμάτων. Έτσι ο Hobbes αρνήθηκε να δεχτεί την νομιμότητα της διαφορετικής θέσης του Boyle για την αιτία της ελαστικότητας του αέρα. Στηρίξτε σε σίγουρες βάσεις το ποια είναι η πραγματική αιτία, και τότε θα ενεργείτε σαν φιλόσοφος. Αν παραλείψετε να το κάνετε αυτό θα είστε ένας απλός αφηγητής ιστοριών σχετικών με τα φυσικά φαινόμενα. Η αξιολόγηση του πειραματικού προγράμματος ως εκ τούτου απέρρεε από μια άποψη σχετικά με το ποια τα σωστά προϊόντα της φυσικής φιλοσοφικής γνώσης έπρεπε να είναι. Ποια θα έπρεπε να είναι η σχετική γνώση - που παίζει τον ρόλο εμπειρίας και λογικής σκέψης; Πόση βεβαιότητα θα έπρεπε να περιμένει κάποιος στις αναζητήσεις μέσα στην φυσική τάξη; Υπήρχε -ανάμεσα στα γεγονότα και στις ιδιαιτερότητες τους και στα θεωρητικά θέματα- βεβαιότητα που θα μπορούσε να εντοπιστεί ; Και τι είδος βεβαιότητα θα έπρεπε να περιμένει κανείς από τη φιλοσοφική έρευνα;

Παρόλο που ο Hobbes ήταν ένας μηχανικός φιλόσοφος, και παρόλο που έζησε και δούλεψε στην Αγγλία στο περισσότερο της ζωής του, η απόρριψη του για τον πειραματικό τρόπο και το τσουχτερά πολεμικό του ύφος έδειχναν ότι ποτέ δεν έγινε φίλος της Βασιλικής Κοινωνίας. Μέσα στην δεκαετία του 1670, ένα ευρέως πειραματικό και φυσικό ιστορικό πρόγραμμα του Boyle συνέχιζε να χαρακτηρίζει την συλλογική δουλειά της Βασιλικής Κοινωνίας και την εικόνα του πολιτισμού. Και παρόλο, που όπως είδαμε, ο σωματικισμός (σχετικά με τα σωματίδια) του Bοyle ήταν στις αρχές συμβατός με μια μαθηματική προσέγγιση στην φυσική έρευνα, στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Boyle εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με τους μαθηματικούς ιδεαλισμούς, και η δική του πειραματική δουλειά ήταν αξιοσημείωτα απελευθερωμένη από μαθηματικά σχήματα και αναπαραστάσεις. Αυτό περιλαμβάνει το “νόμο” που συνδέει την πίεση και τον όγκο του αέρα για τον οποίο ο Boyle είναι περισσότερο γνωστός στην μοντέρνα επιστήμη, έναν νόμο που ο Boyle δεν κάλεσε ποτέ νόμο και στον οποίο δεν έδωσε ποτέ συμβολική μαθηματική έκφραση.

Πολλοί απολογισμοί της Επιστημονικής Επανάστασης αναπαριστούν τον Sir Isaac Newton σαν να φέρνει στην ωριμότητα το μηχανικό και πειραματικό πρόγραμμα που σχετίζεται με τον παλαιότερο συνάδελφο του της Βασιλικής Κοινωνίας , τον Robert Boyle . Πράγματι, πολύ προσπάθεια καταναλώθηκε στην Αγγλία για να δειχθεί η συνέχεια ανάμεσα στο πρόγραμμα του Boyle , κυρίαρχο στη δεκαετία του 1660 και του 1670, και στο πρόγραμμα του Newton που έγινε αυξανόμενα επιρρεαστικό στις μεταγενέστερες δεκαετίες. Όπως και να έχει το πράγμα, υπήρχαν σημαντικές διαφορές στο πως ο Boyle και ο Newton προχώρησαν για να επιβεβαιώσουν την φυσική γνώση, στις απόψεις τους σχετικά με την ποιότητα της βεβαιότητας που έπρεπε να αναμένεται από το αποτέλεσμα της φυσικής αναζήτησης, και στις αντιλήψεις τους για τον κατάλληλο ρόλο της εμπειρίας στην φυσική φιλοσοφία. Το πειραματικό πρόγραμμα της πρώτης Βασιλικής Κοινωνίας ήταν αφιερωμένο στην αναμόρφωση της φυσικής φιλοσοφίας θεραπεύοντας το δογματισμό. Όταν οι ασκούμενοι είχαν καλά εκπαιδευτεί σε τι βαθμό εμπιστοσύνης θα έπρεπε να έχουν στους διάφορους τύπους γνώσης, τότε η φυσική φιλοσοφία θα θεμελιωνόταν σίγουρα και θα ρύθμιζε το σωστό δρόμο για την πρόοδο. Αρχηγικά μέλη της Κοινωνίας υποστήριξαν την άποψη του Boyle ότι οι ασκούμενοι θα έπρεπε να εναποθέτουν μεγάλη εμπιστοσύνη σε καλά -πιστοποιημένα γεγονότα ενώ υιοθετούσαν μια πιο επιφυλακτική θέση προς τους αιτιολογικούς ισχυρισμούς. Η θεμελιωμένη πάνω στα γεγονότα αιτιολογική γνώση ήταν ενδημικά ανίκανη για το είδος της βεβαιότητας που σχετίζεται με τη μαθηματική απόδειξη, και αυτοί που περίμεναν από τη φυσική έρευνα να αποδώσει αιτιολογική βεβαιότητα πάνω στο μοντέλο των καθαρών μαθηματικών χαρακτηρίστηκαν παραπλανημένοι δογματιστές. Κατηγορήθηκαν για μια κατηγορία λάθους -που συγχέει τις έρευνες μέσα σε ένα πραγματικό αισθητικό υλικό και τα αποτελέσματα του με τον αφηρημένο παλμό των μαθηματικών. Όσο πιο σύντομα οι φυσικοί φιλόσοφοι εκτιμούσαν τον προσωρινό και πιθανό χαρακτήρα των θεωρητικών τους απολογισμών (αποδόσεων) τόσο το καλύτερο.

Ήταν ενάντια σ' αυτό το υπόβαθρο που κάποιες από τις πρώτες συνεισφορές του Newton εμφανίστηκαν σε αρκετούς αξιοσημείωτους ασκούμενους της Βασιλικής κοινωνίας όχι σαν ολοκλήρωση του ίδιου φυσικού φιλοσοφικού προγράμματος στο οποίο δεσμεύονταν αλλά σαν μια επανεμφάνιση του παρηκμασμένου δογματισμού. Η εν λόγω πειραματικές σειρές αναφέρονταν εκείνο τον καιρό σαν το κρίσιμο πείραμα, επειδή προτίθετο να διακρίνει αποφασιστικά ανάμεσα στις αντίπαλες θεωρίες σχετικά με τη φύση του φωτός. Η οπτική- η μελέτη των ιδιοτήτων και της συμπεριφοράς του φωτός- λιγότερο εύκολα αφομοιωνόταν σε ένα εργασιακό πλαίσιο από π.χ. τα φαινόμενα του αέρα και τα υδροστατικά φαινόμενα που ερευνήθηκαν από του Pascal και Boyle. Εν πάσει περιπτώσει, τον 17ο αιώνα πολλή προσπάθεια γινόταν για να αναπτυχθεί μια μηχανική θεωρία για το φως.

Το χρωματικό φάσμα - όπως το ουράνιο τόξο-που παραγόταν όταν το ηλιακό φως περνούσε μέσα από ένα πρίσμα ήταν ευρέως γνωστό. Πριν από το 17ο αιώνα ήταν έθιμο να θεωρούνται το χρώμα και το φως σαν ξεχωριστά θέματα. Διαφορετικά- χρωματισμένα σώματα είχαν παραδοσιακά θεωρηθεί σαν να έχουν ξεχωριστές πραγματικές ιδιότητες - ερυθρότητα, κιτρινότητα, κ.λ.π. - και η επακόλουθη τάση με την διάκριση ανάμεσα στις κύριες και τις δευτερεύουσες ιδιότητες ώθησε τους μηχανικούς φιλοσόφους να αναπτύξουν κάποια θεωρία που έδειχνε την αναγκαιότητα απόδοσης διαφορετικών πραγματικών ιδιοτήτων σε διαφορετικού χρώματος σώματα και έτσι να συγχωνεύσουν την κατανόηση του χρώματος και του φωτός. Στην δεκαετία του 1630, ο Descartes έκανε μια κύρια προσπάθεια για μια μηχανική θεωρία του φωτός, μεταχειρίζοντας το φως σαν ένα αποτέλεσμα πίεσης σε ένα σύμπαν γεμάτο από λεπτούς σφαιρικούς κόκκους από αισθήσεις ύλης και χρώματος όπως προκαλούνται από τις διάφορες ταχύτητες της αξονικής περιστροφής της σφαίρας. Η διάλθαση μέσα από ένα πρίσμα, στο σχήμα του Descartes, τροποποιούσε την περιστροφή της ύλης κάνοντας καθαρό λευκό φως, και η επέκταση της τροποποίησης προκαλούσε τα χρωματικά πρότυπα που παρατηρούμε. Έτσι, ενώ ο Descartes προσέφερε ένα μηχανικό απολογισμό του φωτός και του χρώματος, διατήρησε μια παραδοσιακή παραδοχή κοινής λογικής ότι η αρχέγονη κατάσταση για το φως ήταν “λευκή” (δηλ. φυσικό φως) και ότι τα χρώματα - όπως αυτά που παράγονταν με τη διάθλαση μέσα από ένα πρίσμα - έπρεπε να λογαριαστούν σαν τροποποιήσεις της “λευκότητας”.

Το κρίσιμο πείραμα του Newton αποτελείτο από την παράταξη στη σειρά δύο πρισμάτων κατά τρόπο ώστε μόνο μια από τις χρωματιστές ακτίνες που παράγονταν από την πρώτη διάθλαση να διαθλάται δεύτερη φορά. Αν η παραδοσιακή θεωρία για την αρχέγονη φύση του λευκού φωτός ήταν σωστή, τότε μια δεύτερη διάθλαση θα προκαλούσε μια χρωματιστή αλλαγή. Αν, παρόλα αυτά, όπως ο Newton πρότεινε, το λευκό φως ήταν ένα μίγμα από διαφορετικά χρωματισμένες ακτίνες, τότε το χρώμα της ακτίνας που υπόκειτο σε δεύτερη διάθλαση θα παρέμενε το ίδιο, και αυτό βρήκε ο Newton ότι ήταν η περίπτωση. Κάθε τύπος ακτίνας συμπεράνθηκε ότι έχει ειδική διαθλασιμότητα. Παρόλο που οι σύγχρονοι εναντίωσαν τεράστια προβλήματα στον καθορισμό της ταυτότητας του κρίσιμου πειράματος, το πιο ουσιαστικό πρόβλημα ενέπλεκε τους ισχυρισμούς του Newton σχετικά με το τι αυτό το πείραμα καθιέρωσε, πώς καθιέρωσε μια θεωρία φωτός, και με τι βεβαιότητα το έκανε.

Αντίθετα με τις πειραματικές αναφορές του Boyle, οι επικοινωνίες του Newton προς την Βασιλική Κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1670 σχετικά με τη δουλειά του με τα πρίσματα προσέφερε μόνο τις πιο σκιαγραφικές περιγραφές των χειρισμών και των συνθηκών τους. Παρόλο που τα πειράματα παρουσιάζονταν σαν αποφαστιστικά, η αναφορά τους δεν ήταν καθόλου λεπτομερής. Στην πραγματικότητα, ο Newton αναγνώρισε τον σχετικά συμμορφωμένο τρόπο των πειραματικών του αναφορών, λέγοντας κατευναστικά ότι “η ιστορική αφήγηση αυτών των πειραμάτων θα έκανε μια συζήτηση πολύ κουραστική και μπερδεμένη, και ως εκ τούτου θα υποβάλλω το Δόγμα πρώτα και μετά, για την εξέταση του, θα σας δώσω την περίπτωση ενός ή δυο Πειραμάτων, σαν ένα δείγμα για τα υπόλοιπα”. Αργότερα δικαολογήσε την σποραδικότητα των πειραματικών του διηγήσεων ανασύροντας μια σαφή αντιπαράθεση με την πρακτική του Boyle: “Δεν είναι ο αριθμός αλλά το βάρος των Πειραμάτων, που πρέπει να θεωρηθεί και όταν ένα θα το κάνει, ποια είναι η ανάγκη των πολλών;” Ξεκάθαρα, η ιστορικά ιδιαίτερη εμπειρία δεν ήταν γραμμένο να παίξει το ρόλο στη φυσική φιλοσοφία του Newton που έπαιξε σ' αυτήν του Boyle.

Επιπλέον, στην αρχική επικοινωνία του Newton με την Βασιλική Κοινωνία το 1672 γι' αυτά τα αποτελέσματα, ισχυρίστηκε ότι είχε εξασφαλίσει “την αληθινή αιτία” των οπτικών φαινομένων, και ότι το είχε κάνει με βεβαιότητα:

Ένας φυσιολογιστής σπάνια περιμένει να δει την επιστήμη (των χρωμάτων) να γίνεται μαθηματική, κι όμως τολμώ να βεβαιώσω ότι υπάρχει πολλή βεβαιότητα σε αυτήν όπως σε κάθε άλλο τμήμα της οπτικής. Γιατί αυτά που θα πω σχετικά με αυτά δεν είναι μια υπόθεση αλλά περισσότερο στέρεη συνέπεια, όχι εικαζόμενη από συμπεράσματα έτσι επειδή ικανοποιεί όλα τα φαινόμενα…. αλλά καταδεινυόμενη από τη μεσίτευση των πειραμάτων που καταλήγουν άμεσα και χωρίς καμία υποψία αμφιβολίας.


Σ' αυτή τη σύνδεση “η πραγματική αιτία” μιας πρισματικής εικόνας στην οποία ο Newton αναφέρθηκε ήταν η ερμηνεία του φωτός σαν να αποτελείται από διαφορετικά διαθλώμενες ακτίνες. Κι όμως η αιτία ήταν επίσης εκεί συσχετισμένη με την θεωρία σωματιδίων της φυσιολογικής φύσης των ακτινών φωτός, μια θεωρία του Newton επεξεργάστηκε στην δεκαετία του 1670 και που διατηρούσε με την συνολική του δέσμευση σε μια μηχανική μεταφυσική.

Αν ο Newton λαμβανόταν ότι βεβαίωνε ότι είχε εγκαθιδρύσει έναν φυσικό αιτολογικό ισχυρισμό με “βεβαιότητα” και “χωρίς καμιά υποψία αμφιβολίας”, τότε αυτό ήταν ακριβώς το είδος που οι πειραματιστές της Βασιλικής Κοινωνίας είχαν μάθει να απορρίπτουν σαν δογματισμό. Ο συνεργάτης του Boyle, ο Robert Hooke επέκρινε τον Newton σ' αυτές τις βάσεις. Με δεδομένο την αξιοπιστία του και την φιλαλήθεια των πειραματικών διηγήσεων του Newton, και με δεδομένο ότι η υπόθεση του Newton θα μπορούσε να εξηγήσει τα ευρήματά του, πώς θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι φυσικές εξερευνήσεις θα μπορούσαν να αποδείξουν την αλήθεια κάθε θεωρίας που προτίθετο να απολογηθεί αιτιολογικά για τα γεγονότα; Αν, όπως η μεταφορά του ρολογιού πρότεινε, συμπεραίνουμε από την εκδήλωση των γεγονότων την κρυμμένη αιτολογική δομή, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι ένας αριθμός αιτολογικών θεωριών μπορεί να εξηγήσει τα ίδια τα γεγονότα. Δεν υπάρχει απόδειξη αλλά μόνο πιθανότητα σε τέτοια συμπεράσματα, και ο Hooke είπε ότι είχε μια εναλλακτική οπτική θεωρία που θα μπορούσε να δώσει λόγο για τα ίδια αποτελέσματα “χωρίς καθόλου δυσκολία ή κηλίδα”. Του Newton ήταν, εξομολογήθηκε o Hoοke, μια “ευφυής” υπόθεση, “αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ ότι είναι η μόνη υπόθεση, ούτε ότι είναι τόσο βέβαιη όπως οι μαθηματικές αποδείξεις”. Ο Newton κατηγορήθηκε ότι επιτέθηκε ενάντια στην μετριοπάθεια και στους καλούς τρόπους που αρμόζουν στην σωστή φυσική φιλοσοφία κατά το ιδίωμα του Boyle.

Αλλά ο Newton, θα μπορούσε να ειπωθεί, δεν είχε τόσο πολύ βιάσει τους κανόνες ενός παιχνιδιού όσο είχε επιμείνει στην νομιμότητα του παιχνιδιού με τους όρους ενός άλλου. Η βεβαιότητα της μαθηματικής απόδειξης ήταν αυτό που ήταν αργότερα, μέχρι εδώ σα να μπορούσε να γίνει νόμιμα αποδεκτή σαν φυσική έρευνα. Δεν ήταν ευχαριστημένος με την πιθανότητα, και δε δεχόταν τα όρια του Boyle πάνω στη βεβαιότητα που έπρεπε να υπάρχει στην φυσική φιλοσοφία. Έλπιζε ότι “αντί των εικασιών και των πιθανοτήτων που διαφημίζονται σχετικά με το οτιδήποτε, θα επιτύχουμε τελικά μια φυσική επιστήμη που θα υποστηρίζεται από την μεγαλύτερη απόδειξη”. Οι προσδοκίες του Newton για την φυσιολογική βεβαιότητα ανασύρονταν από τα μαθηματικά μάλλον παρά από τα πειραματικά θεμέλια της φυσικής φιλοσοφικής πρακτικής. Απέρριψε τις φυσικές θεωρίες εκτός αν μπορούσαν μαθηματικά να “συμπερανθούν” από το πείραμα, αλλά αυτές οι θεωρίες που θα μπορούσαν νόμιμα έτσι να εξαχθούν, θα έπρεπε να ειπωθούν με απόλυτη εμπιστοσύνη, όχι με την προσοχή του πιθανολογιστή. Ο στόχος - μέχρι εδώ όπως ήταν δυνατό - ήταν να συγκατατεθούν σε σιδερένιες αλυσίδες μαθηματικού και λογικού συμπεράσματος, αναζητώντας να οδηγήσουν το μυαλό από την απαραίτητη αλήθεια στην απαραίτητη συνέπεια.

Η εναντίωση στην οπτική δουλειά του Newton μπορεί να σταθεί σαν έμβλημα των κληροδοτημάτων τμηματοποιημένης κατασκευής - γνώσης του 17ου αιώνα. Μια θεωρητικά προσεκτική και βασισμένη στην εμπειρία αντίληψη της επιστήμης αντιπαρατέθηκε εδώ σε κάποιον που ανέπτυξε τα μαθηματικά καθώς και τα πειραματικά εργαλεία για να ισχυριστεί θεωρητική βεβαιότητα. Η δυσπιστία αντιτέθηκε στην φιλοδοξία, ο σεβασμός στις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες της φύσης στην αναζήτηση για παγκόσμια εφαρμόσιμες ιδεολογίες, η μετριοπάθεια ενός συλλέκτη γεγονότων στην περηφάνια του αφηρημένου φιλοσόφου. Θέλετε να αιχμαλωτίσετε την ουσία της φύσης και να συγκατατεθείτε στις αναπαραστάσεις των κανονικοτήτων της; Θέλετε να υποταχθείτε στην πειθαρχεία της περιγραφής, και ίσως της σχετικής γενίκευσης της συμπεριφοράς του μετρίου μεγέθους αντικειμένων που υπάρχουν στον κόσμο;

Και οι δύο αντιλήψεις επιστήμης διατηρούνται στα τέλη του 20ου αιώνα, και οι δύο μπορούν να χαράξουν τα στοιχεία της διαμόρφωσής τους πίσω στον 17ο αιώνα. Η μία δεν πρέπει αναγκαία να θεωρηθεί σαν αποτυχημένη εκδοχή της άλλης, παρόλα αυτά πολλοί συμμετέχοντες μπορεί να υπερασπισθούν τις ερμηνείες της πρακτικής που προτιμούν και να καταδικάσουν τα ήθη της άλλης. Αυτά είναι διαφορετικά παιχνίδια που οι φυσικοί φιλόσοφοι μπορεί να θέλουν να παίξουν, και οι αποφάσεις για το ποιο παιχνίδι είναι καλύτερο είναι διαφορετικές στο είδος από τις αποφάσεις σχετικά με το ποια είναι μια αισθητή κίνηση μέσα σε ένα δεδομένο παιχνίδι: ένα ακριβές πέρασμα από τον μεσαίο παίχτη στον ακραίο στο ποδόσφαιρο δεν είναι ένα κακό τζαμσούτ στο μπάσκετ. Στον 17ο αιώνα οι φυσικοί φιλόσοφοι αντιμάχονταν με διαφορετικές πρακτικές και αντιληπτικές ικανότητες για να επιτύχουν διάφορους φιλοσοφικούς στόχους και με επιλογές για το ποια κατάληξη εργάζονταν για να επιτύχουν. Οι στόχοι ήταν πάντα κάποια αντίληψη σωστής φιλοσοφικής γνώσης σχετικά με τον φυσικό κόσμο, παρόλο που οι περιγραφές σχετικά με το πώς έμοιαζε αυτή η γνώση και πώς θα εξασφαλιζόταν διέφεραν πλατιά.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΓΝΩΣΤΟ


Διαβάζοντας το Βιβλίο της Φύσης

Τον 17ο αιώνα εμφανίστηκε μια νέα επιστήμη, της οποίας εκπρόσωποι ήταν οι λεγόμενοι μοντερνιστές:Γαλιλαίος, Boyle, Pascal, Bacon κ.α. Σύμφωνα με αυτούς το βιβλίο της φύσης παρέχει την καλύτερη απόδειξη και αξιολόγηση των γεγονότων.

Η ριζική ιδέα του μοντέρνου εμπειρισμού είναι ότι η καθαρή γνώση απορρέει από την άμεση εμπειρία των αισθήσεων.

Οι μοντερνιστές υποστήριξαν την απόρριψη των αρχαίων κειμένων ως αυταπόδεικτη εμπειρία, γιατί αυτό που βλέπουν τα μάτια μας είναι ότι πραγματικά συμβαίνει. Όμως η αξιοπιστία της πρακτικής της παρατήρησης στην πρώτη μοντέρνα περίοδο ήταν προβληματική. Αυτό οφειλόταν στην έλλειψη αξιοπιστίας των οργάνων της παρατήρησης και στις θρησκευτικές αντιλήψεις. Βέβαια, για να είναι ένα συμπέρασμα αξιόπιστο έπρεπε όλοι όσοι παρακολουθούν το γεγονός να το αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο.

Όμως όσο και αν υποστήριξαν οι μοντέρνοι την εγκατάλειψη και απόρριψη των αρχαίων, η βάση της νέας επιστήμης χτίστηκε πάνω στην αρχαία φιλοσοφία.Ουσιαστικά, χρησιμοποίησαν την μοναδικότητα της νέας επιστήμης για να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από τους παλιούς. Έτσι, ενώ η παρατήρηση θεωρείτο αρχαία μέθοδος, παρόλα αυτά οι μοντέρνοι την χρησιμοποίησαν προκειμένου να επαληθευτεί η αλήθεια όσων είχαν μέχρι τότε ειπωθεί.

Το Σύνταγμα της Εμπειρίας

Η φιλοσοφία των μοντερνιστών στηρίζεται στο ¨σύνταγμα της εμπειρίας¨,σύμφωνα με το οποίο η εμπειρία έπρεπε να σχηματιστεί μέσα στα θεμέλια της κατάλληλης επιστημονικής γνώσης . Ο Peter Dear σημείωσε ότι ο όρος ¨εμπειρία ¨ αναφερόταν σε μια παγκόσμια δήλωση γεγονότων.Επιπλέον τα πειράματα των μοντερνιστών στηρίχτηκαν περισσότερο στα φυσικά φαινόμενα παρά σε τεχνητές μεθόδους παρατήρησης της φύσης έτσι ώστε να μην επεμβαίνουν σε αυτήν.

Ο Έλεγχος της Εμπειρίας

Όντας ανεπαρκώς πληροφορημένη η φυσική φιλοσοφία στερείτο μιας εμπεριστατωμένης και πιστοποιημένης αποθήκης εμπειριών. Προκειμένου, λοιπόν, να θεμελιωθεί μια αληθινή, χρήσιμη και αξιόπιστη φιλοσοφία της φύσης έπρεπε να συγκεντρωθούν αυθεντικές εμπειρίες, να επιβεβαιωθούν τα ήδη κατεγραμμένα γεγονότα και να απορριφθούν πληροφορίες αμφισβητήσιμης εγκυρότητας. Για την δημιουργία αυτής της συλλογής όλων των θαυμάτων και γεννημάτων της φύσης έπρεπε να καθοριστεί μια κατάλληλη μέθοδος.


Οι Μηχανισμοί της Ποίησης Γεγονότων

Ο Bacon πρότεινε μια επαγωγική διαδικασία , που θα προχωρούσε στην αιτιολογική γνώση και τις γενικές αλήθειες. Κάτι τέτοιο, όμως, απαιτούσε οι αισθήσεις να επεξεργαστούν με βάση την λογική. Μονάχα, οι μεθοδικά πειθαρχημένες αισθήσεις θα μπορούσαν να αποφέρουν μια αυθεντική συλλογή γεγονότων, πάνω στην οποία η φιλοσοφική λογική θα ήταν δυνατόν να στηριχθεί. Προκειμένου, λοιπόν ,να εδραιωθεί σωστά ο φιλοσοφικός συλλογισμός έπρεπε η αίσθηση να καθοδηγείται από την γνώση και την εμπειρία αξιόπιστων ανθρώπων.

Είναι γεγονός ότι οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στις τυπικές μεθοδολογικές δηλώσεις, οι οποίες έκριναν ότι μπορούν να έχουν πραγματικές ιστορικές λειτουργίες.

Επιπλέον, οι μοντέρνοι φυσικοί φιλόσοφοι στην προσπάθειά τους να επιβεβαιώσουν, να αιτιολογήσουν και να διαδώσουν τις πεποιθήσεις τους για τα όσα σχετίζονταν με το φυσικό κόσμο είχαν την ανάγκη πρακτικών εφαρμογών. Έτσι, τώρα χρειάζεται, από τις αφηρημένες φόρμουλες μεθοδολογίας να στραφούμε στην πρακτική εργασία, ώστε η εμπειρία να θεωρηθεί κατάλληλη για τη φυσική φιλοσοφική έρευνα.

Πώς να κάνουμε ένα Πειραματικό Γεγονός

Η αντλία αέρος του Boyle, η μεγαλύτερη μηχανή κατασκευής γεγονότων (αποτελεσμάτων) της επιστημονικής επανάστασης, έγινε έμβλημα του τι ήταν να κάνουμε πειραματική φιλοσοφία. Η φυσική πειραματική χρήση τέτοιων οργάνων αναγνωρίστηκε σαν ένα καινούριο πρόγραμμα στο 17ο αιώνα που όμως εκτός από υποστήριξη, συνάντησε και αντιθέσεις.

Οι χειρισμοί τους θα μπορούσαν να αποδώσουν την φυσική φιλοσοφική γνώση, να συνδέσουν τα προϊόντα της φύσης με της ανθρώπινης τέχνης. Θα μπορούσε κάποιος να βασιστεί σε πειραματικά φαινόμενα χωρίς να περιμένει αυτά να συμβούν. Θα μπορούσαν να παραχθούν αποτελέσματα που δεν είναι καθόλου προσιτά στη φυσιολογική ανθρώπινη εμπειρία. Για παράδειγμα, στη περίπτωση της αντλίας αποδείχθηκε ότι το κενό που παρήγαγε θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει αυτό που θα παρατηρούσε κάποιος αν επρόκειτο να ταξιδέψει πάνω από την ατμόσφαιρα. Τα προϊόντα της ανθρώπινης τέχνης μπορούσαν και αντιπροσώπευαν την τάξη της φύσης.

Ο Boyle, κάνοντας πειράματα με την αντλία, συμπέρανε ότι αρχικά έπρεπε να απολογηθεί για το αδύνατο έργο του να ταξιδέψουμε πάνω από την ατμόσφαιρα και παρατηρώντας τα φαινόμενα της αντλίας, υποστήριξε ότι τα σωματίδια του αέρα πιθανώς να έχουν έναν ελαστικό χαρακτήρα, σαν ελατήριο που αντιστέκεται στις δυνάμεις που δρουν πάνω τους και επεκτείνεται όταν αυτές οι δυνάμεις ελαττώνονται.

Τα σύνορα της Φυσικής Γνώσης

Πολλοί μοντέρνοι ασκούμενοι, όπως ο Descartes, συμφώνησαν ότι οι διανοητικές ποιότητες της υλικής και θεωρητικής γνώσης διαφέρουν. Δεν μπορούμε να έχουμε άμεση αισθητική πρόσβαση στην κρυμμένη αιτιολογική δομή της φύσης. Πρέπει να συμπεράνουμε τις αιτιολογικές εργασίες από τα αποτελέσματα.

Ο Boyle ήθελε να δείξει ότι η ενδιαφερόμενη για την θεωρία παρατήρηση κινδύνευε να γίνει αναξιόπιστη και ο ¨συστηματικός¨ τρόπος διεργασίας ταυτοποιείτο σα μια αιτία αποτυχίας της παραδοσιακής φιλοσοφικής πρακτικής. Αν και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του μηχανικό φιλόσοφο, ποτέ στην πραγματικότητα δεν έδωσε ειδικές μηχανικές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων.

Η γενική - αν και όχι παγκόσμια - τάση της αγγλικής πρακτικής του 17ου αιώνα ήταν να απορρίπτει τη νομιμότητα μέσα στην φυσική φιλοσοφία των σαφώς θεολογικών, ηθικών και πολιτικών θεωρήσεων. Η δύναμη του Θεού και των πνευματικών παραγόντων του αναγνωρίστηκε ελεύθερα, αλλά κατά την ανάγκη του Boyle και των συναδέλφων του. Ο σκοπός της φυσικής φιλοσοφίας ήταν να οριοθετήσει τα μηχανικά μέσα που ο Θεός χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει τον κόσμο και το μηχανικό τρόπο λειτουργίας του.

Δημοσιοποιώντας τη Γνώση

Η επιστημονική επανάσταση καθορίστηκε μέσα από τα αποφθέγματα των φυσικών φιλοσόφων. Η αξιοπιστία της γνώσης και του ατομικού πιστεύω έπρεπε να κοινοποιηθεί και να διαδοθεί για να εξασφαλιστεί ο πνευματικός της χαρακτήρας.

Ο Boyle και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν καταρχάς μια ποικιλία καινοτομικών τεχνικών με σκοπό τη μετάβαση της πειραματικής εμπειρίας από τον ατομικό τομέα στο δημόσιο. Έτσι εκτός από τα καθαρά φυσικά φαινόμενα χρησιμοποίησαν πειραματικά όργανα, όπως η αντλία αέρος, για να επιτύχουν τον σκοπό τους.

Έπειτα, συνέστησε οι πειραματικές αναφορές να γράφονται έτσι ώστε να διαβάζονται και από μακρινούς αναγνώστες, οι οποίοι αναπαράγοντας τα πειράματα στο μυαλό τους, να γίνονται άμεσοι μάρτυρες αυτών. Όπως αποδείχτηκε, όμως, καμία από αυτές τις τεχνικές δεν βοήθησε ώστε να επεκταθεί η εμπειρία.

Μία μέθοδος που επίσης χρησιμοποιήθηκε ήταν μέσα από την μορφή επιστημονικής επικοινωνίας, δηλαδή με επιστημονικές διηγήσεις, έτσι ώστε οι μακρινοί αναγνώστες να μπορούν να πλάσουν στο μυαλό τους τις πειραματικές εκτελέσεις.

Στο πειραματικό στάδιο, ο Boyle μ’ένα υψηλά καθοριστικό ύφος, απέτρεπε τον αναγνώστη να αμφισβητεί τα αποτελέσματα. Τελικά, ο Boyle θα μπορούσε να επεκτείνει τα θεμέλια των γεγονότων της φυσικής φιλοσοφικής πρακτικής και να εξασφαλίσει την πορεία της φιλοσοφικής έρευνας.

Ποιός είναι ο Σκοπός του Πειράματος.

Οι πειραματικές και επαγωγικές μέθοδοι προσέγγισης μίας φυσικής φιλοσοφίας, που ξεκίνησε με κέντρο τη Βασιλική Κοινωνία της Αγγλίας έγινε θέμα αμφισβήτισης από κάποιους μοντέρνους που αναζήτησαν μια περισσότερο θεμελιωμένη φιλοσοφική φυσική γνώση.

Ο Descartes πίστευε ότι η σωστή φιλοσοφική γνώση προκύπτει μέσα από τον σκεπτικισμό και την αυτοεξέταση. Μία απειρότητα πειραμάτων κατά τον ίδιο, ίσως ήταν ικανή για την προσέγγιση της φυσικής φιλοσοφίας. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να αποτελεί τρόπο επιβεβαίωσης των φυσικών γενικών αρχών, γιατί μιλάμε για μία μεγάλη ποσότητα ιδιαιτεροτήτων, που αναγκαστικά προέκυπταν, αφού την εποχή εκείνη δεν υπήρχε εξειδίκευση πάνω στο πείραμα.

Στην Αγγλία, ο Hobbes, υποστηρικτής της γνήσιας φιλοσοφικής έρευνας, είχε έντονες αντιρρήσεις σχετικά με τα πειράματα του Boyle πάνω στην αντλία αέρος. Η σειρά πειραμάτων που εκτελέστηκε από τον Boyle, κατά τον Hobbes, είναι άσκοπη αφού η ίδια η φυσική ιστορία που γνωρίζουμε είναι αληθινή. Η φιλοσοφική βάση της φυσικής προκύπτει από τη σωστή γνώση των αιτιών που προσφέρει η φύση, η οποία είναι ικανή να οδηγήσει στη γνώση των αποτελεσμάτων. Η μέθοδος όμως αυτή και πάλι στερείται εγκυρότητας, γιατί υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το πόσο βέβαιη είναι η φυσική τάξη του κόσμου, αφού κάθε γεγονός δύναται να κρύβει κάποια ιδιαιτερότητα.

Η εικόνα του πολιτισμού της δεκαετίας του 1970 χαρακτηρίστηκε από το πειραματικό πρόγραμμα του Boyle, το οποίο όπως ο ίδιος παραδέχτηκε στερείτο μαθηματικής προσέγγισης.Αργότερα ο Newton έφερε την ωριμότητα, κατά πολλούς, στο πειραματικό πρόγραμμα του Boyle, προσεγγίζοντάς το από τη φιλοσοφική του πλευρά.

Γενικά, οι πειραματικές αυτές σειρές την εποχή αυτή αναφέρονταν σαν ¨το κρίσιμο πείραμα¨, γιατί προτίθετο να εναντιωθεί στην οπτική θεωρία σχετικά με τη φύση του φωτός, θεωρία για την οποία έγινε μεγάλη προσπάθεια ανάπτυξης κατά τον 17ο αιώνα.

Η διάκριση ανάμεσα στις κύριες και τις δευτερεύουσες ιδιότητες του φωτός ώθησε τους μηχανικούς φιλοσόφους να αναπτύξουν μια θεωρία, που έδειχνε την αναγκαιότητα απόδοσης διαφορετικών πραγματικών ιδιοτήτων,σε διαφορετικού χρώματος σώματα και έτσι να συγχωνεύσουν την κατανόηση του χρώματος και του φωτός.

Ο Descartes έκανε μια προσπάθεια για μια μηχανική θεωρία του φωτός και πρόσφερε ένα μηχανικό απολογισμό του φωτός και του χρώματος, μέσω της τροποποίησης της λευκότητας του.Στη συνέχεια ο Newton—πραγματοποιώντας ένα πείραμα, που βασίστηκε στη παραδοσιακή θεωρία του λευκού φωτός—αναφέρθηκε στην ερμηνεία του φωτός σαν να αποτελείται από διαφορετικά διαθλώμενες ακτίνες, διατηρώντας έτσι μια συνολική δέσμευση σε μια μηχανική μεταφυσική.

Η φυσιολογική βεβαιότητα του Newton ανασυρόταν περισσότερο από τα μαθηματικά παρά από τα θεμέλια της φυσικής φιλοσοφικής πρακτικής.Ο στόχος του ήταν να σταματήσει η πιθανολόγηση και να οδηγήσει το μυαλό, μέσω του λογικού συμπεράσματος, από την αλήθεια στη συνέπεια. Η εναντίωση στην οπτική δουλειά του Newton βασίστηκε στο ότι ο Newton ανέπτυξε τα μαθηματικά για να ισχυριστεί μια θεωρητική βεβαιότητα.

Στα τέλη του 20ού αιώνα και οι δύο αντιλήψεις επιστήμης διατηρούνται, χωρίς να θεωρείται η μία αποτυχημένη εκδοχή της άλλης. Οι φυσικοί φιλόσοφοι του 17ου αιώνα αντιμάχονταν για διάφορους φιλοσοφικούς στόχους. Ο στόχος όμως ήταν πάντα κάποια αντίληψη σωστής φιλοσοφικής γνώσης σχετικά με το φυσικό κόσμο, παρόλο που το πώς έμοιαζε αυτή η γνώση και το πώς θα εξασφαλιζόταν, διέφερε πλατιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου