Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Η ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ



Η ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


[Κεφάλαιο 3]

David J. Hess


Οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι ανακατασκεύασαν την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσεις (SSK) στις δεκαετίες του 1970 και1980.Έπραξαν έτσι σε αντίθεση προς τους δύο άλλους πιο καθιερωμένους τομείς: την φιλοσοφία της επιστήμης και την <<κοινωνιολογία της επιστήμης>> (ή, ίσως πιο σωστά, την κλασσική κοινωνιολογία της επιστήμης). Από την πλευρά των ερευνητών της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης (SSK ), η κλασσική κοινωνιολογία της επιστήμης απέτυχε επειδή δεν ανέλυσε το <<περιεχόμενο>> κοινωνιολογικά. Με άλλα λόγια, η παραδοσιακή κοινωνιολογία της επιστήμης δεν εξέταζε το πώς οι κοινωνικοί παράγοντες διαμορφώνουν ή διεισδύουν σε ειδικά ζητήματα όπως επιλογές σχεδιασμού, μεθοδολογίες, θεωρίες, την ερμηνεία των παρατηρήσεων, και αποφάσεις σχετικά με το τι πρέπει να παρατηρήσουν πρώτα από όλα.

Γι’αυτό οι κοινωνιολόγοι της επιστημονικής γνώσης τείνουν να εξετάζουν κάποιες περασμένες ή τελείως θεωρητικές αναλύσεις οι οποίες επικεντρώνονται στις καθιερωμένες απόψεις της επιστήμης. Αυτή η στάση απόρριψης είναι ατυχής. Η κλασσική κοινωνιολογία της επιστήμης αξίζει να αναγνωριστεί σαν ένας δυναμικός τομέας από μόνος του, και η έρευνα αυτού του τομέα χρειάζεται να ενσωματωθεί σε κάθε ολοκληρωμένη, μελέτη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Την ίδια ώρα, ο πολλαπλής κατεύθυνσης τομέας των επιστημονικών σπουδών μπορεί να βοηθήσει στην προώθηση της σοφιστικής κοινωνιολογίας της επιστήμης ώστε να θέσει καινούρια και διαφορετικά ζητήματα για έρευνα.

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους η κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσεις(SSK), όπως αυτή διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας 1980, απέτυχε να κεντρίσει το ενδιαφέρον και να επηρεάσει σημαντικά την σοφιστική κοινωνιολογία της επιστήμης. Ενώ η κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσεις ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος Βρετανική και Ευρωπαϊκή, η τελευταία ήταν κυρίως Αμερικάνικη προσπάθεια. Αυτό από μόνο του δεν θα μπορούσε να είχε εμποδίσει έναν παραγωγικό διάλογο, παρά τις ομάδες που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά. Η σοφιστική κοινωνιολογία της επιστημονικής ήταν η εξέλιξη της κοινωνιολογίας των επαγγελμάτων, και από αυτή την άποψη η επιστήμη αντιμετωπίστηκε σαν ένα επάγγελμα. Οι κοινωνιολόγοι έτειναν να εξετάσουν με υποψία το επιχείρημα ότι μια καλή κοινωνιολογία της επιστήμης απαιτούσε κατανόηση του περιεχομένου της επιστήμης, όπως, για παράδειγμα, κάποιος μπορούσε να διαφωνήσει ότι μια επαρκής κοινωνιολογία της θρησκείας απαιτούσε μια βαθιά κατανόηση της θρησκευτικής εμπειρίας και θεολογίας, ή μια κοινωνιολογία της ιατρικής απαιτούσε το επίπεδο της ιατρικής γνώσης ενός ασκούμενου. Σε αντίθεση, η κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης εξελίχθηκε κυρίως σε μορφή διαλόγου με την φιλοσοφία της επιστήμης, για την οποία το ερώτημα του περιεχομένου της επιστήμης-ειδικότερα οι ισχυρισμοί για την μοναδική στάση της επιστημονικής γνώσεις-ήταν το βασικό.

Ένας άλλος παράγοντας που εξηγεί την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους ερευνητές της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσεις και τους σοφιστικούς κοινωνιολόγους της επιστήμης ήταν το ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης πιθανόν να ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις εσωτερικές τους διαφορές. Μια ομάδα – η <<σχολή>> Columbia των Robert Merton, Harriet Zuckerman, Jonathan Cole, και Stephen Cole –είχε μια ευνοϊκή αντιμετώπιση της επιστήμης σαν έναν σχετικά απλό θεσμό που δούλεψε σωστά. Μια άλλη ομάδα – το κύκλωμα των Wisconsin-Berkeley-Cornell το οποίο περιελάμβανε τους Paul Allison, Randal Collins, Warren Hagstrom, Lowell Hargens, και οι μαθητές τους – έκαναν πιο κριτικές μελέτες πάνω στην επιστήμη σαν ένα θεσμό με σπουδαίο γένος και φυλετικές ανισότητες. Τα δύο κυκλώματα μοιράστηκαν ένα ενδιαφέρον σχετικά με τη μελέτη του σχηματισμού των κοινωνικών στρωμάτων και της στάσης απέναντι σε θέματα γνώσεις, και επιπλέον και οι δύο έτειναν να χρησιμοποιήσουν ποσοτικές μεθόδους για τις οποίες η εμπειρική παράδοση της Αμερικάνικης κοινωνιολογίας είναι γνωστή. Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσά τους ήταν αρκετά σημαντικές ώστε οι κριτικές της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσεις ήταν λιγότερο περίοπτες.

Ίσως ένας πιο σημαντικός λόγος για την έλλειψη διαλόγου ανάμεσα στους Αμερικάνους κοινωνιολόγους και στους κύκλους της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης ήταν το ότι μερικά από τα θεωρητικά επιχειρήματα που διατυπώθηκαν στις πρώτες μελέτες της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης στη δεκαετία του 1970 είχαν ήδη απορριφθεί από τους Αμερικάνους κοινωνιολόγους. Για παράδειγμα, η κριτική της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης για την κανονιστική φύση της επιστήμης ήταν ήδη παρελθόν στα 1970, και η κοινωνιολογική εφαρμογή της θεωρίας του ενδιαφέροντος στα τέλη της δεκαετίας του 1970 - καθώς επίσης και οι κριτικές που ακολούθησαν στην κοινότητα της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης είχαν ήδη εμφανιστεί στους κύκλους της Αμερικανικής κοινωνιολογίας με άλλες μορφές, όπως η χρήση της θεωρίας του ενδιαφέροντος του C. Wright Mill (1959) και οι κριτικές της δουλειάς του.

Αν και η ανάλυση των επιστημονικών προτύπων είχε αντικατασταθεί στους κύκλους της Αμερικάνικης κοινωνιολογίας της επιστήμης στα τέλη της δεκαετίας του 1950, και στους κύκλους της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης στις αρχές των μέσων της δεκαετίας του 1970, εξακολουθεί να είναι ακόμη ένα χρήσιμο σημείο έναρξης για μια ανασκόπηση της σοφιστικής κοινωνιολογίας της επιστήμης. Η διάκριση ανάμεσα στο γενικό απέναντι στο ειδικό εξακολουθεί να παρέχει ένα θεωρητικό σημείο αναφορά για τις μελέτες του σχηματισμού των κοινωνικών τάξεων που χαρακτήριζαν την σοφιστική κοινωνιολογία της επιστήμης από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και σήμερα.

Επιπλέον, οι συζητήσεις πάνω στα πρότυπα και τις αξίες εξασφαλίζουν ένα κοινό έδαφος για το πεδίο των επιστημονικών κλάδων της STS από την φιλοσοφία και την κοινωνιολογία μέχρι την ανθρωπολογία και την ιστορία. Γι’αυτό, μια ιστορική εκτίμηση της προσφοράς του Merton εξασφαλίζει ένα χρήσιμο υπόβαθρο για τις σύγχρονες συζητήσεις, συμπεριλαμβάνοντας επιτακτικές συζητήσεις σχετικά με το πώς θα έπρεπε να οργανωθεί η επιστήμη σαν ένας θεσμός.

Πρότυπα, Όριο-εργασία, και Αυτονομία

Το επίθετο <<Μερτόνιαν,>> από τον Αμερικάνο κοινωνιολόγο Robert Merton, χρησιμοποιείται συχνά σαν ένας γενικός όρος γι’αυτό που εγώ νομίζω <<σοφιστική>> κοινωνιολογία της επιστήμης. Ωστόσο, ο όρος <<Μερτόνιαν>>δεν είναι αρκετός γιατί ένας αριθμός από θεωρητικές υποθέσεις στο αρχικό πρόγραμμα του Merton δεν είναι πλέον αποδεκτές, και η κοινωνιολογία της επιστήμης ήταν πιο περίπλοκη ακόμα και από του Merton ή την στενά συνδεδεμένη σχολή Columbia. Για να κατανοήσουμε τις πρώτες υποθέσεις του Merton σχετικά με τα πρότυπα και τις αξίες, είναι χρήσιμο να γυρίσουμε λίγο πίσω και να εξετάσουμε την ιστορική θέση της θεωρίας της λειτουργικότητας στην κοινωνική θεωρία της επιστήμης.

Εδώ θεωρούμε χρήσιμο για καλύτερη κατανόηση του δομικού λειτουργισμού να τον τοποθετήσουμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο, σε σχέση με τις κοινωνιολογικές θεωρίες που πρόσκεινται παραπλήσια σ’ αυτόν καθώς και με εκείνες που είναι στην αντίπερα όχθη απ’ αυτόν.

Πράγματι μπορούμε να πούμε πως ο δομικός λειτουργισμός ανήκει στο ευρύτερο πεδίο των θεωριών της συναίνεσης, οι οποίες είναι αντίθετες με τις θεωρίες της σύγκρουσης. Ανήκει δηλαδή στην γενικότερη κατηγορία εκείνων των θεωριών όπου δέχονται, πως τα πρότυπα και οι αξίες συγκροτούν τα θεμέλια της κοινωνίας, μιας κοινωνίας της οποίας η ανάπτυξη επικεντρώνεται στην ίδια την κοινωνική τάξη μέσω σιωπηλών συμφωνιών, ενώ οι αλλαγές μέσα στην κοινωνία, γίνονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα και με τάξη.

Ο Merton ήταν ένας από τους πρωτεργάτες στην εξέλιξη της κοινωνιολογίας της Αμερικάνικης θεωρίας της λειτουργικότητας. Οι διδάσκαλοι του στο Harvard συμπεριλάμβαναν τον Talcott Parsons, ο οποίος είναι πιθανότατα ο πιο σημαντικός θεωρητικός της θεωρίας της λειτουργικότητας. Στην ανθρωπολογία η αντίστοιχη σχολή της θεωρίας της λειτουργικότητας ηγήθηκε από τον Bronislaw Malinowski (1944) και τον Alfred Radcliffe-Brown (1952), και οι εκδοχές της θεωρίας της λειτουργικότητας τις οποίες υπερασπίστηκαν οι Redcliffe-Brown και Parsons μερικές φορές ονομάζονται κατασκευαστική-θεωρία της λειτουργικότητας. Μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες στις Ηνωμένες Πολιτείες η θεωρία της λειτουργικότητας έγινε ευρέως αποδεκτή κατά τη διάρκεια των μέσων του εικοστού αιώνα.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε πως η θεωρία του δομικού λειτουργισμού αποτέλεσε για το χρονικό διάστημα 1930-1960 την κυρίαρχη κοινωνιολογική θεώρηση. Στη συνέχεια η μείωση του ενδιαφέροντος για τη θεωρία αυτή ήταν δραματική, μέχρι που σήμερα μπορούμε να πούμε πως έχει εξαφανιστεί πλέον από το πεδίο των κοινωνιολογικών ερευνών και μελετών.

Θεωρητικές βάσεις μπορούν να ανιχνευτούν στο έργο πάνω στην αλληλεγγύη του Emile Durkheim, στις μελέτες πάνω στη νομιμότητα και τη θρησκεία του Max Weber, στους ωφελιμιστικούς φιλόσοφους του δέκατου-ένατου αιώνα, και σε μερικές περιπτώσεις στους ψυχολόγους και τους οικονομολόγους των αρχών του εικοστού αιώνα. Στην κοινωνιολογία η εκδοχή του Parsons σχετικά με τη θεωρία της λειτουργικότητας κυριάρχησε στο χώρο για λίγο (Mullins 1973b). Μέσα από τους μαθητές του ο Parsons άσκησε επιρροή στο έργο όχι μόνο στην κοινωνιολογία αλλά επίσης στην ανθρωπολογία, ακόμα στις μορφές της μεταγενέστερης θεωρίας της λειτουργικότητας όπως η ερμηνευτική ή η συμβολική ανθρωπολογία. Για παράδειγμα, το σημαντικό δοκίμιο του Clifford Geertz <> αναπτύσσει μια ερμηνευτική ανάλυση του τελετουργικού που οργανώνεται στις τακτικές των λειτουργικών συστημάτων του Parsons (Geertz 1973).

Η θεωρία της λειτουργικότητας του Parsons ήταν σαφώς συνδεδεμένη με τη θεωρία της εξέλιξης. Όπως άλλες λειτουργικές αξίες της ζωής, το θέμα ήταν να εξηγήσει το πρόβλημα της κοινωνικής τάξης και επιβίωσης, με άλλα λόγια, τι θεωρεί μια κοινωνία απαραίτητο για να προφυλαχθεί από τον διαχωρισμό, για να αναπαραχθεί, και για να ικανοποιήσει τις βασικές απαιτήσεις για την προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον και στις άλλες κοινωνίες.

Το κύριο ενδιαφέρον του Parson ήταν να εξηγήσει πως οι δράσεις ατόμων ανθρώπων οργανώνονται για να αποτελέσουν κοινωνικά συστήματα.

Την εξήγηση την δίνει εδώ ο Parson υιοθετώντας έναν εξελικτικό τρόπο σκέψης. Εδώ δύο είναι τα κύρια σημεία στα οποία επικεντρώνει το ενδιαφέρον του.

Α) Η ιδέα της κοινωνίας σαν ένα σύστημα δίνει εξήγηση στο δομικό μέρος της λειτουργικής θεωρίας του, και

Β) Η αναλογία μ’ ένα βιολογικό σύστημα, δίνει μια αναλογία ικανή να εξηγήσει το λειτουργικό μέρος της θεωρίας.

Με την προσέγγιση αυτή ο Parson στοχεύει στο να εξηγήσει το ζήτημα της κοινωνικής ευστάθειας, πως δηλαδή μια κοινωνία επιβιώνει χωρίς να διαλύεται και ισορροπεί στο φυσικό περιβάλλον και στις άλλες κοινωνίες.

Η γενική θεωρία της πράξης του Parsons βασιζόταν σε τέσσερις λειτουργικές αξιώσεις: διατήρηση προτύπου, ενοποίηση μονάδων, επίτευξη στόχου, και προσαρμογή. Στα ανθρώπινα συστήματα, αυτές οι τέσσερις αξιώσεις είναι ανάλογες με την αντίστοιχη πολιτιστική οργάνωση, την κοινωνική οργάνωση, την οργάνωση της προσωπικότητας, και τον οργανισμό.

Όσον αφορά την γενική θεωρία της πράξης του Parson πρέπει να εισάγουμε πως ξεκινά την ανάλυση του από ένα βασικό μοντέλο ανθρώπινης δράσης.

Θεωρεί δηλαδή την μονάδα δράσης, να περιλαμβάνει τους παράγοντες της δράσης και το περιβάλλον της δράσης.

Οι παράγοντες είναι οι άνθρωποι οι σκοποί και τα μέσα

Το περιβάλλον της δράσης είναι το πλήθος των φυσικών και κοινωνικών παραγόντων που περιορίζουν το εύρος των επιλογών. Παραδείγματος χάριν η δράση της εκπαίδευσης γίνεται από άτομα, εκπαιδευμένα με σκοπό την μόρφωση, με διαδικασίες που σχετίζονται με το είδος του προγράμματος, σε ένα περιβάλλον εκπαιδευτικό με συγκεκριμένη φυσική υπόσταση το οποίο προφανώς περιορίζεται από συγκεκριμένους κανόνες.

Το σύστημα αυτό της γενικής μονάδας δράσης διαιρείται σε 4 λειτουργικές αξιώσεις.

διατήρηση προτύπου: Δηλαδή κάθε σύστημα πρέπει να διατηρείται σε κατάσταση ισορροπίας.

Ενοποίηση μονάδων: Κάθε σύστημα πρέπει να διατηρεί συντονισμό στα μέρη που το απαρτίζουν και να διαθέτει τρόπους αντιμετώπισης των τυχών αποκλίσεων τους.

Επίτευξη σκοπών: Κάθε σύστημα πρέπει να έχει τα μέσα για να επιτύχει την διατήρηση των σκοπών του.

Προσαρμογή: Κάθε σύστημα πρέπει να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του.

Οι λειτουργίες προγραμματίζονται ανάλογα, γι’αυτό ανάμεσα στα κοινωνικά συστήματα οι τέσσερις λειτουργίες αντιστοιχούν στη διατήρηση των καθιερωμένων πολιτιστικών προτύπων(όπως στα σχολεία και τις εκκλησίες), στην ταυτότητα της κοινωνίας (όπως στην συγγένεια και την κοινωνική δομή), στην πολιτική συγκρότηση, και στην οικονομία. Ακολούθως, τα κατώτερα συστήματα μπορεί να καταρρεύσουν σύμφωνα με τις ίδιες λειτουργίες (Parsons 1966).

Ο Merton δεν ήταν ένας λαμπρός θεωρητικός όπως ο Parsons. Αντίθετα είναι γνωστός για τις υπεραμυντικές θεωρίες του οι οποίες σχετίζονταν περισσότερο με τα προβλήματα της εμπειρικής έρευνας.

Εδώ μπορούμε να γράψουμε κάποια σχόλια αντίθεσης μεταξύ του Merton και του Parson. Πράγματι ο Parson είχε ιδιαίτερη συμπάθεια θα λέγαμε σε μεγάλες καθολικές συνολικές θεωρίες, ενώ ο Merton είχε διεισδύσει κυρίως σε ειδικές θεωρίες περιορισμένου χαρακτήρα πάνω στην ιεραρχία των συστημάτων του Parsons. Επίσης ο Merton και κάποιοι μαθητές του ήταν κοντύτερα στον Μαρξισμό κάτι το οποίο έκανε πολλούς να πουν πως ο Merton έστρεφε τον δομικό λειτουργισμό πολιτικά προς τα αριστερά .Συνεχίζοντας την αντιπαράθεση του Merton με τον Parson,έχουμε να παρουσιάσουμε την κριτική του Merton στα τρία βασικά αξιώματα του λειτουργισμού.

Το πρώτο αξίωμα της λειτουργικής ενότητας της κοινωνίας, ο Merton μπόρεσε να το επαληθεύσει μόνο σε μικρές πρωτόγονες κοινωνίες και δεν μπορούσε να αποδεχτεί την ισχύ του σε μεγάλες πολύπλοκες κοινωνίες.

Στο δεύτερο αξίωμα του καθολικού λειτουργισμού όπου ο Parson έλεγε πως όλες οι τυποποιημένες κοινωνικές και πολιτιστικές μορφές έχουν πάντα θετικές λειτουργίες, ο Merton αντέτεινε πως υπάρχουν δομές έθιμα ιδέες κ.τ.λ. με αρνητικές λειτουργίες όπως ο φανατικός εθνικισμός κ.τ.λ.

Στο τρίτο αξίωμα του επιτακτικά απαραιτήτου, που συνεπαγόταν πως όλες οι κοινωνικές δομές και λειτουργίες και μόνο αυτές είναι λειτουργικά αναγκαία στην κοινωνία.

Ο Merton υποστήριζε πως μπορούν να υπάρξουν στην κοινωνία διάφορες (ποικίλες) δομικές και λειτουργικές εναλλακτικές λύσεις.

Αργότερα εγκατέλειψε τον χαρακτηρισμό της λειτουργικής ανάλυσης για χάρη αυτού που ονόμαζε <<δομική>> (structural) ανάλυση (Crothers 1987:κεφ.4). ωστόσο, το υπόβαθρο της θεωρίας της λειτουργικότητας βοηθά στη κατανόηση μιας από τις σημαντικότερες προσφορές του Merton στην κοινωνιολογία της επιστήμης: την περιγραφή του σχετικά με το τι είναι γνωστό σαν <>. Αυτή η περιγραφή βασίζεται σε έναν υπολογισμό προτύπων και αξιών στην κοινωνία, και συνεπάγεται μια σύγχρονη οπτική της επιστήμης σαν ένα αυτορυθμιστικό κοινωνικό σύστημα. Αν και πολλοί κοινωνικοί θεωρητικοί δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στα πρότυπα και τις αξίες, ο Parsons έκανε: οι αξίες σχετίζονται με την κοινωνική και πολιτιστική οργάνωση, ενώ τα πρότυπα είναι κατά κύριο λόγο κοινωνικά. Όπως έγραψε ο Parsons, τα πρότυπα <<έχουν ρυθμιστική σπουδαιότητα για τις κοινωνικές διαδικασίες και σχέσεις αλλά δεν ενσωματώνουν ‘αρχές’ οι οποίες είναι εφαρμόσιμες πέρα από την κοινωνική οργάνωση, ή συχνά ακόμα και πέρα από ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα>> (1996:18). Στο δοκίμιο <<Η Κανονιστική Δομή της Επιστήμης>> (‘The Normative Structure of Sciense’’), η οποία εκδόθηκε αρχικά το 1942 σαν <<Επιστήμη και Τεχνολογία σε μια Δημοκρατική Τάξη>>, (“Sciense and Technology in a Democratic Order”), o Merton περιγράφει το ήθος της επιστήμης σαν ένα σύμπλεγμα από πρότυπα και αρχές, με καθιερωμένες αξίες που δικαιολογούν πρότυπα τα οποία εκφράζονται σαν εντολές, απαγορεύσεις, προτιμήσεις, και άδειες (1973 : 268-69). Έπειτα ξεχώρισε τα τεχνικά πρότυπα-επαρκή και βάσιμα εμπειρικά στοιχεία, λογική συνέπεια, συστηματική και έγκυρη πρόβλεψη (κάτι σαν τις αξίες του Kuhnian για την επιλογή της θεωρίας)-από τις <<καθιερωμένες ανάγκες>>. Η λέξη <<κανόνες>> φαίνεται να μας μπερδεύει εδώ χωρίς ουσιαστικό λόγο. Πιθανότατα θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει την λέξη <<πρότυπα>> χωρίς να χαθεί το νόημα. Ο Merton οραματίστηκε μια συμπληρωματική ανάμεσα στα τεχνικά και τα καθιερωμένα πρότυπα, και αυτή η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στα τεχνικά και τα καθιερωμένα πρότυπα, και αυτή η συμπληρωματικότητα μετράει εν μέρει για αυτό που ο Sal Restivo (1994b) έχει περιγράψει σαν φιλική σχέση ανάμεσα στον Merton και τον Thomas Kuhn.

Γενικά, η συμπληρωματικότητα του Merton επέτρεψε στους φιλόσοφους να συνεχίσουν τις συζητήσεις τους σαν μια ξεχωριστή προσπάθεια από τη κοινωνιολογική ανάλυση των λειτουργικών κοινωνικών προτύπων στη επιστήμη σαν θεσμό. Αυτά τα “πρότυπα του Merton” συμπεριλαμβάνουν τα ακόλουθα: (1) καθολικότητα: οι αξιώσεις της αλήθειας θα έπρεπε να υποτάσσονται σε προκαθορισμένα, απρόσωπα κριτήρια δικαίωσης τα οποία αποκλείουν τη μελέτη συγκεκριμένων κριτηρίων όπως το γένος του επιστήμονα, την εθνικότητα, ή τη θρησκεία. Κι αυτό γιατί η αλήθεια πρέπει να λέγεται προς πάσα κατεύθυνση και φυσικά να μην έχει σχέση με υποκειμενικά κριτήρια, διότι σε ενάντια περίπτωση παύει να είναι αντικειμενική, άρα ορθή. (2) κομουνισμός: τα πορίσματα / διαπιστώσεις της επιστήμης αποτελούν μια κοινή κληρονομιά την οποία μοιράζετε με ολόκληρη την κοινότητα, με αναγνώριση και να υπολήπτεται το αποκλειστικό δικαίωμα της κυριότητας των επιστημόνων. Αυτό είναι σαφές καθώς η επιστήμη από τη φύση της ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα, και επομένως παύει να έχει αποκλειστικό δικαίωμα, ο επιστήμων που την εκφράζει. (3) αμεροληψία: οι επιστήμονες πρέπει να εκθέτουν το έργο τους στην αυστηρή λεπτομερή εξέταση των συναδέλφων τους επιστημόνων και είναι σε τελική ανάλυση υπόλογοι σε αυτούς που ανήκουν στην ίδια κοινωνική ομάδα παρά στους ανθρώπους που δεν είναι ειδήμονες. Η ανάγκη της αμεροληψίας είναι επιτακτική καθώς μια επιστημονική άποψη και γνώμη πρέπει να φέρει ορθό αποτέλεσμα. Αντιθέτως η κρίση από ανθρώπους μη ειδήμονες θα είναι λανθασμένη, άδικη, και μη αντικειμενική.

(4) οργανωμένος σκεπτικισμός: οι επιστήμονες θα έπρεπε να ασχολούνται με “την αμερόληπτη λεπτoμερή εξέταση των πιστεύω τους από την άποψη των εμπειρικών και λογικών κριτηρίων” δηλαδή ελεύθεροι από αναμείξεις εξωτερικών θεσμών όπως η θρησκεία (Merton, 1973: κεφ. 13) Οι επιστημονικές απόψεις για να είναι δίκαιες, αντικειμενικές και να έχουν επιστημονική ισχύ, πρέπει να είναι απόρροια οργανωμένης σκέψης και εμπειρίας, χωρίς να επηρεάζονται από άλλες εξωτερικές επιδράσεις και παράγοντες οι οποίοι νοθεύουν τι επιστημονικό έργο. Άλλα πρότυπα έχουν προστεθεί, όπως η ατομικότητα, και η αυθεντική διατύπωση του Merton έχει αποσαφηνιστεί, αλλά αν δεν ήταν για τις παρούσες επιδιώξεις αυτά τα τέσσερα βασικά πρότυπα είναι επαρκή (Barber 1952; Zuckerman 1977)

Μεταγενέστερη έρευνα απέτυχε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη των προτύπων του Merton ή ακόμα και την συνύπαρξή τους με μια ισόρροπη ομάδα αντιθέτων προτύπων. Αν και η αναγνωρισμένη μνεία στην κριτική των προτύπων είναι από τη δεκαετία του 1970, η μετακίνηση από την ανάλυση των προτύπων άρχισε τουλάχιστον στις αρχές του 1957, όταν ο Merton δημοσίευε την προεδρική ομιλία του στο Amerikan Sociological Review σχετικά τις προτεραιότητες στην επιστημονική ανακάλυψη. Η ανάλυση των προτύπων παρέμεινε κομμάτι του πλαισίου της εργασίας του, αλλά η ομιλία σηματοδότησε τη μετάβαση προς ένα ενδιαφέρον για τη μελέτη της μεθόδου ανταμοιβής, η οποία στη δεκαετία του 1960 κατευθύνθηκε προς την ανάλυση της επίτευξης της κοινωνικής θέσης και του σχηματισμού των κοινωνικών στρωμάτων. Σύμφωνα με τον Joseph Ben- David (1978: 200), μια έκδοση κλειδί η οποία σηματοδότησε τη μετάβαση ήταν το βιβλίο του Warren Hagstrom The Scientific Community (Η επιστημονική Κοινότητα) (1965), η οποία έδωσε έμφαση στον ανταγωνισμό για την αναγνώριση μεταξύ των επιστημόνων στον οποίο τα πρότυπα της ανεξαρτησίας και του ατομικισμού ήταν πιο αξιοπρόσεχτα από ότι η σκιαγραφημένη λίστα των προτύπων του Merton. Αν και ο Merton συνέχισε να γράφει για τα πρότυπα μετά την επιστημονική του δημοσίευση το 1957, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχε απομακρυνθεί από την αρχική του διατύπωση. Αντίθετα, ανέπτυξε την αρχή της κοινωνιολογικής η κοινωνικής ταυτόχρονης έλξης και απώθησης για να περιγράψει το πρόβλημα των αντιφατικών απαιτήσεων που οι άνθρωποι γενικά, συμπεριλαμβανομένου και των επιστημόνων, αντιμετωπίζουν σαν ένα αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των αξιών, των κοινωνικών τάξεων και των ρόλων (Merton 1967).

Υποστήριξη για την ύπαρξη των γενικευμένων προτύπων, όχι μόνο στους επιστημονικούς, αλλά σε όλους τους πολιτισμούς, εγκαταλείφθηκε ακόμα και από του ανθρωπολόγους. Καθοδηγούμενοι από φεμινιστές και μετααποικιακούς ανθρωπολόγους, στη δεκαετία του 1980 οι ανθρωπολόγοι μετακινούνταν όλο και περισσότερο προς μία προοπτική του πολιτισμού ο οποίος ήταν αμφισβητούμενος παρά συγκροτημένος και κοινός. Από την προοπτική αυτή κάθε προσπάθεια για να συνδέσουμε μια ομάδα κοινών προτύπων και αξιών σε ένα πολιτισμό φαινόταν ότι όλο και περισσότερο αντιπροσώπευε μια παρερμηνεία. Προηγούμενες περιγραφές των προτύπων και των αξιών μιας κοινωνίας φαινόταν αντιθέτως να μοιάζουν περισσότερο με περιγραφές των προτύπων και των αξιών των ανδρών και των επικρατέστερων ομάδων.

Για δεκαετίες η ομοφωνία μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων ήταν ότι, όπως οι περιγραφές των προτύπων οι οποίες πραγματικά καθοδηγούν την δράση των επιστημόνων, έτσι και τα πρότυπα του Merton δεν υπάρχουν σε καμία διεισδυτική μορφή. Συγκεκριμένα πρότυπα και αξίες όλων των ειδών παίζουν ένα σημαντικό στην ουσιαστική διαδικασία της αποτίμησης στην επιστήμη. Για παράδειγμα, μελέτες των J. Scott Long, Robert Mc Ginness, και του Paul Allison τεκμηρίωναν ότι αν και η προδιδακτορική μελέτη της παραγωγικότητας, είναι μια καλή πρόβλεψη της μετέπειτα πορείας της παραγωγικότητας, τα υπουργεία δίνουν περισσότερη προσοχή στην προέλευση των υποψηφίων και στο ποιος τους συστήνει(Long et al. 1979; Mc Ginnes et al. 1982). Είναι πιθανό να διασώσουν την σκιαγράφηση των προτύπων του Merton στην επιστήμη, αλλά μόνο σαν ένα τρόπο του πως θα έπρεπε να είναι η ιδανική συμπεριφορά των επιστημόνων. Σαν μια εναλλακτική λύση, στα πρότυπα του Merton μπορεί να δοθεί μια νέα ερμηνεία σαν μια περιγραφή της νομιμοποιημένης ιδεολογίας της επιστήμης- σύμφωνα με τον Mulkay (1976), η επαγγελματική ιδεολογία - στην οποία οι επιστήμονες μπορεί να στραφούν σαν μια ρητορική διέξοδο σε περιπτώσεις αμφισβήτησης ή εργασιακών περιορισμών . Με άλλα λόγια, ο Merton μπέρδεψε την ιδεολογία με την εξάσκηση.

To ζήτημα των προτύπων και των αξιών σχετίζεται με θεωρίες σχετικά με την αυτονομία της επιστήμης. Η συζήτηση του Merton σχετικά με το θέμα των προτύπων υποδήλωνε ότι σε δημοκρατικές χώρες η επιστήμη είναι και θα έπρεπε να είναι ένας σχετικά αυτόνομος θεσμός. Με άλλα λόγια, είναι και θα έπρεπε να είναι ελεύθερος από τον άμεσο έλεγχο του κράτους, της εκκλησίας, του ιδιωτικού κεφαλαίου, ή άλλων ενδιαφερομένων ομάδων και προστατών. Εξετάζοντάς τα ξεχωριστά έχουμε να πούμε ότι: σχετικά με τον έλεγχο του κράτους, το κράτος δεν θα αφήνει την επιστήμη να αναπτυχθεί ελεύθερα, διότι προφανώς το αντικείμενό της πολλές φορές θα αντιστρατεύεται τα συμφέροντά του. Αν αυτά είναι και ιδιοτελή, τότε η επιστήμη θα οπισθοδρομεί αντί να προοδεύει, με αποτέλεσμα την μη επίτευξη τον στόχων της και την δυσλειτουργία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.

Σχετικά με την εκκλησία, η επιστήμη είναι και θα έπρεπε να είναι αυτόνομη από τον έλεγχό της, καθώς, πολλές φορές οι επιστημονικές έρευνες και τα αποτελέσματά τους, έρχονται σε αντίθεση με τις ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις της εκκλησίας, οπότε επέρχεται σύγκρουση μεταξύ τους.

Για τον έλεγχο του ιδιωτικού κεφαλαίου έχουμε να πούμε ότι το τελευταίο όπως ενεργεί σήμερα, έχει σκοπό τον πλουτισμό του, σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Αν λοιπόν η επιστήμη εξαρτηθεί από το ιδιωτικό κεφάλαιο, τότε σκοπός της δεν θα είναι η πρόοδός της και κατ’ επέκταση η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, καθώς κατά μεγάλο ποσοστό θα δρα και θα ενεργεί με υποδείξεις του ιδιωτικού κεφαλαίου που την χρηματοδοτεί.

Αν δεχθούμε επίσης ότι η επιστήμη βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο άλλων ομάδων και προστατών τότε θα γίνει πιστευτό ότι εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα, ενώ σκοπός της είναι - όπως προαναφέραμε- η πρόοδος και η ανάπτυξη όλης της κοινωνίας. Όσον αφορά άλλα θέματα στις επιστημονικές και τεχνολογικές μελέτες, είναι χρήσιμο να κάνουμε την διάκριση ανάμεσα στα περιγραφικά και τα επιτακτικά δικαιώματα.

Περιγραφικά θα λέγαμε ότι το επιχείρημα για την αυτονομία της επιστήμης σαν ένας θεσμός βασίζεται στη κατανόηση του εκσυγχρονισμού σαν μια διαδικασία διαφοροποίησης. Καθώς οι κοινωνίες εκσυγχρονίζονται,διάφοροι θεσμοί( εκκλησία, κράτος, επιστήμη, νομικό σύστημα τα επαγγέλματα κ.τ.λ.) κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να αποκτήσουν μια αυτόνομη εξουσία σε περιορισμένα κομμάτια της κοινωνικής ζωής. Σαν μια περιγραφή της επιστήμης, είναι λιγότερο ή περισσότερο ακριβές να πούμε ότι πολλοί επιστημονικοί κλάδοι της “θεωρητικής” (σε αντίθεση με την εφαρμοσμένη) επιστήμης έγιναν περισσότερο ή λιγότερο θεσμικά αυτόνομοι στις δημοκρατίες της Δύσης, συγκεκριμένα μετά τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, η θεσμική αυτονομία της επιστήμης δεν είναι με κανένα τρόπο εγγυημένη, και οι επιστήμονες έπρεπε να υπερασπιστούν ενεργά αυτή τη θέση. O Thomas Gieryn, ένας του Merton, ανέπτυξε την ιδέα του “ εργασιακού περιορισμού” για να περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους οι επιστήμονες αποδεικνύουν και αστυνομεύουν τα όριά τους και έτσι υπερασπίζονται την αυτονομία τους (1983). Σχεδίασε τέσσερα είδη εργασιακού περιορισμού: μονοπώληση, όπως τον 17ο αιώνα ο ισχυρισμός του φυσικού φιλόσοφου Robert Boyle για μοναδική πολιτισμική εξουσία για τις πειραματικές του μεθόδους. Επέκταση, όταν οι μέτοχοι “ανοίξουν τα σύνορα της πολιτισμική τους εξουσίας σε χώρους που διεκδικούνται από άλλους”. Εκδίωξη, όταν οι μέτοχοι “ εκδιώκουν από ανάμεσά τους μη πραγματικά μέλη”. Και προστασία, όταν οι επιστήμονες προσπαθούν να εμποδίσουν εξωτερική εισβολή στα προσόντα και στα προνόμιά τους (1994: 429 - 34). Έχω συμπληρώσει τη θεωρία του επαγγελματικού περιορισμού με την εξέταση των επαναλαμβανόμενων και κλιμακωμένων διαχωρισμών κατά μήκος μιας αποστρατικοποιημένης ζώνης ανάμεσα στην επιστήμη και την μη επιστήμη, και έχω δείξει πως οι συζητήσεις πάνω στο τι είναι και τι δεν είναι επιστήμη μπορεί να διαμορφωθούν εν μέρει και με τη σειρά τους να διαμορφώσουν γενικές πολιτισμικές αξίες (1993). Από μια επιτακτική προοπτική, ο Merton εξέτασε την αυτονομία σαν ένα αγαθό που αξίζει να το υπερασπιστεί κανείς σε μια ελεύθερη δημοκρατία. Εξέτασε την ισχυρή καθολικότητα της επιστήμης σαν μια “δεσπόζουσα αρχή της δημοκρατίας που σε καθοδηγεί” (1973: 273). Ομοίως, ο οργανωμένος σκεπτικισμός της επιστήμης βοήθησε στο να εξασφαλισθούν στη κοινωνία ένα σύστημα κοινωνικοπολιτιστικών κριτηρίων και ισορροπιών, με τα οποία η επιστημονική γνώση μπορούσε να “ ακυρώσει συγκεκριμένα δόγματα της εκκλησίας, της οικονομίας, ή του κράτους” (278). Ο Merton έγραψε σε μια εποχή όταν οι αντιπαραθέσεις της Ναζιστικής και Σοβιετικής επιστήμης ήταν ζωντανά κομμάτια του σύγχρονου πολιτισμικού τοπίου. Τον ενδιέφερε το γεγονός ότι η άμεση επέμβαση του κράτους στη επιστήμη μπορούσε να δημιουργήσει διαστρεβλωμένες και ανακριβείς εκτιμήσεις για τι φυσικό κόσμο. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 και 1990, η απειλή στην αυτονομία εμφανίστηκε να προέρχεται περισσότερο από το ιδιωτικό κεφάλαιο και το αυξανόμενο διαπερατό όριο ανάμεσα στα πανεπιστήμια και τις βιομηχανίες όπως η βιοτεχνολογία και οι πληροφορίες στη τεχνολογία. Σε αυτό το χώρο, η μεσολάβηση του κράτους μπορεί πραγματικά να παίξει ένα ρόλο με το να εξασφαλίζει έναν μηχανισμό για το κοινό το οποίο θα μπορεί να επεμβαίνει σε εκτενής ημερήσιας διάταξης έρευνες που θα απεικονίζουν γενικές αξίες παρά συγκεκριμένα βιομηχανικά ενδιαφέροντα. Το ενδιαφέρον του Merton σχετικά με την αυτονομία παραμένει έτσι ένα ενδιαφέρον θέμα σήμερα, αλλά χρειάζεται να διατυπωθεί και πάλι. Είναι πιθανόν ότι η διαρκής κληρονομιά της ανάλυσης των προτύπων από τον Merton θα είναι η συχνή αναμφίβολη επιτακτική άποψη της ανάλυσής του: το ζήτημα του ως προς τι θα έπρεπε τα κοινωνικά πρότυπα να καθοδηγούν τους επιστήμονες και το ζήτημα του πόσα διαφορετικά επίπεδα επιστημονικής αυτονομίας θα έπρεπε να ενωθούν για τη διατήρηση και ενδυνάμωση της δημοκρατικής κοινωνίας. Πρόκειται σίγουρα για δύο δύσκολα ζητήματα. Κι αυτό γιατί, για το πρώτο, το κοινωνικό πρότυπο αν δεν μπορεί να συμβαδίζει με μια επιστήμη, δεν μπορεί να την καθοδηγεί. Πρέπει δηλαδή για να καθοδηγείται η επιστήμη, το κοινωνικό πρότυπο να προέρχεται από τους κόλπους της.

Για το δεύτερο, η διατήρηση και ενδυνάμωση της δημοκρατικής κοινωνίας επιτυγχάνεται με συγκερασμό πάρα πολλών αντιθέτων απόψεων, πράγμα που αποκλείει τον ακριβή καθορισμό της ποσότητας των επιπέδων επιστημονικής αυτονομίας που θα πρέπει να ενωθούν. Όσο περισσότερα τόσο το καλύτερο.

Μελέτες του σχηματισμού των κοινωνικών στρωμάτων Ι: Η Αθροιστική Θεωρία του Πλεονεκτήματος.

Στη δεκαετία του 1960 οι μελέτες του σχηματισμού των κοινωνικών στρωμάτων και της επίτευξης της κοινωνικής θέσης στην επιστήμη κατέληξαν να απασχολήσουν ένα σημαντικό κομμάτι της σοφιστικής κοινωνιολογίας της επιστήμης. Η πρόσβαση σε νέα στατιστικά εργαλεία και σε αναλύσεις υπολογιστών βοήθησαν στο να προσελκύσουν νέους ερευνητές και να προωθήσουν τον τομέα σε μια φάση ανάπτυξης. Ο όρος “διαστρωμάτωση” θα χρησιμοποιείται εδώ για να εννοήσουμε όλες τις διαφορές κοινωνικής θέσης στην επιστημονική κοινότητα. Αν και ο Pierre Bourdieu (1975) αμφισβήτησε ότι η ιδέα της τάξης θα έπρεπε να είναι μέρος της θεωρίας του σχηματισμού των κοινωνικών στρωμάτων στην επιστήμη, η τάξη υπήρξε σχετικά ασήμαντη στην σοφιστική κοινωνιολογία της επιστήμης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης επικεντρώθηκαν περισσότερο σε ζητήματα κοινωνικής θέσης.

Πιθανότατα η πιο σημαντική θεωρία στις μελέτες του σχηματισμού των κοινωνικών στρωμάτων είναι η αθροιστική (μερικές φορές μη αθροιστική) θεωρία του πλεονεκτήματος. Η θεωρία υποστηρίζει ότι η πρώιμη επαγγελματική εμπειρία επιτρέπει στους επιστήμονες να αυξήσουν την αναγνώριση και τα προσόντα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη αναγνώριση και σε πρόσβαση στις πηγές πληροφοριών. Πράγματι εκτός από τη θεωρητική κατάρτιση αναγκαία κρίνεται η πρώιμη επαγγελματική εμπειρία, διότι οι γνώσεις που αποκτούνται με την πρακτική αυτή εμπειρία καθιστούν ένα πιο ικανό, πιο κατοχυρωμένο και πιο ολοκληρωμένο επιστήμονα έτσι ώστε να είναι πάντα έτοιμος να αντεπεξέλθει στις μελλοντικές απαιτήσεις και δυσκολίες της επιστήμης του. Το αθροιστικό πλεονέκτημα και η εκπλήρωση του ρόλου(επιστημονική παραγωγικότητα) συνιστούν τους δυο πιο σημαντικούς καθοριστικούς παράγοντες για την λήψη της επιστημονικής αναγνώρισης(Cole 1992: 165). Η θεωρία του αθροιστικού πλεονεκτήματος είναι σημαντική γιατί συνιστά ένα παράδειγμα των προφανώς μη καθολικών διαδικασιών στην επιστήμη σαν ένα θεσμό. Ο Stephen Cole ανακεφαλαιώνει το θέμα διαφωνώντας:

Όπως αποδείχθηκε από τους J. R. Cole και S. Cole (1973 : 235), επειδή σε ένα εξολοκλήρου οικουμενικό σύστημα ανταμοιβής η ποιότητα της εκπλήρωσης του ρόλου θα έπρεπε να είναι το μοναδικό κριτήριο πάνω στο οποίο οι επιστήμονες θα αμείβονταν, η λειτουργία του αθροιστικού πλεονεκτήματος αντιπροσωπεύει την αναχώρηση από το ιδανικό. Το αν ένα τέτοιο ιδανικό είναι “κακό” για την επιστήμη εξαρτάται από την απάντηση στο πιο σημαντικό ζήτημα που δημιουργείται από τη μελέτη του αθροιστικού πλεονεκτήματος: Είναι αυτή η διαδικασία ένα αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του ταλέντου, ή είναι το “ταλέντο” το αποτέλεσμα της άνισης κατανομής των προσόντων και των ευκολιών. (J. R. Cole και S. Cole 1973: 75); (Cole 1992: 165).

Πριν εξετάσουμε αυτό το θέμα, ίσως είναι χρήσιμο να επεκτείνουμε την θεωρία του αθροιστικού πλεονεκτήματος. Συχνά εξισώνεται με την πράξη του Ματθαίου, αλλά το τελευταίο είναι μια ειδική περίπτωση της θεωρίας του αθροιστικού πλεονεκτήματος. Ο Merton επινόησε τον όρο από το βιβλικό πέρασμα του Ματθαίου 13: 12 “όποιος έχει να δίνει, και θα έχει αφθονία: αλλά από εκείνον που δεν έχει θα παίρνετε ακόμα και αυτό που έχει”. Καθώς ο Merton εφάρμοσε την ιδέα για την επιστήμη, ‘Η επίδραση του Matthew αποτελείται από μεγαλύτερη αύξηση της αναγνώρισης για συγκεκριμένες επιστημονικές προσφορές σε επιστήμονες με αναγνωρισμένη φήμη και διατήρηση τέτοιας αναγνώρισης από τους επιστήμονες που δεν έχουν δώσει ακόμα το στίγμα τους’(1973: 446).¨Αν και αυτός ο ορισμός επικεντρώνεται στην αναγνώριση, ο Μerton αναγνώρισε ότι οι πηγές επίσης τείνουν να υπερκεράσουν τους επιστήμονες στα φημισμένα κέντρα (457).Ο Μerton (Πρέπει να πούμε πως ο Merton κι η σχολή του είχαν έντονα προβληματισθεί στις δεκαετίες 1960 και 1970 για το αν όντως η επιστήμη ζούσε μόνο κάτω από τον ιδανικό κανόνα της καθολικότητας δηλαδή ισονομίας και ισοπολιτείας στην επιστημονική κοινότητα ή αν οι ιδιαίτεροι παράγοντες, που διαφοροποιούν την επιστημονική κοινότητα παίζουν κάποιο ρόλο, όπως η ηλικία , το πανεπιστήμιο ή ίδρυμα που υπηρετεί ένας επιστήμονας ) ακόμα ανέπτυξε την θεωρία ζωγραφίζοντας στην έρευνα Ζούκερμαν ώστε να επιχειρηματολογήσει ότι το φαινόμενο Matthew εμφανίζεται κυρίως σε περιπτώσεις συνεργασίας και ανεξαρτήτων πολλαπλών ανακαλύψεων ( Μerton 1973, 1998). Επεσήμανε ότι ένα αποτέλεσμα της επίδρασης Matthew είναι ότι όταν ένας υψηλής στάθμης επιστήμονας κάνει μία επιστημονική προσφορά , είναι το πιο πιθανό να εντοπιστεί ,παρά από έναν χαμηλότερης στάθμης επιστήμονα.(1973: 447).(¨Ένας ,χαμηλής στάθμης δηλαδή ένας επιστήμονας με λίγες δημοσιεύσεις και ελεγχόμενης ποιότητας ,μικρή συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια και γενικά ένας άσημος επιστήμονας εάν αυτός κάνει μια σημαντική ανακάλυψη ή προσφορά ή μια σημαντική πρόταση για την επιστημονική κοινότητα δυσκολότερα θα γίνει ευρέως γνωστή στην επιστημονική κοινότητα )

Σχετικά με το Φαινόμενο Matthew υπάρχει άλλος ένας όρος που μερικές φορές εμφανίζεται στην λογοτεχνία , η ¨Το φαινόμενο του φωτοστέφανου¨ .(Κρέην 1967).Αυτός ο όρος περιγράφει το πλεονέκτημα που συσσωρεύει ένας επιστήμονας μέσω της αποτελεσματικότητας του να έχει φοιτήσει σε ίδρυμα ανώτερης κατάταξης . Η Νταιάνα Κρέην έδειξε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της παρούσας ακαδημαϊκής υιοθεσίας (παραδοχής) και αναγνώρισης. Η ανάλυσή της πρότεινε ότι η τοποθεσία (M.I.T-Columbia University-Oxford university) σε ένα με γόητρο τμήμα ανέχεται οικονομικά νέες ευκαιρίες για διόπτευση και επαφή που οδηγεί στην αύξηση της αναγνώρισης.

Η Μάργκαρετ Ρόσιτερ (1993) σχολιάζει ότι το Φαινόμενο Matthew είναι καλώς ορισμένο γιατί ο Χριστιανός οπαδός δεν έγραψε πραγματικά τον ύμνο για τον οποίο πήρε τα εύσημα . Αυτή υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Μέρτον χάνει την ερώτηση κλειδί του φύλου στην επιστήμη (Η μη αναγνώριση ή η δυσκολία που παρουσιάζεται στην αναγνώριση ενός άρρενος επιστήμονα ,όσον αφορά τις γυναίκες προστίθεται και το θέμα του φύλου τους δηλαδή άλλο ένα επιπλέον εμπόδιο στην καριέρα τους που στην πραγματικότητα είναι πιο δύσκολο να ξεπεραστεί σε σχέση με την ασημότητα). Αυτή όρισε το παράλληλα υπάρχον αλλά αντίστροφο ¨ Φαινόμενο Ματίλντα ¨ μετά την γενικώς ξεχασμένη συγγραφέα και εκδότρια του δεκάτου ενάτου αιώνα Ματίλντα Γκέητζ. Η Γκέητζ ήταν μια αμερικανίδα φεμινίστρια και κριτικός της Βίβλου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην γυναικεία κίνηση για το δικαίωμα ψήφου . Επίσης αυτή έγραψε το ¨Η Γυναίκα ως εφευρέτης¨ (1882) , στο οποίο υπεστήριζε ότι ο εφευρέτης του βαμβακερού τζιν ήταν γυναίκα. Η επίδραση Ματίλντα αναφέρεται στην τάση στην ιστορία της Επιστήμης οι γυναίκες να είναι αγνοημένες ή να μην τους αποδίδονται η αναγνώριση που τους άξιζε στην εποχή τους και ακολούθως εκδιώχθηκαν από τους ιστορικούς καταλόγους της διάκρισης. Ένα μη περιβόητο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ροζαλίν Φράνκλιν, της οποίας συνεισφορά στην έρευνα που κέρδισε το βραβείο Nobel πάνω στην δομή του DNA αγνοήθηκε και ¨έπειτα η περαιτέρω υποβιβασμένη στους επιζήσαντες ¨ διαστρεβλώθηκε η αυτοβιογραφική αξία της ανακάλυψής τους (Ρόσιτερ 1993: 329) Σύμφωνο με την θεωρία της συσσώρευσης πλεονεκτημάτων, αν και σε μια αρνητική κατεύθυνση , η επίδραση Ματίλντα επίσης δείχνει στα κατασκευαστικά και δίκαια προβλήματα μη αναγνωρισμένα στην έκδοση της θεωρίας με το Φαινόμενο Ματίλντα.(Στο βιβλίο του ο Stephen Cole (στηριζόμενος σε πρωτύτερη δουλειά των J.R. Cole και S. Cole του 1973) διατυπώνει ως εξής το σημαντικό αυτό ερώτημα: “Είναι η διαδικασία αυτή ,της συσσώρευσης πλεονεκτημάτων, αποτέλεσμα της άνισης κατανομής ταλέντου, που τείνει να συγκεντρωθεί στα προνομιούχα κέντρα, ή είναι το “ταλέντο” αποτέλεσμα μιας άνισης κατανομής πόρων και μέσων;” (Cole, 1992, σελ. 165). Πράγματι, αν η συσσώρευση των πλεονεκτημάτων χρησιμεύει για να διατεθούν περισσότεροι πόροι στους πλέον ταλαντούχους επιστήμονες, μολονότι μπορεί να είναι άδικη για μερικούς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ευεργετική για τη συνολική πρόοδο της επιστήμης.)Και οι δυο επιδράσεις ενισχύουν την άποψη μου στο προηγούμενο κεφάλαιο για ταξινομημένη φήμη σαν ωφελιμιστικό κριτήριο , μια θέση υποστηριζόμενη από μερικούς κοινωνιολόγους της επιστήμης.

Σύμφωνα με το Φαινόμενο Ματίλντα υπάρχει ένα ουσιώδες σώμα έρευνας στα προστιθέμενα μειονεκτήματα που επιδρούν στις γυναίκες της επιστήμης .Σε ένα δοκίμιο επισκόπησης ,η Mary Fox υποστηρίζει την έρευνα πάνω στο φύλο και τα επιτεύγματα στην επιστήμη μεγάλωσαν πολύ γρήγορα μετά από αρκετές μελέτες ορόσημα στα μέσα του 1970. Μερικοί από τους ερευνητές πρότειναν ότι οι φυλετικές διακρίσεις δεν ήσαν παραγόμενο των αποδιδόμενων διαδικασιών ή ωφελιμιστικών μοντέλων. Με άλλα λόγια ,οι γυναίκες δεν προσλαμβάνονται σε θέσεις γοήτρου διότι είναι λιγότερο παραγωγικές .Ωστόσο, η πλειοψηφούσα γνώμη μετακινήθηκε προς την εργασία της Μπάρμπαρα Ρέσκιν η οποία προβληματίσθηκε για τον βαθμό για τον οποίο οι οικουμενικές διαδικασίες κυβερνούν τα κατορθώματα των γυναικών επιστημόνων (Ρέσκιν 1978α,1978β).Σε μία εργασία για τις μεταπτυχιακές εμπειρίες 450 χημικών, η Ρέσκιν ανακάλυψε ότι σε αντίθεση με τους άνδρες ¨ οι γυναίκες χημικοί δεν συσσώρευσαν κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με τις μεταπτυχιακές σπουδές τους ¨ (1976: 609).Οι J. Scott Long και Robert McGiness (1985) σημείωσαν ότι ο καθοδηγητής των γυναικών επιστημόνων παίζει σημαντικό ρόλο στην έναρξη της διαδικασίας συλλογής οφελών , συνήθως διαμέσω της συνεργασίας με τον μαθητή .Ο Long έδειξε ότι οι καθοδηγητές των γυναικών επιστημόνων τείνουν να είναι λιγότερο “άνθρωποι με πρεστίζ” , λιγότερο παραγωγικοί και περισσότερο συχνά γυναίκες ( τρεις ανεξάρτητες μεταβλητές ) από ότι οι άνδρες επιστήμονες . Παρόμοιες διαδικασίες συσσώρευσης μειονεκτημάτων στην επιστήμη προτάθηκαν από μελέτες εθνικοτήτων και επιτυχιών καριέρας.(Pearson 1978) ( Το ονομαζόμενο φαινόμενο της Ματίλντας, που έχει τεθεί από την Margaret Rossiter (1993), για να περιγράψει την τάση στην ιστορία της επιστήμης να αγνοούνται ή να στερούνται αναγνώρισης οι γυναίκες την εποχή που παρήγαγαν το έργο τους, με αποτέλεσμα να λησμονείται αργότερα η συνεισφορά τους, τα πονήματά τους θεωρούνται ως πάρεργα και μόνον η συσσώρευση πλεονεκτημάτων δεν ισχύει για τις γυναίκες. Το όνομα “Ματίλντα” στο φαινόμενο αυτό προέρχεται από την Matilda Gage, μια ξεχασμένη τώρα συγγραφέα και συντάκτρια του δεκάτου ενάτου αιώνα, που επίσης ήταν γνωστή φεμινίστρια και δραστήρια σουφραζέτα, έτσι εφόσον αυτή είχε νοιώσει καλά στο πετσί της την αδιαφορία και τον παραγκωνισμό ,το όνομά της, μπορεί να υιοθετηθεί από την θεωρία που δείχνει την ρατσιστική αντιμετώπιση των γυναικών επιστημόνων. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της ομογενούς ελληνίδας επιστημόνος η οποία διαπρέπει στο εξωτερικό με την εργασία της πάνω στον θέμα της θεραπείας του καρκίνου, και έχει συνεισφέρει τα μέγιστα .Όταν όμως προσκλήθηκε στην Ελλάδα από συνάδελφό της , αντιμετώπισε την απαξία και την προσπάθεια μείωσης και ταπείνωσής της από μεγάλη μερίδα της <<υψηλού κύρους >>και <<ελίτ>> της Ελληνικής ιατρικής κοινότητας. Η ωφελιμιστική και ιδιοτελής αυτή συμπεριφορά των ελλήνων συναδέλφων της πηγάζει κατά πρώτον από την ρατσιστική εκ προοιμίου θέση τους για τις γυναίκες επιστήμονες που μπορούν να καταφέρουν την πρόοδο της επιστήμης χωρίς να έχουν άμεση σχέση με την μικρής προσπέλασης κάστα τους. )

Η έρευνα πάνω στις γυναίκες , στην παραγωγικότητα και στο στάτους των προσόντων είναι συσχετισμένο με την γενικευμένη ευρετική η παραγωγικότητα στις εκδόσεις συγγραμμάτων των επιστημόνων στα πιο γνωστά ιδρύματα είναι περισσότερες .Αυτό μας γυρίζει πίσω στην βασική ερώτηση του Cole. Μία επεξήγηση της συσχέτισης παραγωγικότητας - καταστάσεως είναι ότι το υψηλό κύρος απονέμει μεγαλύτερη διάκριση και πόρους που οδηγούν σε υψηλή παραγωγικότητα , αλλά μία εναλλακτική επεξήγηση είναι ότι επιστήμονες με μεγαλύτερο κύρος επέτυχαν αυτές τις θέσεις διότι ήσαν περισσότερο παραγωγικοί. Προσπάθειες να δοκιμασθούν αυτές οι δύο προτάσεις εμπειρικά προτείνουν ότι η τοποθεσία του ιδρύματος είναι η αιτία παρά η επίδραση , της παραγωγικότητας .Οι Long Allison , και McGiness( 1979) απέδειξαν ότι όταν το κύρος του καθοδηγητή και του τμήματος που έγινε το διδακτορικό είναι ελεγμένα (δηλαδή το κύρος είναι πιστοποιημένο και αναγνωρισμένο από την επιστημονική κοινότητα )τότε προ-εργασιακή παραγωγικότητα δεν έχει καμία επίδραση στο κύρος της πρώτης δουλειάς. Ακόμα και για τις συνακόλουθες κινήσεις στις νέες πανεπιστημιακές εργασίες ,οι Allison και Long (1987) απέδειξαν ότι το κύρος του τμήματος που έγινε το διδακτορικό και το κύρος της πρώτης εργασίας συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση της εργασίας .Ωστόσο , η εκδοτική κίνηση κατά την διάρκεια των προηγουμένων έξι χρόνων έχει κάποια επίδραση στην κατάκτηση εργασίας , και εκδοτική ποιότητα ( λειτουργούσα ως ποσότητα επιτευγμάτων που κάποιος συσσωρεύει) έχει κάποια επίδραση στην εξύψωση επιτευγμάτων με την κίνηση.

Όταν η απόκτηση εργασίας έχει πληρωθεί , τα επίπεδα παραγωγικότητας τείνουν να αντιπροσωπεύουν εκείνους του συναφούς περιβάλλοντος. Για αυτόν τον λόγο , εάν οι επιστήμονες θέλουν να συντηρήσουν υψηλή παραγωγικότητα , χρειάζονται να βρίσκονται σε ένα πανεπιστήμιο που εκτελεί μεγάλη έρευνα ή σε ένα άλλο περιβάλλον που υπάρχει υψηλή νόρμα παραγωγικότητας .Στο σημείο που ωφελιμιστικά κανάλια κανόνων , γυναίκες και μη προνομιούχες εθνικές ομάδες σε χαμηλότερου κύρους θέσεις , διαδικασίες συσσώρευσης μειονεκτημάτων τείνουν να δουλεύουν ενάντια σε αυτές τις ομάδες μέσω επιδράσεων της κοινωνικής θέσης στην παραγωγικότητα. (Σε ένα τέτοιο περιβάλλον υψηλού κύρους-το οποίο του εξασφαλίζει το αντίστοιχο <<πρεστίζ>>- εάν κάποιος θέλει κατ’ αρχάς να επιβιώσει και έπειτα να σταδιοδρομήσει θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγικότητά του έτσι ώστε να ακολουθεί την υπόλοιπη επιστημονική ομάδα .Η διάκριση μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ευγενούς άμιλλας ή μη ,μπορεί ,και παρατηρείται έντονα αυτό, να κάνει τους φερέλπιδες νέους επιστήμονες που την επιθυμούν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν σύνδρομα κατωτερότητας σε συναδέλφους τους γυναίκες και αλλοεθνείς).

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η κοινωνική θέση επηρεάζει την παραγωγικότητα είναι μέσω προτιμώμενης μεταχείρισης στην διαδικασία επισκόπησης. Σε , το λιγότερο , μερικές συμπεριφορές επιστήμονες με υψηλού επιπέδου κοινωνικό κύρος ή κατάσταση έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν οι εκδόσεις τους αποδεκτές( Merton 1973 : 489;cf.Crane 1967) . Μία πολύ γνωστή έρευνα άρχισε με ένα δείγμα από 12 άρθρα από ερευνητές σε σοβαρά Αμερικανικά τμήματα ψυχολογίας. Κάθε άρθρο είχε δημοσιευτεί σε ένα από τα δώδεκα περιοδικά μεγάλου κύρους. Νέα ονόματα και θεσμοί είχαν προστεθεί ,και τα άρθρα είχαν περιέλθει στα ίδια δώδεκα περιοδικά. Μόνον 3 από τους 38 κριτικούς και εκδότες σημείωσαν τα άρθρα ως επαναδημοσιευμένα. Οκτώ από τα εννέα εναπομείναντα άρθρα απορρίφθηκαν, συνήθως για “ σοβαρά μεθοδολογικά ελαττώματα ”.Η πατέντα βρίσκει εφαρμογή σε μια μπιχιεβιοριστική επιστήμη, και ένας φυσικός αντιδρώντας στο άρθρο υπεστήριξε ότι το πρότυπο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί πειθαρχώντας στην φυσική( Peters and Ceci 1982) .Ωστόσο , η μελέτη προτείνει ένα άλλο ισχυρό μηχανισμό μέσω του οποίου εκείνοι που κατέχουν ένα μειονεκτικό κοινωνικό προφίλ μπορεί να έχουν πρόβλημα να ξεφύγουν από αυτό.

Εξ ορισμού , η συσσώρευση πλεονεκτημάτων / μειονεκτημάτων αυξάνει με τον καιρό , για αυτό λοιπόν , επιτυχημένοι μεγαλύτεροι επιστήμονες θα τείνουν να δρέπουν μεγαλύτερες ανταμοιβές και αναγνώριση . Μερικοί έχουν υποστηρίξει ότι η συσσώρευση δυναμικών πλεονεκτημάτων ποικιλούται ανά συμπεριφορές . Αυτό έχει οδηγήσει σε μια συνδυαστική άποψη ότι η συσσώρευση δυναμικών πλεονεκτημάτων εμπλέκει μια αλληλεπίδραση μεταξύ ηλικίας και συμπεριφοράς. Ωστόσο τα αποδεικτικά στοιχεία δεν έχουν βρεθεί εντελώς θετικά για αυτή την βοηθητική υπόθεση της θεωρίας συσσωρεύσεως πλεονεκτημάτων ( Οromaner 1977 ).

Η συσσώρευση δυναμικών πλεονεκτημάτων ίσως να ποικίλει ανά τις φάσεις της πειθαρχημένης ανάπτυξης ή υποσύνολο ανάπτυξης. Το μοντέλο του Henry Menard (1971) προτείνει ότι σε γρήγορα αναπτυσσόμενους και σχετικά νέα πεδία φιλόδοξοι νέοι υπότροφοι μπορεί να είναι ικανοί να ανεβαίνουν σε θέσεις εξέχουσες γρηγορότερα, αν και σε παλιότερα και πιο εδραιωμένα πεδία τέτοια αναγνώριση είναι πιο πιθανό να καθυστερήσει .Οι Lowell Hargens και Diana Felmlee έχουν αναπτύξει το μοντέλο όπως ακολουθεί:

Ένα μεγαλύτερο πεδίο ποσοστού ανάπτυξης μεγαλώνει την αρχαιότητα- συγκεκριμένα ποσοστά εγκωμίων για ξεχωριστούς επιστήμονες και ακόμα μεγαλώνει το ποσοστό της ανισότητας όσο αφορά την αρχαιότητα για το πεδίο σαν ολότητα.

Η αρχαιότητα της πρόσφατης, παρά της πιο παλαιάς δουλειάς μειώνει τέτοια ανισότητα μη προσμετρώντας τις παλαιότερες συνεισφορές των μεγαλυτέρων μελών ενός πεδίου. ( 1984: 685)

(Από τις μελέτες του Henry Menard (1971) βγαίνει το συμπέρασμα ότι σε περιοχές με γρήγορη ανάπτυξη καθώς και σε σχετικά νέες περιοχές οι φιλόδοξοι νεαροί επιστήμονες μπορούν να ανέλθουν γρηγορότερα σε προεξέχουσες θέσεις, ενώ σε παλαιότερες και πιο καθιερωμένες περιοχές μια τέτοια αναγνώριση ενδέχεται να καθυστερήσει. Επιπλέον όμως, στις μελέτες των Hargens και Flemlee (1984) τονίζεται ότι στην δυναμική αυτή παίζει μεγάλο ρόλο κι ο ρυθμός απαρχαίωσης των εργασιών της βιβλιογραφίας: όταν αυτός είναι χαμηλός, ευνοούνται οι νεαροί επιστήμονες, που θεμελιώνουν κάποια περιοχή. Ο ρυθμός απαρχαίωσης των εργασιών συνήθως μετράται με τον Δείκτη του Price, που αναφέρεται στο ποσοστό των εργασιών κατά την διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών (Price, 1963).)

Με άλλα λόγια , υπάρχουν τουλάχιστον δύο αλληλεπιδρόμενες διαδικασίες. Είναι κάποιο ,μεγάλο ποσοστό προόδου για ένα πεδίο της ερεύνης , αυτό το οποίο ωφελεί νεότερους υποτρόφους που είναι μερικοί από τους ιδρυτές του πεδίου. Το άλλο είναι χαμηλού ποσοστού αχρηστεμένο λόγω παλαιότητας για την φιλολογία. Αυτό μπορεί να μετρηθεί μέσω του καταλόγου του Price, η ποσόστωση των αναφορών κατά την διάρκεια της προηγούμενης πενταετoύς περιόδου ( Price 1963). Γενικά, ο κατάλογος είναι υψηλός σε (θετικές) επιστήμες , γιατί έχουν υψηλό ποσοστό παλαίωσης από τις κοινωνικές επιστήμες. Εντεύθεν, σε ένα ατομικό επίπεδο νέοι ερευνητές θα ωφεληθούν τα μέγιστα , εάν είναι ανάμεσα στους ιδρυτές ενός γρήγορα αναπτυσσόμενο πεδίο με εκδοτική κίνηση πού έχει σχετικά χαμηλό ποσοστό παλαίωσης, όπως σε ένα πεδίο κοινωνικής επιστήμης. Σε ένα δομικό επίπεδο ,οι ίδιοι παράγοντες που ωφελούν έναν νέο υπότροφο ο οποίος είναι ανάμεσα στους ιδρυτές ενός πεδίου θα συνεισφέρει ώστε να αυξηθεί η ανισότητα μέσα στα ποσοστά εγκωμίων για το πεδίο σαν ολότητα.

Συνδυάζοντας το μοντέλο του Menard με την έρευνα του Reskin και άλλων πάνω στην αρνητική συσσώρευση πλεονεκτικών δυναμικών για γυναίκες , γίνεται απόδειξη ότι μερικά κοινωνικά στρώματα μπορεί να είναι διπλά μειονεκτούμενα όταν χάνουν καλές ευκαιρίες να γίνουν ιδρυτές των γρήγορα αναπτυσσόμενων πεδίων .Ωστόσο όπως ο Rossiter ( 1987 ) είχε υποστηρίξει , γρήγορα αναπτυσσόμενα πεδία με μια έλλειψη υψηλά εκπαιδευμένους ανθρώπους μπορούν να είναι μέρη όπου οι γυναίκες θα είχαν καλύτερη ευκαιρία για ανοχή, εργασία ακόμα και αναγνωρίσεως. Υπάρχει και μία εμπειρική απόδειξη ώστε να υποστηρίζει τα όρια αυτής της αποδείξεως: ¨Άλλοι παράγοντες , όπως η μεγαλύτερη υπεροχή των ανδρών , άκαμπτα εμπόδια διέλευσης, διαθεσιμότητα κυβερνητικής εργασίας, ή άλλες παραξενιές , αποτρέπουν το μοντέλο-το οποίο συμπεραίνει ότι ο σεξιστικός διαχωρισμός είναι λειτουργία συνωστισμού - παρά δουλεύοντας με περισσότερη ακρίβεια. Σε όλα τα πεδία (1987: 40)

Συνολικά, οι δυναμικές συσσωρεύσεως μειονεκτημάτων βοηθούν στο να καταλάβουμε τα προβλήματα όπως η σχετικά σταθερή ανομοιότητα στους μισθούς και θέσεις μεταξύ των ανδρών και γυναικών , ακόμα και όταν έλεγχοι συμπεριλαμβάνονται για πολλές πιθανές κοινές παραμέτρους (Fox 1994) . Έρευνα πάνω στην επίτευξη του κύρους και σε σχετικά θέματα παρέχει μία βάση για πολιτική αποτιμήσεως θεμάτων όπως θετικές ενέργειες και διαχειρίσεως προσωπικού. Ειλικρινά, η δυναμική συσσωρεύσεως μειονεκτημάτων μεγιστοποιεί την επίδραση του σεξισμού ,ρατσισμού και άλλων ωφελιμιστικών αξιών στον θεσμό της επιστήμης , όπως ομοίως αυτές οι δυναμικές μεγιστοποιούν την επίδραση για προγράμματα θετικής δράσεως. Όπως τα θετικής ενέργειας προγράμματα έχουν γίνει αυξητικά μη δημοφιλή με το σώμα των ενόρκων , η έρευνα προτείνει εναλλακτικούς τρόπους βελτίωσης της ισότητας με το να μετριάζουν καθιερωμένους μηχανισμούς οι οποίοι μεγεθύνουν το πλήθος των μειονεκτημάτων.

Η έρευνα έχει επίσης επιπτώσεις στις γενικές συζητήσεις σχετικά με το θέμα του περιεχομένου. Στο σημείο που συγκεκριμένα πρότυπα κατευθύνουν την επίτευξη της επαγγελματικής καριέρας και την αναγνώριση στο χώρο της επιστήμης, και αυτά τα πρότυπα τείνουν να βλέπουν αρνητικά τις γυναίκες καθώς επίσης και μέλη κατώτερων εθνικών ομάδων, η ικανότητα των γυναικών και άλλων περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων να παίξουν ένα ρόλο στην αναδιάρθρωση των κοινωνικών προκαταλήψεων στο περιεχόμενο των επιστημονικών γνώσεων θα περιοριστεί. Αν οι γυναίκες και οι εθνικές μειονότητες προκαλούν την αρνητική εμπειρία ενός ερευνητικού προγράμματος και δεν προστατεύονται από ισχυρούς καθοδηγητές τότε είναι πιθανόν να δοκιμάσουν σαν μια δυνατή εμπειρία τις επιδράσεις του Matilda. Γι’ αυτό, η έρευνα πάνω στο θέμα της κοινωνικής θέσης και την θεωρία των συσσωρευμένων πλεονεκτημάτων / μειονεκτημάτων συνιστά ισχυρές συντηρητικές δυνάμεις στην επιστήμη.

Μελέτες για τον σχηματισμό των κοινωνικών στρωμάτων II:Αποτίμηση( Αξιολόγηση)

Ένας μηχανισμός κλειδί στη διατήρηση των κοινωνικών στρωμάτων είναι η αποτίμηση. Ο όρος “πορτιέρης” συνήθως αναφέρεται σε εκδότες περιοδικών, ακολουθώντας τον Crane (1967), αλλά οι Merton και Zuckerman (βλέπε Merton 1973) πιστεύουν ότι αυτός ο ορισμός είναι πάρα πολύ περιοριστικός. Προτείνουν αντίθετα ότι το επάγγελμα του πορτιέρη θα μπορούσε να γίνει καλύτερα κατανοητό σαν μια γενική διαδικασία αποτίμησης : “συνεχής ή ασυνεχής προσδιορισμός της προσπάθειας των επιστημόνων σε κάθε στάδιο της καριέρας τους , από τη φάση του νεαρού αρχάριου έως εκείνη του παλιού βετεράνου καθώς επίσης και εξασφαλισμένη ή αρνητική πρόσβαση στις ευκαιρίες”(Merton 1973 : 522).Με αυτή την ερμηνεία το επάγγελμα του πορτιέρη περιλαμβάνει τρεις βασικές λειτουργίες: την αποτίμηση των υποψηφίων για τις νέες θέσεις , τον καθορισμό της κατανομής των διευκολύνσεων και των αμοιβών ,και την αποτίμηση των εκδόσεων .Προφανώς λοιπόν , αν οι νέοι επιστήμονες έχουν κερδίσει τον σεβασμό των καθοδηγητών τους , και αν οι καθοδηγητές τους ανήκουν σε ένα ισχυρό δίκτυο και ένα περίβλεπτο κλάδο , οι νέοι επιστήμονες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ωφεληθούν από τη γενναιοδωρία των πορτιέρηδων (Long και McGinness 1985). Υπάρχουν επίσης ενδείξεις που συνιστούν ότι το ειδικό στην επιστημονική χρήση του επαγγέλματος του πορτιέρη ξεκινά από την νομιμότητα και φτάνει σε καθαρές περιπτώσεις κοινωνικής προκατάληψης ή εκτίμησης με κριτήρια βασισμένα σε “λειτουργικά άσχετες” ιδιότητες όπως η φυλή και το γένος . Για παράδειγμα , σε κάποια μελέτη σε ένα τμήμα ψυχολογίας ζητήθηκε από τους προέδρους να κατατάξουν δέκα περιλήψεις στις οποίες τα αντρικά και τα γυναικεία ονόματα δόθηκαν γρήγορα ,και οι περισσότεροι πρόεδροι κατέταξαν τον άνδρα σαν καθηγητή και την γυναίκας σαν βοηθό καθηγητή (Fidell 1975).

Τρεις κυρίως παράγοντες βλέπουμε ότι επηρεάζουν την αξιολόγηση και συνεπώς την εξέλιξη των νέων επιστημόνων .

Ι. Προσωπικές συνδέσεις: Νέοι επιστήμονες που σπουδάζουν υπό την επιτήρηση ισχυρών καθηγητών είναι πιθανόν να ευνοηθούν από αυτούς στην αξιολόγηση του έργου τους στο βαθμό που αυτοί μπορούν να ελέγξουν αυτές τις διαδικασίες. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στην επιστημονική συγγένεια που υπάρχει μεταξύ καθηγητή-σπουδαστή και ίσως σε μια φιλία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους.

ΙΙ.Κοινωνικά Δίκτυα: Συχνά σε κάποια μέλη της επιστημονικής κοινότητας να αναπτύσσονται ισχυροί δεσμοί στη βάση κοινών επιστημονικών απόψεων ή πολιτικών συμμαχιών ή ακόμη και προσωπικών φιλιών. Πιστεύω ότι όσο πιο ισχυροί είναι οι δεσμοί του δικτύου τόσο πιο τυφλή είναι η υποστήριξη των ομοϊδεατών στις αξιολογήσεις.

ΙΙΙ.Κοινωνικοί Αποκλεισμοί .Σε μερικές περιπτώσεις η αξιολόγηση πιθανόν να επηρεάζεται από το φύλο ,τη φυλετική καταγωγή ή την ένταξη σε κάποια κοινωνική μειονότητα.

Ωστόσο ,το επάγγελμα του πορτιέρη κινείται μέσα σε όχι και τόσο φανερά συγκεκριμένους μηχανισμούς . Το προηγούμενο κεφάλαιο εισήγαγε την ιδέα της γνωστικής ακρότητας , δηλαδή , μια μορφή προκατάληψης η οποία περιλαμβάνει ομοιότητες πνευματικού ύφους ή υποθέσεις , παρά απλώς ένα κύκλωμα αναγνώρισης , καθιερωμένης θέσης ή κοινωνικής διάκρισης. Αυτή η μορφή του επαγγέλματος του πορτιέρη είναι πιο περίπλοκη γιατί οι πορτιέρηδες μπορεί να αντιλαμβάνονται την αποτίμηση σαν αντικειμενική και καθολική , ενώ εκείνοι που απορρίπτονται ίσως βλέπουν την αποτίμησή τους σαν τα προϊόντα προκατάληψης των απόψεων που διεξάγονται από τους ηγεμονικούς κύκλους.

Η περισσότερη έρευνα πάνω στις διαφορές του βαθμού αποδοχής έχει εξετάσει το θέμα της απόκλισης στους επιστημονικούς κλάδους. Κοινή γενική ομοφωνία είναι ότι υπάρχουν συνεχώς υψηλότερες βαθμίδες απόρριψης στα κοινωνικού περιεχομένου επιστημονικά περιοδικά. Στα λόγια του Zuckerman και του Merton, “Όσο πιο ανθρωπιστικά προσανατολισμένο είναι το περιοδικό , τόσο πιο υψηλός είναι ο βαθμός απόρριψης των χειρόγραφων για έκδοση, όσο πιο προσανατολισμένο προς την παρατήρηση και το πείραμα είναι , με έμφαση στην αυστηρότητα της παρατήρησης και της ανάλυσης , τόσο πιο χαμηλός και ο βαθμός απόρριψης” (Merton 1973 :472).Υπάρχει λιγότερη ομοφωνία ως προς το γιατί υπάρχει διαφορετικός βαθμός αποδοχής στους επιστημονικούς κλάδους .Μία θεωρία δέχεται ότι τα άρθρα στις ανθρωπιστικές σπουδές και στις κοινωνικές επιστήμες έχουν την τάση να γίνονται ασυνάρτητα και γι’ αυτό λαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο . Χρησιμοποιώντας στοιχεία μήκους , ο Hargens (1988b) αμφισβήτησε την εξήγηση για την έλλειψη χώρου και ανέπτυξε σε αντίθεση ένα πρότυπο το οποίο απέδιδε την χαμηλότερη βαθμίδα απόρριψης στις φυσικές επιστήμες στο υψηλότερο επίπεδο ομοφωνίας τους . Οι Cole, Simon ,και Cole (1988) διαφώνησαν ότι στην πρώτη έρευνα όλοι οι τομείς έχουν ισότιμα χαμηλά επίπεδα ομοφωνίας , και γι’ αυτό άλλα μεταβλητά είδη θα μπορούσαν να εξηγήσουν καλύτερα την απόκλιση στους βαθμούς αποδοχής στους διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Αυτά τα άλλα μη αντιπροσωπευτικά είδη περιλαμβάνουν συγκεκριμένου-τομέα πρότυπα έκδοσης , απόκλιση στην μακρολογία των δημοσιογραφικών συνθέσεων στους διάφορους τομείς, και διαφορές στις πρακτικές εκπαίδευσης (επίσης Cole 1992). Η απάντηση του Hargen εξασφαλίζει έναν αριθμό αιτιών γιατί αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι πειστικά , και καταλήγει ότι “ίσως μια μελλοντική μελέτη θα μπορούσε να εξετάσει την πιθανότητα ότι μια δημοσιευόμενη διατριβή θα προκαλέσει ένα κριτικό σχόλιο σαν ένα πιθανό μέτρο μιας ομοφωνίας που δείχνει βαθιά μόρφωση”(1988a:160), γι’ αυτό χρησιμοποίησε την έλλειψη συμφωνίας στις εξηγήσεις για τον διαφορετικό βαθμό αποδοχής σαν ένδειξη για την δική του υπόθεση σχετικά με την ομόφωνη- απόκλιση .

Οι κοινωνιολόγοι έχουν επίσης εξηγήσει άλλες πτυχές των διαφορών του βαθμού αποδοχής. Οι Zuckerman και Merton προτείνουν ότι σε τομείς όπως η φυσική μπορεί να υπάρξει μια χρόνια επίδραση στις διαφορές του βαθμού αποδοχής ,με μείωση στο βαθμό αποδοχής όσο αυξάνεται η ηλικία (Merton 1973:489). Η φυλή και το γένος παίζουν ρόλο στις διαφορές του βαθμού αποδοχής . Ακόμα και αν κάποιος κοιτάζει πέρα από φανερά ειδικές περιπτώσεις διάκρισης φύλου και ρατσισμού , όπως απόρριψη ενός άρθρου απλά και μόνο εξαιτίας του φύλου και του γένους του συγγραφέα . Ο λεπτός αυτός μηχανισμός λειτουργεί ως εξής:υπάρχει μια άνιση κατανομή των κοινωνικών ομάδων από την άποψη του γένους , της φυλής , κ.ο.κ. σε όλες τις ηλικίες , της κοινωνικής θέσης και πειθαρχίας έτσι ώστε ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες να συγκεντρώνουν την προσοχή τους περισσότερο στις χαμηλότερου επιπέδου κοινωνικές τάξεις και θεσμούς , και στις ανθρωπιστικές σπουδές και σε μερικές από τις κοινωνικές και βιολογικές επιστήμες .Δίνοντας αυτή την άνιση κατανομή της θέσης , οι διαφορές του βαθμού αποδοχής τείνουν να λειτουργήσουν αρνητικά για τις ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες εξαιτίας των δομικών παραγόντων ακόμα και όταν φανερά συγκεκριμένα κριτήρια δεν εφαρμόζονται .

Μία πρόσθετη διάσταση στο επάγγελμα του πορτιέρη είναι ιστορική . Ο Rossiter λέει ότι οι γυναίκες έχουν εισχωρήσει στο εργατικό δυναμικό και την επιστήμη κατά αυξανόμενους αριθμούς κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα . Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και 1990 η επιστήμη έγινε επαγγελματική , και ο Rossiter προτείνει ότι “οι διωκόμενες γυναίκες στο όνομα των ‘υψηλών κριτηρίων’ ήταν ένας τρόπος να διακηρύξουν με όλη τους τη δύναμη την αντρική κυριαρχία πάνω στην ανθούσα γυναικεία παρουσία” (1982 : xvii). Σε μερικές πολύ γνωστές ιστορικές περιπτώσεις πετυχημένες γυναίκες κατέφυγαν σε οικογενειακούς οικονομικούς πόρους ή ανέπτυξαν μια ‘ουδέτερη’ ανδρογενή προσωπικότητα (Rose 1987 :278, επίσης Abir-Am 1987). Αυτές οι στρατηγικές συνιστούν την δύναμη του καθιερωμένου σεξισμού στην επιστήμη . Ακόμα και σήμερα όταν ο αριθμός των απόφοιτων γυναικών σε ορισμένους επιστημονικούς τομείς είναι περίπου ισοδύναμος με αυτόν των αντρών οι γυναίκες τείνουν να μην επιτυγχάνουν θέσεις κύρους . Στην ιατρική στις Ηνωμένες Πολιτείες ,40 τις εκατό των φοιτητών είναι γυναίκες ,αλλά οι γυναίκες αποτελούν μόνο το 20 τις εκατό των φυσικών ,5 τις εκατό αποτελούν τους προϊσταμένους των υπηρεσιών , και 3 τις εκατό πρυτάνεις ιατρικών σχολών (Angier 1995). Στην επιστήμη και στους τομείς της μηχανικής , η αναλογία των γυναικών καθηγητριών αυξήθηκε μόνο από 4 σε 7 τις εκατό κατά τη διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που ακολούθησε μετά το 1973(Fox 1994:212).

Με δεδομένη την επιτυχία σε λειτουργίες επίσημης αποτίμησης (όπως εισαγωγές στο πανεπιστήμιο ) στις περισσότερες αξιοκρατικές κατευθύνσεις , αλλά με την αποτυχία διατήρησης των πετυχημένων αρχικών ποσοστών , η προσοχή έχει στραφεί από τους τυπικούς μηχανισμούς του επαγγέλματος του πορτιέρη (εισαγωγή δημοσιογραφική υποταγή ,και επαγγελματική εκτίμηση )σε άτυπους μηχανισμούς . Ένα παράδειγμα είναι ο ρόλος των τεχνικών πολιτισμών οι οποίοι απαιτούν ηρωικά εργαστηριακά χρονοδιαγράμματα , κυρίως κατά τη διάρκεια των χρόνων τεκνοποίησης (Angier 1995) .Αυτό οδηγεί στα ζητήματα του γάμου , της τεκνοποίησης και της παραγωγικότητας , ένα θέμα το οποίο συμπίπτει εν μέρει με δύο τομείς : την θεωρία του αθροιστικού πλεονεκτήματος και τις παραγωγικές σπουδές.

Μελέτες σπουδών Παραγωγικότητας

Αν και οι μελέτες του αθροιστικού πλεονεκτήματος και της επίτευξης της κοινωνικής θέσης συχνά περιλαμβάνουν μέτρα παραγωγικότητας , η παραγωγικότητα των ατομικών επιστημόνων σαν ξεχωριστές οντότητες στην πορεία της καριέρας τους μπορεί να διακριθεί από την γενική παραγωγικότητα συγκεκριμένων ειδών κοινωνικών ομάδων στην επιστήμη , όπως ομάδες της ίδιας ηλικίας , του ίδιου φύλου και επιστημονικά εργαστήρια . Με δεδομένο τις άμεσες τεχνοκρατικές χρήσεις για έρευνα στην γενική παραγωγικότητα και καινοτομία ,αυτές οι σπουδές τείνουν να ασχολούνται με περισσότερους κλάδους μάθησης απ’ ότι οι μελέτες για τον σχηματισμό των κοινωνικών ομάδων .

Ένας σημαντικός χώρος των σπουδών παραγωγικότητας έχει να κάνει με τις επιδράσεις της ηλικίας . Αυτές οι επιδράσεις αποκτούν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον με δεδομένο την διάρθρωση του εργατικού δυναμικού που γηράσκει (και επιστημονικό και γενικό ) στις ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα καπιταλιστικά έθνη . Οι ερευνητές έχουν γενικά συμπεράνει ότι οι πιο σημαντικές συνεισφορές των επιστημόνων γίνονται στην ηλικία προς το τέλος της δεκαετίας των τριάντα και στις αρχές των σαράντα . Η συμβολή γίνεται πιθανότατα νωρίτερα στους θεωρητικούς επιστημονικούς τομείς όπως στα μαθηματικά και στη φυσική και αργότερα στους εμπειρικούς τομείς όπως η γεωλογία και η βιολογία . Μερικά ευρήματα δείχνουν μια δεύτερη αιχμή στην ηλικία των πενήντα , άλλες δείχνουν μια σταδιακή άνοδο γύρω στα σαράντα και μετά μια πτώση .

Ωστόσο , όπως ο Edward Hackett(1994) προειδοποιεί , η εμπειρική έρευνα που βρίσκεται κάτω από αυτές τις γενικεύσεις μπορεί να δοκιμάζεται από έργα με σπουδαία ιστορική αξία . Για παράδειγμα , η παραγωγικότητα έχει μετρηθεί από την μέση ημερομηνία όταν έγινε η παρουσίαση του βραβείου Nobel, παρά όταν δημοσιεύτηκε . Μια άλλη επιλογή θα ήταν να χρησιμοποιηθεί ένα μέτρο αντίθεσης για να καλύψουν το μήκος της έρευνας. Επιπλέον , παρατηρεί ότι η πτώση μετά την αιχμή της παραγωγικότητας τείνει να είναι πιο μετρημένη και γι’ αυτό μπορεί να μην έχει πολιτική σπουδαιότητα . Θα πρόσθετα ότι με δεδομένο το γεγονός ότι από τους 131 επιστήμονες που κέρδισαν το βραβείο Nobel κατά την διάρκεια του 1970 έως 1980 μόνο οι τέσσερις ήταν γυναίκες , η επιλογή μέτρησης δεν εκφράζει το πρόβλημα της επίδρασης της ηλικίας στην παραγωγικότητα για τις γυναίκες στην επιστήμη .Επιπλέον , οι νικητές του βραβείου Nobel μπορεί να μην αντιπροσωπεύουν το σύνολο του πληθυσμού της επιστημονικής έρευνας στο θέμα της ηλικιακής αιχμής στην παραγωγικότητα.

Η επίδραση της ηλικίας στην παραγωγικότητα περιπλέκεται επίσης από άλλες έννοιες στις σπουδές της επιστημονικής παραγωγικότητας. Το θέμα της ηλικίας υποδηλώνει ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δείχνουν μια πτώση πάνω από την ηλικία των σαράντα , ενώ οι νεότεροι απλά σταματούν . Επιπλέον , δεν είναι ξεκάθαρο το πως η επιρροή της ηλικίας στην παραγωγικότητα αλληλεπιδρά σαν σύνολο με το δυναμικό του αθροιστικού πλεονεκτήματος / μειονεκτήματος.

Πολλοί πιστεύουν ότι η ηλικία επιδρά σε μεγάλο βαθμό στη παραγωγικότητα του επιστήμονα. Σε τομείς όπως τα μαθηματικά και τη φυσική είναι πιθανό το αξιόλογο έργο να γίνεται από νεαρότερες ηλικίες αντίθετα με άλλους κλάδους όπως για παράδειγμα την γεωλογία ή την κοινωνιολογία. Αυτό οφείλεται στο ότι σε συστηματοποιημένες επιστημονικές περιοχές (μαθηματικά-φυσική) είναι ευκολότερο να συνεισφέρουν οι νέοι επιστήμονες , αντίθετα με άλλους τομείς όπου η εμπειρία παίζει το σημαντικότερο ρόλο.

Μια άλλη πολύ γνωστή διαπίστωση είναι η επίδραση του φύλου στην παραγωγικότητα : όπως τονίστηκε και παραπάνω , οι γυναίκες δημοσιεύουν λιγότερα άρθρα από τους άνδρες . Η μελέτη του Long(1992) των βιοχημικών, έδειξαν ότι οι άντρες τείνουν να παράγουν περισσότερα από τις γυναίκες κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της καριέρας τους, αλλά το αποτέλεσμα είχε αντιστραφεί μετά την πρώτη δεκαετία. Η συνολική μορφή της κατώτερης παραγωγικότητας των γυναικών οφείλεται στην υπερπροσφορά τους ανάμεσα στους μη εκδότες και στην μερική εκπροσώπησή τους, ανάμεσα στους πολύ παραγωγικούς. Επιπλέον, η ποιότητα της δουλειάς από τις γυναίκες επιστήμονες, μπορεί να θεωρηθεί ως υψηλότατη, παρόλο που ο συνολικός αριθμός των παραπομπών είναι μικρότερος και αυτό επειδή οι γυναίκες εμφανίζουν περισσότερες παραπομπές, ανά άρθρο απ’ ότι οι άντρες.

Τι εξηγεί το σεξιστικό αίτιο της παραγωγικότητας;(Η εξήγηση της επίδρασης του φύλου στην παραγωγικότητα είναι ένα ανοικτό θέμα, για το οποίο υπάρχουν πολλές διαφωνίες.)Μία κοινή, αλλά, πιθανότατα, εσφαλμένη εξήγηση είναι ο γάμος και τα παιδιά. Αφελείς προειδοποιήσεις απέναντι στην βιαστική αποδοχή της παραδοσιακής ρήσης ότι ¨οι καλοί επιστήμονες είναι είτε άντρες με συζύγους ή γυναίκες χωρίς συζύγους και παιδιά¨ (μία ρήση την οποία και η Mary Fox αμφισβητεί μέσα από την έρευνά της) (1994 σελ. 219). Παρόλο που υπάρχουν ορισμένες γνωστές περιπτώσεις οι οποίες ταιριάζουν σ’ αυτή τη ρήση, ο γάμος και η παρουσία των παιδιών δεν σχετίζονται άμεσα με την παραγωγικότητα σε δημοσιευμένο έργο. Μελετώντας τους βιοχημικούς, ο Long ανακάλυψε ότι η επίδραση των παιδιών πάνω στην παραγωγικότητα είναι μεγαλύτερη για την προπτυχιακή εκδοτική παραγωγικότητα των γυναικών, παρά των αντρών, ωστόσο, η αρχική αρνητική επίδραση των παιδιών στην παραγωγικότητα, μειώνεται τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες και εξαφανίζεται και για τους δύο μετά από 11 χρόνια ερευνητικής εργασίας (1990 σελ. 1311). Ο Long, επίσης, έδειξε ότι ο γάμος και τα παιδιά, δεν έχουν άμεση επίπτωση στην παραγωγικότητα όταν οι επιδράσεις τους, στη συνεργασία με τον μέντορα καθηγητή έχουν ελεγχθεί (1310). Πιθανότατα, ο γάμος και τα παιδιά, ως μεταβλητές, επιδρούν στην συνεργασία. Η Barbara Reskin (1978b) θεώρησε ότι η σχέση μεταξύ των αποφοίτων γυναικών και των αντρών καθηγητών, τείνει να γίνει περισσότερο ιεραρχική από την παράλληλη σχέση μεταξύ των αντρών. (δηλαδή τη σχέση μεταξύ ανδρών φοιτητών και ανδρών καθηγητών)Παρόλο που ο Long ανακάλυψε ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες, από το δείγμα του, συνεργάζονται με τους καθηγητές τους με την ίδια αναλογία, οι μορφές της συνεργασίας είναι διαφορετικές. Για τις γυναίκες, ο γάμος διπλασιάζει τις διαφωνίες με τον καθηγητή τους (Long 1990 σελ. 1306). Οι καθηγητές των γυναικών επιστημόνων, οι οποίοι είναι άντρες, κατά ποσοστό 90%, αισθάνονται ότι περιορίζουν την εμφάνιση μιας μη-επαγγελματικής ρομαντικής σχέσης, όταν οι μαθήτριές τους παντρεύονται (1307). Το να έχεις παιδιά, έχει εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα από το γάμο: για τις γυναίκες, ¨κάθε επιπλέον παιδί, κάτω από τον αριθμό των 6, μειώνει τις διαφωνίες στη συνεργασία κατά ένα συντελεστή 0.5¨ (1306).

Με άλλα λόγια, η επίδραση του γάμου και των παιδιών πάνω στην παραγωγικότητα, εξαρτάται από την συνεργασία με τον καθηγητή (Αυτή είναι ουσιαστικά ο καθοριστικός παράγοντας που καθορίζει το πόσο καταλυτική θα είναι η επίδραση των δυο αυτών παραγόντων πάνω στην παραγωγικότητα τόσο των αντρών, αλλά πολύ περισσότερο των γυναικών). Με τη σειρά τους, η συνεργασία και ένας αριθμός άλλων διαφορών οι οποίες είναι, σχετικά, μικρές με ποσοτικά κριτήρια - όπως τα μη επιλεκτικά πτυχιακά ιδρύματα και τα λιγότερο επιφανή διδακτορικά τμήματα - αθροιστικά, συμβάλλουν στην συνολική αρνητική επίδραση πάνω στα γυναικεία επιτεύγματα και στην παραγωγικότητα τους (Long 1990). Μέσα από αυτές τις, αθροιστικά, επιζήμιες μορφές, αυτές οι μικρές, αρχικά, επιδράσεις, μπορούν να είναι αρκετές για να εξηγήσουν τη συνολική διαφορά ανάμεσα στην παραγωγικότητα αντρών και γυναικών.

Εκτός από την ηλικία και το φύλο, το μέγεθος της ερευνητικής ομάδας έχει κάποια επίδραση πάνω στην παραγωγικότητα. Ο Rikard Stankiewicz (1979), ανέπτυξε ένα σύνολο από τέσσερις λογικές υποθέσεις, οι οποίες εκτείνονται, εδώ σε πέντε πιθανές επιδράσεις που έχει το μέγεθος στην ερευνητική ομάδα: μια συνεχής επίδραση κατά την οποία η παραγωγικότητα παραμένει σταθερή σε σχέση με το μέγεθος της ερευνητικής ομάδας, μια αρνητική επίδραση κατά την οποία η παραγωγικότητα μειώνεται καθώς μειώνεται το μέγεθος, μια θετική επίδραση κατά την οποία η παραγωγικότητα αυξάνεται με το μέγεθος, μια επίδραση σε σχέση με το κρίσιμο μέγεθος , σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένα άλμα στην παραγωγικότητα, πάνω από ένα συγκεκριμένο μέγεθος, και μία επίδραση βέλτιστου μεγέθους, σύμφωνα με την οποία η παραγωγικότητα κορυφώνεται σε κάποιο συγκεκριμένο μέγεθος. Η Karin Knorr et al (1979) ανακάλυψε μια αρνητική, λόγω μεγέθους, επίδραση (δηλαδή την παραγωγικότητα να ελαττώνεται με το μέγεθος της ερευνητικής ομάδας), αλλά ο Stankiewicz ανακάλυψε ότι η παραγωγικότητα αυξάνει με το μέγεθος των ομάδων με υψηλή συνεκτικότητα και υψηλή εμπειρία στην έρευνα των διοικητικών θεμάτων. Σε ομάδες με χαμηλή συνεκτικότητα, υπάρχει μια πτώση της παραγωγικότητας, για ομάδες με περισσότερους από 7 επιστήμονες και σε ομάδες με χαμηλή εμπειρία στα διοικητικά θέματα, η σχέση μεταξύ μεγέθους και παραγωγικότητας είναι ασθενής. Οι επιδράσεις της ηλικίας (η ηλικία της ερευνητικής ομάδας από τη στιγμή που συστάθηκε) είναι πολύ ισχυρές σε ομάδες με χαμηλή συνεκτικότητα και πολύ δραστήρια ηγετικά στελέχη.

Μια μεταγενέστερη έρευνα από τον J.E. Cohen (1980,1981) αποκάλυψε μια σταθερή επίδραση: η περιθωριακή παραγωγικότητα ενός επιπρόσθετου μέλους, παραμένει σταθερή μέσα από το μέγεθος του εργαστηρίου (Τα αποτελέσματα των μελετών του Cohen αλλά και του Hackett (1995) φάνηκαν να διαφοροποιούνται από τα ευρήματα του Stankiewicz, αφού στις μελέτες αυτές βρισκόταν μία σταθερή επίδραση, κατά την οποία η παραγωγικότητα της ομάδας δεν άλλαζε με την προσθήκη και άλλων επιστημόνων, μετά από κάποιο κρίσιμο μέγεθος) . Ο Cohen (1981 σελ. 482-83) διαμαρτυρήθηκε ότι η συνεχής επίδραση που ανακάλυψε, είναι σύμφωνη με τα αποτελέσματα του Stankiewicz (1979) και άλλων ερευνητών. Η έρευνα του Hackett (1995) έχει, κυρίως, αντιγράψει τα αποτελέσματα του Cohen, παρόλο που τα δεδομένα του θεωρούν ότι υπάρχει μια μικρή αύξηση στην κατά κεφαλή παραγωγικότητα καθώς αυξάνει το μέγεθος του εργαστηρίου. Εξαιτίας των πολύ σημαντικών επιπτώσεων που έχει η χρηματοδοτική πολιτική στην έρευνα, η επίδραση των Cohen-Hackett, ίσως, δεν είναι η τελευταία λέξη στην επίδραση που έχει στις ερευνητικές ομάδες το μέγεθος και συνεχείς βελτιώσεις των σύνθετων και, πιθανώς, αντιφατικών αποτελεσμάτων να είναι αναγκαίες.

Οι μελέτες της παραγωγικότητας, έχουν εμφανείς επιπτώσεις σε όλα τα είδη των διοικητικών υποθέσεων (και γενικότερα της επιστημονικής πολιτικής) : στις συζητήσεις για την εφ’ όρου ζωής παραμονή στην ακαδημία, (τον χρόνο συνταξιοδότησης των επιστημόνων, την απορρόφησή τους σε διοικητικές θέσεις) στα κίνητρα για μετακινήσεις μέσα στην κυβέρνηση, (στις άδειες ή απαλλαγές σε περιόδους εγκυμοσύνης) στις τακτικές γονικής άδειας, στις προτάσεις χωρισμού κτλ. Για παράδειγμα, αν οι επιστήμονες έχουν μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας τους, πριν τη μέση ηλικία, σε κάποιους τομείς, πως αυτό επηρεάζει το πρόβλημα της επίτευξης ίσων ευκαιριών μεταξύ των δυο φύλων, όταν υπάρχουν, επίσης, τα χρόνια της τεκνοποίησης; (Σε ένα κόσμο μέσα στον οποίο οι διπλής-καριέρας οικογένειες είναι κοινές και οι άντρες, συχνά, έχουν ένα σημαντικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών, αυτή η ερώτηση είναι σχετική με ολόκληρο το επιστημονικό δυναμικό, όχι μόνο τις γυναίκες). Μια άλλη ερώτηση αφορά την, αθροιστικά, αρνητική θεωρία και τα αποτελέσματα των ερευνών των κοινωνικών επιτευγμάτων της φυλής και του γένους. Έρευνα σ’ αυτό τον τομέα, δείχνει ότι οι γυναίκες και, ιστορικά, απομονωμένες εθνικές ομάδες θα είχαν χαμηλότερη πρόσβαση σε μεγάλες ερευνητικές ομάδες. Μπορεί το μέγεθος των ερευνητικών ομάδων να είναι ένα είδος μεσολάβησης στο να γίνουν οι επιστημονικοί θεσμοί πιο δίκαιοι; Για να απαντήσει κάποιος σ’ αυτό, θα χρειαζόταν να κάνει περισσότερη έρευνα στο αν οι επιδράσεις του μεγέθους των ερευνητικών ομάδων, ποικίλων σύμφωνα με το γένος. Είναι, τώρα, γνωστό ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στην επίδραση της ατομικής ηλικίας και στην ηλικία της ερευνητικής ομάδας (Stankiewicz 1979). Έτσι, είναι πιθανό ότι οι επιδράσεις του μεγέθους της ερευνητικής ομάδας μπορούν να αλληλεπιδράσουν και με το γένος. Κάποιος βλέπει πόσο σύνθετα είναι τα ερευνητικά προβλήματα και, επίσης, πόσο εφαρμόσιμη μπορεί να είναι η έρευνα.

Η Κατανομή της Καινοτομίας και της Παραγωγικότητας.

Η κατανομή του νεωτερισμού και της παραγωγικότητας, σχετίζεται με τις έρευνες της παραγωγικότητας. Αυτός ο τομέας περιλαμβάνει ένα αριθμό υποθέσεων που δεν είναι πολύ καλά τεκμηριωμένες, καθώς και κάποιους αρκετά γερούς εμπειρικούς νόμους. Για παράδειγμα, η ερώτηση της ταυτόχρονης ανακάλυψης ή επινόησης, είχε πάρει κάποια προσοχή (Τίθεται δηλαδή το ζήτημα των ταυτόχρονων ανεξάρτητων ανακαλύψεων, οι οποίες γίνονται από διαφορετικούς επιστήμονες που εργάζονται ξεχωριστά κάτω από διαφορετικές συνθήκες, αλλά όλοι καταλήγουν στα ίδια αποτελέσματα). Σύμφωνα με την Kroeber-Merton υπόθεση, το ταυτόχρονο συμβαίνει όταν η κοινή πνευματική κουλτούρα δεν ανταποκρίνεται στην κοινή κοινωνική επικοινωνία (Με άλλα λόγια οι ταυτόχρονες ανεξάρτητες ανακαλύψεις συμβαίνουν όταν υπάρχει μια αναντιστοιχία μεταξύ της κοινής κουλτούρας και της κοινωνικής επικοινωνίας των επιστημόνων). Παρόλο που έχει αναφερθεί συχνά, η Kroeber-Merton υπόθεση θα έπρεπε να τοποθετηθεί στη λιγότερο τεκμηριωμένη κατηγορία, επειδή ταυτόχρονες ανακαλύψεις, επίσης, συναντώνται στον κόσμο διάχυτης επικοινωνίας της βιοϊατρικής έρευνας , όπου τα εργαστήρια ανταγωνίζονται το ένα το άλλο με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.

Περισσότερο ενδιαφέρον στους ερευνητές, ίσως, επειδή ο τομέας έχει πολιτικές συνέπειες, παρουσιάζει η ερώτηση του ποιος παράγει μεγαλύτερες καινοτομίες. Η υπόθεση της περιθωριακότητας του Gieryn και του Richard Hirsch (1983,1984) (δίνοντας μια απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση) τονίζει ότι οι μεγαλύτερες συνεισφορές προέρχονται από περιθωριακούς επιστήμονες, ίσως επειδή έχουν λίγα συμφέροντα από τις υπάρχουσες θεωρίες (ή ακόμη επειδή είναι αποστασιοποιημένοι απ’ αυτές) (Simonton 1984). O Wiiebe Bijker (1987) κριτικάρει τις περιθωριακές ιδέες του Gieryn και Hirsch επειδή είναι μονοδιάστατες. ¨Για παράδειγμα,¨ ο Bijker γράφει, ¨σε μια έρευνα, οι επιστήμονες θεωρούνται οριακοί αν πρόσφατα μεταφέρθηκαν από άλλο τομέα, ή σε μια άλλη ‘ο οριακός’ θεωρείται αυτός που ‘είναι νέος’¨(1987 σελ. 174). Σε μια συζήτηση προσανατολισμένη στις τεχνολογικές έρευνες που πάντως εφαρμόζονται και σε μελέτες της επιστήμης, (στη θέση της υπόθεσης της περιθωριακότητας) ο Bijker προτείνει την ιδέα του συνυπολογισμού του τεχνολογικού σκελετού. Ένας τεχνολογικός σκελετός είναι όμοιος με ένα παράδειγμα που αποτελείται από σκοπούς, στρατηγικές λύσεως προβλημάτων, πειραματικές ικανότητες και θεωρητική εκπαίδευση (174). Έτσι, το σημείο μέχρι το οποίο ένας ερευνητής περιλαμβάνεται σ’ ένα τεχνολογικό σκελετό, είναι πολυδιάστατο. Η μελέτη του Bijker πάνω στην καινοτομία των ερευνών στα πλαστικά, θεωρεί ότι οι ερευνητές με μικρή συμμετοχή στο υπάρχον σκελετό – οι οποίοι είναι αυτοί που δεν είναι πολύ αφοσιωμένοι σ’ αυτό ή απορροφημένοι από αυτό – και με υψηλή συμμετοχή σ’ ένα εναλλακτικό σκελετό θα μπορούσαν να είναι καινοτόμοι.

Η πρόταση του Bijker έχει κάποιες ομοιότητες με τον παλαιότερο ρόλο – και ιδέα – της νοθευμένης υπόθεσης: οι καινοτόμοι τείνουν να είναι επιστήμονες που προέρχονται από άλλους κλάδους και στηρίζονται σε ιδέες από άλλους επιστημονικούς κλάδους (Ben-David 1960). Αυτή η υπόθεση αρμόζει σ’ ένα αριθμό σημαντικών καινοτομιών στην επιστήμη του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, οι φυσικοί και οι φυσικές ιδέες έπαιξαν ένα ρόλο κλειδί στις βάσεις της μοριακής βιολογίας.

Το πρόβλημα τακτικής είναι ότι όλες αυτές οι υποθέσεις δεν παρέχουν μια ιδέα στο ποιοι περιθωριακοί επιστήμονες ή αυστηρά-πειθαρχικοί ερευνητές θα έπρεπε να θεωρηθούν σαν ενδεχόμενοι καινοτόμοι. Προφανώς, θα ήταν σπατάλη των έτσι και αλλιώς περιορισμένων πόρων να επενδύσουμε σε όλους τους περιθωριοποιημένους επιστήμονες ή όλους τους αυστηρά πειθαρχικούς ερευνητές. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να καθοριστεί ποιοι επιστήμονες, ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες, τείνουν να είναι καινοτόμοι.

Μια άλλη περιοχή έρευνας, σχετική με την καινοτομία περιλαμβάνει την γενική αίσθηση ότι οι μεγαλύτεροι επιστήμονες τείνουν να είναι άκαμπτοι και λιγότερο επιδεκτικοί στην καινοτομία. Ο Max Planck (1949) θα μπορούσε πρώτος να αρθρώσει αυτή την υπόθεση, αλλά ήταν εκλαϊκευμένη στην θεωρία του Kuhn της οποίας τα παραδείγματα αλλάζουν, καθώς η παλαιότερη γενιά αποσύρεται ή πεθαίνει (1970). Η εμπειρική έρευνα πάνω στην επίδραση της ηλικίας στην αποδοχή της καινοτομίας, είναι ανάμικτη (και σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει καταλήξει σε κατηγορηματικά αποτελέσματα) . Οι πρώτες μελέτες (κυρίως του Merton) αναφέρουν ότι οι νεότεροι επιστήμονες τείνουν να κάνουν παραπομπές σε πιο πρόσφατες εργασίες απ’ ότι κάνουν οι μεγαλύτεροι επιστήμονες, εξαιρουμένων όσων έχουν πάρει βραβεία Nobel (Merton 1973:514). Ωστόσο, μεταγενέστερη έρευνα θεωρεί ότι οι νέοι και οι γέροι, όμοια, μπορεί να είναι επιφυλακτικοί στις νέες ιδέες, ενώ αυτοί που είναι κάπου ανάμεσα, είναι περισσότερο θετικοί στις καινοτομίες. Επιπλέον, τόσες άλλες μεταβλητές συνθέτουν την εικόνα ότι είναι δύσκολο να ορίσεις την επίδραση της ηλικίας.

(Αν τώρα δούμε τις επιστημονικές καινοτομίες σαν γενικότερες συνεισφορές στην επιστήμη, το ερώτημα είναι να καταλάβουμε από που ή από ποιους προέρχονται οι συνεισφορές, που σηματοδοτούν την πρόοδο της επιστήμης)

Δυο υποθέσεις σ’ αυτό το γενικό τομέα είναι αυτές των Ortega και Newton.

(Σύμφωνα με την πρώτη η γενικότερη πρόοδος της επιστήμης είναι το άθροισμα των συνεισφορών όλων των επιστημόνων) Η υπόθεση του Ortega, τονίζει ότι οι μέτριοι, μέσης αξίας, επιστήμονες συνεισφέρουν σημαντικά, στην εξέλιξη της επιστήμης. Αυτή η υπόθεση καμιά φορά αντιτίθεται στην υπόθεση του Newton,κατά την οποία οι σημαντικοί επιστήμονες ¨στηρίζονται στους ώμους γιγάντων¨.(Ο Newton θεωρεί δηλαδή, ότι η επιστήμη προχωρά με το έργο κάποιας ελίτ επιστημόνων, των οποίων οι υψηλές επιδόσεις ξεχωρίζουν εντυπωσιακά μέσα στον θόρυβο των αδιάφορων συνεισφορών που παράγουν οι μάζες των αγνώστων επιστημόνων.) Βέβαια, οι δύο υποθέσεις μπορούν να συμφιλιωθούν αν κάποιος ορίσει την πρόοδο της επιστήμης, με δύο τρόπους: προσαυξητικά (Ortega) και επαναστατικά (Newton). Κάποια εμπειρικά πρωτόκολλα δεν κατάφεραν να στηρίξουν την υπόθεση του Ortega, και αυτές οι αποτυχίες οδήγησαν σε φωνές για τη μείωση του μεγέθους της επιστήμης.

Ο Derek de Solla Price, μια αρχηγική μορφή στην εξέλιξη των ποσοτικών επιστημονικών μελετών, θεωρούσε μια άλλη προσέγγιση στο πρόβλημα της καινοτομίας, μια θεωρία της ‘οργανικότητας’. Σύμφωνα με την Susan Cozzens, η οργανικότητα είναι “μια εργαστηριακή μέθοδος για να κάνεις κάτι στη φύση ή στα διαθέσιμα στοιχεία” (1988:370). Ο Price διαφώνησε ότι οι εξελίξεις σ΄ αυτόν τον χώρο συχνά προκαλούν σημαντικές καινοτομίες στην επιστημονική γνώση και θεωρία (1986: κεφ. 13).

Γι΄ αυτό, από πλευρά τακτικής οι μεσολαβητές είναι καλοί υποψήφιοι για την εγκατάσταση σε κάποιο αξίωμα. Σε μερικά πανεπιστήμια, το σώμα των καθηγητών μπορεί να αισθάνεται την αγωνία μιας εκδοχής αυτής της πλευράς καθώς αυτή παίζει ρόλο στις διαχειριστικές χρηματικές αποφάσεις οι οποίες ευνοούν επενδύσεις στην τεχνολογία περισσότερο από τους μισθούς του σώματος των καθηγητών και την εξέλιξη.

Ο Price επίσης ανάπτυξε ένα πιο υγιές μέτρο για την κατανομή της παραγωγικότητας στους επιστήμονες. Μερικές φορές περιγραφόμενος σαν ένας γεωμετρικός τρόπος για να μετρήσει κανείς τον ελιτισμό, ο νόμος του Price υποστηρίζει ότι “τα μισά από τα επιστημονικά έγγραφα [σε ένα δεδομένο ερευνητικό τομέα] συντελούνται από την τετραγωνική ρίζα του συνολικού αριθμού των επιστημόνων συγγραφέων” (Allison et al. 1976:270). Σε μια ελαφρώς διαφορετική διατύπωση, η “τετραγωνική ρίζα των συγγραφέων παράγουν τα μισά από τα έγγραφα που γίνονται από τους ν συγγραφείς” (Egghe 1987). Αυτό το σχήμα υποδηλώνει ότι σε ένα δεδομένο ερευνητικό χώρο ο όγκος της παραγωγικότητας (ο οποίος συνήθως μετριέται από τις εκδόσεις των άρθρων) τείνει να συγκεντρώνεται σε ένα μικρό αριθμό επιστημόνων. Στις μελέτες για την επιστημονική παραγωγικότητα οPrice έκανε μια ξεχωριστή προσέγγιση στο πρόβλημα των καινοτομιών, υποστηρίζοντας ότι αυτές είναι ο μοχλός για καίριες αλλαγές στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας,οι οποίες αλλαγές θα έρθουν ενισχύοντας την επένδυση σε τεχνολογία και υποδομή και όχι με την ενίσχυση των μισθών των καθηγητών ή κάποιων πριμ παραγωγικότητας. Αυτή του τη θέση την στηρίζει με το νόμο που ανέπτυξε όσον αφορά την πραγματική αξία που έχει το σύνολο της παραγωγής των συγγραφέων και η οποία είναι πολύ μικρή συγκρινόμενη με τον όγκο του συγγραφικού έργου, αφού πάντα σύμφωνα με τον Price, ουσιαστική συμβολή στην δημιουργία νέου επιστημονικού έργου έχει μόνο μια μικρή μερίδα επιστημόνων από το σύνολο τους.

Ο νόμος του Price είναι παρόμοιος με τον παλαιότερο του Lotka, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο αριθμός των συγγραφέων που παράγουν ν έγγραφα είναι αντιστρόφως ανάλογος με το ν2. Ο νόμος παρουσιάστηκε από τον Alfred Lotka το 1926 και έχει υποστεί μεταγενέστερες επαναδιατυπώσεις. Ο νόμος επίσης φαίνεται ότι εφαρμόζεται από όλα τα γένη κυρίως όμως από τις γυναίκες υπέρ των μεγάλων παραγωγών (Fox 1994).

Ο νόμος του Bradford (ή η κατανομή) είναι για τους δημοσιογράφους ότι και οι νόμοι του Price και του Lotka για την επιστημονική παραγωγικότητα. Αυτό το μέτρο αντιπροσωπεύει το πρότυπο των άνισων αναφορών στα διάφορα περιοδικά σε μια βιβλιογραφία (Burell 1991). Ο L. O. Nordstrom ορίζει τον νόμο του Bradford ως εξής: είναι “για μια έρευνα σε ένα συγκεκριμένο θέμα, ένας μεγάλος αριθμός σχετικών άρθρων θα συγκεντρωθεί σε ένα μικρό αριθμό δημοσιογραφικών τίτλων” (1990). Οι λεκτικές και γραφικές διατυπώσεις του Bradford είναι μαθηματικά διαφορετικές. Η κατανομή ή ο νόμος του Bradford και οι νόμοι των Price και Lotka έχουν εφαρμογή σε παραπεμπτικά ευρητήρια καθώς επίσης και στη διαχείρηση μιας βιβλιοθήκης. Για παράδειγμα, το Επιστημονικό Παραπεμπτικό Ευρετήριο (The Science Citation Index) έχει μόνο το ένα πέμπτο από τα αρχικά έγγραφα αλλά πάνω από τα τρία τέταρτα της παραπεμπόμενης λογοτεχνίας (Price 1986: 257). Ομοίως, όταν τα πανεπιστήμια μοιράζουν τις περικοπές του ετησίου προϋπολογισμού, οι βιβλιοθηκάριοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον νόμο του Bradford για να υπολογίσουν το που θα είναι οι περικοπές λιγότερο οδυνηρές.

Ο νόμος του Price και ο νόμος του Lotka δεν συγκρούονται απαραίτητα με την υπόθεση του Ortega. Η υπόθεση του Ortega έχει να κάνει με την κατανομή της συνεισφοράς και ο νόμος του Price με την κατανομή της παραγωγικότητας. Ωστόσο, αν η συνεισφορά νοείται σαν μια καινοτομία και αν η καινοτομία συγκεντρώνεται ανάμεσα σε μεγάλους παραγωγούς, τότε ο νόμος του Price μπορεί να έχει παρόμοιες συνέπειες τακτικής στις παραλείψεις ώστε να επιβεβαιώνει την υπόθεση του Ortega. Με άλλα λόγια, και οι δυο μπορούν να προτείνουν ότι οι διαχειριστές θα έπρεπε να μειώσουν τη διάσταση της επιστήμης και να επικεντρώσουν τις επενδύσεις στους μεγάλους παραγωγούς τους οποίους θα ήλπιζε κάποιος ότι θα συμπεριλάμβαναν μερικές μονάδες δύναμης (Newtons).

Φυσικά αυτή η στρατηγική προβάλλει αμερόληπτα θέματα υπό το φως της έρευνας πάνω στο αθροιστικό όφελος. Επιπλέον, αν η υπόθεση της οριακότητας αποδειχθεί ότι έχει κάποια βάση, τότε να επικεντρώνουν τα αξιώματα τους στους μεγάλους παραγωγούς του Newton και του Price θα ενισχύσουν απλώς το καθεστώς της υπάρχουσας κατάστασης και θα οδηγήσουν σε πιο ασήμαντες καινοτομίες. Ομοίως, αν στις βιβλιοθήκες χρησιμοποιηθεί η κατανομή του Bradford για να μετριαστούν οι περικοπές, και αν υψηλής παραγωγής περιοδικά παρεκκλίνουν από τις γυναίκες και άλλες ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες, οι περικοπές στον προϋπολογισμό θα μπορούσαν να συνεισφέρουν περισσότερο στον ελιτισμό στον χώρο της επιστήμης. Αυτά είναι λίγα μόνο από τα ζητήματα που έχουν μείνει αναπάντητα από την τελευταία έρευνα πάνω στην κατανομή της καινοτομίας και την παραγωγικότητα στην επιστήμη.

Ο νόμος του Bradford μοιάζει ως ένα καλό μέτρο διαχείρισης για να συγκεντρωθεί η υπάρχουσα βιβλιογραφία από ένα θάμα σε ένα λογικό αριθμό τίτλων, έτσι ώστε και οι αναγνώστες να μην πελαγοδρομούν ανάμεσα σε άπειρα συγγράμματα και η βιβλιοθήκη να μην επιβαρύνεται από την φόρτωση υπερβολικού όγκου βιβλίων /περιοδικών για το ίδιο θέμα. Τόσο όμως ο νόμος του Price, όσο και ο νόμος του Bradford, εμπεριέχουν ζητήματα όσον αφορά την ενδεχόμενη περικοπή σημαντικών άρθρων-εργασιών-βιβλίων, η οποία μπορεί να γίνει και μεροληπτικά ή μπορεί να δημιουργήσει μια κλειστή ομάδα μεγάλων παραγωγών που θα είναι απρόσιτη και μη φιλική σε άλλους παραγωγούς μικρότερης εμβέλειας. Έτσι θα ενταθεί και το φαινόμενο του αποκλεισμού συγκεκριμένων ομάδων από την παραγωγή που ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι δεν είχαν πρόσβαση σε αυτήν. Όπως π.χ. τον γυναικών.

Μελέτες Ειδικότητας

Ένας άλλος σημαντικός χώρος της εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας της επιστήμης είναι η μελέτη των κοινωνικών ομάδων πέρα από τυπικούς οργανισμούς όπως επιστημονικά εργαστήρια, επιστημονικούς κλάδους, τμήματα και ερευνητικούς οργανισμούς. Στα 1960 το θέμα άρχισε να παίρνει ιδιαίτερη προσοχή όταν ο Price επέκτεινε τον όρο που διατύπωσε ο Boyle τον δέκατο έβδομο αιώνα, “αόρατο κολέγιο” για να αναφερθεί σε άτυπες ομάδες επιστημόνων οι οποίοι δουλεύουν σε όμοια προβλήματα. Στα λόγια του Price, ένα αόρατο κολέγιο είναι “ένα είδος εναλλασσόμενου κυκλώματος θεσμών, ερευνητικών κέντρων, και θερινών σχολείων δίνοντας [στους επιστήμονες] την ευκαιρία να συναντηθούν τμηματικά, έτσι ώστε μέσα σε ένα διάστημα μερικών χρόνων όλοι όσοι είναι γνωστές να έχουν δουλέψει στην ίδια κατηγορία” (1963:85). Στο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, ο Crane (1972) αναφέρεται στα αόρατα κολέγια σαν “κυκλώματα επικοινωνίας” και χρησιμοποιεί “τον κοινωνικό κύκλο” και “την ομάδα αλληλεγγύης” σαν ισότιμους όρους (επίσης Chubin 1983). Η ιδέα των αόρατων κολεγίων ήταν σημαντική για την STS έρευνα τις επόμενες δεκαετίες γιατί ήταν ένας προάγγελος της έρευνας σε ομάδες ανθρώπων και κυκλώματα τόσο στην κοινωνιολογία της επιστήμης όσο και στην κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης.

Τα αόρατα κολέγια ορίζονται σαν κοινωνική ομάδα που διαφέρει από τους ήδη υπάρχοντες επιστημονικούς κύκλους- κλάδους και ομάδες η οποία απαρτίζεται από μια ομάδα επιστημόνων που έχοντας μια επαφή μεταξύ τους ερευνούν διάφορα θέματα, ανταλλάσσουν απόψεις, δίνουν μεταξύ τους πληροφορίες για τις πηγές των γνώσεων τους και καθώς η έρευνα και η επαφή συνεχίζεται αναπτύσσουν δραστηριότητα γύρω από κοινά ζητήματα που τους απασχολούν. Αυτή η δραστηριότητα καθώς περνάει ο χρόνος οργανώνεται και παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή που μπορεί να καταλήξει τελικά στο σχηματισμό μιας νέας ειδικότητας στον επιστημονικό χώρο.

Από το 1960 έως το 1980 ένας αυξανόμενος αριθμός από “μελέτες στις ειδικότητες” απεκάλυψε την φύση της επιστήμης, δηλαδή, οργάνωση δια μέσου κυκλωμάτων και αόρατων κολεγίων παρά μεγάλες συλλογικότητες ιδιαιτεροτήτων όπως επιστημονικούς κλάδους. Βασισμένοι σε μια ανάλυση των πηγών της πειραματικής ψυχολογίας, οι Ben - David Randall Collins (1966) παρουσίασαν ένα πρότυπο το οποίο πλησίαζε την εκδοχή της διασταύρωσης ρόλου και ιδέας. Στην δική τους μελέτη, οι υψηλού επιπέδου επιστήμονες (φυσιολόγοι) άφησαν το σπίτι τους για να αποικήσουν σε έναν λιγότερο ανταγωνιστικό και λιγότερο χαμηλού επιπέδου τομέα (φιλοσοφία) όπου είχαν περισσότερες ευκαιρίες. Η διαδικασία της διαμόρφωσης των ειδικοτήτων περιελάμβανε τα τρία στάδια: των προάγγελων, των ιδρυτών, και των οπαδών.

Ένα εναλλακτικό τριών φάσεων πρότυπο για τον σχηματισμό των ειδικοτήτων αναπτύχθηκε από την ομάδα του Stranberg. Η ερευνητική ομάδα ενώθηκε στο Stranberg, στη δυτική Γερμανία, κατά τη διάρκεια του 1970 στο ινστιτούτο του Max Planck για την Μελέτη των Συνθηκών της Ζωής στον Επιστημονικό - Τεχνοκρατικό Κόσμο, του οποίου ηγήθηκε ο Carl Friedrich Von Weizsacker και ο Jurgen Habermas. Η ομάδα είναι γνωστή στην Αγγλόφωνη λογοτεχνία επειδή έχουν αναπτύξει ένα πρότυπο τριών φάσεων για την εξέλιξη των επιστημονικών τομέων που χρησιμοποίησαν το έργο των Kuhn και Lakatos.

Οι τρεις φάσεις ήταν μια προ - θεωρητική φάση για την εύρεση γεγονότων χωρίς καθορισμένο θεωρητικό ή μεθοδικό πρόγραμμα. Μια φάση με παραδείγματα στην οποία ένα θεωρητικό πρόγραμμα έρχεται να οργανώσει έναν τομέα, και μια φάση με παραδείγματα φυσιολογικής επιστήμης. Όταν επιτεύχθηκε η τρίτη φάση της θεωρητικής ωριμότητας, ο επιστημονικός τομέας λέγεται ότι έφτασε σε ένα οριστικό σημείο. Αυτή η θέση θεωρούσε “ότι στην πορεία της εξέλιξης της μια επιστήμη (κλάδος της επιστήμης ή τομέας γνώσης) φθάνει σε μια κατάσταση ωριμότητας σαν αποτέλεσμα του οποίου μπορεί να ειπωθεί ότι είναι η ολοκλήρωση του έργου της” (Schafer 1983: 131). Η ιδέα της οριστικοποιημένης επιστήμης περιέγραφε μια εναλλακτική λύση στην παραδοσιακή κατηγορία της εφαρμοσμένης έρευνας (Bohme et al. 1976:308). Σε αυτή τη φάση, το κράτος και το προσωπικό κεφάλαιο θα μπορούσαν να οδηγήσουν την επιστημονική εξέλιξη με περισσότερη επιτυχία. Εξωτερική ανάμειξη θα μπορούσε επίσης να καθοδηγήσει την πρώτη φάση, αλλά η ομάδα του Stranberg θεώρησε ότι μια τέτοια ανάμειξη δεν δικαιολογούνταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης για την οποία αυτοί είχαν επιβάλλει την αυτονομία (Schafer 1983:162)

Η ομάδα του Starnberg είχε μια εναλλακτική πρόταση πάνω στις μελέτες για τον σχηματισμό των ειδικοτήτων κάτω από ένα πρότυπο τριών φάσεων που περιελάμβανε: α) μια διερευνητική φάση,

β)μια παραδειγματική φάση των στοιχείων που διευρήνθηκαν με κάποια θεωριτική βάση,

γ) την φάση της ολοκλήρωσης της μελέτης, όπου έχει δημιουργηθεί ένα στέρεο θεωριτικό μοντέλο που μπορεί πια να έχει εφαρμογεί σε θέματα ή ανάγκες που έχουν κάποιες κοινωνικές ομάδες που όμως δεν ανήκουν στον επιστιμονικό κόσμο. Δηλαδή βλέπουμε πως μια κλειστή ομάδα επιστημόνων μέσω της επαφής και της ερευνάς της, μπορεί τελικά να βοηθήσει κάποιες κοινωνιές ομάδες με συκγεκριμένα προβλήματα πραγμα που ίσως δεν είχαν επιτύχει ως τότε οι υπάρχοντες επιστημονική βλάβη.

Το πρότυπο του Stranberg είχε το πλεονέκτημα του να κάνει μελέτες για τον σχηματισμό των ειδικοτήτων σε σχέση με θέματα επιστημονικής τακτικής, αλλά η μεγάλη εμπιστοσύνη στον Kuhm είχε σαν αποτέλεσμα την ανάλυση του ρόλου των κοινωνικών σχέσεων στην διαμόρφωση των ειδικοτήτων. Ο Nicholas Mullins (1972, 1973) πιθανότατα συνείσφερε περισσότερα στην λύση αυτού του προβλήματος από ότι οποιοσδήποτε άλλος ερευνητής στην μελέτη στην μελέτη των ειδικοτήτων. Ανακάλυψε ότι το πρότυπο των Ben - David και Collins δεν εφαρμόζεται σωστά στις δικές του μελέτες για την μοριακή βιολογία και σε άλλους τομείς στην Αμερικανική κοινωνιολογία. Ο Mullins εμφανίστηκε με ένα εναλλακτικό πρότυπο τριών φάσεων με παραδειγματικές ομάδες, κυκλώματα επικοινωνίας, ανθρώπινες ομάδες, και ειδικότητες ή επιστημονικούς κλάδους. Στην περίπτωση της μοριακής βιολογίας, η πρώτη φάση περιελάμβανε μια ομάδα επιστημόνων, συμπεριλαμβανομένου και των φυσιολόγων, οι οποίοι ενδιαφέρονταν για την μελέτη του βακτηριοφάγου (μικρόβια που σκοτώνουν τα βακτήρια) σαν ένας τρόπος λύσης του προβλήματος της μεταφοράς της γενετικής πληροφορίας (Mullins1972). Στη φάση της επικοινωνίας των κυκλωμάτων υπήρχε αυξημένη επαφή ανάμεσα στους επιστήμονες που δούλευαν πάνω στο πρόβλημα και μια αντίστοιχη μείωση σε ανεξάρτητα άτομα. Στην φάση των ανθρώπινων ομάδων, οι επιστήμονες έγιναν πιο ευσυνείδητοι σχετικά με τα πρότυπα επικοινωνίας, και ξόδευαν περισσότερο χρόνο μαζί σε μέρη όπως το Cold Spring Harbor. Ένας κοινός τρόπος ζωής ανάμεσα στους καθοδηγητές και τους φοιτητές - όπως τα ταξίδια σε κατασκηνώσεις με αρχηγό τον Max Delbruck στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας - βοήθησε στην καλλιέργεια της αλληλεγγύης. Στην φάση των ειδικοτήτων, ο τομέας εμφανίστηκε σαν ένας αναγνωρισμένος επιστημονικός κλάδος, με συναντήσεις, περιοδικά, ινστιτούτα εκπαίδευσης, και μια επίσημη διοργάνωση. Γι΄ αυτό, ο Mullins περιέγραψε την φάση της εξέλιξης από την ομάδα του βακτηριοφάγου στον τομέα της μοριακής βιολογίας.

Σε μια μεταγενέστερη μελέτη ο David Edge και ο Michael Mulkay (1976) ανακάλυψαν ότι ούτε το πρότυπο του Ben - David /Collins ούτε το πρότυπο του Mullins λειτούργησαν επιτυχώς στην μελέτη τους για την εμφάνιση της ράδιο αστρονομίας. Στην συνέχεια, ανέπτυξαν τρία μεγέθη ομοιότητας και διαφοράς τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην δουλειά τους στην ράδιο αστρονομία καθώς επίσης και στα αποτελέσματα των Ben David και Collins, Mullins και άλλων ερευνητών. Το πρόβλημα της εμφάνισης με ένα απλό πρότυπο το οποίο καλύπτει έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων της διαμόρφωσης των ειδικοτήτων φαίνεται ότι έχει εγκαταλειφθεί, αν και το έργο του Mullins άσκησε πιθανότατα την μεγαλύτερη σε διάρκεια επιρροή. Υπάρχουν πολλοί πιθανοί λόγοι για την απώλεια του ενδιαφέροντος στο θέμα της διαμόρφωσης των ειδικοτήτων. Ανάμεσα τους είναι η αποτυχία να εμφανιστούν με ένα μόνο πρότυπο το οποίο μεταφέρθηκε εύκολα σε μια ποικιλία μελετών, η εμφάνιση εναλλακτικών ερευνητικών ζητημάτων με έμφαση στην μελέτη των συζητήσεων στο Εδιμβούργο και στις μελέτες της σχολής του Bath και με την εμφάνιση των εργαστηριακών σπουδών, και με την ποσοτική λύση στην ανάλυση της διαμόρφωσης των ειδικοτήτων η οποία εμφανίστηκε με την ανάλυση του διαλογισμού στη δεκαετία του 1970.

Μελέτες στην Αναφορά Επιτευγμάτων και την Βιβλιομετρική

Οι μετρήσεις στην επιστήμη (Scientometrics) είναι η ποσοτική μελέτη της επιστήμης, της επικοινωνίας στον χώρο της επιστήμης και της τακτικής στην επιστήμη. Η θεμελίωση της ηγεσίας αποδίδεται στον Price Maurice και στον Goldsmith του ιδρύματος Science of Science. Η σοφιστική κοινωνιολογία της επιστήμης δεν είναι ταυτόσημη με τις μετρήσεις στην επιστήμη επειδή η προηγούμενη περιλαμβάνει ποιοτικές μεθόδους και η τελευταία περιλαμβάνει πειθαρχικές προσαρμογές……………

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σας είμαι πολύ υποχρεωμένος για αυτό και για όλες τις ιστορικές πληροφορίες του παρελθόντος όπως επίσης για πολλά ειδικά σχόλια του Lowell Hargens .Aν και δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις ιδέες του κεφαλαίου αυτού, καθώς είναι πληροφοριοδότης στην ιστορία της κοινωνιολογίας της επιστημονικής κοινότητας, έχει προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια.

2.Ο άξονας Winsconsin-Berkeley-Cornell είχε την ακόλουθη Γενεαλογία : Οι μαθητές του Warren Hagstrom συμπεριλαμβανόμενων του Paul Allison και του Lowell Hargens Και οι μαθητές του Hargens συμπεριλαμβανόμενη την Barbara Reskin .Στο Cornell όπου οι Allison και Robert McGiness ήσαν στην σύγκλητο οι McGiness , Allison και ο Scott Long εργάζονταν σε πανεπιστημιακή καριέρα και ο Daryl Chubin , Ken Studer και ο Carl Backman εργάζονταν σε ειδικότητες.Ο McGiness ήταν της επιτροπής για τον Long και τον Edward Hackett .Οι μαθητές του Merton κατά την διάρκεια της πρωτύτερης περιόδου συμπεριέλαβαν επίσης τους Bernard Barber και Diana Crane (Βen -David 1978: 198-200).

3. Στις SSK κριτικές των μοντέλων, δες Barness και του Dolby(1970) και του Mulkay(1976); Στην ενδιαφέρουσα θεωρία SSK, δες την Barness και την MacKenzie.

4. Οι άλλοι καθηγητές του Merton συμπεριλαμβανομένων του George Sarton, Pitirim Sorokin και του L.J.Henderson (Crothers 1987: 25)

Barnes και Dolby (1970) ,Long κτλ (1979) McGiness κτλ(1982)Mitroff(1978)
Mulkay (1976) Reskin(1976)

Στην ιστορική σπουδαιότητα της πραγματείας του Merton για την κοινωνιολογία

της επιστήμης , δες τον Hargens(1978: 124) Ben - David ( 1978: 200 )

7. Για την επακόλουθη εργασία για την αυτονομία δες Cozzens(1990)

Fox (1994: 200) προτείνοντας για έπαινο Bayer και Astin (1975) , Reskin (1976) ,
και Zuckerman και Cole (1975).

Δες Long (1978), Long κτλ (1979) , Long και McGiness (1981), και Reskin(1977).Δες επίσης Knorr κτλ (1979).

Νεότερη λογοτεχνία επανεξετασμένη από τον Μerton και τον Zuckerman στον Merton(1973: κεφ.22)και οι επακόλουθες αναπτύξεις ,είναι επανεξετασμένες από τον Fox και τον Stephan και τον Levin (1992).Επειδή οι μεταβλητές <<δημιουργικότητα>> και << παραγωγικότητα>> μερικές φορές συμπίπτουν εν μέρει , αυτή η λογοτεχνία τείνει να συμπέσει με τις ψυχολογικές σπουδές της δημιουργικότητας (δες Shadish και Neimeyer1994: 16-17).

Έρευνα στα 1970 και νωρίτερα ήταν επανεξετασμένη από τον Stankiewicz(1979) Cohen(1981).

Δες Merton(1973: chap.16 )και ερεύνησε υπόμνημα από τον Westrum , τον Simonton και τον Constant (1979).

Δες Hackett(1994), συζητώντας με τον Stephan και τον Levin(1992)

Η υπόθεση σε ένα σημείο έφτασε σε τόσο πολύ ενδιαφέρον, ώστε μια ειδική έκδοση των Επιστημονομετρικών ήταν αφιερωμένη σε αυτό (1987, εκδ.12,κεφ.5-6).Αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμα συνεπή. Δες Kretschmer και τον Muller(1990), τον Kretschmer(1993)

Για πρόσφατες συζητήσεις , δες τον Gupta(1987) καθώς και τον Allison(1976).

Η ομάδα ήταν ενσωματωμένη με τρία ,αρχικά, μέλη (Gernot Bohme,Wolfgang van den Daele, και Wolfagang Krohn)και τρία πρόσφατα μέλη( Wolf Schafer, Rainer Hohfeld και τον Tilman Spengler)

Για μια συζήτηση για τα μέτρα της παραγωγικότητας για πολλαπλή συγγραφή και αν οι ρυθμίσεις για πολλαπλή συγγραφή είναι απαραίτητες δες Long και McGiness(1982a,1982b) και Lindsey(1982).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου