Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΚΑΡΙΕΡΕΣ



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΚΑΡΙΕΡΕΣ



Mary Frank Fox


Όταν παρουσιάστηκε το τελευταίο εγχειρίδιο πάνω στην επιστήμη, την τεχνολογία και την κοινωνία (Spiegel Rossing and Price, 1977), δεν περιείχε κανένα κεφάλαιο για τις γυναίκες στην επιστήμη. Για την ακρίβεια το ευρετήριο του τόμου δεν περιείχε λήμματα είτε για γυναίκες είτε για γένος. Η μόνη σχετική αναφορά ήταν στο "φυλετικό ρόλο των επιστημόνων", με μία λίστα μόλις τριών σελίδων.

Δηλαδή δεν εξετάστηκαν οι ανομοιότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών επιστημόνων

Αυτό αντανακλά την ελάχιστη προσοχή που δόθηκε στα ζητήματα των γυναικών στην επιστήμη τα προηγηθέντα χρόνια της δημοσίευσης του τόμου. Τα χρόνια 1960 έως 1977 (το 1977 ήταν το έτος που παρουσιάστηκε το τελευταίο εγχειρίδιο), το θεματικό ευρετήριο του ευρετηρίου Μνεία στην Κοινωνική Επιστήμη (S.S.C.I.) παραθέτει μόνο 16 άρθρα γυναικών ή γένους επιστήμης ή για γυναίκες επιστήμονες. Στα μέσα της δεκαετίας του '70 ορισμένα άρθρα ορόσημα δημοσιεύθηκαν, ιδιαίτερα το άρθρο των Bayer και Αstin (1975) για τις επιβραβευτικές δομές, η δουλειά του Reskin (1976) για τις γυναίκες στη χημεία, και το πρώτο άρθρο των Zuckerman και Cole για τις γυναίκες στην Αμερικάνικη επιστήμη και ανάμεσα στα 1978 και (Αύγουστο) 1991, 95 καταχωρήσεις άρθρων εμφανίστηκαν αναφορικά με τις γυναίκες ή το γένος και την επιστήμη ή γυναίκες επιστήμονες στο θεματικό ευρετήριο του SSCI.

Στην περίοδο από 1978 έως 1991 εκδηλώνεται αύξηση του ενδιαφέροντος αναφορικά με τις γυναίκες στην επιστήμη

Η έρευνα πάνω στο θέμα είχε καθαρά πολλαπλασιαστεί και η προσοχή είχε αυξηθεί. Η εμφάνιση άρθρων για γυναίκες επιστήμονες ήταν ταυτόχρονη με την αύξηση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών της γνώσης πάνω στους σύγχρονους και ιστορικούς ρόλους, δραστηριότητες και συνεισφορές γυναικών στο δίκαιο, την οικονομία, τις τέχνες, τη λογοτεχνία και την πολιτική ανάμεσα σε άλλες περιοχές. Αυτό αντανακλά την ανάπτυξη εντός του ακαδημαϊκού χώρου των πρωτοβουλιών των μελετών γυναικών χώρου προωθώντας τις γυναίκες ως θέμα μελέτης και εστιάζοντας στο γένος ως βασικό παράγοντα στην ανάπτυξη της γνώσης και της κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά η έρευνα και η προσοχή στις γυναίκες επιστήμονες δεν είναι μία απλή απάντηση στις αυξήσεις του ποσοστού των γυναικών που εργάζονται στην επιστήμη. Οι γυναίκες έχουν από πολύ καιρό υπάρξει "στην επιστήμη" μολονότι όχι απαραίτητα "της επιστήμης" σε σημαντικούς ή επιρροής ρόλους (δες Rossiter, 1982, και αναφορές στους Zuckerman, Cole και Bcuer, 1991). Σε ολόκληρο αυτό το κεφάλαιο θα δούμε ότι οι αριθμοί μπορεί να συνιστούν παρουσία, αλλά όχι απαραίτητα σημαντική συμμετοχή. Στην επιστήμη όπως και σε άλλα επαγγέλματα, πολλές γυναίκες μπορεί να είναι παρούσες, αλλά παρόλα αυτά περιορισμένες ή καθηλωμένες στις επαγγελματικές τους τοποθετήσεις, θέσεις ή ανταμοιβές.

Είναι φανερό ότι οι γυναίκες ήταν παρούσες ανέκαθεν σε όλους τους τομείς της επιστήμης , αλλά τα τελευταία χρόνια δόθηκε έμφαση στη συνεισφορά τους μέσω διαφόρων μελετών

Παρόλο που συγκριτικά δεδομένα όσον αφορά την εργασία γυναικών στην επιστήμη κατά την διάρκεια του αιώνα δεν είναι διαθέσιμα (δες την συζήτηση στον Vetter, 1981) δεδομένα πάνω σε διδακτορικά πτυχία, είναι. Η απονομή διδακτορικών πτυχίων δεν ανταποκρίνεται άμεσα στην επαγγελματική συμμετοχή, γιατί, ειδικά την εποχή πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γυναίκες είχαν λίγες επαγγελματικές επιλογές στην επιστήμη ουσιαστικά, οι επιλογές ήταν μία θέση διδακτικού προσωπικού σε ένα κολέγιο θηλέων ή η θέση βοηθού ερευνητή σε ένα Πανεπιστημιακό Εργαστήριο, όπου οι γυναίκες είχαν πολύ λίγη αυτονομία και ελάχιστες ή καθόλου ευκαιρίες εξέλιξης (Rossiter, 1982) ενώ, στην προ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου εποχή ειδικά, δεν ήταν ασυνήθιστο γυναίκες με διδακτορικά πτυχία στην επιστήμη να μην αντιμετωπίζουν καθόλου επαγγελματικές προοπτικές (Rossiter, 1982), (πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι πάνω από το 90% γυναικών με διδακτορικά πτυχία στην επιστήμη και στην μηχανική (S/E) βρίσκονται στην εργατική δύναμη κάποια δεδομένη στιγμή (Vetter, 1981, σελ. 1315))

Μέχρι και τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο οι γυναίκες με διδακτορικό είχαν περιορισμένο ρόλο στα επιστημονικά δρώμενα, με αποτέλεσμα να έχουν μικρές πιθανότητες εξέλιξης

Παρά τους περιορισμούς δεδομένων για διδακτορικά πτυχία στο χρόνο, υποδεικνύουν ωστόσο ποσοστά επαγγελματικά εκπαιδευμένων γυναικών (σε σύγκριση με τους άντρες) από το 1920. Εξετάζοντας τον πίνακα 10.1., βλέπουμε ότι τα ποσοστά διδακτορικών πτυχίων που απονεμήθηκαν σε γυναίκες δεν εκπροσωπούν μία απλή γραμμική τάση αύξησης των ποσοστών των πτυχίων κατά τα τελευταία 70 χρόνια (είναι φανερή η ανεξαρτητοποίηση της γυναίκας στο πέρασμα του χρόνου). Τα ποσοστά διδακτορικών πτυχίων που απονεμήθηκαν σε γυναίκες στην δεκαετία του 1920 (12,3%) και στην δεκαετία του 1930 (11%) είναι υψηλότερα από τα ποσοστά της δεκαετίας του 1940 *,89%), του 1950 (6,7%) ή ακόμα και του 1960 (,7,9%). Δεν ήταν παρά το 1970 που τα ποσοστά διδακτορικών πτυχίων που απονεμήθηκαν σε γυναίκες έφθασαν και ξεπέρασαν εκείνα των επιπέδων πριν το 1940. Στα 1970 οι γυναίκες πήραν το 14,9% όλων των διδακτορικών πτυχίων στα πεδία της επιστήμης και της μηχανικής. Συνεχιζόμενες αυξήσεις έγιναν στα 1980, έτσι ώστε, για την περίοδο 1980-1988, οι γυναίκες πήραν πλήρως το ένα τέταρτο (25,8%) όλων των διδακτορικών πτυχίων στην επιστήμη.

ΠΙΝΑΚΑΣ 10.1 Απονομές διδακτορικών στους τομείς μηχανικών και επιστημών. Δεκαετία και φύλο: 1920-1988
ΔΕΚΑΕΤΙΑ
ΤΟΜΕΑΣ 1920-1929 1930-1939 1940-1949 1950-1959 1960-1969 1970-1979 1980-1988
Όλοι οι τομείς 7,767 16,157 19,464 52,697 104,930 186,971 173,910
% Γυναικών (12,3) (11.0) (8.9) (6.7) (7.9) (14.9) (25.8)
Φυσικές Επιστήμες 3,271 6,687 8,202 18,745 34,307 48,182 41,122
% Γυναικών (7.6) (6.6) (5.0) (3.7) (4.6) (8.2) (14.7)
Μηχανικοί 228 833 1,439 5,765 19,042 29,683 27,793
% Γυναικών (0.9) (.7) (.5) (.3) (.4) (1.4) (5.5)
Επιστήμες Υγείας 2,370 5,081 5,822 14,495 26,461 49,344 50,989
% Γυναικών (15.9) (12.7) (12.7) (9.1) (11.6) (18.1) (31.2)
Κοινωνικές Επιστήμες 1,898 3,556 4,001 13,962 25,120 53,762 54,006
% Γυναικών (17.1) (15.8) (14.5) (11.0) (14.3) (24.5) (39.7)
ΠΗΓΗ : Επιτροπή επαγγελματιών στην επιστήμη και στην τεχνολογία (1989,πίνακας 2-1)

Μέχρι και τη δεκαετία του ’60 το ποσοστό απόκτησης διδακτορικού διπλώματος από γυναίκες ήταν μικρότερο του 12%, ενώ από το 1970 και μετά παρουσιάζεται αύξηση του ποσοστού με αποκορύφωμα την περίοδο 1980-88 όπου οι γυναίκες πήραν το 25% των διδακτορικών πτυχίων

Γι’ αυτό οι γυναίκες έχουν γίνει μεγαλύτερα ποσοστά του αποθέματος διδακτορικού επιπέδου επιστημόνων και μηχανικών. Αλλά, όπως έχει τονιστεί παραπάνω, το προκείμενο θέμα δεν είναι απλά η παρουσία ή το διαθέσιμο απόθεμα γυναικών αλλά η σχετική θέση κύρος τους και οι επιβραβεύσεις τους. Για την αξιολόγηση της επαγγελματικής των γυναικών, τα ερωτήματα αυτού του κεφαλαίου είναι επομένως αυτά: α) Ποιες είναι οι επαγγελματικές τοποθετήσεις και θέσεις - κύρος πεδία, τομείς, τύποι ιδρυμάτων, βαθμοί, μισθοί-γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες; β) Ποια είναι η ερευνητική απόδοση - παραγωγικότητα - των γυναικών σε σύγκριση με τους άντρες στην επιστήμη, και γιατί αυτό έχει σημασία, γ) ποίοι παράγοντες ευθύνονται για τη σχετική θέση-κύρος και την παραγωγή, τα επιτεύγματα καριέρας των γυναικών στην επιστήμη; Επειδή ο χώρος γι αυτό το κεφάλαιο είναι περιορισμένος σε ένα εγχειρίδιο σχεδιασμένο για να καλύψει ένα ευρύ πεδίο θεμάτων, η συζήτηση των δεδομένων και των συνεπειών αυτών των ζητημάτων θα επικεντρωθεί αναγκαστικά στις πιο κεντρικές πλευρές τους.

Παρμένες συνολικά, οι ερωτήσεις αυτού του κεφαλαίου απευθύνουν το θέμα της φυλετικής διαστρωμάτωσης στις επιστημονικές καριέρες. Καθώς εξετάζουμε δείκτες του πορτραίτου των γυναικών συγκρινόμενου με αυτό των ανδρών, θα δούμε ότι, όπως σε άλλα επαγγέλματα (Fox και Hessebiber, 1984 Reskin και Roos, 1990), οι γυναίκες και οι άντρες στην επιστήμη διαφοροποιούνται στα πεδία που καταλαμβάνουν, στα μέρη που δουλεύουν, στις θέσεις που κατέχουν, και στους μισθούς που κερδίζουν. Το γένος διαμορφώνει την θέση, τη βαθμίδα, και τις ανταμοιβές στην επιστήμη. Το φύλο μπορεί επίσης να διαμορφώσει το νόημα της επιστήμης και της τεχνολογίας - τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται οι ερωτήσεις, ερμηνεύονται τα δεδομένα, και δημιουργούνται οι γνώσεις και οι εφαρμογές. Αυτοί οι παράγοντες και το θέμα των κεφαλαίων του Wajcman και του Keller.

Γίνεται φανερό ότι το γένος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό, θέση, βαθμίδα και ανταμοιβή καθώς επίσης και την ερμηνεία γεγονότων με άμεση επίδραση στην εφαρμογή των γνώσεων που λαμβάνονται από αυτά.

Σ’ αυτό το κεφάλαιο, η εστίαση βρίσκεται στο προσωπικό διδακτορικού επιπέδου γιατί αυτή είναι η ομάδα για την οποία εξεταζόμενα θέματα έρευνας, ερευνητική παραγωγικότητα και η επίδρασή τους είναι τα πλέον σχετικά, οι γυναίκες είναι το 15% όλων των επιστημόνων και μηχανικών και το 16% αυτών βρίσκεται στο διδακτορικό επίπεδο (πίνακας 10.2.). Ανάμεσα στα πεδία, βρίσκουμε ότι η απασχόληση των γυναικών είναι σε υψηλό επίπεδο άνιση (πίνακας 10.2). Η μεγαλύτερη πλειοψηφία (82%) των γυναικών βρίσκεται σε τρία πεδία - βιολογικές επιστήμες, ψυχολογία και κοινωνικές επιστήμες - στα οποία βρίσκονται το 33%, το 29% και το 20% των γυναικών αντίστοιχα. Αντιθέτως, μόνο το ένα δεύτερο των αντρών βρίσκεται σε αυτές τις τρεις περιοχές. Οι άντρες είναι πιθανόν σχεδόν στο διπλάσιο από ότι οι γυναίκες να βρίσκονται στις φυσικές και μαθηματικές επιστήμες, και επτά φορές πιο πιθανό να βρίσκονται στη μηχανική. Είναι στην μηχανική όπου η ανομοιότητα είναι μεγαλύτερη στην κατανομή ανδρών και γυναικών - το 2,5% των γυναικών σε σύγκριση με αυτό του 18,8% των ανδρών βρίσκεται σ’ αυτό το πεδίο. Επειδή τόσο μικρές αναλογίες των γυναικών βρίσκονται τη μηχανική, σε όλο αυτό το κεφάλαιο γίνονται αναφορές στις γυναίκες "στην επιστήμη". Αυτές πράγματι αναφέρονται στην μεγάλη υπεροχή (97,5%) γυναικών διδακτορικού επιπέδου S/Ε που βρίσκονται σε επιστημονικά, όχι στην μηχανική, πεδία.

ΠΙΝΑΚΑΣ 10.2 Εργαζόμενοι επιστήμονες και μηχανικοί με βάση τον τομέα, το φύλο και την διδακτορική διατριβή : 1987
Εκπόνηση Διδακτ. Διατριβής
Τομέας και Φύλο Διδακτορικό ’νδρες Γυναίκες Σύνολο
Σύνολο Τομέων 419,100 (100.0) (100.0) 4,626,500
Άνδρες (84) (85)
Γυναίκες (16) (15)
Φυσικοί 68,600 (17.9) (8.2) 288,400
Άνδρες (92) (87)
Γυναίκες (8) (13)
Μαθηματικοί 16,600 (4.3) (2.4) 131,000
Άνδρες (90) (74)
Γυναίκες (10) (26)
Ειδικοί Η/Υ 18,600 (4.7) (2.8) 562,600
Άνδρες (90) (71)
Γυναίκες (10) (29)
Περιβαλλον/γοι 17,800 (4.7) (1.9) 111,300
Άνδρες (93) (88)
Γυναίκες (7) (12)
Επιστ. Υγείας 107,400 (24.2) (33.1) 411,800
Άνδρες (79) (75)
Γυναίκες (21) (25)
Ψυχολόγοι 56,400 (10.6) (28.6) 253,500
Άνδρες (66) (55)
Γυναίκες (34) (45)
Κοινωνιολόγοι 65,900 (14.9) (20.3) 427,800
Άνδρες (80) (69)
Γυναίκες (20) (31)
Μηχανικοί 67,800 (18.8) (2.5) 2,440,100
Άνδρες (97) (96)
Γυναίκες (3) (4)
ΠΗΓΗ : Εθνικό Επιστημονικό Ίδρυμα (1990 Πίνακες 2,4)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Tο άθροισμα των επιμέρους ποσοστών δεν είναι 100.00% λόγω στρογγυλοποίησης .

Γίνεται αντιληπτό ότι οι γυναίκες με διδακτορικό έχουν έφεση στους τομείς της βιολογίας, της ψυχολογίας και των κοινωνικών επιστημών στους οποίους βρίσκεται και η συντριπτική τους πλειοψηφία.

Η κατανομή γυναικών ανά πεδίο υποδηλώνει ανομοιομορφία μεθόδων (αυτοεπιλογή γυναικών σε διάφορα πεδία και κοινωνικοί περιορισμοί στην είσοδο και συμμετοχή των γυναικείων που μπορεί να ποικίλουν ανά πεδίο) στην επιστήμη. Παρ’ όλα αυτά οι παράγοντες που κυβερνούν τις μεταβολές της απασχόλησης των γυναικών ανά πεδίο ειδικά η υψηλή αναλογία των γυναικών ανά πεδίο, ειδικά η υψηλή αναλογία των γυναικών στις βιολογικές επιστήμες σε σύγκριση με τις φυσικές επιστήμες, δεν είναι απόλυτα κατανοητοί (Zuckerman, 1987, P. 128). Ούτε έχουν απευθυνθεί ζητήματα και επιπτώσεις υποπεδίων όπου βρίσκονται γυναίκες. Στην μελέτη για τις γυναίκες στην επιστήμη, πρέπει να φτάσουμε πέρα από ανεπιφύλακτες αντιλήψεις ομοιομορφίας της θέσης - κύρους των γυναικών - δια μέσου και εντός των πεδίων. Η παρουσία γυναικών σε υποπεδία σε σύγκριση με αυτή των ανδρών είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί στα υποπεδία είναι που διεξάγεται η έρευνα. Τα υποπεδία μπορούν να χαρακτηριστούν κατά μήκος κλιμάκων και διαστάσεων ως νέα και αναδυόμενα σε σύγκριση με τα παλιά και καθιερωμένα, ως περισσότερο σε σύγκριση με τα λιγότερο καλά χρηματοδοτούμενα, ως υψηλής ανάπτυξης σε σχέση με τα χαμηλής ανάπτυξης, και ως πιο θεωρητικά (βασικά) σε σύγκριση με τα λιγότερο θεωρητικά (εφαρμοσμένα). Αυτές οι διαστάσεις έχουν συνέπειες στο ρυθμό και την επίδραση των εισφορών. Σε καινούργιες, πρωτοεμφανιζόμενες, καλά χρηματοδοτούμενες και υψηλής ανάπτυξης περιοχές, απομένουν πολλά να μελετηθούν, η επίδραση καθιερώνεται πιο εύκολα και πηγές (χρηματοδότησης) είναι διαθέσιμες για την εργασία.

Οι τρόποι με τους οποίους κατανέμονται οι γυναίκες ανά πεδίο δεν είναι απολύτως κατανοητοί, ωστόσο είναι σημαντικός ο πληθυσμός που βρίσκεται σε διάφορα υποπεδία στα οποία γίνεται ποιο εμπεριστατωμένη έρευνα και είναι μεγαλύτερες οι χρηματοδοτήσεις .

Επιπλέον των προτύπων ανά πεδίο, οι γυναίκες και οι άντρες συγκεντρώνονται σε ενός είδους, διαφορετικούς τομείς απασχόλησης (Πίνακας 10.3). Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο, οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό απ’ ότι οι άντρες να δουλέψουν στην βιομηχανία ή να είναι αυτοαπασχολούμενες. Το ένα τέταρτο (24%) των γυναικών σε σύγκριση με το ένα τρίτο (33%) των ανδρών στην επιστήμη και την μηχανική εργάζονται σε αυτό τον τομέα. Παρά τις καλοδημοσιοποιημένες πρωτοβουλίες (π.χ. βλέπε catalyst, 1992) εντός του βιομηχανικού τομέα να προσλάβει και να κρατήσει γυναίκες επιστήμονες και μηχανικούς, οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό από ότι οι άνδρες να βρεθούν σε βιομηχανικές εργασιακές θέσεις. Αυτό πιθανόν ν’ αντανακλά τον πρόσφατο παρελθόν αυτών των πρωτοβουλιών καθώς και αυτό της επαγγελματικής συμμετοχής των γυναικών στη βιομηχανία (σε σύγκριση, για παράδειγμα, με την μακρύτερη παράδοση των ρόλων των γυναικών στην ανώτερη εκπαίδευση).

ΠΙΝΑΚΑΣ 10.3 Εργαζόμενοι επιστήμονες και μηχανικοί κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος με βάση τον τομέα το φύλο και το πεδίο :1987
Σύνολο επιστ. Ποσοστό Ποσοστό Ποσοστό Επιστήμονες Ποσοστό Ποσοστό Ποσοστό
Τομέων Συνολικά Ανδρών Γυναικών * Συνολικά Ανδρών Γυναικών
Σύνολο εργαζομένων 419,118 (100) (100) (100) 351,350 (100) (100) (100)
Τομέας
Βιομηχανία/
Αυτοαπασχόληση 131,699 (31.4) (32.9) (23.8) 94,552 (26.9) (27.8) (23.0)
Εκπαιδευτικά
Ιδρύματα 218,697 (52.2) (51.4) (56.3) 194,987 (55.5) (55.2) (56.9)
Νοσοκομεία/ Κλινικές 12,158 (2.9) (2.4) (5.6) 12,134 (3.5) (2.9) (5.7)
Μη κερδοσκοπικοί
Οργανισμοί 15,464 (3.7) (3.4) (5.3) 13,290 (3.8) (3.4) (5.4)
Ομοσπονδιακή
Κυβέρνηση και στρατός 29,710 (7.1) (7.4) (5.4) 25,772 (7.3) (7.8) (5.3)
Πολιτειακή και τοπική
Αυτοδιοίκηση 9,223 (2.2) (2.0) (3.1) 8,697 (2.5) (2.3) (3.2)
ΠΗΓΗ : Κοινότητα Επαγγελματιών στην Επιστήμη και την Τεχνολογία (1989 Πίνακας 4-13)

* Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Μηχανικοί

Οι άνδρες καταλαμβάνουν περισσότερες θέσεις στο βιομηχανικό τομέα σε αντίθεση με τις γυναίκες που επικεντρώνονται στους τομείς της εκπαίδευσης.

Επιπλέον, σε σύγκριση με τους άντρες, οι γυναίκες είναι πιθανότερο να απασχοληθούν σε νοσοκομεία, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, την πολιτειακή και τοπική διακυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, συνολικά οι τελευταίοι αυτοί τομείς απασχολούν μειοψηφία επιστημόνων, μηχανικών και των δύο φύλων - συγκεκριμένα, 19,4% των γυναικών και 15,2% των ανδρών.

Είναι ο ακαδημαϊκός τομέας που απασχολεί την καθαρή πλειοψηφία των επιστημόνων και μηχανικών διδακτορικού επιπέδου - 51% των ανδρών και 56% των γυναικών. (Οι μηχανικοί, παρ’ όλα αυτά, είναι πιθανότερο να απασχοληθούν εκτός του ακαδημαϊκού χώρου από ότι οι επιστήμονες). Για αυτό, εάν περιορίσουμε την ομάδα σε επιστήμονες διδακτορικού επιπέδου, αποκλείοντας τους μηχανικούς, οι αναλογίες ανδρών και γυναικών στον ακαδημαϊκό τομέα είναι ακόμα υψηλότερες: 55% και 57% αντίστοιχα. Ανά πεδίο, οι υψηλότερες αναλογίες γυναικών που εργάζονται στον ακαδημαϊκό τομέα (σε σύγκριση με άλλους τομείς) είναι στις μαθηματικές (81%), βιολογικές (67%), και στις κοινωνικές (68%) επιστήμες (μη παρουσιασμένα δεδομένα). Στην επιστήμη των υπολογιστών, την περιβαλλοντική επιστήμη και την ψυχολογία, οι γυναίκες είναι πιθανότερο να βρίσκονται σε μη ακαδημαϊκούς τομείς. Ανά πεδίο, τα ίδια πρότυπα ισχύουν για τους άντρες, που πιθανόν αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς εργασίας εκτός του ακαδημαϊκού χώρου που είναι καλύτερες για τις υπολογιστικές και τις περιβαλλοντικές επιστήμες καθώς και για τους ψυχολόγους σε σύγκριση με τους μαθηματικούς, τους βιολόγους και (άλλους) κοινωνικούς επιστήμονες.

Ο ακαδημαϊκός χώρος προσελκύει το μεγαλύτερο ποσοστό των διδακτόρων εκτός από αυτούς τον υπολογιστικών επιστημών, της ψυχολογίας και της περιβαλλοντολογίας.

Επειδή ο ακαδημαϊκός χώρος είναι ο κυρίαρχος τομέας απασχόλησης επιστημόνων, μηχανικών διδακτορικού επιπέδου, είναι σημαντικό να δούμε τις τοποθετήσεις ανά τύπο ιδρύματος και βαθμίδες ανδρών και γυναικών εντός αυτού του τομέα συγκεκριμένα. Τα δεδομένα πάνω στους τύπους ιδρυμάτων αντιπροσωπεύουν ευρείες ταξινομήσεις ακαδημαϊκών ιδρυμάτων (πίνακας 10.4). Παρ’ όλα αυτά, μαρτυρούν ένα μοντέλο χαμηλότερων αναλογιών γυναικών σε υψηλότερου επιπέδου ιδρύματα.

ΠΙΝΑΚΑΣ 10.4 Επιστήμονες και Μηχανικοί κάτοχοι διδακτορικών διπλωμάτων με ακαδημαϊκή καριέρα με βάση το Ίδρυμα εργασίας :1989
Είδος Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Σύνολο Ποσοστό Ανδρών Ποσοστό Γυναικών
Σύνολο Ιδρυμάτων 225,803 81 19
2ετές κολέγιο 5,226 77 23
Ιατρική Σχολή 31,711 73 27
4ετές κολέγιο 31,693 80 20
Άλλο Πανεπιστήμιο 153,154 84 16
Προκολεγιακό Ίδρυμα 4,019 59 41
ΠΗΓΗ : Εθνικό Ερευνητικό Συμβούλιο (1991 Πίνακας 6)

Σε υψηλότερου επιπέδου ιδρύματα το ποσοστό των γυναικών είναι μικρότερο από αυτό των ανδρών, ενώ συμβαίνει το αντίθετο σε κολέγια και προκολεγικά ιδρύματα .Μία εξαίρεση είναι η ιατρική.

Πρώτον, πολύ μικρές αναλογίες επιστημόνων και μηχανικών με διδακτορικό (λιγότερο από 2%) βρίσκονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα προκολεγιακού επιπέδου αλλά είναι σε αυτό τον τύπο ιδρύματος επίπεδο όπου η αναλογία των γυναικών (41%) σε σύγκριση με αυτή των ανδρών είναι υψηλότερη με μεγάλη διαφορά. Πέραν τούτου, η αναλογία των γυναικών (16%) σε σύγκριση με τους άνδρες είναι χαμηλότερη εντός των παν/μίων από ότι εντός των δίχρονων κολεγίων (23%) και των τετράχρονων κολεγίων (20%) ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η αναλογία των γυναικών (27%) σε σύγκριση με τους άνδρες είναι υψηλότερη στις ιατρικές σχολές από ότι σε άλλους τύπους ιδρυμάτων στην ανώτερη εκπαίδευση. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα ως προς τις βαθμίδες γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες εντός του κάθε τύπου ιδρύματος. Γι’ αυτό δεν ξέρουμε εάν οι γυναίκες σε ακαδημαϊκές θέσεις ιατρικών σχολών έχουν περισσότερο την τάση να βρίσκονται σε χαμηλές θέσεις ή ακόμα και εκτός καθιερωμένων (λέκτορας, δάσκαλος) θέσεων.

Οι χαμηλότερες αναλογίες γυναικών στα Παν/μια σε σύγκριση με τα δίχρονα και τετράχρονα κολέγια αξίζει προσοχής. Είναι στα Παν/κού επιπέδου ιδρύματα που ο εξοπλισμός είναι διαθέσιμος που απόφοιτοι φοιτητές γράφονται, που συνεργασιακές ευκαιρίες (με διδακτικό προσωπικό και με φοιτητές) είναι πιθανότερο να επικρατήσουν, και, κατά συνέπεια, που η έρευνα να είναι πιθανότερο να διεξαχθεί. Το χαμηλότερο ποσοστό των γυναικών στα Παν/μια έχει επιπτώσεις στους τρόπους και τα μέσα της απόδοσης της έρευνας και για τη θέση-κύρος καθώς συνδέεται με την παραγωγικότητα, όπως θα συζητηθεί αργότερα.

Επειδή οι ακαδημαϊκές βαθμίδες είναι σαφώς προσδιορισμένες και διαβαθμισμένες, εκφράζουν δείκτες θέσεων στην επιστήμη, όσο πιό υψηλή η βαθμίδα, τόσο πιό χαμηλή η αναλογία των γυναικών (Πίνακας 10.5). Συνολικά, οι γυναίκες είναι το 28% των επίκουρων καθηγητών, 17% των αναπληρωτών καθηγητών, και μόλις ένα 7% των καθηγητών ενώ το γενικό μοντέλο των χαμηλών αναλογιών των γυναικών σε υψηλότερες βαθμίδες ισχύει, τα ανάλογα επίπεδα ποικίλουν ανά πεδίο. Ακριβώς επειδή οι γυναίκες συγκεντρώνονται σε τρία πεδία - βιολογία, ψυχολογία και κοινωνικές επιστήμες - έτσι αντίστοιχα, σε αυτά σε σύγκριση με άλλα πεδία, βρίσκουμε υψηλότερες αναλογίες γυναικών σε κάθε βαθμίδα. Στις βιολογικές επιστήμες, την ψυχολογία και τις κοινωνικές επιστήμες, οι γυναίκες είναι το 32%, το 48% και το 34% αντίστοιχα των επίκουρων καθηγητών και το 22%, 28%, 18% αντίστοιχα των αναπληρωτών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 10.5 Επιστήμονες και Μηχανικοί κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος σε τετραετή Κολέγια και Πανεπιστήμια με βάση το φύλο και την ακαδημαϊκή θέση:1987
Τομέας και φύλο Αναπληρωτής Επίκουρος
Σύνολο Καθηγητής Καθηγητής Καθηγητής
Σύνολο τομέων 209,400 85,800 50,500 36,500
%Γυναικών (16.7) (7.2) (17.4) (27.7)
Σύνολο Επιστημ. 185,700 74,500 45,600 32,700
%Γυναικών (18.5) (8.2) (18.9) (30.3)
Φυσικοί 28,700 13,300 4,800 3,000
%Γυναικών (8.4) (3.8) (8.3) (16.7)
Μαθηματικοί 13,000 6,400 3,200 2,500
%Γυναικών (9.2) (4.7) (12.5) (16.0)
Ειδικοί Η/Υ 5,400 1,300 1,600 1,300
%Γυναικών (11.1) (7.7) (6.3) (15.4)
Περιβαλ/γοι 7,400 2,800 1,500 1,300
%Γυναικών (8.1) (3.6) (6.7) (15.4)
Επιστ. Υγείας 64,700 24,000 15,200 12,400
%Γυναικών (22.0) (9.2) (22.4) (31.5)
Ψυχολόγοι 22,000 8,500 5,700 4,000
%Γυναικών (30.5) (14.1) (28.1) (47.5)
Κοινωνιολόγοι 44,400 18,100 13,600 8,300
%Γυναικών (19.6) (9.9) (18.4) (33.7)
Μηχανικοί 23,600 11,400 4,900 3,700
%Γυναικών (2.5) (0.9) (2.0) (5.4)
ΠΗΓΗ : Εθνικό Επιστημονικό Ίδρυμα (1990, Πίνακες 20,21)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ.Tο άθροισμα των επιμέρους ποσοστών δεν είναι 100.00% λόγω στρογγυλοποίησης

Φθάνουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι όσο υψηλότερη η ακαδημαϊκή βαθμίδα ,τόσο χαμηλότερη η αναλογία των γυναικών εκτός από το τομέα της ψυχολογίας. Ένα μοντέλο που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στη βαθμίδα του καθηγητή διαμέσου πεδίων.

Παρ’ όλα αυτά, για κάθε πεδίο εκτός της ψυχολογίας, η αναλογία των γυναικών στην βαθμίδα του καθηγητή είναι πολύ μικρή. Στα μισά από τα πεδία - φυσικής, μαθηματικές και περιβαλλοντικές επιστήμες και μηχανική - οι γυναίκες είναι το 5% ή και λιγότερο των καθηγητών. Μόνο στην ψυχολογία είναι οι γυναίκες περισσότερο από το 10% των καθηγητών. Παρά τα αυξανόμενα αποθέματα των γυναικών με διδακτορικά στα 1970 (δες πίνακα 10.1) και το πέρασμα 15-20 ετών κατά την διάρκεια των οποίων αυτά τα αποθέματα έχουν ωριμάσει σε επαγγελματικό χρόνο, η αναλογία των γυναικών που είναι καθηγήτριες λίγο έχει αλλάξει τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το 1973 οι γυναίκες ήταν το 4% των καθηγητών στα S/E πεδία, και το 1987 αυτή η αναλογία ήταν ακόμα μόλις το 7% (επίσης βλέπε Α. Gibbons, 1992).

Τα δεδομένα στον πίνακα 10.5 δεν ελέγχουν μεταβλητές που επηρεάζουν την ακαδημαϊκή βαθμίδα όπως τα χρόνια από το διδακτορικό ή η παραγωγικότητα. Παρ’ όλα αυτά, μελέτες που παίρνουν υπ’ όψιν τους τέτοιες μεταβλητές καταδεικνύουν τις ακαδημαϊκές μπορεί να είναι η μέγιστη στις θέσεις των γυναικών και των ανδρών στην επιστήμη. Αναλόγως, ο Jonathan Cole (1979) βρήκε ότι, για επιστήμονες σε κάθε επίπεδο παραγωγικότητας της ταξινόμησής του, οι γυναίκες ήταν λιγότερο πιθανό από ότι οι άνδρες να πάρουν προαγωγές. Αυτό ίσχυε με ελέγχους τύπου τοποθέτησης (σε καλύτερα και σε μικρότερα τμήματα). Παρομοίως, ανάμεσα σε ζεύγη γυναικών και ανδρών αντιστοιχισμένα σύμφωνα με την χρονιά που αποκτήθηκε το διδακτορικό, το πεδίο του διδακτορικού, το ίδρυμα από το οποίο δόθηκε το διδακτορικό, και τη φυλή, οι Ahern και Scott (1981) βρήκαν μεγάλες και ευρείες διαφορές ως προς την ακαδημαϊκή βαθμίδα ανάμεσα σε φυσικούς, επιστήμονες της φύσης και βιολογικούς επιστήμονες 10 με 19 χρόνια μετά το διδακτορικό, οι άνδρες ήταν 50% πιό πιθανό από ότι οι γυναίκες να έχουν προαχθεί στο βαθμό του καθηγητή. Ανάμεσα σε νεότερα αντιστοιχισμένα ζευγάρια, οι γυναίκες ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν προαχθεί την θέση του επίκουρου καθηγητή, ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση, την παρουσία παιδιών ή εάν ο εργασιακός τους προσανατολισμός ήταν πρωταρχικά έρευνα ή διδασκαλία.

Συνολικά η ακαδημαϊκή βαθμίδα των γυναικών είναι κατά ένα τρίτο χαμηλότερη από των ανδρών. Δηλαδή οι γυναίκες ανεβαίνουν βαθμίδα σε πανεπιστημιακά ιδρύματα δυσκολότερα από τους άνδρες ,εκτός από το κλάδο της βιολογίας. Όλα αυτά τα συμπεράσματα βγήκαν ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης ή εργασιακού προσανατολισμού.

Επιπρόσθετα, μία μελέτη (Sonnert, 1990) ληπτών μεταδιδακτορικών υποτροφιών με κύρος που δόθηκαν ανάμεσα στα 1955 και 1986 αναφέρει ότι, ελέγχοντας τα χρόνια αυτό το διδακτορικό, τα πεδία και την υποτροφία, η προβλεπόμενη ακαδημαϊκή βαθμίδα των γυναικών είναι κατά ένα τρίτο χαμηλότερη από αυτή των ανδρών. Παρ’όλα αυτά, σε αυτή τη μελέτη, το μειονέκτημα των γυναικών όσον αφορά την ακαδημαϊκή βαθμίδα είναι εκτός βιολογικών επιστημών, δηλαδή είναι στην φυσική, τα μαθηματικά και τη μηχανική. Ανάμεσα στους βιολόγους στο δείγμα του Sonnert, η πρόοδος των γυναικών στις ακαδημαϊκές βαθμίδες ήταν όμοια με αυτή των ανδρών. Αυτό μαρτυράει πάλι την σημαντικότητα πειθαρχικών παραγόντων.

Παρ’ όλες τις ανομοιότητες στη θέση και τις προαγωγές των ανδρών και γυναικών στα πανεπιστημιακά ιδρύματα υπάρχει πολύ μικρότερη ανομοιότητα ανάμεσά τους όσον αφορά τις επιστημονικές επιβραβεύσεις και την φήμη .

Αυτές οι καλά τεκμηριωμένες ανομοιότητες ως προς την θέση και την προαγωγή των γυναικών και των ανδρών έρχονται σε αντίθεση με την μικρότερη ανομοιότητα μεταξύ των φύλλων όσον αφορά επιστημονικές επιβραβεύσεις, τιμές και φήμη. Πρώτον, σε ένα δείγμα 565 επιστημόνων της φύσης και κοινωνικών επιστημόνων, ο συσχετισμός μεταξύ του φύλου (το να είσαι άντρας) και των επαίνων είναι χαμηλός, παρ’ όλο που η σχέση ανάμεσα στο να είσαι άνδρας και να παίρνεις επαίνους ποικίλει ανά πεδίο και είναι μεγαλύτερη στην κοινωνιολογία (J. Cole, 1979, σελ. 59) Δεύτερον, στο ίδιο δείγμα, όταν λαμβάνεται υπ’ όψιν η ερευνητική παραγωγικότητα, το φύλλο έχει πολύ μικρή επίδραση όσον αφορά το καλό όνομα στην επιστήμη (S. Cole, 1979, σελ. 119). Αυτό υποδηλώνει ότι είναι πιθανόν να έχουν οι ανισοτιμίες περισσότερες πιθανότητες να λειτουργήσουν στο ιδρυματικό-τμηματικό, πανεπιστήμιο - επίπεδο. Οι ανισοτιμίες είναι πιο πιθανό να λειτουργήσουν σε χώρο εργασίας οργανισμού, που έχει συγκεκριμένες διαδικασίες προαγωγής, παρά στους επιβραβευτικούς και απόκτησης φήμης μηχανισμούς των ευρύτερων επιστημονικών κλάδων και της επιστημονικής κοινότητας.

Στην επιστήμη, η ακαδημαϊκή αναγνώριση έχει θεωρηθεί ως το αντίστοιχο της ιδιότητας ιδιοκτησίας (Cole και Cole, 1973) και της αναγνώρισης, περισσότερο από άλλες επιβραβεύεις, (Storer, 1973). Αντίστοιχα, (στον ακαδημαϊκό τομέα ιδιαίτερα, ο μισθός έχει θεωρηθεί ότι δρα "όχι σαν κίνητρο που προσφέρεται να διασφαλίσει την απόδοση, αλλά μάλλον σαν μία συμβολική αναγνώριση παρελθούσας, παροντικής ή υποσχόμενης απόδοσης (Smelser και Content, 1980, σελ. 6). Ακόμα όμως, στην ανάλυση διά μέσου των πεδίων ανάμεσα σε ομάδες που αφορούν τα γένη, η ανισότητα στο μισθό είναι ένας εύστοχος δείκτης στην επιστήμη όπως και σε άλλα επαγγέλματα και θεσμούς (Fox 1981). Γι’ αυτό το λόγο και επειδή ακριβώς, στην επιστήμη, ο μισθός έχει και ιδιαίτερα συμβολική όπως και υλική αξία, τα εισοδήματα ανδρών και γυναικών αξίζουν προσεκτικής εξέτασης.

Οι οικονομικές απολαβές των επιστημόνων έχουν συμβολικό αλλά και υλικό χαρακτήρα, γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη ατομικά χαρακτηριστικά των επιστημόνων για να εξηγηθεί το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις συνολικές απολαβές ανδρών και γυναικών.

Ανάμεσα σε ολικής απασχόλησης διδακτορικού επιπέδου επιστήμονες, οι γυναίκες κερδίζουν ανάμεσα στο 78% με 85% αυτού που κερδίζουν οι άνδρες, εξαρτωμένου από το πεδίο (πίνακας 10.6). Αυτά τα δεδομένα μισθών (από το εθνικό ίδρυμα επιστημών) εμπεριέχει ελέγχους πεδίου και μόρφωσης (διδακτορικό επίπεδο), αλλά όχι άλλων σχετικών με το μισθό χαρακτηριστικών των υπαλλήλων και της θέσης στη δουλειά τους. Πόσο από το μισθολογικό χάσμα των ανδρών και των γυναικών στην S/E θα μπορούσε να εξηγηθεί παίρνοντας υπ’ όψιν τα ατομικά χαρακτηριστικά των επιστημόνων (π.χ. ηλικία και αρχαιότητα) και τα εργασιακά χαρακτηριστικά (π.χ. τομέας απασχόλησης);

ΠΙΝΑΚΑΣ 10.6 Μέσος όρος ετησίων αποδοχών Επιστημόνων και Μηχανικών κατοχών διδακτορικών διπλωμάτων με βάση τον τομέα και το φύλο : 1987

Ετήσιες Αποδοχές
Σύνολο
ΤΟΜΕΑΣ Εργαζομένων
( σε δολάρια )
Άνδρες
( σε δολάρια)
Γυναίκες
( σε δολάρια )
Ανδρικός μισθός/
Γυναικείος »

Σύνολο Τομέων 49,600 50,700 40,200 .79
Επιστ. Συνολικά 47,800 49,200 40,000 .81
Φυσικοί 51,400 52,400 41,900 .80
Μαθηματικοί 46,600 47,500 39,600 .83
Ειδικοί Η/Υ 54,400 55,400 43,400 .78
Περιβαλ/γοι 50,300 50,700 41,800 .82
Επιστ. Υγείας 45,700 48,000 39,600 .83
Ψυχολόγοι 44,300 46,200 39,500 .85
Κοινωνιολόγοι 45,300 47,000 39,600 .84
Μηχανικοί 58,100 58,500 48,200 .82
ΠΗΓΗ : Εθνικό Επιστημονικό Ίδρυμα (1990, Πίνακας 26).

Ορισμένες πολυποίκιλες αναλύσεις στις διαφορές των δύο φύλλων στους μισθούς εστιάζονται στους επιστήμονες, συγκεκριμένα. Ως επί τω πλείστων, οι αναλύσεις έχουν βασιστεί με ευρύτητα πάνω σε ακαδημαϊκούς (Barbezat, 1987, Fox, 1981) ή σε διδακτορίες (Ferber και Kordick, 1978) δια μέσου πεδίων. Μία εξαίρεση είναι η έρευνα των Haberfeld και Shenav (1990) για τους επιστήμονες και μηχανικούς (με ή χωρίς διδακτορικό), οι οποίοι χρησιμοποίησαν πλήθος στοιχείων από την υπηρεσία απογραφών. Ελέγχοντας τα νούμερα των οικονομικών κεφαλαίων των ανθρώπων και τα χαρακτηριστικά της δουλειάς - τα οποία συμπεριλάμβαναν ηλικία, φυλή, μόρφωση, εμπειρία, υπηκοότητα, μητρότητα ή πατρότητα, τύπο εργοδότη και πεδίο - ανακάλυψαν ότι το 1972 οι γυναίκες έβγαζαν 12% λιγότερα χρήματα από άνδρες μα αντίστοιχα χαρακτηριστικά και το 1982 οι γυναίκες έβγαζαν 14% λιγότερα. Αυτά τα στοιχεία μπορεί να μαρτυρούν ότι το χάσμα των μισθών των αντρών και των γυναικών επιστημόνων μειώνεται αλλά δεν κλείνει μετά την καθιέρωση τέτοιων ατομικών και καθοριστικών χαρακτηριστικών.

Παίρνοντας υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, φυλή, μόρφωση, εμπειρία, υπηκοότητα, μητρότητα ή πατρότητα, τόπο εργοδότη και πεδίο βγήκε το συμπέρασμα ότι από το 1972 και μετά το χάσμα των μισθών ανδρών και γυναικών μειώνεται αλλά δεν κλείνει.

Αυτές οι αναλύσεις των Haberfeld και Shenav δεν συμπεριλαμβάνουν την εκδοτική παραγωγικότητα ως παράγοντα καθορισμού του μισθού. Δια μέσου πεδίων (επιστημονικών και μη), τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η δημοσίευση σχετίζεται με το μισθό - παρόλο που οι επιστροφές ποικίλουν αναλόγως το επίπεδο του δημοσιεύματος, κάτι που σημαίνει ότι, είναι μεγαλύτερες για τα πρώτα συγκρινόμενα με τα μεταγενέστερα άρθρα και μειώνονται με την αυξημένη παραγωγή (Tuckman, 1976, Τuckman και Zackerman, 1976). Συγχρόνως, αυτοί οι συσχετισμοί δεν είναι ομοιόμορφοι για άνδρες και γυναίκες. Οι αμoιβαίες σχέσεις μεταξύ της παραγωγικότητας και των αποδοχών είναι πολύ υψηλότερες για τους άντρες από τις γυναίκες σηματοδοτώντας ότι οι άνδρες είναι πιθανότερο να έχουν οικονομικές απολαβές για τις εκδόσεις τους (Bayer και Astin, 1975). Εδώ ξανά, το επίπεδο της παραγωγικότητας μπορεί να είναι ένας παράγοντας. Δεδομένα από ακαδημαϊκούς σε 22 κλάδους (επιστημονικούς και μη) δείχνουν ότι, για ένα μεμονωμένο άρθρο, οι οικονομικές απολαβές των ανδρών είναι διπλάσιες από αυτές των γυναικών, για πέντε άρθρα, οι αποδοχές είναι ξανά μεγαλύτερες για τους άνδρες, στα μεγαλύτερα επίπεδα παραγωγικότητας 15-25 άρθρα.

Οι εκδοτική παραγωγικότητα καθορίζει το μισθό των επιστημόνων. Παρόλο που οι ανταμοιβές ποικίλλουν αναλόγως το επίπεδο του δημοσιεύματος, τα δεδομένα δείχνουν ότι οι γυναίκες πληρώνονται για τα πρώτα 10-15 άρθρα τους, ενώ για περισσότερα άρθρα οι ανταμοιβές τους είναι ισότιμες με των ανδρών. Κάτι που υποδεικνύει μία σαφέστατη φυλετική διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών στα πρώτα στάδια της παραγωγικότητάς τους.

Οι εισπράξεις των μισθών είναι πιο δίκαιες (Tuckman 1976). Λάβετε υπ’ όψιν, παρ’ όλα αυτά, ότι το μεγαλύτερο μέρος των γυναικών και των ανδρών είναι στα χαμηλότερα επίπεδα της παραγωγικότητας, και έτσι, για τη συντριπτική πλειοψηφία, οι εντονότερες φυλετικές ανισότητες εφαρμόζονται.

Αναλύοντας τα προσόντα για καριέρα, των γυναικών και των ανδρών επιστημόνων, οι υπολογισμοί είναι ατελής δίχως τη μελέτη της λειτουργίας, ειδικότερα της ερευνητικής λειτουργίας. Η ερευνητική παραγωγικότητα, εκφραζόμενη από την εκδοτική παραγωγικότητα, είναι σημαντική στον καθορισμό ατόμων και ομάδων της επιστήμης για δύο θεμελιώδεις λόγους. Πρώτον, η δημοσίευση είναι η κεντρική κοινωνική διαδικασία της επιστήμης, με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταδίδεται, να ανταλλάσσεται και να επαληθεύεται (Μerton 1973, Μullins 1973). Δεύτερον, η δημοσίευση σχετίζεται, ως επί τω πλείστον με ερευνητικές επιδράσεις και με επιστημονικά βραβεία. (Blume και Sinclair, 1973, Cole και Cole 1973, Gaston 1978). Έτσι, μέχρι να καταλάβουμε τις παραγωγικές διαφορές των ανδρών και των γυναικών, δεν μπορούμε να καθορίσουμε επαρκώς άλλες φυλετικές διαφορές στις τοποθετήσεις στα αξιώματα και τις ανταμοιβές. Τα εθνικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα σε όλα τα πεδία (από το NSF και άλλα πρακτορεία, όπως παρουσιάζονται στους πίνακες σ΄αυτό το κεφάλαιο) δεν παρουσιάζουν συγκρίσεις της παραγωγικότητας ή ελέγχους για την παραγωγικότητα σε σχέσεις ανάμεσα στο φύλο και τον βαθμό (ιεραρχίας) ή την τοποθέτηση. Έτσι για τον καθορισμό της εκδοτικής παραγωγικότητας, πρέπει να αναφερθούμε σε μελέτες που βασίζονται σε πιο περιορισμένα δείγματα και με αυτόν τον τρόπο να αντλήσουμε συμπεράσματα για τις σχέσεις ανάμεσα στο φύλο, την παραγωγικότητα και το αξίωμα μέσα στην επιστήμη, όπως σε προηγούμενες συζητήσεις για τα αξιώματα και τους μισθούς. Τι γνωρίζουμε για την εκδοτική παραγωγικότητα των γυναικών συγκρινόμενη μ’ αυτή των ανδρών; Πρώτον, ο αριθμός των δειγμάτων που δηλώνει ότι οι γυναίκες επιστήμονες εκδίδουν λιγότερο από τους άνδρες. Για μία περίοδο δώδεκα ετών, ο J.Cole(1979) ανακάλυψε ότι στα πεδία της χημείας, της βιολογίας, της ψυχολογίας, και της κοινωνιολογίας, ο μέσος αριθμός των εκδιδόμενων εργασιών ήταν οκτώ για τους άνδρες και τρεις για τις γυναίκες. Εντός ενός δείγματος από άνδρες και γυναίκες επιστήμονες σε έξι πεδία, οι οποίοι βρίσκονταν σε μεταπτυχιακά ή διδακτορικά τμήματα, ο Cole και ο Ζuckerman (1985) αναφέρουν ότι οι γυναίκες εκδίδουν περίπου τα μισά από τους άνδρες 6,4 σε σύγκριση με 11,2 εργασίες.

Ανάμεσα στα πεδία και τους κλάδους, τα επίπεδα των φυλετικών ανομοιοτήτων στις εκδόσεις είναι πιο ποικίλα. Ανάμεσα στους ψυχολόγους, οι άνδρες είναι ιδιαιτέρως πιο παραγωγικοί από τις γυναίκες, οι οποίες εκδώσαν 1,7 εργασίες αντί 7 εργασιών που εκδώσαν οι άνδρες, μέσα σε μία περίοδο τριών χρόνων (Helmreich, Spence, Beane, Lucker και Μatthews, 1980). Για τους χημικούς, πάραυτα, ο Reskin (1978α) αναφέρει μικρότερες διαφορές, οι οποίες υποδηλώνουν "μία πραγματική αλλά μικρή φυλετική διαφορά ανάμεσα στους πληθυσμούς" του πεδίου. Ομοίως, στο δικό μου εθνικό δείγμα των κοινωνικών επιστημόνων τεσσάρων πεδίων (οικονομικά, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία), η φυλετική διαφορά στο μέσο αριθμό των άρθρων, τα οποία εκδόθηκαν σε μία χρονική περίοδο τριών χρόνων, είναι σεμνή (αλλά στατιστικώς σημαντική) - 2,25 για τις γυναίκες σε σύγκριση με 2,50 για τους άνδρες.

Η εκδοτική παραγωγικότητα είναι ιδιαιτέρως σημαντική διότι μέσω αυτής η επιστήμη εξελίσσεται, ενώ αποφέρει επιστημονικά βραβεία στους εκδότες. Συνολικά τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες εκδίδουν λιγότερα άρθρα αναλογικά με αυτά των ανδρών.Οι αναλογίες ποικίλλουν από πεδίο σε πεδίο και σε ορισμένα από αυτά είναι ισότιμες.

Μολοταύτα, ενώ άνδρες και γυναίκες εκδίδουν με διαφορετικές αναλογίες, η έκδοση και των δύο ομάδων είναι δυναμικά λοξοδρομημένη. Αυτό σημαίνει ότι, ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, η περισσότερη δουλειά εκδίδεται από ορισμένους ενώ η πλειοψηφία εκδίδει λίγα ή τίποτα. Στο δείγμα μου οι κοινωνικοί επιστήμονες, σχεδόν όλοι που εργάζονται ως ολοκληρωμένοι ακαδημαϊκοί με διδακτορικό, το 14,5% των ανδρών εκθέτουν περισσότερα από τα μισά (52%) όλων των άρθρων που εκδόθηκαν σε μία περίοδο τριών χρόνων. Ανάμεσα στις γυναίκες, το 16% εκδίδουν το 52% όλων των άρθρων που εκδόθηκαν στην ίδια περίοδο. Αυτή η λοξοδρομημένη διανομή του 15% που εκθέτει το 50% των εκδόσεων είναι ένα επίμονο μοντέλο. Επαναλαμβάνεται δια μέσου πεδίων-ανάμεσα σε χημικούς (Reskin, 1977), σε δείγματα γυναικών και ανδρών σε φυσικές και κοινωνικές επιστήμες (J.Cole, 1979), και ανάμεσα σε ζευγάρια δειγμάτων από γυναίκες και άνδρες σε έξι επιστημονικούς κλάδους (Cole και Tuckerman, 1984). Στην πραγματικότητα, στη δεύτερη έρευνά τους οι Cole και Τuckerman αναφέρουν ότι, στα ζευγάρια δειγμάτων τους, των γυναικών η παραγωγικότητα είναι ακόμα πιο ανόμοια από των ανδρών; δηλαδή, ανάμεσα στις γυναίκες, οι πιο γόνιμες δημοσιεύσεις για μία ακόμα μεγαλύτερη αναλογία εργασιών εκδόθηκε από μία ομάδα του γένους τους σε σχέση με τους άνδρες που ανάγονται σ’ αυτήν την περίπτωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το μοντέλο της υψηλά ευμετάβλητης και δυναμικά ανόμοιας παραγωγικότητας, καταγραφόμενη πάνω από 75 χρόνια πριν στην ανάλυση του Litka (1926) για τα άρθρα, η οποία εκδόθηκε σε εφημερίδες φυσικής, είναι χαρακτηριστική για τις γυναίκες και τους άνδρες επιστήμονες.

Η εκδοτική παραγωγικότητα ανδρών και γυναικών είναι δυναμικά λοξοδρομημένη ένα μοντέλο που το συναντάμε για πάνω από 75 χρόνια. Δηλαδή περίπου μια συγκεκριμένη ομάδα επιστημόνων, ανδρών και γυναικών, περίπου το 15%των επιστημόνων εκδίδει το 50% των άρθρων. Οι υπόλοιποι εκδίδουν από ελάχιστα εώς καθόλου άρθρα. Δηλαδή το υπόλοιπο 75% των επιστημόνων είναι σχεδόν ανενεργό σ’ αυτό το τομέα επιδεικνύοντας αδιαφορία και έλλειψη πάθους για έρευνα.

Το πρώτο σύνολο δεικτών θέσεως που συζητήθηκαν (αξίωμα, τοποθέτηση, ανταμοιβές), μαζί με την ερευνητική απόδοση, συνιστούν τα προσόντα για καριέρα στο χώρο της επιστήμης. Αυτά τα δύο είναι συνδεδεμένα, παρόλο που, όπως έχουμε δει, οι συνδυασμοί μεταξύ των δεικτών θέσεως και της εκδοτικής παραγωγικότητας δεν είναι ισότιμοι για γυναίκες και άνδρες. Ακόμη, η χαμηλότερη επιτυχία των γυναικών στις επιστημονικές καριέρες αναφέρονται μαζί και στη θέση και στην απόδοση και, συνεπώς, εξηγήσεις για τα γυναικεία επιτεύγματα αναφέρονται και στα δύο. Ποιοι παράγοντες επομένως μπορεί να ευθύνονται για τα μικρότερα προσόντα των γυναικών επιστημόνων;

Πρωταρχικά, ατομικά χαρακτηριστικά ικανότητας, ή έστω μετρήσιμης ικανότητας, δεν προμηθεύουν μία εξήγηση. Παρόλο που ένας υψηλός βαθμός ευφυίας μπορεί να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για υψηλότερη εκπαίδευση, από τη στιγμή που το πτυχίο έχει αποκτηθεί, ανομοιότητες στην μετρημένη ικανότητα δεν προδικάζουν μεταγενέστερα επίπεδα αποδοτικότητας (Cole και Cole, 1973, ρ 69). Ακόμα μολονότι τα προσόντα των γυναικών στην επιστήμη είναι χαμηλότερα από των ανδρών η μετρημένη ικανότητά τους (IQ) είναι παρ’ όλα αυτά υψηλότερη.

Στην χημεία, βιολογία, ψυχολογία και κοινωνιολογία, οι γυναίκες διδάκτορες έχουν ελαφρώς υψηλότερο βαθμό ευφυίας από τους άνδρες διδάκτορες σε αυτούς τους κλάδους (J. Cole, 1979, ρ 61) και για τμήματα με ποικίλους βαθμούς, υπάρχει λιγότερη ποικιλία στους μέσους βαθμούς ευφυΐας για τις γυναίκες από τους άνδρες. (J.Cole, 1979, ρ 159). Δεδομένα στους βαθμούς ευφυΐας μπορεί να μην είναι οι καλύτεροι δείκτες ικανότητας ή νοημοσύνης, όμως στο βαθμό που αιχμαλωτίζουν ανομοιότητες, υποδεικνύουν ότι, αν μη τι άλλο, οι γυναίκες - επιστήμονες είναι ένα πιο διαλεχτό σύνολο, διανοητικά, από τους άνδρες.

Επιπροσθέτως, για ορισμένα παρελθοντικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τα προσόντα για καριέρα, γυναίκες και άνδρες επιστήμονες είναι όμοια. Ειδικότερα, με κάποια σχετική διαφορά, γυναίκες και άνδρες είναι περίπου το ίδιο ικανοί, έχοντας λάβει τα ανώτερα πτυχία τους από κορυφαία πανεπιστήμια (National Research Councili 1983). Η πιο αξιόλογη διαφορά, ανάμεσα στα δύο φύλλα, βρίσκεται στα μαθηματικά, όπου 46% των ανδρών μαζί με το 37% των γυναικών έχουν παραλάβει το διδακτορικό τους από πανεπιστημιακά τμήματα που εκλαμβάνονται ως το ίδιο δυνατά και διακεκριμένα. Στη φυσική, οι γυναίκες είναι κάπως λιγότερο πιθανό να έχουν αποφοιτήσει από ένα κορυφαίο πανεπιστημιακό τμήμα, και στην ψυχολογία και τη μικροβιολογία, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να έχουν κάνει το ίδιο (National Research Council, 1983). Για το εθνικό μας δείγμα κοινωνικών επιστημόνων, βρίσκω ασήμαντες φυλετικές διαφορές στις εκτιμήσεις ιδρυμάτων από τα οποία γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες πήραν τα διδακτορικά τους πτυχία; αυτό είναι αληθές για τους ακαδημαϊκούς στον καθένα από τους τέσσερις βασικούς κλάδους που ελήφθησαν υπ’ όψιν: οικονομικός, ψυχολογία, πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία. Έτσι, δια μέσου επιστημονικών πεδίων, το γενικό μοντέλο είναι ομοιογενές σχετικά με τις βάσεις, που οδηγούν σε διδακτορικό, των γυναικών και των ανδρών.

Η χαμηλότερη επιτυχία των γυναικών στις επιστημονικές καριέρες προϋποθέτει λιγότερα προσόντα από τους άνδρες. Συνολικά ο μέσος όρος του βαθμού ευφυΐας (I.Q.) των γυναικών είναι υψηλότερος, όμως το I.Q. δε προδικάζει ανάλογα επίπεδα στη μετέπειτα πορεία των επιστημόνων. Δε συμβαίνει το ίδιο όμως και με την αναγνώριση του ιδρύματος από το οποίο παραλαμβάνεται το διδακτορικό. Συνολικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι γυναίκες και άνδρες έχουν τα ίδια ποσοστά απόκτησης διδακτορικού από διακεκριμένα πανεπιστήμια. Σ’ αυτό το τομέα λοιπόν είναι το ίδιο ικανοί, μία ιδιότητα που διατηρείται και στις οικονομικές βοήθειες που παίρνουν κατά την αποφοίτηση.

Ομοίως οι φυλετικές διαφορές είναι μικρές σε ορισμένους δείκτες οικονομικής βοήθεια για εκπαίδευση κατά την αποφοίτηση, υπολογισμένα ποσοστά ανδρών συγκρινόμενα με των γυναικών που είχαν θέση βοηθού στην έρευνα ή στη διδασκαλία κατά τη διάρκεια της αποφοίτησης (National Research Council, 1979, 1983). Παρ’ όλα αυτά, τα δεδομένα δεν υποδεικνύουν την ποιότητα ή τον χαρακτήρα των βοηθειών. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί, τελικά, να δείχνουν διαφορετικές ευκαιρίες γυναικών και ανδρών στην συμμετοχή σε ερευνητικές ομάδες, στη συνεργασία, και την είσοδο στην αγωγή της επιστήμης.

Αυτές οι περιοχές διδακτορικής μόρφωσης μπορεί να προσδώσουν στοιχεία για την έκβαση των καριέρων των γυναικών. Έρευνες απόφοιτων φοιτητών υποδεικνύουν ότι, σε σύγκριση με τους άνδρες οι γυναίκες συναντούν μέλη της πανεπιστημιακής σχολής και συμβουλάτορες λιγότερο συχνά από τους άνδρες (Ηοlmstrom και Holmstrom, 1974, και Blood, 1973), ότι οι αλληλεπιδράσεις τους με τα πανεπιστημιακά μέλη είναι λιγότερο χαλαρές και ισοπεδωτικές (Holmstrom και Holmstrom, 1974, Kgereif και Blood, 1973), και ότι οι γυναίκες τείνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως μαθητές από ότι σαν συναδέλφους των πανεπιστημιακών μελών και λένε ότι τις αποδέχονται με λιγότερη σοβαρότητα από ότι τους άνδρες (Berg και Ferber, 1983, Holmstrom και Holmstrom, 1974). Αυτό μπορεί να σηματοδοτεί την μεγαλύτερη περιθωριοποίηση των γυναικών αποφοίτων - συνέπειες στην εισαγωγή και την μαθητεία τους σε διάφορους τομείς.

Σημαντική και στην απόκτηση προσόντων είναι και η συναναστροφή των φοιτητών με πανεπιστημιακά μέλη και διδάκτορες, καθότι μέσω αυτών καθοδηγούνται για την εισαγωγή σε ερευνητικές ομάδες και εύρεση εργασίας. Όμως οι έρευνες υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες συναντιούνται λιγότερο με πανεπιστημιακούς από τους άνδρες, ενώ θεωρούν τους εαυτούς μαθητές και όχι συναδέλφους . Επίσης οι γυναίκες αναφέρουν ότι τις παίρνουν λιγότερο στα σοβαρά από ότι τους άνδρες. Υπάρχει λοιπόν δυσκολία στην επικοινωνία η οποία γίνεται μεγαλύτερη με την απόκτηση παιδιών, ενώ η συνεύρεση με γυναίκα διδάκτορα αυξάνει τις πιθανότητες γόνιμης συνεργασίας.

Στην επιστήμη, ειδικότερα, τα πρότυπα και η διαμόρφωση προτύπων, η μαθήτευση και η ομαδική δουλεία έχουν συνέπειες στην απόκτηση γούστου, στυλ και εμπιστοσύνης στην έρευνα (Zuckerman, 1977 b). Η συνεργασία με ένα διδάκτορα είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας, επηρεάζοντας την προδιδακτορική παραγωγικότητα, την τοποθέτηση σε δουλειά, και αργότερα την παραγωγικότητα (Long και Μc Ginis, 1985). Στην έρευνα για τους βιοχημικούς, ο Long (1990) αναλύει, τελικά, τους παράγοντες που επηρεάζουν την συνεργασία με ένα διδάκτωρ. Ανακαλύπτει ότι, για τις γυναίκες, η απόκτηση μικρών παιδιών μειώνει τις πιθανότητες συνεργασίας, ενώ αυτή η συνέπεια δεν υπάρχει για τους άνδρες. Το να έχει γυναίκα διδάκτωρ αυξάνει τις πιθανότητες συνεργασίας των γυναικών - όμως στην βιοχημεία (όπως και σε άλλα επιστημονικά πεδία), περιορισμένος αριθμός ανώτερων γυναικών διδακτόρων είναι διαθέσιμος.

Συνολικά δεδομένα στις αναλογίες επενδύσεων, βοηθών και οικονομικών συνδρομών αποτυγχάνουν να φανερώσουν τη δυναμική της μόρφωσης επί πτυχίο, εφόσον μπορεί να επηρεάσουν τα προσόντα των γυναικών για καριέρα. Είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε περισσότερα για τα μοντέλα και τις επιδράσεις των συνευρέσεων φοιτητών - πανεπιστημιακών μελών, οι οποίοι συμβουλεύουν για εκπαιδευτικές πρακτικές και τοποθετήσεις σε δουλειές, εφόσον μπορεί να επηρεάσουν τις φοιτήτριες και τις μετέπειτα προοπτικές τους στην επιστήμη.

Πολλά έχουν γίνει για την πρόσκρουση του γάμου και των παιδιών πάνω στα γυναικεία επιτεύγματα στο χώρο της επιστήμης. Η ιστορία της μυθολογίας (Bruer, 1984) θεωρεί ότι οι καλοί επιστήμονες είναι είτε άνδρες με γυναίκες συζύγους, ή είναι γυναίκες χωρίς άνδρες συζύγους και παιδιά.

Πρώτα, υπάρχει το θέμα των υποτιθέμενων περιορισμών της γεωγραφικής κινητικότητας των παντρεμένων γυναικών. Στις αναλύσεις τους σχετικά με τους τύπους διαμονής και των δυο ακαδημαϊκών διαμέσου των επιστημονικών κλάδων και ενός δείγματος ψυχολόγων, οι Marwell, Resenfeld και Spilerman (1979) μελετούν την σχέση μεταξύ γεωγραφικής τοποθεσίας, γάμου, και της ακαδημαϊκής καριέρας των γυναικών. Κατέληξαν ότι οι γυναίκες βρίσκονται δυσανάλογα σε μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό υποστηρίζουν, αντανακλά την ανάγκη των γυναικών να εγκαθίστανται σε περιοχές με περισσότερες ευκαιρίες για οικογένειες με δυο καριέρες. Διαδοχικά, αναμένεται ότι οι γεωγραφικοί περιορισμοί μπορεί να έχουν επιπτώσεις για τα επιτεύγματα και τις πιθανότητες της καριέρας των γυναικών. Παρόλα αυτά ο Marwell και οι συνάδελφοί του δεν βρήκαν ένα άμεσο σύνδεσμο μεταξύ της γεωγραφικής τοποθεσίας και ακαδημαϊκού βαθμού. Και άλλα στοιχεία δείχνουν ότι, ενώ ο γάμος επηρεάζει αρνητικά το βαθμό και το μισθό των ακαδημαϊκών γυναικών, εκτός της περιπτώσεως του μισθού για γυναίκες σε πανεπιστήμια ερευνών, οι επιδράσεις του γάμου δεν είναι σημαντικές .( Ahern και Scott 1981, πίνακες 6.1,6.5,6.9,6.13).

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της γεωγραφικής τοποθεσίας και του ακαδημαϊκού βαθμού των γυναικών, είναι φανερή η δυσαναλογία της παρουσίας των γυναικών στα μεγάλα αστικά κέντρα, η οποία προφανώς οφείλεται στην αναζήτηση περισσοτέρων ευκαιριών.

Περαιτέρω, σχετικά με την παραγωγικότητα εκδόσεων, οι παντρεμένες γυναίκες εκδίδουν τόσο όσον ή περισσότερο από ανύπαντρες γυναίκες . Αυτό παρατηρήθηκε σε επιστημονικούς και μη επιστημονικούς τομείς (Astin & Davis 1985), στις φυσικές, βιολογικές και κοινωνικές επιστήμες ( Zuckerman & Cole 1987 και σε συγκεκριμένους τομείς όπως η ψυχολογία (Helmreich κ.α 1980).Επιπλέον, ανάμεσα σε διάφορα δείγματα επιστημόνων και μελετητών, βρίσκουμε ότι η παρουσία παιδιών δεν επηρεάζει την παραγωγικότητα έκδοσης των γυναικών (Zuckerman & Cole 1978, Helmrich 1980 ), μια ελαφρώς αρνητική, ασήμαντη επίδραση (Reskin 1978 ), ή μια θετική επίδραση (Astin & Davis 1985, Fox & Faver 1985 ).

Συνεπώς, μπορεί να συνεχιστεί η αντίληψη ότι ο γάμος και η μητρότητα διέπουν την θέση των γυναικών στην επιστήμη, αλλά τα στοιχεία σημειώνουν το αντίθετο . Οι ανύπαντρες γυναίκες και οι γυναίκες χωρίς παιδιά τα καταφέρνουν είτε όχι καλύτερα είτε χειρότερα από τις γυναίκες με συζύγους και παιδιά . Συγχρόνως, τα στοιχεία αυτά βασίζονται σε γυναίκες που είναι ενεργοί επιστήμονες . Οι γυναίκες μπορεί να είναι επιλεκτική ομάδα οι οποίες έχουν ζήσει προηγούμενες δοκιμασίες. Οι επιδράσεις της θέσης της οικογένειας μπορεί να έχουν βαρύ τίμημα κάποια στιγμή, σε αρχικά στάδια, έτσι ώστε κάποια αναλογία γυναικών παρεκκλίνουν και δεν ανήκουν στα δεδομένα των επαγγελματιών επιστημόνων (Long 1987 ) . Αυτό δεν είναι βέβαιο και μένει να διευκρινιστεί.

Πέρα του γάμου, της μητρότητας , και των άλλων χαρακτηριστικών προσωπικού επιπέδου , πρέπει να ερευνήσουμε το κοινωνικό και οργανωτικό πλαίσιο της επιστήμης για να εξηγήσουμε τα επιτεύγματα της καριέρας γυναικών στην επιστήμη-ειδικά τον βαθμό τους , και την παραγωγικότητα έρευνας .

Γιατί και πως είναι σημαντικό το περιβαλλοντολογικό πλαίσιο στην αξιολόγηση των επιτευγμάτων καριέρας γυναικών ( και ανδρών ); Πρώτον, η επιστήμη είναι σε μεγάλο βαθμό οργανωτική εργασία . Εκτελείται με οργανωτικές διαδικασίες , περιλαμβάνει την συνεργασία ατόμων και ομάδων , απαιτεί ανθρώπινους και υλικούς πόρους . Στο αντικείμενο και την πολυπλοκότητα της , η επιστημονική έρευνα βασίζεται στις εγκαταστάσεις , στα κεφάλαια , τους μηχανισμούς και την ομαδική εργασία . Επομένως , η απόδοση μπορεί να συνδεθεί με το περιβάλλον της εργασίας τα σήματά της , τις προτεραιότητες και τους πόρους ( Fox 1991 ) . Και ο βαθμός και ο μισθός αποφασίζονται στον χώρο εργασίας .

Περαιτέρω , οι επιστήμονες εργάζονται σε μια μεγαλύτερη , κλαδική ( ή διακλαδική ) κοινότητα και περιβάλλον που μπορούν να υποστηρίξουν ή να παρεμποδίσουν την θέση και την απόδοση. Περισσότερο από ότι σε μη επιστημονικούς τομείς, η εργασία της επιστήμης «σχετίζεται, κτίζεται, και επανεξετάζει την υπάρχουσα γνώση» (Garvey 1979 σελ. 14). Στην επιστήμη, πρέπει συνεχώς να σχεδιάζει, να δοκιμάζει και να αναβαθμίζει την έρευνα. Αυτό γίνεται ανεπίσημα και με αλληλεπίδραση καθώς επίσης και επίσημα σε παρουσιάσεις συνεδρίων, για παράδειγμα.

Με αυτόν τον τρόπο, η επιστήμη είναι περισσότερο «κοινωνική» από ότι οι τέχνες ή οι ανθρωπιστικές σπουδές για παράδειγμα.. Σε σύγκριση με τις ανθρωπιστικές σπουδές, οι επιστήμες είναι πιο πιθανό να επιτευχθούν με ομαδική εργασία παρά ατομικά, να εκτελεσθούν με ακριβό εξοπλισμό, απαιτούν χρηματοδότηση, να είναι περισσότερο αλληλοεξαρτώμενες επιχειρήσεις. Αλλά περισσότερο από τους άνδρες, οι γυναίκες βρίσκονται έξω από τα κοινωνικά δίκτυα της επιστήμης μέσα στα οποία ανταλλάσσονται και αξιολογούνται ιδέες και μέσα στα οποία κυκλοφορούν ανθρώπινοι και υλικοί πόροι (Fox, 1991). Στις κλαδικές κοινότητες της επιστήμης, αυτό σημειώνεται με την μικρότερη πιθανότητα των γυναικών να έχουν συνδέσεις ως συντάκτες, υπάλληλοι επαγγελματικών συνδέσμων και εξεταστών χορηγήσεων απ’ ότι οι άνδρες (Kashet, Robbins, Lieve & Huang, 1974) να εμφανίζονται σε προγράμματα εθνικών συνεδρίων (Glen κ.α., 1993) και να προσκληθούν σε συμβούλια ή διαλέξεις εκτός των ιδρυμάτων τους (kashet κ.α. 1974). Επειδή η επιστήμη είναι κοινωνική πρόοδος, οι παράγοντες αυτοί (δίκτυα, σώμα μελών) μπορεί τότε να επηρεάσουν την παραγωγικότητα και τις διαφορές παραγωγικότητας ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες.

Σε ακαδημαϊκά μέρη, ειδικά, έχουμε διαπιστώσει ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εργαστούν σε κολέγια αντί σε πανεπιστήμια από ότι οι άνδρες, με επιπτώσεις στην διανομή χρόνου και διαθεσιμότητα βοηθών και εξοπλισμού. Παρόλα αυτά για να εξηγηθούν τα επιτεύγματα της καριέρας των γυναικών, συγκριτικά με τους άνδρες, σε είδη ιδρυμάτων αλλά επίσης και οργανωτικών διαδικασιών μέσα στα ιδρύματα. Το ίδιο είδος περιβάλλοντος (είτε πρόκειται για πανεπιστήμιο ή για κολέγιο 4ετούς φοίτησης) μπορεί να προσφέρει διαφορετικούς περιορισμούς και ευκαιρίες για ομάδα ενός φύλου σε σύγκριση με την άλλη.

Τα οργανωτικά περιβάλλοντα δε λειτουργούν ουδέτερα αναγκαστικά ή ενιαία (Fox 1991). Οι πόροι και οι ευκαιρίες μπορεί να λειτουργούν διαφορετικά για γυναίκες και άντρες. Στην εθνική μου έρευνα για τους κοινωνικούς επιστήμονες, διαπίστωσα ότι για παράδειγμα, σε τμήματα χορήγησης πτυχίων bachelor και διδακτορικού, οι γυναίκες αναφέρουν σημαντικά λιγότερη αλληλεπίδραση και αναγνώριση από την σχολή των τμημάτων τους. Σε τμήμα master και διδακτορικών, οι γυναίκες δίνουν σημαντικά χαμηλότερη βαθμολογία στους πόρους που διατίθενται για αυτές και σε τμήματα διδακτορικού, αναφέρουν σημαντικά υψηλότερο φόρτο προπτυχιακής διδασκαλίας. Οι παράγοντες αλληλεπίδρασης, αναφερόμενων πόρων, και φόρτου διδασκαλίας σχετίζονται με τα επίπεδα παραγωγικότητας.

Η μη ομοιομορφία του περιβάλλοντος έχει τεκμηριωθεί μέσα στο ίδιο πλαίσιο όπως επίσης και στο είδος πλαισίου. Συγκεκριμένα. Μια μελέτη (Feld 1986) με επιστήμονες που διορίζονται ως βοηθοί καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Michigan αναφέρει ότι οι γυναίκες και οι άνδρες έλαβαν διαφορετικοί μεταχείριση ακόμα και σε αυτό το αρχικό στάδιο σταδιοδρομίας. Οι άνδρες έλαβαν περισσότερα αρχικά κεφάλαια για τα εργαστήριά τους, καλύτερες φυσικές εγκαταστάσεις, και καλύτερη τοποθέτηση μέσα στα υπάρχοντα σχέδια με κεφάλαια και εξοπλισμό.

Τα οργανωτικά περιβάλλοντα φαίνεται ότι δεν ενεργούν ουδέτερα. Για παράδειγμα υπάρχουν περιπτώσεις όπου άνδρες έλαβαν μεγαλύτερη χρηματοδότηση και καλύτερη θέση σε υπάρχοντα σχέδια. Αυτή η καλύτερη θέση σχετίζεται με τις δυνατότητες συνεργασίας, απ’ όπου υπάρχουν σαφώς καλύτερες προοπτικές ανέλιξης.

Ένας τέτοιος παράγοντα όπως η «τοποθέτηση σε σχέδια» είναι σχετική για συνεργασία αποδίδει καλύτερα στην διαδικασία έκδοσης γιατί είναι πιθανότερο ότι θα προκύψει από χρηματοδοτημένη έρευνα (Hefner, 1980), είναι πιο πιθανό να είναι βασισμένο εμπειρικά παρά σε θεωρητική εργασία, ή λέγεται ότι είναι ευκολότερο να εξεταστεί (Meadows 1974, O’Connor 1969) και τέλος γιατί η συγγραφή εργασίας από περισσότερα άτομα μπορεί να περιέχει ελέγχους για λάθη. (Presser 1980).

Είναι τότε η συνεργασία παράγοντα για την εξήγηση των επιτευγμάτων καριέρας των γυναικών; Οι αποδείξεις και η απάντηση είναι αναμεμειγμένα. Οι μελέτες κοινωνιολόγων αναφέρουν ότι οι γυναίκες είναι και περισσότερο (Macki 1977) αλλά και λιγότερο πιθανό (Tsouhbin 1974) να συνεργαστούν. Στην ανάλυση των εκδόσεων από τους Cole και Zuckerman (1984) σε ταιριαστό δείγμα γυναικών και ανδρών που έλαβαν το διδακτορικό τους πτυχίο σε έξι διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, οι γυναίκες είναι όπως και οι άνδρες αν συγγράψουν μελέτες σε συνεργασία με τρίτους. Παρόμοια ο Long (1992) αναφέρει ότι το δείγμα βιοχημικών που εξέτασε, οι γυναίκες και οι άνδρες έχουν σχεδόν τα ίδια επίπεδα συνεργασίας.

Ωστόσο το θέμα μπορεί να είναι πιο λεπτό από απλές αναλογίες συγγραφής μέσω συνεργασίας. Οι γυναίκες μπορεί ναι έχουν περισσότερη δυσκολία για να βρουν συνεργάτες και μπορεί να έχουν λιγότερους διαθέσιμους συνεργάτες. Μια μελέτη (Cameron, 1978) υποστηρίζει αυτή την άποψη, αναφέροντας ότι οι άνδρες έχουν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό διαφόρων συνεργατών. Περαιτέρω, τα στοιχεία του Long (1992) ότι στη βιοχημεία είναι περισσότερο πιθανό οι γυναίκες παρά οι άνδρες να συνεργαστούν με τον σύζυγο. Και Στο σημείο που αυτή η συνεργασία των γυναικών προκύπτει με τον σύζυγο αντί για πολλούς άλλους (αντί με τον σύζυγο και πολλούς άλλους), αυτά τα στοιχεία μπορεί επίσης να υποδηλώνουν μια πολύ περιορισμένη ακτίνα συνεργατών στις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες. Αυτό θα αξιολογηθεί άμεσα.

Στην σχέση μεταξύ του κοινωνικού και οργανωτικού περιβάλλοντος της επιστήμης και των επιτευγμάτων καριέρας γυναικών, ένας άλλος παράγοντας είναι η διαδικασία αξιολόγησης στους οργανισμούς – με συνέπειες για τον βαθμό και τις αμοιβές. Σε μια μελέτη ο Fidel (1975) έστειλε σε 147 προέδρους των τμημάτων ψυχολογίας 10 βιογραφικά με πληροφορίες για την διδασκαλία, έρευνα και τις δραστηριότητες υπηρεσιών. Τα θηλυκά και αρσενικά ονόματα γράφηκαν τυχαία στα βιογραφικά. Ερωτούμενη σχετικά με μια υποθετική πρόσληψη να δώσουν ένα βαθμό στα πρόσωπα των βιογραφικών, οι περισσότεροι πρότειναν τον βαθμό του συνεργάτη καθηγητή στα αρσενικά ονόματα και τον βαθμό του βοηθού καθηγητή στα θηλυκά ονόματα με τις ίδιες περιγραφές.

Οι μελέτες μας δείχνουν ότι οι γυναίκες παρουσιάζουν δυσκολίες στην εύρεση συνεργατών σε σύγκριση με τους άνδρες και πιθανόν για αυτόν ακριβώς τον λόγο, σε συνδυασμό με την χαμηλότερη παραγωγικότητα εκδόσεων, οι άνδρες να προτείνονται πιο συχνά σε ανώτερους βαθμούς.

Πως μπορεί να το εξηγήσει κανείς αυτό. Ξεκινώντας ο John Couhl (1979, σελ. 75) δηλώνει ότι «λειτουργικά άσχετα χαρακτηριστικά» όπως το φύλλο είναι πιο πιθανό να ενεργοποιηθούν ως βάση αξιολόγησης και αμοιβής όταν υπάρχουν λίγα σχετικά κριτήρια αξιολόγησης αλλά, στη μελέτη του Fidel και σε πραγματικά γεγονότα, υπήρχαν στοιχεία για την απόδοση. Για την επεξήγηση αυτών των αποτελεσμάτων, πρέπει να θεωρήσουμε ότι στην επιστημονική (και λόγια) εργασία, τα επίπεδα απόδοσης είναι «απόλυτα» και «υποκειμενικά» (Fox 1991). Η απόδοση κρίνεται με βάση ένα επίπεδο υπεροχής, το οποίο είναι, διαδοχικά, και υποκειμενική αξιολόγηση. Τα πειραματικά στοιχεία (Doh & Emswailer, 1974, Niva & Goudech 1980, Fiterson, Chisler & Goldberg 1971, Rozen & Gerdi 1974) υποδεικνύουν ότι, όταν τα επίπεδα είναι υποκειμενικά και μη καθαρά οριζόμενα, είναι πιο πιθανό ότι οι άνδρες θα θεωρηθούν ως οι ανώτεροι υποψήφιοι και ότι η προκατάληψη κατά του φύλλου θα λειτουργήσει. Αυτές οι διαδικασίες αξιολόγησης μπορεί να βοηθήσουν στην επεξήγηση της θέσης των γυναικών στην επιστήμη.

Περιληπτικά, το κεφάλαιο αυτό καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: πρώτον, στην αξιολόγηση των γυναικών και της επιστημονικής καριέρας, πρέπει να ξεπεράσουμε τα θέματα αριθμών. Από την δεκαετία του 1970 έχει αυξηθεί η αναλογία των γυναικών με διδακτορικά πτυχία επιστήμης και μηχανικής και επομένως την αναλογία επαγγελματικά εκπαιδευμένου προσωπικού επιστημών και μηχανικής. Αλλά οι αριθμοί δεν εξασφαλίζουν σημαντική συμμετοχή και θέση. Βρίσκουμε ότι το φύλλο διαμορφώνει την τοποθέτηση, τους βαθμούς και τις αμοιβές στην επιστήμη. Οι γυναίκες και οι άνδρες διαφοροποιούνται στους τομείς τους και στις ακαδημαϊκές τοποθετήσεις τους και διατεταγμένοι όσον αφορά τους βαθμούς και τις αμοιβές. Συγχρόνως, η παραγωγικότητα έκδοσης των γυναικών είναι χαμηλότερη από αυτή των ανδρών. Οι δείκτες θέσης (τοποθέτηση, βαθμός, αμοιβή) και η παραγωγικότητα είναι συνδεδεμένη, παρότι οι συσχετισμοί δεν είναι ίσοι για γυναίκες και άντρες. Επομένως, εξηγώντας τα επιτεύγματα καριέρας στην επιστήμη, πρέπει να θεωρηθεί και η θέση και η απόδοση.

Δεύτερον, ανάμεσα στους παράγοντες που εξηγούν την μικρότερη επιτυχία των γυναικών στην επιστήμη, τα ατομικά χαρακτηριστικά της ικανότητας καθώς και του γάμου και της μητρότητας αξιολογούν μετριοπαθώς ή λίγο. Επίσης, επειδή οι γυναίκες και οι άνδρες έχουν παρόμοιο διδακτορικό ξεκίνημα και ιστορικό έρευνας και βοηθού καθηγητή, αυτές οι γυναίκες και οι άντρες έχουν διαφορετικές εμπειρίες στην ποιότητα και την φύση της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, μερικά στοιχεία μπορεί να υπάρχουν στην φύση και τα σχέδια συμβουλευτικής, συνεργασία και μαθητείας στην διδακτορική εκπαίδευση. Παρόμοια δηλώνω ότι τα επιτεύγματα καριέρας των γυναικών επιστήμης, από κοινωνικά χαρακτηριστικά και του χώρου εργασίας και των μεγαλυτέρων κλαδικών κοινοτήτων της επιστήμης.

Κατά συνέπεια, αυτό σημαίνει ότι η βελτίωση των επιτευγμάτων των γυναικών, με επιστημονικές καριέρες – ή θέση και η απόδοσή τους – δεν θα εξαρτώνται μόνο από την ανίχνευση, καλλιέργεια και προώθηση των ατομικών ικανοτήτων, προσόντων και συμπεριφορών. Η βελτίωση δεν είναι ένα απλό θέμα διόρθωσης των ατομικών «ελαττωμάτων» και ενεργοποίηση της ατομικής απόδοσης αντίθετα, η βελτίωση των επιτευγμάτων των γυναικών σημαίνει επίσης προσοχή σε δομικά βασισμένους παράγοντες όπως η διανομή των πόρων, πρόσβαση στην αλληλεπίδραση και συνεργασία και λειτουργία των σχημάτων αξιολόγησης, όπως ήδη συζητήθηκε.

Τελικώς, κατανοώντας τις επιστημονικές καριέρες των γυναικών, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι γυναίκες επιστήμονες δεν αποτελούν μια ομοιογενή ομάδα. Παρότι υπάρχουν (διατηρούνται) κοινά στοιχεία στην θέση των γυναικών στην επιστήμη, η θέση και η απόδοσή τους διαφέρουν, ειδικά ανά τομέα. Τα επιτεύγματα των γυναικών με καριέρα στην επιστήμη μπορεί επίσης να διαφέρουν σε τρόπους που δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμα από τον (ειδικά ακαδημαϊκών συγκριτικά με μη ακαδημαϊκούς) και από τα είδη ιδρυματικών τοποθετήσεων. Η επίδραση των κοινωνικών και οργανωτικών παραγόντων που συζητήθηκε – ανθρώπινη και υλικοί πόροι, πρακτικές του χώρου εργασίας και τακτικές – μπορούν, ανάλογα, να διαφέρουν ανά τμήμα, τομέα, ή ιδρυματική τοποθέτηση στην επιστήμη. Με την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, το θέμα των «γυναικών στην επιστήμη» μπορεί να γίνει το θέμα «γυναικών στις επιστήμες» - πολύπλοκες θεωρήσεις του «που», σε «τι περιβάλλοντα», και υπό «ποιες συνθήκες πρακτικές και τακτικές» οι γυναίκες επιτυγχάνουν ή δεν επιτυγχάνουν σημαντική συμμετοχή και απόδοση στις επιστημονικές καριέρες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Επειδή το ενδιαφέρον εδώ είναι στις κοινωνικές σπουδές επιστήμης, τα στοιχεία που συγκεντρώσαμε προέρχονται μόνο από τον κατάλογο Αναφορών της Κοινωνικής Επιστήμης . Οι καταχωρήσεις μετρήθηκαν υπό θέματα γυναικών και επιστήμης , φύλλου και επιστήμης , και γυναικών επιστημόνων ( άρθρα πάνω στο θέμα μπορεί να εμφανίζονται και άλλού , υπό μισθούς ή εκπαίδευση για παράδειγμα , αλλά για συγκριτικούς λόγους , οι μετρήσεις περιορίστηκαν σε αυτά τα θέματα ) . Επειδή ενδιαφερόμαστε στην βιβλιογραφία της έρευνας , συγκεκριμένα , επί του θέματος , οι μετρήσεις περιορίστηκαν σε άρθρα και αποκλείστηκαν κύρια άρθρα , γράμματα , κριτική βιβλίων , βιβλιογραφίες , και σημειώσεις λιγότερων των τριών σελίδων .

2. Αυτό το κεφάλαιο βασίζεται σε εθνικά στοιχεία που διατέθηκαν μέσω του ιδρύματος Εθνικής Επιστήμης , του Συμβουλίου Εθνικής Έρευνας , και της Επιτροπής Επαγγελματιών στην Επιστήμη και Τεχνολογία . Επομένως η εστίαση είναι οι Αμερικανίδες γυναίκες στην επιστήμη . Μια διαπολιτισμική μεταχείριση θα ήταν χρήσιμη , αλλά μια τέτοια εκτεταμένη εστίαση είναι πέραν του πλάτους , του περιορισμού σελίδων και των διαθέσιμων στοιχείων για το κεφάλαιο αυτό .

3. Παρόλο που μια τέτοια συζήτηση είναι εκτός θέματος του κεφαλαίου , οι ιστορικοί παράγοντες που συνδέονται με τις αναλογίες των γυναικών στην επιστήμη μέχρι το 1940 μπορούν να συναντηθούν στον Rositer ( 1982 ) .

4. Η μελέτη για την διανομή των γυναικών ανά υπο-τομέα είναι ένα από τα θέματα της έρευνας των Etchkovitz και Fox. Οι γυναίκες στην Επιστήμη και Μηχανική: Βελτιώνοντας την συμμετοχή και Απόδοση στα Διδακτορικά Προγράμματα

5. Αυτά είναι επίσης τα θέματα μιας τωρινής μελέτης που αναφέρεται στην σημείωση 4 .

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ahem, Nancy, & Scott, Elizabeth. (1981). Career outcomes in a matched sample of men and women Ph.D.s. Washington, DC: National Academy Press.
2. Astin, Helen, & Davis, Diane. (1985). Research productivity across the career - and life-cycle. In M.F. Fox (Ed.), Scholarly writing and publishing: Issues, problems, and solutions. Boulder, CO:Westview.
3. Barbezat, Debra A. (1987). Salary differentials by sex in the academic labor market. Journal of Human Resources, 22, 423-428.
4. Bayer, Alan, & Astin, Helen. (1975). Sex differentials in the academic reward systme. Science, 188, 796-802.
5. Berg, H.M., & Ferber, Marianne. (1983). Women and women graduate students:Who succeeds and why. Journal of Higher Education, 54, 629-648.
6. Blume, Stuart S., & Sinclair, Ruth. (1973). Chemists in British universities:A study of the reward system in science. American Sociological Review, 38, 126-138.
7. Bruer, John T. (1984). Women in science: Toward equitable participation. Science, Technology, & Human Values, 9(3), 3-7.
8. Cameron, Susan Wilson. (1978). Women faculty in academia: Sponsorship, informal networks, and scholarly success. Unpublished dissertation, University of Michigan.
9. Catalyst. (1992). Women in engineering: An untapped resource. New York: Author.
10. Chubin, Daryl. (1974). Sociological manpower and womanpower: Sex differences in career patterns of two cohorts of American doctorate scientists. The American Sociologist, 9,83-92.
11. Cole, Jonathan. (1979). Fair science: Women in the scientific community. New York: Free Press.
12. Cole, Jonathan, & Cole, Stephen. (1973). Social statification in science. Chicago: University of Chicago Press.
13. Cole, Jonathan, & Zuckerman, Harriet (1984). The productivity puzzle: Persistence and change in patterns of publication among men and women scientists. In P. Machr & M.W. Steinkamp (Eds.), Women in science. Greenwich, CT:JAI.
14. Cole, Jonathan, & Zuckerman, Harriet (1987). Marriage, motherhood, and research performance in science. Scientific American, 255(2), 119-125.
15. Deaux, K., & Emswiller, T. (1974). Explanations of successful performance in sex-linked tasks. Journal of Personality and Social Psychology, 22,80-85.
16. Feldt, Barbara. (1986). The faculty cohort study: School of medicine. Ann Arbor, MI: Office of Affirmative Action.
17. Ferber, Marianne, & Kordick, Betty. (1978). Sex differentials in the earnings of Ph.D.s. Industrial and Labor Relations Review, 31,227-238.
18. Fidell, L.S. (1975). Empirical verification of sex discrimination in hiring practices in psychology. In R.K. Unger & F.L. Denmark (Eds.), Woman: Dependent or independent variable? New York: Psychological Dimensions.
19. Fox, Mary Frank. (1981). Sex, salary, and achiebement: Reward - dualism in academia. Sociology of Education, 54, 71-84.
20. Fox, Mary Frank. (1991). Gender, environmental milieu, and productivity in science. In H. Zuckerman, J. Cole, & J. Bruer (Eds.), The outer circle: Women in the scientific community. New York: Norton.
21. Fox, Mary Frank, & Hesse-Biber, Sharlene. (1984). Women at work. Palo Alto, CA: Mayfield.
22. Garvey, William D. (1979). Communication. The essence of science-facilitating information exchange among librarians, scientists, engineers and students. Oxford: Pergamon.
23. Gaston, Jerry. (1978). The reward system in British and American science. New York: Wiley.
24. Gibbons, Ann. (1992, March 13). Key issue: Tenure, Science, 255, 1386.
25. Haberfeld, Yitchak, & Ssenhav, Yehouda. (1990). Are women and blacke closing the gap? Salary discrimination in America science during the 1970s and 1980s. Industrial and Labor Relations Review, 44, 68-82.
26. Heffner, Alan. (1980). Authorship recognition of subordinates in collaborative research. Social Studies of Science, 9, 377-384.
27. Kashet, Eva, Robbins, Mary Louise, Lieve, Loretta, & Huang, Alice. (1974, February). Status of women microbiologists. Science, pp.488-494.
28. Long, J. Scott. (1987). Discussion: Problems and prospects for research on sex differences. In L. Dix (Ed.), Women: Their underrepresentation and career differentials in science and engineering. Washington, DC: National Academy Press.
29. Long, J. Scott. (1992, September). Measures of sex differences in scientific productivity. Social Forces, pp. 159-178.
30. Long, J. Scott, & McGinnis, Robert. (1985). The effects of the menter on the academic career. Scientometrics, 7, 255-280.
31. Lotka, A.J.(1926). The frequency distribution of scientific productivity. Journal of the Washington Academy of Sciences, 26, 317.
32. Mackie, Marlene. (1977). Professional women's collegial relations and productivity. Sociology and Social Research, 61, 277-293.
33. Marwell, Gerald, Rosenfedl, Rachel, & Spilerman, Seymour. (1979, September 21). Geographic constraints on women's careers in academia. Science, 205, 1225-1231.
34. Merton, Robert K. (1973c). The Mathew effect in science. In The sociology of science. Chigago: University of Chicago Press.
35. Mullins, Nicholas C. (1973). Science: Some sociological perspectives. Indianapolis: Bobbs-Merrill.
36. National Research Council, Committee on the Education and Employment of Women in Science and Engineering. (1979). Climbing the academic ladder: Doctoral women scientists in academe. Washington, DC:National Academy Press.
37. National Research Council, Committee on the Education and Employment of Women in Science and Engineering. (1983). Climbing the academic ladder: An update on the status od doctoral women scientists and engineers. Washington, DC:National Academy Press.
38. Nieva, Veronica, & Gutek, Barbara. (1980). Sex differences in evaluation. Academy of Managements Review, 5, 267-276.
39. O' Connor, J.G. (1969). Growth of multiple authorship. DRTC Seminar, 7, 463-483.
40. Pheterson, G.T., Kiesler, S.B., & Goldberg, P.A. (1971). Evaluation of the performance of women as a function of their sex, achievement, and personal history. Journal of Personality and Social Psychology, 19, 110-114.
41. Presser, Stanley. (1980). Collaboration and the quality of research. Social Studies of Science, 10, 95-101.
42. Reskin, Barbara. 91976). Sex differences in status attainment in science: The case of post-doctoral fellowships. American Sociological Review, 41, 597-612.
43. Reskin, Barbara. (1977). Scientific productivity and the reward structure of science. American Sociological Review, 42, 491-504.
44. Reskin, Barbara, & Roos, Patricia. (1990). Job queues, gender queues. Philadelphia: Temple University Press.
45. Rosen, B., & Jerdee, T.H. (1974). Influence of sex-role stereotypes on personnel decisions. Journal of Applied Psycology, 59, 9-14.
46. Rossiter, Margaret. 91982). Women scientists in America: Struggles and strategies to 1940. Baltimore, MD: Johns Hopkins University Press.
47. Smelser, Neil, & Content, R. (1980). The changing academic market: General trends and a Berkeley case study. Berkeley: University of California Press.
48. Sonnert, Gerhart. (1990, August). Careers of women and men postdoctoral fellows in the sciences. Paper presented at meetings of the American Sociological Association.
49. Spiegel-Rosing, Ina S., & Price, Derek de Solla. (1977). Science, technology and society: A cross-disciplinary perspective. London: Sage.
50. Storer, Norman. (1973). The sociology of science. Chicago: University of Chicago Press.
51. Tuckman, Howard. (1976). Publication, teaching, and the academic reward structure. Lexington, MA:Lexington.
52. Tuckman, Howard, & Hagemann, R. (1976). An analysis of the reward structure in two disciplines. Journal of Higher Education, 47, 447-464.
53. Vetter, Betty M. (1981). Women scientists ane engineers: Trends in participation. Science, 214, 1313-1321.
54. Zuckerman, Harriet. (1977b). Scientific elite: Nobel laureates in the United States. New York: Free Press.
55. Zuckerman, Harriet. (1987). Persistence and change in the careers of men and women scientists and engineers. In L. Dix (Ed.,), Women: Their underrepresentation and career differentials in science and engineering. Washington, DC: National Academic Press.
56. Zuckerman, Harriet, & Cole, Jonathan. (1975). Women in American science. Minerva, 13, 82-102.
57. Zuckerman, Harriet, Cole, Jonathan, & Bruer, John. (1991). The outer circle: Women in the scientific community. New York: Norton.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου