Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ




ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Michel Callon

΄΄ Πρέπει να εξηγήσουμε γιατί η επιστήμη - το πιο σίγουρο παράδειγμα ορθής γνώσης- προοδεύει, όπως προοδεύει και πρέπει πρώτα να ανακαλύψουμε πως στην πραγματικότητα προοδεύει΄΄ (Kuhn, 1970, σελ. 20). Πολλές απαντήσεις έχουν δοθεί σ’ αυτές τις δύο ερωτήσεις. Επιλέγοντας να οργανώσω το κεφάλαιο σε τέσσερα διαφορετικά μοντέλα επιστημονικής εξέλιξης, έχω επίτηδες προσπαθήσει να δώσω έμφαση στον συνολικό χαρακτήρα της εργασίας σε επιστημονικές μελέτες. Ο στόχος μου είναι η αποφυγή των επαναληπτικών και αμφισβητήσιμων βημάτων που συμβαίνουν παίρνοντας μερικά συγκεκριμένα βιβλία γραμμένα από μεγάλους συγγραφείς -το κανόνι της επιστημονικής μελέτης- ως σημείο έναρξης. Για να είμαστε σίγουροι, ο οποιοσδήποτε τρόπος παρουσίασης των απόψεων έχει τα μειονεκτήματά του. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις που έχουν οδηγήσει τον κλάδο, όπως έχει αναπτυχθεί, δεν μπορούν να εστιαστούν. Παρόλα αυτά , η θεωρητική διάρθρωση των διαφωνιών και των επιλογών έχει γίνει καθαρότερη, όπως και το γεγονός ότι οι αναλυτές πάντα προσπαθούν , πάνω σε μια σειρά διαφορετικών διαστάσεων. Έτσι είναι αδύνατο να δοθεί ορισμός, για παράδειγμα, της φύσης της επιστημονικής δραστηριότητας, χωρίς ταυτόχρονα να προταθεί μια συγκεκριμένη μετάφραση της συνολικής δυναμικής της εξέλιξης και να εδραιωθεί η ταυτότητα των όσων έχουν αναμιχθεί. Ακόμα και η πιο φιλοσοφική εργασία υπαινίσσεται μια σύλληψη κοινωνικής οργάνωσης της επιστήμης και παράλληλα η καθαρή κοινωνιολογική ανάλυση υποθέτει απόψεις της φύσης της επιστημονικής γνώσης.

Επιπρόσθετα, η προσέγγισή μου, επικεντρώνει την προσοχή, στη συνολική συνοχή, του τι μπορεί να φαίνεται ότι είναι μία διαφορετική προσέγγιση στο STS. Τελικά φαίνεται ότι όταν μια απόφαση έχει παρθεί, για τον χαρακτήρα των επιστημονικών αποτελεσμάτων, μερικές συνέπειες για την περιγραφή των ιδρυμάτων και της δυναμικής της επιστήμης, αναγκαστικά ακολουθούν. Παρόλο, που είναι αλήθεια ότι οι συγγραφείς πολλές φορές ξεφεύγουν από την λογική ενός συγκεκριμένου μοντέλου, συνδέοντας πολλά μαζί, η χρήση των μοντέλων αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο συγγραφείς διαφορετικών σχολών και αρχών, πολλές φορές μοιράζονται ένα κοινό πλαίσιο υποθέσεων.

Έχω διαχωρίσει τέσσερα μοντέλα, καθένα από τα οποία δίνει έμφαση σε ένα κεντρικό θέμα. Το πρώτο είναι αυτό της επιστήμης ως λογικής γνώσης , όπου ο σκοπός είναι η προβολή της διαφοροποίησης της επιστήμης από άλλες μορφές γνώσης. Το δεύτερο είναι αυτό της επιστήμης ως ανταγωνιστικής επιχείρησης, όπου το βασικό ενδιαφέρον είναι οι οργανωτικές μορφές που παίρνει η επιστήμη. Το τρίτο είναι το κοινωνικό - πολιτισμικό μοντέλο και συγκεκριμένα τις πρακτικές και τις ικανότητες που συνεπάγονται. Το τέταρτο μοντέλο είναι , αυτό της εκτεταμένης ερμηνείας που προσπαθεί να δείξει τον τρόπο με τον οποίο η δύναμη των επιστημονικών δηλώσεων παράγεται και ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο ο χώρος διακίνησης αυτών των δηλώσεων δημιουργείται.

Κάθε μοντέλο χαρακτηρίζεται από τις απαντήσεις σε έξι ερωτήσεις, που καθορίζουν τις κοινωνικές και αντιληπτικές διαστάσεις της επιστημονικής εξέλιξης παρόλο που η λίστα των ερωτήσεων μπορεί να θεωρηθεί διασκορπισμένη, από μια πρακτική άποψη , το πλάνο δείχνει να λειτουργεί. Οι ερωτήσεις είναι οι εξής:

Από τι αποτελείται η επιστημονική παραγωγή;

Ποιοί είναι οι δράστες και ποια πλεονεκτήματα έχουν;


Πως μπορεί να ορίσει κάποιος την υπογραμμισμένη δυναμική της επιστημονικής εξέλιξης;

Πως επιτυγχάνεται η συμφωνία;

Ποιες μορφές κοινωνικής οργάνωσης (εσωτερικής , εξωτερικής ) είναι υποθετικές;

Πως μπορούν οι συνολικές δυναμικές της επιστήμης να περιγραφούν;


ΜΟΝΤΕΛΟ 1: Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΑΝ ΛΟΓΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

Αυτό το μοντέλο προσπαθεί να ξεκαθαρίσει την διαφοροποίηση της επιστήμης από άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Εστιάζει την επιστημονική άποψη και εξερευνά τους συνδέσμους που εδραιώνει αυτή, με την πραγματικότητα με την οποία μιλάει.

Η Φύση της Επιστημονικής Παραγωγής

Το αποτέλεσμα της ερευνητικής δραστηριότητας, αποτελείται από δηλώσεις και δίκτυα δηλώσεων. Η ταξινόμηση αυτών των δηλώσεων και ο χαρακτηρισμός αυτών των σχέσεων είναι ένα κεντρικό θέμα. Η πιο κοινή ταξινόμηση είναι αυτή που αντιτίθεται, με παρατηρητικές δηλώσεις ( ή εμπειρικές ) και θεωρητικές. Αυτή η διαφοροποίηση καταλογίζεται για την διπλή διάσταση της επιστήμης: πειράματα και συγκέντρωση πληροφοριών και ακόμη εικασιών και γενικοτήτων.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις παρακάτω προτάσεις:

1.Κάθε ηλεκτρόνιο τοποθετημένο σε ένα ηλεκτρικό πεδίο δέχεται μια δύναμη ανάλογη με το φορτίο του.

2. Στο κύκλωμα Γ το οποίο βρίσκεται σ’ αυτό το εργαστήριο, η ένταση του ρεύματος είναι 50 αμπέρ.

3.Η βελόνα του αμπερομέτρου, το οποίο είναι τοποθετημένο στο κύκλωμα Γ, δείχνει τον αριθμό 100.

Αυτές οι τρεις δηλώσεις είναι ανεξάρτητες και το λεξιλόγιό τους είναι διαφορετικό σε κάθε περίπτωση. Στην δήλωση 1, οι οντότητες που αναφέρονται δεν είναι ευθέως αναγνωρίσιμες από ανθρώπινα όντα, με μέσα μόνο τις πέντε αισθήσεις -ποτέ κανείς δεν έχει δει ηλεκτρόνιο , πόσο μάλλον όταν αυτό βρίσκεται σε ένα ηλεκτρικό πεδίο – αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτές οι υποθέσεις, λέγεται ότι είναι αφηρημένες. Στη δεύτερη δήλωση , η πηγή είναι παρομοίως μη συγκεκριμένη, παρόλα αυτά μερικές οντότητες – για παράδειγμα, ‘το κύκλωμα Γ’ ή ‘σε αυτό το εργαστήριο’- είναι ευθέως αναγνωρίσιμη. Είναι η τρίτη δήλωση με την οποία μπαίνουμε στη σφαίρα των αισθήσεων . Ο αριθμός 100 μπορεί να παρατηρηθεί , όπως μπορεί και το αμπερόμετρο αυτό καθ΄αυτό. Το γεγονός ότι η βελόνα δείχνει τον αριθμό 100 μπορεί να συμφωνηθεί μόνο μετά από μια οπτική επίβλεψη.

Πως μπορεί κάποιος να πάει από την έκθεση 1 στην τελευταία; Η υπόθεση της ερμηνείας μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ώστε να περιγράψει αυτές τις κινήσεις (μιλώντας απόλυτα πρέπει να αποκαλείται ‘περιορισμένη ερμηνεία’, έτσι ώστε να διατηρηθεί η διαφορά μεταξύ αυτής και της εκτεταμένης υπόθεσης της ερμηνείας στο Μοντέλο 4. Οι μεταφράσεις που επιτρέπουν τις προτάσεις 1,2 και 3 να συνδεθούν δεν είναι προφανείς. Αρκετά μέσα για την δημιουργία αυτών των ερμηνειών έχουν προταθεί, και όλες παίρνουν την μορφή ενός περίπου αφηρημένου υπολογισμού : για παράδειγμα, κανόνες αντιστοιχίας, συγχρονισμένοι ορισμοί, λεξικά ή εξήγηση ενός μεταφραστικού συστήματος. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι γενικά αναγνωρισμένο ότι δεν είναι δυνατή η μετακίνηση από την μία μορφή δήλωσης σε άλλη μέσω της λογικής και μόνο (Grunbaum & Salmon, 1988). Οποιαδήποτε συγκεκριμένη στρατηγική οδηγεί στη δημιουργία μιας τρίτης οικογένειας δηλώσεων, που συνδέουν όρους από παρατηρητικές και θεωρητικές δηλώσεις μαζί και έτσι δρουν σαν χειριστές ερμηνειών.

Με τον πολλαπλασιασμό των ενδιάμεσων δηλώσεων, ο διαχωρισμός μεταξύ των θεωρητικών και παρατηρήσιμων δηλώσεων δεν είναι καθαρός. Μια πρώτη θέση η οποία μπορεί να οριοθετηθεί ως ‘ελαχιστοποιητής’ είναι να ελαχιστοποιήσει την απόσταση μεταξύ των δύο τύπων των δηλώσεων. Καλύπτει δύο ακραίους τύπους : (α) θεωρητικές προτάσεις εξάγονται από παρατηρητέες δηλώσεις (ποζιτιβισμός και λογικός εμπειρισμός). Ένα τέτοιο δόγμα μπορεί να κινητοποιηθεί για να προσφέρει ένα κριτήριο εγκυρότητας ( η λεγόμενη επαγωγική θεωρία ) ή για να εδραιώσει οροθετικά κριτήρια μεταξύ των δηλώσεων που έχουν νόημα και αυτών που δεν έχουν; (β) Παρατηρησιακές δηλώσεις παίρνουν μορφή από θεωρητικούς αναλογισμούς χωρίς τους οποίους δεν έχουν νόημα: Αυτή είναι η λεγόμενη άκαρπη θεωρία των παρατηρήσεων.

Μια δεύτερη θέση είναι να εδραιωθούν οι ιεραρχικές συνδέσεις μεταξύ θεωρητικών και παρατηρησιακών προτάσεων. Έτσι, αν και υπάρχουν σχέσεις στην πρώτη περίπτωση , υποτίθεται ότι οι διαφορετικές κατηγορίες δηλώσεων είναι σχετικά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι δυνατόν να δοκιμαστούν οι εμπειρικές προβλέψεις που έχουν εξαχθεί από θεωρητικές προτάσεις ή να αποφασιστεί αν μια θεωρία εξηγεί ένα σύνολο παρατηρήσεων καλύτερα από μια άλλη.

Σ’ αυτό το μοντέλο, η παραγωγή γνώσης μειώνεται στην παραγωγή δηλώσεων, μεταξύ των οποίων μπορούν να εδραιωθούν σχέσεις ερμηνείας . Η ερμηνεία περιορίζεται στο γλωσσικό της νόημα – η ερμηνεία δεν συνιστά έξοδο από το σύνολο των δηλώσεων. Αυτό εξηγεί την φυσική τάση προς τα φιλοσοφικά και οντολογικά ερωτήματα. Πως μπορεί κανείς να αποφύγει την ανάπτυξη του τι ‘αντιπροσωπεύεται’ από τις προτάσεις και την ουσία που κάνουν έργο;

Δράστες

Οι σχετικοί δράστες είναι ουσιαστικά οι ερευνητές , αλλά ο ρόλος τους έχει μειωθεί στο ρόλο για τις πλήρεις εκθέσεις. Ειδικευμένοι τεχνικοί , που διαδίδουν την γνώση , κατασκευαστές οργάνων, διδάσκαλοι, κομμάτια από πειραματικές συσκευές είναι ολοκληρωτικά απόντες. Η κοινωνία είναι αραιωμένη , μειωμένη στην απλότητα της έκφρασής της. Μια επίπτωση αυτής της διεργασίας ξεκαθαρίσματος είναι μια ιδιότητα διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων σε όσους (σπάνιους ) δράστες εμπλέκονται. Όσο πιο στενά το γκρουπ έχει περιγραφεί , τόσο το καθήκον το οποίο έχει εμπιστευθεί σ’ αυτούς που ξεχώρισαν, είναι περίπλοκο.

Οι ικανότητες που πρέπει να αποκτηθούν έχουν σχέση με τις αισθήσεις και με την ψυχή. Η επιστήμων πρέπει να είναι ικανή να εκφράζει προτάσεις που ολοκληρώνουν τις παρατηρήσεις της. Επομένως εξαρτάται από τις πέντε αισθήσεις της και ειδικά την όραση (η παρατήρηση πάντα αναφέρεται). Η επιστήμων πρέπει να είναι πάντα ικανή να φαντάζεται προτάσεις που δεν συνδέονται απ’ευθείας με την παρατήρηση παρουσιάζοντας ερμηνείες μεταξύ τους . Η ικανότητά της να παράγει μεταφορές και αναλογίες , τονίζεται από συγγραφείς όπως o Holton (1973; Hesse, 1974) . Άλλοι επιμένουν στην αισθητική ευαισθησία. Κάποιες θεωρίες ή η λογική μας έλκουν με την απλότητά τους , την κομψότητά τους, ή την ομορφιά τους.

Σ’ αυτές τις ψυχικές ικανότητες προστίθεται αυτό που όλοι θα λέγαμε η λογική ευαισθησία. Η ιδέα της λογικής δραστηριότητας εξαρτάται από την ικανότητα να πάρει κάποιος δικαιολογημένες αποφάσεις . Οι κανόνες για μια τέλεια δικαιολόγιση έχουν περιγραφεί με πολλούς διαφορετικούς και πράγματι συγκρουόμενους τρόπους. Μπορεί να έχουν να κάνουν με την υπόσχεση μιας δοσμένης θεωρίας , της γενικότητά της , της ευρωστίας της , το εύρος στο οποίο καλύπτει τα πειραματικά δεδομένα, την ικανότητά της να αντιστέκεται σε σκληρή δοκιμασία , ή την απλότητά της. Παρόλα αυτά, τέτοιες κρίσεις δεν είναι άσχετες, αλλά εξαρτώνται από υπάρχουσες θεωρίες και προτάσεις. Μιλώντας για αυτήν την απόκτηση της αντικειμενικής γνώσης – η γνώση που διανέμεται σε βιβλία , άρθρα, βιβλιοθήκες και μνήμες υπολογιστών-ο Popper (1972) μιλάει για έναν ‘τρίτο κόσμο’. Κάποιος θα μπορούσε να πει, για να παραφράσουμε τον Boltanski και τον Thevenot (1991), ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα του επιστήμονα βρίσκεται στην ικανότητα του να δικαιολογεί γιατί μια πρόταση πρέπει να προτιμάται από μια άλλη σε κάποιες συγκεκριμένες περιστάσεις .

Σ’ αυτό το μοντέλο η επιστήμων είναι ένα τερατώδες ον , ένα ον δηλαδή, το οποίο συνδυάζει ένα εύρος διαφορετικών ικανοτήτων , που φυσικά πιστεύεται ότι κατανέμεται σε διαφορετικά μέλη της κοινωνίας.

Υπογεγραμμένη Δυναμική

Γιατί η επιστήμη προχωρά; Ή για να το εκφράσουμε με όρους του μοντέλου, γιατί οι επιστήμονες ακούραστα προσθέτουν νέες προτάσεις στις υπάρχουσες και γιατί τις μεταμορφώνουν , τις αλλάζουν και τις ακυρώνουν;

Πρώτον, η κρίσιμη και συνεχίζουσα εργασία πάνω στις προτάσεις, υποθέτει ότι ο επιστήμων είναι προικισμένος με μια πλήρη ηθική δέσμευση . Δεν είναι αυτό τόσο πολύ για να την κρατήσει από τον πειρασμό της απάτης, καθώς η συζήτηση ανάμεσα σε ειδικούς είναι ικανή να εξαλείψει την απάτη –η τιμιότητα έρχεται σαν αποτέλεσμα της αμοιβαίας ανάλυσης. Αντίθετα, είναι για να την ενθαρρύνει να παράγει ακόμα περισσότερες προτάσεις τις οποίες πρέπει να είναι προετοιμασμένη να δοκιμάσει και πιθανόν να εγκαταλείψει. Η επιστήμων ξεχνιέται, από την μια μεριά πρέπει να φτιάξει και να παράγει έναν αυξανόμενο αριθμό προτάσεων, αλλά από την άλλη πρέπει να τις υποβάλει στην ανελέητη δέσμευση της επιλογής.

Δεύτερον, στοιχεία μιας απάντησης μπορούν να βρεθούν στο ίδρυμα της επιστήμης. Εκεί είναι, όπου η συμπληρωματικότητα αυτού του μοντέλου με το μοντέλο 2 της επιστήμης σαν ανταγωνιστική επιχείρηση είναι προφανής. Το σύστημα της ανταμοιβής της επιστήμης είναι σημαντικό, επειδή ακόμα και η επιστήμη με την πιο οξεία ηθική αίσθηση δεν θα πασχίσει να παράγει καινούργιες προτάσεις , χωρίς την ενθάρρυνση. Επιστημονικά ινστιτούτα δρουν για να δρομολογήσουν την δύναμη που οδηγεί τους επιστήμονες – είτε είναι πάθος για αλήθεια , το πάθος για συμμετοχή σε μια συγκεντρωτική επιχείρηση γνώσης, η επιθυμία να ελένξει την φύση , ή την χωρίς έλεος αναζήτηση για να λύσει προβλήματα ή αντιθέσεις. Η επιστήμων δεν είναι άλλο παρά ένας τελεστής μέσω του οποίου προτάσεις φέρονται στην ύπαρξη και αντιμετωπίζουν η μία την άλλη. Το μοντέλο φέρει σε ισχύ ένα είδος Δαρβινισμού, το οποίο επεκτείνεται στις προτάσεις.

Συμφωνία

Στο μοντέλο , η συμφωνία καλύπτει προτάσεις όλων των ειδών-για παράδειγμα, θεωρητικές ή παρατηρησιακές – και επίσης τις κατασκευές και τους διακανονισμούς που προκαλούν.

Η συμφωνία είναι αυτή που πρώτα εξηγείται από το γεγονός ότι οι δράστες μοιράζονται παρόμοιες ικανότητες. Είναι ικανοί να συμφωνήσουν σε αυστηρές παρατηρησιακές προτάσεις όπως αυτή - το νήμα σπάει ή η καμπύλη έχει μέγιστο (το οποίο φυσικά , εννοεί υπάρχουσα συμφωνία στο τι είναι νήμα ή μέγιστο). Επίσης, είναι ικανοί να συμπεραίνουν (η λογική αντίφαση είναι ολοφάνερη σε όλους), ικανοί να ξεκαθαρίσουν το εύρος στο οποίο οι προτάσεις είναι γενικές και/ή να πάρουν αποφάσεις βασισμένες στο τι προς το παρόν ,θεωρείται καλός λόγος.

Πέρα από τις μοιρασμένες ικανότητες, το τι παίζει ουσιαστικό ρόλο στην δημιουργία μιας συμφωνίας είναι η ύπαρξη ενός πεδίου συζήτησης, όπου οι προτάσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν. Έτσι εμείς βρίσκουμε έναν άλλο τρόπο να ορίσουμε την λογική δραστηριότητα που χρονολογείται, τουλάχιστον από τα αρχαία ελληνικά χρόνια .O Vernavt (1990) υποστηρίζει ότι η επιστήμη είναι η συνέχιση της πολιτικής συζήτησης σε διαφορετικό πεδίο-η μεταφορά της από την κοινωνία στον κόσμο. Οι αιτίες αναδύονται εκεί όπου εμφανίζονται επιχειρήματα. Και επειδή εστιάζεται στις προτάσεις, το μοντέλο 1 φέρεται πολύ σοβαρά στην ύπαρξη του χώρου της συζήτησης, στον οποίο οι προτάσεις εκφράζονται και δοκιμάζουν την δύναμή τους. Ο διάλογος ανάμεσα στους επιστήμονες λαμβάνει χώρα στην καθομιλουμένη, στα περιοδικά, ή πιο ανεπίσημα ανάμεσα στους συναδέλφους στον εργαστηριακό πάγκο πριν την δημοσίευση ή την παρουσίαση. Επίσης , παίρνει έναν, όχι και τόσο προφανή, τύπο εσωτερικού διαλόγου, όταν η επιστήμων αναλογίζεται με τον εαυτό της να αντιμετωπίσει αντιρρήσεις και να προσποιηθεί πιθανό διάλογο. Αλλά , αυτή η αυτοεπιβαλλόμενη αυστηρότητα είναι παρόμοια με ότι επιβάλλεται από τους συναδέλφους της – ή με αυτή που επιβάλλει με την σειρά της σ’αυτούς. Ο προσωπικός και ο δημόσιος χώρος ,ή οι τυπικές σχέσεις και οι μη τυπικές δεν αντιτάσσονται το ένα με το άλλο. Aν πράγματι υπάρχει ένα όριο, είναι αυτό ανάμεσα στα λάθη , που κρατούν οι επιστήμονες για τον εαυτό τους ,ή για τους πιο κοντινούς συναδέρφους τους και έτσι μπορούν να διορθωθούν χωρίς ζημιά, και αυτά που μπορούν μόνο να γίνουν παραδεκτά από το χαμένο μέρος της αξιοπιστίας ενός. Αυτό είναι περισσότερο , μία ερώτηση φήμης , παρά μια διαφορά μεταξύ του τύπου ενός επιχειρήματος και ενός διαλόγου.

Αλλά, παίρνοντας το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήσαμε νωρίτερα, πως γίνεται οι ερμηνείες που αλλάζουν τις παρατηρησιακές προτάσεις σε θεωρητικές (και αντίστροφα) κάνοντάς τις εύρωστες αρκετά για να σταθούν σε μια συζήτηση; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σ’αυτές τις ερωτήσεις. Μερικές έχουν να κάνουν με τις δοκιμές και την σημασία τους. Για να γίνουν πειστικές και για να υπερκαλύψουν την υποκειμενικότητα μιας πρότασης η ισχύ της οποίας εξαρτάται από τους πειραματικούς ελέγχους και την κρίση των συναδέλφων , που μπορούν να επαληθεύσουν ότι οι δοκιμές είναι νοηματικά και λογικά ερμηνευμένα. Άλλοι προτείνουν ότι οι θεωρητικές προτάσεις πρέπει να είναι υποθετικά αληθινές σε σχέση με τον κόσμο. Η προσαρμογή μαζί με την εμπειρία, η οποία είναι πάντα προβληματική, είναι λιγότερο σημαντική από, για παράδειγμα, την ικανότητα να φτιάχνονται επαληθευμένες προβλέψεις. Ακόμη , κάποιοι έχουν υιοθετήσει μια ρεαλιστική άποψη: η ευρωστία μιας ερμηνείας είναι μετρήσιμη εφαρμόζοντας κριτήρια ή κανόνες που έχουν αναπτυχθεί κατά το πέρασμα των αιώνων. Παραδείγματα τέτοιων προτύπων συμπεριλαμβάνουν την επέκταση, στην οποία μια δήλωση είναι γενική, την οικονομία των οντοτήτων που αυτή κινητοποιεί , την ικανότητά της να αντιστέκεται στις δοκιμές που της επιβάλλονται και την γονιμότητά της να οδηγείται σε απροσδόκητες αιτήσεις. Τελικά , κάποιοι αναλογίζονται κριτήρια καθώς οι ανόθευτες συνθήκες πείθουν μόνο εκείνους οι οποίοι είναι ήδη δεσμευμένοι σ’αυτούς.

Οτιδήποτε υιοθετήθηκε από την λύση, η ύπαρξη συγκεκριμένων και μοιρασμένων προτύπων είναι αποδεκτή, παρόλο που αυτές είναι υποθετικές ή κατηγορηματικές ή αιτιολογημένες συνθήκες.

Κοινωνικός οργανισμός

Αυτό το μοντέλο επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στον κοινωνικό οργανισμό της επιστημονικής δουλειάς. Το παράδοξο είναι ότι όσο περισσότερο κάποιος επιμένει στην αντιληπτική και πολύλογη διάσταση της γνώσης, τόσο περισσότερο αυξάνει τις απαιτήσεις στον κοινωνικό οργανισμό. Αυτοί οι οποίοι κάνουν δηλώσεις, μπορούν μόνο να αναλάβουν την εργασία τους- αυτή της συζήτησης της δοκιμής, του πειραματισμού, της συλλογής, της παραποίησης κ.λ.π.- αν αυτοί προστατεύονται από την κοινωνία ως ολότητα και από επιμέρους ιδρύματα.

Χωρίς το δημόσιο χώρο της ελεύθερης συζήτησης η επιστήμη εκφυλίζεται σε πίστη σφραγισμένη από υποκειμενικότητα. Η επιστήμη είναι συνώνυμη με τη δημοκρατία ή για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Popper (1945), μία ανοικτή κοινωνία. Σε μια ανοικτή κοινωνία οι θεσμοί είναι οι αναθεωρημένες δημιουργίες της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο κριτικός νους δεν γνωρίζει όρια - Θεούς, καίσαρες, ή δημαγωγούς. Η ερωτηματολογία μόνιμα ανανεώνεται, καμιά δήλωση των υπολοίπων δεν είναι ικανοποιητική. Το άτομο είναι προνομιούχο επειδή αυτή και παρουσιάζει και κρίνει την καινοτομία. Υπάρχει ένα ανάλογο ενδιαφέρον στη γραφή του Habermas (1987) με την επιστήμη σε ένα χώρο για δημόσια συζήτηση και επικοινωνία.

Αλλά δεν είναι αρκετό ότι η επιστήμη πρέπει να βυθιστεί σε μια ανοικτή κοινωνία, οι ισχυροί θεσμοί που εγγυώνται την στρωτή λειτουργικότητα της κριτικής συζήτησης, είναι επίσης υποχρεωτικοί. Ότι θα ειπωθεί στην παρουσίαση του Μοντέλου 2 εφαρμόζεται εδώ χωρίς περιορισμούς με σεβασμό στον κοινωνικό οργανισμό, το Μοντέλο 2 μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα φυσικό συμπλήρωμα του Μοντέλου 1.

Δυναμικές του Συνόλου

Η ανάπτυξη της επιστήμης εκφράζεται με τον πολλαπλασιασμό των δηλώσεων που είναι αποτελέσματα μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Ένας σιωπηλός άνθρωπος, αντιμέτωπος από μία εξίσου σιωπηλή φύση, ούτε μπορεί να συγκεντρώσει προτάσεις, ούτε παράγει αναθεωρημένη γνώση. Έτσι μία επιστήμων δεν διαβάζει απλά το μεγάλο βιβλίο της φύσης, το μεταγράφει μεταφράζοντάς το σε προτάσεις γραμμένες σε γλωσσολογικά σχηματισμένη σύνοψη. Το σημαντικό καθήκον της επιστημονικής γνώσης είναι το να βάζει το σύμπαν σε λέξεις. Έτσι η επιστήμη αναπτύσσεται σε έναν τύπο ενός διπλού διαλόγου, πρώτον μεταξύ επιστημόνων και φύσης (παρατηρημένες προτάσεις και θεωρητικές προτάσεις ) και δεύτερον μεταξύ των ίδιων των επιστημόνων. Αυτοί οι δύο διάλογοι είναι αλληλοεξαρτώμενοι. Παίρνουν τον τύπο ενός τριγώνου στο οποίο ένας από τους πρωταγωνιστές (φύση) αρκείται να απαντήσει με ένα κρυφό τρόπο στις ερωτήσεις που τίθονται. Όπως σε κάθε σύγκρουση, οι αντιθέσεις και η μη κατανόηση αναπτύσσονται συχνά. Ποιο ακριβώς είναι το μήνυμα της φύσης; Πως πρέπει να συλλαμβάνονται τα πειράματα και πώς να μεταφράζονται τα αποτελέσματα; Ποιες θεωρητικές προτάσεις μπορούν να μπουν μπροστά; Τι εξηγούν; Αυτά τα κενά και οι αποκλίσεις επανακινούν τον μηχανισμό της γνώσης.

Όπως μία εικόνα κατ΄ ανάγκη υποθέτει την ιδέα, αν όχι από την πορεία, τουλάχιστον από την πρόοδο. Υπάρχουν προτάσεις, πάντα περισσότερες προτάσεις που κρατά η φύση τόσο κοντά όσο το δυνατόν και το χειρίζεται με ακόμη περισσότερο δύσκολες και ακριβείς ερωτήσεις. Έτσι η έρευνα δεν έχει τέλος και ακόμη συνεχίζεται! Η πραγματικότητα της φύσης ισχυρίζεται και οι παραγόμενες προτάσεις βλέπονται σαν αυξανόμενη θεωρητική προσέγγιση ή καλύτερα πειραματική περιγραφή. Ή εναλλακτικά, κάποιος μπορεί να μην εκφράσει καμία γνώμη για αυτήν την πραγματικότητα και απλά να συγκεντρωθεί στην ατελή παραγωγή περισσοτέρων σθεναρών ή αξιόπιστων προτάσεων. Παρόλο που οι προτάσεις που παράγονται τείνουν προς την αλήθεια, σχετίζονται μαζί με τους πάντα αυξανόμενους αριθμούς των εμπειρικών παρατηρήσεων ή αυξάνει την ικανότητά μας να ελέγχουμε και να χειριζόμαστε τον κόσμο. Η τραγική ομορφιά του μοντέλου 1 είναι ότι υπάρχουν επιστήμονες και επιστήμονες μόνοι που έχουν να διαλέξουν ποιες προτάσεις να διατηρήσουν και ποιες να διώξουν.

ΜΟΝΤΕΛΟ 2 : ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις αυτού του Μοντέλου αλλά όλες μοιράζονται τις δύο θεμελιώδεις αρχές: (α) η επιστήμη παράγει θεωρητικές προτάσεις των οποίων η ισχύ εξαρτάται από την υλοποίηση των κατάλληλων μεθόδων, (β) η αξιολόγηση της γνώσης- μια αξιολόγηση που οδηγεί στην πιστοποίησή τους- είναι το αποτέλεσμα από την πρόοδο του συναγωνισμού ή πιο γενικά από μια προσπάθεια συνήθως περιγραφόμενη με κατηγορίες δανειζόμενες από την οικονομία ή την κοινωνικοβιολογία.

Η Φύση της Επιστημονικής Παραγωγής

Σε αυτό το μοντέλο δεν έχει ειπωθεί τίποτα σχετικά με το περιεχόμενο επιστημονικής εργασίας . Απλά έχει υποτεθεί ότι η έρευνα που η επιστήμη αναπτύσσει σε γνώση που υποβάλλεται στην κρίση των συναδέλφων. Η γνώση γενικά μεταφέρεται σε έναν τύπο από εκδόσεις που διασπείρονται χωρίς κάποιον συγκεκριμένο περιορισμό.

Αυτές οι εκδόσεις είναι κατ΄ αρχήν νοητές στους ειδικούς του χώρου. Κάποιος μπορεί να κάνει χρήση της ιδέας των πληροφοριών για να μιλήσει από το περιεχόμενό τους. Αυτή η γνώση της πληροφορίας χαρακτηρίζεται από την καινοτομία της, την αυθεντικότητά της ή ίσως τον βαθμό της γενικότητάς της. Μία εκτίμηση της χρησιμότητάς της όπως γίνεται αντιληπτή από άλλους επιστήμονες ή μη είναι επίσης πιθανή. Αυτό το μοντέλο δεν αποκλείει την ύπαρξη σιωπηρών ικανοτήτων, αλλά αυτό αναφέρεται, χωρίς να αποδεικνύεται, ότι είναι ένα ειδικό στοιχείο.

Δράστες

Για αυτό το μοντέλο, οι δράστες στην παραγωγή της επιστημονικής γνώσης είναι η έρευνα των ίδιων των επιστημόνων. Μία διάκριση γίνεται μεταξύ του κόσμου των επιστημόνων (ειδικών) και αυτή ενός μη σχετικού προσώπου. Οι τεχνικοί μειώθηκαν στον ρόλο του οργάνου στο ίδιο επίπεδο όπως σε ένα πειραματικό μηχάνημα. Η επιστήμη είναι πρώτον και κυριότερο μία πνευματική περιπέτεια και η πρακτική της και οι τεχνικές διαστάσεις εκλείπουν.

Οι επιστημονικοί ερευνητές είναι κοινωνικές υπάρξεις των οποίων οι ατομικές ικανότητες δεν ορίζονται ή αναλύονται έτσι απλά. Η συναδελφικότητά τους σε μία πειθαρχία ή η ιδιαιτερότητα καθορίζει τις προσπάθειές τους και τις φιλοδοξίες, μαζί με τις θεωρητικές και πειραματικές επιλογές τους. Παρόλα αυτά η λογική της επιστημονικής δραστηριότητας επέρχεται από την αλληλεπίδραση μεταξύ των επιστημόνων και ιδιαίτερα από τον συναγωνισμό τους, όχι από κάποια ειδικά εσωτερική προδιάθεση που τους διαχωρίζει από τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα.

Οι κινητοποιήσεις πίσω από την δράση των επιστημόνων δεν είναι η μοναχικότητά τους. Ποικίλες προτάσεις έχουν γίνει από διαφορετικούς δημιουργούς. Ο Merton (1973b) επιμένει στον ρόλο των κανόνων που καθορίζουν αποδεκτά την συμπεριφορά και στα βραβευμένα συστήματα που ιδρυματοποιούν την παραγωγή της γνώσης. Ο Bourdie (1975a) βλέπει τους επιστήμονες σαν μεσίτες οδηγούμενους από τις συνήθειές τους που αναπτύσσουν στρατηγικές θέσεις στο χώρο δομημένες από την συμπλοκή των διαφορετικών στρατηγιών. Ο Hagstrom (1966) σκέπτεται τους επιστήμονες σαν να πασχίζουν να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των συναδέλφων τους .

Οι επιστήμονες παρόλ΄ αυτά έχουν έναν διπλό ρόλο. Αυτό μοιάζει με αυστηρό Δαρβινισμό στον οποίο αυτοί είναι κριτές και αντίδικοι μαζί. Κάθε ερευνητής κρίνει τους συναδέλφους (είναι η γνώση καινούργια και εύρωστη; Είναι η πληροφορία χρήσιμη;) αλλά κρίνονται όμοια από αυτούς με τον ίδιο τρόπο.

Υπογεγραμμένη Δυναμική

Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι μηχανισμοί γι΄ αυτήν την οργανωμένη και συλλογική έρευνα για γνώση; Γιατί οι επιστήμονες οδηγούνται στο να παράγουν όλο και περισσότερη γνώση;

Οι απαντήσεις που παρέχονται από αυτό το μοντέλο σκιαγραφούν την έμπνευσή τους από διαφορετικές εκδόσεις της οικονομικής θεωρίας. Κάποιος μπορεί πρώτα, όπως ο Hagstrom, να σκεφτεί μια οικονομική συναλλαγή. Η επιστήμων η οποία εκτιμάται θετικά από τους συναδέλφους της λαμβάνει αναγνώριση και αυτοί σε ανταπόδοση δείχνουν εμπιστοσύνη σε αυτή. Αυτό είναι ένα δώρο στην οικονομία.

Το Μοντέλο μπορεί να είναι αυτό μιας νεοκλασικής οικονομίας. Εδώ η επιστήμη συγκρίνεται με έναν επιχειρηματία. Το προϊόν που προσφέρει στους συναδέλφους της είναι γνώση, η οποία τελευταία εκτιμάται σαν μια συνάρτηση από την χρησιμότητά της και την ποιότητά της. Αυτή η εκτίμηση μετράται στον τύπο των συμβολικών βραβείων ( βλέπε ενότητα ‘κοινωνικός οργανισμός’). Κάθε επιστήμονας υποτίθεται ότι μεγιστοποιεί το προσωπικό της κέρδος, που είναι η αναγνώριση που της δίνεται. Μια κλιμάκωση του συναγωνισμού είναι έτσι δημιουργημένη η οποία όπως στην νεοκλασική αγορά βάζει σε κανάλια ατομικά πάθη και εγωιστικά ενδιαφέροντα σε συλλογική, λογική και ηθική επιχείρηση (Ben-David 1991, J. Cole, 1973, Hull,1988, Merton, 1973b).

Ή το Μοντέλο μπορεί να είναι μιας καπιταλιστικής οικονομίας όπως περιγράφεται από τους Μαρξιστές. Οι επιστήμονες δεν ενδιαφέρονται τόσο στην αναγνώριση όσο στην πιθανότητα να αποκτήσουν ακόμη περισσότερο από αυτή- το αντικείμενο είναι μια από την συγκέντρωση ή την κυκλοφορία. Εδώ κάποιος συναντά την εργασία του Bordieu (1975a) και τις πρώτες αναλύσεις του Latour (Latour & Woolgar, 1979). Οι ερευνητές δεν έχουν επιλογή, αν θέλουν να επιβιώσουν μεταξύ των συναδέλφων τους πρέπει να συσσωρεύσουν πιστώσεις ή αξιοπιστία που απαρτίζεται από το κεφάλαιό τους. Χωρίς κεφάλαιο δεν μπορούν να αποκτήσουν υποστήριξη για νέα προγράμματα. Από την άλλη μεριά όσο περισσότερο κεφάλαιο έχουν τόσο περισσότερο αυτοί είναι ικανοί να τελειώσουν την έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν να αυξήσουν το αρχικό χάρισμά τους. Οι επιστήμονες είναι έτσι πεπεισμένοι στην λογική της επιτυχίας.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της οικονομικής μεταφοράς είναι ότι οι ψυχολογικές κινητοποιήσεις ή οι προσπάθειες των επιστημόνων δεν είναι σημαντικές. Ο συναγωνισμός καθορίζει την ατομική συμπεριφορά. Έτσι αυτή είναι επιστήμη χωρίς γνωστό αντικείμενο, μια προοπτική αγαπητή στους φιλόσοφους τόσο διαφορετικούς όσο ο Popper (1972) και ο Althusser (1974). Το γεγονός ότι κάποιοι δημιουργοί παρουσιάζουν μια Δαρβινική μεταφορά ενώ άλλοι είναι δεσμευμένοι σε ένα γυμνό οικονομικά, κάνει μη βασική την διαφορά στην μετάφραση που προτείνεται εδώ.

Συμφωνία

Σε αυτό το Μοντέλο η παραγωγή της συμφωνίας υπαινίσσεται τι μπορεί να ονομασθεί ελεύθερη συζήτηση ανάμεσα σε επιστήμονες. Η επιστήμη έχει συλληφθεί με μία διπλή κίνηση ανοίγματος και κλεισίματος συζητήσεως. Το άνοιγμα εγγυάται ότι όλες οι απόψεις μπορούν να γίνουν ακουστές, και το κλείσιμο της συζήτησης δηλώνει ότι το να έρθεις σε συμφωνία είναι ο αντικειμενικός σκοπός που έχει ανατεθεί σε αυτές τις συζητήσεις.

Το άνοιγμα της συζήτησης δεν θα πρέπει να προχωρήσει πέρα από την επιστημονική κοινότητα. Σ΄ αυτό το μοντέλο ερευνητές μονοπωλούν την συζήτηση και η όποια παρεμβολή από έξω είναι μία δυνατή πηγή αναταραχής. Δεν αποκλείονται όλες οι συναλλαγές με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Εξωτερικές απαιτήσεις μπορούν να σχηματισθούν, και προκαταλήψεις και πεποιθήσεις μπορούν να αναρτηθούν για την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας . Το Μοντέλο για παράδειγμα, ΄΄ανέχεται΄΄ την ιδέα ότι οι κατασκευαστές βιομηχανιών ή πολιτικών αποφάσεων κάνουν ερωτήσεις και κατευθύνουν προγράμματα (Merton, 1938/1970). Επίσης παραδέχεται ότι μεταφυσικές ανησυχίες και φιλοσοφικές πεποιθήσεις κινητοποιούν τους ερευνητές. Έτσι ο Freudenthal (1986) ένωσε τους φυσικούς με την πολιτική φιλοσοφία του Hobbe. Ακόμα τέτοιες επιρροές δεν (ή δεν θα έπρεπε) πηγαίνουν κατευθείαν στην ΄΄καρδιά΄΄ της επιστημονικής δραστηριότητας. Συνεισφέρουν στο να σχηματίζουν προβλήματα ή να τοποθετούνται με ιεραρχία. Γι΄ αυτόν τον λόγο παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο να δημιουργούν τις προσυνθήκες για επιστημονική συμφωνία. Αυτή η συμφωνία, για να ολοκληρωθεί πρέπει επίσης να σχετισθεί με τα τεχνικά θέματα τα οποία μένουν απρόσβλητα από εξωγενής επιρροές. Η συμφωνία δεν μπορεί επομένως να είναι αποφασιστική από θέσεις ισχύος ή από διαφωνίες των αρχών. Υπάρχει ένας αμείωτος εσωτερικός πυρήνας, που είναι η υπευθυνότητα της επιστημονικής κοινότητας. Ο επιστήμονας μπορεί να πεισθεί μόνο από δηλώσεις, όπου σε τελευταία ανάλυση σχεδιάζουν την μέθοδο για την δύναμή τους. Αυτή που μετράει ως μία αποδεκτή μέθοδος μπορεί να ποικίλει στον χρόνο, αλλά θεωρείται ως δεδομένη κατά την διάρκεια οποιασδήποτε δεδομένης περιόδου.

Κοινωνικός Οργανισμός

Ο οργανισμός είναι μία από τις κεντρικές μεταβλητές του Μοντέλου. Πράγματι, η βιωσιμότητα του επιστημονικού επιχειρήματος επαφίεται στον οργανισμό που διαχωρίζει αυστηρώς τον εσωτερικό από τον εξωτερικό.

Εσωτερικός Οργανισμός

Το παρορμητικό σύστημα παίζει ένα ζωτικό ρόλο, στο να κατευθύνει τους επιστήμονες να παράγουν γνώση. Είναι βασισμένο σε έναν διπλό μηχανισμό. ΄΄Ανακαλύψεις΄΄ (ή ευρέως ΄΄συνεισφορές΄΄) είναι επιβεβαιωμένες και αποδίδονται σε συγκεκριμένους επιστήμονες, που έχουν ανταμειφθεί σύμφωνα με την ποιότητα των συνεισφορών.

Σ΄ αυτό το Μοντέλο, αυτό που μετράει ως ανακάλυψη, είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πορείας. Στην ακατάπαυστη ροή της επιστημονικής παραγωγής, πως κάποιος αναγνωρίσιμες ενότητες γνώσης που είναι πάνω-κάτω ανεξάρτητες μεταξύ τους; και πως κάποιος αποφασίζει για την προέλευση της κάθε μίας από αυτές τις στοιχειώδεις συνεισφορές; δεν υπάρχει πουθενά παγκοσμίως απάντηση. Η απεικόνιση των συνεισφορών όπως επίσης και η κατηγορία τους (Gaston, 1973, Merton, 1973b) συχνά προσφέρει έγερση σε αντιθέσεις και στην επανεκτίμηση (Brannigan, 1981, Woolgar, 1976).

H αναγνώριση των ανακαλύψεων και των ΄΄συγγραφέων΄΄ τους, δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί χωρίς υλικά τεχνάσματα και κανόνες που κωδικοποιούν την διατύπωση της γνώσης και την μεταβίβασής της. Έτσι το επιστημονικό άρθρο στην τωρινή του μορφή το κάνει πιθανό το να διαχωρίσουμε ένα κομμάτι πληροφορίας ακριβώς, για να οργανώσουμε την διασπορά της, για να αναγνωρίσουμε τους συγγραφείς που την παρήγαγαν, για να ορίσουμε ημερομηνία στις συνεισφορές τους, και για να αναφέρουμε τι έχει δανειστεί από άλλους συγγραφείς με την βοήθεια των εισαγωγικών και των περικοπών. (D.J. S. Price, 1967).

Η λειτουργικότητα αυτού του συστήματος ανταμοιβής εξαρτάται στην αναγνώριση και στο χαρακτηριστικό γνώρισμα των συνεισφορών. Η σημασία τους, η ποιότητά τους, και η γνησιότητά τους είναι όλα υπολογίσιμα ταυτόχρονα. Και οι πιθανοί τύποι ανταμοιβής ποικίλουν, έτσι ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν στην υποτιθέμενη σημασία της συνεισφοράς. Προαγωγή, βραβεία που ποικίλουν από τα πιο ταπεινά μέχρι σε αυτά με το μεγαλύτερο γόητρο, εκλογή σε ακαδημία, και επωνυμία (το να δοθεί το όνομα του επιστήμονα σε ένα αποτέλεσμα που έχει αποδοθεί σε αυτόν, όπως στην περίπτωση του νόμου του Ohm). Οι ερευνητές- οι δράστες της επιστημονικής ανάπτυξης- έτσι ενθαρρύνονται να συνεισφέρουν στην πρόοδο της γνώσης.

Το Μοντέλο προτείνει ότι αυτές οι ανταμοιβές είναι συμβολικές σε χαρακτήρα. Η εκτίμηση δεν σχετίζεται άμεσα με το πιθανό οικονομικό κέρδος. Η επιστήμη είναι κοινό καλό. Δηλώσεις όπως ΄΄η δομή του DNA είναι ένας διπλός έλικας΄΄ είναι μη ανταγωνιστικές και μη οικιοποιήσιμες . ότι ο κύριος Jones επιστρατεύει τις δηλώσεις για τις δικές του δραστηριότητες, δεν ελαττώνει την χρησιμότητα του για τον κύριο Brown και δεν εμποδίζει τον τελευταίο από το να κάνει το ίδιο πράγμα. Έτσι με αυτά τα δημόσια αγαθά οι μηχανισμοί της αγοράς δεν λειτουργούν αποδοτικά. Και γι΄αυτό συμβατικά οικονομικά κίνητρα (τιμώντας τα αγαθά της αγοράς) αντικαθιστώνται από ένα άλλο σύστημα ανταμοιβής- αυτό που σπρώχνει τους ερευνητές να παράγουν την γνώση που κάνουν κοινή. Έτσι η έκδοση κάνει ικανές συνεισφορές (ανακαλύψεις) ώστε να αναγνωρίζονται και να αποδίδονται, αλλά επίσης εξασφαλίζει ότι αυτά τα κοινά αγαθά είναι διάσπαρτα- το οποίο εξηγεί γιατί η έκδοση θεωρείται ως ο θεμέλιος λίθος της επιστήμης.

Ένα ακόμα ουσιώδες θέμα είναι η διατήρηση της ελεύθερης προσχώρησης στην συζήτηση. Ο κοινωνικός οργανισμός πρέπει να ενθαρρύνει τους επιστήμονες να παράγουν γνώση αλλά πρέπει επίσης να ευνοεί ανοιχτές συζητήσεις. Σεμινάρια, φράσεις καθομιλουμένης, ή το δικαίωμα του να απαντάς στον τύπο (δημοσιογράφους). Αυτό εξασφαλίζει το ότι ο κάθε επιστήμονας που επιθυμεί να συμμετάσχει, είναι ικανός να το κάνει. Η ελεύθερη προσχώρηση, είναι μία βασική αρχή που επιγράφεται στους κανόνες της επιστήμης και στους σχετικούς της τύπους.

Το Μοντέλο τονίζει τον ρόλο των ατόμων (οι ερευνητές). Μέχρι σήμερα η επιστημονική δραστηριότητα είναι όλο και πιο πολύ θέμα ομαδικής εργασίας. Οπότε, πως εξηγείται η εμφάνιση συγκεντρωμένων μερών έρευνας, όπως στα εργαστήρια; Και ποιος είναι ο ρόλος τους; σε αυτό το Μοντέλο, η ερώτηση είναι τόσο προβληματική όσο ήταν η ύπαρξη των εμπορικών οίκων στα οικονομικά (Coose, 1973). Ακόμα και αν κάποιοι συγγραφείς εξετάζουν τις οργανωτικές δομές, κατορθώματα και στρατηγικές των εργαστηρίων (Whitley, 1984), σε αυτό το Μοντέλο, το εργαστήριο είναι μία ανωμαλία. Η ύπαρξή του μπορεί απλά να φανεί ως μία συνέπεια τεχνικών αναγκών: η διαχείριση μεγάλης κλίμακας εξοπλισμού ή πειραματική εργασία, η οποία εξαρτάται στον χωρισμό της εργασίας σε ασφαλείς οικονομίες της κλίμακας.

Σχέσεις με το Περιβάλλον

Το Μοντέλο 2, εξερευνά την σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και το περιβάλλον της, και το κάνει θέτοντας ένα καθαρό όριο ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Όταν αυτό το όριο ξεπεραστεί οι κανόνες της επιστήμης, τα κίνητρα, και οι τύποι των βοηθημάτων διακόπτονται. Η ιδέα ενός επιστημονικού ιδρύματος, με τους δικούς του στόχους, αξίες, και επιστημονικούς κανόνες (Merton, 1973b), μαζί με την ιδέα ενός επιστημονικού πεδίου (Bourdieu, 1975a), σημειώνουν την ύπαρξη την ύπαρξη του εδάφους. Πολυάριθμες ιστορικές αναλύσεις έχουν δείξει, ότι αυτό το κοινωνικό κενό, διευθύνεται από τους δικούς του νόμους, έχει γίνει αυτόνομο, και πως ο ρόλος των επαγγελματιών επιστημόνων έχει βαθμηδόν εμφανιστεί και έχει παγιωθεί (Ben-David, 1971).

H ύπαρξη αυτονομίας δεν αποκλείει την ανταλλαγή και την επιρροή από τον έξω κόσμο. Για παράδειγμα, ο Bourdieu καταλαμβάνεται από δύο αγορές: μία περιορισμένη αγορά, περιορισμένη στους ειδικούς, όπου επιστημονικές θεωρίες θέτονται υπό συζήτηση , και μία γενική αγορά που μεταβιβάζει τα προϊόντα, έτσι σταθεροποιείται, στους εξωτερικούς δράστες που ενδιαφέρονται γι΄ αυτά- εμπορικοί οίκοι, κρατικά πρακτορεία, και το εκπαιδευτικό σύστημα (Bourdieu, 1971). Ανάμεσα στις δύο αγορές υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου. Η αξία ενός προϊόντος (μία θεωρία) στην εξωτερική αγορά, εξαρτάται κατά μέρος στην αξία που της έχει δοθεί από την εσωτερική αγορά (και αντιστρόφως). Πάλι οι David, Mowery, και Steimueller (1982), υιοθετώντας την άποψη των οικονομολόγων, μελετούν την επιστήμη για να παράγουν ακατάλληλες πληροφορίες που ξαναχρησιμοποιούνται από οικονομικούς πράκτορες. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους, παράγουν τις ειδικές (και κατάλληλες) πληροφορίες που χρειάζονται, με έναν πιο προβλέψιμο και λιγότερου κόστους τρόπο. Και πάλι ακόμα ο A. Rip (1988), προτείνει μία γενίκευση των κύκλων της αξιοπιστίας παρουσιάζοντας την ΄΄ικανότητα αποθέματος΄΄ των σχεδίων έρευνας, ενώνοντας την λογική της επιστημονικής ανάπτυξης με αυτή των πολιτικο-οικονομικών δραστών.

Η δυαδικότητα των οργανικών τύπων, είναι κρίσιμη σε αυτό το Μοντέλο. Το σύνορο μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού, είναι ουσιαστικό για την επιστήμη και προστατεύει τον πυρήνα της, που ακόμα είναι επαρκώς διαπερατός για να μεταβιβάσει τις επιρροές που τρέφουν την επιστήμη και επιβεβαιώνουν την κοινωνική της χρησιμότητα. Οι οργανισμοί που γεφυρώνουν την επιστήμη με το περιβάλλον της (βιομηχανικά κέντρα ερευνών και κοινωνικά πρακτορεία που ενθαρρύνουν την έρευνα) παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στο να κατευθύνουν αυτές τις συναλλαγές σε έναν σωστό δρόμο (Barnes, 1971, Cotgrove & Box, 1970, Kornhauser, 1962, Marcson, 1960).

Δυναμικές του Συνόλου

Αυτό το Μοντέλο στηρίζεται σε μία κανονική πορεία αύξησης, έναντι σε αυτό που είναι πιθανό να εξηγήσει ιστορικά ΄΄ατυχήματα΄΄ και στην μείωση αποτελεσμάτων. Αυτή η αύξηση εξηγείται από το γεγονός ότι η επιστημονική εργασία σε αυτές τις περιοχές έρευνας, όπου τα αναμενόμενα συμβολικά κέρδη δείχνουν να είναι μεγαλύτερα, επειδή τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται θεωρούνται σημαντικά και που υπάρχουν ακόμα πολλές περιοχές άγνοιας. Επομένως, όλα όσα περιθάλπουν κινητικότητα, ευνοούν την συνολική αύξηση, ενώ οτιδήποτε την εμποδίζει, τείνει να μειώσει την παραγωγικότητα της επιστήμης (Ben-David, 1971, 1991, Mulkay, 1972). Εάν η ελεύθερη συζήτηση παρεμποδιστεί, εάν το παρορμητικό σύστημα πάθει βλάβη, και αν οι θέσεις του μονοπωλίου αρχίσουν να υπάρχουν, τότε η παραγωγικότητα ίσως να μειωθεί. Εδώ συναντά κάποιος πάλι διαφωνίες, που είναι σχεδόν κοντά σε αυτές που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση της οικονομικής αύξησης.

Επιπλέον, εάν η κοινωνία δεν μπορεί να εγγυηθεί τα σύνορα, και αν δεν μπορεί να υποστηρίξει τον εσωτερικό οργανισμό της επιστήμης και τους κανόνες του, τότε η έρευνα ως σύνολο θα καταρρεύσει, όπως όταν οι Ναζί συνηγόρησαν σε μία ρατσιστική και εθνικιστική επιστήμη ή όταν η Σοβιετική Κομμουνιστική παράταξη απέρριψε την γεννεσιολογία των Μενδελίων. Έτσι το Μοντέλο, προχωράει πέρα από απλές μελέτες παραγωγής. Η επιστήμη παράγει γνώση, αλλά ο θεσμός που υποστηρίζει έχει μία ουσιώδη λειτουργία, αυτή του να κάνει δυνατή τη λογική γνώση να αναπτυχθεί. Όταν οι δυναμικές της επιστήμης εμποδίζονται, ο λόγος είναι επιτηδευμένος.

ΜΟΝΤΕΛΟ 3: Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ

Αυτό το Μοντέλο λεει ότι η επιστήμη δεν διαφέρει πραγματικά από άλλες δραστηριότητες και οι βεβαιότητες την οδηγούν στο να μην απολαμβάνει κανενός ειδικού προνομίου- μία διαφωνία βασισμένη στο γεγονός ότι η επιστήμη είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία απλή μετάφραση των εκθέσεων. Το τρίτο Μοντέλο, προτείνει ότι η επιστήμη πρέπει να θεωρείται ως μία εξάσκηση, της οποίας τα μορφωτικά και κοινωνικά συστατικά είναι τόσο σημαντικά όσο οι περιορισμοί που εμφανίζονται από την σειρά ομιλίας.

Φύση της Επιστημονικής Παραγωγής

Το Μοντέλο 1 ήταν ικανοποιητικό στο να περιορίσει την έρευνά του σε θέσεις και αποθέτοντας ότι αυτές ήταν ξεκάθαρες, οι σημασίες τους επαφίονταν απλά στο σύστημα των δηλώσεων. Τώρα όσο οι πρακτικοί της γλώσσας μας έχουν διδάξει, μία δήλωση δεν έχει καθόλου σημασία χωρίς συναφή έκφραση. Το Μοντέλο 3, ενστερνίζεται αυτή τη θέση και δίνει έμφαση στην σημασία μη υποθετικών στοιχείων (σιωπηρές ικανότητες) στην παραγωγή της γνώσης.

Η συνεισφορά των συγγραφέων όπως του Kuhn (1962), και του Wittgenstien (1953) είναι ουσιαστική. Οι αντιλήψεις των κανόνων και πως μπορούν να ακολουθούνται, τα παιχνίδια της γλώσσας, τύποι ζωής, και μάθηση από παραδείγματα, υπογραμμίζουν την σημασία της σιωπηρής γνώσης- μία αντίληψη που αναπτύχθηκε από τον Polanyi (1958) για να εξηγήσει την μεταφορά από μη κωδικοποιημένες πληροφορίες. Βέβαιη γνώση- για παράδειγμα, γνώση συνδεδεμένη με την λειτουργικότητα των οργάνων ή ερμηνεία των δεδομένων υποστηριζόμενη από τα όργανα- δεν μπορεί να εκφρασθεί σε τύπο συγκεκριμένων δηλώσεων. Σε αυτήν την άποψη η επιστήμη είναι μία περιπέτεια που στηρίζεται σε τοπική ειδική γνώση, σε ειδικά κόλπα του εμπορίου, και σε κανόνες που εύκολα μπορούν να μετατεθούν. Επίσημες δηλώσεις μπορούν να διαδοθούν και να γίνουν κατανοητές, μόνο εάν το οργανικό τους περιβάλλον και η γνώση ενσωματωμένη σε ανθρώπινες υπάρξεις είναι τα ίδια. Αυτό το θέμα αναπτύχθηκε έξοχα από συγγραφείς όπως ο Fleck (1935) και αργότερα ο J. Ravetz (1971): ΄΄ Σε κάθε μία από τις μορφές της, η επιστημονική έρευνα είναι μία πανούργα δραστηριότητα, εξαρτημένη από έναν κορμό γνώσης ο οποίος είναι ανεπίσημος και κατά μέρος σιωπηρός΄΄ (σελ. 103).O Collins εμπλούτισε αυτή τη διαφωνία αξιοσημείωτα με αρκετές μελέτες. Για παράδειγμα, στην μελέτη του για την κατασκευή του ΤΕΑ λέιζερ, έδειξε ότι το σκόρπισμα της γνώσης δεν μπορούσε να μειωθεί σε τίποτε άλλο από μεταβίβαση των πληροφοριών: ΄΄Το μείζων θέμα είναι ότι η μεταβίβαση των ικανοτήτων δεν έγινε μέσω των γραμμένων λέξεων΄΄ (H. Collins, 1974). O Collins έτσι, διαχώρισε τα αλγοριθμικά και τα επιμορφωτικά μοντέλα. Πρώτα, η επιστήμη συνίσταται στην παραγωγή κωδικοποιημένων διαυγών πληροφοριών. Τελευταία, οι σιωπηρές ικανότητες και η μάθηση είναι σημαντικά- μία επιστημονική δήλωση είναι πάντα μη διαυγής, η σημασία της ελαττώνεται όχι από το τι δηλώνει ούτε από το τι λέγεται από το σύστημα των δηλώσεων στο οποίο ανήκει. Η διάκριση μεταξύ των αλγοριθμικών και επιμορφωτικών μοντέλων, γίνεται ουσιώδης όταν η αμφισβήτηση του πανομοιότυπου των πειραμάτων λαμβάνεται υπ΄ όψην. Η αναπαραγωγή ενός πειράματος πάντα υπονοεί κοντινή αλληλεπίδραση μεταξύ επιστημόνων και πειραματικών διευθετήσεων. Μία ολόκληρη κουλτούρα μεταδίδεται με αυτή την ειδική γνώση, αυτούς τους τρόπους του να βλέπεις και να εξηγείς, αυτές τις παρατηρητικές εκθέσεις. Όπως λεει ο Collins (1974): ΄΄Μόνο αυτοί οι επιστήμονες που περνούν κάποιο χρόνο στο εργαστήριο όπου η επιτυχία έχει επιτευχθεί, αποδεικνύουν ικανότητα κτισίματος της δικής τους έκδοσης του λέιζερ΄΄. Η βεβαίωση του επιμορφωτικού Μοντέλου, έχει μία γενική ενοχή. Αυτές οι ασκήσεις συσσωματωμένες στα ανθρώπινα όντα (που χειρίζονται και εξηγούν) εμπλέκονται με πειραματικά εξαρτήματα, πρωτόκολλα και παρατηρητικές ή θεωρητικές εκθέσεις. Για να αποσπάσουμε εκθέσεις από το σύνολο και για να τις μετατρέψουμε σε προνομιούχο αντικείμενο της επιστημονικής παραγωγής, θα πρέπει να τις βγάλουμε από το νόημά τους και να τις απαλλάξουμε από την σημασία τους.

Δράστες

Οι δράστες που αναμειγνύονται στις δυναμικές της ανάπτυξης επιστημονικής γνώσης δεν περιορίζονται σε πειραματιστές και θεωρητικούς. Σε ένα άκρως υπαινικτικό άρθρο, οι Collins και Pinch (1979) παρουσίασαν μία διάκριση μεταξύ στο τι ονομάζουν εκλεγμένους και τους ενδεχομένους τύπους συζητήσεως. Δείχνουν πως ομάδες έξω από την επιστημονική κοινότητα μπορούν να κινητοποιηθούν για την παραγωγή γνώσης. Η λίστα αυτών των ομάδων στηρίζεται σε ειδικές καταστάσεις έπειτα από μελέτη: οι κατασκευαστές και οι διανομείς, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα πρακτορεία της πολιτείας, εμπορικοί οίκοι με τους δικούς τους μηχανικούς, ή ακόμα εξωτερικές ομάδες πίεσης (φιλόσοφοι, ηθολογικές επιτροπές και άλλοι)- καθένας ή όλοι αυτοί μπορούν να συμμετέχουν. Το όριο ανάμεσα στους εξωτερικούς και εσωτερικούς κυμαίνεται και είναι μεταβιβάσιμο. Αλλά αναλυτικά σημαντικό είναι να εξερευνήσουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους εξαναγκάζει, απαιτεί και ενδιαφέρει έξω από τον κύκλο των ερευνητών, που επηρεάζουν την επιστημονική γνώση. Σε μία υποδειγματική εργασία που αφιερώθηκε στην Μεγάλη Δεβονιακή Αμφισβήτηση στην γεωλογία, ο Rudwick (1985), ακολουθεί τους διαφορετικούς δράστες που ενδιαφέρθηκαν άμεσα ή έμμεσα στην συζήτηση κατά τα 1830, σχετικά με την ύπαρξη ενός γεωλογικού στρώματος (το Διβόνιο). Δίνει πραγματική βαθύτητα σε όλους αυτούς τους χαρακτήρες, επαναδιορίζοντας το δικτυωτό των σχέσεων και τοποθετώντας τους σε μία ειδική πλαισιοεργασία της περιόδου. Η εργασία του Wise (Wise & Smith, 1988) για τον λόρδο Kelvin, του Schaffer (1991) για τους αστρονόμους, του Mackkenzie (1981) στην εμφάνιση των στατιστικών, και του Pestre (1990) στον Neel είναι άλλα παραδείγματα τέτοιων αναλύσεων.

Πρέπει να δοθεί επίσης προσοχή σε αυτούς που εργάζονται σε αργαστήρια. Στα Μοντέλα 1 και 2, οι τεχνικοί είναι παρόντες παντού, αλλά με την μορφή διάφανων σκιών. Κάνουν πειράματα, συλλέγουν δείγματα, και καθορίζουν καταμετρήσεις. Ακόμα η εργασία τους δεν έχει καμία επιρροή στην ευχαρίστηση της γνώσης και έχουν τις ίδιες θέσεις όπως τα όργανα. Τα κοινωνικομορφωτικά μοντέλα διορθώνουν αυτήν την παράληψη. Ακριβώς όπως δίνει έμφαση στην πειραματική εργασία, παρομοίως φέρνει στο προσκήνιο αυτούς που κάνουν τα πειράματα και ετοιμάζουν τα δείγματα. Ο Shapin (1989) σε ένα πολύ διδακτικό άρθρο, και επιτυχώς συνεισφέρει σε αυτήν την επανόρθωση. Η Κ.Knorr (Knorr Cetina, κατά τον τύπο) τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο των Ph.D. σπουδαστών στην εργαστηριακή ζωή.

Για να είμαστε σίγουροι, οι ερευνητές δεν ξεχάστηκαν. Οι ικανότητές τους έχουν διαφοροποιηθεί και περικλείουν την ικανότητα όχι μόνο να διατυπώνουν και να εξηγούν κωδικοποιημένες εκθέσεις και αλγόριθμους αλλά επίσης να επεξεργάζονται και να ελέγχουν σιωπηρές εμπειρίες ή τους κανόνες της τέχνης. Οι ερευνητές (οι τεχνικοί πρέπει να συμπεριληφθούν σε αυτήν την κατηγορία) χειρίζονται, αποκρυπτογραφούν, επιθεωρούν, επιδιορθώνουν, εξηγούν, και αιτιολογούν (Knorr, 1981, Latour & Woolgar, 1979, Lynch, 1985a). Είναι επιπλέον ικανοί στο να μαθαίνουν και να αποστηθίζουν. Η αντίληψη του να μαθαίνουν, παρόλο κεντρική σε αυτό το Μοντέλο, έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος αφεθεί ανεξέταστη. Αρκετές διαφορετικές προσεγγίσεις του να μαθαίνεις, υπάρχουν στην λογοτεχνία. Ο Bayesian, αναλύει επιμένοντας στον πιθανό χαρακτήρα της γνώσης και στον ρόλο των πειραμάτων, στο να κάνει δυνατές ή να μεταμορφώσει υποκειμενικές πιθανότητες (Hesse, 1974), άλλοι αναφέρονται στις θεωρίες του Piagetian ή σε αυτές της τεχνητής νοημοσύνης (Mey, 1982) ή στην ψυχολογία του Gestalt (Kulu, 1962). Αυτό προσφέρει ένα ευρύ πεδίο για έρευνα. Οποιαδήποτε θεωρητική στάση υιοθετήθηκε, οι υπογραμμισμένες υποθέσεις είναι ξεκάθαρες. Η ικανότητα για μάθηση από τους δράστες, τους κληροδοτεί και με το ιστορικό βάθος (εγγυούνται μία βέβαιη συνέχιση της γνώσης) και ένα (μόνιμο) προσόν για εφεύρεση, αυτό είναι για τον επαναπροσδιορισμό ρουτινών και κανόνων για συντονισμό της πράξης, η οποία δίνει την δυνατότητα σε κάποιον να καταλάβει γιατί η επιστήμη δεν περιορίζεται σε επανάληψη.

Η έμφαση που δόθηκε σε κρυφές ικανότητες και σε μηχανισμούς μαθήσεως, οδηγεί στην κοινωνική ομάδα. Η αλληλεπίδραση αναπτύσσεται μόνο μέσα από την πλαισιοεργασία μίας μοιρασμένης κουλτούρας και η επιστημονική δραστηριότητα δεν αποτελεί εξαίρεση. Αυτή η υπόθεση έχει την πηγή της στην ιδέα ενός παραδείγματος που προτάθηκε από τον Κuhn, ο οποίος αναφέρεται από την μία πλευρά στην ομάδα και από την άλλη στην επιστημονική ικανότητα και παραγωγή κάθε ενός από τα μέλη της. Για τον Collins είναι ο πυρήνας, ορίζει ότι είναι ο βασικός δράστης, υπεύθυνος για την παραγωγή και μεταφορά της γνώσης. Κατατάσσει μέσα σε ομάδες μαζί ερευνητές που μοιράζονται τα ίδια προβλήματα και μόρφωση. Ο Collins αναφέρεται επίσης στον Granovetter (1973) για να δείξει ότι η εισβολή ενός ερευνητή είναι μεγαλύτερη εάν γίνει σε ασυνήθιστες ή μη τυπικές κοινωνικές σχέσεις (βλέπε Mulkay, 1972). O Schaffer (1991) υιοθετεί μία ανάλογη άποψη: ΄΄Ο συντονισμός ανάμεσα σε αυτά τα δύο δίκτυα εργασίας ήταν κρίσιμος, διότι απέδειξε ότι οι παρατηρητικοί διευθυντές και πειραματικοί αστρονόμοι, μπορούν συγκεντρωτικά να επεκτείνουν τον έλεγχο πέρα από τα σύνορα των ουράνιων μηχανικών΄΄(σελ.6). Οι κοινωνικές ομάδες είναι δομημένες όπως τα κοινωνικά δίκτυα εργασίας- μπορούν να γίνουν πιο πυκνές, να έρθουν πιο κοντά στους εαυτούς τους, να κομματιαστούν ή να συγχωνευθούν. (Crane, 1972, Mullins, 1972). Οι δυναμικές αυτών των δικτύων εργασίας εξαρτώνται από τις στρατηγικές των σχέσεων που αναπτύσσονται από τα μέλη τους, και κάθε μεταβολή του δικτύου εργασίας υπονοεί μία μορφωτική μεταβολή. Παρατείνοντας το πεδίο ανάλυσης, αναλύοντας όλες τις κοινωνικές ομάδες που μεσολαβούν στην εξέλιξη της δημιουργίας της γνώσης (οι ΄΄εκλογείς΄΄ του συμφέροντος), οι υπερασπιστές του Μοντέλου 3 δίνουν στην περιγραφή μία διακριτική κοινωνική γεύση, χωρίς να το βυθίζουν σε μειωτικό. Για πρώτη φορά, η κοινωνιολογία χειρίζεται τα περιεχόμενά της επιστήμης με τον ίδιο βαθμό βάθους και με την ίδια ανησυχία για λεπτομέρεια, όπως οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα.

Υποστηρίζοντας την Δυναμική

Για να εκλάβουμε τις δυναμικές ως επιστημονική δραστηριότητα, δεν χρειάζεται να εφεύρουμε νέες κοινωνιολογικές εξηγήσεις. Ο Berns (1977) μας παρέχει την σαφέστερη και πιο συστηματική παρουσίαση αυτής της άποψης. Εμπνευσμένος από την Μαρξιστική παράδοση, από την οποία μπορούμε επίσης να βρούμε δείγματα στην εργασία του Habermas, αυτός γράφει:΄΄ Η γνώση αναπτύσσεται υπό την παρόρμηση δύο μεγάλων ενδιαφερόντων- ένα φανερό ενδιαφέρον για την πρόβλεψη, χειρισμό και έλεγχο, ένα φανερό ενδιαφέρον για την λογίκευση και την πειθώ΄΄΄(Barnes, 1977, σελ. 38). Έτσι, στην κρανιολογική αντίθεση που μελετήθηκε από τον Shapun (1979), βρίσκουμε ένα μείγμα κοινωνικοπολιτικών και αντιληπτών ενδιαφερόντων. Η προσπάθεια για να κάνει σαφή την πιθανή ύπαρξη των μετωπικών κόλπων, είναι πολύ περισσότερο για να σημειώσει τις λεπτομέρειες στην ταξική πάλη στο Εδιμβούργο, από όσο το να μην μάθουν τίποτα για τον εγκέφαλο. Αυτές οι δύο οικογένειες ενδιαφερόντων, απατούνται σε όλες τις κοινωνίες. Εάν κάποιες βέβαιες όπως η δική μας έχουν αναπτύξει επιστήμη, είναι μόνο για πιθανούς ιστορικούς λόγους. Τα ενδιαφέροντα που έχουν σχέση με την πρόβλεψη και τον έλεγχο, έχουν ενταθεί και έπειτα χαρακτεί σε εδικούς θεσμούς.

Πιο γενικά στο Μοντέλο 3, η εξήγηση για την υποστήριξη της επιστήμης των δυναμικών εξαρτάται σε ειδικά κοινωνιολογικά μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν. Μόλις προκαλέσαμε την μακροκοινωνιολογία του Barne, αλλά υπάρχουν περισσότερες μοκροκοινωνιολογικές εκδοχές. Στα πρόσφατα κείμενα του Pickering, βρίσκουμε μία εξήγηση που δεν κάνει κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα σε έναν επιστήμονα και οποιονδήποτε άλλο προσανατολισμένο προς τον στόχο κοινωνικό δράστη: ΄΄Το να κάνεις επιστήμη είναι πραγματική εργασία΄΄ (Pickering, 1990). Η επιστήμη είναι μία εξάσκηση και αναλύεται όπως όλες οι ασκήσεις- ένας ερευνητής έχει πηγές, προσπαθεί να πετύχει τους στόχους της, και ψάχνει να δημιουργήσει μία σχέση ανάμεσα σε ανόμοια και κάποιες φορές δυσχείριστα στοιχεία που δημιουργούν το περιβάλλον της (όργανα, θεωρητικά και πειραματικά μοντέλα), κάποια από τα οποία αντέχουν όλες τις επαναοργανώσεις. Η Κ. Knorr (1992b) βασισμένη πάνω στην φιλοσοφία του Merleau Ponty, δίνει μία διαφωτιστική περιγραφή στο τι ονομάζει ΄΄επιστημονικές κουλτούρες΄΄ από υψηλής-ενέργειας φυσική και μοριακή βιολογία. Τονίζει την διαίρεση των επιστημονικών ασκήσεων που εξαρτάται από τον ΄΄προσανατολισμό τους προς και στην μεταχείριση των σημείων, στη σχέση τους μεταξύ τους, στους τύπους ευθυγραμμίσεων που θεσπίζουν ανάμεσα στα μαθήματα και σε φυσικά αντικείμενα, στην γενική τους προσέγγιση για να συλλάβουν και να εισαγάγουν υπάρχοντες αλήθειες στην έρευνα.΄΄(σελ. 3). Και υπάρχουν άλλες πιθανότητες, περιλαμβανομένης της εθνομεθολογίας (Lynch, 1985a), συμβολικής αλληλεπίδρασης ((Clarke & Gerson, 1990, Fujimura, 1992a, Star, 1989a), ή μορφωτική ανθρωπολογία (Hess, 1992, Traweek, 1988). Όλες αυτές οι μελέτες ανάγονται στο ίδιο συμπέρασμα, ότι η επιστήμη είναι ανθρώπινη δραστηριότητα, ότι είναι ειδική αλλά δεν αξίζει μία αλλαγή των αναλυτικών οργάνων. Πιθανές εξηγήσεις γι΄αυτήν την ανάπτυξη της επιστήμης είναι τόσο πολυάριθμες όσο οι κοινωνιολογικές θεωρίες.

Συμφωνία

Συμφωνία ανάμεσα σε επιστήμονες πρέπει να εξηγηθεί με τους ίδιους όρους, όπως ομοφωνία στους απανταχού κοινωνικούς δράστες. Οι αρχές του Bloor(1976) ΄΄Ισχυρό Πρόγραμμα΄΄ είναι η μεθοδολογική μετάφραση αυτής της υπόθεσης. Επειδή τίποτα δεν ξεχωρίζει την επιστήμη από άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και επειδή οι επιστήμονες είναι όπως άλλοι κοινωνικοί δράστες, συμφωνία, επιτυχία και αποτυχία δεν χρειάζονται να εξηγηθούν με διαφορετικούς όρους.

Αυτή η διαφωνία μπορεί να απεικονισθεί με την παραδειγματική εργασία του Collins στα κύματα βαρύτητας. Όπως ο Golinski (1990b) το θέτει για τον Collins,

Το πείραμα είναι εν δυνάμει ασαφές. Σε κανένα σημείο, στην άποψή του, δυναμώνει η φύση μία ειδική ερμηνεία στους πειραματιστές…Η απόδειξη είναι πάντα πάρα πολύ για να ταιριάξει μέσα σε ένα ερμηνευτικό σχέδιο και τόσο πολύ μικρή για να καθορίσει την εκλογή ανάμεσα σε όποιον αριθμό πιθανών εναλλακτικών σχεδίων…Η αμφισβήτηση μπορεί να συνεχιστεί όσο ένας κριτικός μπορεί να βρει τις πηγές για να υποστηρίξει αυτές τις αντιρρήσεις…Ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δύο εκδοχές ενός πειράματος μπορούν πάντα να βρεθούν από έναν κριτικό που επιθυμεί να αρνηθεί ότι μία κατάλληλη πανομοιοτυπία έχει επιτευχθεί. (σελ. 494)

Ο Collins (1985) αποκαλεί αυτόν του τύπο αντιλογίας ΄΄η οπισθοχώρηση του πειραματιστή΄΄. Τι μένει να εξηγηθεί είναι γιατί πρωταγωνιστές με διαφορετικά ενδιαφέροντα, γνωρίζοντας πως, και εξασκήσεις τελειώνουν σκεπτόμενοι ότι η συζήτηση έχει κλείσει.

Οι απαντήσεις που δίνονται από το κοινωνικομορφωτικό μοντέλο τείνουν να απευθυνθούν σε αρκετές τάξεις. Πρώτα, υπάρχουν αρκετές παραδοσιακές, μακροκοινωνιολογικές εξηγήσεις. Επειδή η διαφωνία ποτέ δεν επαφίεται σε αναμφισβήτητα στοιχεία, η κατασκευή της εξαρτάται μεμονωμένα από την κατάσταση των κοινωνικών δυνάμεων και ειδικότερα σε αυτές εξωτερικά της επιστημονικής κοινότητας, ή της ομάδας των ερευνητών που έχουν λάβει μέρος στην συζήτηση. Η σχολή του Εδιμβούργου (Barnes, Bloor, Shapin & Mackenzie) τελειοποίησε αρκετές μελέτες κατά τις οποίες η επιρροή των πολιτικών, οικονομικών ή μορφωτικών ενδιαφερόντων, δημιούργησε μία ισορροπία δυνάμεων, ευνοϊκή για ένα ειδικό αποτέλεσμα. Αυτή η προσέγγιση μερικές φορές μπορεί να εμφανιστεί αποφασιστική και μηχανιστική. Έτσι συχνά ισχυρίζεται ότι αναγνωρίσιμες εξωτερικές ομάδες ή κοινωνικές τάξεις προσθέτουν το δικό τους βάρος σε αυτό των επιστημόνων με τους οποίους συμφωνούν. Εναλλακτικά, οι επιστήμονες μπορούν να διαλέξουν τα συμμαχικά τους πρόσωπα μόνοι τους- σε αυτήν την περίπτωση τέτοιοι σύμμαχοι δεν διαστρεβλώνουν την επιστήμη επειδή η φύση είναι αρκετά διφορούμενη και τα πειράματα είναι αρκετά πολύπλοκα για να στηρίξουν διαφορετικές γνώμες και κρίσεις. Αφότου ποτέ δεν υπάρχουν αναμφισβήτητα καλοί λόγοι για να διαλέξεις μία θεωρία από την άλλη, υπάρχει χώρος για κοινωνιολογική εξήγηση χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την αυτονομία της επιστημονικής εργασίας (Barnes & Shapin, 1979, Wallis, 1979).

H εναλλακτική προσέγγιση, χρησιμοποιεί ιδέες όπως η εμπιστοσύνη. Για παράδειγμα, στην εργασία του για τα ηλιακά νετρόνια, ο Pinch (1986), με κομψότητα δείχνει την σημασία της δημιουργίας ενός κλίματος εμπιστοσύνης κατά την διάρκεια του σχεδίου και την οδήγηση των πειραμάτων. Σχετίζοντας τις αντιπροσωπευτικότερες από αρκετές αρχές, λαμβάνοντας υπ΄όψην αντιρρήσεις που έχουν αναπτυχθεί, το σχέδιο γίνεται μία συγκεντρωμένη επιχείρηση βασισμένη στις σχέσεις αμοιβεβαιότητας (ανταλλαγή πληροφοριών κ.ο.κ.). Η συμφωνία στα αποτελέσματα είναι ο καρπός της αναπτυσσόμενης εμπιστοσύνης. Η φύση και η έκταση των σχέσεων, διατυπώθηκαν κατά την διάρκεια της σύλληψης και της πραγματοποίησης των πειραμάτων και κατά τη διάρκεια επεξεργασίας των θεωριών που εν εκτάσει καθόρισαν την πιθανότητα της συμφωνίας όπως αντικρούστηκε στην συνεχόμενη πειραματική παλινδρόμηση. Η σχέση μεταξύ αυτού του τύπου ανάλυσης και οι ανάλυσης και οι αναπτύξεις στην θεωρία του παιχνιδιού, έχουν εξερευνηθεί λίγο (Axelrod, 1984, Kreps & Wilson, 1982).

H συμφωνία μπορεί να διευκολυνθεί από λειτουργίες στα ίδια τα όργανα. Η έρευνα του Collin, έχει δείξει ότι η δυσκολία με την πανομοιοτυπία έχει κατά μεγάλο μέρος αποδοθεί στις διαφορές ανάμεσα στα κομμάτια των πειραματικών συσκευών. Όπως προτείνει ο Collins, η τυποποίηση και η διαμέτρηση των οργάνων, μειώνουν την πιθανότητα της διάστασης και της εύνοιας της συμφωνίας. Αν αυτή η διαμέτρηση δεν επιτευχθεί, μας γυρνάει στην κατάσταση που τόσο καλά περιγράφηκε από τον Schaffer (1989) με σεβασμό στα πειράματα του Newton στην διάθλαση του φωτός στα πρίσματα:

Ο ΄΄νόμος΄΄ του Newton, δεν ανάγκασε πειραματιστές όπως τον Rizetti: ΄΄μπορούσε να ήταν μία καλή κατάσταση΄΄ αναφώνησε ο Ιταλός, ΄΄ έτσι ώστε κατά τα μέρη που το πείραμα γίνεται υπέρ του νόμου, τα πρίσματα τα κάνουν να λειτουργούν καλά, ακόμα και τα μέρη που δεν γίνονται υπέρ, τα πρίσματα του Newton ποτέ δεν έγιναν διάφανοι μηχανισμοί της πειραματικής φιλοσοφίας.΄΄ (σελ. 100).

Αυτή η διαφάνεια των οργάνων, που δημιουργήθηκε από επιστήμονες, που έγινε σημαντική το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ΄΄αφήστε τη φύση να μιλήσει από μόνη της΄΄(Daston & Galison, στον τύπο), οδήγησε στο μαύρο κουτί των πειραματικών μεθόδων και στην σταθεροποίησή τους (Latour, 1987). Φυσικά, αυτή η συμφωνία με τη σειρά της στηρίζεται στην συνεργασία και στον συμβιβασμό που πρέπει πάλι να ερευνηθεί. Αφού επιτεύχθηκε, παρόλ΄αυτά είναι χαραγμένη στα όργανα που μετρούν την διάμετρο και μας παρέχει μια στερεή βάση για καινούργιες συμφωνίες. Αυτό μπορεί να θυμίζει μία διάκριση ανάμεσα σε παθητικά όργανα (Fleck, 1935), που δεν θεωρούνται και ενεργητικά όργανα, τα οποία εκτυλίσσονται και γίνονται αμφισβητήσιμα. Τα παθητικά όργανα σχηματίζουν το κοινό έδαφος στο οποίο διαφωνίες και συμφωνίες μπορούν να αναπτυχθούν. Χορηγούν ένα κοινό μέτρο. Η αντίληψη του G. Bachelard (1934) της ΄΄φαινομενοτεχνικής΄΄, συνείσφερε πολύ στην εποχή του, για να δώσει έμφαση στην σημασία της συμφωνίας, σφραγισμένη από όργανα, επειδή τα όργανα έρχονται να ενσωματώσουν τις θεωρίες που χρησιμοποιούνται για στήριξη, η διαφωνία γίνεται πιο δύσκολη (Latour & Woolgar, 1979). Η αναίρεση των δηλώσεων, υποδεικνύει την αναίρεση των οργάνων και της διαμέτρησής τους. Οι θεωρίες είναι ΄΄γερά σύρματα΄΄ για να χρησιμοποιήσουμε την ωραία έκφραση του Galison (1987).

Τελικά, το κοινωνικομορφωτικό μοντέλο επιτρέπει την χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων. Ο πιθανός μηχανισμός για ΄΄κλείσιμο΄΄ και οι πιθανές μελέτες αυτών των μηχανισμών είναι ατελείωτες.

Κοινωνικός Οργανισμός

Το κοινωνικομορφωτικό μοντέλο, είναι παραδόξως, μόνο συγκροτημένα ενδιαφέρων στις ερωτήσεις του οργανισμού και των σχετικών τύπων ιδρυμάτων. Αυτή η παρατήρηση ανήκει τόσο πολύ στους εσωτερικούς οργανισμούς όσο στη σχέση τους με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον.

Η αντίληψη των κανόνων είναι πιθανώς μία από τις πιο καλά τοποθετημένες για λογαριασμό ενός κοινωνικού οργανισμού ικανού να διευθύνει επιστημονικές ασκήσεις σε σύνολο. Οι κανόνες είναι ταυτόχρονα σαφής και ασαφής. Δεν είναι έξω από την πράξη αλλά ερμηνεύονται, επεξεργάζονται και αλλάζουν μέσα από την πράξη. Πάλι, είναι ταυτόχρονα κοινωνικοί και τεχνικοί, επιβεβαιώνοντας ένα ελάχιστο της αλληλουχίας και κάνοντας την πρόβλεψη και την συζήτηση πιθανές. Είναι συμβιβάσιμοι με τον πολλαπλασιασμών κοινωνικών ομάδων και την διαίρεση των ταυτοτήτων τους. Κανόνες που είναι λίγο-πολύ τοπικοί και ειδικοί, θέτοντας το αμετάβλητο το αμετάβλητο σημείο γύρω από το ποιες σχέσεις δύναμης και επιρροής μπορούν να αναπτυχθούν. Κοινωνιολογική και οικονομική εργασία στην εμφάνιση των κανόνων ή συμβιβασμοί μπορούν με χρήσιμο τρόπο να επιστρατευτούν για να εμπλουτίσουν το κοινωνικομορφωτικό μοντέλο (Bloor, 1992, Favereau, στον τύπο, Lynch, 1992, Vries, 1992).

Δίνοντας έμφαση στον ρόλο της μάθησης, συνεπώς το μοντέλο υπογραμμίζει την σημασία των ικανοτήτων μεταφοράς και εκπαίδευσης. Αυτό παράγει σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές, και επίσης μέσα στα εργαστήρια ανάμεσα σε διαφορετικούς δράστες με διαφορετικού τύπου ικανότητα. Ο Shapin (1989) δίνει μία καλή αναπαράσταση αυτού του τύπου ανάλυσης, ρίχνοντας φως στην αρχική στάση που κρατιέται από τους τεχνικούς στα νεώτερα εργαστήρια. Αυτή η κοινωνιολογία ολοκληρώνει ξανά περισσότερες παραδοσιακές μελέτες δύναμης και κυριαρχίας στον κόσμο της επιστήμης (Schaffer, 1988).

Τελικά το Μοντέλο 3, θέτει σύνορα ανάμεσα στην επιστήμη και στο περιβάλλον της όπως οικοδομήθηκε από τους ίδιους τους δράστες σε ποικίλα νόθα πλαίσια. Η μελέτη του Jasanoff (1990a) της ρυθμιστικής επιστήμης, η έρευνα του Abir-Am (1982) της αρχής του Rockefeller στην μοριακή βιολογία, η ανάλυση του Wynne (1992c) της περιπλοκότητας της επιστήμης και η τήρηση της τάξης σε θέματα περιβαντολογικά είναι μερικά παραδείγματα αυτού του αναπτυσσομένου πεδίου ανάλυσης.

Δυναμικές του Συνόλου

Το κοινωνιοπολιτισμικό μοντέλο προκαλεί την ιδέα της συνέχισης στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.

Εάν η επιστήμη δεν προοδεύσει με έναν επιμήκη τρόπο, είναι επειδή είναι αναμεμειγμένη σε κοινωνικές σχέσεις που έχουν την δική τους λογική. Η άποψη του ενδιαφέροντος του Burne είναι πολύ χρήσιμη από αυτήν την πλευρά. Η επιστημονική γνώση μπορεί να φαίνεται πάντα ως μία απάντηση σε ενός είδους ενδιαφέροντος, αυτού της πρόβλεψης και του ελέγχου, αλλά τα περιεχόμενά της είναι οργανωμένα και οικοδομημένα σύμφωνα με τους διαφορετικούς και εναλλασσόμενους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η γνώση σηματοδοτείται από τις συνθήκες παραγωγής της. Η προσέγγιση του Kuhn είναι παραδειγματική στην εμμονή της για τον χωρίς κοινό παρανομαστή των ικανοτήτων και παραδειγμάτων. Η ιστορικότητα της επιστήμης εκφράζεται στα προβλήματα που θέτει η ίδια και μπορεί να φανεί ως μία λειτουργία της παγκόσμιας ιστορίας.

Μία πιο λεπτή ανάλυση, είναι επίσης πιθανή. Ο Collins για παράδειγμα, σημειώνει ότι το σκόρπισμα της γνώσης δεν μπορεί να αντικατασταθεί χωρίς μετατόπιση και υιοθέτηση των τοπικών περιστάσεων. Καμία αντιγραφή ποτέ δεν μοιάζει στο πείραμα που την ενέπνευσε, ακόμα και όταν τα όργανα ήταν τέλεια διαμετρημένα και οι διαδικασίες υψηλών προδιαγραφών. Η μεταφορά περικλείει απώλεια και δημιουργία, έλλειψη και πλεόνασμα. Αυτή η άποψη οδηγεί στην αυθεντική ερμηνεία της εργασίας του Kuhn από τον Mastermind, η οποία γεφυρώνει παραδείγματα και πανομοιότυπα της σχολής του ΄΄Wittgenstein. Η διαφωνία είναι ότι κάθε νέο στιγμιότυπο παραδείγματος, δημιουργεί μία διαφορά από τα αυθεντικό υπόδειγμα. Η απόσταση από τα αυθεντικό αυξάνεται από το ένα στιγμιότυπο στο άλλο, και το παράδειγμα τελειώνει προδομένο από το ίδιο (Masterman, 1970). Οι δυναμικές της επιστήμης γεννιούνται από αυτές τις επιτυχής διαφορές- διαφορές που δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την ίδια την πορεία της έρευνας. Αυτό γίνεται διότι η έμφυτη διαχυτικότητα περιέχει μεταμόρφωση και μετατόπιση γιατί η επιστήμη είναι αναπτυσσόμενη. Αυτό οδηγεί σε μία αντίληψη κατά την οποία, οι δυναμικές της επιστήμης δημιουργούν μία ΄΄αληθινά ιστορική πορεία. Γεγονότα και φαινόμενα, αντιλήψεις και θεωρίες, όπως επίσης όργανα και επιστημονικά ιδρύματα είναι δεμένα στον τροχό του τι συνέβει΄΄ (Pickering, 1990).

ΜΟΝΤΕΛΟ 4: ΕΠΕΚΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Είδαμε στο Μοντέλο 1, ότι η ιδέα της μετάφρασης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει την ίδρυση εδαφών ανάμεσα σε διαφορετικές θέσεις. Το μοντέλο 4, αναπτύσσει αυτόν τον προσδιορισμό πέρα από την κυριότητα της κωδικοποιημένης γνώσης. Η μετάφραση αναφέρει εδώ σε όλους τους χειρισμούς ότι ενώνουν τεχνάσματα, εκθέσεις, και ανθρώπινα όντα. Η αντίληψη της μετάφρασης οδηγεί στο ότι αυτό το μεταφραστικό δίκτυο εργασίας, το οποίο αναφέρεται και στην μέθοδο (αυτή των μεταφράσεων που ενώνονται όλες μαζί) και στο αποτέλεσμα (η προσωρινή επίτευξη των μόνιμων σχέσεων). Αυτό το μοντέλο προσπαθεί να εξηγήσει τον πολλαπλασιασμό των επιστημονικών θέσεων και την ευρύτερη σφαίρα κυκλοφορίας τους. Τελικά, ΄΄ αναφωνεί΄΄ για μία βαθιά επανατοποθέτηση της κοινωνικής θεωρίας.

Η Φύση της Επιστημονικής Παραγωγής

Εργαστηριακές Εκθέσεις


Όπως στο Μοντέλο 1, η επεκτεινόμενη μετάφραση υπόδειγμα, υποθέτει ότι η αρχική αντικειμενικότητα της επιστημονικής δραστηριότητας είναι να παράγει εκθέσεις. Αλλά, όπως το Μοντέλο 3, τονίζει την πορεία της παραγωγής και τον ρόλο των προτεινόμενων στοιχείων σε αυτή την πορεία. Πάρτε τις ακόλουθες δύο εκθέσεις: (α) ΄΄Η δομή του DNA είναι ένας διπλός έλικας΄΄ (β) ΄΄Η πρόσοψη της πανσιόν που ο Πατέρας Goriot έζησε, καλύφθηκε με ένα στρώμα φθηνής ποιότητας μπογιάς όπου ο άσχημος καιρός είχε προκαλέσει μία ρωγμή΄΄. Η διαφορά μεταξύ των εκθέσεων α και β δεν έγκειται στις ίδιες τις εκθέσεις αλλά στην προέκταση με την οποία ο αναγνώστης είναι ικανός να επεξεργαστεί με τον τρόπο του/της την αλυσίδα των στοιχείων που απαρτίζουν τις εκθέσεις. Η έκθεση α αναφέρεται σε άλλες δηλώσεις, άλλα αντικείμενα και άλλα χρονικά διαστήματα το οποία τα αρθρίζει και τα συμπυκνώνει, και στα οποία προσχωρεί. Η δεύτερη έκθεση δεν αναφέρεται σε τίποτε άλλο από αποσπάσματα και το αδιαπέραστο μυθιστόρημα στον κόσμο μίας νουβέλας. Η αντίληψη μίας αλυσίδας μετάφρασης περιγράφει τις σειρές των εκτοπισμάτων και των αναγκαίων ίσων αξιών για να παράγουν έναν ειδικό τύπο έκθεσης.

Μέχρι σήμερα όπως η επιστήμη θεωρείται, οι μεταφραστικές αλυσίδες συνδυάζουν ετερογενή στοιχεία από τα οποία τα πιο σημαντικά είναι οι εκθέσεις, τεχνάσματα, και σιωπηρές ικανότητες που ορθά μπορούν να ονομαστούν ενσωματωμένες ικανότητες. Για να καταλάβουμε πως μπορούν να δημιουργηθούν σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα διαφορετικά στοιχεία, πρέπει πρώτα να παρουσιάσουμε την αντίληψη του Latour για την επιγραφή, η οποία αναφέρεται σε όλα τα γραπτά σημεία (Latour, 1987, Latour & Woolgar, 1979). Οι επιγραφές συμπεριλαμβάνουν γραφικές επιδείξεις, σημειωματάρια εργαστηρίων, πίνακες στοιχείων, σύντομες αναφορές, εκτενέστερα και πιο δημοσιευμένα άρθρα και βιβλία. Η αντίληψη της επιγραφής δείχνει την σημαντικότητα του γραψίματος και την ποικιλία του. Έτσι η διαίρεση ανάμεσα στα όργανα (π.χ. πειράματα) και στις εκθέσεις (π.χ. παρατηρήσεις), υποδηλώνεται από τα προηγούμενα μοντέλα, αντικαθιστάται από μία ποικιλία επιγραφών, από τα πιο ακατέργαστα σημάδια στις πιο προσεκτικά επιδέξιες εκθέσεις. Από τα σημεία στο διάγραμμα, από τον πίνακα στο διάγραμμα, από το διάγραμμα στην έκθεση, και από έκθεση σε έκθεση- καθένα είναι μία μετάφραση.

Αλυσίδα μετάφρασης:

όργανο σημείαδιαγράμματαπίνακεςκαμπύλεςπαρατηρητική έκθεση 1θεωρητικό-παρατηρητική έκθεση 2θεωρητική έκθεση 3κ.ο.κ.

Μηχανήματα γραφής είναι σημαντικά σε όλα τα επιστημονικά πεδία και πέρα από αυτά. Για παράδειγμα, ο Foucault (1975) αναλύει το νοσοκομείο ως ένα μηχανισμό που θέτει το άτομο σε ένα ΄΄δίκτυο εργασίας γραψίματος΄΄. Καθώς οι υπάρξεις μεταφράζονται, η αντοχή αντιμετωπίζεται, και απαντήσεις συγκεντρώνονται, τα μηχανήματα προοδευτικά παίρνουν έναν τύπο και αποκτούν ύλη. Παρόλο που το πεδίο γραφής είναι γενικό, η εμπειρία δείχνει ότι ένας ΄΄γοητευτικός΄΄ θόρυβος ένα κορμί που υποφέρει, μία πανομοιότυπη γέννα, μία ταπεινωμένη κοινωνικά ομάδα, ή ένα γεωλογικό στρώμα και τα απολιθώματά του δεν μπορούν να γραφούν με τον ίδιο τρόπο.

Η επιστήμη είναι μία απέραντη επιχείρηση γραψίματος, αλλά για να κινηθεί από μία επιγραφή σε μία έκθεση, και από μία έκθεση σε μία άλλη, απαιτεί ενσωματωμένες ικανότητες και δη τεχνάσματα. Χωρίς αυτά η κατασκευή της γνώσης (Knorr, 1981) θα ήταν μη παραγωγική. Έτσι αυτή είναι η διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ των επιγραφών, τεχνασμάτων και ενσωματωμένων ικανοτήτων, που οδηγεί στην ανάπτυξη των εκθέσεων. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις μπορούν να παρατηρηθούν στην έκθεση των πειραμάτων (Hacking, 1983), στις ερμηνείες των επιγραφών (Amann & Knorr Cetina, 1988a, 1988b, Lynch, Livingstone, & Garfingel, 1983, Pinch, 1985), σε συζητήσεις ανάμεσα σε επιστήμονες, ή ανάμεσα σε επιστήμονες και τεχνικούς, και στην γραφή και στην αντιγραφή των άρθρων ή των αναφορών (Myers, 1990a). Όλες αυτές οι αλληλεπιδράσεις είναι μεταφράσεις και όλες συμμετέχουν στην παραγωγή των εκθέσεων- μία πορεία, που ο Law (1986b) ονομάζει ετερογενής μηχανική. Εθνογραφική έρευνα έχει περιγράψει πολλές από αυτές, και γραφικοί μέθοδοι όπως αυτοί που θεμελιώθηκαν από τον Fujimura (n.d.) ή Gooding (1992) τις κάνουν ευκολότερες στην περιγραφή.

Βγάζοντας Εκθέσεις Έξω από τα Εργαστήρια

Η επιστημονική δραστηριότητα δεν είναι απλά ένα θέμα κατασκευής εκθέσεων. Συχνά (αν όχι πάντα) ψάχνει να βγάλει αυτές τις εκθέσεις έξω από το εργαστήριο. Αλλά αυτό προκαλεί την τυπική διαφορά ανάμεσα στην ευχαρίστηση της γνώσης και στο περιεχόμενο της παραγωγής. Η αντίληψη της μετάφρασης κάνει δυνατό να κατανοήσουμε πως περιεχόμενο και ευχαρίστηση είναι στιγμιαία ανασχηματισμένα.

Η μετάφραση οδηγεί στην αναγνώριση και στον σχηματισμό των συμμάχων και στην αναζήτηση της υποστήριξής τους. Σκοπεύει να καθορίσουμε μία ίση αξία μεταξύ, ας πούμε, της βιοχημικής μελέτης ενός αφανούς πολυμερούς και της απορρόφησής του από βέβαια όργανα του κορμιού και πολλών άλλων παραγόντων της κοινωνίας, για παράδειγμα τις ομάδες και τα ιδρύματα που υποστηρίζουν τον αγώνα εναντίον του καρκίνου, το πεδίο της βιοχημείας που ενδιαφέρεται για ένα τέτοιο πολυμερές, ή την φαρμακευτική βιομηχανία και την φαρμακευτική ιδιότητα (Law, 1986a). Μία ομάδα από βιοχημικούς μπορεί να ορίσει άλλους δράστες και να προτείνει την ακόλουθη μετάφραση: Θέλουμε αυτό που εσείς θέλετε, έτσι κάντε συμμάχους τους εαυτούς σας με εμάς με το να υποστηρίξετε την έρευνά μας και θα έχετε μία μεγαλύτερη ευκαιρία να πετύχετε αυτό που εσείς θέλετε (Callon, 1980b). τέτοιες μεταφράσεις είναι πάντα δοκιμαστικές και σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτούν εντελώς νέους δράστες που τότε έρχονται στην επιφάνεια. Οι μεταφράσεις ίσως να επιγράφονται στα κείμενα που δηλώνουν ρητά την συνεισφορά της σχεδιασμένης εργασίας, σε υλικές ουσίες, ή σε ικανότητες και όργανα. Αυτές οι μεταφράσεις μπορεί να απαιτούν τεράστιες επενδύσεις. Γεφυρώνουν πάρα πολύ κοντά τον ορισμό των μεγάλων τεχνικών προβλημάτων με το συνταγματικό διάστημα κυκλοφορίας για την γνώση που παράγεται.

Ερμηνευτικά Δίκτυα Εργασίας

Η αντίληψη των μεταφραστικών δικτύων εργασίας αναφέρεται σε μία σύνθετη πραγματικότητα στην οποία επιγραφές (και συγκεκριμένα, εκθέσεις), τεχνάσματα και ανθρώπινοι δράστες (συμπεριλαμβανομένων ερευνητών, τεχνικών, εργαστηριακών, υπάλληλοι, εμπορικοί οίκοι, φιλανθρωπικοί οργανισμοί και πολιτικοί) έχουν αναπτυχθεί μαζί, επιδρούν αμοιβαία μεταξύ τους. Τα δίκτυα εργασίας ποικίλουν σε μέγεθος και πολυπλοκότητα. Ορισμένα μόνο σπάνια αφήνουν τα εργαστήρια ή τις κοινωνίες των ειδικών και δρουν αρχικά μέσω οργάνων και εκθέσεων. Αλλά μονιμοποιούν μερικές από αυτές τις ουσίες και κινητοποιούν αυτές για να πολλαπλασιάσουν δεσμούς με μη ειδικούς. Ο Wise (1988), για παράδειγμα, περιγράφει πως οι μηχανές δρουν ως υλικοί και διαρκή μεσίτες, ανάμεσα στην μηχανική, βιομηχανία και τις απόρρητες ανησυχίες ειδικής κυριότητας της έρευνας. Ακόμα άλλα δίκτυα εργασίας δρουν σε δύο μέτωπα και εισχωρούν σε μία δυναμική εξάπλωση, όπου κάθε μετάφραση μέσα στο εργαστήριο οδηγεί το δίκτυο εργασίας εξωτερικά ώστε να εξαπλωθεί. Σε όλες τις περιπτώσεις μπορεί να λεχθεί από επιστημονική δραστηριότητα ότι εγκαθιστά μεταφραστικά δίκτυα εργασίας.

Ανατροπή των Μεταφράσεων

Όταν ιδρύεται ένα δίκτυο εργασίας, οι επιστήμονες δεν μιλούν μόνο εκ μέρους των ηλεκτρονίων ή του DNA, το οποίο το μεταφράζουν στα εργαστήριά τους, αλλά επίσης για τους αμέτρητους εξωτερικούς δράστες που έχουν ενδιαφερθεί και έχουν γίνει το περιεχόμενο για τις πράξεις τους. Η ικανότητά τους να δρουν ως νόμιμα πρόσωπα που μιλάνε, είναι ανάλογη στις σειρές των επαναπαρουσιάσεων που έχουν δημιουργηθεί. Αυτό οδήγησε τον L. Star να προτείνει την αντίληψη επανα-επαναπαρουσίασης (Star & Griesemer, 1989). Για μετάφραση είναι επίσης επαναπαρουσίαση. Σε ένα σύστημα παραγόμενο από τον Γαλιλαίο, για να εξηγήσει της δυνάμεις βαρύτητας, υπάρχει μία επιτυχία των επαναπαρουσιάσεων: η κλεψύδρα αντικαθιστά χρόνο. Η γωνία κλίσης, επαναπαρουσιάζει την διαφορά στο ρίξιμο. Ο πίνακας επανα-επανα-επαναπαρουσιάζει την πορεία της σφαίρας. Η καμπύλη 4 (επανα)-παρουσιάζει τον πίνακα και η μαθηματική φόρμουλα 5(επανα)-παρουσιάζει την καμπύλη. Όπως με τις επιλογές, ένας μπορεί να μιλάει για επαναπαρουσίαση στον νιοστό βαθμό. Αλλά δράστες που προσελκύονται από την επιστημονική εργασία, επίσης επαναπουρασιάζονται. Βιοχημικοί ψάχνουν για να επαναπαρουσιάσουν την χημιοθεραπεία και τον αγώνα ενάντια στον καρκίνο. Η διαφωνία είναι ότι η ειδική δύναμη των επιστημόνων είναι ότι είναι ικανοί να συσσωρεύσει και τους δύο τύπους επαναπαρουσίασης: για να επαναπαρουσιάσει τον εαυτό της ως πρόσωπο με φωνή και από την φύση και από την κοινωνία.

Αυτή η ανάλυση ρίχνει καινούργιο φως στο μόνιμο πρόβλημα της αναφοράς. Έτσι η έκθεση ΄΄η σύσταση του DNA είναι ένας διπλός έλικας΄΄ είναι ο τελευταίος κρίκος σε μία αλυσίδα όπου, από μετάφραση σε μετάφραση, αναφέρεται σε άλλες επιγραφές, ενσωματωμένες ικανότητες και τεχνάσματα. Οι εκθέσεις δεν μιλούν από εξωτερική πραγματικότητα. Είναι απλά ένα σημείο τοποθέτησης σε ένα μακρύ και γόνιμο δίκτυο εργασίας. Δεν υπάρχει πουθενά ΄΄αναφορά΄΄ αλλά μια περιπλοκότητα από ΄΄μικροαναφορές΄΄: Η έκθεση αναφέρεται σε έναν πίνακα που αναφέρεται σε ένα ίχνος . Το ίχνος αναφέρεται σε έναν τέχνασμα και η ερμηνεία του αναφέρεται σε ενσωματωμένες ικανότητες. Έτσι όταν η προσοχή μόνο εστιάζεται στην τελική έκθεση ότι η μεταφραστική αλυσίδα διαλύεται, τότε κάποιος μπορεί να μιλήσει έξω από το πουθενά. Τότε κάποιος έχει ανατροπή: λέγεται ότι η ώθηση είναι η αιτία αυτής της έκθεσης, ενώ είναι παρών σε κάθε σημείο της αλυσίδας της μετάφρασης αλλά σε ποικίλους τύπους, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων (Latour & Woolgar, 1979, Woolgar, 1988b). Παρομοίως, το περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι άσχετο από την επιστημονική ευχαρίστηση, εκτός αν τοποθετήσουμε τις μεταφράσεις που το τοποθετούν ανάμεσα σε παρενθέσεις. Έτσι η αντίληψη της μετάφρασης είναι προτιμητέα από αυτή της μεταφοράς, ακόμα και αν η ετυμολογία είναι κοντινή. Αυτό γίνεται, διότι όταν λέγεται ότι μία έκθεση ερμηνεύει το DNA, ή ότι οι βιοχημικοί ερμηνεύουν τις μεθόδους των χημιοθεραπευτών, δεν γίνονται υποθέσεις σχετικά με την πραγματικότητα ή την αντιστοιχία. Κάποιος αντ΄αυτού, υπενθυμίζεται ότι η αναφορά δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα αποτέλεσμα της αλυσίδας της μετάφρασης και ότι η δύναμή της εξαρτάται ολοκληρωτικά πάνω σε αυτή την τελευταία.

Δράστες

Το επεκτεινόμενο ερμηνευτικό μοντέλο, αντικαθιστά την αντίληψη του δράστη με αυτή, του πράτων (μία αντίληψη δανεισμένη από τους σημειολόγους. Latour, 1987,1988). Ο πράτων αναφέρεται σε κάθε ύπαρξη προικισμένη με την ικανότητα να πράττει. Αυτή η απόδοση μπορεί να παραχθεί από μία έκθεση (η έκθεση ΄΄η σομοστατίνη εμποδίζει την απελευθέρωση της αναπτυσσόμενης ορμόνης΄΄ αποδίδει την φτώχεια των εμποδίων από την αναπτυσσόμενη ορμόνη του πράτων έως την σομοστατίνη του πράτων), από ένα τεχνικό τεχνούργημα (ένας χρωματογράφος δίνει στα αέρια την ικανότητα να διαχέονται σε μία στήλη που έχει στοιχεία τα οποία είναι από μόνα τους καθορισμένα ως εμπόδια σε αυτήν την ανάπτυξη. Δηλώνει επίσης ότι ένας ερευνητής κατασκοπεύοντας τα στοιχεία της διάχυσης όπως επίσης και άλλα τεχνουργήματα που απαιτούνται για την λειτουργία της), ή από όποιο ανθρώπινο ων που δημιουργεί εκθέσεις και οικοδομεί τεχνουργήματα.

Η αντίληψη κάποιου που δρα, είναι εξαιρετικά σημαντική στην μελέτη της επιστημονικής δραστηριότητας. Αυτό γιατί η τελευταία προσωρινά, τροποποιεί τη λίστα των συμμάχων που φτιάχνουν τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο. Έξω από τα εργαστήρια υπάρχουν κουάρκς, ένζυμα και πρωτείνες, όλοι νέοι δράστες που δεν υπήρχαν πριν ανατραφούν για να ΄΄παίξουν΄΄ με στατιστικές, πίνακες, μηχανές, ή ενσωματωμένες ικανότητες. Αλλά μέσα στα εργαστήρια, κοινωνικές ομάδες ενδιαφερόμενες για την επιστημονική παραγωγή, επίσης σχηματίστηκαν- ομάδες που δημιούργησαν το γνωστό κοινωνικό περιεχόμενο. Πριν ο Αϊνστάιν γράψει στον Ρούσβελτ, οι πολιτικοί δεν ήθελαν την ατομική βόμβα. Έπειτα την ήθελαν πάρα πολύ. Ο πράτων ΄΄ο- Ρούσβελτ- που- θέλει- την- ατομική- βόμβα για να πολεμήσει τις δυνάμεις απειλώντας την ελεύθερο κόσμο΄΄ δεν είναι λιγότερο από μια εργαστηριακή δημιουργία από ΄΄σομοστατίνη- η οποία –εμποδίζει -την-αναπτυσσόμενη- ορμόνη΄΄. Αυτό, τότε, είναι η ελκυστικότητα της αντίληψης του πράτων. Είναι αρκετά ευλύγιστη για να μετρήσει την γονιμότητα των συμμάχων όπου όλοι συνεισφέρουν στην επιστημονική παραγωγή: ηλεκτρόνια και χρωματογράφοι, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. και ο Αϊνστάιν, φυσικοί με τους βοηθούς τους, η καμπάνια για της έρευνα του καρκίνου, ηλεκτρονικά μικροσκόπια και οι κατασκευαστές τους- είναι όλοι δράστες.

Η λίστα με τους δράστες και ο προσδιορισμό τους είναι υπεύθυνοι για να αλλάξουν, και αυτές οι αλλαγές συχνά δίνουν άνθηση για συζήτηση. Εάν ισχυριστεί σε άλλο εργαστήριο ότι η σομοστατίνη βρίσκεται επίσης στο πάγκρεας και δεν εμποδίζει την αναπτυσσόμενη ορμόνη αλλά εμποδίζει την παραγωγή της ινσουλίνης, τότε ο ορισμός της σομοστατίνης αλλάζει (Latour, 1987). Η ίδια ταυτότητα της δραστικής σομοστατίνης μετατράπηκε, ακόμα και αν το όνομα παραμένει το ίδιο. Αλλά αυτό επίσης, είναι το θέμα για τον Ρούσβελτ εάν είναι πεπεισμένος για το ακατόρθωτο σχέδιο του Μανχάτταν. Οι δράστες μπορεί λιγότερο ή περισσότερο να αντισταθούν επιτυχώς στον προσδιορισμό που τους έχει επιβληθεί και να ενεργήσουν διαφορετικά. Μετά, η ταυτότητά τους εξαρτάται από την κατάσταση του δικτύου εργασίας και οι ερμηνείες με υπόγειο τρόπο, αυτό γίνεται, στην ιστορία που λαμβάνουν μέρος. Η κοινωνία και η φύση κυμαίνονται όπως τα δίκτυα εργασίας που τις διατάσουν (Callon, 1986b, 1989, Latour, 1987, 1991a)- η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Η τελευταία έχει ποικίλες γεωμετρικές, αλλάζοντας καθώς περνάει ο καιρός. Και αυτό γίνεται γιατί το μοντέλο απορρίπτει τις μεγάλες διαιρέσεις ανάμεσα στην φύση και την κοινωνία και ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μη άνθρωπο. Δεν προκαλεί την ύπαρξη των διαφορών. Αντιθέτως, τις πολλαπλασιάζει επιτρέποντας στον παρατηρητή να τις καταγράψει όλες και να τις ακολουθήσει όσο αλλάζουν. Η ανάλυση της επιστήμης είναι ένα περίφημο εργαστήριο. Είναι ένα μέρος όπου ένας μπορεί να μελετήσει κοινωνικά εδάφη κατά την δημιουργία τους .

Υπογραμμίζοντας την Δυναμική

Το επεκτεινόμενο ερμηνευτικό μοντέλο δίνει ένα ευρύ προσδιορισμό της πράξης. Ένας δράστης μπορεί να είναι ένας φαρμακευτικός οίκος που στοχεύει στην ανάπτυξη αντικαρκινικών φαρμάκων, μία πολιτική παράταξη που υποστηρίζει πυραύλους κρουζ, ένας τεχνικός που δουλεύει σε ένα πλήθος φασματόμετρων, ένας ερευνητής που ερμηνεύει στοιχεία πινάκων ή ένας ηλεκτρονικός που δεν επιδρά αμοιβαία σε μία ροή από πρωτόνια. Όλοι αυτοί οι δράστες έχουν γίνει μέσα στο έργο επιστρατευμένοι σε εκθέσεις, όργανα, ή ενσωματωμένες ικανότητες. Κάθε μία νέα μετάφραση μπορεί να τροποποιήσει, αλλάξει, φέρει σε αντίθεση, ή εναλλακτικά να κάνει δυνατές τις προηγούμενες ερμηνείες. Κάθε μία μπορεί να τροποποιήσει ή να μονιμοποιήσει τον κόσμο των δραστών. Για να ερμηνεύσουμε αρκεί να περιγράψουμε, να οργανώσουμε έναν ολόκληρο κόσμο γεμάτο με υπάρξεις (δράστες) των οποίων οι ταυτότητες και οι αλληλεπιδράσεις είναι εκ τούτου καθορισμένες. Σε αυτό το μοντέλο η άποψη της πράξης, εξαφανίζεται εξαιτίας αυτής της μετάφρασης. Ποια, τότε, είναι η εξήγηση της επιστημονικής αλλαγής;

Για να ερμηνεύσουμε ένα τέχνασμα σε μία επιγραφή, μία επιγραφή σε μία έκθεση, ή μία έκθεση σε ενσωματωμένες ικανότητες, χρειάζεται να δημιουργήσουμε μία διαφωνία, μία προδοσία. Εν συντομία, η ίση αξία είναι η εξαίρεση. Κατορθώνεται μόνο με δυσκολία και με μεγάλη δαπάνη. Η διάσταση μεταξύ ερμηνεύσεων και ο πολλαπλασιασμός των υπάρξεων, είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Ο χρωματογράφος εξιχνιάζει μία καμπύλη, ο τεχνικός καταστρώνει πίνακες, ο επιστήμονας πάει από την μία έκθεση στην άλλη, η ικανότητα της χαλινογραφείται με ένα πειραματικό μηχάνημα το οποίο παράγει νέα σημάδια κ.ο.κ. Κάθε νέα ερμηνεία παράγει μία διάσταση σε σχέση με τις προηγούμενες ερμηνείες, τις οποίες μετά απειλεί.

Έτσι γιατί υπάρχουν τόσες πολλές πολλαπλασιασμένες ερμηνείες; Κάποιος δεν χρειάζεται να φανταστεί ότι οι δράστες είναι υπερβολικοί στην δύναμη, προσπαθώντας να επιβάλλουν τις ίσες τους αξίες σε όλη τη δαπάνη (παρόλο που αυτό δεν είναι απίθανο). Η αντίληψη της πράξης μοιράζεται σε όλους τους δράστες. Είναι αρκετή για να φανταστούμε ότι ακόμα και ο πιο σεμνός δράστης, το ταπεινότερο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, ο πιο υπάκουος τεχνικός και ο λιγότερο επινοητικός ερευνητής, όλοι παράγουν ελαφρώς διαφορετικές ερμηνείες. Ο πολλαπλασιασμός των ασυμφωνιών, έγκειται σε αυτές τις μικρές προδοσίες. Ο κόσμος της ερμηνείας είναι πολυθεϊκός. Η ιστορία είναι, μία συσσώρευση τέτοιων προδοσιών και όσο οι επιστήμες δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σετ από εκτεινόμενες ερμηνείες, οι δυναμικές τους δεν διαφέρουν. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος του να πούμε, ότι η αβεβαιότητα βρίσκεται στην καρδιά της επιστημονικής παραγωγής. Αλλά είναι επίσης και ένας τρόπος να πούμε ότι η φύση δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο ενεργή ή σφυρηλατήσιμη από την κοινωνία.

Συμφωνία

Το μοντέλο επεκτεινόμενης ερμηνείας, δεν μιλάει για συναίνεση και διαφωνία. Μάλλον, μιλάει πιο γενικά για την ευθυγράμμιση ή την διασπορά των ερμηνευτικών δικτύων εργασίας.

Για να μιλήσουμε για ομοφωνία, όπως στα Μοντέλα 1 και 2, ή για κλείσιμο της συζήτησης όπως στο Μοντέλο 3, πρέπει να κάνουμε προνομιακή την παρεκβατική διάσταση της επιστήμης. Σε αντιπαράθεση, το ερμηνευτικό μοντέλο, ακόμα και όταν δίνει έμφαση στην παραγωγή των εκθέσεων, δίνει μεγάλη σημασία στην κρυμμένη πλευρά των συζητήσεων- σε όλα που δεν συζητιόνται, αλλά στην παρουσία η οποία επιτρέπει την ίδρυση της συζητήσεως. Όλες οι συζητήσεις, ακόμα και οι πιο άγριες και αμείλικτες- στηρίζονται σε μία σιωπηρή συμφωνία σχετικά με το τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι. Ο ίδιος ο Collin το δείχνει αυτό στην μελέτη των κυμάτων βαρύτητας. Η συζήτηση ανάμεσα στον Weber και τους συναδέλφους του, η ανταλλαγή διαφωνιών και αριθμοδιαφωνιών, θα ήταν αδύνατη χωρίς την βαθύτερη συμφωνία σχετικά με την σημασία των θεωριών του Αϊνστάιν, τις ικανότητες των υπολογιστών, τον χαρακτήρα των μαθηματικών εργαλείων, ή την φύση των διατροφικών στιγμών. Για να υπάρξει διαφωνία στην ερμηνεία της ηχογράφησης, χρειάζεται μία ολόκληρη αόρατη υπερκατασκευή ενσωματωμένων ικανοτήτων, γνωστών και αναγνωρισμένων τεχνικών τεχνουργημάτων. Η ύπαρξή της κάνει την συζήτηση πιθανή.

Στο μοντέλο 4, η σημασία μίας έκθεσης- η πιθανότητα που έχει να απασχολήσει ή να συζητηθεί- εξαρτάται από την αλυσίδα της ερμηνείας που έχει τοποθετηθεί. Η εξήγηση της δύναμης της έκθεσης- η ικανότητά της να πείσει- δεν διαφέρει από την εξήγηση της σημασίας της. Πάλι, εξαρτάται από τις ερμηνευτικές αλυσίδες και από τις αναφορές που αυτές δημιουργούν. Η ισχύς, τότε, είναι η λειτουργία της μη ευρωστίας των αλυσίδων και πιο ειδικά, της μορφολογίας των δικτύων εργασίας που συστήνουν. Μία απομονωμένη έκθεση δεν έχει καμία επιπλέον ισχύ από όση έχει σημασία. Ακολουθεί, λοιπόν, αυτά τα δίκτυα εργασίας με διαφοροποιήσιμα στοιχεία, που έχουν μεταφράσει το ένα το άλλο, είναι πιο ισχυρά. Και έτσι είναι αυτά με περισσότερες συμπεριπλοκές. Αυτό γίνεται επειδή κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης του δικτύου εργασίας, αντιμετωπίζεται γρήγορα με ένα πυκνό δίκτυο ερμηνειών που αλληλοστηρίζονται. Το ερμηνευτικό δίκτυο εργασίας και η ετερογέννησή του, από αυτούς που το συστήνουν (τεχνάσματα, εκθέσεις, επιγραφές, ενσωματωμένες ικανότητες, κοινωνικές ομάδες έξω από τα εργαστήρια) εξηγούν την μη ευρωστία των διαφωνιών.

Μία τέτοια ερμηνεία τείνει να εμφανιστεί στην εργασία των Pickering ή Hacking, παρόλο που είναι απασχολημένοι κυρίως με εργαστηριακές ερμηνείες. Ο Pickering διαχωρίζει τρεις κατηγορίες στοιχείων: μοντέλα του φαινομένου, πειραματικές ενέργειες και ερμηνευτικά μοντέλα. Οι ερμηνευτικές αλυσίδες είναι ιδρυμένες (άλλη μέθοδος για τον προσδιορισμό της μη ευρωστίας) όταν σε αυτά τα τρία υποστοιχεία τους δίνεται αλληλουχία, αυτό γίνεται, όταν ΄΄η ερμηνεία μοντέλου επηρεάζει μία ήπια ερμηνεία ανάμεσα στον υλικό τρόπο και σε ένα από τα δύο αντιμαχόμενα φαινόμενα μοντέλων΄΄ (Pickering, 1990). Είναι η συναρμολόγησή τους και και οι ερμηνείες τους που τα κάνουν συγκλίνοντα- ο Pickering το ονομάζει η κατακρεούργηση της εξάσκησης (ο Pickering στον τύπο)- που οδηγούν σε μη ευρωστία και στασιμότητα. Ο Hacking ασχολείται με τον τρόπο κατά τον οποίο ΄΄οι επιστήμες των εργαστηρίων τείνουν να παράγουν μία μικρή αυτοδίκαια κατασκευή που τις κρατάει σταθερές΄΄ (Hacking, 1992). Αυτό τον οδηγεί να εξερευνήσει τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σειρές ετερογενών στοιχείων που δυναμώνουν η μία την άλλη- στοιχεία που απανακατατάσσει σε τρεις μεγάλες κατηγορίες ιδεών, πραγμάτων και σημείων (δείτε επίσης Ackerman, 1985). Τέτοιες ομάδες και επαναληπτικές μέθοδοι δίνουν νόημα και ισχύ σε εκθέσεις, κάνοντάς αυτές συναφείς μεταξύ τους, μυθιστόρημα, τρόπος προσδιορισμού της μαθήσεως.

Η μη ευρωστία των δικτύων εργασίας εξαρτάται από την ευθυγράμμιση και συμπεριπλοκή των ερμηνειών που δημιουργείται στα εργαστήρια. Αλλά αυτό επεκτείνεται πολύ μακριά από αυτούς τους παράγοντες. Ο Fujimura (1992a), για παράδειγμα, δίνει έμφαση στον πολλαπλασιασμό των εδαφών που συμβάλουν για να δημιουργήσουν μακρά και εύρωστα δίκτυα εργασίας. Όπως γλαφυρά συνοψίζεται από τον Pickering (1992b):

Τα παραδείγματα της περιλαμβάνουν τα στοιχεία που κυκλοφορούν μεταξύ του δωματίου εργασίας και των ιατρικών και βασικών ερευνητών, ο επανασυνδυασμός των τεχνικών του DNA που υπάρχουν ανάμεσα σε διαφορετικά εργαστήρια και συστήνουν τα ποικίλα εδάφη της τεχνικής άσκησης, το υπολογιζόμενο στοιχείο στηρίζει αυτά τα μεταφέρσιμα υλικά από τον ένα κοινωνικό κόσμο στον άλλο…και η ονκοτζεν θεωρία που χρησιμεύει για να οργανώνει αντιληπτικές, κοινωνικές και υλικές σχέσεις, ανάμεσα σε όλους τους περιλαμβανόμενους κοινωνικούς κόσμους (σελ. 13)

Αυτό οδηγεί το ερμηνευτικό μοντέλο να προτείνει έναν επιτόπιο ορισμό της γενικότητας. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, τις εκθέσεις, τα τεχνάσματα και συσσωματωμένοι, γνωρίζουμε πώς να μην προχωράμε περισσότερο από ότι συνθέτουν τα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας και στα οποία κυκλοφορούν. Έτσι η γενικότητα της επιστήμης έγκειται στην προέκταση και στο μέγεθος αυτών των δικτύων εργασίας. Έτσι το Μοντέλο 4 λογοδοτεί για τον χαρακτήρα της επιστήμης που τονίστηκε από το Μοντέλο : γενικότητα, κεφαλαιοποίηση, κλείσιμο της συζήτησης των διαφωνιών.

Κοινωνικός Οργανισμός

Στο ερμηνευτικό μοντέλο, ο οργανισμός φαίνεται από δύο διαφορετικές απόψεις- είτε από την άποψη των απανταχού δυναμικών των δικτύων εργασίας, είτε στα όρια των εσωτερικών χειρισμών.

Η δημιουργία και ανάπτυξη των δικτύων εργασίας, εξαρτάται από ένα σύνολο συνθηκών οι οποίες είτε ευκολύνουν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη ερμηνευτικών μετώπων. Μερικές φορές, ερμηνείες και τεχνάσματα, τα οποία επιγράφονται, μπορούν να θέσουν σε ενέργεια, αντίθεση, την οποία να μην έχουν την δύναμη να υπερβούν. Μπορεί όποιο μηχάνημα αντιγραφής να χρησιμοποιηθεί για να κάνει ένα έμβρυο να γράψει; Μπορεί μία ανθρώπινη ύπαρξη να υποφέρει τόσο ώστε τα όρια της αντίστασής της να μπορούν να μελετηθούν; Είναι αποδεκτή η έρευνα στον βακτηριολογικό πόλεμο; Προφανώς, γυρεύοντας απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις, μερικές φορές φαντάζει αθέμιτο. Και τα όρια, πάντα αναθεωρήσιμα στις αρχές, είναι ενσωματωμένα, στις διαμαρτυρίες, κανόνες, ή τεχνάσματα., όπου μαζί περιορίζουν το πεδίο των ανεκτών ερμηνειών.

Άλλα εμπόδια στον πολλαπλασιασμό των ερμηνειών, ψεύδονται στους λιγότερο ή περισσότερο σαφής κανονισμούς που ορίζουν την κυκλοφορία των εκθέσεων, οργάνων και ενσωματωμένων ικανοτήτων ή που διανέμουν τα ιδιωτικά δικαιώματα (Cambrosio, Keating, & MacKenzie, 1990). Έτσι οι κανόνες εμπιστευτικότητας μπορεί να εμποδίζουν την διακλάδωση των δικτύων εργασίας, ενώ αποκλειστικά δικαιώματα σε βέβαια αποτελέσματα περιορίζουν την πιθανότητα της συσχέτισης (όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση των ευρεσιτεχνιών που μπορούν να προστατεύσουν την αναγνώριση των ανθρώπινων γενεών). Τελικά, οι μηχανισμοί του προορισμού των νομικά ομιλούντων ανθρώπων (οι δράστες έχουν οριστεί να μιλάνε εκ μέρους των δικτύων εργασίας) επηρεάζουν επίσης τον χαρακτήρα των πιθανών ερμηνειών. Αυτό εφαρμόζεται για παράδειγμα, στον υπολογισμό μεθόδων των ερευνητών, στην σύνθεση των κοινοτήτων, υπεύθυνων για τον καθορισμό των ερευνητικών προγραμμάτων και στις συνθήκες για άσκηση της πραγματογνωμοσύνης.

Ποια είναι εξουσιοδοτημένη να κάνει ποιον να μιλήσει; Ποια θα συνδεθεί με ποια; Ποια μιλάει για ποια; Οι απαντήσεις σε αυτές τις τρεις ερωτήσεις ορίζουν το διάστημα για την ανάπτυξη των ερμηνευτικών δικτύων εργασίας.

Το μοντέλο επίσης ασχολείται με τον εσωτερικό χειρισμό των δικτύων εργασίας και τους οργανωτικούς τύπους στους οποίους είναι ενσωματωμένα. Η προέκταση των δικτύων εργασίας και η ποικιλία των ερμηνειών τους, σημαίνουν ότι ο οργανισμός αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα ετερογεννετικά τους στοιχεία, είναι ένα ζήτημα σημαντικής στρατηγικής. Νέα αναλυτικά εργαλεία χρειάζονται για να μελετήσουμε την διανομή και τα εδάφη ανάμεσα σε όργανα, εκθέσεις και ενσωματωμένες ικανότητες και πιο γενικά, όλους τους επιστρατευμένους δράστες. Και τα περιεχόμενα και τα μοντέλα της κυκλοφορίας, του τι παράγεται στηρίζονται στις δυναμικές αυτών των αλληλεπιδράσεων. Μερικές πρόσφατες μελέτες (που είναι ακόμα μικρές στον αριθμό: Cambrosio & Keating, 1992, Cambrosio, Keating, & MacKenzie, 1990, Knorr Cetina, στον τύπο, Law, 1993, Vinck, Kahane, Laredo, & Meyer, 1993) διαφωτίζουν την ποικιλία των σχηματισμών και τονίζουν την αυξανόμενη σημασία των δικτύων εργασίας των εργαστηρίων που έχουν σχέση με εμπορικούς οίκους, πολιτειακά πρακτορεία ή νοσοκομεία. Η μελέτη του οργανισμού τους και ιδιαιτέρως, των πολλαπλών τύπων συντονισμού (αγορά, ιεραρχία, εμπιστοσύνη, τεχνική, κ.ο.κ.) είναι ιδιαίτερης σημασίας για το επεκτατικό ερμηνευτικό μοντέλο.

Δυναμικές του Συνόλου

Η άποψη των ερμηνευτικών δικτύων εργασίας προτείνει ότι δεν είναι μόνο η διαφοροποίηση μεταξύ φύσης και κοινωνίας που είναι παράκαιρες, αλλά ότι η συμβατική αντίθεση μεταξύ μάκρο- και μίκρο ανάλυσης (ανάμεσα σε σφαιρική αλλαγή και τοπική δράση) είναι ακατάλληλη.

Στο παρελθόν η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνία και στην φύση, χρησιμοποιήθηκε για να διαχωρίσει έναν κόσμο παθητικών υπάρξεων από έναν κόσμο ανθρώπινων δραστών, ικανών με φαντασία, εφευρετικότητα και έκφραση. Τα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας θεμελιώνουν μία συνέχιση μεταξύ αυτών των δύο άκρων – άκρων που στην πράξη δεν θα ενωθούν ποτέ. Αν κάποιος θέλει ακόμα να μιλάει για φύση και κοινωνία, είναι καλύτερο να λεει ότι τα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας υφαίνουν έναν κοινωνικοφυσισμό, έναν που είναι κατοικήσιμος ανάμεσα από δράστες των οποίων ο συναγωνισμός και οι ταυτότητες ποικίλουν με τις ερμηνείες. Και τα παθητικά όντα και οι αυθεντικοί δράστες βρίσκονται εκεί, αλλά η διαχωριστική γραμμή δεν υπάρχει. Η ιστορία της επιστήμης είναι ανακατωμένη με την ιστορία αυτών των κοινωνικοφυσικών, που είναι τόσο ποικίλοι και παρουσιάζονται ως τόσοι τύποι όσα τα δίκτυα εργασίας που τους περικλείουν.

Το μέγεθος και τα οικοδομημένα αποτελέσματα είναι ιδιοκτησίες των δικτύων εργασίας. Τρία σχέδια κάνουν πιθανή την ένταση ανάμεσα στην επιμέρους πράξη και στην σφαιρική αλλαγή: αμετάτρεπτο, επιμηκισμός και ποικιλία (Callon, 1991,1992, Callon, Law, & Rip, 1986, Latour, 1991b, Law, 1991a).

Ένα δίκτυο εργασίας γίνεται αμετάτρεπτο σε μέγεθος που οι ερμηνείες τους είναι πάγιες, κάνοντας περαιτέρω μεταφράσεις προβλέψιμες και αναπόφευκτες. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ενσωματωμένες ικανότητες, τεχνάσματα και συστήματα εκθέσων γίνονται αυξανόμενα αλληλοεξαρτώμενες και φιλοφρονητικές. Η συλλεκτική μάθηση που υπάρχει κάνει πιθανή την συσσώρευση. Η ανάπτυξη καταλήγει ακολουθώντας ένα τέλεια προσδιορισμένο κοινωνικοτεχνικό μονοπάτι το οποίο προοδευτικά μειώνει τον χώρο για ελιγμό των δραστών που λαμβάνουν μέρος. Άλλες αναπτύξεις και άλλοι σχηματισμοί είναι πάντα πιθανοί στους οποίους η ανατρεψιμότητα των δικτύων εργασίας επιτυγχάνεται και οι ερμηνείες παραμένουν ανοικτές.

Ένα ερμηνευτικό δίκτυο εργασίας μακραίνει σε μέγεθος, όταν εγγράφει έναν αυξανόμενο αριθμό διαφόρων δραστών. Αυτοί μπορεί να προέρχονται μέσα ή έξω από τα εργαστήρια, γιατί αυτό που είναι σημαντικό, είναι ο αριθμός των υπάρξεων που σχετίζονται. Το μάκρος ενός δικτύου εργασίας είναι συνοδευμένο γενικά από ένα ΄΄μαύρο-κουτί΄΄ στο οποίο ολόκληρες αλυσίδες από ερμηνείες ξεδιπλώνονται και ενσωματώνονται στις προτάσεις, τεχνάσματα, πραγματικότητες, ή ικανότητες. Πράγματι αυτή η μέθοδος του μαύρου κουτιού βρίσκεται στην καρδιά των επιστημονικών δυναμικών (Latour, 1987). Με αυτόν τον τρόπο προηγούμενα επιμήκη δίκτυα εργασίας, μετατρέπονται ακριβώς σε έναν νέο δράστη. Υποστηρίζονται, αλλά με έναν εύκολα χειριζόμενο και στέρεο τύπο. Επιπλέον, συνεισφέρουν στην παραγωγή ακόμα περισσοτέρων εκθέσεων, καταδικάζοντας τους εαυτούς τους να επιδιώκουν την ύπαρξή τους σιωπηλά στα κορμιά ή σε μηχανές που εξασφαλίζουν την επιχειρηματική συνέχεια.

Ένα ερμηνευτικό δίκτυο εργασίας, δημιουργεί την δική του αλληλουχία. Όπου υπάρχουν πολλά ποικίλα και ασύνδετα δίκτυα εργασίας, υπάρχουν πολλές ερμηνείες. Αντιστρόφως, όταν δίκτυα εργασίας είναι δυνατά αλληλοσύνδεα για να σχηματίσουν ένα σύστημα, το επίπεδο της ποικιλότητας είναι χαμηλό. Αυτό το επίπεδο είναι προφανώς ένα προϊόν της ιστορίας. Αλλά υπάρχουν δύο στοιχεία που είναι εξαιρετικά σημαντικά στο να διατηρήσουν κάποιο επίπεδο ποικιλίας. Πρώτον, βέβαιοι δράστες (π.χ. αρχές της πολιτείας) ενθαρρύνουν τον πολλαπλασιασμό των ερμηνευτικών δικτύων εργασίας. Δεύτερον, η ύπαρξη των οριακών στόχων (Star & Griesemer, 1989) ή μεσολαβητών (Wise, 1988) μπορούν να κάνουν ικανά τα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας, να συνυπάρχουν ειρηνικά και να μπορούν να εννοούν ότι ένα δεν μπορεί αναγκαστικά να εξαλείψει τα άλλα. Τέτοιοι συνοριακοί στόχοι ή μεσολαβητές υπηρετούν το να γεφυρώσουν ασυνάρτητα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας, τα οποία έτσι ενώνονται μαζί χωρίς αναγκαστικά να συγχωνεύονται σε ένα. Είναι επαρκώς ασαφή (με πολλές σημασίες στην περίπτωση των αντιλήψεων και των εκθέσεων, πολυφάνταστοι στην περίπτωση των τεχνικών τεχνασμάτων, σύνθετοι στην περίπτωση των ενσωματωμένων ικανοτήτων) για να χρησιμεύσουν, όπως σε σημεία αναχώρησης για διισταμένες ερμηνευτικές αλυσίδες, τις οποίες τις χρησιμοποιούν ως εισόδους. Μερικές φορές τα ασθενή εδάφη σχηματίζονται από οριακούς στόχους, πιθανόν δυναμωμένους, στους οποίους ακολουθεί κατάσταση συγχώνευσης. Οι σύνδεσμοι πολλαπλασιάζουν και τις ίδιες τις εκθέσεις, τις ικανότητες και τα τεχνάσματα κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στα διαφορετικά σημεία του δικτύου εργασίας.

Το μοντέλο της επεκτατικής ερμηνείας δεν αντικρούεται τοπικά και σφαιρικά, ούτε αρνείται ενεργής και παθητικές συμπεριφορές. Μάλλον, περιγράφει τις δυναμικές των δικτύων εργασίας από διαφορετικά μήκη, βαθμούς μη μετατροπής, ποικιλία και μη αλληλοσύνδεση. Αυτή η διπλή πρόκληση στην αντίθεση ανάμεσα σε μίκρο και μάκρο και στον διαχωρισμό ανάμεσα στην φύση και στην κοινωνία, συναντιέται στην συζήτηση για το περιβάλλον. Είναι η σφαιρική αλλαγή συνδεδεμένη στο να τελειοποιήσει τον σχεδιασμό της καταλυτικής εξατμίσεως; Εξαρτάται η πραγματοποίηση της κοινωνίας από την δημιουργία των βακτηρίων που έχουν προγραμματιστεί για να καταστραφούν; Αυτές οι απορίες είναι καινούργιες επειδή θολώνουν τον διαχωρισμό ανάμεσα σε επιστήμη και πολιτική και αυτόν ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μη- άνθρωπο. Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι τα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας, γίνονται πρωταγωνιστές και θέματα συζήτησης. Έτσι, θέτεται το αιώνιο πρόβλημα της πολιτικής φιλοσοφίας: Ποιος έχει το δικαίωμα να μιλά εκ μέρους ποιανού; Αλλά τα όρια στα οποία απορίες έχουν απαντηθεί είναι καινούργια. Εν αντιθέσει με το Μοντέλο , δεν είναι μία χρήση των πολιτικών στην επιστήμη αλλά η επιστήμη είναι τώρα η πηγή των νέων ιδεών και αντιλήψεων της πολιτικής φιλοσοφίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα μοντέλα που παρουσιάστηκαν εδώ, μας επέτρεψαν να βάλουμε ξανά σε ομάδες σκορπισμένες εργασίες σε τέσσερις συναφής ενότητες. Η διαφωνία υπονοεί ότι, για να καταλάβουμε τις δυναμικές της επιστήμης και την ανάπτυξή της, χρειαζόμαστε να εξερευνήσουμε και το περιεχόμενό της και τον οργανισμό της. Ο τρόπος που κάθε μοντέλο δίνει προτεραιότητα σε διαφορετικές απορίες και ο τρόπος με τον οποίο καταπιάνεται άλλα θέματα, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται αυτές τις απορίες. Εξερευνήσαμε αυτή την αλληλουχία ή οποία μερικές φορές δεν είναι ορατή όταν οι συγγραφείς ασχολούνται ατομικά.

Θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε ότι αυτά τα πρότυπα αποτυγχάνουν να αιχμαλωτίσουν μερικές από τις πιο υποσχόμενες νέες αναπτύξεις των κοινωνικών μελετών της επιστήμης και της τεχνολογίας. Για παράδειγμα, η εργασία στην ανάλυση ομιλίας (Κεφάλαιο 15) επιχειρεί να συλλάβει το ΄΄ερεθιστικό΄΄ πρόβλημα της αντανακλαστικότητας και να φανταστεί νέους φιλολογικούς τύπους (Κεφάλαιο 4) και τελευταία αλλά εξίσου σημαντική η πολιτικά κρίσιμη εργασία του γένους (Κεφάλαιο 9 και 10) δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί με αυτήν την παρουσίαση. Το ότι αυτές οι εργασίες δεν ταιριάζουν με τα τέσσερα μοντέλα, είναι πιθανώς μία συνέπεια της επικέντρωσης κυρίως σε τόσα γενικά θέματα όπως το μορφωτικό και το πολιτικό μέρος της επιστημονικής γνώσης στις μοντέρνες κοινωνίες περισσότερο από ότι στις ειδικές δυναμικές της επιστήμης.

Το προσαρμοσμένο σχέδιο δραματοποιεί τη διαφορά από τη σύγκλιση. Ακόμα ισχύουν συγκλίσεις σε κάποιο μήκος. Για παράδειγμα, τα Μοντέλα 4 και 1 μοιράζονται την άποψη της ερμηνείας. Τα Μοντέλα 3 και 4 δίνουν έμφαση στον ρόλο των οργάνων και στις ενσωματωμένες ικανότητες στις δυναμικές της επιστήμης. Επίσης αναγνωρίζουν την σημασία των οχυρωμένων δικτύων εργασίας από απόψεις και/ή τεχνικά στάνταρ για άτονες αμφισβητήσεις. Και για να σιγουρευτούμε, υπάρχουν άλλα κοινά σημεία. Αλλά πιο σημαντικά, κατά την γνώμη μου, κάθε Μοντέλο έχει εμπλουτίσει το προηγούμενό του. Η απορία της ορθότητας μιας τέτοιας μη προοδευτικότητας παραμένει ανοικτή. Ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει ότι το να δώσει μία ρητορική ευλογοφανή απάντηση είναι δύσκολο για τον συγγραφέα! Η δύναμη του κάθε μοντέλου, προφανώς εξαρτάται από τον αριθμό των συμμάχων που είναι ικανό να στρατολογήσει για την υποστήριξή του και την άμυνά του. Το Μοντέλο 4 σχεδιασμένο για να ικανοποιήσει στιγμιαία αυτούς που έχουν εμμονή, με την ανάγκη να εξηγήσουν την δύναμη της έκθεσης, αυτούς που βλέπουν την επιστήμη ως έναν συναγωνισμό ανάμεσα στις απαιτήσεις της γνώσης και τελικά αυτούς που θεωρούν επιστήμη να είναι μία ετερογενής κοινωνικομορφωτική άσκηση. Πόσο επιτυχής θα είναι μία τέτοια προσπάθεια που εξαρτάται από τον αναγνώστη και όχι από τον συγγραφέα.

Παίρνοντάς το ως πιθανό, η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να επιχειρηθεί σε δύο κατευθύνσεις:

κάθε μοντέλο είναι δυνατό σε συγκεκριμένες περιοχές και αδύνατο σε άλλες. Για παράδειγμα, στο Μοντέλο 2, τα δανειζόμενα από τα οικονομικά, περιορίζονται σε πιο γενικές θεωρίες και παραδεκτά, στις παλιότερες. Τα σχέδια της βιομηχανικής οικονομίας δεν χρησιμοποιούνται. Αντιλήψεις όπως φραγμοί στο να μπαίνεις, διαφορετικά κέρδη σε επενδύσεις, ελλιπείς ανταγωνισμός, ποικιλία ή διαφορετικές στρατηγικές σίγουρα θα είχαν εμπλουτίσει την ανάλυση. Πιο γενικά, η ιστορική έρευνα της ανάγκης και η εξέλιξη αυτών των επιστημονικών ιδρυμάτων αξίζουν να εξετασθούν προσεκτικά. Αυτοί που εμπιστεύονται το Μοντέλο 1, ίσως να θέλουν να εξερευνήσουν πως κάποια νέα κριτήρια για την διατίμηση της δύναμης των εκθέσεων επείγουν και είναι αποδεκτά. Οι υποστηρικτές του Μοντέλου 3, μπορεί να κάνουν πιο βαθιά την έρευνά τους στην ίδρυση της συμφωνίας και να βελτιώσουν μία πιο καθαρά μορφωτική ιστορία επιστημονικών ασκήσεων., δίνοντας προσοχή στην συνοριακή κατασκευή, ανάμεσα στην επιστήμη και το περιβάλλον της (Κεφάλαιο 18). Και αυτοί του Μοντέλου 4 έχουν προς το παρών λίγα να πουν για τους οργανωτικούς τύπους που συντροφεύουν ή εμποδίζουν τα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας.

Τα μοντέλα παρουσιάστηκαν σε αυτό το κεφάλαιο να έχουν περισσότερα να πουν για τις σχέσεις ανάμεσα στις εκθέσεις, τεχνουργήματα, και ενσωματωμένες ικανότητες όπως επίσης στην αντικατάσταση ή στην συμπλήρωση στα οποία αυτά δίνουν άνθηση. Αλλά υπάρχει λίγη εργασία στα εδάφη ανάμεσα στα ερμηνευτικά δίκτυα εργασίας της επιστήμης από την μία πλευρά και στην τεχνολογία (Bijker & Pinch, 1987) και οικονομικών από την άλλη. Τέτοιες έρευνες μπορεί να δείξουν πως δίκτυα εργασίας αναπτύσσουν εκθέσεις και τεχνάσματα, χρήματα, ενσωματωμένες ικανότητες, εμπιστοσύνη και διαταγές όλα κυκλοφορούν. Εάν αυτό γίνει, τότε η ένωση θα κτισθεί με γειτονικές αρχές, ειδικά με τα οικονομικά της τεχνικής αλλαγής της οποίας πρόσφατα αποτελέσματα δείχνουν μία αξιοσημείωτη σύγκλιση με αυτά της κοινωνιολογίας της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η οποία, πάντως, είναι μία ΄΄διεγερτική΄΄ πιθανότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου