Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΒΡΩΣΙΜΗ ΓΝΩΣΗ: Η ΧΗΜΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ



ΒΡΩΣΙΜΗ ΓΝΩΣΗ: Η ΧΗΜΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ


Harry Collins & Trevor Pinch

[Απόσπασμα από το βιβλίο των H. Collins & T. Pinch "The Golem: Τί Πρέπει να Γνωρίζει ο Καθένας για την Επιστήμη"]


Πρόλογος

Ο καθένας εκπλήσσεται απ' τη μνήμη και σχεδόν όλοι νιώθουν ότι θα προτιμούσαν η μνήμη τους να ήταν λίγο καλύτερη. Το να απομνημονεύεις γραμμές σ' ένα παιχνίδι ή πίνακες πολλαπλασιασμού είναι σχεδόν ένα είδος σκληρής δουλειάς που προτιμούμε ν' αποφεύγουμε. Η αργή ανάπτυξη της εμπειρίας που θεωρείται ως σοφία μοιάζει να είναι η σταδιακή συσσώρευση αναμνήσεων κατά τη διάρκεια της ζωής. Εάν μπορούσαμε να μεταδώσουμε τις αναμνήσεις μας άμεσα, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τις δημιουργικές μας ικανότητες από νεαρή ηλικία δίχως να χρειάζεται να σπαταλήσουμε χρόνια στο να δημιουργήσουμε πρώτα το υπόβαθρο.

Απ' το τέλος της δεκαετίας του '50 έως τα μέσα της δεκαετίας του '70 άρχισε να φαίνεται ότι κάποια στιγμή θα είμαστε ικανοί να χτίσουμε τις αναμνήσεις μας χωρίς τη συνήθη προσπάθεια. Αυτό προέκυψε σαν αποτέλεσμα των πειραμάτων που έγιναν από τον James V. McConnell και αργότερα απ' τον George Ungar πάνω στη χημική μετάδοση της μνήμης σε σκουλήκια και αρουραίους. Εάν οι αναμνήσεις είναι κωδικοποιημένες σε μόρια, τότε θεωρητικά, θα ήταν δυνατόν να μεταβιβάσουμε τα "Άπαντα του Σαίξπηρ" στη μνήμη παίρνοντας ένα χάπι, ή να μάθουμε καλά μια ξένη γλώσσα με το να την τοποθετήσουμε κάτω απ' την επιδερμίδα μας· μια ολόκληρη καινούργια ερμηνεία θα μπορούσε να δοθεί στην ιδέα του “καταβροχθίζειν το λεξικό”. Οι McConnell και Ungar πίστευαν πως έδειξαν ότι οι αναμνήσεις είναι αποθηκευμένες σε χημικές ουσίες που μπορούν να μεταβιβαστούν από ζώο σε ζώο. Πίστευαν πως είχαν δείξει ότι ουσίες που σχετίζονται με τη μνήμη μπορούν να εξαχθούν απ' τον εγκέφαλο ενός όντος και θα δοθούν σ' ένα δεύτερο ον με ευεργετικά αποτελέσματα. Εάν το πρώτο ον είχε εκπαιδευτεί σε κάποια εργασία, όπως να στρίβει αριστερά ή δεξιά σ' ένα διάδρομο προκειμένου να φτάσει στο φαΐ του, το δεύτερο ον θα ξέρει πώς να φτάσει το φαΐ χωρίς εκπαίδευση ή , έστω με λιγότερη απ' τη συνηθισμένη εκπαίδευση. Το δεύτερο ον θα έχει όπως μπορεί να ειπωθεί ένα προβάδισμα συγκεκριμένο με κάποιο άλλο που δεν είχε το πλεονέκτημα της ουσίας που αντιστοιχεί στη μνήμη.

ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ

Τα πρώτα πειράματα είχαν γίνει απ' τον McConnell σε γαιοσκώληκες, ένα είδος επίπεδου σκουληκιού. Ο McConnell τα εκπαίδευσε να κουλουριάζονται σε αντίδραση στο φως. Έριχνε δυνατό φως στα σκουλήκια καθώς αυτά κολυμπούσαν κατά μήκος μιας δεξαμενής και τότε τους προκαλούσε τέτοιο σοκ ώστε αυτά να καμπουριάζουν ή να κουλουριάζονται. Τελικά τα σκουλήκια έμαθαν να συσχετίζουν το φως με το σοκ και άρχισαν να κουλουριάζονται όταν έπεφτε επάνω τους φως ανεξάρτητα απ' το αν είχε ή όχι προκληθεί το σοκ. Τα σκουλήκια που αντιδρούσαν στο φως καμπουριάζοντας από μόνα τους χαρακτηρίσθηκαν “εκπαιδευμένα σκουλήκια”. Ο McConnell περιέγραψε τα πειράματα ως εξής :

Φανταστείτε μια πλαστική τρυπημένη δεξαμενή από πλαστικό, 12 ίντσες σε μήκος, με ημικυκλική κάτοψη και γεμάτη με στάσιμο νερό. Σε κάθε άκρη υπάρχουν ηλεκτρόδια συνδεδεμένα με μια δυναμική πηγή. Πάνω απ' τη δεξαμενή υπάρχουν δύο ηλεκτρικοί λαμπτήρες. Μέσα στη δεξαμενή κολυμπάει κατά πάσα διεύθυνση ένα σκουλήκι, και μπροστά απ' τον όλο εξοπλισμό κάθεται ο εκτελών το πείραμα, κοιτώντας το σκουλήκι ενώ τα χέρια του βρίσκονται σε δύο διακόπτες. Όταν το σκουλήκι γλιστράει απαλά σε ευθεία γραμμή στον πάτο της δεξαμενής, ο πειματιζόμενος ανάβει το φως για 3 δευτερόλεπτα. Όταν το φως παραμείνει ανοικτό για 2 ή 3 δευτερόλεπτα, ο πειραματιζόμενος προσθέτει ένα δευτερόλεπτο ηλεκτρικού σοκ, το οποίο διαπερνάει το νερό και κάνει το σκουλήκι να συσταλθεί. Αυτός που εκτελεί το πείραμα καταγράφει τη συμπεριφορά του σκουληκιού κατά τη διάρκεια των δύο δευτερόλεπτων απ' τη στιγμή που άναψε το φως μέχρι πριν την αρχή του σοκ. Εάν το ζώο κάνει μια παρατηρήσιμη κίνηση αλλαγής ή συσταλθεί πριν την αρχή του σοκ, αυτό σημαίνει σημειώνεται ως “σωστή” ή ελεγχόμενη αντίδραση.

Αυτό ακούγεται πλήρης ευκολονόητο όμως είναι χρήσιμο να προβούμε σε λεπτομέρειες απ' την αρχή. Οι γαιοσκώληκες κουλουριάζονται και στρίβουν το κεφάλι τους από στιγμή σε στιγμή ακόμη κι όταν βρίσκονται μόνοι τους. Κουλουριάζονται ακόμη σε αντίδραση σε πολλά κίνητρα, συμπεριλαμβανομένου και του φωτός. Για να εκπαίδευση τα σκουλήκια, ο McConnell έπρεπε πρώτα ν' ανακαλύψει το επίπεδο του φωτός που ήταν αρκετά δυνατό για να το αισθανθούν τα σκουλήκια αλλά όχι τόσο ώστε να τους προκληθεί να κουλουριαστούν χωρίς το ηλεκτρικό σοκ. Απ' τη στιγμή που η συμπεριφορά των σκουληκιών ποικίλει από τη στιγμή σε στιγμή κι από σκουλήκι σε σκουλήκι, οδηγούμαστε κατευθείαν σε στατιστική μελέτη παρά σε αναντίρρητα “ναι” ή “όχι”. Αυτό που είναι χειρότερο είναι ότι η αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης με το σοκ εξαρτάται απ' το αν το σκουλήκι δεν ήταν καμπουριασμένο τη στιγμή που έλαβε το σοκ. Ένα ήδη κουλουριασμένο σκουλήκι δεν έχει επιλογή αντίδρασης στο φως και στο σοκ, και επομένως δεν εκδηλώνει πρόοδο στην “εκπαίδευσή” του όταν δίνεται το κίνητρο. Συμπεραίνουμε επομένως ότι για να εκπαιδεύσουμε σωστά τα σκουλήκια, χρειάζεται να τα παρατηρούμε προσεκτικά και να διοχετεύουμε το κίνητρο μόνο όταν κολυμπούν ήρεμα. Όλες αυτές οι πλευρές της εκπαίδευσης των σκουληκιών απαιτούν ικανότητες - ικανότητες τις οποίες ο McConnell και οι βοηθοί του απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου. Όταν ο McConnell ξεκίνησε τα πειράματά του στα 1950, βρήκε ότι αν εκπαίδευε τα σκουλήκια με 150 ζεύγη φωτός ακολουθούμενα από σοκ κατέληγε σε 45% περισσότερο κουλούριασμα αναφορικά με το φως. Στα 1960, όπου αυτός και οι συνεργάτες του είχαν εξασκηθεί περισσότερο, οι ίδιες μονάδες φωτός παρήγαγαν 90%, περισσότερη αντίδραση.

Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ο McConnell προσπάθησε να τεμαχίσει στα δύο τα εκπαιδευμένα σκουλήκια. Οι γαιοσκώληκες μπορούν να αναπαραχθούν και απ' τα δύο μισά του κομμένου σώματος τους. Ο McConnell ενδιαφερόταν για το αν τα σκουλήκια που ανασχηματίζονταν απ' το πρώτο μισό που συμπεριλάμβανε τον εγκέφαλό τους διατηρούσαν την εκπαίδευση. Αυτό συνέβη, αλλά η έκπληξη ήταν ότι τα σκουλήκια που αναδημιουργήθηκαν απ' το μισό χωρίς εγκέφαλο τμήμα, έκαναν κι αυτά το ίδιο, αν όχι καλύτερα τότε σίγουρα εξίσου καλά. Αυτό υπέδειξε ότι η εκπαίδευση “μεταφέρθηκε” με κάποιο τρόπο σε όλο το σκουλήκι αντί να παραμείνει στον εγκέφαλο. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα ότι η εκπαίδευση θα μπορούσε να είχε “αποθηκευτεί” χημικά.

Ο McConnell προσπάθησε να μεταφέρει την εκπαίδευση μεταμοσχεύοντας τμήματα από εκπαιδευμένα σκουλήκια σε ανεκπαίδευτα δείγματα, αλλά αυτά τα πειράματα είχαν μικρή επιτυχία. Μερικοί γαιοσκώληκες έχουν τάσεις κανιβαλισμού. Στη συνέχεια ο McConnell προσπάθησε να ταΐσει τεμαχισμένες ποσότητες από εκπαιδευμένα σκουλήκια στα ανυποψίαστα αδέλφια τους και παρατήρησε ότι αυτά που είχαν καταναλώσει εκπαιδευμένο κρέας ήταν περίπου μιάμιση φορά πιο πιθανό ν' αντιδράσουν στο φως μόνα τους απ' ότι θα συνέβαινε αλλιώς. Αυτά τα πειράματα αναφέρθηκαν γύρω στο 1962. Μέχρι στιγμής η υποψία ότι η μνήμη μπορεί να μεταφερθεί χημικά ήταν η κινητήριος δύναμη γι' αυτά τα πειράματα.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ

Η ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΧΗΜΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ

Η υποψία ότι η εκπαίδευση ή η μνήμη μπορούν να μεταφερθούν με χημικά μέσα έδωσε ώθηση σε ισχυρούς αντίλογους. Ένα αντίθετο επιχείρημα ήταν να συμφωνηθεί ότι η εκπαίδευση μεταφέρθηκε από σκουλήκι σε σκουλήκι, χωρίς όμως αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι γαιοσκώληκες έχουν πεπτικό σύστημα αρκετά διαφορετικό από εκείνο των θηλαστικών. Το πεπτικό σύστημα των σκουληκιών δεν διασπάει την τροφή σε μικρά χημικά συστατικά αλλά ενσωματώνει μεγάλα συστατικά του προς πέψη υλικού στο σώμα τους. Σε ελεύθερη μετάφραση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα εν αγνοία σκουλήκια δέχτηκαν “μοσχεύματα” από εκπαιδευμένα σκουλήκια - είτε κομμάτια από εγκέφαλο, ή κάποιο άλλο είδος από μοιρασμένη δομή μνήμης - αντί να απορροφήσουν συστατικά μνήμης. Αυτό θα ήταν ενδιαφέρον αλλά δεν υπονοεί ότι η μνήμη είναι ένα χημικό φαινόμενο και, σε κάθε περίπτωση, δε θα είχε σημασία για την κατανόηση της μνήμης των θηλαστικών. Η απάντηση του McConnell σ' αυτό ήταν να συγκεντρωθεί σ' αυτό που πίστευε ότι ήταν το στοιχείο της μνήμης. Τελικά, εμβολίασε σκουλήκια με RNA που είχε εξαχθεί από εκπαιδευμένα όντα, και ισχυρίστηκε αξιοπρόσεχτη επιτυχία.

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ Ή ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Μια άλλη γραμμή επίθεσης στάθηκε στο βασικό επιχείρημα ότι οι γαιοσκώληκες είναι αρκετά πρωτόγονο είδος ώστε να εκπαιδευτούν. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη ο McConnell κορόιδευε τον εαυτό του πιστεύοντας ότι είχε εκπαιδεύσει τα σκουλήκια ν' αντιδρούν στο φως, ενώ είχε μονάχα αυξήσει το γενικό επίπεδο της ευαισθησίας τους σε κάθε κίνητρο. Εάν κάτι είχε μεταφερθεί από σκουλήκι σε σκουλήκι, ήταν μια ευαίσθητη ουσία παρά κάτι που περιείχε μια συγκεκριμένη ανάμνηση.

Είναι δύσκολο να δεχτούμε αυτό το επιχείρημα γιατί κάθε είδους εκπαίδευσης είναι πιθανό ν' αυξήσει την ευαισθησία. Η εκπαίδευση επιτυγχάνεται με παράλληλη έκθεση σε φως και ηλεκτρικό σοκ. Ένας τρόπος να ενστερνιστούμε την υπόθεση της ευαισθητοποίησης είναι να υποβάλλουμε τα σκουλήκια στον ίδιο αριθμό σοκ και λήψεων φωτός, αλλά με τυχαία σειρά. Εάν η ευαισθητοποίηση είναι το κύριο αποτέλεσμα, τότε τα σκουλήκια που υποβλήθηκαν σ' ένα τυχαίο σχέδιο σοκ και λήψεων φωτός είναι το ίδιο πιθανό να κουλουριάζονται από μόνα τους σε αντίδραση στο φως όσο και τα σκουλήκια που υποβλήθηκαν σε οργανωμένη “ζεύγη εναυσμάτων”. Εάν είναι σημαντική η εκπαίδευση παρά η ευαισθητοποίηση, τα εκπαιδευμένα σκουλήκια θα τα κατάφεραν καλύτερα.

Για άλλη μια φορά αυτό ακούγεται απλό. Πράγματι, ο McConnell, καθώς και άλλοι που ασχολήθηκαν με τα σκουλήκια, βρήκαν μια σημαντική διαφορά μεταξύ των εκπαιδευμένων και ευαίσθητων σκουληκιών, αλλά το αποτέλεσμα είναι δύσκολο να επαναληφθεί γιατί η εκπαίδευση είναι υπόθεση κατάλληλων εφαρμογών. Όπως εξηγήθηκε πρωτύτερα, για να επιτευχθεί σωστή εκπαίδευση είναι απαραίτητο να παρατηρεί κανείς τα σκουλήκια από πολύ κοντά και να μάθει πότε αυτά είναι αρκετά ήρεμα ώστε ένα σοκ να παράγει μια αύξηση της εκπαίδευσης. Διαφορετικοί εκπαιδευτές μπορούν να διεξάγουν παντελώς διαφορετικά αποτελέσματα από μεθόδους εκπαίδευσης όσο κι αν προσπαθούν να επαναλάβουν τα πειράματα σύμφωνα με την περίπτωση.

Κάνοντας κριτική, το να υποστηρίζεται ότι ένα φτωχό αποτέλεσμα προκύπτει από μια φτωχή εκπαιδευτική τεχνική - ειδικά η αποτυχία κατανόησης των σκουληκιών - ακούγεται σαν προκατασκευασμένη δικαιολογία. Το να ειπωθεί ότι μόνο ορισμένοι "τεχνικοί" καταλαβαίνουν τα σκουλήκια τόσο καλά ώστε να είναι ικανοί να βγάλουν αποτέλεσμα ακούγεται σαν ένα λιγότερο επιστημονικό επιχείρημα.

Οι κριτικές πάντα πιστεύουν ότι η δήλωση ότι μόνο κάποιοι καταφέρνουν να βγάλουν αποτέλεσμα, είναι απόδειξη ότι κάτι ανήκουστο συμβαίνει. Και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στην ιστορία της επιστήμης όπου ένας υποτιθέμενος χρυσοχέρας πειραματιζόμενος απεδείχθη απατεώνας. Εν τούτοις, η ύπαρξη ειδικά ικανών πειραματιζόμενων - το πρόσωπο μέσα σ' ένα εργαστήριο που μπορεί επιτυχώς να καταφέρει μια διεξαγωγή ή μια λεπτή μέτρηση - είναι επίσης ευρέως διαπιστωμένη. Στον τομέα της φαρμακολογίας, για παράδειγμα, η βιοέκθεση χρησιμοποιείται πολύ. Σε μια βιοέκθεση, η ύπαρξη και ποσότητα ενός ναρκωτικού καθορίζεται απ' τα αποτελέσματά του σε ζώσα ύλη ή ολόκληρους οργανισμούς. Κατά μία έννοια, η μέτρηση του αποτελέσματος από διαφορετικούς εξηγμένους εγκεφάλους σε σκουλήκια και αρουραίους μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της ως βιοέκθεση παρά ως πείραμα μετάδοσης. Ακόμα η βιοέκθεση είναι μια τεχνική που έχει τη φήμη ότι είναι δυναμικώς δύσκολο να “μεταφερθεί” από ένα γκρουπ επιστημόνων σ' ένα άλλο καθότι απαιτεί ικανότητα και εφαρμογή. Είναι επομένως δύσκολο να ξεχωρίσεις τους ικανούς, πρόβλημα το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία σ' αυτόν τον τομέα. Σίγουρα το να το αποδίδουμε σε έλλειψη τιμιότητας δεν είναι το πρέπον.

Γι' αυτό το λόγο η διαφωνία μεταξύ του McConnell και των όσων τον κριτίκαραν μπορούσε να συνεχιστεί, φτάνοντας στο ζενίθ, το 1964, με τη δημοσίευση ενός ειδικού ένθετου στην εφημερίδα, “Η Συμπεριφορά των Ζώων”, που ήταν αφιερωμένο στον αντίλογο. Σ' εκείνη τη φάση θα ήταν δύσκολο να ειπωθεί ποιος κέρδισε, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι η άποψη του McConnell ότι το να εκπαιδεύεις σκουλήκια απαιτεί ειδικές ικανότητες γινόταν όλο και πιο αποδεκτή.

ΣΥΓΚΕΧΥΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ

Η ευαισθητοποίηση μπορεί να μας φανεί σαν μια συγκεχυμένη μεταβλητή, και οι κριτικοί προτείνουν πλήθος άλλων. Για παράδειγμα, οι γαιοσκώληκες παράγουν σάλιο καθώς σέρνονται. Οι νευροσκώληκες προτιμούν να κολυμπούν σε σαλιωμένη περιοχή απ' όπου έχουν ήδη περάσει άλλα σκουλήκια. Ένα ανυποψίαστο σκουλήκι που κολυμπάει σε ένα διακλαδιζόμενο διάδρομο θα προτιμήσει φυσικά ν' ακολουθήσει το μονοπάτι που έχει σημειωθεί πιο έντονα απ' το σάλιο των προηγούμενων σκουληκιών. Εάν ο διάδρομος έχει χρησιμοποιηθεί για εκπαίδευση, ο προτιμώμενος δρόμος θα είναι αυτός που έχει χρησιμοποιηθεί συχνότερα. Επομένως, τ' “ανυποψίαστα” σκουλήκια θα προτιμήσουν ν' ακολουθήσουν τους εκπαιδευμένους ομοίους τους όχι εξαιτίας της μεταφοράς κάποιας ουσίας, αλλά εξαιτίας απ' τα ίχνη σάλιου που έχουν αφεθεί. Ακόμη και σ' ένα οποιοδήποτε σκουλήκι η προτίμηση του να στρίψει - για παράδειγμα - δεξιά, θα μπορούσε να είναι η δημιουργία αυτοενισχώμενου διαδρόμου σάλιου παρά μια εκπαιδευμένη αντίδραση.

Απ' τη στιγμή που αυτό επισημάνθηκε υπάρχουν πλήθος θεραπειών. Για παράδειγμα, οι δεξαμενές μπορούν να τριφτούν μεταξύ δύο περιοχών (αν και δεν είναι ποτέ αρκετά εμφανές πότε έχει γίνει αρκετό τρίψιμο) ή νέα δεξαμενή μπορεί να χρησιμοποιηθούν. Βρέθηκε ότι σε επαρκώς καθαρισμένες δεξαμενές δε θα μπορούσε να παρατηρηθεί μαθησιακό αποτέλεσμα, αλλά ο McConnell, ως αποτέλεσμα εκτενέστερης έρευνας, ισχυρίστηκε ότι τα σκουλήκια δε μπορούν να εκπαιδευτούν σωστά σε καθαρό περιβάλλον. Ισχυρίστηκε ότι τα σκουλήκια ήταν δυστυχισμένα σε μη οικείο περιβάλλον το οποίο στερείται σάλιου; η περισσή υγιεινή εμπόδιζε τη διεξαγωγή των πειραμάτων. Μπορούμε να φανταστούμε τη φύση της διαφωνίας μεταξύ του McConnell και των αντιπάλων του πάνω στο θέμα των αποτελεσμάτων του σάλιου.

Τελικά, αυτό το μέρος της διαφωνίας λύθηκε, προς ευχαρίστηση τουλάχιστον του McConnell, σαλιώνοντας εκ των προτέρων το έδαφος της εκπαίδευσης με άσχετα σκουλήκια που δεν αποτελούσαν μέρος του πειράματος. Αυτό έκανε τις δεξαμενές και τους διαδρόμους άνετους για τα ζητήματα των πειραμάτων χωρίς να ενισχύεται κάποια συμπεριφορά.

Όλες αυτές οι διαφωνίες είναι χρονοβόρες και δεν είναι ξεκάθαρο στον καθένα τι ακριβώς υπερισχύει. Αυτός είναι ο λόγος που οι αντιθέσεις απόψεων συνεχίζονται για τόσο πολύ όταν η λογική των πειραμάτων φαίνεται ξεκάθαρη και απλή. Ας θυμόμαστε επίσης ότι κάθε πείραμα απαιτεί μεγάλο αριθμό προσπαθειών και στατιστικών αναλύσεων. Το επίπεδο των τελικών αποτελεσμάτων είναι συνήθως χαμηλό, επομένως δεν είναι πάντα ξεκάθαρο τι αποδείχθηκε.

Εάν ή όχι τα αποτελέσματα του McConnell μπορούν ν' αντιγράφουν από άλλους, εξαρτάται κατά γενική ομολογία απ' το ποιες ήταν οι σημαντικές παράμετροι στο πείραμα. Έχουμε ήδη αναφέρει - κατά την άποψη του McConnell - την αναγκαιότητα της κατανόησης και της έμπειρης μεταχείρισης των σκουληκιών. Στο δικό του εργαστήριο, η εκπαίδευση των κινούμενων σκουληκιών από έναν πεπειραμένο επιστήμονα απαιτούσε εβδομάδες πρακτικής. Έπρεπε να μην “πιέζουν” τα σκουλήκια. Κατά τα λεγόμενά του:

Είναι απαραίτητο να τους συμπεριφερόμαστε απαλά, σχεδόν με αγάπη... μοιάζει σίγουρο ότι η ποικιλομορφία στην επιτυχία που αλλάζει απ' το 'ένα εργαστήριο στο άλλο οφείλεται σε διαφορά στην προσωπικότητα και στην προηγούμενη εμπειρία των εξεταστών. (McConnell, 1965, σελ. 26).

Η διεκπεραίωση κάθε σοβαρής επιστημονικής έρευνας απαιτεί την πλήρη αφοσίωση του πειραματιστή. Ο προαναφερθείς, ειδικά στον τομέα της βιολογίας όπου έχει να ασχοληθεί με ζώντες οργανισμούς, οφείλει να αγαπήσει το αντικείμενο της έρευνάς του, όσο και αν αυτό ίσως ακούγεται φαιδρό στην απλή κοινή γνώμη.

Όπως εξηγήθηκε, εξετάζοντάς το απ' την πλευρά των αντιπάλων του McConnell, αυτό ήταν μια απ' τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούσε ο McConnell έναντι στην εμφανή μη - επαναληψιμότητα της εργασίας του. Το αποτέλεσμα του σάλιου ήταν μια άλλη μεταβλητή που αναφέρθηκε και απ' τις δύο παρατάξεις κατά διαφορετικό τρόπο.

Μια επιστημονική διαφωνία αναπτύσσει περισσότερες μεταβλητές που επηρεάζουν το πείραμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να γνωστοποιηθεί. Για τους υποστηρικτές αυτό αποτελεί ακόμη ένα λόγο για τον οποίο οι ανειδίκευτοι συναντούν δυσκολία στη διεξαγωγή του πειράματος. Για τους διαφωνούντες, υπάρχουν περισσότερες δικαιολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν όταν κάποιοι αποτυγχάνουν να επαναλάβουν τα αρχικά αποτελέσματα.

Στην περίπτωση των πειραμάτων με σκουλήκια, έως και 70 μεταβλητές αναφέρθηκαν συνολικά ως αντιλογία στα πειραματικά αποτελέσματα. Συμπεριλαμβάνουν : το είδος και το μέγεθος των σκουληκιών, τον τρόπο που διαφυλάσσονταν όταν δε μετείχαν στα πειράματα (είχε φως ή σκοτάδι;), ο τύπος της διατροφής τους η συχνότητα εκπαίδευσης, η θερμοκρασία και χημική σύσταση του νερού, η ποσότητα του φωτός, το χώμα και η διάρκειά του, η φύση του ηλεκτρικού σοκ (το παλμικό του σχήμα, η ένταση, το δυναμικό κ.τ.λ.), το πρόγραμμα διατροφής των σκουληκιών, η εποχή του χρόνου και η ώρα της μέρας που εκπαιδεύονταν τα σκουλήκια. Ακόμη και η βαρομετρική πίεση, η φάση της σελήνης και ο προσανατολισμός της δεξαμενής σε σχέση με το μαγνητικό πεδίο της γης. Αυτό προσέφερε ευρεία προοπτική για κατηγορίες και συμφωνίες - η ικανότητα εναντίον της προπαρασκευής. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των δυναμικών μεταβλητών, τόσο δυσκολότερο ν' αποφασιστεί εάν ένα πείραμα αντιγράφει τις συνθήκες ενός άλλου.

Συμπεραίνουμε, επομένως, ότι η διεξαγωγή ενός φαινομενικά απλού πειράματος απαιτεί να ληφθούν υπόψη πλήθος παραγόντων προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε εσφαλμένο συμπέρασμα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι παράμετροι που εξετάστηκαν είναι τόσο εξειδικευμένες ώστε να είναι πρακτικά αδύνατο για τον μη ειδήμονα να τις εντοπίσει.

Αυτό φαίνεται καθαρότερα στη συνέχεια του κειμένου όπου διαπιστώνεται η απόπειρα ανειδίκευτων, ερασιτεχνών πειραματιστών η οποία όχι μόνο απεδείχθη ανεπιτυχής, αλλά επηρέασε αρνητικά τη σοβαρότητα των πειραμάτων του McConnell.

Ο McConnell ήταν ένας ασυνήθιστος επιστήμονας. Αυτό που οι άνθρωποι πιστεύουν δεν είναι μόνο συνάρτηση του τι ανακαλύπτει ένας επιστήμονας αλλά και της εικόνας της δουλειάς που παρουσιάζει. Ο McConnell δε συμβιβαζόταν επιστημονικά και δε χαριζόταν. Μία απ' αυτού του είδους τις ασυμβίβαστες πράξεις του ήταν να ιδρύσει το 1959 μια εφημερίδα με το όνομα “Τα σκουλήκια αφομοιώνουν”. Ισχυρίστηκε ότι αυτός ήταν ένας τρόπος να συνεργαστεί με τον τεράστιο αριθμό γραμμάτων που είχε λάβει ως αποτέλεσμα της προσωπικής του δουλειάς πάνω στα σκουλήκια, αλλά η εφημερίδα εξέδιδε επίσης καρτούνς και επιστημονικά καλαμπούρια.

Ένα από τα μειονεκτήματα των πειραμάτων με σκουλήκια ήταν ότι έμοιαζαν εύκολα. Πολλοί πειραματιζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων και μαθητών του γυμνασίου, μπορούσαν να προσπαθήσουν τη μεταφορά μόνοι τους. Αυτοί οι μαθητές που παρακαλούσαν τον McConnell για πληροφορίες και εκτίμηση των αποτελεσμάτων τους. Τα γράμματα στην εφημερίδα ήταν η απάντηση του McConnell. Δεν είναι απαραιτήτως καλό να υπάρχουν μαθητές που επαναλαμβάνουν τα πειράματα κάποιου και να δίνουν την εντύπωση ότι αυτά δε χρήζαν εγκυρότητας. Και το χειρότερο, γίνεται ακόμη δυσκολότερο απ' ότι συνήθως να ξεχωρίσεις τη σοβαρή επιστημονική δουλειά απ' τη λιγότερο ικανή. Είναι άσχημο να βρίσκεις ένα περιγελαστικό γράμμα όταν επιθυμείς η δουλειά σου να αντιμετωπιστεί σοβαρά.

Το 1957 η εφημερίδα χωρίστηκε σε δύο μέρη και το δεύτερο μισό έφερε τον τίτλο “Η Εφημερίδα της Βιολογικής Ψυχολογίας”. Αυτή η εφημερίδα ήταν πιο συμβατική, με σχετικά άρθρα. Η ιδέα ήταν η σοβαρή δουλειά να εμφανίζεται στο τέλος της εφημερίδας ενώ το υλικό των αστείων γραμμάτων θα διατηρείτο για το πρώτο μισό. Η “Εφημερίδα της Βιολογικής Ψυχολογίας” ποτέ του πλήρη σεβασμό ενός συμβατικού επιστημονικού εντύπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε με το “Η αφομοίωση των σκουληκιών” να δεχθεί την άλλη άποψη της επιστημονικής σύμβασης σε κάθε τεύχος;

Καθότι ένας αριθμός των αποτελεσμάτων του McConnell δημοσιεύτηκαν και στα δύο μέρη της εφημερίδας, οι επιστήμονες δεν ήξεραν πώς να τα εκλάβουν. Από μια άλλη άποψη, κάθε διαφωνιών που ήταν αποφασισμένος να μην πάρει στα σοβαρά τη δουλειά του McConnell είχε κάθε καλή δικαιολογία να αγνοήσει τους ισχυρισμούς του εάν κάθε επιστημονική δημοσίευση ανήκε στην εφημερίδα του McConnell. Στο διαγωνισμό των επιστημονικών ισχυρισμών ο τρόπος παρουσίασης είναι τόσο σημαντικός όσο και το περιεχόμενο.

Η επιστημονική κοινότητα έχει τις δικές της τελετουργίες και τις παράξενες αναμενόμενες παραδόσεις της. Τα σύμβολα μπορεί να είναι διαφορετικά - τ' ακατάστατα μαλλιά του Einstein και η προφορά του Brooklyn του Richard Feyhman αντί για επιχρυσωμένα λιοντάρια και άγριους μονόκερους - αλλά η διάσταση μεταξύ επιστημονικής δεοντολογίας και εκκεντρικότητας είναι μεγάλη εάν βλέπεται μόνο απ' τους πεφωτισμένους. Τα περισσότερα απ' όσα έκανε ο McConnell έπεσαν στη λάθος πλευρά της γραμμής.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΩΝΙΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ

Γύρω στα μέσα του 1950, καθώς ο McConnell ξεκινούσε να πείθει ότι τα σκουλήκια μπορούν να εκπαιδευτούν, αν όχι ότι το φαινόμενο της μεταφοράς μπορεί ν' αποδειχθεί, οι συγκρούσεις άλλαξαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε κάποιες απ' τις προηγούμενες διαφωνίες να φαίνονται μικροπρεπείς. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα πειραμάτων που ισχυρίζονται ότι το φαινόμενο της μεταφοράς μπορεί να παρατηρηθεί στα θηλαστικά. Κάποιοι απ' τους διαφωνούντες με τον McConnell υποστήριζαν ότι οι γαιοσκώληκες ήταν αδύνατο να μάθουν, άλλοι ότι αυτό δεν είχε αποδειχθεί πλήρης. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι επιθέσεις στο ζήτημα της μάθησης υποκινούνταν απ' τη σημαντικότητα του φαινομένου της μεταφοράς. Με την εμφανή επίδειξη της μεταφοράς σε αρουραίους και ποντίκια, οι αντιρρήσεις για την εκμάθηση των σκουληκιών απερρίφθη. Οι αρουραίοι και τα ποντίκια είναι συνήθη πειραματόζωα. Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι μπορούν να μάθουν και ότι προκειμένου να μάθουν πρέπει να τους συμπεριφερθούμε προσεχτικά. Είναι παραδεκτό ότι οι πειραματιζόμενοι που χρησιμοποιούν αρουραίους σ' ένα ψυχολογικό ή βιολογικό εργαστήριο πρέπει να είναι ικανοί στη δουλειά τους. Αφού τα περάματα με σκουλήκια ειδώθηκαν υπό το φως των πειραμάτων σε αρουραίους, φάνηκε τελείως λογικό ότι τα σκουλήκια χρειάζονται ειδική μεταχείριση και εξίσου λογικό ότι μπορούν να μάθουν. Οι υποστηρικτές των αποτελεσμάτων του McConnell τόνισαν το εξής :

Φαίνεται παράδοξο ότι όταν χρησιμοποιούμε αρουραίους, εξειδικεύουμε πώς αναπαράγεται το συγκεκριμένο είδος, τους εκπαιδεύουμε σε ηχομονωμένα κουτιά, και συγκεκριμενοποιούμε ένα πλήθος παραγόντων οι οποίοι, όταν τους βάλουμε μαζί, δίνουν ένα αποτέλεσμα που ονομάζουμε εκμάθηση. Οι γαιοσκώληκες αντιθέτως είναι παρατημένοι σε μια δεξαμενή, δέχονται....(προγραμματισμένα εναύσματα) και ... (απρογραμμάτιστα εναύσματα) και απαιτείται να συμπεριφερθούν όπως οι μαθητευόμενοι αρουραίοι.

Αυτή η “από καρδιάς φωνή” φάνηκε λογική στην πλειοψηφία αργότερα. Έγινε αποδεκτή μόνο όταν κανείς δεν ενδιαφερόταν καθότι η προσοχή τους είχε στραφεί στο πιο συναρπαστικό θέμα της μεταφοράς της συμπεριφοράς στα θηλαστικά. Αυτή ήταν μια μεγαλύτερη πρόκληση για τη σοφία σχετικά με τη θέση της μνήμης.

Πολλές επιστημονικές θεωρίες συναντούν αντιδράσεις ή δεν παρακινούν το ενδιαφέρον του κοινού στο οποίο απευθύνονται. Εν τούτοις, με την πάροδο του χρόνου οι εκφραστές των θεωριών αυτών ενδέχεται να δικαιωθούν, ίσως όμως τότε να είναι αργά γι’ αυτούς ώστε να απολαύσουν την καταξίωση της μελέτης τους.

Θ Η Λ Α Σ Τ Ι Κ Α

Τα πρώτα πειράματα

Οι πρώτοι ισχυρισμοί πως δείχθηκε η μεταφορά μνήμης στα θηλαστικά ήρθε από τέσσερις ανεξάρτητες ομάδες που δούλευαν μη ξέροντας η μία για τις έρευνες της άλλης. Οι τέσσερις πρώτες μελέτες συνδέθηκαν με τα ονόματα σε αλφαβητική σειρά, Fjerdingstad, Jacobson, Reinis, και Ungar. Όλες αυτές οι μελέτες τελείωσαν γύρω στο 1964 και δημοσιοποιήθηκαν το 1965.

Ο Fjerdingstad τοποθέτησε αρουραίους σε ένα εκπαιδευτικό κουτί με δύο διαδρόμους, εκ των οποίων ο ένας φωτιζόταν, ενώ ο άλλος συσκοτιζόταν σε τυχαία ακολουθία. Οι αρουραίοι στερούνταν νερού για 24 ώρες, αλλά δέχονταν λίγες σταγόνες εάν έμπαιναν στο φωτισμένο διάδρομο. Ενέσεις εκπαιδευμένων εγκεφαλικών αποσπασμάτων προκαλούσαν τους απονήρευτους αρουραίους να προτιμούν το κουτί στο οποίο οι εκπαιδευμένοι σύντροφοί τους έβρισκαν ανακούφιση από τη δίψα.

Ο Jacobson έκανε πεινασμένους αρουραίους να συνδυάσουν τον ήχο ενός διακόπτη με την ανταμοιβή του φαγητού. Η συσχέτιση των κλικς με το φαγητό μπορούσε, όπως ισχυριζόταν, να μεταφερθεί σε αθώους αρουραίους με ένεση.

Ο Reinis δίδαξε αρουραίους να παίρνουν φαγητό από ένα σωληνάριο κατά τη διάρκεια ενός ελεγχόμενου ερεθισμού – ή φως ή κουδούνισμα. Αυτή η προσδοκία (απαίτηση), όπως φαινόταν, μπορούσε επίσης να μεταγγιστεί με ενέσεις.

Το εργαστήριο του McConnell άρχισε επίσης να δουλεύει πάνω σε αρουραίους στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αλλά, μακροπρόθεσμα, ο πιο σημαντικός πειραματιστής στα θηλαστικά ήταν ο George Ungar. Ο Ungar ξεκίνησε αποδεικνύοντας ότι η αντοχή στη μορφίνη μπορούσε να μεταφερθεί. Καθώς ένα ζώο συνηθίζει ένα ναρκωτικό, χρειάζεται μεγαλύτερες δόσεις για να παραχθούν τα ίδια αποτελέσματα στη συμπεριφορά του. Το αποτέλεσμα που καταγράφηκε το 1965 έδειχνε να είναι ότι η αντοχή μπορούσε να μεταφερθεί. Αν αυτό μπορεί να καταμετρηθεί ως η μεταφορά της μάθησης, δεν είναι ξεκάθαρο. Όπως εξηγήσαμε

νωρίτερα, οι ενέργειες του Ungar μπορούν να θεωρηθούν περισσότερο σαν μία περίπλοκη βιοχημική ανάλυση, παρά σαν ένα πείραμα στη μεταφορά μάθησης. Η σημασία αυτού του επιχειρήματος θα γίνει πιο κατανοητή στη συνέχεια.

Ο Ungar συνέχισε σε μια προσπάθεια να επιτύχει τη μεταφορά της “συνήθειας”. Εξέθεσε αρουραίους στον ήχο μιας δυνατής καμπάνας ώσπου εξοικειώθηκαν μαζί της και έπαψαν να παρουσιάζουν τη συνήθη “ξαφνιασμένη αντίδραση”. Η εξοικείωση επίσης μπορούσε να μεταφερθεί, όπως φαίνεται, με μία ένεση εγκεφαλικού αποσπάσματος. Ενδιαφέρον είναι ότι ο Ungar μετέφερε την εξοικείωση όχι σε αρουραίους, αλλά από αρουραίους σε ποντίκια.

Οι πρώτες αντιδράσεις

Είναι σημαντικό να πάρουμε μια γεύση από τις πρώτες αντιδράσεις των επιστημόνων σε αυτά τα περίεργα και ανορθόδοξα αποτελέσματα. Οι ακόλουθες αναφορές αντιδράσεων είναι από το 1966, αμέσων μετά την εμφάνιση των πρώτων αποτελεσμάτων στα θηλαστικά. Είναι πιθανό ότι μέρος της δύναμης των αντιδράσεων προκλήθηκε σε συσχέτιση με τα προγενέστερα πειράματα σε σκουλήκια.

Ένας επιστήμονας ανέφερε ότι μετά την παρουσίασή του έβρισκε πως οι άνθρωποι “απομακρύνονταν από κοντά του” στο μπαρ. Άλλοι επιστήμονες μίλησαν για παρόμοιες αντιδράσεις στην αποκάλυψη των αποτελεσμάτων της μεταφοράς σε συνέδρια :

Οι νυχτερινές προσωπικές συγκεντρώσεις έφεραν στην επιφάνεια όλες τις βαθιές συναισθηματικές ενστάσεις τις οποίες, για λόγους που έχω δυσκολία να καταλάβω και να αναλύσω, μερικοί άνθρωποι έχουν εναντίον της όλης ιδέας. Αυτό εκδηλώθηκε ιδιαίτερα μετά από μερικά ποτά.

Έμεινα κατάπληκτος. Οι άνθρωποι ήταν πραγματικά – μανιασμένοι είναι ίσως υπερβολική λέξη, μα σίγουρα κακοί… Μου πήρα λιγάκι να συνειδητοποιήσω πως είχα ποδοπατήσει μία ιερή περιοχή. Ήταν όλο

“γιατί δεν έκανες αυτό;”, “γιατί δεν έκανες εκείνο;”… ήταν όλο κατηγορίες.

… ήταν μία από εκείνες τις φορές που βλέπεις ανθρώπους να είναι στην απόλυτη κόψη του ξυραφιού μιας επιστήμης, όλους μαζεμένους μαζί…σε ένα γεμάτο καπνό δωμάτιο, προσπαθώντας να αποφασίσουν ποιο είναι το σωστό… Θυμάμαι αυτή τη συγκέντρωση χαρακτηριστικά, γιατί στο τέλος της βραδιάς αυτοί οι άνθρωποι που είχαν πάρει θετικά αποτελέσματα έλεγαν στους ανθρώπους που είχαν πάρει αρνητικά ότι ήταν εντελώς ανίκανοι και δεν ήξεραν πώς να διεξάγουν ένα πείραμα· και οι άνθρωποι με τα αρνητικά αποτελέσματα έλεγαν στους άλλους ότι ήταν απατεώνες. Ότι διέβαλαν τις πληροφορίες.

Η κύρια δουλειά του George Ungar

Η πιο γνωστή δουλειά του Ungar άρχισε το 1967. Σε αυτά τα πείραμα οι αρουραίοι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στο να μπουν σε ένα φωτισμένο ή σε ένα σκοτεινό κουτί. Η φυσική προτίμηση του αρουραίου ήταν η είσοδος σε ένα σκοτεινό κουτί, αλλά τότε κλειδωνόταν μέσα και του διοχετευόταν ένα ηλεκτρικό σοκ πέντε δευτερολέπτων μέσα από ένα μεταλλικό πλέγμα του πατώματος. Οι αρουραίοι έμαθαν να αποφεύγουν το σκοτεινό κουτί πολύ γρήγορα, αλλά ο Ungar έδινε στους αρουραίους πέντε δοκιμές την ημέρα, για έξι με οκτώ μέρες, για να σιγουρευτεί ότι μια καλή ποσότητα του χημικού “φόβου του σκοταδιού” είχε παραχθεί στους εγκεφάλους των αρουραίων.

Μετά την εκπαίδευση, οι αρουραίοι θανατώνονταν και ένα απόσπασμα παρασκευαζόταν από τους εγκεφάλους τους. Αυτό διοχετευόταν μέσω ένεσης σε ποντίκια που είχαν δοκιμαστεί στον ίδιο μηχανισμό. Μετρώντας την αναλογία του

χρόνου που ξοδευόταν σε φωτεινό ή σκοτεινό κουτί κατά τη διάρκεια τρίλεπτης δοκιμασίας, ήταν δυνατό να λεχθεί αν τα ποντίκια που είχαν λάβει την ένεση του εγκεφαλικού αποσπάσματος εκπαιδευμένων αρουραίων ήταν πιο πιθανό να

αποφύγουν το σκοτάδι από αυτά που είχαν λάβει την ένεση από παρόμοιο απόσπασμα από εγκεφάλους συνηθισμένων αρουραίων.

Η αντιγραφή στα θηλαστικά

Όπως εξηγήσαμε, όλη η δουλειά πάνω στα θηλαστικά είχε βίαιο συναγωνισμό και έγιναν προσπάθειες τόσο για την υποστήριξη όσο και για την διάψευση των ευρημάτων. Σύμφωνα με την ωμή ανάλυση του Ungar πειραματικών αναφορών που είχαν εκδοθεί ανάμεσα στα έτη 1965 και 1975, υπήρχαν 105 θετικά και 23 αρνητικά αντίγραφα, ακολουθώντας το ακόλουθο μοτίβο :

Η ανάλυση του Ungar για τα πειράματα στη μεταφορά, σε θηλαστικά, 1965 - 75

------------------------------------------
1965 1966 1967 1968 1969 1970 1971 1972 1973 1974 1975

Θετικά 13 13 13 16 23 17 27 13 23 17 8

Αρνητικά 1 6 4 5 1 3 1 1 -- -- 1

Εδώ είναι ένα καλό σημείο για να διακρίνουμε ένα χαρακτηριστικό της επιστήμης που συχνά παρεξηγείται. Ο καθαρός αριθμός και βάρος των πειραματικών αντιγραφών δεν είναι συνήθως αρκετός για να πείσει την επιστημονική κοινότητα να πιστέψει σε κάποια ανορθόδοξα ευρήματα. Σε αυτή την περίπτωση, για παράδειγμα, κάθε ένα από τα αρνητικά πειράματα, που διεξήχθησαν από έναν αριθμό επιστημόνων με επιρροή, υπερνικούσε το πολύ μεγαλύτερο αριθμό των θετικών αποτελεσμάτων. Οι επιστήμονες πρέπει να έχουν βάσεις για να πιστέψουν το

αποτέλεσμα ενός πειράματος – και αυτό είναι περίπου κατανοητά δοσμένο, όπως δείχνουμε μέσα από το βιβλίο, την ικανότητα που χρειάζεται. Οι επιστήμονες θα απαιτήσουν καλύτερες βάσεις όπου ένα πείραμα θα παράγει περισσότερο ανορθόδοξα αποτελέσματα· θα μπορούσε να πει κάποιος πως ξεκινάνε δύσπιστα.

Ξανά, ανάμεσα στις βάσεις που ψάχνουν οι άνθρωποι για να αποφασίσουν αν θα πιστέψουν ή όχι ένα αποτέλεσμα είναι και η φήμη και η υπόληψη του επιστήμονα ή του ινστιτούτου του. Αυτό, βέβαια, συνωμοτεί πιο ισχυρά εναντίον των ανορθόδοξων. Τα νούμερα του Ungar δείχνουν καθαρά ότι η πειραματική αντιγραφή δεν είναι πλήρως καθαρή υπόθεση, και ούτε και τα συμπεράσματα που αντλούν οι επιστήμονες από αυτήν.

Στην παραπάνω παράγραφο διαφαίνεται ο “ρατσισμός” τόσο του κοινού όσο και των επιστημόνων, όσον αφορά στη διάκριση καλών και κακών, διάσημων ή όχι επιστημόνων, πράγμα που όπως φαίνεται μπορεί να αποβεί ανασταλτικός παράγοντας στην πρόοδο της επιστήμης.

Φυσιολογικά, οι ανταγωνισμοί αποτελεσμάτων έφεραν ανταγωνισμούς σχολίων γύρω από την ικανότητα και τεχνική των πειραματιστών. Ας δώσουμε ως παράδειγμα μια “γεύση” από αυτά τα προβλήματα με αποσπάσματα από το διάλογο μεταξύ του Ungar και της ομάδας του Πανεπιστημίου Stanford.

Ο διάλογος με το Stanford

Το Stanford επιχείρησε να αντιγράψει τη δουλειά του Ungar όσο πιο πειστική μπορούσε. Φαίνεται πως στα πειράματα του Ungar :

μερικά… ένα υλικά πεπτίδιο φαινομενικά απομονώθηκε… εάν αυτό το υλικό – οποιαδήποτε και αν είναι η ακριβής του δομή ή η αγνότητά του – είναι πράγματι ικανό για ειδική μεταφορά μιας εκμαθημένης συμπεριφοράς σε ανεκπαίδευτα ζώα, η ανακάλυψη τοποθετείται ανάμεσα στις πιο βασικές στη μοντέρνα βιολογία.

( Goldstein , 1973, p . 60)

Στο γεγονός περιόρισαν τα αρνητικά αποτελέσματα. Αναπόφευκτα, αυτό οδήγησε τον Ungar να δείξει τις παραμένουσες διαφορές ανάμεσα στα πειράματα του Stanford και στα δικά του, για να δικαιολογήσει την αποτυχία. Στη συνέχεια, βλέπουμε πρώτα τις δύο σειρές πειραμάτων να μοιάζουν όλο και περισσότερο αφού η ομάδα του Stanford προσπάθησε να αντιγράψει κάθε λεπτομέρεια της δουλειάς του

Ungar, και μετά τα πειράματα “διαχωρίζονται” πάλι, όταν το αναπάντεχο αποτέλεσμα του Stanford δημοσιεύεται.

Ο αρχηγός της ομάδας Stanford, Avram Goldstein, πρώτα ξόδεψε τρεις μέρες στο εργαστήριο του Ungar για να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να ακολουθήσει τις

δημοσιευμένες διαδικασίες επακριβώς. Σε μία δημοσκόπηση του 1971, η διαδοχική δουλειά του και των συναδέλφων του περιγράφηκε ως εξής :

Στους επόμενους τρεις μήνες διεξήγαμε 18 ανεπιτυχή πειράματα με 125 αρουραίους δωρητές και 383 ελεγχόμενους ποντικούς ως δέκτες. Μετά κάναμε ένα τυφλό τεστ στους ποντικούς μας χρησιμοποιώντας ελεγχόμενα και εκπαιδευμένα αποσπάσματα δωρητών, τα οποία παρείχε ο Δρ. Ungar. Έπειτα στείλαμε 100 από τα ποντίκια μας στο Houston, για δοκιμές σαν δέκτες, δρώντας παράλληλα με το τοπικό γένος . Τελικά, διαλέξαμε, από όλα μας τα πειράματα, εκείνα τα ποντίκια (και των δύο φύλων) τα οποία έδειχναν να αποφεύγουν το μαύρο κουτί πιο συχνά μετά την παραλαβή αποσπασμάτων. Αυτά τα ζώα ζευγαρώθηκαν και τα νεογέννητα δοκιμάστηκαν ως δέκτες. Ελπίζαμε να διαλέξουμε την ικανότητα των δεκτών που θα μπορούσε να είναι κάτω από γενετική επιρροή. Τα αποτελέσματα όλων αυτών των πειραμάτων ήταν αρνητικά.

( Goldstein, Sheehan and Goldstein, 1971, p. 126).

Αυτές οι διάφορες συνεργασίες με τα εργαστήρια του Ungar είχαν σκοπό να εξαφανίσουν κάθε παραμένουσες διαφορές μεταξύ των διαδικασιών του Stanford και αυτών που χρησιμοποιούσε ο Ungar. Το Stanford, όπως ήταν ξεκάθαρο από την ίδια έκδοση, προσπαθούσε το καλύτερο με ανοιχτόμυαλο πνεύμα :

Δεν έπρεπε να απορρίψουμε την πιθανότητα ότι η αποκτηθείσα συμπεριφορά… μπορεί να μεταφερθεί με εγκεφαλικά αποσπάσματα, απλά επειδή οι προτεινόμενοι μηχανισμοί…φαίνονται πομπώδεις, ιδιαίτερα αφού επιβεβαιωτικά αποτελέσματα έχουν δημοσιευτεί από διάφορα εργαστήρια.

( Goldstein et al ., 1971, p. 129)

Μετά την αποτυχία τους ο τόνος του διαλόγου άλλαξε. Η ομάδα του Stanford υποστήριξε οι “μάλλον εξουθενωτικές” τους προσπάθειες έδειξαν ότι οι συνθήκες για μια επιτυχή μεταφορά θα έπρεπε να διευκρινιστούν ακριβέστερα.

Μπορούν οι ερευνητές να δηλώσουν ακριβώς τις συνθήκες διεξαγωγής μιας χημικής ανάλυσης, με τέτοιες λεπτομέρειες ώστε ικανοί επιστήμονες αλλού, να μπορούν να αναπαράγουν τα αποτελέσματά τους ; Η επαναλαμβανόμενη αποτυχία μας… θα μπορούσε να απορριφθεί σαν η κακότεχνη δουλειά ανίκανων εάν δεν συμφωνούσε με δημοσιευμένες εμπειρίες άλλων.

( Goldstein, 1973, p. 61)

Η διαφορά μεταξύ των δύο πειραμάτων άρχισε να ξεπροβάλλει. Με αναφορά στην επεξήγηση μιας πλευράς των αποτελεσμάτων, ο Goldstein και η ομάδα του παρατήρησαν :

Επειδή δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε με τον Δρ. Ungar πάνω στην επεξήγηση των αποτελεσμάτων, δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ, αλλά πιθανότατα θα δημοσιευτούν ανεξάρτητα απ’ αυτόν.

( Goldstein et al ., 1971, p. 129)

Σε αυτό ο Ungar απάντησε :

…μερικές από τις πιο σημαντικές παραμέτρους αλλάχθηκαν αυθαιρέτως… Αυτό σίγουρα δεν έγινε επειδή δεν γνώριζε τις διαδικασίες μας.

( Ungar, 1973, p. 312)

Ο Ungar δήλωσε επίσης ότι η ομάδα του Stanford “εξαφάνισε ένα από τα τρία κουτιά της πειραματικής μας συσκευής, προπόνησε μερικούς δότες μόνο μία αντί για πέντε φορές… και χρησιμοποίησε διαφορετικό γένος ποντικιώn”.

(Ungar, 1973, p. 309).

Ο ίδιος επίσης αντιτέθηκε στο μέτρο της αποφυγής του σκοταδιού που είχε χρησιμοποιήσει η ομάδα Stanford. Αντί να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα σε σχέση με το εύρος του χρόνου που ξόδεψαν οι αρουραίοι στο σκοτεινό κουτί, μέτρησαν το “διάστημα ερεθισμού αντίδρασης”. Αυτό είναι το εύρος του χρόνου που το ποντίκι είναι μέσα στον μηχανισμό πριν πρωτομπεί στο σκοτεινό κουτί. Ο Goldstein δήλωσε

ότι είχε σημειώσει ότι και ο Ungar είχε καταγράψει τέτοια διαστήματα, αλλά πάντα δημοσίευε πληροφορίες σε σχέση με το χρόνο του μαύρου κουτιού.

Αυτό μου φάνηκε περίεργο, γιατί αν η συμπεριφορά αποφυγής του σκοταδιού είχε πράγματι προκληθεί από τις ενέσεις, ο χρόνος ερεθισμού – αντίδρασης θα είχε αυξηθεί. Αυτό είναι το λογικό. Πράγματι, το διάστημα ερεθισμού – αντίδρασης είναι μία

συνηθισμένη και αποδεκτή μετρίαση για τέτοια φαινόμενα συμπεριφοράς ανάμεσα στους πειραματιστές ψυχολόγους. Κι όμως ο Ungar δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ…

( Goldstein, 1973, p. 61)

Ο Ungar απάντησε :

…σε αυτά τα τελευταία σχόλια, προσπαθεί να δικαιολογήσει μία απ’ αυτές τις αλλαγές, τη χρήση του χρόνου ερεθισμού – αντίδρασης, σαν ένα κριτήριο της αποφυγής του σκοταδιού, αντί για όλο το χρόνο που ξοδεύεται μέσα στο σκοτεινό κουτί. Είχαμε δείξει εμπειρικά, και το δείξαμε σ’ αυτόν, ότι ένα μέρος των ποντικών έτρεχε γρήγορα στο σκοτάδι αλλά έβγαινε αμέσων και περνούσε τον υπόλοιπο χρόνο στο φως… ο χρόνος μηχανισμού αντίδρασης θα έδινε, λοιπόν, παραπλανητικά αποτελέσματα.

(Ungar, 1973, p. 312)

O Goldstein πίστευε :

Ο χρόνος του σκοτεινού κουτιού… θα ήταν πιθανόν ευαίσθητος σε άλλες επιρροές συμπεριφοράς. Ένα ποντίκι δέκτης που περιφέρεται τριγύρω περισσότερο επειδή είναι υπερδραστήριο θα ήταν φυσιολογικά πιο πιθανό να φύγει από το σκοτεινό κουτί, από ένα παθητικό ζώο.

( Goldstein, 1973, p. 61)

Όπως φαίνεται, ο Ungar και ο Goldstein διαφωνούν πάνω στο εάν αρκετές λεπτομέρειες έχουν δημοσιοποιηθεί, στο αν μερικές διαφορές πάνω στο πρωτότυπο και στην αντιγραφή ήταν σημαντικές, και στην ορθότητα των διαφορετικών μετρήσεων του φόβου του σκοταδιού. Ο Ungar είδε τη δουλειά του Goldstein σαν να έχει αποχωρήσει καθαρά και σημαντικά από τις δικές του διαδικασίες.

Βλέπουμε πως ενώ η αντιγραφή των πειραμάτων είναι γενικά αποδεκτό αποδεικτικό μέσο για μία εργασία, πολλές διαφωνίες και παρεξηγήσεις μπορούν να γεννηθούν αρκετές φορές όπως εδώ, με αποτέλεσμα τη διάσταση απόψεων.

Αντιμαχόμενες Στρατηγικές

Ως εδώ η τεχνική μεταφοράς μνήμης ήταν σημαντική στους ψυχολόγους, πρωταρχικά γιατί φαινόταν να προσφέρει ένα εργαλείο για την “κατανομή” της μνήμης. Για πολλούς από τους ψυχολόγους η κύρια ελπίδα ήταν ότι η τεχνική θα τους επέτρεπε να διαχωρίσουν κάποιες πλευρές της μάθησης. Η ακριβής χημική φύση των ουσιών της μεταφοράς μνήμης ήταν δευτερεύουσας σημασίας γι’ αυτή την ομάδα. Έτσι, ο McConnell παρατήρησε, αστειευόμενος, ότι όσον αφορούσε αυτόν, το ενεργό υλικό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι γυαλιστικό παπουτσιών.

Ο McConnell και οι άλλοι ψυχολόγοι συμπεριφορών δούλεψαν για να ανακαλύψουν αν περισσότερες τάσεις συμπεριφοράς σε σχέση με τη μνήμη, θα μπορούσαν να μεταφερθούν χημικά από θηλαστικό σε θηλαστικό. Ο φόβος του σκοταδιού θα μπορούσε να είναι περισσότερο μια γενική προδιάθεση παρά κάτι ειδικό το οποίο είχε εκμαθηθεί.

Το επιχείρημα της ιδιαιτερότητας παραλληλιζόταν με το διάλογο της ευαισθητοποίησης στην περίπτωση των σκουληκιών αλλά ήταν πιο αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση των θηλαστικών. Το ενδιαφέρον θα ήταν αν υπήρχαν ειδικά μόρια που σχετίζονταν με ειδικές μνήμες ή εκμαθημένες συμπεριφορές. Για πολλούς, ήταν

δύσκολο να δεχτούν αυτόν τον ισχυρισμό. Πολύ περισσότερο εύγευστη ήταν η αντίληψη ότι τα μόρια θα είχαν ένα μη-συγκεκριμένο αντίκτυπο στη συμπεριφορά που θα μπορούσε να ποικίλει σε διαφορετικές περιστάσεις. Για παράδειγμα, υποθέστε ότι το αποτέλεσμα των μορίων μνήμης ήταν η αλλαγή της συνολικής συναισθηματικής κατάστασης του ζώου κι όχι η παροχή σ’ αυτό μίας συγκεκριμένης μνήμης. Σε τέτοια περίπτωση, βάζοντας ένα εμβολιασμένο αλλά ανεκπαίδευτο ζώο στις ίδιες συνθήκες που ο νεκρός του συνάδελφος είχε ζήσει στην εκπαίδευση – ας πούμε μία επιλογή μεταξύ φωτός και σκοταδιού – θα πρέπει να του προκαλέσει την ίδια αντίδραση με αυτή που προκλήθηκε κατά την εκπαίδευση – διαλέγοντας το φως. Σε διαφορετικές συνθήκες, όμως το αποτέλεσμα μπορεί να είναι κάπως διαφορετικό· για παράδειγμα, αν το εμβολιασμένο ζώο είχε επιλογή μεταξύ ροζ και μπλε κουτιών θα μπορούσε να τον προκαλέσει να δαγκώσει την ουρά του. Αν αυτό, ήταν όλα γύρω από την μεταφορά, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ποτέ ένα χάπι με το ολοκληρωμένο έργο του Shakespeare. Ο McConnell ήθελε να ανακαλύψει αν αυτό που οι ψυχολόγοι ονόμαζαν “Α – βαθμός μάθησης” μπορούσε να μεταφερθεί. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το να αποδείξει ότι κάτι σαν τα έργα του Shakespeare θα μπορούσε να υπάρχει σε χημική μορφή, οδηγούσε ακόμα τον McConnell.

Για να δείξουν τον “Α – βαθμό μάθησης” ο McConnell και άλλοι επιστήμονες δίδαξαν σε αρουραίους πιο πολύπλοκες ασκήσεις όπως την επιλογή μιας αριστερής ή δεξιάς στροφής σε ένα σοκάκι, για να βρουν φαγητό. Αυτά τα πειράματα τελείωσαν στο τέλος του 1960. Τέτοιες ασκήσεις “διάκρισης” σαν αυτές έμοιαζαν να είναι μεταφέρσιμες μεταξύ αρουραίων αλλά και άλλων ζώων όπως οι γάτες, τα χρυσόψαρα, οι κατσαρίδες και τα αλογάκια της Παναγίας. Ένας βαθμός μεταφοράς από ένα ζώο σε διαφορετικά, βρέθηκε επίσης.

Αντίθετα με τον McConnell, ο Ungar ήταν φαρμακολόγος από εκπαίδευση και πολύ πιο ενδιαφερόμενος για μία “βιοχημική στρατηγική”.Δηλαδή ήθελε να απομονώσει, να αναλύσει και να συνθέσει ενεργά μόρια. Για τον Ungar το σημαντικό ήταν να βρει κάποιο αναπαραγώγιμο μεταφερόμενο αποτέλεσμα και να μελετήσει τα χημικά που ευθύνονται γι’ αυτό, ανεξάρτητα με το αν η μεταφερόμενη συμπεριφορά ήταν “Α – βαθμού μάθησης”. Επικεντρώνοντας στο φόβο του σκοταδιού, ο Ungar ξεκίνησε να αποσπά αυτό που έγινε γνωστό ως “Σκοτοφοβίνη”. Για να πάρει ένα ικανοποιητικό ποσό, χρειάστηκε τους εγκέφαλους 4,000 εκπαιδευμένων αρουραίων. Αυτό ήταν σίγουρα μεγάλη, ακριβή, επιστήμη όσων αφορούσε τους ψυχολόγους, και άλλους ακόμα βιοχημικούς που δεν μπορούσαν να τον συναγωνιστούν. Τελικά ο Ungar πίστεψε ότι είχε απομονώσει, αναλύσει και τέλος συνθέσει την Σκοτοφοβίνη.

Ο Ungar είχε ελπίδες ότι τα προβλήματα της επανάληψης των πειραμάτων χημικής μεταφοράς θα λύνονταν με την ύπαρξη του συνθετικού υλικού αλλά, όπως γίνεται συχνά στη διαγωνιζόμενη επιστήμη, υπάρχουν τόσες πολλές λεπτομέρειες που είναι αντιδικούμενες και τα πειράματα δεν μπορούν να αναγκάσουν κανέναν να συμφωνήσει ότι οτιδήποτε σημαντικό έχει βρεθεί.

Υπήρχαν διαμάχες πάνω στην αγνότητα του συνθετικού υλικού· η σταθερότητά του και ο τρόπος φύλαξής του σε άλλα εργαστήρια πριν τη χρήση του· καθώς και τα είδη των αλλαγών συμπεριφοράς (αν υπήρχαν) που προκαλούσε.

Επίσης, ο Ungar ανακοίνωσε διάφορες τροποποιήσεις στην ακριβή χημική δομή της Σκοτοφοβίνης. Η έκβαση ήταν συνεχής αμφισβήτηση. Μερικοί από αυτούς που πίστευαν στην επίδραση της χημικής μεταφοράς, ένοιωθαν ότι υπήρχε μία “οικογένεια” χημικών σαν την Σκοτοφοβίνη για τα διάφορα είδη ζωής, με παρόμοια αλλά ελαφρώς διαφορετική φόρμουλα. Ένα πείραμα έδειχνε ότι η συνθετική έκδοση της Σκοτοφοβίνης δεν είχε καμία επίδραση στα ποντίκια, αλλά προκαλούσε αποφυγή του σκοταδιού στα χρυσόψαρα!

Είναι δύσκολο να είσαι ακριβής γύρω από τον αριθμό των πειραμάτων στη συνθετική Σκοτοφοβίνη που ολοκληρώθηκαν, αφού διαφορετικές συνθετικές εκδόσεις παρήχθησαν, πολλά αποτελέσματα δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ, και μερικά από αυτά είχαν να κάνουν με το πού ακριβώς κατέληγε το υλικό στον εγκέφαλο των δεκτών. Αρκετές δωδεκάδες πειραμάτων είναι γνωστές, αλλά υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες και για αυτούς που πιστεύουν και για τους σκεπτικιστές ώστε να μην εφησυχάζονται από τα αποτελέσματα.

Ο McConnell σαν ψυχολόγος εξέταζε περισσότερο τις εξωτερικές συνθήκες των πειραμάτων, ενώ ο Ungar, ως φαρμακολόγος, ασχολήθηκε με την ανάλυση και παρασκευή της ουσίας μεταφοράς μνήμης και ιδιαίτερα με τη Σκοτοφοβίνη που αποτέλεσε το κύριο εύρημά του.

Το τέλος της ιστορίας

Ο McConnell έκλεισε το εργαστήριό του το 1971. Του ήταν αδύνατο να αποκτήσει περισσότερες επιδοτήσεις για τη δουλειά και, σε κάθε περίπτωση, μπορούσε να δει ότι για να αποδείξει την επίδραση της μεταφοράς θα ήταν αναγκαία να υιοθετήσει μια στρατηγική σαν του Ungar, απομονώνοντας και συνθέτοντας τους ενεργούς πράκτορες. Ο Ungar, θα μπορούσε να πει κανείς, είχε νικήσει το διαγωνισμό πάνω στην πειραματική στρατηγική. Οι ψυχολόγοι είχαν χάσει από τη “μεγάλη επιστήμη” της βιοχημείας.

Ο Ungar συνέχισε με το ερευνητικό πρόγραμμα. Το να εκπαιδεύει αρουραίους ήταν πολύ μεγάλη εργασία για να γίνεται συχνά, και έτσι γύρισε την προσοχή του στα χρυσόψαρα. Τα χρυσόψαρα είναι καλά σε δοκιμασίες διάκρισης χρώματος, και είναι σχετικά φτηνά. Σχεδόν 17,000 εκπαιδευμένα χρυσόψαρα έδωσαν τις ζωές τους για την παραγωγή περίπου 750γραμμαρίων εγκεφάλων που διέκριναν τα χρώματα, αλλά αυτό δεν του έφτανε για να αναγνωρίσει την χημική δομή των θεωρούμενων ουσιών μνήμης, των “chromodiopsins”.

Ο Ungar, που ήταν σε ηλικία σύνταξης όταν ξεκίνησε τη δουλειά του πάνω στη μεταφορά, πέθανε το 1977 σε ηλικία 71 και ο τομέας πέθανε μ’ αυτόν. Ήταν η

κυριαρχία του Ungar στον τομέα, που ήρθε από τη φιλόδοξη προσέγγισή του, που εξόντωσε όλα τα ανταγωνιζόμενα εργαστήρια. Απ’ τη μια πλευρά δεν υπήρχε ποτέ αρκετή εμπιστοσύνη στην επίδραση της μεταφοράς ώστε να γίνουν τα πειράματα θελκτικά σε έναν αρχάριο ή σε κάποιον με μικρούς βιοποριστικούς πόρους· απ’ την άλλη μεριά, ο Ungar είχε επενδύσει τόσο πολύ, που η απαιτούμενη επένδυση για να γίνει μια σοβαρή απόπειρα επανάληψης της δουλειάς του ήταν πολύ υψηλή. Έτσι, όταν ο Ungar πέθανε δεν υπήρχε κανένας να αναλάβει τα ηνία.

Ο Ungar άφησε πίσω του έναν αριθμό από φόρμουλες για ενεργά μόρια συμπεριφοράς που ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς του πάνω σε αρουραίους και χρυσόψαρα. Μερικοί επιστήμονες προσπάθησαν να συνθέσουν τη Σκοτοφοβίνη και να τη δοκιμάσουν σε ζώα, αλλά όπως αναφέρθηκε ήδη οι δοκιμές στη Σκοτοφοβίνη δεν παρείχαν καθαρές απαντήσεις στο ερώτημα αν ήταν πράγματι η χημική ενσάρκωση του “φόβου του σκοταδιού” ή κάτι πιο γενικό όπως ο φόβος. Παρ’ όλα αυτά, εάν οι ηρωικές προσπάθειες του Ungar είχαν πολύτιμες σημασίες, αυτές χάθηκαν όταν ο συγγενής κλάδος της χημείας των πεπτιδίων του εγκεφάλου γεννήθηκε στα τέλη του 1970. Οι επιστήμονες τώρα είχαν εγκεφαλικά χημικά για να δουλέψουν πάνω τους, με καθαρά αποτελέσματα, αλλά και άσχετα με τη μεταφορά μνήμης.

Παρατηρούμε ένα σύνηθες φαινόμενο της εποχής μας, της χαρακτηριζόμενης από ραγδαίες εξελίξεις σε όλους τους τομείς της επιστήμης. Τον εκτοπισμό επιστημονικών κλάδων από άλλους νέους, καθώς και την οδήγηση κόπων και μόχθων σοβαρών επιστημόνων στην αφάνεια. Σήμερα, απλά δεν υπάρχει πια χρόνος και χρήμα για να διατεθεί σε “λιγότερο” σημαντικά πράγματα.

Έτσι η Σκοτοφοβίνη έχασε την ιδιαίτερη σημασία της και η ιστορική της σχέση με το ανυπόληπτο φαινόμενο της μεταφοράς έγινε μειονέκτημα. Οι περισσότεροι επιστήμονες, τότε, απλά ξέχασαν τα της περιοχής. Έτσι όπως πολλές αντιδικίες, τελείωσε με ένα κλαυθμό αντί μιας έκρηξης.

Είναι δύσκολο να πούμε ότι κάποιο συγκεκριμένο πείραμα ή ομάδα πειραμάτων, έδειξαν τη μη-ύπαρξη του φαινομένου μεταφοράς, αλλά τρεις εκδόσεις φάνηκαν αποφασιστικές σ’ εκείνη τη στιγμή. Το ιστορικό τους ενδιαφέρον βρίσκεται στο αρνητικό αποτέλεσμα που είχαν όταν εκδόθηκαν ενώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το κοινωνιολογικό τους ενδιαφέρον βρίσκεται στους λόγους αυτού του αποτελέσματος, ειδικά αφού ανακεφαλαιώνοντας φαίνονται πού λιγότερο αποφασιστικοί.

Το πρώτο φύλλο εκδόθηκε τι 1964 και ήρθε από το εργαστήριο του δαφνοστεφανωμένου με Νόμπελ Melvin Calvin (Bennett and Calvin, 1964)· ήταν

γύρω από τους γαιοσκώληκες. Το άρθρο περιέγραφε μια σειρά πειραμάτων – σε μερικά εργάζονταν πρώην μαθητές του McConnell για να προπονούν – που έδειχνε πως δεν είχε επέλθει εκμάθηση. Αυτή η εφημερίδα είχε πολύ δυνατή επίδραση, και για πολλά χρόνια υπονόμευε τις πρώτες έρευνες της χημικής μεταφοράς μνήμης. Σήμερα, η καχύποπτη ετυμηγορία της ότι η μάθηση δεν ήταν “ακόμα αποδεδειγμένη” έχει ξεπεραστεί και είναι αποδεκτό πως τα σκουλήκια όχι μόνο στρίβουν αλλά και μαθαίνουν.

Το δεύτερο φύλλο, από τον Byrne και 22 άλλους, εκδόθηκε το 1966 (Byrne et al .,1966). Ήταν ένα μικρό κομμάτι στην επιστήμη, που ανέφερε την αποτυχία των προσπαθειών επτά διαφορετικών εργαστηρίων για να αντιγράψουν ένα από τα πρώτα χημικά πειράματα. Ξανά, συχνά παρατηρείται σαν ένα “νοκ – νταουν” στο χώρο. Πράγματι, τότε ήταν. Αλλά για τον Ungar και άλλους συνηγόρους όλα τα πειράματα που αναφέρθηκαν στο φύλλο – και το αρχικό πείραμα που προσπάθησαν να αντιγράψουν – είναι ελαττωματικά επειδή υπέθεσαν πως το υλικό της μεταφοράς ήταν το RNA αντί για ένα πεπτίδιο. Σύμφωνα με τον Ungar οι χημικές τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν από τους αντιγραφείς στον χειρισμό του εγκεφαλικού αποσπάσματος, πιθανότατα κατέστρεψαν το ενεργό, πεπτικό υλικό. Εξ’ αιτίας αυτού, το αρχικό πείραμα, τυχαία, χρησιμοποίησε “φτωχές” βιοχημικές τεχνικές και, αποτυγχάνοντας να καταστρέψει το πεπτίδιο, αποκόμισε το σωστό θετικό αποτέλεσμα!

Το τελευταίο φύλλο είναι το πιο γνωστό. Η πεντασέλιδη αναφορά του Ungar για την ανάλυσή του και σύνθεση της Σκοτοφοβίνης είχε εκδοθεί στο Nature, στο ίσως, πιο υψηλού γοήτρου, περιοδικό για τις βιολογικές επιστήμες

(Ungar et al. ,1972). Συνοδεύοντάς το, όμως, ήταν μία κριτική, δεκαπεντασέλιδη, υπογεγραμμένη αναφορά από τον αξιολογητή της επιστημονικής δημοσίευσης. Τα λεπτομερή κριτικά σχόλιά του, και ίσως το απλό γεγονός του εξαιρετικού αυτού εντύπου δημοσίευσης, μείωσε σημαντικά την αξιοπιστία του φαινομένου μεταφοράς μνήμης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Nature είχε χρησιμοποιήσει αυτήν την

ασυνήθιστη μορφή έκδοσης εξακολουθητική και εις βάρος άλλων κομματιών περιθωριοποιημένης επιστήμης και, ίσως, εις βάρος της επιστήμης στο σύνολό της.

Μέσα από αυτές τις εκδόσεις βλέπουμε ότι η δύναμη του τύπου ήταν τεράστια και τότε. Η υπονόμευση ή η επιβράβευση ακόμα και ενός επιστήμονα και των πειραμάτων του μπορούσε να επέλθει σε συνδυασμό με τα καυστικά ή θετικά αντίστοιχα σχόλια ενός μέσου μαζικής ενημέρωσης.

Παρά το διαδεδομένο θάνατο της αξιοπιστίας της χημικής μεταφοράς μνήμης, ένας αποφασισμένος οπαδός της ιδέας δεν θα έβρισκε καμία δημοσιευμένη διάψευση που να βασίζεται σε αποφασιστικές τεχνικές αποδείξεις. Για ένα τέτοιο πρόσωπο δεν θα ήταν αδικαιολόγητο ή μη-επιστημονικό να ξαναξεκινήσει τους πειραματισμούς. Κάθε αρνητικό αποτέλεσμα μπορεί να εξηγηθεί ενώ πολλά από τα θετικά δεν έχουν.

-------------------------------------------------------
Σε αυτό, η μεταφορά μνήμης είναι μία επεξηγηματική περίπτωση αμφισβητήσιμης επιστήμης. Δεν πιστεύουμε πλέον στην μεταφορά μνήμης αλλά αυτό συμβαίνει επειδή μας κούρασε, επειδή πιο σημαντικά προβλήματα παρουσιάστηκαν, και επειδή τα αρχικά πειράματα έχασαν την αξιοπιστία τους. Η μεταφορά μνήμης δεν έχει ποτέ ακριβώς διαψευστεί· απλά έπαψε να απασχολεί την επιστημονική κοινότητα. Το βλέμμα του Golem γύρισε αλλού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου