Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ





ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ



Dorothy Nelkin


Η ΔYNAMIKH ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Το 1976 υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων (ακτιβιστές), διαδήλωσαν με πανώ μπροστά από το Αμερικάνικο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης, προκειμένου να εμποδίσουν πειράματα, που έδειχναν να επιβάλλουν άσκοπη βιαιότητα και πόνο. Μια δεκαετία αργότερα, διαμαρτυρόμενοι πολίτες κατέστρεφαν εργοστάσια, έκλεβαν ζώα και απαιτούσαν στο όνομα των ηθικών αξιών, το τέλος των πειραμάτων σε ζώα. Οι αντιδικίες, πάνω στην έρευνα των ζώων, δεν είναι παρά μια από τις πολλές διαμάχες σε θέματα, που αφορούν τις επιστημονικές εξελίξεις και τις τεχνολογικές εφαρμογές τους, οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και όλοι, όπως οι διαμαρτυρόμενοι για τα δικαιώματα των ζώων, έχουν αναπτύξει τις τακτικές τους και έχουν εντείνει τις διαμαρτυρίες τους. Οι πολέμιοι των αμβλώσεων πέτυχαν την απαγόρευση της Ομοσπονδιακής Χρηματοδότησης Ερευνών, που χρησιμοποιούσαν ανθρώπινα έμβρυα από το 1981 έως το 1994. Οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων έχουν προωθήσει διαδικασίες και έχουν δώσει κατευθυντήριες γραμμές, σχετικά με την χρήση των HIV τεστ. Διαμαρτυρόμενοι πολίτες με ηθικές επιφυλάξεις έχουν συνασπιστεί με αγρότες, που έχουν οικονομικά συμφέροντα, προκειμένου να εμποδίσουν την εφαρμογή της βιοτεχνολογίας. Θρησκευτικές οργανώσεις έχουν αντιτεθεί στην διδασκαλία της εξελικτικής βιολογίας στα δημόσια σχολεία. Και όπως οι περιβαλλοντολόγοι αντιμετωπίζουν συλλογικές πολιτικές, οι οποίες απειλούν παγκόσμιους πόρους, ομοίως συλλογικά συμφέροντα έχουν αμφισβητήσει επιστημονικές επιτροπές, που απειλούν να επιβάλλουν κανονισμούς.

Αυτές και άλλες αντιδικίες σε θέματα επιστήμης και τεχνολογίας, είναι αγώνες για την σημασία και την ηθική, για την κατανομή των πόρων και την έκφραση της δύναμης και του ελέγχου. Τις τελευταίες δεκαετίες, η επιστήμη έχει γίνει όλο και περισσότερο, μια αρένα, πάνω στην οποία μάχονται οι υπό αμφισβήτηση αξίες της αμερικάνικης κοινωνίας. Εμείς επιβραβεύουμε την ικανότητα εκτός από την πολιτική συμμετοχή. Επιμένουμε στην αυτονομία του ατόμου και προσδοκούμε κοινωνική ευταξία. Δίνουμε αξία στην επιστημονική γνώση, αλλά και ανυσηχούμε για την επιρροή της επιστημονικής σκέψης στις ευρέως αποδεκτές αξίες. Αντιδικίες που αφορούν την επιστήμη και την τεχνολογία, αποκαλύπτουν τις εντάσεις ανάμεσα στην ατομική αυτονομία και της ανάγκες της κοινωνίας. Αντανακλούν στις διαταραγμένες σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη και τους άλλους θεσμούς, όπως τα ΜΜΕ, το νομοθετικό σύστημα και τα δικαστήρια. Κορυφώνουν την διαφωνία για τον κατάλληλο ρόλο της κυβέρνησης, τις ανησυχίες για τον αυξανόμενο ρόλο της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης και τις ανυσηχίες για τις αρχές, τόσο θεμελιώδης στα επιστημονικά θέματα (βλέπε1.).

Οι αντιδικίες προσφέρουν μια προοπτική στις πολιτικές της επιστήμης και ένα μέσο να διευρυνθούν οι στάσεις του κοινού. Και όπως οι διαμάχες έχουν πολλαπλασιαστεί, έτσι έχουν αυξηθεί οι μελέτες, που τις καταγράφουν και τις αναλύουν. Σ’ αυτό το κεφάλαιο θ’ αναφερθώ, ξεκινώντας απ’ αυτήν την διογκούμενη φιλολογία στην ανάλυση της δυναμικής των επιστημονικών αντιδικιών, όπως αυτές εκφράζουν πολιτικές εντάσεις και ηθικές επιφυλάξεις για την αξία συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών.

ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Οι αντιδικίες πάνω στην επιστήμη και την τεχνολογία έχουν, συχνά, εστιάσει πάνω στο ζήτημα του πολιτικού ελέγχου στην εξέλιξη και στις εφαρμογές της επιστήμης. Όμως στην τελευταία δεκαετία, οι διαμαρτυρίες ενάντια στην επιστήμη έχουν αποκτήσει μια αυξανόμενη ηθική υφή. Πολλές πρόσφατες αντιδικίες έχουν πλαισιωθεί από όρους ηθικής απολυτότητας. Η εμβρυϊκή έρευνα είναι “λάθος” και θα πρέπει να απαγορευτεί ανεξαρτήτως των κλινικών οφελών. Τα πειράματα σε ζώα, ομοίως θεωρούνται ανήθικα και θα πρέπει να απαγορευτούν, άσχετα από την συνεισφορά τους στην ιατρική γνώση. Πολλοί από τους κατακριτές της επιστήμης- πολέμιοι των εκτρώσεων, οικολόγοι, υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων- είναι ανήσυχοι με τις καθοριστικές ενέργειες, που μετατρέπουν την φύση, τα έμβρυα, τις γυναίκες ή τα ζώα σε πηγές γνώσης ή εργαλεία. Οι ηθικές τους ανησυχίες έχουν αλλάξει ριζοσπαστικά πολλές από τις διαμαρτυρίες, που ξεκίνησαν ως πολιτικλες προκλήσεις την δεκαετία του 1970.

Η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αναμφισβήτητη και αδιαφιλονίκητη κατά την περίοδο της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, η οποία ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως από την δεκαετία του 70’ και έπειτα, η πίστη στην πρόοδο μετριάστηκε από την ολοένα αυξανόμενη συνειδητοποίηση των κινδύνων. Οι τεχνολογικές επιτυχίες απειλούσαν τις γειτονιές και προκαλούσαν οικολογικά προβλήματα. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν για την γρήγορη ανάπτυξη των βοοειδών προκαλούσαν καρκίνο. Αποδοτικές βιομηχανικές μέθοδοι απειλούσαν την υγεία των εργατών. Ακόμα και οι προσπάθειες να ελεγχθεί η τεχνολογία έδειχναν να δημιουργούν αδικίες ως νέα δεδομένα και κανόνες στις οικονομικές προσδοκίες ενάντια στην ποιότητα ζωής.

Ειρωνικά, οι έρευνες σημείωσαν ελάχιστη αλλαγή στο επίπεδο της δημόσιας υποστήριξης της τεχνολογίας, τα τελευταία είκοσι χρόνια (βλέπε 2.). Όταν ερωτούνται, οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την επιστήμη και την τεχνολογία, ως καθοριστικές στην κατάκτηση σημαντικών στόχων και πιστεύουν ότι τα οφέλη από την τεχνολογία υπερτερούν από τους κινδύνους. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 70’, οι ανησυχίες για τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα, άρχισαν να προκαλούν πολιτικές προσπάθειες, ώστε να εμποδίσουν συγκεκριμένα προγράμματα και να αυξήσουν την δημόσια συμμετοχή σε πολιτικές αποφάσεις για την τεχνολογία. Μια δεκαετία αργότερα, ακόμη και η επιστημονική έρευνα έχασε την εξαίρεση της από τον λεπτομερή πολιτικό έλεγχο. Οι πολέμιοι των αμβλώσεων μπλόκαραν την δυνατότητα ομοσπονδιακής χρηματοδότησης της εμβρυϊκής έρευνας, μια ευρέως εξαπλούμενη κίνηση, για τα δικαιώματα των ζώων, επέβαλε κανόνες και περιορισμούς στην πρακτική της βιοιατρικής έρευνας, και προκλήσεις από τους whistle-blowers έφεραν μαζικές επιθεωρήσεις και επιβλέψεις στην ερευνητική κοινότητα, απειλώντας την μακροχρόνια αυτονομία της από πολιτικούς μηχανισμούς και δημόσιο έλεγχο.

Πολλοί μελετητές έχουν επισημάνει την σημασία αυτών των τάσεων. Τον Μάρτιο του 1978 ένα άρθρο στο “Δαίδαλος” με τίτλο “Τα όρια της επιστημονικής έρευνας” εξέτασε την πρόταση, σύμφωνα με την οποία, κάποια είδη έρευνας δεν θα έπρεπε να γίνονται καθόλου. Την ίδια χρονιά, ένα συνέδριο με τίτλο “Ο κοινωνικός προσδιορισμός της επιστήμης” εξέταζε τις διεθνείς προσπάθειες να επιβάλλουν κανονισμούς στην έρευνα. Καθόλη την διάρκεια της δεκαετίας του 80’ υπήρξε μια συζήτηση με θέμα την κρίση στην επιστήμη, καθώς η έρευνα δέχονταν επιθέσεις από τις δυνάμεις και των δύο πλευρών, και από συντηρητικούς και από προοδευτικούς. Κάποιοι θεώρησαν τις ενέργειες των ομάδων διαμαρτυρίας ένα τύπο Luddism του δέκατου-ένατου αιώνα, μια γενική απόρριψη της επιστήμης και της τεχνολογικής αλλαγής. Ένας παρατηρητής, ο Zbigniew Brzezinski (1970) (βλέπε 3.σελ.22) αποκάλεσε αυτή την αντιπαράθεση “the death rattle of the historically obsolete”, δηλαδή “το ψηχομαχητό της ιστορικής απαρχαίωσης”. Ένας άλλος, ο Theodore Roszak (1968) πίστεψε ότι αυτές οι διαμαρτυρίες είναι μία θετική και απαραίτητη δύναμη σε μια κοινωνία, που έχει παραιτηθεί από την υπευθυνότητα να παίρνει ηθικές αποφάσεις, να γεννά ιδανικά, να ελέγχει την δημόσια αυθεντία, να διαφυλάττει την ίδια (την κοινωνία) από τους καταπατητές της.

Οι αντιδικίες, του σήμερα, αντανακλούν μια μακρά ιστορία από αμφίρροπες στάσεις του κοινού απέναντι στην επιστήμη της αμερικάνικης κοινωνίας (βλέπε 5.). Η αποδοχή της αυθεντίας της επιστημονικής κρίσης συνυπάρχει ήδη με συναισθήματα δυσπιστίας και φόβου, όπως αποκαλύπτει, για παράδειγμα η πρόσφατη αντίθεση προς καινοτομίες, όπως ο εμβολιασμός ή προς ερευνητικές μεθόδους όπως η ζωοτομία (vivisection). Η ρομαντική θεώρηση του επιστήμονα ως του “μοντέρνου μάγου” ή “του θαυματοποιού, που κανει απίστευτα πράγματα” έχει ήδη συγκριθεί με αρνητικές φιγούρες τρελών επιστημόνων, όπως: του Dr Frankenstein και του Dr Strangeloves οι οποίοι διεισδύουν στην λαϊκή κουλτούρα (βλέπε 6.σελ. 31).

Κατά ένα μέρος, η αμφίρροπη στάση του κοινού έρχεται σαν απάντηση στην ασάφεια και στην πολυπλοκότητα της επιστήμης, η οποία εμφανίζεται να απειλεί την ισχύ του πολίτη. Η αυξανόμενη σημασία της πραγματογνωμοσύνης κατά την λήψη αποφάσεων δείχνει να περιορίζει τις δημοκρατικές διαδικασίες (βλέπε 7.). Οι ακτιβιστές αποκτούν μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων για θέματα επιστήμης και τεχνολογίας, επιδιώκουν συμμετοχή στις επιτροπές απολογισμών, καθώς και στις ομάδες λήψεις αποφάσεων. Εν τούτοις μόνο το 5% των αμερικάνικων ενηλίκων είναι και προσεκτικό σε ζητήματα πολιτικής, αλλά και επαρκώς επιστημονικά μορφωμένοι, ώστε να κατανοούν και να έχουν επιχειρήματα, που αφορούν στις αντιδικίες (βλέπε 2.).

Σ’ αυτό το σημείο σημαντική είναι η συμβολή των δημοσιογράφων εξαιτίας του τρόπου, που επιλέγουν να παρουσιάζουν τα θέματα των επιστημονικών αντιδικιών. Μολονότι πολλά θέματα επιστήμης, που αφορούν κινδύνους ή αντιδικίες απαιτούν ελάχιστη τεχνική γνώση, λίγοι είναι οι δημοσιογράφοι, που προσπαθούν να εξηγήσουν στους αναγνώστες τους τη φύση των απαραίτητων στοιχείων, ώστε να εκτιμηθούν οι κίνδυνοι και το πρόβλημα της λήψης της απόφασης για το πόσα στοιχεία είναι απαραίτητα να εγγυηθούν τις πολιτικές παρεμβάσεις. Ίσως είναι εξίσου σημαντικό ότι ο τύπος έχει την τάση να απορρίπτει προτάσεις από επιστήμονες, που προσπαθούν να εξηγήσουν ότι οι ίδιοι δεν γνωρίζουν την έκταση των υπό σηζήτηση κινδύνων (σελ. 60-61). Ξανά οι δημοσιογράφοι, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα για τις αντιδικίες προσπαθούν να εξισορροπίσιυν διαφορετικές απόψεις, αλλά τελικά προσφέρουν ελάχιστη κριτική ανάλυση, ώστε να βοηθήσουν τους αναγνώστες τους να σταθμίσουν τα συγκρουόμενα επιχειρήματα. Σε ένα άρθρο του περιοδικού “Times”, για παράδειγμα, παραθέτουν την άποψή τους για τους κινδύνους, που απορρέουν από την ύπαρξη διοξίνης στην ατμόσφαιρα: ένας επιστήμονας του Dow Chemical: “καμμία απόδειξη”, ένας επιδημιολόγος ο Swing Seliboff: “καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό: η διοξίνη είναι επιβλαβής για τους ανθρώπους” και μια νοικοκυρά, που ζει σε περιοχή με αυξημένη συγκέντρωση διοξίνης: “όλοι σχεδόν έχουμε προβλήματα θυροειδούς”.

Αν και οι αντιδικίες συχνά έχουν πολύ λιγότερη σχέση με εξειδικευμένες τεχνικές λεπτομέρειες, απ’ ότι με ευρύτερα πολιτικά θέματα. εκφράζουν την αυξανόμενη πόλωση ανάμεσα σ’ αυτούς, που βλέπουν την επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη ως αναγκαία για την κοινωνική πρόοδο, και σ’ αυτούς που βλέπουν την ανάπτυξη ως καθοδηγούμενη από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα (βλέπε 8.). Ανάμεσα σ’ αυτούς, που με πραγματικές δηλώσεις αναζητούν να εκπληρώσουν συγκεκριμένους σκοπούς και σ’ αυτούς που έχουν ηθικές αρχές, και ανυσηχούν για αξίες, όπως η ακεραιότητα, η υπευθυνότητα και τα δίκαια. Μερικές αντιδικίες παραμένουν ως επί το πλείστον σε πολιτικό επίπεδο, όπου θέματα συζητούνται δημόσια από ειδικούς, δεοντολόγους και από την πολιτική αφρόκρεμα. Άλλες (όπως για παράδειγμα η χρησιμοποίηση των ζώων στην έρευνα) απασχολούν κοινωνικά κινήματα και ομάδες πολιτών. Μερικές φορές οι ανυσηχίες έχουν λιγότερο να κάνουν με τις συνέπειες της επιστήμης και της τεχνολογίας από τις σχέσεις ισχύος, που σχετίζονται με αυτές. Οι διαμαρτυρίες μπορεί να είναι λιγότερο πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις από ότι στην μειωμένη δυνατότητα των πολιτών να διαμορφώνουν πολιτικές, οι οποίες επηρεάζουν τα συμφέροντά τους. Λιγότερο ενάντια στην επιστήμη απ’ ότι στην επιστημονική ρητορεία, που κρύβει πολιτικές ή ηθικές επιλογές (βλέπε 9.).

Ζητήματα δύναμης, υπευθυνότητας και ακεραιότητας εξακολουθούν να επηρέαζαν τις αντιδικίες. Αλλά οι διαμάχες έχουν αλλάξει με τον καιρό. Την δεκαετί του 70’ και στις αρχές του 80’, αντιπροσώπευαν την αποκαλούμενη κρίση της αυθεντίας, που επικρατούσε στην πολιτική ζωή εκείνων των χρόνων (βλέπε 10.), και υποδείκνυαν την προθυμία των τοπικών ομάδων να κινητοποιηθούν ενάντια στις αποφάσεις, που επηρεάζουν τα δικά τους συμφέροντα.

Ιστορίες απάτης και κακής διαχείρησης, που αφορούν την επιστήμη εμφανίζονται και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης με αυξανόμενη συχνότητα. Κάποια ειδησιογραφικά άρθρα, που αφορούν απάτες είναι όμοια στο στυλ με δημοσιεύματα για πολιτικά ή επιχειρησιακά σκάνδαλα, που περιγράφουν τις συγκεκριμένες ενέργειες δόλου, τις ενέργειες που αποκάλυψαν τα γεγονότα και την ανταπόκριση των αρχών. Αλλά άρθρα παρουσιάζουν το θέμα της επιστημονικής απάτης πιο διεξοδικά εστιάζοντας στις αιτίες και την έκταση του φαινομένου, θεωρώντας ότι οι επιμέρους περιπτώσεις είναι συμπτώματα βαθύτερου προβλήματος. Οι δυο αυτές προσεγγίσεις αντανακλούν διαφορετικές ερμηνείες. Η πρώτη θεωρεί ότι η απάτη είναι απλώς η αποκλίνουσα συμπεριφορά μεμονομένων περιπτώσεων, ενλω η δεύτερη πιστεύει ότι είναι ένα πιο ευρύ φαινόμενο με βαθύτερες αιτίες βασισμένες στην παρούσα οργάνωνση της επιστημονικής εργασίας (της επιστήμης). Καθένας θα περίμενε αυτές οι απάτες να υποσκάπτουν την αυθεντία της επιστήμης, αλλά δεν είναι αυτότο θέμα. Αντιθέτως οι δημοσιογράφοι, συχνά αναφέρουν τις μη αποδεκτές συμπεριφορές επιστημόνων μ’ ένα τρόπο, που περισσότερο εξιδανικεύει την επιστήμη ως ένα αγνό και αμερόληπτο λειτούργημα (σελ.26)

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 80’, οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες εξέλιξαν τις επιθέσεις τους στην επιστήμη σε μια ηθική γλώσσα των δικαιωμάτων.

Στα 1990 ο Yaron Ezrahi, στο έργο του “Η Πτώση Του Ίκαρου” (“The Descent Of Icarus), υπέδειξε ότι οι επιθέσεις εναντίον της επιστήμης αντιπροσωπεύουν μια μέγιστη αλλαγή στην αντίληψη για το ρόλο της επιστήμης στην κοινωνία : “Στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η διανοητική και η τεχνική πρόοδος της επιστήμης συμπίπτει με την ορατή της παρακμής ως δύναμη στην ρητορική φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτικών” (βλέπε 1.σελ 13).

ΕΝΑ ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΩΝ-ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ

Οι μελέτες των διαμαχιών οφείλουν την προέλευσή τους σ’ ένα πλήθος πολιτικών, οικονομικών και ηθικών θεμάτων (βλέπε 11.&24. National Academy of Sciences, Institute of Medicine, 1991). Κατ’αρχην, οι πιο έντονες και δυσεπίλυτες διαφωνίες αφορούν τις κοινωνικές, ηθικές και θρησκευτικές επιπτώσεις μιας επιστημονικής θεωρίας ή μιας ερευνητικής πρακτικής-εφαρμογής. Η διαμάχη πάνω στο θέμα της διδασκαλίας της θεωρίας της εξέλιξης (των ειδών) στα δημόσια σχολεία έχει παραμείνει στο επίπεδο της τοπικής σχολικής περιφέρειας, ακόμα και μετά από μια απόφαση ανωτάτου αμερικανικού δικαστηρίου, που φάνηκε να δινει οριστική λύση στο ζήτημα (βλέπε 26.). Η πρακτική του πειραματισμού πάνω στα ζώα έχει εξαπλώσει(αυγατίσει)το κοινωνικό ρεύμα, που αφορά την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων και που αντιτίθεται για λόγους ηθικής στην χρήση των ζώων σαν (εργαλεία)πειραματόζωα (βλέπε 27.). Η αντίθεση, της δεκαετίας του 1970, στην εμβρυϊκή έρευνα ενισχύθηκε με την ανάπτυξη νέων ιατρικών εφαρμογών για τον ιστό του εμβρύου(βλέπε 28. ). Και η δημιουργία transgenic ζώων μέσα από τεχνικές της βιοτεχνολογίας προκάλεσε την αντίδραση ομάδων πεποισμένων ότι η ενασχόληση με φυσικές μορφές ζωής είναι ηθικά ύποπτη. Αυτά και άλλα διλλήματα αντανακλούν στην ηθική ενασχόληση της αμερικανικής κοινωνίας. Ακόμα και όταν βιοιατρικές μελέτες αποφέρουν “δραματικές” βελτιώσεις στην ιατρική περίθαλπψη, οι επικριτές ερωτούν ,και στην πραγματικότητα προσπαθούν να σταματήσουν συγκεκριμένες περιοχές της επιστήμης που απειλούν τους ηθικούς τους φραγμούς. Καθώς καινούργιες πιθανές θεραπείες ανακύπτουν –όπως είναι η ικανότητα για μεσολάβηση στην αναπαραγωγική διαδικασία ή η χρήση εμβρυϊκών ιστών για την μεταμόσχευση και την έρευνα- αυτές επίσης γίνονται το επίκεντρο ηθικών φιλονικιών.Μερικοί υπερασπίζονται αυτές τις πρακτικές για τα θεραπευτικά τους πλεονεκτήματα, ενώ άλλοι φαντάζονται μόνο την ενδεχόμενη κατάργηση τους. Για τους επικριτές, η χρήση των γυναικών σαν αναπληρώτριες μητέρες, ή η χρήση των ζώων ή των εμβρύων στην έρευνα, είναι ηθικά προβληματικές ενέργειες, που απειλούν την έννοια της προσωπικότητας και παραβαίνουν θεμελιώδεις πεποιθήσεις. Αυτοί οι επικριτές δεν αμφισβητούν απλά συγκεκριμένες ερευνητικές πρακτικές, αλλά αμφιβάλλουν και για τις βασικές αξίες της έρευνας.

Μια δεύτερη κατηγορία αντιμαχιών φανερώνει τις αντιθέσεις μεταξύ των περιβαλλοντολογικών αξιών και των πολιτικών ή οικονομικών προτεραιοτήτων. Πολλές συζητήσεις εμφανίζονται, όταν τα συμφέροντα των κατοίκων πλήττονται από αποφάσεις , που αφορούν την εγκαθίδρυση επιβλαβών έργων- όπως εργοστασίων ενέργειας ή χώρων εναπόθεσης τοξικών αποβλήτων-στις περιοχές τους (βλέπε 30.). Τέτοιες πανταχού παρούσες συγκρούσεις εμπλέκουν τις τοπικές κοινωνίες σε εκτεταμένες πολιτικές ενέργειες, που εκφράζουν αυτό που έχει αποκαλεστεί ως το NIMBY (not in my back yard-δηλαδή, όχι μέσα στην αυλή μου) σύνδρομο(βλέπε 32). Προβάλλουν, λοιπόν οι κοινωνίες, ερωτήματα που αφορούν την δικαιοσύνη διανομής των κινδύνων ανά περιοχή, το ρόλο του πολίτη στις τεχνολογικές αποφάσεις, και την πρόσβαση των τοπικών κοινωνιών στην πραγματογνωμοσύνη. Παρόμοιες εντάσεις, περί των περιβαλλοντολογικών αξιών, εκφράζονται με συνεχώς αυξανόμενη ανησυχία και αφορούν την συνολική ενοχοποίηση των τεχνολογικών αποφάσεων. Η απειλή, της μείωσης του όζοντος (βλέπε 31.) ή των πετρελαιοκυλίδων από τα ατυχήματα των γιγαντιαίων πετρελαιοφόρων (βλέπε 34.) θέτουν προβλήματα που δύσκολα μπορούν να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια μιας τοπικής πολιτικής. Επίσης οι τοπικές πολιτικές δομές και τα τοπικά οικονομικά ενδιαφέροντα συχνά υποστηρίζουν αμφιλεγόμενες πολιτικές επιλογές που επηρεάζουν βραχυπρόθεσμες οικονομικές και πολιτικές προταιρεότητες. Τέτοιου είδους ζητήματα έχουν γεννήσει ένα “νέο περιβαλλοντολόγο” που έχει επαναπροσδιορίσει τις ίδιες αντιδικίες στις παγκόσμιες διαστάσεις των περιβαλλοντολογικών προβλημάτων που προέκυψαν λόγω της τεχνολογικής αλλαγής (βλέπε 33.).

Μία τρίτη κατηγορία διαφωνιών εστιάζει πάνω στους κινδύνους της υγείας που συσχετίζονται με βιομηχανικές και εμπορικές πρακτικές, και τις προκύπτουσες συγκρούσεις, μεταξύ των οικονομικών συμφερόντων και των ανθρώπων που ανησυχούν για τους κινδύνους. Κατακλυζόμαστε απο προειδοποιήσεις σχετικά με “αόρατους” κινδύνους (PCBs, φρέον, ακτινοβολία, the carcinogens in food additives- ο κατάλογος είναι μακρύς και συνεχώς αυξανόμενος). Αβεβαιότητες σχετικά με την εξάπλωση και την φύση των κινδύνων έχουν επιβαρύνει το φόβο του κόσμου. Η έλλειψη τεχνικών γνώσεων αφήνει αναπόφευκτα σημαντικό πεδίο για συγκρουόμενες ερμηνείες. Καθώς οι νέες τεχνολογίες έχουν αυξήσει την ικανότητά μας να ανιχνεύουμε ενδεχόμενους κινδύνους, ο κόσμος είναι μπερδεμένος από τις διαφωνίες μεταξύ των επιστημών. Τί τροφή πρέπει να τρώμε; Πόσο επικίνδυνος είναι ο χώρος εργασίας; Πώς πρέπει να αντισταθμίζουμε από την μία την πιθανότητα κινδύνου και από την άλλη τα ενδεχόμενα οφέλη; Οι διαφωνίες εστιάζονται πάνω στις διακυμαινόμενες και ανταγωνιστικές προτεραιότητες αποφάσεων που αφορούν την ρύθμιση και την θέσπιση ασφαλών μέτρων, και τρόπων για την καλύτερη προστασία του κόσμου και των εργαζομένων σε επικύνδινες θέσεις (βλέπε 14.).

Ένας τέταρτος τύπος αντιδικίας πάνω σε τεχνολογικές εφαρμογές, επιφέρει την ένταση μεταξύ των ατομικών φιλοδοξιών και των ευρύτερων ή τοπικιστικών κοινωνικών στόχων. Χαρακτηριστικά, τέτοιου είδους αντιδικίες, που προκαλούν τις συνήθεις διαμάχες μέσα στους κυβερνητικούς κανονισμούς, παγιδεύονται στα όρια του τίτλου “δικαιώματα” και συχνά καταλήγουν στην εισαγωγή της επιστήμης και της τεχνολογίας. Εάν μια προμήθεια νερού είναι φθοριούχα, τότε απαιτείται παγκόσμιος εμβολιασμός, ή εάν ένα μάθημα από το δημόσιο πρόγραμμα σπουδών γίνεται υποχρεωτικό, τότε όλοι πρέπει να συμμεριστούν την απόφαση και να μοιραστούν τις συνέπειες. Ένω αν η χρήση ενός φαρμακευτικού προϊόντος, όπως το ΑΖΤ περιοριστεί, εκείνοι που το θέλουν το στερούνται. Επίσης, οι κυβερνητικές απαγορεύσεις για εναλλακτικές θεραπείες κατά του καρκίνου, ίσως να στερούν το δικαίωμα στον ασθενή να επιλέξει την φαρμακευτική του αγωγή (βλέπε 13.). Η νομοθεσία για τον έλεγχο των όπλων, απειλεί την ελευθερία επιλογής του ατόμου. Οι κυβερνήσεις θέτουν περιορισμούς στην ατομική ελευθερία για να προστατεύσουν την κοινότητα, ωστόσο , οι περιορισμοί της ατομικής ελευθερίας μπορούν, επίσης να ερμηνευθούν ως “προστασία” του επαγγελματικού ρίσκου, ή ως μη αναγκαίος κυβερνητικός πατερναλισμός.

Τα επιστημονικά επιτέγματα γίνονται, μερικές φορές αντιληπτά ως απειλήτων ατομικών δικαιωμάτων. Η πρόοδος της νευροϊατρικής, για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο να “τεθούν” κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στην ατομική συμπεριφορά (βλέπε 15.&17.). Θεωρίες, που υποδεικνύουν την βιολογική βάση στην ανθρώπινη συμπεριφορά, εμπεριέχουν κινδύνους στο ότι ο γενετικός ντετερμινισμός θα χρησιμοποιηθεί στην τεκμηρίωση του ελέγχου της πολιτείας πάνω στα πολλαπλασιαζόμενα δικαιώματα (βλέπε 18.). Οι creationists βλέπουν την θεωρία της επανάστασης, ως απειλή στο δικαίωμά τους να επιβάλλουν την θρησκευτική τους πεποίθηση στα παιδιά τους. Οι ασθενείς του AIDS, βλέπουν τις απαιτήσεις για HIV εξετάσεις και γνωστοποίηση τους στον σύντροφό τους σε περίπτωση θετικής διάγνωσης, ως απειλή στο δικαίωμα για ιδιωτική ζωή. Και οι ίδιοι οι επιστήμονες βιώνουν τους εκτεταμένους ελέγχους πάνω στην έρευνα, ως καταπάτηση του δικαιώματος τους για ελεύθερη έρευνα. Πολλές από αυτές τις αντιδικίες, πάνω στις ατομικές ελευθερίες, εμπεριέχονται σ’ ένα “παιχνίδι” εντάσεων στην αμερικάνικη κοινωνία, πέρα από τα πλαίσια του απαραίτητου ρόλου τους σε σχέση με την κυβέρνηση και τους κανονισμούς και η επεκτείνονται πέρα από την περιοχή όπου η κοινωνία θεμελιώνεται ή, από την άλλη πλευρά, οι απαιτήσεις της δημόσιας υγείας μπορεί να καταπατήσουν τα ατομικά δικαιώματα.

Υπάρχουν και άλλες μορφές αντιδικιών. Σχέδια της “μεγαλοεπιστήμης”, όπως η διαιωνιζόμενη σύγκρουση μεταξύ πλανητών, το σχέδιο “Human Genome” και το διαστημικό πρόγραμμα, έχουν γεννήσει διαμάχες πάνω σε ζητήματα ισότητας στην κατανομή των πηγών στα πλαίσια της επιστήμης (βλέπε 21.). Το αυξανόμενο διαφημιστικό ενδιαφέρον στα προϊόντα της βιοτεχνολογίας και η επέκταση της συνεργασίας μεταξύ βιομηχανίας και πανεπιστημίου σ’ αυτό τον επιστημονικό τομέα, έχουν γίνει πηγή αντιδικιών πάνω στην εφεύρεση και την ιδιοκτησία αυτής. Εκείνοι, που ωφελούνται από την τεχνολογική μεταρρύθμιση στην ανταγωνιστική αγορά, αντιπαρατίθενται με εκείνους, που πιστεύουν ότι το δημόσιο συμφέρον υπηρετείται καλύτερα από μια πιο ελεύθερη ανταλλαγή των νέων ιδεών (βλέπε 29.). Και τα φαινόμενα κακής διαχείρησης της επιστήμης, που ωφείλονται σε απάτη μέχρι και σε σφετερισμό των κονδυλίων της έρευνας, γενικεύουν τις διαφωνίες σχετικά με το κοστολόγιο της επιστήμης και την ικανότητα των επιστημόνων να διαχειρίζονται τους εαυτούς τους.

Οι αντιδικίες, πάνω στην επιστήμη και την τεχνολογία, αναπαριστούν μερικώς την έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους του κόσμου καθώς και μία εξασθενημένη πίστη για την ικανότητα των ιδρυμάτων να υπηρετήσουν το κοινωνικό συμφέρον. Οι κριτικοί διερωτούνται για τις προτεραιότητες της έρευνας : Είναι η επιστήμη προς όφελος του κοινού ή απλά για την προώθηση επιστημονικών σταδιοδρομιών; Είναι τα τεχνολογικά επιτεύγματα οφέλημα για την κοινωνία, ή απλά εκπληρώνουν “σκοτεινούς” οικονομικούς σκοπούς; Η σπουδαιότητα των αντιδικιών ωφείλεται, κατά ένα μέρος, στην έκφραση πολιτικών προβληματισμών; αλλά είναι επίσης και ηθικές δηλώσεις σχετικά με τον ρόλο της επιστήμης. Αυτές οι δυο όψεις των αντιδικιών, δηλαδή, οι ηθικές και οι πολιτικές τους διαστάσεις, επιδέχονται και αναζητούν περαιτέρω ανάλυση.

ΟΙ ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ ΩΣ ΠΟΛΊΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Η πολιτική πρόκληση, όπως παρουσιάζεται από τις επιστημονικές διαφωνίες ποικίλλει, και εξαρτάται από το θέμα και την πληγείσα κοινωνία. Κάποιοι άνθρωποι εμπλέκονται σε διαμαρτυρία λόγω των άμεσων και πρακτικών τους ενδιαφερόντων. Ζώντας κοντά σε μια επιβλαβή βιομηχανία ή δουλεύοντας σ’ένα χημικό εργοστάσιο επηρεάζονται άμεσα από κινδύνους που αφορούν την υγεία τους ή την κοινωνική αποσύνθεση. ‘Ομως μερικά θέματα δεν απασχολούν μόνο τους λογικά ενδιαφερόμενους, αλλά προσελκύουν και το ενδιαφέρον ανθρώπων χωρίς άμεσο ή ρεαλιστικό ενδιαφέρον. Στη φιλονικία σχετικά με την εξάντληση του όζοντος, για παράδειγμα, τα προσβαλλόμενα συμφέροντα είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μελλοντικών γενιών. Οι διαμαρτυρίες για τα δικαιώματα των ζώων προσελκύουν εκείνους, που είναι ηθικά αφοσιωμένοι στο σκοπό αυτό. Ενώ μερικές κριτικές της βιοτεχνολογίας ενδιαφέρονται για ειδικά οικονομικά ή περιβαντολλογικά θέματα, άλλες ανησυχούν για τις ηθικές συνέπειες του “ανακατεύειν” τη ζωή. Μερικές αντιδικίες περί του θέματος του κινδύνου παρακινούνται τόσο από ιδεολογικές τοποθετήσεις, όσο και από τον φόβο του επιβλαβούς (βλέπε 35.&36.). Η φιλονικία περί των πυρινικών στις δεκαετίες του 60’ και του 70’, για παράδειγμα, είχε ιδεολογικούς απόηχους, που είχαν λιγότερο να κάνουν με την τεχνολογία, απ’ότι με το πολιτικό της περιεχόμενο(βλέπε 38.). Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προκλήσεις προέρχονται από ανθρώπους με ηθική ή κοινωνική αποστολή.

Η πλειονότητα, των ενεργώς συμμετεχόντων σε πολιτικές συζητήσεις πάνω στην επιστήμη, είναι άνθρωποι, της μεσαίας κοινωνικής τάξης, μορφωμένοι και με επαρκή οικονομική ασφάλεια, καθώς και πολιτική επιδεξιότητα να συμετάσχουν σε μια κοινωνική κίνηση (βλέπε 40.). Η ενασχόλησή τους δεν είναι απαραιτήτως συνδεδεμένη με κάποια παραδοσιακή πολιτική παράταξη. Οι περιβαλλοντολόγοι, που αντιτίθενται στα τεχνολογικά σχέδια καθώς και οι υποστηρικτές της διεύρυνσης των δικαιωμάτων των ζώων προέρχονται από κοινωνικά ρεύματα συνδεδεμένα με τις αξίες της ελευθερίας. Αλλά οι εμφανιζόμενες οργανώσεις, που αντιτίθενται στην εμβρυϊκή έρευνα είναι πολιτικά συντηρητικές, καθώς οι “θεμελιωτές” είναι εκείνοι που επιθυμούν να μπλοκάρουν την διδασκαλία των επιστημονικών θεωριών, που προσβάλλουν τα πιστεύω τους. Επικεντρωμένοι σε συγκεκριμένα προβλήματα, οι επιστημονικές αντιδικίες προσελκύουν ανθρώπους των οποίων τα ενδιαφέροντα αφορούν περισσότερο την φύση του θέματος παρά τον κύριο πολιτικό τους προσανατολισμό ως φιλελεύθεροι ή ως συντηρητικοί, αριστεροί ή δεξιοί.

Η σύνδεση αυτών των αντιμαχόμενων πλευρών είναι το αίτημα τους για μεγαλύτερη υπευθυνότητα και αυξημένο πολιτικό έλεγχο. Οι τεχνολογικές αντιδικίες, όπως ο κοινωνιολόγος Alain Touraine έχει χαρακτηρίσει, αναπαριστούν μια αντίδραση ενάντια στην τεχνοκρατία στην έρευνα για ένα πιο ανθρωποκεντρικό κόσμο (βλέπε 42.). Αυτή είναι η κεντρική πολιτική πρόκληση των τεχνολογικών αντιδικιών.

Η ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ ΩΣ ΗΘΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Ανατρέχοντας, σχεδόν όλες αυτές τις αντιδικίες, θα παρατηρήσουμε ότι αποτελούν ουσιαστικά, πανταχού παρούσες διεκδικήσεις δικαιωμάτων. Στον ατομιστικό πολιτισμό της Αμερικής, σχεδόν κάθε πολιτική διεκδίκηση είναι απορρηπτέα βάσει της ηθικής ρητορικής των δικαιωμάτων-μια ρητορική με βαθιές ρίζες στην αμερικανική ιστορία(βλέπε 39.). Η τάση να διατυπωθούν τα προβλήματα με σαφείς όρους, κάτω από την ομπρέλα ηθικών αξιών ξέχωρων, όμως, ως προς το κοινωνικό τους περιεχόμενο υιοθετήθηκε από την θρησκευτική παράδοση του καλβινισμού, και η ηθική σκέψη αργότερα επέτρεψε την κοσμική θεώρηση-σκέψη διαμέσου της παράδοσης του Πουριτανισμού (βλέπε 41.).

Σήμερα, αυτή η πίεση ανακλάται στην αναγέννηση της βιοηθικής ως σημαίνουσας επιστήμης. Και επιβάλλεται στον αγώνα των κοινωνικών κινήσεων με την επιμονή τους στα ηθικά στεγανά και στις διεκδικήσεις δικαιωμάτων. Οι υποστηρικτές των ζώων διεκδικούν δικαιώματα για τα ζώα, οι ενάντιοι των αμβλώσεων διεκδικούν δικαιώματα για τα έμβρυα, οι επιστήμονες διεκδικούν το δικαίωμα να διαπράτουν την έρευνά τους χωρίς αδικαιολόγητη επέμβαση, οι creationists διεκδικούν το δικαίωμα να επιλέγουν τις θεωρίες που διδάσκουν στα παιδιά τους και οι περιβαλλοντολόγοι συνηγορούν στα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών.

Κάποιες διεκδικήσεις δικαιωμάτων βασίζονται σε υποχρεώσεις; Τα δικαιώματα μπορεί να γίνουν μια πρακτική κατάσταση ικανή να ικανοποιήσει συγκεκριμένα έργα. Γι’αυτό τα κυβερνητικά πρακτορεία διεκδικούν το δικαίωμα να περιορίζουν την ατομική ελευθερία, προκειμένου να φέρουν εις πέρας τις κατ’εντολήν ευθύνες τους. Άλλες διεκδικήσεις δικαιωμάτων βασίζονται πάνω σε υλιστικές διαφωνίες; Τα ειδικά δικαιώματα είναι πολύτιμα γιατί μεγιστοποιούν το κοινωνικό ενδιαφέρον. Οι επιστήμονες, για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι το αγαθό της γνώσης είναι τόσο σημαντικό για τα μακροχρόνια ενδιαφέροντα της κοινωνίας, ώστε η ελευθερία της έρευνας πρέπει να υπερνικήσει των άλλων ενδιαφερόντων. Άλλοι όπως οι υποστηρικτές των ζώων ή οι creationists, βασίζουν τις διεκδικήσεις τους στην βασική ηθική ή σε θρησκευτικές προτάσεις; Και ακόμη άλλοι βασίζουν τις διεκδικήσεις τους στην δημοκρατική παραδοχή, ότι ατομική αυτονομία είναι μια “σημαντική” αξία από μόνη της. Αλλά, ακόμα και αν αιτιολογούνται με όρους φυσικών δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή παραδόσεων, οι διεκδικήσεις δικαιωμάτων γίνονται μια ηθική προστακτική. Βασισμένες σε “πιστεύω” ή βαθιά υφιστάμενες ενοράσεις, που θεωρούνται μη εμπορεύσιμες, αφήνουν λίγο χώρο για συμβιβασμό και διευθέτηση.

Διεκδικήσεις δικαιωμάτων μοιραία επιτείνουν την διαμάχη, καθώς είναι, όπως ο φιλόσοφος H.L.A. Hart (βλέπε 19.) παρατηρεί, “ηθικές δικαιολογίες περιορισμού της ελευθερίας του άλλου”. Οι διεκδικήσεις για λογαριασμό των δικαιωμάτων των ζώων, περιορίζουν τηνελευθερία της έρευνας, που οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έχουν επιτύχει. Τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών περιορίζουν τις πράξεις των σημερινών καταναλωτών και δικαιώματα στην ιδιωτική ιδιοκτησία, διαμάχονται της κυβερνητικής ανάγκης να κανονίζει τις κοινωνικές λύσεις.

Σε κάποιες αντιδικίες, οι προασπίσεις δικαιωμάτων είναι λίγο περισσότερες από ειδικές απαντήσεις σε ανταγωνιστικές καταστάσεις, μπερδεύοντας κατηγορίες ηθικής με στρατηγικούς σκοπούς. Πράγματι, η ρητορική των δικαιωμάτων είναι, ίσως, απλά ένας τρόπος ανύψωσης μιας ορχηστρικής συμπεριφιράς στο επίπεδο μιας ηθικής προστακτικής, ώστε να περιοριστεί η διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό, διεκδικήσεις δικαιωμάτων, ίσως γίνουν το κύριο θέμα σε μια διαμάχη, ή απλά μια τακτική, ένας τρόπος να κερδιθεί η δημόσια υποστήριξη σε αντιδικούμενα πολιτικά ζητήματα.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΑΚΤΙΚΗΣ

Η ιδεολογική πολυπλοκότητα, που σχετίζεται με τις τεχνολογικές αντιδικίες, συχνά, συνοδεύεται από πολυπλοκότητα στρατηγικής, καθώς ηθικά επιχειρήματα συνδυάζονται με τεχνολογικές γνώσεις. Σε μερικές περιπτώσεις οι επιστήμονες έχουν εγκαινιάσει αντιδικίες θέτοντας ζητήματα για ενδεχόμενεους κινδύνους σε περιοχές άγνωστες στην κοινή γνώμη. Οι επιστήμονες ήταν οι πρώτοι, που προειδοποίησαν το κοινό για τους ενδεχόμενους κινδύνους από την έρευνα του ανασυνδυασμένου DNA. Αυτοί ήταν οι πρώτοι, που επέστησαν την προσοχή του κοινού στο πρόβλημα της καταστροφής του όζοντος. Και έχουν παραμείνει ενεργοί σ’ όλες τις πλευρές της διαμάχης για το θέμα δίαιτα-καρκίνος. Όμως η τεχνολογική πραγματογνωμοσύνη είναι το κρίσιμο επιχείρημα σ’ όλες τις πολιτικές διαμάχες. για πρόσβαση στην γνώση και την απορρέουσα ικανότητα να εξετάζουν τα δεδομένα, που χρησιμοποιήθηκαν, προκειμένου να νομιμοποιήσουν τις αποφάσεις. Είναι μια απαραίτητη βάση δύναμης και επιρροής (βλέπε 43.).

Η αυθεντία της επιστημονικής γνώσης έχει στηριχθεί στην προϋπόθεση της επιστημονικής ουδετερότητας (βλέπε 44.). Οι ερμηνείες και οι προβλέψεις των επιστημόνων κρίνονται ως ορθολογικές και απρόσβλητες από πολιτικές επιρροές διότι βασίζονται σε δεδομένα, που έχουν συγκεντρωθεί με αντικειμενικές διαδικασίες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι επιστήμονες συμμετέχουν σ’ όλες τις πλευρές των διαμαχιών. Όπως οι συνήγοροι των βιομηχανιών χρησιμοποιούν την τεχνολογική γνώση για να υποστηρίξουν τα προγράμματά τους, το ίδιο κάνουν και οι ομάδες διαμαρτυρίας, που τα αμφισβητούν. Οι οικολόγοι προσλαμβάνουν δικούς τους ειδικούς, που αποκαλύπτουν τους ενδεχόμενους κινδύνους.

Την ίδια εικόνα θα αποκτήσουμε εάν παρακολουθήσουμε τις απόψεις των επιστημόνων μέσα από τα ΜΜΕ. Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με το θέμα της διοξίνης έχουμε ότι, από την μια πλευρά ευαισθητοποιημένες αναφορές έδειξαν τη διοξίνη σαν ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο της τεχνολογικής προόδου. Οπως για παράδειγμα, ένα εξώφυλλο των “Times”: του 1980 είχε τον τίτλο: “Η δηλητηρίαση της Αμερικής” και έδειχνε έναν άνθρωπο να κολυμπάει σε μια πισίνα, που, όμως,τα μέρη του προσώπου και του σώματός του, που ήταν κάτω από την επιφάνεια του νερού είχαν διαλυθεί. με αποτέλεσμα να μείνει μόνο ο σκελετός. Οι “Times” του Λος Άντζελες το 1983 είχαν ως τίτλο άρθρου: “Φονικό τέρας διοξίνης προσκεκλημένο σε χημικό εργοστάσιο”. Ενώ ο δημοσιογράφος έγραφε: “Σύγχρονοι μάγοι της επιστήμης με πολύ εξελιγμένα ερευνητικά εργλεία έχουν ανακαλύψει θεραπείες για τον πονοκέφαλο, εξολοθρευτές πικραλίδας και κατάλληλα δηλητήρια για τα μικρόβια. Δημιούργησαν, επίσης, ένα χημικό τέρας”. Ο δημοσιογράφος, συνέχισε, να συγκρίνει τους χημικούς επιστήμονες του Dow, με χημικούς σε ταινίες τρόμου, που συμπτωματικά δημιουργούν αποκρουστικά παράγωγα. Η διοξίνη ισχυρίστηκε “κατατάσσεται απ’ τους επιστήμονες ως το πιο θανατηφόρο συστατικό στη φύση μετά από το botulism και την τοξίνη του τετάνου.

Στο άλλο άκρο η Milwahkee Journal περιέγραφε τους κινδύνους της διοξίνης ως “υπερτονισμένους” και “αδικαιολόγητους”.“Είναι η διοξίνη θανατηφόρα;” διερωτάται ο δημοσιογράφος. “Ναι για ινδικά χοιρίδια…. και από όσο ξέρουμε μέχρι τώρα όχι για ανθρώπους…”. Το άρθρο αναφερόταν σε “φανατικούς πολιτικούς” και σε “αυθαίρετα άρθρα”, που προκαλούν “υστερική κάλυψη”. Παρέθετε δε, δηλώσεις ενός “βαριεστημένου επιστήμονα”, που δεν ήθελε να αποκαλύψει το όνομα του: “Η διοξίνη είναι κακή, η διοξίνη είναι διαβολική, η διοξίνη είναι Darth Vader. Το να λες κάτι καλό για την διοξίνη είναι σαν να ότι ο Richard Nixon ήταν καλός πατέρας. Μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά κανείς δε θα το πίστευε”.

Ανάμεσα στους συνηγόρους των δικαιωμάτων των ζώων, υπάρχουν επιστήμονες, που απομυθοποιούν την ανάγκη χρησιμοποίησης ζώων στην έρευνα. Ακόμα και οι creationists παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως επιστήμονες και υποστηρίζουν ότι ο creationism είναι μια έγκυρη επιστημονική θεωρία, που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία.

Παρόλο, που πολιτικές αξίες ή ηθικά ζητήματα μπορούν να υποκινούν διαμάχες, οι πραγματικές δημόσιες αντιπαραθέσεις, συχνά εστιάζουν σε τεχνικά ζητήματα. Θέματα, που αφορούν στην ποιότητα ζωής συζητούνται υπό τους όρους των υλικών απαιτήσεων για μια προσδοκούμενη άνεση και μια ακρίβεια στους υλικούς υπολογισμούς, παρά ως προς τις ανάγκες και τις ανυσηχίες της κοινωνίας. Ανυσηχίες για την ηθική της έρευνας σε έμβρυα μετατρέπονται σε δημόσιες συζητήσεις για το πιο είναι το ακριβές σημείο στο οποίο αρχίζει η ζωή. Αυτή η μετατόπιση της ουσίας των θεμάτων μπορεί να είναι μια αποτελεσματική τακτική, έτσι ώστε όλες οι αντιδικίες σε ευρείς τομείς να μπορούν να ερμηνευτούν αντιφατικά από την επιστήμη. Όταν αποφάσεις πρέπει να παρθούν στα πλαίσια περιορισμένης γνώσης, και σπάνια υπάρχει ανδιαμφισβήτητη απόδειξη, που να υπαγορεύει οριστική απόφαση, τότε η ισχύς εξαρτάται από την ικανότητα να χειρίζεται κανείς την γνώση και να χρησιμοποιεί τα στοιχεία για να υποστηρίξει συγκεκριμένες πολιτικές. Αλλά, όπως η τεχνική πραγματογνωμοσύνη έχει γίνει μια πηγή άντλησης επιχειρημάτων, εκμεταλλευόμενη, από όλες τις πλευρές, για την εδραίωση πολιτικών και ηθικών αποφάσεων, γίνεται δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τα πολιτικά γεγονότα από τις πολιτικές αξίες. Οι αντιδικίες μεταξύ των επιστημόνων αποκαλύπτουν την αξία των λογικών προτάσεων, που αναφέρουν τα δεδομένα, που έχουν θεωρηθεί σημαντικά, που έχουν τις εναλλακτικές λύσεις, που έχουν υπολογιστεί, καθώς και τα ζητήματα, τα οποία έχουν θεωρηθεί ως κατάλληλα (βλέπε 20.).

Ειρωνικά, η προθυμία των επιστημόνων να προσφέρουν την γνώση τους σε ποικίλα θέματα, σε ευρέως δημοσιευμένες αντιδικίες έχει παραγκωνίσει την προϋπόθεση της αντικειμενικότητας της επιστήμης, παρόλο, που αυτή η προϋπόθεση έχει δώσει δύναμη στους επιστήμονες ως ουδέτερους ρυθμιστές της αλήθειας. Οι αντιδικίες ανάμεσα στους ειδικούς έχει προκαλέσει σκεπτικισμό ως προς τον πολιτικό ρόλο των επιστημών και ανυσηχία για την πολιτική διάσταση αποφάσεων, που κοινώς θεωρούνται ως τεχνικές. Το γεγονός ότι οι επιστήμονες διαφωνούν- περισσότερο από την ουσία των αντιδικιών τους- έχει προκαλέσει διαμάχες στην δημόσια “αρένα”, πυροδοτώντας διαμαρτυρίες και ενθαρρύνοντας απαιτήσεις για έναν πιο δυναμικό δημόσιο ρόλο στις τεχνικές αποφάσεις.

Πέρα από το να ψάχνουν τεχνικά επιιχειρήματα, αυτοί που ασχολούνται με αντιδικίες πάνω στην τεχνολογία και την επιστήμη, πρέπει να οργανώσουν τις ενέργειές τους, έτσι ώστε να διευρύνουν την πολιτική βάση των επιχειρημάτων τους. Πολλοί οργανισμοί διαμαρτυρίας- όπως οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων και οι οικολογικές ομάδες- βασίζονται στην υποστήριξη μιας δύναμης πολιτών, προκειμένου να προωθήσουν οικονομική και πολιτική υποστήριξη για τις υποθέσεις τους. Για να προσελκύσουν τον κόσμο πρέπει να προβάλλουν δραματικά και υψηλής δημοσιότητας γεγονότα. Κινούμενοι πέρα από συνηθισμένες πολιτικές ενέργειες, όπως άσκηση πίεσης σε κάποιους βουλευτές ή μεσολάβηση πολιτικών, προχωρούν σε δικαστικούς αγώνες, απεργίες σε επιστημονικά εργαστήρια, διαδηλώσεις στους δρόμους και άλλες τέτοιες ενέργειες.

Ο δικαστικός αγώνας είναι μια σημαντική στρατηγική, όχι μόνο για να εμποδίσει την τεχνολογία, αλλά και για να κινητιποιήσει τους πολίτες. Στην δεκαετία του 70’, ο ρόλος των δικαστηρίων στις αποφάσεις, που αφορούσαν το περιβάλλον διευρύνθηκε λόγω της επέκτασης του νομικού δόγματος των παρευρισκομένων- ίδιωτών, δηλαδή αυτών, που χωρίς να ισχυρίζονται ότι έχουν προσωπικά ή οικονομικά παράπονα παρίσταναν τους συνηγόρους του δημοσίου συμφέροντος. Τα δικαστήρια έχουν από τότε χρησιμοποιηθεί από τους πολίτες όχι μόνο σε οικολογικές υποθέσεις, αλλά και ενάντια σε διάφορες πρακτικές, που χρησιμοποιεί η έρευνα όπως έγινε με τον δικαστικό άγωνα για τα δικαιώματα των ζώων. Τέτοιες υποθέσεις προσελκύουν τα ΜΜΕ κάνοντας τα γεγονότα γνωστά στο κοινό και διευρύνοντας τις αντιδικίες.

Για να προκαλέσει κανείς την προσοχή του κοινού και το ενδιαφέρον των πολιτικών απαιτείται πρώτα να προσελκύσει τα ΜΜΕ (βλέπε 5.&15.).

Πολλές επιστημονικές αντιδικίες γίνονται γνωστές στο ευρύ κοινό ύστερα από την ενασχόληση μ’ αυτές σοβαρών εφημερίδων. Αν και οι ιστορίες, που γίνονται ειδήσεις εστιάζουν, κυρίως, σε καταστροφικά γεγονότα (σελ. 47-The perils of progress). Η κάλυψη των αντιδικιών, που αφορούν τις συνέπειες των χλωροανθράκων (και φθοροανθράκων) στο όζον της ατμόσφαιρας, τις συνέπειες της διοξίνης στην υγεία και τους κινδύνους από την βιοτεχνολογία, περιγράφουν μερικές περιπτώσεις δημοσιοποίησης των κινδύνων της τεχνολογίας, αλλά και περιπτώσεις, που μ’ αυτόν τον τρόπο έγιναν γνωστές στο ευρύ κοινό (σελ.48).

Η δημόσια διαμάχη για το όζον.

Αυτή η διαμάχη έλαβε αξιοσημείωτη κάλυψη από τα ΜΜΕ. Οι δημοσιογράφοι εξέθεσαν στο κοινό μια επιστημονική διαμάχη, πάνω σε ένα θέμα, για το οποίο ελάχιστοι άνθρωποι είχαν ακούσει ως το 1970. Το 1973 Βρετανοί χημικοί δημοσίευσαν ένα άρθρο στο “Nature” προειδοποιώντας ότι η απελευθέρωση των φθοριοανθράκων θα μπορούσε να καταστρέψει την ζώνη του όζοντος. Ένας Σουηδός δημοσιογράφος, επιστημονικών θεμάτων, έγραψε ένα άρθρο βασισμένο στο προηγούμενο, αλλά οι εφημερίδες της Νέας Υόρκης απέτυχαν να εστιάσουν στην ιστορία (απέτυχαν, δηλαδή, να καταλάβουν την σημασία της) χαρακτηρίζοντας την ως ένα εσχατολογικό δημοσίευμα. Η ιστορία “απογειώθηκε”, όταν ο Walter Sullivan έγραψε ένα άρθρο για την πρώτη σελίδα των New York Times εξηγώντας τις διαστάσεις του προβλήματος. Τοποθετώντας αυτό το άρθρο ως πρωτοσέλιδο οι Times όρισαν αυτόν τον κίνδυνο ως είδηση και αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης, και πολλά άρθρα σε εφημερίδες όλης της χώρας ακολούθησαν (σελ. 48-49)

Η αντιδικία για την διοξίνη

Ένα καρτούν, δημοσιευμένο σε εφημερίδα, εικονίζει την κιβωτό του Νώε να βρίσκεται σε ένα βουναλάκι. Ένα ζώο της κιβωτού ρωτά το ταίρι του: “γιατί δεν μπορούμε να φύγουμε τώρα, που ο κατακλυσμός τελείωσε;” και η απάντηση: “Διοξίνη”. Το από μακρού χρόνου υφιστάμενο ενδιαφέρον των ΜΜΕ για τους κινδύνους, που σχετίζονται με την αποθήκευση τοξικών χημικών ξεκίνησε με την αντιδικία του Love canal. Η Hooker Chemical Company είχε εγκαταλήψει αποθηκευμένα απόβλητα σε τοποθεσία της Νέας Υόρκης. Η Hooker είχε, πιο συγκεκριμένα, αποθηκεύσει 21000 τόνους χημικών αποβλήτων στο συγκεκριμένο κανάλι ανάμεσα στα έτη 1942 και 1953. Ακολούθως κάλυψε τα “σκουπίδια” και πούλησε το κανάλι σε μια συμβολική τιμή στο Niagara School board (στο συμβούλιο του σχολείου του Niagara). Επειτα μια ολόκληρη γειτονιά εξαπλώθηκε πάνω στη τοποθεσία αυτή. Ο τοπικός τύπος, σε μια πόλη, που κυριαρχεί έντονα η χημική βιομηχανία για χρόνια σιωπούσε, αλλά το 1976 ερευνητές δημοσιογράφοι της Niagara Gazette έθεσαν το θέμα στην κρίση (γνώση) του κοινού, δημοσιεύοντας αναφορές για μεγάλη συγκέντρωση χημικών στην περιοχή. Η επιμονή του τοπικού τύπου είχε ως αποτέλεσμα μια κυβερνητική έρευνα, και ανυσηχία για την δημόσια υγεία ώστε το σχολείο έκλεισε, μερικές περιοχές εκκενώθηκαν και προσελκύθηκε η προσοχή του εθνικού τύπου. Το Love canal έμεινε, όχι μόνο ως μια τοπική καταστροφή, αλλά και ως ένα σύμβολο για το αυξανόμενο πρόβλημα της αποθήκευσης των τοξικών αποβλήτων. Μέχρι το 1982 ο τύπος είχε κοινοποιήσει 418 τοποθεσίες στις ΗΠΑ, που είχαν χαρακτηριστεί ως αποθήκες επικίνδυνων τοξικών ουσιών (σελ. 55-56).

Η διαμάχη για την βιοτεχνολογία

Η γενετικά μεταλλαγμένη τομάτα, που παρουσιάσθηκε από την εταιρεία βιοτεχνολογίας Galgene στο τέλος του 1991, αρχικά περιγράφηκε θετικά από τον τύπο σαν ένα φρούτο, που δεν σαπίζει στον δρόμο για την αγορά. Το προϊόν αυτό ήταν το γενεσιουργό αίτιο διαφόρων ιστοριών στις εφημερίδες για φαγητό υψηλής τεχνολογίας και ο τύπος υποστήριξε τις προσπάθειες της Galgene να καταγραφεί το προϊόν της ως ένα φαγητό και όχι ως φάρμακο, που θα υπόκειτο στους κανονισμούς της F.D.A (Food and Drug). Αλλά μετά όταν οι κριτικές για την βιοτεχνολογία μεταβλήθηκαν, και ο σκεπτικισμός έγινε της μόδας οι δημοσιογράφοι άρχισαν να παρουσιάζουν την τομάτα ως “το φαγητό του Φρανκενσταϊν” και ως “τομάτα δολοφόνο” σηματοδοτώντας έτσι μια έντονη διαμάχη για την χρησιμότητα της βιοτεχνολογίας (σελ. 59).

Γι’ αυτόν τον λόγο οι ενέργειες διαμαρτυρίας ενάντια στην επιστήμη έχουν απασχολήσει γνωστούς συγγραφείς και ακτιβιστές, όπως τους Jeremy Rikin, Peter Singer, Ralph Nader και Paul Brodeur, και έχουν την υποστήριξη πολλών πολιτικών και προσωπικοτήτων από το χώρο της τηλεόρασης. Οι οπτικές εικόνες, επίσης, τραβούν, σχεδόν πάντοτε την προσοχή στην αιτία της υπόθεσης. Οι ανατριχιαστικές εικόνες, που προβάλλουν οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των ζώων προκαλούν την δημόσια συμπάθεια. Εικόνες από ολοκληρωμένα κύτταρα, που μοιάζουν με έμβρυα προκαλούν την ανυσηχία του κοινού για την εμβρυϊκή έρευνα και την μεταμόσχευση ιστών. Οι τηλεοπτικές εικόνες από βουτηγμένα στο πετρέλαιο πουλιά προκαλούν την δημόσια ντροπή. Η “ρητορική-προφορική” εικόνα είναι μια σημαντική τακτική. Για τους επιστήμονες, που ασχολούνται με την εμβρυϊκή έρευνα, το έμβρυο είναι ένα “κύτταρο”, για τους αντίθετους είναι ένα “μωρό”. Τέτοιες οπτικές και “ρηματικές” εικόνες έχουν μετατρέψει την ανυσηχία για την επιστήμη και την τεχνολογία σε ηθικές αποστολές.

ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ

Πώς η τεκμηριωμένη επιστήμη και η τεχνολογία επηρεάζουν ειδικά ενδιαφέροντα και προσωπικές αξίες. Οι κοινωνικές και ηθικές συμπλοκές μιας συγκεκριμένης πρακτικής, δέχονται πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα από όποιες λεπτομέρειες επιστημονικά τεκμηριωμένες. Οι αντιλήψεις δια τούτο, διαφέρουν δραματικά.

Θα επιφέρουν τα επιτεύγματα στην βιοτεχνολογία σημαντικά ιατρικά ή γεωργικά κέρδη, ή απλώς εξυπηρετούν διαφημιστικά ενδιαφέροντα;

Είναι η τοποθέτηση της γενετικής στο χώρο εργασίας ένας τρόπος προστασίας των εκτεθειμένων σε κινδύνους εργατών, ή μια δικαιολογία αποφυγής καθαρισμού του περιβάλλοντος;

Παρέχουν τα πειράματα της γενετικής μηχανικής ανθρωπιστικές και οφέλιμες θεραπείες, ή παραβιάζουν την φύση;

Είναι οι διατροφικές οδηγίες και οι κανονισμοί διαιτολογίου διεκδικήσεις μιας αναγκαίας και επιστημονικά επικυρωμένης προστασίας του καταναλωτή, ή μια μορφή κυβερνητικού πατερναλισμού;

Είναι ο πειραματισμός στα ζώα απαραίτητος στην ιατρική πρόοδο, ή μια περιττή ηθική προσβολή στα δικαιώματα των ζώντων υπάρξεων;

Τα μέσα για να επιλυθούν τα ζητήματα θα εξαρτηθούν από τη φύση τέτοιων αντιλήψεων. Αν τα ζητήματα επηρεάσουν ανταγωνιστικά συμφέροντα, όπως σε πολλές διεγειρόμενες αντιδικίες, οι διαπραγματεύσεις και τα μέτρα αποζημίωσης ίσως μειώσουν τις διαμάχες και οδηγήσουν σε απόφαση-συμφωνία. Αλλά, όπου εκτίθονται ηθικές αρχές, οι προσπάθειες διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού ίσως αποτύχουν να επηρεάσουν εκείνους που είναι αφοσιωμένοι σε ένα σκοπό.

Σε μερικές περιπτώσεις δραματικά γεγονότα, όπως μια τεράστια διαρροή πετρελαίου ή το ατύχημα του Chernobyl, έχουν τροποποιήσει τους όρους των διενέξεων σχετικά με συγκεκριμένες τεχνολογίες. Στα τέλη της δεκαετίας του 80’, τα αναπυυσσόμενα ενδιαφέροντα σχετικά με τα παγκόσμια περιβαλλοντολογικά θέματα, έθεσαν το πρόβλημα της εξάντλησης του όζοντος στην διεθνή κοινότητα. Επιπλέον, η τραγωδία του AIDS πίεσε την βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων, να επανεξετάσσει πολιτικές έγκρισης φαρμάκων. Εάν τα υποκινούμενα συμφέροντα, που εμπλέκονυαι στις διαμάχες είναι οικονομικά ή πολιτικά, η ανακάλυψη νέων στοιχείων μπορεί ν’ αλλάξει τον χαρακτήρα των αντιμαχιών. Οι διαφωνίες, πάνω στο ζήτημα, που αφορά την σχέση δίαιτας και καρκίνου, καθώς και εκείνου σχετικά με τις περιβαλλοντολογικές συνέπειες των “chlorofluorocarbons”, έχουν μεταβληθεί με τον καιρό. Αλλά στις ηθικές αντιδικίες, υπάρχει η ελαφρά υποψία ότι οι τεχνικές διαδικασίες επηρεάζουν την τοποθέτηση των πρωταγωνιστών, για διαμαχώμενα οράματα, που αδυνατούν να περατωθούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι διαμάχες,οι οποίες αφορούν στα δικαιώματα των ζώων ή στην εμβρυϊκή έρευνα, συνεχίζονται παρόλες τις μεταβολές στις ερευνητικές πρακτικές, που προτίθενται να ικανοποιήσουν τις δημόσιες απαιτήσεις.

Η κατάληξη των διαμαχιών επηρεάζει την συγγενική πολιτική δύναμη των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Σε μερικές περιπτώσεις, τα βιομηχανικά ενδιαφέροντα υπερισχύουν : Εταιρείες χημικών ενδιαφέρονται, σαφώς, στο να διαμορφώσουν τις αρχές, πουδιέπουν την χρήση των “chlorofluorocarbons” και τις εφαρμογές της βιοτεχνολογίας. Αλλά διαμέσου της επιμονής, διαμαρτυρόμενες ομάδες έχουν ασκήσει αξιόλογη επιρροή. Οι εναντιωμένοι στις αμβλώσεις και οι υπερασπιστές των ζώων έχουν εντυπωσιακή επιρροή πάνω στις ερευνητικές πρακτικές, που κυμαίνεται από τροποποιήσεις ως και απόλυτες απαγορεύσεις συγκεκριμένων τύπων έρευνας. Και οι κριτικοί, εφιστούν την προσοχή στις καρκινογενέσεις και σε μεροληπτικές εμπλοκές των γενετικών εξετάσεων στο χώρο εργασίας, έχουν επηρεάσει την νομοθεσία. Μερικές αντιδικίες έχουν καταλήξει στην κυβερνητική απόσυρση χρηματοδοτήσεων διαφόρων ερευνών (όπως για παράδειγμα για την εμβρυϊκή έρευνα την δεκαετία του 80’). Και πολοί επιστήμονες, ελπίζοντας να αποφύγουν την αντιπαράθεση, έχουν εθελοντικά αποχωρήσει από διάφορες “περιοχές” της έρευνας.

Τελικώς, η εφαρμογή της επιστημονικής πολιτικής εξαρτάται από την δημόσια αποδοχή- ή, τουλάχιστον από την δημόσια αδιαφορία. Προσπάθειες που τποθάλπτουν μεγαλύτερη αποδοχή της επιστήμης και της τεχνολογίας, έχουν πολλαπλασιαστεί στις Η.Π.Α.. Η νομοθεσία παρέχει δημόσια πρόσβαση στην πληροφόρηση διαμέσου δημόσιων ακροαματικών διαδικασιών, καθώς και διευρυμένες ευκαιρίες για παρέμβαση στη θέσπιση κανονισμών και στις διαδικασίες εκδίκασης. Αντιπροσωπείες- πρακτορεία έχουν οργανώσει πειράματα στην διαπραγμάτευση και στην παρέμβαση (βλέπε 45.). Πολίτες, συχνά, λαμβάνουν μέρος σε συμβουλευτικές επιτροπές και, στις καθιερωμένες πια, επιτροπές επανεξέτασης επιτηρώντας την έρευνα. Παρόμοιες ομάδες αναθεώρησης, συμβούλια σχηματιζόμενα με κοινή συναίνεση των αντιδικούμενων πλευρών και ειδικές επιτροπές έχουν σχηματιστεί με σκοπό να οικοδομήσουν την δημόσια εμπιστοσύνη (βλέπε 22.).

Ταυτόχρονα,αντιδικίες έχουν μερικές φορές οδηγήσει στην απόκρυψη της πληροφόρησης, που, πιθανόν, να αφυπνίσει δημόσια ενδιαφέροντα σχετικά με πιθανούς κινδύνους. Η μυστικότητα μπορεί να αποτελεί ένα τρόπο αποφυγής της κριτικής, μείωσης της ενόχλησης φορτικών κανονισμών, αποτροπή του πανικού και αποφυγή καθηστερήσεων, που κοστίζουν. Μετά το ατύχημα του Chernobyl, ομοσπονδιακές οργανώσεις-αντιπροσωπίες σπείραν ψευδείς οδηγίες με σκοπό να δραστηριοποιήσουν τους επικεφαλείς και τους χιλιάδες επιστήμονες στα εθνικά εργαστήρια. Φοβήθηκαν πως η αποκάλυψη πληροφοριών στον τύπο θα επέφερε επιπόλαιες και ακατάλληλες κοινωνικές αντιδράσεις πάνω στο αμφιλεγόμενο αμερικάνικο πυρηνικό πρόγραμμα (βλέπε 15.&16.). Οι εταιρείες χημικών επιζητούν να περιορίσουν την πληροφόρηση σχετικά με τα ατυχήματα, μέχρι να είναι βέβαιες για τον κίνδυνο. Στο περιεχόμενο της αντιδικίας, η δημόσια επικοινωνία πληροφοριών έχει γίνει ένα αυξανόμενα ευαίσθητο θέμα (βλέπε 23.&46.).

Βασισμένες σε ανταγωνιστικές κοινωνικές και πολιτικές αξίες, λίγες αντιδικίες έχουν πραγματικά επιλυθεί. Ακόμα για συγκεκριμένες διαμάχες, που φαίνονται να επιλύονται, τα ίδια θέματα επαναεμφανίζονται με νέο περιεχόμενο. Θέματα, που ενδιαφέρουν τους περιβαλλοντολόγους σχετικά με την αποφασιστική χρήση της φύσης, τα έχουν επιλυφθεί οι φεμινιστές και οι υπερασπιστές των ζώων. Μέσα στα πλαίσια της αντιδικίας για την εμβρυϊκή έρευνα, η αντίθεση στον πειραματισμό πάνω σε ευαίσθητα ερευνητικά θέματα επεκτάθηκε σε διαμαρτυρίες εναντίον της έρευνας στο ανθρώπινο έμβρυο και στα αβοήθητα ζώα. Τα επικίνδυνα θέματα είναι, συχνά, “μεταδοτικά”. ένα πρόβλημα, για παράδειγμα, σε μια περιοχή δημιουργεί μια λαϊκή επαγρύπνηση, που μετατρέπει τα τοπικά ζητήματα σε εθνικές αντιδικίες.

Καθώς οι διαμάχες επιμένουν, συνεχίζουν να γεννιούνται ερωτήσεις ελέγχου. Ποιά είναι η σχετική πραγματογνωμοσύνη; Είναι υπευθηνότητα εκ μέρους των αποφάσεων να συμπορεύονται με αυτές των τεχνικά κατηρτισμένων, ή μ’ αυτές, που εμπεριέχουν την σύγκρουση με τις τεχνολογικές επιλογές; Αλλά οι αντιδικίες, ολοένα και περισσότερο, εκφράζουν ηθικές κρίσεις, όπως επίσης, και οικονομικά συμφέροντα και μεταβάλλονται σε σταυροφορίες. Τα κοινωνικά κινήματα, που συγκροτούνται για να “προκαλέσουν” την επιστήμη και την τεχνολογία άγονται από μια ηθική ρητορική του καλού και του κακού, του σωστού ή του λάθους. Προσελκύουν constituents, που φοβούνται την “κακή χρήση” της επιστήμης από τα κυρίαρχα κοινωνικά ιδρύματα, που προσβλέπουν στην ανάγκη καθυσηχασμού των κοινωνικών αξιών - προτεραιοτήτων και των πολιτικών σχέσεων, οι οποίες υπογραμμίζουν την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο και που, τέλος, βλέπουν τους εαυτούς τους ως προστάτες κοινωνικών αξιών χαμένων στον αγώνα για τεχνολογική αλλαγή. Γι’ αυτό το ζήτημα των αντιδικιών πρέπει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και ως μια ένδειξη της δημόσιας συμπεριφοράς απέναντι στην επιστήμη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ezrahi Yaron (1990) The descent of Icarus: Science in the Bell System, Murray Hill, Nj: Bell Telephone Laboratories.

Miller Jon. D (1990, December) The public understanding of science and technology in the U.S.A. Washington bc: National Science Foundation.

Brezinski Zbigniew (1970) America and the techetronic age. In between two ages. American’s role in the techetronic era. N.Y.Viking

Rozak, Theodore (1968). The making of accounter culture. N.Y: Doubleday.

Mazur Alan (1981). The dynamics of technical controversy. Washington D.C: Communication Press.

Rozak Theodore (1974): The monster and the titan. Deadalus p.31

Goggin Malcom (1986) Governing science and technology in a democracy. Knoxville : University of Tennessee.

Richards Evelleen (1988). The politics of therapeutic intervention. The vitamin C and the cancer controversy. Social stydies of Science, 18, 653-701

Fisher Frank (1990). Thechnology and the politics of expertise. London : Sage

Salomon Jean-Jacqes (1997a, October). Crisis of Science, crisis of society. Science and Public Policy, pp.414-433.

Engelhardt. H . Thristman, Jr and Caplan, Arthur L. (Eds)(1987). Scientific Controversies: Case Studies in the resolution and closure of disputes in science and technology. Cambridge: Cambridge University Press.

Rosner, David and Markowitz, Geruld (1991). Deadly dust: Silicosic and the politics of occupational disease in 20th century. America. Princeton; Nj: Princeton University Press.

Markle, Gerald.E and Petersen, James.C (1980). Politics, science and cancer: The Laetrile Phenomena. Boulder, C.O: Westview.

Nelkin (1985). The language of risk: Conflicting perspectives of occupational health. Beverly Hills, CA: Sage.

Nelkin, Dorothy and Tancredi, Laurence (1994).Dangerous diagnostics: The social power of biological information (2nd ed.) Chicago: University of Chicago Press.

Nelkin (1989). Communicating technological risk. Annual Reviews of Public Health, 10, 95-113.

Valenstein Eliot.(ed).(1980). The psychosurgery debate. N.Y: Freeman

Hubbard, Ruth and Wald Elijah (1993). Exploding the gene myth. Boston: Beacon.

Hart, H.L.H (1955). Are there any natural rights? Philosophical Review, 64 (2), 175-191.

Hilgartner Stephen (1992). Who speaks for science?:Disputes among experts in the diet-cancer debate. In D.Nelkin (ed) controversy. Newbury Park. CA: Sage.

Dickson David (1984). The new politics of science. N.Y: Pantheon.

Jasanoff Sheilla (1990a). The fifth branch. Science advisers as policymakers. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Jerome Fred (1986). Bagging government scientists: A new government policy? Technology Review, pp.25-35.

Graham Loren (1979). Concers about science. In G. Holton and R.Morison (Eds), Limits of scientific inquiry. N.Y: Norton.

National Academy of Sciences, Institute of Medicine. (1991). Biomedical politics. Washington DC: National Academy Press.

Nelkin Dorothy (1984a). The creation controversy: Science or scripture in the schools. N. Y: Norton

Jasper James M. and Nelkin Dorothy (1992). The animal rights crasade: The growth of a moral protest. N.Y: Free Press

Maynard-Moody Steven (1992). The fetal research dispute. In D.Nelkin (Eds), Controversy. Newbury Park, CA: Sage.

Krimsky Sheldon, etd (1991). Academic corporate ties in biotechnology: A quantitative study. Science, Technology and Human Values, 16(3), 275-287.

Brown, Phil and Mikkelski, Edwin (1990). No safe place: Toxic waste, leukemia and community action. Berkeley: University of California Press.

Brown, Michael and Lyon, Katherine A (1992). Holes in the ozone layer. In D.Nelkin (Ed.), Controversy. Newbury Park, CA: Sage.

Freudenburg Nicolar (1984). Not in our backyards! New York: Montly. Review Press.

Mc Grew Antony (1990). The political dynamics in new enviromentalism. Industrial Crisis Quarterly, 4, 291-305.

Clarke Lee (1992). The wreek of the exxon Valdez. In Dorothy Nelkin (Ed), Controversy. Newdury Park, CA: Sage.

Douglas Mary and Wildavsky Aaron (1984). Risk and Culture. Berkeley: University of California Press.

Dawney Gary L. (1980). Ideology and the Clamshell Indentity. Cultural Anthropology, 33, 35-37.

Krimsky Sheldon (1991). Brotechnics and Society. N.Y: Draeger.

Jasper James (1990). Nuclear politics. Princeton, NJ: Princeton University Press.

Jonsen Albert. R (1991). American moralism and the origin of bioethics in the United States. The Journal of Medicine and Pholosophy, 16, 113-130.

Mc.Carthy John and Zald.M (1973). The trend of social movements in America: Professionalization and resourse mobilization. Morristain , Nj: General Learning Press.

Miller Sonp. (1962). The New England mind. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Touraine Alain (1980). La prophecie Anti-Nuklearire: Paris: Edition du Seuil.

Beriveniste G. (1972). The politics of expertise. Berkeley, CA: Clendessary.

Proctor Robert (1991). Value-Free Science? Cambridge, MA: Harvrd University Press.

Susskind Laurence and Weinstein Alan (1980). Towards a theory of environmental dispute resolution. Environmental Affairs. 311-356.

Stevenson.R.Jr. (1980). Corporations and information. Baltimore: Johns Hopkins Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου