Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ



Η
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Steven Yearley

Oι Επιστημονικές μελέτες και η άνοδος των περιβαλλοντικών ζητημάτων


Η επιστημονική κατανόηση του περιβάλλοντος και οι δημόσιες συζητήσεις σχετικά με τα “πράσινα” ζητήματα δεν έχουν πάρει περίοπτη θέση στα έντυπα των επιστημονικών μελετών ως τώρα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει αναλύσεις της οικολογικής επιστήμης ή των περιβαλ-λοντολογικών αμφισβητήσεων από την πλευρά των επιστημονικών μελετών. Αντιθέτως, είναι πιθανό να αναγνωρίσουμε πολυάριθμες, υψηλής ποιότητας, αν και γενικά ασύνδετες μεταξύ τους, συνεισφορές (π.χ. ο Collins το 1988 , οι Cramer & Van de Vaele το 1985, ο Nelkin το 1977, ο Worster το 1985, ο Wynne το 1982). Ακόμα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι “η επιστήμη και η περιβαλλοντολογική κίνηση” ή το “πρασί-νισμα της επιστήμης” δεν έχουν αναγνωριστεί ως κεντρικά σημεία του ερευνητικού ενδιαφέροντος στις επιστημονικές μελέτες, για παράδειγμα, σαν εργαστήρια εθνογραφίας ή σαν μελέτες που θα άξιζαν να αντιγραφούν.

Έχω δύο πρωταρχικούς στόχους γράφοντας αυτό το κεφάλαιο. Ο ένας είναι η ανασκόπηση και η οργάνωση της μικρής αλλά αυξανόμενης βιβλιογραφίας της επιστημονικής μελέτης στο περιβάλλον. Ο δεύτερος στόχος είναι να αποδείξω ότι το περιβάλλον πρέπει να αναγνωριστεί ως “κλειδί” για τις κοινωνικές μελέτης της επιστήμης. Υπάρχουν τέσσερις σημαντικοί πνευματικοί λόγοι που υποστηρίζουν αυτά τα επιχειρήματα. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η επιστημονική γνώση μπαίνει όλο και περισ-σότερο στην πρώτη γραμμή της διαμόρφωσης της περιβαλλοντικής πολιτικής και στην επίλυση των προστριβών που δημιουργούνται από αυτή την πολιτική. Είτε, σχετικά με την αύξηση της θερμοκρασίας, την εξάντληση του όζοντος, τα υπολείμματα των εντομοκτόνων είτε στην περίπτωση της απελευθέρωσης γενετικά κατασκευασμένων οργανισμών, οι επιστήμονες αναζητούνταν ή σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν πετύχει να θέσουν τους εαυτούς τους στην πρώτη γραμμή σαν πηγές έγκυρης συμβουλής. Αυτή όμως η συμβουλευτική εργασία δεν έχει κυλήσει ομαλά. Συχνά, οι ειδικοί έχουν πέσει έξω στις συστάσεις ή στις αναλυ-τικές τους υποθέσεις και οι γνώσεις τους φαίνονται ανεπαρκείς. Σε μερικές περιπτώσεις η κοινή γνώμη έχει απορρίψει τις ερμηνείες των ειδικών. Μπορεί να υπάρχουν ισχυρές πολιτισμικές επιδράσεις πάνω στις αντιλήψεις για τη φύση που κρύβονται κάτω από τις επιστημονικές συζητήσεις σχετικά με το περιβάλλον (Rayner, 1991, σελ. 86-89). Η πολιτική οργάνωση και τα συμφέροντα μπορούν επίσης να διαμορφώ-σουν το περιεχόμενο και τη μορφή των επιστημονικών εκτιμήσεων (Jasanoff, 1986). Γενικά, τέτοια φαινόμενα είναι γνώριμα στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης. Οι επιστημονικές μελέτες μπορούν να προσφέ-ρουν τις γνώσεις τους στην ερμηνεία τέτοιων θεμάτων και την ίδια στιγμή να μάθουν από ορισμένα χαρακτηριστικά των επιστημονικών αμφισβητήσεων.

Ο δεύτερος λόγος για το ότι οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης θα έπρεπε να δείξουν ένα ειδικό ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά θέμα-τα είναι ότι πολλοί περιβαλλοντολόγοι έχουν χρησιμοποιήσει την επιστήμη για να φτιάξουν μια συστηματική κριτική της μοντέρνας βιομηχανικής κοινωνίας. Έτσι οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές όλο και περισσότερο επιμένουν ότι “τα δυνατά στοιχεία” της επιστήμης τώρα υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς τους ότι ο πλανήτης δηλητηριάζεται από τη βιομηχανική κοινωνία μας (Porritt, 1989, σελ. 353). Ο ανεξάρτητος επιστήμονας και δημιουργός της υπόθεσης της “Γαίας”, James Lovelock, υποστηρίζει ότι μία συσκευή του, ο ανιχνευτής σύλληψης ηλεκτρονίων (ο οποίος μπορεί να ανιχνεύσει εξαιρετικά μικρές, απειροελάχιστες, ποσότητες ρυπαντών) παρείχε το πληροφοριακό υπόβαθρο για το ξεκίνημα της περιβαλλοντικής κίνησης.1 Ο δημοφιλής Γερμανός κοινω-νιολόγος Ulrich Beck, παρομοίασε την περιβαλλοντική διαμαρτυρία με αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “αυτοπαθή εκσυγχρονισμό” (η καταστρεπτική εφαρμογή των μοντέρνων αρχών στους εαυτούς τους). Για τον Beck, η κρίση γνωστή ως “μετανεωτερικότητα” προέκυψε γιατί οι μοντέρνες αναλύσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να υπονομεύσουν τα ίδια τα συμπεράσματά τους. Έτσι η συστηματική (δηλαδή η επιστημονική με την ευρεία έννοια) ανάλυση της ιδέας της επιστήμης (για παράδειγμα, στη φιλοσοφία της επιστημονικής μεθόδου) έχει θέσει όρια στην εξουσία της επιστημονικής γνώσης. Οι διαφωνίες μεταξύ των ειδικών και των αντι-ειδικών σχετικά με τους επιστημονικούς υπολογισμούς για τους κινδύ-νους και την ασφάλεια αντιπροσωπεύουν αυτό το πρόβλημα:

η βιομηχανική εκμετάλλευση των επιστημονικών αποτελεσμάτων δεν δημιουργεί μόνο προβλήματα. Η επιστήμη επίσης παρέχει τους τρόπους (τις κατηγορίες και τα εφόδια γνώσης) που απαιτούνται για να αναγνωρι-στούν και να παρουσιαστούν τα προβλήματα ως προβλήματα. Τέλος, η επιστήμη επίσης παρέχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να “υπερνι-κηθούν” οι απειλές για τις οποίες είναι υπεύθυνη η ίδια.

Στους δύο τελευταίους αιώνες, η επιστήμη έχει πάρει συνεχώς αυξανόμενα κεφάλαια από την πολιτεία και γι’ αυτό το λόγο το “επιστη-μονικό κατεστημένο” έχει επικριθεί για ταύτιση των επιδιώξεων του με τους στόχους της πολιτείας. Η χρησιμότητα της επιστήμης σαν οικολο-γική κριτική παρέχει στους αναλυτές της επιστήμης ένα σημαντικό και πιθανώς διαφωτιστικό αντιπαράδειγμα.

Ο τρίτος λόγος για τις επιστημονικές μελέτες να δείξουν ειδικό ενδιαφέρον για το περιβάλλον είναι στενά συνδεδεμένος με τον πιθανό κριτικό ρόλο της οικολογικής επιστήμης. Για την επιστημονική γνώση οι ισχυρισμοί και οι γνώμες όχι μόνο επηρεάζουν την περιβαλλοντική συζή-τηση μέσω της μεθοδολογικής ικανότητας (ο ανιχνευτής σύλληψης ηλεκτρονίων) και των τεχνικών ειδικοτήτων, αλλά η επιστήμη επίσης προσφέρει σημαντικά γνωστικά πρότυπα στους περιβαλλοντιστές. Για παράδειγμα, η αντίληψη του Lovelock για τη “Γαία”, προσφέρει μια πιθανή οικολογοκεντρική μεταφυσική άποψη για την ερμηνεία του πλανήτη καθώς και μία επιστημονική νομιμοποίηση για αυτή την ευλο-γοφάνεια της μεταφυσικής. Δεν θέλω να υπονοήσω ότι αυτή η σχέση μεταξύ της (αποκαλούμενης) επιστημονικής πραγματικότητας και της παγκόσμιας αντίληψης είναι μοναδική στις περιβαλλοντικές επιστήμες. Φανερά δεν είναι. Ο Δαρβινισμός και η φυσική επιλογή επίσης έχουν θεωρηθεί ως τέτοια μεταφυσικά μαθήματα. Αλλά αυτές οι σχέσεις δεν είναι τόσο συχνές στην ιστορία της μοντέρνας επιστήμης και αξίζουν ιδιαίτερης ανάλυσης όταν προκύψουν.

Ο τελευταίος λόγος για να φέρουμε την περιβαλλοντολογία στην καρδιά των επιστημονικών μελετών είναι ότι, εξαιτίας των εθνικών κυβερνητικών πρωτοβουλιών, των διεθνών προγραμμάτων και τις ενέργειες των ιδιωτικών χρηματοδοτικών σωματείων, η επιστημονική μελέτη του περιβάλλοντος ανεβαίνει ραγδαία σε σκοπό και σπουδαιό-τητα. Τα πανεπιστημιακά μαθήματα σχετικά με το περιβάλλον αυξάνο-νται συνέχεια, μαζί με τον αριθμό των σπουδαστών που τα παρακολου-θούν. Άλλες παρόμοιες δραστηριότητες, όπως οι εταιρίες επιστημονικών συμβούλων για περιβαλλοντικά θέματα και ακόμα οι προτροπές για διακοπές στην άγρια φύση, έχουν επωφεληθεί από αυτήν την ανάπτυξη. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος αυτού του τομέα της επιστήμης ακόμα οργανώνεται, φαίνεται λογικό ότι ένα αυξανόμενο μέρος της παρατηρη-τικότητας της επιστήμης θα πρέπει να αφοσιωθεί σ’ αυτό.

Οργανώνω την κριτική της περιβαλλοντολογίας και των επιστημο-νικών μελετών γύρω από τις επιδράσεις που έχουν δουλεύοντας σε δύο αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις. Πρώτα, παρατηρούμε ότι το “πράσινο” κίνημα και οι πολιτικές της περιβαλλοντολογίας είναι, σε έναν ιδιαίτερο βαθμό, δεμένα με τις επιστημονικές αρχές και επίσης, αναρω-τιόμαστε για την επίδραση την οποία, το “πρασίνισμα” των πολιτικών και η κοινή γνώμη, έχουν στην επιστημονική κοινότητα. Ενώ αυτές οι επιδράσεις δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, είναι προτιμότερο να τις ξεχωρίσουμε για τους σκοπούς της παρουσίασης.

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

Το περιβαλλοντικό κίνημα και οι περιβαλλοντικές πολιτικές έχουν αναπτυχθεί διαφορετικά σε διάφορες χώρες (βλέπε, π.χ.: Jamison κ.ά., 1990 – Jasanoff, 1990b – Vogel, 1986). Οι Η.Π.Α. έχουν, υποθετικά, ένα ελαφρύ προβάδισμα στην περιβαλλοντική έρευνα και στις καινοτομίες. Επιπροσθέτως οι Η.Π.Α. έχουν πολλές φορές κατακριθεί σαν η χώρα η οποία έχει τις περισσότερες απαιτήσεις από τις πηγές της Γης. Η εμπο-ρική και αμυντική πολιτική της έχουν επίσης ενθαρρύνει την περιβαλ-λοντική σύληση σε άλλα μέρη της υδρογείου (Leonard, 1988). Την ίδια στιγμή, προφανώς ανταποκρινόμενοι στην μεγάλη αύξηση της μόλυνσης και της ασυλλόγιστης χρησιμοποίησης των πρώτων υλών, η αντιμετώ-πιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων μέσα στις Η.Π.Α., σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σαφώς πιο “προοδευτική” από οποιοδήποτε άλλο μέρος στο βιομηχανικό κόσμο. Ιδρυόμενο το 1970, το Ίδρυμα Περιβαλ-λοντικής Προστασίας των Η.Π.Α. (ΕΡΑ) ήταν ένα ορόσημο στην εγκαθίδρυση των περιβαλλοντικών ανησυχιών. Η ελεγκτική δράση του, κατά την πρώτη δεκαετία του, γρήγορα κέρδισε την αντίθεση πολλών επιχειρηματιών, οι οποίοι το είδαν σαν τον εχθρό του εμπορίου και της δημιουργίας πλούτου (μία κριτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα).

Σε αντίθεση, οι οικολογικές ανησυχίες στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 δεν είχαν γενικά σαν αποτέ-λεσμα τη δημιουργία τέτοιων αξιοσημείωτων αλλαγών στις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές οικονομίες, ιδιαίτερα στη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία (βλέπε Brickman, Jasanoff & Ilgen, 1985). Η οικονομική αντιξο-ότητα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 μείωσε την πολιτική ελκυστικό-τητα των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Πιο συγκεκριμένα, στη Βρετανία οι ομάδες που πίεζαν για το περιβάλλον ήταν λίγο-πολύ μόνες στο να κριτικάρουν τα μέτρα της πολιτείας και να πιέζουν για μεταρρύθμιση (βλέπε Lowe & Flynn, 1989).

Τα μικρότερα ηπειρωτικά Ευρωπαϊκά έθνη ακολουθούσαν πιο στενά την πορεία των Η.Π.Α., με τα επίσημα ιδρύματα να παίζουν έναν ηγετικό ρόλο στην περιβαλλοντική μεταρρύθμιση. Με την έλλειψη των συντηρητικών και της πολιτικής της ελεύθερης αγοράς που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις των προέδρων Reagan και Bush, χώρες όπως η Δανία και η Ολλανδία, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, πήραν τα ηνία σε πολλούς τομείς της περιβαλλοντικής μεταρρύθμισης και στην ευρεία ένταξη της οικολογικής σκέψης στην κοινή γνώμη. Πράγματι, τόσο ανεπτυγμένο ήταν το πρασίνισμα των ηγετικών Ολλανδικών πολιτικών κομμάτων ώστε δεν υπήρχε εκλογικός χώρος για ένα καθαρά “Πράσινο” Κόμμα.

Τέλος, υπήρχε μια αξιοσημείωτη άνοδος σε διεθνείς ομάδες πίεσης (ιδιαίτερα η Greenpeace, το ίδρυμα “Friends of the Earth International” (FoE – οι Φίλοι της Γης) και το ίδρυμα “World Wide Fund for Nature”, που έφεραν τα είδη της περιβαλλοντικής εκστρατείας, η οποία εγκαινιά-στηκε στις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία, στους διεθνείς οργανισμούς. Αναγνωρίζοντας αυτές τις διαφορές, αντιμετωπίζω σε ξεχωριστούς τομείς τις χαρακτηριστικές θέσεις των ομάδων πίεσης και των ρυθμι-στικών παραγόντων, εστιάζοντας περισσότερο στις Η.Π.Α. και τη Μεγ. Βρετανία, αντιπαραθέτοντας “ιδανικούς τύπους” της περιβαλλοντικής ρυθμιστικής πρακτικής.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Το περιβαλλοντικό κίνημα έχει πολλά κοινά με άλλα κριτικά κοινωνικά κινήματα, προοδευτικά και αντιδραστικά (όπως οι ομάδες ενάντια στις εκτρώσεις ή την εκστρατεία για τον ηθικό επανεξοπλι-σμό).Έχει διοικητικές και οργανωτικές ανάγκες, πρέπει να αυξήσει τα έσοδα, πρέπει να κρατήσει τους υποστηρικτές του και πρέπει να διαλέξει εφικτούς αλλά εύλογους στόχους εκστρατείας. Αλλά υπάρχει μια περί-πτωση στην οποία το πράσινο κίνημα ξεχωρίζει. Περισσότερο από τα άλλα κινήματα, εξαρτάται από την επιστήμη για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία (βλέπε Yearley, 1992c). Σε αντίθεση με τα εθνικιστικά κινήματα, τα κινήματα ενάντια στη λογοκρισία και τα κινήματα που υποστήριζαν τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι περιβαλλοντολόγοι στήριζαν τα επιχειρή-ματά τους στην επιστήμη. Έτσι οι οικολόγοι υποστηρίζουν ότι αν συνεχίσουμε να ελευθερώνουμε χλωροφθοροάνθρακες (CFCs) στην ατμόσφαιρα, η μείωση του όζοντος θα επιδεινωθεί, προκαλώντας ένα αυξανόμενο περιστατικό καρκίνων και τη διάσπαση της τροφικής αλυσίδας. Ομοίως, υποστηρίζουν ότι αν δεν ελαττώσουμε την έκλυση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα η θερμοκρασία της γης θα αυξηθεί, προκαλώντας φυσικές καταστροφές και την εξάλειψη φυτικών ειδών. Τέτοιοι ισχυρισμοί, οι περιβαλλοντολόγοι συχνά υποστηρίζουν, δεν γίνονται απλώς για να γίνονται, αλλά είναι πραγματικά γεγονότα (ένα παράδειγμα έχει ο Porritt, 1989, σελ. 353). Γι’ αυτό υπαινίσσονται ότι η αποδεικτική βάση του κινήματος τους είναι πολύ πιο δυνατή, παρά αν ήταν αποκλειστικά ηθική. Ο επιστημονικός προσανατολισμός τους δανείζει σίγουρη δύναμη αλλά η εξάρτηση από την επιστήμη για τις αρχές τους αποτυγχάνει να μεταφέρει την αποφασιστικότητα και την ηθική βεβαιότητα που οι ακτιβιστές επιθυμούν. Η άποψη της επιστήμης που έχει δημιουργηθεί από τις παραδόσεις των πανεπιστημιακών μελετών μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη δύσκολη θέση των περιβαλλοντολόγων.

Ο επιστημονικός προσανατολισμός μερικών περιβαλλοντικών οργανισμών παρουσιάστηκε από την προέλευση τους. Έτσι, σε βρετανική περίπτωση, Η Βασιλική Εταιρία για τη Συζήτηση για τη Φύση (το μεγαλύτερο βρετανικό ίδρυμα που ασχολείται με τις συζητήσεις για τη φύση) συνεχίζει τη δράση του προδρόμου του, του 19ου αιώνα, που ήταν αφοσιωμένο στην προώθηση των φυσικών εφεδρειών. Ομοίως, το Βρετανικό Ίδρυμα Ορνιθολογίας (που ιδρύθηκε το 1933) εγκαθίδρυσε ένα φυσιοδιφικό ενδιαφέρον για τα άγρια ζώα και φυτά. Παρόμοια, στη Σουηδία ο περιβαλλοντισμός αρχικά παρουσιάστηκε σαν “αμυντική οικολογία”, που στόχευε όχι στο να αντιμετωπίσει τη βιομηχανία αλλά περισσότερο στο να προστατεύσει κομμάτια της φύσης από την καταπάτηση, προορίζοντας τα για την επιστημονική έρευνα και για αισθητική εκτίμηση (βλέπε A. Jamison, 1988, σελ. 81) ενώ την ίδια στιγμή, στις Η.Π.Α., το ίδρυμα η “Κοινωνία των Θηλαστικών”, προμήθευε μία πρόωρα μεγάλη εστίαση της προσοχής στους επιστήμονες που ήταν αντίθετοι στα προγράμματα απολύμανσης του “Γραφείου της Βιολογικής Έρευνας” (βλέπε Worster, 1985, σελ. 275). Αυτή την άποψη των φυσιολατρών τη βλέπουμε πολύ ισχυρή μέσα στην ιστορική κριτική για τους ρυπαντές του Rachel Carson, στο έργο του “Silent Spring” (το 1965) και διακατέχει ακόμα τη Βρετανική νομοθεσία, όπου ο πιο συχνός χρησιμοποιούμενος προορισμός συζήτησης είναι ο “Τόπος του Ειδικού Επιστημονικού Ενδιαφέροντος”.

Επιπλέον, οι νεότερες, πιο ριζοσπαστικές ομάδες που ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια του ξεσπάσματος του επιστημονικού ενδιαφέροντος στα τέλη της δεκαετίας του ’60 -όπως η Greenpeace και οι Φίλοι της Γης (FoE)- επίσης επέμεναν στη σημασία της επιστήμης σαν πηγή άντλησης επιχειρημάτων. Στις Η.Π.Α., εν μέρει εξαιτίας της πρόωρης σπουδαιότητας που δόθηκε στην επιστημονική γνώση των δημοσίων πράξεων του EPA, ομάδες όπως το Environmental Defense Fund και το National Resources Defense Council προσλάμβαναν τους ταλαντούχους επιστήμονες πιο γρήγορα, και συχνά τους έδιναν και νομικές γνώσεις. Στη Βρετανία παρόμοια ανάπτυξη ήταν πιο αργή. Ακόμα, η Greenpeace προσέλαβε έναν ακαδημαϊκό επιστήμονα ως επιστημονικό διευθυντή της, στο Λονδίνο το 1989 (βλέπε Times Higher Education Supplement,

7 Απριλίου 1989, σελ. 8) και οι εξουσιοδοτημένοι ιστορικοί της διακή-ρυσσαν ότι η οργάνωση ήταν εφοδιασμένη με “το πιο τελειοποιημένο κινητό εργαστήριο στην Ευρώπη” (βλέπε Brown & May, 1989, σελ. 150). Και η Greenpeace και η FoE τώρα προμηθεύουν τις επιστημονικές αναφορές για την υποστήριξη της εκστρατείας τους με υλικό και άρθρα του τύπου.

Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτή τη σύγκλιση των επιστημονικών γνώσεων. Πρώτα κάποια από τα θέματα της περιβαλλοντικής εκστρα-τείας αναδύονται μέσα από την επιστημονική μας κουλτούρα. Χωρίς την επιστήμη δεν θα ξέραμε τίποτα για το στρώμα του όζοντος και δεν θα είχαμε κανέναν τρόπο εκτίμησης για το αν αυτό ελαττώνεται ή όχι. (Φυσικά αυτό προκαλεί και την ειρωνική παρατήρηση ότι χωρίς τον τεχνολογικό πολιτισμό μας δεν θα είχαμε τους CFCs που είναι υπεύθυνοι για το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης). Δεύτερον, στο μοντέρνο βιομηχα-νικό κόσμο δεν υπάρχουν εναλλακτικές γνωστικές πρακτικές. Η άνοδος στην περιβαλλοντική συνείδηση έχει προκαλέσει μια μεγάλη συμφωνία των φιλοσοφικών και θρησκευτικών συγγραμμάτων, και κάποια από αυτά στοχεύουν στο να αποκτήσουν μία βαθύτερη γνώση των αναγκών και των σκοπών της φύσης μέσα από πνευματική ή μεταφυσική ερώτηση. Αλλά για τα οικολογικά γκρουπ το να προσφέρουν λύσεις που βασίζο-νται σε τέτοια είδη γνώσεων θα ήταν μια αναποτελεσματική στρατηγική. Αν μη τι άλλο, οι οργανώσεις με τις οποίες οι περιβαλλοντολόγοι πρέπει να διαπραγματευτούν, ανταποκρίνονται περισσότερο σε τεχνικούς και προφανώς αντικειμενικούς σκοπούς, παρά σε διαφωνίες που εκφράζονται με θρησκευτικές ή ηθικές συζητήσεις. Ακόμα και σε περιπτώσεις που οι άνθρωποι ήταν ανήσυχοι για τα “ενδιαφέροντα” των φαλαινών ή ακόμα και των δασών με βαλανιδιές και ήθελαν να τα υπολογίζουν σαν ίσα, από ηθικής απόψεως με τους ανθρώπους, έπρεπε να βρεθεί κάποιος με ειδικές γνώσεις που αποφασίσει τι είναι αυτό που θέλουν οι φάλαινες ή τα δέντρα (βλέπε Stone, 1988). Οι ιστορικοί της φύσης τελείωσαν τις υπηρεσίες τους σαν συνήγοροι των θηλαστικών που απειλούνται με εξαφάνιση ή των πουλιών των οποίων τα μέρη αναπαραγωγής εξαφανί-ζονται από τα κατασκευαστικά έργα.

Αυτή η χρησιμότητα της επιστημονικής γνώσης και οι αποτελε-σματικοί δεσμοί με τομείς του επιστημονικού κατεστημένου έχει δώσει κοινωνική εξουσία στο περιβαλλοντολογικό κίνημα. Υπάρχουν όμως και υπάρχουν επίσης μειονεκτήματα. Αν μη τι άλλο, η αντίληψη ότι οι ομάδες έρχονται κοντύτερα στο κατεστημένο, μπορεί από μόνο του να είναι μειονέκτημα επειδή πολλοί από τους ριζοσπαστικούς υποστηρικτές του οικολογικού κινήματος είναι ιδεολογικά αντίθετοι στην τεχνολογική κοινωνία και στην επιστημονική της υποστήριξη και είναι αποξενωμένοι από πράγματα που οι επιστήμονες έχουν κάνει (όπως είναι η έρευνα για την πυρηνική ενέργεια). Μ’ αυτή τη λογική μια πολύ στενή σχέση με την επιστήμη μπορεί να είναι ένα εμπόδιο.

Επιπλέον, όπως έδειξε η δουλειά στις επιστημονικές μελέτες, τα χαρακτηριστικά που δίνουν στην επιστημονική γνώση τη δύναμή της, την κάνουν επίσης τρωτή. Η αναγνωρισμένη εμπειρική βάση της επιστήμης σημαίνει ότι η γνώση που επιθυμούν οι περιβαλλοντολόγοι μπορεί μερικές φορές να τους διαφεύγει. Ο Cramer δίνει ένα εύθυμο αλλά επεξηγηματικό παράδειγμα για την άγνοια σχετικά με κάποιες πάπιες σε μια Ολλανδική λιμνούλα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, τα διοικητικά σχέδια των περιβαλλοντολόγων βασίζονται στην αξιόπιστη γνώση για το που οι πάπιες, που περνούσαν τη μέρα στην διπλανή ακτή, θα περνούσαν τις νύχτες τους. Ωστόσο, το σκοτάδι εμπόδιζε αρκετά την παρατήρηση και την εξαγωγή ενός αξιόπιστου αριθμού. Στην παρόμοια περίπτωση, της παρατήρησης ενός σπάνιου είδους νυφίτσας, που μελετήθηκαν από τους Clark και Westrum το 1987, οι συνήθεις μέθοδοι για τον υπολογισμό του πληθυσμού τους συγχέονταν από τις προσωπικές συνήθειες που είχαν οι νυφίτσες και από τη λεία τους. Άλλοι ισχυρισμοί μπορεί να είναι δύσκολο να επαληθευτούν επειδή οι τεχνικές δεν έχουν ακόμα αναπτυ-χθεί ή είναι αμφισβητήσιμες –όπως με τη γνώση για τη μεταφορά αερίων κατά μήκους του συνόρου θάλασσας-ατμόσφαιρας (απαραίτητου για τη διαμόρφωση της κυκλοφορίας του διοξειδίου του άνθρακα)- ή επειδή τα σχετικά στοιχεία δεν έχουν ακόμα μαζευτεί –όπως έγινε με την πληροφο-ρία για την θερμοκρασία του νερού στο παρελθόν στην υδρόγειο.

Οι επιστήμονες παραδέχονται ότι η επιστήμη είναι ακυρώσιμη και προσωρινή (βλέπε Yearley, 1989). Αυτή είναι μια μεγάλη γνώση δύναμης επειδή επιτρέπει την καινοτομία και διευκολύνει την αποκά-λυψη του λάθους, αλλά αποτρέπει τους επιστήμονες από το να έχουν επίσημη άποψη για κάθε άποψη όπως θα είχε ένας χαρισματικός ηγέτης. Επίσης σημαίνει ότι σε κρίσιμες περιπτώσεις μεγάλες και φαινομενικά κρίσιμες αναστροφές απόψεων μπορούν να συμβούν, υπονομεύοντας περαιτέρω την αξιοπιστία της επιστήμης. Η επίσημη γνώση για τους μηχανισμούς με τους οποίους η ραδιενέργεια μπορεί να προκαλέσει καρκίνο στους ανθρώπους οι οποίοι ζουν κοντά ή δουλεύουν σε εργοστά-σια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας έχει υποστεί δραματικές αλλαγές τα τελευταία 30 χρόνια (βλέπε Arnold, 1992, σελ. 150). Από την άλλη μεριά, πρόσφατες μετεωρολογικές έρευνες λένε ότι η επιφανειακή θερμότητα στο βόρειο ημισφαίριο μπορεί να σχετίζεται άμεσα με τις μεταβολές του κύκλου των ηλιακών κηλίδων (από το περιοδικό Science, 1 Νοεμβρίου 1991, σελ. 652). Αν γίνει αποδεκτή αυτή η ερμηνεία μπορεί να προκαλέσει τεράστια αναθεώρηση στις απόψεις για τη θερμότητα της γης. Έτσι κάτι που οι επιστήμονες “γνωρίζουν” με μεγάλη βεβαιότητα τη μια στιγμή, μπορεί να απορριφθεί με την ίδια βεβαιότητα στο μέλλον.

Οι συνηθισμένοι τρόποι με τους οποίους η επιστημονική γνώση παράγεται, την καθιστά πιο αδύνατη από τη χρήση που θα ήταν ιδανική βολική για τους περιβαλλοντολόγους, επειδή τα περισσότερα οικολογικά προβλήματα είναι με διάφορους τρόπους πολύπλοκα ενώ η περισσότερη έρευνα δεν είναι. Οι ευρωπαϊκές αμφισβητήσεις για την όξινη βροχή στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αποκάλυψαν αυτό το πρόβλημα με κάποια σαφήνεια (Irwin, 1993). Υπήρχε λίγος χώρος για αμφιβολία σχετικά με το οξύ που βγαίνει από τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας αλλά η ακριβής σύνδεση μεταξύ αυτών των εκπομπών και της οξοποίησης μιας συγκεκριμένης λίμνης ή ενός δάσους ήταν πολύ δύσκολο να διευκρινιστεί. Μερικοί επιστήμονες συγκρατήθηκαν και οι θεσμικές διευθετήσεις έκαναν λίγα στο να υποστηρίξουν το συνδυασμό της ατμοσφαιρικής χημείας, της μετεωρολογίας, της επιστήμης του εδάφους και της οικολογίας, που χρειαζόταν για να κατευθύνουν αυτά τα θέματα. Οι οικολογικές ομάδες ήταν γενικά διστακτικές στο να χρηματο-δοτήσουν την αρχική έρευνα για να αντιδράσουν σ’ αυτό το πρόβλημα επειδή το έβλεπαν σαν μια απαίτηση σε οικονομικές πηγές οι οποίες ήταν περισσότερο αναγκαίες. Φυσικά ακόμα και αν αναλάμβαναν την έρευνα, οι δυνατότητες γνώσης τους δεν θα έλυναν τα γενικά προβλήματα τα οποία ήδη συζητιόνταν.

Η επιστημονική γνώση συχνά δεν οδηγεί από μόνη της σε άμεση εφαρμογή, και είναι πηγή διάψευσης για τους οργανωτές των περιβαλλοντολογικών εκστρατειών. Παρέχει άνεση στους αντιπάλους τους οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν την αβεβαιότητα της επιστήμης για να προκαλούν καθυστερήσεις στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις. Επανερχόμενοι στο παράδειγμα της όξινης βροχής, στη Βρετανία η κυβέρνηση και η κρατική εταιρία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ενώθηκαν και πρόβαλαν επιχειρήματα ότι επειδή δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι η Βρετανική όξινη βροχή προκαλούσε ζημιά στην ηπειρωτική Ευρώπη, είχαν ηθική υποχρέωση απέναντι στον φορολογούμενο να μην εισάγουν μέτρα ελάττωσης των εκπομπών που θα είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της φορολογίας (βλέπε Rose, 1990. σελ. 125-129). Ακριβώς παρόμοια προβλήματα χώρισαν τις Η.Π.Α. και τον Καναδά σ’ αυτό το θέμα, με τους Καναδούς να πιέζουν για ελέγχους ενώ “οι Αμερικανοί επιστήμονες διαφωνούσαν λέγοντας ότι χρειαζόταν περισσότερη έρευνα πριν επιβληθούν αυστηροί έλεγχοι των εκπομπών” (βλέπε J. McCormick, 1989, σελ. 186).

Τελικά, αν και βρίσκεται στο κέντρο του οικολογικού κινήματος, η επιστήμη είναι ανεπαρκής στο να συγκεντρώσει όλες τις γνωστικές απαιτήσεις του. Η ελάττωση του στρώματος του όζοντος μπορεί να οδηγήσει τους παρατηρητές να υποθέσουν ότι η επιστημονική έρευνα θα βοηθήσει στο να αναγνωρίσουν το πρόβλημα και στο να παράσχει τις τεχνολογικές απόψεις για να ξεπεραστεί. Φαινομενικά, η επιστήμη από μόνη της μπορεί να δώσει λύσεις στα περιβαλλοντικά προβλήματα. Αλλά όπως ο Wenzel προτείνει στη μελέτη του για τις διαφωνίες σχετικά με το κυνήγι της φώκιας στη Βόρεια Αμερική, οι περιβαλλοντολόγοι πρέπει συχνά να συμπληρώνουν τις επιστημονικές τους διαφωνίες επικαλούμενοι άλλες περιοχές της περιβαλλοντικής προστασίας. Σ’ αυτή την περίπτωση οι οικολογικές ομάδες, κατ’ αρχήν επικαλούνταν τα επιστημονικά επιχειρήματα για να δείξουν ότι το κυνήγι για το δέρμα της φώκιας έχει επιζήμια αποτελέσματα στους πληθυσμούς της φώκιας. Αλλά όταν αργότερα έρευνες έδειξαν ότι η επιλογή από τον πληθυσμό, μέχρις ένα σημείο, δεν παρουσίασε καμία απειλή για τους πληθυσμούς, η διαφωνία απορρίφθηκε και νέα εδάφη διαφωνίας έπρεπε να βρεθούν (βλέπε Wenzel, 1991, σελ. 46-48).

Τα επιστημονικά επιχειρήματα φαίνεται ότι παρέχουν προφανώς μια αδιαφιλονίκητη βάση για να χειριστούν σύνθετες ηθικά διαφωνίες. Στην περίπτωση του κυνηγιού, είναι δύσκολο να κατασκευαστούν, συμφωνημένες ηθικά, διακρίσεις μεταξύ αποδεκτών και μη αποδεκτών τύπων κυνηγιού. Σε αντίθεση, η επιχειρηματολογία ότι το κυνήγι οδηγεί ένα είδος σε εξαφάνιση είναι αδιάψευστη. Άλλα τέτοιες επιστημονικές διαφωνίες είναι πραγματικά ανεπαρκείς για να υποστηρίξουν όλες τις όψεις της οικολογικής υπόθεσης. Η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να μας πει πότε το κυνήγι της φάλαινας είναι νόμιμο ή πότε τα κοπάδια των ελεφάντων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για παραγωγή ελεφαντόδοντου. Έτσι, σε οποιοδήποτε πεδίο διαμάχης, οι επιστημονικοί ισχυρισμοί είναι πιθανότερο να χάσουν την αξιοπιστία τους, όχι μόνο εξαιτίας του ενδεχόμενου χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης αλλά και επειδή οι περιβαλλοντικές αμφισβητήσεις έχουν ηθικές και πολιτικές συνιστώσες που δεν μπορούν να επιλυθούν με την επιστημονική έρευνα.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ

Οι ευκαιρίες τις οποίες οι περιβαλλοντικές ομάδες έχουν για να προωθήσουν τα επιστημονικά τους επιχειρήματα ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, και εξαρτώνται από τις διαφορές στην πολιτική τους οργάνωση και τις ιδρυτικές δομές τους (Brickman κ.α., 1985). Η κατάσταση στις Η.Π.Α. είναι μοναδική όσον αφορά τον αριθμό και την ποικιλία των χώρων που γίνονται συζητήσεις για την επιστήμη. Όχι μόνο υπήρχαν ρυθμιστικές ομάδες, όπως το ΕΡΑ, που ιδρύθηκαν σχετικά νωρίς, αλλά έκαναν βήματα που θεωρήθηκαν ριζοσπαστικά εκείνη τη στιγμή, όπως ήταν η πίεση για την αποδοχή των καθαριστικών φίλτρων στις καμινάδες των θερμοηλεκτρικών σταθμών παραγωγής ενέργειας, και η τοποθέτηση των καταλυτών στα αυτοκίνητα. Οι εκτεταμένες προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ξεσήκωσαν αντιδράσεις στον τομέα της βιομηχανίας, που υποστήριζε ότι υποψιάζεται ότι οι ισχυρισμοί για την περιβαλλοντική καταστροφή παρείχαν τη δικαιολογία για την εισαγωγή εμπορικών κατάστροφικών ρυθμίσεων. Αυτό το θέμα κέρδισε τη μεγαλύτερη πολιτική υποστήριξη κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τους Ρεπουμπλικάνους προέδρους Reagan και Bush.

Εκτός από τους πολιτικούς ελιγμούς, και η βιομηχανία αλλά και οι περιβαλλοντικές ομάδες, επιδίωξαν να προωθήσουν τα ρυθμιστικά τους ενδιαφέροντα μέσω των δικαστηρίων, συγκεντρώνοντας καταρριπτικές απόψεις για να αντιμετωπίσουν τις γνώμες και τις τεχνικές εκτιμήσεις που υιοθετήθηκαν από το ΕΡΑ και άλλες ομάδες (Brickman κ.ά., 1985 – Jasanoff, 1986 – Vogel, 1986). Οι μηνύσεις που είχαν υποβληθεί από τους πολίτες και άλλες δικαστικές αποφάσεις σήμαιναν ότι οι ομάδες πίεσης πρακτικά βρέθηκαν σε πολύ διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που επικρατούσε στην Ευρώπη. Ο προφανής ρόλος που έπρεπε να υιοθετήσουν ώστε να προσφέρουν ερεθίσματα στο ΕΡΑ και μερικές φορές να λειτουργούν σαν σαφές αντίβαρο στα βιομηχανικά ενδιαφέροντα, ήταν να παραθέτουν τα επιχειρήματα των ειδικών για να πιέσουν για πιο σκληρή πολιτική από το ΕΡΑ είτε για να υποστηρίξουν το ΕΡΑ παρά τις αντιθέσεις των βιομηχανιών.

Έχοντας δεδομένες τις πηγές τις οποίες η βιομηχανία είχε αφιερώσει για να αντιμετωπίσει τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που σχετίζονταν με αυτές τις διαμάχες –για παράδειγμα, η απόφαση ότι η φορμαλδεΰδη είναι καρκινογόνα για τους ανθρώπους θα μπορούσε να επηρεάσει μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (βλέπε Jasanoff, 1990a, σελ. 195)- δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι αμφισβητήσεις σχετικά με τις επιστημονικές ενδείξεις πολεμήθηκαν επίμονα και με μεγάλη εφευρετικότητα. Όσο οι αμφισβητήσεις κατευθύνονταν στα δικαστήρια, οι τεχνολογικές διαφωνίες σχετικά με την υγεία, την ασφάλεια και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους ήταν ανοικτές στη δικαστική –και επομένως στη δημόσια- προσεκτική εξέταση.

Από τη μεριά των επιστημονικών μελετών, αυτές οι διαφωνίες ακολουθούσαν μια γνωστή διαδρομή. Οι μελέτες των αμφισβητήσεων, ταυτόχρονα μέσα από την ακαδημαϊκή επιστήμη και την κοινή γνώμη, προειδοποίησε τους αναλυτές για τρόπους με τους οποίους οι επιστημονικοί ισχυρισμοί γνώσεων μπορούν να καταρριφθούν. Για παράδειγμα, αν τοξικολογικά τεστ επαναληφθούν και οδηγήσουν σε νέα και διαφορετικά αποτελέσματα, τότε μπαίνουμε σε μια περίοδο αμφισβήτησης των πειραμάτων. Τα “σωστά” αποτελέσματα είναι, εξ ορισμού, αυτά που προέρχονται από το καλύτερο τεστ, αλλά δεν υπάρχουν αντικειμενικές ερμηνείες για να καθορίσουν ποιο τεστ είναι καλύτερο εκτός αν το “σωστό” αποτέλεσμα είναι γνωστό εκ των προτέρων. Αυτό το πρόβλημα είναι αρκετά άσχημο στην “καθαρή” επιστήμη, όπου οι λόγοι για να υιοθετήσει κάποιος επιστήμονας τα στοιχεία που προέρχονται από έρευνες άλλων επιστημόνων είναι περίπλοκοι ή κατά περίπτωση προσωπικοί. Στις αμφισβητήσεις σχετικά με την περιβαλλοντική προστασία, τεράστια εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα μπορούν να αναμιχθούν, δημιουργώντας περαιτέρω κίνητρα για να καταστρέψουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών της αντίθετης άποψης στην επιστημονική γνώση.

Οι περιβαλλοντικές διαφωνίες στις Η.Π.Α. περιπλέχτηκαν περισσότερο επειδή τα ιδρύματα υποτίθεται ότι θα διατηρούσαν έναν διαχωρισμό μεταξύ των τεχνικών και των πολιτικών απόψεων των αποφάσεων τους. Αυτό οδήγησε σε επαναλαμβανόμενες προσπάθειες για την οριοθέτηση της γραμμής μεταξύ της επιστήμης και της πολιτικής κατά τη διάρκεια της μακράς διαδρομής των προσπαθειών της ΕΡΑ να ρυθμίσουν τα τοξικά χημικά. Οι προσπάθειες αυτές του ΕΡΑ υπέστησαν παρεμποδίσεις και παρενοχλήσεις, οι οποίες οδήγησαν σε φωνές προς την ΕΡΑ για να γίνει πιο επιστημονική. Μια τυπική αντίδραση ήταν να ειπωθεί ότι τα λάθη της ΕΡΑ αποδίδονται στην προσωρινή σύγχυση επιστήμης και πολιτικής. Συνεπώς, η εγκεκριμένη λύση ήταν να γίνουν σημαντικά διοικητικά βήματα για να διαχωρίσουν τις ενέργειες.

Ωστόσο, όπως ο Jasanoff είχε πειστικά πει, τέτοιοι διαχωρισμοί μπορούν να επιτευχθούν μέσω από μια μορφή οριοθετημένης εργασίας (βλέπε Gieryn, 1983 – Jasanoff, 1990a, σελ. 14). Η έρευνα για αυτή τη διαχωριστική γραμμή δίνει την εντύπωση ότι το πρόβλημα έχει εντοπιστεί, αλλά δεν υπάρχει κανένα “αληθινό” όριο να βρεθεί εκτός από αυτά που κατασκεύασαν οι συμμετέχοντες. Στην εξέλιξη αυτής της διαφωνίας φαίνονται ξεκάθαρα οι αντιφάσεις των προσπαθειών να κρατηθούν ξεχωριστά η επιστήμη και η πολιτική. Σε μια γνωστή έκθεση του Εθνικού Ιδρύματος Έρευνας , για παράδειγμα, δίπλα στις φωνές για έναν καθαρό διαχωρισμό “μεταξύ της επιστημονικής βάσης και της πολιτικής βάσης για τα συμπεράσματα του Ιδρύματος” κάποιος μπορεί να βρει παραδοχές ότι η πολιτική γνώμη επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται τα επιστημονικά στοιχεία (βλέπε Jasanoff, 1992a, σελ. 17). Όμως ούτε οι υποστηρικτές του διαχωρισμού δεν μπορούν να προσδιορίσουν αυτόν τον τρόπο. Δεύτερον, η έρευνα χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα της επιστημονικής μελέτης, ότι όλη η γνώση (είτε θεωρητική είτε πρακτική) στηρίζεται σε υποθέσεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν ανεξάρτητα από αυτή τη γνώση. Συνεπώς η ένδειξη του κινδύνου για τους ανθρώπους προέρχεται, εν μέρει τουλάχιστον, από ζωικές τοξικολογικές μελέτες.

Προσπάθειες έχουν γίνει για να στηρίξουν τα όρια γύρω από την “κατάλληλη” επιστήμη, δημιουργώντας νέες θεωρητικές κατηγορίες. Ο Weinberg, το 1972, πρότεινε την “μεταεπιστήμη” σαν το σωστό χαρακτηρισμό για τη σπάνια αντιληπτή επιχείρηση που στηρίζεται στην επιστημονική γνώση αλλά δεν είναι τελείως επιστημονική. Προέτρεψε ότι τέτοια δραστηριότητα δεν θα έπρεπε να ερμηνευτεί σαν επιστήμη με την αποδεκτή έννοια. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις δεν φαίνεται να υπάρχουν εδάφη για να εντοπιστούν διαφωνίες σε μια ειδική μεταεπιστημονική κατηγορία (Jasanoff, 1987). Το μόνο πράγμα το οποίο αυτά τα ζητήματα έχουν κοινό είναι το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν τη δημόσια αμφισβήτηση. Ξέρουμε, από τις δημόσιες μελέτες της επιστήμης ότι όλες οι πτυχές των επιστημονικών ζητημάτων έχουν ζωηρά αμφισβητηθεί, ακόμα και αυτές που προέρχονται από άψογα συγκεκριμένη και επιστημονική φύση. Οι συζητήσεις σχετικά με την ηλικία της γης, από μια απλή μαθηματική ποσότητα και κάτι προφανώς εξ ολοκλήρου αποδεκτό στην επιστήμη, μαίνονταν για δεκαετίες. Έχοντας δισεκατομμύρια δολαρίων σε ακινησία σαν αποτέλεσμα, και έχοντας τις διαδικασίες για τον υπολογισμό της ηλικίας του πλανήτη εκτεθειμένες σε κριτική επανεξέταση, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι η διαμάχη θα κρατούσε πολύ καιρό. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι αξιοσημείωτο ότι το ενδιαφέρον για τις κλιματολογικές αλλαγές –προς το παρόν, ένα αλληλοσυγκρουόμενο μίγμα επιστήμης, πολιτικής και ηθικής (βλέπε την αναφορά του Ινδικού Κέντρου για την Επιστήμη και το Περιβάλλον, που σχετίζεται με την κατανομή των ευθυνών για τις κλιματολογικές αλλαγές από τους Agarwal & Narain, 1992)- ήταν μέχρι πρόσφατα ένα θέμα για τη θεμελιώδη επιστήμη.

Υπάρχουν, φυσικά, μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιστημονικών θεμάτων για τα οποία το ΕΡΑ και άλλα περιβαλλοντικά ιδρύματα συχνά πρέπει να αποφασίσουν. Ασχολούνται με ποσότητες που είναι δύσκολο να μετρηθούν, με φυσικά φαινόμενα τα οποία είναι αλληλεπιδρόμενα, και με ασθένειες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής και για τις οποίες μπορεί να υπάρχουν πολλές εύλογες αιτίες. Η επιστήμη που εμπλέκεται σε τέτοιες αποφάσεις οδηγείται σε αμφισβήτηση (βλέπε Collingredge & reeve, 1986). Αλλά η βασική διορατικότητα που οι επιστημονικές μελέτες φέρνουν στην ανάλυση του περιβαλλοντολογίας και της περιβαλλοντικής πολιτικής αφορά την αμφισβήτηση της επιστημονικής γνώσης αυτής καθ’ αυτής, και όχι την αμφισβήτηση της επιστήμης του καρκίνου, των κλιματολογικών αλλαγών ή της τοξικότητας των εντομοκτόνων.

Συνοψίζοντας αυτό το τμήμα ένα γενικό συμπέρασμα, για το ότι οι δημόσιες μελέτες της επιστήμης μπορούν να διαμορφωθούν από την εμπειρία των ρυθμιστικών ιδρυμάτων, αφορά τα όρια που φτιάχνονται στην επιστήμη. Στο παρελθόν αυτό ήταν ένα τυπικό θέμα για τη φιλοσοφική σκέψη αν και οι κοινωνιολόγοι δεν είχαν μείνει βουβοί (Wallis, 1985). Σ’ αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, η εμπειρία των επιστημόνων της ΕΡΑ και των επιστημονικών συμβούλων παρείχε μια αξιοσημείωτη μεθοδολογία για την αναγνώριση των ορίων της επιστήμης. Τα ιδρύματα θα έπρεπε να αποφασίσουν πότε κάνουν επιστήμη (το οποίο είναι επιτρεπτό) και πότε κάνουν πολιτική (το οποίο δεν είναι). Όμοια, συνοψίζοντας τις ενδείξεις για κάθε περιβαλλοντικό κίνδυνο, θα έπρεπε να αποφασίσουν ποια είδη επιστημονικών ενδείξεων θα υπολογίζουν (για παράδειγμα, σε συζητήσεις σχετικά με την εγκυρότητα του “φαρμακοκινητικού” μοντέλου, βλέπε Jasanoff, 1990a, σελ. 203-205). Η μελέτη των επιστημονικών αμφισβητήσεων μ’ αυτό τον τρόπο επικεντρώνει όχι μόνο τις συζητήσεις για την εγκυρότητα των επιστημονικών ανακαλύψεων αλλά επίσης και τη δημόσια κατασκευή, περισσότερο την “οικοδόμηση”, των ορίων της ίδιας της επιστήμης.

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

Η περιβαλλοντική επιστήμη είναι συνήθως άστατη όταν οι επίσημοι επιστήμονες, ακόμα και οι ομάδες πολιτικού ενδιαφέροντος, χάνουν τον έλεγχο για τους όρους της αμφισβήτησης τους οποίους θέλουν να ελέγξουν μέσω της επιστήμης. Δύο σύντομες περιπτώσεις απεικονίζουν τι εννοώ.

Η πρώτη περίπτωση είναι η ιστορία του ρυθμιστή ανάπτυξης φυτών Alar, μια παρατεταμένη αμφισβήτηση που προέκυψε μεταξύ επιστημόνων του ΕΡΑ και των βιομηχανιών, για την εγκυρότητα των ερευνητικών αποτελεσμάτων, ότι δηλαδή η ουσία αυτή προκαλούσε καρκίνο. Το 1989 το ΕΡΑ πρότεινε ότι οι κατασκευαστές του Alar θα έπρεπε να διακόψουν τη χρήση χημικών επειδή νέες ενδείξεις φαίνεται να υποστηρίζουν παλαιότερα δεδομένα. Ωστόσο, η συζήτηση ξέφυγε από τα κυβερνητικά χέρια όταν το “Συμβούλιο Υπεράσπισης Φυσικών Πηγών”, ένα κορυφαίο ίδρυμα δημοσίων συμφερόντων των Η.Π.Α., πέτυχε να προσελκύσει ογκώδη δημοσιότητα για τους δικούς του υπολογισμούς ότι το Alar είναι μια κυρίαρχη αιτία για κίνδυνο καρκίνου στους Αμερικάνους μαθητές (βλέπε Jasanoff, 1990a, σελ. 148). Αν και το ΕΡΑ, οι κατασκευαστές και τμήματα της βιομηχανίας φαγητού προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι τα νέα αποτελέσματα ήταν άκυρα, η κοινή γνώμη δεν πείστηκε και η βιομηχανία αναγκάστηκε να αποσύρει την ουσία από την αγορά.

Η δεύτερη περίπτωση επικεντρώνεται σε φάρμες προβάτων στην Cumbria, στη βορειοδυτική Αγγλία, της οποίας το έδαφος μολύνθηκε από ραδιενεργά νέφη από το Τσερνομπίλ. Οι επιστήμονες από κυβερνητικά ιδρύματα διαβεβαίωναν τους αγρότες ότι το μολυσματικό καίσιο θα εξαφανιζόταν γρήγορα από την τροφική αλυσίδα, αλλά χρόνια μετά από αυτές τις προβλέψεις, οι επίσημοι επιστήμονες ακόμα μετράνε υψηλά επίπεδα μόλυνσης και οι αγρότες ήταν ακόμα ανίκανοι να πουλήσουν το απόθεμά τους. Σ’ αυτή την περίπτωση η φαινομενικά αποτυχία της εκδοχής των επίσημων επιστημόνων οφειλόταν στη διαφορά μεταξύ της κινητικότητας του καισίου στα αργιλώδη εδάφη της ορεινής βόρειας Αγγλίας και τα ελαφρά εδάφη βοσκής οπού είχαν γίνει οι επίσημες μετρήσεις. Στη μελέτη του Wynne για αυτή τη διαφωνία, οι αγρότες ένοιωθαν ότι ήταν περισσότερο γνώστες των εδαφών τους και για το πώς πρακτικά η μόλυνση έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Για παράδειγμα, τα ζώα δεν θα έπρεπε να βόσκουν σε χαμηλά βοσκοτόπια, τα οποία θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται περισσότερο στους επίσημους υπολογισμούς, επειδή η χρήση αυτής της γης θα μπορούσε να εξαντλήσει τη χειμερινή τροφή. Η ανακρίβεια των επιστημονικών προβλέψεων φαίνεται ως μια απόδειξη του σφάλματος όλων των γνώσεων των επιστημόνων και γέννησε οξύ σκεπτικισμό για τις επακόλουθες επιστημονικές συστάσεις. Ο Wynne, το 1991, συμπεραίνει ότι “οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν, αφομοιώνουν ή δοκιμάζουν την επιστήμη ξεχωριστά από άλλα στοιχεία γνώσης, κρίσης ή συμβουλής. Σπάνια, μια πρακτική θέση δεν χρειάζεται συμπληρωματική γνώση για να κάνει την επιστημονική αντίληψη έγκυρη μ’ αυτά τα συμφραζόμενα”.

Περιβαλλοντικές αμφισβητήσεις όπως αυτές, βοηθούν στο να επικεντρωθεί η έκταση στην οποία οι δημόσιοι πρωταγωνιστές (όχι οι επιστήμονες), είναι αναμεμιγμένοι στο να διαπραγματευτούν την απεικόνιση της φυσικής πραγματικότητας. Στην περίπτωση του Alar η “λογική” της παρουσίασης από τα ΜΜΕ παραγκώνισε τον έλεγχο των επιστημόνων. Στην περίπτωση των προβάτων της Cumbria, οι αγρότες έγιναν ενεργοί συμμετέχοντες στη διαπραγμάτευση της πραγματικότητας της μόλυνσης.

Οι δυσκολίες που είχαν σχέση με τα αυτά που προβάλλονται στη μελέτη του Wynne υπερείχαν πρόσφατα στη αμερικάνικη βιβλιογραφία για τον “περιβαλλοντικό ρατσισμό”. Οι σχολιαστές ισχυρίζονταν ότι επικίνδυνα εργοστάσια και απόβλητα είχαν τοποθετηθεί σε περιοχές που κατά το μεγαλύτερο μέρος κατείχαν εθνικές μειονότητες (Bullard, 1990). Εν μέρει η διαφωνία εδώ αφορά εξ ολοκλήρου τις διακρίσεις. Αλλά η συζήτηση έγινε πιο περίπλοκη από προτάσεις ότι υποθετικά παγκόσμια “στάνταρτ ασφαλείας” ή “διαδικασιών ασφαλείας” (τα στάνταρτ νομιμοποιήθηκαν από προσφυγές στην επιστήμη) μπορεί πρακτικά να μη δείχνουν ευαισθησία στις τοπικές συνθήκες. Σε τέτοιες συνθήκες, υποστηρίζεται, οι προσφυγές σε παγκόσμια στάνταρτ πρακτικά μπορεί να νομιμοποιήσουν άδικα συμπεράσματα, όπως οι υποθέσεις για σταθερή κινητικότητα του καισίου που λειτουργούσαν αρνητικά για τους αγρότες της Cumbria. Ωστόσο, αφού οι κριτικές κινητοποιούν “ανεποικοδομητικές” διαφωνίες εναντίον των διεθνών στάνταρτ, διατρέχουν τον κίνδυνο να βρεθούν στην ίδια δύσκολη κατάσταση. Είναι σκεπτικές για τις παγκόσμιες αξιώσεις της επιστημονικής γνώσης αλλά στερούνται εναλλακτικών βάσεων για τη γνωστική αρχή (βλέπε Yearley, 1992c, σελ. 529-530).

Αν και η μελέτη των ρυθμιστικών ιδρυμάτων, μας επιτρέπει να δούμε πόσο διαπραγματεύσιμα είναι τα όρια σχετικά με το τι υπολογίζεται ως επιστήμη, οι βάσεις των δημοσίων αμφισβητήσεων που περιγράφηκαν σ’ αυτό το μέρος αποκάλυψαν πόσο ευρύ και πόσο μεταβλητό το δίκτυο κατασκευαστών της πραγματικότητας είναι.

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ

Σ’ αυτό το μέρος του κεφαλαίου ανακεφαλαιώνεται η επίδραση της περιβαλλοντολογίας στην επιστημονική κοινότητα. Ένα προφανές αποτέλεσμα είναι η άνοδος νέων επαγγελματικών δυνατοτήτων για τους επιστήμονες, συμβουλεύοντας ή δουλεύοντας για τα κυβερνητικά ιδρύματα, βιομηχανίες και περιβαλλοντικούς οργανισμούς. Αλλά υπάρχει έδαφος για να υποτεθεί ότι μπορεί να υπάρχει μία πιο διασκορπισμένη επίδραση στην πρακτική και την κουλτούρα της επιστήμης. Σ’ αυτό και στα επόμενα τμήματα εξηγώ τέσσερις σαφείς δυνατότητες. Πρώτον, ότι μπορεί να υπάρχει επίδραση στην επιστημονική συμπεριφορά. Δεύτερον, ότι μια ειδική σχέση μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ ξεκάθαρων επιστημονικών θεωριών και παραδειγμάτων και της περιβαλλοντολογίας. Τρίτον, ότι τα περιβαλλοντικά ενδιαφέροντα μπορεί να επηρεάσουν την ερευνητική πολιτική. Και τέλος, ότι οι περιβαλλοντικές συζητήσεις μπορούν να δημιουργήσουν ερωτήσεις για την αντικειμενικότητα της επιστήμης σε ορισμένα κρίσιμα θέματα.

Γυρνώντας στην πρώτη δυνατότητα, το ερώτημα είναι αν ο μεγάλος ρόλος για τους επιστήμονες στο περιβαλλοντικό κίνημα έχει ξεσηκώσει μία δυσανάλογη οικολογική συνείδηση στην επαγγελματική επιστήμη. Επειδή το οικολογικό μήνυμα είναι σε ένα βαθμό ένα ερώτημα της πολιτικής του τρόπου ζωής (απαιτεί, π.χ. ότι τα γυάλινα αντικείμενα θα υπάρχουν στην “τράπεζα μπουκαλιών”, ότι τα αυτοκίνητα που κινούνται με υγραέριο θα έπρεπε να απαγορευτούν, και άλλα) θα μπορούσαμε λογικά να περιμένουμε ενδείξεις τέτοιας σκέψης στην καθαρή δουλειά των επιστημόνων. Αλλά τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα (όπου η επιστημονική σκέψη όπως φαίνεται διαμορφώνεται) δεν είναι πιο “προοδευτικά” στη χρησιμοποίηση ανακυκλωμένου χαρτιού, για παράδειγμα, από μεγάλους εμπορικούς οργανισμούς. Οι επιστήμονες στις χώρες του Τρίτου Κόσμου έχουν εδώ και καιρό συνηθίσει να ξαναχρησιμοποιούν άχρηστες συσκευές, να εφευρίσκουν τρόπους ανακύκλωσης και να διαχειρίζονται προσεκτικά τις πρώτες ύλες. Συγκριτικά, τα δυτικά πανεπιστήμια παραμένουν σπάταλα στην κατανάλωση υλικών και εφοδίων. Ατομικά οι επιστήμονες μπορεί να διαθέτουν το χρόνο τους στην εθελοντική εργασία για περιβαλλοντικές ομάδες, αλλά τα πανεπιστήμια που είναι αντιμέτωπα με ισχυρές οικονομικές απαιτήσεις και τα πανεπιστημιακά συνδικάτα δεν έχουν διαμορφώσει περιβαλλοντικές ευαισθησίες σ’ ένα σπουδαίο τομέα της κεντρικής αποστολής τους.

Η περιοχή της επιστημονικής πρακτικής που επηρεάζεται περισσότερο άμεσα από οικολογικά ενδιαφέροντα είναι πιθανόν η μεταχείριση των ζώων που βρίσκονται στα εργαστήρια (βλέπε Yoxen, 1988, σελ. 39-47). Ενώ τα δικαιώματα των ζώων δεν είναι στο κέντρο των κυρίαρχων θεμάτων των οικολογικών ομάδων, αυτό το θέμα αντιπροσωπεύει την περιοχή της εντονότερης διαμάχης μεταξύ της πανεπιστημιακής κοινότητας και της φυσικής παγκόσμιας πολιτικής. Πανεπιστημιακές και βιομηχανικές έρευνες έχουν επανειλημμένα γίνει στόχος σαν δράστες των πληγών που προκαλούνται στα ζώα. Η απάντηση των περισσοτέρων επιστημονικών ομάδων, για να αντιμετωπίσουν τις πιο ακραίες μορφές διαμαρτυρίας, ήταν να επαναβεβαιώσουν την ηθική και πρακτική αξία των πειραμάτων με ζώα. Υπάρχουν πολυάριθμες κοινωνιολογικές αιτίες για αυτή την αντίδραση. Για παράδειγμα, για την πλειοψηφία των πειραμάτων, θα ήταν ευκολότερο να κερδίσει την επαγγελματική και εμπορική αναγνώριση χρησιμοποιώντας αποδεκτές μεθόδους (ζωικά τεστ) παρά επιμένοντας σε εναλλακτικές μεθόδους (βλέπε Sharpe, 1988, σελ. 115). Οι δοκιμές με ζώα, έχουν επιπλέον καθιερωθεί μέσω της επιστημονικής εξάσκησης. Όπως το θέτει ο Rupke το 1987, στον προηγούμενο αιώνα, η ζωοτομία δημιουργήθηκε:

“από μεγάλη μεθοδολογική και συμβολική σημασία για την πειραματική φυσιολογία. Η πειραματική φυσιολογία χρησιμοποιήθηκε σαν το άλογο το οποίο θα έσυρε το κάρο της βιοϊατρικής επιστήμης ακριβώς πίσω από τις ακριβείς επιστήμες της χημείας και της φυσικής, και ήταν η ζωική πειραματολογία που έδωσε στη φυσιολογία τη δύναμη να το πράξει”.

Αναφορικά με τα δικαιώματα των ζώων, ωστόσο, τα πανεπιστήμια έχουν παγιδευτεί ανάμεσα στην επιθυμία να προστατέψουν τα συμφέροντα των μελών τους και τις φιλελεύθερες και προοδευτικές υπαγορεύσεις της περιβαλλοντολογίας.

ΕΝΑ “ΠΡΑΣΙΝΟ” ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΗΣ

Στην πανεπιστημιακή κοινότητα δεν έχει αγκαλιαστεί το οικολογικό κίνημα στο πιο εξατομικευμένο επίπεδο, αλλά υπάρχει ακόμα ένα βαθύτερο επίπεδο στο οποίο η γνωστική ανάπτυξη στην επιστήμη μπορεί να συνδεθεί με την ανάπτυξη της περιβαλλοντολογίας. Από την περίοδο της “επιστημονικής επανάστασης”, οι επιστήμονες ήταν προσεκτικοί στο ζύγισμα δύο ανταγωνιστικών ρητορειών της επιστήμης. Από τη μια πλευρά, τόνιζαν τη χρησιμότητά της αλλά δεν ήθελαν να θεωρηθεί σαν μια πρακτική τέχνη η οποία θα μπορούσε να πέσει κάτω από τον απευθείας έλεγχο των ταμείων τους. Από την άλλη πλευρά, ήθελαν ανεξαρτησία, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να την αντιλαμβάνονται σαν απασχόληση απλά σε μια ακαδημαϊκή άσκηση. Η επιστήμη της οικολογίας αντιμετώπισε αυτό το δίλημμα σε μια ειδικά έντονη μορφή. Η υποστήριξη στην οικολογία, μετά την εγκαθίδρυση της στις αρχές του εικοστού αιώνα, συχνά συνδέονταν με πρακτικά διοικητικά ζητήματα (McIntosh, 1976 – E. Worthington, 1983). Αλλά οι οικολόγοι στοχαστές τυπικά είχαν πολύπλοκες πολιτικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις που αφορούσαν την εργασία τους (βλέπε Bramwell, 1989, σελ. 64-91). Όπως το θέτει ο McIntosh το 1985: “η διαμάχη μεταξύ της εικόνας της επιστήμης ως αντικειμενικής και ελεύθερης αξιών και αυτής της οικολογίας σαν πραγματικά επιβεβαρυμένης αξιών και οδηγό ηθικής για ανθρώπους, ζώα και δένδρα είναι δύσκολο να συμβιβαστεί”.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι Βρετανικές και Αμερικανικές οικολογικές κοινότητες, που ιδρύθηκαν το 1913 και 1915 αντίστοιχα βλέπε Worster, 1985, σελ. 205-206), ήρθαν αντιμέτωπες με τις συνέπειες αυτού του διλήμματος. Η δημόσια ανησυχία για την περιβαλλοντική εξαθλίωση διαμόρφωσε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ήταν ελκυστικό για τους οικολόγους να παρουσιάσουν την γνώση τους. Η οικολογία θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν η επιστήμη του περιβάλλοντος. Ο McIntosh δείχνει πως οι παλαιότεροι οικολόγοι συγκρατήθηκαν από τη δέσμευση να παρέμβουν στο επίπεδο της δημόσιας πολιτικής, αλλά οι Cramer, Eyerman και Jamison το 1987 υποστηριζόμενοι κυρίως από την έρευνα των επιστημόνων στη βόρεια ηπειρωτική Ευρώπη, πρόσφεραν μια διαφορετική εικόνα, βρίσκοντας ότι υπάρχουν κάποιοι επιστήμονες που δεν ήθελαν να εισάγουν την απομόνωση του επαγγελματισμού ανάμεσα στην έρευνα τους και στις δημόσιες ανησυχίες:

“Οι περιβαλλοντικοί ερευνητές είναι μία ομάδα επιστημόνων που με μια πρώτη ματιά, φαίνονται να συμπαθούν μια στενότερη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Μαζί με τους περιβαλλοντιστές ακτιβιστές ζήτησαν την ανάπτυξη ενός νέου είδους επιστήμης το οποίο θα ασχοληθεί με την επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.”

Για τον Cramer και τους συντρόφους του, η “επικοινωνία” των ειδών, δηλαδή η άποψη ότι το κάθε είδος ζωής ήταν εξέλιξη κάποιου άλλου, που τεκμηριωνόταν και είχε απαιτήσεις από την επιστήμη της οικολογίας, δάνεισε την ορθότητα στην ιδεολογία των περιβαλλοντιστών. Επιπλέον, αυτή η σχέση δημιουργήθηκε με την καθαρή ανοχή των επιστημόνων.

Τέτοια στενή σχέση ανάμεσα σε ιδεολογικές ομάδες είναι ασυνήθιστη για μοντέρνα, με ιδρυτικές αρχές, βασική φυσική επιστήμη. Ενώ ο Bunders (1987) υποστήριζε ότι οικολογικοί και βιολογικοί επιστήμονες είχαν γίνει ειδήμονες στη συνεργασία με εξωτερικούς παράγοντες για την επινόηση της ερευνητικής τους εργασίας, η ιδεολογική πελατειακή σχέση είναι ασυνήθιστη. Ακόμα οι ιδεολογικοί πελάτες για την οικολογία αφθονούν. Όπως προτείνει ο Dobson (1990, σελ. 39): “Κάθε βιβλίο της “πράσινης” πολιτικής” θα είναι αντίθετο στην οικολογία. Η οικολογία συνήθως χρησιμοποιείται για να προμηθεύει “εφόδια ενάντια στην ιεραρχία και τη διακριτικότητα”. Υπαινίσσεται ότι όλα τα είδη είναι ισότιμα συστατικά ενός μεγάλου συστηματικού δικτύου και αυτό φαίνεται να εγκρίνει την αρχή της ισότητας και την ολιστική σκέψη. Ο Dobson περιγράφει την οικολογία σαν “την επιστήμη που είναι αντικειμενικά πιο συνδεδεμένη με το “Πράσινο” κίνημα”.

Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι οι υποστηρικτές της “νέας” οικολογικής επιστήμης είχαν ένα ίδιον συμφέρον στο να παρουσιάσουν τη δική τους εξήγηση της οικολογίας ως μοναδικά συνδεδεμένη με μια καλοπροαίρετη περιβαλλοντική παρέμβαση (βλέπε Cramer & Hagendijk, σελ. 492-493). Οι προηγούμενες έρευνες έτειναν να επικεντρωθούν σε περιγραφική και ταξινομική εργασία, όπου η “νέα” οικολογία ήταν μαθηματική και οικονομολογική στα πρότυπά της (βλέπε Worster, 1985, σελ. 294-315). Ισχυρίζονταν ότι υπάρχει σχέση εξαιτίας της υποτιθέμενης μοναδικής ικανότητας να εξετάζει τα περιβαλλοντικά προβλήματα στο σύνολό τους. Οι υποστηρικτές της νέας οικολογίας ήταν χαρούμενοι στο να δημοσιοποιήσουν το πρόβλημα για τη λύση του οποίου πίστευαν ότι κρατούσαν το κλειδί.

Ο Kwa αναφέρει (το 1989) ότι η νέα οικολογία είχε προωθηθεί σημαντικά μέσα από το Διεθνές Βιολογικό Πρόγραμμα (ΙΒΡ). Αν και επισήμως θεωρήθηκε ως μελέτη της βιολογικής βάσης της παραγωγικότητας και της ανθρώπινης ευημερίας, το πρόγραμμα πιθανά θα μπορούσε να περιβάλει πολλές συνιστώσες της βιολογίας, περιλαμβανομένων της γενετικής, της μοριακής βιολογίας και τις μελέτες για τον ανθρώπινο πληθυσμό. Παρόλα αυτά από την ώρα που το πρόγραμμα εξασφάλισε χρηματοδότηση από το Κογκρέσο, περιορίστηκε στην οικολογία και ειδικότερα στα συστήματα οικολογικής ισορροπίας. Η παράξενη επιτυχία των συστημάτων οικολογικής ισορροπίας προέρχεται, σύμφωνα με την άποψη του Kwa, από την κύρια τοποθέτηση που εντόπισε στις κυβερνητικές αναλογίες. Η περιγραφή της φύσης σαν μια μηχανή που θα μπορούσε να κατανοηθεί και να διαχειριστεί, έθεσαν το πεδίο ξεχωριστά από άλλες ερμηνείες του φυσικού κόσμου και βρήκε μεγαλύτερη απήχηση στους πολιτικούς ηγέτες των Η.Π.Α.

Η επιτυχία των υποστηρικτών της μαθηματικής οικολογίας στην κινητοποίηση πηγών σήμαινε ότι είχαν δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες ανάμεσα στους πολιτικούς και το κοινό. Παρόλα αυτά όπως ο Cramer κ.ά. (το 1987) λένε, στην Ευρώπη υπήρχε μια παρακμή στην εγγύτητα της σχέσης μεταξύ οικολογικής επιστήμης και του περιβαλλοντικού κινήματος. Εν μέρει, αυτό οφειλόταν στο μεγάλωμα της διαθεσιμότητας των θεμελιωδών πληροφοριών στους ακτιβιστές του κινήματος. Ήξεραν αρκετά ώστε να επικεντρωθούν στο να κρατήσουν τις κυβερνήσεις στους δηλωμένους στόχους της μείωσης της μόλυνσης, χωρίς να χρειάζεται να ανατρέχουν σε καινούριες επιστημονικές πληροφορίες.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μέσα στην επόμενη δεκαετία, υπήρχε επίσης μια μείωση της κυβερνητικής υποστήριξης στην οικολογική εργασία, επειδή η έρευνα επικεντρωνόταν περισσότερο σε σχέδια με πιθανά εμπορική ανταπόδοση. Με την οικονομική στασιμότητα, τα ποσά των ερευνών κατευθύνθηκαν στο να “θρέψουν” ένα μικρό μέρος τεχνολογιών (στη βιολογική περιοχή, ιδιαίτερα στη βιοτεχνολογία). Στην περίπτωση της Ολλανδίας οι επιστήμονες εκπαιδεύτηκαν στις δουλειές που αποκτήθηκαν με τη νέα οικολογία μέσα από την επεκτεινόμενη κυβερνητική έρευνα και το σύστημα προστασίας του περιβάλλοντος. Είχαν αποκτήσει έτσι μία ηθική η οποία τους άφηνε πολύ λιγότερο ελεύθερους να εμπλακούν σε πράξεις της (περιβαλλοντικής) εκστρατείας. Η επαγγελματοποίηση του κλάδου επίσης τους οδήγησε μακριά από τα άμεσα ενδιαφέροντα των ακτιβιστών. Στη Σουηδική περίπτωση, ο Sοderqvist (1986, σελ. 272) αναφέρει ότι “οι οικολόγοι, οι οποίοι στηρίζονταν περισσότερο σε πειραματικές μελέτες , δεν ήταν στην πρώτη γραμμή στην αναγνώριση των περιβαλλοντικών προβλημάτων”. Τέλος ο Cramer (1987, σελ. 105) μνημόνευσε τη σπουδαιότητα μιας διακρινόμενης αποτυχίας των “ίδιων των κυβερνητικών συστημάτων οικολογικής ισορροπίας”. Αυτή η Ευρωπαϊκή εμπειρία ταίριαζε στις Η.Π.Α., όπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70, “μετά από μια σύντομη έκρηξη της δημόσιας δραστηριότητας, πολλοί από τους (οικολογικούς) επιστήμονες γύρισαν πίσω στο εργαστήριο, “καθαροί επιστήμονες” για μια ακόμα φορά και η παραδοσιακή στάση τους προς την πολιτική, ένα ασυνήθιστο στοιχείο, βασικά καταστρεπτικό της επιστημονικής προσπάθειας, ενισχύθηκε” (βλέπε Nelkin, 1977c, σελ. 81). Μετά την ίδρυση του ΕΡΑ, “ο ιδεαλισμός τους ανατράπηκε από πρακτικά προβλήματα. Πίσω στα εργαστήρια τους, πολλοί απ’ αυτούς βρήκαν λίγη επέκταση από την πρακτική οικολογία στη βασική τους έρευνα”.

Μια σημαντική απόκλιση από αυτό το υπόδειγμα της παρακμής καταγράφεται καλύτερα από τον Haas (το 1989) στην ανάλυση του για το “Μεσογειακό Σχέδιο Δράσης”, μια διεθνής προσπάθεια να αναλυθεί, ρυθμιστεί και στη συνέχεια να μειωθεί η μόλυνση της Μεσογείου. Η ανάλυση του Haas προτείνει ότι μία “επιστημονική κοινότητα” από οικολόγους και οικολογικά εκπαιδευμένους αξιωματούχους θα έπειθε με επιτυχία τις κυβερνήσεις στην περιοχή να κάνουν ενέργειες για την αποχετευτική συμπεριφορά, τη μεταφερόμενη με τους ποταμούς μόλυνση και άλλα παρόμοια. Η αυξανόμενη συμφωνία ανάμεσα στους ειδικούς ήταν, στην άποψη του, αποφασιστική: “Η ομόφωνη γνώμη αποδεικνυόταν ακαταμάχητη στους άπειρους” (Haas, 1989, σελ. 397). Οι κυβερνήσεις όλο και περισσότερο συμμορφώνονταν, εκχωρώντας δύναμη στην πολιτική τους προς τη Μεσόγειο στα υπουργία περιβάλλοντος, όπου ανάμεσα τους κυριαρχούσαν μέλη αυτής της επιστημονικής κοινότητας. Ενώ αναγνωριζόταν ότι οι κυβερνητικές πράξεις επηρεαζόταν από διεθνείς πιέσεις και την εγχώρια κοινή γνώμη, ο Haas (το 1989) υποστηρίζει ότι η ενοποιημένη ειδική μαρτυρία ήταν αποφασιστική: “παρά την αβεβαιότητα, μία δημοσίως αναγνωρισμένη ομάδα, με την αναντίρρητη απαίτηση να καταλάβουμε την τεχνική φύση του καθεστώτος της πραγματικής περιοχής του θέματος” ήταν ικανή να δει την ερμηνεία της να βγαίνει νικήτρια. Είναι περίεργο, δίνοντας την εμπειρία του ΕΡΑ που περιγράφηκε νωρίτερα ότι αυτές οι απόψεις των οικολόγων έγιναν δεκτές χωρίς διαφωνία. Ο Haas παραδέχεται ότι οι χώρες επέμεναν στην απαγόρευση διαφορετικών ουσιών, και στη θέσπιση μεταβλητών ορίων, ώστε πιθανόν η δύναμη των επιχειρημάτων να ήταν λιγότερο ανατρεπτική από τις αναφερόμενες υποστηριζόμενες απαιτήσεις. Ωστόσο, η ανάλυση του Haas προτείνει, ότι οι οικολόγοι πρέπει να έχουν επιρροή σε σοβαρά διεθνή συνέδρια και αυτή, ίσως κάτω από πολύ ειδικές συνθήκες, προσεκτικά αναπτυγμένη ομοφωνία ειδικών μπορεί να γλιτώσει την κατάρρευση.

ΓΑΙΑ: Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΚΑΙ ΕΝΑ “ΠΡΑΣΙΝΟ” ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

Στη δεκαετία του ’80 μία άλλη επιστήμη προσφέρθηκε να αναλάβει το θεμελιώδη ρόλο που έπαιζε η οικολογία. Η γεωφυσιολογία ή η νέα “Γαία” επιστήμη της ζωής. Όπως περιγράφηκε αρχικά το 1972 από τον δημιουργό της James Lovelock, η υπόθεση της “Γαίας” πρότεινε, στην ουσία, ότι η ζωή πάνω στη γη είναι με κάποιο τρόπο, συντονισμένη τόσο ώστε να διατηρεί συνθήκες κατάλληλες για ζωή. Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του συστήματος της “Γαίας”, κατά την άποψη του Lovelock, ήταν να διατηρήσει τη γη σε μια κατοικήσιμη κατάσταση όσο η ηλιακή θερμότητα θα αυξάνεται. Η ζωή στον πλανήτη και τα προϊόντα της επέτρεψαν στη γη να μείνει λογικά σταθερή παρά τις τεράστιες αλλαγές στο εξωπλανητικό περιβάλλον. Ο Lovelock συμπεραίνει ότι η ζωή μπορεί να γίνει ξεκάθαρα κατανοητή μόνο αν αναλυθεί σε ένα πλανητικό επίπεδο. Για αυτόν, η γη είναι τελικά ένας υπεροργανισμός. Αυτός ο υπεροργανισμός είναι που αποκαλεί “Γαία”.

Παρά τα σημαντικά επιστημονικά διαπιστευτήρια του Lovelock, η δουλειά πάνω στη “Γαία” καταρχήν πήρε μία απορριπτική αντίδραση από τους επιστήμονες συναδέλφους του (βλέπε Yearley, 1992a, σελ. 145-146). Η σκέψη του κατακρίθηκε ως κυκλική. Η αξίωση του ότι η γη πρακτικά διατηρείται σαν μια πολιτεία κατάλληλη για ζωή ήταν προβληματική διότι δεν ήταν ξεκάθαρο πως η “καλή κατάσταση” θα υπολογιστεί. Υπήρχαν επίσης δυσκολίες για την αναγνώριση επιστημονικών περιπτώσεων στην ανάδραση της “Γαίας”. Όπως ένας αντικειμενικός παρατηρητής το θέτει: “Οι ατέλειες στις εκπομπές των εργοστασίων παράγουν επιβλαβή αέρια, τα αέρια αυτά έχουν κλιματολογικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις, αλλά πως αυτό το αποτέλεσμα έχει άμεση επίδραση στις ατέλειες των εκπομπών;” (βλέπε Joseph, 1991, σελ. 79). Οι αντίπαλοι επίσης επικεντρώνονται στις προφανείς ανθρωπομορφικές πλευρές της θεωρίας. Ο Lovelock φαίνεται να υπονοεί ότι η γη είχε ένα σκοπό, αλλά δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός για να συνδέσει αυτό το σκοπό με τα δισεκατομμύρια των ζωντανών οργανισμών πάνω στον πλανήτη.

Η υπόθεση της “Γαίας” δεχόταν δύο κατευθύνσεις που υπογραμμίζουν την ερμηνευτική της ελαστικότητα. Από τη μια μεριά, είχε “στερεοποιηθεί” σαν επιστήμη. Μερικοί φυσικοί επιστήμονες (πιο γνωστοί είναι οι Margulis και Schneider) πρότειναν μία μέτρια ερμηνεία, της οποίας το κυριότερο αποτέλεσμα ήταν να αποδοθεί πολύ περισσότερη σπουδαιότητα σε βιολογικούς παράγοντες από ότι ήταν προηγούμενα συνηθισμένο ανάμεσα στους γεωλόγους, τους ωκεανογράφους ή τους μετεωρολόγους (βλέπε Yearley, 1992a, σελ. 145). Από την άλλη μεριά, η ιδέα ανάπτυξε μια δυνατή απήχηση στα στοιχεία του οικολογικού κινήματος, ιδιαίτερα εκείνων που ήθελαν να εκτοπίσουν τους ανθρώπους από το κέντρο του ηθικού σύμπαντος. Η “Γαία” προχωράει πέρα από την οικολογία λέγοντας όχι μόνο ότι οι άλλοι οργανισμοί είναι σημαντικοί αλλά ότι υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από κάθε ένα είδος ξεχωριστά –ο πλανητικός μας υπεροργανισμός.

Όπως δείχνει ο Dobson (1990, σελ. 42-45) ωστόσο, η παραδοχή του οικολογικού κινήματος μπορεί να είναι επιπόλαια, επειδή η υπόθεση της “Γαίας” δεν θεωρεί απαραίτητα τη δύσκολη θέση του ανθρώπινου περιβάλλοντος ως επείγουσα σε ένα πλανητικό επίπεδο. Αν οι άνθρωποι κάνουν τον κόσμο τους ακατοίκητο με υπερβολική θερμότητα υδρογείου, το ανθρώπινο μπορεί να μειωθεί καταστροφικά. Αλλά αυτή δεν είναι απόδειξη ότι η καθαρή επίδραση στη “Γαία” θα είναι αρνητική.

Οι δύο αποκλίνουσες αναπτύξεις της υπόθεσης της “Γαίας” κρατήθηκαν μαζί από μία αναπτυσσόμενη και πολύπλοκη “νέας γενιάς” βιβλιογραφία που περιγράφηκε με παραδείγματα, από την εργασία του Joseph (το 1991), που μνημονεύθηκε παραπάνω. Μένοντας έξω από την επαγγελματική επιστημονική βιβλιογραφία, αυτά τα βιβλία είναι παρόλα αυτά απαιτητικά τεχνικά. Όπως ακριβώς οι εκδόσεις των παραψυχολόγων, η ηθική και πρακτική ισχύς τους είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με απαιτήσεις στη γνωστική αρχή. Ξανά, όπως με την παραψυχολογία, υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο κοινό για να τα υποστηρίξει, χωρίς οι συγγραφείς τους να πρέπει να καταβάλλουν υπέρμετρες προσπάθειες για να κατασκευάσουν τη δουλειά τους ως “επιστήμη”. Δεν χρειάζονται τη νομιμότητα που θα απονέμονταν με την αναγνώριση στις παραδοσιακές ακαδημίες της επιστήμης.

ΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Όχι μόνο το οικολογικό κίνημα αλλά και η κυβέρνηση και το εμπόριο ζητούσε να εγγράψει το επιστημονικό επάγγελμα. Επιπλέον, παρόμοιο ενδιαφέρον στο να εγγράψουν τις επιστήμες εξαπλώθηκε και πέρα από την οικολογία και τη γεωφυσιολογία. Οι άλλες επιστήμες έφτασαν να θεωρούνται τουλάχιστον ίσης σημασίας στο να αναλύουν τις περιβαλλοντικές μας ανησυχίες.

Η προαγωγή της έρευνας αποδείχτηκε μία ελκυστική εκλογή για τις κυβερνήσεις όσο αυτές αναγνώριζαν όλο και περισσότερο τη σπουδαιότητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Όταν η πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κα Θάτσερ έστρεψε την προσοχή της κυβέρνησης της στο περιβάλλον, από τις πρώτες συγκεκριμένες δεσμεύσεις της ήταν η επίσημη υποστήριξη για ένα κέντρο πρόβλεψης κλιματολογικών αλλαγών. Οι κριτικές αντιπρότειναν ότι προάγοντας την έρευνα ήταν ένας τρόπος να γίνουν γνωστοί ότι κάνουν κάτι χωρίς να κάνουν ριζοσπαστικά βήματα (βλέπε Yearley, 1992a, σελ. 20). Όμως, οι αυξήσεις στις δαπάνες της περιβαλλοντικής έρευνας βρήκε νέους αντιπάλους.

Η κατηγορία της περιβαλλοντικής έρευνας και ανάπτυξης είναι καινούρια για πολλές κυβερνήσεις και πολλά έθνη μόλις άρχισαν να ενδιαφέρονται μέσα στα σχέδια δαπανών τους. Στο 1990 το Βρετανικό υπουργικό συμβούλιο δημοσίευσε μία ταξινόμηση της περιβαλλοντικής έρευνας για πρώτη φορά και οι τάσεις είναι συνεπώς δύσκολο να εντοπιστούν. Ξεκάθαρα υπάρχει ένας πειρασμός για τα ιδρύματα να επαναπεριγράψουν τις υπάρχουσες ερευνητικές δεσμεύσεις σε σχέση με το περιβάλλον, με την αγροτική παραγωγική έρευνα να γυρίζει στη διαχείριση της υπαίθρου και τη γενετική μηχανική να μεταμορφώνεται μέσα από τη μελέτη της καθαρής διαθέσιμης τεχνολογίας. Ακόμα περισσότερο, η έρευνα του Brian Wynne στην περιβαλλοντική έρευνα και ανάπτυξη κατέδειξε ότι τέτοια έρευνα και ανάπτυξη κυριαρχείται από “στερεό επιστημονικό πρότυπο” φυσικής βάσης. Οι ιεραρχίες μέσα από τον επιστημονικό επαγγελματισμό φαίνεται να έχουν αναπαραχθεί με επιστημονικές προσεγγίσεις στο περιβάλλον, οδηγώντας σε συγχυσμένα στάνταρτ απόδειξης και ακαμψίας στην κατεύθυνση των πολύπλοκων περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι επίσης ένα κίνητρο για την πράσινη έρευνα (μία εισαγωγική άποψη παρουσιάζεται από τους MacKenzie & Milne, 1989). Τα περιβαλλοντικά θέματα μπορεί να παρουσιάζονται ως εκ φύσεως υπερεθνικά. Ακόμα περισσότερο, η περιβαλλοντική έρευνα μπορεί να προσφερθεί για την ανάπτυξη του κοινού καλού, έτσι ώστε να προσφέρει ένα ελκυστικό ηθικό έδαφος στους αντιπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως τώρα, για παράδειγμα, το πρόγραμμα Ευρωπαϊκό Πλαίσιο περιλαμβάνει πρωτοβουλίες σε μη πυρηνικές ενεργειακές εφεδρείες, στη ναυτική επιστήμη και στην κλιματολογία. Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής επιστημονικής συνεργασίας επίσης οδήγησαν σε πολυάριθμες μη οικολογικές πρωτοβουλίες (όπως η εργασία στην πυρηνική σύντηξη του Jackson το 1991). Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές ομάδες, αποτελεσματικοί επηρεαστές κυβερνητικών παραγόντων σε πολλά επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αμέλησαν να πιέσουν για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις της πολιτικής για την έρευνα και ανάπτυξη.2

Επειδή η περιβαλλοντολογία είναι μια πολιτική του τρόπου ζωής, θα περιμέναμε ριζοσπαστικές ερευνητικές πρωτοβουλίες να εμφανιστούν με έναν ανοδικό τρόπο από την επιστημονική κοινότητα ενώ θα ακολουθούσαν καθοδική πορεία τέτοιου είδους έρευνας από χρηματοδοτικά ιδρύματα και τους πολιτικούς τους ρυθμιστές. Ο A. Jamison (το 1989) λέει, για παράδειγμα, ότι “το οικολογικό κίνημα έθεσε τη συμμετοχή και τη δημοκρατικοποίηση στην ημερήσια διάταξη της επιστημονικής πολιτικής” (βλέπε A. Jamison, 1989, σελ. 84). Αλλά υπάρχουν μερικά παραδείγματα στα οποία κάποιος μπορεί να αναφερθεί. Τα Ολλανδικά επιστημονικά καταστήματα έκαναν την περιβαλλοντική ειδικότητα διαθέσιμη σε κοινωνικές ομάδες και ενώσεις στη δεκαετία του ’70 και μία οργάνωση η “Επιστήμη για Προγράμματα Πολιτών” αρχικά διαλύθηκε από το Κογκρέσο και στη συνέχεια εξαφανίστηκε εντελώς, από την Ρεπουμπλικανική διακυβέρνηση της χώρας (βλέπε Dickson, 1988, σελ. 229-231). Η έλλειψη τέτοιων οργανισμών μπορεί πιθανόν να αποδοθεί σε τρεις παράγοντες: α) στην επιτυχία των περιβαλλοντικών ομάδων στην ανακάλυψη των δικών τους εσωτερικών τεχνικών και ερευνητικών ικανοτήτων, β) στην αυξανόμενη πρακτική της συμβουλής από ιδρύματα όπως το ΕΡΑ, που βοηθήθηκε στις Η.Π.Α. από “την Ελευθερία της Πληροφοριακής Πράξης” (βλέπε Jasanoff, 1990a, σελ. 48), και γ) στην έλλειψη κινήτρων για τους επιστήμονες να προσηλωθούν σε εργασία δημοσίου ενδιαφέροντος. Ο Cramer (1987, σελ.110) λέει ότι υπήρχε μία τάση να απομακρυνθούν από τη “δημοκρατικοποίηση της επιστήμης μέσα από την απαίτηση για πρακτική έρευνα, που μεταφέρθηκε από …επιστήμονες στο όνομα του κινήματος”. Οι επιστήμονες στην κυβέρνηση ή σε ιδιωτικές βιομηχανίες είναι γενικά ανίκανοι να συμμετέχουν σε εργασία κοινού ενδιαφέροντος, όσο οι πανεπιστημιακοί επιστήμονες αποτρέπονται να πράξουν με παρόμοιο τρόπο μέσα από πιέσεις για να αποδείξουν την παραγωγικότητα τους με παραδοσιακούς τρόπους.

Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Παρά την έλλειψη συντονισμένων ανοδικών κινημάτων, οι ακαδημαϊκοί και θεσμικά ανεξάρτητοι επιστήμονες ακόμα παίζουν ένα κεντρικό ρόλο στην ανάλυση περιβαλλοντικών θεμάτων. Σε μία ραδιοφωνική συνέντευξη του BBC, ο Mark Simmonds, ένας επιστήμονας που δούλευε με την Greenpeace, εξέφρασε την ανησυχία του για τις απειλές στην ανεξαρτησία των ακαδημαϊκών ερευνητών.3 Η ανησυχία έγκειται στο γεγονός ότι, όσο τα πανεπιστήμια γίνονται όλο και περισσότερο εξαρτημένα στο χτίσιμο επιπλέον κερδών, μία κατάσταση ήδη αρκετά προχωρημένη στις Η.Π.Α., θα υπάρχουν πιέσεις στους επιστήμονες να μην δυσαρεστούν τους σπόνσορες του ιδρύματος τους. Και επειδή οι μεγάλες εταιρίες είναι αυτές που μπορούν να αντέξουν μεγάλης κλίμακας σπονσοράρισμα, υπάρχει ο κίνδυνος ότι τα απόλυτα ενδιαφέροντά τους θα είναι αντίθετα από αυτά του περιβαλλοντικού κινήματος.

Φυσικά, η υποψία της προκατάληψης μπορεί να οδηγήσει και στην αντίθετη κατεύθυνση επίσης. Το γεγονός ότι η Διεθνής Επιστημονική Ομάδα της Greenpeace φιλοξενείται από το πανεπιστήμιο του Λονδίνου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει ανάλογους συλλογισμούς, αλλά με υπαινιγμούς κριτικούς για το οικολογικό κίνημα. Πράγματι, ο Malcolm Grimston, σύμβουλος ενεργειακών θεμάτων για τη “Βρετανική Αρχή Ατομικής Ενέργειας”, εξέφρασε ακριβώς αυτή τη διαφωνία στη “Βρετανική Εταιρία για την Ανάπτυξη της Επιστήμης”, στη συνέλευση της το 1991. Κατηγόρησε τους ακτιβιστικούς οργανισμούς ότι προωθούν μία “πράσινη επιστήμη” στην οποία “μία επιστημονική θεωρία κρίνεται από την επιτυχία της στην προώθηση της πράσινης άποψης της κοινωνίας”. Οι οικολόγοι επιστήμονες, πρότεινε, θα έπρεπε να δίνουν υπερβολική πίστωση για ευρήματα που υποστήριζαν τη δική τους άποψη αλλά θα έπρεπε να αναζητήσουν να υποτιμήσουν τα αντίθετα ευρήματα. Για τη βιομηχανία η απαίτηση επιστημονικής υψηλής βάσης δεν είναι, φυσικά, καινούρια. Ο Haas (1987, σελ. 361) αναφέρει μία παρόμοια επίθεση από την εταιρία Dow Chemicals στο ΕΡΑ, αμέσως μετά την ίδρυσή του. Βιομηχανίες, ακτιβιστές και ιδρύματα εργάστηκαν σκληρά για να κατασκευάσουν τα όρια της επιστήμης με τρόπους που δείχνουν τις υποστηριζόμενες απόψεις με τον πιο ευνοϊκό τρόπο. Ενάντια σ’ αυτό το σκηνικό η ταυτότητα της “αδιάφορης ειδικότητας” είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατασκευαστεί και να διατηρηθεί. Αυτή η άποψη από τις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης ρίχνει αμφιβολίες για την πιθανότητα ότι οι περιβαλλοντικές αμφισβητήσεις σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο μπορούν να λυθούν απολιτικά μέσω ειδικών σωματείων όπως οι επιστημονικές κοινότητες.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Είχα έμμεσα υποστηρίξει μια διπλή επιχειρηματολογία για τη σχέση μεταξύ επιστημονικών μελετών και της περιβαλλοντολογίας. Πρώτα, οι επιστημονικές μελέτες προωθούν ένα πλαίσιο για την εξήγηση του ασαφούς ρόλου της επιστήμης να διαφωτίσει προβλήματα ή να λύσει διαμάχες για το περιβάλλον. Έτσι ο αναλυτικός μηχανισμός των επιστημονικών μελετών εξηγεί τις δυσκολίες που το ΕΡΑ ένοιωθε στην εξακρίβωση της τοξικότητας των χημικών συνθέσεων. Η άποψη των επιστημονικών μελετών για τη γνώση και την εμπειρία μας επιτρέπει να καταλάβουμε τις αιτίες για τις οποίες το οικολογικό κίνημα συχνά βρήκε στην επιστημονική γνώση έναν αναξιόπιστο σύμμαχο. Η κοινωνιολογία της επιστημονικής κοινότητας μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη πολύπλοκη, πολυστρωματική και ασταθή σχέση μεταξύ της οικολογικής επιστήμης και της περιβαλλοντολογίας. Και οι μελέτες στην κοινωνιολογία της περιθωριακής επιστήμης χύνουν φως σε καίριες απόψεις της κοινωνικογνωστικής ανάπτυξης της υπόθεσης της “Γαίας”.

Η δεύτερη όψη της διαφωνίας μας είναι ότι η μελέτη της περιβαλλοντολογίας είναι εξίσου ευεργετική στις επιστημονικές μελέτες. Αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο επειδή η επιστήμη του περιβάλλοντος απασχολεί ένα αυξανόμενο ποσοστό της επιστημονικής προσοχής αλλά επειδή χαρακτηριστικά της περιβαλλοντολογίας ανοίγουν θέματα για την επιστήμη και την επιστημονική γνώση. Έτσι, γυρνώντας στην περίπτωση του ΕΡΑ, τα προβλήματα της εφαρμογής της επιστήμης σε στοχαστικά, θεωρητικά αλλά πολιτικά επείγοντα θέματα εμπεριέχουν σημαντικά μαθήματα για την επιστήμη και τη δημιουργία πολιτικής, για επιστημονικούς και νομικούς κανόνες του συλλογισμού και για τη συμπεριφορά της δημόσιας αμφισβήτησης. Το παράδειγμα του Wynne για τη λαϊκή εμπειρία στα περιβαλλοντικά θέματα επίσης φέρνει στο επίκεντρο ερωτήσεις για την ταυτότητα και τα όρια της ίδιας της επιστήμης. Αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν πόσο λεπτές και αμφισβητούμενες είναι οι απαιτήσεις της επιστήμης να υπηρετήσει σαν τη μοναδική νόμιμη απεικόνιση της πραγματικότητας. Η ιστορία της οικολογίας αποκαλύπτει με τι πολυπλοκότητα η γνώση διασκορπίζεται πάνω από τις περιβαλλοντικές ομάδες, τους δημόσιους αξιωματούχους και την επιστημονική κοινότητα. Ο διεθνής χαρακτήρας πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων, πρακτικά όταν φαίνεται στο φως των διαφορών μεταξύ των πολιτικών οργανώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος διαφόρων χωρών, ενθαρρύνει μία πλήρως συγκριτική κοινωνιολογία της επιστήμης.

Τελικά, η ευρεία δημόσια ανησυχία για την περιβαλλοντική εξαθλίωση και η διακρινόμενη επείγουσα κατάσταση για τις απειλές για την ανθρώπινη και οικολογική υγεία και ευημερία εξαναγκάζουν τις επιστημονικές μελέτες να είναι λιγότερο άνετα με την μεθοδολογική σχετικοκρατία παρά στο να εξετάζουν την κοινωνική κατασκευή από την οπτική του 18ου αιώνα. Η ευρύτητα των περιβαλλοντικών αμφισβητήσεων –που ασχολούνταν όχι μόνο με διαφορές πάνω στη φυσική επιστήμη αλλά με κοινωνικές επιστημονικές και μεταεπιστημονικές συγκρούσεις επίσης- προσκαλεί (μερικοί θα έλεγαν προσελκύει) λόγιους στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης να εμπλέξουν τους εαυτούς τους ως ειδικούς στην γνώση της ή ως αυθεντίες στην επιστημονική αρχή. Η τυπική αντίδραση των κοινωνικών μελετών ως σήμερα ήταν να παραμείνουν όσο πιο αμερόληπτες γίνεται. Μία εναλλακτική λύση, ωστόσο, για τις επιστημονικές μελέτες είναι να αναζητήσουν μία ηθική ταυτότητα χωρίς να ξεφύγουν από τη σκεπτικότητά τους. Αυτή η πρόκληση είχε αντιμετωπιστεί από τις επιστημονικές μελέτες παλαιότερα. Ίσως η πρόκληση της περιβαλλοντολογίας θα διεγείρει τους αναλυτές της επιστήμης να την κατευθύνουν στο κρίσιμο σημείο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Από μία συνέντευξη στο 4ο πρόγραμμα του ραδιοφώνου του BBC, στις 21 Αυγούστου 1992.

Από μια προσωπική επικοινωνία των Sonia Mazey και Jeremy Richardson, βασισμένη στην ερεύνα τους για την άσκηση πίεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση από μη κυβερνητικούς οργανισμούς.

Βασίζεται σε ένα πρόγραμμα του BBC World Service στη σειρά “Topical Times”, που μεταδόθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου σε διαφορετικές ημερομηνίες, το Σεπτέμβριο του 1991.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου