Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

OI ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΧΥΡΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ



OI ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΧΥΡΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ


David Bloor

Η αυστηρή κριτική του Καθηγητή Laudan στο ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της γνώσης δεν απαιτούν, πιστεύω, τόσο την υπεράσπιση αυτού του προγράμματος όσο μία προσεκτική αντεπίθεση. Ωστόσο του είμαι ευγνώμων για το ότι πρόβαλε μία σειρά αντιρρήσεων και ερωτημάτων χαρακτηριστικά για τους φιλοσόφους. Ως εκ τούτου θα συνδυάσω άμυνα και επίθεση. Προκειμένου να διευκολύνω τον αναγνώστη θα συζητήσω τις απόψεις του Laudan στη σειρά με την οποία τις εκθέτει. Η μόνη απόκλιση από αυτήν τη διαδικασία αφορά μερικά γενικά σημεία από το τέλος της έρευνάς του με τα οποία θα αρχίσω αμέσως. Αυτά ασχολούνται με το τί θεωρεί ο Laudan ως την υπερβολική έμφαση στις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις και την παραμέληση του πραγματικού αποτελέσματος της επιστήμης.

Όπως και ο Laudan είμαι της άποψης ότι μερικοί επιστημονικοί κλάδοι, όπως η βιολογία ή η ψυχολογία, θα έπρεπε να συνδυαστούν με την κοινωνιολογία εάν θέλαμε να παράγουμε μία περιεκτική περιγραφή όλων των απόψεων μίας δραστηριότητας όπως είναι η επιστήμη. Με εκπλήσσει το ότι κάποιος αναγνώστης του Γνώση και Κοινωνικές Εικόνες θα μπορούσε να φανταστεί ότι είχα διαφορετική άποψη. Ανέφερα στη σελίδα 4 -- και ο Laudan παραθέτει το εδάφιο -- ότι φυσικά θα υπάρξούν και άλλοι τύποι αιτιών εκτός των κοινωνικών που θα συνεργαστούν στην διαμόρφωση άποψης. Λίγες σελίδες παρακάτω υπάρχει μία εκτεταμένη, σχετικά, συζήτηση όσον αφορά το ρόλο της αισθητικής εμπειρίας για την διευκρίνιση αυτής της θέσης. Η σημασία του να συνδυάζεται η κοινωνιολογία με άλλους επιστημονικούς κλάδους αναφέρθηκε όντως από την πρώτη κιόλας παράγραφο του βιβλίου και αποτελεί θέμα που το διαπερνά .

Γεγονός παραμένει ότι υπάρχουν δικαιολογημένοι λόγοι για ειδική έμφαση των κοινωνικών χαρακτηριστικών της επιστήμης, για υπογράμμιση της φύσης της ως κοινωνικού θεσμού. Δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερο σχετικά με την επιστήμη το οποίο ενυπάρχει στη βιολογία των επιστημόνων, στις αισθητηριακές τους ικανότητες και ικανότητες μνήμης ή στην κινητήρια πνευματική ευστροφία τους. Δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερο όσον αφορά το ύψος του εισοδήματός τους ή τη δομή των επαγγελματικών τους οργανώσεων. Ακόμη και στη χρησιμοποίηση μηχανισμών ή τη λήψη μέτρων και δειγμάτων εκ μέρους τους δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο. Οι στόχοι τους και οι ερμηνείες που προσδίδουν στις αλληλεπιδράσεις τους με τον κόσμο είναι εκείνο που μετράει. Τότε μόνο αρχίζουμε να θέτουμε την επιστήμη στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας, όταν παρατηρούμε π.χ. συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εκπαιδευτικής της διαδικασίας, όπου εσωτερικές παραδόσεις, πρακτικές και συνήθειες μεταβιβάζονται σε νέα μέλη. Με λίγα λόγια μόνο εξετάζοντας την καλλιέργεια της επιστήμης προσεγγίζουμε την καρδιά αυτής της ενασχόλησης. Η μελέτη της μεταβίβασης, διανομής, διατήρησης και αλλαγής των παραδεδεγμένων πίστεων και πρακτικών στην επιστήμη ισοδυναμεί συνεπώς με μελέτη μίας από τις πλέον ζωτικές της απόψεις. Γι' αυτό το λόγο αδυνατώ να αποδώσω νόημα στον ισχυρισμό του Laudan ότι δηλ. το βρίσκει "εντελώς κατανοητό" ότι θα μπορούσε μία "περιεκτική" μελέτη της επιστήμης να παραβλέψει την κοινωνιολογία.

Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του ο κριτικός μου δηλώνει ότι δεν είναι αποδεδειγμένο το ότι υπάρχουν πλευρές της επιστήμης που τυγχάνουν καλύτερης μεταχείρισης από την κοινωνιολογία παρά από οποιαδήποτε άλλη μορφή μελέτης. Σε αυτήν την περίπτωση αναρωτιέμαι: πώς θα ανέλυε αυτές τις πλευρές της επιστήμης που αποδεδειγμένα έχουν επηρεαστεί από τα κοινωνικά συμφέροντα; Θα παρουσιάσω περισσότερα παραδείγματα αργότερα, αλλά ως σχετικό παράδειγμα σκεφτείτε τη φιλονικία προτεραιότητας μεταξύ του Νεύτωνα και του Leibniz σχετικά με την επινόηση της μαθηματικής ανάλυσης. Ο λόγος για τον οποίον οι κοινωνιολογικές παράμετροι είναι σημαντικές εδώ είναι γιατί η αντιπαράθεση υπήρξε σύμπτωμα ενδιαφέρουσων διασυνδέσεων ανάμεσα στη Νευτώνεια φιλοσοφία και το πρόβλημα της Ανοβεριανής διαδοχής. Δεν ήταν απλά θέμα ψυχολογικής συγκρότησης των πρωταγωνιστών. Η αμφισβήτηση της προτεραιότητας έγινε σκόπιμα ζήτημα σε μία προσπάθεια να αποτραπεί η ερχομός του Leibniz από το Ανόβερο στην Αγγλία με πρωτοβουλία του μελλοντικού Γεωργίου του Πρώτου.1 Αυτό που διακυβευόταν ήταν το κύρος του Νεύτωνα ως Φιλοσόφου της Αυλής. Για να κατηγορηθεί ο Leibniz έπρεπε να βρεθεί λεπτή ισορροπία μεταξύ του να παρουσιαστούν οι δύο τύποι ανάλυσης παρόμοιοι, με αποτέλεσμα να ταιριάζει η κατηγορία λογοκλοπής, και του να χαρακτηριστούν διαφορετικοί ούτως ώστε να μπορέσει να θεωρηθεί ανώτερη η δουλειά του Νεύτωνα. Με αυτόν τον τρόπο συνδέεται το ζήτημα με τη λεπτομερή εσωτερική ιστορία των μαθηματικών.

Είναι συνηθισμένο να οικτίρει κανείς τη φιλονικία Νεύτωνα - Leibniz και γι' αυτό το λόγο να τίθεται εκτός της καθεαυτού επιστήμης.2 Τέτοιου είδους αντίδραση θα ταίριαζε σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται περισσότερο να υμνήσει την καθαρότητα της επιστήμης παρά να ερευνήσει όλα τα συνδεόμενα χαρακτηριστικά της κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εάν αυτή η τακτική φαντάζει στον κριτικό μου ως τρόπος αποκλεισμού αυτού του παραδείγματος κοινωνιολογικών παραμέτρων στην 'επιστήμη', απαντάω ως εξής. Η σύνδεση μεταξύ της πολιτικής του Whig και της Νευτώνειας φιλοσοφίας που αναφαίνεται σε αυτήν τη φιλονικία έχει βαθιές και εκτεταμένες διακλαδώσεις στη θεωρία της ύλης. Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποκλειστεί το παράδειγμά μου a priori θα ερχόταν σε σοβαρή σύγκρουση με τη γενική ιστορική εικόνα που τώρα εμφανίζεται στο προσκήνιο από αυτήν τη φάση της κοινωνικής μας ανάπτυξης.3 Μία μάλλον 'περιεκτική' παρά αυθαίρετα κουτσουρεμένη εικόνα της επιστήμης καταφανώς συμπεριλαμβάνει το κοινωνικό στοιχείο.

Ωστόσο είναι λογικό να επιμένει κανείς ότι οι πιο σημαντικές πλευρές της επιστήμης αφορούν στην πραγματοποίηση και στον έλεγχο προβλέψεων. Πώς σχετίζεται αυτό με την κοινωνιολογία της γνώσης; Δεν συνδέεται η επιτυχία στην πρόβλεψη με την πραγματική πλευρά της επιστήμης, και αυτό, σίγουρα, λίγο έχει να κάνει με τα είδη παραγόντων που διερευνούνται από κοινωνιολόγους; Είμαι σίγουρος ότι η πραγματική επιτυχία μίας θεωρίας συνδέεται συχνά με την αποδοχή και υιοθέτησή της από την επιστημονική κοινότητα. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένων των ωφελιμιστικών στόχων που έχουν επηρεάσει την επιστήμη μας επί μακρόν. Φυσικά οι διασυνδέσεις ανάμεσα σε αυτές τις επιτυχίες και την αλήθεια μιας θεωρίας είναι πολύ λεπτές. Για τον ίδιο λόγο οι πεποιθήσεις για μία θεωρία οι οποίες απορρέουν από την πραγματική της επιτυχία δεν είναι τόσο βεβιασμένες. Ακόμη και η αναγνώριση ότι μία θεωρία είναι πραγματικά επιτυχής συνεπάγεται περίπλοκες κρίσεις και είναι συχνά θέμα αντιπαράθεσης. Η επιτυχία εδώ πρέπει να αντισταθμιστεί με την αποτυχία κάπου αλλού. Οι παρελθοντικές και μελλοντικές προοπτικές μίας θεωρίας πρέπει να κριθούν και να συγκριθούν με αντίπαλες. Όταν η πραγματική επιτυχία τίθεται σε ένα πλαίσιο οι ενδείξεις της δεν είναι ποτέ διφορούμενες ούτε τόσο απλές όσο θα φαίνονταν ίσως θεωρητικά.

Προκειμένου να δικαιολογήσουν προτιμήσεις και αποφάσεις στις οποίες κατέληξαν υπό αυτές τις πολύπλοκες καταστάσεις οι επιστήμονες συχνά επικαλούνται 'επίσημα' κριτήρια. Ο καθηγητής Laudan φαίνεται να πιστεύει ότι αυτά κατά κάποιο τρόπο αντικαθιστούν ή αποκλείουν κοινωνικούς παράγοντες. Ως παραδείγματα τέτοιων επίσημων κριτηρίων παραθέτει την επιθυμία να είναι 'απλές' οι θεωρίες ή την προτίμηση για π.χ. αιτιολογικές θεωρίες. Μόνο να μείνω έκπληκτος μπορώ με την επιλογή των παραδειγμάτων του. Η απλότητα ως επίσημο κριτήριο υπήρξε καταστροφή για ορθολογιστές φιλοσόφους. Υπάρχουν πολλοί πιθανοί τρόποι προσδιορισμού και καθορισμού της απλότητας. Τι οδηγεί τότε έναν επιστήμονα να επιλέξει τον τάδε από τον δείνα προσδιορισμό; Τι εγγυάται σε μία διαίσθηση απλότητας την 'αξιοπιστία' της για αυτήν ή εκείνη την ομάδα; Πώς και γιατί θα μπορούσε να υιοθετηθεί η 'απλότητα' μάλλον παρά κάποιο άλλο μέτρο θεωρητικής αξίας το οποίο θα ήταν σε θέση να συγκρουστεί μαζί της; Αυτό που κάνει η απλότητα είναι να θέτει προβλήματα και να υποδεικνύει την ανάγκη για άλλα είδη εξήγησης. Είναι λογικότερο να ειδωθεί η 'απλότητα' ως κατόπιν γεγονότος δικαιολογία για γνώμες των οποίων η αληθινή βάση βρίσκεται αλλού.4

Στην περίπτωση της αιτιότητας ως επιθυμητού ή μη χαρακτηριστικού μίας θεωρίας έχουμε την ευεργετική υπόμνηση της καλά τεκμηριωμένης μελέτης του Paul Forman.5 Έχει αποδείξει την πολιτική σημασία της απόρριψης της αιτιότητας στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Μετά την ήττα της Γερμανίας το 1918 προκλήθηκε μαζική αντίδραση κατά της επιστήμης. Η ευρέως δημοφιλής Lebensphilosophie του Oswald Spengler εστίαζε την προσοχή της στην αιτιότητα ως σύμβολο όλων όσων απέρριπτε. Ο Forman έδειξε πόσο δραστήρια συμβιβάστηκαν φυσικοί και μαθηματικοί με αυτήν την ισχυρή πνευματική μόδα δυσφήμησης της αιτιώδους συνάφειας. Ακόμη και αν δεν έδειξε τίποτε περισσότερο, σύμφωνα με την έρευνα του Forman δεν μπορούμε απλά να προχωρούμε, πράγμα το οποίο εφαρμόζει o κριτικός μου, αντιπαραθέτοντας επαγγελματικές κρίσεις με 'κοινωνικά' γεγονότα σαν να μην μπορούσαν να ήταν ένα και το αυτό.

O Καθηγητής Laudan επίσης τονίζει ότι όταν, για οποιοδήποτε λόγο, η επιλογή μας στις θεωρίες έχει περιορισθεί στις δύο, τότε η πειραματική απόδειξη μπορεί συχνά να κλίνει την πλάστιγγα ανάμεσά τους. Πραγματικά μπορεί, αλλά η ίδια η δουλειά του Laudan στον Pierre Duhem θα του έχει δείξει ότι στην πράξη κρίσιμα πειράματα μπορούν πάντα να αμφισβητηθούν.6 Συνεπώς τι είναι εκείνο που καθορίζει το σκηνικό για ένα κρίσιμο πείραμα κάνοντάς μας να δεχτούμε ένα δεδομένο αποτέλεσμα ή επιτρέποντάς μας να εκμεταλλευτούμε την πάντα παρούσα πιθανότητα να το αμφισβητήσουμε; Με το να ξεκινάει ο Laudan τη συζήτησή του από το σημείο όπου υπάρχουν δύο κύριοι ανταγωνιστές για την αλήθεια δεν κάνει τίποτε άλλο από το να υποθέτει ότι οι κοινωνικές διαδικασίες έχουν κάνει ήδη τη δουλεία τους και μετά να προσποιείται ότι δεν υφίστανται. Προτού φτάσουμε στο σημείο στο οποίο επικεντρώνεται ο Laudan θα πρέπει να μάθουμε με ποιον τρόπο έχει περιορισθεί το πεδίο. Αυτές είναι ερωτήσεις για την πολιτιστική κληρονομιά εκείνων που διεξάγουν το κρίσιμο πείραμα. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να επικαλεστούμε προηγούμενα πειραματικά αποτελέσματα ή τους περιορισμούς της πραγματικότητας ως επαρκές υπόβαθρο για αυτήν την περιοριστική διαδικασία, διότι αυτό απλά θέτει τα ίδια προβλήματα ξανά από την αρχή. Χρειάζεται να συμπεριλάβουμε περισσότερες διαδικασίες για να δουλέψουμε σύμφωνα με το πείραμα και την παρατήρηση. Είναι απαραίτητο να εισάγουμε διαδικασίες όπως η κοινωνικοποίηση σε μία παράδοση κανονικής επιστήμης για να εξηγήσουμε τα εμπόδια που θέτουν όρια στις αποδεκτές ερμηνείες οι οποίες μπορούν να αποδοθούν στα γεγονότα της εμπειρίας. Και αν αυτό ισχύει για τις συνθήκες που οδηγούν σε ένα κρίσιμο πείραμα, ισχύει ομοίως και για τις αποφάσεις που λαμβάνονται αναφορικά με το αποτέλεσμά του.

Με τον όρο ότι δεν επιλέγουμε αυθαίρετα να αγνοήσουμε το απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο ενός κρίσιμου πειράματος υπάρχουν μερικές άκρως ενδιαφέρουσες έρευνες επί του θέματος. Σκεφτείτε για παράδειγμα την περιγραφή των Farley και Geison για την αντίθεση ανάμεσα στον Pasteur και τον Pouchet.7 Το ερώτημα ήταν: μπορεί να δημιουργηθεί ζωή με αυτόματη γένεση από μη ζωντανή ύλη; Ο Pouchet είχε διεξαγάγει πειράματα που οδηγούσαν σε αυτό ακριβώς το συμπέρασμα. Ο Pasteur ήταν ο εκπρόσωπος του επιστημονικού κατεστημένου που αμφισβητούσε αυτήν την αντίληψη. Ισχυριζόταν ότι μικροσκοπικά ζωντανά πλάσματα είχαν εισαχθεί στο πείραμα και μολύνει τη 'μη ζωντανή' ύλη. Η εμφάνιση της αυτόματης γένεσης ήταν κατ' αυτόν τον τρόπο ένα τεχνούργημα που δημιουργήθηκε από εσφαλμένες διαδικασίες. Αυτό το επιχείρημα πρόβαλε με επιμονή ο Pasteur ακόμη και αν, στα μάτια μας, φαίνεται πραγματικά πολύ παρατραβηγμένο. Αυτό που δείχνουν οι Farley και Geison είναι το πώς οι κρίσεις όσον αφορά την αληθοφάνεια των αποτελεσμάτων του Pouchet ήταν απόρροια κοινωνικών και πολιτικών θεωρήσεων. Στη συντηρητική Γαλλία εκείνης της εποχής το δόγμα της αυτόματης γένεσης είχε μία συγκεκριμένη κοινωνική σημασία. Αντιμετωπιζόταν ως θεολογικά επιζήμιο και πολιτικά επικίνδυνο. Η ικανότητα δημιουργίας ζωής ήταν δικαίωμα του πνεύματος και το πνεύμα ήταν φυσικά η περιοχή που στέγαζε όλες τις ύστατες δικαιολογίες των συντελεστών του κοινωνικού ελέγχου και της πολιτικής αυθεντίας. Το να περιορίζεται η ζωή στην ύλη σήμαινε τη με έμμεσο και μεταφορικό τρόπο επίθεση στα θεμέλια ενός συγκεκριμένου είδους κοινωνίας.

Δεν θέλω να ισχυριστώ ότι οι θεωρητικές ερμηνείες των πειραματικών αποτελεσμάτων είναι πάντα ή αναγκαστικά επηρεασμένες από κοινωνικούς παράγοντες που σχετίζονται με κάποια εθνική ή δυναστική πολιτική. Το είδος ή το πεδίο δράσης των κοινωνικών παραγόντων που εμπλέκονται σε ένα σύστημα γνώσης είναι εξολοκλήρου απρόβλεπτο και μπορεί να αποδειχθεί μόνο με εμπειρική μελέτη. Το σημαντικό σημείο, ωστόσο, είναι ότι όπου δεν επιδρούν ευρείς κοινωνικοί παράγοντες κυριαρχούν οι περιορισμένοι. Η κοινωνιολογία της γνώσης είναι ακόμη εφαρμόσιμη. Όπως υπάρχει εξωτερική κοινωνιολογία της γνώσης έτσι ακριβώς υπάρχει και εσωτερική κοινωνιολογία της γνώσης. Με αυτό εννοώ ότι οι εκάστοτε κοινωνικοί παράγοντες μπορεί να εκείνοι που απορρέουν από τα στενά εννοούμενα συμφέροντα ή παραδόσεις ή συνήθειες της επαγγελματικής κοινότητας. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό μπορούμε να στραφούμε στη βιβλιογραφία που ασχολείται με επαγγελματικά κεκτημένα δικαιώματα στην επιστήμη. Αυτό περιγράφει το ενδιαφέρον που επιδεικνύουν οι επιστήμονες στο να επεκτείνουν την περιοχή στην οποία απευθύνονται οι ικανότητές τους. Πολλά από αυτά που συμβαίνουν στην επιστήμη μπορούν εύλογα να ειδωθούν ως αποτέλεσμα της επιθυμίας να διατηρηθεί ή να αυξηθεί η σημασία, το κύρος και το εύρος των μεθόδων και τεχνικών που αποτελούν την ιδιαίτερη ιδιοκτησία μίας ομάδας. Με αυτόν τον τρόπο αναλύει και ο Ospovat τις διαφορετικές θεωρίες προσαρμογής που έγιναν αποδεκτές από βιολόγους και γεωλόγους της αρχής του δέκατου ένατου αιώνα.8 Οι γεωλόγοι είδαν τους οργανισμούς τέλεια προσαρμοσμένους στο γεωφυσικό τους περιβάλλον. Οι οργανικές αλλαγές μπορούσαν λοιπόν να εξηγηθούν βάσει προηγούμενης γεωλογικής μεταβολής. Οι βιολόγοι από την άλλη μεριά έδωσαν έμφαση στο ευμετάβλητο της σύνδεσης μεταξύ ενός οργανισμού και του περιβάλλοντός του. Αυτό επέτρεψε τη διατύπωση ειδικά βιολογικών νόμων μεταβολής που θα διασφάλιζαν το ρόλο της πραγματογνωμοσύνης τους. Παρόμοια σειρά εσωτερικών επαγγελματικών συμφερόντων βρίσκεται πίσω από τις επαναλαμβανόμενες και παρατεταμένες συζητήσεις στη βοτανική ταξινομία που περιγράφονται από τον Dean.9 Δείχνει πώς οι κρίσεις σε πολύ ειδικά θέματα όπως η ταξινόμηση των Gilia και ο αριθμός των ειδών στο γένος μπορούν να σχετιστούν με τα συμφέροντα που αφορούν στις συνήθειες ικανοτήτων και πρακτικών σε διαφορετικές ομάδες. Η μία ομάδα θα θέσει τα όριά της σύμφωνα με μορφολογικές σχέσεις, άλλη κατά τα πρότυπα της ανταλλαγής γονιδίων, ενώ μία τρίτη σύμφωνα με τις εξελικτικές σχέσεις.

Πολλά άλλα παραδείγματα παραγόντων θα μπορούσαν να δοθούν οι οποίοι χαρακτηρίζονται εξ αρχής 'εσωτερικοί' και όμως σχετίζονται καθαρά με τις τυπικές κοινωνιολογικές μεταβλητές που αφορούν στην αυτονομία, τον έλεγχο, το κύρος, τη θέση, την παράδοση και τη συνήθεια.10 Ελπίζω όμως ότι αρκετά έχουν ειπωθεί προκειμένου ένα πράγμα να φανεί ξεκάθαρα. Ο ισχυρισμός ότι οι επιστήμονες έχουν εκπαιδευτεί και κοινωνικοποιηθεί σε μία συγκεκριμένη κοινότητα και απευθύνουν τα μηνύματά τους στους ισότιμούς τους, δε σημαίνει βέβαια, όπως διατείνεται ο Laudan, να επικαλείται κανείς έναν ασήμαντο τρόπο κοινωνικής ανάμειξης. Ο ισχυρισμός παρουσιάζεται ασήμαντος μόνο εάν συνοδεύεται από ρηχή ή αβέβαιη αντίληψη των κοινωνικών διεργασιών υπό αμφισβήτηση. Αν κατανοηθεί δεόντως γίνεται φανερό ότι η εκπαίδευση, η κοινωνικοποίηση και η επικοινωνία είναι βαθιά, πολύπλοκα και αποκαλυπτικά φαινόμενα. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, θα εκτιμηθεί μόνο εάν αποφασιστικά συμπεριλάβουμε στις εκθέσεις της γνώσης τη λεπτομερή κατανόηση αυτών των διαδικασιών που προβάλλεται από ειδικούς ερευνητές.

Τώρα θα περάσω στις ειδικότερες αντιρρήσεις του Καθηγητή Laudan και θα τις παρουσιάσω με τη σειρά. Διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες.

(i) Η πρώτη κατηγορία, ας την υπενθυμίσουμε, είναι ότι επιτίθεμαι σε μία θέση που ποτέ δεν έχει υποστηριχθεί από κάποιον σπουδαίο φιλόσοφο. Η αμφισβητούμενη θέση είναι ότι αληθινές ή λογικές απόψεις δεν έχουν, κατά τα λεγόμενα του Laudan, 'καμία απολύτως εξήγηση' και ότι 'κυριολεκτικά τίποτε δεν υπάρχει που να μας κάνει να πιστεύουμε το τι είναι αληθινό'. Συμφωνώ: αυτή η θέση δεν έχει υποστηριχθεί ποτέ από κανέναν. Αλλά από την άλλη δεν επιτίθεμαι σε αυτό. Οι στόχοι μου στο πρώτο κεφάλαιο της Γνώσης και των Κοινωνικών Εικόνων είναι οι Lakatos, Ryle, Hamlyn και Karl Mannheim. Εάν το βιβλίο του Laudan είχε δημοσιευτεί τότε, θα τον είχα συμπεριλάβει σίγουρα στη λίστα. Αυτό με το οποίο διαφωνούσα ήταν κάθε προσέγγιση που κάνει τη 'λογική, τον ορθολογισμό και την αλήθεια να παρουσιάζονται ως η ίδια τους η εξήγηση'. Τονίζω: 'η ίδια τους η εξήγηση' και όχι 'χωρίς την ανάγκη καμίας απολύτως εξήγησης'. Είναι η αυτό-επεξηγηματική και αυτό-κινούμενη εικόνα της γνώσης, όπως παρουσιάζεται από αυτούς τους συγγραφείς, που μου φαίνεται τόσο ολέθρια.

Η παραπομπή του Καθηγητή Laudan από το βιβλίο μου -- σχετικά με τη γενική δομή των θέσεων που πολεμάω -- δυστυχώς παραλείπει τις αποφασιστικές λέξεις. Όπου αναφέρομαι στις αντιλήψεις του αντιπάλου μου από την άποψη του να είναι η λογική, ο ορθολογισμός και η αλήθεια η ίδια τους η εξήγηση, ο Laudan χρησιμοποιεί αποσιωπητικά. Εάν είχε συμπεριλάβει τις λέξεις που λείπουν ίσως να είχε εμποδίσει την ερμηνεία της θέσεώς μου ως 'καμία απολύτως εξήγηση'.

Το κρίσιμο σημείο σε όλα αυτά είναι ότι πολλοί φιλόσοφοι, συμπεριλαμβανομένου του Laudan, προχωρούν με το να αξιολογούν πρώτα μία πεποίθηση και εάν τη βρουν μη ικανοποιητική, νιώθουν την ανάγκη για περισσότερες πληροφορίες προκειμένου να την εξηγήσουν. Εδώ και μόνο εδώ θα επιτρέψουν κοινωνιοψυχολογικές αιτίες. Έτσι ο Hamlyn11 αναφέρει ότι 'οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να αντιληφθούμε κάτι διαιρείται σε δύο κατηγορίες -- τους σωστούς και τους λανθασμένους τρόπους. Πράγματι, τον έναν τρόπο αντίληψης - τον σωστό - μπορεί να τον διακρίνει κανείς από όλους τους άλλους' (σελ. 11). Τότε προκύπτει ότι 'αυτή η περίπτωση δεν αφήνει ελεύθερο χώρο για επιστημονική εξήγηση, από τη στιγμή που καμία δεν απαιτείται' (σελ. 22). Υποθέστε ότι κοιτάζουμε δύο ισομήκεις γραμμές σε ένα ψυχολογικό πείραμα.. 'Τίποτε δεν τις κάνει να μοιάζουν ίσες' λέει ο Hamlyn, 'απλά έτσι είναι' (σελ. 13). Ένας καλός ψυχολόγος όπως ο Kurt Koffka, που αποτελεί φυσικά έναν από τους στόχους του Hamlyn, δεν υποβάλλεται σε αυτήν την άσκηση αξιολόγησης.12 Απλά θέτει το ερώτημα ' γιατί είναι τα πράγματα όπως είναι;' (σελ. 77).

Αυτές ήταν οι αντιθέσεις που είχα υπ' όψιν μου όταν μιλούσα για 'συμμετρική' και ασύμμετρη' στάση ως προς την αξιολόγηση και την εξήγηση. Γι' αυτόν το λόγο επέλεξα να αποκαλέσω τις συμμετρικές στάσεις αιτιώδεις - θυμηθείτε τα λόγια του Hamlyn: τίποτε δεν τις κάνει να μοιάζουν ίσες, απλά έτσι είναι. Η ορθότητα της αντίληψης είναι η ίδια η εξήγησή της. Αλλά εάν η δουλειά του Hamlyn είναι ένα κραυγαλέο δείγμα αντιεπιστημονικού φιλοσοφίζειν, τότε το ίδιο είναι και το παρακάτω:


Όταν ένας διανοούμενος κάνει αυτό που είναι λογικό να κάνει, δε χρειάζεται να ερευνήσουμε περαιτέρω στα αίτια της πράξεώς του, ενώ εάν κάνει αυτό που στην πραγματικότητα είναι παράλογο - ακόμη και αν πιστεύει ότι είναι λογικό- η περαιτέρω εξήγηση είναι αναγκαία. [Σ. 189] 13.


Από άποψη δομής η θέση του Laudan, η οποία παρατέθηκε παραπάνω, ταυτίζεται στη μονομέρειά της με τους Hamlyn, Ryle ή Lakatos. Δεν έχει καμία διαφορά εάν φτάνει στο σημείο να αποκαλεί τους αυτό-επεξηγηματικούς του λόγους με το όνομα της 'αιτίας' γιατί η ασυμμετρία θα προβάλει αμέσως από τη διάκριση μεταξύ δύο 'ειδών' αιτιών. Θα έχουμε να κάνουμε με λογικά και παράλογα αίτια. Προτιμώ μία περισσότερο αδιάλλακτη έννοια της αιτιότητας.14

(ii) H δεύτερη αντίρρηση αφορά το επιστημονικό κύρος του ισχυρού προγράμματος. (Πρόκειται, νομίζω, για μερικά σημαντικά θέματα εδώ, όχι απλά για μία απλή λογομαχία.) Ξανά το ενδιαφέρον εστιάζεται στο αξίωμα της συμμετρίας. Πώς μπορεί να είναι επιστημονικό, διερωτάται ο κριτικός μου, να υποθέτει κανείς a priori ότι τα ίδια είδη αιτιολογικού παράγοντα εμπλέκονται στις ορθολογικά και μη ορθολογικά υπερασπιζόμενες πεποιθήσεις; Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι ένα συμπέρασμα για το οποίο παρουσιάζω ανεξάρτητη απόδειξη παρά κάτι που το αντιμετωπίζω ως αξίωμα; Στην πραγματικότητα η διαδικασία που ακολούθησα ήταν να περάσω από μία σύντομη έρευνα κάποιας τρέχουσας εργασίας στην κοινωνιολογία της γνώσης σε μία δήλωση των αξιωμάτων. Υποτίθεται ότι θα έκαναν σαφέστερο αυτό που θεωρούσα εγώ καλά χαρακτηριστικά της ερευνητικής πρακτικής. Παρέθεσα εννέα αποσπάσματα δουλειάς που δε διαιρούσε τη γνώση σε δύο κατηγορίες και δεν διοχέτευε την προσοχή της αποκλειστικά στο λάθος. Με άλλα λόγια, παρουσίασα ανεξάρτητη απόδειξη και αν έγραφα τώρα θα παρέθετα δύο ή τρεις φορές αυτόν τον αριθμό μελετών στην έρευνά μου.

Νομίζω ότι ξέρω γιατί ο Laudan μπορεί να παρέβλεψε το ρόλο που διαδραμάτισαν οι πραγματικές συνθήκες στη διατύπωση του προγράμματος. Απέτυχε να δει ότι ακολουθώ την τακτική της επαγωγής. Συνεχώς προσπαθεί να καταλάβει τη θέση μου μέσα από την ασάφεια αφαιρετικών υποθέσεων. Για παράδειγμα ρωτάει: πώς θα μπορούσα να πω ότι το ισχυρό πρόγραμμα είναι επιστημονικό χωρίς να έχω ξεκάθαρο κριτήριο οροθεσίας; Αναρωτιέται, πώς τέλος πάντων θα επιχειρούσαμε να μιμηθούμε την επιστήμη εάν δεν μπορούμε να πούμε ποια χαρακτηριστικά αυτής είναι μοναδικά; Σημειώστε τις πολύ ισχυρές λεκτικές προκαταλήψεις. Είναι σαν να μοιάζει η δράση καταληπτή στον κριτικό μου μόνο αν μπορεί να τα καταφέρει να φαίνεται ότι προκύπτει από καθορισμένες αρχές. Δεν έχω τέτοιες προκαταλήψεις. Ο μαθητής του πιάνο μπορεί να μην είναι σε θέση να πει ποιά χαρακτηριστικά είναι μοναδικά στο παίξιμο του καθηγητή του, αλλά μπορεί σίγουρα να επιχειρήσει να τα μιμηθεί. Με τον ίδιο τρόπο αποκτούμε συνήθειες σκέψης δια μέσου της έκθεσης σε τρέχοντα παραδείγματα επιστημονικής πρακτικής και τη μεταφορά τους σε άλλες περιοχές. Πραγματικά, μερικοί διανοούμενοι όπως ο Kuhn και ο Hesse πιστεύουν ότι έτσι ακριβώς εξελίσσεται η επιστήμη. Η σκέψη κινείται επαγωγικά από περίπτωση σε περίπτωση.

Η πρότασή μου είναι απλώς να μεταφέρουμε τα ένστικτα που έχουμε αποκτήσει στο εργαστήριο στη μελέτη της ίδιας της γνώσης. Εκείνοι που απορρίπτουν σαν τον Laudan το αξίωμα της συμμετρίας προσπαθούν να σταματήσουν τις επαγωγικές διαισθήσεις μας από το να μεταφέρονται από περίπτωση σε περίπτωση. Υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις που πρέπει να προστατευθούν. Σταματήστε εδώ, λένε, σκεφτείτε για αυτό διαφορετικά, αναγνωρίστε κάτι ως μοναδικό. Έτσι όταν ο Laudan ρωτάει " Πώς μπορεί ο Bloor, ο οποίος ένθερμα διαμαρτύρεται για την αφομοίωση της επιστήμης, να τονίζει με συνέπεια ότι ο μόνος νόμιμος τρόπος μελέτης της επιστήμης είναι ο επιστημονικός τρόπος;" Απαντάω: έχεις χάσει το νόημα. Πώς θα ήμουν συνεπής αν ενεργούσα διαφορετικά;

(iii) Τώρα έρχομαι στην καρδιά της επίθεσης του Laudan. Σε αυτό το σημείο δίνει άμεσα αντι-παραδείγματα στην υπόθεση της συμμετρίας. Υποστηρίζει, αν κατάλαβα καλά, ότι η έννοια της λογικότητας δείχνει την λάθος κατεύθυνση της αξίωσης της συμμετρίας. Προτού εκθέσω τα υποτιθέμενα αντι-παραδείγματα πρέπει να επισημάνω το εξής: στην πορεία του επιχειρήματός του ο κριτικός μου αλλάζει τον ορισμό του για τον ορθολογισμό. Ξεκινάει ως περιγραφική ιδέα αλλά καταλήγει αξιολογική και κατά τη διάρκεια αυτής της εξέλιξης αλλάζει πάλι το νόημά της από το να είναι ιδιότητα του ατόμου στο να είναι ιδιότητα μιας ομάδας. Νομίζω ότι ο Laudan είναι αρκετά απληροφόρητος τόσο για το μέγεθος όσο και για τις συνέπειες αυτής της αμφιλογίας. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα προτείνω να γίνει διάκριση μεταξύ του αποκαλούμενου 'φυσικού' και 'κανονιστικού' ορθολογισμού. Ο φυσικός ορθολογισμός αναφέρεται στις τυπικές ανθρώπινες τάσεις συλλογισμού, ενώ ο κανονιστικός ορθολογισμός σε μοτίβα εξαγωγής συμπεράσματος που εκτιμούνται και επικυρώνονται. Ο πρώτος παραπέμπει σε θέματα ψυχολογίας και ο δεύτερος σε συμμεριζόμενα στάνταρ ή πρότυπα.15

Το πρώτο βήμα στο επιχείρημα του Laudan είναι η διατύπωση ενός μοντέλου ορθολογισμού. Αυτό εντοπίζει την ουσία του ορθολογισμού στον υπολογισμό σχέσεων μέσου - σκοπού. Ένα λογικό άτομο έχει στόχους και πεποιθήσεις και υπολογίζει τρόπους επίτευξης αυτών των στόχων από το υλικό που του παρέχουν οι αντιλήψεις για τον κόσμο. (Εκφράζοντας τις λεκτικές του προκαταλήψεις ο Laudan επίσης ορίζει ότι τα αίτια πρέπει να μπορούν να δηλωθούν, αλλά αυτό δεν παίζει σημαντικό ρόλο στο επιχείρημα.) Παράλογες πεποιθήσεις θεωρούνται εκείνες που υιοθετούνται ή επιβάλλονται στο άτομο με τρόπους που αντιβαίνουν αυτούς τους υπολογισμούς. Είναι το αποτέλεσμα διάσπασης στις κανονικές διαδικασίες σκέψης. Γίνεται αναφορά στην 'απευθείας δράση των κοινωνικών και ψυχολογικών δυνάμεων'. Έτσι οι απειλές, οι δωροδοκίες, η πλύση εγκεφάλου ή το τραύμα φαίνεται να είναι εκείνο που υπάρχει στο μυαλό του καθένα.

Παρατηρήστε πόσο πενιχρό είναι αυτό το μοντέλο. Δεν αναφέρει τίποτε για την επιλογή των στόχων ή τον χαρακτήρα των προγενέστερων πεποιθήσεων. Ούτε καθορίζει κάποια στάνταρ βάσει των οποίων θα γίνουν οι υπολογισμοί μέσου-σκοπού. Αυτά θα ήταν άτοπα στο μοντέλο. Ουσιαστικά αυτό που λέει είναι ότι το μυαλό είναι μία υπολογιστική μηχανή. 'Παραλογισμός' είναι μία ταμπέλα για την περίπτωση που η μηχανή διαλύεται ή εξουδετερώνεται. Τίποτε από αυτά δεν είναι επίκριση. Απλά δηλώνω τί συμπεριλαμβάνεται στο μοντέλο και τί αποκλείεται από αυτό. Αυτό που έχουμε εδώ είναι μία πολύ στοιχειώδης αναπαράσταση του φυσικού ορθολογισμού του ανθρώπου.

Ο λόγος για τον οποίο αυτό θεωρείται παράδειγμα ενάντιο στην αξίωση της συμμετρίας είναι γιατί, για να ειπωθεί η ακριβής αιτιολογική ιστορία, όταν η υπολογιστική μηχανή είναι σε λειτουργία, θα είναι διαφορετική από όταν οι εργασίες της διακόπτονται. Αυτό είναι αλήθεια βέβαια. Αλλά αποτελεί πραγματικά άρνηση αυτού που απαιτείται από το αξίωμα της συμμετρίας; Μόνο αν αυτό το αξίωμα ερμηνευόταν ως η απαίτηση ταυτόσημων αιτιολογικών ιστοριών για ευδιάκριτα διαφορετική συμπεριφορά θα αποτελούσε αντι-παράδειγμα. Αυτό δεν είναι σίγουρα αυτό που είπα.

Θα ήθελα να αναιρέσω την κρίση του Laudan. To υπολογιστικό μοντέλο ορθολογισμού μέσου-σκοπού σίγουρα ικανοποιεί την αξίωση συμμετρίας. Το πρόβλημα κατανόησης της λειτουργίας και της διάλυσης μίας μηχανής δε μου φαίνεται να εξαρτάται μόνο από προγενέστερη εκτίμηση. Ασφαλώς η χρησιμοποίηση των λέξεων 'λειτουργία' και 'μη λειτουργία' εκφράζει αξιολόγηση. Παρ' όλ' αυτά από την σκοπιά των εμπλεκόμενων γενικών νόμων και φυσικών αρχών, είτε πρόκειται για το νόμο του μοχλού είτε για τους νόμους της ηλεκτρονικής, η λειτουργία και η μη λειτουργία είναι απλά δύο από τις πιθανές φυσικές καταστάσεις ενός μηχανήματος.

Για να κάνουμε πιο ρεαλιστικό το παράδειγμα ας γυρίσουμε στις διαδικασίες των πειραματιστών ψυχολόγων. Αυτή είναι η επιστήμη του φυσικού ορθολογισμού διότι αναπτύσσει πρότυπα των τυπικών μας γνωστικών διαδικασιών. Οι θεωρίες της πληρούν την απαίτηση της συμμετρίας γιατί, ανεξάρτητα από τους Hamlyn και Ryle, οι ψυχολόγοι δεν έχουν να επιδείξουν διαφορετικές εκθέσεις για την αληθινή και την ψευδαισθητική αντίληψη λ.χ. Προσφέρουν ξεχωριστά μοντέλα, τα οποία υπό τις κατάλληλες συνθήκες παράγουν τα διάφορα αποτελέσματα - προϊόντα παρατήρησης. Έτσι το μοντέλο αντίληψης του Richard Gregory περιγράφει τη χρησιμοποίηση αντιληπτικών στοιχείων του μυαλού και το μηχανισμό του της κλιμάκωσης σταθερότητας. Έπειτα δείχνει κάτω από ποιες συνθήκες αυτό θα ξεγελαστεί στο να υπολογίσει αυτά τα συμπεράσματα τα οποία αποκαλούμε οφθαλμαπάτες του γεωμετρικού είδους, π.χ. τα βέλη Muller-Lyer.16 Εάν το είδος του μοντέλου φυσικού ορθολογισμού που προτάθηκε από τον Laudan εννοούταν σοβαρά θα αναπτύσσονταν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Στην πραγματικότητα τέτοιου είδους μοντέλα τα οποία εστιάζονται στους υπολογισμούς μέσου-σκοπού έχουν ερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό και με συναρπαστική λεπτομέρεια άλλα όχι από φιλοσόφους φυσικά. Ο πραγματικός οίκος αυτών των μοντέλων είναι η θεωρία μάθησης και οι μεγαλύτεροι υποστηριχτές της είναι, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, οι Hull και Tolman. Θα ήταν ευχάριστο να δει κανείς ορθολογιστές να αναγνωρίζουν τους ψυχολόγους ως τους πραγματικούς ηγέτες στον τομέα τους και να μελετούν τα έργα τους με την εκτίμηση που τους ταιριάζει.

Τώρα ας δούμε τι συμβαίνει όταν το σχηματικό μοντέλο ορθολογισμού του Laudan εφαρμόζεται σε εξηγήσεις που αφορούν ομάδες ανθρώπων. Το θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί εδώ είναι το εξής. Προέρχονται όλοι οι πολιτισμοί από την ανεμπόδιστη λειτουργία της φυσικής μας λογικότητας ή εξαρτώνται μερικά συστήματα πίστης από τη συστηματική παραποίησή της εάν θέλουν να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους; Η εμπειρική απόδειξη προτείνει ότι όλα τα ιδρυματοποιημένα συστήματα πίστης συμφωνούν με αληθοφανή μοντέλα φυσικού ορθολογισμού. Ακόμη τα συστήματα πίστης που είναι τελείως ξένα προς τους δυτικούς επιστημονικούς πολιτισμούς (όπως οι μαγικές κοσμολογίες) δεν εξαρτώνται από κάποια εξασθένιση του έμφυτου πνεύματος του ανθρώπου. Οι αυθεντίες ανθρωπολογίας του μεγέθους ενός Evans-Pritchard το επιβεβαιώνουν.17

Ο Καθηγητής Laudan μιλάει ακροθιγώς γι αυτά τα θέματα όταν μελετά την περίπτωση δύο φανταστικών κοινωνικών ομάδων, μία εκ των οποίων ονομάζει λογική κοινωνία, ενώ την άλλη παράλογη. Στην πρώτη οι σκέψεις καθίστανται αποδεκτές μόνο όταν ικανοποιούν συγκεκριμένους συμμεριζόμενους 'κανόνες'. Η δεύτερη είναι μία 'αναρχική' κοινωνία στην οποία επιτρέπεται όργιο προσωπικών προτιμήσεων. Κύριο μέλημα του Laudan είναι να χρησιμοποιήσει αυτό το παράδειγμα για να δείξει ότι ακόμη και αν ήταν δυνατή η κοινωνιολογία ορθολογιστικών πεποιθήσεων, θα ήταν διαφορετική από μία κοινωνιολογία παράλογων πεποιθήσεων. Το ίδιο το γεγονός ότι οι διαφορετικές γνωστικές τακτικές των δύο ομάδων βασίζεται σε διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης -- και γι' αυτόν το λόγο προκλήθηκε ίσως από διαφορετικές συνθήκες -- χρησιμοποιείται για να αντικρούσει το αξίωμα συμμετρίας. Αυτό αποτελεί καθαρά επανάληψη του προηγούμενου λάθους. Η συμμετρία μεταφράζεται ως ταυτότητα ή, κατά τα λεγόμενα του Laudan, 'πλήρης αιτιολογική ομογένεια'.

Το γεγονός ότι γίνεται λόγος για ένα τέτοιο παράδειγμα, ωστόσο, φαίνεται να αποτελεί κάποια μικρή παραδοχή των διαδικασιών της κοινωνιολογίας της γνώσης. Όντως ο Laudan φτάνει στο σημείο να λέει ότι θα μπορούσε να οραματιστεί μία κοινωνιολογία του λογικού 'την οποία θα απασχολούσε να εξηγήσει γιατί σε συγκεκριμένους πολιτισμούς συγκεκριμένα πράγματα θεωρούνται καλές αιτίες.'. Δυστυχώς, ακριβώς στο σημείο στο οποίο αυτά τα ενδιαφέροντα θέματα προκύπτουν η έκθεση γίνεται συγκεχυμένη. Το παράδειγμα των δύο κοινωνικών ομάδων έχει σκοπό να μας υπενθυμίσει ότι ο ορθολογισμός δεν είναι στατικός και ότι 'οι κοινωνικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο ο ίδιος ο ορθολογισμός εξελίσσεται'. Ο ίδιος ο ορθολογισμός; Πώς μπορούν να εναρμονιστούν αυτές οι εκφράσεις με τον ορισμό του ορθολογισμού που δόθηκε σύμφωνα με το μοντέλο υπολογισμού μέσου-σκοπού; Ο Laudan απλά άφησε πίσω τον ορισμό του. Ξέφυγε από την αναφορά στο φυσικό ορθολογισμό και πέρασε στον κανονιστικό ορθολογισμό. Ο 'ορθολογισμός' αναφέρεται τώρα στα στάνταρ που καθορίζουν το τι μετράει ως καλή και αποδεκτή λογική. Σίγουρα δεν υπάρχει τίποτε στο πρωτότυπο μοντέλο που να δικαιολογεί πραγματικά το να αποκαλείται η αναρχική κοινωνία λιγότερο λογική από την άλλη. Η διαφορά τους απλά έγκειται στα σταθμά, ή την έλλειψη τους, που επιβάλλονται στις λειτουργίες των υπολογισμών μέσου - σκοπού των μελών τους. Το να αποκαλεί κανείς τη μία κοινωνία 'λογική' σημαίνει απλώς να επικυρώνονται τα στάνταρ αυτά που χρησιμοποιούνται από μία ομάδα και να αποκηρύσσονται εκείνα που χρησιμοποιούνται από την άλλη.

Από τη μεριά μου είμαι ευτυχής τόσο που βλέπω τη λέξη 'ορθολογισμός' να χρησιμοποιείται για την αναφορά σε σύνολο στάνταρ όσο και που τη βλέπω να χρησιμοποιείται αναφορικά με τις έμφυτες γνωστικές ικανότητες του ανθρώπου. Εύχομαι μόνο ο κριτικός μου να έπαιρνε κάποια απόφαση για το ζήτημα. Για ενδιαφέροντες λόγους η συνηθισμένη χρήση ταλαντεύεται ανάμεσα σε μία ψυχολογική μαζί με αιτιολογική αναφορά και σε μία κανονιστική μαζί με απολογητική αναφορά, αλλά για θεωρητικούς σκοπούς ας τα ξεχωρίζουμε. Αν όντως χειριστούμε τους λόγους ως αποδεκτά κριτήρια τότε μπορούμε να ακολουθήσουμε το πρόγραμμα εντόπισης διαφορών σε στάνταρ σε διαφορές τύπων κοινωνικής οργάνωσης - όπως ο βαθμός 'αναρχίας' του Laudan. Αλλά τότε θα βρούμε ότι η επικύρωση ενός συνόλου στάνταρ δεν παίζει ρόλο στην εξήγησή του. Τίποτε δεν πρόσθεσε στην περιγραφή του ο Laudan με το να αποκαλεί μία από τις ομάδες του 'ορθολογιστική' και την άλλη 'παράλογη'.

Ο Καθηγητής Laudan δεν καταπιάνεται, ωστόσο, με αυτά τα θέματα. Κατά συνέπεια κανένα από αυτά τα ζητήματα δεν προκύπτουν. Αντ' αυτού κάνει μία ξαφνική υποχώρηση στην ιστορία του της προσέγγισης ιδεών. Διακηρύσσει την πίστη του μιλώντας για το 'αντι-κοινωνιολογικό μοντέλο ''καλών αιτίων''. Αυτό το άθλιο κατασκεύασμα σκέψης συμβολίζει με ωραίο τρόπο το μπέρδεμα μεταξύ ζητημάτων ψυχολογικού γεγονότος και ζητημάτων αποδεκτών κριτηρίων που διαποτίζουν το έργο του. Από τη στιγμή που ο κριτικός μου δηλώνεται ανυπόμονος με οτιδήποτε εκτός της νατουραλιστικής προσέγγισης, η 'αντι-κοινωνιολογική' άποψη του μοντέλου του μπορεί να αναφέρεται μονάχα στον φυσικό ορθολογισμό. Από την άλλη πλευρά, η αναφορά σε 'καλές' αιτίες φανερώνει ενδιαφέρον για τον κανονιστικό ορθολογισμό. Αλίμονο, δεν μπορεί να έχει και τα δύο ταυτόχρονα.18

Προκειμένου να δικαιολογήσει την ξαφνική υποχώρηση σε μία ιστορία ιδεών που περήφανα απέχει από κάθε θεμέλιο στην κοινωνιολογία, ο Laudan κάνει μία αληθινά πολύ αξιοσημείωτη δήλωση. Δηλώνει ότι οι κοινωνιολόγοι δεν έχουν 'διατυπώσει ακόμη ένα αληθοφανές μοντέλο για την κοινωνική θεμελίωση της λογικής συμπεριφοράς'. Επαναλαμβάνει με έμφαση ότι 'κανένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι πρόχειρο'. Συλλογίστηκα αυτούς τους ισχυρισμούς, προσπαθώντας να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να εκφράστηκαν με τόση σιγουριά. Ομολογώ ότι έχω μπερδευτεί. Το γεγονός είναι ότι υπάρχουν σαφώς αληθοφανή μοντέλα που δείχνουν πώς και γιατί ο συλλογισμός μας είναι κοινωνικά θεμελιωμένος.

Για να διατηρήσουμε την απλότητα στο θέμα ας καταθέσω απλά τις δικές μου προτιμήσεις σχετικά με αυτό το ζήτημα. Ένας τρόπος θεμελίωσης της συμπεριφοράς συλλογισμού μας στην κοινωνία είναι να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ανάλογα με τα ιδιαίτερα κοινωνικά συμφέροντα. Το μοντέλο 'συμφέροντος' έχει αποδειχθεί ότι λειτουργεί πειστικά και με λεπτομέρεια σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Ασφαλώς δεν αναφέρει όλα όσα πρέπει να ειπωθούν, αλλά λέει πολλά. Τα συγγράμματα των Barnes, Shapin και Mackenzie παρουσιάζουν με έξοχο τρόπο τις λειτουργίες του μοντέλου συμφέροντος με το να το συσχετίζουν με ιστορικό υλικό, τόσο δια μέσου της πρωτότυπης έρευνάς τους όσο και των ερμηνευτικών επιθεωρήσεων των ερευνών άλλων.19

Τα παραδείγματα που περιγράφηκαν παραπάνω, τα οποία έχουν σχέση με το ρόλο επαγγελματικών κεκτημένων δικαιωμάτων στην επιστήμη, κάνουν νύξη για το πλούσιο απόθεμα σε υποδείγματα ή περιπτώσεις-πρότυπα που είναι διαθέσιμα για να καθοδηγήσουν περαιτέρω εργασία. Παρ' όλ' αυτά ο κριτικός μου με τις λεκτικές και τις συμπερασματικές του προκαταλήψεις, ίσως να μην τις συγκαταλέγει καθόλου στα πραγματικά μοντέλα. Μπορεί να νιώθει την ανάγκη για ένα σαφές υλικό ανακοινώσεων που να μπορεί να υποδείξει ως τη μόνη, οριστική διαμόρφωση του μοντέλου. Είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί αυτή η επιπλέον ανάγκη; Ναι, είναι δυνατόν. Αρκεί να γίνει παραπομπή στο 'δικτυακό μοντέλο ταξινόμησης' το οποίο απορρέει από τη δουλειά των Duhem και Queen και αναπτύχθηκε στη δική της Δομή της Επιστημονικής Εξαγωγής Συμπεράσματος.20 Όλες οι θεωρίες και όλα τα συστήματα γνώσης σε τελευταία ανάλυση εξαρτώνται από συστήματα ταξινόμησης. Αν κατανοηθεί δεόντως αυτό το μοντέλο ξεκαθαρίζει με λεπτομέρεια ακριβώς πώς και γιατί υπάρχει κοινωνικό συστατικό σε κάθε απλό ταξινομητικό κατηγόρημα στη γλώσσα μας.

Στην ουσία το μοντέλο στηρίζεται στο γεγονός ότι τα κατηγορήματα μαθαίνονται βάσει ενός πεπερασμένου αριθμού περιστατικών. Αυτά τα παρέχουν οι καθηγητές ή η κατέχοντες την εξουσία που πρέπει ταυτόχρονα να πληροφορήσουν και να ελέγξουν τη συμπεριφορά του διδασκόμενου. Το καθήκον του διδασκομένου είναι να αποκτήσει αίσθηση ομοιότητας μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες εκτίθεται ως παραδείγματα μίας δεδομένης ιδέας. Η έννοια της ομοιότητας και της διαφοράς του διδασκομένου πρέπει να εναρμονιστεί με εκείνες των άλλων χρηστών της γλώσσας. Αυτό απαιτεί την κατανόηση των συμβάσεων που εμπλέκονται στις κρίσεις όσον αφορά την ομοιότητα και τη διαφορά. Ένας τρόπος μεταβίβασης του χαρακτήρα του δικτυακού μοντέλου είναι να πει κανείς ότι λαμβάνει τα επιχειρήματα του Duhem τόσο σοβαρά υπ' όψιν που αναπαριστά κάθε ενέργεια εφαρμογής της ιδέας ως αποφασιστικό πείραμα. Όπως ακριβώς είναι απαραίτητες οι αποφάσεις για τον ορισμό του αποτελέσματος κάθε πειραματικού τεστ έτσι είναι απαραίτητη και μία απόφαση ταξινόμησης σχετικά με κάθε ενέργεια εφαρμογής ιδέας. Και όπως ακριβώς καμία υπόθεση δε μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα, έτσι και καμία ιδέα δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός του δικτύου του οποίου αποτελεί μέρος. Από τη στιγμή που η γλώσσα είναι μία κοινή πρακτική που μπορεί να μεταδοθεί σε καινούρια μέλη μίας κοινωνικής ομάδας, οι αποφάσεις που εμπλέκονται στην εφαρμογή ιδεών πρέπει να είναι συστηματικές και ως ένα βαθμό προβλέψιμες. Αυτό εννοούμε αποκαλώντας τες συμβάσεις. Ο συμβατικός χαρακτήρας της γλώσσας είναι που καθιστά τη βαθιά εμπλοκή της κοινωνίας διεισδυτικό και αναπόφευκτο χαρακτηριστικό της γνώσης.

Η ιδιαίτερη μορφή που απέκτησαν οι συμβάσεις ενός ταξινομητικού δικτύου είναι το αποτέλεσμα αυτού του καλεί ο Hesse 'συνθήκες συνοχής'. Αυτό είναι το κατάλληλο σημείο για τη συσχέτιση του δικτυακού μοντέλου με αναλύσεις υποθέσεων του ρόλου των κοινωνικών συμφερόντων στην επιστήμη. Η κρίσιμη φόρμουλα είναι ότι τα κοινωνικά συμφέροντα είναι συνθήκες συνοχής που επιβάλλονται στο ταξινομητικό δίκτυο. Είναι παράγοντες που προσδιορίζουν με ποιον τρόπο νέες και προβληματικές περιπτώσεις θα αφομοιωθούν στο δίκτυο. Αποκαλύπτουν τι διακυβεύεται όταν τα όρια και το εύρος ενός ταξινομητικού όρου γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης- είτε πρόκειται για όρο του τύπου Gilia είτε του τύπου πολύεδρα.21 Αυτοί είναι οι παράγοντες που εξηγούν γιατί διαφορετικές ομάδες μπορεί να αποκλίνουν στον τρόπο με τον οποίο επεκτείνουν και εκφράζουν τα συστήματά η τα δίκτυα γνώσης τους.22

Σε μία επιστημονική δημοσίευση με τον τίτλο 'Επανεξετάζοντας τους Durkheim και Mauss' εξέθεσα το δικτυακό μοντέλο με τρόπο που φιλοδοξεί να φανεί χρήσιμος σε κοινωνιολόγους γνώσης.23 Το έκανα αυτό δομώντας το βήμα βήμα και συσχετίζοντάς το από τη μία με επεξηγηματικό υλικό από την ιστορία της επιστήμης και την Παράδοση του Durkheim στην ανθρωπολογία από την άλλη. Όταν οι Durkheim και Maus είπαν ότι η ταξινόμηση πραγμάτων αναπαράγει την ταξινόμηση των ανθρώπων, ήταν πιο κοντά στην αλήθεια περισσότερο απ' όσο θα τους επέτρεπαν οι κριτικοί τους.24 Για παρόντες σκοπούς οι λεπτομέρειες του επιχειρήματος δεν είναι τόσο σημαντικές όσο το νόημα της αρχής. Το είδος μοντέλου που περιέγραψα και το είδος της σύνδεσης μεταξύ της κοινωνίας και της λογικής που υποδεικνύει δεν είναι σε καμία περίπτωση καινοφανές. Νέα είναι η αυξημένη ποσότητα και ποιότητα εμπειρικής τεκμηρίωσης υπέρ αυτού. Το να δηλώνει κανείς ότι δεν υπάρχει μοντέλο που να δείχνει πώς η λογική συμπεριφορά είναι κοινωνικά θεμελιωμένη σημαίνει απλά το να επιδεικνύει έλλειψη ενημερότητας για μία παράδοση έργου που είναι διαθέσιμο εδώ και καιρό. Επομένως δεν είναι οι κοινωνιολόγοι που απέτυχαν να κατασκευάσουν τέτοια μοντέλα αλλά οι φιλοσοφικοί κριτικοί τους στο να εκτιμήσουν τη σπουδαιότητα και το δυναμικό ενός εύκολα προσιτού υλικού βιβλιογραφίας. Αλλά πάλι υπάρχει ένας σημαντικός ψυχοκοινωνικός νόμος τον οποίο όλοι γνωρίζουν: ότι κανείς δεν είναι τόσο τυφλός όσο εκείνοι που δεν θέλουν να δουν.25

Μονάδα ΣπουδώνΕπιστήμης

Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου

Παραπομπές

Arnold Thackray, "Η Αποστολή της Πειραματικής Φιλοσοφίας". Η πρώιμη Νευτώνεια Ομάδα και η Βασιλική Κοινωνία', Πράξεις του 21ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας και Επιστημών, 3, 1970-71, 153-159.

Για μία πολύτιμη ανάλυση των διάφορων αντιδράσεων σε αυτήν τη φιλονικία βλ. S. Shapin, 'Πολεμώντας τον Leibniz' (κριτικό δοκίμιο του A.R. Hall, Φιλόσοφοι σε πόλεμο), Ιστορία της επιστήμης, Δεκ. 1981

Βλ. για παράδειγμα M.C. Jacob, Οι οπαδοί του Νεύτωνα και η Αγγλική Επανάσταση, 1689-1720, Ιθάκη 1976, S. Shapin, 'Περί Θεών και Βασιλέων: Φυσική Επιστήμη και Πολιτική στις Συζητήσεις Leibniz-Clarke, Ίσις, 72, 1981. S. Shaffer, Νευτώνεια Κοσμολογία και η Σταθερή Κατάσταση, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ, 1980, Κεφ. 7ο.

Mary Hesse, Επαναστάσεις και Ανακατατάξεις στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, Μπράιτον 1980, σ. 190. Mary Hesse, Η Δομή της Επιστημονικής Εξαγωγής Συμπεράσματος, Λονδίνο 1974.

P. Forman, 'Ο πολιτισμός της Βαϊμάρης, Αιτιότητα και Κβαντική Θεωρία, 1918-1927. Προσαρμογή από Γερμανούς Φυσικούς και Μαθηματικούς σε ένα Εχθρικό Πνευματικό Περιβάλλον', στον R. McCormmach, εκδ., Ιστορικές Μελέτες στις Φυσικές Επιστήμες, τόμ. 3, 1971, 1-115.

P. Duhem, Ο Σκοπός και η Δομή της Φυσικής Θεωρίας, μεταφρ. P.P. Wiener, Πρίνσετον 1954.

J. Farley και G.L. Geison, 'Επιστήμη, Πολιτική και Αυτόματη Γένεση στη Γαλλία του 19ο Αιώνα: Η διαμάχη Pasteur-Pouchet', Δελτίο της Ιστορίας της Ιατρικής, 48, 1974, 161-98.

Dov. Ospovat, 'Τέλεια Προσαρμογή και Τελεολογική Εξήγηση: Προσεγγίσεις στο Πρόβλημα της Ιστορίας της Ζωής στα μέσα του Δεκάτου Ενάτου Αιώνα', Μελέτες στην Ιστορία της Βιολογίας, 2, 1978, 33-56/

J. Dean, 'Διαμάχη για την Ταξινόμηση: Μία Ανάλυση της Υπόθεσης από την Ιστορία της Βοτανικής', στους B. Barnes και S. Shapin (εκδς.). Φυσική Τάξη, Ιστορικές Σπουδές του Επιστημονικού Πολιτισμού, Μπέβερλυ Χιλλς και Λονδίνο, 1979, Κεφ. 9.

Για παράδειγμα βλ. D. MacKenzie, 'Στατιστική Θεωρία και Κοινωνικά Συμφέροντα: Μία Ανάλυση', Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης, 8, 1978, 35-83. S. Shapin, 'Η Πολιτική της Παρατήρησης: Εγκεφαλική Ανατομία και Κοινωνικά Συμφέροντα στις Φιλονικίες Φρενολογίας του Εδιμβούργου, στον R. Wallis (εκ.). Στις Παρυφές της Επιστήμης: Η Κοινωνική Κατασκευή της Απορριφθείσης Γνώσης, Μονογραφές Κοινωνιολογικής Κριτικής, 27, 1979, σελ. 139-78. S. Shapin, 'Φρενολογική Γνώση και η Κοινωνική Δομή των αρχών του Δεκάτου Ενάτου Αιώνα του Εδιμβούργου', Επιστημονικά Χρονικά, 32, 1975, 219-43, E. Frankel, 'Μοριακή Οπτική και η Κυματική Θεωρία του Φωτός: Η Επιστήμη και η Πολιτική μίας Επανάστασης στη Φυσική, Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης, 6, 1976, 141-84. J. Harwood, 'Η Πολεμική Φυλής-Ευφυίας: Μία Κοινωνιολογική Προσέγγιση. Ι. - Επαγγελματικοί Παράγοντες, ΙΙ - Εξωτερικοί Παράγοντες', Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης, 6, 1976, 369-94, 7, 1977, 1-30. R. S. Turner, 'Η Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Έρευνας στη Πρωσία, 1818-1848 -- Αίτια και Συνθήκες, Ιστορικές Μελέτες στις Φυσικές Επιστήμες, 3, 1971, 137-82. R. S. Turner, 'Πανεπιστημιακοί Μεταρρυθμιστές και Επαγγελματική Γνώση στη Γερμανία, 1760-1806', στον L. Stone (εκ.), Το Πανεπιστήμιο στην Κοινωνία, Οξφόρδη 1975, τόμ. 2ος, 195-531. G. Allen, 'Νατουραλιστές και Πειραματιστές: Γονότυπος και Φαινότυπος', Μελέτες στην Ιστορία της Βιολογίας, 3, 1979, 179-209. T. Brown, 'Ο Σύλλογος των Φυσικών και η Αποδοχή του Ιατρομηχανισμού στην Αγγλία, 1665-1695'. Δελτίο της Ιστορίας της Ιατρικής, 44, 1970, 12-30, T. Brown, 'Από τον Μηχανοκρατία στη Ζωτικοκρατία στην Αγγλική Φυσιολογία του Δέκατου Ογδόου Αιώνα', Περιοδικό της Ιστορίας της Βιολογίας, 7, 1974, 179-216.

D. W. Hanlyn, Η Ψυχολογία της Αντίληψης, Λονδίνο 1969.

K. Koffka, Αρχές της Ψυχολογίας της Μορφής, Λονδίνο 1936, σ. 76

L. Laudan, Η Πρόοδος και τα προβλήματά της, Προς μία Θεωρία της Επιστημονικής Εξέλιξης, Λονδίνο 1977.

Για πληρέστερη εξήγηση γιατί αναφέρομαι σε αντίθεση ανάμεσα στα αιτιολογικά και τελεολογικά είδη εξήγησης και κατανόηση των λόγων μου για το ότι απέδωσα τελεολογικές θεωρίες στον Lakatos και στους άλλους που μεταχειρίζονται τον ορθολογισμό ως αυτό-προωθούμενο φαινόμενο, βλ. D. Bloor, 'Οι Wittgenstein και Mannheim για την Κοινωνιολογία των Μαθηματικών', Μελέτες στην Ιστορία και την Φιλοσοφία της Επιστήμης, 4, 1973, 173-91.

Πήρα τον όρο 'φυσικός ορθολογισμός' από τον S.B. Barnes, 'Φυσικός Ορθολογισμός: Μία Παραμελημένη Έννοια στις Κοινωνικές Επιστήμες', Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών, 6, 1976, 115-26.

R.L. Gregory, Έννοιες και Μηχανισμοί της Αντίληψης, Λονδίνο 1974.

E.E. Evans-Pritchard, Μάγια, Μαντεία και Μαγεία στους Azande, Οξφόρδη, 1937

Ως απόδειξη ότι αυτή η σύγχυση είναι ενδημική και δεν αντιπροσωπεύει απλά ένα στιγμιαίο ολίσθημα, βλ. την ακόλουθη κριτική του βιβλίου του Laudan: S.B. Barnes, 'Αντιξοότητες Γνώμης', Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης, 9, 1979, 247-63.

Καθώς και οι προηγούμενες παραπομπές στο έργο τους, βλ. B. Barnes, Συμφέροντα και η Ανάπτυξη της Γνώσης, Λονδίνο 1977. D. MacKenzie, Η Στατιστική στη Βρετανία, 1865-1930. Η Κοινωνική Δομή της Επιστημονικής Γνώσης, Εδιμβούργο 1981. S. Shapin, 'Κοινωνικές Χρήσεις της Επιστήμης', σε G. Rousseau και R. Porter (εκδς.). Ο Αναβρασμός της Γνώσης: Μελέτες στην Ιστοριογραφία της Επιστήμης του Δεκάτου Ογδόου Αιώνα, Καίμπριτζ 1980. Επίσης η πολύ πολύτιμη συλλογή επιστημον. δημοσιεύσεων στους B. Barnes και S. Shapin (εκδς), Φυσική Τάξη: Ιστορικές Μελέτες της Επιστημονικής Κουλτούρας, όπως παρ. στη σημείωση 9 παραπάνω.

M. Hesse, Η Δομή της Επιστημονικής Εξαγωγής Συμπεράσματος, όπως παρ. στη σημείωση 4, Κεφάλαια 1 και 2.

D. Bloor, 'Πολύεδρα και οι Απέχθειες του Levicitus', Βρετανική Εφημερίδα για την Ιστορία της Επιστήμης, 11, 1978, 245-71. Αυτό αποτελεί κοινωνιολογική ερμηνεία του έξοχου βιβλίου του I. Lakatos 'Αποδείξεις και Ανασκευές: Η Λογική της Μαθηματικής Ανακάλυψης, Καίμπριτζ 1976.

To δικτυακό μοντέλο του Hesse σχεδιάστηκε, εν μέρει, για να πολεμήσει την εμπειρικιστική ιδέα μίας ανεξάρτητης παρατήρησης της γλώσσας. Εξηγεί γιατί όλα τα κατηγορήματα είναι 'φορτωμένα με θεωρία' δείχνοντας ότι όλα εξαρτώνται από ένα διαπραγματεύσιμο 'δίκτυο'. Αλλά την ίδια στιγμή αυτό εξηγεί γιατί είναι σωστό να εξισώνουμε τη θεωρητική άποψη της γνώσης με την κοινωνική της άποψη. Αυτό συμβαίνει διότι η εξέταση του μοντέλου δείχνει ότι το δίκτυο είναι ένα σύνολο συμβάσεων.

D. Bloor, 'Ταξινόμηση και Κοινωνιολογία της Γνώσης: Οι Durkheim και Maus θεωρούμενοι εκ νέου', σε N. Stern και V. Meja (εκδς), Μελέτες Κοινωνιολογίας της Γνώσης και Υλικό, Ειδικό Τεύχος 22 του Περιοδικού της Κολωνίας για την Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Ψυχολογία, Opladen: Εκδότικός Westdeutscher Οίκος, 1980. Ελπίζω σύντομα να εκδοθεί μία αγγλική έκδοση. Σε αυτήν την επιστημ. δημοσίευση αναπτύσσω τις ιδέες που πρωτοδιατυπώθηκαν στην κριτική μου της Δομής και Επιστημονικής Εξαγωγής Συπεράσματος του Hesse, Dr. Bloor, 'Επιστημολογία ή Ψυχολογία;', Μελέτες στην Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης, 6, 1975, 382-95.

Η συνθηματολογία προέρχεται φυσικά από τους E. Durkheim και M. Mauss, Στοιχειώδης Ταξινόμηση, μεταφρ. R. Needham, Λονδίνο 1963, σ. 11. Το υλικό που χρησιμοποίησα από την ιστορία της επιστήμης για να εξηγήσω το δικτυακό μοντέλο και, συγκεκριμένα, η ικανότητά του να παρέχει μία νέα κοινωνική θεωρητική βάση για τις ιδέες των Durkheim και Mauss, ανήκει στην αυξανόμενη βιβλιογραφία σχετικά με τη μοριακή φιλοσοφία των Boyle και Newton. Αυτό το έργο είναι μία από τις καλύτερα τεκμηριωμένες μελέτες στην κοινωνιολογία της γνώσης που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή. Για ένα μικρό δείγμα βλ. για παράδειγμα: P.M. Rattansi, 'Ο Παράκελσος και η Επανάσταση των Πουριτανών', Ambix, 11, 1963, 24-32, R.M. Rattansi, 'Οι Πνευματικές Ρίζες της Βασιλικής Κοινωνίας του Λονδίνου, 23, 1968, 129-43, J.R. Jacob,'Οι Ιδεολογικές Ρίζες της Φυσικής Επιστήμης του Boyle', Περιοδικό Ευρωπαϊκών Σπουδών,2, 1972, 1-21. J. R. Jacob, 'O Robert Boyle και η Ανατρεπτική Πίστη στην Πρώιμη Παλινόρθωση', Albior, 6, 1974, 175-93, J.R. Jacob, 'Ο Ατομισμός του Boyle και η Επίθεση της Παλινόρθωσης στον Ειδωλολατρικό Νατουραλισμό', Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης, 8, 1978, 211-33.

Αντιλαμβάνομαι ότι ο κριτικός μου έχει δείξει ότι είναι ενήμερος για μερική από αυτήν τη βιβλιογραφία από τη σύντομη αναφορά του στους Forman, Shapin και Brown στο Βιβλίο του. Αλλά αντί να θέτει τις περιπτώσεις που μελετά στο κανονικό περιβάλλον τους, τις μελετά μεμονωμένα και παράγει ad hoc αντιδράσεις σε αυτές. Αυτό βέβαια είναι πάντα δυνατό και αποτελεί απλά μία τεχνική για την αποφυγή της αυξανόμενης σημασίας ενός αναπτυσσόμενου υλικού εργασίας. Αυτή η μέθοδος αντίδρασης δείχνεται εμφανώς από την απάντησή του στην πολύτιμη δουλειά που πραγματοποιήθηκε στην αποδοχή της μηχανικής φιλοσοφίας. 'Ίσως ο Walter Charleton να αποδέχτηκε τη μηχανική φιλοσοφία γιατί -- όπως εξηγεί σε 400 συγκεχυμένες σελίδες -- αυτή η θεωρία ήταν λογικά προτιμότερη από τις εναλλακτικές της'. Ναι ίσως, ειδικά αν σιγουρευτείς ότι έχεις ένα ιστορικά αρμόδιο κριτήριο ορθολογισμού. Αλλά όταν έχεις βρει το τί θεωρούσε ο Charleton ότι ήταν λογικό για να το λάβει υπ' όψιν του και όταν έχεις εξηγήσει γιατί οι κρίσεις του Charleton διέφεραν από αυτές των άλλων γύρω του -- και από τις ίδιες του τις προηγούμενες απόψεις -- θα έχεις μπλεχτεί στην ίδια την τακτική που κριτικάρει ο Laudan. Εάν, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν μη ιστορικά κριτήρια που εξηγούν τις αλλαγές, τότε γιατί να μη δώσεις την αντίπαλη εξήγηση από το να πεις απλά ότι θα μπορούσε να υφίσταται;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου