Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΤΟΤΕΜ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ



Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΤΟΤΕΜ ΣΤΗΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


[Κεφάλαιο 3]

David J. Hess


Οι περισσότερες ιστορίες για την κοσμοπολίτικη επιστήμη και τεχνολογία ξεκινούν παράλληλα με την επιστημονική επανάσταση, δηλαδή τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ του 1500 και 1700. Ένα μεγάλο μέρος της επιστήμης και τεχνολογίας που εφαρμόζεται σήμερα σε όλα τα μήκη του πλανήτη υπακούει σε φόρμουλες, κανόνες και ιδέες οι οποίες επεξεργάστηκαν ή και ακόμη αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσω τις αφηγήσεις που αφορούν την ‘επιστημονική επανάσταση’ ως μύθο ή πραγματικότητα. Σε αυτή τη διαδικασία δίνω ένα παράδειγμα αναπαράστασης και πιο συγκεκριμένα, αναπαράστασης της ιστορίας της επιστημονικής επανάστασης.

Τι ήταν η Επιστημονική Επανάσταση;

Η κληρονομιά της Αρχαίας Επιστήμης.

Οι ιστορίες για την επιστημονική επανάσταση ξεκινούν συνήθως με την κληρονομιά του αρχαίου κόσμου. Η αρχαία επιστήμη είναι γενικά συνδεδεμένη με τους Έλληνες, αν και οι Έλληνες όλο και περισσότερο θεωρούνται ως οι κληρονόμοι των επιστημονικών παραδόσεων από την Βαβυλωνία, Αίγυπτο και άλλες χώρες. Πολλές από τις ιδέες αναφορικά με τον φυσικό κόσμο οι οποίες ήταν διεθνώς παραδεκτές στην Ευρώπη το 1500, μπορούν να ανεβρεθούν σε φυσικούς φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου όπως τον Πτολεμαίο, Αριστοτέλη και Γαληνό. Τώρα τελευταία όμως οι ιστορικοί αρχίζουν να αναγνωρίζουν την επίδραση του Αραβικού και γενικά μη Δυτικού κόσμου στην κληρονομιά των μεσαιωνικών θεωριών, μιας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις ζυμώσεις και εξελίξεις της μεσαιωνικής επιστήμης οι οποίες έλαβαν χώρα στους αιώνες που προηγήθηκαν του 1500. Ωστόσο θα ξεκινήσω με τους αρχαίους Έλληνες διότι η επιστήμη τους αποτελεί συνήθως την απαρχή των συζητήσεων που αφορούν την επιστημονική επανάσταση. Η επιστήμη τους όμως σύντομα αποδεικνύεται πολύ διαφορετική από εκείνη της μοντέρνας περιόδου. Όπως οι ιστορικοί συχνά λένε, το παρελθόν είναι ένας άλλος πολιτισμός.

Κατά την αρχαία αντίληψη η γη ήταν το κέντρο του σύμπαντος, ενώ ο ήλιος, η σελήνη, οι πλανήτες και τα αστέρια περιστρέφονται γύρω από αυτήν. Αυτή η θεωρία είναι ένα λογικό συμπέρασμα το οποίο μπορεί να εκληφθεί με μια γρήγορη ματιά στον ουρανό, αλλά κι ακόμη μετά από μια πολύ προσεχτική παρατήρηση των πλανητών. Για παράδειγμα με φόντο τα αστέρια, η πορεία του Ερμή ή του Άρη συμμετέχει σε κάτι το οποίο είναι σήμερα γνωστό ως παλινδρομική κίνηση (βλέπε σχήμα 3.1). Σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ο πλανήτης φαίνεται να σταματάει, κατόπιν οπισθοδρομεί για να συνεχίσει να κινείται προς τα εμπρός με ζιγκ-ζαγκ. Η πτολεμαική ή γεωκεντρική θεωρία εκλάμβανε ως δεδομένη την κίνηση των πλανητών και του ηλίου περί της γης σε τέλεια κυκλική κίνηση. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν η παλινδρομική κίνηση να ερμηνευθεί λέγοντας ότι η τροχιά ενός πλανήτη γύρω από τη γη είναι κυκλική και περικλείει έναν μικρό κύκλο, γνωστός ως επικύκλιο. Μια οποιαδήποτε παλινδρομική κίνηση μπορεί να επιτευχθεί με το συνδυασμό επικυκλίων με έκκεντρους και εκκεντρικών ισημερινών. Έκκεντροι είναι τροχιές περί ενός σημείου το κέντρο του οποίου δεν συμπίπτει με τη γη και εκκεντρικοί ισημερινοί είναι σημεία περί των οποίων ένας πλανήτης κινείται με σταθερή ταχύτητα (βλέπε σχήμα 3.1 πάλι).

Παλινδρομική Κίνηση και Γεωκεντρική Θεωρία

Όπως φαίνονται στο φόντο των αστεριών και μετά από μια περίοδο ημερών ή εβδομάδων, οι πλανήτες συχνά κινούνται με παράξενες τροχιές.

Στο (α) απεικονίζεται το έκκεντρο. Η τροχιά του πλανήτη είναι ένας κύκλος γύρω από ένα ‘έκκεντρο’ κέντρο, το οποίο απέχει ελάχιστα από τη Γη. Στο (β) απεικονίζεται το έκκεντρο με επικύκλιο. Ο πλανήτης επίσης κινείται και σε έναν μικρότερο κύκλο καθώς κινείται γύρω από το ‘έκκεντρο’ κέντρο. Στο (γ) βλέπουμε ένα σύστημα με εκκεντρικό ισημερινό. Ο πλανήτης τώρα κινείται με σταθερό ρυθμό γύρω από ένα σημείο Σ, παρά από το ‘έκκεντρο’ κέντρο της Γης.

Στο σημερινό ηλιοκεντρικό σύστημα οι επιστήμονες ερμηνεύουν την παλινδρομική κίνηση ως οπτική ψευδαίσθηση, προκαλούμενη από τις σχετικές τροχιές της Γης και των πλανητών γύρω από τον Ήλιο. Καθώς οι πλανήτες κινούνται στις ελλειπτικές τροχιές τους, η σχετική περιστροφή της Γης μαζί με έναν εσωτερικό πλανήτη, όπως τον Ερμή, ή έναν εξωτερικό πλανήτη, όπως τον Άρη, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της παλινδρομικής κίνησης (βλέπε σχήματα 3.2 και 3.3). Οι αρχαίοι Έλληνες καθώς και οι φιλόσοφοι του μεσαίωνα, είχαν συνειδητοποιήσει την ύπαρξη εναλλακτικών, ηλιοκεντρικών θεωριών οι οποίες σήμερα είναι γνωστές ως ηλιακό σύστημα. Παρόλα αυτά, όσο καιρό επικρατούσε η αντίληψη ότι οι τροχιές όλων των πλανητών ήταν κυκλικές (και όχι ελλειπτικές, όπως ο Tycho Brahe υποστήριξε αργότερα), το σύστημα του Πτολεμαίου ήταν το μοναδικό το οποίο μαθηματικώς συμφωνούσε με τις παρατηρήσεις. Η θεωρία του ταίριαζε επίσης με την κοινή γνώμη και αντίληψη ότι τα ουράνια σώματα έπαιρναν τη μορφή τέλειων κύκλων.

Όταν η Γη είναι στο σημείο Α και ο εσωτερικός πλανήτης (π.χ. ο Ερμής) είναι στο σημείο ΑΑ, ο εσωτερικός πλανήτης φαίνεται να κινείται προς μια κατεύθυνση. Έπειτα ο ίδιος πλανήτης φαίνεται να αντιστρέφει την κατεύθυνσή του όταν η Γη φτάνει στο σημείο Β και ο εσωτερικός πλανήτης είναι στο σημείο ΒΒ.

Στο φόντο των αστεριών, ο εξωτερικός πλανήτης φαίνεται να κινείται προς τα εμπρός μέχρι να φτάσει το σημείο Γ, μετά οπισθοδρομεί στο Ε, μετά συνεχίζει προς τα εμπρός πάλι μέσω των σημείων Ζ και Η.

Ένα δεύτερο επιχείρημα το οποίο ευνοούσε το γεωκεντρικό μοντέλο ήταν η συμπεριφορά των αντικειμένων στην επιφάνεια της Γης. Οι αρχαίοι Έλληνες επιχειρηματολογούσαν υποστηρίζοντας ότι αν η Γη περιστρεφόταν (κάτι το οποίο είναι σύμφωνο με το ηλιοκεντρικό σύστημα) τότε θα έπρεπε να τη μαστίζουν τρομεροί άνεμοι και τα πουλιά δεν θα είχαν καμία δυνατότητα να την ακολουθήσουν. Κατά την ίδια σκέψη, το νερό των ωκεανών θα έπρεπε να πλημμυρίζει τις παραλίες. Γι’αυτό ακριβώς το λόγο ήταν πολύ πιο λογικό να θεωρηθεί ότι η Γη ήταν σταθερή.

Μια ολόκληρη επιστήμη φυσικής κίνησης ήταν ανοικοδομημένη πάνω στην ιδέα ότι η Γη ήταν το κέντρο του σύμπαντος. Η θεωρία του Αριστοτέλη για την φυσική κίνηση ήταν βασιζόμενη στην υπόθεση ότι όλη η ύλη στο σύμπαν απαρτιζόταν από τέσσερα βασικά στοιχεία, χώμα, αέρα φωτιά και νερό. Τα υλικά τα οποία ήταν συνθετημένα από χώμα και νερό είχαν μια φυσική τάση να επιστρέψουν στην γη, δηλαδή να πέσουν, σε αντίθεση με αυτά συνθεσόμενα από φωτιά και αέρα, τα οποία είχαν μια τάση να ανυψωθούν. Τα αντικείμενα τα οποία ήταν προσδεμένα στη γη, μπορούσαν να κινηθούν μόνο αν κάποια άλλη δύναμη τα ωθούσε, όπως το άλογο σέρνει το κάρο. Από τη στιγμή που το άλογο ή κάποια άλλη δύναμη παύσει να ενεργεί τότε το αντικείμενο είτε θα σταματήσει είτε θα καταρρεύσει αμέσως στο έδαφος. Για προφανείς εξαιρέσεις, όπως το βέλος που εκτοξεύεται από το τόξο, ο Αριστοτέλης επιχειρηματολογούσε ότι το βέλος ωθεί τον αέρα προς τα εμπρός, ο οποίος με τη σειρά του σπεύδει να καλύψει το κενό το οποίο έχει δημιουργηθεί πίσω από το βέλος και κατά αυτόν τον τρόπο το προωθεί. Επίσης για να εξηγήσει το γεγονός ότι ένα αντικείμενο επιταχύνει κατά την πτώση του, ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι κάθε αντικείμενο σπεύδει να επιστρέψει στην φυσική του θέση. Έδωσε μια μάλλον παράλογη εξήγηση, αποδίδοντας στα αντικείμενα την τάση να επιστρέφουν στην φυσική τους θέση. Οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι ερμήνευαν το ίδιο γεγονός επιχειρηματολογώντας ότι όσο πλησιέστερα στην επιφάνεια της γης βρίσκεται το αντικείμενο, τόσο μικρότερη στήλη αέρα μεσολαβεί μεταξύ των δύο επιφανειών και συνεπώς μικρότερη αντίσταση. Κατά αυτό τον τρόπο οι θεωρίες των αρχαίων φυσικών ήταν αληθοφανείς και λογικές, παρόλο που οι σημερινοί επιστήμονες θα τις θεωρούσαν τελείως λανθασμένες.

Η αρχαία φυσική γνώση είχε επίσης καλά αναπτυγμένες θεωρίες όσον αφορά την ιατρική, φυσιολογία και ανατομία. Για παράδειγμα ο Γαληνός έκανε ανατομές πτωμάτων και είχε μια εξεζητημένη αντίληψη αναφορικά με την ανθρώπινη ανατομία. Ερωτήματα σχετικά με την φυσιολογία όπως το κυκλοφορικό σύστημα ήταν περισσότερο ανοιχτά για συζήτηση. Η μοντέρνα επιστήμη έχει αποδείξει ότι το αίμα προωθείται από την καρδιά στις αρτηρίες και επιστρέφει πάλι σε αυτήν μέσω των φλεβών. Ο Γαληνός αντίθετα υποστήριζε ότι υπήρχαν δύο είδη αίματος, το ένα κυκλοφορούσε μεταξύ του ήπατος και των φλεβών και προμήθευε με θρεπτικά συστατικά τους οργανισμούς. Ο άλλος τύπος αίματος ξεκινούσε από την καρδιά και περιέκλειε ένα ζωτικό συστατικό το οποίο ονομαζόταν πνεύμα. Σύμφωνα με τον Γαληνό η κυκλοφορία των δύο συστημάτων γινόταν ανεξάρτητα η μια από την άλλη, σαν άμπωτη και παλίρροια. Η μόνη αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο συστημάτων ήταν ότι το αίμα από τις φλέβες διηθούνταν μέσω του διαχωριστικού τείχους της καρδιάς στην αριστερή κοιλία, για να εξαγνιστεί και να αποτελέσει μέρος του αρτηριακού αίματος. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η καρδιά δεν αντλούσε αίμα, αντίθετα το τραβούσε προς τα μέσα. Επίσης η καρδιά προμηθευόταν αέρα κατευθείαν από τους πνεύμονες.

Η Ιστορία της Επιστημονικής Επανάστασης

Στις αρχές του 16ου αιώνα, οι αρχαίες διδασκαλίες όπως αυτές του Πτολεμαίου για τους πλανήτες, του Αριστοτέλη για την κίνηση και του Γαληνού για την φυσιολογία, αποτελούσαν τη βάση της αποδεχόμενης σοφίας. Στις ιστορίες των σχολικών βιβλίων σχετικά με την επιστημονική επανάσταση, λίγοι τολμηροί και γενναίοι διανοούμενοι του 16ου και 17ου αιώνα επανέκτησαν όλο το οικοδόμημα των αρχαίων θεωριών που αφορούσαν τη φύση και το σύμπαν. Τα τελευταία όμως χρόνια οι ιστορικοί εξετάζουν σε ποια έκταση υπήρξε πραγματική επιστημονική επανάσταση και όχι απλώς εξέλιξη των ιδεών των παλαιότερων διανοουμένων. Για παράδειγμα κατά την πάροδο των αιώνων που προηγήθηκαν της επιστημονικής επανάστασης, ένας αριθμός μελετητών, ειδικά στην Οξφόρδη και στο Παρίσι, αμφισβήτησαν τις κεντρικές απόψεις της Αριστοτέλειας φυσικής και ανέπτυξαν μια θεωρία την οποία σήμερα θα αποκαλούσαμε θεωρία της αδράνειας.

Η ιστορία της επιστημονικής επανάστασης είναι επομένως ένα κατασκεύασμα όπως όλες οι ιστορικές αφηγήσεις. Όμως αυτή η συγκεκριμένη ιστορία μπορεί να περικλείει περισσότερα φανταστικά στοιχεία απ’ ότι άλλες. Ακόμη κι ο τίτλος της ιστορίας είναι φανταστικός. Ο όρος επιστήμη είναι αναχρονιστικός διότι η λέξη επιστήμονας εμφανίζεται με τη σημερινή σημασία της τον 19ο αιώνα. Αντίθετα χρησιμοποιούταν ο όρος φυσική φιλοσοφία. Όμως η φράση ‘επανάσταση της φυσικής φιλοσοφίας’ δεν αντικατοπτρίζει ακριβώς τα γεγονότα. Όσον αφορά τη λέξη επανάσταση, η πλοκή της όλης ιστορίας της επιστημονικής επανάστασης, περικλείει φανταστικά χαρακτηριστικά όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως. Παρόλο τον αναβρασμό που προηγήθηκε του 16ου αιώνα, οι ιστορικοί και οι επιστήμονες οριοθετούν συνήθως την απαρχή αυτής της ιστορίας ταυτόχρονα με την έκδοση του βιβλίου του Κοπέρνικου De Revolutionibus Orbium. Κατά τη μέθοδο του Αριστοτέλειου δράματος, η ιστορία έχει μια φάση αναπτυσσόμενης δράσης (Brahe, Kepler) κορύφωσης (Γαλιλαίος και η αντίθεσή του με την ιεραρχία της καθολικής εκκλησίας) καθώς και απερχόμενης δράσης (η κωδικοποίηση της Δυτικής επιστήμης από τους Bacon, Boyle, Descartes). Υπάρχει ακόμα και μια δευτερεύουσα πλοκή, η ιστορία του William Harvey και η κυκλοφορία του αίματος καθώς και οι πειραματικές επιδείξεις του Boyle με την αεραντλία. Το τέλος διαφέρει κατά ένα μεγάλο βαθμό αλλά συνήθως το τελευταίο γεγονός αυτής της ιστορίας είναι η Principia του Νεύτωνα.

Η ιστορία αυτή έχει ειπωθεί τόσες πολλές φορές ώστε κατά ένα μεγάλο βαθμό έχει πάρει την έκταση του θρύλου ή του μύθου. Όπως και οι θρύλοι έτσι και αυτή η ιστορία έχει μια ιστορική βάση, αλλά οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται ως ήρωες οι οποίοι ξεπερνούν τα καθημερινά δεδομένα. Όπως συμβαίνει με πολλούς μύθους, έτσι και αυτή η ιστορία έχει μια αιτιολογική ιδιότητα. Με άλλα λόγια, μας αφηγείται πώς έφτασε να διαδραματιστεί κάτι, η απαρχή της μοντέρνας επιστήμης και ως ένα βαθμό της μοντέρνας κοινωνίας. Όπως οι μύθοι και οι θρύλοι, έτσι και αυτή η ιστορία δεν είναι πλέον συνδεδεμένη με κάποιον συγκεκριμένο συγγραφέα, αλλά αντίθετα έχει περάσει στην προφορική και λαϊκή παράδοση και σαν ένα μικρό βότσαλο στο ποτάμι, έχει παρασυρθεί στην λαϊκή συνείδηση. Ιστορικές λεπτομέρειες που δεν ταιριάζουν με την όλη ιστορία, έχουν ραφιναριστεί. Στην θέση τους εμφανίζεται η αφήγηση του θριάμβου της λογικής, που σαν δαυλός που μεταφέρεται από τον ένα δρομέα στον άλλο όπως σε σκυταλοδρομία, μεταφέρεται από τον έναν ηρωικό Εξέχον Λευκό Άνδρα στον άλλον.

Γιατί να αφηγηθούμε την ιστορία ακόμα μια φορά; Η όποια κατανόηση της μοντέρνας επιστήμης, τεχνολογίας και κουλτούρας, απαιτεί έναν ορισμό του όρου Δυτική επιστήμη. Αναμφισβήτητα ένας καλός τρόπος κατανόησης και κριτικής επεξήγησης της ιδέας της Δυτικής επιστήμης είναι η επιστροφή στην αρχική ιστορία. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι που μπορεί να ειπωθεί. Θα μπορούσα να ξεκινούσα νωρίτερα, να τελειώσω αργότερα, να προσθέσω ή να αφαιρέσω χαρακτήρες, να δώσω έμφαση στη βιομηχανία, να προσπεράσω τη θρησκεία, να μεγαλοποιήσω ασήμαντες φιγούρες ή να μειώσω σημαντικούς χαρακτήρες, να περιορίσω την ιστορία στην Αγγλία και στη Δυτική Ευρώπη ή να την επεκτείνω στους Μουσουλμάνους και άλλους μη Δυτικούς πολιτισμούς και ούτω καθεξής. Οι δυνατότητες είναι απεριόριστες. Σε αυτήν την προσπάθεια θα αφηγηθώ εν συντομία την πλοκή η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κοινώς αποδεκτό Δυτικό εγχειρίδιο απόδοσης της ιστορίας της επιστημονικής επανάστασης.

Το 1543 ο Κοπέρνικος εξέδωσε το De Revolutionibus Orbium, στο οποίο επιχειρηματολογούσε για μια ηλιοκεντρική θεωρία του σύμπαντος. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Κοπέρνικου ήταν να επεξεργαστεί αυτό το σύστημα μαθηματικά. Δεν εισήγαγε καινούριες πληροφορίες, αντιθέτως στηρίχθηκε στις παρατηρήσεις του Πτολεμαίου. Επειδή όπως και ο Πτολεμαίος έτσι και ο Κοπέρνικος θεωρούσε ότι οι πλανήτες περιστρέφονταν σε τέλειους κύκλους, ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει επικύκλια. Αν και οι προβλέψεις του Κοπέρνικου δεν ήταν πολύ καλύτερες από αυτές του Πτολεμαίου, η θεωρία του επικροτείτο ως μαθηματικά απλούστερη και πιο αρμονική.

Η μετάβαση στο Κοπέρνικο σύστημα ήταν σταδιακή. Μια ώθηση σε αυτή τη μετάβαση έλαβε χώρα το 1577, όταν ένας κομήτης παρουσιάστηκε και διέσχισε τις διάφορες ουράνιες σφαίρες οι οποίες υποτίθετο ότι αποτελούσαν επαρχίες των πλανητών. Επίσης ένας Δανός αστρονόμος, ο Tycho Brahe, ανέπτυξε ένα τεράστιο σύνολο νέων δεδομένων και υποστήριζε ένα συμβιβαστικό σύστημα στο οποίο ορισμένοι πλανήτες περιστρέφονταν περί του ηλίου ενώ ο ήλιος και οι δορυφόροι του περιστρέφονταν γύρω από τη Γη. Εξετάζοντας τις θεωρίες του Brahe αναφορικά με την κίνηση του Άρη, ένας μαθητής του ο Johann Kepler παρουσίασε μια νέα θεωρία η οποία υποστήριζε την ελλειπτική κίνηση και πρότεινε μια σειρά νόμων γύρω από την κίνηση των πλανητών. Η μετάβαση από την κυκλική στην ελλειπτική περιστροφή έκανε την αποδοχή της θεωρίας του Κοπέρνικου ευκολότερη.

Ο Γαλιλαίος παρείχε ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη στη θεωρία του Κοπέρνικου όταν δοκίμασε το καινούριο του τηλεσκόπιο παρατηρώντας τον Δία και τους δορυφόρους του. Από τις παρατηρήσεις αυτές προέκυψε ότι οι δορυφόροι περιστρέφονταν γύρω από τον πλανήτη και γι’αυτό ακριβώς το λόγο συνέλαβε την ιδέα του πώς περιστρέφονται οι πλανήτες γύρω από τον ήλιο. Επίσης απέδειξε ότι η σελήνη έχει βουνά και ‘θάλασσες’ και απέχει πολύ από το ιδανικό και θείο σώμα το οποίο περιέγραφε ο Αριστοτέλης. Ο Γαλιλαίος εξέδωσε τα αποτελέσματα των ερευνών του το 1610 σε ένα βιβλίο που ονομάζεται ‘Ο αστρικός αγγελιοφόρος’ (The Starry Messenger) και προκάλεσε τεράστια αίσθηση. Το βιβλίο όμως το οποίο ήταν αιτία της πασίγνωστης δίκης και φυλάκισής του, ήταν το ‘Διάλογος αναφορικά με τα δύο κύρια συστήματα του κόσμου’ (Dialogue Concerning The Two Chief Systems of the World), που εκδόθηκε το 1632.Σε αυτό το βιβλίο εξάσκησε λεπτομερής κριτική στις θεμελιώδεις αρχές της Αριστοτέλειας επιστήμης σχετικά με την κίνηση και εισήγαγε πειράματα για να εξετάσει τις ιδέες του Αριστοτέλη. Για παράδειγμα ο Γαλιλαίος απέδειξε με πειράματα (η ιστορία υποστηρίζει ότι έριξε ένα βαρίδι από τον πύργο της Πίζας) ότι ένα βαρύ και ένα ελαφρύ σώμα επιταχύνουν με τον ίδιο ρυθμό, κάτι το οποίο ήταν ακριβώς αντίθετο από τη θεωρία του Αριστοτέλη. Επιπλέον ο Γαλιλαίος ισχυριζόταν ότι οι κινήσεις των ουράνιων και γήινων σωμάτων υπακούν στους ίδιους φυσικούς νόμους.

Το μεγάλο πρόβλημα του Κοπέρνικου συστήματος ήταν ότι δίχως τις κρυστάλλινες σφαίρες οι οποίες όπως υποστήριζε συγκρατούσαν τους πλανήτες στις θέσεις τους, τίποτα δε θα ήταν ικανό να εμποδίσει τη σύγκρουσή τους ή την πτώση τους στον ήλιο. Ο Isaac Newton πρότεινε μια άλλη λύση στο βιβλίο του ‘Principia’ το οποίο εκδόθηκε το 1687. Ο Newton έχει κάποιο χρέος στη δουλειά του William Gilbert ο οποίος το 1600 εξέδωσε ένα βιβλίο σχετικά με το μαγνητισμό και στο οποίο προτείνει ότι η ίδια η Γη είναι ένας τεράστιος μαγνήτης. Αυτή η ιδέα αποτέλεσε ένα θεμέλιο λίθο της θεωρίας σύμφωνα με την οποία η δύναμη της βαρύτητας μπορεί να κρατήσει τους πλανήτες στην τροχιά τους. Η βαρύτητα απαιτούνταν για να ισορροπήσει την αντιθέτως εφαρμοζόμενη φυγοκεντρική δύναμη η οποία έχει μια τάση να εκσφενδονίσει τους πλανήτες στο εξώτερο διάστημα όπως η σφεντόνα εκσφενδονίζει τις πέτρες. Ο Newton επιχειρηματολογούσε ότι η δύναμη της βαρύτητας που δρα σε ένα πεσόμενο γήινο αντικείμενο είναι χοντρικά ισοδύναμη της δύναμης η οποία απαιτείται για να κρατήσει ένα ουράνιο σώμα σαν τη σελήνη στην τροχιά του.

Η θεμελίωση και άλλων κλάδων της μοντέρνας επιστήμης έλαβε επίσης χώρα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Στη χημεία ο Robert Boyle διέκρινε τα στοιχεία και τις ενώσεις, όρισε τη χημική αντίδραση και ανάλυση και ανέπτυξε το νόμο σύμφωνα με τον οποίο ο όγκος ενός περιορισμένου αερίου σε μια σταθερή θερμοκρασία, μειώνεται με την αύξηση της πίεσης. Στην ιατρική και βιολογία στα μέσα και στις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, οι Ιταλοί Vesalius, Colombo και Fabricus, πρότειναν θεωρίες αναφορικά με την κυκλοφορία του αίματος, ξεκινώντας με την ιδέα ότι το αίμα δεν διαπερνά το διάφραγμα αλλά αντίθετα κινείται από το δεξιό μέρος της καρδιάς, περνάει μέσω των πνευμόνων και καταλήγει στην αριστερή κοιλία. Ο Άγγλος William Harvey σπούδασε στην Πάδοβα και γύρω στο 1620 ανέπτυξε τις ιδέες των προκατόχων του σε μια περιεκτική θεωρία σύμφωνα με την οποία το αίμα ξεκινά από την καρδιά, συνεχίζει μέσω των αρτηριών και επιστρέφει στην καρδιά μέσω των φλεβών.

Στις αρχές του 17ου αιώνα ο Bacon και ο Descartes, όρισαν μια φιλοσοφική ή μεθοδολογική βάση για την αναπτυσσόμενη κίνηση των φυσικών φιλοσόφων. Παρά τις διαφορές οι οποίες συζητήθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, η εργασία τους βοήθησε δικαιολογημένα την επακόλουθη ίδρυση των πρώτων επιστημονικών ακαδημιών και ιδιαιτέρως της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου το 1660 και της Γαλλικής Ακαδημίας το 1666.Οι δύο φιλόσοφοι έκαναν τις πρώτες διατυπώσεις αναφορικά με την επιστημονική μέθοδο, ένας όρος ο οποίος έδωσε τέτοια υπόληψη στην ιστορία, ώστε θα ήταν καλύτερα να την γράφουμε με κεφαλαία γράμματα σαν Επιστημονική Μέθοδος. Στο παρελθόν οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρηματολογήσει ότι η Επιστημονική Μέθοδος αποτέλεσε ενδεχομένως ένα συνδυασμό επαγωγής και εμπειρικής παρατήρησης, δηλαδή μια ένωση του Descartes και του Bacon. Πιο πρόσφατα, μελέτες επιστημόνων αποκαλύπτουν ότι στην πράξη δεν προσκολλούν σε μία μόνο Επιστημονική Μέθοδο ή σε ένα μόνο σύνολο επιστημονικών προτύπων. Αντιθέτως επιδιώκουν την έρευνά τους με έναν ελαστικό και οπορτουνιστικό τρόπο. Κατά αυτόν τον τρόπο η απόκλιση μεταξύ του Βacon και του Descartes θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιχειρηματολογία ότι η επονομαζόμενη Επιστημονική Μέθοδος ήταν, από την προέλευσή της, περισσότερο μια πλειονότητα -και επιστροφή στα μικρά γράμματα- επιστημονικών μεθόδων.

Η Αρχική Ιστορία. Μερικές Πολυπολιτισμικές Ερωτήσεις

Μια συνηθισμένη αφήγηση αναφορικά με την επιστημονική επανάσταση έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Καταρχάς υπάρχει μια τάση να διατυπωθεί με επιστημονικούς όρους. Η κοινωνικότητα διαρρέει, εκτός και αν είναι απαραίτητη για να κατασκευάσει επιστήμη ως θρίαμβο επί της πρόληψης. Η κοινωνία εμφανίζεται στο βάθος σαν πηγή δευτερευόντων χαρακτήρων. Διαφωτισμένοι πρίγκιπες οι οποίοι υποστήριξαν την επιστήμη και η δογματική εκκλησία η οποία εναντιώθηκε σε αυτή. Κατά δεύτερον η ιστορία επικεντρώνεται στην Ευρώπη και διατυπώνεται ως ένας διάλογος μεταξύ της Παλαιάς Ευρώπης (αρχαίοι στοχαστές) και της Νεοτέρας Ευρώπης (μοντέρνοι στοχαστές). Τα γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ της Παλαιάς και Νέας Ευρώπης, για να μην αναφέρω ακόμη τα γεγονότα που προηγήθηκαν της Παλαιάς Ευρώπης, είναι βασικά καταχωρημένα σε ένα μαύρο κουτί. Συνδιαλλαγές μεταξύ της Δύσης και του υπολοίπου κόσμου, είναι διαγραμμένες από την κύρια αφήγηση ή υποβιβαζόμενες σε μια δευτερεύουσα πλοκή. Κατά τρίτον η ιστορία διατυπώνεται σαν γεγονός. Η επιστημονική επανάσταση έλαβε χώρα. Είναι μια δραματική αλλαγή και όχι μια βαθμιαία εξέλιξη.

Οι ιστορικοί για μεγάλο χρονικό διάστημα έχουν διαφωνήσει με κάθε μία υπόθεση της παραδοσιακής αφήγησης. Η αφήγηση συνεχίζει να εμφανίζεται, ειδικά σε δημοφιλείς δημόσιες συζητήσεις όπως στα τηλεοπτικά προγράμματα. Η διατύπωση της αφήγησης της επιστημονικής επανάστασης με τον παραδοσιακό τρόπο, συνεισφέρει στο συνεχιζόμενο εθνοκεντρισμό ότι η Δύση είναι η καλύτερη. Κατά αυτόν τον τρόπο η αφήγηση μπορεί να εκληφθεί ως αποικιοκρατική.

Θα αρχίσω την κριτική μου αναφορικά με την παραδοσιακή αφήγηση της επιστημονικής επανάστασης με μια ερώτηση, ‘πόσο Δυτική είναι η Δυτική επιστήμη και πόσο επαναστατική είναι η επιστημονική επανάσταση; Μια αφετηρία για την απάντηση αυτού του ερωτήματος είναι η εργασία του επιστήμονα, ιστορικού και σινολόγου Joseph Needham. Οι μελέτες του Needham σχετικά με την κινέζικη επιστήμη είναι διατυπωμένες γύρω από το ερώτημα, ‘γιατί η επιστημονική επανάσταση δεν έλαβε χώρα στην Κίνα;’ Αν και αυτό το ερώτημα φαινομενικά εξυπηρετεί την ιδεολογία ότι η Δύση είναι η καλύτερη, ο Needham τεκμηρίωσε τις επιστημονικές και τεχνολογικές επιτεύξεις στην Κίνα και κατά αυτόν τον τρόπο βοήθησε στην διάβρωση της ιδέας ότι οι υπόλοιποι πολιτισμοί είναι ανίκανοι να παράγουν περίπλοκη επιστημονική έρευνα.

Ο Needham συνέβαλε επίσης στην κριτική του Δυτικού εθνοκεντρισμού με την τεκμηρίωση μιας τεράστιας ανταλλαγής μεταξύ Ευρωπαϊκών και μη πολιτισμών, η οποία προηγήθηκε της επιστημονικής επανάστασης. Έχει επιχειρηματολογήσει λέγοντας ότι η Κίνα ήταν τεχνολογικά περισσότερο προηγμένη από τη Δύση μέχρι περίπου τον 16ο αιώνα. Έχει επίσης δείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανό πολλές ανακαλύψεις και εφευρέσεις να έχουν γίνει πρώτα στην Κίνα.και μετέπειτα μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη. Σε αυτές τις εφευρέσεις συμπεριλαμβάνονται, καθώς ο Needham τις απαριθμεί σε μία από τις λίστες του, « η επιστήμη του μαγνητισμού, οι ισημερινές ουράνιες συντεταγμένες και η ισημερινή εγκατάσταση αστρονομικών οργάνων παρατήρησης, η μαζική χαρτογραφία, η τεχνολογία του χυτοσιδήρου, απαραίτητα συστατικά της παλινδρομικής ατμομηχανής όπως η διπλά ασκούμενη αρχή και η καθιερωμένη αλληλομετατροπή της περιστροφικής και κατά μήκος κίνησης, το μηχανικό ρολόι, ο αναβολέας της μπότας και οι αποτελεσματικές αλογίσιες ιπποσκευές για να μην αναφερθώ στο μπαρούτι και σε όλα τα παράγωγά του»

Πολλές από τις τεχνολογικές υποδομές οι οποίες θεωρούνται μέρος της Δυτικής επιστήμης, συμπεριλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της μαθηματικής τους υπόστασης, βασίζονται σε δανεισμούς από την Κίνα και άλλους μη δυτικούς πολιτισμούς.

Άλλοι ιστορικοί έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την επιστημονική επανάσταση με βαθύτερο τρόπο. Έχουν μελετήσει ολοένα και περισσότερο τους περασμένους αιώνες και ανέπτυξαν μια πιο σταδιακή αφήγηση η οποία αποδεικνύει μια συνεχιζόμενη ανάπτυξη στους αιώνες οι οποίοι προηγήθηκαν του 15ου αιώνα. Επιπλέον μελετώντας αναλυτικότερα τη μεσαιωνική επιστήμη και τις επιτεύξεις της, μπορούν οι ιστορικοί να δώσουν απάντηση στο περίπλοκο ερώτημα του « πώς η Δυτική επιστήμη ήταν βαθιά εξαρτώμενη μιας περίπλοκης ανταλλαγής με μη δυτικές επιστήμες». Όπως αναφέρει και ο ιστορικός Saleh Omar η επέκταση της επιστημονικής επανάστασης από τον 13ο αιώνα ,

« δίνει ένα νέο σθένος στο ερώτημα της αραβικής επιρροής ση μεσαιωνική λατινική επιστήμη και τελικά στην ευρωπαϊκή επιστήμη του 17ου αιώνα. Η αναβίωση της επιστημονικής δραστηριότητας στην Ευρώπη το 13ο αιώνα ακολούθησε τη μετάφραση στα λατινικά πολλών αραβικών μελετών σχετικά με την οπτική, αστρονομία, μαθηματικά και ιατρική καθώς και πολλών ελληνικών μελετών οι οποίες ήταν επίσης μεταφρασμένες από τα αραβικά κατά το τέλος του 12ου αιώνα και τις αρχές του 13ου».

Η παραδοσιακή Δυτική αντίληψη αναφορικά με την Αραβική - Μουσουλμανική επιστήμη, έχει μια τάση να παραβλέπει την επιρροή της στην επιστημονική επανάσταση στην Ευρώπη. Για παράδειγμα σε μια έκθεση του 1931 η οποία ανασκοπούσε την μετάφραση και μεταβίβαση Αραβικών-Μουσουλμανικών κειμένων, ο ιστορικός Max Meyerhof επικαλέστηκε την λέξη ‘αποθήκη’ για να περιγράψει την Αραβική-Μουσουλμανική επιστήμη. Περιληπτικά έγραψε.

« Κοιτώντας πίσω θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ισλαμική επιστήμη και ιατρική αντανακλά το φως του Ελληνικού ήλιου όταν η μέρα τους είχε φύγει και λάμπουν σαν φεγγάρι, φωτίζοντας τις σκοτεινότερες νύχτες του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα. Ότι μερικά φωτεινά αστέρια δάνεισαν το φως τους και το φεγγάρι και τα αστέρια ομοίως εξασθενίζουν στη χαραυγή μιας καινούριας μέρας- της Αναγέννησης».

Μολονότι μια παλαιότερη γενιά μελετητών αναγνώρισε τις επιτεύξεις των Αραβικών-Μουσουλμανικών και άλλων μη δυτικών επιστημονικών παραδόσεων, πολλοί από αυτούς τους μελετητές επικαλέστηκαν την αντίληψη της ‘αποθήκης’ και παρέβλεψαν την άμεση επίδραση της Αραβικής-Μουσουλμανικής επιστήμης στους πρωτοπόρους της επιστημονικής επανάστασης. Εξαίρεση αποτελούσε ο ιστορικός και μεσαιωνιστής Herbert Butterfield, ο οποίος στο βιβλίο του ‘Η καταγωγή της μοντέρνας επιστήμης’ (The Origins of Modern Science) , σημειώνει ότι ένας μουσουλμάνος γιατρός του13ου αιώνα υποστήριξε πολύ νωρίτερα από τον Ηarvey ότι ο μοναδικός τρόπος για να κινηθεί το αίμα από την δεξιά στην αριστερή κοιλία της καρδιάς ήταν μέσω των πνευμόνων. Παρά το γεγονός ότι η ανακάλυψη του Ηarvey σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος μπορεί να ήταν μια περίπτωση ‘εκ νέου ανακάλυψης’, ένα μέρος αυτής είχε ήδη διαμορφωθεί από την Αραβική-Μουσουλμανική επιστημονική παράδοση. Ο Άραβας φιλόσοφος Αverroes (ή Ibn Rushd )είχε μια μεγάλη επιρροή στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας όπου σπούδασε ο Ηarvey. Συνεπώς ο Ηarvey χρωστάει ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του στους καθηγητές του και στους προγενέστερους στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, οι οποίοι ανέπτυξαν την πειραματική προσέγγιση της βιολογίας. Παρόλο που η Πάδοβα ήταν ένα Αριστοτελικό σχολείο, το πανεπιστήμιο προσέγγιζε τον Αριστοτέλη με μία λαϊκή και συνεπώς κριτική αντίληψη. Όπως επισημαίνει και ο Βutterfield «οι Παδοβιανοί είχαν την τάση να υιοθετήσουν αυτόν τον τρόπο σκέψης γιατί αποτελούσαν ένα Αβεροικό πανεπιστήμιο, βλέποντας τον Αριστοτέλη σαν ένα φως του Άραβα σχολιαστή Αverroes».

Η έρευνα σχετικά με την επιρροή του Αραβικού-Μουσουλμανικού κόσμου στην πρώιμη μοντέρνα φυσική και οπτική έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Ο ιστορικός George Saliba έχει παραμερίσει την εθνοκεντρική ιδέα ότι η Αραβική-Μουσουλμανική επιστήμη αποτελούσε απλώς μια αποθήκη της ελληνικής επιστήμης η οποία ενεργοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης. Αντιθέτως ο Saliba και άλλοι μελετητές υποστήριζαν μια επιστημονική επανάσταση στον Αραβικό-Μουσουλμανικό τρόπο σκέψης η οποία έλαβε χώρα τον 13ο και 14ο αιώνα και έχει γίνει γνωστή ως η σχολή του Μaraba. Οι ιστορικοί έχουν αποδείξει στενούς παραλληλισμούς μεταξύ της δουλειάς του Κοπέρνικου και αυτής του μουσουλμάνου αστρονόμου Ιbn al-Shatir από τη Δαμασκό. Οι λεπτομέρειες αυτής της μεταβίβασης πρέπει να μελετηθούν πιο αναλυτικά, αλλά είναι γεγονός ότι ο Κοπέρνικος έχει δανειστεί κατά ένα μεγάλο ποσοστό από τις επιτεύξεις του Αραβικού-Μουσουλμανικού σχολείου.

Μια παρόμοια επιχειρηματολογία είναι δυνατή για το Γαλιλαίο ο οποίος όπως και ο Ηarvey ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα. Παρά το γεγονός ότι γύρω στο 1620 το πανεπιστήμιο είχε αποκτήσει τη φήμη ενός συντηρητικού σχολείου, όπου περιπατητικοί μελετητές υπεραμύνονταν της Αριστοτέλειας φυσικής σε βάρος των καινούριων ιδεών του Γαλιλαίου, ο Βutterfield υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο Γαλιλαίος μπορεί να είχε επηρεαστεί από τη γενική πειραματική προσέγγιση της βιολογίας καθώς και της λαϊκής προσέγγισης του Αριστοτέλη. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Γαλιλαίος είχε ένα αντίγραφο του βιβλίου ‘Οpticae Thesaurus (ο θησαυρός της οπτικής) του Ιbn al-Haytham (Alhazen) , ενός Άραβα επιστήμονα ο οποίος ήταν γνωστός για τις πειραματικές μεθόδους του. Ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε τη δουλειά του Ιbn al-Haytham για να αντικρούσει τη θεωρία ότι η σελήνη ήταν ένας γυαλισμένος καθρέφτης και είναι πολύ πιθανό ο μουσουλμάνος επιστήμονας να είχε μια γενικότερη επίδραση στη δουλειά του Γαλιλαίου. Επιπλέον ο Κepler επίσης μελέτησε το έργο του Αlhazen , ενώ ένας μεγάλος αριθμός Δυτικών μελετητών επηρεάστηκε από αυτόν τον άραβα επιστήμονα ειδικό στην οπτική.

Η επίδραση της Αραβικής-Μουσουλμανικής επιστήμης στους ηγέτες της επιστημονικής επανάστασης έχει ολοκάθαρα αποτελέσει θέμα σοβαρών ερευνών. Παρόμοιες μελέτες δείχνουν πως ένας αριθμός τεχνολογικών καινοτομιών στη Δύση-με το βάρος ή με το νερό κινούμενο ρολόι, υαλοποιία, γοτθική αρχιτεκτονική, υδραγωγείο καθώς και μηχανές παραγωγής χαρτιού- αποτελούσαν τεχνολογικές μεταφορές από τον Ισλαμικό κόσμο. Κατά αυτόν τον τρόπο η μελέτη της μεταβίβασης της μεσαιωνικής Ισλαμικής επιστήμης και τεχνολογίας στη Δύση μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση άλλων, περισσότερο περίπλοκων, προτύπων μεταβίβασης.

Μια άλλη μελέτη η οποία ανακινεί το ερώτημα μιας πολυπολιτισμικής ιστορίας της επιστήμης και τεχνολογίας, είναι η ιστορία των μαθηματικών. Για παράδειγμα στο ‘Τhe Crest of the Peacock (Το λειρί του παγωνιού), ο μαθηματικός ιστορικός George Gheverghese Joseph υποστηρίζει ότι οι Ευρωκεντρικές αξίες τείνουν να ξεκινούν με τα κλασικά Ελληνικά μαθηματικά και να μειώνουν την επίδραση των αιγυπτιακών και μεσοποτάμιων μαθηματικών στην ελληνική σκέψη. Ο Joseph δείχνει πώς τα προγενέστερα των ελληνικών μαθηματικά των Αιγυπτίων και Μεσοποτάμιων, είναι πολύ περισσότερο περίπλοκα από ότι αρχικά είχε θεωρηθεί και αυτές οι μαθηματικές παραδόσεις μπορεί να είχαν μια πολύ μεγαλύτερη επίδραση στους Έλληνες από ότι είχε προηγουμένως αναγνωρισθεί. Ανοίγει επίσης το ‘μαύρο κουτί’ ή ‘πολυεθνικό κουτί’ των Ευρωπαϊκών Σκοτεινών Χρόνων για να αποκαλύψει ένα πολυσύνθετο σύνολο συνεχιζόμενων ανταλλαγών μεταξύ Αράβων, Ινδών, Κινέζων και άλλων μη ευρωπαϊκών μαθηματικών. Για παράδειγμα ο Joseph δείχνει πώς οι μεσαιωνικοί Ινδοί μαθηματικοί στην Κerala ανέπτυξαν μαθηματικά συγγενικά των σημερινών υπολογισμών και ανακινεί κατά αυτόν τον τρόπο το αναπάντητο ερώτημα της ινδικής επίδρασης στους μεσαιωνικούς, Άραβες μαθηματικούς και μέσω αυτών στα μοντέρνα ευρωπαϊκά μαθηματικά. Ο Joseph απομυθοποιεί επίσης τη θεωρία της ‘αποθήκης’ της μεσαιωνικής ισλαμικής επιστήμης, εξηγώντας το βασικό ρόλο που έπαιξαν οι ισλαμικοί μαθηματικοί με το να συνδυάσουν γεωμετρικές παραδόσεις των Ελλήνων με τις αλγεβρικές και αριθμητικές προσεγγίσεις της Βαβυλωνίας, Ινδίας και Κίνας.

Η προσεγμένη δουλειά των μελετητών της μεσαιωνικής Αραβικής-Ισλαμικής επιστήμης υπονομεύει επίσης την έκταση στην οποία η επιστημονική επανάσταση ήταν πραγματικά επαναστατική. Η όλη ιδέα της Επαναστατικής Επανάστασης μπορεί κάποια μέρα να απορριφθεί ως εθνοκεντρική. Παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι φυσικοί φιλόσοφοι της περιόδου αυτής, είναι αξιέπαινοι για τις επιτεύξεις τους, υπάρχει μια ιδεολογική ποιότητα στον τρόπο που γράφεται η ιστορία γύρω από μια διαχωριστική γραμμή γεγονότων όπου το πριν αποτελεί την προεπιστήμη και το μετά την επιστήμη. Υπήρχαν και άλλες επαναστάσεις ή δραματικές αλλαγές στην επιστημονική και τεχνολογική γνώση, ειδικά πέρα από τη Δύση, όπως η σχολή του Μaraba. Το γεγονός ότι η ετικέτα της επιστημονικής επανάστασης Δε δίνεται κατά τον ίδιο τρόπο και στις επιμέρους αναπτύξεις, η ιδέα της μοναδικής επιστημονικής επανάστασης τείνει να τοποθετήσει την Εξέχουσα Λευκή Φυλή, στις αρχές της μοντέρνας Ευρώπης, σε ένα βάθρο και να υποβαθμίσει οποιονδήποτε άλλον σε μια δευτερεύουσα ιδιότητα.

Μια από τις επιπτώσεις του ανοίγματος του ‘μαύρου κουτιού’ των πηγών της ‘επιστημονικής επανάστασης’ είναι η ίδια η ιδέα της ‘Δυτικής επιστήμης’ η οποία ολοένα και περισσότερο γίνεται προβληματική και εθνοκεντρική. Σίγουρα ακούγεται πολύ καλύτερα το να μιλάμε για μια μοντέρνα ή κοσμοπολίτικη επιστήμη από το να αναφερόμαστε στη δυτική επιστήμη και αυτό γιατί η επιστήμη εφαρμόζεται σε όλον τον κόσμο ακριβώς όπως εφαρμοζόταν στην περίοδο η οποία προηγήθηκε της επιστημονικής επανάστασης. Αυτό το οποίο μπορεί να συμβαίνει είναι το ότι οι Ευρωπαίοι και οι από τους Ευρωπαίους καταγόμενοι λαοί, αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι η τεράστια διεθνής ανταλλαγή η οποία χαρακτηρίζει την κοσμοπολίτικη επιστήμη και τεχνολογία του σήμερα, μπορεί να μην είναι αποκλειστική του 19ου και 20ου αιώνα. Αντιθέτως, ακόμη και κατά την περίοδο της προέλευσης της μοντέρνας επιστήμης και πριν από αυτήν, υπήρχαν συνεχιζόμενες ανταλλαγές μεταξύ της Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς θεσμούς και τρόπους κοινωνικής οργάνωσης οι οποίοι εξαπλώνονται αργά, οι επιστημονικές και τεχνολογικές ιδέες διαδίδονται γρήγορα πέρα από τα πολιτιστικά σύνορα. Αυτές οι ιδέες μεταφέρονται στους διάφορους πολιτισμούς και πολλές φορές αφομοιώνονται χωρίς να απειλούν τις ήδη υπάρχουσες αρχές. Κατά αυτό τον τρόπο η επιστήμη και τεχνολογία εξαπλώνεται γρήγορα και αθόρυβα.

Η αντίληψη της επιστήμης από μια πολυπολιτισμική προοπτική μπορεί να βοηθήσει στην απόφευξη του αναλογισμού της από μια διεθνή προοπτική. Παρά το ότι η ιστορική έρευνα φέρνει στο φως ολοένα και περισσότερες αποδείξεις για τις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών και μη μαθηματικών, τεχνολογίας και φυσικής επιστήμης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι διαφορετικοί πολιτισμοί διατηρούν το ξεχωριστό ύφος τους στον επιστημονικό τρόπο σκέψης τους. Μία περίπτωση είναι η ελληνική γεωμετρία σε αντιπαράθεση με την άλγεβρα της Εγγύς Ανατολής και Ινδίας. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση οι διαφορετικές μαθηματικές και επιστημονικές παραδόσεις, συνθέτουν ρεύματα εθνομαθηματικών και εθνοεπιστήμης. Η επιστήμη του Copernicus, Kepler, Harvey, Bacon, Galileo, Newton μπορεί καλύτερα να θεωρηθεί ως μια πρώιμη μοντέρνα δυτική επεξεργασία και ανάπτυξη ενός πολυπολιτισμικού επιστημονικού και μαθηματικού κληροδοτήματος, παρά ως μια ανάπτυξη μιας εξέχουσας διεθνούς επιστήμης.

Τεχνολογικά τοτέμ στην Πρώιμη Μοντέρνα Επιστήμη

Προτιμώ να αναλογίζομαι τους Ευρωπαίους φυσικούς φιλόσοφους από τον Κοπέρνικο έως τον Νεύτωνα, ως μελετητές οι οποίοι επανεξέταζαν τον φυσικό τους κόσμο σε αρμονία με τις αλλαγές οι οποίες λάβαιναν χώρα στις κοινωνίες τους. Παρήγαγαν ένα δυτικό προϊόν βασιζόμενο σε ένα διεθνές επιστημονικό κληροδότημα και οι ιδέες τους δεν προέρχονταν από εξέχουσες μεγαλοφυίες αλλά από γενικές συζητήσεις και διάλογους οι οποίοι λάβαιναν χώρα στις σύγχρονες κοινωνίες τους. Για αυτό ακριβώς το λόγο είναι μία σημαντική εργασία το να συγκρίνουμε τους αρχικούς μοντέρνους φυσικούς φιλόσοφους της Ευρώπης με τους αρχικούς μοντέρνους κοινωνικούς φιλόσοφους όπως τον Machiavelli, Hobbes και Locke.

Οι φυσικοί και κοινωνικοί φιλόσοφοι μοιράζονταν ένα σύνολο κοινών ιδεών οι οποίες πρότειναν τρόπους με τους οποίους η επιστήμη συμμετείχε στην παραγωγή και αναπαραγωγή της αρχικής μοντέρνας κοινωνίας. Για παράδειγμα το ‘Δυτικό’ ύφος δημιουργίας της επιστήμης έτρεψε δέος στην ιδέα των φυσικών νόμων που διέπουν την κυκλοφορία και μηχανική κίνηση των σωμάτων (ουρανίων, γήινων, σωμάτων ζώων, οικονομικών, κοινωνικών) Επιπλέον η εμφάνιση μιας αναλυτικής και εμπειρικής προσέγγισης της φύσης, η οποία την διέσπασε σε σωματίδια, στοιχεία και άλλες μικρές μονάδες, είναι παρεμφερής με την ιδεολογία του ατομικισμού σε θεωρίες σχετικά με τις κοινωνίες. Ο John Locke και άλλοι πρώιμοι μοντέρνοι αστικοί φιλόσοφοι, υποστήριζαν την αντίληψη του κράτους ως ένα κοινωνικό συμβόλαιο με τη συναίνεση των πολιτών και με τους νόμους της αστικής τάξης να κατευθύνουν τις ενέργειές τους κατά τον ίδιο τρόπο που οι φυσικοί νόμοι του Θεού διέπουν τις κινήσεις των πλανητών και των ατόμων. Επιπλέον η επεξεργασία της μεθοδολογίας σαν ένα είδος καταστατικού χάρτη επιστημονικής έρευνας, καταλήγει εφοδιάζοντας την επιστήμη με μια ομάδα κανόνων, κατά τον ίδιο τρόπο που το σύνταγμα εφοδιάζει το κράτος με νόμους ή η νομοθεσία ορίζει τους κανόνες λειτουργίας μιας επιχείρησης. Παρ’ότι η επιστημονική μέθοδος, σύνταγμα ή νομοθεσία μπορεί να μην ακολουθούνται στην πράξη (και γι’αυτό το λόγο δεν αποτελούν απαραίτητα κανόνες), γίνονται σημεία αναφοράς σε μια ιδεολογία η οποία διέπει τη λειτουργία της επιστήμης, του κράτους και της επιχείρησης. Τελικά η εισαγωγή του πειραματισμού σαν τόπος δημόσιας συζήτησης, ήταν παρόμοια με την εμφάνιση της ψήφου και των εκλογών σαν ένας λογικός τρόπος επίλυσης δημοσίων διαφορών ή της αγοράς σαν ένας λογικός τρόπος επίλυσης των διαφορών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.

Η επιστήμη της επιστημονικής επανάστασης είναι επομένως μια ‘εθνοεπιστήμη’ αφού αρθρώνει και βοηθά στη συγκρότηση του πολιτισμού και της κοινωνίας στην οποία έχει παραχθεί. Από τη μια μεριά η επιστήμη του 16ου και 17ου αιώνα στην Ευρώπη δανείζεται γνώσεις πολλών πολιτισμών και υπό αυτή την έννοια είναι πολυπολιτισμική. Από την άλλη μεριά όμως τα στοιχεία ποικίλων συστημάτων γνώσεων είναι με τέτοιο τρόπο συνυφασμένα, ώστε αποτελούν και αναπαράγουν τον πολιτισμό των κοινωνιών της πρώιμης μοντέρνας Ευρώπης και ιδιαίτερα την εμφάνιση των αστικών πολιτισμών στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη.

Πολλές μελέτες σχετικά με το επιστημονικό/κοινωνικό στυλ, έχουν συγκεντρώσει την προσοχή τους στο ερώτημα του πώς η κοινωνία διαμόρφωσε την απαρχή της μοντέρνας επιστήμης. Αυτές οι μελέτες εστιάζουν την προσοχή τους σε μια ομάδα παραγόντων οι οποίοι λειτουργούν είτε ως κίνητρο είτε ως ανασταλτικός παράγοντας στην επιστημονική ανάπτυξη. Παρ’ότι το όλο θέμα είναι ενδιαφέρον, αυτές οι συζητήσεις εύκολα μπορεί να αποτελέσουν θέμα συζήτησης αρχαιοδιφών με μειωμένη απήχηση. Ο λόγος για τον οποίο μελετώ τη φυσική φιλοσοφία της απαρχής της μοντέρνας Ευρώπης, είναι γιατί θέτει σε λειτουργία ένα σύνολο υποθέσεων σχετικά με την επιστήμη και το φυσικό κόσμο, που δίνει σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο επιτελέστηκε η επιστήμη και τεχνολογία μέχρι τις μέρες μας. Παράλληλα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ανέπτυσσαν καινούριους θεσμούς και ιδεολογίες οι οποίες ισχύουν και σήμερα: καπιταλισμός, συνταγματικές κυβερνήσεις, θρησκευτικός πλουραλισμός κ.τ.λ. Όπως και οι ιστορικοί Steven Shapin και Simon Schaffer έχουν υποστηρίξει στο ‘Leviathan and the Air Pump’ , η φυσική φιλοσοφία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση των μοντέρνων κοινωνιών όπως ακριβώς η επιστήμη έχει συμβάλλει στην αναπαραγωγή τους. Για αυτό το λόγο τα επόμενα κεφάλαια εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο η απαρχή της μοντέρνας επιστήμης αποτέλεσε μέρος της αρχικής μοντέρνας κοινωνίας. Η προσοχή μου εστιάζεται στον προτεσταντισμό και καπιταλισμό, στη νατουραλιστική ορθοδοξία, στην πατριαρχία και στην αποικιοκρατία.

Προτεσταντισμός και Καπιταλισμός

Οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης έχουν υποστηρίξει ότι ένας βασικός προσανατολισμός της γεννώμενης κοινωνίας ήταν οι κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες επέτρεψαν την προβολή της επιστήμης μ’έναν καθιερωμένο τρόπο σαν μία αυτόνομη κοινωνική δραστηριότητα. Στην Δυτική Ευρώπη μια γενική ιστορική διαδικασία οδήγησε στην διάσταση ή στην διαφοροποίηση ποικίλων σφαιρών της κοινωνίας- οικονομία, πολιτεία, εκκλησία κ.ο.κ- που επίσης επέτρεψε την ανάπτυξη της επιστήμης ως μία σχετικά αυτόνομη δραστηριότητα, όσο σχετικά ανεξάρτητη μπορεί να είναι άμεσης θρησκευτικής ή πολιτικής επιρροής. Αυτή η διαδικασία κορυφώθηκε με τον σχηματισμό των επιστημονικών κοινωνιών τον 17ο αιώνα, αλλά όπως ο ιστορικός Τoby Huff αναφέρει στη σχετική μελέτη του ‘Η Εμφάνιση της Πρώιμης Μοντέρνας Επιστήμης’ (Τhe Rise of Early Modern Science), από τον 12ο και 13ο αιώνα σημαντικά επιτεύγματα στην ορθολογική οργάνωση του νόμου και της θρησκείας στην Ευρώπη, αποτέλεσαν το πνευματικό υπόβαθρο για την επιστημονική επανάσταση.

Οι έννοιες της αυτονομίας, του εξορθολογισμού και της διαφοροποίησης, ως στοιχεία κλειδιά στην ιδέα της μοντέρνας κοινωνίας, οφείλουν πολλά στο έργο του Μax Weber(1978). Ο Γερμανός κοινωνιολόγος είναι ίσως ο μοναδικός στοχαστής ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με το πρόβλημα της νεωτερικότητας και γιατί αυτό παρουσιάστηκε στη Δύση. Χρησιμοποίησε τον όρο εξορθολογισμός για να περιγράψει τη γενική διαδικασία μέσω της οποίας οι κοινωνίες αυξανόμενα κυβερνούνται από όλο και περισσότερο πολύπλοκες γραφειοκρατίες, αυξημένη διαφοροποίηση των λειτουργιών και περισσότερο από ποτέ, πολύπλοκα συστήματα κανόνων και διαδικασιών.

Στις δυτικές χώρες η διαδικασία του εξορθολογισμού υπέστη δραματικές μεταβολές, περίπου από το 1500 έως και το 1800 ή την περίοδο που είναι γνωστή ως η εμφάνιση της νεωτερικότητας. Στο πολιτικό επίπεδο για παράδειγμα, ένας αριθμός επαναστάσεων είχε σαν αποτέλεσμα την μετατροπή των πολιτικών συστημάτων από μοναρχίες, στις οποίες η εξουσία βασιζόταν στην αρχή της παράδοσης, όπως η κληρονομική διαδοχή μέσα σε μια βασιλική οικογένεια, σε συνταγματικές μοναρχίες ή δημοκρατίες στις οποίες η εξουσία βασιζόταν σε μια απαίτηση να αντιπροσωπευτεί η κοινωνία και σε ένα κράτος νόμου. Αντίστοιχα στο οικονομικό επίπεδο, η αριστοκρατία, της οποίας ο πλούτος μετριόταν με βάση τα βασιλικά προνόμια και την ιδιοκτησία της γης, εκτοπίστηκε από την εμφανιζόμενη αστική κεφαλαιοκρατική τάξη της οποίας ο πλούτος ήταν ανάλογος της συσσώρευσης του κεφαλαίου μέσω της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου μέσω των αγορών.

Η εμφάνιση του Προτεσταντισμού και της μοντέρνας επιστήμης, είναι δυο πνευματικά επιτεύγματα τα οποία συμβαδίζουν με τις γενικότερες μεταβολές στην κοινωνική δομή. Ο Κarl Marx και ο Frederick Engels παρατήρησαν αυτή τη σχέση, αλλά ήταν με την κλασική μελέτη του Μax Weber ‘ Η Ηθική του Προτεσταντισμού και το Πνεύμα του Καπιταλισμού’ (The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism) που μια ολοκληρωμένη κοινωνιολογική ανάλυση του προβλήματος εμφανίστηκε. Ο Weber ξεκίνησε με την παρατήρηση ότι στην Ευρώπη της εποχής του και ιδιαίτερα στη Γερμανία, οι Προτεστάντες έτειναν να αντιπροσωπεύονται δυσανάλογα ανάμεσα στους κατόχους του κεφαλαίου, στους επικεφαλείς των επιχειρήσεων και στα ανώτερα κλιμάκια των εργαζομένων. Παρατήρησε επίσης ότι οι περιοχές στις οποίες ήταν περισσότερο προηγμένος ο καπιταλισμός (Ολλανδία, Αγγλία, Νέα Αγγλία και Σκωτία), ήταν οι ίδιες περιοχές στις οποίες άνθιζε ο προτεσταντισμός. Όπως ο ίδιος ο Weber αναγνώρισε και οι μεταγενέστεροι μελετητές επίσης υποστήριξαν, ο προηγμένος βιομηχανικός καπιταλισμός δεν ήταν με κανένα τρόπο περιορισμένος στους Προτεστάντες και τις προτεσταντικές περιοχές. Για παράδειγμα ο κοινωνιολόγος Robert Bellah υποστήριξε ότι η θρησκεία του Τokugawa Japan ήταν κατά κάποιο τρόπο συγκρίσιμη με τον Προτεσταντισμό. Ωστόσο ο Weber βρήκε ότι η σχέση μεταξύ του προτεσταντισμού και του καπιταλισμού, ήταν τόσο προφανής στην Ευρώπη ώστε να απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση και ανάλυση.

Ο Weber υποστήριξε ότι ορισμένες πτυχές του Προτεσταντισμού συντέλεσαν σε μια εξορθολογικοποιημένη μορφή βιομηχανικού καπιταλισμού η οποία εμφανίστηκε ιδιαίτερα έντονα στη δυτική Ευρώπη. Στο ερώτημα ποιο προκάλεσε ποιο (οι καπιταλιστές διάλεξαν τον Προτεσταντισμό γιατί συνέπιπτε με τα συμφέροντά τους ή οι Προτεστάντες έγιναν καλοί καπιταλιστές διότι ήταν εργατικοί και σώφρονες ή και τα δύο) δεν μπορεί να δοθεί σαφής απάντηση και μάλιστα το ζήτημα αυτό έχει αποτελέσει θέμα συζήτησης σε έναν φαινομενικά ατελείωτο κοινωνιολογικό διάλογο. Ύστερα από προσωπική ανάγνωση των συζητήσεων αυτών, οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός ήταν σε γενικές γραμμές ο καθοριστικός παράγοντας (οι καπιταλιστές επέλεξαν και διαμόρφωσαν τον Προτεσταντισμό) αν και υπάρχει το ενδεχόμενο σημαντικής τοπικής απόκλισης. Ωστόσο προτιμώ να αποφύγω εντελώς το γνωστό ερώτημα «κότας και αυγού» διότι έτσι τείνει να χαθεί το γενικότερο νόημα ότι δηλαδή ο καπιταλισμός και ο Προτεσταντισμός ήταν δύο κομμάτια του πρώιμου σύγχρονου πολιτισμού που είχαν μια ιδιαίτερη σύγκλιση δομής. Δανειζόμενος μια αλχημική μεταφορά από τον ποιητή Γκαίτε, ο Weber είπε ότι είχαν μια ‘εκλεκτική συγγένεια’ το ένα για το άλλο. Εξετάζω την ανάλυση του Weber λεπτομερώς διότι η σχέση μεταξύ Προτεσταντισμού και καπιταλισμού παρέχει ένα μοντέλο για έναν τύπο ανάλυσης της σχέσης μεταξύ επιστήμης και καπιταλισμού.

Ο Weber υποστήριξε ότι η πρώτη μορφή του Προτεσταντισμού- ο Λουθηρανισμός που εμφανίστηκε στη βορειότερη Γερμανία και Σκανδιναβία- ανέπτυξε μια πολύ σημαντική έννοια που οδήγησε στη μεθοδική επιδίωξη του πλούτου, απαραίτητη για τη σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού. Η έννοια αυτή, «το κάλεσμα», υπονοούσε προσωπική δέσμευση στην εργασία και αποδίδεται με τον όρο «επάγγελμα» ή σύμφωνα με τη σημερινή γλώσσα «καριέρα». Αν και η επαγγελματικοποίηση των περισσότερων ασχολιών, συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης, δεν πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, η έννοια του επαγγέλματος ήταν αναμφίβολα ένα στοιχείο που συνέβαλε στην καθιέρωση της επιστημονικής έρευνας ως ενός σχετικά αυτόνομου κοινωνικού τομέα.

Ο Weber επίσης υποστήριξε ότι ο Λουθηρανισμός ήταν μόνο ένα πρώτο στάδιο στην εμφάνιση μιας μορφής Προτεσταντισμού που οδήγησε σε καπιταλιστική δραστηριότητα. Το δεύτερο στάδιο ο Καλβινισμός, ήταν συνδεδεμένος με τον Ελβετό θεολόγο Jean Calvin αλλά είχε επίσης επιρροή ανάμεσα στους Πουριτανούς στην Αγγλία, στη Σκωτία και στις Βρετανικές αποικίες του Νέου Κόσμου. Σύμφωνα με την καλβινική θεολογία η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται πλέον μέσω της εκκλησίας και των μυστηρίων. Αντί αυτών εξαρτιόταν από την εσωτερική κατάσταση και το επίπεδο πίστης του πιστού. Ο Καθολικισμός δεν απαιτούσε τον ίδιο βαθμό ‘διεθνοποίησης’ της πίστης- κάποιος μπορούσε να είναι καλός Καθολικός πηγαίνοντας στην εκκλησία, κάνοντας συνεισφορές, συμμετέχοντας στα μυστήρια και κάνοντας ‘ καλές πράξεις’. Για τον Καλβινιστή όμως η σωτηρία βασιζόταν στην εσωτερική κατάσταση της χάριτος.

Το Καλβινικό Δόγμα οδηγεί όμως σε μια ειρωνική διαστροφή: για να είναι κανείς σίγουρος για την κατάσταση της χάριτός του πρέπει να ασχολείται με τα εγκόσμια- υπηρεσίες στην κοινότητα και σκληρή δουλειά- αφιερωμένα στη δόξα του Θεού. Οι καλές πράξεις είναι σύμφωνα με τον Weber «τα τεχνικά μέσα με τα οποία δεν εξαγοράζουμε τη σωτηρία, αλλά διώχνουμε το φόβο της καταδίκης». Επιπλέον όχι μόνο πρέπει κάποιος να κάνει καλές πράξεις, αλλά πρέπει να αποφεύγει να κάνει και κακές. Με άλλα λόγια το Καλβινικό δόγμα απαιτεί αυτοπειθαρχία σε υψηλό βαθμό. Η ζωή της μεθοδικής αυτοσυγκράτησης παρέχει την ιδανική φόρμουλα για τον καπιταλιστή: κάποιος που εργάζεται πολύ και ξοδεύει λίγο. Ο Καλβινικός Θεός προστατεύει τους πιστούς κάθε στιγμή. Όπως ο Άγιος Βασίλης, που ξέρει ποιος ήταν άτακτος ή ήσυχος, πότε οι άνθρωποι κοιμούνται ή είναι ξύπνιοι, έτσι και ο Καλβινικός Θεός γνωρίζει ποιος ήταν καλός ή κακός. Κατά μία έννοια κρατά ένα καθολικό για τους πάντες. Ο Θεός είναι ένας λογιστής της αμαρτίας όπως ο Καλβινιστής καπιταλιστής είναι ένας λογιστής των κεφαλαίων.

Τρεις από τις πιο σημαντικές απόψεις των σύγχρονων Δυτικών πολιτισμών της Προτεσταντικής Βορειότερης Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, εκφράζονται μέσα από την Καλβινιστική διατύπωση του Προτεσταντισμού. Η πρώτη άποψη, ο ατομικισμός και η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, σήμαινε να στηρίζεται κανείς μόνο στην πίστη του και τις γραφές και όχι στην εξουσία της εκκλησίας ή του κράτους. Η δεύτερη, καλές πράξεις και συνεισφορά στην κοινότητα, μετατράπηκε σε πατριωτισμό, αστικό ηρωισμό και αστική θρησκεία. Η τρίτη, η ηθική της εργασίας, καλούσε τους πιστούς να ασχολούνται με τα εγκόσμια, όπως οι επιχειρήσεις και έφτανε στο σημείο να θεωρεί τη συσσώρευση του πλούτου ως ένα σύμβολο της χάρης του Θεού. Σύμφωνα με το γνωστό ρητό, ο Θεός βοηθά αυτούς που βοηθούν τον εαυτό τους. Ταυτόχρονα όμως αν οι πιστοί απολάμβαναν τον πλούτο τον οποίο εργάστηκαν τόσο σκληρά για να αποκτήσουν, θα κινδύνευαν να βγουν από τον ίσιο δρόμο και να υποκύψουν στις απολαύσεις της σάρκας και τους πειρασμούς του διαβόλου. Έτσι σύμφωνα με τον Weber, «όταν ο περιορισμός της κατανάλωσης συνδυάζεται με αυτήν την αποδέσμευση της πλεονεκτικής δραστηριότητας, το αναπόφευκτο πρακτικό αποτέλεσμα είναι προφανές: συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω ασκητικής πίεσης για αποταμίευση».

Ο Weber δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος για την πρόγνωση του σύγχρονου πολιτισμού. Πίστευε ότι ο κόσμος γινόταν όλο και πιο ορθολογικοποιημένος, γραφειοκρατικοποιημένος και υλιστικός. Εν ολίγοις, ο κόσμος είχε χάσει την επαφή του με την αυθεντική θρησκευτική έννοια του καλέσματος και της εξύμνησης του Θεού μέσω της δουλειάς κάποιου. Στο τέλος της ‘Ηθικής του Προτεσταντισμού’ (The Protestant Ethic), ο Weber περιέγραψε μία κοινωνία ‘Φράνκεστάιν’, στην οποία ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν τόσο εκτός ελέγχου ώστε έφτασε στο σημείο να απειλεί να καταβροχθίσει τον πολιτισμό αλλά και την ίδια την ανθρωπότητα. Ο θρήνος του αυτός δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο αφού έχει επαναληφθεί από πολλούς κοινωνικούς στοχαστές σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο κριτικός πολιτισμού και πολιτικός θεωρητής Langdom Winner του έδωσε μια ονομασία: το ζήτημα των ‘τεχνικών εκτός ελέγχου’. Σε μια παράγραφο που συχνά παραθέτει στα κείμενά του ο Weber, παρατηρεί ότι «ο Πουριτανός ήθελε να εργάζεται μέσω ενός καλέσματος, είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε αυτό». Είδε το τελικό αποτέλεσμα του ασκητικού καπιταλισμού ως τη μεγάλη βιομηχανική κοινωνία η οποία κατέληξε εκτός ελέγχου. Για τον Πουριτανό, η ενασχόληση με τα υλικά αγαθά υποτίθεται ότι έπρεπε να ακουμπά στους ώμους του ‘σαν ελαφρύ πέπλο’ αλλά όπως ο Weber έγραψε, «η ίδια η μοίρα αποφάσισε αυτό το πέπλο να μετατραπεί σε σιδερένιο κλουβί».

Ο Weber είχε ακόμα λιγότερα να πει για την επιστήμη και την τεχνολογία για την ίδια, αλλά πίστευε ξεκάθαρα ότι ήταν μέρος της ίδιας γενικής ιστορικής διαδικασίας του εξορθολογισμού και της νεωτερικότητας. Σε μια υποσημείωση στη ‘Ηθική του Προτεσταντισμού’ έγραψε ότι για τους Πουριτανούς και τους άλλους ασκητικούς Προτεστάντες,

όπως ο Χριστιανός είναι γνωστός από τους καρπούς της πίστης του, η επίγνωση του Θεού και των σχεδίων Του μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της γνώσης των Έργων Του... Ο εμπειρισμός του 17ου αιώνα αποτέλεσε το μέσο για τον ασκητισμό ώστε να αναζητήσει το Θεό στη φύση. Έδειχνε να οδηγεί στο Θεό, παρόλο που ο φιλοσοφικός διαλογισμός απείχε από Αυτόν.

Θα πρόσθετα στην υποσημείωση του Weber ότι οι Προτεστάντες απέρριψαν το ρόλο του εκκλησιαστικού δόγματος ως ενδιάμεσου μεταξύ των πιστών και του Θεού, και αντί αυτού επέμειναν στην εξουσία που απόρρεε από την προσωπική ανάγνωση των γραφών. Ο Λούθηρος μετέφρασε τη Βίβλο στα γερμανικά έτσι ώστε οι οπαδοί του να έχουν τη δυνατότητα να τη διαβάσουν και να τη μελετήσουν οι ίδιοι, και οι Προτεστάντες σε άλλες χώρες σύντομα έκαναν παρόμοιες κινήσεις. Έτσι στον τομέα της θρησκείας οι Προτεστάντες άρχισαν να γίνονται δεκτικοί σε αυτό που κάποιος θα μπορούσε να ονομάσει μια πιο εμπειρική προσέγγιση των γραφών, η οποία βασίζεται στην άμεση ανάγνωσή τους αντί να ακολουθούνται οι ερμηνείες που δίνονταν από μια ιερατική ιεραρχία.

Όσον αφορά τα ερωτήματα σχετικά με την αστική θρησκεία και την ηθική της εργασίας, είναι επίσης δυνατό να συμπεράνουμε τις επιπτώσεις από την ανάλυση του Weber για τον Προτεσταντισμό στην επιστήμη. Ο Francis Bacon για παράδειγμα, υποστήριξε την αξία της φυσικής φιλοσοφίας διότι αυτή θα καθιστούσε τη φυσική γνώση διαθέσιμη όχι μόνο σε αυτόν που αναζητά, αλλά στο κράτος και την κοινωνία. Όμοια η ηθική της εργασίας προσανατόλισε τη δράση σε αυτόν τον κόσμο και έκανε τη σωματική εργασία ένα σύμβολο τιμής. Με παρόμοιο τρόπο οι εμφανιζόμενες φυσικές φιλοσοφίες είχαν σαν αντικείμενο αυτόν τον κόσμο και έκαναν τη σωματική εργασία του πειραματισμού κεντρικό σημείο των μεθόδων τους. Το εργαστήριο τότε είχε μια συγκεκριμένη εκλεκτική συγγένεια με την ηθική της εργασίας.

Ο Robert Merton , ένας από τους ιδρυτές της κοινωνιολογίας της επιστήμης στις Η.Π.Α., ανέπτυξε τη θέση του Weber στη διδακτορική διατριβή του, η οποία στη συνέχεια δημοσιεύτηκε το 1938 με τον τίτλο: ‘Επιστήμη, Τεχνολογία και Κοινωνία τον 17ο αιώνα στην Αγγλία’, (Science, Technology, and Society in Seventeenth-Century England). Ο Merton υποστήριξε ότι η έμφαση των Πουριτανών στη λογική « η οποία βασιζόταν εν μέρει στην αντίληψη της ορθολογικότητας ως ένας μηχανισμός για συγκράτηση των παθών» συνέβαλε στην επιστημονική σκέψη. Ο Merton ανέπτυξε επίσης τα σχόλια του Weber πάνω στον εμπειρισμό και τον Προτεσταντισμό, συνδέοντας την πειραματική μέθοδο με την ωφελιμιστική έμφαση του Πουριτανισμού:

Η Πουριτανική επιμονή στον εμπειρισμό και στην πειραματική προσέγγιση, συνδέθηκε στενά με την ταύτιση του διαλογισμού με την ματαιότητα, με την ανάλωση της σωματικής ενέργειας και με την διακίνηση των υλικών αντικειμένων με τη βιομηχανία. Το πείραμα ήταν η επιστημονική έκφραση των πρακτικών, ενεργών και μεθοδικών κλίσεων του Πουριτανισμού. Αυτό βέβαια Δε σημαίνει ότι το πείραμα προήλθε κατά οποιονδήποτε τρόπο από τον Πουριτανισμό. Αλλά όμως εξυπηρετεί στο να εξηγήσει τη θερμή υποστήριξη της νέας πειραματικής επιστήμης από αυτούς οι οποίοι είχαν τα μάτια τους στραμμένα προς τον άλλο κόσμο ενώ τα πόδια τους πατούσαν γερά σε αυτόν.

Ο Merton προσθέτει ότι αν και ο Πουριτανισμός ίσως δεν είχε άμεση επίδραση στην ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου, βοήθησε τη γνήσια επιστήμη καθιστώντας την μια ευγενή δραστηριότητα και επάγγελμα.

Ο ιστορικός Gary Deason ανέπτυξε αυτό το επιχείρημα παραλληλίζοντας τις αντιλήψεις για τη φύση που είχαν οι φυσικοί φιλόσοφοι και οι θεολόγοι της Αναμόρφωσης. Ο Καλβίνος για παράδειγμα, θεωρούσε ότι ο φυσικός κόσμος ήταν φτιαγμένος αποκλειστικά από τα ‘όργανα’ της δημιουργίας του Θεού. Με άλλα λόγια απογύμνωσε το φυσικό κόσμο από τη ζωντάνια του και προσπάθησε να τον μετατρέψει σε έναν πιο αδρανή κόσμο αντικειμένων. Οι φιλόσοφοι της επιστημονικής επανάστασης, όπως ο Robert Boyle, παρουσίασαν αυτήν την άποψη για τον φυσικό κόσμο τόσο στη σκέψη τους , όσο και στα κείμενά τους. Πιστεύοντας ότι η φύση ήταν άψυχη, ήταν πιο εύκολο να τη θεωρούν υποταγμένη σε νόμιμους τύπους και σε κανόνες. Ο Θεός προστέθηκε σε αυτή την εικόνα ως η αιτία πίσω από την κίνηση, ή σύμφωνα με τη θεωρία του Newton, ως η δύναμη πίσω από τη βαρύτητα.

Στο έργο της ‘Η πολιτιστική σημασία της Επιστημονικής Επανάστασης’ (The Cultural Meaning of the Scientific Revolution), η ιστορικός Margaret Jacob διερεύνησε ακόμα περισσότερο τους τρόπους με τους οποίους οι νέες φυσικές φιλοσοφίες αποτελούν τοτέμ τα οποία ταυτίστηκαν με διάφορες μορφές του Προτεσταντισμού και του αντιπαπισμού. Κάποιοι από τους απολογητές των νεοεμφανιζόμενων τομέων της μοντέρνας επιστήμης, όπως ο Francis Bacon, επέκριναν κατηγορηματικά την Καθολική εκκλησία και συνέταξαν τη νέα φυσική φιλοσοφία με την Αγγλικανική εκκλησία. Ο Bacon πίστευε ότι η επιστήμη θα βοηθούσε την εγκαινίαση μιας νέας εποχής- μιας καινούριας χιλιετίας- και αυτή τη χιλιετική παρόρμηση είχαν επίσης και οι σύγχρονοι με τον Bacon, Πουριτανοί. Επιπλέον ήδη από το 1650, η πεποίθηση ότι η επιστήμη μπορούσε να συμβάλλει στην αλλαγή της κοινωνίας υιοθετήθηκε από την Αγγλικανική ορθοδοξία και έτσι η νέα επιστήμη ευθυγραμμίστηκε σταδιακά με την ‘φιλελεύθερη’ Αγγλικανική’ θέση η οποία ανεχόταν τις Πουριτανικές αιρέσεις. Πράγματι, ο Jacob υποστηρίζει ότι ήδη από την εποχή του Newton η επιστήμη ήταν σε μικρότερο βαθμό μια έκφραση του Πουριτανισμού, από ότι του φιλελεύθερου ή ‘ελευθερόφρονος’ Προτεσταντισμού, αποτελώντας το κύριο γνώρισμα της Αγγλικανικής εκκλησίας στο τέλος του 17ου αιώνα.

Ιστορικές μελέτες της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης επισημαίνουν λοιπόν κάποιους τρόπους με τους οποίους ο Προτεσταντισμός, ο καπιταλισμός και οι νέες φυσικές φιλοσοφίες έγιναν συνυφασμένα τμήματα ενός νέου τύπου κοινωνίας. Οι θρησκευτικές κοινότητες δεν είναι καθόλου ομοιόμορφες σε διάφορες εποχές και χώρες της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης. Για παράδειγμα η θρησκευτική κοινότητα δεν ήταν τόσο καλά καθορισμένη τον 16ο αιώνα όσο ήταν τον 17ο αιώνα. Οι Προτεστάντες καταδίωκαν τον Kepler σε όλη την ήπειρο και αναγκάστηκε να καταφύγει με τους Ιησουίτες στο τέλος του 16ου αιώνα. Στην Αγγλία ένας αριθμός Προτεσταντών υποστήριξε μια επίσκεψη από τον αντί-Κοπερνιστή Comenius (Kominsky) καθώς και τη δημοσίευση πολλών εκδόσεων των βιβλίων του. Από την άλλη πλευρά ο Κοπέρνικος ήταν παπάς της Καθολικής εκκλησίας και είχε την υποστήριξη των ανωτέρων του για τη δημοσίευση του έργου του. Όμως ήδη από το 1620 και 1630- και ιδιαίτερα μετά τη δίωξη του Γαλιλαίου- οι συνθήκες ήταν ακόμα πιο δύσκολες στην Καθολική εκκλησία και έτσι αργότερα οι φυσικοί φιλόσοφοι βρήκαν μια πιο ζεστή φιλοξενία στις Προτεσταντικές χώρες, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ανερχόμενες εμπορικές τάξεις των χωρών αυτών. Για την Αγγλία του μέσου 17ου αιώνα υπάρχει σημαντική (αλλά ακόμη αμφισβητήσιμη) απόδειξη προς στήριξη της Πουριτανικής θρησκευτικής κοινότητας. Από το τέλος του 17ου αιώνα και την εποχή της Νευτώνειας σύνθεσης, η θρησκευτική κοινότητα μετατράπηκε περισσότερο σε μια φιλελεύθερη μορφή Αγγλικανισμού. Έτσι το να μιλά κανείς για Προτεσταντικές θρησκευτικές κοινότητες, είναι σαν να μιλά για συγκεκριμένες μορφές Προτεσταντισμού που ποικίλουν ανάλογα με την εποχή και τις εθνικές κουλτούρες, και ακόμη είναι σαν να αναγνωρίζει ότι δεν υποστήριζαν όλοι οι Προτεστάντες ανά τον κόσμο τις νέες φυσικές φιλοσοφίες. Όμοια δεν ήταν όλοι οι νέοι φυσικοί φιλόσοφοι Πουριτανοί ή ακόμη και Προτεστάντες, αλλά ούτε και ζούσαν σε Προτεσταντικές χώρες. Αυτό που συνέβαινε ήταν ότι τόσο ο Προτεσταντισμός όσο και η επιστήμη, ήταν εκφράσεις των εμφανιζόμενων σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών στην Ευρώπη και ότι και οι δύο είχαν κάποιες κοινές θεμελιώδεις αντιλήψεις με τις νέες κοινωνικές μορφές του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Mε τον ίδιο τρόπο που ο Προτεσταντισμός ήταν στενά συνδεδεμένος με τις εμφανιζόμενες τάξεις που έγιναν τελικά οι σημερινοί καπιταλιστές, έτσι και οι νέοι φυσικοί φιλόσοφοι συχνά έβρισκαν θερμή ανταπόκριση σε αυτήν την κοινωνική τάξη. Ο Boris Hessen, ένας Σοβιετικός φυσικός και ιστορικός σύγχρονος του Merton, ανέπτυξε μια καλή επιχειρηματολογία για μια άμεση σχέση μεταξύ επιστήμης και καπιταλισμού, η οποία δεν απαιτούσε τον Προτεσταντισμό ως μεσάζοντα. Ο ίδιος υποστήριξε ότι οι περισσότερες από τις λύσεις και τις θεωρίες στην Principia του Newton, συνδέονται άμεσα με τα προβλήματα που οι σύγχρονοι με αυτόν αντιμετώπιζαν στους τομείς της μεταφοράς του νερού, της εξόρυξης και των εχθροπραξιών. Στο ίδιο ύφος ο Jacob έδειξε επίσης πόσο γρήγορα επιχείρησαν οι φυσικοί φιλόσοφοι να εφαρμόσουν τη γνώση τους στην υπηρεσία του κράτους, των εμπόρων και τελικά της νέας βιομηχανικής τάξης. Θα πρόσθετα ότι στην Ιταλία ο Γαλιλαίος πολύ σύντομα άρχισε να βγάζει κέρδος από την πώληση του τηλεσκοπίου στους εμπόρους και οι συμπατριώτες του συνέτριβαν επίσης τη θεωρία της κίνησης του Αριστοτέλη, δείχνοντας πώς η νέα θεωρία των τροχιών των βλημάτων θα οδηγούσε σε πιο ακριβείς εχθροπραξίες. Έτσι αν κάποιος επιθυμεί να εντοπίσει τις στενές σχέσεις μεταξύ των φυσικών φιλοσοφιών, του Προτεσταντισμού και του Καπιταλισμού ή απλά να πάει κατευθείαν στην ουσιαστική βάση πολλών επιτευγμάτων της φυσικής φιλοσοφίας, το τελικό συμπέρασμα παραμένει το ίδιο: οι νέες φυσικές φιλοσοφίες ήταν στενά συνδεδεμένες με την εμφανιζόμενη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.

Αν παραβλέψουμε τις διαφορές μεταξύ Weber, Merton και Hessen και οι δύο πλευρές παρέχουν μια δομή για να δούμε την πρώιμη μοντέρνα επιστήμη σε τοτεμική σχέση με μια αναδυόμενη αστική κοινωνία. Σε γενικό επίπεδο οι πρώτοι σύγχρονοι φυσικοί φιλόσοφοι ήταν αντίθετοι προς το δογματισμό των σχολαστικών φιλοσοφιών της φύσης όπως ακριβώς οι μεταρρυθμιστές Προτεστάντες ήταν αντίθετοι προς τις δογματικές θρησκευτικές θεολογίες ή οι καπιταλιστές ήταν εναντίον των αριστοκρατικών προνομίων και περιορισμών στις οικονομίες των αγορών. Βέβαια υπήρχε μεγάλη δυνατότητα για τοπικές διαφοροποιήσεις, καθώς επίσης και για μεμονωμένα άτομα που είχαν ιδέες που δεν συμβάδιζαν με τις κοινωνίες τους. Παρόλα αυτά υπάρχουν πολλά αποδεικτικά στοιχεία που επισημαίνουν συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ θεολογίας, φυσικής φιλοσοφίας και ανερχόμενων κοινωνικών τάξεων και θεσμών, του τύπου που αναφέρεται εδώ. Ο συστηματικός εμπειρισμός και μηχανισμός που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι σύγχρονοι φυσικοί φιλόσοφοι για να περιγράψουν το φυσικό κόσμο, ήταν μια εκδοχή μιας συνολικής πολιτιστικής πολιτικής της ορθολογικής οργάνωσης, που περιέβαλε το κράτος, την οικονομία, τη θρησκεία και άλλους τομείς της ζωής.

Νατουραλιστική Ορθοδοξία

Οι πρώτοι σύγχρονοι φυσικοί φιλόσοφοι ίσως φαίνονται να είναι οι ριζοσπάστες και οι αιρετικοί της εποχής τους. Η περίπτωση της δίωξης του Γαλιλαίου από την Καθολική εκκλησία συντελεί σε αυτήν την εικόνα και υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις δίωξης ή επίθεσης τόσο από την Καθολική εκκλησία όσο και από ένα μέρος του Προτεσταντικού κλήρου. Αυτό που ίσως είναι λιγότερο κατανοητό είναι το κοινό μέτωπο που συγκροτήθηκε στις δημόσιες συζητήσεις μεταξύ των φυσικών φιλοσόφων και των αρχηγών της εκκλησίας. Μέχρι να αποκατασταθεί μια ειρηνική συνύπαρξη, όπως συνέβη αρχικά στις Προτεσταντικές χώρες, οι φυσικοί φιλόσοφοι και οι αρχηγοί της εκκλησίας είχαν να αντιμετωπίσουν ένα κοινό εχθρό: τις μάγισσες, τους μάγους και ένα υπόβαθρο από άλλες μαγικές δραστηριότητες και αποκρυφιστικές ομάδες. Αν και οι εκκλησίες πολέμησαν αυτές τις ομάδες σε ηθικό επίπεδο, οι πρώτοι φυσικοί φιλόσοφοι άρχισαν να αναπτύσσουν μια ορθολογική εξήγηση για να τις αντιμετωπίσουν σε φιλοσοφικό επίπεδο. Στη πορεία η αίρεση μετατρεπόταν σε ετεροδοξία ή ψευδοεπιστήμη.

Ένα μεγάλο μέρος της μελέτης πάνω στον αποκρυφισμό στην πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη, έγινε πρώτα από τον ιστορικό Frances Yates, του οποίου η έρευνα αποκάλυψε ένα πολιτιστικό σύμπλεγμα κρυμμένο πίσω από την επιφάνεια των επίσημων ιστοριών για την επιστήμη, την εκκλησία και το κράτος, Οι στοχαστές της Αναγέννησης έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τις διάφορες αποκρυφιστικές δραστηριότητες όπως τη μαγεία, την αστρολογία και την αλχημεία (παλιές ιδέες που σήμερα λέγονται μερικές φορές ιδέες της Νέας Εποχής). Ανάμεσα στα δόγματα της Αναγέννησης ήταν ο ερμητισμός, του οποίου οι οπαδοί πίστευαν ότι οι άνθρωποι ήταν ικανοί να συμμετέχουν στη θειότητα ακόμα και να επικοινωνούν κατευθείαν με το Θεό. Πίστευαν επίσης ότι τα αστέρια και οι πλανήτες έχουν ψυχές και μπορούν να ελεγχθούν μέσω της μαγείας ώστε να αλλάζουν τις ζωές των ατόμων και τα κοινωνικά πεπρωμένα. Το δόγμα επομένως μπορεί να θεωρηθεί κάτι παράλληλο με τη σημερινή αστρολογία, με μια μυστικιστική προέκταση που συνεπάγεται πίστη στην άμεση θεϊκή γνώση μέσω θρησκευτικής εμπειρίας.

Ο όρος ερμητισμός προέρχεται από τον Hermes Trismegistus, τα συγγράμματα του οποίου μεταφράστηκαν κατά την περίοδο της Αναγέννησης. Παρόλο που απεδείχθη ότι είναι Έλληνας φιλόσοφος του 3ου αιώνα μ.Χ., τον καιρό εκείνο προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον γιατί οι μελετητές της Αναγέννησης πίστευαν ότι ήταν αρχαίος Αιγύπτιος, ίσως σύγχρονος με τον Μωυσή. Έτσι για τους σοφούς της Αναγέννησης η σοφία του αντιπροσώπευσε την καθαρή γνώση της απαρχής του χρόνου. Οι ερμητιστές πίστευαν ότι η ‘αρχαία αληθινή φιλοσοφία’ του Hermes Trismegistus, είχε υποστεί φθορά κατά τη μεταβίβασή της στους Έλληνες και την Ιουδαίο-Χριστιανική παράδοση.

Τα ερμητικά δόγματα συμβάλανε ποικιλοτρόπως στην απαρχή της μοντέρνας επιστήμης. Για παράδειγμα η συνηγορία του Γαλιλαίου υπέρ της ηλιοκεντρικής εικόνας του σύμπαντος και ο διωγμός του από την Καθολική εκκλησία είναι πασίγνωστα, αλλά λιγότερο γνωστοί είναι οι τρόποι με τους οποίους ο Γαλιλαίος κατέληξε να ταυτιστεί με τον ερμητισμό. Το 1584 ο Ιταλός διανοούμενος και διπλωμάτης Giordono Bruno είχε γράψει ‘Το Δείπνο της Καθαρής Τετάρτης’ (La Cena de le Ceneri/ The Ash Wednesday Supper), στο οποίο επιχειρηματολόγησε ότι η Κοπέρνικη αντίληψη σηματοδότησε μια επιστροφή στην ‘αρχαία αληθινή φιλοσοφία’ του ερμητισμού. Ο Bruno επίσης πίστευε ότι μια συνέπεια της αποδοχής της αρχαίας φιλοσοφίας θα ήταν η ενότητα μεταξύ των φιλελεύθερων Άγγλων Προτεσταντών και των φιλελεύθερων Γάλλων Καθολικών. Ο ήλιος (συμπεριλαμβανομένης και της ηλιοκεντρικής εικόνας του σύμπαντος) έγινε ένα σύμβολο του πολιτικού προγράμματος της ενοποίησης μέσω της απόκρυφης φιλοσοφίας του ερμητισμού. Το 1591 ο Bruno αιχμαλωτίστηκε από την Ιερά Εξέταση, της οποίας οι αξιωματούχοι τον φυλάκισαν και ύστερα από αρκετά χρόνια τον έκαψαν στην πυρά. Πολιτικά ο διωγμός του Bruno ήταν ένα σύνθημα σταλμένο από τον Πάπα, που ήταν σύμμαχος με τους Hapsburgs της Ισπανίας και Γερμανίας, δείχνοντας έτσι, ότι δεν θα υπήρχε ανοχή σε τέτοιες παρεκκλίσεις. Μέσα σε τέτοιο πλαίσιο υψηλές πολιτιστικές ερμηνείες αποδόθηκαν στις ηλιοκεντρικές θεωρίες, συνδεόμενες με προδοτική πολιτική.

Παρόλο που ο Γαλιλαίος πιθανότατα δεν ενδιαφερόταν πολύ για τις ερμητικές ιδέες, αντιμετώπισε το στίγμα να χαρακτηριστεί ως ερμητιστής. Άλλοι πρώιμοι φυσικοί φιλόσοφοι δήλωναν ανοιχτά το ενδιαφέρον τους στον ερμητισμό και την αλχημεία. Για παράδειγμα στον ‘Διαφωτισμό των Μυστικιστών’ (The Rosicrucian Enlightenment), ο Yates ανακαλύπτει ίχνη ερμητικών ή αποκρυφιστικών επιρροών που φτάνουν στα ιδρυτικά μέλη του Βρετανικού Βασιλικού Κύκλου. Ο Νεύτωνας αφιέρωσε τεράστιο χρονικό διάστημα στη σπουδή της αλχημείας και όσο περισσότερο κάποιος μελετά αυτόν, τόσο λιγότερο μοντέρνος φαίνεται. Γενικά, η μελέτη του στην αλχημεία όπως επίσης και εκείνη για τους περισσότερο ριζοσπαστικούς στοχαστές και ερμητιστές, ορίζει μια υπόμνηση ότι ο 17ος αιώνας είχε μια πολύ διαφορετική κουλτούρα από αυτή του 19ου και 20ου αιώνα.

Παρόλο που ο Νεύτωνας και μερικοί από τους φυσικούς φιλόσοφους που είχαν τις ίδιες ιδέες με αυτόν, ενδιαφερόντουσαν για τις ερμητικές και άλλες αποκρυφιστικές ιδέες, αυτές οι ιδέες γρήγορα έφθασαν να καταλάβουν μια ετερόδοξη θέση. Αντί για αυτές, οι φυσικοί φιλόσοφοι κατέληξαν να παραδεχθούν αυτό που εγώ θα ονομάσω νατουραλιστική ορθοδοξία, η οποία παραδέχθηκε μια πνευματική τάξη στο σύμπαν αλλά αρνήθηκε την ύπαρξη μαγικών δυνάμεων, τη μεσολάβηση πνευμάτων ή δαιμόνων, αστρολογικών δυνάμεων και αλχημικής μυστικής γνώσης. Η νέα κοσμολογική τάξη περιέγραψε σωστά την αναδυόμενη κοινωνική τάξη. Το σύμπαν διαιρέθηκε σε πνευματικούς, φυσικούς και κοινωνικούς χώρους, όπως ακριβώς ο γρήγορα μεταβαλλόμενος κοινωνικός κόσμος, επέτρεψε διαιρέσεις εξουσίας μεταξύ της εκκλησίας, του αναδυόμενου επιστημονικού κόσμου και της πολιτείας. Οι ηγετικές ομάδες στις τρεις επικράτειες, συγκλίνανε στο κοινό στόχο να εξαλείψουν τις πρακτικές μαγείας και την εναλλακτική εκλαϊκευμένη γνώση. Πουριτανοί μεταρρυθμιστές κατέστρεψαν εικόνες και σύμβολα μαγείας στις εκκλησίες τους και οι φυσικοί φιλόσοφοι συνηγόρησαν υπέρ των πειραματικών μεθόδων για να αντικαταστήσουν τη μυστικιστική διαίσθηση και μαγεία.

Μαζί με τη σύσταση της νατουραλιστικής ορθοδοξίας, αναδύθηκε μια αντιπολιτισμική ετεροδοξία. Στην Αγγλία, Πουριτανοί μεταρρυθμιστές και επαναστάτες βρέθηκαν παραγκωνισμένοι από μία σειρά ριζοσπαστικών ομάδων- τους Levellers, Diggers, Quakers, Ranters κ.λ.π.- που απαιτούσαν μια σειρά από πολιτικές αλλαγές. Οι μεταρρυθμίσεις τους απλώνονταν στους εξής τομείς της κοινωνίας τους: πολιτική ( ένας ‘άνθρωπος’ μία ψήφος), οικονομικά ( ανακατανομή ιδιοκτησίας), θρησκεία ( τέλος στην εκκλησιαστική δεκάτη, απόλυτη θρησκευτική ανεκτικότητα), κοινωνία ( το κήρυγμα και η ψήφος στο εκκλησίασμα δικαίωμα των γυναικών) και τρόπος ζωής (επικρίσεις πουριτανικών περιορισμών στο κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ και σεξουαλική απελευθέρωση). Οι ριζοσπαστικές ομάδες είχαν επίσης μια διαφορετική άποψη για τη γνώση: τους ενδιέφερε ο ερμητισμός πιο πολύ και συχνά υποστήριζαν την ενυπάρχον, παρά την υπερβατική, άποψη για το Θεό. Με άλλα λόγια, πίστευαν ότι ο Θεός είναι «πανταχού παρόν», μέσα σε όλα τα πράγματα ειδικά στη φύση.

Ένας από τους ηγετικούς φυσικούς φιλοσόφους της Αγγλίας στα μέσα του 17ου αιώνα, ο Robert Boyle, ανήκε στην ομάδα των μετριοπαθών Πουριτανών μεταρρυθμιστών που απέρριψαν την επίθεση των πιο ριζοσπαστικών ομάδων. Η σωματιδιακή φιλοσοφία του Boyle - μια αρχική μοντέρνα έκδοση της ατομιστικής θεωρίας της ύλης- εκ των υστέρων μπορεί να φανεί ως ένα σημαντικό βήμα εξέλιξης της μοντέρνας χημείας και φυσικής, αλλά τότε έπαιξε ρόλο στο γενικό σύνολο της διαμάχης μεταξύ των μετριοπαθών Πουριτανών μεταρρυθμιστών και των ριζοσπαστικών αντιπάλων τους. Ο Boyle πίστευε ότι η ύλη αποτελείται από νεκρά άτομα που συγκρούονται το ένα με το άλλο και ότι αυτές οι συγκρούσεις- μέσω θεϊκής βούλησης- οργανώνονταν σε πρότυπα ή νόμους. Έτσι η θεωρία του μπορούσε να δοκιμαστεί μέσω εμπειρικών παρατηρήσεων των νόμιμων χημικών αντιδράσεων.

Συγχρόνως όμως, η σωματιδιακή φιλοσοφία του Boyle είχε πολιτικές εμπλοκές. Η μηχανική γνώμη του για την ύλη ήταν σύμφωνη με την ορθόδοξη χριστιανική άποψη που υποστήριζε έναν δυϊσμό ύλης και πνεύματος. Σε αντίθεση, το ενυπάρχον των ριζοσπαστικών ή η πανθεϊστική τους άποψη, υποστήριζε ότι το πνεύμα ήταν μέσα στην ύλη. Ο Jacob υποστηρίζει ότι η πανθεϊστική άποψη της φύσης ανταποκρίθηκε στη ριζοσπαστική πολιτική άποψη που αμφισβήτησε την παραδοσιακή εξουσία εκκλησίας και πολιτείας. Εάν ο ‘Θεός’ ή το πνεύμα ήταν παντού, στη φύση και στα ανθρώπινα όντα, τότε θα ήταν πιθανό να φανταστούμε την εκκλησία σαν μια κοινότητα πιστών που δεν θα χρειαζόταν τη στήριξη της επίσημης εκκλησίας ή του κράτους. Ούτε, για τον ίδιο λόγο, θα ήταν αναγκαία η στήριξη της επίσημης εκκλησίας μέσω της δεκάτης, υποχρεωτικού φόρου του 10% του εισοδήματος κάποιου.

Συνεπώς, η σωματιδιακή φιλοσοφία του Boyle, απέκτησε σημασία σε αντίθεση με τις ριζικές πανθεϊστικές απόψεις που συνδέονταν με τα ριζοσπαστικά δημοκρατικά κινήματα της εποχής. Επιπρόσθετα, η επαγωγική ή πειραματική πλευρά των νέων φυσικών φιλοσοφιών, συνδεόταν επίσης και με τις πολιτικές διαμάχες. Οι ριζοσπαστικές ομάδες ακόμα υποστήριζαν ότι η γνώση παράγεται μέσω μαγείας, μυστικιστικής εμπειρίας ή άμεσης αποκάλυψης. Αντίθετα με αυτές τις ομάδες, οι φυσικοί φιλόσοφοι ισχυρίζονταν ότι η γνώση έρχεται μέσω λεπτομερούς παρατήρησης, και πειραματισμού. Παρόλο που οι φυσικοί φιλόσοφοι έπαιξαν κάποιο ρόλο στη διοχέτευση της θεϊκής γνώσης, αυτή η δίοδος πραγματοποιήθηκε περισσότερο μέσω της Γραφής παρά μέσω των διαφόρων μορφών άμεσου πειραματισμού που βρίσκονταν, και ακόμα βρίσκονται, στην αντικουλτούρα της θρησκευτικής ιατρικής και επιστημονικής ετεροδοξίας.

Έτσι, ακόμα και τον 17ο αιώνα, η αναδυόμενη καπιταλιστική τάξη και οι σχετικές με αυτήν θρησκευτικές και επιστημονικές ιδεολογίες είχαν ήδη τεθεί υπό αμφισβήτηση από τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες. Αυτές οι ομάδες υποστήριξαν πολλές αλλαγές οι οποίες συνοδεύτηκαν από ριζικά κινήματα των τελευταίων αιώνων, όπως ήταν οι ουτοπικές σοσιαλιστικές ομάδες του 19ου αιώνα και τα κομμουνιστικά κινήματα που απέκτησαν επιρροή στον 20ό αιώνα.Εκτός από την απαίτησή τους για ανακατανομή του πλούτου, οι διάφορες ριζοσπαστικές ομάδες αμφισβήτησαν την υλιστική και μηχανιστική πλευρά της φύσης για χάρη μιας πιο πανθεϊστικής και ιερατικής άποψης.

Η αντιπολιτισμική ετεροδοξία περιλάμβανε επίσης δημοφιλείς δοξασίες και πρακτικές (έθιμα) σχετικά με μάγισσες, μαύρη μαγεία και ‘σοφούς’ θεραπευτές. Ο διωγμός των μαγισσών ήταν ένα περίπλοκο φαινόμενο που διέφερε από τόπο σε τόπο, αλλά διάφορες μελέτες έχουν αποδείξει τη σχέση του φαινομένου με τις προκαλούμενες από τον καπιταλισμό ταξικές διαμάχες καθώς επίσης και με τον εκσυγχρονισμό της πατριαρχίας.Ηδη από το 1584, κριτικοί όπως ο Reginald Scot, διέδιδαν νατουραλιστικές θεωρίες που περιέγραφαν τις μάγισσες ως βασανισμένες από φυσικές διαταραχές όπως τη μελαγχολία, τον πρόδρομο αυτού που σήμερα αποκαλείται κατάθλιψη. Σαν μέρος της γενικής Προτεσταντικής επίθεσης στην Καθολική κληρονομιά της μαγείας, οι νατουραλιστικές θεωρίες μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις υπερφυσικές θεωρίες δαιμονικής παρέμβασης και έτσι να μεγαλώσουν το χάσμα μεταξύ λαϊκών ερμηνειών και των ερμηνειών της αφρόκρεμας, των εκλεκτών. Οι νατουραλιστικές θεωρίες μαγείας αποτέλεσαν τα πρώτα βήματα του μετασχηματισμού των ηθικών προβλημάτων σε ιατρικά. Ωστόσο, αν οι μάγισσες επικαλούνταν υπερφυσικές δυνάμεις, ή ήταν απλά θύματα μελαγχολίας, απεικονίζονταν ούτως ή άλλως ως παθολογικές. Έτσι, σεβόμενες τις λαϊκές παραδόσεις, οι νατουραλιστικές θεωρίες μαγείας αντιπροσώπευσαν μια συνέχεια της θέσης τους ως ετεροδοξία, αλλά τώρα μεταλλάχθηκαν από την ηθική ετεροδοξία της αίρεσης, στην νατουραλιστική ετεροδοξία της αρρώστιας και της ψευδοεπιστήμης.

Ένα παράδοξο αρχίζει να διαφαίνεται. Η φιλολογία στην καπιταλιστική Προτεσταντική σχέση, δείχνει ότι οι πρώτες μοντέρνες φυσικές φιλοσοφίες είναι τοτέμ μιας αναδυόμενης εκσυγχρονισμένης κοινωνίας που σημαδεύεται από θρησκευτικό εξορθολογισμό, καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις και συνταγματική κυβέρνηση. Επειδή οι μοντέρνες φυσικές φιλοσοφίες ήταν μέρος της απόρριψης μιας παλαιότερης κοινωνικής και διανοητικής τάξης, έφεραν μαζί τους ένα προοδευτικό πολιτικό μήνυμα. Εν τούτοις, η σύγχρονη κοινωνική τάξη συγκροτήθηκε από τη δομή μιας νέας ορθοδοξίας και μιας αντίστοιχης αντικουλτούρας. Η αντικουλτούρα διέφερε λίγο από την αίρεση της παλαιότερης κοινωνίας, αφού η νέα κοινωνία επέτρεψε μερικώς, τη δημόσια συζήτηση και αμφισβήτηση ετερόδοξων ιδεών. Μια κοινωνία αναδύθηκε, στην οποία ήταν δυνατό να υπάρχει μια αντικουλτούρα ετερόδοξων πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και επιστημονικών ιδεών. Καθώς ο ερμητισμός και άλλα απόκρυφα δόγματα, εκδιώχθηκαν από τη φυσική φιλοσοφία, βρήκαν καταφύγιο στις αναδυόμενες ριζοσπαστικές ομάδες. Οι ομάδες πρότειναν εναλλακτικές γνώσεις και κοινωνικές δομές που έρχονταν σε αντίθεση με τις υποστηριζόμενες από τους φυσικούς φιλοσόφους και τις επίσημες εκκλησίες, με τον ίδιο περίπου τρόπο που γινόταν με τις λαϊκές παραδόσεις τοπικής μαγείας, μαύρης μαγείας και θεραπείας. Σαν αποτέλεσμα, μια αντιπολιτισμική γνωστική παράδοση αναδύθηκε. Η βασική πολιτιστική δομή παρέμεινε ως έχει μέχρι τους τελευταίους αιώνες, από το Πνευματιστικό κίνημα και τις ουτοπικές κοινότητες του 19ου αιώνα, μέχρι τους χίπυς και το κίνημα της Νέας Εποχής (New Age Movement) του 20ού αιώνα.

Πατριαρχεία

Μια απαίτηση των ριζοσπαστικών Αγγλικών ομάδων ήταν το δικαίωμα να κηρύσσουν (το λόγο του Θεού) οι γυναίκες, και πολλοί από τους μάγους που εδιώχθησαν κατά τη περίοδο της μανίας κατά της μαγείας, ήταν γυναίκες. Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή η μαγεία είχε συνδεθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με το γυναικείο φύλο, είναι μάλλον απόρροια της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η διαφοροποίηση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο σε επαφή με το συναισθηματικό- διαισθητικό κομμάτι του εαυτού τους χρησιμοποιώντας το παράλληλα με τη λογική για την αντίληψη και αξιολόγηση των διαφόρων καταστάσεων. Οι άνδρες αντίθετα αποφαίνονται βασιζόμενοι κυρίως στη λογική επεξεργασία των πραγμάτων. Έτσι λοιπόν αυτή η έντονη διαισθητική ικανότητα των γυναικών, θεωρήθηκε από ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, ως μια υπερφυσική δραστηριότητα με διαβολικές προεκτάσεις και έγινε η αφορμή για να αποδοθούν στις γυναίκες χαρακτηρισμοί όπως μανιοκαταθλιπτικές ή περιπτώσεις με έντονα παθολογικά προβλήματα. Σε αυτό συντέλεσαν κατά μεγάλο ποσοστό και οι προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη οι οποίες στρέφονταν ενάντια σε κάθε τι άγνωστο και έξω από τα όρια της αυστηρής θεϊκής επιταγής. Η γέννηση της σχέσης αντικουλτούρας- ορθοδοξίας, προτείνει ακόμα έναν άλλο τρόπο με τον οποίο οι μοντέρνες φυσικές φιλοσοφίες έπαιξαν ρόλο στην παραγωγή της καινούριας κοινωνικής τάξης. Όπως ο ιστορικός David Noble επιχειρηματολογεί στο ‘Ένας κόσμος χωρίς Γυναίκες’ (A world without Women) η μοντέρνα επιστήμη αναδύθηκε από την μοναστηριακή παράδοση του μοναστικού σχολαστικισμού. Η ανδροκρατική όψη της μεσαιωνικής γνώσης συνέχισε να τροφοδοτεί τη μοντέρνα επιστήμη και τα τεχνικά επαγγέλματα, που ακόμα και σήμερα παραμένουν στην κυριαρχία των ανδρών. Επιπλέον, όπως πολλοί φεμινιστές μελετητές έχουν διαπιστώσει, όχι μόνο η επιστήμη και τεχνολογία κυριαρχούνται από άνδρες σε θεσμικές και επαγγελματικές διαστάσεις, αλλά είναι επίσης συχνά υπό την κυριαρχία και την προκατάληψη ανδροκρατικώς εδραιωμένων απόψεων που διαμορφώνουν το περιεχόμενο. Το γεγονός ότι η επιστήμη ήταν και συνεχίζει να είναι σε μεγάλο βαθμό ανδροκρατούμενη οφείλεται στο ότι η απαρχή της έγινε από άνδρες. Οι πρώτοι που ανέπτυξαν επιστημονικές δραστηριότητες ήταν μοναχοί, οι οποίοι ευνοημένοι από το ήρεμο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν και σε συνδυασμό με τον ελεύθερο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους, στράφηκαν στην παρατήρηση και μελέτη των διαφόρων φαινομένων της φύσης. Στη συνέχεια οι δραστηριότητες αυτές επεκτάθηκαν και εκτός των μοναστικών κοινωνιών, καθιστώντας την επιστήμη αντικείμενο μελέτης κυρίως μόνο των ανδρών δεδομένου της μορφής που είχε τότε η κοινωνία. Δηλαδή η απουσία των γυναικών από την επιστημονική ενασχόληση οφειλόταν στη θέση που τους είχε καθορίσει η κοινωνία, η οποία δεν τους επέτρεπε να έχουν ουσιαστικό ρόλο σε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής δραστηριότητας, και όχι σε διανοητική ανικανότητα. Αν και αυτή η κατάσταση επικρατούσε την εποχή της γέννησης της επιστήμης, ακόμα και σήμερα παρά τη σταδιακή ανάπτυξη των φεμινιστικών κινημάτων και τους συνεχείς αγώνες που οδήγησαν στην αναβάθμιση του ρόλου της γυναίκας, η παρουσία της στον επιστημονικό τομέα παραμένει περιορισμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ανδρική. Αυτό δεν αφορά μόνο την άνιση κατανομή των θέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών στον επιστημονικό εργασιακό χώρο, αλλά και ότι η επιστήμη ως προς το περιεχόμενό της διακατέχεται από ανδροκρατούμενες πεποιθήσεις και αντιλήψεις.Η έλλειψη λοιπόν γυναικείας προσέγγισης του επιστημονικού περιεχομένου ίσως να στέρησε από την επιστήμη τη δυνατότητα να οδηγηθεί σε διαφορετικούς δρόμους. Δηλαδή αν τα ίδια ερεθίσματα είχαν υποστεί κάποια άλλη επεξεργασία, ιδωμένα μέσα από το γυναικείο πρίσμα θα μπορούσαν να οδηγήσουν την επιστήμη και κατ’επέκταση την ανθρωπότητα σε διαφορετικές προεκτάσεις.

Τελικά η ύπαρξη γενοποιημένων απόψεων της φύσης έχει επιπλοκές για την πολιτική της επιστήμης και τεχνολογίας και για την κοινωνική πολιτική που εξαρτάται από την επιστημονική και τεχνολογική γνώση. Οι γυναικείες απόψεις για τη φύση παρέχουν πηγές για διαφορετικούς και πολύτιμους τρόπους ‘ να δεις τη φύση’ και αλληλεπιδρούν αποτελεσματικά με αυτήν. Επιστήμες που δεν χρησιμοποιούν ούτε βοηθούν στην ανάπτυξη τέτοιων απόψεων, στερούνται της πιθανότητας πιο ακριβών και κατανοητών παρατηρήσεων της φύσης και εξηγήσεις αυτών. Ανθρωπολογιστική και περιβαντολλογική πολιτική ημερησίας διάταξης που δεν εκτιμά και αναπτύσσει αυτές, εξασφαλίζει την αποτυχία τους. Παρατηρητές έχουν αποδείξει το έντονο γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν πάρει το πάνω χέρι στη συγκρότηση και εδραίωση σημαντικών περιβαλλοντικών κινημάτων των τελευταίων δεκαετιών. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αναγνώριση της αξίας των διαφορετικών προσεγγίσεων μπορεί να ανοίξει νέους ορίζοντες για περαιτέρω συζήτηση που μπορεί να εμπλουτίσει τη σκέψη όλων των αντικρουόμενων πλευρών που εμπλέκονται με τέτοια ζητήματα. Η φεμινιστική επιστημονική σκέψη έχει δείξει ότι οι ανδροκρατικές απόψεις της επιστήμης είναι φανερές ακόμα και στις αρχικές διατυπώσεις της. Έτσι οι σχέσεις μεταξύ φύσης και επιστήμης των ανερχόμενων φυσικών φιλοσοφιών κατέληξαν να συνδέονται με τις σχέσεις των δύο φύλων των ανερχόμενων καπιταλιστικών πατριαρχιών.

Επιστρέφοντας στον Robert Boyle η φιλόσοφος Elisabeth Potter έχει προσθέσει το φύλο στην ήδη περίπλοκη εικόνα. Επανεξετάζοντας τις βαθμίδες ανάλυσης, θυμηθείτε πρώτα το πρόβλημα διόρθωσης μιας εκσυγχρονισμένης ή αστικής κοινωνίας. Σε αυτό το σημείο διαφώνησαν ο Shapin και ο Schaffer ότι δηλαδή η εμπειρική μέθοδος του Boyle είχε συνεισφορά στο διαχωρισμό μεταξύ αυτόνομων και δημόσιων χώρων που συνόδευε τους διάφορους εκλογικευμένους μετασχηματισμούς της νεωτερικότητας. Από την άποψη του ζητήματος των ορθοδοξιών και ετεροδοξιών ο Jacob απέδειξε πώς η σωματιδιακή θεωρία του Boyle δημιουργήθηκε σε αντίθεση με τις πανθεϊστικές θεωρίες των ριζοσπαστικών ομάδων. Η Potter τονίζει μια ακόμα ερμηνεία της θεωρίας του Boyle: Τις φυλετικές διαστάσεις της σωματιδιακής θεωρίας. Κάνει ανασκόπηση στις κατακτήσεις των γυναικών στις ανεξάρτητες εκκλησίες και στις διαδηλώσεις που έκαναν έξω από τη Βουλή γύρω στο 1640. Φέρνει σε αντιπαράθεση τον ακτιβισμό και τη δράση εκείνων των γυναικών, με τα ιδανικά των αστικών γυναικών που ήταν να μένουν στο σπίτι και να μεγαλώνουν τα παιδιά. Δηλαδή παρατηρούμε ότι η διαφοροποίηση της κουλτούρας δεν υπήρχε μεταξύ των δύο φύλων μόνο, αλλά και μεταξύ των ίδιων των γυναικών. Όπως για παράδειγμα γυναίκες και άνδρες που ζούσαν στις ίδιες ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες είχαν έναν τρόπο ζωής βασισμένο σε εντελώς διαφορετικά δεδομένα τα οποία ακολουθούσαν νόρμες καθορισμένες από το κοινωνικό status, το ίδιο φαινόμενο έχει διαπιστωθεί ότι συνέβαινε και στο γυναικείο φύλο. Ενώ λοιπόν κάποιες γυναίκες είχαν ήδη αρχίσει να αντιδρούν στα κοινωνικά κατεστημένα και να αγωνίζονται για τη διεκδίκηση πιο ενεργητικού ρόλου στη ζωή, ταυτόχρονα κάποιες άλλες ήταν αδιάφορες και αδρανείς παραμένοντας προσκολλημένες στο παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας. Πίστευαν δηλαδή ότι η γυναικεία δραστηριότητα θα έπρεπε να περιορίζεται εντός των ορίων του σπιτιού, και με βάση αυτό είχαν ως μοναδική έννοια τους τη φροντίδα της οικογένειας, δεχόμενες μάλιστα αδιαμαρτύρητα τη δεσποτική κυριαρχία του συζύγου / αφέντη.

Τελικά σημειώνει πως ο εργαστηριακός βοηθός του Boyle, Robert Hook, περιγράφει την ύλη σαν μια παθητική, αδρανής, θηλυκή αρχή, στην οποία κατηγορηματικά αποδίδει φύλο ως «ύλη» και διαφέρει από την αρσενική αρχή της κίνησης. Έτσι όχι μόνο τα σωματίδια επιδέχονται έναν πανθεϊστικό Θεό πέραν της φύσης, αλλά επιπλέον δημιουργούν μια παθητική θηλυκότητα σε αυτήν.

Η θέση ότι η νεωτερικότητα και η αρχική μοντέρνα επιστήμη ανέπλασαν τη Μητέρα Φύση σε ένα παθητικό και αδρανές αντικείμενο, η θέση αυτή είναι το θέμα του βιβλίου της Carolyn Merchant ‘Ο Θάνατος της Φύσης’ (The Death of Nature). Η ιστορικός και φυσικός αντιπαραθέτει ότι οι πρώτοι φυσικοί φιλόσοφοι, όπως ο Bacon, ανέπτυξαν μια σαφώς φυλετική άποψη της σχέσης μεταξύ φύσης και επιστήμης. Για αυτούς η επιστήμη ήταν η αρσενική δραστηριότητα που αποσκοπούσε στην παρατήρηση, ταξινόμηση, κατάταξη και κυριαρχία ενός φυσικού κόσμου, μια δραστηριότητα που για χιλιετίες οι Δυτικοί πολιτισμοί την συσχέτιζαν με το θηλυκό. Ανακατασκευάζοντας αυτόν τον κόσμο ως μηχανικό και αδρανή, οι πρώιμοι νέοι φυσικοί φιλόσοφοι ενδυνάμωσαν την αντίθεση αρσενικού θηλυκού αυτήν της ενεργητικότητας και παθητικότητας.

Έχοντας χωρίσει τον κόσμο σε δύο μέρη - αυτό που γνωρίζει ( που διαθέτει το μυαλό) και αυτό που γνωρίζεται (φύση) - η επιστημονική ιδεολογία ορίζει μια πολύ συγκεκριμένη σχέση μεταξύ αυτών των δύο. Ορίζει τις αλληλεπιδράσεις οι οποίες ολοκληρώνουν αυτήν την ένωση, που είναι αυτό που οδηγεί στη γνώση. Όχι μόνο έχει αποδοθεί στο μυαλό και τη φύση φύλο, αλλά στην χαρακτηριζόμενη ως αρσενική επιστημονική και αντικειμενική σκέψη, η ίδια η δραστηριότητα μέσω της οποίας αυτός που αναζητά τη γνώση μπορεί να την αποκτήσει είναι επίσης γενοποιημένη. Η σχέση που καθορίζεται ανάμεσα σε αυτόν που γνωρίζει και το αντικείμενο της γνώσης είναι μια σχέση απόστασης και διαχωρισμού. Είναι η σχέση μεταξύ ενός υποκειμένου και ενός αντικειμένου που είναι δραστικά χωρισμένα, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμιά εγκόσμια σχέση. Για να το θέσουμε απλά, η φύση έχει αντικειμενοποιηθεί. Ο «αγνός και νόμιμος γάμος» του Bacon ολοκληρώνεται μέσω της λογικής παρά μέσω του συναισθήματος, μέσω «παρατήρησης» περισσότερο από «άμεση» αισθητήρια εμπειρία. Τα μοντέλα της επαφής καθορίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζουν συναισθηματική και σωματική απαραβατικότητα για το υποκείμενο. Ταυτόχρονα με την διαίρεση του κόσμου σε υποκείμενο και αντικείμενο έχουμε κατά ανάλογο τρόπο το διαχωρισμό των τύπων της γνώσης σε υποκειμενική και αντικειμενική. Το επιστημονικό μυαλό διαχωρίζεται από αυτό που πρέπει να μελετηθεί (άγνωστο) δηλαδή από την φύση και η αυτονομία του - και για αυτόν τον λόγο και η αντίστοιχη αυτονομία του αντικειμένου - είναι εγγυημένη (ή τουλάχιστον έτσι έχει θεωρηθεί παραδοσιακά), απομακρύνοντας τα μοντέλα της γνώσης από αυτά στα οποία αυτή η διχοτομία απειλείται. Σε αυτή τη διαδικασία, ο χαρακτηρισμός τόσο του επιστημονικού μυαλού όσο και των τρόπων απόκτησης της γνώσης ως αρσενικά είναι πραγματικά σημαντικός. Το αρσενικό εδώ υποδηλώνει, όπως συχνά άλλωστε, αυτονομία, διαχωρισμό και απόσταση. Υποδηλώνει μια δραστική απόρριψη οποιασδήποτε ανάμιξης υποκειμένου και αντικειμένου, τα οποία είναι όπως τώρα φαίνεται, αρκετά επίμονα αναγνωρισμένα ως αρσενικά και θηλυκά.

Ο Bacon, όχι μόνο ερμήνευσε την επιστήμη σαν ένα ανδρικό σχέδιο επιβολής και κυριαρχίας πάνω στην φύση την οποία θεώρησε ως θηλυκό, αλλά επιπλέον πίστεψε σε μία ιδεατή κοινωνία που ήταν ολοκληρωτικά πατριαρχική. Στην ‘Νέα Ατλαντίδα’ (New Atlantis) ο Bacon ενοράστηκε έναν ουτοπικό κόσμο βασισμένο σε επιστημονικές ανακαλύψεις που περιείχαν τα πρώτα πλάνα ενός επιστημονικού, ερευνητικού ιδρύματος. Η ουτοπική κοινωνία θα οριζόταν από επιστήμονες, γεγονός που δεν διαφέρει από τους φιλοσόφους - βασιλιάδες του Πλάτωνα, και οι επιστήμονες θα ήταν φυσικά άνδρες. Ο Bacon είχε υπηρετήσει τον βασιλιά James Ι της Αγγλίας σε πολλά πόστα, ένα εκ των οποίων ήταν να αντιπροσωπεύει την πολιτεία εναντίων των γυναικών που κατηγορούνταν για μαγεία. H Merchant περιγράφει λεπτομερώς πολλές αντιφεμινιστικές και μισογυνικές πλευρές της βασιλικής πολιτικής απέναντι στις γυναίκες και επιπλέον κάνει παραλληλισμό μεταξύ της ανάκρισης των μαγισσών, καθώς και των βασανιστήριών τους, και της στάσης του Bacon προς την φύση. Υποστηρίζει ότι ο Bacon θεωρούσε την φύση ανυπότακτη και σε ανάγκη κυριαρχίας, όχι αντίθετα με τις μάγισσες και τις γυναίκες τις εποχής του.

Παρόλο που στις απόψεις του Bacon για την φυσικό-επιστημονική σχέση αποδόθηκαν διαστάσεις φύλου, υπάρχουν μερικές διαφωνίες ως προς τον βαθμό στον οποίο η απόδοση αυτή ήταν βίαιη. Ενώ η Merchant τονίζει τη δομή του Bacon για την επιστημονικό-φυσική σχέση ως άπληστη, η STS ερευνήτρια Evelyn Fox Keller αντιθέτως βρίσκει τον Bacon να είναι περισσότερο ένας θαυμαστής και αποπλανιτής που ενδιαφέρεται για «έναν αγνό και νόμιμο γάμο μεταξύ νου και φύσης». Πάντως είναι μια ατυχής αλήθεια για την κοινωνία του Bacon, όπως και για την δική μας σήμερα, ότι βιασμός και γάμος δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα.

Κατά πόσο ήταν βιασμός ή αποπλάνηση, ο Bacon απεικονίζει τη σχέση μεταξύ επιστήμης και φύσης σαν γενοποιημένη κυριαρχία. «Γιατί δεν έχεις τίποτε άλλο παρά να ακολουθήσεις και να καταδιώξεις τη φύση στις περιπλανήσεις τις», έγραψε, «και θα μπορέσεις όταν θελήσεις να οδηγήσεις και εξωθήσεις αυτήν ύστερα στο ίδιο σημείο πάλι». Παρομοίως ο Bacon περιέγραψε την έρευνα με τα εξής λόγια: «αποκαλύπτοντας τα μυστικά της φύσης», έτσι ώστε οι επιστήμονες δεν θα έπρεπε να έχουν κανένα δισταγμό να «εισχωρούν και να διεισδύουν σε αυτά τα μυστικά, όταν η αναζήτηση της αλήθειας είναι το όλο του αντικείμενο». Ο Bacon έβλεπε την επιστήμη σαν μια διαδικασία εξημέρωσης της φύσης, θέτοντάς της σε περιορισμό, όπως μια γυναίκα θα έπρεπε να περιορίζεται στον κόσμο του σπιτιού και της ανατροφής των παιδιών.

Αυτή (δηλαδή η φύση) είτε είναι ελεύθερη και ακολουθεί την συνηθισμένη της πορεία εξέλιξης όπως στα ουράνια, στη ζωική και φυτική δημιουργία και στη γενική τάξη του σύμπαντος, είτε εκτρέπετε από τη συνηθισμένη της πορεία, και αυτό γίνεται από τη διαστροφή, τη θρασύτητα, την προώθηση της ύλης και τη βιαιότητα των δυσχερειών, όπως στην περίπτωση των τεράτων: ή τελικά, τίθεται υπό περιορισμό, διαμορφώνεται και φτιάχνεται σαν καινούργια από την τέχνη και το ανθρώπινο χέρι όπως στα τεχνητά αντικείμενα.

Όσο αφορά άλλες πλευρές της νέας φυσικής φιλοσοφίας, η κατά φύλο σχέση μεταξύ επιστήμης και φύσης μετατράπηκε σε μία από τις βαθύτερες δομές της νέας επιστημονικής κουλτούρας. Η ανθρωπολόγος Sharon Traweek έχει φανερώσει ότι ακόμη και σήμερα η φυσική είναι μία υπερβολικά συσχετισμένη με το φύλο επιχείρηση, στην οποία η σχέση μεταξύ φύσης - επιστήμης, που θυμίζει αυτή του Bacon, συνεχίζει να είναι ακόμη εν ισχύ. Είναι κάτι παραπάνω από μία απλή σύμπτωση, το γεγονός για παράδειγμα, ότι οι φυσικοί βρίσκουν «γοητεία» σε στοιχειώδη μόρια της φύσης (ή επικαλούμενοι έναν άλλο δείκτη του Άλλου επίσης βρίσκουν «χρώμα»). Πιο γενικά, οι διακρίσεις μεταξύ των φυσικών επιστημών (αρσενικές) και ανθρωπιστικών επιστημών (σχετικώς θηλυκές) ξεπερνιούνται από μεταφορές όπως «σκληρές» και «μαλακές» επιστήμες. Κάποιος σίγουρα δεν μπορεί να συμπεράνει ότι οι βιολογικές διαφορές μεταξύ γυναικών και ανδρών, αυτόματα τους οδηγούν να σκεφτούν διαφορετικά ότι: οι γυναίκες θα έπρεπε να ασχοληθούν με εκείνες τις επιστήμες που επικεντρώνονται σε θέματα που αφορούν τις ζωές των γυναικών μόνο οι γυναίκες μπορούν να κάνουν σημαντικές συνεισφορές σε τομείς που χαρακτηριστικά θεωρούνται γυναικείοι ή ότι όλες οι γυναίκες σε αυτούς τους τομείς αυτόματα το κάνουν οι επιστήμες των οποίων το αντικείμενο δεν βρίσκεται σε αυτούς τους τομείς, είναι μόνο ανδρικές επιστήμες και όχι γενικά ανθρωπιστικές υπάρχουν συνηθισμένες ή ουσιαστικές, σταθερές και όχι αναλλοίωτες, οι γυναικείες αλληλεπιδράσεις με τη φύση οι οποίες μπορούν να καθορίσουν μια για πάντα ποιες είναι οι γυναικείες απόψεις αυτό το θέμα των γυναικείων απόψεων θα έπρεπε να αντικαταστήσει σημαντικά ερωτήματα για το ποια φεμινιστική ανάλυση μπορεί και θα προσδιορίσει καλύτερα, συγκεκριμένα επιστημονικά έργα

Αντί αυτού, η πρόταση εδώ είναι ότι, όταν γυναίκες και άντρες επιστήμονες μπορούν να βρουν έναν τρόπο για το πώς να κάνουν ερωτήματα για την ομαλότητα της φύσης, ερωτήματα που προέρχονται αφενός από τις γυναικείες ιδιαίτερες «τοποθεσίες στη φύση», αφετέρου από τα είδη των πολιτιστικών πηγών εκ των οποίων τα γυναικεία ενδιαφέροντα και οι σχέσεις με πολιτιστικές παραδόσεις και τρόπους ταξινόμησης γνώσεων πηγάζουν, τότε οι διάφορες επιστήμες θα παράγουν γνώσεις που θα υπηρετούν καλύτερα και τις γυναίκες. Τότε επίσης η αποθήκη της ανθρώπινης επιστημονικής γνώσεις μπορεί να επεκταθεί και να κερδίσει σε ακρίβεια. Αξιοσημείωτο είναι ότι γυναίκες και άντρες επιστήμονες μπορούν να το κάνουν αυτό - όχι μόνο γυναίκες.

Έτσι και αλλιώς οι γυναίκες έπρεπε να μάθουν να θέτουν ενδιαφέροντα επιστημονικά ερωτήματα, από την άποψη φυσικών και κοινωνικών θέσεων, που δεν ήταν δικές τους, αφού αποτελούσαν του κοινωνικούς τόπους της μεσαιωνικής ερευνητικής καθιέρωσης ή στρατιωτικών, βιομηχανικών κερδοσκόπων. Γιατί δεν μπορούν οι άντρες, όπως οι γυναίκες, να μάθουν τώρα να σκέφτονται από τις σκοπιές του γυναικείου τρόπου ζωής; Φυσικά πολύ το έχουν ήδη κάνει. Έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τα κυρίαρχα όρια αντίληψης και να δουν άλλες πιθανότητες από την άποψη των γυναικείων ζώων, καθώς τα όρια αυτά διαγράφονται στις διάφορες φεμινιστικές διαλέξεις.

Παρομοίως όπως έχει δειχθεί στο ‘Επιστήμη στη Νέα Εποχή’ (Science in the New Age), κατ’ εξακολούθηση δημόσιες συζητήσεις σήμερα, μεταξύ σκεπτικιστικών υλιστών και συνηγόρων της Νέας Εποχής συμβαίνουν σε ένα δίκτυο γενοποιημένων μεταφορών. Μελετητές έχουν τονίσει πώς η κατανόησή μας για την φύση και οι μέθοδοι έρευνας περιορίζονται όταν οι ευννοημένες μεταφορές, μοντέλα, αφηγήσεις, συνδέονται με ιδανικά ανδρισμού. Αναφέρονται στον ανδροκρατισμό οικείων αντιλήψεων της φύσης σαν μητέρα ατελείωτα γενναιόδωρη και άφθονη ή σαν μια άγρια και ανυπότακτη γριά μέγαιρα που πρέπει να ελεγχθεί από φόβο μήπως η μοίρα του ανθρώπου απειληθεί ή σαν μια ντροπαλή παρθένα της οποίας τα πέπλα πρέπει να διωχθούν έτσι ώστε η επιστήμη να μπορέσει να αποκαλύψει «μυστικά» της. Στις ιατρικές ομιλίες τα σώματα των γυναικών έχουν παρομοιαστεί ως εργοστάσια. Όταν τα μηχανήματα δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν, όπως στην εμμηνόπαυση, το εργοστάσιο χάνει όλη του την αξία σύμφωνα με αυτό το μοντέλο. Οι φαντασιώσεις των ανδρών περί σεξουαλικής ικανότητας έχουν δομήσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν αυτοί τις αλληλεπιδράσεις με τη φύση υπό πλείστες απόψεις. Τέτοια μοντέλα ουσιαστικά έχουν λειτουργήσει ως απόδειξη για επιστημονικούς ισχυρισμούς. Παρόλο που η πατριαρχική γενοποίηση της φύσης είναι πολύ παλαιότερη από τους φυσικούς φιλοσόφους, όπως τον Bacon, αυτοί συνέβαλαν στην επιβεβαίωση και έδωσαν νέα πνοή σε έναν γενοποιημένο κόσμο μεταφορών και κοινωνικών σχέσεων.

Αποικιοκρατία

Ο Bacon επίσης παρέχει έναν νέο δρόμο για την πολιτιστική ανάλυση της επιστήμης και της αποικιοκρατίας. Για παράδειγμα, όταν αναφέρεται στη «δέσμευση» της φύσης και την μετατροπή της σε «σκλάβα» έτσι ώστε να παρέχει χρήσιμες υπηρεσίες, οι μεταφορές του μετατρέπονται σε εκείνες που είναι πιο εύκολα συσχετιζό\μενες με την αποικιοκρατία. Η Merchant ορθά περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η ‘Νέα Ατλαντίδα’ (New Atlantis) του Bacon είναι μια φεμινιστική δυστοπία που υποβιβάζει τις γυναίκες σε εξαιρετικά υποδεέστερες θέσεις. Θα προσθέταμε στην ερμηνεία της, ότι το βιβλίο εξελίσσεται με τρόπο αποικιακής αποστολής, που ξεκινά από το Περού κατά μήκος του Νότιου Ειρηνικού. Αυτό το σημείο φανερώνει και μια άλλη πλευρά της δομής της σχέσης μεταξύ επιστήμης και φύσης: την αναπαραγωγή της από την σχέση μεταξύ Δύσης και των υπολοίπων.

Η σχέση μεταξύ επιστήμης και αποικιοκρατίας είναι τώρα καλά αναγνωρίσιμη. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα αποικιακές δυνάμεις άρχισαν να επιδοτούν επιστημονικές μελέτες σαν μέρος της διαδικασίας κατάκτησης και αποικισμού. Για παράδειγμα, όταν οι Ολλανδοί προσάρτησαν μια πρώην Πορτογαλική αποικία της Βραζιλίας στα 1640, ο αποικιακός Ολλανδός επίτροπος χρηματοδότησε μελέτες για τις τροπικές ασθένειες, για την χλωρίδα και πανίδα, την γεωγραφία, αστρονομία, μετεωρολογία και τα τοπικά ήθη και έθιμα. Παρομοίως το 1736 η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών έβαλε μπρος την πρώτη σημαντική επιστημονική εκστρατεία στον Αμαζόνιο, μια εκστρατεία αφιερωμένη στην επιστημονική μελέτη, που όμως έφερε νέα για το καουτσούκ, την κινίνη, το κουράριο (δηλητήριο) και άλλα προϊόντα. Οι βοτανικοί κήποι της Βρετανίας καθώς και άλλων χωρών, έγιναν σταθμοί διέλευσης για τη μεταφορά σοδειών μεταξύ αποικιακών χωρών και μεταξύ αυτών των χωρών και του κέντρου. Η μεταφορά καουτσούκ από τον Αμαζόνιο στις Ασιατικές φυτείες, με τις καταστροφικές για την οικονομία του Αμαζονίου συνέπειες στις αρχές του 20ου αιώνα, είναι πιθανότατα η πιο γνωστή περίπτωση. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η επιστήμη είχε ήδη ενηλικιωθεί και αποτελέσει ένα σημαντικό συστατικό του προγράμματος της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Σήμερα, βιοτεχνολογικά εργαστήρια έχουν αντικαταστήσει τους βοτανικούς κήπους, αλλά τα παράγωγα βιοτεχνολογικά κατεργασμένης τροφής των εργαστηρίων του Πρώτου Κόσμου απειλούν να συνεχίσουν την εκτόπιση της τροπικής γεωργίας για να ευνοηθούν οι θέσεις εργασίας που είναι πιο κατάλληλες προς όφελος των κεντρικών χωρών.

Έτσι, τα σχήματα λόγου του Bacon περί ελέγχου, σκλαβιάς και δαμασμού της φύσης, επεκτείνονται πέρα από τις σχέσεις μεταξύ λευκών γυναικών και λευκών ανδρών της Ευρώπης, φτάνοντας στις σχέσεις μεταξύ Ευρωπαίων και μη Ευρωπαίων. Όπως ο ιστορικός Michael Adas δείχνει στο ‘Machines as the Measure of Men’, η νέα γνώση της Δυτικής επιστήμης έφτασε να χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης με το οποίο συγκρίνονταν οι μη Δυτικοί πολιτισμοί. Ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες ήταν όλο και περισσότερο περιφρονητικοί ως προς αυτό που εκείνοι θεωρούσαν ως λιγότερο προηγμένη γνώση των μη Δυτικών λαών, ακόμα και των λαών της Ινδίας και της Κίνας. Αυτές οι γνώσεις (και οι κοινωνίες) έφθασαν να εξισωθούν με τις αποκρουστικές γνώσεις (και πολιτικές) των αντιπολιτισμικών ομάδων μέσα στις κεντρικές χώρες. Οι Ευρωπαίοι προέβαλαν ως δικαιολογίες για την ανώτερή τους τεχνολογία, ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας πολέμου και της ναυτιλίας, την εκπολιτιστική αποστολή του «φορτίου του λευκού». Το σχέδιο θεώρησης της επιστήμης σαν είδος κυριαρχίας πάνω στη φύση έπαιξε επομένως ένα ρόλο και στο σχετικό πλάνο αποικιακής κυριαρχίας στους μη Δυτικούς λαούς, ειδικά στους «ανθρώπους» της φύσης, των ιθαγενών κοινωνιών.

Συμπεράσματα

Η συνηθισμένη ή η δημοφιλής εκδοχή της ιστορία της προέλευσης της μοντέρνας επιστήμης, ακόμα διαδίδεται μέσω του σχολείου, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των επιστημονικών κοινοτήτων. Η διάδοση της ιστορίας αυτής μεταφέρει μαζί της μια πολιτική που συνεισφέρει στην αναπαραγωγή πλήθους μεταφορών καθώς επίσης και μιας κοινωνικής τάξης. Αμφισβητώντας την ιδέα μια επιστημονικής επανάστασης και των ριζών της στην ιδιοφυΐα της Εξέχουσας Λευκής Φυλής, παίρνουμε ως αποτέλεσμα και την επανερμηνεία των τεχνολογικών τοτέμ που έχουν ενεργή δράση στην ιστορία. Έχω παρασυρθεί σε μία μεγάλη και διακεκριμένη τροχιά επιστημονικής σκέψης που βοηθάει στο ξεκίνημα κριτικών εναλλακτικών ερμηνειών πέραν της συνηθισμένης εκδοχής.

Η μοντέρνα επιστήμη και τεχνολογία δεν προκάλεσαν τις διάφορες όψεις της σύγχρονης κοινωνίας: συνταγματικές δημοκρατίες, νόμιμο εξορθολογισμό, κοινωνική ευκινησία, εγκόσμιο ασκητισμό, καπιταλισμό, πατριαρχία, αντιπολιτισμική ετεροδοξία και ρατσιστική αποικιοκρατία. Ούτε αυτή η κοινωνική τάξη δημιούργησε την μοντέρνα επιστήμη και τεχνολογία. Μάλλον η επιστήμη ήταν μια εκδήλωση αυτής της κοινωνικής τάξης και ένας παράγοντας νομιμοποίησης και παραγωγής της. Αυτοί που επιθυμούν να αλλάξουν την κουλτούρα μπορούν να επιλέξουν από ένα πλήθος θέσεων σαν το σημείο εκκίνησής τους. Οπουδήποτε και αν αρχίσουν θα χρειαστεί να πουν μια νέα ιστορία για το πώς θέλουν τα πράγματα να αλλάξουν. Εν εξελίξει θα ανακατασκευάζουν τις κοινωνίες τους και τις ιστορίες τους. Αυτό που αποπειράθηκα να δείξω εδώ είναι ένα παράδειγμα του πως δουλεύει αυτή η ανακατασκευή.

3. Προέλευση της Δυτικής Επιστήμης: Τεχνολογικά τοτέμ στην Επιστημονική Επανάσταση

Για μια συνολική άποψη περί της αρχαίας επιστήμης, βλέπε Lloyd (1970, 1973). Κάποια κλασικά παραδείγματα ιστοριών της επιστημονικής επανάστασης είναι του Butterfield ‘The origins of Modern Science’ (1957) το οποίο θα μπορούσε να περιγράφει την φιλελεύθερη ιστορία αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι πάει πίσω στην περίοδο πριν το 1500, του Hall ‘The Revolution in Science’, 1500-1750 ένας προσεκτικά δόκιμος τόμος που έχει επανεκδοθεί πολλές φορές χωρίς να αλλάξει η βασική «από τον Κοπέρνικο στον Newton» πλοκή και του Bernal ‘Science in History vol. 2’ (1969) με μαρξιστικές προοπτικές. Για μια καλή έρευνα της παρούσης μελέτης στην επιστημονική επανάσταση δες το ‘Reappraisals of the Scientific Revolution’ (Lindberg and Westman 1990), ένας τόμος που παρόλα αυτά δεν εξετάζει λεπτομερώς το ζήτημα των μη Δυτικών επιρροών. Το εισαγωγικό κεφάλαιο του Lindberg (1990) περιέχει μια καλή έρευνα της ιστορίας της επιστημονικής επανάστασης.

Μια πολύτομη σειρά πάνω στην επιστήμη και τεχνολογία στην Κίνα, από τον ιστορικό και σινολόγο Joseph Needham, περιγράφει έναν αριθμό παραγόντων που θα μπορούσαν να είχαν αναστείλει την ανάδυση της νέας επιστήμης στην Κίνα. Σε μία συνοπτική δήλωση του έργου του ο Needham προσφέρει μια εξήγηση που βασίζεται στους τύπους των κοινωνιών στις δύο περιοχές. Οι φεουδαρχική κοινωνία της Κίνας ήταν ένας γραφειοκρατικός τύπος, ενώ η ευρωπαϊκή φεουδαρχική κοινωνία ήταν ένας «αριστοκρατικός στρατιωτικός» τύπος (1974:103). Ο Needham διαφώνησε στο ότι ο δυτικός τύπος φεουδαρχικής κοινωνίας ήταν ένας «σοβαρός παράγοντας» για την ανάδυση του «εμπορικού και ύστερα βιομηχανικού καπιταλισμού, μαζί με την Αναγέννηση και την Αναμόρφωση» (1974:103). Βλέπε στον Restivo (1979) για μια περίληψη και κριτική στους διάφορους τρόπους με τους οποίους ο Needham εξήγησε γιατί η «επιστημονική επανάσταση» δεν συνέβη στην Κίνα. Παρόλο που ο Needham αποδέχεται μερικά από τα συμπεράσματα της καθιερωμένης έκδοσης της ιστορίας της επιστημονικής επανάστασης θεωρεί επίσης το έργο του ως ύμνο στα μη Δυτικά επιτεύγματα (Needham 1973).

Για την ιστορία της υπόθεσης των Αραβικών επιρροών στον Κοπέρνικο, βλέπε Saliba (1991). Συμπεριλαμβανομένου του Ibn Shatir, οι ιστορικοί έχουν προτείνει την ιδέα ότι ο Κοπέρνικος επίσης δανείστηκε ή επηρεάστηκε από τους Άραβες αστρονόμους Nasir al-Din al-Tusi (Joseph 1991:347), al-Battani (Neugebauer 1969:206) και Thabit bin Qurra (Roberts 1957:432). Προφανώς η θεωρία του Κοπέρνικου δεν ήταν πραγματικά απλούστερη της Πτολεμαϊκής θεωρίας. Ο ιστορικός Neugebauer σημειώνει ότι «τα Κοπερνικά μοντέλα από μόνα τους απαιτούν περίπου διπλάσιους κύκλους από αυτούς των Πτολεμαϊκών μοντέλων και είναι πολύ λιγότερο κομψά και προσαρμόσιμα» (1969:204). Παρομοίως ο Saliba αντικρούει το αξίωμα του Alexandre Koyre ότι ο Κοπέρνικος εγκατέλειψε τους εκκεντρικούς ισημερινούς (Saliba 1991:76). Προφανώς οι απόψεις του Κοπέρνικού βαίνουν σε παρακμή ενώ οι απόψεις του Ibn al-Shatir αρχίζουν να ακμάζουν. Για μια ανασκόπηση της γνώσης της Αραβικής - μουσουλμανικής επιστήμης και των επιρροών της στη σύγχρονη Δύση, βλέπε Huff (1993).

Στο έργο του Roman ‘Science: its History and Development Among the World’s Cultures’ (1982) γίνεται μια πολύ καλή μελέτη πάνω στην έρευνα της επιστήμης στις μη Δυτικές κουλτούρες, αν και δεν εξετάζει λεπτομερώς τον ρόλο των μη Δυτικών πηγών στην ιστορία της επιστημονικής επανάστασης. Το βιβλίο του Pacey ‘Technology in World Civilization’ (1990) παρέχει μια παρόμοια έρευνα για την τεχνολογία μάλλον παρά την επιστήμη που είναι συγχρόνως συμβατή και σχετική με τις ενδοαλλαγές μεταξύ των μη Δυτικών και Δυτικών πολιτισμών. Του Restivo το έργο ‘Mathematics in Society and History’ (1992) είναι το πρώτο σε μέγεθος βιβλίου έργο κοινωνιολογικής σημασίας στην ιστορία των μαθηματικών και περιλαμβάνει μελέτες μη Δυτικών μαθηματικών παραδόσεων και των κοινωνικών τους βάσεων. Παρόλο που το βιβλίο του Joseph ‘The Crest of the Peacock’ (1991), παρέχει μια καλή έρευνα της πολυπολιτισμικής προσέγγισης της ιστορίας των μαθηματικών, οι αναγνώστες που συμβουλεύονται αυτό το βιβλίο ίσως να θέλουν να παραπεμφθούν στον Pingree (1993) για μια συζήτηση πάνω σε μερικά πιθανά λάθη ερμηνείας της πηγής. Για τις Ινδικές / Νοτιοασιατικές πηγές της Δυτικής γνώσης, βλέπε Goonatilake (1992b) και για μια γενική κριτική του εθνοκεντρισμού της ιστοριογραφίας βλέπε Rashed (1980).

Βλέπε Merton (1970) και Ben - David (1971) για κοινωνιολογικές αναφορές της θεσμοθέτησης της επιστήμης στον 17ο αιώνα, και για αυτονομία βλέπε τον Karp και τον Restivo (1974:140). Το πρόβλημα κατανόησης και προσδιορισμού της νεωτερικότητας έχει περάσει από τον Weber στον Foucault και οι ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των δύο σημαντικών κοινωνιών θεωρητικών προκαλεί τη σύγκριση (δες Gordon 1987). Για τη σχέση μεταξύ κοινωνικής και φυσικής φιλοσοφίας στην πρώιμη σύγχρονη περίοδο δες τις προτεινόμενες συζητήσεις του Hobbes και τη νέα επιστήμη / κοινωνία από τον Bajaj (1988), Shapin και Schaffer (1985) και Visvanathan (1988). Η διαφωνία μου τονίζει τον δομικό παραλληλισμό μεταξύ επιστημονικών και πολιτικών εννοιών όπως είναι οι φυσικοί / κοινωνικοί νόμοι ή μεθοδολογία / συντάγματα (δες Bloor 1982). Για τον Προτεσταντισμό και την εκ πίστεως δικαίωση, βλέπε Parsons (1968:53-54).

Η θέση του Merton έχει γίνει το θέμα εκτεταμένης δημόσιας συζήτησης στην ιστορική φιλολογία. O Hill ανέπτυξε μία εναλλακτική ερμηνεία που σύνδεσε τον Πουριτανισμό στην επιστήμη μέσω μιας αύξησης αντιαπολυταρχικών συμπεριφορών και ριζικού τρόπου σκέψεις γενικότερα (Hill 1985) και θεώρησε επίσης τον Πουριτανισμό καθώς και την επιστήμη σαν δύο εκβάσεις της πιο γενικής μετάπτωσης από μία αγροτική σε μία αστική / βιομηχανική κοινωνία (Hill 1964). Η εναλλακτική διατύπωση του Hill είναι μοναδική ανάμεσα σε πολλές. Η θέση του Merton έχει δεχθεί επίθεση από ουσιαστικά κάθε γωνία, παρόλα αυτά οι ειδικοί φαίνεται να αναγνωρίζουν μια γενική σχέση ανάμεσα στον Προτεσταντισμό, καπιταλισμό και την ανάδυση της νέας επιστήμης. Για κριτικές στη θέση του Merton και τη μελέτη σε αυτήν, βλέπε Abraham (1983), Lindberg and Numbers (1986), Shapin (1988) και Webster (1986).

Παρόλο που έχω χρησιμοποιήσει την έρευνα της Margaret Jacob ‘The Cultural Meaning of the Scientific Revolution’ (1988), αυτό το βιβλίο στηρίζεται σε προηγούμενή της δουλειά (1976) και σε αυτήν του James Jacob (1977). Για την συζήτηση του Giordono Bruno, Galileo και Newton, βλέπε Lerner και Gosselin (1986) και Yates (1964). Βλέπε επίσης τον τόμο των Lindberg και Westman (1990), ο οποίος περιλαμβάνει μια επανεκτίμηση του έργου της Margaret Jacob για τον αθεϊσμό και πανθεϊσμό (Hunter 1990) και ένα άρθρο που ερευνά την δημόσια συζήτηση της θέσης του Yates και τη επιρροή των ερμητικών και αποκρυφιστικών ιδεών του Newton (Copenhaver 1990). Ιστορικοί που έχουν κάνει μελέτες στο θέμα του ερμητισμού και το έργο του Yates, μεταγενέστερο του Newton, στα 1960 και 1970 τείνουν προς την άποψη ότι η γενική παράδοση των αλχημικών και μαγικών συγγραμάτων επηρέασαν των Newton, αλλά η συγκεκριμένη παράδοση που αντιμάχεται από τον Hermes Trismegistus είχε μόνο μια μικρή επιρροή. Βλέπε επίσης τον Hill (1975) που τοποθετεί τον Νεύτωνα σε κοινωνία του 17ου αιώνα. Για την επίθεση των Πουριτανών κατά της μαγείας, βλέπε Thomas (1971) και για τις σχέσεις μεταξύ μαγείας και καπιταλισμού, βλέπε τον Boyer και Nissenbaum (1974) και McFarland (1970). Για την σύγκριση των ριζοσπαστικών πουριτανικών ομάδών και κομουνιστών, βλέπε Walzer (1965). Για τους φυσικούς φιλοσόφους και τα δημιουργήματα της μαγείας ως παθολογία, βλέπε Merchant (1980:140-43). Για μια γενική συζήτηση στο επιχείρημα ότι η φύση είναι για την κουλτούρα ότι το θηλυκό για το αρσενικό, βλέπε Ortner (1974) και MacCormack και Strathern (1980). Για τις διαφωνίες ανάμεσα στη Νέα Εποχή και τους σκεπτικιστές από τον 19ο αιώνα εως σήμερα βλέπε τον Hess (1993).

Για μια επέκταση του επιχειρήματος της Merchant σχετικά με τον Robert Boyle όσο αφορά στο περιεχόμενο της κριτικής του Deason, βλέπε Keller (1992: 62-67). Για τις επιστημονικές εκστρατείες στον Αμαζόνιο βλέπε Hecht και Cockburn (1957:chapter 4) και για τη χρήση των βοτανικών κήπων από τους Βρετανούς, βλέπε Brockway (1979). Για την βιοτεχνολογία και την νεοαποικιοκρατία βλέπε Busch (1991).

Βιβλιογραφία

David J. Hess 1995. Science and Technology in a Multicultural World. New York: Columbia University Press.

al-Hassan, Ahmad, and Donald Hill. 1986. Islamic Technology: An Illustrated History. Cambridge: Cambridge University Press and Paris: UNESCO

Bellah, Robert.1957. Tokugawa Japan. Boston: Beacon

Butterfield, Herbert. 1957. The Origins of Modern Science. Rev.ed.New York: Free Press.

Deason, Gary. 1986. ‘Reformation Theology and the Mechanistic Conception of Nature’. In D. Lindberg and R. Numbers, eds., God and Nature.Berkeley: University of California Press.

Jacob Margaret. 1988. The Cultural Meaning of the Scientific Revolution. New York: Knopf.

Keller, Evelyn Fox. 1983. A Feeling for the Organism. New York: W. H. Freeman. 1985. Reflections on Gender and Science. New Haven: Yale University Press.

Merchant, Carolyn. 1980. The Death of Nature. San Francisco: Harper and Row.

Merton Robert. 1970. Science,Technology, and Society in Seventeenth- Century England. New York: Howard Fertig.

Meyerhof, Max. 1931. ‘Science and Medicine’. In Thomas Arnold, ed., The Legacy of Islam. 1st ed. Oxford: Oxford University Press.

Needham, Joseph. 1974. ‘Science and Society in East and West’. In Sal Restivo and Christopher Vanderpool, eds., Comparative Studies in Society and History. Columbus: Merrill.

Omar Saleh. 1979. ‘Ibn al- Haytham’s Theory of Knowledge and Its Significance for Later Sciences’. Arab Studies Quarterly 1:67-82.

Potter, Elizabeth. 1989. ‘Modeling the Politics in Science’. In Nancy Tuana, ed., Feminism and Science. Bloomington: Indiana University Press.

Saliba, George. 1987. ‘The Role of Maragha in the Development of Islamic Astronomy: A Scientific Revolution before the Renaissance’. Revue de Synthese (July- December), 14(3-4): 361-73. 1991. ‘The Astronomical Tradition of Maragha: A Historical Survey and Prospects for Future Research’. Arabic Sciences and Philosophy 1:67- 99

Shapin, Steven, and Simon Schaffer. 1985. Leviathan and the Air Pump. Princeton: Princeton University Press.

Traweek, Sharon. 1992b ‘Storytelling, Jokes, and Erotics: Maintaining Dinstictions in High- Energy Physics’.

Weber Max. [1904-5] 1978. Economy and Society. Berkeley and Los Angeles:University of California Press.

Winner, Langdom.1977. Autonomus Technologies. Cambridge: MIT Press.

Sandra Harding 1998. Is Science Multicultural? Bloomington: Indiana University Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου