Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ ΩΣ ΕΝΑΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΚΡΙΤΗΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ
ΠΛΑΙΣΙΟ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



[Κεφάλαιο 1]

Karin Knorr-Cetina


Θεέ μου, οι πραγματικότητες είναι σαν τις αγελάδες. Εάν τις κοιτάξεις με έντονο ύψος στα μάτια, συνήθως τρέχουν μακριά.

Dorothy L. Sayers

1.1 Πραγματικότητες και Κατασκευάσματα

Η σύγκριση της Dorothy Sayers ανάμεσα στις αγελάδες και τις πραγματικότητες υποκρύπτει τόσο ένα φιλοσοφικό όσο και ένα μεθοδολογικό ζήτημα. Από τη στιγμή που και τα δύο θα μας απασχολήσουν σε όλη την έκταση αυτού του βιβλίου, θα ξεκινήσω συζητώντας πρώτα για το καθένα ξεχωριστά. Το φιλοσοφικό ζήτημα είναι ότι οι πραγματικότητες δεν είναι κάτι το οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ή να τις αντιμετωπίσουμε ως στερεά θεμέλια πάνω στα οποία κατασκευάζεται και βασίζεται η γνώση. Εξάλλου πάνω σε αυτό το δεδομένο βασίστηκε και η φαινομενολογική ανάλυση στις κοινωνικές επιστήμες καθώς και η θεωρία της Συμβολικής Αλληλεπίδρασης που υποστηρίζουν πως η ανταπόκριση του ανθρώπου στα ερεθίσματα που λαμβάνει από το περιβάλλον του είναι αποτέλεσμα και των ίδιων των εμπειριών του (May, 1997). Στην πραγματικότητα, η φύση τους είναι μάλλον προβληματική – τόσο πολύ ώστε η αμφισβήτησή τους συχνά να τις φοβίζει. Το μεθοδολογικό ζήτημα είναι ότι η αμφισβήτησή τους πρέπει να είναι εκτενής, σκληρή και άμεση. Όπως με τις αγελάδες, οι πραγματικότητες έχουν εξοικειωθεί αρκετά με γεγονότα της καθημερινότητας ώστε να μπορούν να τα αντιμετωπίσουν.

Το ότι οι πραγματικότητες είναι στην πραγματικότητα προβληματικές ήταν γνωστό στους φιλόσοφους εδώ και αρκετό καιρό. Πράγματι, η αναζήτηση για τη φύση των πραγματικοτήτων – ο πυρήνας της αναζήτησης για τη φύση της γνώσης – είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την διαμόρφωση των επιστημονολογικών θεωριών. Το κυρίαρχο ζήτημα της αμφισβήτησης είναι πως να τεθεί το πρόβλημα και με ποιο τρόπο να προσεγγιστεί. Ο Kant, για παράδειγμα, είδε την αναζήτηση ως μια έρευνα για της συνθήκες της πιθανότητας να έχουμε καθαρή επιστήμη και βρήκε την απάντησή του στον ακριβή σχηματισμό του ανθρώπινου νου. Σε αντίθεση, μία από τις πιο συζητημένες απόψεις του σήμερα υποστηρίζει ότι ο πυρήνας του προβλήματος δε βρίσκεται στον ανθρώπινο νου, αλλά στην ιστορία της κοινωνίας. Η θεωρία αυτή προτείνει τη διεξοδική εξέταση των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής από τις οποίες θεωρείται ότι προέρχεται η φύση της γνώσης.1 Η ιστορία εξάλλου είναι βασικό στοιχείο στις θεωρίες των Vygotsky, Bourdieu και Bernstein για τους τρόπους που επισυμβαίνει η παιδική ανάπτυξη και η κοινωνική αναπαραγωγή.

Πρόσφατες θεωρίες της γνώσης τείνουν να μεταφέρουν το πρόβλημα από ένα σχηματισμό γνωστών θεμάτων αλήθειας σε μια ποικιλία άλλων θεμάτων. Πιο σημαντική είναι ίσως, η στροφή προς τη λογική του επιστημονικού πορίσματος που υποστηρίζεται κυρίως από ένα κίνημα που αποκαλείται αντικειμενισμός2. Για τον αντικειμενιστή, ο κόσμος είναι σχηματισμένος από πραγματικότητες και ο σκοπός της γνώσης είναι να παρέχει μια κυριολεκτική περιγραφή του πως είναι ο κόσμος.3 Οι εμπειρικοί νόμοι και οι θεωρητικές προτάσεις της επιστήμης είναι σχεδιασμένες να παρέχουν αυτές τις κυριολεκτικές περιγραφές. Εάν οι εμπειρικοί νόμοι και οι θεωρητικές προτάσεις κυριολεκτικά περιγράφουν έναν εξωτερικό κόσμο εύρεσης της πραγματικότητας, τότε μια ερώτηση για την έννοια και τη σχέση των “πραγματικοτήτων” μετατρέπεται σε μια ερώτηση για την έννοια και τη σχέση των νόμων και των προτάσεων. Εάν η γνώση των επιστημονικών περιγραφών είναι πραγματικότητα που αντιπροσωπεύεται από επιστήμη, τότε μια ερώτηση για τη φύση του “πραγματικού” γίνεται μια αναζήτηση του πως η λογική των επιστημονικών περιγραφών διατηρεί τη σύμφωνα με τους νόμους δομή του αληθινού.4 Ένα τέτοιο ρεύμα σκέψης βέβαια προήλθε από την προσπάθεια των κοινωνικών επιστημών να αποκολληθούν από τη φιλοσοφική διερεύνηση που ως τότε ήταν κυρίαρχη και να αποκτήσουν επιστημονικό κύρος ανάλογο των Φυσικών Επιστημών.

Υπάρχουν όμως και άλλες θέσεις. Για τον αντι-ρεαλιστή, για παράδειγμα, αυτή η τελευταία ερώτηση είναι ακριβώς που πρέπει να αντιστραφεί.5 Γιατί πρέπει η ωθούμενη από το συμφέρον και γεννημένη από όργανα τάξη πραγμάτων να μιμείται κάποια συμφυή δομή της φύσης; Το πρόβλημα της εύρεσης της αλήθειας δεν είναι ξένο στην επιστήμη, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της γνώσης. Η επιστήμη, αναφέρει ο Feyerabend, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια οικογένεια δοξασιών παρόμοια με οποιαδήποτε άλλη τέτοια οικογένεια.6 Συστήματα δοξασιών αναπτύσσονται μέσα σε κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια. Έτσι, η μελέτη της εύρεσης της αλήθειας αποτελεί τη μελέτη της ιστορίας και της κοινωνικής ζωής. Όμως, εάν η επιστήμη, όπως η μαγεία του Azande, είναι κυρίως ένα σύστημα δοξασιών, οι αντικειμενιστές μπορεί να διαφωνήσουν, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτές οι δύο είναι αλληλεξαρτημένες; Και αν αυτή η θέση είναι ανόητη, δεν υπονοείται ότι το ίδιο το επιχείρημα αποτελεί μια απλοϊκή μορφή σκεπτικισμού, ασυνεχή με το ίδιο της τον εαυτό όσον αφορά το ότι δεν λαμβάνει υπόψη το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο το οποίο άλλες φορές παραδέχεται για να καθιερώσει τη σχετικότητα της γνώσης; Σύμφωνα με τον Marx, το στίγμα του ιδεαλισμού είναι να ξεχνάς ότι η πραγματικότητα δεν κατασκευάζεται ούτε τυχαία ούτε υπό συνθήκες ελεύθερης επιλογής.7 Θέλοντας να δούμε τι μπορεί να προκύψει από θέσεις όπως το “όλα γίνονται”8 των σκεπτικιστών, ο ρεαλισμός είχε θεωρηθεί η μόνη αντίληψη “που δεν αντιμετώπιζε την επιτυχία της επιστήμης ως θαύμα”.9

Μπορούμε να πούμε, τότε, ότι το πρόβλημα της εύρεσης της πραγματικότητας μπορεί να εντοπιστεί στην αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα στα προϊόντα της επιστήμης και τον εξωτερικό κόσμο και ότι η λύση μπορεί να βρεθεί στην περιγραφική επάρκεια της επιστημονικής διαδικασίας; Υπάρχουν περισσότερες από μία αρνητικές απαντήσεις σ’ αυτήν την πρόταση. Ξεκινώντας θα παρατηρήσουμε ότι ενώ ο αντικειμενισμός (σύμφωνα με το Marx) τονίζει τους περιορισμούς (που εδώ ταυτίζονται με τη φύση) που βάζουν όρια στα προϊόντα της επιστήμης, λησμονεί ο ίδιος το σχηματιζόμενο χαρακτήρα των προϊόντων αυτών. O Pierce χρησιμοποίησε ως βασικό επιχείρημα της διαφωνίας του το ότι η διαδικασία της επιστημονικής πληροφόρησης που αγνοήθηκε από τον αντικειμενισμό (το “περιεχόμενο των ανακαλύψεών” του) είναι το ίδιο το σύστημα αναφοράς που κάνει δυνατή την αντικειμενοποίηση της πραγματικότητας.10

Έτσι, το πρόβλημα της εύρεσης της πραγματικότητας είναι τόσο ένα πρόβλημα που σχετίζεται με το σχηματισμό του κόσμου μέσα από τη λογική της επιστημονικής διαδικασίας όσο και ένα πρόβλημα επεξήγησης και αποτίμησης. Ενώ οι δουλειές των Bohm, Hanson, Kuhn και Feyerabend μπορεί να μην κατέληξαν σε ένα ικανοποιητικό μοντέλο επιστημονικής επιτυχίας, είναι γενικά αποδεκτές σε σχέση με τη μέση έννοια και τη θεωρητική εξάρτηση της επιστημονικής παρατήρησης. Αυτή η μέση έννοια αποτελεί μια άλλη αντίληψη του ενεργού σχηματισμού της εύρεσης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης και είναι άκρως ενοχλητική για τον αντικειμενισμό.11

Ομοίως σχετικό είναι εδώ το γεγονός ότι τα μοντέλα της επιτυχίας που δεν απαιτούν τις βασικές αρχές του αντικειμενισμού είναι νοητά και ευλογοφανή και έχουν προταθεί από τις ίδιες τις επιστήμες. Οι ψυχίατροι, για παράδειγμα, έχουν συχνά χρησιμοποιήσει θεραπεία συμπεριφοράς για την επιτυχημένη αντιμετώπιση τόσο σοβαρών όσο και ελαφρότερων ψυχικών διαταραχών για τις οποίες ισχυρίζονταν ότι δεν έχουν ή ότι δε χρειάζονται επαρκή περιγραφική επεξήγηση.12 Μια καλύτερη παρουσίαση, ίσως, είναι το ποντίκι που τρέχει να σωθεί από μια γάτα που το κυνηγάει.13 Πρέπει να υποθέσουμε ότι το ποντίκι τρέχει επειδή έχει στο μυαλό του μια σωστή εικόνα της φυσικής έχθρας που έχει με τη γάτα; Ή είναι πιο εύλογο να πούμε ότι κάθε είδος που αποτυγχάνει να ξεφύγει από τους φυσικούς του εχθρούς θα σταματήσει να υπάρχει, πράγμα που μας αφήνει μόνο με αυτά που τρέχουνε; Όπως ακριβώς η ίδια η πρόοδος της εξέλιξης, η πρόοδος της επιστήμης μπορεί να συνδεθεί με μηχανισμούς που δεν υποθέτουν ότι η γνώση μιμείται τη φύση.

Τελικά, ο αντικειμενισμός έχει δεχτεί κριτικές μέσα στους κόλπους του επειδή θεωρεί ένα πραγματικό κόσμο που είναι κατασκευασμένος με νομοτελειακό τρόπο με βάση ένα σταθερό σύνδεσμο μεταξύ των γεγονότων. Σύμφωνα με αυτή την κριτική, οι σταθεροί σύνδεσμοι των γεγονότων προέρχονται από εργαστηριακή εργασία που δημιουργεί κλειστά συστήματα στα οποία αναμφίβολα αποτελέσματα είναι πιθανά και επαναλαμβανόμενα. Στην πράξη όμως, τέτοιοι σταθεροί σύνδεσμοι αποτελούν τις σπάνιες εξαιρέσεις – όπως η προβλεπόμενη επιτυχία.14

Ως αποτέλεσμα, οι νόμοι που προτείνονται από την επιστήμη είναι μεταβλητής αλήθειας και σύμφωνοι με κανόνες παρά ικανοποιητικά περιγραφικοί. Έτσι, η πρακτική επιτυχία της επιστήμης εξαρτάται περισσότερο από την ικανότητα του επιστήμονα να αναλύει μια κατάσταση ως οντότητα, να σκέφτεται σε πολλά διαφορετικά επίπεδα ταυτόχρονα, να αναγνωρίζει ενδείξεις και να ενώνει διάσπαρτα κομμάτια πληροφορίας, παρά από τους ίδιους τους κανόνες. Όπως και με κάθε παιχνίδι, η νίκη εξαρτάται λιγότερο από τους κανόνες και περισσότερο από τι κάνει κάποιος κινούμενος στο χώρο που δημιουργούν αυτοί οι κανόνες.

Η ανάλυση του Bhaskar προτείνει ότι δεν υπάρχει καμία υποχρεωτική σχέση ανάμεσα στην “επιτυχία της επιστήμης” και τις υποθέσεις που γίνονται από τον εμπειρικό ρεαλισμό και ότι, στην πραγματικότητα, η επιτυχία της επιστήμης μπορεί να πρέπει να μεταφραστεί σε πλαίσια πολύ διαφορετικά από τη θέση της συμμετρίας ανάμεσα στην πρόβλεψη και την ερμηνεία. Ο “μεταφυσικός ρεαλισμός” του προσθέτει μια άλλη πλευρά στο ρόλο που παίζουν τόσο ο πραγματισμός όσο και ο σκεπτικισμός στην έρευνα της επιστήμης, δηλαδή ότι ο ερευνητής είναι ένας αιτιατός πράκτορας της ακολουθίας των γεγονότων που δημιουργούνται και ότι οι σύνδεσμοι των γεγονότων δεν γίνονται για εμάς αλλά δημιουργούνται από εμάς.15 Βασικό στοιχείο για την αξιοπιστία μιας επιστημονικής προσπάθειας είναι η πλήρης κατανόηση του όρου reflexivity. Ο επιστήμονας δηλαδή οφείλει να γνωρίζει πως φέρει κατά τη διάρκεια της επιστημονικής του προσπάθειας, τη δική του κοσμοθεωρία που επηρεάζει τους τρόπους με τους οποίους δρα και μεταφράζει τα αποτελέσματα της έρευνάς του. Ως εκ τούτου δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί απόλυτα αντικειμενικός σε κανένα στάδιο της επιστημονικής του προσπάθειας (May, 1997). Ταυτόχρονα, υποστηρίζει ότι οι ερωτήσεις που ο άνθρωπος θέτει στη φύση πρέπει να τεθούν σε μια γλώσσα που να “καταλαβαίνει” η φύση και να αντιμετωπίζει τα όργανα της επιστήμης ως “συσκευές σχεδιασμένες για να αποκρυπτογραφούν το λεξιλόγιο της φύσης”.16

Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης είναι να εξερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι σταθεροί σύνδεσμοι δημιουργούνται στο εργαστήριο (αφήνοντας στην άκρη προς στιγμή κάθε υπόθεση για το λεξιλόγιο της φύσης). Αντί να αντιμετωπίσουμε τις εμπειρικές παρατηρήσεις ως ερωτήσεις που τίθενται στη φύση σε γλώσσα που μπορεί να κατανοήσει, θα χειριστούμε όλες τις αναφορές για τον “συνθετικό” ρόλο της επιστήμης με ιδιαίτερη σοβαρότητα και θα θεωρήσουμε την επιστημονική εξέταση ως μία διαδικασία της παραγωγής. Αντί να αντιμετωπίσουμε τα επιστημονικά προϊόντα ως κάτι που αιχμαλωτίζει και αποκρύπτει αυτό που είναι, θα τα θεωρήσουμε ως κάτι επιλεκτικά σκαλισμένο, μετασχηματισμένο και κατασκευασμένο από αυτό που είναι. Τέλος, αντί να εξετάσουμε τις εξωτερικές σχέσεις μεταξύ της επιστήμης και της “φύσης” που μας έχουν πει ότι περιγράφει, θα εξετάσουμε αυτά τα εσωτερικά θέματα των επιστημονικών εγχειρημάτων, τα οποία θεωρούμε ότι είναι οικοδομητικά.17

Η ετυμολογία της λέξης “πραγματικότητα” κατονομάζει μια πραγματικότητα ως “αυτό που έχει γίνει”, σύμφωνα με τη ρίζα της λέξης που είναι η Λατινική λέξη facere, που σημαίνει κάνω.18 Παρ’ όλ’ αυτά, τείνουμε να θεωρούμε τα επιστημονικά “γεγονότα” ως δεδομένες ενότητες και όχι ως παρασκευές. Στη συγκεκριμένη μελέτη, το πρόβλημα της εύρεσης της αλήθειας επαναπροσδιορίζεται και αντιμετωπίζεται ως ένα πρόβλημα (εργαστηριακής) παρασκευής. Ξεκάθαρα, τότε, βρισκόμαστε μπροστά σε φιλοσοφικές θεωρίες της γνώσης και τις αντικειμενιστικές ή μη ανησυχίες τους. Αλλά θα διαφωνήσω με την άποψη ότι εάν αντιμετωπίσουμε τα επιστημονικά προϊόντα κυρίως ως επιτεύγματα μιας διαδικασίας κατασκευής, μπορούμε να αντικαταστήσουμε αυτές τις ανησυχίες, όπως μερικοί έχουν προτείνει, με μια εμπειρική θεωρία της γνώσης.19

1.2 Η Ερμηνεία του Οικοδομιστή Ι: Η Φύση και το Εργαστήριο

Πως μπορούμε να αποκρούσουμε τον ισχυρισμό ότι η επιστημονική εξέταση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως οικοδομική και όχι ως περιγραφική; Και τι ακριβώς εννοούμε από αυτό το συγκεκριμένο όρο; Η πρώτη ερώτηση μπορεί να απαντηθεί σχετικά εύκολα. Ακόμα και η συντομότερη συμμετοχή στον κόσμο της επιστημονικής έρευνας υποθέτει ότι η γλώσσα της αλήθειας και του ελέγχου υποθέσεων (και μαζί μ’ αυτή το περιγραφικό μοντέλο της εξέτασης) είναι επαρκώς εξοπλισμένο για να μπορεί να διαχειριστεί τη δουλειά εργαστηρίου. Όπου στο εργαστήριο, για παράδειγμα, βρίσκουμε τη “φύση” ή την “πραγματικότητα τόσο σημαντική για την περιγραφική ερμηνεία; Το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικότητας με την οποία ασχολούνται οι επιστήμονες είναι υπερβολικά προκατασκευασμένη, για να μη πούμε τεχνητή.

Τι λοιπόν, μετά από όλ’ αυτά, είναι ένα εργαστήριο; Μια τοπική συσσώρευση οργάνων και συσκευών μέσα σε ένα χώρο εργασίας που αποτελείται από καρέκλες και τραπέζια. Συρτάρια γεμάτα από δευτερεύοντα σκεύη, ράφια φορτωμένα με χημικά και γυαλικά. Ψυγεία και καταψύκτες γεμάτα με προσεκτικά σημειωμένα δείγματα και πρώτες ύλες: διαλύτες και γειωμένα φύλλα μετάλλων, μονοκύτταρες πρωτεϊνες, δείγματα αίματος από πειραματόζωα, κ.τ.λ. Όλες οι πρώτες ύλες έχουν δημιουργηθεί και αναπτυχθεί με ιδιαίτερη φροντίδα. Οι περισσότερες ουσίες και τα χημικά συστατικά είναι υψηλής καθαρότητας και έχουν αποκτηθεί από τη βιομηχανία ή από άλλα εργαστήρια. Όμως είτε έχουν αγοραστεί είτε έχουν ετοιμαστεί από τους ίδιους τους επιστήμονες, αυτές οι ουσίες αποτελούν προϊόν της ανθρώπινης προσπάθειας όπως οι συσκευές μέτρησης και τα χαρτιά πάνω στα γραφεία. Φαίνεται τότε ότι η φύση δεν παρίσταται στο εργαστήριο, εκτός και αν οριστεί από την αρχή ότι είναι το προϊόν της επιστημονικής εργασίας.

Ούτε βρίσκουμε στο εργαστήριο την αναζήτηση της αλήθειας που αποδίδεται παραδοσιακά στην επιστήμη. Για σιγουριά, η γλώσσα των επιστημόνων περιέχει αμέτρητες αναφορές για το τι είναι και το τι δεν είναι αληθινό. Η χρήση τους όμως δε διαφέρει σε τίποτα από τη δικιά μας καθημερινή χρήση του όρου σε μια ποικιλία από πραγματικές και ρητορικές λειτουργίες οι οποίες δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη σχέση με την επιστημολογική πλευρά της αλήθειας. Εάν υπάρχει μια αρχή που να φαίνεται ότι κυβερνάει τις εργαστηριακές λειτουργίες, είναι το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τη σωστή έκβαση των πειραμάτων, που υποδεικνύει μια αρχή επιτυχίας παρά μια αρχή αλήθειας. Είναι φυσικά αυτονόητο ότι το να κάνει κανείς τα πράγματα να δουλέψουν – να παράγει δηλαδή αποτελέσματα- δεν είναι ίδιο με το να προσπαθήσει να τα παραποιήσει. Ούτε αποτελεί σκοπό του εργαστηρίου να παράγει αποτελέσματα άσχετα με μελλοντικές πιθανές κριτικές και αμφισβητήσεις. Οι επιστήμονες φυλάγονται από μελλοντικές επιθέσεις σκεφτόμενοι τις ερωτήσεις που θα τους τεθούν πριν από τη δημοσιοποίηση της δουλειάς τους. Το λεξιλόγιο των επιστημόνων για το πως δουλεύουν τα πράγματα, για το γιατί δουλεύουν ή γιατί δε δουλεύουν και των βημάτων που πρέπει να γίνουν για να δουλέψουν, δεν αντανακλά κάποια μορφή απλοϊκού επαληθευσισμού, αλλά είναι στην πραγματικότητα ένας λόγος σύμφωνος με την οργανική κατασκευή της γνώσης που γίνεται στο χώρο εργασίας που καλείται “εργαστήριο”. Το να πετύχει κάποιος τη σωστή λειτουργία των πραγμάτων είναι μια πολύ πιο σημαντική επιδίωξη ακόμα και από την ίδια την αλήθεια και συνεχώς αποκομίζει κέρδη και επαίνους στην επιστημονική κοινότητα μέσα από τις δημοσιεύσεις. Έτσι, το να πετύχει κανείς τη σωστή λειτουργία των πραγμάτων προωθείται ως ένας ισχυρός και εφικτός σκοπός και όχι η απόμακρη ιδέα της αλήθειας που ποτέ δε μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά.

Όμως η “αλήθεια” και η “φύση” δεν αποτελούν τις μοναδικές απώλειες του εργαστηρίου. Ο παρατηρητής θα το βρει εξίσου δύσκολο να εντοπίσει τις “θεωρίες” που με μεγάλη συχνότητα σχετίζονται με την επιστήμη. Οι θεωρίες υιοθετούν ένα περίεργο “μη-θεωρητικό” χαρακτήρα στο εργαστήριο. Κρύβονται πίσω από μη ολοκληρωμένες περιγραφές του “τι συμβαίνει” και του “ποιο είναι το ζητούμενο” και παίρνουν τη μορφή προσωρινών απαντήσεων σε ερωτήσεις του τύπου “πως μπορεί να γίνει αισθητό αυτό”. Αυτό που κάνει τις θεωρίες του εργαστηρίου τόσο μη-θεωρητικές είναι η μη αποστασιοποίησή τους από τη χρήση των εργαστηριακών οργάνων. Απεναντίας, μας παρουσιάζονται ως περιγραφικές αποκρυσταλλωμένες πειραματικές λειτουργίες και είναι με τη σειρά τους ενσωματωμένες στη διαδικασία της εκτέλεσης των πειραμάτων.

Στη θέση του γνωστού διαχωρισμού ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική,20 συναντάμε ένα πλέγμα πρακτικής/αντίληψης στο οποίο η ιδέα μιας θεωρίας δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί ικανοποιητικά. Σύμφωνα με τους ίδιους τους επιστήμονες, οι θεωρίες στο χώρο της έρευνας είναι περισσότερο συγγενείς με πολιτικές παρά με δόγματα.21 Τέτοιες πολιτικές συνδυάζουν ερμηνεία με στρατηγικούς και τακτικούς υπολογισμούς και διατηρούνται με μεθοδολογικές προβολές του τύπου “πως γίνεται αυτό”. Όπως με την έννοια να γίνουν τα πράγματα έτσι ώστε να δουλέψουν, οι πολιτικές είναι απαραίτητα δεμένες σε μια δομή συμφερόντων. Η καθαρή θεωρία, τότε, μπορεί να αποκαλεστεί μια ουτοπία που οι επιστήμες διατήρησαν από τη φιλοσοφία.22

1.3 Η Ερμηνεία του Οικοδομιστή ΙI: Η “Βασισμένη στις Αποφάσεις” Παρασκευή Πραγματικοτήτων

Η ανεπάρκεια των ιδεών αυτών που σχετίζονται με την περιγραφική ερμηνεία της επιστημονικής έρευνας δεν προκαλεί εντύπωση, δεδομένου του πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Δεν προκαλεί λιγότερη εντύπωση ότι μια μετακίνηση από το πλαίσιο της ανάλυσης στην πραγματική διαδικασία της έρευνας φέρνει νέες αντιλήψεις στο προσκήνιο. Όπως είπαμε και προηγουμένως, η διαδικασία αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως οικοδομική και όχι ως περιγραφική. Ας γίνουμε λοιπόν πιο συγκεκριμένοι. Το ζήτημα που βρίσκεται σε συζήτηση είναι το ότι τα προϊόντα της επιστήμης αποτελούν πολύπλοκα ακριβείς κατασκευές που μεταφέρουν το σημάδι των πιθανών περιπτώσεων και των ενδιαφερόντων της διαδικασίας που τα δημιούργησε και που δεν μπορούν να γίνουν επαρκώς κατανοητά χωρίς ανάλυση της δομής τους. Αυτό σημαίνει ότι αυτό που συμβαίνει στη διαδικασία της κατασκευής σχετίζεται άμεσα με τα προϊόντα που παράγονται. Σημαίνει επίσης ότι τα προϊόντα της επιστήμης πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υπερβολικά εσωτερικά δομημένα μέσα από τη διαδικασία της παραγωγής, ανεξάρτητα από την αμφισβήτηση της εξωτερικής δομής τους μέσα από το ταίριασμα ή όχι με την πραγματικότητα.

Πως θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε αυτή την εσωτερική δομή των επιστημονικών προϊόντων; Επιστημονικά επιτεύγματα, συμπεριλαμβανομένων εμπειρικών γεγονότων, έχουν χαρακτηριστεί ως πάνω απ’ όλα το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας παρασκευής. Οι διαδικασίες παρασκευής περιλαμβάνουν αλυσίδες αποφάσεων και συμβιβασμούς μέσα από τους οποίους προκύπτουν τα προϊόντα τους. Με άλλα λόγια, απαιτούν ότι πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες επιλογές. Οι επιλογές, με τη σειρά τους, μπορούν να γίνουν μόνο βασιζόμενες σε προηγούμενες επιλογές: βασίζονται σε μεταφορές συμπερασμάτων για επόμενες επιλογές.

Θεωρήστε έναν επιστήμονα που κάθεται σε ένα ηλεκτρονικό πίνακα υπολογισμών και τρέχει ένα αναδρομικό πρόγραμμα πάνω σε διάφορα δεδομένα μετρήσεων. Το μηχάνημα αυτόματα επιλέγει μία συνάρτηση σύμφωνα με την οποία απεικονίζει γραφικά τα δεδομένα. Όμως, για να μπορέσει να επιλέξει ανάμεσα στις οκτώ συναρτήσεις που έχει διαθέσιμες χρειάζεται ένα κριτήριο. Τέτοια κριτήρια δεν είναι τίποτα παραπάνω από επιλογές δεύτερης σειράς: αντιπροσωπεύουν μια επιλογή ανάμεσα από άλλα πιθανά κριτήρια τα οποία έχουν προκύψει από μια επιλογή πρώτης σειράς. Στην περίπτωσή μας ειδικότερα, το πρόγραμμα προσφέρει στην πραγματικότητα τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο κριτηρίων, το μέγιστο R2 και το ελάχιστο μέγιστο απόλυτο υπόλοιπο. Οι επιστήμονες έχουν προσπαθήσει για ένα συνδυασμό αυτών των δύο.

Αποκτάει μια εκθετική συνάρτηση για τα δεδομένα του την οποία ισχυρίζεται ότι δεν επιθυμεί. Ξαναεκτελεί το πρόγραμμα, αναζητώντας μια γραμμική συνάρτηση, την οποία θεωρεί ότι δεν είναι και τόσο χειρότερη (σε σχέση με την εκθετική). Η ιδέα, αναφέρει, είναι να καταλήξουμε σε ένα τύπο εξίσωσης και προφανώς σε ενός μεγέθους Βήτα συντελεστές για όλες τις εκτελέσεις του προγράμματος, διότι θα ήταν συνολικά πολύπλοκο να είχαμε διαφορετικές συναρτήσεις για κάθε ξεχωριστή περίπτωση.

Παρατηρώντας τον επιστήμονα, μπορούμε επίσης να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός πρέπει να είναι να καταλήξουμε σε μία γραμμική συνάρτηση. Για να καταλήξουμε σε κάποια απόφαση, το αρχικό μέλημα του προγράμματος ήταν η επιλογή μιας συνάρτησης που θα ερμήνευε την επιλογή ανάμεσα από δύο τύπους στατιστικής προσέγγισης των καμπύλων. Σε μια βήμα προς βήμα διαδικασία, ο επιστήμονας προσθέτει ερμηνείες σε άλλα κριτήρια όπως ομοιογένεια πάνω σε συγκρίσιμα δεδομένα και γραμμικότητα. Προφανώς επιλέγει το δεύτερο επειδή επιτρέπει μεγαλύτερη ευκολία στην ερμηνεία και την παρουσίαση.

Ο Callon πρόσφατα παρουσίασε πως η σχέση ανάμεσα στην τροφοδοσία και την απαίτηση σε σχέση με τις πληροφορίες μπορεί να θεωρηθεί ως μια συμβολική λειτουργία ερμηνείας (Serres, 1974) που μετατρέπει ένα συγκεκριμένο ορισμό ενός προβλήματος σε μια άλλη συγκεκριμένη δήλωση ενός προβλήματος. Για παράδειγμα, το πρόβλημα της ελάττωσης του νέφους των πόλεων μπορεί να μετατραπεί σε ένα πρόβλημα ελάττωσης του ποσού του μολύβδου στο πετρέλαιο ή σε μετατροπή του μολυσμένου χώρου σε ζώνη πεζόδρομων. Αυτό υποδεικνύει ότι η λύση ενός προβλήματος Α απαιτεί τη λύση ενός προβλήματος Β, στο οποίο έχει μετατραπεί το Α.23 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός ο τρόπος ερμηνείας αντιμετωπίζεται ως ένα συμφυές χαρακτηριστικό του να επιλέγει κανείς αποφάσεις ή – για να δανειστούμε μια έκφραση από τον Luhmann- της επιλεκτικότητας γενικότερα.24 Μας επιτρέπει να δούμε τα επιστημονικά προϊόντα ως ενδόμυχα κατασκευασμένα, όχι μόνο όσον αφορά τις σύνθετες επιλογές στο εργαστήριο, που δίνουν ώθηση στο προϊόν, αλλά επίσης σε σχέση με τις ερμηνείες που εμπεριέχονται μέσα από αυτές τις επιλογές.

Με άλλα λόγια, το επιστημονικό προϊόν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως δομημένο στα πλαίσια διαφόρων τάξεων ή επιπέδων επιλογής. Αυτή η πολυπλοκότητα των επιστημονικών κατασκευών σε αντιστοιχία με τις επιλογές που εμπεριέχουν είναι ενδιαφέρον από μόνο του διότι φαίνεται ότι συνιστά ότι τα επιστημονικά προϊόντα είναι απίθανο να επαναπαραχθούν με τον ίδιο τρόπο κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Εάν ένα επιστημονικό προϊόν χαρακτηρίζεται από διάφορα επίπεδα επιλογών, φαίνεται ότι είναι πολύ απίθανο ότι η διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί, εκτός και αν το μεγαλύτερο μέρος των επιλογών είναι είτε καθορισμένες είτε παρόμοιες.

Δεδομένου ότι οι επιστήμονες που δουλεύουν σε κάποιο πρόβλημα σχετίζονται μέσω της επικοινωνίας, του ανταγωνισμού και της συνεργασίας και συχνά έχουν παρόμοια εκπαίδευση, όργανα εργασίας και ενδιαφέροντα η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου παράξενη.25 Όμως, αυτή η ερμηνεία των επιλογών δεν υποδεικνύει μόνο τα επιστημονικά προϊόντα ως πολύπλοκες δομές που εμπεριέχουν επίπεδα επιλογής, αλλά επίσης (όπως θα δούμε στο Κεφάλαιο 4) παρέχει τα νήματα με τα οποία οι εργαστηριακές επιλογές και τα προϊόντα στα οποία οδηγούν υφαίνονται στα σχετικά πλαίσια της έρευνας.

Για να φτάσουμε σε κάποια μορφή τελικού συμπεράσματος, οι επιλογές μεταφέρονται σε άλλες επιλογές. Για να διασπάσουμε αυτό το συμπέρασμα, κάθε επιλογή μπορούμε να την αμφισβητήσουμε ξεχωριστά. Οι επιλογές μπορούν να αμφισβητηθούν ακριβώς επειδή είναι επιλογές: δηλαδή, ακριβώς επειδή εμπεριέχουν την πιθανότητα εναλλακτικών επιλογών. Εάν οι επιστημονικοί στόχοι είναι επιλεκτικά κομμένοι από την πραγματικότητα, μπορούν να διαβληθούν με αμφισβήτηση των επιλογών που εμπεριέχουν. Εάν οι επιστημονικές αλήθειες παρασκευάζονται έτσι ώστε να προκύπτουν από αποφάσεις, μπορούν να διαβληθούν με την υπόδειξη άλλων εναλλακτικών αποφάσεων. Στην επιστημονική αναζήτηση, η διαμόρφωση των επιλογών που εμπεριέχονται σε προηγούμενες επιστημονικές εργασίες αποτελεί η ίδια ένα θέμα για περαιτέρω επιστημονική εξερεύνηση. Ταυτόχρονα, οι επιλογές που έγιναν σε προηγούμενες επιστημονικές εργασίες συνιστούν έναν πόρο που επιτρέπει τη συνέχιση της επιστημονικής αναζήτησης: εφοδιάζουν με τα απαραίτητα όργανα, τις μεθόδους και τις ερμηνείες πάνω στις οποίες ένας επιστήμονας μπορεί να βασιστεί ώστε να αρχίσει τη διαδικασία της έρευνάς του.

Ο “τεχνητός” χαρακτήρας του πιο σημαντικού εργαλείου των επιστημόνων, του εργαστηρίου, βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία περιορισμένου μεγέθους συσσώρευση υλοποιήσεων από προηγούμενες επιλογές. Οι επιλογές προηγούμενων ερευνών επηρεάζουν επίσης τις επόμενες επιλογές με το να διαμορφώνουν τις συνθήκες για τις μετέπειτα επιλογές αποφάσεων. Έτσι, τα προϊόντα της επιστήμης δεν είναι μόνο διαποτισμένα από τις αποφάσεις που έχουν παρθεί, αλλά διαποτίζουν με τη σειρά τους τις μετέπειτα αποφάσεις, υπό την έννοια ότι υποδεικνύουν νέα προβλήματα και προδιαθέτουν για τις λύσεις τους.

Εν συντομία, λοιπόν, η δουλειά ενός επιστήμονα αποτελείται από την πραγματοποίηση ενός αριθμού από επιλογές μέσα από ένα χώρο που καθορίζεται από προηγούμενες επιλογές και από έναν άλλο που είναι αναγκαία προκαθορισμένος. Με περισσότερο οικονομικούς όρους, μπορούμε να πούμε ότι η επιστημονική εργασία απαιτεί την επαναχρησιμοποίηση των προηγούμενων εργασιών σε ένα κύκλο στον οποίο οι επιλογές που δημιουργούνται από την επιστημονική δουλειά και τα αντίστοιχα υλικά της αποτελούν οι ίδιες το περιεχόμενο και το βασικό κομμάτι της δουλειάς αυτής. Αυτό που αναπαράγεται από αυτό τον κύκλο είναι η επιλογή ανά δευτερόλεπτο. Αυτός ο τύπος της αυτο-κεφαλοποίησης σε σχέση με την επιλεκτικότητα φαίνεται ως μια προϋπόθεση για τη συσσώρευση επιστημονικών επιτευγμάτων. Μπορεί να πολλαπλασιαστεί με αύξηση του αριθμού των επιστημόνων και μέσω αύξησης των οικονομικών πόρων. Η μετατροπή των επιστημονικών προϊόντων σε χρήματα για έρευνα όπως περιγράφεται σε πρόσφατα οικονομικά μοντέλα, βλέπε Κεφάλαιο 4, αναφέρεται σ’ αυτήν την προοπτική. Μπορούμε επίσης να ισχυριστούμε ότι αναφέρεται περισσότερο σε επιστημονική παραγωγικότητα και λιγότερο σε επιστημονική παραγωγή.

1.4 Το Εργαστήριο: Χώρος Ανακάλυψης ή Χώρος Επικύρωσης;

Για να θεωρήσουμε την επιστημονική έρευνα ως οικοδομική και όχι ως περιγραφική πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα επιστημονικά προϊόντα ως υπερβολικά ενδόμυχα κατασκευασμένα σε όρους της επιλεκτικότητας που τα συνοδεύει. Για να μελετήσουμε την επιστημονική έρευνα, τότε, πρέπει να μελετήσουμε τη διαδικασία μέσα από την οποία έχουν πραγματοποιηθεί οι αντίστοιχες επιλογές. Μήπως μια τέτοια μελέτη απλώς μεταφέρει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ανάλυσης από το φιλοσοφικό περιεχόμενο της απόδειξης σε αυτό της γέννησης καινούριων ιδεών; Ή από τον κοινωνιολογικό χώρο της συγκαταβατικής διαμόρφωσης στην προέλευση των ανακαλύψεων για τις οποίες έχει διαμορφωθεί μία άποψη;

Δυστυχώς, τέτοιες διακρίσεις όπως αυτές ανάμεσα στην ανακάλυψη και την επικύρωση τείνουν να περιπλέκουν, αντί να διευκολύνουν, τον κοινωνικό επιστήμονα ο οποίος στην πραγματικότητα αρχίζει να ασχολείται με την επιστημονική έρευνα. Αλλά γιατί αυτό να είναι το ζητούμενο; Δεν απομακρυνόμαστε στην πραγματικότητα από το χώρο της απόδειξης και της μελέτης της διαδικασίας της παρασκευής του επιστημονικού αποτελέσματος όταν μπαίνουμε σε ένα εργαστήριο; Δεν δικαιολογούμαστε όταν θεωρούμε ότι η ανακάλυψη και η επικύρωση αποτελούν ξεχωριστές διαδικασίες, η καθεμιά εντελώς ανεξάρτητη από την άλλη; Ο κοινωνικός επιστήμονας βρίσκεται σε αμηχανία διότι η απάντηση είναι αρνητική.

Ας ξεκινήσουμε με τη φιλοσοφική άποψη ότι η επικύρωση είναι στην πραγματικότητα μια διαδικασία λογικής συγκαταβατικής διαμόρφωσης μέσα στην επιστημονική κοινότητα.26 Αφού οι επικυρωτές που αποτελούν αυτή την κοινότητα είναι υποθετικά ανεξάρτητοι από τους παραγωγούς της γνώσης, η κριτική τους αποτελεί μία αντικειμενική βάση επικύρωσης. Παρ’ όλ’ αυτά, εάν παρατηρήσουμε τη διαδικασία της παραγωγής γνώσης σε αρκετά λεπτομερειακό βαθμό, προκύπτει ότι οι επιστήμονες διαρκώς επηρεάζονται στις αποφάσεις και τις επιλογές τους από το τι αναμένει ένα συγκεκριμένο κομμάτι αυτής της κοινωνίας των “επικυρωτών” ή από το τι υπαγορεύει το περιοδικό στο οποίο επιθυμούν να κάνουν μία δημοσίευση. Οι αποφάσεις παίρνονται με γνώμονα το τι είναι “στη μόδα” και το τι είναι “εκτός μόδας”, το τι “μπορεί” κάποιος και το τι “δε μπορεί” να κάνει, το ποιον μπορεί να βρει αντιμέτωπο και το με ποιους πρέπει να συνεργαστεί ασχολούμενος με ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Συνοπτικά, οι ανακαλύψεις του εργαστηρίου γίνονται, ανάλογα με το θέμα που αναφέρονται, παίρνοντας σοβαρά υπόψη πιθανή μελλοντική κριτική ή αποδοχή (όπως επίσης και πιθανούς μελλοντικούς εχθρούς και φίλους!). Παρά το φαινομενικά τουλάχιστον αφοριστικό αυτό σχόλιο, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως η διϋποκειμενικότητα - η διαδικασία δηλαδή της επαλήθευσης των πορισμάτων μιας έρευνας- είναι συστατικό στοιχείο της επιστημονικής παραγωγής.

Την ίδια στιγμή, ανακαλύπτει κανείς ότι οι επικυρώσεις γίνονται με θετική στάση απέναντι στα αποτελέσματα που πρόκειται να επικυρωθούν. Το εάν ένας προτεινόμενος ισχυρισμός γνώσης κριθεί ως ευλογοφανής ή όχι, ενδιαφέρον, πιστευτός ή μη πιστευτός, μπορεί να εξαρτηθεί από το ποιος πρότεινε το αποτέλεσμα, που έγινε η εργασία και πως επιτεύχθηκε. Οι επιστήμονες αναφέρονται για τα κίνητρα και τα ενδιαφέροντα27 που δίνουν ώθηση στην “εύρεση”, για τους υλικούς πόρους που είναι διαθέσιμοι σ’ αυτούς που διεξάγουν την έρευνα και για το “ποιος βρίσκεται πίσω” από τα επιτεύγματα. Ταυτίζουν κατ’ ουσίαν τα επιτεύγματα (και θα επανέρθουμε σύντομα σ’ αυτό) με τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη δημιουργία τους. Έτσι, είναι η ίδια η επιστημονική κοινότητα που τοποθετεί σημαντικό βάρος στον τομέα της ανακάλυψης σε σχέση με ένα ισχυρισμό γνώσης.

Σε ένα πιο γενικό επίπεδο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τόσο οι παραγωγοί όσο και οι αποτιμητές των ισχυρισμών για γνώση είναι, σύμφωνα με αυτούς που τάσσονται υπέρ της διάκρισης μεταξύ της ανακάλυψης και της επικύρωσης, γενικά μέλη της ίδιας “κοινότητας”. Έτσι, είναι φυσικό επακόλουθο να μοιράζονται ένα κοινό κορμό γνώσεων και διαδικασιών, και πιθανόν κοινά κριτήρια αποτίμησης, επαγγελματικές προτιμήσεις και τρόπους επίτευξης κρίσης. Εκτός απ’ όλ’ αυτά, οι επικυρωτές των ισχυρισμών γνώσης είναι, ταυτόχρονα, πελάτες που πιθανόν να χρειάζονται ένα επιστημονικό αποτέλεσμα έτσι ώστε να προωθήσουν τις δικές τους έρευνες. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι επιλογές που έχουν γίνει σε προηγούμενες έρευνες αποτελούν πηγή για τη συνέχιση των επιστημονικών διεργασιών, όπως επίσης είναι και θέμα προβληματισμού για περαιτέρω έρευνα. Έτσι, οι επικυρωτές ενός ισχυρισμού γνώσης αποτελούν συχνά οι πιο “επικίνδυνοι” ανταγωνιστές που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας επιστήμονας στο σκληρή προσπάθεια που κάνει για αναγνώριση και επιστημονική καθιέρωση.

Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο αρχηγός μιας ευρέως αναγνωρισμένης ερευνητικής ομάδας όταν αναφέρει ότι η βασική πρότασή του απορρίφθηκε διότι “υπάρχουν μόνο δύο ισχυρές ομάδες στην περιοχή, εμείς και το Μ.Ι.Τ. Έτσι, εμείς αναλαμβάνουμε την εξέταση κάθε σημαντικής τους πρότασης και αυτοί την εξέταση των δικών μας. Φυσικά δεν επιθυμούν να τους προσπεράσουμε επιστημονικά διότι τα χρήματα δεν είναι πολλά και για τους δύο”.28 Το ζήτημα είναι ότι οι παραγωγοί και οι επικυρωτές που μοιράζονται μεθόδους και προσεγγίσεις, οι παραγωγοί και οι πελάτες που έχουν ανάγκη ο ένας τις υπηρεσίες του άλλου και οι ανταγωνιστές στη σκληρή προσπάθεια για αναγνώριση και χρήματα δε μπορεί ταυτόχρονα να θεωρούνται ανεξάρτητοι και, κάτω από αυτή τη θεώρηση, αντικειμενικά κριτικοί. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στην ανακάλυψη και την επικύρωση που γίνεται σ’ αυτές τις γραμμές δεν είναι αυθαίρετος, αλλά επαληθεύεται από την επιστημονική πρακτική.

Υπάρχει και μια δεύτερη κριτική για το διαχωρισμό που πρέπει να ξεκαθαριστεί. Έχουμε ακούσει ότι η επικύρωση ή η αποδοχή, στην πράξη, αντιμετωπίζεται ως μια διαδικασία συγκαταβατικής διαμόρφωσης που ταξινομείται ως “λογική” από κάποιους φιλόσοφους και ως “κοινωνική” από τους κοινωνιολόγους της επιστήμης. Αλλά είτε είναι λογική είτε είναι κοινωνική, η διαδικασία φαίνεται να είναι μια διαδικασία διαμόρφωσης άποψης και ως τέτοια να βρίσκεται σε άλλο χώρο από το χώρο της επιστημονικής έρευνας. Γι’ αυτό, η συνήθης ταξινόμηση των μελετών της έρευνας ως πληροφορίες στο πεδίο της ανακάλυψης, με πολύ λίγο ή και καθόλου ενδιαφέρον για προβλήματα επικύρωσης, οδηγεί στην πολύ γνωστή θέση ότι οι μελέτες της παραγωγής της γνώσης στο εργαστήριο δεν έχουν καμία σχέση με αμφισβητήσεις αποδοχής.

Αλλά που θα πρέπει να συναντήσουμε τη διαδικασία της επικύρωσης, σε αρκετά σημαντικό βαθμό, εάν όχι μέσα στο ίδιο το εργαστήριο;29 Εάν όχι στη διαδικασία της επιλογής απόφασης μέσα στο εργαστήριο με την οποία ένα προηγούμενο αποτέλεσμα, μια μέθοδος ή μια προτεινόμενη ερμηνεία, προτιμάται σε σχέση με άλλες και ενσωματώνεται στα νέα επιτεύγματα; Ποια είναι η διαδικασία αποδοχής εάν όχι μία επιλεκτική συγχώνευση των προηγούμενων επιτευγμάτων στις τρέχουσες διαδικασίες της παραγωγικής έρευνας; Το να αποκαλεστεί μια διαδικασία, διαδικασία διαμόρφωσης γνώμης φαίνεται ότι προκαλεί ένα πλήθος από λανθασμένες πεποιθήσεις.

Δεν έχουμε ακόμα επιστημονικά δικαστήρια για επίσημη διαμόρφωση γνώμης με νομοθετική δύναμη για τη καθοδήγηση μελλοντικών ερευνών. Το να αντιμετωπίσουμε με συγκατάθεση τη συνάθροιση των ξεχωριστών επιστημονικών απόψεων είναι παραπλανητικό, αφού (α) όπως συνήθως στα δημοσκοπήσεις γνώμης δεν έχουμε καμία πρόσβαση στις επικρατούσες, γενικές ή μέσες απόψεις των σχετικών επιστημόνων και (β) είναι κοινότυπο στην κοινωνιολογία ότι η απόψεις έχουν περίπλοκη και ανεξερεύνητη σχέση με την ίδια την πράξη. Έτσι, ακόμα και αν γνωρίζαμε ποιες ήταν οι απόψεις των επιστημόνων, δε θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε ποια επιτεύγματα θα ήταν συνεπώς προτιμητέα στην πραγματική έρευνα. Αυτό που έχουμε, λοιπόν, δεν είναι μια διαδικασία διαμόρφωσης γνώμης, αλλά μια διαδικασία στην οποία συγκεκριμένα επιτεύγματα παγιώνονται μέσα από συνεχή συγχώνευση στην τρέχουσα έρευνα. Αυτό σημαίνει ότι το χαρακτηριστικό στοιχείο της παγίωσης είναι η διαδικασία της επιστημονικής έρευνας ή, με όρους που αναφέρθηκαν πρωτύτερα, οι επιλογές μέσα από τις οποίες προκύπτουν τα ερευνητικά αποτελέσματα μέσα στο εργαστήριο.

Σίγουρο είναι ότι οι επιστήμονες εκφράζουν απόψεις για τα επιτεύγματα άλλων σε πολλές και διάφορες περιπτώσεις: κουβεντούλες κατά το μεσημεριανό φαγητό, συζητήσεις που ακολουθούν κάποια ομιλία ή ακόμα και σε σχέση με κάποιο άρθρο που μόλις διάβασε κάποιος και βρήκε ερεθίσματα για να κάνει κάποια σχόλια. Αυτές οι γνώμες όμως είναι επιχειρήματα που εξαρτώνται από το χώρο στον οποίο διαρθρώνονται. Δεν είναι απαραίτητα συνεπείς με διαφορετικές περιοχές ούτε και αντανακλούν πάντα τις επιλογές που θα γίνουν στο εργαστήριο. Αυτό το τελευταίο, με τον καιρό, θα μετατραπεί στις “επικυρωμένες αλήθειες” και στα “τεχνολογικά επιτεύγματα” που θα αποδοθούν σε μια επιστήμη. Ως αποτέλεσμα, είναι η διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής της έρευνας στο εργαστήριο που πρέπει να εξετάσουμε για να μπορέσουμε να μελετήσουμε το ακριβές “πλαίσιο της απόδειξης”.30

1.5 Το Πλαίσιο των Εργαστηριακών Παρασκευών

Ας ασχοληθούμε για μια στιγμή με την άποψη ότι η μελέτη της διαδικασίας της παραγωγής της έρευνας σε ένα εργαστήριο αποτελεί στην πραγματικότητα μελέτη ενός μέρους του προβλήματος της επαλήθευσης ή της αποδοχής. Η συγχώνευση ενός παλιότερου επιτεύγματος σε μια τρέχουσα διαδικασία αναζήτησης αντιμετωπίζεται ως ένα πιθανό βήμα προς την παγίωση. Η επιλογή μιας διαθέσιμης μεθόδου ή ερμηνείας εκτείνει την παρουσία της (για παράδειγμα, σε μια ακόμα δημοσίευση) και παρατείνει τη διάρκειά της. Αυξάνει μ’ αυτό τον τρόπο τις πιθανότητες για περαιτέρω επιλογή και χρησιμοποίησή της σε άλλες επιστημονικές εργασίες. Μια σημαντική ερώτηση, τότε, είναι το πως γίνονται οι επιλογές αυτές.

Ας αναλογιστούμε πρώτα τι λένε οι ίδιοι οι επιστήμονες όταν τους τίθεται αυτή η ερώτηση. Όπως ακριβώς στην περίπτωση όπου ένας επιστήμονας κρίνει τη δουλειά ενός άλλου, ενδιαφερόμαστε για τη συγκεκριμένη κατάσταση κατά την οποία πάρθηκε η απόφαση. Όταν ρωτάμε, για παράδειγμα, γιατί επιλέχθηκε ένα συγκεκριμένο όργανο για ένα συγκεκριμένο σκοπό, η απάντηση μπορεί να κυμαίνεται από το “Επειδή είναι ακριβό και σπάνιο και επιθυμώ να εξοικειωθώ μαζί του” ως το “Είναι πιο οικονομικό όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας”. Από το “Ο Γιάννης μου το πρότεινε και μου έδειξε πως να το χρησιμοποιήσω” ως το “Έτυχε να υπάρχει τριγύρω, έτσι ήταν το πιο εύκολο πράγμα να το χρησιμοποιήσω”. Από το “Αυτό που είχα στο μυαλό μου δε λειτούργησε, έτσι δοκίμασα κάτι καινούργιο” ως το “Μου ζήτησαν να το χρησιμοποιήσω επειδή μόλις αγοράστηκε και πρέπει να αποδείξουμε ότι το χρειαζόμαστε”. Από το “Δουλεύει πάντα σύμφωνα με την προσωπική μου εμπειρία” ως την έκπληκτη ματιά και την ερώτηση “Λοιπόν, τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε;”

Από τα λιγοστά παραπάνω παραδείγματα, είναι προφανές ότι αυτοί οι παράγοντες προέρχονται από διαφορετικές πηγές και διαφορετικές αιτίες, ότι προέρχονται από διαφορετικά σημεία του προβληματισμού των επιστημόνων που προηγείται μιας απόφασης και ότι κυμαίνονται σε διαφορετικά επίπεδα γενικότητας. Αν τους δούμε συνολικά, αποτελούν τις διάφορες καταστάσεις τις οποίες οι επιστήμονες χρησιμοποιούν ως βάση για να πάρουν τις αποφάσεις τους. Η ύπαρξη μιας ενεργειακής κρίσης ή παρουσία ενός φίλου που έχει κάτι να προτείνει. Μία αποτυχία που προκαλεί μια αλλαγή στη διαδικασία ή μια αγορά που πρέπει να δικαιολογηθεί. Μια προσωπική “πείρα” που αποτελείται από τα συγκεκριμένα στοιχεία μιας επιστημονικής καριέρας ή η τυπική πρακτική σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Είναι ξεκάθαρο ότι δε πρέπει να περιμένουμε ότι θα ελαττώσουμε αυτές τις καταστάσεις σε ένα μικρό αριθμό κριτηρίων, ώστε από εδώ και στο εξής να μπορούμε να προβλέψουμε τις εργαστηριακές επιλογές ενός επιστήμονα. Αντίθετα, θα πρέπει να θεωρούμε αυτές τις επιλογές ως ένα προϊόν τις επανεμφάνισης και αλληλεπίδρασης των παραγόντων των οποίων ο αντίκτυπος και η σχέση συμβαίνει να εμφανίζονται σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και χώρο λόγω των συνθηκών μέσα στις οποίες οι επιστήμονες εργάζονται.

Οι ιστορικοί έχουν για πολύ καιρό παρουσιάσει τις αποφάσεις των επιστημόνων ως εξαρτημένες από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται, άποψη που υποστηρίζουν και κάποιες πρόσφατες θεωρίες της φιλοσοφίας της επιστήμης.31 Εάν προχωρήσουμε την ιδέα της ιστορικής εξάρτησης ένα βήμα παρακάτω υποστηρίζοντας ότι η αποδοχή είναι μια μορφή περιβαλλοντολογικής επιλογής ανάλογης με το μοντέλο της βιολογικής επιλογής, έχουμε μια εύλογη εναλλακτική επιλογή για το μοντέλο της (λογικής) διαμόρφωσης γνώμης. Όπως η υιοθέτηση, η αποδοχή μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων που έρχονται να επηρεάσουν τις επιλογές των επιστημόνων στο περιβάλλον του εργαστηρίου. Εάν μια τέτοια ερμηνεία θεωρείται δεδομένη στη βιολογική εξέλιξη, γιατί να μην αποτελεί ένα εξίσου εύλογο χαρακτηριστικό στη διαδικασία της επιλεκτικής “επιβίωσης” των επιστημονικών επιτευγμάτων; Έχει φυσικά το πλεονέκτημα του καθορισμού ως πιθανόν σχετικού του ευρύτατου κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο η επιστήμη ενσωματώνεται και από την οποία διαμορφώνεται ένα μέρος των αποφάσεων των επιστημόνων.

Έχει όμως και ένα μειονέκτημα. Εάν δε μπορέσουμε να κατονομάσουμε, μια για πάντα, τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία τα επιστημονικά αποτελέσματα επιλέγονται ή απορρίπτονται, δεν είμαστε σε θέση να πούμε ποιες επιλογές έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν από τους επιστήμονες.32 Τέτοια κριτήρια συνοψίζονται στους όρους validity και reliability της επιστημονικής έρευνας. Ως εγκυρότητα ορίζεται ο βαθμός που ο επιστήμονας κατέγραψε τα παρατηρούμενα φαινόμενα αντικειμενικά ενώ η αξιοπιστία σχετίζεται με τη συνέπεια ανάμεσα στις παρατηρήσεις. Ο βαθμός, το ποσοστό, που ο κάθε επιστήμονας προστατεύει την εγκυρότητα και αξιοπιστία της έρευνάς του, καθορίζει και το βαθμό που αυτή διεκδικεί κύρος και επιστημονική αλήθεια. Εάν το πλαίσιο της επιλογής μεταβάλλεται με το χρόνο και το χώρο και ως συνάρτηση των προηγούμενων επιλογών, θα μεταβάλλεται παρόμοια και η λογική των επιστημονικών επιλογών. Εάν προσθέσουμε σ’ αυτές τις μεταβλητές πλοκές την πιθανότητα αλληλεπιδράσεων από ευκαιριακές μεταβλητές από τις οποίες αποκρυσταλλώνονται οι επιλογές, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα καταλήξουμε σε γενικά ισχύουσες παρατηρήσεις σχετικά με αυτές τις αποκρυσταλλοποιήσεις. Εν συντομία, μένουμε με τη σχετικά αποκαρδιωτική εικόνα μιας μη καθορισμένης μεταβλητότητας και ενός κοινωνικού επιστήμονα που δεν μπορεί να δώσει κάποια ακριβή περιγραφή της. Ως αποτέλεσμα, αυτοί που υποστήριξαν αυτή την κατεύθυνση στο πρόσφατο παρελθόν κατηγορήθηκαν ότι παρέδωσαν την επιστήμη στη βασιλεία του παραλόγου και διέγραψαν την ιδέα της κατευθυνόμενης ή προοδευτικής επιστημονικής αλλαγής.33

1.6 Η Εξάρτηση από το Πλαίσιο Λειτουργίας ως ένα Απαραίτητο Στοιχείο για Αλλαγή

Ίσως προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η αοριστία δεν προκαλεί ιδιαίτερες ανησυχίες στον κοινωνικό επιστήμονα, εκτός από αυτές που αναφέρονται σε παραλογισμούς σχετικά με τις επιλογές της επιστήμης. Πρόσφατες βελτιώσεις στη θεωρία των αυτο-προσαρμοζόμενων συστημάτων (όπως επίσης και στη θερμοδυναμική) υποστηρίζουν την αντίθετη ερμηνεία – δηλαδή, ότι τέτοιου είδους αοριστία αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση για προοδευτική, οργανωμένη προσαρμογή και άρα για επιβίωση και εποικοδομητική αλλαγή.34 Με άλλα λόγια, η επιρροή της αοριστίας δεν θεωρείται πλέον ως καθαρά καταστρεπτική όπως θεωρείται ο “θόρυβος” στη θεωρία πληροφοριών που αποτρέπει την ορθή μετάδοση ενός σήματος, τα “λάθη” στο γενετικό κώδικα που αποτρέπουν τη φυσιολογική βιολογική εξέλιξη ή οι “ταραχές” σε ένα θερμοδυναμικό σύστημα. Αντιθέτως, αντιμετωπίζεται ως βοήθημα για μια προοδευτική οργάνωση του συστήματος προς μια αυξανόμενη πολυπλοκότητα παρά τα τοπικά λάθη και την απώλεια πληροφορίας που εισάγει.35

Για να εξηγήσουμε αυτή την άποψη, ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα παράδειγμα από τον Von Foerster όπως το ερμηνεύει ο Atlan.36 Ένας συγκεκριμένος αριθμός από κύβους, από τους οποίους κάποιοι έχουν μαγνητιστεί θετικά και κάποιοι αρνητικά, έχουν τοποθετηθεί σε ένα κουτί το οποίο στη συνέχεια ανακινείται. Όταν ανοίγεται το κουτί, οι κύβοι βρίσκονται σε πολύπλοκες, σταθερές γεωμετρικές φιγούρες σαν να τοποθετήθηκαν έτσι υπό τις συνεχείς οδηγίες ενός καλλιτέχνη. Παρ’ όλ’ αυτά, το κούνημα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τυχαία παρέμβαση, απρόβλεπτη και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε προηγούμενη ή μελλοντική τοποθέτηση των κύβων. Για κάποιον που δε γνώριζε ότι οι κύβοι ήταν μαγνητικοί, θα φαινόταν ότι οργανώθηκαν από μόνοι τους σε αντιπαράθεση με την τυχαία παρέμβαση, που ήταν από μόνη της καταστρεπτική, αφού κατέστρεψε την αρχική σταθερή τοποθέτηση των κύβων.37

Ένα σχετικά διαφορετικό παράδειγμα – που υποδεικνύει περισσότερο καθαρά τα επίπεδα οργάνωσης που εμπλέκονται – είναι αυτό της βιολογικής αναπαραγωγής. Γνωρίζουμε ότι ένα “λάθος” στην αντιγραφή του γενετικού κώδικα θεωρείται ότι αποτελεί την αιτία της εμφάνισης μεταλλάξεων. Όμως, αυτό το τυχαίο γεγονός που εμφανίζεται στο (αυστηρά επαναλαμβανόμενο) γενετικό επίπεδο μπορεί να ωφελήσει τους οργανισμούς δημιουργώντας μια ποικιλία που θα μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες σε σχέση με τον αρχικό πληθυσμό. Ο οργανισμός “αναδιοργανώνεται” ενσωματώνοντας μια τυχαία μετάλλαξη που απέτρεψε την απαράλλαχτη αναπαραγωγή της αρχικού γενετικού υλικού του.

Στην ορολογία της θεωρίας επικοινωνιών (η οποία ταιριάζει ίσως περισσότερο σε ερωτήσεις κοινωνικής οργάνωσης), το ζήτημα μπορεί να ξαναδιατυπωθεί σύμφωνα με τον Atlan (1979: 47). Έστω ότι έχουμε μια γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα στα υποσυστήματα Α και Β μέσα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα. Εάν δεν υπάρχει κανένα λάθος σε ένα μήνυμα που στέλνεται από το Α στο Β, τότε το Β θα αποτελεί ένα ακριβές αντίγραφο του Α και η συνολική πληροφορία και των δύο θα είναι ίδια με αυτή του Α. Εάν ο αριθμός των λαθών είναι τέτοιος ώστε η διφορούμενες πληροφορίες να ισούνται με το μέγεθος της πληροφορίας που μεταδίδει ο Α, η πληροφορία αυτή θα χαθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούμε να ισχυριστούμε καν ότι γίνεται μετάδοση πληροφορίας. Αυτό σημαίνει ότι η δομή του Β είναι εξολοκλήρου εξαρτημένη από αυτή του Α και ότι η συνολική πληροφορία και των δύο αντιστοιχεί σε αυτή του Α συν αυτή του Β. Στο βαθμό που το σύστημα εξαρτάται από τη γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα στα υποσυστήματα, αυτή η ολική ανεξαρτησία θα οδηγήσει σε καταστροφή του συνολικού συστήματος. Σε σχέση με το ποσό της πληροφορίας του συνολικού συστήματος, το βέλτιστο είναι να έχουμε μια μη-μηδενική μετάδοση πληροφορίας μεταξύ του Α και του Β και ένα συγκεκριμένο ποσό λάθους στη μετάδοση αυτή.38

Τι υποδεικνύει ο ισχυρισμός ότι ένα συγκεκριμένο ποσό αοριστίας αποτελεί αναγκαιότητα για προοδευτική αυτό-οργάνωση στην περίπτωση της επιστήμης; Ένας ελάχιστος ορισμός της επιστημονικής ανάπτυξης ως μια κατευθυνόμενη αλλαγή θα κατέληγε στο ότι η επιστημονική γνώση είναι προοδευτικά ανασκευασμένη γνώση βασισμένη πάνω σε συγχώνευση ή απόρριψη προηγούμενων επιτευγμάτων και ότι αυτή η ανασκευή είναι μια διαδικασία πολύπλοκης σύνθεσης. Η πολύπλοκη σύνθεση εδώ σημαίνει ότι το σύστημα είναι σε θέση να κατασκευάσει και να ανακατασκευάσει τον εαυτό του με νέους τρόπους σε νέες μορφές.

Στην κοινή ορολογία, υπάρχουν δύο συνισταμένες αυτής της διαδικασίας. Από τη μια, υπάρχει η ικανότητα της επιστήμης να κατασκευάζει “νέες” πληροφορίες. Δηλαδή, να εισάγει “καινοτομίες”. Από την άλλη, η επιστήμη είναι προφανώς αυξανόμενα ικανή να κατασκευάσει και να ανακατασκευάσει τον εαυτό της σε σχέση με διάφορα προβλήματα που εμφανίζονται παρέχοντας λύσεις στα προβλήματα αυτά,39 πράγμα το οποίο, νομίζω, ότι είναι αυτό που εννοούμε όταν μιλάμε για την επιτυχία της επιστήμης. Και οι δύο ικανότητες αποτελούν μορφές της διαδικασίας της πολύπλοκης σύνθεσης, η οποία σύμφωνα με τον Shannon αντιστοιχεί σε μία αύξηση της πληροφορίας.40 Όμως, όπως έχουμε δει, χωρίς αοριστία δεν θα μπορούσαμε να είχαμε μια τέτοια αύξηση της πληροφορίας. Αυτή η αοριστία φαίνεται ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους βαθμούς ελευθερίας που χρησιμοποιούνται από το σύστημα για μια ανακατασκευή του εαυτού του με απορρόφηση των προβλημάτων. Γίνεται φανερό ότι ο παρατηρητής είναι ανίκανος να καθορίσει με λεπτομέρειες ένα μικρό σύνολο από κριτήρια ή μια λογική αρχή σύμφωνα με την οποία εξελίσσεται η ανακατασκευή αυτή.

Πως όμως η ιδέα μιας τέτοιας αυξανόμενης πολυπλοκότητας ανακατασκευής σχετίζεται με την έννοια της επηρεαζόμενης από το πλαίσιο λειτουργίας επιλογής που τονίστηκε προηγουμένως σ’ αυτή την ενότητα; Η θεωρία συστημάτων δε μπορεί να συλλάβει την έννοια των αυτο-προσαρμοζόμενων συστημάτων, χωρίς να θεωρήσει ένα περιβάλλον στο οποίο να αντιστοιχεί ένα σύστημα.41 Το επιχείρημα που διατυπώνεται εδώ, χωρίς αυτή την έννοια του πλαισίου εφαρμογής, δεν έχει κανένα νόημα. Το πλαίσιο εφαρμογής είναι αυτό που καθορίζει, μέσα από τις επιλογές που προωθεί, τη διαδικασία της ανακατασκευής και της ανάπτυξης. Εισάγαμε την έννοια του πλαισίου λειτουργίας εδώ για να αναφερθούμε στην παρασκευή των μεταβλητών στις οποίες οι επιστήμονες βασίζουν τις αποφάσεις τους. Αυτές οι μεταβλητές παίζουν το ρόλο των περιορισμών πάνω στους οποίους οι επιστήμονες στηρίζουν την εξάρτηση των επιλογών τους και το ρόλο των περιορισμών που επιβάλλουν μέσα από τις ερμηνείες των αποφάσεων με σκοπό να επιτύχουν κλειστότητα σε μία σημαντική ανοιχτή και επεκτεινόμενη ακολουθία γεγονότων. Χωρίς αοριστία ως προς αυτούς τους περιορισμούς, δεν θα υπήρχε πρόβλημα κλειστότητας. Και, φαίνεται, ότι χωρίς αοριστία δεν θα υπήρχαν νέες περιπτώσεις επιλογών.

1.7 Η Ερμηνεία του Οικοδομιστή ΙIΙ: Καινοτομία και Επιλογή

Έχω σχηματίσει για τις αναλογίες που εμφανίζουν η θεωρία συστημάτων και η βιολογική εξέλιξη την άποψη ότι η ερμηνεία του οικοδομιστή για την επιστημονική αναζήτηση μπορεί εύκολα να επεκταθεί σε ένα μοντέλο πλαισίου επιστημονικών αλλαγών στο οποίο η αοριστία δεν αποτελεί τροχοπέδη στη ιδέα της επιστημονικής επιτυχίας. Ας εξετάσουμε τώρα την αρνητική πλευρά αυτών των αναλογιών.

Η ιδέα των εργαστηριακών επιλογών παρουσιάστηκε εδώ ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε ότι συνήθως διαχωρίζεται στη διαδικασία της αποδοχής και τη διαδικασία της έρευνας. Έχω ορίσει την έρευνα ως εποικοδομητική με σκοπό να δώσω έμφαση στη διαδικασία της επιλογής που εμπεριέχεται στα επιστημονικά επιτεύγματα. Όμως η έννοια της οικοδόμησης δεν τονίζει μόνο την “φορτωμένη αποφάσεις” παρασκευή των επιστημονικών προϊόντων, αλλά επίσης υποδηλώνει τα προϊόντα της παρασκευής ως σκόπιμα “νέα” προϊόντα. Έχουμε αναφέρει ότι η διαδικασία επιλογής των αποφάσεων υπόκειται στην επιστημονική έρευνα. Οι προηγούμενες επιστημονικές επιλογές αποτελούν μια πηγή για περαιτέρω επιλογές και έτσι οδηγούν τόσο σε μια παγίωση επιλογών όσο και σε μια παραλλαγή των επιστημονικών προϊόντων. Στην βιολογική εξέλιξη, η απαρχή της παραλλαγής χαρακτηρίζεται ως μετάλλαξη. Η πρώτη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε, τότε, είναι να βρούμε το ισοδύναμο τέτοιων μεταλλάξεων στη διαδικασία της επιστημονικής κατασκευής και ανακατασκευής.

Το μοντέλο του Toulmin για τις επιστημονικές αλλαγές αποτελεί την πλησιέστερη εφαρμογή της αναλογίας της βιολογικής εξέλιξης στη διαδικασία της παραγωγής γνώσης, που γνωρίζω, και μας ζητάει να το αντιμετωπίσουμε ως μια θεωρητική περιγραφή.42 Σύμφωνα με τον Toulmin, σε κάθε δεδομένη στιγμή έχουμε ένα επίπεδο επιστημονικών καινοτομιών και μια τρέχουσα διαδικασία φυσικής επιλογής ανάμεσα σ’ αυτές τις καινοτομίες. Το πρώτο αντιστοιχεί σε κάθε δημιουργικό επιστήμονα και το δεύτερο στην κοινωνία των εμπειρογνωμόνων που κρίνουν τις καινοτομίες.43 Οι μεταλλάξεις είναι οι εναλλαγές που παράγονται από την ατομική καινοτομία και το πλήθος τους εξαρτάται από το βαθμό ελευθερίας ενός σχεδίου σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο αποφασιστικός παράγοντας στις βιολογικές μεταλλάξεις είναι ότι παράγουν τυχαίες εναλλαγές. Σύμφωνα με τον Toulmin, το στοιχείο της τύχης εντοπίζεται στην ελευθερία και τη δημιουργικότητα του κάθε επιστήμονα.

Αυτή ακριβώς η θέση της τύχης είναι που δημιουργεί ένα σημαντικό πρόβλημα όταν το βιολογικό μοντέλο μεταφέρεται στην επιστημονική (ή, πιο γενικά, στην κοινωνική) ανάπτυξη. Στη θεώρηση του Toulmin για το μοντέλο, ειδικά μέρη αυτής της ανάπτυξης – το άτομο και η καινοτομία – διαμορφώνονται και ανατίθενται σε τυχαίους τελεστές. Ανεπηρέαστες από την τύχη είναι οι ενέργειες της επιστημονικής ομάδας και η διαδικασία της επιλογής καινοτομιών. Φυσικά αναγνωρίζουμε σε αυτό το διαχωρισμό την κλασσική διάκριση ανάμεσα στην ανακάλυψη και την επικύρωση. Αυτό που τίθεται ανοιχτά σε αμφισβήτηση είναι η λογική για ένα τέτοιο διαχωρισμό. Γιατί πρέπει το άτομο να υποφέρει (ή να έχει κέρδος) από την τύχη ενώ η ομάδα όχι; Ή γιατί η επιλογή της καινοτομίας αποτελεί μια διαδικασία που έχει σημασία και νόημα ενώ η ίδια η καινοτομία δεν έχει;

Επιπλέον, τι θεωρούμε ως καινοτομία; Στο μοντέλο του Toulmin, τα δημοσιευμένα όχι όμως ακόμα αποδεκτά προϊόντα της επιστημονικής εργασίας συνθέτουν το επίπεδο των μεταλλαγών.44 Όπως έχουμε δει, παρ’ όλ’ αυτά, τα προϊόντα αυτά αποτελούν τα ίδια το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης διαδικασίας επιλογών στο εργαστήριο. Πιο συγκεκριμένα, είναι το αποτέλεσμα μιας κατευθυνόμενης διαδικασίας προσανατολισμένης προς την παραγωγή του καινούριου ή της καινοτομίας. Αυτό προφανώς εξυπακούεται όταν λέμε ότι η ποικιλία των επιστημονικών επιτευγμάτων (ή η διαδικασία επιλογής αποφάσεων) ανήκει από μόνη της στην επιστημονική αναζήτηση. Από την πλευρά του απλού επιστήμονα επίσης, οι καινοτομίες είναι το αποτέλεσμα σκόπιμης, κατευθυνόμενης δουλειάς και λιγότερο θέμα τυχαίων γεγονότων. Είναι η γνώση του επιστήμονα για το τι είναι ένα πρόβλημα και τι θεωρείται ως λύση, που να ψάξει κανείς και τι να αγνοήσει και η επιλεκτική, βασισμένη σε απαιτήσεις εργασία με το υλικό που τους καθοδηγεί προς ένα “καινοτόμο” επίτευγμα.

Αφού επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα, η προσεκτική επιλογή ενός εκδότη (και μέσω αυτού ενός αναγνωστικού κοινού), όπως επίσης και διάφορες στρατηγικές προώθησης στην αγορά, μπορούν να μετατρέψουν ένα εργαστηριακό προϊόν σε κάτι που μπορεί να γίνει ευρέως γνωστό ως “καινούριο”. Ούτε πρέπει να αγνοούμε ότι, σε μεγάλο βαθμό, οι επιστήμονες επιλέγουν περιοχές εργασίας που δεν έχουν καλυφθεί από προηγούμενες έρευνες. Έτσι, τα αποτελέσματά τους είναι σχεδόν εγγυημένο ότι θα περάσουν ως καινούρια. Επιπλέον, οι επιστήμονες συνεχώς αγωνίζονται για να επιτύχουν πρόσβαση σε πηγές που δεν είναι ακόμα προσιτές σε άλλους (π.χ. υπερβολικά ακριβά ή σπάνια τεχνικά όργανα), αυξάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις πιθανότητές τους για να είναι “πρώτοι” σε μια καινοτομία. Εν συντομία, δεν υπάρχει τίποτα μη-κατευθυνόμενο ή απολύτως τυχαίο σχετικά με τις προσπάθειες του απλού επιστήμονα προς την καινοτομία.

Μια συνέπεια του κατευθυνόμενου και κατασκευασμένου χαρακτήρα των επιστημονικών “μεταλλάξεων” είναι ότι το κοινωνικό είναι του επιστήμονα μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξατομίκευσης που συντελείται από την αναγνώριση της ταυτότητας ενός ατόμου με τις διάφορες ιδιαιτερότητες της δουλείας που σχετίζεται με το όνομα του ατόμου αυτού.45 Τέτοιου είδους αναγνωρίσεις εμφανίζονται να υποστηρίζουν ότι ένα άτομο είναι κάπως περισσότερο υπεύθυνο για τα προϊόντα που παράγει από ότι θα ήταν για προϊόντα που θα είχαν παραχθεί από ένα τυχαίο μηχανισμό παραγωγής.

Μια δεύτερη συνέπεια είναι η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή του καινούριου και την επιλογή των παλιών διαθέσιμων, δηλαδή ανάμεσα στην καινοτομία και την αποδοχή. Έχουμε ήδη πει ότι, σε ένα σημαντικό βαθμό, ο χώρος που πραγματοποιείται η επιλογή είναι το ίδιο το εργαστήριο. Σε όρους παρόμοιους μ’ αυτούς που χρησιμοποιήσαμε παραπάνω, αποτελεί κομμάτι της διαδικασίας της καινοτομίας. Και γνωρίζουμε ότι, σε ένα σημαντικό βαθμό, επηρεάζεται σημαντικά από τον πλούτο των προηγούμενων επιστημονικών επιλογών. Αποτελεί πρόκληση να το ερμηνεύσει κανείς θεωρητικά και να προτείνει ότι η διαδικασία της “φυσικής επιλογής” στο εργαστήριο θα τεθεί υπέρ αυτών των παλιών αποτελεσμάτων που βοήθησαν στην παραγωγή παρόμοιων “μεταλλάξεων” και ταυτόχρονα διατήρησαν το ενδιαφέρον του επιστήμονα για εξατομίκευση. Μ’ αυτό τον τρόπο, η παγίωση προηγούμενων αποτελεσμάτων μέσα από συνεχείς εργαστηριακές επιλογές μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί ταυτόχρονα σε μία αυξανόμενη ποικιλία της επιστημονικής γνώσης. Σημειώστε ότι η αναφορά στο χαρακτήρα των επιλογών μέσα από αυτή την αυξανόμενη ποικιλία καταλήγει σε μια πλήρως τυπική περιγραφή: δεν αναφέρει τίποτα για τις ουσιώδεις ιδιότητες ή το βαθμό χρησιμότητας των αποτελεσμάτων. Οι ουσιώδεις ερμηνείες από τις οποίες προκύπτουν οι επιλογές θα εξαρτώνται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται. Μ’ αυτή την έννοια, η “φυσική επιλογή” μετατρέπεται σε ανακατασκευή του χώρου λειτουργίας.

Παρά το σκόπιμο, κατευθυνόμενο χαρακτήρα των επιστημονικών “μεταλλάξεων” και τις συνέπειές τους (που ανήκουν περισσότερο στον Lamarck από ότι στο Δαρβίνο), μια άλλη πλευρά της τωρινής έννοιας της έρευνας αμφισβητεί τέτοιου είδους αντιστοιχίες: για εδώ, οι επιλογές του εργαστηρίου δε συνδέονται σε ατομικό πάρσιμο αποφάσεων, αλλά θεωρούνται το αποτέλεσμα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και διαπραγμάτευσης. Ως αποτέλεσμα, πρέπει να απορρίψουμε τέτοιες εξισώσεις όπως αυτή ανάμεσα στο άτομο και την καινοτομία από την μια πλευρά και ανάμεσα στην κοινωνική ομάδα και την επικύρωση από την άλλη. Φυσικά, γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της εργαστηριακής εργασίας στις φυσικές και τεχνολογικές επιστήμες πραγματοποιείται από ομάδες και όχι από μεμονωμένα άτομα. Επίσης, τόσο τα προϊόντα (συμπεριλαμβανομένων αυτών που θεωρούνται πρωτοποριακά) όσο και οι “ιδέες” του εργαστηρίου αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα που προκύπτουν από αλληλεπίδραση και διαπραγμάτευση με άλλα, όπως θα παρουσιάσουμε στο Κεφάλαιο 2.

Αναλογιστείτε τώρα τους εργαστηριακούς χειρισμούς κάθε ξεχωριστού επιστήμονα. Αυτά που διαβάζουν είναι τα αποτελέσματα των άλλων. Αυτά που κρατάν στα χέρια τους αποτελούν τα αποκρυσταλλωμένα προϊόντα προηγούμενων επιστημονικών ή μη εργασιών. Και αυτά που αποκτούν από τις μετρήσεις είναι σχήματα και γραφικές παραστάσεις που έχουν κάποιο νόημα μόνο μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο επικοινωνίας. Για την περίπτωση αμφισβήτησης, αυτό που ο επιστήμονας κατασκευάζει από αυτές τις ενέργειες είναι ένα επιχείρημα που θα εισαχθεί σε ένα χώρο ασυνάρτητης αλληλεπίδρασης με άλλα επιχειρήματα. Μιλώντας πιο γενικά, οι επιστημονικές λειτουργίες μπορούν να συντεθούν και να έχουν νόημα μόνο μέσα σε ένα πλαίσιο λόγου του οποίου η αποκρυστάλλωση βρίσκεται στα επίσημα έγγραφα μιας περιοχής της επιστήμης, αλλά το οποίο μπορεί επίσης να αποτελείται από τις εξηγήσεις και τους συμβολικούς χειρισμούς μέσα στο εργαστήριο.

Δεν είναι απαραίτητο να τονιστεί εδώ ότι η επιστήμη έχει πολλές φορές συσχετιστεί με το γραπτό λόγο. Για παράδειγμα, o Husserl θεωρούσε ότι το γράψιμο ως προϋπόθεση για την πιθανότητα ιδεατών αντικειμένων και επομένως για επιστημονικές συλλήψεις.46 Ο Pierce επιχειρηματολογεί ότι η εκδήλωση δεν αποκαλύπτει την παρουσία του αντικειμένου, αλλά την παρουσία ενός σημαδιού, και περιορίζει τη λογική της επιστήμης στην σημειολογία.47 Ο Derrida μας υπενθυμίζει ότι η ίδια η ιδέα της επιστήμης γεννήθηκε σε μια συγκεκριμένη εποχή γραφής.48 Οι Latour και Woolgar έχουν παρουσιάσει πρόσφατα την σημασία της γραφής στο εργαστήριο49 και η κοινωνιολογία της επιστήμης έχει για πολύ καιρό επικεντρώσει σε συγκεκριμένες πτυχές της γραπτής επικοινωνίας μεταξύ των επιστημόνων.50

Το να αναφέρουμε ότι χωρίς τη γραφή (με την ευρεία έννοια που δίνει στη λέξη ο Derrida), η επιστήμη δε θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει είναι αυτονόητο. Όμως, το ζήτημα εδώ είναι ότι, πρώτ’ απ’ όλα και σημαντικότερα, η επιστημονική κοινότητα αντιμετωπίζει τις λειτουργίες των επιστημόνων ως μια μορφή ασυνάρτητης αλληλεπίδρασης που κατευθύνεται και διατηρείται από τα επιχειρήματα των άλλων.51 Στην πραγματικότητα, η αοριστία την οποία η αναλογία της βιολογικής εξέλιξης ψάχνει να εντοπίσει στην ατομική απαρχή της καινοτομίας προέρχεται από μια ερμηνευτική βάση και την κοινωνική δυναμικότητα μιας τέτοιας αλληλεπίδρασης. Αυτό το κοινωνικό και συμβολικό θεμέλιο γίνεται απόλυτα αισθητό στις αυστηρές διαπραγματεύσεις του εργαστηρίου, στις επωφελείς αγορές που χαρακτηρίζουν την υπερβολικά επιλεκτική κατασκευή και καταστροφή των επιστημονικών ευρημάτων και οδηγεί στη συνεχή ανακατασκευή της γνώσης.

Το βασικό σημείο είναι ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας μιας τέτοιας ασυνάρτητης αλληλεπίδρασης δε μπορεί να περιοριστεί σε κάποιο ξεχωριστό πλαίσιο αποδοχής μέσα από συμπλέγματα συγκαταβατικής διαμόρφωσης, ούτε μπορεί να απομονωθεί αόριστα στην εξατομικευμένη καινοτομία. Η καινοτομία και η αποδοχή αποτελούν προσωρινές σταθεροποιήσεις μέσα σε μία διαδικασία ανακατασκευής της γνώσης που στη βάση της αποτελεί μια κοινωνική διαδικασία. Η απαρχή της αοριστίας απλώνεται μέσα στην κοινωνία, με τις συμβολικές και αλληλεπιδρούσες ποσότητες, και όχι, όπως ο Toulmin φαίνεται να υποστηρίζει, έξω από αυτή. Οι αποφάσεις που χαρακτηρίζουν επιστημονικά προϊόντα είναι τοπικά επιτευγμένες κλειστότητες αυτής της αοριστίας. Είναι μέσα στην κοινωνική τους θέση όπου οι επιστημονικές αλήθειες μπορούν να θεωρηθούν ως επιλεκτικά κατασκευασμένες και ανακατασκευασμένες.

1.8 Πηγές Ανακατασκευής: Οι Εσωτερικές και οι Εξωτερικές

Η έλλειψη ενός απλού ισοδύναμου με τις τυχαίες μεταλλάξεις δημιουργεί ένα ανάλογο φράγμα όταν θεωρούμε την επιστημονική ανάπτυξη ως μια διαδικασία ανακατασκευής της γνώσης. Η διάκριση ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον επίσης εγείρει δυσκολίες όταν θεωρούμε τη λογική άποψη για μια τέτοια προοδευτική ανακατασκευή. Για τη θεωρία συστημάτων, η προοδευτική ανακατασκευή (ή μια αύξηση στην πολυπλοκότητα) αποτελεί την απόκριση του συστήματος σε ένα υπερπολύπλοκο περιβάλλον στο οποίο προσαρμόζεται αυξάνοντας το δικό του βαθμό πολυπλοκότητας. Πιο συγκεκριμένα, η εσωτερική ανακατασκευή ενός συστήματος προέρχεται από μια διαφορά στην πολυπλοκότητα ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον.

Στην επιστημονική έρευνα όμως, η επιταχυνόμενη ανακατασκευή των επιστημονικών προϊόντων είναι από μόνη της το θέμα εργασίας – είναι ενδογενής στην επιστημονική παραγωγή. Όπως έχουμε δει, προέρχεται από τη σκόπιμη και κατευθυνόμενη προσπάθεια των επιστημόνων που είναι προσανατολισμένη προς την παραγωγή νέων πληροφοριών και καθορίζεται σχετικά με τους ασυνάρτητους προβληματισμούς. Που, τότε, τοποθετείται η περιβαλλοντολογική πρόκληση που χρειαζόμαστε;

Οι θεωρητικοί των συστημάτων θα επιλέξουν πιθανώς να δούνε την επιστήμη ως ένα υποσύστημα της κοινωνίας ειδικά σχεδιασμένο και “διαφοροποιημένο” (με την έννοια που δίνει ο Luhmann )52 για να επιλύσουν τα προβλήματα της πολυπλοκότητας σε μερικά πιο συνολικά συστήματα, όπως μια βιομηχανοποιημένη κοινωνία. Η επιστήμη, υπό αυτή την έννοια, γίνεται μια περίπτωση της μοντέρνας κοινωνίας στην οποία ένα συγκεκριμένο είδος πολυπλοκότητας (τεχνολογικής;) είναι θεσπισμένο, στην οποία η πολυπλοκότητα είναι κατασκευασμένη για τη μοντέρνα κοινωνία, με τις κοινωνικές επιστήμες πιθανόν να ειδικεύονται στον ανθρώπινο οργανισμό. Η ανακατασκευή και η ποικιλία της επιστημονικής γνώσης αποτελεί ένα σκοπό του συστήματος που πρέπει να διαχωρίσουμε από τις αμφισβητήσεις της προσαρμοστικότητας. Παρ’ όλ’ αυτά, εάν η ανακατασκευή των ενδιαφερόντων είναι εδώ ενδογενής στη λύση, ο ρόλος του περιβάλλοντος σε σχέση με αυτή την ανακατασκευή γίνεται θολή.53

Η δυσκολία παραμένει ακόμα και αν μεταφερθούμε από τη έννοια της περιβαλλοντολογικής προσαρμογής σε αυτήν της περιβαλλοντολογικής επιλογής, όπως απαιτείται από τη βιολογική αναλογία. Στο μοντέλο του Toulmin, η διάκριση ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στη διάκριση ανάμεσα στον “εσωτερικό” κόσμο της επιστήμης και τις “εξωτερικές” υποθέσεις ενός ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου. Έτσι, η λογική των γεγονότων αντιστρέφεται: δεν προκύπτει πρώτα μια εσωτερική επιστημονική παραγωγή διάφορων σχημάτων (καινοτομιών) και έπειτα μια κοινωνική επιλογή από τα σχήματα αυτά με γνώμονα την όσο το δυνατόν καλύτερη εφαρμογή στο κοινωνικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον Toulmin, η παραγωγή καινοτομιών επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες μέσα από διάφορους φορείς, ενώ η επιβίωσή των επιλογών τους ρυθμίζεται από τις εσωτερικές αποφάσεις της επιστημονικής κοινότητας (τουλάχιστον κάτω από φυσιολογικές και ιδανικές συνθήκες).

Είναι παράλογο, φυσικά, να υποθέσουμε μια διαφορετική ανάθεση του φόρτου εργασίας κατά την οποία οι καινοτομίες παράγονται εσωτερικά από τους επιστήμονες και επιλέγονται εξωτερικά από μη επιστημονικά μέλη της κοινωνίας. Ακόμα όμως δεν είναι καθαρό το γιατί η προηγούμενη διάκριση, κατά την οποία η δύναμη της επιλογής περιοριζόταν στους επιστήμονες ενώ οι εξωτερικές επιρροές περιορίζονταν στη διαδικασία της παραγωγής έρευνας, πρέπει απαραίτητα να είναι πιο υποχρεωτική – εκτός και αν η αιτία είναι το ότι η θέση της επιλογής είναι από τη φύση της στο εργαστήριο όπου δεν μπορεί να αποκοπεί από τη διαδικασία της παραγωγής. Έτσι, παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή νέων πληροφοριών θα επηρεάσουν επίσης την παγίωση της επιλογής προηγούμενων πληροφοριών από τις οποίες οι καινούριες, ως ένα σημαντικό βαθμό, προκύπτουν. Εάν το μοντέλο μιας εξελικτικής ανάπτυξης της επιστήμης δίνει έμφαση (σωστά, κατά τη γνώμη μου) στο ότι το περιεχόμενο ενός επιπέδου από πεπειραμένα διαφορετικά σχήματα σε ένα δεδομένο τομέα της επιστήμης είναι το προϊόν “εσωτερικών” και εξωτερικών” παραγόντων, δεν μπορεί άμεσα να απαιτήσει ότι η επιλογή αυτών των σχημάτων – που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συμβαίνει κατά τη διάρκεια της παραγωγής των ίδιων των σχημάτων- αποτελεί ένα αποκλειστικά “εσωτερικό” ζήτημα.

Η ιδέα της περιβαλλοντολογικής προσαρμογής και η διάκριση ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον που προϋποθέτει, δημιουργεί δυσκολίες στη θεωρία των συστημάτων ανάλογες με αυτές της επιστήμης διότι η πολυπλοκότητα εμφανίζεται λιγότερο ως μια απόκριση του συστήματος σε ένα εξωτερικό πλαίσιο και περισσότερο ως ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της ίδιας της επιστημονικής δουλειάς. Στην εξελικτική αναλογία, η ιδέα της περιβαλλοντολογικής επιλογής – και ο διαχωρισμός που προκαλεί ανάμεσα στη διαδικασία της παραγωγής και τη διαδικασία της επιλεκτικής επιβίωσης των καινοτομιών – δημιουργεί δυσκολίες επειδή η παραγωγή και η επιλεκτική επιβίωση αναμειγνύονται αναπόφευκτα στο εργαστήριο. Ως αποτέλεσμα, το καθένα πρέπει να επηρεάζεται από τους “εσωτερικούς” παράγοντες του μοντέλου όπως επίσης και από τους περιβαλλοντολογικούς (ή “εξωτερικούς”).

Εκτός από αυτά τα συγκεκριμένα προβλήματα, πρέπει να ασχοληθούμε με το πιο γενικό θέμα ότι, σε αντίθεση με τους οργανισμούς, τα κοινωνικά συστήματα δεν έχουν πλήρως καθορισμένα όρια σε σχέση με κάποια κοινωνικά περιβάλλοντα του συστήματος.54 Οι κοινωνικές σπουδές της επιστήμης υπέφεραν για πολύ καιρό από αυτή τη δυσκολία, όπως φάνηκε από την ευμετάβλητη χρήση της εσωτερικής και εξωτερικής διχοτόμησης σύμφωνα με τη διάκριση ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον. Όπως αναφέρει ο Kuhn, η διάκριση έχει “περισσότερο βιωθεί παρά μελετηθεί”,55 και περιοδικές αμφισβητήσεις για το νόημα του διαχωρισμού αυτού δείχνουν ξεκάθαρα ότι διαφορετικοί συγγραφείς τον έχουν βιώσει με εντελώς διαφορετικούς τρόπους.56 Η θεωρία συστημάτων προχωράει σε μια μερική αναγνώριση της δυσκολίας αυτής δίνοντας έμφαση ότι η διατήρηση των ορίων είναι από μόνη της σε κίνδυνο στα κοινωνικά συστήματα.

Οι μάχες ανάμεσα σε ομάδες επαγγελματικών συμφερόντων για νομικά επικυρωμένα όρια που θα καθορίζουν τις αρμοδιότητες του επαγγέλματός τους και θα θέτουν προϋποθέσεις προσπέλασης σ’ αυτό έρχονται αυτόματα στο μυαλό ως ένα παράδειγμα τέτοιου είδους προσπαθειών οριοθέτησης. Μαζί με τις καθημερινές διακρίσεις των επιστημόνων ανάμεσα στο “εμείς” και το “αυτοί” ή ανάμεσα σε ζητήματα “επιστημονικά” και ζητήματα άλλης υφής, υπάρχουν διαβαθμίσεις ελευθερίας που εμπλέκονται σ’ αυτές τις αμφισβητήσεις, όπως ακριβώς υπάρχουν στις διάφορες αναπαραγωγές της διάκρισης που γίνονται από τον κοινωνικό επιστήμονα. Ακόμα όμως δε μπορώ την αιτία για να υποθέσω ότι εκ των προτέρων ότι οι βαθμοί ελευθερίας ανάμεσα στους επιστήμονες που δουλεύουν σε ένα τομέα και τους μη επιστήμονες που αντιπροσωπεύουν ένα κοινωνικό (ή πολιτικό ή οικονομικό) συμφέρον σε αυτόν τον τομέα. Πράγματι, εάν υπολογίσουμε τις αντίστοιχες αλληλεπιδράσεις και επικοινωνίες και αν θεωρήσουμε τα συμφέροντα που εμπλέκονται στις εργαστηριακές επιλογές, θα αποκτήσουμε το πιθανότερο την αντίθετη ακριβώς εντύπωση.

Οι βαθμοί ασφάλειας ως δηλωτικό της ύπαρξης οριογραμμών θεωρούνται εδώ ως μια συνάρτηση της ίδιας της διαδικασίας αυτο-οργάνωσης. Μας ενδιαφέρουν μόνο σε σχέση με τις επιλογές του εργαστηρίου, που οδηγούν (στο Κεφάλαιο 4) στην έννοια των παραεπιστημονικών – και όχι των επιστημονικών – περιοχών. Βάζοντας στην άκρη αυτή τη διάκριση ανάμεσα σε ένα εσωτερικό επιστημονικό σύστημα και σε ένα εξωτερικό κοινωνικό περιβάλλον (ή ανάμεσα σε μια επηρεασμένη από το περιβάλλον διαδικασία και μια εσωτερική επιστημονική διαδικασία επιλογής), θα θεωρήσουμε το απαράλλαχτο πλαίσιο από το οποίο πηγάζουν οι κατασκευές του εργαστηρίου. Αντί να ψάξουμε για την απαρχή της αοριστίας στο άτομο και αυτή της κατευθυνόμενης αλλαγής στις αποφάσεις της κοινωνικής ομάδας, θα τοποθετήσουμε την ρίζα της αοριστίας μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο με τη συμβολική και αλληλεπιδραστική αξία και θα αφήσουμε την απαρχή της σκόπιμης και κατευθυνόμενης συμπεριφοράς με το άτομο στο οποίο ανήκει.57 Θα ασχοληθούμε με τις ίδιες τις συμβολικές και αλληλεπιδραστικές δηλώσεις μέσα από τις επιλογές του εργαστηρίου, που σημειώνουν την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας ως εποικοδομητικής και όχι ως περιγραφικής.

Οι ερμηνείες των αποφάσεων μέσα από τις οποίες γίνονται οι επιλογές του εργαστηρίου μας πηγαίνουν στο πλαίσιο με το οποίο είναι συνδεδεμένες. Στο σημείο αυτό υπονοείται σαφώς η Θεωρία της Συμβολικής Αλληλεπίδρασης για την οποία θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε κάποια παραπάνω στοιχεία. Σύμφωνα με τον Pollard (1996), οι άνθρωποι δεν δρουν στη βάση προαποφασισμένων ερεθισμάτων σε προκαθορισμένα ερεθίσματα. Μάλλον μεταφράζουν, ορίζουν τις κοινωνικές καταστάσεις και αυτές οι μεταφράσεις ορίζουν τις πράξεις τους. Οι επιλεκτικές ερμηνείες του εργαστηρίου είναι εξαρτημένες τόσο από την περίπτωση όσο και από το πλαίσιο λειτουργίας. Μ’ αυτό τον τρόπο, η διαδικασία της “φυσικής επιλογής” μπορεί να επανασυλληφθεί ως μία διαδικασία ανακατασκευής του πλαισίου στην οποία τα εσωτερικά και τα εξωτερικά στοιχεία δεν είναι αναλυτικά διαχωρισμένα. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, θα προσπαθήσω να καθιερώσω το συμβολικό, εξαρτημένο από το πλαίσιο και εποικοδομητικό χαρακτήρα της επιστημονικής κατασκευής της γνώσης που παρουσίασα εδώ. Οι αναλογίες της θεωρίας των νεο-συστημάτων και της βιολογικής εξέλιξης μας έδωσαν ένα εύλογο επιχείρημα για μέσα στα πλαίσια ερμηνεία της επιστημονικής αλλαγής και για το ρόλο τον οποίο παίζει η αοριστία στη διαδικασία αυτή. Για όσο αυτές οι αναλογίες τείνουν να μας οδηγούν στη παγίδα των προκαθορισμένων διακρίσεων που αποδεικνύονται ανεπαρκείς για την πραγματική ανάλυση της επιστημονικής πρακτικής, το καταφύγιό μου προς αυτές γίνεται με μισή καρδιά.

1.9 Ευαίσθητες και Ανεπηρέαστες Μεθοδολογίες

Είναι καιρός να επιστρέψουμε στο δεύτερο συμπέρασμα του αποφθέγματος που υπάρχει στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. “Οι αλήθειες είναι σαν τις αγελάδες” αναφέρει η Dorothy Sayers: συνήθως τρέχουν μακριά εάν τις κοιτάξουμε στα μάτια επίμονα. Το μεθοδολογικό ζήτημα εδώ είναι ότι πρέπει να κοιτάξουμε με έντονο ύφος και πρέπει να υιοθετήσουμε μια προσέγγιση που να μας φέρνει αρκετά κοντά στα φαινόμενα για να είμαστε σε θέση να έχουμε μια γρήγορη ιδέα του πραγματικού τους χαρακτήρα. Ας καλέσουμε μια τέτοια προσέγγιση μια ευαίσθητη μεθοδολογία. Για να δείξουμε πόσο διαφέρει από τις πιο ανεπηρέαστες εναλλακτικές μεθοδολογίες, δώστε μου την ευκαιρία να παρουσιάσω διάφορα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ευαισθησίας που έχω υπόψη:

Πρώτ’ απ’ όλα, απαιτείται μια μεθοδολογική συμφωνία παρά μια απόσπαση, μια επαφή παρά μια απόσταση, ένα ενδιαφέρον παρά μια αδιαφορία, μια μεθοδολογική αντικειμενικότητα παρά μια ουδετερότητα. Οι πιο επικρατούσες τεχνικές συλλογής δεδομένων στην κοινωνιολογία και την ψυχολογία τείνουν να προχωρούν ως ένα αυτοκίνητο με αποσυνδεμένο μοχλό ταχυτήτων – δηλαδή, χωρίς ένα απαραίτητο σημείο επαφής ανάμεσα στο όργανο μέτρησης και το αντικείμενο της εξέτασης. Ως αποτέλεσμα, η μηχανή μπορεί να λειτουργεί σε υψηλές στροφές, όμως δεν υπάρχει καμία κίνηση στο ίδιο το αυτοκίνητο.

Παράπονα για την ισχύ των κοινών δεδομένων της κοινωνικής επιστήμης έχουν διατυπωθεί όχι μόνο από τους κριτικούς των μεθοδολογιών που εφαρμόζονται, αλλά επίσης και από αυτούς που τις έχουν προτείνει.58 Διατηρώντας μεθοδολογικά το μοχλό ενεργό, ο παρατηρητής παραμένει σε ασφαλή απόσταση από το θέμα, ανεξάρτητα με τον τρόπο που αλλάζονται οι ταχύτητες. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ζήτημα της ευαισθησίας δεν μπορεί να υφίσταται.

Φυσικά, μια τέτοια αποσύνδεση του μοχλού αποτελεί ένα κομμάτι μιας σκόπιμης στρατηγικής μη ανάμειξης ιδανικά σχεδιασμένης για να εγγυάται την απόλυτη ουδετερότητα για την οποία μιλάγαμε. Αυτή η ουδετερότητα όμως, έχει στηριχθεί πάνω στις αμφισβητούμενες υποθέσεις ότι το νόημα των εκφράσεων μπορεί να ερμηνευτεί από την εικόνα του προσώπου μεταξύ ομιλητών μιας γλώσσας, ότι δεν εξαρτώνται από τα υλικά στοιχεία συγκεκριμένων καταστάσεων, ότι δεν υπάρχει προσωρινότητα των εννοιών και ότι ο παρατηρητής μπορεί να καταλάβει, να διατηρήσει και να μεταδώσει ένα νόημα από μια μακρινή απόσταση όπως ακριβώς και από μια κοντινή. Εν συντομία, συμπεραίνει ότι η αντικειμενικότητα μπορεί θεωρηθεί με σιγουριά προϋπόθεση και δεν χρειάζεται να επαληθευτεί και να εξασκηθεί μέσα από συγκεκριμένη αλληλεπίδραση.

Όμως ουσιαστικά, κάθε κοντινή εποπτεία των διαφόρων τμημάτων του κοινωνικού μας κόσμου δείχνει ότι η αντικειμενικότητα δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα για τον ανθρωπολόγο που πηγαίνει στο εξωτερικό για να σπουδάσει μια ξένη κουλτούρα, αλλά εμφανίζεται επίσης στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις της καθημερινής ζωής. Αποτελεί μια αναγκαία και συνεχώς συμπληρωμένη ιδιότητα όλων των επικοινωνιών.59 Ως αποτέλεσμα, η πρώτη απαίτηση μιας ευαίσθητης κοινωνιολογικής προσέγγισης είναι η πραγματοποίηση μιας αντικειμενικότητας η οποία δεν υπάρχει ακόμα. Δεδομένης της αναγκαίας και κατορθωμένης φύσης μιας τέτοιας αντικειμενικότητας, δε μπορούμε να διατηρήσουμε τους εαυτούς μας μακριά από μια άμεση και παρατεταμένη αντιμετώπιση της υπό μελέτης κατάστασης. Εάν ενδιαφερόμαστε στην παραγωγή και αναπαραγωγή των επιστημονικών αληθειών (οι οποίες, όπως ο Whitley έχει τόσο κατάλληλα σημειώσει, αποτελούν ακόμα ένα μαύρο κουτί για τις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης60), μπορεί να προχωρήσουμε σε αναζήτηση της αντικειμενικότητας αφήνοντας απ’ έξω το μεθοδολογικό μοχλό – δηλαδή με τη χρήση κοντινής παρατήρησης στο χώρο της παραγωγής.

Μπορούμε, τότε, να ισχυριστούμε ότι μια πιο ευαίσθητη κοινωνιολογία μπορεί να βρεθεί με μια επιστροφή στην ανθρωπολογική μέθοδο της ενεργής παρατήρησης; Η ιστορία της ανθρωπολογίας από μόνη της περιέχει προοδευτικές προσπάθειες για καθιέρωση της αντικειμενικότητας στον πυρήνα της εθνογραφικής συμπλοκής, αρχίζοντας από τους ανθρωπολόγους της πολυθρόνας του 19ου αιώνα (που βασίζονταν κυρίως σε αναφορές από ταξίδια άλλων), συνεχίζοντας με την επιμονή (από τον Malinowski και άλλους στις αρχές του 20ου αιώνα) σε άμεση εθνογραφική παρατήρηση και φτάνοντας ως τις πιο πρόσφατες κριτικές ενάντια στις εθνογραφικές αναφορές από την εθνολογία.

Οι εθνολόγοι υποστηρίζουν ότι οι εθνογράφοι δε πρέπει (όπως ήταν η πρακτική τους, και σε κάποιο βαθμό, εξακολουθεί να είναι) να περιγράφουν μια κουλτούρα (μοναδικά) σύμφωνα με τις δικές τους εκ των προτέρων σχηματισμένες κατηγορίες, αλλά πρέπει να ερευνούν τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι ερμηνεύουν τον κόσμο των εμπειριών τους και μετά να τον περιγράφουν σε κατηγορίες προερχόμενες από αυτούς τους σχηματισμούς. Η κριτική είναι ενδιαφέρουσα επειδή δείχνει ότι μέχρι τώρα η ανθρωπολογία είτε δεν έχει επιτύχει την αντικειμενικότητα, που θα έπρεπε να είχε καθιερώσει μέσα από άμεση ενεργή παρατήρηση, είτε δεν έχει καταφέρει να τη διατηρήσει μέσα από τις εθνογραφικές αναφορές είτε και τα δύο.

Μπορούμε να συμπεράνουμε, τότε, ότι η μελέτη “από μέσα” δεν ήταν αρκετή για να τοποθετήσει τον κοινωνικό επιστήμονα στο χώρο της έρευνας, δηλαδή να τον βάλει σε ένα είδος μεθοδολογικού συσχετισμού (σε αντίθεση με τον αντικειμενισμό) που παρέχει μέγιστο έλεγχο πάνω στις πληροφορίες που αποκτούνται για τα θέματα που βρίσκονται υπό μελέτη και όχι πάνω στον επιστήμονα.61 Ως αποτέλεσμα, η εθνολογία προσπάθησε να “αποκεντρώσει” ή να ερμηνεύσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις κατηγορίες που μπορούσε σε αυτές του ενεργού ατόμου, αναπτύσσοντας μια σειρά από τεχνικές σχεδιασμένες να εξάγουν και να αναπαριστούν τη γνώση του.62 Η κοινωνιολογική εθνομεθοδολογία έχει ακολουθήσει ένα παρόμοιο μονοπάτι αποκεντρώνοντας από τη γλώσσα της και τα ενδιαφέροντά της και αρνούμενη κοινές κοινωνιολογικές αντικειμενικές απόψεις και ανησυχίες. Αυτές έχουν αντικατασταθεί από ένα ενδιαφέρον για τις καθημερινές πρακτικές, εκφρασμένες σε όρους επινοημένους ή παραλλαγμένους για να ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής τους.63

Οι διαδικασίες της εθνολογίας (και, σε ένα μικρότερο βαθμό, της εθνομεθοδολογίας) μας δίνουν ένα στοιχείο για το γιατί δεν είναι αρκετό να αντικαταστήσουμε μια ποιοτική, σε βάθος διαδικασία για μια πιο μακροσκοπική προσέγγιση έχοντας ως σκοπό να επιτραπεί στο χώρο της μελέτης να εντείνει τους επιθυμητούς περιορισμούς πάνω στις πληροφορίες που αποκτούνται. Το πρόβλημα μιας ευαίσθητης μεθοδολογίας δεν είναι μόνο να κάνουμε τον παρατηρητή να “καταλάβει” καλύτερα το χώρο της μελέτης, με την έννοια που τονίζεται από τη φαινομενολογία,64 αλλά επίσης να ελεγχθεί η σύνθεση των αντιλήψεων που δίνονται σ’ αυτήν την ερμηνεία της αναπαράστασης ή μετάδοσης των περιορισμών.

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα στο οποίο έχω αναφερθεί επικαλούμενος ένα μεθοδολογικό συσχετισμό δεν είναι μόνο να καταλάβουμε αλλά και να επιτρέψουμε την έκφραση απόψεων. Οι εθνογραφικές αναφορές που κριτικάρονται από την εθνολογία δεν είναι υποχρεωτικά σφραγισμένες από μια έλλειψη κατανόησης, αλλά από μια αδυναμία να δοθεί φωνή σε αυτό για το οποίο σχηματίστηκε μια ιστορία. Για να ωραιοποιηθεί αυτή η αδυναμία, η εθνολογία έχει εισάγει ένα τύπο συστηματικής λεξικογραφίας65 και η εθνομεθοδολογία προχώρησε προς την ανάπτυξη ενός αυτόνομου σχετικού με το ζήτημα λόγου σχεδιασμένου για να καλύψει τη φωνή αυτού στο οποίο αναφέρεται.

Η προσέγγιση πρακτικής μελέτης στην κοινωνιολογία έχει πραγματικά αγνοήσει τα προβλήματα αυτά. Όμως η δυσκολία μπορεί να βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν ασχολείται από τη λεξικογραφία και μπορεί να αποποιηθεί τις συνέπειες του με επίκεντρο το υποκείμενο λόγου.66 Μια σχετικά απλή κίνηση με σημαντικά αποτελέσματα είναι η προσπάθεια να καταγραφούν τα φαινόμενα της έρευνας με μεγαλύτερη ακρίβεια μέσα από τη χρήση οπτικών και ακουστικών οργάνων. Ξεκάθαρα, μόνο το συσσωρευμένο υλικό που προέρχεται από κασετόφωνα και video μπορεί να υποστηρίξει το επίπεδο της μικροεπεξεργαστικής ανάλυσης που θα ήθελε κάποιος να συνοδεύει μια ευαίσθητη μεθοδολογία.

Παρ’ όλ’ αυτά, ενώ το υλικό αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι δεν συνοψίζεται δε μπορεί να ανασκευαστεί: οι τεχνικές της αντιγραφής και της κατηγοριοποίησης μη λεκτικής συμπεριφοράς, η μερική καταγραφή που αποκτάται με μια κάμερα ή η αλλαγή στη συμπεριφορά που προκαλείται από την παρουσία ενός μαγνητοφώνου όλα οδηγούν στην επιλεκτικότητα που εμπεριέχεται σε ένα τέτοιο υλικό. Όπως με την περίπτωση των επιστημονικών προϊόντων, τα αποτελέσματα της κοινωνικής επιστήμης πρέπει να αντιμετωπιστούν ως επιλεκτικά κατασκευασμένα. Το βασικό σημείο μιας ευαίσθητης κοινωνιολογίας δεν είναι να γιατρέψει τη μέθοδο κατασκευής, αλλά – για να δανειστούμε τους όρους που εισάγονται παραπάνω – να αποκεντρώσει τη μέθοδο κατασκευής έτσι ώστε να γίνει μια υπερθεματική προσπάθεια. Το ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε υπερβολικά μεγέθη για να επιτρέψουμε στο χώρο της μελέτης να εντείνει πραγματικά τους επιθυμητούς περιορισμούς πάνω στην πληροφορία που αναλύθηκε παρουσιάζεται από την ανάπτυξη της ανθρωπολογίας, η οποία εδώ και καιρό έχει αποκηρύξει τον κοινωνικό εθνοκεντρισμό, ενώ η ίδια βρίσκεται διαρκώς προσκολλημένη στον δικό της επαγγελματικό εθνοκεντρισμό.


Η μεθοδολογική σχέση θεωρήθηκε ως το πρώτο προαπαιτούμενο της ευαίσθητης κοινωνιολογίας που μου έρχεται στο μυαλό. Ο μεθοδολογικός συσχετισμός αποκεντρώνει την κοινωνιολογία έτσι ώστε να προσεγγίζει μία εθνογραφία παρόμοια με το αντίστοιχο εγχείρημα των ανθρωπολόγων. Το τρίτο ξεχωριστό χαρακτηριστικό που πρέπει να καθοριστεί εδώ είναι η μεθοδολογική υπερλειτουργικότητα, η οποία εγγυάται ότι αυτή η εθνογραφία θα παραμείνει πιστή στην πρακτική, και δε θα στραφεί στην αντίληψη, των θεμάτων της. Είναι επίσης ξεχωριστά διαφορετικό από των μεθοδολογικό ατομικισμό και ολοκληρωτισμό που έχουν διχοτομήσει μέχρι σήμερα την κοινωνιολογία.

Ο μεθοδολογικός ατομικισμός έχει ποικιλοτρόπως περιγραφεί ως ένα δόγμα που διακηρύσσει ότι τα κοινωνικά (και ατομικά) φαινόμενα είναι ευεξήγητα με όρους της ανθρώπινης πρακτικής και ότι μια εξήγηση της ανθρώπινης πρακτικής πρέπει να επανέρθει στα άτομα επειδή μόνο αυτά προχωρούν σε υπεύθυνες, σκόπιμες ενέργειες.67 Με διαφορετικές μορφές, τέτοιος ατομικισμός εμφανίζεται σε πολλές κοινωνιολογικές μεθόδους και θεωρίες. Ο για πολύ καιρό ανταγωνιστής του είναι ο ολοκληρωτισμός που υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως μια ενιαία οντότητα είναι μεγαλύτερη από μια συνάθροιση ξεχωριστών ατόμων και ότι η κοινωνία και επηρεάζει και περιορίζει τη συμπεριφορά των ατόμων.68 Η παράδοσή μας σε μια ευαίσθητη μεθοδολογία μας εξαναγκάζει, τουλάχιστον προσωρινά, να προχωρήσουμε πέρα από τα συναθροισμένα δεδομένα και να συνοψίσουμε περιγραφές κοινωνικών φαινομένων. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε το άτομο ως μια φυσική μονάδα ανάλυσης.

Στην πραγματικότητα, τάχθηκα κατά του ατομικισμού που υπάρχει στο εξελικτικό μοντέλο της επιστημονικής καινοτομίας και υπέρ της αντίληψης της καινοτομίας ως το προϊόν του πλαισίου λειτουργίας και της αλληλεπίδρασης. Η μικροκοινωνιολογική έρευνα έχει υποδείξει στις αναδυόμενες (πρόσκαιρες) ιδιότητες της ανθρώπινης πρακτικής. Εάν οι ενέργειες ενός ατόμου εξαρτώνται από ποιος άλλος είναι παρών και από πως αναπτύσσεται η δυναμική της αλληλεξάρτησής τους, είναι προφανές όχι αρκετό το να θεωρούμε τα ξεχωριστά τα άτομα και τις προθέσεις τους.

Το σημείο που τονίστηκε πρωτύτερα ήταν το ότι η δυναμική της αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα άτομα περιέχει ένα στοιχείο αοριστίας υπό την έννοια ότι η πορεία της ανταλλαγής δε μπορεί να προκύψει από τη γνώση των προθέσεων ή των ενδιαφερόντων των ατόμων. Το σημείο που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι το ότι μια ευαίσθητη μεθοδολογία δε μπορεί να αγνοήσει την ύπαρξη τέτοιων δυναμικών ή τον πρόσκαιρο χαρακτήρα της ανθρώπινης πρακτικής. Είναι φανερό ότι οι μονάδες της παρατήρησής και της εξήγησής μας πρέπει να επιτρέπουν τα πρόσκαιρα, συναφή και αλληλεπιδρόντα στοιχεία των ενεργειών να αναδύονται. Έτσι, το επίκεντρο δεν μπορεί πλέον να είναι κυρίως πάνω στα άτομα αλλά πάνω στην κοινωνία. Η μεθοδολογική υπερλειτουργικότητα θεωρεί ότι η αλληλεπίδραση είναι μια πιο ολοκληρωμένη μορφή επεξήγησης και αυτή από την οποία προκύπτουν τα συναφή και πρόσκαιρα στοιχεία.69

1.10 Από την Ερώτηση Γιατί στην Ερώτηση Πως

Οι μεθοδολογικοί επαναπροσανατολισμοί συνοδεύονται συνήθως από μεταβιβάσεις προβλημάτων και μετακινήσεις των σκοπών της έρευνας. Έχοντας γυρίσει την πλάτη τους στα περισσότερα συμπαγή όργανα έρευνας με σκοπό την μετακίνηση προς την ευαίσθητη μεθοδολογία, κάποιες μικροκοινωνικές προσεγγίσεις έχουν επίσης αποφύγει πολλές καθιερωμένες ερωτήσεις των κοινωνικών επιστημών. Στο πιο γενικό επίπεδο, φαίνονται να ενδιαφέρονται λιγότερο για την ερώτηση του “γιατί” σε σχέση με τη λιγότερο εμφανή έννοια του “πως”. Για παράδειγμα, η εμπειρική κοινωνιολογία δείχνει λιγότερο ενδιαφέρον για το γιατί υπάρχει η κοινωνική δομή σε σχέση με το πως τα μέλη μιας ομάδας αντιλαμβάνονται την ύπαρξή της. Ο οπαδός της συμβολικής υπερλειτουργικότητας ενδιαφέρεται λιγότερο για το γιατί τα μέλη μιας ομάδας επικαλούνται συγκεκριμένα πλαίσια εννοιών σε σχέση με το πως διαπραγματεύονται και παρακολουθούν έναν ορισμό μιας κατάστασης. Ο εθνομεθοδολόγος ψάχνει όχι για να εξηγήσει, αλλά για να μάθει πως προχωράμε όταν πείθουμε τους εαυτούς μας να εξηγούμε κάτι από την καθημερινή μας ζωή.70

Μπορεί να διαφωνήσουμε ότι απαιτείται εξήγηση για να καταλάβουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο και να καταλήξουμε σε πρακτικά σχετικά συμπεράσματα, αλλά κάποιες από τις παραπάνω προσεγγίσεις δεν δείχνουν ενδιαφέρον για πρακτικά συμπεράσματα. Άλλες μπορεί να ισχυρίζονται ότι οι απαντήσεις στο πως αποτελούν συχνά ένα προθάλαμο για λογικές απαντήσεις στο γιατί. Εάν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, πως το παιδί αντιλαμβάνεται μια έννοια της κοινωνικής δομής, θα είχαμε ήδη μάθει κάτι σχετικό με το γιατί μια τέτοια έννοια κοινωνικής δομής “υπάρχει”.71

Επιπλέον, η θέση η οποία ισχυρίζεται μια συμμετρία ανάμεσα στην εξήγηση και την πρόβλεψη (υπό την έννοια ότι τα πρακτικά παραδείγματα εξαρτώνται από προηγούμενες εξηγήσεις) είναι πιο απίθανο από ποτέ άλλοτε ανάμεσα σ’ αυτούς που ερευνούν τέτοιες ερωτήσεις.72 Η πρακτική εμπειρία έχει αποδείξει ότι το χάσμα ανάμεσα στις προβλέψεις που πηγάζουν από τις κοινωνικές αναλύσεις και στην πραγματική πορεία της δράσης είναι ως τώρα αγεφύρωτο.73 Από την άλλη, το πώς οι άνθρωποι ενεργούν σε κοινωνικό επίπεδο έχει άμεσο πρακτικό ενδιαφέρον: εξερευνώντας συνήθεις τρόπους δράσης, εμφανίζεται απαραίτητο για την κοινωνική μελέτη και ανοίγοντας νέες μορφές έκφρασης, γίνεται απαραίτητο για τις κοινωνικές αλλαγές.

Το να ρωτήσουμε “πως” συχνά απαιτεί ότι ενστερνιζόμαστε τη ριζοσπαστική απλοϊκή θέση που προωθείται από τον Lofland και να μετατρέψουμε το προφανές σε προβληματικό.74 Στην πραγματικότητα, αυτή ακριβώς είναι η θέση την οποία η Dorothy Sayers μας προκαλεί να υιοθετήσουμε. Η ερώτηση του πως οι επιστήμονες παράγουν και αναπαράγουν τη γνώση τους στο εργαστήριο αποτελεί το βασικό ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου και έχει ήδη παρουσιαστεί διεξοδικά υπό το πρόσχημα των παρατηρήσεών μου για τη δυνατότητα οικοδόμησης και συνάφειας της επιστημονικής επιχείρησης. Το “πως” αποτελεί την πρώτη ερώτηση που ένας εθνογράφος της γνώσης όπως υποστηρίζεται εδώ θα αντιμετωπίσει.

Οι μέθοδοι που παρουσίασα στην παράγραφο 9 αντιπροσωπεύουν ένα πρώτο βήμα προς την απαραίτητη ευαισθησία για να απαντηθεί η ερώτηση και η τωρινή μελέτη είναι μία από τις πρώτες προσπάθειες για να επιτευχθεί αυτό σε σχέση με τη δημιουργία της γνώσης.75 Ο αναγνώστης πρέπει να προειδοποιηθεί ότι θα εκδηλωθούν όλες οι ανεπάρκειες που ενυπάρχουν στο χαρακτήρα τέτοιων μελετών.

1.11 Ο Επιστήμονας ως ένας Πρακτικός Κριτής

Από αυτά που ειπώθηκαν πρωτύτερα, είναι φανερό ότι η ερώτηση του πως οι επιστήμονες παράγουν και αναπαράγουν τη γνώση τους μας μεταφέρει στο χώρο της επιστημονικής δράσης. Μας προκαλεί να κοιτάξουμε (και όσο το δυνατόν καλύτερα) στη διαδικασία της κατασκευής της γνώσης επί τόπου. Με άλλα λόγια, πρέπει να αποδεσμευτούμε από τα συνήθη μετριοπαθή όργανα που χρησιμοποιούνται για τη διαπραγμάτευση με την κοινωνική πραγματικότητα και να ωθήσουμε τους εαυτούς μας άμεσα στο ρεύμα της επιστημονικής δράσης.

Μιλώντας αυστηρά, δεν είναι στην πραγματικότητα η επιστημονική πράξη που πρέπει να αντιμετωπίσουμε στην άμεση παρατήρηση, αλλά το άγριο νόημα των τρεχόντων γεγονότων προς και από τους επιστήμονες. Για να καταλάβουμε αυτό το νόημα, πρέπει να στηριχθούμε στη συζήτηση. Χωρίς αυτή, ακόμα και παρατεταμένες επισκέψεις στο εργαστήριο και εξάσκηση στην υπό αμφισβήτηση πειθαρχία του δεν θα κάνει προφανή τη λογική πίσω από το εργαστήριο. Όπως έχω αναφέρει και προηγουμένως, οι επιστήμονες εργάζονται σε ένα χώρο που είναι απαραίτητα από πριν καθορισμένος. Το βασικότερο μέλημα του εργαστηρίου είναι να διαγράψει τις πιθανότητες, να χειριστεί τις επιλογές έτσι ώστε κάποιες να είναι πιο δελεαστικές από τις άλλες και να υποβαθμίσει ή να υπερτονίσει μεταβλητές σε σχέση με τις εναλλακτικές λύσεις.

Αυτές οι διαδικασίες δε μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο από την παρατήρηση. Πρέπει επίσης να ακούσουμε τη συζήτηση για το τι συμβαίνει, τα παραλειπόμενα και τις κατάρες, τις μουρμούρες που προέρχονται από εξοργισμό, τις ερωτήσεις που γίνονται μεταξύ τους, τις τυπικές συζητήσεις και τις κουβεντούλες κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού. Πρέπει να διαβάσουμε τα βιβλία λειτουργίας του εργαστηρίου και να βασιστούμε σε απαντήσεις που μας παρέχονται από τους επιστήμονες. Για τον επιστήμονα, το άγριο μήνυμα των πραγμάτων εμπεριέχεται στη λογική μέσα στο εργαστήριο και η συζήτηση που επικεντρώνεται γύρω από αυτή τη λογική πρέπει να αποτελεί την πιο σημαντική πηγή πληροφοριών για εμάς. Όσον αφορά στη διασταύρωση των πληροφοριών οφείλουμε να σημειώσουμε πως αυτή δεν αφορά στο συνδυασμό των λαμβανομένων πληροφοριών. Είναι μια προσπάθεια συσχετισμού διαφορετικών ειδών πληροφοριών με τέτοιο τρόπο που να αντισταθμίζει ποικίλες δυνατές απειλές στην εγκυρότητα και αξιοπιστία των δεδομένων Foster et al., 1996).

Η πλησιέστερη προσπάθεια περιγραφής που μπορούμε να κάνουμε για τα τυπικά χαρακτηριστικά αυτής της λογικής είναι να στηριχτούμε στις διευκρινήσεις των γενικών ιδεών του Alfred Schutz, που βρήκαμε στην εργασία του Garfinkel για τις λογικές ιδιότητες της (συμβολικής) πράξης.76 Παρ’ όλ’ αυτά, θα ήταν παραπλανητικό να αξιολογήσουμε αυτές τις διευκρινήσεις όπως τις βλέπουμε, διότι προϋποθέτουν μια διαφορά ανάμεσα στην επιστημονική και καθημερινή πρακτική λογική την οποία προσωπικά δεν αποδέχομαι. Ο Garfinkel υποστηρίζει ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο είδη λογικότητας: αυτές που εμφανίζονται ως “σταθερές ιδιότητες και επικυρωμένα ιδανικά” αποκλειστικά της επιστημονικής δράσης και αυτές που εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή. Οι πρώτες θεωρούνται επιζήμιες για τη σταθερή ροή της καθημερινής πρακτικής δράσης.

Οι πέντε κανόνες της ερμηνευτικής διαδικασίας που χαρακτηρίζουν την επιστημονική αξιολόγηση έχουν διατυπωθεί ως αντίδραση στη λογική της καθημερινής ζωής. Ο κανόνας της απεριόριστης αμφισβήτησης, για παράδειγμα, εγγυάται ότι οι επιστήμονες δε περιορίζουν το σκεπτικισμό τους σύμφωνα με τις “πρακτικές ιδέες” που κυβερνούν την καθημερινή πρακτική. Ο κανόνας του “δε γνωρίζω τίποτα” επιτρέπει στους επιστήμονες να βάζουν στην άκρη τις γνώσεις τους με σκοπό “να δουν που θα οδηγήσει”, ενώ δοκιμάζουν στην καθημερινή ζωή ενέργειες στη βάση του τι μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Τα επιστημονικά προβλήματα λύνονται με αναφορά σε ένα κανόνα σταθερού χρόνου, ενώ οι καθημερινές αλληλεπιδράσεις βαδίζουν σε σχέση με χρονικές περιόδους που έχουν μια αρχή, μια διάρκεια και ένα τέλος. Ένας κανόνας παγκοσμιοποίησης επιτρέπει στον επιστήμονα να εμπιστευθεί τις ανακαλύψεις των συναδέλφων του, ενώ η πρακτική δράση κερδίζει πίστη από τις φυσικές αλήθειες της ζωής. Τέλος, ένας κανόνας δημοσιοποίησης βεβαιώνει ότι όλα τα θέματα που σχετίζονται με επιστημονικές απεικονίσεις πιθανών κόσμων γίνονται ευρέως γνωστά, τη στιγμή που οι καθημερινές καταστάσεις προέρχονται από ένα παρασκήνιο ατομικών κινήτρων και συμφερόντων.

Εκτός από την αρχή του σταθερού χρόνου, αυτοί οι κανόνες είναι εντυπωσιακά όμοιοι με τις φόρμες του οργανωμένου σκεπτικισμού, την αδιαφορία και τον κομμουνισμό που ο Merton κάποτε θεώρησε αυταπόδεικτα – και ανήκουν στην ίδια μορφή κριτικής.77 Πιο σχετική από αυτή την προσπάθεια για την αναγνώριση της επιστημονικής ηθικής με μία συγκεκριμένη μορφή λογικής είναι η περίληψη του Garfinkel για τις μη συγκεκριμένες ιδιότητες των κοινής αίσθησης λογικών, οι οποίες είναι αυτό που στην πραγματικότητα συναντάμε στην εργαστηριακή λογική. Ανάμεσά τους βρίσκεται μια ανησυχία για να γίνουν συγκρίσιμα τα πράγματα, για ένα σωστό “ταίριασμα” ανάμεσα στην παρατήρηση και την ερμηνεία, για σωστό χρονισμό, για προβλεπτικότητα και για σωστές διαδικασίες, μια έρευνα για προηγούμενα επιτυχημένους πόρους, μια συνειδητή ανάλυση των εναλλακτικών λύσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης, ένα ενδιαφέρον στο σχεδιασμό στρατηγικών και μία συνειδητοποίηση των επιλογών, όπως επίσης των περιοχών πάνω στις οποίες μπορούν να γίνουν οι επιλογές αυτές.

Όμως, το θέμα μας εδώ δεν είναι η διατύπωση ενός ολοκληρωμένου χαρακτηρισμού των τυπικών ιδιοτήτων της εργαστηριακής λογικής. Στην πραγματικότητα, ο κύριος σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να παρουσιάσει ότι δεν υπάρχουν μοναδικές λογικές στα πλαίσια της εργαστηριακής δράσης. Τα τυπικά χαρακτηριστικά της λογικής αυτής εμφανίζουν τον επιστήμονα ως ένα πρακτικό κριτή. Γι’ αυτό το λόγο, για να εξετάσουμε τις έννοιες που διατηρούν την κατασκευή της γνώσης μέσα στο εργαστήριο πρέπει να κοιτάξουμε στο περιεχόμενο της πρακτικής λογικής των επιστημόνων.

1.12 Ο Γνωστικός και ο Πρακτικός Κριτής

Η πλησιέστερη προσέγγιση σε μια περιγραφή των πρακτικών ανησυχιών της επιστημονικής δράσης μπορεί να βρεθεί στη βιβλιογραφία της γνωστικής κοινωνιολογίας της επιστήμης. Από τότε που ξέσπασαν οι διαμάχες που ακολούθησαν τη θεωρία του Kuhn για την επιστημονική επανάσταση, οι κοινωνικές σπουδές της επιστήμης τόνισαν ότι οι γνωστικές (ή τεχνικές, επιστημονικές) μορφές τις επιστήμης πρέπει να συμπεριληφθούν στην εμπειρική εξέτασή της. Το να κοιτάξουμε απλώς στις κοινωνικές μορφές της επιστημονικής οργάνωσης και επικοινωνίας έχει θεωρηθεί ανεπαρκές. Η επιστημονική πρακτική χαρακτηρίζεται από γνωστικές ανησυχίες και δεν μπορούμε να ευελπιστούμε ότι θα τις κατανοήσουμε χωρίς να τους αφιερώσουμε την πρέπουσα προσοχή.78

Η πιο σημαντική γραμμή έρευνας που έχει αναπτυχθεί ως τώρα είναι η μελέτη της θέσπισης ειδικότητας, της οποίας τα γνωστικά στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στα συστατικά του παραδείγματος που αναφέρθηκαν από τον Kuhn (1970). Για παράδειγμα, ο Whitley (1975) δηλώνει ότι αυτά τα συστατικά αποτελούνται από ερευνητικές πρακτικές, τεχνικές, επεξηγηματικά μοντέλα, ανησυχίες ειδικότητας και μεταφυσικές αξίες ή πεποιθήσεις που υποδηλώνουν τις ερευνητικές ενέργειες σε μια περιοχή. Ο Weingart (1976) διαμορφώνει μια ιεραρχία σχετικών γνωστικών στοιχείων από γενικά σχήματα, φτιαγμένα παραδείγματα (ή κλασσικές λύσεις προβλημάτων), αναγνωρισμένα επιστημονικά επιτεύγματα, μεταφυσικά παραδείγματα και αξίες.

Οι επόμενες μελέτες έτειναν να καθορίσουν τους στόχους τους σε αντιστοιχία με τον Whitley (1972), σε όρους του πως τα κοινωνικά και γνωστικά συστατικά αλληλεπιδρούν για την παραγωγή της γνώσης και στη σχέση ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους γνωστικής (επιστημονικής) γνώσης και την κοινωνία. Μέχρι πρόσφατα, η προηγούμενη ερώτηση ήταν κυρίαρχη79 και οδήγησε σε μια σειρά από σύγχρονες και ιστορικές μελέτες πειθαρχίας ή θέσπισης ειδικότητας.80

Αυτό που υποστηρίζουμε εδώ αποτελεί μια δεύτερη γραμμή έρευνας η οποία μόλις έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της,81 αλλά που ενδιαφέρεται επίσης για μια πιο περιεκτική μελέτη της επιστήμης. Διαφέρει από την πρώτη λόγω της επιλογής της για άμεση ανθρωπολογική παρατήρηση των επιστημόνων στο χώρο εργασίας τους, γεγονός που την κάνει συγγενή πρώτου βαθμού με τις μικροσκοπικές μελέτες των διαφόρων μορφών του επιστημονικού πειραματισμού και της πειραματικής απόδειξης που υποστηρίχθηκε από τον Collins (1975) και τον Bloor (1976). Ένα αποτέλεσμα της παρατηρητικής προσέγγισης φαίνεται ότι είναι μία επαναβεβαίωση των αμφιβολιών σχετικά με τη χρησιμότητα της κοινωνικής/εμπειρικής διχοτόμησης.

Η διχοτόμηση αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί σε πολλά μέτωπα. Πρώτ’ απ’ όλα, όπως ανέφερε ο Bourdieu (1975a: 22 f.), οι επιστημονικές ή εμπειρικές στρατηγικές αποτελούν επίσης πολιτικές στρατηγικές. Κάθε επιστημονική επιλογή (ανεξάρτητα από το εάν είναι μέθοδος ή μέρος δημοσίευσης) μπορεί να θεωρηθεί ως μια στρατηγική επένδυσης αντικειμενικά κατευθυνόμενη προς τη μεγιστοποίηση των επιστημονικών κερδών, δηλαδή, μιας αύξησης στην κοινωνική αυθεντία και αναγνώριση.82

Δεύτερον, όπως ανέφερε ο Bloor, η διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό και το επιστημονικό χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει τις προκαταλήψεις, τις απάτες και τις παρεμβολές που ανατέλλουν μέσα από τις κοινωνικές επιρροές, από ότι είναι αντικειμενικό ή πραγματικό και έχει γνωστικές ρίζες.83 Και χρησιμοποιείται μ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο από τους ερευνητές της επιστήμης, αλλά και από τους ίδιους τους επιστήμονες, γεγονός που δείχνει ότι η κοινωνική/γνωστική διχοτόμηση πρέπει να αντιμετωπιστεί πρώτα ως μια πηγή στρατηγικής αλληλεπίδρασης.84

Τρίτον, υπάρχει το πρόβλημα της διάκρισης των κοινωνικών και γνωστικών παραγόντων σε μια κατάσταση, έτσι ώστε το πεδίο αρχών, όπου πολλές περιοχές έχουν “επιστημοποιηθεί” από την ηγεμονία της επιστήμης (Kόppers et al., 1978: 16). Πριν να μπορέσει να καθοριστεί η αμοιβαία επιρροή των κοινωνικών και γνωστικών μεταβλητών, πρέπει πρώτα να συλληφθούν και να μετρηθούν ανεξάρτητα.

Τέλος, οι Latour και Woolgar (1979: 32) έχουν υποδείξει ότι η κοινωνική/γνωστική διάκριση αποτρέπει τον κοινωνικό επιστήμονα από την εξέταση του ρόλου του μέσα στις ίδιες τις επιστημονικές δραστηριότητες. Επιπλέον, εάν κάποιες από αυτές τις ενέργειες έχουν κριθεί από πριν ως γνωστικά ή τεχνικά θέματα, μπορεί να αποφύγουν κάθε ουσιώδη, κοινωνιολογική εξέταση. Ενώ δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος για να συμβεί αυτό, η πραγματική εφαρμογή των κοινωνικών μελετών φαίνεται ότι την υποστηρίζει. Για παράδειγμα, ο Weingart (1976: 51) έχει προτείνει ότι η γνωστική κοινωνιολογία της επιστήμης πρέπει ακόμα να περιμένει για μια συστηματική (και πιθανώς ικανοποιητική) απόκτηση γενικής αντίληψης των γνωστικών συστατικών της επιστήμης.

Αλλά εάν και δεν έχει ακόμα δώσει μια κατάλληλη αντίληψη των πιο σημαντικών ανησυχιών του επιστήμονα, η γνωστική κοινωνιολογία της επιστήμης έχει παρακινήσει την έρευνα αυτών των ανησυχιών ως κομμάτι της κοινωνικής μελέτης της επιστήμης. Τέτοιες παρορμήσεις ενστερνίζονται στην άμεση παρατήρηση των μεθόδων της παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης που υποστηρίζονται εδώ, διότι το επίκεντρο είναι ακριβώς πάνω σ’ αυτές τις ενέργειες της επιστήμης που καλούνται γνωστικές και το αντικείμενο της μεθοδολογίας είναι να γαντζωθείς σ’ αυτές όσο το δυνατόν πιο κοντά και με όσο το δυνατόν περισσότερη ευαισθησία.

Η συνειδητοποίηση αυτών των στόχων αποδίδει την κοινωνική/γνωστική μεθοδολογία ως άχρηστη. Οι διακρίσεις ανάμεσα στο γνωστικό και το κοινωνικό, το τεχνικό και το καριερίστικο, το επιστημονικό και το μη επιστημονικό μπερδεύονται και επανασχεδιάζονται στο εργαστήριο. Επιπλέον, οι συναλλαγές ανάμεσα σε κοινωνικές και τεχνικές ή επιστημονικές περιοχές είναι από μόνες τους ένα θέμα επιστημονικής διαπραγμάτευσης: ο ισχυρισμός για τη σημερινή κοινωνικά δημιουργημένη γνώση μπορεί να αποτελέσει την τεχνική επιστημονική ανακάλυψη του αύριο και αντιστρόφως.

Τα μη επιστημονικά θέματα γίνονται “επιστημοποιημένα”, όχι μόνο σε περιοχές αρχών, αλλά και μέσα στο ίδιο το εργαστήριο. Με σκοπό να κατανοηθεί το ενδιαφέρον μας για τις “γνωστικές” ανησυχίες του επιστήμονα (παρά για τις κοινωνικές προεκτάσεις τους), πρέπει να δούμε αδιακρίτως πραγματικές εργαστηριακές δραστηριότητες. Για να πιάσουμε το νόημα αυτών των ενεργειών, πρέπει να μπούμε στο νόημα της εργαστηριακής λογικής, η οποία αποκαλύπτει ότι ο επιστήμονας είναι ένας πρακτικός κριτής που αρνείται να διαιρεθεί σε κοινωνική και τεχνική προσωπικότητα. Αυτό που αναδύεται από αυτή τη λογική είναι οι πρακτικές της παραγωγής γνώσης και όχι κάποια αόριστα κοινωνικά ή εμπειρικά συστατικά. Η ερώτηση του πως η γνώση παράγεται και αναπαράγεται δεν ρωτάει τίποτα παραπάνω (και τίποτα λιγότερο) από μια θεωρία τέτοιων πρακτικών.

1.13 Δεδομένα και Παρουσίαση

Μια ευαίσθητη προσέγγιση στη μελέτη της επιστήμης, όπως ανέφερα πρωτύτερα, μας πιέζει να απορρίψουμε τις μεθοδολογικές ενδιάμεσες διαδικασίες που χρησιμοποιούνται γενικά για τη συλλογή δεδομένων. Πρέπει να απαρνηθούμε τις υπηρεσίες των δημοσιογράφων, των ερωτηματολογίων και των στατιστικών υπηρεσιών και να εκθέσουμε τους εαυτούς μας, μέσα από άμεση παρατήρηση και συμμετοχή, στο άγριο νόημα της εργαστηριακής δράσης των επιστημόνων.

Παρ’ όλ’ αυτά, αυτό είναι εύκολο να ειπωθεί αλλά δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Έχοντας απελπιστεί για το θέμα προς στιγμήν, ο Apostel και άλλοι85 έδειξαν ότι οι επιστήμονες είναι κοινωνικά λιγότερο προσιτοί για να εξεταστούν σε σχέση με τους έγκλειστους σε φυλακές, τους εργάτες σε εργοστάσιο, τις “πρωτόγονες” κουλτούρες ή ακόμα και τους φοιτητές, κανείς από τους οποίους δεν έχει στην πραγματικότητα τα εφόδια για να αμυνθεί ενάντια στις απαιτήσεις του κοινωνικού επιστήμονα. Και αυτές οι απαιτήσεις δεν είναι παρά παράλογες. Σε αντίθεση με τον φοιτητή που μπορεί να αποκομίσει εκτίμηση από τους συμφοιτητές του ή τον εργοστασιακό εργάτη που μπορεί να πληρωθεί για το χρόνο του ή τον κρατούμενο που έχει πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο ή τον ιθαγενή που του αρέσει να περνά το χρόνο του γνωρίζοντας κάτι καινούριο, οι επιστήμονες αισθάνονται ότι “δεν έχουν καιρό” για χάσιμο. Ενώ αυτό μπορεί να είναι παγκοσμίως αληθές, το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου η εξέλιξη της καριέρας κάποιου εξαρτάται από τον αριθμό των δημοσιεύσεων και των αναφορών.

Ο κοινωνικός επιστήμονας από την άλλη, είναι ένας εισβολέας στο εργαστήριο, κυρίως όταν είναι εξοπλισμένος με αυτό που καλώ μια ευαίσθητη μεθοδολογία (η οποία δεν πρέπει να μπερδεύεται με την “μη φορτική” μέτρηση που προτάθηκε κάποτε από τον Webb et al., 1966). Η απομάκρυνση από τη θέση ερωτήσεων είναι αντίθετη με τα ενδιαφέροντα του κοινωνικού επιστήμονα, όπως είναι η άρνηση της υποκλοπής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή προσωπικών συνομιλιών ή ο έλεγχος των αποτελεσμάτων των τεστ ή η κατασκοπεία σε συναντήσεις ομάδων ή η παρακολούθηση των επιστημόνων από την μια σκηνή δράσης στην άλλη.

Ως αποτέλεσμα, ο κοινωνικός επιστήμονας θα καταλήξει συχνά να είναι μια πηγή αμηχανίας για τα θέματα της έρευνάς του, ξαφνιάζοντάς τα με την είσοδό του στο δωμάτιο τη στιγμή που αυτοί δημιουργούν ένα paper ή κρυφοκοιτάζοντας τις ενέργειές τους καθώς αυτοί παίρνουν κάποια μέτρηση. Μια απρόσμενη ερώτηση μπορεί να τους προκαλέσει μπέρδεμα, να μπλέξουν τις καταγραφές τους ή να μπερδέψουν τα δείγματά τους. Μπορεί να εξαναγκαστούν να απολογηθούν στους απόντες συναδέλφους τους επειδή τους παρακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Εν συντομία, ο κοινωνικός επιστήμονας μπορεί να κατηγορηθεί, όπως είχα εγώ, ότι έχει γίνει μια συνεχής “ενόχληση στο λαιμό”.

Η παρουσία ενός ομιλητικού και αμαθή κοινωνικού επιστήμονα σε μικρές υπηρεσίες και εργαστήρια είναι κάπως διαφορετική από αυτή ενός ανθρωπολόγου που ζει σε μια ξεχωριστή σκηνή σε ένα ανοιχτό “χώρο” μιας τοπικής περιοχής. Ο ανθρωπολόγος θα εξασκήσει και θα πληρώσει ένα πληροφοριοδότη ή θα γνωριστεί με τις διαφορετικές ομάδες και θα ζητήσει βοήθεια από αυτόν που δείχνει πιο πρόθυμος ή ακόμα μπορεί και να εξαφανιστεί αν κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο, αφήνοντας τις μικρές λεπτομέρειες για κάποια αργότερη ημερομηνία. Όμως ο κοινωνικός επιστήμονας στο εργαστήριο χρειάζεται να κρατάει επαφή με τις ενέργειες μιας συγκεκριμένης ομάδας. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο όταν η διαδικασία των γεγονότων είναι από μόνη της πολύ ενδιαφέρουσα. Η απόσυρση για σημαντικές χρονικές περιόδους θα σήμαινε χάσιμο κάθε καταγραφής των γεγονότων που θα εξελίσσονταν τη συγκεκριμένη περίοδο, πέρα από μια καταγραφή πληροφοριών που μπορεί να έκανε σπάνια ο ίδιος ο επιστήμονας.

Η επιλογή του εργαστηρίου που χρησιμοποιείται στην τωρινή μελέτη υπαγορεύτηκε από την πιθανότητα να γίνω αποδεκτός ως εισβολέας (άσχετα με το πόσο πολυλογάς ή αμαθής είμαι) και η επιλογή της ομάδας που θα ενοχλούσα με τη συνεχή παρουσία μου καθορίστηκε από την προθυμία ενός επιστήμονα να με βοηθήσει ως πληροφοριοδότης καθ’ όλη τη διάρκεια της παρατήρησης. Οι παρατηρήσεις έγιναν από τον Οκτώβριο του 1976 ως τον Οκτώβριο του 1977 σε ένα χρηματοδοτούμενο από το κράτος ερευνητικό κέντρο στο Berkley της Καλιφόρνια. Τον Ιανουάριο του 1977 το κέντρο απασχολούσε περίπου 330 επιστήμονες και μηχανικούς (συμπεριλαμβανομένου του τεχνικού και βοηθητικού προσωπικού) και ένα επιπρόσθετο αριθμό από 86 φοιτητές, φιλοξενούμενους επιστήμονες, προσωρινούς εργαζόμενους και άλλους βοηθούς.

Οι εργασίες του κέντρου επικεντρώνονταν σε βασική και εφαρμοσμένη έρευνα σε τομείς Χημείας, Φυσικής, Μικροβιολογίας, Τοξικολογίας, Μηχανικής και Οικονομίας και γινόντουσαν κάτω από την επίβλεψη δεκαεπτά διαφορετικών μονάδων έρευνας (ο αριθμός των οποίων έχει μειωθεί από τότε). Δύο από αυτές τις μονάδες ήταν αφοσιωμένες στη Χημεία, ενώ οι υπόλοιπες ασχολούνταν με τη Βιοχημεία φυτών, τη Φυτοχημεία φυτών, την Τοξικολογία, τη Μικροβιολογία, τη Χημική Ανάλυση, την Οργανική Ανάλυση, την Επιστήμη Ινών και την Τεχνολογία Τροφίμων. Δύο μονάδες δουλεύανε στον τομέα της Μηχανικής Τροφίμων, με τις άλλες έξι να είναι πιο προσανατολισμένες προς γενικά προβλήματα παρά προς συγκεκριμένες περιοχές. Μερικές ομάδες εργασίας (όπως οι φωτογράφοι και οι εικονογράφοι) ήταν στη διάθεση των επιστημόνων, όπως ήταν και οι άλλες, σύμφωνα με την αναφορά, τεχνικές ευκολίες. Μια εσωτερική μελέτη της παραγωγικότητας του προσωπικού (όπως μετρήθηκε σε σχέση με τους ρυθμούς απόδοσης και τις συνολικές αποδόσεις ανά μέλος του προσωπικού) ήταν σε συμφωνία με το μέσο ρυθμό της παραγωγικότητας σε διάφορα μεγάλα πανεπιστήμια. Η γενική εντύπωση ήταν ένα καλά εξοπλισμένο κέντρο ερευνών με βασική ασχολία τη συνήθη επιστήμη που είχε δημιουργηθεί από ένα τυπικό άθροισμα από επιστήμονες από τους οποίους κάποιοι ήταν πολύ αναγνωρισμένοι και κάποιοι όχι.

Οι παρατηρήσεις μου επικεντρώθηκαν στην έρευνα των πρωτεϊνών των φυτών, μια περιοχή που περιείχε θέματα όπως δημιουργία πρωτεϊνών και ανάκτηση, κάθαρση, μοριακή δομή, σύσταση, καθορισμό βιολογικής αξίας και εφαρμογές στην περιοχή της ανθρώπινης διατροφής. Σημειώστε ότι οι παρατηρήσεις μου δεν ήταν επικεντρωμένες σε μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων: αν και οι επιστήμονες και οι τεχνικοί που παρακολουθούσα ανήκαν στην ίδια ερευνητική ομάδα, η “ομάδα” εργασίας συνεχώς άλλαζε όσον αφορά το μέγεθος και τη σύνθεση της διοίκησης. Κάποιες στιγμές, η ομάδα στράφηκε προς ευκολίες, υπηρεσίες και συνεργασία με άλλες ερευνητικές μονάδες, ενώ κάποιες άλλες απομονώθηκε, πολλές φορές σε σημείο όπου η δουλειά γινόταν από όχι παραπάνω από έναν επιστήμονα, “μισό” τεχνικό και ένα σπάνια εμφανιζόμενο “ανώτερο στέλεχος”.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου, η δουλειά διεξαγόταν σε τέσσερα το λιγότερο διαφορετικά εργαστήρια του κέντρου (μη λαμβάνοντας υπόψη τα βοηθητικά εργαστήρια που αναμειγνύονταν σε χημικές αναλύσεις ρουτίνας. Ουσιαστικά, κάθε επιστήμονας στο κέντρο είχε ένα μικρό εργαστήριο συνδεδεμένο με το γραφείο του, όπως επίσης και πρόσβαση σε διάφορές σημαντικές ευκολίες που μοιραζόταν με τα μέλη της μονάδας. Διαφορετικές γραμμές έρευνας διεξάγονταν γενικά παράλληλα και κάθε επιστήμονας φαινόταν να είναι συσχετισμένος με ένα σύνολο από διαφορετικά ερευνητικά έργα. Η επαφή με όλες αυτές τις διαφορετικές επιχειρήσεις αποτελούσε ένα σημαντικό πρόβλημα τόσο για τους επιστήμονες όσο και για εμένα και υπήρχε πολύ τρέξιμο μεταξύ των διαφόρων αιθουσών έτσι ώστε να επιτευχθεί επαρκής επιτήρηση στα όργανα ή τους τεχνικούς και να είναι δυνατή η διόρθωση οποιουδήποτε είδους λάθους σε κάποιο πείραμα.

Μαζί με την παρατήρηση, μάζεψα τα πρωτόκολλα των εργαστηρίων, τα πρόχειρα περιγράμματα των εργασιών και δημοσιευμένα αποτελέσματα ανάλογων ερευνών. Πραγματοποίησα επίσης επίσημες συνεντεύξεις με επιστήμονες από πέντε άλλες ερευνητικές μονάδες, καλύπτοντας μια ποικιλία από επιστημονικά θέματα, μέσω ερωτήσεων που προερχόντουσαν από τις παρατηρήσεις. Μόνο ένα μικρό μέρος του υλικού αυτού μπορεί να αναλυθεί εδώ. Τα παραδείγματα που παρουσιάζονται εδώ, προέρχονται από σημειώσεις που πήρα κατά τη διάρκεια και έπειτα από τις παρατηρήσεις, από ηχογραφημένες σε κασέτες συνεντεύξεις και διαλόγους και από το γραπτό υλικό που συλλέχθηκε. Όπου θεωρήθηκε απαραίτητο, αυτές οι πληροφορίες μετατράπηκαν με τους αντίστοιχους επιστήμονες (που οδήγησε σε επιπλέον κόπο αφού χρειαζόταν επαναδιαπραγμάτευση για το τι “πραγματικά” εννοούνταν και τι έπρεπε ή δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί σε μια έκδοση όπως αυτή).

Προσπάθησα να μείνω προσκολλημένος, όποτε αυτό ήταν δυνατό, σε μια κατά λέξη απόδοση της επιστημονικής εργαστηριακής λογικής. Θα ήταν όμως παράλογο να ισχυριστούμε ότι οι σημειώσεις ενός μετέχοντος παρατηρητή μπορούν να δώσουν μια αληθινή περιγραφή του τι είχε συμβεί. Όπου η καταγραφή σε κασέτες είναι μη πρακτική ή αδύνατη (και η παρατήρηση ενός ολόκληρου χρόνου δεν μπορεί να καταγραφεί σε κασέτες), οι σημειώσεις του παρατηρητή είναι λίγο περισσότερο βιαστικές και ασυμπλήρωτες, μη περιέχοντας πολλές λέξεις από αυτές που ειπώθηκαν στο εργαστήριο και μερικές φορές κάποιες από αυτές ήταν μπερδεμένες. Αφού είναι συνήθως πιο χρήσιμο να ακούμε παρά να γράφουμε βιαστικά για το βιβλίο κάποιου, οι σημειώσεις του παρατηρητή περιγράφονται καλύτερα ως στιγμιαίες ανακατασκευές του τι έγινε, βασισμένες σε λόγια, ερμηνείες και διορθώσεις που προήλθαν από την άμεση κατάσταση.

Όπως ανέφερα προηγουμένως, αυτή η διαδικασία δεν απέχει πολύ από τον μεθοδολογική σχετική θεωρία που συνηγορούσε για μια ευαίσθητη εθνογραφία της γνώσης, ακόμα και όταν είναι ενισχυμένη από απεριόριστες μηχανικές εγγραφές. Θυμηθείτε επίσης ότι το πιο ενοχλητικό πρόβλημα σε κάθε ευαίσθητη προσέγγιση δεν είναι το να ακούμε καλύτερα ή να καταλαβαίνουμε περισσότερα αλλά το να είμαστε σε θέση να αφήσουμε την κατάσταση να μιλήσει από μόνη της. Με άλλα λόγια, είναι ένα πρόβλημα του να μπορούμε να διατηρήσουμε το νόημα και να είμαστε σε θέση να ελαττώσουμε και να παρουσιάσουμε τα δεδομένα με ένα τρόπο που να παραμένει πιστός στον τομέα της παρατήρησης. Οι ηχογραφήσεις σε κασέτες λύνουν μόνο το προκαταρκτικό πρόβλημα (που παρ’ όλ’ αυτά είναι σημαντικό) της διατήρησης των πηγών.

Προς αποφυγή της ανάγκης για επιπλέον ανακατασκευή, αντιστάθηκα στον πειρασμό να δουλέψω ένα μέρος από το υλικό ως ιστορικό υπόθεσης της έρευνας (αν και οι σημειώσεις μου ακολουθούν κάποιες γραμμές πληροφόρησης από την αρχή της σύλληψης από τον επιστήμονα ως το προσωρινό τέλος στη δημοσίευση). Αντί γι’ αυτό, επέλεξα και συνόψισα παραδείγματα από το εργαστήριο για να μας υπενθυμίσω τις πηγές τους, οι οποίες, όπως τόνισα προηγουμένως, αποτελούν την πρακτική λογική του επιστήμονα. Αφού θεωρήσαμε αυτή την πρακτική λογική ως χαρακτηριστική της διαδικασίας αποφάσεων μέσα από τις οποίες κατασκευάζεται η γνώση, πολλές πλευρές της λογικής αυτής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να επιδειχθούν διαφορετικά σημεία γύρω από το “πως” της επιστημονικής παραγωγής.

Θα παρέχω πρώτα παραδείγματα του σχετικού με την περίσταση χαρακτήρα της κατασκευής της γνώσης - ένα επιχείρημα που φανερώνει τις επιλογές του εργαστηρίου ως συναφείς και την πρακτική της επιστήμης ως τοπική. Στο Κεφάλαιο 3, γίνεται μια εκτροπή προς την αναλογική λογική του εργαστηρίου, η οποία σχετίζεται λιγότερο με την καινοτομία και περισσότερο με τον προσανατολισμό της διαδικασίας της συναφούς επιλογής. Στο Κεφάλαιο 4, υποστηρίζω ότι οι συναφείς επιλογές του εργαστηρίου τοποθετούνται επίσης σε ένα πεδίο κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες εμπεριέχονται και οι ίδιοι οι επιστήμονες. Το κεφάλαιο καταλήγει με μια κριτική της εγκαθιδρυμένης μορφής της επιστημονικής κοινότητας, ως η μονάδα της γνωστικής και κοινωνικής οργάνωσης στην επιστήμη, και των ημι-οικονομικών μοντέλων που ευθυγραμμίζονται με αυτή την θέση. Προτείνει σε αντιπαράθεση, την ιδέα των μεταβλητών μεταφυσικών πεδίων και παρουσιάζει τις σχέσεις που αντικρούουν και διατηρούν αυτά τα πεδία όπως έχουν δημιουργηθεί από τις σχέσεις με τις πηγές των γνώσεων. Στο Κεφάλαιο 5, παρατηρούμε το μετασχηματισμό των εποικοδομητικών λειτουργιών της έρευνας καθώς μεταφερόμαστε από το εργαστήριο στο επιστημονικό σύγγραμμα - το μοναδικό πιο επικροτημένο προϊόν της έρευνας. Με άλλα λόγια, θα συγκρίνουμε τη σκληρή λογική του εργαστηρίου με την ανιαρή (και χωρίς ενδιαφέρον) ρητορική μέσα από την οποία οι επιστήμονες μετατρέπουν τις ιδιωτικές εργαστηριακές παρασκευές τους σε κοινόχρηστα προϊόντα. Με βάση αυτά που ειπώθηκαν πρωτύτερα, το Κεφάλαιο 6 θα υποστηρίξει ότι ίσως να πρέπει να αναλογιστούμε ξανά μια διχοτόμηση η οποία έχει γίνει ιδιαίτερα αγαπητή σε εμάς τα τελευταία χρόνια: ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο επιστημών, ανάμεσα στο συμβολικό, γεμάτο αποφάσεις κόσμο των κλασσικών μελετών και των κοινωνικών επιστημών και τον κόσμο της τεχνολογίας και της γνώσης.

Σε όλο το υπόλοιπο μέρος του βιβλίου, θα αναφερθώ στην “επιστήμη” και την “τεχνολογία” χωρίς κάποια επιπλέον πιστοποίηση στο πνεύμα της θεωρητικής που αποδεικνύεται δελεαστική σε μελέτες παρατήρησης. Ο αναγνώστης που έχει καλή διάθεση μπορεί να θέλει να θυμάται ότι αυτές οι παρατηρήσεις έχουν διεξαχθεί από μια χούφτα επιστημόνων σε ενός προβλήματος την περιοχή και σε ένα μέρος εργαστηριακών πειραμάτων (οι αναγνώστες με αρνητική διάθεση θα το θυμούνται από μόνοι τους). Από καιρό σε καιρό, θα προσπαθήσω να εξορκίσω τις “λανθασμένες” κοινωνικές μελέτες της επιστήμης, ελπίζοντας να τοποθετήσω τις “σωστές” εκεί που τους αξίζει. Βασίζομαι στην επιείκεια του αναγνώστη για να εκφράσω ότι συχνά αυτά που εξορκίζουμε είναι αυτά που γνωρίζουμε καλύτερα και από τα οποία έχουμε διδαχθεί τα περισσότερα.

Σημειώσεις

Sohn-Rethel (1972). Για μια μικρή παρουσίαση της θεωρίας του στα Αγγλικά, βλέπε Sohn-Rethel (1973, 1975). Μια περίληψη κριτικής της θεωρίας της γνώσης του Sohn-Rethel μπορεί να βρεθεί στον Dombrowski και άλλους (1978).

Για ένα παράδειγμα αυτής της θέσης, βλέπε Sellars (1963). Κριτικές συζητήσεις από διαφορετικές σκοπιές (που οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα) μπορούν να βρεθούν στον Bhaskar (1978) και τον Habermas (1971): σελ. 67 και μετά.

Αυτή δεν είναι μια απλοϊκή έκθεση της θέσης του ρεαλιστή, αν και φαίνεται να είναι έτσι. Η απλοϊκή έκθεση θα υποστήριζε ότι η εικόνα που μας δίνει η επιστήμη για τον κόσμο είναι η πραγματική. Σε αντίθεση, η παραπάνω έκθεση δίνει έμφαση σε μια επιστημονική διάθεση, παρά στα αποτελέσματα των πραγματικών γεγονότων. Για μια επί πλέον συζήτηση για αυτό, βλέπε B. Van Fraasen (1977): Κεφ. 2, σελ. 2 και μετά. Η διατύπωση του Suppe είναι ότι τα αποτελέσματα της επιστημονικής εξέτασης αποτελούν γενικευμένες περιγραφές της πραγματικότητας, οι οποίες πρέπει να είναι αληθείς ώστε να είναι επαρκείς για τη θεωρία.

Habermas (1971): 69.

Βλέπε επίσης τους ορισμούς της μη-ρεαλιστικής θέσης που αναπτύχθηκε από τον Lakatos στην κριτική του για τον Toulmin (1976).

Για μια έκθεση της θέσης του Feyerabend, βλέπε τα δοκίμιά του “Επεξήγηση, Αναγωγή και Εμπειρικισμός” (1962) και “Ενάντια Μέθοδος” (1970). Βλέπε επίσης την πιο εκτενή συζήτηση στον Feyerabend (1975).

Σε αυτήν τη θέση του, ο Gouldner μιλάει για την “αποδιασαφήνιση” πάνω στην οποία αναπτύσσεται ο ιδεαλισμός και την οποία κριτίκαρε ο Marx θέτοντας ερωτήσεις για την ανάκαμψη του ταξικού χαρακτήρα των κοινωνικών φαινομένων (1976: 44 και μετά). Βλέπε επίσης την έκθεση του Gidden, “εάν οι άνθρωποι σχηματίζουν την κοινωνία, δεν το κάνουν κυρίως εξαιτίας συνθηκών που έχουν επιλεγεί από τους ίδιους” (1976: 102, 126), που χρησιμοποιήθηκε στην κριτική του για την εθνομεθοδολογία για την κλίση της προς τον ιδεαλισμό.

Σε αυτές τις ακραίες μορφές, ο σκεπτικισμός υποδηλώνει ένα τύπο ιδεαλισμού. Ο Suppe ισχυρίζεται ότι καμία από τις αναλύσεις της επιστήμης που μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν σκεπτικιστικές κοινωνικές σπουδαιότητες δεν είναι απαραίτητα αφοσιωμένες σ’ αυτές. Η επιβεβαίωση ότι τα αντικείμενα της παρατήρησης υφίστανται και έχουν ιδιότητες ανεξάρτητες από τις φιλοσοφικές θεωρίες είναι σύμφωνη με την ίδια τη θέση τους. Όμως, η φύση των αντικειμένων που έχουν παρατηρηθεί και οι ιδιότητες που φαίνεται να κατέχουν καθορίζονται εν μέρη από το πλαίσιο θέσεων του παρατηρητή. Suppe (1974: 192 και μετά). Το σλόγκαν “όλα ισχύουν” αποτελεί το χαρακτηριστικό του σκεπτικισμού του Feyerabend. Αναφέρει ότι “η μόνη αρχή που δεν εμποδίζει την πρόοδο είναι αυτό του ότι όλα ισχύουν” (1975: 10, 23 και μετά).

Putnam (1971: 22).

Βλέπε “Η λογική του 1873” για μια διατύπωση του προγράμματος του Peirce. Peirce (1931-35, Τόμος 2, παράγραφοι 227 και μετά).

Για παράδειγμα, βλέπε το συμπόσιο από τον Suppe (1974) πάνω στο ερώτημα για την εννοιολογική διαφορά των προτάσεων παρατήρησης και τις επιπτώσεις της στην φιλοσοφία της επιστήμης. Η θέση του βασίζεται κυρίως στη δουλεία των Bohm (1957), Hanson (1958), Kuhn (1962, 1970) και Feyerabend (1962, 1970, 1975).

Η θεραπεία συμπεριφοράς που προτάθηκε και παρουσιάστηκε από τους Watzlawick, Weakland και Fisch (1974).

Το παράδειγμα είναι παρμένο από τον van Fraasen (1977, Κεφ. 2: 45).

Bhaskar (1978), κυρίως στο Κεφ. 2: 118 και μετά, για μια έκθεση αυτής της κριτικής. Με τη μέθοδο του παραδείγματος, ο Bhaskar αναφέρει ότι το να προφητεύσουμε πότε θα γίνει η επόμενη έκρηξη του Βεζούβιου θα απαιτούσε μια πλήρη περιγραφή της κατάστασης ενός ανοικτού συστήματος που καθορίζεται με πολλαπλούς τρόπους και ελέγχεται πέρα και πάνω από τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τους νόμους της Φυσικής και της Χημείας.

Το επιχείρημα του Bhaskar βασίζεται στην αφηρημένη ερώτηση του πως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος για την επιστήμη για να είναι πιθανός. Εν συντομία, ο Bhaskar διαφωνεί με τη φύση της πειραματικής δραστηριότητας, την οποία θεωρεί ευνόητη μόνο εάν αυτός που διεξάγει το πείραμα θεωρείται ως ένας τυχαίος παρατηρητής σε μια ακολουθία από γεγονότα, αλλά όχι με τον τυχαίο νόμο που προσδιορίζει η ακολουθία των γεγονότων αυτών. Σύμφωνα με τον Bhaskar, αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει μια οντολογική διάκριση ανάμεσα στους επιστημονικούς νόμους και τις μορφές των γεγονότων. Βλέπε την περίληψη της άποψής του στο Bhaskar (1978: 12 και μετά).

Bhaskar (1978: 54). Ο Bhaskar καλεί αυτά τα πράγματα που υπάρχουν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους, για τα οποία όμως μπορούμε να έχουμε γνώση μέσα από την πειραματική δραστηριότητα, τα “αμετάβατα αντικείμενα της γνώσης”, σε αντίθεση με τα “μεταβατικά αντικείμενα” που σχηματίζουν το ακατέργαστο υλικό της επιστήμης: τα τεχνητά, προηγούμενα αντικείμενα με τα οποία ασχολήθηκαν οι επιστημονικές έρευνες, όπως οι εγκαθιδρυμένες αλήθειες και θεωρίες, τα μοντέλα, οι μέθοδοι και οι τεχνικές. Προφανώς, τα αμετάβατα αντικείμενα της γνώσης μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο με τα ίδια ονόματα όπως τα μεταβατικά αντικείμενα. Για παράδειγμα, ο Bhaskar μιλάει για τον “μηχανισμό της φυσικής επιλογής” ο οποίος “συνεχίζεται για εκατομμύρια έτη” πριν από το Δαρβίνο, Bhaskar (1978: 22). Για ένα διασκεδαστικό μύθο πάνω στο ζήτημα των πραγματικών, των επιστημονικών και των δημοφιλών αντικειμένων βλέπε Latour (1980b).

Πρωταρχικές θεωρίες σε σχέση με την ερμηνεία της επιστήμης ως εποικοδομητικής και όχι ως περιγραφικής μπορούν να βρεθούν στον Knorr (1977; 1977a).

Αυτό υποδείχτηκε σε εμένα από τον Bruno Latour.

Για παράδειγμα, στην κριτική του για την αποτυχία του Carnap να ερμηνεύσει τη σωματική αποθάρρυνση σε όρους της εμπειρίας των αισθήσεων, της λογικής και της εφαρμοσμένης θεωρίας, ο Quine υποστηρίζει ότι θα ήταν καλύτερο να ανακαλύψουμε το πως η επιστήμη είναι στην πραγματικότητα ανεπτυγμένη και εκμαθημένη. Δηλαδή, “να αποκαταστήσουμε την ψυχολογία” από το να “κατασκευάσουμε πλαστές” ορθολογιστικές ανακατασκευές. (1969: 78). Ενώ ο Quine είχε επίμονα υποστηρίξει τα δικαιώματα μιας “εμπειρικής επιστημολογίας”, δεν έγινε ποτέ ο ανθρωπολογικός παρατηρητής που οραματίστηκε σε ένα πνευματικό πείραμα στο έργο του Λόγος και Αντικείμενο (1960). Άλλοι φιλόσοφοι της επιστήμης όπως ο Toulmin (1972) και ο Feyerabend (1975), απομακρύνθηκαν από αυτό που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της καθαρής επιστημολογίας και στην πραγματικότητα προχώρησαν στη μελέτη της επιστήμης ιστορικά και κοινωνιολογικά. Πιο πρόσφατα παραδείγματα που μιλάνε για μια εμπειρική επιστημολογία - που γίνεται κατανοητή ως μια εμπειρική έρευνα των ερωτήσεων που παραδοσιακά καλύπτουν τη φιλοσοφία της επιστήμης - είναι του Campbell (1977) και του Apostel και άλλων (1979). Συγκρίνετε τους Böhme, van den Daele και Krohn (1977). Όχι περιέργως, εμφανίστηκε μία αυξανόμενη έμφαση σε από κοντά μελέτες παρατήρησης - μια “ανθρωπολογία της γνώσης” - παρά σε εμπειρικές, μακροσκοπικές μελέτες της επιστήμης.

Πιο οικείες, φυσικά, από τις συζητήσεις της επιστημολογικής και της μεθοδολογικής κατάστασης των κοινωνικών επιστημών.

Το 1907, ο διαπρεπής φυσικός επιστήμονας Joseph John Thomson είπε, “Από την άποψη του φυσικού επιστήμονα, μια θεωρία της ύλης αποτελεί μια πολιτική παρά ένα δόγμα. Ο σκοπός της είναι να συνδέσει ή να συντονίσει διαφορετικά φαινόμενα και πάνω απ’ όλα να προτείνει, να υπολογίζει και να κατευθύνει το πείραμα” (1907: 10). Βλέπε επίσης Bachelard (1934).

Αυτό είναι μια παράφραση του Habermas (1971: 315), του οποίου το νόημα διαφέρει κάπως από από αυτό που εννοείται εδώ.

Βλέπε Callon (1975) και Callon, Courtial και Turner (1979) για μια σειρά από παραδείγματα και για το είδος της ανάλυσης του ποσοτικού περιεχομένου των δικτύων προβλημάτων που χρησιμοποιούν. Βλέπε επίσης Callon (1980) για μια Αγγλική παρουσίαση κάποιου από το υλικό. Η αρχή της μετάφρασης έχει επεξεργαστεί και συζητηθεί από τον Serres (1974).

Για μια περιεκτική έκθεση της προσέγγισης του Luhmann για τη θεωρία συστημάτων, βλέπε το έργο του Κοινωνικές Επεξηγήσεις Ι και ΙΙ (1971, 1975), μέρη από το οποίο έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και θα εκδοθούν από το Columbia University Press (1981).

Αυτό εξηγεί την εμφάνιση στιγμιαίων “ανακαλύψεων” από τους επιστήμονες οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν κλέβουν ο ένας τον άλλο. Σημειώστε ότι τα επιστημονικά ιδρύματα και οι παραπλήσιες μορφές κοινωνικού ελέγχου στην επιστήμη μπορούν να θεωρηθούν ως μια περιεκτική δομή που εγγυάται ότι οι επιλογές θα παραμείνουν σταθερές σε ένα μεγάλο βαθμό και ότι τα υπόλοιπα γίνονται με ένα όμοιο, συμβατό και επαναλαμβανόμενο τρόπο. Σημειώστε επίσης ότι η περιγραφική ερμηνεία της εξέτασης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προτείνει ότι οι αστερισμοί των επιλογών που εισέρχονται σε ένα επιστημονικά παραγόμενο εύρημα είναι καθολικά σχετικές απόψεις που περιορίζονται από την ίδια τη φύση.

K. Popper (1963: 216 και μετά).

Βλέπε επίσης D. Phillips (1974: 82 και μετά). Ο Phillips υπογράμμισε ότι, ως αποτέλεσμα, θα πρέπει να υποθέσουμε, σε αντίθεση με τους Mills και Merton, ότι τα κίνητρα και η κοινωνική θέση ενός εξεταστή είναι πραγματικά σχετικά για την αναγνώριση που δέχεται από άλλους φίλους επιστήμονες.

Αυτός ο επιστήμονας, ένας επικεφαλής σε ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο, υποδηλώνει ακόμα και το ότι οι κριτικοί ήξεραν εκ των προτέρων ποιου την πρόταση έκριναν. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη ακόμα και όταν τα ονόματα έχουν σβηστεί από την πρόταση: το ποσό των χρημάτων που ζητείται, το είδος της έρευνας που προτείνεται, οι πηγές (συμπεριλαμβανομένων των οργάνων) που αναφέρονται, όλα υποδεικνύουν την προέλευση της πρότασης σε αυτές τις εξαιρετικά εξειδικευμένες περιοχές όπου αποτελεί θέμα επιβίωσης για τους επιστήμονες να γνωρίζουν πολύ καλά “ποιος” (με την ευρεία έννοια της γνώσης) είναι στην περιοχή.

Άλλες περιοχές εδώ που είναι σχετικές είναι τα περιοδικά και οι εκδότες ή περιβάλλοντα μέσα στα οποία παίρνονται αποφάσεις για τις εκδόσεις αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί. Τα αποτελέσματα που δεν έχουν δημοσιευτεί ή γενικότερα κυκλοφορήσει ικανοποιητικά έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες ακόμα και να μπουν στη διαδικασία της γενικότερης επικύρωσης.

Είναι δελεαστικό να παραθέσουμε κατά λέξη τον Wittgenstein: “Λοιπόν, λες ότι η ανθρώπινη μάζα αποφασίζει για το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος; - Είναι αυτό που τα ανθρώπινα όντα λένε ότι είναι σωστό ή λάθος. Και συμφωνούν στη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Αυτό δεν αποτελεί συμφωνία στις απόψεις, αλλά στον τρόπο ζωής.” Βλέπε παράγραφο 241 από τις Φιλοσοφικές Έρευνες όπως τις μετάφρασε ο G. E. M. Anscombe (1968).

Αναφέρομαι εδώ στο σημείο τριβής του Feyerabend ότι οι ερμηνείες που επιλέγουν οι επιστήμονες είναι σχετικές με ένα πολιτιστικό και ιστορικό περιβάλλον και μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο εάν κοιτάξουμε σε αυτά τα περιβάλλοντα. Οι διατριβές αποκλείουν την πιθανότητα του καθορισμού ενός συνόλου από ανεξάρτητα από το περιβάλλον κριτήρια σύμφωνα με τα οποία προχωράει η μορφοποίηση της πλειοψηφίας. Σε αντίθεση, ο Kuhn δεν απορρίπτει την πιθανότητα τέτοιων κριτηρίων. Βλέπε Feyerabend (1975) και Kuhn (1970), κυρίως τη συζήτηση στο υστερόγραφο.

Σημειώστε ότι το μοντέλο του Toulmin για την επιστημονική εξέλιξη (η πιο ακριβής προσαρμογή του βιολογικού μοντέλου) εκτείνεται σε κάποιο μήκος για να αποφύγει τέτοια αποτελέσματα. Πρώτ’ απ’ όλα, όπως θα δούμε παρακάτω, ο Toulmin περιορίζει την ιδέα της περιβαλλοντολογικής επιλογής σε μια μορφή επιστημονικής επιλογής. Δεύτερον, όπως ο Lakatos υποδεικνύει στην κριτική του για τον Toulmin, επικαλείται ένα “Μαγικό Τέχνασμα της Λογικής” στην ιστορία που κατά κάποιο τρόπο εγγυάται την τελική επικύρωση των επιλογών που έχουν γίνει. Για αυτούς αλλά και για άλλους λόγους, που θα διασαφηνιστούν αργότερα, το μοντέλο του Toulmin δεν αποτελεί ένα συναφές μοντέλο όπως προτείνεται εδώ. Toulmin (1972) και Lakatos (1976).

Για μια συνοπτική παρουσίαση ολόκληρης της συζήτησης, βλέπε Lakatos και Musgrave (1970).

Σε στοχαστικές διαδικασίες στο μοριακό επίπεδο, στο οποίο όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των μορίων που αλληλεπιδρούν, τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρόλος της διακύμανσης, έχει αποδειχθεί ότι η απουσία “λαθών” ή ασάφειας αντιστοιχεί όχι μόνο σε μια απουσία καινοτομίας και επομένως σε μια μη αύξηση της πληροφορίας, αλλά και σε ένα πραγματικό χάσιμο πληροφορίας. Χωρίς διακυμάνσεις της τύχης, το σύστημα δε μπορεί να διατηρηθεί σε μια σταθερή κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς τη μεσολάβηση του “λάθους”, της τύχης ή της ασάφειας στην βιολογική εξέλιξη, για παράδειγμα, όλα τα είδη θα είχαν εξαφανιστεί χωρίς να αντικατασταθούν από άλλα. Atlan (1979: 54 και μετά). Για μια διάδοση της ιδέας ως μια αρχή τάξης σχετική με την επιστήμη βλέπε κυρίως τους Latour και Woolgar (1979). Για την πιο διαφωτιστική φιλοσοφική ανάλυση που ασχολείται με το θέμα βλέπε Serres (1980).

Η δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής υποθέτει αξιωματικά ότι τα φυσικά συστήματα εμφανίζουν μια εξέλιξη προς την αύξηση της εντροπίας ή προς μια μέγιστη μοριακή αταξία, η οποία είναι πανομοιότυπη με μια κατανομή ίσης πιθανότητας. Οι πρόσφατες ανακαλύψεις, στις οποίες έχουμε αναφερθεί παραπάνω, δείχνουν ότι τα αυτοπροσαρμοζόμενα συστήματα έχουν την ικανότητα να αντιδράσουν σε διαταραχές χρησιμοποιώντας αυτές ως ένα παράγοντα οργάνωσης και κάνοντάς τες ευεργετικές για το σύστημα. Όπως θα γίνει πιο ξεκάθαρο στα παραδείγματα που θα ακολουθήσουν, το θέμα δεν είναι να απαρνηθούμε το πιθανό καταστρεπτικό αποτέλεσμα του θορύβου, ή της ασάφειας, αλλά να πούμε ότι το εάν το αποτέλεσμα θα είναι καταστρεπτικό ή όχι εξαρτάται από την αντίδραση του συστήματος.

Αυτή η νέα ερμηνεία είναι ζωτικής σημασίας επειδή συνιστά ότι το θέμα δεν είναι, όπως μας λέει η τερμινολογία του Van Foerster, η κατασκευή “τάξης” μέσα από την αταξία (ασάφεια, τύχη), αλλά η άμεση εμφάνιση οργάνωσης όπως καθορίζεται από μια αύξηση στην πολυπλοκότητα ή την διαφοροποίηση του συστήματος. Σύμφωνα με τον Atlan, ο Von Foerster οραματίζεται μια αύξηση της επανάληψης ή της αφθονίας με την οποία η αντίληψη της τάξης σχετίζεται στην θεωρία πληροφοριών. Μόνο εάν δούμε την ασάφεια ως μέσο για την επίτευξη μεγαλύτερου οργανισμού ή πολυπλοκότητας, και όχι για την επίτευξη τάξης, μπορούμε να ορίσουμε αυτό το αποτέλεσμα ως μία αύξηση της πληροφορίας του συστήματος και να καταλάβουμε την προσαρμόσιμη δύναμη , η οποία προέρχεται από αυτό τον οργανισμό. Von Foerster (1960) και Atlan (1979).

Σε φυσική γλώσσα, “τάξη” και “οργανισμός” χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση και αυτό συχνά εμφανίζεται και σε φιλοσοφικούς χειρισμούς του θέματος (Morin 1977). Παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ακόμα και αν χρησιμοποιούμε μερικώς την αρχή της “οργάνωσης από τύχη” σαν μια αναλογία. Ενώ η τάξη υποδηλώνει σταθερότητα, ένας οργανισμός στη διαδικασία αύξησης της πολυπλοκότητάς του εμπεριέχει την αλλαγή και μία αύξηση της πληροφορίας του εσωτερικού συστήματος. Αυτό είναι το κομμάτι της αναλογίας το οποίο θεωρώ ότι ταιριάζει ιδιαίτερα όταν το εφαρμόζουμε στην επιστήμη και όχι η ερμηνεία της “τάξης από την αταξία”.

Ως ένα απλό παράδειγμα, σκεφτείτε μια διαρροή σε ένα δίκτυο επικοινωνίας της κυβέρνησης του Nixon σε σχέση με το βομβαρδισμό της Cambodia (που κρατήθηκε κρυφή από την κυβέρνηση). Ενώ η διαρροή ήταν χωρίς αμφισβήτηση καταστρεπτική για κάποια σημαντικά μέλη της κυβέρνησης, θα μπορούσε να φανεί ευεργετική για το γενικότερο σύστημα της αμερικάνικης δημοκρατίας. Το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη διαφορετικά επίπεδα ενός οργανισμού ώστε να μπορούμε να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στα καταστρεπτικά και τα ενοποιημένα (ή εποικοδομητικά) αποτελέσματα του θορύβου.

Φυσικά, η επιστήμη δημιουργεί νέα προβλήματα παράλληλα, πράγμα που αποτελεί μέρος της διαδικασίας της ανακατασκευής.

Η ποσότητα της πληροφορίας μέσα σε ένα σύστημα θεωρείται ένα μέτρο απιθανότητας ότι ο συνδυασμός διαφορετικών συνιστωσών του συστήματος είναι ένα αποτέλεσμα της τύχης. Αυτό συμβαίνει διότι η ποσότητα της πληροφορίας θα μπορούσε να προταθεί ως ένα μέτρο της πολυπλοκότητας. Μιλώντας αυστηρά, υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι για να γράψουμε την ποσότητα της πληροφορίας που αντιστοιχεί σε τρία είδη πολυπλοκότητας, όλα ορισμένα σε σχέση με τις γνώσεις μας. O πρώτος αναφέρεται σε μια ποικιλία για την οποία δε γνωρίζουμε την κανανομή (H=logN), ο δεύτερος εκφράζει την αταξία (H= å p× logp) και ο τρίτος μετράει μια έλλειψη γνώσης για τους εσωτερικούς περιορισμούς ή τους πλεονασμούς ενός συστήματος (H=Hmax(1-R)), όπου H είναι η ποσότητα της πληροφορίας, p είναι η πιθανότητα ότι ένα συγκεκριμένο σημάδι είναι παρόν και R είναι ο πλεονασμός - όλα σύμφωνα με την περίληψη που έγινε από τον Atlan (1979: 79 και μετά). Σημειώστε ότι ο χαρακτηρισμός είναι επίσημος και δεν λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο των σημαδιών.

Σύμφωνα με τον Ashby, είναι λογικά αδύνατο ένα αυτοοργανώμενο σύστημα να είναι κλειστό, δηλαδή να μην αλληλεπιδρά με το περιβάλλον. Εάν το σύστημα μπορούσε να αλλάξει την οργάνωσή του μονομερώς ως μια συνάρτηση των εσωτερικών του καταστάσεων, αυτή η αλλαγή θα κατευθύνονταν από μία σταθερά. Η πραγματική αλλαγή πρέπει να προκαλεστεί είτε μέσα από ένα πρόγραμμα αλλαγής που θα επιβληθεί από έναν εξωτερικό παράγοντα είτε μέσα από εξωτερικές επιδράσεις της τύχης. Ashby (1962).

Βλέπε Toulmin (1967) για μια μικρή παρουσίαση του μοντέλου του και για τη μη-μεταφορική ανάγνωση που είναι ο σκοπός (σελ. 470 και μετά). Μια πιο εκτενής ανάλυση βρίσκεται στον Toulmin (1972). Συγκρίνετε με τον Cambell (1974).

Ο Toulmin φαίνεται να συνιστά ότι αυτή είναι φυσιολογικά και ιδεατά η περίπτωση, αν και τονίζει ότι οι ιστορικές συνθήκες δεν ακολουθούν πάντα το πρότυπο που προτείνει. Γι’ αυτό το λόγο και κάνει διάκριση ανάμεσα στις “συμπαγείς” παραδόσεις, που ακολουθούν το συστηματικό του πρότυπο, και τις “διαχεόμενες” παραδόσεις που μπορεί να μην το ακολουθούν. Toulmin (1967), ιδιαίτερα παράγραφος 4.

Αυτό έχει νόημα, αφού δεν προϋποθέτει ότι ο παρατηρητής έχει κάποια κριτήρια για το τι μετράει ως νεωτερισμός. Στην παραπάνω περίπτωση, όλα τα αποτελέσματα που θεωρούνται ως καινούρια από τους ίδιους τους επιστήμονες θα αποτελέσουν πιθανώς μέρος της “τράπεζας των επιστημονικών καινοτομιών”.

Αφού η αλλαγή και η συγκεκριμενοποίηση είναι έμφυτες στα επιστημονικά προϊόντα, μπορούμε επίσης να πούμε ότι η επιστημονική εργασία επιτρέπει διαφορετικά αποτελέσματα και αυτά τα διαφορετικά αποτελέσματα μπορούν να εκτιμηθούν από τους επιστήμονες. Είναι ξεκάθαρο ότι εξατομίκευση που δημιουργείται από την επιστημονική δουλειά δεν ανήκει απαραίτητα σε ξεχωριστά άτομα. Πολλοί θα διαφωνήσουν λέγοντας ότι η αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της επιστήμης σημαίνει ότι έχουμε μια αυξανόμενη εκτίμηση διαφορετικών αποτελεσμάτων από ομάδες, και περισσότερο σημαντικό, από ιδρύματα. Αυτή η τάση προς μια μεγαλύτερη ανωνυμία για τους ατομικούς συγγραφείς των επιστημονικών προϊόντων μπορεί επίσης να αντιμετωπιστεί ως ένδειξη μιας προοδευτικής “προλεταριοποίησης” των επιστημόνων, στο οποίο θα αναφερθούμε πάλι στο Κεφάλαιο 4.

Πιο συγκεκριμένα, βλέπε την εργασία του για την προέλευση της γεωμετρίας (1962).

Για μια μικρή παρουσίαση, βλέπε το κεφάλαιο “Η Λογική Επιστήμη ως Σημειολογική” στην Dover έκδοση των επιλεγμένων συγγραμμάτων του Peirce (1955: 98 και μετά)

Στο “Της Γραμματολογίας” (1976: 27).

Βλέπε κυρίως σελ. 45 και μετά, όπου οι Latour και Woolgar εισάγουν την έννοια της “προφορικής εγγραφής” για τις μετρήσεις μέσα στο εργαστήριο (1979).

Υπήρχε μια ιδιαίτερη εστίαση σε μελέτες πάνω στις αναφορές, παραδείγματα των οποίων είναι πολυάριθμα για να καταγραφούν εδώ. Για δύο πρόσφατες μελέτες που τονίζουν σε πιθανές νέες κατευθύνσεις, βλέπε Chubin και Moitra (1975) και Sullivan, White και Barboni (1977). Για άλλες μορφές προτύπων επικοινωνίας μεταξύ των επιστημόνων, βλέπε Zuckerman (1977), Ziman (1968), Studer και Chubin (1980) ή Gaston (1973,1978).

O Böhme κατέληξε ότι μια αρχή της επιστημονικής κοινότητας μέσα σε μια θεωρία επιστημονικής ενέργειας πρέπει να βασιστεί σε μία θεωρία της διαδικασίας επιχειρηματολογίας στην επιστήμη. Βλέπε Böhme (1975).

Για μια έκθεση της αντίληψης του Luhmann για την διαφορετικότητα στα Αγγλικά, βλέπε το άρθρο του για την “Διαφορετικότητα της Κοινωνίας” (1974a).

Μια άλλη δυνατότητα θα ήταν να ψάξουμε για όρια του συστήματος κάπου ανάμεσα στην ίδια την διαδικασία παραγωγής έρευνας. Η επιλεκτικότητα που ενυπάρχει στα επιστημονικά προϊόντα επιτρέπει έναν προβληματισμό για τις εποικοδομητικές συζητήσεις και αυτός ο προβληματισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μία φόρμα αύξησης της πολυπλοκότητας που έχει προκληθεί από το περιβάλλον. Οι πολύπλοκες νέες επιλογές του εργαστηρίου υπολογίζουν αυτές τις προκλήσεις του προβληματισμού.

Για μια περίληψη αυτής αλλά και άλλων κριτικών της θεωρίας συστημάτων όπως εφαρμόζεται στα κοινωνικά συστήματα, βλέπε Habermas (1979), ιδιαίτερα σελ. 141 και μετά στο Κεφάλαιο 4, “Προς μια Ανακατασκευή του Ιστορικού Υλισμού”.

Έγινε αναφορά στον Johnston (1976: 195), O Johnston συνοψίζει κάποιες από τις χρήσεις της εσωτερικής/εξωτερικής διάκρισης την οποία τοποθετεί σε υποθέσεις διατηρημένες στην ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης οι οποίες έχουν αβασάνιστα υιοθετηθεί από ακόλουθες αναλύσεις της επιστήμης.

Για παράδειγμα, βλέπε την κριτική του Kuhn στη χρήση της διάκρισης από τον Lakatos (1971: 139 και μετά). Για τον Lakatos, το εσωτερικό φαίνεται να είναι συνεκτεινόμενη με την ορθολογιστική πλευρά της επιστήμης. Ο Kuhn, σε αντίθεση, φαίνεται να εξισώνει την εσωτερική/εξωτερική διχοτόμηση με τη διάκριση ανάμεσα στο γνωστικό και το κοινωνικό, μια πρακτική που ισχυρίζεται ότι έχουν μοιραστεί όλοι οι ιστορικοί της επιστήμης.

Η πραγματικότητα ότι στο τέλος μόνο τα άτομα μπορούν να επιβάλλουν σκόπιμη πράξη έχει οδηγήσει σε ένα επιχείρημα για ένα μεθοδολογικό ατομικισμό, στον οποίο θα επιστρέψουμε στην Ενότητα 1.9.

Βλέπε για παράδειγμα, την κριτική του Galtung για κάποια είδη έρευνας αποτίμησης (1967: 148 και μετά). Ο Cicourel (1964) έχει δώσει την πιο περιεκτική και σημαντική κριτική. Βλέπε επίσης τις νέες μεθοδολογικές εξελίξεις που βασίζονται πάνω σ’ αυτήν και άλλες κριτικές που συνοψίζονται στο Brenner, Marsh και Brenner (1978) και Brenner (1980), κυρίως στην Εισαγωγή.

Τέτοιες κοντινές επιθεωρήσεις εμφανίστηκαν πρώτα μέσα από διάφορες μικροκοινωνιολογικές όψεις, όπως η εθνομεθοδολογία, η γνωστική κοινωνιολογία, η συμβολική αλληλεπίδραση, η εθνογραφία και η φαινομενολογία. Για μια περιεκτική παρουσίαση κάποιων από τις σχετικές μελέτες, βλέπε Mehan και Wood (1975). Οι Harre (1977), Cicourel (1973), Berger και Luckmann (1967) και οι παλιότερες εργασίες του Goffman (π.χ. 1961), όλες περιέχουν αντιπροσωπευτικές δηλώσεις για τον προβληματικό χαρακτήρα της καθημερινής αλληλεπίδρασης.

Ολόκληρο το επιχείρημα του Whitley σε σχέση με τη θεωρία του “μαύρου κουτιού” και την κοινωνιολογία της επιστήμης βρίσκεται στο άρθρο του που έχει τον ίδιο τίτλο (1972).

Οι εθνολόγοι κάνουν διάκριση ανάμεσα σε μια “σχετική με φώνημα” δομική προσέγγιση και μια “φωνητική” διαπολιτισμική προσέγγιση που επιβάλλει τις αρχές και τις διακρίσεις της “επιστημονικής” ανθρωπολογίας (Pike, 1967: 37 και μετά). Για πρόσφατες αναφορές σε εξελίξεις στη εθνολογία ή στη γνωστική ανθρωπολογία, βλέπε Bernabe και Pinxten (1974) και Pinxten (1979).

Βλέπε Schoepfle, Topper και Fischer (1974: 382).

Το καλύτερο παράδειγμα της χρήσης τέτοιων όρων μπορεί να είναι ο ίδιος ο Garfinkel (1967).

Συμπερασματικά, δεν είναι αρκετό να απαιτούμε ότι ο φοιτητής των κοινωνικών επιστημών θα είναι εξοικειωμένος με το θέμα της μελέτης ή ότι θα είναι ένα εκπαιδευμένο μέλος της αντίστοιχης επιστημονικής θεματολογίας. Η ανθρωπολογία επιδεικνύει ότι, ενώ αυτό μπορεί να αποτελεί ένα απαραίτητο προαπαιτούμενο για μια αποκεντρωμένη ανάλυση, αποτελεί δίχως άλλο μια ικανοποιητική συνθήκη για την επίτευξή της. Σχετικά με το πρόβλημα που αφορά την αποκέντρωση του επιστημονικού λόγου, η μάχη για τον ερμηνευτικό ή μη ερμηνευτικό χαρακτήρα της εθνογραφικής παρατήρησης φαίνεται να είναι κάπως απόλυτη. Οι δικές μου περιληπτικές παρουσιάσεις της τρέχουσας κατάστασης της ανθρωπολογικής μεθοδολογίας και των θεμάτων της μπορούν να βρεθούν στο Knorr (1973; 1980).

Ο όρος έχει παρθεί από τον Werner (1969), που όπως πολλοί άλλοι, πιστεύει ότι είναι το δυσμενές, αλλά αναπόφευκτο πεπρωμένο της εθνογραφίας να καταγράφει συστηματικά τη δομή του κόσμου που περιέχεται στις λεκτικές εκφράσεις μιας κουλτούρας.

Με το οποίο εννοώ τις άσχημες συνέπειες στις οποίες οδηγούν οι προσπάθειες των εθνομεθοδολόγων να διατηρήσουν αντικειμενικό τρόπο λόγου. Η τραυματισμένη γλώσσα και ένας βασανισμένος αναγνώστης που προσπαθεί άσκοπα να αποκρυπτογραφήσει το κρυφό νόημα του νέου επαγγελματικού ιδιώματος.

Για αυτή τη μορφοποίηση, βλέπε Agassi (1973: 185 και μετά). Βλέπε επίσης τη συλλογή εργασιών που εκδόθηκε από τον John O’ Neill (1973) στο Μορφές Ατομικισμού και Κολεκτιβισμού, που περιλαμβάνει πολλές συνεισφορές σχετικές σ’ αυτούς τους δύο μεθοδολογικούς προσανατολισμούς.

Ένας από τους βασικότερους κριτές του μεθοδολογικού ατομικισμού τα πρόσφατα χρόνια είναι ο Steven Lukes. Βλέπε τη συλλογή του από εργασίες (1978), ιδιαίτερα την εργασία “Αναθεώρηση του Μεθοδολογικού Ατομικισμού” (Κεφάλαιο 9).

Το θέμα εδώ είναι ένας μεθοδολογικός προσανατολισμός σχετικός με τον ατομικισμό και ολοκληρωτισμό και όχι μια πρόφαση για συνέχιση του κοινωνιολογικής “συμβολικής αλληλεπίδρασης” μέσα στις κοινωνικές επιστήμες (η οποία, παρεμπιπτόντως, έχει ήδη εισαχθεί στις επιστημονικές σπουδές). Ενώ η τωρινή προσπάθεια είναι αδιαμφισβήτητα ενημερωμένη από εξελίξεις στη συμβολική αλληλεπίδραση, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ανήκει σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Όπως μπορεί να έχει σημειώσει ο αναγνώστης, αισθάνομαι ένα μεγάλο χρέος σε άλλες μικροσκοπικές - και κάποιες μακροσκοπικές- κατευθύνσεις.

Για μια σύντομη περίληψη του πως η εθνομεθοδολογία έχει ερμηνεύσει ξανά κάποια παραδοσιακά προβλήματα της κοινωνιολογίας, βλέπε Zimmerman και Wieder (1970). Για παράδειγμα, οι νόρμες και οι κανόνες ενδιαφέρουν τον εθνομεθοδολόγο όχι ως μια ερμηνευτική σκέψη για κοινωνική δράση, αλλά ως ένα θέμα ανάλυσης, ως μία πηγή την οποία τα μέλη χρησιμοποιούν για να δομήσουν και να κατευθύνουν την καθημερινή ζωή και να πείσουν τους εαυτούς τους για την παλιότερη δομή αυτού του κόσμου.

Για ένα αριθμό ανάλογων αναλύσεων, βλέπε Cicourel (1973). Ο λόγος για τον οποίο συχνά μαθαίνουμε κάτι για το “γιατί” απαντώντας στο “πως”, είναι φυσικά το ότι και οι δύο ερωτήσεις συνδέονται συχνά από μια σειρά ερμηνειών. Το να ψάξει κανείς “πως” κάτι έγινε συχνά υποδεικνύει την καταγωγή του ή καταλήγει σε μια “γενετική” ερμηνεία. Μια παρόμοια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο “τι” (την παραδοσιακή ερώτηση που αντιμετωπίζει ο ανθρωπολογικός παρατηρητής) και το “γιατί”. Όπως μας υπενθύμισε ο Lukes (1978: 184 και μετά), για να βρούμε ένα στοιχείο συμπεριφοράς ή ένα σύνολο πεποιθήσεων είναι μερικές φορές αρκετό να το επεξηγήσουμε: η ερμηνεία συχνά έγκειται ακριβώς σε μια επιτυχή και επαρκή, ευρείας κλίμακας αναγνώριση συμπεριφοράς ή τύπων συμπεριφοράς. Η προσπάθεια των εθνολόγων να αναγνωρίσουν πολιτιστική γνώση σε όρους με τους οποίους εκφράζεται από μια συγκεκριμένη κουλτούρα πρέπει να μας διδάξει κάτι για το γιατί υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς σ’ αυτή την κουλτούρα, καθώς και για παρόμοιες ερωτήσεις.

Βλέπε την εκτεταμένη συζήτηση της θέσης του Stegmüller (1969, τόμος 1, μέρος 2: 153 και μετά) για τη συμμετρία.

Βλέπε τον Luhmann (1977b: 16, 28), ο οποίος αναφέρει ότι ο δυαδικός σχηματισμός ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές μπορεί να είναι ανεπαρκής για την οργανική εφαρμογή μιας θεωρητικής επεξήγησης στην πράξη. Ο Luhmann αναφέρεται στο παράδειγμα της αναφοράς του Coleman που αναφέρει την φυλετική και κοινωνική σύνθεση των σχολικών τάξεων ως την πιο σημαντική παράμετρο στην ερμηνεία της εκπαιδευτικής επιτυχίας.

Βλέπε Loftland (1976: 2) για το όλο θέμα που αναφέρεται εδώ.

Αν και η προσέγγιση της ανάλυση της υπόθεσης με πειράματα ευνοείται την εποχή αυτή (όχι μόνο στις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης, αλλά στην κοινωνιολογία γενικότερα), είναι αξιοπερίεργο ότι λίγοι κοινωνιολόγοι έχουν ως τώρα κάνει αυτό που υποστηρίζει ο Loftland στην κωδικοποίησή του για μια ποιοτική μεθοδολογία (1976) - δηλαδή, να μπουν στην περιοχή ως ενεργοί παρατηρητές.

Η εργασία μπορεί να βρεθεί στον Garfinkel (1967: 272 και μετά). Βλέπε επίσης Schutz (1943) στο “Πρόβλημα του Ορθολογισμού στον Κοινωνικό Κόσμο”, στον οποίο αναφέρεται ο Garfinkel.

O Merton έχει δεχτεί τόσες επιθέσεις γι’ αυτό το θέμα τόσο συχνά ώστε δε χρειάζεται να επαναλάβουμε την κριτική αυτή και εδώ. `Αυτοί που δεν είναι οικείοι με το θέμα αναφέρονται από τους Barnes και Dolby 91970) και Stehr (1978). Σημειώστε παρ’ όλ’ αυτά, ότι ο Merson υποθέτει νόρμες και όχι σταθερές ποσότητες επιστημονικής δράσης. Με αυτό τον τρόπο, ο Garfinkel, που μιλάει για κανόνες που ρουτινιάρικα φανερώνουν τους εαυτούς τους σε δράση, προχωράει πέρα από τον Merton.

Για επιλεγμένα παραδείγματα τέτοιων απόψεων, βλέπε Whitley(1972), την αναφορά του Nowotny για μια γνωστική προσέγγιση στην μελέτη της επιστήμης (1973), το επιχείρημα του Mulkay ότι η κοινωνιολογική μελέτη της επιστήμης πρέπει να περιλαμβάνει την τεχνολογική κουλτούρα της (1974a) ή την λεπτομερή δήλωση του Weingart για γνωστικές/τεχνικές και κοινωνικές παραμέτρους (όπως και για την ερμηνεία τους) στην μελέτη για την παραγωγή της γνώσης (1976). Οι πιο πρόσφατες “κοινωνικές” μελέτες της επιστήμης στην Δυτική Ευρώπη προσπάθησαν να συμπεριλάβουν την “γνωστική” πλευρά της επιστήμης. Οι μελέτες που εκδόθηκαν κάτω από τον τίτλο Γνωστική και Ιστορική Κοινωνιολογία της Επιστημονικής Γνώσης από τους Elkana και Mendelsohn (1981) δίνουν το πιο πρόσφατο παράδειγμα της τάσης. Για μια σχετική, γενικότερη παρουσίαση και συζήτηση του “γνωστικού παραδείγματος”, βλέπε de Mey (1981).

Έχουν υπάρξει πολλές διάφορες προσπάθειες να μετακινηθούμε πέρα από την επιστήμη και να εξερευνήσουμε τη σχέση μεταξύ γνώσης και κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, βλέπε Barnes (1977) και Mulkay (1979). Βλέπε επίσης την εργασία του Foucault για μια ιστορική προοπτική (π.χ. 1975, 1977), την εργασία των Holzner και Marx (1979) για μια γενική, κοινωνιολογική προοπτική και την εργασία των Stehr και Meja (1982) για κλασσική ενάντια στην τωρινή κοινωνιολογία της γνώσης.

Για μια αντιπροσωπευτική συλλογή τέτοιων επιστημών, βλέπε Lamaine, MacLeod, Mulkay και Weingart (1976). Άλλες μελέτες μπορούν να βρεθούν στους Mendelsohn, Weingart και Whitley (1977), ειδικότερα των Μερών 1 και 2. Βλέπε επίσης τις μελέτες από τους Edge και Mulkay (1976), Kü ppers, Lundgreen, και Weingart (1978), ή Studer και Chubin (1980).

Δημοσιευμένες μελέτες βασισμένες πάνω σε άμεσες ανθρωπολογικές παρατηρήσεις των επιστημόνων είναι ακόμα πολύ σπάνιες. Το μονόγραφο των Latour και Woolgar (1979) είναι κατά τη γνώση μου η πιο εκτενής μελέτη μέσα στην παράδοση των κοινωνικών μελετών της επιστήμης. Βλέπε επίσης Latour (1980a) και τα πρώτα μου άρθρα βασισμένα πάνω στην ίδια μελέτη παρατήρησης που αναφέρεται και εδώ (Knorr, 1977; 1979a, b; και Knorr 1978). Μια προηγούμενη ενδιαφέρουσα εργασία είναι αυτή που έγινε, όχι από έναν κοινωνικό επιστήμονα, αλλά από έναν θεολόγο του οποίου οι παρατηρήσεις για τους επιστήμονες χρηματοδοτήθηκαν από μια ομάδα προοδευτικών Καθολικών που δεν είχαν σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα (Thill, 1972). Πρώιμα αποτελέσματα, κάποιων ανθρωπολογικών μελετών της επιστήμης που είναι ακόμα σε εξέλιξη μπορούν να βρεθούν στον Jurdant (1979), Apostel και άλλους (1979) και στον McKegney (1979), Lynch (1979) και Zenzen και Restivo (1979), των οποίων τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν σε ένα συνέδριο για την κοινωνική διαδικασία της επιστημονικής έρευνας, που οργανώθηκε από τον Roger Krohn στο Πανεπιστήμιο MacGill, Μόντρεαλ. Για τη θέση που αναφέρεται σε μία γενική “ανθρωπολογική στροφή” στις κοινωνικές επιστήμες, βλέπε Lepenies (1981). Βλέπε επίσης την εργασία που άρχισε από τον Williams και τον Law (1980)

Σημειώστε ότι ο Bourdieu δε μιλάει για τα κίνητρα των αντικειμενικών σκοπών ενός επιστήμονα, αν και η επιλογή μιας περιοχής δουλειάς είναι συχνά συναισθητά επηρεασμένη από θέματα καριέρας.

Απεικονίζοντας ένα ισχυρό πρόγραμμα για την κοινωνιολογία της επιστήμης. Ο Bloor κριτίκαρε την ασυμμετρική μεταχείριση που προσφέρει μια κοινωνική ερμηνεία για αναγνωρισμένα επιστημονικά λάθη, αλλά όχι για επιστημονικά επιτεύγματα, για όσο θεωρούνται ότι ισχύουν. Η βασική θέση του βιβλίου του είναι ότι η “αντικειμενικότητα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο”, η “λογική αναγκαιότητα είναι ένα είδος ηθικής υποχρέωσης” και οι “ιδέες της γνώσης βασίζονται σε κοινωνικά σχήματα λόγου”. Bloor, 1976: 141. Στην επόμενη δουλειά του ο Bloor επιστρέφει σε μια διάκριση ανάμεσα σε μια κοινωνική και γνωστική σφαίρα στην επιστήμη με εμπειρικά συσχετιζόμενες παραμέτρους, τις οποίες σχετίζει μεταξύ τους. Βλέπε Bloor (1978).

Για ένα παρόμοιο επιχείρημα σε σχέση με τις “υποτιθέμενες νόρμες της επιστήμης”, βλέπε Mulkay (1976).

δηλαδή, στην απάντησή του για μια εμπειρική αναζήτηση των επιστημολογικών προβλημάτων (1979: 4).

Βιβλιογραφία

Agassi, J. (1973), Methodological Individualism, in J., O’Neill (ed.), Modes of Individualism and Collectivism, London: Heinemann.

Anscombe, G., E. (1971), Causality and Determination, Cambridge England: Cambridge University Press.

Apostel, L., et al. (1979), An Empirical Investigation of Scientific Observation, Communication and Cognition, Special Issue on Theory of Knowledge and Science Policy: 3-36.

Barnes, B. (1977), Interests and the Growth of Knowledge, London: Routledge and Keagan Paul.

Berger, P., and Luckmann, T. (1967), The Social Construction of Reality, London: Allen Lane.

Bhaskar, R. (1978), A Realist Theory of Science, Sussex, England: Harvester Press.

Bloor, D. (1976), Knowledge and Social Imagery, London: Routledge and Keagan Paul.

Brener, M. (ed.) (1980), Social Method and Social Life, London: Academic Press.

Campbell, D. (1977), Descriptive Epistemology: Psychological, Sociological and Evolutionary, William James Lectures, Harvard Univ., Spring.

Chubin D., E., and Moitra, S. (1975), Content Analysis of References: Adjunct or Alternative to Citation Counting, Social Studies of Science 5:423-41.

Coleman, J. (1971), Resources for Social Change: Race in the United States, New York: Wiley.

Derrida, J. (1976), Of Grammatology, Baltimore: Johns Hopkins Univ. Press.

Edge D., O., and Mulkay, M., J. (1976), Astronomy Transformed, New York: Wiley.

Feyerbend, P. (1962), Explanation, Reduction and Empiricism, in H., Feigl, & G., Maxwell (eds.), Scientific Explanation, Space and Time, Minesota Studies in the Philosophy of Science, Vol. 3, Mineapolis: Univ. of Minesota Press.

Feyerbend, P. (1975), Against Method, London: New Left Books.

Fraasen, B. VAN (1977), The Argument Concerning the Scientific Realism, Los Angeles: Univ. of Southern California.

Galtung, J. (1967), Theory and Methods of Social Research, Oslo: Universitesforlaget.

Garfinkel, H. (1967), Studies in Epistemology, Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall.

Gaston, J. (1973), Originality and Competition in Science, Chicago: Univ. of Chicago Press.

Gaston, J. (1978), The Reward System in British and American Science, New York: Wiley.

Giddens, A. (1976), New Rules of Sociological Method, London: Hutchinson.

Gouldner, A. (1976), The Dialectic of Ideology and Technology, New York: Seabury Press.

Habermas, J. (1971), Knowledge and Human Interests, Boston: Beacon Press.

Hanson, N., R. (1958), Patterns of Discovery, Cambridge, England: Cambridge Univ. Press.

Holzner, B., and Marx, J. (1979), Knowledge Application. The Knowledge System in Society, Boston: Allyn and Bacon.

Johnston, R. (1976), Contextual Knowledge, A Model for the Overthrow of the Internal /External Dichotomy in Science, Australia and New Zealand Journal of Sociology, 12:193-203.

Knorr, K., D. (1979), Tinkering Toward Success: Prelude to a Theory of Scientific Practice, Theory and Society, 8: 347-76.

Krohn, R. (1972), The Social Shaping of Science, Westport, CO: Greenwood Press.

Kuhn, T., S. (1962, 1970), The Structure of Scientific Revolutions, Chicago: Univ. of Chicago Press, 2nd Enlarged Edition, 1970.

Lacatos, I. (1976), Understanding Toumlin, Minerva 14: 126-43.

Lacatos, I., and Musgrave, A. (eds.), Criticism and the Growth of Knowledge, Cambridge, England: Cambridge Univ. Press.

Latour, B. (1980), The Three Little Dinosaurs or a Sociologist’s Nightmare, Fundamenta Scientiae 1: 79-85.

Luhmann, N. (1977), Differentiation of Society, Canadian Journal of Sociology 2L: 29-53.

Lukes, S. (1978), Essays in Social Theory, London: Macmillan.

Lynch, M. (1979), Technical Work and Critical Inquiry: Investigations in a Scientific Laboratory, Paper presented at the Conference “The Social Process of Scientific Investigation”, Montreal: McGill Univ., Dept. of Sociology.

McKegney, D. (1979), The Research Process in Animal Ecology, Paper presented at the Conference “The Social Process of Scientific Investigation”, Montreal: McGill Univ., Dept. of Sociology.

Mehan, H., and Wood, H. (1975), The Reality of Ethnomethodology, New York: Wiley.

Mulkay, M. (1974), Methodology in the Sociology of Science, Social Science Information 13: (107-19).

O’Neill, J. (ed.) (1973), Modes of Individualism and Collectivism, London: Heinemann.

O’Neill, J. (1979), Marxism and the two Sciences, Toronto: York University.

Pike, K. (1967), Language in Relation to a Unified Theory of the Structure of the Human Behaviour, The Hague: Mouton.

Popper, K. (1963), Conjectures and Refutations, London: Routledge and Keagan Paul.

Sellars, W. (1963), Science, Perception and Reality, New York: Humanities Press.

Studer, K. and Chubin, D. (1980), The Cancer Mission, Social Contexts of Biomedical Research, Beverly Hills: Sage.

Thomson, J., J. (1907), The Corpuscular Theory of Matter, London: Archibald Constable.

Wittgenstein, L. (1968), Philosophical Investigation, Oxford: Basil Blackwell.

Ziman, J. (1968), Public Knowledge, Cambridge England: Cambridge Univ. Press.

Bourdieu, P. (1997), The Logic of Practice, Polity Press.

Bernstein, B. (1974), Class, Codes and Control, vol. 1, Theoretical Studies Towards a Sociology of Language, London: Routledge and Keagan Paul.

Foster, P., et al., (1996), Constructing Educational Inequality, London: Falmer Press.

May, T. (1997), Social Research, Issues Methods and Process, London: Open Uviv. Press.

Pollard, A., Filer, A. (1996), The Children’s World of Children’s Learning, London: Cassell.

Vygotsky, L., S. (1978), Mind in Society: The Development of Higher Psychological Processes, Cambridge, MA: Harvard Univ. Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου